Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

Η ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Η ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ:

Κίνητρα, διαφθορείς και διεφθαρμένοι, ο κίνδυνος του εισαγόμενου πληθωρισμού, τα εναλλακτικά σενάρια της Ευρωζώνης, καθώς επίσης η ευκαιρία με το μικρότερο ρίσκο, απέναντι στις επερχόμενες απειλές

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*

 

 

«Εγώ δεν ισχυρίζομαι πως κάνω κάτι για εσάς, ενώ εσείς συνεχίζετε να προσποιείστε ότι, το κίνητρο σας είναι να προσφέρετε σε εμένα. Τέτοιοι ισχυρισμοί δεν έχουν καμία σχέση με τα ανθρώπινα κίνητρα – είναι μέρος της δουλικής νοοτροπίας, η οποία κατασκευάσθηκε πολύ έντεχνα από την προπαγάνδα της εξουσίας».

Ίσως τα παραπάνω «διαμορφωμένα» λόγια του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου (F.Nietzsche), ο οποίος είχε μεταξύ άλλων σωστά επισημάνει ότι, η Γερμανία θα μπορούσε να εξανθρωπιστεί μόνο μέσα από την Ευρωπαϊκή της διάσταση, να ακούγονται πολύ προκλητικά – ενδεχομένως αταίριαστα με τη σημερινή πραγματικότητα. Εν τούτοις, οι ισχυρισμοί που ορθά αναφέρει, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται από όλες τις σύγχρονες μορφές εξουσίας, οι οποίες σχεδόν πάντοτε ανακοινώνουν ότι, οι πράξεις τους έχουν στόχο το καλό των εξουσιαζόμενων (για παράδειγμα, η Ευρώπη των Πολιτών της, οι θυσίες που απαιτούνται από το λαό για τη δική του δήθεν ευημερία,  η «ανιδιοτέλεια» των κομμάτων, η προθυμία να μας δανείσουν ενυπόθηκα οι «εταίροι» μας με επιτόκιο 5% συν έξοδα συν 2% για ενδεχόμενη μη έγκαιρη εξυπηρέτηση του δανείου – τόκοι υπερημερίας – κλπ).

Εάν εμβαθύνει όμως κανείς περισσότερο, δεν μπορεί παρά να διακρίνει εντελώς διαφορετικά κίνητρα, από αυτά που του «παρουσιάζονται» κάθε φορά – είτε από τους εν ενεργεία πολιτικούς, είτε από τις πολυεθνικές, είτε από ολόκληρες χώρες (όπως η Γερμανία), είτε από τον οποιονδήποτε «υπέρμαχο» της δικής του ευημερίας (ΔΝΤ κλπ).

Ανεξάρτητα τώρα από τα αληθινά κίνητρα της εκάστοτε εξουσίας θεωρούμε ότι, οι μεγαλύτερες απειλές για το «σύστημα» σήμερα είναι αφενός μεν η διαπλοκή και η διαφθορά (έννοιες αλληλένδετες), αφετέρου δε η τεράστια φοροαποφυγή των διαφόρων πολυεθνικών θηρίων (επίσης, οι συνεχείς προσπάθειες ορισμένων, αμετανόητα επεκτατικών χωρών, να ηγηθούν αυταρχικά, εκμεταλλευόμενες τις αδυναμίες των άλλων – τα σφάλματα και τις παραλείψεις τους). Πολύ λιγότερο λοιπόν η «πολυδιαφημιζόμενη» φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως επίσης των «υδραυλικών» και λοιπών ελευθέρων επαγγελματιών, όσο και αν δεν συνηγορούμε υπέρ της.   

Η μεν πρώτη, η διαπλοκή και η διαφθορά δηλαδή, υπολογίζεται διεθνώς κατά μέσον όρο στο 8% του ΑΕΠ (περί τα 19 δις €  για την Ελλάδα), ενώ η δεύτερη, η νόμιμη φοροδιαφυγή, τουλάχιστον στο 10% του ΑΕΠ (24 δις € για την Ελλάδα). Όπως φαίνεται λοιπόν από τους αριθμούς, εάν καταφέρναμε να καταπολεμήσουμε επιτυχώς τις δύο αυτές, θανατηφόρες για το κοινωνικό κράτος, «οικονομικές πανδημίες», η χώρα μας, όπως και πολλές άλλες, όχι μόνο δεν θα είχε ελλείμματα αλλά, αντίθετα, σημαντικά πλεονάσματα – τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να λειτουργήσουν αφαιρετικά στο δημόσιο χρέος και προσθετικά στο κοινωνικό κράτος που σήμερα φαίνεται δυστυχώς να υποχωρεί «ακατάπαυστα».   

Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα αυξημένο βέβαια στις αποβιομηχανοποιημένες, στις «εισαγωγικές» καλύτερα Οικονομίες, όπως η Ελληνική – αφού τα «κέρδη» της φοροαποφυγής, σε αντίθεση με τη φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων, δεν δαπανώνται στο εσωτερικό, αυξάνοντας τουλάχιστον την εγχώρια κατανάλωση (ΑΕΠ), αλλά συνήθως εξάγονται, προς τα κράτη-έδρα των πολυεθνικών.

Αρκεί να αναφέρουμε ότι, στον κλάδο των τροφίμων, σχεδόν το 75% των πωλουμένων προϊόντων είναι εισαγόμενα, προερχόμενα από 5-10 ξένες εταιρείες, ενώ οι κρατικές προμήθειες, οι εξοπλισμοί και τα δημόσια έργα, αναλαμβάνονται κυρίως από τις πολυεθνικές (οι οποίες κατέχουν την «τέχνη» του χρηματισμού, έχοντας, με τη βοήθεια της φοροαποφυγής, τα μέσα), για να καταλάβουμε τη «δυναμική» αυτών των μεγεθών για τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας (όπως και πολλών άλλων χωρών). Φυσικά, οι πολυεθνικές ενισχύονται παράλληλα από τα κράτη, στα οποία έχουν την έδρα τους, εκμεταλλευόμενες όλα τα, θεμιτά και αθέμιτα, μέσα που τίθενται «αφειδώς» στη διάθεση τους – λόγω του ότι «εισάγουν» εκεί τα κέρδη, από τις διεθνείς τους δραστηριότητες.       

 

ΔΙΑΠΛΟΚΗ & ΔΙΑΦΘΟΡΑ

 

Εξειδικεύοντας στο θέμα θεωρούμε ότι σήμερα, τόσο σε επίπεδο κρατών, όσο και κοινωνίας, υφίστανται, μεταξύ άλλων βέβαια, τρεις διαφορετικές «τάξεις»: οι διαφθορείς, οι διεφθαρμένοι και όλοι οι υπόλοιποι. Οι δύο πρώτες κυρίαρχες τάξεις, οι «τάσεις» καλύτερα, έχουν «εγκλωβίσει» αφενός μεν ολόκληρες χώρες, αφετέρου όλους όσους δεν ανήκουν σε αυτές – με μεγαλύτερο θύμα το κοινωνικό κράτος. Κύριος εκπρόσωπος των διαφθορέων είναι αναμφίβολα το Καρτέλ των πολυεθνικών επιχειρήσεων – η οικονομική εξουσία δηλαδή, με σημαντικότερο το χρηματοπιστωτικό τομέα, το Κτήνος.

Τα έσοδα/ανταλλάγματα των διαφθορέων, της οικονομικής εξουσίας δηλαδή, είναι φυσικά τεράστια, με κυριότερα ίσως αυτά που προέρχονται από την αποφυγή πληρωμής φόρων – από τη νόμιμη φοροδιαφυγή καλύτερα. Οι φόροι που αποφεύγονται, «παράγοντας» τεράστια κέρδη, αφενός μεν καθιστούν αδύνατο τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών από τις μικρότερες, «εθνικής εμβέλειας» εταιρείες, αφετέρου χρησιμοποιούνται για το χρηματισμό του εκάστοτε μηχανισμού πολιτικής εξουσίας – όπως και για την χειραγώγηση των ΜΜΕ. Εκτός αυτού, επενδύονται με τη βοήθεια του χρηματοπιστωτικού κλάδου στον κλιμακούμενο, «κερδοσκοπικό» πλέον δανεισμό των κρατών, καθώς επίσης των καταναλωτών, αυξάνοντας τις πάσης φύσεως ανισορροπίες και «αποστραγγίζοντας» το σύστημα.

Από την άλλη πλευρά, ο κύριος εκπρόσωπος των διεφθαρμένων είναι η πολιτική εξουσία (ουσιαστικά, ένα από τα πιο κλειστά επαγγέλματα παγκοσμίως, το μοναδικό ίσως που οφείλει να «ανοίξει» άμεσα) και ειδικότερα το κομματικό κράτος: όχι μόνο η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία ή/και η αντιπολίτευση δηλαδή, αλλά ο κεντρικός (κομματικός) μηχανισμός λειτουργίας του δημοσίου – το σκοτεινό εκείνο «κατασκεύασμα», το οποίο εκλέγει «στρατευμένα», χωρίς βέβαια να έχει την ανάγκη να εκλέγεται. Τα έσοδα, τα ανταλλάγματα καλύτερα της «τάξης» αυτής είναι επίσης τεράστια – με κυριότερο ίσως την παραμονή στην εξουσία για την πρώτη «συνιστώσα» (κυβέρνηση), καθώς επίσης τον άκοπο πλουτισμό για τη δεύτερη (κόμμα).    

Σε γενικές γραμμές, θεωρούμε ότι κίνητρο των διαφθορέων είναι η δύναμη (ισχύς, επιβολή, επεκτατισμός κλπ), ενώ κίνητρο των διεφθαρμένων η απόλαυση – εάν είναι δυνατόν χωρίς ρίσκο, εργασία κεφάλαιο και κόπο. Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο μεσογειακός νότος, «θιασώτης» της απόλαυσης, κυβερνάται κυρίως από «διεφθαρμένους» μηχανισμούς – σε αντίθεση με τον «διαφθορέα» ευρωπαϊκό Βορά, στον οποίο επικρατεί η «θέληση» για δύναμη και ισχύ.   

Περαιτέρω, στην ετήσια λίστα της «Transparency International», εκεί δηλαδή που ταξινομούνται οι διάφορες χώρες ανάλογα με τα επίπεδα διαφάνειας των Οικονομιών τους, διακρίνουμε δύο κράτη, τα οποία μοιράζονται τη 15η θέση διεθνώς: τη Γερμανία και την Αυστρία.

Γνωρίζοντας όμως ότι η Γερμανία είναι η κατ’ εξοχήν χώρα των διαφθορέων, ενώ η Αυστρία περιγράφεται χαρακτηριστικά από το Spiegel ως η «Όαση της πολιτικής διαφθοράς» (η Ελλάδα καταλαμβάνει την 78η θέση), δεν μπορεί παρά να αναρωτηθούμε με ποια κριτήρια κατατάσσονται οι χώρες στη λίστα – πόσο μάλλον όταν ξέρουμε ότι, η «διεθνής» αυτή οργάνωση, είναι ουσιαστικά γερμανική.

Συμπεραίνουμε λοιπόν μεταξύ άλλων πως, αφενός μεν οι εκάστοτε διαφθορείς αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τους διεφθαρμένους (πόσο μάλλον αφού τους ανήκει η οργάνωση), αφετέρου δε ότι η κατάταξη περιορίζεται στους Πολίτες των διαφόρων χωρών – οι οποίοι έχουν το θράσος να μιμούνται πολλές φορές τις μεθόδους της Εξουσίας. Δεν συμπεριλαμβάνει δηλαδή τη διαφθορά της Οικονομικής Εξουσίας (στην οποία ηγείται αναμφίβολα η Γερμανία, με τη Siemens κλπ), καθώς επίσης της Πολιτικής (όπου μάλλον δεν ηγείται η Ελλάδα, αλλά η Αυστρία, αφού ερευνώνται τρία τεράστια πολιτικοοικονομικά σκάνδαλα, πολλαπλασίου μεγέθους του «δικού μας» Βατοπαιδίου).

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το θέμα, κάτι που θεωρούμε απολύτως απαραίτητο για όλους εμάς τους Πολίτες, η ετήσια λίστα της διαφθοράς δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνει τους διαφθορείς, αφού μάλλον συντάσσεται από αυτούς, αλλά, κυρίως, τους διεφθαρμένους. Εξ αυτών δε, περισσότερο τους Πολίτες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εργαζομένους – πολύ λιγότερο τους πολιτικούς, στους οποίους πιθανότατα περιορίζεται στις μικρότερες χώρες. Ουσιαστικός στόχος της (κίνητρο) είναι ο περιορισμός των απαιτήσεων των διεφθαρμένων, απέναντι στους διαφθορείς και επομένως η μείωση του κόστους «χρηματισμού» των πολυεθνικών διαφθορέων (περίπου 10% σήμερα).

Τέλος, χωρίς να χρειασθεί να «εμβαθύνουμε» ιδιαίτερα, φαίνεται πως για τις μεγάλες βιομηχανίες του «εντιμότατου εταίρου» μας, της Γερμανίας, η οποία δεν παύει ούτε στιγμή να κατηγορεί την Ελλάδα για αδιαφάνεια, η διαφθορά αποτελεί ένα ευρείας χρήσεως «εργαλείο» – ένα ουσιώδες μάθημα διοίκησης επιχειρήσεων, το οποίο θα όφειλε μάλλον να διδάσκεται στα Πανεπιστήμια των βιομηχανικών χωρών, έχοντας εξέχουσα βαρύτητα για τους μελλοντικούς «ηγέτες», οι οποίοι είναι αδύνατον να αναρριχηθούν σε ανάλογες «θέσεις», εάν δεν γνωρίζουν (και δεν χρησιμοποιούν) τους «άγραφους κανόνες» της διαφθοράς  (αναλυτικότερα έχουμε αναφερθεί στο κείμενο μας «Διεθνής Διαφθορά ΑΕ»).  

 

ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗ (ΝΟΜΙΜΗ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ)

 

Όσον αφορά τώρα τη φοροαποφυγή, όπως τονίσαμε προηγουμένως είναι η κύρια πηγή «ρευστότητας», η οποία εφοδιάζει τους διαφθορείς με τόσα χρήματα, ώστε να μπορούν να διαφθείρουν. Οι Πίνακες που ακολουθούν τεκμηριώνουν σε μεγάλο βαθμό τη θέση μας:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Deutsche Bank (Εσωτερικό & εξωτερικό)

 

Έτος

Κέρδη σε εκ. €

Μερίσματα σε εκ. €

Φορολογία σε εκ. €

 

 

 

 

1999

2.351

706

738

2000

6.896

801

-6.644

2001

1.803

808

1.429

2002

3.549

808

3.189

2003

2.758

872

1.542

 

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

17.357

3.995

254

Πηγή: H. Weiss/E. Schmiederer 2005

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Σε σύνολο κερδών πενταετίας ύψους 17.357 εκ. € (17 δις € δηλαδή) πλήρωσε μερίσματα στους μετόχους της 3.995 εκ. € (σχεδόν 4 δις €) και φόρους μόλις 254 εκ. €, ήτοι 1,46% επί των κερδών της! Ουσιαστικά λοιπόν οι πολυεθνικές, όταν πέφτουν οι δείκτες των χρηματιστηρίων (το 2000, για παράδειγμα), κερδίζουν μέσω της επιστροφής φόρων, λόγω «καταγραφής» ζημιών – ενώ, σε περιόδους χρηματιστηριακής ευφορίας, «εμφανίζουν» θετικά αποτελέσματα, κερδίζοντας από την αύξηση των τιμών των μετοχών τους. 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΜΕΓΕΘΗ ΕΤΟΥΣ 2003  (Τζίρος, Κέρδη, Φόρος σε εκ. €)

 

Εταιρίες /

ΜΕΤΡΟ

Telekom

Lufthansa

Siemens

TUI

BMW

Δείκτες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τζίρος

55.056

55.838

17.714

74.875

19.215

42.636

Κέρδη

817

1.398

-785

3.372

246

3.206

Κέρδη/τζίρος

1,5%

2,5%

-4,4%

4,5%

1,3%

7,5%

Φόρος

246

-225

193

867

-68

1.258

Φόρος/Τζίρος

0,4%

-0,4%

1,1%

1,2%

-0,4%

3%

Εργαζόμενοι

252.037

251.000

94.798

419.300

64.257

93.821

Πηγή: H. Weiss/E. Schmiederer 2005

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Η Siemens, για παράδειγμα, με 419.300 εργαζομένους και τζίρο 75 δις €, πλήρωσε μόλις 867 εκ. € φόρους – λίγο περισσότερο δηλαδή από το 1% του τζίρου της. Από την άλλη πλευρά, μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στον τουρισμό, η TUI, δουλεύει (2003) με ζημίες, όπως και η Deutsche Telekom. Επομένως, πολλές από αυτές τις μονοπωλιακές πολυεθνικές εταιρείες έχουν πιθανότατα αρκετά «αφορολόγητα» χρήματα στη διάθεση τους, για την εξαγορά ακόμη και των πλέον απαιτητικών «συνειδήσεων».

 

ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΟΣ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

 

Τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες, πολλές «δυτικές» οικονομίες, ιδιαίτερα δε οι Η.Π.Α., χαρακτηρίζονταν από μία «εντάσεως ανεργίας» ανάπτυξη, με την ταυτόχρονη μείωση του πληθωρισμού. Το παράδοξο αυτό γεγονός, το οποίο ασφαλώς δεν συμβάδιζε με τους «ομαλούς» οικονομικούς κανόνες, οφειλόταν αφενός μεν στην υπερχρέωση της «δύσης», η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την «φαινομενική» της πρόοδο, αφετέρου δε στην εισαγωγή φθηνών καταναλωτικών προϊόντων, από τις νεοεισερχόμενες στον καπιταλισμό ασιατικές αγορές – κυρίως από την Κίνα. Ο χειρισμός της ιδιαιτερότητας αυτής με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων (πολιτική Greenspan), όχι μόνο δεν θεράπευσε την συγκεκριμένη αυτή «ασθένεια» αλλά, αντίθετα, ήταν η αιτία της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης – της μεγαλύτερης μέχρι τώρα «δοκιμασίας» του καπιταλισμού.         

Σήμερα η κατάσταση τείνει πλέον να αντιστραφεί, σε μία εξαιρετικά επικίνδυνη, εντάσεως ανεργίας ύφεση, με την παράλληλη αύξηση του πληθωρισμού (Στασιμοπληθωρισμός) – με εξαιρέσεις φυσικά, όπως αυτήν της Γερμανίας, η οποία όμως συνεχίζει να αναπτύσσεται, εκμεταλλευομένη τις αδυναμίες των Ευρωπαίων «εταίρων» της (άρθρο μας). Η επόμενη λοιπόν, πραγματικά «ασύμμετρη» απειλή, σε έναν θανατηφόρο συνδυασμό με την υπερχρέωση της δύσης, είναι ο εισαγόμενος πληθωρισμός από την Ασία. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι, οι ασιατικές χώρες ήταν ο πρώτος αποδέκτης των αμερικανικών πληθωριστικών δολαρίων (άρθρο μας) – περί τα 2 τρις $ την πρώτη φορά, ακολουθούμενα από τα περίπου 600 δις $, τα οποία θα τεθούν στην κυκλοφορία από τη Fed έως τα μέσα του 2011.

Η υπερβάλλουσα αυτή ρευστότητα, ενάντια στις «πομπώδεις» ανακοινώσεις «αναρρόφησης» της περί το τρίτο τρίμηνο του 2010 (άρθρο μας), κατευθύνθηκε κυρίως σε εκείνες τις ασιατικές χώρες, από τις οποίες οι «αποβιομηχανοποιημένες» πλέον Η.Π.Α. εισάγουν τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα τους – ενώ επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους (χάρτινα δολάρια, χωρίς ουσιαστικό «αντίκρισμα»).

Ειδικότερα, οι αμερικανοί και λοιποί επενδυτές δανείζονται υπερτιμημένα δολάρια, με επιτόκια της τάξης του 1%, τοποθετούμενοι στα υποτιμημένα νομίσματα της Ασίας, με πολλαπλάσιες αποδόσεις (διπλή ωφέλεια). Για παράδειγμα, αγοράζουν ομόλογα της Κορέας ή της Ινδονησίας, με αποδόσεις 6-10%, ακίνητα στο Χονγκ Κονγκ ή στη Σαγκάη, οι τιμές των οποίων αυξάνονται καθημερινά, καθώς επίσης μετοχές του MSCI Asia Pacific Index, ο οποίος αυξήθηκε από τον περασμένο Μάρτιο κατά 66% περίπου. Η αστείρευτη εισροή αυτών των χρημάτων, είχε σαν αποτέλεσμα την εκτόξευση των τιμών όλων των αξιών στις ελάχιστα χρεωμένες ασιατικές χώρες, η οποία με τη σειρά της θα επιβαρύνει, σε τελική ανάλυση, το σύνολο των εκεί παραγομένων προϊόντων.

Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι, το επίκεντρο της κλιμάκωσης των τιμών τοποθετείται στο τρίγωνο μεταξύ Σιγκαπούρης, Σαγκάης και Σεούλ. Ακριβώς στην ευρύτερη αυτή περιοχή, διαπιστώνεται η μεγαλύτερη ανάπτυξη παγκοσμίως, όπως φαίνεται από τον Πίνακα IV:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ το 2011

 

Χώρος

Ποσοστό αύξησης

 

 

Παγκόσμια

4,2%

 

 

Κίνα

9,6%

Ινδία

8,4%

Πηγή: ΔΝΤ

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος      

 

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα IV, η προβλεπόμενη αύξηση του παγκοσμίου ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην ευρύτερη Ασία. Στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο όμως, αυξάνονται (εύλογα) οι τιμές των ακινήτων και των ενοικίων με αρκετά «εντονότερους» ρυθμούς, από τους αντίστοιχους της δύσης. Επίσης, οι εκδότες των ομολόγων αποκομίζουν υψηλότερα επιτόκια και τα τοπικά νομίσματα ισχυροποιούνται συνεχώς, αφού οι επενδυτές προτιμούν να τοποθετούνται εκεί (άτακτη φυγή κεφαλαίων), παρά στα «δυτικά» χρηματιστήρια.

Περαιτέρω, η κεντρική τράπεζα της Κίνας αύξησε τις συναλλαγματικές ρεζέρβες της, μέσα σε ένα μήνα (Σεπτέμβριο), κατά το ασύλληπτο ποσόν των 100 δις $, ενώ η Μανίλα τριπλασίασε το εμπορικό της πλεόνασμα τον Οκτώβριο, υπολογιζόμενο σε ετήσια βάση – κύρια αιτία, η εισροή-ρεκόρ αμερικανικών δολαρίων (πηγή: Spiegel). Ο δείκτης του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ (Hang Seng Index) αυξήθηκε κατά 57% από την αρχή του έτους, επίσης λόγω των τεράστιων «δολαριακών» εισροών – τα ακίνητα (κατοικίες) ακρίβυναν κατά 28% μέσα σε μερικούς μόνο μήνες.

Μέσα σε ελάχιστο σχετικά χρονικό διάστημα, αυξήθηκε το μερίδιο των ξένων επενδυτών στην κορεατική αγορά δημοσίων ομολόγων κατά 15% – στην Ινδονησία σχεδόν κατά 30%. Εισροές μεγαλύτερες των 2 δις $ αύξησαν στην Τζακάρτα αυτό το έτος (2010) τα περιουσιακά στοιχεία των ξένων επενδυτών κατά 80%, εξακοντίζοντας το τοπικό νόμισμα (ρουπία) στο υψηλότερο τριετίας απέναντι στο δολάριο.   

Οι ακριβότερες κατοικίες βέβαια, έχουν σαν αποτέλεσμα την «πληθωριστική» κλιμάκωση των ενοικίων. Η μεγάλη ανάπτυξη αυξάνει επίσης τη ζήτηση εργατικού δυναμικού, η οποία οδηγεί σε υψηλότερες μισθολογικές απαιτήσεις – με άμεση συνέπεια την αύξηση του κόστους εργασίας στην Κίνα, κατά 15% μέσα στο 2010 (η αντίστοιχη ΔΝΤ-μείωση του κόστους εργασίας στη «δύση», τεκμηριώνει την εν λειτουργία αναδιανομή εισοδημάτων, μεταξύ των εργαζομένων της δύσης και της ανατολής, προς όφελος των πολυεθνικών). Η παράλληλη αύξηση τώρα των τιμών των πρώτων υλών, ταυτόχρονα με τις τεράστιες εισροές δολαρίων, δημιούργησε ένα εκρηκτικό «πληθωριστικό μίγμα» στην Ασία – πόσο μάλλον αφού εκεί που «εισβάλλουν» τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, εισβάλλουν μαζί τους και τα προβλήματα.

Ο δείκτης πληθωρισμού στην Κορέα αναρριχήθηκε στο υψηλότερο σημείο του από τον Απρίλιο του 2009 (3,6%), ενώ τα τρόφιμα αυξήθηκαν κατά 13%. Στην Ινδονησία, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 5,8%, ενώ στην Κίνα κατά 4,4% (ανεπίσημα κατά 10%) – ο (ανεπίσημος) ετήσιος δείκτης πληθωρισμού στην Ινδία τοποθετείται στο 15%. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, σε γενικές γραμμές, η υπερθέρμανση των ασιατικών οικονομιών αποτελεί μία κατά πολύ μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια οικονομία, από ότι η «ασθενική» ανάπτυξη των δυτικών χωρών.

Περαιτέρω, η Κίνα προσπαθεί να θέσει υπό έλεγχο τις τιμές των τροφίμων, ενώ πρόσφατα (19.11), υποχρέωσε τις τράπεζες της σε υψηλότερα αποθεματικά, για τρίτη φορά μέσα σε δύο μήνες – αυξάνοντας επίσης το βασικό επιτόκιο. Η Κορέα, όπως και η Βραζιλία, αποφάσισε την φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών, τα οποία εγγράφουν οι ξένοι, επενδύοντας στα ομόλογα του δημοσίου της – ενώ η Τζακάρτα εξετάζει σοβαρά τον περιορισμό (ανώτατα όρια) της αγοράς των ομολόγων της από τους ξένους επενδυτές.  

Τόσο η Μαλαισία, όσο η Ταϊλάνδη και η Ινδία, προγραμματίζουν άμεσα τον έλεγχο των Κεφαλαίων (επίσης των τιμών των προϊόντων), παρά το ότι γνωρίζουν πολύ καλά πως είναι αδύνατον να αντιστρέψουν τη παλιρροϊκή κίνηση των παγκοσμίων κεφαλαιακών ροών – «ή μη μόνο» να την περιορίσουν.

Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω τεκμηριώνουν το ξεκίνημα ενός πληθωρισμού, ο οποίος σύντομα θα κατευθυνθεί προς τη δύση, αφού ήδη ανακοινώνονται αυξημένες τιμές από τους ασιάτες παραγωγούς οι οποίες, για κάποια εμπορεύματα, φτάνουν ακόμη και το 70% (TShirt). Οι αυξήσεις αυτές, σε συνδυασμό με τον επιβαλλόμενο από τη Γερμανία φορολογικό πληθωρισμό που «μαστίζει» πολλές ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ, καθώς επίσης με την αύξηση των ενεργειακών τιμών, επίσης των πρώτων υλών και εμπορευμάτων (commodities), συνιστούν αναμφίβολα μία εξαιρετικά μεγάλη απειλή (υπερπληθωρισμός) για ολόκληρη την ανεπτυγμένη δύση.

Η εκρηκτική άνοδος τόσο του χρυσού, όσο και των υπολοίπων πολυτίμων μετάλλων, συνηγορεί στην άποψη μας, ενώ προβλέπεται ένα ακόμη «ράλι» των μετοχών εκείνων ειδικά των εταιρειών, οι οποίες είναι σε θέση να επωφελούνται τόσο από τον πληθωρισμό, όσο και από την ασιατική ανάπτυξη.  

 

ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

 

Συνεχίζοντας, εάν δεν επιλυθούν, μεταξύ άλλων, άμεσα και ριζικά τα προβλήματα της διαπλοκής/διαφθοράς, καθώς επίσης της φοροαποφυγής της οικονομικής εξουσίας από την Ενωμένη Ευρώπη, από όλες τις χώρες δηλαδή της Ε.Ε. από κοινού, ταυτόχρονα με την αλληλεγγύη των κρατών-μελών μεταξύ τους, τόσο η Ευρωζώνη, όσο και η Ε.Ε. δεν πρόκειται να αποφύγουν το μοιραίο.

Τόσο ο υπερπληθωρισμός, όσο και η Η μητέρα των κρίσεων, θα είναι σύντομα εδώ και δεν πρόκειται να αποφευχθούν με τη χρήση «συμβατικών φαρμάκων», όπως αυτών των χαμηλών βασικών επιτοκίων, της νομισματικής επέκτασης, της επιβολής κυρώσεων στις χώρες που δεν τήρησαν τη συμφωνία του Μάαστριχτ, της νομοθεσίας για ελεγχόμενη χρεοκοπία κρατών, με ή χωρίς τη συμμετοχή των ιδιωτών κλπ.  

Περαιτέρω, τα τοκογλυφικά επιτόκια των δεκαετών ομολόγων στην Ισπανία έχουν αναρριχηθεί στο 5,24%, στην Πορτογαλία στο 6,85%, στην Ιρλανδία στο 8,77% και στην Ελλάδα στο 11,63%. Πολύ σύντομα θα ακολουθήσει η υπερχρεωμένη Μ. Βρετανία (συνολικό χρέος πάνω από το 500% του ΑΕΠ), το Βέλγιο (δημόσιο χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ, προβλήματα διακυβέρνησης) η Ιταλία (δημόσιο χρέος 118%) και η Γαλλία (ασθενική ανάπτυξη, μειωμένη ανταγωνιστικότητα, έλλειμμα άνω του 8%). Αργά ή γρήγορα λοιπόν, η κρίση χρέους θα παρασύρει τόσο τη Γερμανία, όσο και τις Η.Π.Α., αφού το θηρίο (κερδοσκοπικά κεφάλαια – αγορές), έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει τη «δύση», απομυζώντας όσο πιο πολλά κέρδη μπορεί – χωρίς να υπολογίζει την καταστροφή και το χάος που θα αφήσει πίσω του.

Ισχυριζόμενοι λοιπόν ότι το ευρώ δεν θα επιβιώσει, δεν δραματοποιούμε σε καμία περίπτωση τη σημερινή κατάσταση. Η τελική, αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει και η ΕΕ απειλείται να βυθιστεί στη δίνη του χρέους, εάν δεν ληφθούν αμέσως μέτρα άμυνας απέναντι στο κτήνος των «αγορών». Αρκεί να δει κανείς δύο-τρείς κινήσεις «μπροστά» στην παρτίδα, για να καταλάβει ότι το «παιχνίδι», το σκάκι με το διάβολο δηλαδή, πλησιάζει στο τέλος του.

Η σωτηρία της Ελλάδας απαίτησε 110 δις € – τα 80 δις € από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Η αντίστοιχη της Ιρλανδίας θα κοστίσει τουλάχιστον 100 δις € – κατά τη γνώμη μας πολύ περισσότερα, με κριτήριο τα τεράστια προβλήματα των τραπεζών της, την κρίση στην αγορά ακινήτων, την κυβερνητική κρίση, τη «φθορά» του οικονομικού μοντέλου, την «εισβολή» του ΔΝΤ και τον πρόσφατο πίνακα των χρεών της:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Τα εξωτερικά χρέη της Ιρλανδίας τον Ιούνιο του 2010, σε δις $

 

Χώρα

Ποσόν

 

 

Συνολικό εξωτερικό χρέος

731,2

Συνολικό ευρωπαϊκό χρέος*

508,6

 

 

Μ. Βρετανία

148,5

Γερμανία

138,6

Βέλγιο

53,9

Γαλλία

50,1

Ολλανδία

21,2

Πορτογαλία

19,4

Ελβετία

17,6

Δανία

16,5

Ιταλία

15,3

Ισπανία

14,0

Πηγή: Τράπεζα διεθνών διακανονισμών* (*ουσιαστικά, η κεντρική τράπεζα όλων των κεντρικών τραπεζών, με έδρα την Ελβετία)

* Η Ιρλανδία χρωστάει μόνο στην Ευρώπη περισσότερα από όσα διαθέτει το ταμείο του μηχανισμού στήριξης (440 δις €, συν 60 δις €), χωρίς το ΔΝΤ.  

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Η εξαιρετικά πιθανή είσοδος της Πορτογαλίας στο «μηχανισμό» (αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα, ανάλογα με τα Ελληνικά), θα κοστίσει επίσης περί τα 100 δις €, ενώ θα παρασύρει αμέσως μετά την Ισπανία, η οποία είναι ο κυριότερος δανειστής της (86 δις €). Τόσο οι τοπικές ισπανικές τράπεζες, όσο και οι μεγάλες πόλεις της χώρας, όπως επίσης αρκετοί δήμοι και κοινότητες, αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα – οι μεν με τα επισφαλή δάνεια και οι δε με την αδυναμία χρηματοδότησης των υπερβολικών ελλειμμάτων τους. Η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Αυστρία, κράτη με μεγάλη επέκταση/διείσδυση του τραπεζικού τομέα τους στην δοκιμαζόμενη Ανατολική Ευρώπη, όπως και κάποια άλλα, είναι πολύ πιθανόν ότι θα ακολουθήσουν.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, το σημερινό ποσόν του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης είναι πολύ πιθανόν να μην μπορέσει να καλύψει τους επόμενους, δύστυχους «πελάτες» του ΔΝΤ, την Πορτογαλία και την Ισπανία – πόσο μάλλον την αλυσιδωτή αντίδραση που θα ακολουθήσει. Τι θα συμβεί όμως τότε; Τι ακριβώς θα έπρεπε να περιμένουμε, εάν δεν αποδειχθεί αρκετό το πακέτο στήριξης των χωρών της Ευρωζώνης;

Ουσιαστικά καταγράφονται τέσσερα πιθανά σενάρια (δεν θεωρούμε φυσικά σενάριο ή «λύση» τον τεράστιο κίνδυνο διάλυσης της Ευρωζώνης, κάτι που μάλλον επιθυμούν οι Η.Π.Α., ενώ είναι μεγαλύτερος από ποτέ):

(α) Θα αυξηθεί το πακέτο στήριξης στο 1,5 τρις € – κάτι που όμως θα απαιτήσει πάρα πολλά χρήματα από τη Γερμανία, καθώς επίσης την περαιτέρω συμμετοχή του ΔΝΤ, με όλα όσα προβλήματα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (επικράτηση των Η.Π.Α. στην Ευρώπη κλπ).  

(β) Οι χώρες τις Ευρωζώνης θα χρεοκοπήσουν η μία μετά την άλλη, χωρίς καμία εξαίρεση, λόγω του κανόνα των «συγκοινωνούντων δοχείων» (η μία χρωστάει στην άλλη κλπ).

(γ)  Η ΕΚΤ θα ενεργοποιηθεί, αναλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση των χωρών-μελών της, με τη βοήθεια της εκτύπωσης νέου χρήματος – όπως ενεργεί ήδη η Fed, «υποδαυλίζοντας» με τη σειρά της στο έπακρο τις πληθωριστικές πιέσεις.

(δ)  Οι εγγυήσεις του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης θα αυξηθούν χωρίς όρια – με αποτέλεσμα να εξελιχθεί η Ευρωζώνη σε μία «συμπαγή» ένωση ολοκληρωτικά αλληλέγγυων, «άρρηκτα» συνδεδεμένων και εξαρτημένων μεταξύ τους κρατών, όπου το κάθε ένα θα είναι ο εγγυητής του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών εναντίον κάποιων χωρών-μελών δεν θα έχουν πια κανένα νόημα – όπως δεν έχει νόημα να «στοιχηματίσει» κάποιος επενδυτής σήμερα στην «έξοδο» της Καλιφόρνιας από τις Η.Π.Α. 

Στο πρώτο σενάριο θεωρούμε πολύ πιθανό να αντιταχθεί η Γερμανία, αφού κάτι τέτοιο θα της κόστιζε τεράστια ποσά, ενώ θα σήμαινε την τελειωτική ήττα της, στον οικονομικό πόλεμο με την υπερδύναμη – με απόλυτο θριαμβευτή τον «σοσιαλιστή» ηγέτη του ΔΝΤ, τον κ.StraussKahn, ο οποίος εισέβαλλε στην Ευρωζώνη από την «κερκόπορτα» της Ελλάδας που άφησε διάπλατα ανοιχτή η Γερμανία (ο ρόλος της δικής μας κυβέρνησης δεν είναι ακόμη σαφής).

Όσον αφορά το δεύτερο σενάριο, αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν ένα απίστευτο χάος – όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Στην τρίτη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον η «υπερπληθωριστική» καταστροφή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος – αν και συμφέρει σε μεγάλο βαθμό τις υπερχρεωμένες Οικονομίες (επιχειρήσεις και νοικοκυριά επίσης)  

Η δυνατότητα λοιπόν με το χαμηλότερο ρίσκο επικεντρώνεται στο τέταρτο σενάριο – κάτι όμως που συνδέεται με την «εκχώρηση» των οικονομικών της κάθε χώρας στην Ευρώπη (δημοσιονομική και πολιτική ένωση, «παράδοση» της εθνικής κυριαρχίας). Εάν δε παράλληλα αποφασιζόταν μία ζώνη ελευθέρου εμπορίου με τη συμμετοχή της Ρωσίας, η οποία θα λειτουργούσε απέναντι στην αμερικανική (NAFTA) και στην κινεζικο-ασιατική (CAFTA), ίσως η κρίση να ήταν πράγματι η ευκαιρία που όλοι μας ευχόμαστε να την συνοδεύει.

Ενδεχομένως βέβαια οι πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία (η οποία βέβαια έγινε πλεονασματική μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη και την υπόγεια εκμετάλλευση των αδυναμιών των «εταίρων» της), να αντιδράσουν στη μεταφορά δικών τους πόρων προς τις ελλειμματικές χώρες. Είναι δε πιθανόν να ζητήσουν τον άμεσο διαχωρισμό της Ευρωζώνης σε δύο «νομισματικές» περιοχές, στη Βόρεια και στη Νότια – κάτι που όμως θεωρούμε αδύνατον να γίνει αποδεκτό, ενώ δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί, με βάση την ευρωπαϊκή συνθήκη.   

Επομένως, αφού οι άλλες τρείς εναλλακτικές δυνατότητες οδηγούν είτε στην απόλυτη εξάρτηση (απομύζηση) της Ε.Ε. από τις Η.Π.Α., είτε στο χάος, είτε στην οικονομική καταστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδεχομένως ολόκληρου του πλανήτη, είναι η μοναδική λογική λύση – πόσο μάλλον αφού και η Γερμανία δεν θα μπορούσε πλέον να επιβιώσει (άρθρο μας), υιοθετώντας μόνη της ένα δικό της νόμισμα.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, η Γερμανία είναι μεγάλη για την Ευρώπη, αλλά πολύ μικρή σε σχέση με τον πλανήτη. Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα προβλήματα της Ελλάδας είναι μεγάλα για την ίδια, αλλά πολύ μικρά για το μέγεθος της Ευρωζώνης – σε κάθε περίπτωση όμως, είναι δύσκολο να επιλυθούν «συμβατικά», από μία αποβιομηχανοποιημένη χώρα. Όλα τα «μέτρα» επομένως που ανακοινώνονται «μεγαλόσχημα» από τους «ιθύνοντες», δεν είναι τίποτα άλλο, από μία συνεχιζόμενη, άκρως επικίνδυνη διασπορά ψευδών ελπίδων. Συμπερασματικά λοιπόν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενο κείμενο μας (Ευρωπαϊκή Συνοχή), μόνο μία τέτοια λύση, όπως η δημοσιονομική ολοκλήρωση, πραγματικά ριζοσπαστική, εφικτή και βιώσιμη, μπορεί να «καταστείλει» τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή, αλλά και παγκόσμια κρίση. Πόσο μάλλον όταν οι εξωγενείς, τεράστιες «συστημικές» απειλές (Η.Π.Α. και Ασία), δεν επιτρέπουν κανενός είδους εθνικούς εγωισμούς – αλλά ούτε και «ερασιτεχνικούς» χειρισμούς, καθυστερήσεις, λάθη ή παραλείψεις, απέναντι στην επερχόμενη «πλανητική» καταιγίδα, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.       

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 28. Νοεμβρίου 2010, viliardos@kbanalysis.com      

                                            

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2236.aspx

Γερμανία: ξαναγράφει κανόνες της Ευρωζώνης

Η Γερμανία ξαναγράφει τους κανόνες της Ευρωζώνης

 

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

 

 

 

Αποφασισμένη να αναθεωρήσει τους όρους συμμετοχής στην ευρωζώνη, στην κατεύθυνση περαιτέρω αυστηροποίησης του πλαισίου, εμφανίζεται για μια ακόμη φορά η Γερμανία. Οι προθέσεις του Τέταρτου Ράιχ κατέστησαν σαφείς στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες.

Εκεί, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατέθεσε εκ νέου και επιχειρηματολόγησε υπέρ των προτάσεων που είχε θέσει ξανά τον Μάιο η Γερμανία σχετικά με τις χώρες που εμφανίζουν δημοσιονομικό έλλειμμα μεγαλύτερο του 3%. Συγκεκριμένα, ζήτησε την αναστολή των χρηματοδοτήσεων από τα διαρθρωτικά ταμεία και του δικαιώματος ψήφου που διαθέτουν στα διάφορα σώματα αποφάσεων. Οι γερμανικές θέσεις τονίσθηκαν επίσης και λίγες μέρες νωρίτερα, την 1η Σεπτέμβρη, από το Βερολίνο, με αφορμή την επίσκεψη στη γερμανική πρωτεύουσα της φινλανδής πρωθυπουργού. Κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων που ακολούθησαν τη συνάντηση, η Άνγκελα Μέρκελ υπογράμμισε την ανάγκη λήψης μέτρων για όσα κράτη παραβιάζουν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το θέμα θα τεθεί ξανά από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βαν Ρομπέι, στη Σύνοδο Κορυφής που θα γίνει την Πέμπτη στις Βρυξέλλες, ενώ οι οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν στις 29 Σεπτέμβρη.

Απέναντι στις γερμανικές προτάσεις καταγράφηκαν μόνο δύο διαφοροποιήσεις. Η πρώτη από την Ισπανία, που μέσω της υπουργού Οικονομικών της Έλενα Σαλγάδο, απέρριψε τις νέες προτάσεις υποστηρίζοντας ότι στο Σύμφωνο Σταθερότητας υπάρχουν ποινές για τις χώρες με υψηλά ελλείμματα, οι οποίες πρέπει να εφαρμοστούν κι όχι να θεσμοθετηθούν νέες. Η δεύτερη αντίρρηση κατατέθηκε από την γαλλίδα υπουργό Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρ, η οποία ζήτησε η ποινή για κάθε χώρα να συζητιέται και να ψηφίζεται κατά περίπτωση, απορρίπτοντας με αυτό τον τρόπο ένα «ημι-αυτόματο» σύστημα κυρώσεων που εισηγήθηκε το Βερολίνο, βάση του οποίου οι ποινές θα επιβάλλονται χωρίς καμία συζήτηση! «Είναι σαν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες», δήλωσε ο επίτροπος Όλι Ρεν, μιλώντας σε δημοσιογράφους. «Το σύστημα δεν θα αποδώσει αν κάθε φορά που οι παίκτες κάνουν ένα φάουλ, αρχίσουν να συζητούν και να αντιμάχονται για τους κανόνες του παιχνιδιού με τον διαιτητή».

Οι κανόνες του παιχνιδιού όμως αλλάζουν εκ βάθρων! Οι προτάσεις της Γερμανίας συνιστούν ένα τόσο ριζικά διαφορετικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης που κανονικά θα έπρεπε να τεθεί στην κρίση των ευρωπαίων πολιτών. Όπως συνέβη με την περιβόητη συνταγματική συνθήκη. Παρόλα αυτά το επιβάλλουν δια της πλαγίας οδού, γιατί γνωρίζουν ότι αν τεθεί σε ψηφοφορία θα αποδοκιμαστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία. Μόνο οι γερμανοί τραπεζίτες θα το ψηφίσουν και κάτι τοπικοί τους αντιπρόσωποι, όπως ο Παπανδρέου και ο Παπακωνσταντίνου. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι η δημοκρατική οπισθοδρόμηση που συνοδεύει τους νέους κανόνες του δημοσιονομικού παιχνιδιού. Το σημαντικότερο είναι πρώτο, ότι καθιερώνεται μια ευρωζώνη δύο ταχυτήτων με τα μικρότερα κράτη μέλη, που ξεχειλίζουν από δημοσιονομικές ανισορροπίες, να είναι συνεχώς στην κόψη του ξυραφιού της τιμωρίας και ενίοτε χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η δεύτερη συνέπεια, άμεση συνέπεια της προηγούμενης θα είναι η επιβολή μιας εξοντωτικής λιτότητας δίχως τέλος, την οποία οι πολιτικές ηγεσίες θα δικαιολογούν επικαλούμενοι τον κίνδυνο επιβολής προστίμων. «Πεινάστε για να μην φάμε πρόστιμο», θα είναι το μότο των επόμενων χρόνων, με την πείνα να διαδέχεται τα πρόστιμα σε έναν φαύλο κύκλο φτώχειας των πολλών και ύφεσης της οικονομίας.

Με το νέο σύστημα, οι τεράστιες ευθύνες της Γερμανίας για την δημοσιονομική ανισορροπία των κρατών του νότου σχεδόν εξαφανίζονται και η κάθε μία από αυτές τις χώρες θα ενοχοποιείται, διαιωνίζοντας ένα σύστημα οικονομικής ολοκλήρωσης που θα παράγει στο διηνεκές ανισότητες και λιτότητα. Γιατί, οι αιτίες των χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της εκτόξευσης του δημόσιου χρέους, εξαιρουμένων των συγκυριακών αιτιών που σχετίζονται με την τρέχουσα κρίση, βρίσκονται στην ίδια την ευρωζώνη. Επομένως η έξοδος από το ευρώ αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την άρση των δημοσιονομικών στρεβλώσεων. Τα δυσθεώρητα επιτόκια με τα οποία συνεχίζουν να δανείζονται μια σειρά χώρες ακόμη και τώρα, που έχουμε απομακρυνθεί από την κορύφωση της κρίσης, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Το σπρεντ των ελληνικών ομολόγων, για παράδειγμα, εκτινάχθηκε στις 957 μονάδες βάσης, μόλις 16 μονάδες χαμηλότερα από το ύψος ρεκόρ που έφθασε στις 7 Μαΐου. Το ίδιο συνέβη στην Ιρλανδία, όπου την προηγούμενη εβδομάδα το σπρεντ άγγιξε τις 380 μονάδες που αποτελεί ύψος ρεκόρ, και στην Πορτογαλία όπου έφθασε στις 355 μονάδες, πάλι επίπεδο ρεκόρ! Και αυτό παρά την πρωτοφανή λιτότητα και τις άγριες περικοπές. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη χρειάζεται για να φανούν οι καταστρεπτικές συνέπειες της συμμετοχής στο ευρώ και την ΕΕ;

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 15 Σεπτεμβρίου 2010,  http://www.prin.gr/2010/09/alemannia-uber-alles.html

Η ΑΡΑΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Η ΑΡΑΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ:

 

Τα κέρδη των τραπεζών, οι αποδοχές στελεχών τους, ο μηχανισμός κερδοφορίας, οι γερμανικές συντάξεις, ο πίνακας με τα τεστ κοπώσεως των ιδρυμάτων, οι δυνατότητες της πολιτικής και οι υποχρεώσεις των πολιτών

 

Του Βασίλη Βιλάρδου *

 

 

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, μία από τις σημαντικότερες αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ήταν η εμφάνιση του ιού του «ετεροβαρούς ρίσκου» («ηθικός κίνδυνος» στην οικονομική θεωρία – ένας όρος προερχόμενος από τις ασφάλειες), σε μία «εκλεπτυσμένη» του παραλλαγή. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η σημερινή του εξέλιξη, ειδικά στο χώρο των τραπεζών, οφείλουμε να επαναλάβουμε ξανά ένα μέρος της προηγούμενης ανάλυσης μας:

"Η έννοια «ετεροβαρές ρίσκο» που χρησιμοποιούμε εμείς εδώ, αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, στην οποία ένα πρόσωπο αποφασίζει πόσο ρίσκο θα αναλάβει, ενώ κάποιο άλλο πρόσωπο πληρώνει το κόστος, όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν θετικά και καταλήξουν σε ζημίες. 

Εξετάζοντας τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση από το συγκεκριμένο πρίσμα, θα διαπιστώσουμε αμέσως πως από το ξεκίνημα της (ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης στις Η.Π.Α.), η εσφαλμένη αξιολόγηση του «ετεροβαρούς ρίσκου» από τις τράπεζες ήταν εξαιρετικά βαρύνουσα. Με δεδομένο το ότι οι πελάτες των τραπεζών δανείζονταν χρήματα για την «κερδοσκοπική» αγορά ακινήτων, στο 100% της «αγοραίας» αξίας τους (πολλές φορές ακόμη και της μελλοντικής, αφού αναμενόταν η συνεχής αύξηση των τιμών πώλησης τους), χωρίς να συμμετέχουν με δικά τους κεφάλαια και χωρίς να εγγυώνται με άλλους τρόπους (για παράδειγμα με τις καταθέσεις ή με τους μισθούς τους), ο κίνδυνος που ανελάμβαναν ήταν μηδενικός ενώ, αντίθετα, η ευκαιρία μεγάλη.

Από την άλλη πλευρά, όλοι όσοι προωθούσαν τα δάνεια, αμειβόμενοι με ποσοστά επί των πωλήσεων και χωρίς να είναι υπεύθυνοι για την είσπραξη των τοκοχρεολυσίων, κέρδιζαν σημαντικά ποσά, χωρίς να αναλαμβάνουν τον παραμικρό κίνδυνο. Στη συνέχεια οι τράπεζες, «εμπνευσμένες» από τα αποτελέσματα και «εφευρίσκοντας» τη δυνατότητα της μαζικής πώλησης αυτών των δανείων σε επενδυτικές εταιρείες, επίσης δεν αναλάμβαναν κανένα συνειδητό ρίσκο, έχοντας μόνο ωφέλεια. Οι επενδυτικοί οργανισμοί, ενώνοντας τα πάσης φύσεως δάνεια σε CDOs, δημιουργούσαν «ασφαλή» (μέσω των CDS) και «ποιοτικά» (ΑΑΑ από τις αμειβόμενες επί τούτου εταιρείες «αξιολόγησης») «χρηματοοικονομικά προϊόντα», πουλώντας τα πίσω στις τράπεζες ή αλλού – έχοντας μόνο ωφέλεια και καθόλου κινδύνους.

Το «ετεροβαρές ρίσκο» έφτασε τελικά στο απόγειο του όταν, οι τελικοί αποδέκτες των δανείων μειωμένης εξασφάλισης (οι τράπεζες δηλαδή που ζήτησαν να εισπράξουν τις δόσεις από τους δανειολήπτες), διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν ούτε ασφαλή (δεν μπορούσαν να εισπράξουν τις δόσεις), ούτε ασφαλισμένα (οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν πλήρωναν όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν οι δανειολήπτες), αναγκάσθηκαν να τα αποσβέσουν από τους ισολογισμούς τους, εμφανίζοντας ως εκ τούτου τεράστιες ζημίες. 

Αμέσως μετά οι τράπεζες, για να καλύψουν τις τεράστιες ζημίες τους, κατέφυγαν στη βοήθεια των κρατών, μεταβιβάζοντας πλέον τον κίνδυνο στους πολίτες τους – χωρίς μάλιστα να αποδέχονται ούτε ευθύνες, ούτε και μειώσεις των αμοιβών των στελεχών τους. Προφανώς, οι πολίτες δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν το πιστωτικό «παιχνίδι» των τραπεζών (να μεταβιβάσουν δηλαδή την ευθύνη της πληρωμής των ζημιών τους σε κάποιους άλλους), αφού ήταν ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας (η βάση καλύτερα της μεγαλύτερης οικονομικής «πυραμίδας» τύπου Madoff που δημιούργησε ποτέ ο άνθρωπος).

Από τη στιγμή δε και μετά που τα κράτη ανέλαβαν τις ευθύνες χωρίς να έχουν καμία ωφέλεια, είτε εθνικοποιώντας κάποιες τράπεζες, είτε με οποιουσδήποτε άλλους τρόπους (Bad Bank, χαμηλότοκη ενίσχυση της ρευστότητας των ιδρυμάτων μέσω των κεντρικών τραπεζών κλπ), το «ετεροβαρές ρίσκο» εδραιώθηκε δυστυχώς στο καπιταλιστικό σύστημα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον του".

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η εμπειρία ωφέλησε τις κυβερνήσεις, οι οποίες προφανώς δεν θα ήθελαν να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος – τα οποία πλήρωσαν οι Πολίτες τους, ενώ θα συνεχίσουν να τα πληρώνουν για πολλά χρόνια ακόμη (αν και οι εμπειρίες, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Πιραντέλο, «είναι φρούτο που γεννιέται σύμφωνα με το φυτό που το γεννά και το έδαφος, στο οποίο αυτό μεγαλώνει»). Εν τούτοις, υπάρχουν τεκμηριωμένες αμφιβολίες, σε σχέση με την ικανότητα τους να ανταπεξέλθουν με το πρόβλημα, αφού οι τράπεζες δεν φαίνεται να έχουν καμία διάθεση να συμβιβαστούν – ενώ τα κράτη δεν κατάφεραν ή, έστω, άργησαν πολύ να τις διαχωρίσουν σε μικρότερες, περιορίζοντας το «συστημικό» τους ρίσκο.

Όπως λέει δε χαρακτηριστικά ο ίδιος συγγραφέας «Είναι βέβαιο πως εμείς ζούμε, κατά προσέγγιση βέβαια, δυνάμεις αστάθμητες, ανυπολόγιστες….αν επιτρέπεται ο συλλογισμός, δρουν μόνες τους όλες αυτές οι δυνάμεις, αναπτύσσονται, κατά προσέγγιση πάντα, και σου φτιάχνουν μία παγίδα, την οποία εσύ δεν μπορείς να διακρίνεις αλλά, στο τέλος, σε τυλίγει, σε σφίγγει. Τότε βρίσκεσαι εγκλωβισμένος μέσα, έχεις πιαστεί στον ιστό της αράχνης, χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να εξηγήσεις το πώς και το γιατί».      

Ολοκληρώνοντας τον πρόλογο μας, αυτό που στην πραγματικότητα βιώνουμε σήμερα, είναι ένας πόλεμος των κρατών με τις «ηγεμονικές» τράπεζες (παράλληλος με το «σκάκι» μεταξύ τους), οι οποίες έχουν απόλυτα κατανοήσει ότι, ο δρόμος που οδηγεί στην επικράτηση τους, δεν είναι άλλος από την αύξηση των οικονομικών μεγεθών τους – μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων ή άλλων μεθόδων και πρακτικών. Στα πλαίσια αυτά, η ύψιστη επιδίωξη των τραπεζών δεν είναι τόσο η κερδοφορία τους, όσο η ανάδειξη τους σε ιδρύματα, η ενδεχόμενη πτώχευση των οποίων δεν είναι δυνατόν να «επιτραπεί» από το «σύστημα», αφού θα είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση του (too big to fail).       

Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ πως η Παγκόσμια Τράπεζα, εκτελεστικό όργανο της οποίας θεωρείται το ΔΝΤ, είναι επίσης μία τράπεζα, η οποία μάλλον δεν είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του κλάδου. Επί πλέον, δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε τη σημασία της «υπερχρέωσης» των κεντρικών τραπεζών (τόσο ο Ισολογισμός της ΕΚΤ, όσο και αυτός της Fed, έχουν υπερδιπλασιασθεί), καθώς επίσης το τεράστιο πρόβλημα της απόσυρσης της υπερβάλλουσας ρευστότητας από το σύστημα, η οποία έχει καθυστερήσει πάρα πολύ – ενώ δεν φαίνονται ρεαλιστικές δυνατότητες έγκαιρης «αντίδρασης» των κεντρικών τραπεζών της δύσης, με τις αγορές πιθανότατα «εκτός ελέγχου». Τέλος, τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα, δεν πρέπει να υποτιμάμε την απειλή της ανεργίας, η εξέλιξη της οποίας (υπολογίζεται να πλησιάσει «επίσημα» το 20%), θα είναι «αποφασιστική» για το μέλλον της χώρας μας.         

 

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

 

Η επίκαιρη «βεντέτα» της αμερικανικής υπηρεσίας χρηματοπιστωτικού ελέγχου με την Goldman Sachs, «φωτίζει» τις πρακτικές ενός θεμελιώδους κλάδου, ο οποίος έχει χάσει πριν από πολλά χρόνια κάθε είδους ηθική. Η πρώτη, αν όχι η μοναδική προτεραιότητα των επενδυτικών τραπεζών, δεν είναι άλλη από το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος – με ποιόν τρόπο ή με ποια μέσα, είναι εντελώς αδιάφορο. 

Η «αποδεσμευμένη απληστία», το χωρίς ηθικούς φραγμούς «κυνήγι» του κέρδους, φαίνεται ότι έχει «ισοπεδώσει» εντελώς το χρηματοπιστωτικό κλάδο, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά μία παγκόσμιας επιδημίας. Ακόμη και οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες, όπως η αμερικανική J.P. Morgan Chase, η ελβετική Credit Suisse ή η γερμανική Deutsche Bank, λειτουργούν πλέον σαν υπερμεγέθη Hedge funds – με το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους να προέρχεται από τις κεφαλαιαγορές (Πίνακας Ι).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Προ φόρων Κέρδη πρώτου τριμήνου 2010, σε δις $

 

ΤΡΑΠΕΖΑ

Συνολικά κέρδη*

Επενδυτικά κέρδη

Εμπορικά κέρδη

 

 

 

 

Goldman Sachs

5,2

4,9

0,3

J.P. Morgan

4,5

3,9

0,6

Deutsche Bank

3,8

3,6

0,2

Barclays

2,7

2,2

0,5

Credit Suisse

2,7

1,7

1,0

UBS

2,6

1,1

1,5

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

*Συνολικά κέρδη: Επενδυτικά συν εμπορικά

** Οι δύο τελευταίες ελβετικές τράπεζες φαίνεται να ακολουθούν μία πιο «συνετή» πολιτική, αφού τα κέρδη τους από την κανονική αγορά είναι αυξημένα – με ενδεχομένως πιο «σταθερές» προοπτικές εξέλιξης των τιμών των μετοχών τους (πρόβλεψη).

 

Συνεχίζοντας οι υπερτράπεζες, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα τους να έχουν σαφή εικόνα των «ροών» των κεφαλαίων διεθνώς, την οποία τους προσφέρει η κυρίαρχη θέση τους στις αγορές, καθώς επίσης τις εύλογες ικανότητες τους να «αποσταθεροποιούν» το σύστημα, με στόχο την αποκόμιση προβλεπομένων υπερκερδών (προκαλώντας «ελεγχόμενες» από τις ίδιες κρίσεις), έχουν μάλλον ξεπεράσει σε ισχύ την Πολιτική ακόμη και των μεγαλύτερων κρατών. Το γεγονός αυτό είναι από μόνο του εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού είναι γνωστό το ότι, όσοι δραστηριοποιούνται στις «αγορές» είναι στην ουσία κοινωνικά ανεύθυνοι, εξαιτίας του ίδιου τους του πάθους για το χρήμα, το οποίο κάποιες φορές τους καταβροχθίζει και κάποιες άλλες τους καταστρέφει (Lehman Brothers).    

Όπως ήταν αναμενόμενο λοιπόν, η πλέον επώδυνη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου τις επιθετικές, τις «πολεμοχαρείς» καλύτερα πρακτικές των μεγάλων τραπεζών. Το αργότερο από εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία έγινε σαφές το ότι, οι κυβερνήσεις των δυτικών κρατών δεν θα επέτρεπαν τη χρεοκοπία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όλοι οι επαγγελματίες των κεφαλαιαγορών άρχισαν να επενδύουν χωρίς κανέναν ενδοιασμό, στην προοπτική οικονομικής βοήθειας εκ μέρους των φορολογουμένων. Ακόμη και στην περίπτωση που κινδύνευαν με χρεοκοπία ολόκληρες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, οι επενδυτικές τράπεζες κέρδιζαν τεράστια ποσά – στοιχηματίζοντας στο ότι η «διεθνής κοινότητα» θα επενέβαινε, σώζοντας τα επαπειλούμενα κράτη και διασφαλίζοντας τις πολυποίκιλες κερδοσκοπικές τους τοποθετήσεις (ομόλογα, CDS κλπ).

Το ότι ο κίνδυνος έκρηξης μίας «ασφαλιστικής βόμβας μεγατόνων» έχει σε μεγάλο βαθμό αυξηθεί, δεν εμπόδισε τις τράπεζες στην «κλιμάκωση» των «στοιχημάτων»  τους – πόσο μάλλον όταν η ίδια η κυβέρνηση των Η.Π.Α. διέσωσε «σιωπηλά» τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία του κόσμου (AIG), «δαπανώντας» τα χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων. Λειτουργώντας από καιρό τώρα απίστευτα ευφάνταστα και «δημιουργικά», σαν βιομηχανίες παραγωγής κερδοσκοπικών προϊόντων, συνεχίζουν ανενόχλητες το καταστροφικό παιχνίδι τους, χωρίς να δίνουν καμία σημασία στους «υποτελείς» τους – στους Πολίτες δηλαδή και στις κυβερνήσεις τους. 

Ουσιαστικά, η ονομασία αυτού του «παιχνιδιού» είναι: «Έξυπνοι επαγγελματίες επενδυτές, εναντίον των επαρχιωτών τραπεζιτών και των ανεπαρκών κυβερνήσεων» – ένα επικίνδυνο παιχνίδι, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία κερδίζουν οι πολυεθνικές τράπεζες, σε απόλυτη συνεργασία με τα μεγάλα Hedge funds (J.Paulson, Magnetar κλπ). Δηλαδή, όχι μόνο δεν περιορίσθηκε η κερδοσκοπία, αλλά, αντίθετα, επεκτάθηκε, αφού τους επαρχιώτες τραπεζίτες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στην παγίδα των «δομημένων προϊόντων», συμπλήρωσαν οι ανεπαρκείς κυβερνήσεις – με τη βοήθεια των δημοσιονομικών κρίσεων, τις οποίες οι ίδιες προκάλεσαν, με αρχή την Ελλάδα (κρίση των κρίσεων).    

Περαιτέρω, οι επενδυτικές τράπεζες έχουν ανακαλύψει πια μία νέα μέθοδο, με τη βοήθεια της οποίας «πολλαπλασιάζουν μαγικά» (leverage, μόχλευση) τα κεφάλαια τους: τροφοδοτούνται με τεράστιες ποσότητες φθηνού χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, στοιχηματίζοντας στο ότι, οι κυβερνήσεις δεν θα επιτρέψουν σε κανένα, σημαντικό για το σύστημα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να χρεοκοπήσει – πόσο μάλλον σε μία ολόκληρη χώρα, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Με απλά λόγια, η ίδια η χρηματοδοτούμενη από το φορολογούμενο «επιχειρηματική ευκαιρία» (business), φροντίζει να έχουν ξανά ονειρεμένα κέρδη οι τράπεζες – καθώς επίσης  απίστευτα μεγάλες αμοιβές τα υψηλόβαθμα στελέχη τους (Πίνακας ΙΙ):

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ετήσιες αποδοχές 2009

 

Εταιρεία

Όνομα

Ετήσιες Αποδοχές

 

 

 

Credit Suisse

Brady Dougan

12,5 εκ. €

Deutsche Bank

Anshu Jain*

10,3 εκ. €

Deutsche Bank

Joseph Ackermann

9,4 εκ. €

Santander

Alfredo Abad

9,3 εκ. €

HSBC

Michael Geoghegan

8,6 εκ. €

Πηγή: Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Υπεύθυνος του επενδυτικού τμήματος

 

Την ίδια στιγμή βέβαια, επιχειρείται να πεισθούν οι Πολίτες για τις ανάγκες στήριξης των εθνικών τους οικονομιών, μέσω της μείωσης των αμοιβών τους (στη Γερμανία οι καθαρές ωριαίες αποδοχές του 20% των εργαζομένων υπολείπονται των 5 €, όταν αυτές των παραπάνω τραπεζικών στελεχών ξεπερνούν τα 5.000 € την ώρα), του περιορισμού των συνταξιοδοτικών απαιτήσεων τους (Πίνακας ΙΙΙ), του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων, προς όφελος του ανταγωνισμού ή των τιμών (όταν προηγουμένως οι τιμές αυξήθηκαν μέσω της φορολόγησης, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου ο πληθωρισμός «οδεύει» προς το 8%) και πολλών άλλων «θυσιών».

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Μέσες μικτές μηνιαίες συντάξεις σε €, με ημερομηνία 31.12.2008, στη Γερμανία

 

Περιοχή

Άνδρες

Γυναίκες

 

 

 

Βαυαρία

983,41

496,12

Βερολίνο

1.039,27

684,06

Αμβούργο

1.069,70

596,02

Ρηνανία Βεστφαλία

1.118,28

457,83

Σάαρλαντ

1.119,18

390,32

Πηγή: Υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης Γερμανίας

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Οι πολύ υψηλές συντάξεις (άνω των 1.500 € μικτά μηνιαία), αφορούν μόλις το 10% των ανδρών για τη Δ. Γερμανία και το 5,3% για την πρώην Ανατολική

Ταυτόχρονα, για να «επιδράσει» σίγουρα το «φάρμακο», με το οποίο επιχειρείται η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών (με τη βοήθεια φυσικά των μικρομεσαίων «στρωμάτων» και της «αναδιανομής εισοδημάτων» μεταξύ τους), επιλέγονται οι σωστές εποχές, το ιδανικό σύστημα (σοσιαλισμός) και οι κατάλληλες μέθοδοι σύγκρουσης των δύστυχων επί μέρους κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους – ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον δημοσίων υπαλλήλων, μικροέμποροι και τουρίστες εναντίον ιδιοκτητών φορτηγών (προετοιμασία εισόδου των πολυεθνικών) κλπ.

 

Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

 

Όπως έχουμε αναφέρει παλαιότερα, ο «μεταλλαγμένος ιός» ευρίσκεται σε πορεία αυτονόμησης. Δυστυχώς, οι κεντρικές τράπεζες έχουν «πολιτικοποιηθεί» αρκετά, θυσιάζοντας σε κάποιο βαθμό την ανεξαρτησία τους – με δυσμενείς, κατά την άποψη μας, συνέπειες για το σύστημα. Οι αδυναμίες τους είναι πλέον ορατές στις επενδυτικές τράπεζες, οι οποίες τις εκμεταλλεύονται στο έπακρο.

Για παράδειγμα, οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες αγοράζουν μαζικά ομόλογα αδύναμων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ή κρατών), σε «εκπτωτικές» τιμές – δηλαδή, σε πολύ χαμηλότερες από την τιμή έκδοσης τους. Τα ομόλογα αυτά, τα τοποθετούν στη συνέχεια σαν εγγύηση στις κεντρικές τράπεζες, λαμβάνοντας έναντι «φθηνή ρευστότητα» (δάνεια με 1% επιτόκιο). Στη συνέχεια, εγγράφουν τα ομόλογα στους Ισολογισμούς τους, με την περιγραφή «held to maturity» (θα κρατηθούν μέχρι τη λήξη τους). Έντεχνα λοιπόν, εμφανίζουν κάθε χρόνο μεγάλα λογιστικά κέρδη, μέσω της συνεχούς αύξησης της αξίας των παραπάνω ομολόγων. Αναλυτικότερα, «εκτελούνται»  τα παρακάτω βήματα:

(α)  Το κράτος βοηθάει τις αδύναμες τράπεζες ή τα άλλα κράτη, με τη βοήθεια των χρημάτων των φορολογουμένων του.

(β)  Η επενδυτική τράπεζα αγοράζει τα ομόλογα των αδύναμων ιδρυμάτων ή κρατών, σε χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, ένα ομόλογο αξίας έκδοσης 100 €, το αγοράζει έναντι 70 €.

(γ)  Η επενδυτική τράπεζα εγγράφει τα ομόλογα στον Ισολογισμό της, με την προϋπόθεση ότι θα τα κρατήσει έως τη λήξη τους – οπότε, αυτά που αγόρασε με 70 € θα έχουν τότε αξία 100 € (συν τους τόκους). 

(δ)  Η επενδυτική τράπεζα προσφέρει τα ομόλογα στην κεντρική τράπεζα, η οποία της δίνει έναντι αυτών δάνειο (ρευστότητα), με χαμηλό επιτόκιο. Το δάνειο αυτό χρησιμοποιείται για την αγορά νέων «εκπτωτικών» ομολόγων, οπότε συνεχίζεται ο «φαύλος κύκλος» παραγωγής χρημάτων χωρίς αντίκρισμα. 

Όπως διαπιστώνεται λοιπόν, πρόκειται για μία εξαιρετικά απλή τακτική – για έναν «ευρηματικό» τρόπο επίτευξης «πλασματικών» κερδών, χωρίς την ανάληψη του παραμικρού ρίσκου. Σε τελική ανάλυση, οι τράπεζες-πιστωτές εισπράττουν ολόκληρη την αξία των ομολόγων στο τέλος της λήξης τους, οπότε δεν υφίσταται κανένας λόγος εγγραφής μικρότερης αξίας στους Ισολογισμούς τους – υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι εκδότες των ομολόγων, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή κράτη, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσουν.

Η εξάλειψη του δυνητικού αυτού ρίσκου άλλωστε εξασφαλίζεται, σε περίπτωση ανάγκης, από τους φορολογουμένους – μέσω των κυβερνήσεων τους οι οποίες, με βάση την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, δεν διακινδυνεύουν την πτώχευση υπερχρεωμένων ιδρυμάτων ή κρατών (επίσης, εξασφαλίζεται από το «σύνδικο πτώχευσης», στην περίπτωση των κρατών – δηλαδή, από το ΔΝΤ).

Δυστυχώς, με το ετεροβαρές ρίσκο στο απόγειο του, η εξειδικευμένη αυτή κερδοσκοπία έχει διευρυνθεί, λαμβάνοντας τεράστιες διαστάσεις. Κάποιες μεγάλες επενδυτικές τράπεζες λοιπόν αγοράζουν μαζικά «τοξικά» ομόλογα σε χαμηλές τιμές, ενώ κάποιες άλλες επενδύουν, στοιχηματίζουν καλύτερα, στην πτώχευση των πρώτων – ακόμη και στην κατάρρευση της Ευρωζώνης. Άλλωστε, ανεξάρτητα από το ποιες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις θα αποδειχθούν τελικά σωστές, το τίμημα δεν θα πληρωθεί από αυτούς που αναλαμβάνουν το ρίσκο, αλλά από τους φορολογουμένους πολίτες.

Επομένως, η κρίση της Ευρωζώνης έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην κερδοφορία των τραπεζών – κυρίως σε αυτήν της γερμανικής Deutsche Bank, τα κέρδη πρώτου τριμήνου της οποίας προερχόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου (95%) από τις κερδοσκοπικές επενδύσεις. Ήταν αυτονόητη λοιπόν η ενέργεια του προέδρου της να βοηθήσει την Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία, ζητώντας τη συμπαράσταση τόσο της γερμανίδας καγκελαρίου, όσο και των γερμανικών πολυεθνικών.

 

ΤΑ ΤΕΣΤ ΚΟΠΩΣΕΩΣ

 

Όπως είχαμε ήδη προβλέψει, τα τεστ που διενεργήθηκαν δεν άφησαν εκτεθειμένο το τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει τυχόν αναταράξεων στο εσωτερικό του. Θεωρούμε όμως απαραίτητο να αναφερθούμε σε κάποιες βασικές πτυχές τους, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε στο μέλλον προ απροόπτου. Η κυριότερη από αυτές είναι τα παρακάτω τρία σενάρια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των 91 ευρωπαϊκών τραπεζών:

(α)  Πρώτο στάδιο: Σύμφωνα με αυτό το «βασικό σενάριο», εξετάσθηκε η εξέλιξη των ιδίων κεφαλαίων, καθώς επίσης μερικών άλλων μεγεθών των τραπεζών, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα αναπτυχθεί τόσο ισχυρά, όσο προβλέπεται από την Κομισιόν – τόσο για το 2010, όσο και για το 2011. Η πρόβλεψη ήταν ανάπτυξη 1% για το 2010 και 1,7% για το 2011 (για την ΕΕ των 27 ήταν 1% για το 2010 και 1,5% για το 2011.

(β)  Δεύτερο στάδιο: Αφορά ένα «σενάριο κρίσης», όπου η εξέταση γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι η Οικονομία της Ευρωζώνης θα εξελιχθεί χειρότερα από τις προβλέψεις της Κομισιόν (για παράδειγμα, η δυσμενής πρόβλεψη για τη Γερμανία ήταν 0,2% αύξηση του ΑΕΠ για το 2010 και -0,6% για το 2011).

Πιθανολογείται ότι, στο σενάριο αυτό συμπεριελήφθη μία «επίπεδη» εξέλιξη της δομής των επιτοκίων όπου, οι τραπεζικοί Ισολογισμοί τέθηκαν αντιμέτωποι με μία κατάσταση, κατά την οποία θα υπήρχαν ενδεχομένως «αναταραχές» στην αγορά ομολόγων (bond market). Ένας μεγάλος αριθμός τραπεζών διαθέτει αυξημένες ποσότητες αυτού του είδους των χρεογράφων, οπότε αντιδρά με ευαισθησία στις διακυμάνσεις των τιμών τους ή σε άλλες δυσκολίες της αγοράς αυτής. 

(γ)  Τρίτο στάδιο:  Βασιζόμενο στο δεύτερο στάδιο, αφορά το «σενάριο κραχ», όπου «προσομοιώνεται» επί πλέον μία κατάρρευση της αγοράς ευρωπαϊκών ομολόγων του δημοσίου. Κατά το «κρίσιμο» αυτό σενάριο, οι τράπεζες τίθενται απέναντι σε ένα σοκ, παρόμοιο με αυτό που διαπιστώθηκε στο ζενίθ της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε, τα «διαφορικά επιτόκια» (spreads) των προβληματικών χωρών έφτασαν στα ύψη, ενώ σχεδόν έπαψε να λειτουργεί η αγορά κρατικών ομολόγων.

Το «μοντέλο» που χρησιμοποιήθηκε στηρίχθηκε στις παραπάνω προϋποθέσεις, με τις τράπεζες να αξιολογούνται, λαμβάνοντας ως δεδομένη μία πτώση της αξίας των ομολόγων κάποιων κρατών, μέχρι και -30%. Όποιο πιστωτικό ίδρυμα λοιπόν είχε στο χαρτοφυλάκιο του ομόλογα της Ελλάδας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, αξιολογούταν δυσμενέστερα, σε σχέση με τα υπόλοιπα. Στον Πίνακα IV που ακολουθεί, παραθέτουμε τα αποτελέσματα του «τεστ κοπώσεως» των ελληνικών τραπεζών:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Αποτελέσματα του τεστ κοπώσεως των Ελληνικών τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο αρνητικής κατάταξης την τελευταία στήλη), με βάση τα παρακάτω σενάρια:

 

Βασικό σενάριο: Οι «ανοιξιάτικες» προβλέψεις ανάπτυξης της οικονομίας 

Σενάριο κρίσης: -3% ύφεση, υποτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης, καθώς επίσης διάφορες άλλες δυσμενείς εξελίξεις.

Σενάριο κραχ: Μεγάλη μείωση της αξίας των ομολόγων δημοσίου

 

Τράπεζα

Κεφάλαιο*

Ρίσκο Ενεργητ.

Κεφαλ. Επάρκεια

Βασικό σενάριο

Σενάριο κρίσης

Σενάριο κραχ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΤΕ

1,3

15,1

8,4%

10,7%

8,9%

4,4%

Πειραιώς

3,4

37,4

9,1%

10,9%

8,3%

6,0%

Εθνική

7,6

67,4

11,3%

11,7%

9,6%

7,4%

Eurobank

5,3

47,8

11,2%

11,7%

10,2%

8,2%

Alphabank

5,9

51,1

11,6%

12,3%

10,9%

8,2%

Ταχ.Ταμ.

1,3

7,5

17,1%

17,0%

15,0%

10,1%

* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011 

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα IV, το ρίσκο στο ενεργητικό των τραπεζών (επισφάλειες κλπ) είναι αρκετά μεγάλο – με εξαίρεση το ΤΤ, το οποίο ουσιαστικά έχει λάβει μία άριστη αξιολόγηση (η ΑΤΕ δεν πέρασε στις «εξετάσεις»). Στα σενάρια που χρησιμοποιήθηκαν, η Πειραιώς είχε τη δεύτερη δυσμενέστερη αξιολόγηση (στο σύνολο τους) – γεγονός που ασφαλώς προβληματίζει, σε σχέση με την πρόταση εξαγοράς που υπέβαλλε, για την ΑΤΕ και το ΤΤ.

Για μερική σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ («μερική» επειδή διαφοροποιούνται οι εκάστοτε τοπικές προϋποθέσεις), ο Πίνακας V:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Αποτελέσματα του τεστ κοπώσεως των μεγαλύτερων ανά χώρα τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο τα ίδια κεφάλαια)

 

Τράπεζα

Κεφάλαιο*

Ρίσκο Ενεργητ.

Κεφαλ. Επάρκεια

Βασικό σενάριο

Σενάριο κρίσης

Σενάριο κραχ

 

 

 

 

 

 

 

BCP Portugal

6,1

65,6

9,3%

9,4%

8,4%

8,4%

Santander Sp.

56,0

562,6

10,0 %

11,0%

10,2%

10,0%

Unicredit It.

39,0

452,4

8,6%

10,0%

8,1%

7,8%

Bank Ireland

9,6

104,6

9,2%

9,0%

7,6%

7,1%

BNP Paribas

62,9

620,7

10,1%

11,4%

9,7%

9,6%

HSBC

122,2

1133,2

10,8%

11,7%

10,4%

10,2%

Deutsche Bank

34,4

237,5

12,6%

13,2%

10,3%

9,7%

* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011 

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Όπως φαίνεται, παρά τις «πομπώδεις» αναγγελίες εκ μέρους της ΕΕ, καθώς επίσης τα «εξευγενισμένα» ονόματα των «τεστ κοπώσεως ή αντοχής», δεν ελήφθη καθόλου υπ' όψιν το ενδεχόμενο χρεοκοπίας κάποιων κρατών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Επομένως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνέχισαν ατυχώς να «τροφοδοτούν» την περαιτέρω διεύρυνση του «ετεροβαρούς ρίσκου», αφού διεμήνυσαν επίσημα ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν τη χρεοκοπία κανενός – συνεχίζοντας να χρησιμοποιούν τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών τους, για την ενίσχυση αδύναμων χωρών ή προβληματικών τραπεζών (HRE στη Γερμανία, ΑΤΕ στην Ελλάδα κλπ).   

Το γεγονός αυτό προφανώς θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την κερδοσκοπία που αναφέραμε παραπάνω στα κρατικά και λοιπά ομόλογα αφού, όπως φαίνεται, οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες θα εντείνουν το «παιχνίδι» των λογιστικών κερδών. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε την άποψη ότι, επιβοηθούν την ισχύ των μεγαλυτέρων του κλάδου – αφού οι επενδυτές θα προτιμήσουν λογικά την τοποθέτηση τους σε μετοχές ή άλλου είδους αξιόγραφα αυτών των τραπεζών, οι οποίες «παρουσίασαν» τα καλύτερα αποτελέσματα.

 

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Τουλάχιστον θεωρητικά, η ευρωπαϊκή Πολιτική θα μπορούσε να κερδίσει τη μάχη με τις τράπεζες (επίσης με τις πολυεθνικές), εάν οι Πρώσοι, οι Γαλάτες και οι Σάξονες μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους – επιθυμώντας πράγματι να μην καταρρεύσει ο «κοινωνικός καπιταλισμός» και η ζώνη του Ευρώ. Εν τούτοις, υπάρχουν πάρα πολλές αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίες πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να εκλείψουν. Πόσο μάλλον όταν πλέον φαίνεται καθαρά ότι, η Γερμανία θα κυριαρχήσει στα επόμενα χρόνια, αφού η εξέλιξη του πολέμου οδηγεί σε τέτοιου είδους συμπεράσματα.

Με τους νεαρούς Γάλλους να ενδιαφέρονται κυρίως για μία θέση στο δημόσιο και τους μεγαλύτερους για τη συνταξιοδότηση τους, με τους Βρετανούς να αποτελούν τους «μπάτλερ» των Η.Π.Α., με την «ελλειμματική διακυβέρνηση» των Ελλήνων να μην μπορεί να διακρίνει τα πλεονεκτήματα του εξαιρετικά χαμηλού ιδιωτικού χρέους, με τους Ισπανούς να ευρίσκονται σε κατάσταση «αποσύνθεσης» και τους Ιταλούς υπερχρεωμένους, αδιάφορους για την ουσία, οι Γερμανοί, εργατικοί, μεθοδικοί, επιθετικοί και φιλόδοξοι, ενισχύουν συνεχώς την ηγεμονική θέση τους.

Ειδικά το μισθολογικό dumping που εφαρμόζει η Γερμανία, «ερήμην» της ΕΕ, καθώς επίσης οι συνεχώς μειούμενες αμοιβές των εργαζομένων της (κάτω των 3,5 € καθαρά), ισχυροποιούν τα μέγιστα τις επιχειρήσεις της οι οποίες, ακόμη και «ιδιωτικοποιημένες», παραμένουν πάντοτε στον έλεγχο Γερμανών επιχειρηματιών (κατάφεραν να εκδιώξουν ακόμη και τη WalMart των 400 δις $ τζίρου). Σχεδόν το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κόσμου, τοποθετείται σήμερα (σωστά) στα ομόλογα του δημοσίου και στις μετοχές των γερμανικών επιχειρήσεων, θέλοντας να διατηρήσει μειωμένο το ρίσκο του, καθώς επίσης αυξημένες τις προοπτικές μακροπρόθεσμων κερδών.

Επομένως, οι όποιες δυνατότητες επικράτησης της Πολιτικής επί των τραπεζών, προϋποθέτουν τη δραστηριοποίηση της Γερμανίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Ανεξάρτητα τώρα από το εάν θα το επιχειρήσει ή όχι (ενδεχομένως δεν είναι ακόμη προς το συμφέρον της, εάν θεωρήσουμε ότι σκοπεύει ξανά να ηγηθεί ολοκληρωτικά της Ευρώπης), αυτά που απαιτούνται είναι τα εξής:

(α)  Ο διαχωρισμός των επενδυτικών τραπεζών από τις εμπορικές – δηλαδή, η υιοθέτηση του «Glass Steagall Act», έτσι όπως ίσχυε στις Η.Π.Α. μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Σε μία τέτοια περίπτωση, τα κράτη θα προστάτευαν μόνο τις εμπορικές τράπεζες, ενώ θα επέτρεπαν τη χρεοκοπία εκείνων των αμιγώς επενδυτικών τραπεζών, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν – χωρίς να υπάρχει πια κανένας «συστημικός» κίνδυνος. Προφανώς τότε θα μηδενιζόταν το «ετεροβαρές ρίσκο», οπότε οι επενδυτικές τράπεζες, γνωρίζοντας ότι θα πληρώσουν οι ίδιες για τα λάθη τους και όχι οι φορολογούμενοι πολίτες, θα ήταν πολύ πιο προσεκτικές στην ανάληψη κινδύνων.

(β)  Η επαναφορά του σκοπού, για τον οποίο «επιτράπηκαν» αρχικά οι συναλλαγές με τα πιστωτικά παράγωγα  (Credit Default Swaps) – δηλαδή, η χρήση τους μόνο για την ασφάλεια των πιστώσεων και όχι η κερδοσκοπία. Εάν οι συναλλασσόμενες τράπεζες υποχρεώνονταν να αυξήσουν τα κεφάλαια τους, έτσι ώστε να είναι πιο ασφαλείς οι συναλλαγές τους, η κερδοσκοπία θα μειωνόταν σε μεγάλο βαθμό.

(γ)  Ο περιορισμός της «μόχλευσης» (leverage) – της χρήσης δηλαδή των ξένων κεφαλαίων, για την αύξηση των επενδυτικών τοποθετήσεων. Για παράδειγμα σήμερα, με κεφάλαιο 1.000 €, έχει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί κανείς σε επενδυτικά προϊόντα αξίας 50.000 € – με αποτέλεσμα τα κέρδη ή οι ζημίες του να πολλαπλασιάζονται σε μεγάλο βαθμό. Στις Η.Π.Α., μέχρι το 2004, επιτρεπόταν (ανώτατο όριο) η επένδυση του 12πλασίου των ιδίων κεφαλαίων. Όταν καταργήθηκε ο περιορισμός αυτός, το ποσοστό χρέωσης των επενδυτικών τραπεζών αυξήθηκε δραματικά.        

Προφανώς, εάν η Πολιτική ήταν πρόθυμη να επιβάλλει αυτούς τους περιορισμούς, οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα ελαχιστοποιούταν – με εξαιρετικά ευεργετικές συνέπειες για τους Πολίτες και τη φορολόγηση τους. Όμως, η κερδοφορία των μεγάλων τραπεζών θα υπέφερε σε μεγάλο βαθμό, αφού αυτή θα ήταν η τιμή, η οποία θα έπρεπε να πληρωθεί για να υπάρξει περισσότερη ασφάλεια. Επομένως, η αντίσταση του απίστευτα «δικτυωμένου» τραπεζικού κλάδου, ο οποίος σαν την αράχνη έχει απλώσει παντού τον ιστό του, είναι δεδομένη – γεγονός που ήδη συμβαίνει στις Η.Π.Α., όπου καταγράφεται ως «Ο πόλεμος της Ουάσινγκτον εναντίον της Wall Street» (η Ευρώπη είναι ακόμη πολύ πίσω).     

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

Χωρίς καμία αμφιβολία δεν έχει έλθει η «συντέλεια του κόσμου», αφού απέναντι σε τόσα πολλά προβλήματα υπάρχουν ακόμη περισσότερες λύσεις, τόσο για την Ελλάδα και την Ευρώπη, όσο για τις Η.Π.Α. ή για τον υπόλοιπο κόσμο – έστω και αν είναι φανερό πια πως το «υποζύγιο» του καπιταλισμού, ο αμερικανός καταναλωτής δηλαδή, είναι πλέον «εξουθενωμένος», με την «εντάσεως ανεργίας» οικονομία της υπερδύναμης να «παραπαίει» για κάποια χρόνια ακόμη (ειδικά εάν μειωθούν ακόμη περισσότερο οι τιμές των ακινήτων στις Η.Π.Α., ή διευρυνθούν οι κατασχέσεις). 

Εν τούτοις, «κυοφορούνται» πάρα πολλές ανακατατάξεις διεθνώς – οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές. Θωρούμε λοιπόν ότι πρόκειται για μία «Οριακή ιστορική περίοδο», την οποία ευχόμαστε να ακολουθήσει η «αναβάθμιση» των Πολιτών και όχι ο θάνατος της δημοκρατίας ή κάποιες επόμενες υπερβολές (φούσκες) των αγορών – οι οποίες θα σήμαιναν ξανά την έναρξη μίας νέας «κυνηγετικής σεζόν» για τους κερδοσκόπους. 

Εξετάζοντας τα γεγονότα λοιπόν από αυτήν την πλευρά, ελπίζουμε να είμαστε αντιμέτωποι με τη συντέλεια ενός κόσμου – του κόσμου της υπερβάλλουσας ρευστότητας, της υπερχρέωσης και της ασύστολης κερδοσκοπίας εις βάρος αδύναμων κρατών ή πολιτών. Του κόσμου επίσης της απαξίωσης της Πολιτικής, της ανεπάρκειας των πολιτικών και των κομμάτων εξουσίας, της εξαπάτησης των Πολιτών και της κλοπής των καταναλωτών – ειδικά αυτών με τη μικρή αγοραστική δύναμη. Βέβαια, η ελπίδα μας αυτή στηρίζεται απλά στο ότι, είναι μάλλον λογικό να «αναδιπλωθεί» ο ανεπτυγμένος δυτικός κόσμος, μετά το πλεόνασμα αισιοδοξίας και το αντίστοιχο της απαισιοδοξίας που ακολούθησε.      

Εάν θα έπρεπε όμως να επισπευσθεί το τέλος της κρίσης, έτσι ώστε να μην γίνουν ακόμη πιο οδυνηρά τα αποτελέσματα της ή να μην μας ξεφύγει από τον έλεγχο, καθώς επίσης να σταματήσει η αράχνη των αγορών να υφαίνει τον ιστό της εις βάρος μας, οφείλουν να δραστηριοποιηθούν οι Πολίτες, τουλάχιστον στα παρακάτω:

(α)  Να υπερισχύσει η Πολιτική της οικονομικής εξουσίας των τραπεζών και των μονοπωλίων, ταυτόχρονα με τον έλεγχο των κυβερνώντων εκ μέρους συνειδητών και ενεργών Πολιτών – με τη ανιδιοτελή βοήθεια των διακρατικών (ΕΕ) ελεγκτικών οργάνων.  

(β)  Να επιβάλλουν οι Πολίτες στις κυβερνήσεις τη διαφάνεια στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, όπως επίσης την αξιοκρατία (επάρκεια) στη στελέχωση των κρατικών υπηρεσιών. Η μακροπρόθεσμη καταπολέμηση της αδιαφάνειας και της πολιτικής αυθαιρεσίας, αυτή δηλαδή που δεν στηρίζεται στις «διαθέσεις» των εκάστοτε κυβερνώντων, θα εξασφαλισθεί μόνο μέσω της δια νόμου υποχρέωσης όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων οργανισμών (υπουργεία, επιτροπές, κόμματα, δήμοι, κοινότητες, επιχειρήσεις κλπ) να τηρούν το υποχρεωτικό για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα διπλογραφικό λογιστικό σύστημα – καθώς επίσης να συντάσσουν ετησίους Ισολογισμούς, με περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό), με υποχρεώσεις (παθητικό), με αριθμό προσωπικού, με μισθούς, με παραγωγικότητα και με αποτελέσματα χρήσεως (τζίρος, κέρδη, ζημίες κλπ).

Εκτός των υπολοίπων πλεονεκτημάτων, θα πάψουμε πια να είμαστε το ανυπεράσπιστο θύμα, «έρμαιο» των αγορών καλύτερα, μέσω των αυθαίρετων εκτιμήσεων των εταιρειών αξιολόγησης. 

Όλοι αυτοί οι Ισολογισμοί, καθώς επίσης ο κεντρικός του κράτους (Holding), ο οποίος οφείλει να συμπεριλαμβάνει όλα τα επί μέρους «μεγέθη» του, πρέπει να δημοσιεύονται με διαφάνεια στο διαδίκτυο έτσι ώστε, αφενός μεν να έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται οι Πολίτες, αφετέρου δε να μην έχουν καμία «δικαιολογία» οι νέες κυβερνήσεις – να μην ισχυρίζονται κάθε φορά δηλαδή «κοινότυπα» ότι, δεν γνωρίζουν τι ακριβώς παραλαμβάνουν από τις προηγούμενες.

(γ)  Ειδικά όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, τόσο το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, όσο και οι ετήσιοι Ισολογισμοί στο διαδίκτυο, θα πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα – εάν θεωρούμε ότι οφείλουν να εφαρμόζονται οι ελάχιστα απαιτούμενες δημοκρατικές διαδικασίες, τουλάχιστον από αυτούς που θέλουν να μας διοικούν.  

(δ)  Να εφαρμόζονται επακριβώς τα προεκλογικά προγράμματα διακυβέρνησης, από τα κόμματα που αναλαμβάνουν την ηγεσία. Η πιστή εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών θα πρέπει να είναι υποχρεωτική από το Νόμο – ο οποίος οφείλει να προβλέπει ποινικές συνέπειες, σε σχέση με την ενδεχόμενη μη τήρηση του. Όπως ακριβώς δηλαδή οι επιχειρηματίες και οι λοιποί Πολίτες πληρώνουν οι ίδιοι για τα σφάλματα και τις λανθασμένες επιλογές τους, έτσι θα πρέπει να γίνεται και με τους πολιτικούς, οι οποίοι θα πρέπει να πάψουν να ευρίσκονται στο απυρόβλητο – αποτελώντας το ιδανικό παράδειγμα προς αποφυγή, την «ενσάρκωση» καλύτερα του «ετεροβαρούς ρίσκου». 

 

Σημείωση: Οι λέξεις με διαφορετικό χρώμα είναι και σύνδεσμοι (link), οι οποίοι παραπέμπουν σε προηγούμενα σχετικά άρθρα μας. 

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 02. Αυγούστου 2010,  viliardos@kbanalysis.com                                                    

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

Η ύφεση μια μακροχρόνια οπτική

Η ύφεση μια μακροχρόνια οπτική

 

Του Immanuel Wallerstein *

 

Η ύφεση έχει αρχίσει. Ορισμένοι δημοσιογράφοι εξακολουθούν διστακτικά να ρωτούν τους οικονομολόγους αν θα εισέλθουμε ή όχι σε μια μεγάλη κάμψη. Μην τους πιστεύετε ούτε για ένα λεπτό. Βρισκόμαστε ήδη στην αρχή μιας πλήρους παγκόσμιας ύφεσης με εκτεταμένη ανεργία σχεδόν παντού. Ίσως πάρει τη μορφή ενός κλασικού «ξεφουσκώματος», με όλες τις αρνητικές συνέπειες για τους κοινούς ανθρώπους. Ή ίσως πάρει τη μορφή – λιγότερο πιθανό – ενός ξέφρενου πληθωρισμού, ο οποίος αποτελεί απλά έναν άλλο τρόπο με τον οποίο απομειούνται οι αξίες και είναι ακόμα χειρότερος για τους κοινούς ανθρώπους.

Όλοι βέβαια αναρωτιούνται τι πυροδότησε αυτή την ύφεση. Είναι τα παράγωγα, τα οποία ο Γουώρεν Μπάφετ αποκάλεσε «χρηματοπιστωτικά όλα μαζικής καταστροφής»; Ή είναι τα δευτερογενή ενυπόθηκα δάνεια; Ή είναι οι κερδοσκόποι του πετρελαίου; Πρόκειται για ένα παιχνίδι ευθύνης χωρίς καμία πραγματική σημασία. Πρόκειται για την επικέντρωση στη σκόνη των βραχυχρόνιων γεγονότων, όπως συνήθιζε να λέει ο Φερνάρντ Μπροντέλ. Αν θέλουμε να καταλάβουμε το τι συμβαίνει πρέπει να δούμε δύο άλλες συνιστώσες, οι οποίες είναι πολύ πιο αποκαλυπτικές. Η μία αφορά τις μεσοπρόθεσμες κυκλικές διακυμάνσεις. Η άλλη αφορά τις μακροχρόνιες δομικές τάσεις.

Η καπιταλιστική κοσμο-οικονομία είχε για αρκετές εκατοντάδες χρόνια δύο, τουλάχιστον, μορφές κυκλικών διακυμάνσεων. Η μία είναι οι αποκαλούμενοι κύκλοι Κοντρατίεφ, οι οποίοι ιστορικά είχαν διάρκεια 50-60 έτη. Και η άλλη είναι οι ηγεμονικοί κύκλοι που είναι πολύ πιο μακροχρόνιοι.

Με όρους ηγεμονικών κύκλων, οι ΗΠΑ ήταν ένας αναδυόμενος διεκδικητής της ηγεμονίας από το 1873, επέτυχαν την πλήρη ηγεμονική επικυριαρχία από το 1945 και άρχισαν να κάμπτονται σταδιακά από το 1970. Οι ανοησίες του Τζωρτζ Μπους μετέτρεψαν μια αργή πτώση σε μια διαρκώς επιταχυνόμενη. Και από εδώ και πέρα έχουμε ξεπεράσει κάθε ομοιότητα με την αμερικανική ηγεμονία. Έχουμε εισέλθει, όπως συμβαίνει φυσιολογικά, σε έναν πολυπολικό κόσμο. Οι ΗΠΑ παραμένουν μια ισχυρή δύναμη, ίσως ακόμα η ισχυρότερη, αλλά θα συνεχίσουν την πτώση τους συγκριτικά με τις άλλες δυνάμεις στις δεκαετίες που έρχονται. Δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί κάποιος να κάνει για να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα.

Οι κύκλοι Κοντρατίεφ έχουν έναν διαφορετικό συντονισμό. Ο κόσμος εξήλθε από την τελευταία Κοντρατίεφ Β-φάση το 1945 και μετά υπήρξε ι ισχυρότερη Α-φάση ανόδου στην ιστορία του σύγχρονου κοσμο-συστήματος. Έφθασε στο απόγειό της γύρω στο 1967-1973 και μετά άρχισε την κάθοδό της. Αυτή η Β-φάση έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο από ότι οι προηγούμενες Β-φάσεις και εξακολουθούμε να βρισκόμαστε μέσα σε αυτή.

Τα χαρακτηριστικά μιας Β-φάσης Κοντρατίεφ είναι γνωστά και ταιριάζουν με ότι έχει βιώσει η κοσμο-οικονομία από το 1970. Τα ποσοστά κέρδους από τις παραγωγικές δραστηριότητες μειώνονται, ιδιαίτερα σε αυτούς τους τύπους της παραγωγής που ήταν περισσότερο κερδοφόροι. Κατά συνέπεια οι καπιταλιστές που επιθυμούν να έχουν μεγαλύτερα κέρδη στρέφονται στη χρηματοπιστωτική αρένα, εμπλεκόμενοι σε ότι θεωρείται βασικά ως κερδοσκοπία. Οι παραγωγικές δραστηριότητες, για να μη γίνουν πολύ ζημιογόνες, μετακινούνται από τις ζώνες του κέντρου σε άλλες περιοχές του κοσμο-συστήματος, ανταλλάσσοντας τα χαμηλά κόστη συναλλαγών με χαμηλά κόστη προσωπικού. Για αυτό το λόγο οι δουλειές εξαφανίζονται από το Ντιτρόιτ, το Έσσεν και τη Ναγκόγια και αυξάνονται τα εργοστάσια στην Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.

Όσο για τις κερδοσκοπικές φούσκες, κάποιοι κερδίζουν πολλά χρήματα από αυτές. Αλλά αργά ή γρήγορα οι κερδοσκοπικές φούσκες πάντα σπάζουν. Αν κάποιος ρωτήσει γιατί αυτή η Κοντρατίεφ Β-φάση διήρκεσε τόσο πολύ είναι γιατί οι θεσμοί -η Fed, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το ΔΝΤ και οι συνεργάτες τους στη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία- έχουν παρέμβει στην οικονομία συστηματικά και ουσιαστικά για να υποστυλώσουν την κοσμο-οικονομία: 1987 (πτώση του χρηματιστηρίου), 1989 (κατάρρευση των αποταμιεύσεων-δανείων), 1997 (χρηματοπιστωτική κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία), 1998 (κακοδιαχείριση του Ταμείου Μακροχρόνιας Κεφαλαιακής Διαχείρισης), 2001-2002 (Enron). Έχουν διδαχθεί τα μαθήματα από προηγούμενες Κοντρατίεφ Β-φάσεις και οι έχοντες την εξουσία θεωρούν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν το σύστημα. Υπάρχουν όμως εσωτερικά όρια στο να γίνει αυτό. Και τώρα τα έχουμε προσεγγίσει, όπως μαθαίνουν ο Χένρυ Πόλσον και ο Μπεν Μπέρνακι προς μεγάλη τους έκπληξη. Αυτή τη φορά δεν θα είναι τόσο εύκολο, πιθανόν αδύνατο, να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Στο παρελθόν μόλις μια ύφεση έφθανε στο κατώτατο σημείο της, η κοσμο-οικονομία άρχιζε να ξανανεβαίνει στη βάση των καινοτομιών που μπορούσαν να είναι ημι-μολοπωλιακές για λίγο χρονικό διάστημα. Έτσι όταν οι άνθρωποι λένε ότι το χρηματιστήριο θα ανέβει ξανά, είναι αυτό που σκέπτονται ότι θα συμβεί όπως και στο παρελθόν, αφού όλες οι ζημιές θα έχουν γίνει στους λαούς του κόσμου. Και ίσως έτσι να γίνει σε λίγα χρόνια.

Υπάρχει βέβαια κάτι νέο το οποίο εμπλέκεται σε αυτό το ωραίο κυκλικό πρότυπο που συντήρησε το καπιταλιστικό σύστημα για 500 χρόνια. Οι δομικές τάσεις ίσως να αλληλοδιαπλέκονται με τα κυκλικά πρότυπα. Τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού ως κοσμο-συστήματος λειτουργούν με συγκεκριμένους κανόνες, που μπορούν να σχεδιαστούν σε ένα διάγραμμα σαν μία ανοδικά κινούμενη ισορροπία. Το πρόβλημα, όπως με όλες τις δομικές ισορροπίες όλων των συστημάτων, είναι ότι με την πάροδο του χρόνου οι καμπύλες τείνουν να κινούνται μακριά από την ισορροπία και γίνεται αδύνατο να τις επαναφέρουμε σε κατάσταση ισορροπίας.

Τι έκανε το σύστημα να μετακινηθεί τόσο μακριά από την ισορροπία; Πολύ σύντομα αυτό συμβαίνει γιατί για περισσότερο από 500 χρόνια τα τρία βασικά κόστη της καπιταλιστικής παραγωγής -προσωπικό, εισροές και φορολογία- έχουν αυξηθεί σταθερά ως ποσοστό των πιθανών τιμών πώλησης, έτσι ώστε σήμερα γίνεται αδύνατο να εξασφαλιστούν τα μεγάλα κέρδη από την ημι-μονοπωλιακή παραγωγή, τα οποία αποτελούσαν πάντα τη βάση μιας σημαντικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Δεν είναι το ότι ο καπιταλισμός αποτυγχάνει σε αυτό που κάνει καλύτερα. Είναι ακριβώς το ότι το κάνει τόσο καλά που τελικά υπονομεύει τη βάση της μελλοντικής συσσώρευσης.

Αυτό που συμβαίνει όταν φθάσουμε σε ένα τέτοιο σημείο είναι ότι το σύστημα διακλαδώνεται (στη γλώσσα των σπουδών συνθετότητας). Οι άμεσες συνέπειες είναι μεγάλες χαοτικές αναταραχές, τις οποίες υφίσταται αυτή τη στιγμή το κοσμο-σύστημά μας και θα συνεχίσει να τις υφίσταται για τα επόμενα 20-50 χρόνια. Καθώς όλοι σπρώχνουν προς όλες τις κατευθύνσεις που θεωρούν καλύτερες για τους ίδιους, μια νέα τάξη θα προκύψει από το χάος μέσα από μια εκ των δύο εναλλακτικών και πολύ διαφορετικών διεξόδων.

Μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι το παρόν σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει. Αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε είναι ποια νέα τάξη θα επιλεγεί για να το αντικαταστήσει, γιατί θα είναι το αποτέλεσμα αναρίθμητων ατομικών πιέσεων. Αλλά αργά ή γρήγορα το νέο σύστημα θα εγκαθιδρυθεί. Αυτό δεν θα είναι ένα καπιταλιστικό σύστημα, αλλά μπορεί να είναι πολύ χειρότερο (ακόμα πιο πολωτικό και ιεραρχικό) ή πολύ καλύτερο (σχετικά δημοκρατικό και εξισωτικό), σε σύγκριση με την υπάρχουσα κατάσταση. Η επιλογή ενός νέου συστήματος αποτελεί τον σημαντικότερο πολιτικό αγώνα της εποχής μας σε παγκόσμια κλίμακα.

Όσο για τις άμεσες βραχυπρόθεσμες εσωτερικές μας προοπτικές, είναι φανερό το τι συμβαίνει παντού. Κινούμαστε προς έναν κόσμο προστατευτισμού (ας ξεχάσουμε την αποκαλούμενη παγκοσμιοποίηση). Κινούμαστε προς έναν μεγαλύτερο ρόλο των κυβερνήσεων στην παραγωγή. Ακόμα και οι ΗΠΑ και η Βρετανία εθνικοποιούν μερικώς τις τράπεζες και τις θνήσκουσες μεγάλες βιομηχανίες. Κινούμαστε προς λαϊκίστικες κυβερνο-κεντρικές αναδιανομές, που μπορεί να πάρουν αριστερές σοσιαλδημοκρατικές μορφές ή ακροδεξιές αυταρχικές μορφές. Και κινούμαστε τέλος σε οξυμένες κοινωνικές συγκρούσεις μέσα στα κράτη, καθώς όλοι ανταγωνίζονται για μια μικρότερη πίτα. Βραχυχρόνια η εικόνα δεν θα είναι καθόλου ωραία.

 

ΠΗΓΗ: (17/10/2008), http://www.monthlyreview.gr/antilogos/greek/diktuo/arxeio_sxoliwn/fullstory_html?obj_path=docrep/docs/diktuo/20081017_03/gr/html/index

 

Wallerstein, Immanuel

Ο Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν γεννήθηκε το 1930 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, απ' όπου και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα (1959). Στο ίδιο πανεπιστήμιο δίδαξε έως το 1971, ενώ από το 1976 έως το 1999 διετέλεσε επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Binghamton και, παράλληλα, διευθυντής του "Fernand Braudel", του διάσημου ερευνητικού κέντρου "για τη Μελέτη των Οικονομιών, των Ιστορικών Συστημάτων και των Πολιτισμών". Από το 2000 είναι επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Yale.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Βάλλερσταϊν εστιάζει την έρευνά του στα αφρικανικά κράτη, πριν και μετά την εποχή της αποικιοκρατίας. Σύντομα, κρίνει ανεπαρκή την εξέταση ενός ή λίγων κρατών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και, έτσι, στρέφει τη μεθοδολογική του προσέγγιση στη μακρά διάρκεια και στην ευρύτητα του συνόλου.

Το 1974 εκδίδει τον πρώτο τόμο του -προς το παρόν τρίτομου και υπό ολοκλήρωση- έργου του "The modern world system", το οποίο και θα τον καταστήσει κύριο ανανεωτή της νεομαρξιστικής σκέψης. Στην ίδια δεκαετία, και αφού έχει προηγουμένως συμμετάσχει ενεργά στο μεταρρυθμιστικό κίνημα της αμερικανικής πανεπιστημιακής κοινότητας του 1968, θα στρέψει, επιπλέον, το ενδιαφέρον του στη μελέτη των "αντισυστημικών" κινημάτων, όρος του οποίου η πατρότητα του ανήκει.

 

ΠΗΓΗ Βιογραφικού: http://www.skroutz.gr/books/a.22509.Wallerstein-Immanuel.html

Τεστ αντοχής… στην παραπαίουσα ευρωζώνη

Τεστ αντοχής της κοινής… λογικής στην παραπαίουσα ευρωζώνη

 

Του Δημήτρη Καζάκη*

 

Χαράς ευαγγέλια για την Ελλάδα και την Ε.Ε. Τα «τεστ αντοχής» βγήκαν θετικά για όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες. Για όλες εκτός από 7, μία ελληνική, μία γερμανική και πέντε ισπανικές. Όμως ακόμη κι αυτές οι 7 τράπεζες που απέτυχαν στα «τεστ» δεν χρειάζονται παρά μια κεφαλαιακή ενίσχυση για να αποτραπούν τα χειρότερα. Επομένως δεν πρέπει πια να ανησυχούμε για τίποτε. Αφού οι τράπεζες είναι υγιέστατες, όλα τα άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες.

Τι σημασία έχει αν η πραγματική οικονομία βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια μακροχρόνια ύφεση; Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την ευρωζώνη, η οποία έχει μετατραπεί – σύμφωνα ακόμη και με το ΔΝΤ – στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης.

Τι σημασία έχει αν η ήδη εκτεταμένη μαζική ανεργία εκτινάσσεται σε ακόμη πιο πρωτοφανή επίπεδα;

Τι σημασία έχει αν οι μισθοί, τα εισοδήματα και οι συντάξεις εξανεμίζονται μια διά παντός;

Τι σημασία έχει αν οι συνθήκες εργασίας και οι όροι απασχόλησης επιστρέφουν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα;

Τι σημασία έχει αν ακόμη και η ίδια η παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία αντικαθίσταται από την υπερκρατική απολυταρχία των τραπεζών και των οργάνων τους στην Ε.Ε. και το ΔΝΤ;

Τι σημασία έχουν όλα αυτά, όταν οι τράπεζες είναι υγιείς; Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονται όσοι πληρώνονται για να κρατούν τον απλό κόσμο στο απόλυτο σκοτάδι. Από κοντά και η κυβέρνηση βγήκε να πανηγυρίσει ότι πετυχαίνει τους στόχους της ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα. Λες και το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας είναι το κρατικό έλλειμμα. Έφτασε μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών να ισχυριστεί ότι η πρόβλεψη της «τρόικας» για 4% πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδας στο τέλος του 2010, παραήταν απαισιόδοξη! Αν ο κ. υπουργός δεν μας είχε αποδείξει επανειλημμένα το πόσο άσχετος, κυνικός και ανάλγητος είναι, θα λέγαμε πως διαθέτει μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Μια και οι δηλώσεις του, εδώ και πολύ καιρό, μόνο ως αστειότητες μπορούν να εκληφθούν.

Βέβαια, αν πάρουμε στα σοβαρά τα λεγόμενα των επισήμων σε Ε.Ε. και Ελλάδα, τότε θα έπρεπε να μας απαντήσουν σε μερικά πολύ απλά ερωτήματα.

Αν ήθελαν να διαπιστώσουν πραγματικά την υγεία του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος, γιατί δεν έκοψαν – έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα – την εξωτερική στήριξη και χρηματοδότηση των τραπεζών από τα κράτη και την Κεντρική Τράπεζα, ώστε να δούμε ποιες και πόσο αντέχουν στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς; Αυτό δεν θα ήταν κάτι πολύ πιο απλό από τα «τεστ αντοχής» και πολύ πιο σίγουρο ως προς τα αποτελέσματά του; Γιατί δεν το έκαναν; Διότι ήξεραν πολύ καλά ποιο θα ήταν το ολέθριο αποτέλεσμα.

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι τα «τεστ αντοχής» ήταν αντικειμενικά και είχαν κάθε καλή πρόθεση να εξετάσουν την αληθινή κατάσταση των τραπεζών, τότε πώς γίνεται να βγάζουν θετικές εκείνες τις τράπεζες που η ρευστότητά τους συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική τράπεζα; Πώς γίνεται να είναι υγιείς οι τράπεζες εκείνες που τους προηγούμενους μήνες έχουν εισπράξει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ με τη μορφή ενισχύσεων και εγγυήσεων από τα κράτη;

Κι αν υποθέσουμε πώς χάρη στη στήριξη από τα κράτη, δηλαδή τους φορολογούμενους, αλλά και την κεντρική τράπεζα, οι τράπεζες αποκατέστησαν την υγεία τους – σύμφωνα πάντα με τα «τεστ αντοχής» -, τότε δεν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τις πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις; Αν, π.χ., οι ελληνικές τράπεζες αποδείχτηκαν υγιείς, τότε δεν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τα 28 δισ. ευρώ που άντλησαν από τον κρατικό κορβανά; Δεν ήρθε η ώρα να σταματήσουν οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ που μεταφράζονται σε εξωτερικό χρέος για τις τράπεζες, αλλά και για τη χώρα ευρύτερα; Γιατί δεν το κάνουν; Μήπως γιατί δεν μπορούν; Τότε πώς γίνεται να ισχυρίζονται ότι είναι υγιής ένας οργανισμός που η επιβίωσή του εξαρτάται από τη διασωλήνωσή του με μηχανισμούς τεχνητής υποστήριξης;

Αν, τέλος, για να είναι υγιείς οι ιδιωτικές τράπεζες χρειάζονται διαρκώς την κρατική ενίσχυση και τις ενέσεις ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα, τότε γιατί να παραμείνουν ιδιωτικές; Γιατί να μην εθνικοποιηθούν ώστε να γλιτώσει η οικονομία και τα νοικοκυριά από τη σαράφικη και τοκογλυφική πολιτική των τραπεζών.

 

Βαριά αρρώστια

 

Το πιο σημαντικό ίσως ερώτημα είναι τι σόι υγεία μπορούν να έχουν οι τράπεζες σ' ένα περιβάλλον μιας οικονομίας που νοσεί βαθύτατα; Μπορούν να υπάρξουν υγιείς τράπεζες σε συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας, ακόμη πιο δραστικών περικοπών και μεγαλύτερης υποτίμησης της οικονομίας και της εργασίας; Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο όταν οι τράπεζες εξαρτούν τα κέρδη τους από τη δυσπραγία της οικονομίας, της εργασίας και της κοινωνίας.

Εδώ και χρόνια η κερδοφορία των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πόσο εκτεταμένη είναι η ανέχεια της οικονομίας και των νοικοκυριών. Όσο μεγαλύτερη αδυναμία χαρακτηρίζει την πραγματική οικονομία και τα εισοδήματα που παράγει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη προσφυγής στον δανεισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από τις τράπεζες. Όσο πιο πολύ η οικονομία και τα νοικοκυριά εξαρτώνται από τις τράπεζες, τόσο περισσότερο οι ίδιες οι τράπεζες ανοίγονται στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου για να κερδοσκοπήσουν με νομίσματα, ομόλογα, παράγωγα κ.ο.κ. Αυτή η λειτουργία αποτέλεσε τη βασική κινητήρια δύναμη επέκτασης των παγκόσμιων αγορών τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή υπερτροφική ανάπτυξη των τραπεζών, που απειλούν να κατασπαράξουν ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη.

Καταντήσαμε η υγεία των τραπεζών να προϋποθέτει την ασθένεια της οικονομίας και των νοικοκυριών. Ιδίως σε συνθήκες, όπως οι σημερινές, όπου οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε βασικό φορέα μετάδοσης και βαθέματος της παγκόσμιας κρίσης. Η αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών, των αγορών κεφαλαίου και χρήματος γενικότερα, απαιτεί τη ραγδαία επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας, την επέκταση της ανέχειας των νοικοκυριών, τη συντριβή του «εργατικού κόστους», τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και φυσικά την επιβολή ενός αδυσώπητου καθεστώτος «ανοιχτών συνόρων» υπέρ της πιο αδίστακτης διεθνούς κερδοσκοπίας. Γι' αυτό και οι επίσημοι της Ε.Ε. δεν δείχνουν ούτε ίχνος ντροπής όταν ανακοινώνουν τα δήθεν θετικά αποτελέσματα των 91 «τεστ αντοχής», τη στιγμή που όλα σπρώχνουν προς μια ραγδαία επιδείνωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.

Όμως έχουν κι άλλους πολύ πιο σοβαρούς λόγους για να μη δείχνουν ίχνος ντροπής. Τα «τεστ αντοχής» των τραπεζών συνιστούν μια οργανωμένη φαρσοκωμωδία με πολλούς αποδέκτες. Σχεδιάστηκαν ευθύς εξαρχής για να βγάλουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρώτα πρώτα γιατί οι 91 τράπεζες αποτιμήθηκαν με εντελώς αυθαίρετο τρόπο. Η κρατική ενίσχυση, αλλά και οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ αντιμετωπίστηκαν όχι ως εξωτερική στήριξη, αλλά ως οργανικό στοιχείο της κεφαλαιακής κατάστασης των τραπεζών.

 

Τοξικό χρήμα

 

Τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών αποτιμήθηκαν με βάση την ονομαστική τους αξία και όχι με βάση την τρέχουσα αξία τους στην αγορά. Έτσι εξαφανίστηκαν τα «τοξικά» χαρτιά από το ενεργητικό των τραπεζών, που εκτιμήσεις της ίδιας της Κομισιόν τα ανεβάζουν λίγο πάνω από το 50% του ενεργητικού των πιο μεγάλων τραπεζών. Επιπλέον θεωρήθηκε αυθαίρετα ότι τα ομόλογα (εταιρικά και κρατικά) που διαθέτουν οι τράπεζες είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα στις αγορές και μάλιστα στις ονομαστικές τους τιμές. Και φυσικά ούτε καν λήφθηκε υπόψη ότι οι περισσότερες από τις 91 τράπεζες που υποβλήθηκαν σε «τεστ αντοχής» χρησιμοποιούν τα ομόλογα που διαθέτουν, ιδίως τα κρατικά, για να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ.

Τα στοιχεία που κλήθηκαν να παραδώσουν οι ίδιες οι τράπεζες δεν έγινε καμιά προσπάθεια να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους. Αρκεί να πούμε ότι ζητήθηκε από τις τράπεζες να δημοσιοποιήσουν ακριβή στοιχεία για την έκθεσή τους σε κρατικά ομόλογα. Όλες οι τράπεζες συμμορφώθηκαν, εκτός από 6 γερμανικές (Deutsche Bank, Postbank, Hypo Real Estate, DZ, WGZ και Landesbank Berlin). Οι ρυθμιστικές αρχές της Γερμανίας κάλυψαν τις τράπεζες λέγοντας ότι δεν είχαν καμιά νομική υποχρέωση να δημοσιοποιούν πληροφορίες. Άλλωστε κανένας δεν αμφισβήτησε την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, η οποία επιτρέπει στις τράπεζες νόμιμα να μαγειρεύουν ή να αποσιωπούν κρίσιμα στοιχεία τους.

Τέλος η αποτίμηση των τραπεζών δεν ζήτησε ούτε πήρε υπόψη της την ταμειακή επάρκεια των τραπεζών, δηλαδή το διαθέσιμο ρευστό στα ταμεία τους. Έτσι στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών αποτυπώθηκε και μια σειρά στοιχείων του ενεργητικού τους που αυθαίρετα θεωρήθηκαν ως άμεσα ρευστοποιήσιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Financial Times Deutschland» (25.7) σχολίαζε, με βάση το παράδειγμα της Deutsche Bank, ότι η κεφαλαιακή της επάρκεια εκτιμήθηκε ως 11,2% στο ενεργητικό της που αποτιμήθηκε σε 1,67 τρισ. ευρώ. Ωστόσο, η τράπεζα δεν είχε πρωτογενές κεφάλαιο ύψους 187 δισ. € στον ισολογισμό (0.112 φορές 1670), όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά μόνο € 32,8 δισ. και επομένως πραγματική κεφαλαιακή επάρκεια της τάξης του 1,9%. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, αν για κάποιο λόγο η τράπεζα πάθει στραπάτσο, απαξιωθεί πάνω από το 2% του ενεργητικού της – κάτι απολύτως αναμενόμενο αν μια χώρα σαν την Ελλάδα ή την Πορτογαλία ή την Ισπανία κ.ο.κ. «κουρέψουν» την αξία των ομολόγων τους κατά 30% -, η τράπεζα δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί και θα κινδυνέψει με χρεοκοπία.

Η συγκεκριμένη εφημερίδα υπενθυμίζει ότι δεν μπορεί ένα τραπεζικό σύστημα που αύξησε το ενεργητικό του κατά 18 τρισ. ευρώ από το 1999, ενώ το ΑΕΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε την ίδια περίοδο μόλις κατά 2,7 τρισ. ευρώ, να εμφανίζεται ότι διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια. Με αυτόν τον τρόπο υπερτιμήθηκε πλασματικά η πραγματική κατάσταση και κυρίως η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.

 

Αστεία σενάρια

 

Όμως το μαγείρεμα των «τεστ αντοχής» δεν έμεινε μόνο εκεί. Τα σενάρια πάνω στα οποία κλήθηκαν να δοκιμαστούν οι 91 τράπεζες ήταν τουλάχιστον αστεία. Το χειρότερο σενάριο προέβλεπε εξελίξεις πολύ καλύτερες από αυτές που είχαμε στην οικονομία και τις αγορές μέχρι τώρα. Κι όχι μόνο αυτό. Δεν συμπεριλήφθηκε κανένα από τα ενδεχόμενα που συζητά ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία σήμερα. Για παράδειγμα, μια σημαντική πτώση του ευρώ, ίσως κοντά στο 1:1 με το δολάριο, ή μια ενδεχόμενη πτώχευση κάποιας από τις χώρες του Νότου. Ούτε καν το ενδεχόμενο, που αναφέρει η ίδια η ΕΚΤ στο Μηνιαίο Δελτίο της για τον μήνα Ιούνιο, δηλαδή μιας πιθανής κατάρρευσης δυο ή περισσοτέρων μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως παραλίγο να γίνει στις 7 Μαΐου. Δεν συμπεριελήφθη ούτε το σενάριο που αρχικά είχε ανακοινωθεί και προέβλεπε ένα πιθανό «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας κατά 16-18%.

Όλα αυτά έκαναν τους οικονομικούς αναλυτές, τουλάχιστον όσους δεν πληρώνονται για να συσκοτίζουν τα πράγματα, να υποδεχτούν τα «τεστ αντοχής» με ειρωνικά ή και καυστικά σχόλια. «Η αξιοπιστία των τεστ μπορεί να αμφισβητηθεί τουλάχιστον κατά τέσσερεις τρόπους. Πρώτον, απέτυχαν να συμπεριλάβουν ένα σενάριο που να περιλαμβάνει μια χρεοκοπία κρατικού χρέους. Δεύτερον, τα πάγια που δοκιμάστηκαν αφορούσαν μόνο διαπραγματεύσιμα κρατικά ομόλογα και όχι εκείνα που κρατούν οι τράπεζες μέχρι την ωρίμανσή τους. Τρίτον, το κατώφλι για να περάσει μια τράπεζα το τεστ τέθηκε πολύ χαμηλά, σε ένα ελάχιστο 6% ποσοστό του κεφαλαίου στο ενεργητικό. Τέταρτον, τα τεστ μέτρησαν την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, αλλά όχι τη ρευστότητα. Πολλές από τις τράπεζες που πέρασαν, σαν αυτές της Ελλάδας, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ για ρευστότητα» παρατήρησε ο Ζακ Γουίτον της Moody's Economy. Ενώ ο Καρλ Γουάινμπεργκ της High Frequency Economics παρατήρησε με τη σειρά του: «Το ερώτημα που οι διαπραγματευτές και οι επενδυτές ήθελαν να απαντηθεί από τα τεστ των τραπεζών ήταν τούτο: Αν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία ή η Ιρλανδία κάνουν παύση πληρωμών στα ομόλογά τους – ή αν οι τιμές αυτών των ομολόγων μειωθούν κατά 20% ή και περισσότερο μέσα από ένα σενάριο αναδιάρθρωσης -, διαθέτουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες επαρκές κεφάλαιο για να αντέξουν το σοκ; Η Ε.Ε., η ΕΚΤ και η CEBR δεν απάντησαν σ' αυτό το ερώτημα με οιονδήποτε τρόπο, μορφή ή σχήμα» («Wall Street Journal», 26.7).

Ενώ ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου των «Financial Times» (25.7) σχολίασε σαρκαστικά: «Αν προσπαθούσατε να δοκιμάσετε την ασφάλεια των αυτοκινήτων ή των παιδικών παιχνιδιών χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους που η Ευρωπαϊκή Ένωση εφάρμοσε στις δοκιμές αντοχής των τραπεζών, θα καταλήγατε στη φυλακή».

 

Αγυρτεία και απάτη

 

Γιατί όμως όλα αυτά; Ποιον νομίζουν ότι θα κοροϊδέψουν με αυτήν τη φαρσοκωμωδία των «τεστ αντοχής»; Τις αγορές; Τον κόσμο; Τους ίδιους τους εαυτούς τους; Φοβάμαι ότι ισχύουν όλα αυτά μαζί. Είναι σίγουρο ότι τα τεστ αυτά προορίζονταν να καθησυχάσουν τους καταθέτες των τραπεζών, σε μια εποχή όπου οι αποταμιεύσεις κυριολεκτικά λεηλατούνται ή τουλάχιστον γίνονται φύλλο και φτερό από τις τράπεζες. Όπως είναι σίγουρο ότι απευθύνονται και στην αγορά με την ευρεία έννοια. Η κυρίαρχη λογική θέλει τα προβλήματα της οικονομίας να συνθέτουν ένα πολύπλοκο παζλ ψυχολογίας και προσδοκιών της αγοράς. Έτσι ο βασικός σκοπός της οικονομικής πολιτικής είναι να δημιουργήσει συνθήκες «καλής ψυχολογίας» στις αγορές. Δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική βάση των φαινομένων της κρίσης. Όλα ανάγονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα μια απρόσωπη και απόκοσμη αγορά, την οποία οι οικονομίες και οι κυβερνήσεις οφείλουν μόνο να εξευμενίσουν και να πειθαρχήσουν σ' αυτήν. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε οι ιεραπόστολοι ζητούσαν από τους ιθαγενείς να υποταχτούν στη μία και μόνη ορθή πίστη. Έτσι έχει καταντήσει σήμερα και η κυρίαρχη οικονομική λογική. Δεν νοιάζεται να εξηγήσει ή να αναλύσει τα πραγματικά φαινόμενα, αλλά να εξευμενίσει την αγορά ακόμη και με ψέματα, ακόμη και με εικονικά «τεστ αντοχής». Η οικονομία της αγοράς στο ανώτερο επίπεδό της σήμερα μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. έχει εξελιχθεί σ' ένα σύστημα ανοιχτής αγυρτείας και απάτης.

Όμως αυτή η λογική δεν έχει μόνο κοντά ποδάρια, αλλά οδηγεί αναπόφευκτα σε νέα ακόμη πιο ισχυρά κραχ, πολύ πιο εκτεταμένα και καταστροφικά από αυτό που συνέβη το φθινόπωρο του 2008 και το οποίο δικαιολογημένα οι οικονομικοί αναλυτές συγκρίνανε, ως προς το μέγεθος και τις συνέπειές του, με το κραχ του 1929. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άντριου Χαλντέιν, επικεφαλής αναλυτής της Τραπέζης της Αγγλίας, σε μια ομιλία του στις 14 Ιουλίου αμφισβήτησε την όποια θετική συμβολή του τραπεζικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη και διατύπωσε την εκτίμηση ότι «η χρηματοπιστωτική κρίση των τελευταίων τριών ετών υπήρξε, από κάθε άποψη, εξαιρετικά δαπανηρή. Όπως και στις προηγούμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, το χρέος του δημόσιου τομέα πρόκειται να διπλασιαστεί ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος σε μια σειρά από χώρες. Και εκτιμήσεις σχετικά με τη χαμένη παραγωγή, τώρα και στο μέλλον, τοποθετούν το καθαρό αξιακό κόστος της κρίσης κάπου ανάμεσα σε μία φορά έως πέντε φορές το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, οι ουλές από την τρέχουσα κρίση φαίνεται πιθανό να είναι αισθητές για μια ολόκληρη γενιά».

Η πολιτική στήριξης των υπερτροφικών τραπεζών σήμερα οδηγεί αναγκαστικά σε επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης, σε ακύρωση κάθε προσπάθειας ανάκαμψης – έστω και προσωρινής – από την παγκόσμια ύφεση, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής. Αποτελεί την εγγύηση ότι το κύριο καταστροφικό δυναμικό της παγκόσμιας κρίσης δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί στις χώρες και τους λαούς διεθνώς. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την Ε.Ε., η οποία, χάρη στο ευρώ και στο πιο υπερτροφικό τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως, έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα της παγκόσμιας κρίσης με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για την ίδια τη συνοχή της, αλλά πρωτίστως για τους λαούς και τις χώρες που βρίσκονται φυλακισμένοι στο εσωτερικό της.

 

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Οικονομολόγος – αναλυτής

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο "Π" στις 29-07-10, αναρτήθηκε Παρασκευή, 30 Ιουλίου 2010, http://www.topontiki.gr/Articles/view/8477

Η Ε. Έ. «καταναλώνει» τους πολίτες της

Η Ευρωπαϊκή Ένωση «καταναλώνει» τους πολίτες της

 

Του Δημήτρη Καζάκη *

 

 

Δεν υπάρχει αντεργατικό και αντικοινωνικό μέτρο, από την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση του οκταώρου μέχρι τους «απασχολήσιμους» και την επίθεση κατά της κοινωνικής ασφάλισης, από τη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών του κράτους μέχρι το ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, από το χτύπημα της εργατικής νομοθεσίας μέχρι την υπονόμευση των συλλογικών συμβάσεων και των κατακτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων, που πίσω του να μη βρίσκονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις και οδηγίες της Ε.Ε. 

Το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι απαγορευτικό ακόμη και για μέτρα στοιχειώδους ανακούφισης υπέρ των εργαζομένων. Ιδίως σήμερα, μέσα σε συνθήκες έντασης των πολιτικών λιτότητας και δραστικών περικοπών των κοινωνικών δαπανών σε ολόκληρη την Ε.Ε., προκειμένου να στηριχθούν και να διασωθούν οι τράπεζες. Για παράδειγμα, η παραμικρή ουσιαστική αύξηση των μισθών και συντάξεων είναι αδιανόητη στο πλαίσιο του «συμφώνου σταθερότητας» και του «ισχυρού νομίσματος», του ευρώ, το οποίο προϋποθέτει μια διαρκή συρρίκνωση του «εργατικού κόστους». Ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις, περιθωριακές βελτιώσεις της ζωής των πιο καταπονημένων λαϊκών στρωμάτων, η ίδια η έννοια κάποιου είδους δικαιοσύνης στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της χώρας, είναι παντελώς ασυμβίβαστες με το καθεστώς της Ε.Ε. και του «ισχυρού» ευρώ.

 

Το πραγματικό δίλημμα

 

Μπροστά σ' αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα το δίλημμα που μπαίνει ορθά κοφτά είναι ένα: μέσα ή έξω από την Ε.Ε.; Είναι το δίλημμα που ταλανίζει λαούς και χώρες ήδη από την εποχή της απόρριψης του ευρωσυντάγματος. Πολύ περισσότερο όταν η Ε.Ε. μετεξελίσσεται σε ένα τεράστιο νεκροταφείο οικονομιών, λαών και κρατών, προκειμένου οι αγορές να συνέλθουν από το σοκ του κραχ και της συνεχιζόμενης ύφεσης.

Μετά την απόρριψη του ευρωσυντάγματος το βασικό πρόβλημα των λαών με την Ε.Ε. δεν ήταν πια οι επιμέρους πολιτικές της, αλλά το τι σημαίνει «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» από τη σκοπιά των συμφερόντων των απλών ανθρώπων του μόχθου, το τι σημαίνει από τη σκοπιά της δραματικής επιδείνωσης της θέσης τους, το τι ασφυκτικούς περιορισμούς αντιπροσωπεύει για την κοινωνική δράση τους, για τις δυνατότητες παρέμβασής τους στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στις χώρες τους, το τι σόι ανάπτυξη επιδιώκει και σε όφελος ποιων δυνάμεων. Κι επομένως με ποιον τρόπο είναι υποχρεωμένοι να αντιδράσουν οι λαοί και οι εργαζόμενοι; Να την απορρίψουν και να διεκδικήσουν άμεσα τον απεγκλωβισμό τους απ' αυτή, έτσι ώστε να διευκολύνουν την πάλη τους για τα καθημερινά προβλήματα και την προοπτική της χώρας τους; Ή να υποταχτούν σ' αυτήν, ό,τι και αν σημαίνει κάτι τέτοιο για την τύχη των ίδιων και των χωρών τους; «Τρίτος δρόμος» δεν υπάρχει: Αποδέσμευση από την Ε.Ε. ή υποταγή σ' αυτή.

 

Μηχανισμοί καταλήστευσης

 

Η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», όποια μορφή κι αν πήρε, δεν υπήρξε ποτέ το εισιτήριο των λαών και των κρατών για τη διεθνοποίηση της ζωής τους. Δεν γεννήθηκε για να διευκολύνει την επαφή ανάμεσα σε λαούς, αλλά για να αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, να τους αφαιρέσει τη δυνατότητα να παλέψουν ή να διεκδικήσουν την κυριαρχία στη χώρα τους. Γεννήθηκε σε μια εποχή που οι λαοί στην Ευρώπη απειλούσαν άμεσα τις κατεστημένες εξουσίες, διεκδικούσαν στην πράξη την κυριαρχία στη χώρα τους και μέσα από αυτήν απαιτούσαν μια νέα διεθνή οικονομική και κοινωνική ζωή που να βασίζεται στην έμπρακτη αναγνώριση του δικαιώματος κάθε λαού να είναι αφέντης στον τόπο του. Απέναντι σ' αυτές τις λαϊκές απαιτήσεις για μια πραγματική δημοκρατική διεθνοποίηση βρέθηκαν τα συμφέροντα μιας άλλου τύπου διεθνοποίησης της αποικιοκρατίας, της νεοαποικιοκρατίας, των πολυεθνικών και των διεθνών μηχανισμών καταλήστευσης λαών και χωρών του πλανήτη. Η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» υπήρξε προϊόν της ανάγκης αυτών των συμφερόντων να συντρίψουν την πάλη για μια διεθνοποίηση της ελευθερίας των λαών και των χωρών τους. Τη μόνη διεθνοποίηση που καταλαβαίνει είναι εκείνη της ελευθερίας των αρπακτικών της αγοράς. Και έτσι συγκροτήθηκε για να θωρακίσει τις εξουσίες απέναντι στα λαϊκά στρώματα. Να τις θωρακίσει απέναντι στα λαϊκά αιτήματα. Να μεταφέρει τα κέντρα αποφάσεων μακριά από τους λαούς, έξω από την εμβέλεια της παρέμβασής τους. Γι' αυτό και ευθύς εξαρχής το κεντρικό ζητούμενο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» ήταν η αναίρεση της κυριαρχίας των κρατών – μελών, προς όφελος της απρόσωπης κυριαρχίας του διεθνούς κεφαλαίου και των μηχανισμών μιας υπερεθνικής κρατικομονοπωλιακής ολιγαρχίας.

«Η κυριαρχία που χάνεται σε εθνικό επίπεδο», έλεγε ο Τζουλιάνο Αμάτο, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης που γέννησε το ευρωσύνταγμα, «δεν περνά σε κάποια καινούργια οντότητα. Τη διαχειρίζονται οντότητες δίχως πρόσωπο: το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και ειδικά η Ε.Ε., η οποία βρίσκεται στην πρωτοπορία ενός κόσμου που αλλάζει στην κατεύθυνση ενός μέλλοντος με πριγκιπάτα δίχως κυριαρχία» («La Stampa», 13/7/2000). Το όνειρο των παλιών αντιδραστικών του 19ου αιώνα για μια Ευρώπη των πριγκίπων και των αρχόντων, όπου κανείς ποπολάρος, κανείς λαός, καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να τους αφαιρέσει την κυριαρχία, σήμερα γίνεται πραγματικότητα από την Ε.Ε. προς όφελος των σύγχρονων βαρόνων του χρήματος, των επενδύσεων και της πολιτικής. Και σήμερα μέσα στην κρίση γίνεται πραγματικότητα, αποκτά σάρκα και οστά, μετατρέποντας την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» σε ανοιχτό «ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό».

 

Το αίτημα της αποδέσμευσης

 

Οι Έλληνες εργαζόμενοι, ο ελληνικός λαός, δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα το θετικό από το υπερκρατικό τέρας με την ονομασία Ε.Ε., αλλά μόνο δεινά.

Όποιος νοιάζεται πραγματικά για την κατάσταση του λαού και της χώρας δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει το αίτημα της αποδέσμευσης. Και όχι μόνο αυτό. Η επικυριαρχία της Ε.Ε. έχει γίνει τόσο απειλητική για την καθημερινή ζωή και δράση του λαού, τόσο καταστροφική για τις προοπτικές της χώρας, που δεν επιτρέπει πλέον σε κανέναν να εμφανίζεται ότι υιοθετεί τα μεγάλα λαϊκά και δημοκρατικά αιτήματα δίχως να ξεκινά από την ανάγκη της αποδέσμευσης. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για δημαγωγούς και επαγγελματίες της υποκριτικής. Η στάση απέναντι στην αποδέσμευση από την Ε.Ε. προσδιορίζει σήμερα τις αληθινές διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό σκηνικό γενικά και στο εσωτερικό της Αριστεράς ειδικά, ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Διαχωρίζει τον πραγματικό δημοκράτη από τον αντιδραστικό, τον λαϊκό αγωνιστή από τον επαγγελματία πολιτευτή, τον συνειδητά ταγμένο στην υπόθεση του λαού από τα ποικιλόχρωμα φερέφωνα της υποδούλωσης στα «τετελεσμένα» των μεγάλων αφεντικών.

Το αίτημα της αποδέσμευσης από την Ε.Ε. δεν αποτελεί από μόνο του λύση για όλα τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού. Όμως είναι η μοναδική αφετηρία πάνω στην οποία μπορεί ο λαός να διεκδικήσει πολιτικές που τον συμφέρουν, ν' ανοίξει τον δρόμο για την πρόοδο του ίδιου και της χώρας του. Η αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν αποτελεί πανάκεια για την αυτόματη λύση όλων των προβλημάτων που ταλανίζουν τον λαό και τη χώρα. Μπορεί να μην αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για την απελευθέρωση των εργαζομένων από τα δεινά τους, όμως συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για ν' ανοίξει ο δρόμος της πάλης για μια άλλη πορεία του λαού και της χώρας. Αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να υπερισχύσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.

Είναι σίγουρο ότι η αποδέσμευση από μόνη της δεν πρόκειται ν' ανατρέψει την κυριαρχία του χρήματος και του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα. Δεν πρόκειται να φέρει τον σοσιαλισμό, όπως κι αν τον ονειρεύεται κανείς. Ωστόσο η αποδέσμευση στην πράξη, στην ίδια τη ζωή, δεν πρόκειται ποτέ να έρθει «μόνη της», δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να επιβληθεί ξεκομμένα από διαδικασίες ρήξης με το μεγάλο κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό. Κι αυτό ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις των δυνάμεων που την υποστηρίζουν. Η αποδέσμευση σήμερα «από μόνη της» συνιστά ένα μοιραίο πλήγμα στο οικοδόμημα της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», που στην Ευρώπη έχει πάρει την απολυταρχική μορφή της Ε.Ε. Η αποδέσμευση «από μόνη της» θα ανεβάσει την πάλη για δημοκρατικά, κοινωνικά και εργατικά αιτήματα σε ανώτερο επίπεδο, θα λύσει τα χέρια του λαού από τη μοιρολατρία του «ευρωπαϊσμού», θα φέρει στο επίκεντρο των κοινωνικών αγώνων την άμεση ικανοποίηση των πιο ζωτικών αιτημάτων των εργαζομένων, την έως το τέλος κατάκτηση της δημοκρατίας, τη θεμελίωση πολιτικών ανάπτυξης προς όφελος του λαού, την ανάγκη ανοίγματος της χώρας στη διεθνή ζωή δίχως δεσμά, μαστροπούς και προστάτες.

 

Δημοκρατικό αίτημα

 

Το αίτημα της αποδέσμευσης είναι βαθύτατα δημοκρατικό, γιατί συνδέεται άμεσα με την πάλη για τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία. Αρνείται τη μετατροπή των εργαζομένων σε υπηκόους, σε υπεξούσιους απρόσωπων εξουσιών που συγκροτούνται και νομιμοποιούνται από την Ε.Ε. Αρνείται τη μετατροπή του λαού σε φτωχό συγγενή, σε ζήτουλα της καλής προαίρεσης ενός συστήματος εξουσίας που δεν τον αφορά και οικοδομείται ερήμην του. Διεκδικεί την κυριαρχία από τα απρόσωπα και ανεξέλεγκτα επίπεδα εξουσιών της Ε.Ε. για λογαριασμό του λαού. Διεκδικεί το δικαίωμα του λαού να είναι αφέντης στη χώρα του, ν' αποφασίζει ελεύθερα για την τύχη και την πορεία που θέλει να ακολουθήσει δίχως καταναγκασμούς, εκβιασμούς και μονοδρόμους. Η ανατροπή του τερατώδους οικοδομήματος της Ε.Ε. αποτελεί απαράβατο όρο για να τεθεί το ζήτημα της ένωσης κυρίαρχων λαών και δημοκρατιών στη βάση της ελεύθερης επιλογής των ίδιων των λαών.

Καμιά προοδευτική αλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν ξεκινά από το πιο στοιχειώδες: από τη θεμελίωση του απαράβατου δικαιώματος κάθε λαού να καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα της χώρας του δίχως εξωτερικούς καταναγκασμούς. Δεν μπορεί να υπάρξει προοδευτική πρόταση υπέρ των εργαζομένων, ό,τι κι αν ισχυρίζεται, αν δεν ξεκινά από τη χειραφέτηση του λαού και της χώρας από το καθεστώς υποτέλειας, από το καθεστώς υποδούλωσης στην υπερεθνική απολυταρχία της Ε.Ε. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατικός, λαϊκός ή πολύ περισσότερο εργατικός διεθνισμός που δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης σε κάθε λαό, που δεν αγωνίζεται πρώτα και κύρια για τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία κάθε χώρας.

 

Αποδέσμευση τώρα

 

Το αίτημα της αποδέσμευσης είναι άμεσο, γιατί η τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει ο λαός και η χώρα δεν μπορεί να περιμένει. Η Ε.Ε. οικοδόμησε μια «εικονική οικονομία» του χρήματος, των επιτοκίων και των δημοσιονομικών εις βάρος της πραγματικής οικονομίας της απασχόλησης, της παραγωγής και της εργασίας. Το αίτημα της αποδέσμευσης επαναφέρει τα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας στην πραγματική τους διάσταση. Δεν είναι η αξία του χρήματος και οι απρόσωποι ρυθμοί ανόδου ενός εικονικού ΑΕΠ που καθορίζουν την κατάσταση της οικονομίας, αλλά πρώτα και κύρια η δουλειά και οι αμοιβές των εργαζομένων, ο τρόπος που συγκροτείται και αναπτύσσεται η παραγωγή, το πώς και προς όφελος ποιου δουλεύει το κράτος. Η πάλη για την αποδέσμευση προσγειώνει τη συζήτηση για την ανάπτυξη από τη σφαίρα της απρόσωπης αγοράς και των μεταφυσικών «αναδιαρθρώσεων», στα πραγματικά ζητήματα του ελέγχου των βασικών μέσων και πόρων της οικονομίας, του τρόπου κινητοποίησής τους, των κοινωνικών φορέων και των βασικών μοχλών της ανάπτυξης, αλλά και του τρόπου με τον οποίο εντάσσεται η οικονομία στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Το ίδιο το αίτημα της αποδέσμευσης ανατρέπει στην πράξη θέσφατα και περιορισμούς επιβεβλημένους άνωθεν και έξωθεν, υποχρεώνει ν' αντιμετωπιστεί το συνολικό αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας και η θέση της στη διεθνή οικονομική ζωή σε νέες βάσεις, έξω από προκάτ δεδομένα, με πιο πλατιούς και ανοιχτούς ορίζοντες. Δεν μπορεί να χωρέσει στα μίζερα πλαίσια μιας «αντικαπιταλιστικής διαμαρτυρίας», γιατί θέτει αναγκαστικά τους πραγματικούς όρους κίνησης της οικονομίας και της ανάπτυξης στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Κι αυτό ακριβώς είναι που τρέμουν όσοι αντιλαμβάνονται τη σύγχρονη κοινωνία και τη ζωή ως μια καταθλιπτική δικτατορία του κεφαλαίου, της αγοράς και του ιμπεριαλισμού, έστω και αν τους αρέσει να κρύβονται πίσω από λιτανείες της «Αριστεράς», της «σοσιαλιστικής επανάστασης» και του «κομμουνιστικού ιδανικού».

 

Η δύναμη του λαού

 

Η Ε.Ε. αντλεί τη νομιμοποίησή της από την αίσθηση αδυναμίας του λαού, από το πόσο ανυπεράσπιστος νιώθει μπροστά σ' ένα τερατώδες εκτρωματικό υπερκρατικό οικοδόμημα, του οποίου αρκεί μια «ντιρεκτίβα για να μας δέσει όλους χειροπόδαρα», όπως λέγεται συχνά από τους πολιτικούς της υποτέλειας. Τι άλλο υπονοούν όλοι αυτοί οι εγκάθετοι που στις αγωνίες και τις αμφισβητήσεις των λαϊκών στρωμάτων απαντούν με το «όποιος βρεθεί έξω από το μαντρί τον τρώει ο λύκος», ότι «έξω από την Ε.Ε. δεν υπάρχει ζωή» παρά μόνο σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί. Δεν διαθέτουν άλλο επιχείρημα. Δεν υπάρχει τίποτα το θετικό να προτάξουν οι θιασώτες της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» γι' αυτό και σκαρφίζονται τον δήθεν «μονόδρομο» που το κισμέτ μας έχει εξαναγκάσει να διαβούμε, παρά τις καταστροφικές συνέπειες για τον λαό και τη χώρα.

Το αίτημα της αποδέσμευσης βασίζεται στην αίσθηση αξιοπρέπειας του λαού μας, πηγάζει απευθείας μέσα από τους πολύχρονους αγώνες για μια καλύτερη Ελλάδα σ' έναν καλύτερο κόσμο, συνδέεται οργανικά όχι με την αδυναμία του λαού, αλλά με την ακράδαντη πίστη στις δυνάμεις του, με την πεποίθηση ότι ο λαός και η χώρα μας διαθέτουν ό,τι χρειάζεται για μια άλλη πορεία. Το αίτημα της αποδέσμευσης δεν υιοθετήθηκε ποτέ από αντιδραστικές, ακροδεξιές, παλιές και νέες συντηρητικές δυνάμεις. Η μοναρχοφασιστική εθνικοφροσύνη υπήρξε εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για την υποδούλωση της χώρας στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Ήταν τυχαίο κάτι τέτοιο;

Ο «ευρωπαϊσμός» σήμερα είναι η λογική, ταξική και πολιτική συνέχεια του γνωστού δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν», είναι η σύγχρονη εκδοχή της «πράξης υποτέλειας» με την οποία ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, είναι η νέα μορφή του δόγματος Τρούμαν και του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας στον τόπο μας, υπήρξε ανέκαθεν το αληθινό περιεχόμενο της πιο γελοίας εθνικοπατριωτικής φανφαρολογίας κάθε αντιδραστικής, εθνικιστικής, φασιστικής κατάστασης που επιβλήθηκε ποτέ στη χώρα μας με σκοπό τον «εξευρωπαϊσμό» της κατά τα πρότυπα και τα συμφέροντα των μεγάλων προστατών.

Αντίθετα το αίτημα της αποδέσμευσης παλιότερα από την ΕΟΚ και σήμερα από την Ε.Ε. γεννήθηκε ως λογική συνέχεια της πάλης του λαού για την απελευθέρωσή του από τα δεινά της υποτέλειας, της τυραννίας και της εκμετάλλευσης. Γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες για δημοκρατία, για λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία, για ν' απαλλαγούν η χώρα και ο λαός της μια και καλή από τα καθεστώτα υποδούλωσης στους εκάστοτε ισχυρούς. Σήμερα το αίτημα της αποδέσμευσης τίθεται ως θεμελιώδης όρος για την ίδια την επιβίωση του εργαζόμενου λαού, ως βασική προϋπόθεση για την αναβίωση της ελπίδας ότι υπάρχει και άλλος δρόμος εκτός από την υποχρεωτική κάθοδο στον απόπατο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ότι ο ίδιος ο λαός και οι εργαζόμενοι με τις δικές τους δυνάμεις μπορούν να βρουν τις λύσεις στα προβλήματά τους. Το αίτημα της αποδέσμευσης θεμελιώνεται στην πεποίθηση ότι ακόμη και σήμερα, στον σημερινό κόσμο των «δυσμενών συσχετισμών δύναμης», μπορεί ένας λαός να βρει τον δρόμο του, δίχως να περιμένει την «έλευση του Κυρίου» στο πρόσωπο κάποιου χιμαιρικού σοσιαλισμού ή τον «από μηχανής Θεό» στο πρόσωπο κάποιου φιλόδοξου επαγγελματία πολιτευτή. Αρκεί να απαλλαγεί από τη μοιρολατρία και ν' αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.

 

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Οικονομολόγος – αναλυτής

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο "Π" στις 22-07-10, αναρτήθηκε  Κυριακή, 25 Ιουλίου 2010, http://www.topontiki.gr/articles/view/8297  

 

Η Ευρώπη του νέου ολοκληρωτισμού

Η Ευρώπη του νέου ολοκληρωτισμού

 

Του Δημήτρη Καζάκη*

 

Πριν δύο ημέρες η Pacific Investment Management Co., η οποία διαχειρίζεται το μεγαλύτερο παγκόσμια χαρτοφυλάκιο ομολόγων, προειδοποίησε τους επενδυτές της ότι θα πρέπει να αποφεύγουν με κάθε τρόπο τις χώρες της περιφέρειας του ευρώ όπως είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία καθώς βουλιάζουν κάτω από το βάρος των χρεών τους. Δεν πρέπει με κανένα τρόπο να βρεθούν εκτεθειμένοι στα δημόσια χρέη των χωρών αυτών, διότι το επόμενο διάστημα αναμένεται σοβαρή επιδείνωση της κατάστασής τους.
Υπάρχει μια οσμή βαθιάς σήψης στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ευρωζώνης και τα μεγάλα αρπακτικά σιγά-σιγά αποχωρούν για να παραχωρήσουν τη θέση τους στις ύαινες και τα άλλα νεκροφάγα των αγορών. Η ζώνη του ευρώ μοιάζει όλο και πιο πολύ με ένα απέραντο νεκροταφείο. Νεκροταφείο οικονομιών, εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ακόμη και κρατών.

Η κατάσταση αυτή έχει ωθήσει ακόμη και τους πιο πιστούς ιερείς του δόγματος, όπως είναι ο Ρόμπερτ Μαντέλ, που πήρε Νόμπελ οικονομίας το 1999 για την εργασία του πάνω στο ευρώ, να αποδεχτεί μετά πόνου ψυχής ότι υπάρχει 40% πιθανότητα να αναδιαρθρωθεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, 20% πιθανότητα για αναδιάρθρωση του χρέους της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας και 10% πιθανότητα για αναδιάρθρωση του χρέους της Ιταλίας. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή μεταστροφή του κυρίου αυτού, ο οποίος μόλις πριν μερικούς μήνες δεν ήθελε να ακούσει λέξη για την κρίση του ευρώ και την πιθανότητα πτώχευσης των χωρών της ευρωζώνης. Πώς θα μπορούσε άλλωστε όταν πήρε Νόμπελ υποστηρίζοντας ότι το ευρώ είναι άτρωτο και ότι η κρίση είναι έννοια άγνωστη για την ανερχόμενη τότε ευρωζώνη.

 

Εκτός ελέγχου

 

Η κατάσταση όμως στη ζώνη του ευρώ φαίνεται να έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Αυτό που πριν λίγο καιρό φαινόταν αδιανόητο, σήμερα αντιμετωπίζεται ως η μόνη λύση. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του «Der Spiegel» (12/7) η γερμανική κυβέρνηση επεξεργάζεται σχέδιο ελεγχόμενης χρεοκοπίας: «Φοβούμενη μια μόνιμη επιβάρυνση στους φορολογούμενους, η γερμανική κυβέρνηση ετοιμάζει ένα σύνολο από κανόνες πτώχευσης για χώρες εντός της ευρωζώνης. Προϋποθέτει ότι ένα μέρος του οικονομικού κόστους θα το σηκώσουν οι ιδιώτες επενδυτές, ενώ οι χώρες υπό πτώχευση θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν μέρος της κυριαρχίας τους. Το σχέδιο είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει αντιστάσεις». Πιθανόν. Όχι όμως από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, το οποίο έχει παραδώσει ήδη τα κλειδιά της χώρας, αλλά και την ίδια τη χώρα, στην τρόικα.

Ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φέρεται, συμφώνα πάντα με το «Der Spiegel», να δήλωσε: «Θα πρέπει να σκεφτούμε πώς, σε μια ακραία περίπτωση, τα κράτη μέλη μπορούν να πτωχεύσουν με συντεταγμένο τρόπο χωρίς να απειλήσουν την ευρωζώνη ως σύνολο». Το ανήκουστο πριν από λίγο καιρό, δηλαδή το να πτωχεύσει εντός ευρώ ένα κράτος, σήμερα έχει γίνει σχεδόν αναπόφευκτο.

Σύμφωνα με το σχέδιο της γερμανικής κυβέρνησης που στηρίζεται σε σχετικές επεξεργασίες των υπουργείων Οικονομικών και Δικαιοσύνης η σχετική διαδικασία, θα προβλέπει ότι οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων μιας χώρας που κινδυνεύει, θα πρέπει, μέσω ενός λεγόμενου «κουρέματος», να παραιτούνται από ένα μέρος των απαιτήσεών τους, προκειμένου να βοηθήσουν τη χώρα να βγει από την κρίση. Αυτή η διευκόλυνση θα έχει τη μορφή της παράτασης της προθεσμίας εξόφλησης ή τη μορφή μειωμένων τόκων ή θα προβλέπει εξόφληση του ομολόγου σε τιμή μικρότερη από το 100% της αξίας του.

 

Εκχώρηση κυριαρχίας

 

Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Der Spiegel», «αν τα σχέδια αυτά εφαρμοστούν, οι τράπεζες και οι επενδυτές δεν θα είναι οι μόνοι που θα σηκώσουν το βάρος όταν χώρες της ευρωζώνης θα αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Οι ίδιες οι υπερχρεωμένες χώρες θα πρέπει επίσης να προχωρήσουν σε ουσιαστικές θυσίες και οι κυβερνήσεις τους να εκχωρήσει μέρος των εξουσιών της.  Οι ειδικοί προτείνουν μια διαδικασία δύο βημάτων. Περιγράφοντας τους στόχους αυτής της προσέγγισης, ο Σόιμπλε είπε: «Όποτε μια επιχείρηση κηρύσσει πτώχευση, οι πιστωτές θα πρέπει να παραιτηθούν από ένα μέρος των απαιτήσεών τους. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και στις περιπτώσεις μιας κρατικής χρεοκοπίας».

Όμως, οι πιστωτές δεν θα μείνουν παραπονεμένοι, μιας και προβλέπεται ότι ο κάτοχος ομολόγων θα πρέπει παίρνει μπόνους ρίσκου και γι' αυτό θα πρέπει να αναλαμβάνει και αυτό το ρίσκο. Τη λοιπή αξία των ομολόγων αναμένεται να εγγυάται μια νέα αυτόνομη Αρχή, το λεγόμενο Berliner Club (σε αναλογία με το κλαμπ των Παρισίων του 1956). Στο Berliner Club θα συμμετέχουν κράτη-μέλη του G20 ή μόνο της ευρωζώνης. Ρόλο κλειδί θα έχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το σχέδιο αυτό δεν πρόκειται για εναλλακτική του ευρωπαϊκού πακέτου διάσωσης ύψους 750 δισ. ευρώ, αλλά μετεξέλιξή του.

 Αν η παραίτηση απαιτήσεων των πιστωτών -πάντα με το αζημίωτο- δεν οδηγήσει σε βελτίωση της κατάστασης, η διαδικασία θα εισέρχεται στη δεύτερη φάση, κατά την οποία θα λαμβάνει χώρα μια πλήρης αναδιάρθρωση χρέους τής υπό πτώχευση χώρας. Το Berliner Club διορίζει μια «εξοικειωμένη με τις ιδιαιτερότητες του υπερχρεωμένου κράτους προσωπικότητα ή σε ομάδα προσωπικοτήτων» για να αναλάβουν την εποπτεία των περιουσιακών συμφερόντων της χρεοκοπημένης χώρας. Με άλλα λόγια θα εγκαθίστανται γκαουλάιτερ με σκοπό τη συμμόρφωση της χώρας με τα συμφέροντα και τις επιταγές των αγορών και του ευρώ. Τα μέτρα φυσικά θα παρακολουθούνται εξαρχής από το ΔΝΤ.

 

Πειραματόζωο η Ελλάδα

 

Αυτό που δεν αναφέρει το εν λόγω δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού είναι ότι το σχέδιο αυτό είναι η γερμανική παραλλαγή της ελεγχόμενης πτώχευσης μέσα από την αναδιάρθρωση χρέους που συζητιέται αναλυτικά ήδη στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες ανάμεσα σε αξιωματούχους του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Φυσικά η πρώτη χώρα που προορίζεται να δοκιμάσει τα σχέδια αυτά είναι η Ελλάδα. Όλες οι εκδοχές έχουν κοινά σημεία.

Αφενός η αναδιαπραγμάτευση του χρέους μέσα από ένα περιορισμένο «κούρεμα» των ομολόγων της τάξης του 20%, ώστε να φανεί ότι περιορίζεται -τουλάχιστον στην αρχή- η επιβάρυνση από την εξυπηρέτηση των χρεών. Άλλωστε ακόμη και στην κωμωδία των «τεστ κοπώσεως» στα οποία υπόκεινται 90 ευρωπαϊκές τράπεζες, και τα οποία σκαρφίστηκαν οι ευρωκρατούντες για να «αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών προς το ευρώ», περιλαμβάνεται σενάριο με αντίστοιχο περίπου «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων.

Αφετέρου, η επιβολή στυγνού καθεστώτος γκαουλάιτερ για να διασφαλιστούν οι εμπράγματες και άλλες εγγυήσεις προς τους δανειστές της χώρας, αλλά και για την προώθηση μιας ακόμη πιο περιοριστικής πολιτικής σε βάρος των αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας. Άλλωστε οι κατευθύνσεις υπάρχουν ήδη και εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Η διάσωση του ευρώ, ή ορθότερα η έξοδος του ευρώ από την κρίση του, σχεδιάζεται μέσα από μια πρωτοφανή υποβάθμιση της κοινωνίας.

 

Διαρκής λιτότητα

 

Πρόσφατα το Economist (10/7) καλούσε τους ηγέτες της ευρωζώνης να πάρουν όλες τις αναγκαίες αποφάσεις για να ξεμπερδέψουν μια και καλή με το «ευρωπαϊκό μοντέλο» των συνταξιοδοτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, των ξεχωριστών δημοσιονομικών και κρατικών πολιτικών προκειμένου να μετατραπούν σε μια αληθινή ενιαία αγορά. Κάθε έννοια προστασίας πρέπει να εξαλειφθεί και μια νέα περίοδος διαρκούς λιτότητας σε κοινωνικές δαπάνες, εργατικές αμοιβές, συντάξεις και αποζημιώσεις πρέπει να υπάρξει ώστε να αποκατασταθεί το «ισχυρό ευρώ».

Πρόκειται για ένα νέο «1992», όπως το χαρακτηρίζει το περιοδικό, που δεν θα αφήσει ίχνος κοινωνικού κράτους, αλλά και γενικά δημοσιονομικής κυριαρχίας στις επιμέρους κυβερνήσεις. Μάλιστα με αφορμή την κατάσταση στη Βρετανία, το Economist (3/7) περιγράφει το νέο τρόπο ζωής που τείνει να γίνει μόδα στη νέα Ε.Ε. της διαρκούς λιτότητας: «Να ψωνίζεις με εκπτωτικά κουπόνια και βάζα με ψιλά. Να νερώνεις το γάλα ώστε να κρατά περισσότερο. Να χρησιμοποιείς υγρό για πλύσιμο αντί για σαμπουάν. Να εφευρίσκεις δικαιολογίες ώστε να παραλείπεις το μεσημεριανό γεύμα. Να χρειάζεται να περπατάς όπου και να πας. Να μοιράζεσαι κρεβάτι και μπάνιο. Να μαντάρεις τα ρούχα σου που έτσι κι αλλιώς είναι δεύτερο χέρι. Να μετατρέπεις τις παλιές εφημερίδες σε πρόχειρα αμπαζούρ. Να είσαι διαρκώς κουρασμένος».

Αυτός ο τρόπος ζωής που μέχρι πριν λίγο καιρό χαρακτήριζε εκείνους που είχαν καταδικαστεί στην απόλυτη ανέχεια, σήμερα αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερες μάζες εργαζομένων, ιδίως νέων. Και μάλιστα στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. Είναι η νέα μεγαλειώδης κοινωνική κατάκτηση του «ευρωπαϊκού μοντέλου» στην πορεία του από την πάλαι ποτέ «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», όπως χαρακτηριζόταν παλιά, στον ανοιχτό ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό των μεγάλων τραπεζών και του πολιτικού τους προσωπικού σήμερα. Τι έχει να ελπίζει ο Ευρωπαίος εργαζόμενος από την εποχή που έρχεται; Το «Economist» είναι αρκετά κυνικό ώστε να πει: «Η προηγούμενη δεκαετία έκανε εντυπωσιακά λίγα για τον περιορισμό της φτώχειας, αλλά ίσως να αποτελεί την καλύτερη εποχή που οι φτωχοί θα έχουν γνωρίσει για πολλά χρόνια».

Μπορούν οι λαοί της Ευρώπης να αντέξουν μια τέτοια μετεξέλιξη της ευρωζώνης και γενικότερα της Ε.Ε.; Σίγουρα όχι. Όμως κανείς δεν γνωρίζει πού και πότε θα ξεσπάσει η κοινωνική οργή. Οι ιθύνοντες ελπίζουν ότι καθώς θα βουλιάζουν χώρες και λαοί στην απόλυτη εξαθλίωση και εξαχρείωση, καθώς θα τους αφαιρούν ακόμη και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας και κυριαρχίας, θα είναι σε θέση να ελέγξουν τις όποιες κοινωνικές εκρήξεις. Κι αυτό γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ένας λαός που του αφαιρείται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα της ανεξαρτησίας και της πολιτικής κυριαρχίας, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια άμορφη μάζα νομάδων σε αναζήτηση εργασίας και βιοπορισμού. Η νέα Ευρώπη των ενιαίων αγορών και δημοσιονομικών πολιτικών προϋποθέτει τη διάλυση της κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης των λαών έτσι ώστε οι αγορές εργασίας να τροφοδοτούνται από μάζες εσωτερικής μετανάστευσης.

 

Μηχανισμός ελέγχου

 

Ποια προοπτική υπάρχει για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες της χώρας μας όταν το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι απαγορευτικό ακόμη και για στοιχειώδη μέτρα ανακούφισης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων;

Η Ε.Ε. δεν οικοδομήθηκε, όπως συχνά λέγεται, ως έκφραση της διεθνοποίησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι ένα προκλητικό ψέμα. Η Ε.Ε. δεν έπαιξε ποτέ έναν «αντικειμενικά προοδευτικό» ρόλο, αλλά ευθύς εξαρχής έπαιξε έναν αντικειμενικά αντιδραστικό ρόλο. Αποτέλεσε έκφραση οπισθοδρόμησης σε σχέση με το δικαίωμα του λαού κάθε χώρας να αποφασίζει ελεύθερα για την τύχη του και να απολαμβάνει τα αγαθά της διεθνούς ζωής δίχως άνωθεν και έξωθεν περιορισμούς, δίχως να πληρώνει λύτρα στα μονοπώλια και τους ισχυρούς. Πρόκειται για τη μετεξέλιξη της αποικιοκρατίας στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Η Ε.Ε. συγκροτήθηκε ως μηχανισμός ελέγχου και ποδηγέτησης της διεθνοποίησης, ως μέσο πολιτικής επιβολής των συμφερόντων των πολυεθνικών, των τραπεζών και των κερδοσκόπων, ως αναγκαίος πυλώνας της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» την οποία ονειρεύονται να επιβάλουν οι ισχυροί σ' όλες τις χώρες και τους λαούς του πλανήτη. Η απελευθέρωση των δυνατοτήτων της διεθνούς συνεργασίας απαιτεί την κατάργηση όλων των προνομιακών και μονοπωλιακών καταστάσεων, απαιτεί την ανατροπή όλων των μηχανισμών αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των δικαιωμάτων και της κυριαρχίας κάθε χώρας, απαιτεί την ανάδειξη κάθε λαού σε αφέντη του τόπου του.

Τι σχέση έχει η Ε.Ε. με αυτή τη διεθνοποίηση της συνεργασίας και της συνεύρεσης των λαών; Η Ε.Ε. έχει ήδη αποδειχτεί ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε έννοια λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, δημοκρατίας, εργατικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων, ανάπτυξης προς όφελος του λαού. Η ανατροπή του αντιδραστικού υπερεθνικού οικοδομήματος αποτελεί προϋπόθεση για την ίδια την απελευθέρωση της διεθνοποίησης και της διεθνούς ζωής γενικά από τα δεσμά των πολυεθνικών, των κερδοσκόπωνιμπεριαλισμού. και του

Από την πλευρά μας θεωρούμε πως απ' όλα τα παραπάνω απορρέει το αίτημα της αποδέσμευσης από την Ε.Ε. ως όρος για την ίδια την επιβίωση του εργαζόμενου λαού. Το αίτημα αυτό συνδέεται οργανικά με την πιο ένδοξη παράδοση των δημοκρατικών αγώνων του λαού μας, γεννήθηκε μέσα από την πάλη για λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία, για ένα καλύτερο μέλλον προς όφελος των εργαζομένων. Σήμερα αποτελεί άμεση και επιτακτική ανάγκη και αφετηρία για να μπορέσει να σφυρηλατήσει ο λαός μια άλλη πορεία.

Η αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν αποτελεί πανάκεια για την αυτόματη λύση όλων των προβλημάτων που ταλανίζουν το λαό και τη χώρα. Μπορεί να μην είναι ικανή συνθήκη για την απελευθέρωση των εργαζομένων από τα δεινά τους, είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση, η αφετηρία για να ανοίξει ο δρόμος της πάλης για μια άλλη πορεία του λαού και της χώρας. Ειδικά σήμερα που μετεξελίσσεται σε έναν ανοιχτό υπερκρατικό ολοκληρωτισμό. Αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να υπερισχύσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και κυρίως των τραπεζών.

Η ανατροπή αυτού του τερατώδους οικοδομήματος της Ε.Ε. αποτελεί απαράβατο όρο για να τεθεί το ζήτημα της ένωσης κυρίαρχων λαών και δημοκρατιών. Στη μόνη βάση που αυτή είναι δυνατή: στη βάση της ελεύθερης επιλογής των ίδιων των λαών και προς αμοιβαίο όφελός τους.

Για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες στην Ελλάδα αυτό σημαίνει πρώτα και κύρια την πάλη για την αποδέσμευση της χώρας από τον ασφυκτικό κλοιό της Ε.Ε. Μόνο έτσι μπορεί ν' ανοίξει ο δρόμος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργαζομένων και του λαού από τη σκοπιά των συμφερόντων τους στη βάση της συνεύρεσης, της αλληλεγγύης και των κοινών αγώνων με τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης, των Βαλκανίων, του κόσμου όλου.

 

13/2/2010

 

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος-αναλυτής.

 

Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι, 15-07-2010

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

 

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια καστροπολιτεία μακρυνή και κοντινή συνάμα, ένας σπάταλος τύπος χρώσταγε πολλά. Καλώς ή κακώς χρώσταγε πολλά. Σχεδόν και της Μιχαλούς η οποία εν τέλει τη σκαπούλαρε γιατίμάλλον δεν βρέθηκε στον καταναλωτικό του δρόμο. Χρώσταγε πολλά σε διάφορους δεξιά και αριστερά. Όταν από μαλακία του εκείνος βγήκε καιδήλωσε πως πράγματι χρωστάει πολλά, οι διάφοροι πιστωτές ανησύχησαν.

Στο κάτω-κάτω πιστωτές ήταν. Και οι πιστωτές είναι σχεδόν φυσικό να ανησυχούν. Πόσο μάλλον να πας μόνος σου και να τους ανησυχήσεις. Βέβαια είχε άλλοθι, πως είπε την αλήθεια. Τώρα πια όλοι θα αναγνώριζαν πως ήταν ένας ειλικρινής οφειλέτης. Αλλά τι κρίμα. Οι πιστωτές δεν αντιλαμβάνονται την ειλικρίνεια ως πλεονέκτημα, αν κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους. Το πιο τραγικό, είναι πως εκείνος φανταζόταν την ειλικρίνεια του ως παράγοντα που θα αύξανε την φερεγγυότητα του για να δανειστεί περισσότερο. Απίστευτα πράγματα. Έτσι, όταν οι πιστωτές ανησύχησαν πραγματικά στα σοβαρά έσπαγαν όσο-όσο τις επιταγές του ακόμη και 30% και 40% λιγότερο από την πραγματική τους αξία. Και προφανώς δεν ήθελαν να ακούσουν ούτε κουβέντα για νέο δάνειο.

Και ξαφνικά, σχεδόν όπως στα παραμύθια, εμφανίζεται η καλή νεράιδα με μια φίλη της, τον χτυπάει τρυφερά στον ώμο και τον καθησυχάζει. Μην ανησυχείς φίλε μου, του λέει, εγώ είμαι εδώ. Πόσα θες. Τόσα. Τόσα. Κι' άλλα τόσα. Με κάποιες προϋποθέσεις βέβαια. Βασικά μία προϋπόθεση. Εγώ πλέον θα κάνω κουμάντο. Εσύ άραξε, ξεκουράσου, μην αγχώνεσαι, άστο πάνω μου. Έτσι η καλή νεράιδα μαζί με τη φίλη της, άρχισαν σιγά σιγά να δανείζουν ξανά τον καταχρεωμένο φίλο μας. Τα λεφτά έτσι κι αλλιώς τα <<έκοβε>> στη μαγεμένη σπηλιά της η καλή νεράιδα. Δεν ήταν δα και τίποτα γι' αυτήν.  Και εκτός αυτού ο απεγνωσμένος οφειλέτης είχε βάλει πια ενέχυρο και το ίδιο το σώβρακο του. Μόλις έπεσαν οι υπογραφές, η καλή νεράιδα, βγήκε στην πιάτσα και άρχισε να αγοράζει στα 2/3 της τιμής όσες επιταγές του τύπου κυκλοφορούσαν ακόμη απλήρωτες.  

Έτσι, η καλή νεράιδα, έκανε ακόμη ένα καλό. Από τη μια έσωζε από την χρεωκοπία τους κακόμοιρους διάσπαρτους ανά το βασίλειο πιστωτές  του ειλικρινούς οφειλέτη και από την άλλη έβγαζε κι αυτή το ρεγάλο της, αφού σ' αυτήν ο ειλικρινής οφειλέτης θα πλήρωνε ολόκληρο το ποσό αργά ή γρήγορα. Με τον τρόπο αυτό, η καλή νεράιδα, δεν επέτρεψε στον οφειλέτη να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος του με τον καθένα χωριστά από τους πιστωτές, πετυχαίνοντας έστω μια μείωση του χρέους σαν  αυτήν που η ίδια η καλή νεράιδα <<κούρεψε>> τις επιταγές που είχαν στα χέρια τους οι πιστωτές. Αλλά η νεράιδα ήταν καλή. όπως σε όλα τα παραμύθια. Η καλή νεράιδα συνέχισε να <<μαζεύει>> απλήρωτες επιταγές αυτού του αχρείου τύπου και να σώζει τους καημένους πιστωτές που είχαν φορτωθεί τα χρέη του. Ταυτόχρονα συνέχιζε να δανείζει από δικά της λεφτά τον αχρείο τύπο ειδικά για να μπορεί αυτός να ξεπληρώνει τους καημένους πιστωτές που οι επιταγές τους είχαν κοντινές ημερομηνίες και βέβαια ανησυχούσαν μη χάσουν τα λεφτά τους.

Ύστερα πέρασε λίγος καιρός και όλα έδειχναν πως ο υπερχρεωμένος σπάταλος τύπος  – μόλο που έκανε πια αιματηρές οικονομίες – δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τα νέα του δάνεια, ούτε βέβαια τα παλιά που πια τα είχε όλα στα χέρια της η καλή νεράιδα.

Ε τότε η καλή νεράιδα έγινε η καλύτερη. Του πρότεινε το απίστευτο. Θα με πληρώνεις λίγο λίγο και θα με ξεχρεώσεις σε 100 χρόνια. Κι αν κάποια στιγμή δεν έχεις μετρητό, εγώ είμαι εδώ. Μην ανησυχείς. Θα βρούμε κάτι από την περιουσία σου να ανταλλάξουμε. Δεν θα τα χαλάσουμε εκεί βρε αδερφέ, του είπε η καλή νεράιδα.

Τότε ο αχρείος οφειλέτης, σκέφτηκε. Ρε γαμώτο, αν μπορούσα  να πιέσω λίγο την καλή νεράιδα. Ρε γαμώτο, αν το χρέος μου ήταν μοιρασμένο σε διάφορους, αχ αν ήταν σε πολλούς. Θα έπιανα τον καθένα ξεχωριστά. Θα τρόμαζαν ότι μπορεί να έχαναν τα λεφτά τους και θα μου έκαναν μια γενναία έκπτωση. Ίσως και μια γενναία έκπτωση και μια παράταση να πληρωθούν λίγο ή πολύ παρακάτω. Ρε γαμώτο, αν….αν…θα είχα μεγαλύτερο περιθώριο διαπραγμάτευσης και δεν θα είχα υπογράψει και την κολοσυμφωνία….Αν μπορούσα να γύριζα το χρόνο πίσω…Αν… Έτσι, ο αχρείος οφειλέτης έζησε σκατά κι εμείς χειρότερα…


Υ.Γ.  Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες η Ε.Κ.Τ. έχει απορροφήσει περίπου 90-100 δις ευρώ ελληνικά ομόλογα που <<ξεφορτώθηκαν>> διάφορες ιδιωτικές τράπεζες, σε τιμές προφανώς μικρότερες – πιθανώς έως 30% Haircut – της αξία λήξης τους. Έτσι, οι τραπεζίτες διασφαλίζουν σταδιακά τα χρήματα – ή το μεγαλύτερο μέρος – που είχαν δανείσει στη χώρα και η δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης με τον καθένα χωριστά απομακρύνεται οριστικά.

Ταυτόχρονα με τα νέα δάνεια αποπληρώνονται στο 100% ομόλογα άμεσης λήξης οπότε και πάλι οι τραπεζίτες δεν χάνουν σέντς. Όταν η ΕΚΤ θα έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος από διάσπαρτα ομόλογα, όντας μονοπωλιακός  πιστωτής και έχοντας στην τσέπη το μνημόνιο, και κάτω από την πραγματική πίεση της αδυναμίας της χώρας να αποπληρώσει τα δάνεια, θα μας οδηγήσει σε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους σε ότι αφορά την χρονική επιμήκυνση – άρα και την ισόβια εξάρτηση – με εγγυήσεις ή ανταλλαγές τα κάθε είδους <<φιλέτα>> της πατρίδας.


ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 15.07.2010

 

Οι Τρεις μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού

Οι Τρεις μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού: 1873-1895, 1929-1945, 2007-;

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη*

 

Πολύτιμα διδάγματα για το μέλλον της ταξικής πάλης, καταμεσής μίας από τις μεγαλύτερες κρίσεις του καπιταλισμού, μπορούμε να πάρουμε από τη Μεγάλη Ύφεση του 19ου αιώνα. Τότε, μέσα στη μάχη, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα άλλαξαν και ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Το κομμουνιστικό ρεύμα διεκδίκησε την αυτοτέλειά του, οι εργαζόμενοι επέβαλαν κατακτήσεις, παρά την ολομέτωπη αστική επίθεση. Ακολούθησε το επαναστατικό κύμα του 20ου αιώνα.

«Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες», υπογράμμιζαν έντονα οι Μαρξ – Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο εκατό εξήντα δύο χρόνια από σήμερα. «Διαλύονται – συνέχιζε – όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις και όλες οι καινούριες που διαμορφώνονται παλιώνουν, πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Κάθε τι κλειστό και σταθερό εξατμίζεται, κάθε τι ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντικρούσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους».

Εδώ και τρία περίπου χρόνια η ανθρωπότητα ζει στη δίνη μιας από τις τρεις μεγαλύτερες κρίσεις των αιώνων του καπιταλισμού, που κλονίζει καταστάσεις και βεβαιότητες. Ο καπιταλισμός μετά από κρίσεις τέτοιου ιστορικού χαρακτήρα γίνεται άλλος από αυτόν που γνωρίσαμε. Αλλά και το εργατικό κίνημα, κάτω από την ιδιαίτερα βίαιη ταξική αναμέτρηση, παίρνει άλλη μορφή και περιεχόμενο.

Η πρώτη μεγάλη κρίση, η κρίση του 1873-1895 συνδέθηκε με το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, την αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης, στην ποιοτική και ποσοτική άνοδο του εργατικού κινήματος, που συμπυκνώνεται στον επαναστατικό εργατικό αγώνα για το οκτάωρο.

Η κρίση του 1929-'45 συνδέθηκε τελικά με την ανελέητη, μέσω πρωτίστως του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πάνω από όλα της εργατικής δύναμης. Συνδέθηκε επίσης με την «ολοκλήρωση» του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, την προώθηση του κεϋνσιανισμού – κράτους πρόνοιας. Ο κεϋνσιανισμός αποτέλεσε την πολιτική απάντηση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα που έβγαινε από τον πόλεμο ενισχυμένο και επικίνδυνο, παρά τη συντελούμενη μετατόπιση προς τα δεξιά των κομμουνιστικών κομμάτων.

Η σημερινή κρίση μεταμορφώνει ποιοτικά και επιταχύνει την υπεραντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού που ζήσαμε. Απαιτεί, μέσα στην εξελισσόμενη ταξική πάλη, ραγδαίες και σοβαρές αλλαγές στο περιεχόμενο και τις μορφές άσκησης εργατικής πολιτικής από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, που δεν μπορούν πλέον να δρουν όπως πάντα και όπως συνήθως.

Η αποκάλυψη της γενικότερης πολιτικής στάσης της αστικής και εργατικής τάξης στις κρίσεις του 1873-1895 και του 1929-'45, διευκολύνει στην ανίχνευση κάτω από το βαρύ στρώμα του σημερινού προσωρινά δυσμενούς πολιτικού συσχετισμού, ισάριθμων ναρκών στο έδαφος του συστήματος. Νάρκες των οποίων η ενεργοποίηση από το εργατικό κίνημα, δηλαδή το κίνημα των εργατικών κομμάτων, των πολιτικών μετώπων και το συνδικαλιστικό κίνημα στη μεταξύ τους αυτοτέλεια και αλληλοσύνδεση, μπορεί να αντιστρέψει το βέλος της πολιτικής και τελικά να τινάξει στον αέρα το πλέγμα της ατομικής αστικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής δουλείας.


Η μεγάλη κρίση φέρνει ανατροπές

 

Η πρώτη Μεγάλη Ύφεση του καπιταλισμού ξεκινά με την κρίση του 1873 και συνεχίστηκε με διάφορα επεισόδια ανάκαμψης και επανερχόμενης κρίσης έως το 1895, καθώς επεκτάθηκε σε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες. Σε κάθε ένα από τα κρισιακά επεισόδια το θεαματικότερο σημείο είναι χρηματιστηριακής (κατάρρευση αξιών – πανικός) ή τραπεζικής φύσης (πτώχευση ενός μεγάλου ιδρύματος, που ακολουθείται από σειρά πτωχεύσεων).

Στις 9 Μαΐου 1873 κατέρρευσαν οι χρηματιστηριακές τιμές στη Βιέννη και συμπαρέσυραν τα χρηματιστήρια στη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Το χρηματιστηριακό κραχ συνοδεύεται από τραπεζικές πτωχεύσεις σε Αυστρία και Γερμανία. Στην Αγγλία μεταξύ 1873 και 1875 οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων διπλασιάζονται (από 7.490 το 1873 σε 13.130 το 1879), οι τιμές πέφτουν, η ανεργία εξαπλώνεται, οι εξαγωγές μειώνονται κατά 25%. Ακολουθεί μια οξεία κρίση το 1890 στην αγορά της Μ. Βρετανίας εξαιτίας τοποθετήσεων δανείων στην αγορά της Αργεντινής, τα οποία δεν μπορούν να αποπληρωθούν, με αποτέλεσμα η εξαιρετικής βαρύτητας Τράπεζα Baring να βρεθεί πολύ κοντά στη χρεοκοπία. Σώζεται μετά από παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία αποτρέπει τον τραπεζικό πανικό και την οικονομία από μεγαλύτερη ύφεση, που πλήττει ήδη ιδίως τη μεταλλουργία, την υφαντουργία και τη ναυπηγική.

Στη Γαλλία, το 1882 το χρηματιστηριακό κραχ στη Λυόν συνοδεύεται από την πτώχευση της εξαιρετικά ισχυρής τράπεζας Union General, την οποία ακολουθούν πτωχεύσεις τραπεζών και βιομηχανιών. Και ενώ το πράγμα φαινόταν να ελέγχεται, εφτά χρόνια αργότερα, το 1889, η εταιρεία που είχε αναλάβει τη διώρυγα του Παναμά και η Εταιρεία Μετάλλων εμπλέκονται σε κερδοσκοπία που αφορά το χαλκό και χρεοκοπούν, οδηγώντας ξανά σε χρηματιστηριακό πανικό και πιστωτική κρίση. Το 1884 καταρρέουν ξανά στις ΗΠΑ οι μετοχές των μεγάλων σιδηροδρομικών εταιρειών εξαιτίας του αιώνιου καταλυτικού νόμου του καπιταλισμού, του ανταγωνισμού, γεγονός που συνοδεύεται ξανά από επιβράδυνση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Επιβράδυνση που στα επόμενα εννιά χρόνια συνοδεύτηκε από μια περίοδο σχετικής ανάκαμψης, κατά την οποία εδραιώθηκαν μεγάλα τραστ (Rocfeller, Morgan, Carnergie), όταν – το 1893 – 491 τράπεζες κηρύσσουν ξανά πτώχευση μετά την προηγηθείσα κατάρρευση πάλι των χρηματιστηριακών αξιών των εταιρειών σιδηροδρόμων.

Στη διάρκεια αυτής της εικοσιπενταετούς περίπου Μεγάλης Ύφεσης, με τις αλλεπάλληλες κρίσεις, η ανεργία εμφανίζεται με κυματοειδή μορφή, ακολουθώντας την κρίση και τους ταξικούς συσχετισμούς. Από 1% επί των συνδικαλισμένων μόνο εργατών που υπήρχαν για παράδειγμα στην Αγγλία το 1873, ανέρχεται στο 11% το 1879, για να πέσει ως το 2% το 1882, να ανέβει στο 10% το 1886, να πέσει πάλι στο 2% το 1890 και να φτάσει στο 7,5% το 1893. Στην ίδια διάρκεια εμφανίζεται πτώση των τιμών. Οι τιμές χονδρικής μειώνονται, για παράδειγμα κατά 32% στη Μ. Βρετανία, 40% στη Γερμανία, 43% στη Γαλλία, 45% στις ΗΠΑ. Όσο για τους μισθούς, αυτοί αυξομειώνονται ακολουθώντας επίσης τους ρυθμούς των κρίσεων. Καθορίζονται όμως από τους εκάστοτε ταξικούς συσχετισμούς, με την αστική τάξη να επιχειρεί σταθερά τη μείωσή τους. Και τελικά μεταξύ 1873 και 1896 και με βάση το 1873, στη Βρετανία οι αποδοχές εμφανίζουν μια άνοδο της τάξης του 37%, στη Γαλλία, μετά από αυξομοιώσεις, αύξηση κατά 25%. Στις ΗΠΑ πλήττονται γεγονός που συνοδεύεται από σκληρούς αγώνες.

Στη διάρκεια της κρίσης και στην εξέλιξή της το εργατικό κίνημα αλλάζει θετικά τους συσχετισμούς. Διαδηλώσεις στους δρόμους, αποφασιστικές απεργίες, θυσίες και αίμα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνεταιρισμοί, σωματεία αλληλεγγύης, εργατικά κόμματα και κινήματα, βελτιώνουν σοβαρά το συσχετισμό δυνάμεων, δίχως να φτάνει ακόμα ως το επίπεδο εργατικών επαναστάσεων.

Στις ΗΠΑ, το συνδικαλιστικό κίνημα σφυρηλατείται εντός των κρίσεων της Μεγάλης Ύφεσης. Οι Ιππότες της Εργασίας από 110.000 το 1885 φτάνουν τους 720.000 το 1886 για να πέσουν στις 100.000 το 1896. Η Αμερικανική Συνομοσπονδίας Εργασίας (American Federation of Labor) αναπτύσσεται στα 280.000 μέλη το 1896. Η χρονιά του 1877 αποτελεί έτος ορόσημο, αφού τότε πραγματοποιείται η πρώτη γενική απεργία: Η μεγάλη πανεθνική απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία συγκλονίζει την πολιτική και οικονομική ζωή και κορυφώνεται με την κομμούνα του Πίτσμπουργκ. Το Μάιο του 1886, η χώρα βρίσκεται σ' αναβρασμό. Χιλιάδες εργαζομένων αντιδρούν στις συνθήκες εργασίας τους ζητώντας καθιέρωση του 8ώρου με σύνθημα «είτε εργάζεστε με το κομμάτι είτε με τη μέρα, μειώνοντας τις ώρες, αυξάνεται ο μισθός σας». Μόνο στο Σικάγο, στην ιστορικής σημασίας πλέον εξέγερση, την 1η Μαΐου απεργούν 40.000 εργάτες και τους ακολουθούν 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια σ' όλη τη χώρα. Η δυναμική αυτή συνεχίζεται αμείωτη συναντώντας το νέο αιώνα, τον 20ο. Στη Γαλλία, μέσα στον αναβρασμό των σχολών πολιτικής σκέψης, των παραδόσεων και τις απεργίες στην υαλουργία και υφαντουργία, το εργατικό κίνημα οργανώνεται με μια δυναμική που οδηγεί σε 415.000 συνδικαλισμένα μέλη το 1895 και σε 750.000 το 1905. Ανάλογες τάσεις εμφανίζονται και στη Γερμανία. Στη Βρετανία, μετά τη κάμψη της δεκαετίας του '70, σοσιαλιστικά ρεύματα τη δεκαετία του '80 ξαναζωντανεύουν. Ο αριθμός των συνδικαλισμένων αυξάνει στα 1,1 εκατ. 1876, σε μια δυναμική που οδηγεί σε 4,1 εκατ. το 1913. Στο ίδιο διάστημα ισχυροποιούνται τα εργατικά κόμματα και δημιουργούνται νέα, όπως στις ΗΠΑ το 1876, στη Γαλλία και στην Ισπανία το 1879, στη Νορβηγία το 1887, στην Αυστρία, στην Ελβετία και τη Σουηδία το 1889. Μαρξιστικές ομάδες συγκροτούνται στην Αγγλία και τη Ρωσία.

Σε αυτές τις συνθήκες, η πρώτη Διεθνής διαλύεται το 1876 τόσο γιατί, κατά τον Ένγκελς, «με την παλιά της μορφή, έχει πια ξεπεραστεί… Πιστεύω ότι η επόμενη Διεθνής -ύστερα από μερικά χρόνια επίδρασης των έργων του Μαρξ- θα είναι καθαρά κομμουνιστική (…)», όσο και εξαιτίας της διαλυτικής διαπάλης των αναρχικών απέναντι στο μαρξιστικό ρεύμα. Δυνάμωνε όμως το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών διαφόρων χωρών και ισχυροποιούνταν το ιδεολογικοπολιτικό εκείνο ρεύμα που ζητούσε να δημιουργηθεί μια νέα Διεθνής. Έτσι από τον επόμενο χρόνο, με τις συνδιασκέψεις στο Γκεντ το 1877, στο Chur της Ελβετίας το 1881, στο Παρίσι στα 1883 και 1886 και στο Λονδίνο το 1888, ανοίγει ο δρόμος για τα δύο συνέδρια του Παρισιού το 1889 και στην ίδρυση της Δεύτερης Διεθνούς.

Στον τομέα της θεωρίας και της πολιτικής, επίσης, οι εξελίξεις είναι σημαντικές. Το 1885 – δύο χρόνια μετά το θάνατο του Μαρξ – και το 1894, με τη φροντίδα του Ένγκελς κυκλοφόρησαν αντίστοιχα ο Β' και ο Γ' τόμος του Κεφαλαίου. Το 1891 είδε το φως της δημοσιότητας η Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Το 1877 – 1878 δημοσιεύτηκε το Αντι-Ντύρινγκ του Ένγκελς, στα 1884 εκδόθηκε το έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους και στα 1886 Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Η Αριστερά καταμεσής της κρίσης κάνει τομές στη θεωρία και πολιτική της, η Αριστερά καταμεσής της κρίσης και στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, αλλάζει.

Αυτός ο καινούριος συσχετισμός δυνάμεων σε συνδυασμό με την εσωτερική δυναμική του εργατικού κινήματος και τις τολμηρές καινοτόμες αλλαγές στην πολιτική και θεωρία της Αριστεράς, τους επαναστατικούς εργατικούς αγώνες του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, προκύπτει τελικά η τάση για άνοδο των μισθών στις τέσσερις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες και η σπουδαιότητα των κοινωνικών νόμων που ψηφίστηκαν στη διάρκεια της κρίσης: Νόμοι που αφορούν στη διευκόλυνση του συνδικαλιστικού κινήματος, παρά την αποτυχημένη αστική πολιτική της συντριβής του. Νόμοι σχετικά με το χρόνο εργασίας, τη σύνταξη, την εβδομαδιαία αργία, την υγιεινή και ασφάλεια. Η εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα στρώματα, σε μια εποχή επέλασης του καπιταλισμού, με σκληρούς εργατικούς αγώνες μπόρεσαν να επιβάλουν νίκες και κατακτήσεις, σε σφοδρή αντίθεση με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, αλλά και τις ανομολόγητες εκτιμήσεις ρευμάτων ότι κάτι τέτοιο ήταν αντικειμενικά αδύνατο.

Η ιστορία πλέον διδάσκει πως όπου σπάει με τον εργατικό αγώνα η μοιρολατρία των μαζών, η αστική τάξη αναγκάζεται σε μεγαλύτερες ή μικρότερες παραχωρήσεις, οι οποίες, όχι μόνο δεν σταματούν την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα την οξύνουν περαιτέρω. Γεγονός που ερμηνεύει το ό,τι αυτός ακριβώς ο καινούριος συσχετισμός δυνάμεων, η ίδια η εσωτερική δυναμική του εργατικού κινήματος και η καινοτόμα δράση της Αριστεράς, αναπτύσσουν, γονιμοποιούν και ενδυναμώνουν την αντίληψη που έχουν τότε κομμουνιστές, σοσιαλιστές και αριστεροί αναρχικοί για την επερχόμενη και επιδιωκόμενη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος: «Η επανάσταση είναι κοντά (…) θα είναι αρκετή η σύγκρουση δύο σύννεφων για να προκαλέσει την ανθρώπινη έκρηξη» έγραφε ο Λαφάργκ. «Το ξεκίνημα του επόμενου αιώνα θα είναι το ξεκίνημα της καινούργιας εποχής» συμπλήρωνε ο Πουζέ. «Κύριοι πιστέψτε με, η κοινωνική επανάσταση θα ξεσπάσει πριν περάσουν δέκα χρόνια» σημείωνε ο Κροπότκιν το 1883. Πεποίθηση και επιδίωξη που ανατροφοδοτούσε το εργατικό κίνημα.

Μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την πάλη των τάξεων στη διάρκεια της, η Αριστερά ήταν άλλη, το εργατικό κίνημα ήταν διαφορετικό, ο καπιταλισμός με τις δρομολογούμενες καινούριες καπιταλιστικές δομές (συσσώρευση και συγκέντρωση κεφαλαίου, χρηματιστικό κεφάλαιο και συνύφανση του με το βιομηχανικό) είναι πλέον μονοπωλιακός – ιμπεριαλιστικός, η αστική τάξη, καθολικά πλέον κυριαρχούσα, αντιδραστικοποιείται.

 

Ο κόσμος είχε αλλάξει.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

 

Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 1873-1895 εξελίχθηκε σε ιστορικής σημασίας κρίση με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και όχι εφήμερη τροποποίηση των δεδομένων της. Είχε ως επίκεντρο την καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία). Εκδηλώθηκε στην Ευρώπη με τάσεις γρήγορης διεθνοποίησης επιδρώντας στο τότε διεθνές σύστημα του κεφαλαίου, στις γεωστρατηγικές ισορροπίες. Έθεσε σε δοκιμασία βασικά δεδομένα στο διεθνές σύστημα. Η άνοδος του γερμανικού και βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οδήγησε στην αμφισβήτηση της ιδιαίτερα πληττόμενης από την κρίση βρετανικής ηγεμονίας. Η ίδια η εξέλιξη της έθεσε σε δοκιμασία τους δεσμούς των εργαζομένων με την αστική ιδεολογία αφού αναδείκνυε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι άτρωτος.

Έτσι, το ίδιο το εργατικό κίνημα και η Αριστερά, σε μια εποχή επέλασης του καπιταλισμού, ανάλογης με τη σημερινή, μέσα στην οργή του κόσμου, αγωνίστηκε για την ανατροπή της επιδιωκόμενης αστικής πολιτικής. Απέκρουσε την καλλιέργεια της μοιρολατρίας, της καταστροφικής αναμονής, του αναπόφευκτου. Δημιούργησε ρήγματα. Και επάνω σε αυτά τα ρήγματα δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για τη διείσδυση της απελευθερωτικής – επαναστατικής ιδεολογίας σε πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, η οποία πλέον θέτει αισθητά το πολιτικό της βάρος στη λειτουργία των εθνικών καπιταλισμών. Με την επαναστατική επαγγελία στο τιμόνι και αποφασιστικούς εργατικούς αγώνες στις ταχύτητες του οχήματος της εργατικής πολιτικής, χρειάστηκαν μόλις 10 χρόνια ως το 1905, 22 ως το 1917 και 24 ως το 1919, για την έκρηξη των προλεταριακών επαναστάσεων στη Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία και την ιστορικής σημασίας Οκτωβριανή Επανάσταση.

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, ήρθε η δραματικότερη κρίση του 1929-'45. Τριάντα χρόνια αργότερα η μικρότερης έντασης αλλά καθοριστική δομική κρίση του 1973-'74. Και σε άλλα τριάντα τέσσερα είναι πάλι σε εξέλιξη η σύγχρονη Μεγάλη Ύφεση. Η κρίση του 1873-'95 είχε ανοίξει την αυλαία της γενικότερης ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία συμπεριλαμβάνει τα ιστορικά όρια, αδιέξοδα και κρίσεις όλων των όρων παραγωγής και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο αναπτυσσόμενο δεν χωρά στον εαυτό του.

 

Πηγές:

 

Ivan T. Berend, Η οικονομική ιστορία του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα, εκδ. Gutenberg.

M. Beaud, Η ιστορία του καπιταλισμού, εκδ. Ηλέκτρα.

Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

 

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ξέσπασμα των εσωτερικών αντιθέσεων του συστήματος

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

 

Μετά την κρίση του 1873-'95 εμφανίστηκαν θεωρίες, που επανέρχονται στις μέρες μας, οι οποίες προσεγγίζουν τις κρίσεις του καπιταλισμού ως συνέπεια της ανισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Θεωρίες που καταλήγουν ότι οι κρίσεις μπορούν να εξαλειφθούν δρώντας επί των επιπτώσεών τους και μη λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά αίτια. Κλασικό παράδειγμα είναι ο κεϋνσιανισμός, που θεωρητικοποιεί τη δυνατότητα ξεπεράσματος των κρίσεων (που οφείλονται, κατά τον Κέυνς, στην έλλειψη πραγματικής ζήτησης) μέσω της κρατικής παρέμβασης στην αγορά ως στοιχείου συμπληρωματικού για την αποκατάσταση της διαταρασσόμενης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Η κρίση όμως του 1973-'74 έδειξε τα όρια αυτής καθ' αυτής της κεϋνσιανικής πολιτικής διαχείρισης της οικονομίας του καπιταλισμού, διαψεύδοντας στην πράξη τις αντιλήψεις πως αυτή θα αποτελούσε όχι απλά ένα, αλλά το αντίδοτο στις καπιταλιστικές κρίσεις.

Επανέρχεται η αντίληψη πως η υποκατανάλωση των μαζών είναι η βασική αιτία της κρίσης και ταυτόχρονα το αδιέξοδο εξόδου από αυτήν. Στις εποχές όμως που προηγούνται των κρίσεων είναι αυξημένη η κατανάλωση των εργατών. Επιπλέον δε η ανεπαρκής κατανάλωση, που οφείλει δήθεν να εξηγεί τις κρίσεις, υπήρξε από τότε που υπάρχουν εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, στα πλέον διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα. Η υποκατανάλωση υπάρχει, μα ανάγεται στη δευτερεύουσα θέση που της ανήκει. Η βασική και καθοριστική αιτία των κρίσεων δεν έγκειται επομένως στην αναπόφευκτη ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, στη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Οι κρίσεις αποτελούν ξέσπασμα των εσωτερικών αντιθέσεων του ίδιου του καπιταλισμού, αφού «το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτο-αξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής. «… Τα όρια μέσα στα οποία, και μόνο, μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, που στηρίζονται στην απαλλοτρίωση και πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, έρχονται έτσι διαρκώς σε αντίθεση με τις μεθόδους παραγωγής που το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων του, και οι οποίες οδηγούν στην απεριόριστη μεγέθυνση της παραγωγής, στην παραγωγή σαν αυτοσκοπό, στην απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας. Το μέσο – απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας – έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο στόχο της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου… » (Το Κεφάλαιο – τ. 3ος)

Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην επιστημονική οργάνωση της παραγωγής στο εσωτερικό κάθε επιχείρησης από τη μια και την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής στο σύνολο της από την άλλη, το κυνήγι του κέρδους – αυτοσκοπού και ο ασυγκράτητος ανταγωνισμός που φέρνουν νομοτελειακά την άνιση ανάπτυξη τομέων, περιφερειών, χωρών, την ανισορροπία – αντίθεση ανάμεσα στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που γεννά η αντίθεση ανάμεσα στις επαναστατικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις και τις καθηλωτικές παραγωγικές σχέσεις, κοιλοπονούν την επερχόμενη κρίση. Αντιθέσεις που μπορούν, πρόσκαιρα και ως ένα βαθμό, να εξουδετερωθούν από τους καπιταλιστές με την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, με την εξοικονόμηση και την ταχύτερη περιστροφή του σταθερού κεφαλαίου, με τη βίαιη συμπίεση των τιμών των πρώτων υλών και τη λεηλασία των εξαρτημένων χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας, με την εξαγωγή κεφαλαίου και τις επενδύσεις για την υπερεκμετάλλευση των φτηνών εργατικών χεριών σε ανάλογες περιοχές του κόσμου. Για να οδηγηθούν όμως αναγκαστικά σε ανοιχτές κρίσεις, καταστροφές και πολέμους ισοπεδώνοντας ολόκληρους τομείς της οικονομίας και χώρες, επιτρέποντας στους πιο ισχυρούς καπιταλιστές που επιβιώνουν να ξαναρχίζουν κατά το δοκούν τον κύκλο της παραγωγής. Αν βέβαια οι ταξικοί συσχετισμοί το επιτρέπουν.

 

* Σημείωση από τΜτΒ: Ο Αλέκος Αναγνωστάκης είναι συνταξιούχος συνδικαλιστής εκπαιδευτικός.

 

ΠΗΓΗ: Εβδομ. Εφημ. ΠΡΙΝ, Κυριακή 04-07-2010,

ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ:

 

Η μη ισορροπημένη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων, η αδυναμία εξόδου από την εύκολη πολιτική χρήματος, η «πλαστογράφηση» των νομισματικών ισοτιμιών, καθώς επίσης η υπερσυσσώρευση συναλλάγματος

 

Του Βασίλη Βιλάρδου *

 

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η σημαντικότερη μακροοικονομική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης (υπάρχουν επίσης πολιτικές αιτίες, μικροοικονομικές και άλλες), ήταν (ενώ συνεχίζει να είναι) τόσο η παγκόσμια, όσο και η ευρωπαϊκή «ανισορροπία» – ιδιαίτερα, η «ασύμμετρη» κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων.

Εάν, για παράδειγμα, δεν υπήρχαν τα τεράστια ελλείμματα (ζημίες) τόσο του προϋπολογισμού, όσο και του εμπορικού ισοζυγίου των Η.Π.Α., καθώς επίσης εάν δεν είχαν χρηματοδοτηθεί από τα κινεζικά, από τα ιαπωνικά ή από τα αραβικά πλεονάσματα, δεν θα είχε δημιουργηθεί η αμερικανική «υπερβολή» (φούσκα), η οποία «συνδέθηκε» με την υπερχρέωση ενός μεγάλου αριθμού αμερικανικών νοικοκυρών. Οι Πίνακες Ι και ΙΙ είναι αρκετά αποκαλυπτικοί, σε σχέση με την μη ισορροπημένη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων, σε ορισμένες «κρίσιμες» χώρες του πλανήτη:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Πλεονασματικές χώρες (2007), με κριτήριο τα εμπορικά ισοζύγια

 

Μεγέθη

Κίνα

Γερμανία

Ρωσία

Ιαπωνία

Βραζιλία

 

 

 

 

 

 

ΑΕΠ

2,879 τρις

3,030 τρις

1,251 τρις

5,103 τρις

1,269 τρις

Εργαζόμενοι

803,30 εκ.

43,63 εκ.

75,10 εκ.

66,07 εκ.

99,47 εκ.

Δημόσιο Χρέος

18,9% ΑΕΠ

65,3%

7,0% ΑΕΠ

182,4%

43,9% ΑΕΠ

Εξαγωγές

1,221 τρις

1,361 τρις

365,0 δις

665,7 δις

159,2 δις

Εισαγωγές

917,4 δις

1,121 τρις

260,4 δις

571,1 δις

115,6 δις

Εμπορ. Ισοζύγιο

303,6 δις

240 δις

104,6 δις

94,6 δις

43,6 δις

Πηγή: IQ 2007

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Γνωρίζοντας ότι η Ρωσία, η Βραζιλία και η Κίνα είναι οι τρείς από τις χώρες της ομάδας των BRIC (η τέταρτη είναι η Ινδία), διαθέτοντας από τα μεγαλύτερα πλεονάσματα παγκοσμίως, ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, στις 16 Ιουνίου του 2009, οι ηγέτες τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά μεταξύ τους – σε μία ρωσική μεγαλούπολη, χωρίς τη συμμετοχή της δύσης. Η νέα αυτή ομάδα (G4), η οποία περιγράφηκε σαν ένα είδος «αντι-G7», συζήτησε τα προβλήματα της παγκόσμιας Οικονομίας μόνη της – μία μη αναμενόμενη «γεωπολιτική» εξέλιξη για τη δύση. Το σημαντικότερο θέμα της συζήτησης ήταν η «καθαίρεση» του δολαρίου, από το «βάθρο» του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ελλειμματικές χώρες (2007), με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο

 

Μεγέθη

Η.Π.Α.

Μ. Βρετανία

Ισπανία

Ινδία

 

 

 

 

 

ΑΕΠ

13,75 τρις

2,47 τρις

1,15 τρις

894,1 δις

Εργαζόμενοι

153,1 εκ.

30,71 εκ.

22,01 εκ.

516,4 εκ.

Δημόσιο Χρέος

36,8%

43,3%

35,7%

58,8% ΑΕΠ

Εξαγωγές

1,140 τρις

415,6 δις

248,3 δις

140,8 δις

Εισαγωγές

1,987 τρις

595,6 δις

359,1 δις

224,1 δις

Εμπορικό Ισοζύγιο

-847,0 δις

-180,0 δις

-110,8 δις

-83,3 δις

Πηγή: IQ 2007

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το ΑΕΠ της «δύσης» βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση (άνω του 75%), ενώ της Ασίας στην παραγωγή, καθώς επίσης στις εξαγωγές (Ρωσία πρώτες ύλες κλπ).

Όπως εύκολα διαπιστώνουμε από τη σύγκριση των δύο παραπάνω Πινάκων, τα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Ιαπωνίας και της Βραζιλίας δεν αρκούσαν, όλα μαζί, για να καλύψουν το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των Η.Π.Α. το 2007 – το οποίο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο τα επόμενα έτη, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται, για την «αντικειμενική» αξία του δολαρίου.    

Περαιτέρω, εάν δεν υπήρχαν τα μεγάλα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας, τα οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκαν εις βάρος αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, ίσως δεν θα ακολουθούσε η απειλή χρεοκοπίας της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας – η οποία μπορεί να καταλήξει στην ολοκληρωτική «αποσύνθεση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πολύ περισσότερο, εάν είχαν καταπολεμηθεί «συναινετικά» όλες οι ανισορροπίες, οι οποίες ουσιαστικά προήλθαν από την «άμετρη» παγκοσμιοποίηση, δεν θα είχε «ξεσπάσει» ο πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος, δεν θα υπονομευόταν το ευρωπαϊκό όνειρο από τη Γερμανία και δεν θα είχε «προωθηθεί» το ΔΝΤ στην Ευρώπη – πρώτα στην ανατολική και στη συνέχεια στην Ευρωζώνη, δια μέσου του ελληνικού «δούρειου ίππου».

Φυσικά, παρά το ότι η επίσημη «οικονομική» εκδοχή του ΔΝΤ είναι η εξυγίανση, η δήθεν «διάσωση» δηλαδή κάποιων υπερχρεωμένων χωρών της Ευρώπης, λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς τους (Πίνακας ΙΙΙ), η ουσιαστική αιτία είναι η εξασφάλιση της «βιωσιμότητας» των Η.Π.Α. – οι οποίες κινδυνεύουν τα μέγιστα, ειδικά εάν χάσουν τα τεράστια πλεονεκτήματα του δολαρίου. Η θέση του δολαρίου σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, είναι αυτή που ουσιαστικά «επιτρέπει» στις Η.Π.Α. να δανείζονται τα τελευταία χρόνια περί το ένα τρις $ ετήσια από το εξωτερικό – απορροφώντας περίπου το 65% της παγκόσμιας προσφοράς δανειακών κεφαλαίων.   

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Προβλέψεις των «μεγεθών» της Ευρωζώνης, για το 2010

 

Χώρες

ΑΕΠ δις €

Μερίδιο ΑΕΠ*

Έλλειμμα δις €

Ποσοστό**

 

 

 

 

 

Γερμανία

2.443

27%

121

5,0%

Γαλλία

1.962

22%

156

8,0%

Ιταλία

1.553

17%

81

5,2%

Ισπανία

1.050

12%

103

9,8%

Ολλανδία

584

6%

37

6,3%

Βέλγιο

348

4%

18

5,0%

Αυστρία

282

3%

13

4,7%

Ελλάδα

237

3%

22

9,4%

Φιλανδία

176

2%

7

4,0%

Πορτογαλία

167

2%

14

8,5%

Ιρλανδία

159

2%

19

11,7%

Σλοβακία

66

1%

4

6,0%

Σλοβενία

35

0,4%

2

6,1%

Λουξεμβούργο

40

0,4%

1

3,5%

Κύπρος

17

0,2%

1

7,1%

Μάλτα***

 

 

 

 

 Πηγή: Κομισιόν, προβλέψεις Απριλίου 2010

* Μερίδιο ΑΕΠ της χώρας, σε σχέση με το συνολικό της Ευρωζώνης

** Ποσοστό προβλεπόμενου ελλείμματος σε σχέση με το ΑΕΠ

*** Δεν βρήκαμε τα μεγέθη

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Ίσως είναι σκόπιμο να αναφερθεί εδώ ότι, το συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης, των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας, ύψους περίπου 31 τρις $, αποτελεί το 57% του παγκόσμιου ΑΕΠ (54 τρις $) – παρά το ότι αφορά πληθυσμό που δεν υπερβαίνει το 12% των συνολικών κατοίκων του πλανήτη. Πρόκειται επομένως για μία τεράστια ανισορροπία η οποία, αργά αλλά σταθερά, θα τείνει να απαλειφθεί.

Συνεχίζοντας, η «ανισόρροπη» κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων, δεν είναι η μοναδική μακροοικονομική αιτία της παγκόσμιας «κρίσης». Η ελλιπής «ρύθμιση» του χρηματοπιστωτικού τομέα διεθνώς (στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί με το άρθρο μας: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ: Η υπερβολική απληστία, οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνων, η σκόπιμη δημιουργία κρίσεων, η απορρύθμιση της οικονομίας, οι κίνδυνοι ύφεσης και η αναγκαιότητα της πολιτικής ένωσης  20/5/2010), είναι αναμφίβολα μία επίσης πολύ σοβαρή αιτία – πόσο μάλλον αφού δεν επιλύθηκε διεθνώς, ως όφειλε, από την πρόσφατη συγκέντρωση των G8 στον Καναδά (με 8η τη Ρωσία).

Επόμενες αιτίες είναι η αδυναμία «εξόδου» από την πολιτική του εύκολου χρήματος (υπερχρέωση κρατών, μέσω της διαρκούς πιστωτικής επέκτασης των τελευταίων 30 ετών), η οποία οδήγησε σε τεράστιες υπερβολές (φούσκες), καθώς επίσης η συνεχής «πλαστογράφηση» των συναλλαγματικών ισοτιμιών (manipulation), η οποία δημιούργησε «πολλαπλές» νομισματικές ανισορροπίες παγκοσμίως. Τέλος, η εκτός κάθε οικονομικής λογικής «συσσώρευση» συναλλαγματικών αποθεμάτων, εκ μέρους κάποιων «αναπτυσσομένων» κρατών – Ρωσία, Βραζιλία, Κίνα, ευρύτερη Ασία. Τα «σφάλματα» αυτά, στα οποία αναφερόμαστε λεπτομερώς παρακάτω, επιβάρυναν σε μεγάλο βαθμό το παγκόσμιο σύστημα – χωρίς να υπάρχει έστω η προοπτική επίλυσης τους.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΥΚΟΛΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

 

Ενδεχομένως είναι σκόπιμο να αναφερθούμε κατ' αρχήν στον τρόπο, με τον οποίο δημιουργούνται τα χρήματα στο «μονεταριστικό» μας σύστημα – έτσι ώστε να αναδείξουμε μία βασική «πτυχή» του προβλήματος, τόσο της υπερχρέωσης, όσο και του πληθωρισμού. Ουσιαστικά λοιπόν, τα χρήματα δημιουργούνται από τις τράπεζες, μέσω του δανεισμού των πελατών τους.

Για παράδειγμα, όταν εγκρίνεται σε έναν πελάτη δάνειο ύψους 30.000 € για την αγορά αυτοκινήτου, δημιουργείται μία νέα ποσότητα χρήματος, ύψους 30.000 €. Τα χρήματα τώρα αυτά δεν έχουν πλέον αντίκρισμα σε χρυσό, όπως στο απώτερο παρελθόν, ούτε στηρίζονται στο σύστημα του Bretton Woods (αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό), το οποίο ουσιαστικά καταργήθηκε, μονομερώς από τις Η.Π.Α., τη δεκαετία του 70. 

Η δημιουργία χρημάτων είναι επομένως ταυτόσημη με την παροχή πιστώσεων – ενώ η «κάλυψη» της νέας ποσότητας χρημάτων κάθε φορά (η οποία ευρύτερα έχει αντίκρισμα το ΑΕΠ), επαφίεται στις τράπεζες που δανειοδοτούν τους πελάτες τους. Στην ιδανική περίπτωση τώρα, σε αυτήν δηλαδή που όφειλε να στηρίζεται η δημιουργία νέων ποσοτήτων χρημάτων, η χορήγηση πιστώσεων αφορά τις επενδύσεις – έτσι ώστε το επιτόκιο δανεισμού να εξοφλείται από τα έσοδα της επένδυσης. Όπως φαίνεται καθαρά εδώ, τα δάνεια με σκοπό την κατανάλωση δημιουργούν χρήματα, τα οποία διαστρεβλώνουν αισθητά την ορθολογική λειτουργία του συστήματος μας.

 Επίσης, από εδώ φαίνεται η αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης (subprimes), αφού δόθηκαν δάνεια (δημιουργήθηκαν δηλαδή νέα χρήματα), για την αγορά υπερτιμημένων κατοικιών – σε ανθρώπους που αδυνατούσαν να τα επιστρέψουν (πόσο μάλλον να πληρώσουν τα επιτόκια). Στην περίπτωση αυτή, εξέλειπαν από τις τράπεζες οι απαιτούμενες «καλύψεις», οι οποίες θα έδιναν αξία στις απαιτήσεις τους – ενώ θα εξυπηρετούσαν τις δικές τους πιστωτικές ανάγκες  (πληρωμή τόκων και χρεολυσίων). Επίσης, τα νέα αυτά χρήματα είχαν σαν αντίκρισμα ένα «πλασματικό» ΑΕΠ – ένα υπερτιμημένο δηλαδή ακαθάριστο εθνικό προϊόν.

Εάν λοιπόν οι τράπεζες δεν στηρίζονταν από τα κράτη, θα ήταν υποχρεωμένες να «αποσβέσουν» τις απαιτήσεις τους – επομένως, να μειώσουν την ποσότητα χρημάτων, την οποία είχαν δημιουργήσει, μέσω των «ακάλυπτων» δανείων προς τους αφερέγγυους πελάτες τους (με καταστροφικά τότε αποτελέσματα για τους ισολογισμούς τους, όπως και για την δυνατότητα αποπληρωμής των δικών τους δανείων – αδυναμία εξόφλησης, χρεοκοπία κλπ). Η «συρρίκνωση» τώρα αυτή, θα προκαλούσε επί πλέον προβλήματα, αρκετά δύσκολα στην επίλυση τους (άρθρο μας: Ετεροβαρές ρίσκο: Τα τρία βασικά στάδια του σπειροειδούς κύκλου των χρηματοπιστωτικών κρίσεων και η γενεσιουργός αιτία τους – Έφτασε αλήθεια το τέλος της κρίσης;  26/4/2009).   

Συνεχίζοντας, οι κεντρικές τράπεζες διαδραματίζουν έναν βασικό ρόλο στη διαδικασία δημιουργίας χρημάτων. Στο παράδειγμα του δανείου των 30.000 € για την αγορά αυτοκινήτου, όταν κατατίθενται στο λογαριασμό του πελάτη τα 30.000 €, τότε αυτός πληρώνει το αυτοκίνητο του. Η εξόφληση αυτή μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς, είτε μέσω εμβάσματος προς την εταιρεία, από την οποία το αγόρασε.

Στην πρώτη περίπτωση, η πίστωση αυξάνει την κυκλοφορία των μετρητών χρημάτων στην Οικονομία. Στη δεύτερη, αυξάνεται το υπόλοιπο του λογαριασμού της εταιρείας αυτοκινήτων – γεγονός που υποχρεώνει την τράπεζα, στην οποία διατηρείται ο λογαριασμός της εταιρείας, να διατηρήσει υψηλότερες ελάχιστες ρεζέρβες στην κεντρική τράπεζα. Για όλες τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις τους τώρα οι τράπεζες, οφείλουν να διατηρούν ρεζέρβες ίσες με το 2% στις κεντρικές τράπεζες. Επομένως, η παροχή πίστωσης οδηγεί τις τράπεζες, είτε να χρησιμοποιούν περισσότερα μετρητά χρήματα, είτε να διατηρούν υψηλότερο υπόλοιπο στις κεντρικές. 

Το σύνολο τώρα των μετρητών χρημάτων, καθώς επίσης των καθαρών υπολοίπων των τραπεζών στις κεντρικές τράπεζες, ονομάζεται «νομισματική βάση» (monetary base) – επειδή έχει σχέση με τις βασικές αρχές της παροχής πιστώσεων (δημιουργίας χρημάτων) εκ μέρους των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα είναι ο μοναδικός «πάροχος» νομισματικής βάσης – οπότε εδώ ακριβώς ευρίσκεται η δυνατότητα ελέγχου της συνολικής οικονομικής διαδικασίας εκ μέρους της.

Κατά κανόνα, η «νομισματική βάση» δημιουργείται από την βραχυπρόθεσμη προσφορά πιστώσεων, για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών, εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας. Η ζήτηση δανείων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, ρυθμίζεται μέσω των βασικών επιτοκίων για τις συγκεκριμένες πιστώσεις. Έναντι αυτών των πιστώσεων, οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να καταθέτουν αξιόγραφα (εγγυήσεις) στην κεντρική.

Η «νομισματική βάση» τώρα μπορεί να «επεκτείνεται» επίσης, εάν μία κεντρική τράπεζα αγοράζει ομόλογα από τις εμπορικές τράπεζες – κάτι που έγινε στο παρελθόν, σε μεγάλη έκταση, από τη Fed. Όταν η ΕΚΤ όμως αγοράζει ομόλογα του δημοσίου από τις τράπεζες, έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη «νομισματική βάση» σε κάποιες άλλες «περιοχές» – για παράδειγμα, προσφέροντας λιγότερα δάνεια αναχρηματοδότησης των πιστώσεων των τραπεζών, προς τους πελάτες τους.

Επομένως, όταν η κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) αγοράζει ομόλογα δημοσίου, οφείλει ουσιαστικά να μειώνει τα δάνεια προς τη πραγματική Οικονομία, εάν θέλει να διατηρεί την ίδια ποσότητα χρημάτων στην αγορά. Κατά συνέπεια, η αγορά κρατικών ομολόγων είναι δυνατόν να μην επηρεάσει τον ουσιώδη έλεγχο της διαδικασίας δημιουργίας πιστώσεων (χρημάτων). Εν τούτοις, είναι δυνατόν να προκαλέσει λειτουργικές ζημίες στην κεντρική τράπεζα, εάν τα ομόλογα αυτά δεν εξοφληθούν από τα κράτη.

Ολοκληρώνοντας, με την έκφραση «προσφορά χρήματος» (money supply), εννοούμε το συνολικό απόθεμα σε χρήματα, το οποίο έχει στη διάθεση της μία Οικονομία. Το σύνολο των μετρητών χρημάτων, καθώς επίσης των καταθέσεων όψεως, ονομάζεται πραγματική προσφορά (ποσότητα) χρήματος (Μ1). Η προσφορά χρήματος μπορεί να αυξηθεί μέσω της δημιουργίας πιστώσεων, καθώς επίσης να μειωθεί, μέσω της «καταστροφής» χρημάτων (απόσβεσης επισφαλών πιστώσεων).

Τέλος, ο ορισμός της προσφοράς χρήματος δεν είναι ο ίδιος για όλες τις κεντρικές τράπεζες. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ διακρίνει τα παρακάτω:

(α)  Μ1 (συνολικά 4.242,7 δις € τον Ιούνιο του 2009): Καταθέσεις όψεως των μη τραπεζών (ιδιώτες, επιχειρήσεις κλπ), καθώς επίσης μετρητά χρήματα, τα οποία ευρίσκονται στην κυκλοφορία.

(β)  Μ2 (συνολικά 8.148,0 δις € τον Ιούνιο του 2009): Το Μ1, συν τις καταθέσεις με συμφωνημένο χρόνο λήξης έως δύο έτη, καθώς επίσης καταθέσεις με νόμιμη προθεσμία καταγγελίας έως τρείς μήνες.

(γ)  Μ3 (συνολικά 9.424,9 δις € τον Ιούνιο του 2009): Το Μ2, συν μερίδια σε money market funds, υποχρεώσεις σε repos, καθώς επίσης money market αξιόγραφα και ομόλογα τραπεζών, με χρόνο λήξης έως δύο χρόνια.

Το Μ1 θεωρείται αντιπροσωπευτικός δείκτης για την ανάπτυξη, ενώ το Μ3 για τον πληθωρισμό. Ουσιαστικά, το Μ3 τον Ιούνιο του 2009 ήταν ελαφρά υψηλότερο του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. 

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, διαπιστώνεται ότι η πολιτική του εύκολου χρήματος, της πιστωτικής επέκτασης δηλαδή, συνεχίζεται (χαμηλά βασικά επιτόκια, «ενέσεις» ρευστότητας κλπ), με την «αμέριστη» βοήθεια των κεντρικών τραπεζών της «δύσης». Η προσφορά χρήματος (Μ3) αυξάνεται για πάρα πολλά χρόνια τώρα με υπερδιπλάσιο ρυθμό, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν επικίνδυνα την «ποσότητα» χρήματος. Στην αρχή, ο στόχος ήταν η διάσωση των τραπεζών, ενώ στη συνέχεια η αποφυγή της χρεοκοπίας κρατών – τα οποία θα συμπαρέσυραν όχι μόνο τις τράπεζες, αλλά και πολλούς άλλους «συμμετέχοντες» στην πραγματική οικονομία.

Οι κεντρικές τράπεζες, παρά το ότι είχαν «υποσχεθεί», ήδη από το 2008, ότι θα απορροφήσουν την υπερβάλλουσα προσφορά (ποσότητα) χρήματος από τις αγορές, επιστρέφοντας σε μία αυστηρή αντιπληθωριστική πολιτική, συνεχίζουν να προσθέτουν ρευστότητα – τόσο η Fed, όσο και η ΕΚΤ ή η BoE. Κατ' επακόλουθο, οι τιμές των ακινήτων, οι οποίες συνήθως χαρακτηρίζουν τις «υπερβολές» (φούσκες), έχουν επανέλθει σχεδόν στα «υπερτιμημένα» επίπεδα του παρελθόντος (στο 75% των χωρών του ΟΟΣΑ οι τιμές της ακίνητης περιουσίας αυξάνονται), ενώ στην Κίνα η αγορά έχει υπερθερμανθεί σε μεγάλο βαθμό – αναγκάζοντας το κράτος να επέμβει με στόχο τη ρύθμιση της. Παράλληλα, αυξάνουν μαζικά οι πιστώσεις στην Κίνα – ένα κλασσικό «μίγμα» μίας επικίνδυνης υπερβολής (φούσκας).

Επί πλέον, η «παγκόσμια πλεονασματική ρευστότητα» – δηλαδή, το μέρος εκείνο των χρημάτων που ευρίσκεται στις αγορές, χωρίς να χρειάζεται για τις συναλλαγές στην πραγματική οικονομία – έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η αιτία είναι φυσικά η ως άνω επεκτατική πολιτική παροχής χρημάτων των κεντρικών τραπεζών, η οποία έχει διαρκέσει ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης η αδυναμία ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος – συμπεριλαμβανομένων τόσο των κανονικών, όσο και των «σκιωδών» τραπεζικών ιδρυμάτων (hedge funds κλπ).

Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει οδηγήσει σε ευρηματικές μεθόδους «υπερπαραγωγής πιστώσεων» (άρα χρημάτων), οι οποίες έχουν συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην ύπαρξη υπερβολικής ρευστότητας στις αγορές – γεγονός που σχεδόν πάντοτε προδιαγράφει το ξέσπασμα καταστροφικών κρίσεων, μετά από περιόδους συνεχούς αστάθειας (volatility). 

 

Η ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ

 

Στην πραγματικότητα, το σημερινό διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατάφερε να επιβιώσει, επειδή η αστάθεια της δύσης (η οποία έγινε σαφής μέσα από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ απειλεί να εξελιχθεί σε μία σειρά πληθωριστικών κρίσεων, καθώς επίσης κρίσεων δημοσίων χρεών), κατάφερε να εξαχθεί στον υπόλοιπο κόσμο (από τις Η.Π.Α. στην Ευρώπη κλπ). 

Ειδικότερα, το αργότερο στις αρχές του έτους 2006, ήταν φανερό ότι, οι τιμές καταναλωτή σε πολλές αναπτυσσόμενες Οικονομίες αυξάνονταν μαζικά – πόσο μάλλον οι τιμές των ακινήτων, καθώς επίσης των λοιπών αξιών (assets). Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν ήταν πρόθυμες να «διορθώσουν» τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους, ακολουθώντας μία πιο αυστηρή νομισματική πολιτική. Η δυνατότητα αυτή υπήρχε για τις περισσότερες κυβερνήσεις, χωρίς να χρειασθεί η «αποσύνδεση» των νομισμάτων τους από το δολάριο – την οποία είχαν αποφασίσει, επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα αυτόνομης διαχείρισης των δικών τους νομισμάτων. Απλούστατα, θα έπρεπε να καθορίσουν μία καινούργια «ισοτιμία ανταλλαγής» με το δολάριο, ανάλογη με τις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στις Οικονομίες τους.

Αντίθετα όμως, οι χώρες αυτές προτίμησαν να συνεχίσουν την «κερδοσκοπική» πολιτική τους, η οποία στηριζόταν στην ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών – παρά το ότι συνέβαλλε στην επικίνδυνη υπερθέρμανση της παγκόσμιας Οικονομίας (κάτι ανάλογο συνέβη και στη Γερμανία, όπου η χρήση του κοινού νομίσματος διατηρούσε ουσιαστικά «κερδοσκοπικά» υποτιμημένο το γερμανικό ευρώ το οποίο, στηριζόμενο επί πλέον στον συνεχή περιορισμό του εργατικού κόστους, διευκόλυνε τα μέγιστα τις γερμανικές εξαγωγές στην Ευρώπη – εις βάρος φυσικά των ευρωπαίων εταίρων της).

Περαιτέρω, το δολάριο είναι πλέον ένα παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο εξαρτάται απόλυτα από τις διαθέσεις της Κίνας, της Ρωσίας και των Αραβικών χωρών. Τα δημόσια χρηματικά αποθέματα αυτών των χωρών, αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές χρηματοδότησης των αμερικανικών ελλειμμάτων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 40% των κεφαλαιακών εισροών στις Η.Π.Α. προέρχεται από τις παραπάνω χώρες – ένα «σήμα» για τους ιδιώτες επενδυτές να επενδύουν επίσης στις Η.Π.Α. Η εξ αυτών διαπίστωση τώρα είναι απόλυτα σαφής: σε μία αληθινά παγκοσμιοποιημένη Οικονομία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς «πλαστογραφημένες» συναλλαγματικές ισοτιμίες, το δολάριο θα ήταν από αρκετά χρόνια πριν, πολύ πιο αδύναμο.   

Σήμερα, οι ειδικοί στην αγορά συναλλάγματος, οι οποίοι καθορίζουν την πολιτική των αναπτυσσόμενων Οικονομιών, είναι σε κάποιο βαθμό πανικοβλημένοι – με αποτέλεσμα να επιθυμούν την αποσύνδεση των νομισμάτων τους από το δολάριο. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, επειδή οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν έχουν τη δυνατότητα (γνώσεις κλπ) να αναλάβουν μόνες τους τη διαχείριση των νομισμάτων τους.

Εάν κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε, εάν δηλαδή αποσύνδεαν τα νομίσματα τους από το δολάριο και σταματούσε η πλαστογράφηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τότε θα επέστρεφε η ισορροπία στο σύστημα. Για παράδειγμα, στις Οικονομίες με εμπορικά πλεονάσματα, θα αυξανόταν η ζήτηση των νομισμάτων τους – γεγονός που θα τα οδηγούσε σε ανατίμηση. Η ανατίμηση αυτή θα εμπόδιζε την υπερθέρμανση της εκάστοτε πλεονασματικής Οικονομίας, επειδή οι εξαγωγές της θα ακρίβαιναν στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης των προϊόντων της. Από την άλλη πλευρά, οι ελλειμματικές χώρες (Η.Π.Α., Βρετανία κλπ) θα υποτιμούσαν το νόμισμα τους – οπότε η ανταγωνιστικότητα τους θα καλυτέρευε, οδηγώντας τες σε αυξημένες εξαγωγές.

Σε τελική ανάλυση, ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς δεν θα επέτρεπε την μη ισορροπημένη συνύπαρξη πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, επειδή οι ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσον για την καταπολέμηση των παγκοσμίων ανισοτήτων. Επίσης, προστατεύουν σε κάποιο βαθμό από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, επειδή οι χώρες με χαμηλότερους πληθωριστικούς δείκτες «ανατιμώνται», απέναντι σε αυτές με υψηλότερους – οπότε εμποδίζονται οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Για παράδειγμα, η αύξηση της αγοραστικής αξίας του εγχώριου νομίσματος επιτρέπει την αγορά ιδίων ποσοτήτων εισαγομένων προϊόντων, παρά την αύξηση της τιμής εξαγωγής τους – οπότε «εμποδίζεται» ο πληθωρισμός.        

Παρά τα πλεονεκτήματα όμως της ελεύθερης διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ελάχιστες χώρες το επιτρέπουν. Οι περισσότερες,

(α)  είτε επεμβαίνουν μέσω των κεντρικών τραπεζών τους (Ελβετία, Ιαπωνία κλπ),

(β)  είτε καθορίζουν «κεντρικά» τις ισοτιμίες (Κίνα, Αραβικές χώρες, Περσία και άλλες),

(γ)  είτε τις «επηρεάζουν» σε μεγάλο βαθμό, επεμβαίνοντας διαρκώς στον καθορισμό τους (Ινδία, Ρωσία κλπ).

Επομένως, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ουσιαστικά «πλαστογραφούνται» από την πλειοψηφία των κρατών (άνω του 50% του διεθνούς εμπορίου), με καταστροφικά αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία («φούσκες», κρίσεις, πληθωρισμός σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα, μεγάλες αυξήσεις των πρώτων υλών κλπ).      

 

Η ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ

 

Ποτέ μέχρι σήμερα δεν συσσωρεύτηκαν στην παγκόσμια οικονομία τόσο μεγάλες ποσότητες συναλλαγματικών αποθεμάτων. Στα πρώτα χρόνια της τρίτης χιλιετίας τοποθετούνται στα 5 τρις $ – όταν τη δεκαετία του 1990 δεν υπερέβαιναν το 1 τρις $. Δηλαδή, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 15 ετών, τα αποθέματα των κρατών σε ξένο συνάλλαγμα πενταπλασιάστηκαν – ενώ στην Κίνα συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, ξεπερνώντας πλέον τα 2 τρις $ (το 40% των παγκόσμιων συνολικών αποθεμάτων). Το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ασία, όπως στο Χονγκ Κονγκ, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στις Φιλιππίνες.

Στο παρελθόν, θεωρούταν ότι υφίστανται τρείς διαφορετικές αιτίες, με βάση τις οποίες όφειλε ένα κράτος να διατηρεί αποθέματα (ρεζέρβες) σε ξένο νόμισμα:

(α)  Για να έχει τη δυνατότητα να πληρώνει τις εισαγωγές του, όπου ο «κανόνας»  ήταν η διατήρηση τόσων συναλλαγματικών αποθεμάτων, όσων για την εξόφληση του 25% – 50% των ετησίων εισαγωγών του (έτσι ώστε να είναι ασφαλές, εφόσον ξαφνικά μειώνονταν οι εξαγωγές του).

(β)  Για να μπορεί να εξοφλεί τα βραχυπρόθεσμα (έως ένα έτος) εξωτερικά χρέη του, όπου το «μέτρο» ήταν η 100% αποπληρωμή τους (έτσι ώστε να μην επηρεάζεται από μία ενδεχόμενη φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό).

(γ)  Για να διατηρεί την συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος του, στα πλαίσια ενός συστήματος σταθερών ισοτιμιών, όπως αυτό του Bretton Woods ή το ενδο-ευρωπαϊκό. Το συγκεκριμένο «μέτρο» αφορά μόνο τις ελλειμματικές χώρες, οι οποίες επιθυμούν την προστασία των νομισμάτων τους από την υποτίμηση – οι πλεονασματικές αντίθετα, αγοράζουν συνάλλαγμα διαρκώς, με στόχο την αποφυγή της ανατίμησης των νομισμάτων τους.

Σήμερα όμως, πολλές χώρες έχουν «υπερβεί» σε μεγάλο βαθμό τους παραπάνω κανόνες, συσσωρεύοντας πολύ μεγαλύτερα αποθέματα συναλλάγματος. Για παράδειγμα, τα αποθέματα της Κίνας, ήδη στις αρχές του 2009, ξεπερνούσαν το 45% του ΑΕΠ της – ενώ πλησίαζαν το 100% των ετησίων εισαγωγών της (σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών). Δηλαδή, η Κίνα θα μπορούσε να εισάγει προϊόντα από το εξωτερικό και να τα πληρώνει για ένα ολόκληρο έτος, χωρίς να χρειασθεί να καταφύγει καθόλου στην αγορά ξένου συναλλάγματος.

Στην ίδια χώρα, τα αποθέματα (σήμερα άνω των 2,5 τρις $) φθάνουν για την εξόφληση του 1.873% των βραχυπρόθεσμων εξωτερικών χρεών της, ενώ η διατήρηση της ισοτιμίας του νομίσματος της απέναντι στο δολάριο (το γουάν θεωρείται τουλάχιστον κατά 40% υποτιμημένο), απαιτεί όλο και μεγαλύτερες αγορές συναλλάγματος.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε άλλες μικρότερες ασιατικές χώρες, όπως και σε αυτές που εξάγουν πετρέλαιο. Για παράδειγμα η Ρωσία, η οποία διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 368 δις $, καλύπτει το 446% των βραχυπρόθεσμων εξωτερικών χρεών της – καθώς επίσης τις εισαγωγές προϊόντων για ενάμιση περίπου έτος (2009).

Φυσικά, όπως όλα τα πράγματα στον κόσμο, υπάρχουν αιτίες, με βάση τις οποίες οι λιγότερο «ευκατάστατες» χώρες, διατηρούν τόσο μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα – σε πλήρη αντίθεση με την πλούσια «δύση». Η βασικότερη από όλες είναι οι οικονομικές κρίσεις (χρεοκοπίες) που αναγκάσθηκαν να αντιμετωπίσουν, κατά τη διάρκεια κυρίως της δεκαετίας του 1990 – όπου, αφενός μεν διέφυγαν τεράστιες ποσότητες χρημάτων στο εξωτερικό, αφετέρου λεηλατήθηκαν στην κυριολεξία από το ΔΝΤ.

Είναι προφανές ότι δεν έχουν πλέον καμία διάθεση να υποφέρουν ξανά, ενώ εκμεταλλεύθηκαν την (βασισμένη στα χρέη) ανάπτυξη της δύσης που ακολούθησε, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους – αντί της μέχρι τότε επιδότησης των εισαγομένων επενδυτικών κεφαλαίων, μέσω των υψηλών επιτοκίων και των σταθερών νομισμάτων. Οι μεγαλύτερες απαιτήσεις τους λοιπόν στο εξωτερικό, είναι η καλύτερη προστασία τους απέναντι στις κρίσεις – καθώς επίσης, απέναντι στις «σωτήριες» επεμβάσεις του ΔΝΤ.

Η υπερβολική συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, αν και απολύτως κατανοητή, όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, εμπεριέχει δυστυχώς δύο σημαντικότατους κινδύνους για την παγκόσμια Οικονομία:

(α)  Το ρίσκο του πληθωρισμού στα προϊόντα και/η στις εμπράγματες αξίες (assets). Η αυξημένη προσφορά χρήματος (Μ3) εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε μετά την κρίση του 2000 (dot.com crash), έθεσε τις βάσεις μίας «αρρωστημένης» ανάπτυξης. Οι συναλλαγματικές Υπηρεσίες των φτωχότερων κρατών «ανέλαβαν» ουσιαστικά την ευθύνη της αμερικανικής αντι-αποπληθωριστικής πολιτικής, «παράγοντας» ένα πληθωριστικό υπόβαθρο – ενώ συνεχίζουν να το κάνουν, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό την προοπτική μίας επόμενης, πολύ πιο ισχυρής κρίσης.   

(β)  Το ρίσκο της απώλειας (απομείωσης) δημόσιας περιουσίας. Το μέγεθος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα οποία σε πολλές ασιατικές χώρες υπερβαίνουν το 50% του ΑΕΠ τους, είναι επικίνδυνο για τις Οικονομίες τους. Σύμφωνα με τους Οικονομολόγους της ΕΚΤ (2001-2006), μία ανατίμηση ύψους 15% του τοπικού νομίσματος (κάτι απόλυτα «αποδεκτό», σε σύγκριση με τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα των ασιατικών χωρών), έχει σαν αποτέλεσμα μία σημαντική μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων – ύψους 10,5% του ΑΕΠ για το Χονγκ Κονγκ, 8,2% για τη Μαλαισία, 6% για την Κίνα, 4,5% για τη Ρωσία, 4% για την Κορέα κλπ.

Ειδικά η συγκέντρωση των επενδύσεων των πλεονασματικών αυτών Οικονομιών σε «δολαριακά ομόλογα» χαμηλού επιτοκίου, είναι αναμφίβολα μία εξαιρετικά λανθασμένη επιλογή. Δηλαδή, τα μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία δημιουργήθηκαν με πολύ κόπο, τοποθετούμενα μονόπλευρα σε δολάρια, μειώνουν ουσιαστικά τη δημόσια περιουσία (αφού το δολάριο είναι εξαιρετικά υπερτιμημένο). Με στόχο λοιπόν τον περιορισμό αυτού του ρίσκου, οι πλεονασματικές χώρες ακολουθούν πλέον το παράδειγμα των πετρελαϊκών (Ρωσία, Αραβία, Νορβηγία), ιδρύοντας κρατικά κεφάλαια (sovereign wealth funds), τα οποία τοποθετούνται πια σε εμπράγματες δυτικές αξίες – ενώ εξαγοράζουν ακόμη και ολόκληρες επιχειρήσεις.

Φυσικά, το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για τη δύση, αφού πρόκειται ουσιαστικά για μία επανακρατικοποίηση των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, από ξένες όμως χώρες – κάτι εντελώς ασύμβατο με την επικρατούσα φιλελεύθερη πολιτική. Για παράδειγμα, η εξαγορά του λιμανιού του Πειραιά από την Costco, το έχει ουσιαστικά «κρατικοποιήσει» – ο ιδιοκτήτης όμως δεν είναι το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά το Κινεζικό. Επίσης, η αγορά ενός μεγάλου πακέτου μετοχών της Mercedes από το Abu Dhabi, σημαίνει την, σε μεγάλο βαθμό ,κρατικοποίηση της – με ιδιοκτήτη όμως το αραβικό κράτος. 

Επόμενη ανησυχία είναι το ότι, οι περισσότερες από τις αναπτυσσόμενες χώρες κυβερνώνται από μη δημοκρατικά καθεστώτα – απειλώντας, μεταξύ άλλων, με την εξαγωγή των πολιτευμάτων τους στη δύση. Ο κίνδυνος είναι κάτι παραπάνω από πιθανός, κυρίως επειδή τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επίλυσης δύο κεντρικών σημερινών προβλημάτων της δύσης: της ανεργίας, καθώς επίσης της αναδιανομής εισοδημάτων (σχετικά άρθρα μας στο τέλος).

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η Ευρώπη ευρίσκεται αντιμέτωπη, αφενός μεν με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό των Η.Π.Α., ο οποίος έχει στη διάθεση του πανίσχυρα «επιθετικά» μέσα (ΔΝΤ, Εταιρείες αξιολόγησης, ΜΜΕ, Wall Street κλπ), ενώ μάχεται για την επιβίωση του, αφετέρου δε με τον απολυταρχικό καπιταλισμό, ο οποίος επικρατεί σε πολλές από τις ισχυρές, «ασύμμετρα» αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη, ενώ επιθυμεί να αναδειχθεί κυρίαρχος. «Ελλοχεύει» δε ένας επί πλέον κίνδυνος στο εσωτερικό της, προερχόμενος από τις επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας, η οποία κάποιες φορές συμπεριφέρεται απίστευτα «ολοκληρωτικά».

Το νεωτεριστικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα λοιπόν, αποτελούμενο από πλούσιες, δημοκρατικές (κοινωνικός καπιταλισμός), πολιτισμένες και ανεξάρτητες μεταξύ τους χώρες, απειλείται από πάρα πολλές πλευρές – αποτελώντας μεταφορικά το «χρυσόμαλλο δέρας». Εάν λοιπόν δεν επικρατήσει η λογική εντός του, εάν δεν βαδίσει δηλαδή με γρήγορα βήματα προς την κατεύθυνση της «αλληλέγγυας» ολοκλήρωσης του, χωρίς να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων στο εσωτερικό του (ΔΝΤ κλπ), είναι μάλλον απίθανο να επιβιώσει στη σημερινή του μορφή.

  

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 02. Ιουλίου 2010, viliardos@kbanalysis.com                                                    

 

 * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ   

 

 

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2142.aspx