Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Παραμορφώσεις…

Παραμορφώσεις…

 

Του Παπα Ηλία Υφαντή

 

 

«Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», λέει ο Ντοστογιέβσκυ. Και ο Πλάτωνας εξάλλου λέει πως η ομορφιά είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Θεού.

Αυτός, λοιπόν, ο Θεός της ομορφιάς έπλασε τον πανέμορφο τούτο κόσμο και μας τον πρόσφερε, για να προσπαθήσουμε, όσο μπορούμε να μοιάσουμε κι εμείς σ' αυτόν και να κάνουμε, όσο γίνεται περισσότερο όμορφη τη ζωής μας.

Αλλά εμείς, αντί να θαυμάσουμε και να δοξολογήσουμε το δημιουργό, θαυμάσαμε και λατρεύσαμε και προσκυνήσαμε τα δημιουργήματά του. Γεγονός που μας έσπρωξε σε ένα σωρό παραμορφώσεις και ασχήμιες.

Απ' τις οποίες, για να μας απαλλάξει ο Θεός, μας έστειλε διαφόρους πνευματικούς ανθρώπους: Προφήτες, φιλοσόφους, κλπ. Που και αυτούς εμείς φροντίσαμε-όπως λέει ο Χριστός- άλλους να τους σκοτώσουμε, άλλους να τους λιθοβολήσουμε κι άλλους -όπως εμείς οι Έλληνες πράξαμε με το Σωκράτη-να τους ποτίσουμε το κώνειο.

Γι' αυτό, τελικά, έστειλε το Γιο του. Ο οποίος με τη διδασκαλία του και τα θαύματά του προσπάθησε να μας βγάλει απ' τον κυκεώνα των παραμορφώσεων. Οπότε εμείς και πάλι του απαντήσαμε με την χειρότερη των παραμορφώσεων, που είναι ο παραλογισμός του Σταυρού.

Γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το Χριστό δεν τον σταύρωσαν κάποιοι-όπως συνηθίζουμε να λέμε -κακοποιοί και κακούργοι. Που η «καθωσπρέπει» κοινωνία του καλού υπόκοσμου τους κλείνει σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Αλλά ακριβώς ο ίδιος ο «καλός» υπόκοσμος της «καθωσπρέπει»κοινωνίας.

Ο οποίος «καλός» υπόκοσμος καταδίκασε -εν ονόματι των άδικων και δολοφονικών νόμων του- σε θάνατο και ουσιαστικά δολοφόνησε και σταύρωσε μεταξύ των κακούργων, όχι απλά και μόνο τον αθωότερο μεταξύ των ανθρώπων, αλλά-όπως και ο ποιητής λέει-τον ίδιο τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, το Θεό. Για ν' αποδείξει για μια ακόμη φορά πόσο οι θεσμοί της νομιμοφρονούσας κοινωνίας βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση και μετωπική σύγκρουση με την ουσία και το πνεύμα της δικαιοσύνης…

Για να δώσει, λοιπόν, ο Χριστός στους μαθητές του ένα πνευματικό αντίβαρο απέναντι σ' αυτό το-πέραν παντός παραλογισμού- παραμορφωτικό γεγονός, πραγματοποίησε τη Μεταμόρφωσή του. Δείχνοντας έτσι ότι, πέρα απ' τον κόσμο των παραμορφώσεων υπάρχει ένας άλλος κόσμος. Ασύγκριτα ομορφότερος και ασύλληπτα ευφρόσυνος. Που κάνει τις παραμορφώσεις και ασχήμιες του κόσμου τούτου να φαίνονται σαν ηλίθια καμώματα μεθυσμένων πιθήκων.

Και μνημονεύουμε και τώρα το γεγονός της Μεταμορφώσεως και μιλούμε γι' αυτό, γιατί παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Ίσως και περισσότερο από άλλοτε. Αφού όλοι μας αισθανόμαστε να ασφυκτιούμε μέσα σε ένα δίχτυ πολύμορφων ασχημιών και παραμορφώσεων.

Ή μήπως δεν έχουμε παραμορφώσει και δηλητηριάσει τη γη μας και τις θάλασσες και τον αέρα μας! Και συνακόλουθα τις τροφές, που τρώμε. Γεγονός, που μας κάνει να νιώθουμε όλοι-περισσότερο ή λιγότερο- δημητηριασμένοι…

Ή μήπως στον κοινωνικό μας χώρο δεν υπάρχουν δεινές παραμορφώσεις.  Με τα ΜΜΕ, που «αποδεκατούν το άνηθον και το κύμινον», φλυαρώντας για τα ασήμαντα και σκόπιμα και εκ του πονηρού παραβλέποντας και αποσιωπώντας τα φλέγοντα και βοώντα προβλήματα. Με την άρχουσα αναρχία, που, αντί να λύσει τα προβλήματα του λαού, μεθοδεύει τη λεηλασία και καταλήστευσή του. Με τις μυριάδες άνομων νόμων και άρθρων, που εξαρθρώνουν και υπονομεύουν την οικονομική και κοινωνική μας υπόσταση.

Ή μήπως στο χώρο της Εκκλησίας δεν ισχύει το ίδιο; Όταν, ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στη σημερινή θρησκευτική μας πραγματικότητα και συγκρίνοντάς την με το πνεύμα του Ευαγγελίου, διαπιστώνει τερατώδεις και αποκρουστικές παραμορφώσεις και ασχήμιες. Που μάλιστα δεν διστάζουν να τις παρουσιάζουν οι αρχιτέκτονές τους και σαν έκφραση της χριστιανικής παράδοσης.

Γιατί ποια σχέση μπορούν να έχουν με το Ευαγγέλιο οι πολυτελείς και πολυδάπανες αμφιέσεις κάποιων δεσποτάδων! Τη στιγμή, που μεγάλα τμήματα του χριστεπωνύμου πληρώματος πένονται και υποφέρουν. Ή η τυραννική εξουσία τους. Που κάποτε την μεταβιβάζουν και σε κάποιους κούφους και κάφρους φαρισαίους παπάδες τους. Ειδικούς στην κακομεταχείριση του λαού, αλλά και των συναδέλφων τους! Κλπ, κλπ, κλπ…

Ή μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα εκατομμύρια «ελάχιστων αδελφών» του Χριστού, που σταυρώνονται απ' τους αρχιερείς του σιωνισμού και του-χωρίς Χριστό-«χριστιανισμού»! Που προκαλούν κρίσεις οικονομικές και δημιουργούν εστίες πολέμων. Και υπονομεύουν και αποσαθρώνουν τα ήθη και τα έθιμα και τις παραδόσεις των λαών. Με τις παγκοσμιοποιήσεις τους και τους οικουμενισμούς τους και το αιρετικό συνοθύλευμα της Νέας Εποχής τους και τη Νέα τάξη ναζιστικών σε βάρος των λαών εγκλημάτων. Για να ικανοποιούν την κακουργία τους και να γεμίζουν τα χρηματοκιβώτιά τους…

Ή μήπως εμείς ο καθένας μας δεν αισθανόμαστε παγιδευμένοι μέσα σε ένα λαβύρινθο ποικίλων παραμορφώσεων; Και πάνω απ' όλες δεν νιώθουμε ότι σε κάθε στιγμή καιροφυλακτεί και μας απειλεί η πιο φοβερή, που είναι η παραμόρφωση του θανάτου.

Και σ' αυτή και σ' όλες τις περιπτώσεις έρχεται ο Χριστός να μας πει:

Απέναντι σε όλες τις παραμορφώσεις εγώ σας προσφέρω τη μεταμόρφωση. Απέναντι σε όλες τις ασχήμιες σας προσφέρω την ομορφιά. Απέναντι στα σκοτάδια και στις παγίδες και στο θάνατο, εγώ σας προσφέρω το ανέσπερο και άδυτο φως της Ανάστασης.

Ο πραγματικός θάνατος δεν είναι το νομοτελειακά αναπότρεπτο βιολογικό γεγονός. Είναι η παραμονή μέσα στον κυκεώνα και το δίχτυ των παραμορφώσεων….

Απ όπου σας καλώ να αποδράσετε. Και μάλιστα τώρα. Γιατί το επόμενο  δευτερόλεπτο μπορεί να μην είναι δικό σας…

 

παπα-Ηλίας, 13-08-2009

Μεταναστευτικό … ξάφνου όλοι αναφωνούν:

Και ξάφνου όλοι αναφωνούν: Η γη είναι στρογγυλή!

 

του Γιώργου Ρακκά

 

Οι καθεστωτικοί μαθητευόμενοι μάγοι των «ανοιχτών συνόρων» ανακαλύπτουν τον κόσμο

 Τα «κορανικά» που εκτυλίχθηκαν στο κέντρο των Αθηνών, οι εντάσεις στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά και η άνοδος του ΛΑΟΣ στις ευρωεκλογές έσπασαν τη σιωπή που είχαν επιβάλει η πολιτική ελίτ, οι ολιγάρχες των καναλιών και οι μεγαλοεργολάβοι γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα. Αίφνης, όλοι ανακάλυψαν την… Αμερική – το τρομακτικό αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει η απουσία οποιασδήποτε μεταναστευτικής πολιτικής, σε μια χώρα μάλιστα που συνιστά πύλη προς τη Δύση:

Ο… Γιωργάκης διακήρυξε τη «μηδενική ανοχή» (sic!) του κόμματός του στη λαθρομετανάστευση, οι Καμπύληδες και οι Γεωργελέδες ανακάλυψαν το «υποβαθμισμένο ιστορικό κέντρο», ενώ η Τρέμη και ο Πρετεντέρης μεταβλήθηκαν σε αγανακτισμένους – από τη διάλυση της χώρας –  δημοσιογράφους.

Οι φωνές των όψιμων ανησυχούντων της ελληνικής ολιγαρχίας, όμως, εκτός από υποκριτικές είναι και παραπλανητικές, διότι προσπαθούν να κατευθύνουν έτσι τον διάλογο, ώστε να συγκαλυφτούν πλήρως οι ευθύνες όσων μας έχουν φτάσει μέχρι εδώ.

Αν σήμερα έχουμε φτάσει σ' αυτή τη δεινή θέση, τούτο συμβαίνει διότι η στρατηγική που είχαν ακολουθήσει οι ελληνικές άρχουσες τάξεις και που ομολογουμένως είχαν τη συναίνεση ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας ήταν όχι μόνον αδιέξοδη, αλλά και αυτοκτονική. Αν η Ευρώπη μας έχει δέσει τα χέρια, όπως ομολογούσε ο Παυλόπουλος από τηλεοράσεως, τούτο συμβαίνει διότι οι οσφυοκάμπτες των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Κι αν η Τουρκία μας γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της και συνεχίζει σαδιστικά να προωθεί τις καραβιές των «λαθρομεταναστών» στην Ελλάδα, τούτο οφείλεται στη στρατηγική του νεο-οθωμανισμού, που συνεπέστατα ακολούθησαν όλα τα πολιτικά τζάκια και το μεγάλο κεφάλαιο στην Ελλάδα, τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια.

 

Κι εάν, σήμερα, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής, και βιώνει την ανάδυση του γκέτο και της αντιπαράθεσης στους κόλπους της, είναι διότι η εθνομηδενιστική άρχουσα τάξη υιοθέτησε μια παροξυστική εκδοχή της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων, γιατί απλούστατα μ' αυτόν τον τρόπο οικοδόμησαν τις σχεδόν δουλοκτητικές συνθήκες της ανειδίκευτης εργασίας που μας επέτρεψαν να μπούμε στην ΟΝΕ, να πραγματοποιήσουμε την Ολυμπιάδα, να οικοδομήσουμε το εκσυγχρονιστικό θαύμα της περιόδου 1996-2008. Και, βεβαίως, τούτο συνέβη δίχως σοβαρές αντιδράσεις διότι, εκτός από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα, τα οποία είδαν τη ζωή τους να υποβαθμίζεται δραματικά, όλοι, οι άλλοι κάπως την είχαν βολέψει:

Ο αγρότης της Μανωλάδας και ο μικρομεσσαίος τουριστικός επιχειρηματίας διότι έτσι έβρισκαν μαύρα μεροκάματα, ο μισθωτός γιατί βρήκε φτηνά εργατικά χέρια για να του χτίσουν το εξοχικό του, ο «άνθρωπος της διπλανής πόρτας» γιατί βρήκε πάμφθηνες οικιακές βοηθούς, καθαρίστριες, μπέιμπι-σίτερ και βοήθεια στο σπίτι για τους ηλικιωμένους.

Τόσο οι άρχουσες τάξεις, όσο και μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού δεν είναι άμοιρες ευθυνών. Διότι αρχικώς εθίστηκαν στην «ευλογία» της δουλοκτησίας, αδιαφορώντας παντελώς για το μέλλον της χώρας. Συνεπώς, όλες εκείνες οι τοποθετήσεις που αναδεικνύουν τον μετανάστη ως τον «θύτη» του αδιεξόδου, ή άλλες, που τραβάνε στα άκρα το γεγονός ότι η αμερικανική αυτοκρατορία χρησιμοποιεί την πολυπολιτισμικότητα για να αποδυναμώνει τις αποικιακές και ημι-αποικιακές χώρες, αποκαλύπτοντας μια «οργανωμένη συνομωσία», κρύβουν συνήθως από πίσω τους μια αντανακλαστική μετάθεση ευθυνών.

 

Τι μπορεί να γίνει;


Στη χώρα μας υφίστανται δύο παράλληλες πολιτικές πραγματικότητες. Μια εικονική, ένα εσπερινό θέατρο σκιών που εκτυλίσσεται στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, και το πεδίο, από την άλλη, της πραγματικής πολιτικής. Είναι δε γνωστό τοις πάσι ότι όλοι αρέσκονται στο να παρακολουθούν το απογευματινό θέατρο σκιών και να αδιαφορούν για την «πραγματική πολιτική», πιστεύοντας υποσυνείδητα ότι όλα έχουν παιχτεί κι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, πέρα από να καταστρώνουμε ατομικά σχέδια σωτηρίας. Τούτο οι πολιτικοί το γνωρίζουν πολύ καλά, γι' αυτό και πολιτεύονται διά της λαζοπούλειας αρχής, αλλάζοντας θέσεις σαν τα πουκάμισα, ακολουθώντας τις εφήμερες τάσεις που υιοθετεί το «έθνος των τηλεθεατών». Έτσι, για παράδειγμα, ο Παυλόπουλος πριν τις εκλογές εκθείαζε την πολυπολιτισμικότητα της χώρας, ενώ έπειτα από τη θεαματική άνοδο του ΛΑΟΣ έσπευσε να εισηγηθεί σκληρά μέτρα, ακόμα και αντισυνταγματικά, που θέλουν τους μετανάστες να απελαύνονται δίχως καν να δικάζονται, βάζοντας έτσι βούτυρο στο ψωμί στις θέσεις των εθνομηδενιστών!

Η χώρα όμως θέλει μεταναστευτική πολιτική. Μια μεταναστευτική πολιτική κοινωνικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, ριζικής βελτίωσης των εργασιακών τους συνθηκών, εκμάθησης της γλώσσας, γνωριμίας με τον πολιτισμό της χώρας κ.ο.κ. Διάλυση των γκέτο και μεταφορά σε χώρους φιλοξενίας. Καταγγελία της Συνθήκης του Δουβλίνου και διευκόλυνση της μετάβασης των μεταναστών σε όποια χώρα της Ευρώπης επιθυμούν.

Και, βεβαίως, όλα αυτά καθίστανται μια φλύαρη υπεκφυγή, αν δεν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης και των ορίων που πρέπει να μπουν στις μεταναστευτικές ροές. Διότι η λαθρομετανάστευση τροφοδοτεί τις συνθήκες του μόνιμου πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Και υπό τέτοιες συνθήκες είναι σίγουρο ότι εκ των πραγμάτων δυναμιτίζεται οποιαδήποτε απόπειρα ένταξης των μεταναστών στην κοινωνία. Ας μην ξεχνάμε ότι, εξαιτίας αυτής της κατάστασης, στη Γαλλία οι μετανάστες δεύτερης γενιάς κατέληξαν να ψηφίζουν Λεπέν κι ας μην αποσιωπούμε το γεγονός ότι στον Άγιο Παντελεήμονα πολλοί Αλβανοί και Πολωνοί έχουν έρθει σε αντιπαράθεση με τους Αφγανούς και τους Πακιστανούς για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Επί πλέον  δε, όλοι οι θιασώτες των "ανοικτών συνόρων", ξεχνούν (;) πως η Ελλάδα δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα, έχει   ανοικτά εθνικά προβλήματα και το ζήτημα της εθνικής ομοιγένειας είναι ζήτημα επιβίωσης. Η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία ή Ιταλία, δεν είναι παλιά αποικιακή δύναμη. Η Ελλάδα βρίσκεται στα σύνορα των κόσμων, έχει μικρά μεγέθη και μικρό πληθυσμό, και αντιμετωπίζει πρώτη απ' όλους τις μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις, όπως και άλλοτε στην ιστορία της. Κατά συνέπεια το μεταναστευτικό ζήτημα δεν αποτελεί απλώς ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά στην Ελλάδα είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα αυτά με τρόπο μη μανιχαϊστικό, και να συνδυάζουμε τον ανθρωπισμό και την ευθύνη μας απέναντι στον πλανήτη, και τους συνανθρώπους μας, με την πρωταρχική μας ευθύνη να συνεχίσει να υπάρχει αυτός ο τόπος και αυτός ο λαός. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο αιτήματα πρέπει να αναζητήσουμε τη δύσκολη χρυσή τομή, έστω και σήμερα που τόσα τετελεσμένα έχουν δημιουργηθεί.

Υπάρχουν δύο μόνο τρόποι  αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος. Ο πρώτος, δουλοκτητικός, αλά Μπερλουσκόνι. Και μια εναλλακτική θέση, που επιμένει ότι οι μετανάστες είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης και γι' αυτό, εκτός από την αποτελεσματικότερη φύλαξη των συνόρων, επιδοτεί την επιστροφή στη χώρα τους ή στις χώρες που επιθυμούν, διατηρεί το καθεστώς πολιτικού ασύλου για εκείνους που πραγματικά το δικαιούνται, χρηματοδοτεί τις κοινωνικές και οικονομικές υποδομές στη χώρα απ' όπου προέρχονται, ώστε σταδιακά να εξαλειφθούν τα πραγματικά αίτια της μετανάστευσης… 

 

Σημείωση admin: Συνεχίζεται στη διεύθυνση με πολλά σχόλια και ενδιαφέροντα διάλογο….

 

ΠΗΓΗ: Μηνιαία εφημ. Ρήξη, φ. 54, http://ardin.gr/node/1578

 

Ι. Μ. Αγ. Διονυσίου εν Ολύμπω

Ι. Μ. Αγ. Διονυσίου εν Ολύμπω

 

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ (του εν Ολύμπω) Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΟΥΛΙΟΣ 2009

   
 

 

1.  Μικρό ιστορικό.

 Το Μοναστήρι ιδρύθηκε από τον κτίτορά του Άγιο Διονύσιο το 1543 ως Πατριαρχικό και Σταυροπηγιακό. Λόγω της προσωπικότητας του Αγίου Διονυσίου έγινε σύντομα ευρύτερα γνωστό και ανέπτυξε μεγάλη πνευματική δραστηριότητα, κατά το πρότυπο του ιδρυτού του.

Αιώνες πριν, η φήμη του, ξεπέρασε τα όρια του Ελλαδικού χώρου, φτάνοντας ως την Ρωσία. Παράλληλα το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου έγινε αδιάσπαστο κομμάτι της μακραίωνης ιστορίας, της κοινωνίας και της παιδείας του τόπου και συνδέθηκε με όλους τους εθνικούς αγώνες.

Με την εγκατάσταση του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο η Ελληνική αντίσταση στην περιοχή αρχίζει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Δημιουργείται μια Ελληνική περιοχή στον Όλυμπο. Το Μοναστήρι συμμετέχει στην Επανάσταση του 1821, στην επανάσταση του Ολύμπου το 1878 και στον Μακεδονικό Αγώνα. Για όλα αυτά υπέστη βαρύ τίμημα. Πυρπολήθηκε το 1790 και το 1828, από τουρκικά στρατεύματα και ο ηγούμενος του κρεμάστηκε από τους Τούρκους μαζί με 12 ακόμη μοναχούς στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Το Μοναστήρι δέχεται το τελευταίο ολέθριο πλήγμα το 1943 από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, όταν καταστρέφεται σχεδόν ολοκληρωτικά.

 Μετά την τελευταία καταστροφή του 1943 οι παλιοί μοναχοί, όσοι επέζησαν, διασκορπίζονται. Το Μοναστήρι διέρχεται μία βαθιά διοικητική κρίση και κινδυνεύει να διαλυθεί. Οι νέοι μοναχοί (δύο η τρεις), απλοί άνθρωποι, προσπαθούν να  διατηρήσουν στην ζωή το Μοναστήρι. Την περιουσία του Μοναστηριού είναι φυσικό να μη μπορούν να την διαφυλάξουν σωστά.

Το Μοναστήρι με την βοήθειά του Αγίου Διονυσίου ανασταίνεται, ανασυγκροτείται και λειτουργεί και πάλι ως Κοινόβιο. Προκύπτει η ανάγκη να προστατεύσει την περιουσία του, την οποία παρέλαβε από τον Άγιο Διονύσιο και για την οποία είχε τίτλους από αιώνες.

 

2.  Η Μοναστηριακή περιουσία.

 

Η Μοναστηριακή περιουσία είναι ιερό κειμήλιο που ανήκει στον Θεό, ιερά παρακαταθήκη που παρέλαβαν τα Μοναστήρια από τους αγίους κτίτορες και τους προηγουμένους πατέρες τους, οι οποίοι με προσωπικούς κόπους και θυσίες την δημιούργησαν και την διαφύλαξαν. Γι' αυτό οι  μοναχοί οφείλουν να προστατεύσουν την περιουσία των Μοναστηριών τους, στην οποία είναι απλοί διαχειριστές. Από σεβασμό προς τους κτίτορες και τους προηγουμένους πατέρες. Από σεβασμό προς την θέληση και επιθυμία των ευλαβών δωρητών οι οποίοι θέλησαν η περιουσία τους να περιέλθει και να παραμείνει στο Μοναστήρι. Από υποχρέωση στους νόμους του κράτους αφού τα Μοναστήρια είναι ν.π.δ.δ.  Τα υλικά πράγματα δεν είναι κακά από την φύση τους. Κακία «είναι η εσφαλμένη χρήση των νοημάτων, την οποία ακολουθεί η κακή χρήση των πραγμάτων», «και σε όλα τα πράγματα η κακή χρήση είναι αμαρτία». Οποιαδήποτε άλλη διδασκαλία καταδικάσθηκε ως αιρετική από την Εκκλησία.

Η περιουσία είναι απαραίτητη για να μπορούν τα Μοναστήρια να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους, να ασκούν το πνευματικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό τους έργο, να συντηρούν τους μοναχούς τους, να κτίζουν, καλλωπίζουν και αποκαθιστούν τα κτίρια, να διαφυλάττουν τα κειμήλια τους, να προστατεύουν την ύπαρξη και λειτουργία τους ελέγχοντας τις χρήσεις του περιβάλλοντος χώρου τους, να διακονούν τους προσκυνητές τους.

Στο νέο Μοναστήρι, αποκλειστικά με ιδίους πόρους, έγιναν σημαντικά έργα (Εκκλησία, Μουσείο, βιβλιοθήκη, αρχονταρίκι, αίθουσες συγκεντρώσεων) με σκοπό να διαφυλαχθούν τα κειμήλια και να εξυπηρετηθούν οι προσκυνητές. Υπό την ευθύνη ιερομονάχου της Ιεράς Μονής λειτουργεί εδώ και χρόνια με μεγάλη επιτυχία, μονάδα απεξάρτησης ναρκομανών, οι οποίοι συναντώνται σε χώρο που τους διαθέτει το Μοναστήρι.

Το σπουδαιότερο έργο, η αναστήλωση του παλιού Μοναστηριού (εκπόνηση μελετών, πλήρης αναστήλωση της Εκκλησίας, αποκατάσταση παρεκκλησίων, εργασίες στερεώσεως σε όλες τις πτέρυγες, έργα υποδομής κ.λ.π.), προχωράει κυρίως με πόρους του Μοναστηριού και προσωπική εργασία των μοναχών και με ελάχιστες κρατικές επιχορηγήσεις.  Δυστυχώς ο Δήμος Λιτοχώρου εκτός από κάποια χαλίκια για το στρώσιμο του δρόμου, δεν πρόσφερε τίποτε για την αναστήλωση του κατεστραμμένου Μοναστηριού.

Το Μοναστήρι δεν είναι καλό να επαιτεί συνεχώς και να εξαρτάται οικονομικά από τις προθέσεις των ισχυρών. Εξασφαλίζει στα Μοναστήρια την ελευθερία τους, η οικονομική αυτάρκεια. Όσοι θέλουν Μοναστήρια χωρίς περιουσία στην ουσία δεν θέλουν να υπάρχουν Μοναστήρια.

Οι πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή και οι περισσότεροι ακτήμονες σε περιουσίες Μοναστηριών αποκαταστάθηκαν. Σε περιουσίες που αν δεν ανήκαν σε Μοναστήρια το πιο πιθανό είναι ότι θα είχαν γίνει λεία κάποιων επιτηδείων. Στο παρελθόν επανειλημμένα διατέθηκε περιουσία του Μοναστηριού μας σε ακτήμονες η για άλλους κοινωφελείς σκοπούς χωρίς το Μοναστήρι να εισπράξει καμιά αποζημίωση. Ενδεικτικά αναφέρουμε 5.004  στρέμματα στην Πέλλα, 938,10 στρέμματα στον Βαρικό και πολλές άλλες μικρότερες εκτάσεις του Μοναστηριού και των Μετοχίων του.

 

3. Οι τίτλοι της περιουσίας του Μοναστηριού.

 

Οι τίτλοι της περιουσίας του Μοναστηριού υφίστανται από αιώνες. Ξεκινούν από την εποχή του Αγίου Διονυσίου και ανανεώνονται συνεχώς τα επόμενα χρόνια (1774, 1874, 1890, 1922, 1925, 1933 κ.λ.π.). Τα όρια που περιγράφονται στους τίτλους αυτούς επιβεβαιώνονται από παλιούς κατοίκους του Λιτοχώρου, τον Δημήτριο Φούντο, τον Γεώργιο Κάκαλο, το Νικόλαο Κλιτσινίκο και τον Αθανάσιο Νικόπουλο σε κατάθεση που δίνουν ενώπιόν του Ειρηνοδίκου Κατερίνης το 1922.

Το δάσος της Μονής και τα ακριβή όρια του, που περιλαμβάνουν γνωστά και αμετάβλητα στο χρόνο θέσεις και μορφολογικά χαρακτηριστικά (ρέματα, ράχες, κ.λ.π.) όπως περιγράφονται στους κατά καιρούς εκδοθέντες τίτλους του, τα λοιπά ιδιοκτησιακά έγγραφά του και τις μαρτυρικές καταθέσεις (του 1922 καθώς επίσης και προηγουμένων ετών) αναγνωρίζονται αμετάκλητα από τις αποφάσεις 42/1922 και 10/1925 του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας και μεταγράφονται στο Υποθηκοφυλακείο Κατερίνης. Πλήθος άλλων εγγράφων ξαναεπιβεβαιώνει το γεγονός αυτό.

Πρόσφατα το Πρωτοδικείο Κατερίνης και στην συνέχεια το Εφετείο Θεσσαλονίκης και ο Άρειος Πάγος έκριναν τελεσίδικα και αμετάκλητα υπέρ του Μοναστηριού κάποιες αμφισβητήσεις του Δημοσίου σε 4.250 στρέμματα δασικής κυρίως εκτάσεως στην θέση παλαιός Άγιος Δημήτριος (Κούτρες).

Είναι πέρα από κάθε λογική η προσπάθεια να αμφισβητηθούν οι αποφάσεις αυτές, αποκλειστικά και μόνο επειδή στη σύνθεση του Πρωτοδικείου συμμετείχε και ο πρώην Πρωτοδίκης Λ. Στάθης, διότι αν γίνει αυτό, τότε θα πρέπει να αμφισβητηθούν και όλες οι αποφάσεις στις οποίες συμμετείχε κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο ανωτέρω δικαστής. Άλλωστε ο ίδιος ποτέ δεν υπήρξε μέλος του Εφετείου Θεσσαλονίκης η του Αρείου Πάγου και φυσικά δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσει τις αποφάσεις αυτές, οι οποίες είναι και οι τελικές αποφάσεις.

Τελευταία κάποιοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν τους τίτλους του Μοναστηριού. Παρουσιάζουν την μετάφραση ενός απ' αυτούς και ισχυρίζονται ότι είναι πλαστή, διότι ο μεταφραστής του, καταδικάσθηκε δήθεν για πλαστογραφία την δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να παρουσιάζουν κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει ότι όντως ο αναφερόμενος μεταφραστής καταδικάσθηκε, για όσα του καταλογίζουν. Αλλά ο τίτλος αυτός που εκδόθηκε το 1890 δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει. Υπάρχουν όλοι οι τίτλοι που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ούτε είναι η μοναδική μετάφραση. Το 2005 με πρωτοβουλία του Μοναστηριού μεταφράσθηκε ξανά ο τίτλος από επίσημη μεταφράστρια. Το νέο περιεχόμενο της μεταφράσεως είναι ίδιο με το παλιό.

Ψευδώς ισχυρίζονται ότι η σημερινή έκταση του δάσους του Μοναστηριού είναι δήθεν 60.000 στρέμματα και ότι το Μοναστήρι δήθεν διεκδικεί, τον Μύτικα, την κορυφή του Ολύμπου και κατέχει σχεδόν όλον τον Όλυμπο. Στην πραγματικότητα το δάσος του Μοναστηριού είναι περίπου 29.000 στρέμματα και αντιστοιχεί σε λιγώτερο από το 3% του ορεινού όγκου του Ολύμπου. Από αυτά 20.500 στρέμματα ευρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας (Εθνικός Δρυμός Ολύμπου, περιοχή Natura 2000), όπου επιτρέπεται ελάχιστη η καθόλου διαχείρηση.

Μέχρι σήμερα δεν απαγγέλθηκε καμμία κατηγορία εναντίον του Μοναστηριού, όσον αφορά την εγκυρότητα η μη των τίτλων και των λοιπών ιδιοκτησιακών εγγράφων του, πολύ περισσότερο δεν καταδικάσθηκε το Μοναστήρι για κάτι τέτοιο. Άλλωστε όλα τα ανωτέρω έγγραφα, το Μοναστήρι τα χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες, σε κάθε μορφής και βαθμού δικαστήρια (Άρειο Πάγο, Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφετεία, Πρωτοδικεία κ.λ.π.), τα οποία, όλα ανεξαιρέτως, έχουν δεχθεί την εγκυρότητά τους. Θα ήταν παραλογισμός να δεχθεί κανείς ότι δεκάδες δικαστήρια, διαφορετικού βαθμού και διαφορετικών συνθέσεων και σε διαφορετικές εποχές έχουν, όλα ανεξαιρέτως, φερθεί, δήθεν ευνοϊκά στο Μοναστήρι η ότι δήθεν έχουν εξαπατηθεί από αυτό.

Σε όλη την ιστορία του το Μοναστήρι, από την εποχή του Αγίου Διονυσίου μέχρι σήμερα, αντιμετώπισε στο Λιτόχωρο δύο μερίδες ανθρώπων. Αυτών που το πολεμούσαν και αυτών (των περισσοτέρων) που το αγαπούσαν και το σεβόταν βαθιά.

Ο ίδιος ο Άγιος Διονύσιος διώχθηκε όταν, σύμφωνα με τον Συναξαριστή της αρχαίας ακολουθίας του, μερικοί κάτοικοι του Λιτοχώρου τον διέβαλαν στον Τούρκο διοικητή της περιοχής, ότι κτίζει χωρίς την άδειά του Μοναστήρι και ότι έτσι θα έχουν τόπο συγκεντρώσεως οι επαναστατημένοι Έλληνες και θα κινδυνεύουν δήθεν οι κάτοικοι της περιοχής. Αναγκάσθηκαν βέβαια να καλέσουν τον Άγιο πίσω όταν παρατεταμένη ανομβρία έπληξε τον τόπο τους μετά την φυγή του.

Αλλά και τα επόμενα χρόνια υπήρχαν παρενοχλήσεις και καταπατήσεις των κτημάτων του Μοναστηριού από μία μερίδα των κατοίκων του Λιτοχώρου με αποτέλεσμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επέμβει πολλές φορές, στέλνοντας εξαρχίες και να αναγκασθεί να εκδόσει κάποιες φορές και αφορισμούς. Σε μία από αυτές και μετά την απόρριψη «των παντοίων ειρηνοποιών και συμβιβαστικών μέτρων προς λύσιν της πολυχρονίου ταύτης έριδος και διαφοράς» που είχαν προταθεί από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ και το Μοναστήρι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη το 1877 στον αφορισμό όσων κατοίκων του Λιτοχώρου καταπατούσαν τα Μοναστηριακά κτήματα.

 

4. Το θέμα των ιδιωτών.

 

Στην δασική περιοχή του παλαιού Αγίου Δημητρίου, στην περιοχή δηλαδή των 4.250 στρεμμάτων για την οποία εκδόθηκαν οι πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, τα τελευταία χρόνια δημιουργείται θέμα με διεκδικήσεις ιδιωτών σε ακίνητά του Μοναστηριού.

Τα ακίνητα αυτά είναι διάσπαρτες αγροτικές εκτάσεις συνολικού εμβαδού 200 περίπου στρεμμάτων. Σε μερικούς από αυτούς το Μοναστήρι παλαιότερα παραχώρησε προσωρινά με η χωρίς αντάλλαγμα την χρήση κάποιων κτημάτων για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες που περνούσαν. Μερικοί τα καλλιέργησαν περιστασιακά. Οι περισσότεροι τα εγκατέλειψαν. Άλλοι τα διεκδικούν.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται η περίπτωση του Β.Χ. Με ιδιωτικό συμφωνητικό που συντάχθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1888 το Μοναστήρι είχε εκμισθώσει στον πρόγονό του, επίσης Β. Χ., στη θέση «Βλάχας Βρύση – Κούτρες» ένα χέρσο αγρόκτημα (δύο χωράφια). Με το μισθωτήριο αυτό συμφωνητικό ο τότε μισθωτής Β. Χ., ανέλαβε την υποχρέωση, με δαπάνη του, «…να ανοίξει δύο χωράφια δι' ιδίων εξόδων του και να τα νέμεται μη δίδων αντισπόρον δια μίαν δεκαετίαν εις την μονήν…». Μετά τη δεκαετία συμφωνήθηκε τα χωράφια να μείνουν στην κυριότητα του Μοναστηριού, χωρίς να μπορούν να μεταβιβασθούν σε άλλον. Σήμερα έρχεται ο απόγονός του και ισχυρίζεται ότι κατέχει το ακίνητο λόγω κληρονομιάς.

 

5. Η προτεινόμενη λύση.

 

Το Μοναστήρι τα τελευταία χρόνια παρ' όλο που δικαιώθηκε δικαστικά, χωρίς να έχει νομική η άλλη υποχρέωση, προτείνει λύσεις για το θέμα που προέκυψε, σύμφωνες με την εκκλησιαστική τάξη και πράξη.

Σε όσους μη νόμιμα κατείχαν κτήματα σε απομακρυσμένες από αυτό περιοχές («Τσαρούχα» κ.λ.π.), το Μοναστήρι προτίθεται να τους παραχωρήσει τα κτήματα αυτά, έστω και αν δεν έχουν χαρτιά. Για τους υπολοίπους, των οποίων τα κτήματα βρίσκονται κοντά στο Μοναστήρι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ησυχία του περιβάλλοντος χώρου του, να τους παραχωρηθούν αντίστοιχες εκτάσεις σε άλλο μέρος του αγροκτήματος του Μοναστηριού.

 Η παραχώρηση θα γίνει δωρεάν, χωρίς αντάλλαγμα, τηρουμένων των νομίμων διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό το Μοναστήρι δείχνει στην πράξη το ενδιαφέρον του για όλους τους ανωτέρω ιδιώτες, οι οποίοι έτσι θα αποκτήσουν νομίμους τίτλους ιδιοκτησίας.

Όλα αυτά ήδη είχαν ανακοινωθεί από το 2005 στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Πιερίας που είχε συγκληθεί ειδικά για το θέμα αυτό, στα Μ.Μ.Ε. (πρόσφατα μάλιστα και στην εφημερίδα «Δημότης Λιτοχώρου» που εκδίδει ο Δήμος Λιτοχώρου) και μεμονωμένα σε ενδιαφερόμενους κατοίκους.

Τέλος για τις όποιες διαφορές υπάρχουν με τον Δήμο Λιτοχώρου, προτείνουμε μέσα στα πλαίσια μιας πολιτισμένης κοινωνίας που ζούμε, να γίνουν αμοιβαία σεβαστές οι όποιες τελικές αποφάσεις των Ελληνικών (η Ευρωπαϊκών) Δικαστηρίων.

 

6. Διακονήματα – δραστηριότητες της Ι. Μονής.

 Το πρόγραμμα των μοναχών χωρίζεται σε τρεις ίσες χρονικές περιόδους. Η πρώτη είναι αφιερωμένη στην προσευχή, η δεύτερη στην εργασία (τα διακονήματα), και η τρίτη στην μελέτη και την ανάπαυση. Ο μοναχός με το διακόνημα του εκφράζει έμπρακτα την αγάπη του προς τους συμμοναστές του. Δεν αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη αλλά στο καλό του κοινοβίου. Πιστεύει στην κοινωνική πλευρά της εργασίας και όχι στην ιδιοτελή μορφή της. Ωφελείται πνευματικά και σωματικά από την εργασία του, συντηρεί το Μοναστήρι του και συγχρόνως του δίνει την δυνατότητα να μην εξαρτάται από κανένα οικονομικό παράγοντα. Η ευλάβεια καταστρέφεται από την οκνηρία και όχι από την εργασία.

Το διακόνημα δεν παρεμποδίζει αλλά διευκολύνει την προσευχή. Ο Απόστολος Παύλος εργαζόταν χειρωνακτικά ο ίδιος ως σκηνοποιός, για να εξασφαλίζει τα αναγκαία προς το ζειν μη θέλοντας να επιβαρύνει κανένα. Απαγόρευση της εργασίας υπήρχε μόνο από αιρετικές ομάδες όπως οι Μασσαλιανοί.

Τα αρχαία και νεώτερα εκκλησιαστικά κείμενα αναφέρονται σε πλήθος διακονημάτων όπως οι «υφάνται, ραφείς, σκυτοτόμοι, σκηνοποιοί, λεπτουργοί, οικοδόμοι, αλιείς, χαλκείς, βορδονάροιοι, ναυπηγοί, ξυλουργοί, αμπελουργοί» και ασχολίες όπως η διαχείριση των δασών, η εξορυκτική, η μεταλλευτική, η αλατουργία, η μελισσοκομία, η κτηνοτροφία υπήρχαν ανέκαθεν στα Μοναστήρια. Εφ' όσον αυτές οι δραστηριότητες πραγματοποιούνται από τα συντεταγμένα όργανα διοικήσεως των Μοναστηριών, είναι σύμφωνες με την Νομοκανονική και Εκκλησιαστική πράξη. Δεν τις διαφοροποιεί δε το γεγονός ότι αυτές γίνονται με κάποιο σύστημα, με σύγχρονα τεχνικά μέσα και έχουν κάποιο νομικό σχήμα, με την μορφή εταιρειών, προκειμένου να είναι η λειτουργία τους νόμιμη και διαφανής και να τηρούνται οι φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις.

Το Κοινόβιο, προσφέρει στον μοναχό με τις νυχθήμερες και πολύωρες ακολουθίες, την κατ' ιδίαν προσευχή και το όλο εν γένει πρόγραμμά του, το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει (σύμφωνα με τα μέτρα του) την συνεχή παρουσία του Θεού. Όλα αυτά αποτελούν μία εγγύηση ότι ο μοναχός και με την βοήθεια των συμμοναστών του, μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά τα υλικά πράγματα χωρίς να εγκλωβισθεί σ' αυτά. Μεγαλύτερο κίνδυνο και παρεκτροπή για τον μοναχό αποτελεί η αποκλειστική ενασχόλησή του με έναν δυτικού τύπου "κοινωνικό μοναχισμό", έναν τύπο μοναχισμού που είναι ξένος με την Ορθόδοξη Παράδοση, τον οποίο δυστυχώς κάποιοι μέσα στην άγνοιά τους τον προβάλλουν ως πρότυπο.

Επομένως είναι εντελώς αβάσιμα και κατά την γνώμη μας συκοφαντικά, όσα, κατά καιρούς ακούγονται για τα διακονήματα και τις δραστηριότητες της Μονής, ότι δήθεν είναι εκτός της εκκλησιαστικής τάξεως, ότι δήθεν μετατρέπουν τον οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου και όσα παρόμοια λέγονται. Με τον τρόπο αυτό δεν πλήττονται μόνο τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δημοσιεύματα, αλλά και ο θεσμός του μοναχισμού γενικώτερα, αφού πράξεις και ενέργειες που γινόταν ανέκαθεν από τα Μοναστήρια κρίνονται σαν αντίθετες στην διδασκαλία της Εκκλησίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στο Μοναστήρι μας ανέκαθεν οι μοναχοί ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία και παρήγαγαν τα σχετικά με αυτές προϊόντα.

 

7. Το Μοναστήρι και το φυσικό περιβάλλον.

 

Ο μοναχός αναχωρεί από τον κόσμο και καταφεύγει στην φύση. Το φυσικό περιβάλλον γίνεται το σπίτι του. Η στενή σχέση που αναπτύσσει με την φύση ο μοναχός του δίνει την δυνατότητα να εντάσσει αρμονικά τα μοναστηριακά κτίσματα στο περιβάλλον. Παράλληλα επειδή αγαπάει και σέβεται το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει, κατορθώνει και τις ανάγκες διαβιώσεως του να καλύψει και να προστατέψει αυτό.

Παράδειγμα δημιουργικής και αρμονικής συνύπαρξης στον χώρο του Εθνικού Δρυμού Ολύμπου είναι η παρουσία του Μοναστηριού του Αγίου Διονυσίου για 500 περίπου χρόνια, το οποίο κατόρθωσε και να συντηρηθεί και συγχρόνως να προστατεύσει και να διαφυλάξει την ωραιότητα και μοναδικότητα του χώρου στον οποίο ευρίσκεται, για τον οποίο όλοι καυχώμαστε σήμερα.

Αν εξετάσει κανείς αεροφωτογραφίες της περιοχής, θα διαπιστώσει, ότι στην περιοχή αυτή του Ολύμπου, μόνο το δάσος που ευρίσκεται υπό την προστασία του Μοναστηριού, φθάνει τόσο κοντά στην θάλασσα. Σε αντίστοιχες γειτονικές περιοχές δεν υπάρχουν πλέον δάση.

Επικριθήκαμε από τον προηγούμενο δήμαρχο Λιτοχώρου το 2004, ότι αποκλείσαμε την μελλοντική ανάπτυξη του Λιτοχώρου προς τη μεριά του Ολύμπου. Αν εννοείται ανάπτυξη η αλόγιστη ανοικοδόμηση και τσιμεντοποίηση που έγινε σε άλλες περιοχές στις παρυφές του Ολύμπου, στην περιοχή του Λιτοχώρου, οι μελλοντικές γενεές θα μας ευγνωμονούν που αποτρέψαμε τέτοιες επεμβάσεις.

Άλλωστε ποτέ δεν εμποδίσαμε κάποιον να απολαύσει το φυσικό περιβάλλον του Ολύμπου. Αντίθετα διευκολύναμε με κάθε τρόπο την εξυπηρέτηση των επισκεπτών και ορειβατών του Ολύμπου (π.χ. δωρεά εκτάσεως στο Δημόσιο για την κατασκευή ορειβατικού καταφυγίου στην Πετρόστρουγγα). Σταθήκαμε όμως εμπόδιο στις εμπορικές επιθυμίες κάποιων για την αλόγιστη ανάπτυξη της περιοχής του Ολύμπου που βρίσκεται υπό την προστασία του Μοναστηριού. Αυτός ίσως είναι και ένας από τους βασικούς λόγους πολεμικής κατά του Μοναστηριού.

Παράλληλα είμαστε οι μόνοι που αντιδράσαμε για την επέκταση του πεδίου βολής αρμάτων Λιτοχώρου, διότι με την επέκταση αυτή κινδυνεύει σοβαρά το μοναδικό φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον του Ολύμπου, καθώς επίσης και η ζωή και η φυσική ακεραιότητα των μοναχών, εργατών, επισκεπτών και ορειβατών του Ολύμπου. Σεβόμαστε και εκτιμούμε βαθιά το έργο των Ενόπλων Δυνάμεων, πιστεύουμε όμως ότι αυτό δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος των φυσικών και πολιτιστικών θησαυρών της Πατρίδος μας, την στιγμή που μπορεί να γίνει το ίδιο καλά σε άλλες περιοχές.

Για τον λόγο αυτό προσφύγαμε στα αρμόδια δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ειρηνοδικείο, Εισαγγελικές αρχές κ.λ.π.), προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί η επέκταση του πεδίου βολής. Και όλα αυτά παρόλο που αν γίνει η επέκταση, θα δικαιούμαστε να εισπράξουμε ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσό ως αποζημείωση. Αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει, δεν είναι τα χρήματα, όσο η προστασία της περιοχής που την θεωρούμε το σπίτι μας και τον χώρο που μας συνδέει με τον Άγιο Διονύσιο και τους προαπελθόντες πατέρες του Μοναστηριού.

 

8. Η θέση του Μοναστηριού.

 

Η παρουσία του Αγίου Διονυσίου και του Μοναστηριού του στον Όλυμπο για 500 περίπου χρόνια είναι μια ιστορική πραγματικότητα.

Τελευταία το Μοναστήρι μας έχει γίνει στόχος και των ανθρώπων που προσπαθούν να αναβιώσουν το αρχαίο δωδεκάθεο. Θεωρούν ότι δήθεν δεν συνάδει η παρουσία του Μοναστηριού στον χώρο του Ολύμπου. Είναι βέβαια δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ότι θέλει. Δεν μπορεί όμως κανείς να αρνείται την ιστορία και το γεγονός ότι ο Άγιος Διονύσιος και το Μοναστήρι του έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την περιοχή του Ολύμπου.

Στο παρελθόν έχουμε αρνηθεί προτάσεις, που έγιναν με διάφορα οικονομικά ανταλάγματα, για την δημιουργία σε εκτάσεις του Μοναστηριού, αναπαραστάσεως αρχαίας πόλεως – πνευματικού κέντρου εκ μέρους διαφόρων οργανώσεων και σύλλόγων που εκφράζουν δωδεκαθεϊστικές και νεοειδωλολατρικές αντιλήψεις. Μήπως όλα αυτά εξηγούν και την παρουσία των ομάδων αυτών στην πρόσφατη «ειρηνική» διαδήλωση κατά του Μοναστηριού;

 

9. Επίλογος

 

Ο Μοναχισμός είναι ένα σημείο αντιλεγόμενο. Πολλοί άνθρωποι τον πολεμούν επειδή δεν τον κατανοούν. Άλλοι επειδή αντιλαμβάνονται τον δυναμισμό του, προσπαθούν να τον καταστήσουν ακίνδυνο και ανενέργητο, να τον υποβιβάσουν στην μορφή ενός φιλανθρωπικού σωματείου η μιας κοινωνικής οργανώσεως. Άλλοι με την βαθύτερη αίσθηση που διαθέτουν τον πλησιάζουν και βρίσκουν λύση στα υπαρξιακά προβλήματά τους. Κατανοούν ότι δημιουργεί ελεύθερα πρόσωπα και όχι ελεγχόμενα άτομα. Γι' αυτό τον αγαπούν και τον σέβονται απεριόριστα.

Σαν μοναχοί έχουμε την αίσθηση ότι δεν είμαστε ισάξιοι των παλαιοτέρων αλλά και των νεωτέρων αξίων μοναχών. Γνωρίζουμε ότι και εμείς σαν άνθρωποι συχνά σφάλουμε. Ωστόσο προσπαθούμε να ακολουθούμε τους Πατέρες μας. Δεν περιμένουμε να ακούσουμε επαίνους ούτε καταξίωση του έργου μας. Δεν μας ενοχλεί η καλόπιστη κριτική. Ο μοναχικός βίος είναι  ταπείνωση, "άσκηση σώματος και αφάνεια ψυχής". Δεν έχει ανάγκη από διαφήμιση. Το έργο του καθ' ενός "οποίον εστίν το πυρ δοκιμάσει" και «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται».

Σε θέματα όμως που αφορούν την ακρίβεια της πίστεώς μας και τον θεσμό του μοναχισμού είμαστε ανυποχώρητοι. Δεν έχουμε ούτε την διάθεση ούτε το δικαίωμα να θυσιάσουμε στο ελάχιστο, ό,τι κράτησε το Μοναστήρι μας σε ζωή εδώ και πέντε αιώνες. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους πως ό,τι παραλάβαμε από την μοναχική παράδοση, την παράδοση του Μοναστηριού μας και τους προαπελθόντες πατέρες του και κυρίως από τον κτίτορα και προστάτη μας Άγιο Διονύσιο το θεωρούμε αδιαπραγμάτευτο.

Την θέση μας αυτή την επιβάλει το χρέος μας προς τον Θεό, τον Άγιο Διονύσιο και τις μελλοντικές γενεές και όχι κάποια προσωπική αντίθεση η αντιπαλότητα. Για τον λόγο αυτό τελειώνοντας θα θέλαμε να απευθύνουμε πρόσκληση για συνεργασία προς τον Δήμο Λιτοχώρου, τους φορείς της περιοχής, αλλά και όλους τους πολίτες, όχι μόνο για την επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν αλλά και για δημιουργική συνεργασία μεταξύ μας, για το καλό του τόπου.

 Εκ της Ιεράς Μονής

Διαβάστε σε δύο pdf (μονοτονικό ή πολυτονικό) την παρέμβαση – από "Το Μανιτάρι του Βουνού",  με τίτλο:

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ (του εν Ολύμπω) Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ,

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΟΥΛΙΟΣ 2009

Μονοτονικό: I.Moni-Agiou-Dionysiou-en-Olympw-se monotoniki-grafi-ioulios-2009

Πολυτονικό: I.Moni-Ag.Dionysiou-en-Olympw-se-polytoniki-grafi

Ελληνισμός – Χριστιανισμός: Η συνάντηση …

Ελληνισμός – Χριστιανισμός: Η συνάντηση των δύο κόσμων*

 

Του Μητρ. Περγάμου  Ιωάννη   (Ζηζιούλα)**

 

Α. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Αντίθεση και αλληλεπίδραση

 

Το πρόβλημα των ιστορικών καταβολών του Χριστιανισμού δεν μας ενδιαφέρει εδώ σαν ερώτημα απόλυτο, αλλά μόνο στη σχέση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό στους τρεις πρώτους αιώνες. Έτσι το ερώτημα των ιστορικών καταβολών του Χριστιανισμού παίρνει για μας συγκεκριμένα την ακόλουθη σειρά: ποιος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Ελληνισμός στην πρώτη ιστορική εμφάνιση του Χριστιανισμού;

Υπήρξε άραγε κάποια παρουσία του ελληνικού πνεύματος στο ιστορικό αυτό υπέδαφος, που έφερε στο φως της Ιστορίας τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες μαζί με την πίστη τους στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού; Ποια είναι ή σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στις ιστορικές καταβολές του τελευταίου;

Μετά τη δύση της λεγόμενης "Θρησκειολογικής Σχολής", που είχε τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση τη σχέση του αρχικού Χριστιανισμού με τις μυστηριακές θρησκείες της εποχής του και ιδιαίτερα με τον Ελληνισμό, η σύγχρονη έρευνα έχει πλέον πεισθή ότι οι ιστορικές ρίζες του Χριστιανισμού δεν πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στον Ελληνισμό καθαυτό ή γενικά στο εξωβιβλικό θρησκειακό περιβάλλον της εποχής εκείνης, αλλά στον Ιουδαϊσμό των χρόνων εκείνων. Η αναγνώριση των πρώτων καταβολών του Χριστιανισμού έγινε κυρίως με την ανακάλυψη του εσχατολογικού χαρακτήρος, που φέρει ο αρχικός Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η μορφή του Ιησού Χριστού, όπως μας παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια. Η πεποίθηση αυτή της σύγχρονης έρευνας, που ξεκινά με τα έργα κυρίως των J. Weiss και Α. Schweitzer, έχει πλέον τόσο βαθιά εδραιωθή, ώστε κάθε προσπάθεια κατανοήσεως του προσώπου, των λόγων και του έργου του Ιησού Χριστού να συναρτάται αυτομάτως με την έρευνα του Ιουδαϊσμού των χρόνων εκείνων. Η πεποίθηση ότι o Ιησούς Χριστός ήταν "Ιουδαίος", ότι "η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί" και ότι ο Χριστιανισμός ξεπήδησε στην Ιστορία σαν μια μορφή εκπληρώσεως των προσδοκιών του Ιουδαϊσμού της εποχής εκείνης, έχει σχεδόν πλήρως εκτοπίσει κάθε παλαιότερη προσπάθεια συσχετισμού του αρχικού Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό.

Το άμεσο, λοιπόν, υπέδαφος πού εξέθρεψε τον αρχικό Χριστιανισμό πρέπει να αναζητηθή στον Ιουδαϊσμό και όχι στον Ελληνισμό της εποχής εκείνης. Σημαίνει άραγε τούτο ότι πρέπει να αποκλεισθή κάθε παρουσία και σημασία του Ελληνισμού στις ιστορικές καταβολές του Χριστιανισμού;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι απλή· αποτελεί ένα από τα περιπλοκώτερα προβλήματα της Ιστορίας. Η αιτία της δυσκολίας συνίσταται σε τούτο: Από το ένα μέρος ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός αντιπροσωπεύουν για την εποχή εκείνη δύο πνευματικά και πολιτιστικά μεγέθη τόσο ασυμβίβαστα μεταξύ τους, ώστε αρκεί να διαπιστωθή η παρουσία του ενός για να αποκλεισθή αυτόματα η παρουσία του άλλου. Η αντίθεση μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού υπήρξε τόσο σφοδρή, ώστε να οδηγήση σε σκληρούς, μακροχρόνιους και πολλές φορές αιματηρούς αγώνες αλληλοεξοντώσεως. Από το άλλο όμως μέρος, μέσα σ' αυτή την εξοντωτική πάλη πραγματοποιόταν μια σταθερή και βαθιά διείσδυση του Ελληνισμού στον Ιουδαϊσμό και αντίστροφα. Ο Ελληνισμός που κυριαρχούσε πολιτιστικά στον ιστορικό χώρο του Ιουδαϊσμού της εποχής εκείνης προκαλούσε την αντίδραση του Ιουδαϊσμού, ακριβώς γιατί με την αναπόφευκτη διείσδυσή του γινόταν απειλητικός για την ίδια την υπόσταση του Ιουδαϊσμού. Έτσι αντίθεση και επίδραση ενεργούν ταυτόχρονα και κάνουν την ιστορική εικόνα πιο πολύπλοκη από όσο εμφανίζεται συνήθως στα μάτια επιπόλαιων ερευνητών.

Η ιστορική πραγματικότητα εμφανίζεται μάλιστα ακόμη πιο πολύπλοκη, αν σκεφθή κανείς ότι οι παράγοντες που συγκροτούν το θρησκευτικό περιβάλλον του αρχικού Χριστιανισμού δεν είναι μόνον ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός, αλλά και οι διάφορες ανατολικές θρησκείες της Αιγύπτου κλπ., καθώς και η περσική θρησκεία, που διαδραματίζει αποφασιστικότατο ρόλο στη διαμόρφωση τόσο του Ιουδαϊσμού, όσο και του Ελληνισμού της εποχής εκείνης. Από την άποψη, λοιπόν, τουλάχιστον της θρησκευτικής καταστάσεως της εποχής εκείνης οι όροι "Ιουδαϊσμός" και "Ελληνισμός" αποτελούν γενικεύσεις, που μπορούν να αποδειχθούν παραπλανητικές, αν δεν προσέξη κανείς πολύ. Οπωσδήποτε όμως παραμένει γεγονός ότι, παρά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων αυτών θρησκευτικών ρευμάτων, δεν παύει να ισχύη μια ουσιαστική διάκριση τόσο μεταξύ του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού, όσο και των άλλων παραγόντων, που αναφέραμε προηγουμένως. Η διάκριση αυτή επιτρέπει να γίνη λόγος για ένα ιστορικό και θρησκευτικό περιβάλλον, που είναι βασικά "Ιουδαϊκό" και που σε αντιδιαστολή με τους άλλους παράγοντες, και ιδιαίτερα με τον Ελληνισμό, αποτελεί το περιβάλλον που οδηγεί στην εμφάνιση του αρχικού Χριστιανισμού.

Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, για να κατανοήσουμε τη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στις ιστορικές καταβολές του τελευταίου, είναι ανάγκη να αρχίσουμε από τη σχέση Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού στα χρόνια που προηγούνται της εμφανίσεως του Χριστιανισμού. Με τον τρόπο αυτό θα φθάσουμε στη σχέση Ελληνισμού και αρχικού Χριστιανισμού όχι απευθείας, αλλά δια μέσου του Ιουδαϊσμού, που αναγνωρίζεται πια ως το άμεσο ιστορικό περιβάλλον που γέννησε τον Χριστιανισμό.

 

Οι ελληνικές επιδράσεις στον εβραϊκό χαρακτήρα του ιουδαϊσμού

 

Ο Ελληνισμός επιδρά στον Ιουδαϊσμό των ελληνιστικών χρόνων σε όλα σχεδόν τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό) τόσο σε περιόδους θρησκευτικής ανοχής κυρίως τότε, όσο και σε περιόδους συγκρούσεων και διωγμού. Η γνώμη ότι ο Ιουδαϊσμός της Παλαιστίνης (από τον οποίο γεννάται ιστορικά ο Χριστιανισμός) σε σύγκριση με αυτόν της Διασποράς παρέμεινε ουσιαστικά ανέπαφος από τον Ελληνισμό, αποδεικνύεται εσφαλμένη. Μέσα στην καρδιά του Ιουδαϊσμού κυοφορούνται στους χρόνους που εξετάσαμε αλλοιώσεις του παραδοσιακού εβραϊκού χαρακτήρος του Ιουδαϊσμού μεγάλης σημασίας για ό,τι θα συμβή αργότερα. Οι βασικότερες από αυτές τις αλλοιώσεις σχετίζονται με την εισαγωγή της συστηματικής και θεωρητικής σκέψεως στον Ιουδαϊσμό με τη συστηματική θεώρηση του κόσμου και της Ιστορίας, που συνεπάγεται μια διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντος προς την κατεύθυνση της ενότητας και παγκοσμιότητας της Ιστορίας, μια κατεύθυνση που ήταν ήδη δυναμικά παρούσα στη βιβλική έννοια της δημιουργίας.

Παρ' όλα αυτά θα ήταν λάθος να νομισθή ότι η διείσδυση αυτή του Ελληνισμού εξαφάνισε εντελώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ιουδαϊσμού. Η συσπείρωση γύρω από την torah και την προφητική παράδοση ήταν τόσο ισχυρή, ιδιαίτερα μετά την προσπάθεια του βίαιου εξελληνισμού των Ιουδαίων από τον Αντίοχο Δ΄, ώστε η επάνοδος στα αρχικά ουσιαστικά συστατικά της εβραϊκής θρησκείας να είναι δυνατή ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Έτσι νέες μορφές θεωρήσεως του κόσμου, όπως η Αποκαλυπτική, αντί να εξαλείψουν τελικά, διαιωνίζουν την αρχαία εβραϊκή νοοτροπία. Στις ημέρες της εμφανίσεως του Χριστιανισμού η εσχατολογική προσδοκία, που είχε καλλιεργήσει η Αποκαλυπτική, δίνει τη βάση για την ανάπτυξη της νέας πίστεως σε καθαρά εβραϊκάπροφητικά σχήματα σκέψεως. Η θεώρηση του κόσμου κάτω από το πρίσμα της Ιστορίας και όχι του αφηρημένου θρησκευτικού στοχασμού ή της κοσμολογίας παραμένει το σημείο συνδέσεως της νέας πίστεως, που θα αναπτυχθή γύρω από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, με τον παραδοσιακά εβραϊκό Ιουδαϊσμό μάλλον παρά με τον Ελληνισμό.

Εν τούτοις ο Ελληνισμός διαδραμάτισε έναν καίριο διπλό ρόλο σε όλη την εξέλιξη αυτή από τον Ιουδαϊσμό στον Χριστιανισμό. Από το ένα μέρος με την απειλητική παρουσία του και τη διείσδυσή του στον Ιουδαϊσμό συνετέλεσε στο να στενέψη η καρδιά του Ιουδαϊσμού σε μια αποκλειστικότητα εθνικιστική, που ταύτιζε τον Νόμο με το γράμμα των διατάξεών του και την εσχατολογική προσδοκία με τα στενά πολιτικά και εθνικά συμφέροντα των Ιουδαίων, ήταν μια στάση αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας, που αναπτύχθηκε φυσικά μετά τις διεισδυτικές επιτυχίες του Ελληνισμού, και οδήγησε στην κατάσταση, στην οποία βρίσκουμε τον Ιουδαϊσμό στα χρόνια του Ιησού Χριστού. Από την κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις απέραντες προσηλυτιστικές δυνατότητες που είχε ο Ιουδαϊσμός στον ελληνορωμαϊκό χώρο, ύστερα από το κύρος που του έδωσαν οι επιτυχίες του Μακκαβαϊκού πολέμου και η υπεροχή και έλξη της μονοθεϊστικής και ηθικής διδασκαλίας του, δημιουργήθηκε το δίλημμα της ιουδαϊκής θρησκείας μεταξύ ενός ανοίγματος προς τα "έθνη" και μιας συντηρητικής αυτοπροστασίας της εθνικής του ταυτότητος. Ο μεγάλος αριθμός των "προσηλύτων" στα χρόνια του Ιησού, που διστάζουν να κάμουν το τελικό βήμα της πλήρους εντάξεώς τους στον Ιουδαϊσμό, μαρτυρεί την τραγικότητα του διλήμματος αυτού, που δημιούργησε ο Ελληνισμός στον Ιουδαϊσμό της εποχής εκείνης. Από αυτή ακριβώς την αδυναμία του Ιουδαϊσμού ξεπήδησε η δυνατότητα του Χριστιανισμού. Παρεξηγημένος σαν μια απειλή κατά του Νόμου και της ιουδαϊκής αυτοσυνειδησίας, ο Χριστιανισμός, με το προφητικό του πνεύμα ανοίγεται πρώτα προς τους μισητούς Σαμαρείτες και έπειτα στους μη Ιουδαίους γενικά.

Η ιστορική ευκαιρία του Χριστιανισμού προπαρασκευάζεται έτσι από τον διχασμό που δημιουργείται στην καρδιά του Ιουδαϊσμού ανάμεσα στις οικουμενικές δυνατότητες που έκρυβε η βιβλική πίστη του και στην ανάγκη της αυτοπροστασίας και επιβιώσεώς του ως εθνικής ομάδος. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή (αρνητικά) του Ελληνισμού στην εμφάνιση του Χριστιανισμού: η πρόκληση μιας γόνιμης "κρίσεως συνειδήσεως" στον Ιουδαϊσμό, μιας κρίσεως που θα προκαλέση αργότερα και στον Χριστιανισμό το ίδιο "προκλητικό" ελληνικό πνεύμα. Έτσι, όπως θα δούμε, οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν και θα εγκολπωθούν τις δυνατότητες του Χριστιανισμού θα είναι οι Ελληνιστές Ιουδαίοι, αυτοί δηλαδή που πιο πολύ από κάθε άλλον ζουν τον εσωτερικό αυτό διχασμό του Ιουδαϊσμού.

Αλλά η συμβολή αυτή του Ελληνισμού στην εμφάνιση του Χριστιανισμού συνοδεύεται, σαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, από κάτι πολύ πιο θετικό. Είδαμε πόσο σημαντική υπήρξε για τον Ιουδαϊσμό η τάση που απέκτησε κάτω από την επίδραση του ελληνικού πνεύματος να σκέπτεται "Οντολογικά", να συνδυάζη δηλαδή τα πρακτικά και ιστορικά διαφέροντα, που του κληροδότησε η εβραϊκή σκέψη, με το ερώτημα του όντος, του σταθερού σημείου αναφοράς της πραγματικότητος. Χάρη στο νέο αυτό στοιχείο που εισάγει ο Ελληνισμός, δύο τουλάχιστον θεμελιακές προϋποθέσεις δημιουργούνται για την εμφάνιση του Χριστιανισμού:

α) η ενότητα και παγκοσμιότητα της Ιστορίας, που θα χρησιμεύση ως υπέρβαση της εθνικιστικής στενότητος, που είχε κυριεύσει τον Ιουδαϊσμό, και ως αξιοποίηση της βιβλικής εννοίας της δημιουργίας με απέραντες δυνατότητες ιεραποστολής για τον Χριστιανισμό, και

β) η Χριστολογία, που χάρη στην ελληνική αυτή προεργασία θα αντικαταστήση την Οντολογία του Νόμου, του σταθερού αυτού σημείου αναφοράς της ιουδαϊκής συνειδήσεως, με την Οντολογία ενός προσώπου, του Ιησού Χριστού, που ταυτιζόμενος με τον ίδιο τον Θεό θα γίνη το σταθερό σημείο αναφοράς όλης της Ιστορίας. Έτσι η παρουσία της ελληνικής σκέψεως στις ιστορικές διεργασίες, που οδηγούν στην πρώτη Χριστολογία, αντιπροσωπεύει το βασικότερο θέμα που πρέπει να ελκύση την προσοχή μας.

 

Β. Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ

 Η θέση του Παύλου στο θέμα της σχέσεως Ελλήνων και Ιουδαίων

 

Όπως φαίνεται από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στην "Προς Γαλάτας" επιστολή του, η διαμόρφωση της θέσεως του Παύλου στο θέμα της σχέσεως Ελλήνων και Ιουδαίων στον Χριστιανισμό αρχίζει από τη ριζική αναθεώρηση της ραββινικής θεολογίας των Φαρισαίων, την οποία είχε μελετήσει και στην οποία ανήκε και ο ίδιος πριν γίνη χριστιανός ("κατά νόμον Φαρισαίος"). Προσεκτική μελέτη της επιχειρηματολογίας του αυτής δείχνει ότι το καίριο σημείο διαφωνίας του με τη θεολογία των Φαρισαίων αφορούσε την ιδέα τους ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται έναντι του θεού μόνον αν τηρήση τον Νόμο και μάλιστα αν τον τήρηση ολόκληρο. Η ιδέα αυτή έφερε αυτόματα σε σύγκρουση τον Χριστιανισμό με τον Ιουδαϊσμό των Φαρισαίων, γιατί οι Ιουδαίοι που έγιναν Χριστιανοί μετέθεσαν τη βάση της δικαιώσεώς τους από τον Νόμο στο πρόσωπο του Μεσσία, του Χριστού.

Έτσι όλοι οι Χριστιανοί και όχι μόνον ο Παύλος ανοίγουν πια τον δρόμο για τη δικαίωση έναντι του θεού σε όλους όσοι δεν γνωρίζουν ή δεν τηρούν τον Νόμο, ολικά ή μερικά. Αυτό επιτρέπει στον Παύλο να θέση το καίριο ερώτημα (στον Πέτρο αλλά κατ' επέκταση και σε όλους τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς): "ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνικώς και ουχί ιουδαϊκώς ζης, πώς τα έθνη αναγκάζεις ιουδαΐζειν;" (Γαλ. 2, 14). Εδώ ακριβώς βρίσκεται το αποφασιστικό σημείο στη σχέση Χριστιανισμού και εθνικών. Εφόσον η σωτηρία του ανθρώπου στηρίζεται πια στην πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και όχι στην τήρηση του Νόμου, η πόρτα ανοίγει αναπόφευκτα και σε όσους δεν τηρούν ή δεν γνωρίζουν καν τον Νόμο.

Αυτό φαίνεται να δημιουργή μια πλήρη εξίσωση Ιουδαίων και Ελλήνων έναντι του θεού. Έτσι μπορεί να διακήρυξη ο Παύλος ότι "ουκ έστι διαστολή Ιουδαίου τε και Έλληνος" και ότι στην κοινωνία της Εκκλησίας "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην… πάντες γαρ υμείς είς έστε εν Χριστώ Ιησού". Ωστόσο υπάρχει πάντοτε, για τον Παύλο τουλάχιστον, μια διάκριση. Η διάκριση αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ όλοι Ιουδαίοι και Έλληνες είναι πια δικαιωμένοι και ίσοι έναντι του Θεού, οι επαγγελίες και ο ίδιος ο Μεσσίας προήλθαν από τους Ιουδαίους και όχι από τους Έλληνες. Με αλλά λόγια οι Ιουδαίοι προηγούνται στον Χριστιανισμό από τους Έλληνες, όχι μόνο χρονικά αλλά και ουσιαστικά, αφού με το να γίνουν χριστιανοί οι Έλληνες γίνονται ουσιαστικά "σπέρμα του Αβραάμ", όπως βιάζεται να προσθέση ο Παύλος αμέσως μετά τη διακήρυξη ότι είναι πια ίσοι εν Χριστώ. Γι' αυτό ακριβώς το κήρυγμα του Χριστού πρέπει να αρχίση πρώτα από τους Ιουδαίους ("Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι"). Γι' αυτό θα ευχόταν ο ίδιος να γίνη ανάθεμα, αρκεί να σωθούν οι Ιουδαίοι (Ρωμ. 9, 3). Γι' αυτό, για τον Παύλο τουλάχιστον, η Εκκλησία δεν είναι ολοκληρωμένη ωσότου εισέλθη και ο Ισραήλ σ' αυτήν. Τις ιδέες αυτές τις αναπτύσσει ο Παύλος διεξοδικά, στα κεφάλαια 911 της "Προς Ρωμαίους" επιστολής του. Απευθυνόμενος εκεί στους εθνικούς που έγιναν χριστιανοί βλέπει μπροστά του ένα συγκλονιστικό "μυστήριο" του ελέους του Θεού: η απείθεια των Ιουδαίων στο κήρυγμα περί Χριστού ανοίγει τον δρόμο στους μη Ιουδαίους να γίνουν δεκτοί στις επαγγελίες του Θεού που δόθηκαν στους Ιουδαίους. Τώρα όμως εδώ είναι ένα βαρυσήμαντο σημείο ο Ισραήλ θα σωθή πια μόνο περνώντας από τους εθνικούς ("τω υμετέρω ελέει ίνα και αυτοί Ιουδαίοι ελεηθώσι", Ρωμ. 11, 31).

Για κάποιον που πίστευε, όπως ο Παύλος, σε όλη του τη ζωή ότι ή σωτηρία του κόσμου βρίσκεται μόνο στον Ιουδαϊσμό, είναι συγκλονιστικό να σκεφθή ότι ο Ισραήλ τελικά θα σωθή περνώντας από μια κοινωνία, την Εκκλησία, που βασικά πια την αποτελούν οι Έλληνες εθνικοί: "Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού", αναφωνεί στο τέλος του 11ου κεφαλαίου. Το γεγονός της παρουσίας των Ελλήνων και μάλιστα κατά πλειονότητα στην Εκκλησία είναι για τον Παύλο η ανατροπή κάθε λογικής και κάθε σοφίας, όπως την είχε μάθει στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση. Γι' αυτό, όταν γράφεται η "Προς Εφεσίους" επιστολή, σε μια εποχή (αρχές ίσως του 60 μ.Χ.), που πιθανόν να είχε γίνει ήδη σαφές ότι βασικά η Εκκλησία συνδέεται πια ιστορικά με τον Ελληνισμό, το όλο θέμα της θέσεως των Ελλήνων μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή της ενότητος Ιουδαίου και Έλληνος σε ένα σώμα, χαρακτηρίζεται ως ανεξερεύνητο μυστήριο, ως η κατ' εξοχήν απόδειξη της επεμβάσεως του Θεού στην Ιστορία.

 

Ο Παύλος και οι ελληνικές κατηγορίες σκέψεως

 

Αν επιχειρήσουμε τολμηρότατο μέσα σε λίγες γραμμές να δώσουμε μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο αφομοιώνονται και αλλοιώνονται στη σκέψη του Παύλου τόσο οι εβραϊκές, όσο και οι ελληνικές κατηγορίες σκέψεως, για να βγη από αυτές το νέο, το καθαρά χριστιανικό ή Παύλειο, θα πρέπει να θυμηθούμε τα γενικά πλαίσια της θεολογικής σκέψεως του Παύλου και να τοποθετήσουμε μέσα σ' αυτά τις ειδικές περιπτώσεις των όρων ή νοημάτων πού υφίστανται την αλλοίωση. Βασικά ο Παύλος βλέπει τον άνθρωπο και γενικά το θέμα της αλήθειας μέσα στα βιβλικά πλαίσια της δημιουργίας και της ιστορίας της σωτηρίας, όπως αυτά πραγματοποιούνται στο πρόσωπο του Χριστού και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, στην Εκκλησία. Κάθε έννοια, είτε εβραϊκή είτε ελληνική είναι η προέλευσή της, περνά μέσα από το διυλιστήριο αυτό, όπου αποκτά τη νέα σημασία της. Αυτό συμβαίνει π.χ. με τη χρήση του όρου "συνείδησις" (και του ρηματικού τύπου "σύνοιδα"), που τον συναντούμε πολύ συχνά στις επιστολές του Παύλου. Η ελληνική σκέψη αρχίζει, χρονολογικά και ουσιαστικά, από την αντίληψη του ανθρώπου ως σκεπτομένου όντος που αποκτά με αυτό τον τρόπο "συνείδηση" του κόσμου αλλά και του εαυτού του, μαζί με όλες τις πολώσεις που περιλαμβάνονται στον τελευταίο και που οδηγούν στα ηθικά διλήμματα και στους "ελέγχους". Από εκεί οδηγείται η ελληνική σκέψη στην ηθική έννοια της συνειδήσεως, που επικρατεί ιδιαίτερα στους χρόνους λίγο πριν από την Καινή Διαθήκη.

Στην εβραϊκή νοοτροπία, αντίθετα, η βάση της γνώσεως γενικά βρίσκεται στον θεό και στον λόγο του, ο οποίος δημιουργεί τη συνείδηση όχι πια στον ανθρώπινο νου, αλλά στην "καρδίαν" του ανθρώπου, στον χώρο της υπακοής και της αγάπης. Ο Παύλος με έναν τρόπο δημιουργικό συνθέτει τις δύο αυτές έννοιες και τις αλλοιώνει τοποθετώντας τες σε νέο φως: η συνείδηση είναι βέβαια και γι' αυτόν γνώση και αυτογνωσία, που περιλαμβάνει "έλεγχον", δεν πηγάζει όμως από τον άνθρωπο και τις νοητικές του ικανότητες, αλλά από την κρίση του Θεού. Ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο γιατί γνωρίζεται από τον Θεό. Κάτοπτρο αυτής της συνειδήσεως είναι ο Χριστός και οι σχέσεις του ανθρώπου μέσα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Έτσι φθάνει να πη ο Παύλος το πρωτότυπο αυτό, ότι η συνείδηση του ανθρώπου αξιολογείται ουσιαστικά, πραγματώνεται όχι από τον ίδιο ούτε απλώς από τον θεό, αλλά από τους άλλους, μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας (βλ. π.χ. Α΄ Κορ. 8, 7-13· Β΄ Κορ. 5, 11, και ιδιαίτερα Α΄ Κορ. 10, 29). Έτσι η όλη γνωσιολογία μεταφέρεται στον χώρο της αγάπης (Α΄ Κορ. 8,2-3) και η αγάπη από "πρακτική" και "συναισθηματική" κατηγορία γίνεται γνωσιολογική έννοια.

Με τον τρόπο αυτό η ελληνική σκέψη δεν απορρίπτεται: πρόκειται και πάλι για μια "συνείδηση" με γνωσιολογικό και κριτικό περιεχόμενο, που επιτρέπει τη χρήση του όρου και για τους εθνικούς (με την έννοια πού βρίσκουμε στην επιστολή προς Ρωμαίους 2, 15). Υφίσταται όμως μια βασική αλλοίωση που της αφαιρεί την ανθρωποκεντρικότητα και κάθε δυνατότητα αυτονομίας, που θα μπορούσε να της προσδώση πραγματικά και της προσέδωσε η ελληνική σκέψη. Της αφαιρεί επίσης κάθε αδιέξοδο και αρνητικότητα, που θα μπορούσε να της προσδώση η εβραϊκή αντίληψη περί θείας κρίσεως. Διαμορφωμένη στο πρόσωπο του Χριστού και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή της χριστιανικής κοινότητος, η "συνείδηση" αποκτά κάτι το λυτρωτικό που βρίσκεται στην αγάπη.

Γενικά όλοι οι ανθρωπολογικοί όροι, όπως οι συναφείς μεταξύ τους σώμα-σαρξ-νους-πνεύμα κλπ., υφίστανται παρόμοιες αλλοιώσεις στη σκέψη του Αποστόλου. Ο άνθρωπος δεν ορίζεται πια από αυτό που είναι καθαυτός, από την ουσία του (την υλική ή την πνευματική), αλλά από τη σχέση του με τον Θεό και με τους άλλους. Πρόκειται για μια αλλοίωση της όλης Οντολογίας που, όπως θα δούμε αργότερα, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη φιλοσοφία των Πατέρων της Εκκλησίας. Μια τέτοια αλλοίωση επιτρέπει στον Παύλο να χρησιμοποιή ελληνικά ανθρωπολογικά σχήματα, όπως οι αντιθέσεις "σαρξ πνεύμα" κλπ., χωρίς να δέχεται ή να δημιουργή με αυτό τον τρόπο οντικές κατηγορίες και δυαλιστικά σχήματα (νεο)πλατωνικής ή άλλης φύσεως. Έτσι μια έννοια, όπως το "σώμα", γίνεται γι' αυτόν το "σκήνος" από το οποίο "ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι… και ενδημήσαι προς Κύριον" κάτι πού τόσο εύκολα μπορεί να παρεξηγηθή νεοπλατωνικά αλλά συγχρόνως και η πιο ιερή και θετική οντολογική κατηγορία, το νήμα του Χριστού, της Εκκλησίας, της Ευχαριστίας, του κάθε πιστού, δηλαδή ο όρος που εκφράζει όχι μόνο την αδιαίρετη ακεραιότητα του ανθρώπου, αλλά και την αιώνια ζωή και σωτηρία του.

Η διεργασία αυτή που υφίσταται η ελληνική "σοφία" στη σκέψη του Παύλου επεκτείνεται ουσιαστικά σε όλη τη θεολογία του και είναι ανάλογη προς εκείνη που πραγματοποιείται γενικά στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες.

 

Γ. Η ΑΛΛΗΛΟΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗ

Εκχριστιανισμός του ελληνισμού και εξελληνισμός του χριστιανισμού

 

Ο 2ος αι. ήταν κρίσιμος για τις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Είχε γίνει πια σαφές ότι η ιστορική πορεία του Χριστιανισμού ήταν δεμένη οριστικά με τον Ελληνισμό. Ο δεσμός όμως αυτός δεν ήταν χωρίς κινδύνους για τον Χριστιανισμό. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος ήταν να εξελληνισθή τόσο πολύ ο Χριστιανισμός, ώστε να αποτελέση ουσιαστικά ένα παρακλάδι, μιαν "αίρεση" του Ελληνισμού. Στις αιρέσεις ο κίνδυνος αυτός δεν αποφεύχθηκε. Κοσμοθεωριακά στοιχεία του Ελληνισμού αντικατέστησαν βασικές θέσεις του Χριστιανισμού με αποτέλεσμα να αλλάξη ριζικά ο χαρακτήρας του τελευταίου. Στην περίπτωση των Απολογητών η αντικατάσταση αυτή ήταν μόνο μερική. Χάρη στην εκλεκτικότητα των χριστιανών αυτών στοχαστών, πολλές από τις βασικές κοσμοθεωριακές θέσεις του Ελληνισμού δεν βρήκαν τον δρόμο τους στον Χριστιανισμό. Οι Απολογητές επέμεναν στη διατήρηση βασικών άρθρων της πίστεως της Εκκλησίας και απέρριπταν κάθε ελληνική διδασκαλία πού ήταν αντίθετη σ' αυτά.

Αλλά η ελληνική σκέψη δεν ήταν κάτι που μπορούσε να περιορισθή σε συγκεκριμένα "θέματα" ή άρθρα πίστεως. Διαπερνούσε τα πάντα και αποτελούσε σε τελευταία ανάλυση υπόθεση μεθοδολογίας, αφορούσε δηλαδή στη στάση που παίρνει ο άνθρωπος γενικά απέναντι στον κόσμο και στους θεούς. Και στο σημείο αυτό, όπως είδαμε, οι Απολογητές, στην προσπάθεια τους να εναρμονίσουν τον Χριστιανισμό με την ελληνική φιλοσοφία, άφησαν τον Ελληνισμό να διαπεράση τη χριστιανική στάση απέναντι στον κόσμο κατά ένα τρόπο επικίνδυνο. Το φαινόμενο αυτό το ονομάσαμε ήπιο εξελληνισμό του Χριστιανισμού. Οι Απολογητές δεν ήταν οι ίδιοι αιρετικοί – και αυτό χάρη στην εκλεκτικότητα τους. Έριξαν όμως τα σπέρματα τρομερών αιρέσεων που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία στον 3ο και τον 4ο αι.

Ο τρόπος, με τον όποιο αντιμετώπισε ή Εκκλησία τόσο τις πρώτες αιρέσεις που εξετάσαμε όσο και αυτές που προέκυψαν αργότερα από τον "ήπιο εξελληνισμό" του Χριστιανισμού από τους Απολογητές, συνδέεται ουσιαστικά με το όλο πρόβλημα της σχέσεως Ελληνισμού και Χριστιανισμού τον 2ο αι. Παράλληλα με την κίνηση τόσο του ακραίου όσο και του ήπιου εξελληνισμού του Χριστιανισμού, για τους οποίους αναφέραμε παραπάνω, αναπτυσσόταν τον 2ο αι. και μια αντίστροφη πορεία στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Ήταν η προσπάθεια του Χριστιανισμού να κατακτήση αυτός ουσιαστικά τον Ελληνισμό, να γίνη δηλαδή ένας εκχριστιανισμός του Ελληνισμού όχι στην επιφάνεια αλλά στην ουσία.

Το ενδιαφέρον στην ιστορία της εποχής που εξετάζουμε είναι ότι εκείνοι που έκαναν την πρώτη αυτή προσπάθεια εκχριστιανισμού του Ελληνισμού ήταν οι ίδιοι Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι ο εκχριστιανισμός αυτός δεν ήταν μια άρνηση του Ελληνισμού.

Ήταν μια μεταμόρφωση, στην οποία τα βασικά ερωτήματα και ενδιαφέροντα του ελληνικού πνεύματος ικανοποιήθηκαν με απαντήσεις που δεν ήταν πια "ελληνικές". Έτσι η μεγάλη αυτή μεταμόρφωση απέδειξε ότι ο Χριστιανισμός μπόρεσε να κάνη μια βαθιά διάκριση ανάμεσα στα ερωτήματα και στις απαντήσεις του ελληνικού πολιτισμού. Γιατί υπήρχαν πραγματικά ερωτήματα όχι μόνο βέβαια διανοητικά, αλλά κυρίως υπαρξιακά που μόνον οι Έλληνες με τον τρόπο της σκέψεώς τους ήταν σε θέση να προβάλουν. Μερικά από αυτά, όπως το κοσμολογικό, το Οντολογικό κλπ. Αλλά ακριβώς το ότι τέτοια ερωτήματα και αγωνίες τυπικά, και αποκλειστικά, ελληνικές, βρήκαν ικανοποίηση σε μια κοσμοθεωρία που στη βάση της την ιουδαϊκή δεν έθετε ποτέ τέτοιου είδους ερωτήματα, αυτό ακριβώς είναι το θαύμα που επιτέλεσαν οι Έλληνες Πατέρες. Το θαύμα αυτό, που απαιτούσε δημιουργική σκέψη σπάνια, ολοκληρώθηκε βέβαια και έδειξε το μεγαλείο του τον 4ο αι., στη "χρυσή" αυτή περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας. Αλλά η αρχή του, χωρίς την οποία ποτέ δεν θα υπήρχε η "χρυσή" εκείνη περίοδος, βρίσκεται στον 2ο αι.

 

Συμπεράσματα

 

Ο Χριστιανισμός έκανε πλήρη χρήση του ελληνικού πολιτισμού στα μέσα της εκφράσεώς του. Πήρε από τον Ελληνισμό τη γλώσσα και τις μορφές εκφράσεως, όπως όλοι οι κάτοικοι της ελληνορωμαϊκής οικουμένης στα χρόνια αυτά, χωρίς όμως να επιδοθή στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων. Η Ομιλητική και το κήρυγμα μόνο προς το τέλος του 2ου αι., και αυτό πολύ δειλά, αρχίζουν να καλλιεργούνται με βάση τα ελληνικά πρότυπα. Η υμνογραφία δεν παρουσιάζει και αυτή ανάπτυξη σε σημείο που να θεωρηθή συμβολή στην εξέλιξη της ελληνικής φιλολογίας. Μόνον η ελληνική πολιτική ζωή φαίνεται να έχη κάποια σχέση με την οργάνωση της Εκκλησίας. Εκείνο όμως που έχει καίρια σημασία στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στα χρόνια αυτά είναι η συνάντηση δύο κοσμοθεωριών και η γέννηση από τη συνάντηση αυτή ενός νέου κόσμου. Από το πρίσμα αυτό προπαντός είδαμε την ιστορική εξέλιξη του Χριστιανισμού στον χώρο του Ελληνισμού, γιατί αυτό κυρίως έκρινε και κρίνει και σήμερα ακόμη την ιστορική πορεία του Ελληνισμού.

Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο επίπεδο της κοσμοθεωρίας δημιούργησε συγκρούσεις, αλληλοεπιδράσεις, αλλά και ιστορικής σημασίας μεταμορφώσεις τόσο στον Ελληνισμό όσο και στον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός, έχοντας τις ιστορικές καταβολές του στον Ιουδαϊσμό, έφερε μαζί του μια θεώρηση του κόσμου που επικράτησε να την λέμε βιβλική. Σύμφωνα με τη θεώρηση, αυτή ο κόσμος δεν είναι αυθυπόστατος, ούτε αυτεξήγητος. Για να τον κατανοήσης και να ζήσης σωστά σ' αυτόν, πρέπει να πας πίσω από αυτόν, να προϋποθέτης ένα ον εντελώς ελεύθερο από τον κόσμο, τον Θεό, ο οποίος δεν ερμηνεύεται από τον κόσμο, αλλά ερμηνεύει αυτός ως προϋπόθεση τον κόσμο. Τόσο ελεύθερος είναι ο Θεός αυτός από τον κόσμο, ώστε η ελευθερία Του, η θέληση και η ενέργειά Του να δημιουργούν όντα. Οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να λεχθή ότι υπάρχει είναι αποτέλεσμα της ελευθερίας και των επεμβάσεων του ελευθέρου αυτού Όντος στον χώρο και στον χρόνο. Έτσι η βιβλική σκέψη έφθασε στο σημείο να βλέπη τα πάντα από τη σκοπιά της Ιστορίας. Το ρήμα "είναι" στη βιβλική (την εβραϊκή) γλώσσα δεν αντιστοιχεί παρά στο "δραν", "συμβαίνειν" κλπ.

Μια τέτοια νοοτροπία ήταν φυσικό να συναντήση δυσκολίες στον ελληνικό χώρο. Όχι γιατί η ελληνική σκέψη ήταν «άθεη», κάθε άλλο. Από την κλασική ακόμη εποχή οι Έλληνες καλούσαν τη φιλοσοφία τους "θεολογία", ενώ στα χρόνια που εξετάσαμε εδώ είχαν καλλιεργήσει ακόμη περισσότερο τις θεολογικές πλευρές της σκέψεώς τους. Αλλά ο θεός των Ελλήνων ήταν πάντοτε δεμένος με τον κόσμο. Ουσιαστικά δεν ήταν αυτός η προϋπόθεση που ερμηνεύει τον κόσμο, αλλά το συμπέρασμα, στο οποίο φθάνουμε εξετάζοντας τον κόσμο (Πλάτων). Και όταν ακόμη ο Θεός δημιουργή τον κόσμο από τη θέλησή του, όπως στον "Τίμαιο" του Πλάτωνος, τον δημιουργεί από ύλη πού προϋπάρχει. Είναι ήδη γνωστό πως δημιουργός σημαίνει στην ουσία διακοσμητής. Είναι αδιανόητο για τον αρχαίο Έλληνα να προϋποθέσης ένα Θεό που δεν δεσμεύεται από το Είναι. Το Είναι είναι η προϋπόθεση της δράσεως και της ελευθερίας – όχι το αντίστροφο που υποδηλώνει η βιβλική νοοτροπία. Πρώτα υπάρχεις και ύστερα δρας ελεύθερα. Η ελευθερία που αυθαιρετεί απέναντι του κόσμου και της αρμονίας του είναι ύβρις που τιμωρείται ακριβά. Αυτό διδάσκει με συνέπεια η αρχαία τραγωδία.

Το πρόβλημα λοιπόν που δημιούργησε η είσοδος του Χριστιανισμού στον χώρο του Ελληνισμού ήταν βαθύτατο. Ήταν πρόβλημα ερμηνείας. Για να καταλάβη ένας Έλληνας, σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω, το κήρυγμα περί Χριστού, έπρεπε πρώτα να θέση το ερώτημα: τι είναι ο Χριστός. Για τον Ιουδαίο που γινόταν Χριστιανός τέτοιο ερώτημα ή δεν υπήρχε ή έπαιρνε την απάντησή του από την Ιστορία: ο Χριστός αντιπροσωπεύει μια ορισμένη επέμβαση και πράξη του Θεού στον Κόσμο αυτό είναι το Είναι του, δηλαδή μια θεία πράξη και συνεπώς ο Θεός ο ίδιος. Έτσι το πρόβλημα της ερμηνείας μεταβαλλόταν σε θέμα αλλαγής νοοτροπίας. Ο Έλληνας έπρεπε να μάθη να σκέπτεται ιστορικά και να ανάγη το Είναι στην ελευθερία, να αναστρέψη δηλαδή την κοσμοθεωρία του. Αλλά το πρόβλημα είχε και την αντίθετη πλευρά. Με το να θέτη το ερώτημα περί Χριστού περί κόσμου οντολογικά και όχι ιστορικά (με το να ερωτά δηλαδή τι είναι ο Χριστός ή κάποιο ον) ο Έλληνας υποχρέωνε τους κήρυκες του Χριστιανισμού να βρουν τρόπους να εκφράσουν την πίστη τους με οντολογικές κατηγορίες, χωρίς όμως να δεχθούν την ελληνική νοοτροπία, όπως την περιγράψαμε παραπάνω (χωρίς δηλαδή να δεσμεύσουν τον Θεό και την ελευθερία στην οντολογία). Εδώ ακριβώς αρχίζει η μεγάλη δυσκολία, αλλά και η μεγάλη δυνατότητα. Εδώ γεννιέται ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός.

Στην ιστορική αναδρομή πού κάμαμε, είδαμε τις αποτυχίες και τις επιτυχίες του Χριστιανισμού στο μεγάλο αυτό θέμα. Πολλοί χριστιανοί στοχαστές, στη συνάντηση αυτή των δύο κοσμοθεωριών, έκλιναν ολοκληρωτικά ή μερικά προς την πλευρά της ελληνικής κοσμοθεωρίας. Άλλοι όμως μετέτρεψαν τον κίνδυνο σε δυνατότητα. Παρέμειναν Έλληνες επιμένοντες να ρωτούν για το Είναι του κόσμου, του Χριστού και του Θεού· αλλά και βιβλικοί με το να ανάγουν το Είναι του κόσμου στην ελευθερία και να κρίνουν την ύπαρξη του κόσμου με το κριτήριο της Ιστορίας, και των εσχάτων. Και έτσι έγινε το θαύμα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία ο Ελληνισμός έμαθε να ταυτίζη το Είναι με την ελευθερία και με την πράξη και να κάνη την προσωπική σχέση και την αγάπη όχι αποτέλεσμα του Είναι αλλά ταυτόσημη με αυτό. Συγχρόνως έμαθε και ο κόσμος όλος ότι οι δύο πολιτισμοί που επί αιώνες αντιμάχονταν αλλήλους, ο Ανατολικός Συριακός και ο Ελληνικός, και που υποχρεώθηκαν να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη στις ελληνιστικές και ρωμαϊκές πραγματικότητες της Ιστορίας, μπορούσαν πια ελεύθερα και σαν αποτέλεσμα μιας βαθιάς εσωτερικής συνθετικής διεργασίας να ζουν ως ένας άνθρωπος.

Το "ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος" που διεκήρυξε ο Παύλος δεν ήταν εύκολο να γίνη ιστορική πραγματικότητα. Σήμαινε μια βαθύτατη αλλαγή στην Ιστορία, της οποίας δημιουργοί ήταν οι Έλληνες Πατέρες. Η δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στα πρόσωπα των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας έκρινε έτσι οριστικά και ευεργετικά την πορεία όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας Ιστορίας.

 

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται πλήρες στον Στ΄ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού έθνους

 

** Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας είναι και τ.Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών

 

ΠΗΓΗ:   http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/keimena/zizioulas.htm

Ποντιακή διάλεκτος, Τουρκία, ΟΥΝΕΣΚΟ

Η ποντιακή διάλεκτος στην Τουρκία και ο Άτλαντας των γλωσσών της ΟΥΝΕΣΚΟ

 

Του Φάνη Μαλκίδη

 

Μετά την οθωμανική κατάκτηση του Εύξεινου Πόντου, ακολούθησε και ο βίαιος εξισλαμισμός των Ελλήνων. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών του Πόντου σημειώνονται στην περιοχή του Όφεως, ακολουθούν οι περιοχές των Σουρμένων, Αργυρούπολης, Τόνιας και άλλες. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων διατήρησαν τη γλώσσα τους, την ποντιακή διάλεκτο και εν μέρει χριστιανική θρησκεία τους κρυφά.

Το Φεβρουάριο του 1856 υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Σουλτάνος υπέγραψε το Χάτι-Χουμαγιούν, με το οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ήταν ελεύθερος να αλλάξει θρησκεία χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Ωστόσο οι εξελίξεις με την άνοδο των Νεότουρκων και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν επέτρεψαν διάσωση της γλώσσας, όπως θα έπρεπε καθώς και την μεταστροφή στην αρχική θρησκεία.

 Σύντομα το νεοτουρκικό κίνημα καθώς και το κεμαλικό οργάνωσε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου καθώς και τη γενοκτονία των Ελλήνων της Θράκης και της Μικράς Ασίας (Ιωνίας), που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο διωγμός του μεγαλύτερου μέρους των ελληνόφωνων του Πόντου ολοκληρώθηκε το 1924 και στον Πόντο έμειναν μόνο οι μουσουλμάνοι Ελληνόφωνοι, αφού η ανταλλαγή των πληθυσμών η οποία ακολούθησε τις διώξεις έγινε με βάση το θρήσκευμα.

Η διάλεκτος των Ελλήνων του Πόντου, η οποία συντηρείται μέχρι σήμερα παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν από την Τουρκία, είναι μια από τις σημαντικότερες ελληνικές διαλέκτους η οποία προέρχεται από τα ελληνιστικά χρόνια, με πλήθος λέξεων προέλευσης από την Ομηρική περίοδο. Σήμερα η ποντιακή διάλεκτος εξακολουθεί να μιλιέται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπου κατέφυγαν οι Πόντιοι μετά το διωγμό, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου οι Πόντιοι έφυγαν σαν μετανάστες και φυσικά στην Τουρκία όπου ζουν συμπαγείς ποντιακοί πληθυσμοί. (Ο Ομέρ Ασάν, συγγραφέας του βιβλίου ο Πολιτισμός του Πόντου αναφέρεται σε 300.000 Ποντιόφωνους).

Η πρόσφατη δημοσίευση, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα των γλωσσών, από την UNESCO (Η εκπαιδευτική επιστημονική και πολιτιστική οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών) του ψηφιακού διαδραστικού 'Aτλαντα των γλωσσών του πλανήτη σε κίνδυνο (http://www.unesco.org/culture/ich/index.php?pg=00206 ), δημιουργεί νέα δεδομένα για την ποντιακή διάλεκτο. Ο 'Aτλαντας των παγκόσμιων γλωσσών σε κίνδυνο απαριθμεί 18 γλώσσες στην Τουρκία που αντιμετωπίζουν την εξαφάνιση, όπου μεταξύ των άλλων συμπεριλαμβάνεται η ποντιακή διάλεκτος στον κατάλογο των γλωσσών που κινδυνεύουν. Στη μελέτη της UNESCO, ο βαθμός στον οποίο μια γλώσσα αντιμετώπισε την εξάλειψη τέθηκε σε 5 κατηγορίες:

● επισφαλής

●  σίγουρα σε κίνδυνο

● σοβαρά σε κίνδυνο

● αυστηρά σε κίνδυνο

● εξαφανισμένη.

  Η UNESCO αναφέρει σχετικά ότι «Οι γλώσσες είναι εργαλεία αρχής της ανθρωπότητας για την έκφραση των ιδεών, των συγκινήσεων, της γνώσης, των μνημών. Οι γλώσσες είναι επίσης αρχικοί φορείς των πολιτιστικών εκφράσεων και της άϋλης πολιτιστικής κληρονομιάς, ουσιαστικοί στην ταυτότητα των ατόμων και των ομάδων. Η προστασία των διακυβευμένων γλωσσών είναι έτσι ένας κρίσιμος στόχος να διατηρήσει την πολιτιστική ποικιλομορφία παγκοσμίως».

Η Τουρκία όμως αντιδρά στην προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας και ανάκτησης της ιδιαίτερης ταυτότητας των Ποντιόφωνων. Οι προσπάθειες εκ μέρους των νέων κυρίως Ποντίων να εκφράσουν με λόγια ή με γραπτά κείμενα την ποντιακή τους διάλεκτο, την ιστορία, την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του λαού, βρίσκουν απέναντί τους την Τουρκία.

Στο άρθρο 42 του τουρκικού Συντάγματος αναφέρονται σχετικά τα εξής: «Καμία γλώσσα εκτός από τον Τούρκο δεν θα διδαχθεί ως μητρική γλώσσα στους τουρκικούς πολίτες σε οποιαδήποτε ιδρύματα της κατάρτισης ή της εκπαίδευσης. Οι ξένες γλώσσες που διδάσκονται στα ιδρύματα της κατάρτισης και της εκπαίδευσης και των κανόνων να ακολουθηθούν από τα σχολεία που διευθύνουν την κατάρτιση και την εκπαίδευση σε μια ξένη γλώσσα θα καθοριστούν από το νόμο».

Από την άλλη πλευρά το δίκτυο για την εκπαίδευση και τα ακαδημαϊκά δικαιώματα δηλώνει ότι ενώ το άρθρο 42 άλλαξε τις 9 Αυγούστου 2002 για να επιτρέψει τη «εκμάθηση των διαφορετικών γλωσσών και των διαλέκτων που χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά από τους Τούρκους πολίτες στις καθημερινή τους ζωή, αυτό το δικαίωμα υπόκειται στους πολυάριθμους περιορισμούς, αφού η εκπαίδευση μητρικών γλωσσών στην Τουρκία είναι περιορισμένη και θεωρείται ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας».

Τους περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης των εξισλαμισμένων Ποντίων που μιλούν σήμερα την ποντιακή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας και ζουν σήμερα στην Τουρκία, έχει καταγγείλει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και προς τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) το 2002, η μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών», με γραπτή έκθεσή της. Επίσης προφορική παρέμβαση στην 58η συνεδρίαση το 2002 της επιτροπής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε για το ίδιο θέμα και από η μη κυβερνητική οργάνωση «MRAP – Κίνηση ενάντια στο ρατσισμό – για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».

Η μη κυβερνητική οργάνωση περιγράφοντας αυτή την κατάσταση, επιθυμούσε να επιμείνει στην ανυπαρξία ελευθερίας έκφρασης των Ποντίων, στη σημερινή Τουρκία, ενώ η αναφορά έγινε και στη πληροφόρηση για τις συνθήκες ζωής αυτού του λαού, αφού διεθνής κοινότητα οφείλει να γνωρίζει αυτή την κατάσταση. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στην αναφορά της μη ανωτέρω κυβερνητικής οργάνωσης, οι παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της άρσης της διάκρισης εναντίον αυτού του λαού, αποτελούν ένα βήμα προς τη διαφύλαξη ενός ζώντος πολιτισμού, ο οποίος έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα.

Η δημοσίευση του Άτλαντα της UNESCO αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη για την Ποντιακή διάλεκτο, αφού για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σ' αυτήν από όργανο του ΟΗΕ. Μάλιστα η αναφορά αυτή συμπίπτει με την προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια για διατήρηση της διαλέκτου και ανάκτησης της ταυτότητας ενός πληθυσμού, που βιώνει την τρομοκρατία και τις διώξεις και κάνει καθημερινές εκπτώσεις στην ποιότητα ζωής του.

 

Φάνης Μαλκίδης, 03.03.2009,  malkidis@gmail.com

Μετοχή και ιδιωτεία

Μετοχή και ιδιωτεία

 

Tου Χρήστου Γιανναρά

 

Όταν μιλάμε για ελληνική παράδοση – τότε που λειτουργούσε – δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων.

Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Έλληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο και για την ποιότητα.

Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφ θούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής.

Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι' αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.

Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».

Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.

Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Έλληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».

Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Έλληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»:

Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Έλληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.

 

Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Έλληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία τ ων πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.

Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος.

Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης -κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης- είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.

Αν είχαν αρκεστεί και οι Έλληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.

 

Όμως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.

Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ως και την επόμενη Κυριακή.

Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί – βράδυ.

Ίσως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.

 

ΠΗΓΗ: Η Καθημερινή, Hμερομηνία δημοσίευσης: 12-04-09,

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_12/04/2009_310911

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τΜτΒ. Το άρθρο αναρτήθηκε με αφορμή τη χτεσινή μέρα της αποχής ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα και σε ευρωεκλογές και την σταθεροποίησης της τάσης εξ-ευρωπαιοποίησης και σ' αυτό.

Επίσης της μεγιστοποίησης των ποσοστών των «Λοιπών» κομμάτων και γενικά του γυρίσματος της πλάτης στο γερασμένο αντιπροσωπευτικό σύστημα και την μείωση της συμμετοχής στα κοινά του βίου…

Μας μένει όμως η όντως συμμετοχή στην πραγματική αγορά του «δήμου» ως ζητούμενο…

ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟΙ …

 ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟΙ  …  Ή  ΓΙΑΤΙ  ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ!

(Μια παρουσίαση με τη βοήθεια 13 χαρτών)

Του TheoTheoreio  (Σωτήρη Καρρά)

1. ΜΙΑ  ΜΙΚΡΗ  ΚΡΟΑΤΙΚΗ  ΛΩΡΙΔΑ  ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ  ΤΕΛΕΙΩΣ  ΤΗΝ  ΒΟΣΝΙΑ  ΑΠΟ  ΠΡΟΣΒΑΣΗ  ΣΤΟ  ΝΕΡΟ

Προσέξτε πως η λεπτή κίτρινη λωρίδα της Κροατίας αποκλείει τελείως την Βοσνία από το νερό. Θυμάστε κανένα πόλεμο μεταξύ των δυο;  Είναι και αυτή μια από τις αιτίες.

Όχι μόνο!  Προσέξτε πως η πολύ μικρή πράσινη γραμμή της Βοσνίας φθάνει μέχρι το νερό και πως μετά η κίτρινη της Κροατίας συνεχίζει.  Που σημαίνει, πιθανώς χρειάζεται διαβατήριο για να περάσεις από Κροατία σε Κροατία.

Συνέχεια

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων Ι

 Οι Τελώνες των Ευαγγελίων

Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης

 

Του Νίκου Παύλου, Θεολόγου-Καθηγητή Δ. Ε.

 

Εικόνα: Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)

Στην εποχή του Ιησού, τον 10 αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους.

Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές[i], θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους "υιούς του Αβραάμ" κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις[ii], ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς , τους εθνικούς και τις πόρνες.

Ο Π. Ν. Τρεμπέλας[iii], συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει "αι απαιτήσεις του επαγγέλματός των (των τελωνών) καθίστων πρακτικώς αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα".

Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν -εξ αιτίας του επαγγέλματός τους- με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί ) τους οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση[iv].

Πράγματι το επάγγελμα -και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω -τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους[v], γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.

Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών;

Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που, και συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ' ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη[vi], όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.

Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα: Εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν;

Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος. Ταυτόχρονα είναι γνωστή η ανοχή που έδειχναν στις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων οι Ρωμαίοι επίτροποι και οι Ηρώδες[vii]. Έτσι είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος πως θα διέταζαν τους εισπράκτορες των τελών να συναλλάσσονται την ημέρα της θρησκευτικής αργίας. Τέλος οι τελώνες δεν θα ήταν οι μοναδικοί Ιουδαίοι που θα είχαν συνεργασία με εθνικούς. Οπότε και πάλι αυτοί οι λόγοι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την δεινή θρησκευτική τους θέση που περιγράφουν τα Ευαγγέλια.

Άρα συνθετότερα φαίνονται να είναι τα αίτια της κοινωνικής απόρριψης, της απέχθειας και του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης για τους τελώνες. Το πιθανότερο -και αυτή η θέση θα υποστηριχτεί στη συνέχεια- είναι πως η αντίδραση εναντίον τους οφείλονταν κυρίως στη θρησκευτική φόρτιση που είχε ο φόρος για τους κατοίκους της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως για τους Ιουδαίους η απόδοση του φόρου ήταν καθαρά μία θρησκευτική πράξη, που, εκτός των άλλων, ξεκαθάριζε το ζήτημα της κυριαρχίας της άγιας γης. Άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ξεσηκώθηκαν οι Ζηλωτές, ήταν η αντίδρασή τους στην προσφορά φόρου στον κατακτητή, πράγμα που φανερώνει τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά του.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι τελώνες δεν ήταν απαραίτητα αποξενωμένοι από το Θεό και το λαό, όπως τους παρουσίαζαν κυρίως οι Φαρισαίοι. Αυτό το γεγονός αντανακλάται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και ενισχύεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου, ο οποίος στο δεύτερο βιβλίο του " Ιουδαϊκού πολέμου" αναφέρεται στην βοήθεια που προσέφερε ο τελώνης Ιωάννης στην ιουδαϊκή κοινότητα της Καισάρειας την εποχή του Νέρωνα. Συγκεκριμένα έδωσε μαζί με άλλους επιφανείς Ιουδαίους οκτώ τάλαντα στο ρωμαίο επίτροπο Φλώρο (64-66), ώστε αυτός να ευνοήσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους σε διένεξη που είχαν με τους Έλληνες κατοίκους της πόλης[viii].

 

Η θέση των τελωνών στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

 

Για να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι επαγγελματικές δραστηριότητες των τελωνών και οι λόγοι που ο λαός της Παλαιστίνης τους θεωρούσε παραδείγματα προς αποφυγήν θα πρέπει εδώ, δι' ολίγων, να γίνει αναφορά στο φορολογικό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[ix].

Η φορολογία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μία υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις επαρχίες[x]. Από αυτές εισπράττονταν οι φόροι του κράτους, που ήταν ή σε χρήμα[xi] ή σε είδος (σιτάρι, άλλα τρόφιμα κ. α.[xii]. Κάθε μία από αυτές έπρεπε να δίνει ή το ένα ή το άλλο. Υπήρχαν όμως και επαρχίες, όπως η Αίγυπτος, που υποχρεώνονταν να δίνουν και τα δύο.

Για να πληρώνει μία επαρχία μόνο χρηματικό φόρο στον κατακτητή θα έπρεπε στο έδαφός της να μην υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες[xiii], στις οποίες θα καταβάλλονταν ο ανεφοδιασμός τους ή να υπάρχουν ελάχιστες. Η Παλαιστίνη ανήκε σ' αυτή την κατηγορία. Όπως είναι γνωστό, την εξουσία εδώ την ασκούσαν οι φόρου υποτελείς ο εθνάρχης Αρχέλαος και οι τετράρχες που όλοι ανήκαν στην οικογένεια των Ηρωδών, ενώ την Ιουδαία την κυβερνούσε ο ρωμαίος επίτροπος που είχε την έδρα του στην Καισάρεια. Οι Ηρώδες , προφανώς φρόντιζαν για τους δικούς τους στρατιώτες, ενώ στην Ιουδαία υπήρχε ουσιαστικά μόνο η ρωμαϊκή φρουρά που έδρευε στο φρούριο Αντωνία της Ιερουσαλήμ σαν μόνιμη στρατιωτική εγκατάσταση[xiv].

Οι επαρχίες έπρεπε να φροντίζουν για τον εφοδιασμό της Ρώμης με σιτάρι και να παρέχουν τροφή στους αξιωματούχους και τους στρατιώτες. Ταυτόχρονα έπρεπε να δίνουν και μετρητά στα όργανα της αυτοκρατορίας, ενώ μπορούσαν να υπάρξουν και φόροι με ειδική έγκριση του αυτοκράτορα, όπως για παράδειγμα ο φόρος στο Ναό που έδιναν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης.

Εκτός από τους άμεσους φόρους σημαντικοί ήταν και οι έμμεσοι που εισπράττονταν υπό τη μορφή δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από μία επαρχί α ή περιοχή της αυτοκρατορίας σε μία άλλη. Ειδικοί χώροι, τα τελωνεία, υπήρχαν γι' αυτό το σκοπό. Ένα τέτοιο, όπως πληροφορούν οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, βρίσκονταν στην περιοχή της Καπερναούμ, στο οποίο έγινε η κλήση του Ματθαίου. Στη Γαλιλαία[xv] φαίνεται να είναι άμεση η εξάρτηση του φόρου από τις παραγωγικές διαδικασίες που σχετιζόταν με τη λίμνη Γεννησαρέτ (αλιεία, συντήρηση αλιευμάτων κοκ.).

(Εικόνα: Η Γαλιλαία τον 1ο αιώνα μ. Χ.)

Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η ενοικίαση των φόρων της αυτοκρατορίας από μεγάλους επιχειρηματίες, τους δημοσιώνες, ή από όμιλο, που τον αποτελούσαν οι τελώνες, αν επρόκειτο για τέλη, των οποίων ήταν χαρακτηριστική η ποικιλία στο ρωμαϊκό κράτος[xvi]. Επικεφαλής τέτοιου ομίλου, που δημιουργούσε μία εταιρεία, ήταν ο αρχιτελώνης. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Ζακχαίος, που, όπως φαίνεται στο ευαγγέλιο του Λουκά, είχε ενοικιάσει με άλλους συναδέλφους του, τους δασμούς του τελωνείου της Ιεριχώς.

Ο Ματθαίος προτού γίνει μαθητής του Χριστού ήταν τελώνης που ανήκε στον όμιλο επιχειρηματιών που είχαν μισθώσει το τελωνείο της Καπερναούμ. Δουλειά του ήταν η είσπραξη των δασμών για τα εμπορεύματα που διακινούνταν από την περιοχή του Ηρώδη Αντίπα σ' αυτή του Φιλίππου.

Ζητούμενο είναι από ποια αρχή οι τελώνες της Παλαιστίνης ενοικίαζαν τους φόρους. Από τους Ρωμαίους ή από τους τοπικ ούς υποτελείς ηγεμονίσκους; Φυσικά για την περιοχή της Ιουδαίας δεν τίθεται θέμα. Εφόσον εδώ την εξουσία την ασκούσαν οι ρωμαίοι επίτροποι θα είχαν στην δικαιοδοσία τους και τους φόρους, οπότε αυτοί θα τους ενοικίαζαν στους ομίλους των επιχειρηματιών. Όσο για τις άλλες περιοχές οι φόροι ενοικιάζονταν από τους Ηρώδες , οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία στο εσωτερικό τους. Άρα οι τελώνες της Γαλιλαίας, και μεταξύ αυτών και ο Ματθαίος, εισέπρατταν τα τέλη, που ενοικίαζαν από τον Ηρώδη Αντίπα.

(Εικόνα: Νόμισμα Ηρώδη Αντίπα με ελληνική επιγραφή)

 

 Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού για τη φορολογία

 

 Γράφοντας ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος για την επανάσταση του Ιούδα του Γαλιλαίου τονίζει μεταξύ των άλλων: "(Όταν έγινε επίτροπος ο Κωπώνιος)… τις ανήρ Γαλιλαίος Ιούδας όνομα εις απόστασιν ενήγε τους επιχωρίους, κακίζων ει φόρον τε Ρωμαίοις τελείν υπομένουσιν και μετά τον Θεόν οίσουσι θνητούς δεσπότας" (Ιουδ. Πόλεμος ΙΙ 118). Δηλαδή ο βασικός λόγος που ξεκίνησε ο αγώνας του Ιούδα και των Ζηλωτών εναντίον των Ρωμαίων ήταν η φορολογία που υποχρεωνόταν να δίνει ο λαός του Θεού στους κατακτητές.

Αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία των Ιουδαίων για τη φορολογία[xvii] είχε καθαρά θρησκευτικό κίνητρο. Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις που αντικατοπτρίζονται στην παραπάνω μαρτυρία του Ιώσηπου η απόδοση φόρου σε κάποιον σήμαινε πως αυτός αναγνωρίζονταν ως αφέντης και κυρίαρχος. Για το μωσαϊκό νόμο όμως και τους κατοίκους της Παλαιστίνης τέτοιος ήταν μόνο ο Θεός. Σύμφωνα με το Λευιτικόν (25,23) "και η γη ου πραθήσεται εις βεβαίωσιν, εμή γαρ έστιν η γη, διότι προσήλυτοι και πάροικοι υμείς εστέ εναντίον μου".

Δίνοντας λοιπόν εισφορές στο Ναό του Θεού και αυτοί που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη και αυτοί που βρίσκονταν στη διασπορά αυτόματα έδειχναν ποιος είναι ο κυρίαρχος : Μόνο ο Θεός και μόνο στο Ναό Του έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος που αποκτούσε έτσι έναν θρησκευτικό συμβολισμό. Βεβαίως , μετά από όλα αυτά, είναι αυτονόητη η αντίθεση των παραπάνω θέσεων του Ιουδαϊσμού με την επαχθή φορολογία, που επέβαλλαν οι ρωμαίοι κατακτητές και οι συνεργάτες τους Ηρώδες, την οποία εισέπρατταν έμμεσα μέσω των τελωνών, που ήταν ουσιαστικά τα εκτελεστικά όργανά τους.

Σε τελική ανάλυση το μεγάλο ζήτημα που έθετε ο φόρος ήταν ποιος θεωρείται δεσπότης της Παλαιστίνης ο Θεός ή οι Ρωμαίοι; Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το δίλημμα της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας: Αν πλήρωναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές αμέσως αναγνώριζαν τους "θνητούς δεσπότας" όπως γράφει ο Ιώσηπος. Κάτι φοβερό για τους ευσεβείς Ιουδαίους που ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδεχτούν. Όπως βέβαια δε θα αποδέχονταν με τίποτα και τους εισπράκτορες των οφειλόμενων στη Ρώμη, τους τελώνες, κάτι απόλυτα φυσικό για τη νοοτροπία τους. Ήταν όμως και αδύνατο, όπως είναι φυσικό, να μη πληρώσουν τους φόρους ή τα τέλη στα όργανα – άμεσα ή έμμεσα – της Αυτοκρατορίας. Γι' αυτό το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιον θα ξεσπούσε η οργή και ο θρησκευτικός αποτροπιασμός. Η απάντηση είναι στους τελώνες που ήταν τα εύκολα θύματα, εφόσον – είτε το ήθελαν είτε όχι οι Φαρισαίοι – ανήκαν και αυτοί στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Χαρακτηριστικό της ιδιάζουσας θέσης που είχε ο φόρος είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού μέλη των θρησκευτικοκοινωνικ ών παρατάξεων. Με σκοπό να τον παραδώσουν στους ρωμαίους τον ρώτησαν αν επιτρέπεται να πληρώνουν φόρο στον αυτοκράτορα. Όπως είναι γνωστό ο Κύριος με την απάντησή του, τους άφησε κατάπληκτους και τους ανάγκασε να φύγουν[xviii].

 

(Εικόνα: Αναπαράσταση του Ναού του Ηρώδη)

Τώρα, όσον αφορά το φόρο στο Ναό, ενδιαφέρον παρουσιάζει το χωρίο Ματθ. 17, 24-27. Εδώ οι ειδικοί εισπράκτορες του ("οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες") φτάνουν στην Καπερναούμ και ζητούν από τον Πέτρο να τους πληροφορήσει αν ο Χριστός πληρώνει το φόρο. Μετά από στιχομυθία του αποστόλου με τον Ιησού αυτός δέχεται να δώσει το συγκεκριμένο ποσόν " ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς" (17, 27). Δηλαδή η μη απόδοση του ήταν αιτία σκανδαλισμού και είναι γνωστό από τις μωσαϊκές διατάξεις[xix], πόση βαρύτητα είχε ένα τέτοιο παράπτωμα, στο οποίο και ο Ιησούς έδινε μεγάλη σημασία (πρβλ. από την επί του Όρους ομιλία: "ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου" Ματθ. 5,29).

Οι μαρτυρίες των Ευαγγελίων για τους τελώνες

Είναι γνωστό πως οι ευαγγελικές αναφορές στους τελώνες περιορίζονται στην αφήγηση των τριών Συνοπτικών. Και εδώ όμως μόνο ο Ματθαίος και ο Λουκάς κάνουν λόγο γι' αυτούς πάνω από μία φορά. Ο Μάρκος ασχολείται μαζί τους μόνο στο επεισόδιο της κλήσης του Λευί και στο τραπέζι που ακολουθεί.

Η αρχική τοποθέτηση των ευαγγελικών χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες δεν φαίνεται να είναι διαφορετική από την αντίληψη που είχαν οι Φαρισαίοι και η ιουδαϊκή κοινωνία γι' αυτούς. Και εδώ οι εισπράκτορες των φόρων παρουσιάζονται ως άνθρωποι αμαρτωλοί, μακριά από το Θεό και το νόμο του. Στην εξέλιξη όμως των περισσότερων επεισοδίων φαίνεται η διαφορετική αντιμετώπισή τους από τα Ευαγγέλια: ενώ για τους φαρισαίους δεν υπάρχει καμία περίπτωση σωτηρίας των τελωνών, εδώ όχι μόνο περιγράφονται οι πιθανότητες να σωθούν, αλλά πολλές φορές έχουν ήδη σωθεί.

Δύο φαίνεται να είναι οι βασικές ομάδες χωρίων στα οποία συμμετέχουν τελώνες: στην πρώτη, κυρίως μέσα από λόγια του Ιησού, απηχείται η αντίληψη των ανθρώπων της Παλαιστίνης γι' αυτούς, διαφαίνεται όμως ταυτόχρονα και θρησκευτική δικαίωση αυτής της επαγγελματικής ομάδας. Στη δεύτερη, μέσα από σειρά επεισοδίων παρουσιάζεται η συναναστροφή τους με τον Ιησού και οι συνέπειες που φέρνει αυτή. Είναι γνωστό πως γίνεται αφορμή ώστε να του αποδοθούν κατηγορίες από τις θρησκευτικές παρατάξεις της Παλαιστίνης. Τέλος η διήγηση για τους τελώνες που πηγαίνουν να βαπτισθούν από τον Ιωάννη και ο τελώνης της γνωστής παραβολής του Λουκά θα πρέπει να τοποθετηθούν ξεχωριστά από τις παραπάνω ομάδες,

Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά με τους τελώνες ευαγγελικά χωρία ανά ευαγγελιστή και ομάδα.

Για διευκόλυνση η πρώτη ομάδα συμβολίζεται με το Α, η δεύτερη με το Β και οι δύο μεμονωμένες περιπτώσεις με το Γ.

Ματθαίος:

5, 43-48.Οι τελώνες αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν Α

9, 9-13.Η κλήση του Ματθαίου και το φαγητό με τους τελώνες Β

10, 3. Ένας από τους μαθητές: Ματθαίος ο τελώνης Β

11, 19. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται πως συναναστρέφεται με τελώνες Β

18, 17. Ο τελώνης είναι εξομοιωμένος με τους ειδωλολάτρες Α

21, 31-32. Οι τελώνες και οι πόρνες θα εισέλθουν πριν από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού, στη Βασιλεία του Θεού, γιατί πίστεψαν στον Ιωάννη το Βαπτιστή Α

Μάρκος:

2,13-17. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.

 

Λουκάς:

3, 12-13.Οι τελώνες στον Ιωάννη Γ

5, 27-32. Η κλήση του Λευί και το τραπέζι με τους τελώνες Β.

7, 29-30. Ακόμη και οι τελώνες – σε αντίθεση με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους -βαπτίζονται από τον Ιωάννη Α

7, 34. Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες Β

15, 1 κ.ε. Οι τελώνες και οι αμαρτωλοί που πλησιάζουν και ακούνε τον Ιησού γίνονται αφορμή για τις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου υιού (ή του Πατέρα που αγαπάει εξίσου τα παιδιά του) Β.

18, 10-13. Παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου Γ.

19, 1-10. Η συνάντηση του Ιησού με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο Β.

 

Στη συνέχεια θα δοθούν κάποια στοιχεία, απαραίτητα για την ορθή κατανόηση των παραπάνω ευαγγελικών εδαφίων. Έτσι, παράλληλα χωρία -με την στενή έννοια και μόνον σε ότι αφορά τους τελώνες – είναι τα εξής:

Η κλήση του Ματθαίου – εφόσον δεχόμαστε την ταύτισή του με τον Λευί – και το τραπέζι που γίνεται κατόπιν. (Ματθ. 9, 9-13 = Μαρκ. 2, 13-17 =Λουκ. 5, 27-32). Ο Υιός του Ανθρώπου κατηγορείται για συναναστροφή με τελώνες ( Ματθ. 11, 19 = Λουκ. 7, 34).

Αυτοί οι στίχοι (Ματθ. 11, 19 =Λουκ. 7, 34 ) ανήκουν στην ομάδα Β των χωρίων που αναφέρονται στους τελώνες. Μπορεί να φαίνεται εδώ η άποψη της ιουδαϊκής κοινωνίας γι' αυτή την συναναστροφή, στηρίζεται όμως σε πραγματικό γεγονός. Δεν είναι ούτε αντίληψη κάποιων ούτε έκφραση που χρησιμοποιούνταν γι' αυτή την επαγγελματική τάξη.

Το χωρίο Ματθ. 21,31- 32 είναι ουσιαστικά παράλληλο με το Λουκ. 7,29-30, έχοντας ως βάση το ίδιο λόγιο του Ιησού. Αντικαθίστανται όμως οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού με τους Φαρισαίους και τους Νομοδιδασκάλους. Ενώ το χωρίο Ματθ. 5, 43-48 ανήκει στο μέρος της επί του Όρους ομιλίας που αναφέρεται στην αγάπη για το συνάνθρωπο. Έχει ως παράλληλό του το εδάφιο Λουκ. 6, 27-28, 32-36. Εδώ όμως οι τελώνες αντικαθίστανται με τους αμαρτωλούς.

Το επάγγελμα του Ματθαίου παρατίθεται μόνο στον κατάλογο του στενού κύκλου των μαθητών (Ματθαίος ο τελώνης). Ενώ στο ευαγγέλιο του Λουκά αρκετές από τις αναφορές στους τελώνες ανήκουν στο ιδιαίτερο υλικό του ευαγγελιστή.

Σ' αυτό το σημείο είναι απαραίτητη αυτή η γενική παρατήρηση: παντού λοιπόν, όπου γίνεται λόγος για τους τελώνες, σ' όλα τα ευαγγελικά εδάφια, – εκτός από εκείνα που απηχούν αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας – αυτοί χρησιμοποιούνται για ν' αποτελέσουν το "αντίπαλον δέος" στους Φαρισαίους και τους νομοδιδασκάλους και να δικαιώσουν τις επιλογές του Ιησού και την διδασκαλία του περί φανέρωσης των μυστικών της Βασιλείας του Θεού στα "νήπια" (Ματθ. 11, 25= Λουκ.1 0, 21 ). Αν μάλιστα στον όρο "νήπια" συμπεριληφθούν και τα άτομα, τα οποία η ιουδαϊκή κοινωνία τα αντιλαμβάνονταν ως πνευματικά ανώριμα, που, επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το Θεό οδηγούνταν σε "ασεβή" επαγγέλματα μη αποδεκτά (τελώνες, πόρνες κ. α. ), τότε φαίνεται η άμεση σχέση των "νηπίων" με αυτούς που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα.

Στην πρώτη ομάδα χωρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω αποκαλύπτονται αντιλήψεις της ιουδαϊκής κοινωνίας της εποχής του Ιησού για τους τελώνες: αυτοί λοιπόν αγαπούν μόνο όσους τους αγαπούν και είναι όμοιοι με τους ειδωλολάτρες. Αυτές οι απόψεις μάλλον χρησιμοποιούνται από τον Ιησού για να χρωματίσουν το λόγο του και να κάνουν πιο κατανοητό το κήρυγμά του από το πλήθος που ασφαλώς θα τις γνώριζε. Όλη η δράση του Χριστού δεν επιτρέπει να θεωρηθεί πως Αυτός υιοθετούσε αυτές τις εκφράσεις, Άλλωστε είναι γνωστός ο πρωτοποριακός ρόλος που επιφύλασσε για τους τελώνες.

Το πρόβλημα που ξεπηδάει από την ανάγνωση των χωρίων της δεύτερης ομάδας είναι η λαχτάρα των τελωνών να πλησιάσουν τον Ιησού, να Τον ακούσουν και να καθίσουν να φάνε μαζί Του. Φανερώνει άραγε αυτή τους η συμπεριφορά γνήσιο ενδιαφέρον για το λόγο και το έργο του Χριστού ή απλά δείχνει τον πόθο τους να γίνουν αποδεκτοί από μία σημαίνουσα θρησκευτική προσωπικότητα και έτσι να καταξιωθούν και να δικαιωθούν -αν βέβαια μπορούσε να γίνει αυτό στ' αλήθεια ή ήταν μόνο μία μύχια ελπίδα τους που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ – από τη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία στην οποία θρησκεία και κοινωνικός σεβασμός συμβάδιζαν;

Για ν' απαντηθεί το ερώτημα νομίζουμε πως πρέπει να ερευνηθούν τα κίνητρα των τελωνών. Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπως ο Ζακχαίος, του οποίου η λαχτάρα για συνάντηση με τον Ιησού τον κάνει να παραβλέψει και την ιλαρότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει η συμπεριφορά του αλλά και τον πιθανό κίνδυνο που δημιουργούσε η ανάμειξή του με το πλήθος, εφ' όσον θεωρούνταν άτομο που ασκεί αντιδημοφιλές επάγγελμα Εδώ φανερώνεται ένας άνθρωπος με γνήσια αγάπη για τον Ιησού και το κήρυγμά του.

Το ίδιο συμβαίνει και με το Ματθαίο -και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό- ο οποίος για να ακολουθήσει τον Ιησού και να γίνει μαθητής του εγκαταλείπει τα πάντα και προσχωρεί στον αποστολικό όμιλο. Πάντως, ενδείξεις για άλλα κίνητρα των τελωνών δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια. Δεν είναι όμως απίθανο, αν ληφθεί υπόψη και η κακή γνώμη που είχε η ιουδαϊκή κοινωνία γι' αυτούς , κάποιους τελώνες να τους ενδιέφερε και το κύρος που θα αποκτούσαν από τη συντροφιά του Ιησού ή ακόμη και να αισθάνονταν δικαιωμένοι για τις επιλογές τους, όταν άκουγαν στο κήρυγμα, πως θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού πριν από τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.

Χαρακτηριστικός είναι ο αρνητικός σχολιασμός που κάνουν οι Φαρισαίοι για το κοινό δείπνο του Ιησού με τους τελώνες. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μιλήσουν μαζί του αλλά να κάνουν έλεγχο στους μαθητές του, όχι μόνο για τη δική τους συμμετοχή αλλά και για τη συμμετοχή του δασκάλου τους σ' αυτό το τραπέζι. Γιατί το κάνουν αυτό; Είναι γνωστό πως η τροφή εκτός των άλλων "καθόριζε τις σχέσεις των Ισραηλιτών μεταξύ τους και με το Θεό. Έτσι η τροφή μπορούσε να συμβολίζει ευλογία ή κρίση, αποδοχή ή απόρριψη ή αμφιβολία …."[xx]. 

Άρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, τρώγοντας μαζί τους ο Ιησούς σημαίνει πως τους αποδέχεται και τους θεωρεί ανθρώπους του Θεού. Έτσι όμως, για τη θρησκευτική παράταξη των Φαρισαίων, εξισώνεται με τους τελώνες και θεωρείται ένας από αυτούς. Ενώ οι μαθητές κάθονται και τρώνε με αυτούς που θεωρούνται αμαρτωλοί ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του δασκάλου τους. Δεν φαίνεται να έχουν λοιπόν άμεση ευθύνη, μιας και όφειλαν υπακοή σ' αυτόν. Ταυτόχρονα με αυτή την κίνηση των Φαρισαίων φανερώνεται η προσπάθειά τους να τους τραβήξουν μακριά από τον Ιησού. Ενώ δείχνουν να ελέγχουν , μέσω των μαθητών τον Ιησού, φανερώνουν και το δήθεν "ενδιαφέρον" τους για την αποστολική ομάδα, έχοντας βέβαια ως σκοπό να απομακρύνουν τους μαθητές από το Χριστό, παρουσιάζοντας την "παρακοή" Του στις καθιερωμένες αρχές του Ιουδαϊσμού.

Σημαντικό είναι να ερευνηθεί σε ποιο σκαλοπάτι της ιουδαϊκής κοινωνικής και θρησκευτικής κλίμακας βρίσκονταν οι τελώνες. Έπαιζαν κάποιο ρόλο τα χρήματα που σίγουρα είχαν, στην καταξίωσή τους; Η απάντηση, πιστεύουμε, είναι όχι. Γνωρίζουμε πως την εποχή του Ιησού οι κάτοικοι της Παλαιστίνης κατατάσσονταν στις εξής επτά κατηγορίες:

α) Ιερείς,

β) Λευίτες

γ) ο λαός των Ισραηλιτών

δ) τα παράνομα παιδιά των ιερέων, οι προσήλυτοι, οι πρώην ειδωλολάτρες που μεταστράφηκαν στον ιουδαϊσμό, οι απελεύθεροι

ε) οι ευνούχοι, τα έκθετα βρέφη και όσοι είχαν γεννηθεί με παράνομο τρόπο στ) οι εκ γενετής ευνούχοι, οι παραμορφωμένοι σεξουαλικά και οι ερμαφρόδιτοι

ζ) οι εθνικοί[xxi].

Δηλαδή οι ειδωλολάτρες βρίσκονταν στην τελευταία θέση και με το λόγιο του Ιησού "…ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης" (Ματθ. 18, 17), που απηχούσε την αντίληψη των Ιουδαίων, φαίνεται πως εδώ ανήκαν και οι τελώνες: Θεωρούνταν δηλαδή άνθρωποι χωρίς καμία κοινωνική ή θρησκευτική υπόληψη, παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια ή τη λαχτάρα που εκδηλώνουν για θρησκευτικά ζητήματα. Το επάγγελμά τους λοιπόν είναι τόσο καθοριστικό που παραμερίζει όλα τα υπόλοιπα και δημιουργεί την περιφρόνηση των θρησκευτικών παρατάξεων και του λαού.

Τελώνες και Am- Haarez[xxii].

Στο γνωστό γεύμα που παρατίθεται στο σπίτι του Λευί, μετά την κλήση του, παρακάθησαν μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του στο τραπέζι πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί. Σίγουρα γεννιέται το ερώτημα τι εννοείται με τον όρο "αμαρτωλοί". Είναι άραγε ένας τεχνικός όρος που αναφέρεται σε άτομα ύποπτης ηθικής ή αφορά μία ειδική κοινωνική ομάδα; Προφανώς συμβαίνει το δεύτερο γιατί δεν μπορεί, μετά τη συγκεκριμένη αναφορά στους τελώνες να ακολουθεί κάποια αφηρημένη και γενική μνεία σε αμαρτωλούς. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για τους am- haarez, δηλαδή τους ανάμεικτους πληθυσμούς από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους που κατοικούσαν κυρίως στη Γαλιλαία, αδιαφορούσαν για την τήρηση των διατάξεων του νόμου και θεωρούνταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις[xxiii].

Επειδή δεν γνώριζαν το νόμο θεωρούνταν καταραμένοι και στο πρόσωπο τους συγκέντρωναν την περιφρόνηση των προνομιούχων θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για τους Φαρισαίους ήταν ο όχλος που δεν είχε καμμία σχέση με τις θρησκευτικές παραδόσεις (¨ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον" Ιωάν. 7,49), και ο ραββίνος Χιλλέλ έλεγε γι' αυτούς. "Δεν έχουν συνείδηση και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι", ενώ ο ραβίνος Ελεάζαρ κήρυττε. "Επιτρέπεται να διαμελίζουν έναν αμ- χάαρεζ την μέρα του Σαββάτου, ακόμη και κατά την γιορτή του εξιλασμού"[xxiv].

Γίνεται φανερή λοιπόν η δεινή θρησκευτική τους θέση που συμβάδιζε και με την κοινωνική τους κατάσταση: ποτέ δε θα γίνονταν αποδεκτοί και η περιθωριοποίησή τους ήταν δεδομένη, Εφόσον θεωρούνταν πως δεν τηρούν τις εντολές του Νόμου ήταν και εθνικά και κοινωνικά απόβλητοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η περιφρόνηση των Ιουδαίων για την Γαλιλαία, τον κατεξοχήν τόπο των am- haarez. Θεωρούνταν χώρα ειδωλολατρών, γη εθνών[xxv] που οι κάτοικοί της μισούσαν το νόμο.

‘Όμως αυτή η θρησκευτική και κοινωνική μειονεκτική θέση των am- haarez δε φαίνεται να συμβαδίζει υποχρεωτικά και με την οικονομική τους κατάσταση. Είναι γνωστό πως ένα μέρος τους ήταν πλούσιοι Χαναναίοι και ισραηλίτες γαιοκτήμονες[xxvi]. Δεν φαίνεται όμως ο πλούτος τους να τους βοηθούσε στην κοινωνική τους εξέλιξη. Μεγαλύτερη βαρύτητα είχε – χαρακτηριστικό άλλωστε της θεοκρατικής ιουδαϊκής κοινωνίας του 1ου αι. μ. Χ. – η προέλευσή τους.

Σίγουρα οι τελώνες θα προέρχονταν από τους am- haarez. Δεν είναι δυνατό άτομα από άλλη κοινωνική ομάδα να δέχονταν να αναλάβουν τέτοιο επονείδιστο έργο που θα τους έφερνε σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο ιουδαϊκό πληθυσμό και θα δημιουργούσε τέτοιον εθνικό και κοινωνικό αποκλεισμό εναντίον τους, ενώ θα τους εξίσωνε με τους εθνικούς και τις πόρνες. Προς αυτή την άποψη συνηγορεί και η ιδιαίτερη συμπάθεια που έδειχναν στον Κύριο και τη διδασκαλία του οι τελώνες. Είναι γνωστό πως μόνο Αυτός απ' όλους τους διδασκάλους αποδέχονταν και τους am- haarez και τους εισπράκτορες των τελών[xxvii].  

Επομένως η προέλευση των τελωνών από τους am- haarez αποτελούσε έναν ακόμη παράγοντα που οδηγούσε τους Φαρισαίους, τους Γραμματείς και όλη την ιουδαϊκή κοινωνία να καταφέρεται εναντίον τους και να μην επιθυμεί την καταξίωσή τους.

 

Η αιτία του θρησκευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού των τελωνών

 

Οι τελώνες λοιπόν τοποθετούνταν στην ίδια θρησκευτική και κοινωνική θέση με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες. Αιτία γι' αυτό, όπως ειπώθηκε παραπάνω, δεν ήταν οι πράξεις τους αλλά κυρίως η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων όμως δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο ή λιγότερο θεοσεβούμενοι από άλλα μέλη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αντίθετα σε πολλές από τις διηγήσεις που τους αφορούν, φαίνεται ο πόθος τους να γίνουν και αυτοί αποδεκτοί από τη θεοκρατική κοινωνία που ζούσαν. Έτσι, θέλουν να προσεύχονται στο Ναό (όπως συμπεραίνεται από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου) και επισκέπτονται θρησκευτικές προσωπικότητες με ευρύτερη αποδοχή σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. ‘Επίσης πουθενά δεν φαίνεται ότι δεν τηρούσαν τις βασικές διατάξεις του νόμου, εκτός βέβαια από το κοινό φαγητό με τους θεωρούμενους αμαρτωλούς, κάτι για το οποίο όμως φαίνεται πως αναγκάζονταν από τις συνθήκες και την κοινωνική τους καταγωγή.

Ταυτόχρονα δεν αποδεικνύεται πως δεν τηρούσαν την αργία του Σαββάτου συναλλασσόμενοι με εθνικούς εμπόρους. Άρα, είναι περίεργο να θεωρούνται αμαρτωλοί από μία κοινωνία, η οποία κατεξοχήν στηριζόταν σε μία θρησκεία τήρησης τυπικού και τελετουργικών διατάξεων, μόνο και μόνο γιατί εισέπρατταν το φόρο με σκληρό τρόπο, από τη στιγμή που η αγωνία τους για θρησκευτική ένταξη , τους οδηγούσε σε πράξεις ευλάβειας.

Σε προηγούμενο κεφάλαιο τονίστηκε πως η ιουδαϊκή κοινωνία φανέρωνε το θρησκευτικό της αποτροπιασμό για τους τελώνες, εξαιτίας του φόρου, εφόσον αυτή, ήταν αδύνατο να σταματούσε να τον πληρώνει χωρίς οδυνηρές συνέπειες. Επομένως εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της άσχημης θρησκευτικής και κοινωνικής θέσης των τελωνών:

Η λύση του προβλήματος έχει να κάνει με τα οφειλόμενα που εισέπρατταν. Αυτοί τα έπαιρναν όχι για το Ναό -δηλαδή για το Θεό- όπως έκαναν οι τα "δίδραχμα λαμβάνοντες" αλλά ενεργούσαν στο όνομα των κατακτητών και των ανθρώπων τους στην Παλαιστίνη, εισπράττοντας τους φόρους αντ' αυτών. Δηλαδή οι τελώνες θεωρούνταν βλάσφημοι που δεν είχαν ούτε εθνική ούτε και θρησκευτική συνείδηση, αφού συνεργάζονταν με τον κατακτητή και τους ηγεμονίσκους της Παλαιστίνης σ' ένα τόσο λεπτό ζήτημα που έθιγε τις ευαισθησίες των συμπατριωτών τους.

Άρα οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν και τους είχαν οδηγήσει στο τελευταίο σκαλί της θρησκευτικής και κοινωνικής κλίμακας , ήταν η βλασφημία εναντίον του Θεού και η συνεργασία με τον κατακτητή. Έτσι, θα θεωρούνταν εκτός των άλλων, από τους Ιουδαίους, πως δεν αποδέχονταν τον Θεό ως κυρίαρχο της άγιας γης αλλά τους ρωμαίους, μιας και αυτή η αντίληψη είχε συνδεθεί με την εισφορά του φόρου. Κατανοείται λοιπόν η απέχθεια που ένοιωθαν γι' αυτούς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι:

Αφού τα μέλη των θρησκευτικοκοινωνικών παρατάξεων ήταν τηρητές των παραδόσεων και ήθελαν μέσω αυτών να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα[xxviii], πως θα μπορούσαν να κάνουν αποδεκτούς τους τελώνες, οι οποίοι με την εργασία τους, φαίνονταν ν' αναγνωρίζουν ως κυρίαρχους της Παλαιστίνης τους ρωμαίους και όχι το Θεό, όπως δίδασκε ο μωσαϊκός νόμος; Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό να τους εξισώνουν με τους εθνικούς -άποψη που είχε περάσει και στο λαό- μιας και θεωρούνταν, πως, αφού εισέπρατταν φόρους, όχι για το Θεό αλλά για τους κατακτητές, υπέσκαπταν την προσπάθεια για τήρηση των πατρώων αρχών, που εκτός των άλλων θα οδηγούσαν στην αναγέννηση του ιουδαϊκού έθνους, μετά την απαλλαγή από τους κατακτητές , σύμφωνα με τις αποκαλυπτικές αντιλήψεις. Αυτά οδηγούσαν, εκτός των άλλων και να μη γίνονται δεκτές οι εκδηλώσεις ευσέβειας των τελωνών.

Βεβαίως και στους υπόλοιπους κατακτημένους λαούς δεν ήταν δημοφιλείς οι συλλέκτες των φόρων, ούτε προκαλεί εντύπωση ο βίαιος τρόπος συλλογής των οφειλομένων. Πουθενά όμως δεν εντοπίζεται θρησκευτικός αποκλεισμός τους και κοινωνική απαξίωση στο βαθμό που αυτά συνέβαιναν στον ιουδαϊσμό. Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις της θρησκευτικής σημασίας που είχε προσλάβει ο φόρος στην ιουδαϊκή κοινωνία.

Αλλά και η άμεση σχέση των τελωνών με τους am-haarez ήταν βασική αιτία για τη δημιουργία του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε σε βάρος των εισπρακτόρων των έμμεσων φόρων. Και μόνο γι' αυτό ήταν αδύνατο να γίνουν αποδεκτοί από τις θρησκευτικές παρατάξεις. Και η προσπάθειά τους όμως για θρησκευτική και κοινωνική καταξίωση, που θα τους έκανε να ξεφύγουν από το επίπεδο των ανθρώπων της γης (am-haarez) ,αποκλείεται να γίνονταν δεκτή , και έτσι υπήρχε κάθε λόγος να συντηρείται η δυσμενής θέση που τους απέκλειε από τα ανώτερα πνευματικά σκαλοπάτια της ιουδαϊκής κοινωνίας.

 

Συμπεράσματα

 

Η θρησκευτικά δεινή θέση των Τελωνών μέσα στο θεοκρατικό περιβάλλον της Παλαιστίνης του 1ου αι. μ. Χ. δεν μπορεί να οφειλόταν ούτε στον τρόπο είσπραξης των φόρων με βίαιο τρόπο ούτε στο συγχρωτισμό τους με τους Ρωμαίους. Τα παραπάνω ήταν μία πρακτική που τελικά δεν αφορούσε μόνο αυτούς. Η αρνητική λοιπόν εικόνα που είχε σχηματίσει γι αυτούς η ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αιώνα μ. Χ. ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης, ότι αυτοί, εξ αιτίας της εργασίας τους, αναγνώριζαν ως κυρίαρχους της Αγίας Γης τους Ρωμαίους και όχι το Θεό. Μάλιστα αυτό τεκμηριωνόταν από τη θέση ότι η καταβολή του φόρου σε κάποιον, σήμαινε και αυτόματη αναγνώρισή του ως κυριάρχου, που είχε όμως και την αποδοχή των φορολογουμένων. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης μπορεί να έδιναν αυτά που ζητούσαν οι κατακτητές και τα ντόπια όργανά τους, οι Ηρώδες. Αυτό όμως ήταν, όπως είναι φυσικό, πράξη εξαναγκασμού κάτι που μαρτυρούν οι εξεγέρσεις, που γίνονται με αφορμή τη φορολογία.

Παράλληλα ήταν αδύνατο, ένας ευσεβής Ιουδαίος, ενταγμένος στο σύστημα της ιουδαϊκής θεοκρατίας, να δεχόταν να γίνει τελώνης. Έτσι, είναι φυσικό αυτοί να προερχόταν από τους am- haarez. που δε φαίνεται να είχαν ούτε τις αντιλήψεις ούτε τους ενδοιασμούς των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων της Παλαιστίνης. Άλλωστε, εφόσον ανήκαν στο θρησκευτικό περιθώριο του Ιουδαϊσμού, μπορούσαν εύκολα να υποδυθούν ρόλους αδιανόητους για έναν ευσεβή.

Πάντως, τουλάχιστο από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, συνεχής φαίνεται να είναι η προσπάθειά των Τελωνών για αναγνώριση (και συνεπώς κοινωνική καταξίωση) από μία θρησκευτική προσωπικότητα. Επιζητούν λοιπόν τη συναναστροφή με χαρισματικές μορφές, συχνάζουν στο Ναό κάνουν αγαθοεργίες. Τα παραπάνω όμως δεν επιτυγχάνουν μία γενική αναστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί εναντίον τους ούτε βοηθούν στην αποδοχή τους, τουλάχιστο με τον τρόπο που αυτοί θα επιθυμούσαν.

 

ΠΗΓΗ: http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/history/nikos_payloy_telwnes.htm



[i] Βλ. Στέργιου Ν Σάκκου: Οι Τελώναι. Συμβολή εις την ιστορίαν των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1968, ιδίως το κεφ. Δ΄ "Το ήθος των τελωνών" σελ. 115-116 και σελ. 161 όπου σημειώνεται: "ο λαός , όστις εμίσει τους τελώνας μόνον διά λόγους ουσιαστικούς (αδικία, βιαιοπραγία, αρπαγή, καταπίεσις)…." Στο ίδιο έργο αναφέρονται και οι εξής ακόμη αιτίες για την απέχθεια εναντίον των τελωνών : "Αλλ' οι εγκρατείς του νόμου και τηρηταί των εντολών των πρεσβυτέρων νομοδιδάσκαλοι και φαρισαίοι είχον και άλλους λόγους να απεχθάνονται αυτούς. α) Εγνώριζον ότι ο μωσαϊκός νόμος δεν προέβλεπε φόρους κρατικούς οίοι ήσαν οι εις τους Ρωμαίους αποδιδόμενοι. Εμφορούμενοι υπό στρεβλού θεοκρατικού φρονήματος επεζήτουν μόνον τα προνόμια της θεοκρατίας, χωρίς να ενδιαφέρονται διά τας υποχρεώσεις. Είνε πλέον ή βέβαιον ότι δεν εθεώρουν εαυτούς ως αιτίους της εις Ρωμαίους και τους Ηρώδας δουλείας…..β) Οι τελώναι ήσαν όργανα των τετραρχών και των Ρωμαίων , έστιν ότε δε και θέσει Ρωμαίοι πολίται… γ) Διά τον συγχρωτισμόν και την αναστροφήν των μετά των προϊσταμένων ρωμαϊκών αρχών εθεωρούντο ως μεμολυσμένοι και σχεδόν εθνικοί…." (σελ. 161).

Στο γλωσσάριο της νεοελληνικής δημοτικής μετάφρασης της Καινής Διαθήκης ("Η Καινή Διαθήκη . Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση, Αθήνα 1985) των καθηγητών Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου και Β. Στογιάννου (+) σημειώνεται για τους τελώνες: "Τελώνης, Ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Στα χρόνια του Χριστού οι φόροι ήταν επαχθείς και οι τελώνες συνήθως ήταν άδικοι και άρπαγες, ώστε όχι μόνο ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των άπληστων ρωμαϊκών αρχών αλλά και οι ίδιοι ικανοποιούνταν. Για το λόγο αυτό, στην κοινωνία της εποχής θεωρούνταν μισητοί και τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες" (σελ. 526). Τα ίδια ακριβώς γράφονται και στη νεότερη μετάφραση της Καινής Διαθήκης των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Γ. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Αθήνα 1989.

Αλλά και ο Ντ. Ροπς ("Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού",μετ. Έλλης Αγγέλου, Αθήνα 1988) τονίζει πως οι φόροι εισπράττονταν άσχημα από τους τελώνες, που πλούτιζαν σε βάρος των φορολογούμενων (σελ. 178)

Τέλος ο Ε,Π, Σάντερς στο έργο του "Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού" μετ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σημειώνει: "Ωστόσο είναι αρκετό να πούμε πως οι φοροεισπράκτορες ήταν ύποπτοι για υπερβολικές χρεώσεις και επομένως για συστηματική εκμετάλλευση του πληθυσμού, Ζούσαν λοιπόν σαν να μην υπήρχε Θεός ή σαν να μην μπορούσε να τους εκδικηθεί, με άλλα λόγια ήταν "άνομοι'"". (σελ. 374).

 

[ii] Για τις ιουδαϊκές θρησκευτικές και πολιτικές παρατάξεις βλ. Σ. Αγουρίδη: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980, σελ,326 -359 και Γ. Γαλίτη: Ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 19914 , σελ. 107-122

 

[iii] Βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα(+): Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 19894,σελ. 1704.

 

[iv]  Βλ. G. B. Caird: Saint Luke, Middlesex, England, 19652, σελ.95-96

 

[v]  Βλ. Ματθ. 9,9-13 =Μαρκ. 2,13-17=Λουκ. 5,27-32 ¨Ματθ. 11,19 ¨Λουκ, 7,34.

 

[vi] Κατάλογο των επονείδιστων επαγγελμάτων βλ. Στ. Σάκκος, οπ. παρ. σελ. 136-141, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

 

[vii]  Βλ. Ντ. Ροπς, τα κεφάλαια: "Οι κληρονόμοι του Ηρώδη κι οι επίτροποι" και "Κατακτητές και κατακτημένοι" σελ. 78-93.

[viii]  "Ως δε τούτους είργεν της βίας Φλώρος, αμηχανούντες οι δυνατοί των Ιουδαίων, συν οις Ιωάννης ο τελώνης , πείθουσι τον Φλώρον αργυρίου ταλάντοις οκτώ διακωλύσαι το έργον" Ιώσηπου "Περί του Ιουδαϊκού πολέμου" ΙΙ 287.

[ix]  Πολλαπλά χρήσιμη για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου ήταν η μελέτη των Peter Garnsey και Richard Saller: Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός, μετ. Β. Ι. Αναστασιάδης, Ηράκλειο 1995.

[x]  όπ. παρ. σελ. 274.

[xi] Για το φόρο σε χρήμα, όπ. π. αρ. σελ. 67 κ. ε.

 

[xii] "…οι πόλεις καλούνταν επιπρόσθετα να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις παροχής ζώων για μεταφορές ,φιλοξενίας σε διερχόμενους αξιωματούχους ή καταλυμάτων και εφοδίων στους στρατιώτες", όπ. παρ. σελ. 42 και σελ.66 και 111.

[xiii] Είναι γνωστό πως οι κατακτημένες περιοχές είχαν υποχρέωση να παρέχουν τροφή και εξοπλισμό, φόρο υποτέλειας και συνεισφορές. Όπ. παρ. σελ. 128-129.

[xiv] "Τα στρατεύματα,….που σταθμεύαν στην Παλαιστίνη ήταν λιγοστά. Οι λεγεώνες, που απαρτίζονταν από ρωμαίους, γαλάτες και, ιδιαίτερα από ισπανούς πολίτες, βρίσκονταν στη Συρία, σε κάποια απόσταση…..". Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ. 88.

 

[xv] Για την Γαλιλαία στην εποχή του Ιησού βλ. Νικολάου Παύλου: Η Γαλιλαία στους χρόνους του Χριστού ( Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της βιβλικής Παλαιστίνης), στο περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. 4/1998, σελ. 366-371. Επίσης του ιδίου: Το πολιτικό πλαίσιο της δράσης του Ιησού ( Η Ιουδαία και η Γαλιλαία τον 1ο αι. μ. Χ.), στην ιστοσελίδα

http:/users.otenet.gr/~aper/articles/judea.htm

[xvi] Βλ. Στ, Σάκκου σελ. 38. Πάντως μετά τους πρώϊμους αυτοκρατορικούς χρόνους φαίνεται να εγκαταλείπεται το σύστημα της συγκέντρωσης φόρων από τις ιδιωτικές εταιρείες. Βλ. Garnsey…, όπ. παρ. σελ. 26.

[xvii] Για τα τέλη και τους φόρους στο αρχαίο Ισραήλ, βλ. Σάκκος, όπ. παρ. το κεφάλαιο "Η τελωνία εν τω Ισραήλ", σελ. 82-114.

[xviii] Ματθ. 22,15-22=Μαρκ.12,13-17=Λουκ. 20,20-26.

[xix] Εξοδ. 20,17 ¨Ιωβ 31, 1.

[xx] Βλ. Δημ. Πασσάκου: "Μετά των εθνών συνίσθιεν…" (Γαλ. 2,12) . Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας", στο συλλογικό έργο: Η προς Γαλάτας επιστολή του Απ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 292.

[xxi] Όπ. παρ.

[xxii] Για τους am- haarez, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη βλ. Ιωάννη Μούρτζιου: Ο λαός της γης και η πολιτικο-θρησκευτική κατάσταση στο βασίλειο του Ιούδα, στο "Γρηγόριος Παλαμάς" 762(1996), σελ. 293 – 308.

[xxiii] Βλ. Ντ. Ροπς, όπ. παρ. σελ.178. Πρβλ. και Χρ. Βούλγαρη: "Εσκυλμένοι και ερριμμένοι" Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534.

[xxiv] Βλ. Ροπς, όπ. παρ.

[xxv] Ματθ. 4, 15-16.

[xxvi] Ροπς,  όπ. παρ.

[xxvii] Σύμφωνα με την άποψη του ραβίνου Ignatz Ziegler που παραθέτει ο καθηγητής Μάρκος Σιώτης "ο Ιησούς Χριστός προκάλεσε το μίσος των πολιτικών αρχόντων του Ισραήλ ένεκα της εκπεφρασμένης συμπάθειάς Του προς τους Am-Haarez". Στο Μ.Α. Σιώτου: Ο πολιτικός χαρακτήρ των αντιπάλων του Απ. Παύλου (μαζί με την μελέτη του ιδίου καθηγητή: Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν της προς Γαλάτας επιστολής) Αθήναι 1972, σελ. 109.

[xxviii] Όπως τονίζει ο Σ. Αγουρίδης : "(οι Φαρισαίοι) χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και το Θεό σαν μέσο επιβιώσεως και διασώσεως του έθνους" όπ. παρ. σελ. 332.

Η Επιστολή των 233 Καθηγ. Πανεπ. προς Ομπάμα

Η Επιστολή των 233 Καθηγητών Πανεπιστημίων προς τον Ομπάμα

 

18 Μαΐου, 2009

 

Προς τον Αξιότιμο Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα

Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

Λευκός Οίκος

1600 Pennsylvania Avenue, NW

Washington, DC 20500

 

 Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Με την παρούσα επιστολή, οι υπογράφοντες ζητούμε με κάθε σεβασμό την παρέμβασή σας για να τακτοποιηθούν συντρίμμια ιστορικής αταξίας που άφησε πίσω της στη νοτιοανατολική Ευρώπη η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Στις 4 Νοεμβρίου 2004, δύο ημέρες μετά την επανεκλογή του Προέδρου George W. Bush, η κυβέρνησή του ομόφωνα αναγνώρισε τη ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας'.

Αυτή η πράξη όχι μόνο κατέλυσε γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα, αλλά και έδωσε έναυσμα να ξεσπάσει μια επικίνδυνη επιδημία ιστορικού ρεβιζιονισμού, του οποίου το πιο προφανές σύμπτωμα είναι η καταχρηστική οικειοποίηση από την κυβέρνηση των Σκοπίων του πιο διάσημου Μακεδόνα, του Μέγα Αλέξανδρου.

Πιστεύουμε ότι αυτή η ανοησία έχει ξεπεράσει κάθε όριο και ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμιά δουλειά να υποστηρίζουν την παραποίηση της ιστορίας. Ας κάνουμε μια ανασκόπηση των δεδομένων. (Η τεκμηρίωση αυτών των δεδομένων που απεικονίζονται εδώ με έντονα γράμματα, βρίσκεται στο http://macedonia-evidence.org/documentation.html).

 Η εν λόγω περιοχή, με τη σύγχρονη πρωτεύουσά της τα Σκόπια, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Παιονία. Τα όρη Βαρνούς και Όρβηλος (που σχηματίζουν σήμερα τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας) αποτελούν ένα φυσικό όριο που χώριζε και χωρίζει τη Μακεδονία από τη βόρεια γείτονά της. Η μόνη πραγματική σύνδεση βρίσκεται κατά μήκος του Αξιού/Βαρδάρη ποταμού, αλλά ακόμα και αυτή η κοιλάδα ‘δε σχηματίζει μία δίοδο επικοινωνίας γιατί τέμνεται από χαράδρες'.

 

Αν και είναι αλήθεια ότι οι Παίονες υποτάχθηκαν στο Φίλιππο Β΄, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου, το 358 π.Χ., δεν ήταν Μακεδόνες και δεν ζούσαν στη Μακεδονία. Παρομοίως, για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι που κατακτήθηκαν από τον Αλέξανδρο, μπορεί μεν να κυβερνούνταν από τους Μακεδόνες, συμπεριλαμβανομένης και της γνωστής Κλεοπάτρας, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ οι ίδιοι Μακεδόνες και η Αίγυπτος δεν ονομάστηκε ποτέ Μακεδονία.

Αντίθετα, η Μακεδονία και οι Μακεδόνες Έλληνες βρίσκονταν για τουλάχιστον 2500 χρόνια εκεί ακριβώς όπου είναι η σύγχρονη ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας. Ακριβώς η ίδια σχέση ισχύει για την Αττική και τους Αθηναίους Έλληνες, το Άργος και τους Αργείους Έλληνες, την Κόρινθο και τους Κορίνθιους Έλληνες κ.ο.κ.

Δεν κατανοούμε πώς οι σύγχρονοι κάτοικοι της αρχαίας Παιονίας, που μιλούν Σλάβικα – μια γλώσσα που εισήχθη στα Βαλκάνια περίπου μια χιλιετία μετά το θάνατο του Αλέξανδρου – μπορούν να διεκδικούν τον Αλέξανδρο για εθνικό τους ήρωα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν εξολοκλήρου και αδιαμφισβήτητα Έλληνας. Ο προ-προ-προπάππος του, Αλέξανδρος Α΄, αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου η συμμετοχή επιτρεπόταν μόνο σε Έλληνες.

Ακόμα και πριν από τον Αλέξανδρο Α΄οι Μακεδόνες τοποθετούσαν τις προγονικές τους ρίζες στο Άργος και πολλοί από τους βασιλείς τους χρησιμοποιούσαν την κεφαλή του Ηρακλή – του κατεξοχήν Έλληνα ήρωα – στα νομίσματά τους.

Ο Ευριπίδης – που πέθανε και θάφτηκε στη Μακεδονία – έγραψε το έργο του Αρχέλαος προς τιμήν του μεγάλου θείου τού Αλέξανδρου και το έγραψε στα ελληνικά. Όσο βρισκόταν στη Μακεδονία, ο Ευριπίδης έγραψε ακόμα τις Βάκχες, επίσης στα ελληνικά. Κατά συνέπεια, το Μακεδονικό κοινό μπορούσε να καταλάβει τι έγραψε και τι άκουγαν.

 

Ο πατέρας το υ Αλέξανδρου, Φίλιππος, κέρδισε αρκετές νίκες σε ιππικούς αγώνες στ ην Ολυμπία και τους Δελφούς, τα δύο πιο ελληνικά από όλα τα ιερά της αρχαίας Ελλάδας, όπου δεν επιτρεπόταν σε μη-Έλληνες να αγωνιστούν. Ακόμα πιο σημαντικό, ο Φίλιππος ορίστηκε διοργανωτής των Πύθιων Αγώνων στους Δελφούς το 346 π.Χ. Με άλλα λόγια, ο πατέρας του Μέγα Αλέξανδρου και οι πρόγονοί του ήταν εξολοκλήρου Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Δημοσθένης και η πρεσβεία του από την Αθήνα όταν επισκέπτονταν τον Φίλιππο επίσης το 346 π.Χ. Ένας άλλος Έλληνας του Βορρά, ο Αριστοτέλης, πήγε να σπουδάσει για περίπου 20 χρόνια στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Μακεδονία και έγινε ο δάσκαλος του Αλέξανδρου Γ΄. Μιλούσαν Ελληνικά στην σχολή που σώζεται ακόμα και σήμερα κοντά στη Νάουσσα στην Ελληνική Μακεδονία.

Ο Αλέξανδρος είχε μαζί του σε όλες του τις εκστρατείες την έκδοση του Αριστοτέλη της Ιλιάδας του Ομήρου. Ο Αλέξανδρος διέδωσε την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε όλη του την αυτοκρατορία, ιδρύοντας πόλεις και εγκαθιστώντας εκπαιδευτικά κέντρα. Εξού και βρίσκουμε επιγραφές που αφορούν χαρακτηριστικούς ελληνικούς θεσμούς όπως είναι το γυμνάσιο τόσο μακριά όσο στο Αφγανιστάν. Είναι γραμμένες στα Ελληνικά.

Προκύπτουν οι εξής ερωτήσεις: Γιατί ήταν η Ελληνική γλώσσα η lingua franca σε όλη την επικράτεια του Αλέξανδρου αν αυτός ήταν ΄Μακεδόνας'; Γιατί γράφτηκε η Καινή Διαθήκη στα Ελληνικά;

Οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες: ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας, όχι Σλάβος, και οι Σλάβοι και η γλώσσα τους δεν σχετίζονταν με τον Αλέξανδρο ή την πατρίδα του παρά 1000 χρόνια αργότερα. Αυτό μας φέρνει πίσω στη γεωγραφική περιοχή που ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Παιονία. Γιατί οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτήν την περιοχή σήμερα αποκαλούν τους εαυτούς τους Μακεδόνες και τη χώρα τους Μακεδονία; Γιατί να κλέψουν μια απόλυτα ελληνική μορφή για εθνικό τους ήρωα;

Οι αρχαίοι Παίονες μπορεί να ήταν ή να μην ήταν Έλληνες, πάντως σίγουρα έγιναν ελληνίζοντες, και δεν υπήρξαν ποτέ Σλάβοι. Επίσης δεν ήταν Μακεδόνες. Η αρχαία Παιονία ήταν ένα μέρος του Μακεδονικού κράτους, όπως ήταν η Ιωνία και η Συρία και η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία και η Βαβυλωνία και η Βακτρία και πολλές άλλες περιοχές. Μπορεί λοιπόν να έγιναν προσωρινά ‘Μακεδονικές' αλλά καμι ά δεν ήταν ποτέ ΄Μακεδονία΄. Η κλοπή του Φίλιππου και του Αλέξανδρου από μια χώρα που δεν ήταν ποτέ η Μακεδονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

Οι παραδόσεις της αρχαίας Παιονίας ωστόσο θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τους τωρινούς κατοίκους αυτής της γεωγραφικής περιοχής με αρκετά αιτιολογικά. Η επέκταση του γεωγραφικού όρου ‘Μακεδονία' ώστε να καλύπτει τη νότια Γιουγκοσλαβία δεν μπορεί. Ακόμα και στον ύστερο 19ο αι. αυτή η λάθος χρήση υπονοούσε μη υγιείς εδαφικές βλέψεις.

Το ίδιο κίνητρο βρίσκεται και σε σχολικούς χάρτες που δείχνουν την ψευδο-μεγάλη Μακεδονία να εκτείνεται από τα Σκόπια μέχρι τον Όλυμπο και να επιγράφεται στα Σλαβικά. Ο ίδιος χάρτης και οι διεκδικήσεις του βρίσκεται σε ημερολόγια, αυτοκόλλητα αυτοκινήτων, χαρτονομίσματα κλπ που κυκλοφορούν στο νέο κράτος από τότε που διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Γιουγκοσλαβία το 1991. Γιατί να επιχειρεί μια τέτοια ιστορική ανοησία μια φτωχή νέα χώρα, εσωτερική και περικυκλωμένη από στεριά; Γιατί να κοροϊδεύει θρασύτατα και να προκαλεί τη γείτονά της;

 

Όπως και να θέλει κανείς να χαρακτηρίσει μια τέτοια συμπεριφορά, σίγουρα δεν πρόκειται για πίεση για ιστορική ακρίβεια, ούτε για σταθερότητα στα Βαλκάνια. Είναι λυπηρό ότι οι ΗΠΑ έχουν ενισχύσει και ενθαρρύνει τέτοια συμπεριφορά.

Στρεφόμαστε σε Εσάς, Κύριε Πρόεδρε, για να ξεκαθαρίσετε στην κυβέρνηση των Σκοπίων ότι δεν μπορεί να εισέλθει στην οικογένεια των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όσο επιχειρεί να οικοδομήσει την εθνική της ταυτότητα εις βάρος της ιστορικής αλήθειας. Η κοινωνία μας από κοινού δεν μπορεί να επιβιώσει όταν η ιστορία αγνοείται, πολύ λιγότερο δε όταν η ιστορία κατασκευάζεται για να εξυπηρετήσει αμφίβολα κίνητρα.

 

Με εκτίμηση,

 

NAME TITLE INSTITUTION

 

Harry C. Avery, Professor of Classics, University of Pittsburgh (USA)

Dr. Dirk Backendorf. Akademie der Wissenschaften und der Literatur Mainz (Germany)

Elizabeth C. Banks, Associate Professor of Classics (ret.), University of Kansas (USA)

Luigi Beschi, professore emerito di Archeologia Classica, Università di Firenze (Italy)

Josine H. Blok, professor of Ancient History and Classical Civilization, Utrecht University (The Netherlands)

Alan Boegehold, Emeritus Professor of Classics, Brown University (USA)

Efrosyni Boutsikas, Lecturer of Classical Archaeology, University of Kent (UK)

Keith Bradley, Eli J. and Helen Shaheen Professor of Classics, Concurrent Professor of History, University of Notre Dame (USA)

Stanley M. Burstein, Professor Emeritus, California State University, Los Angeles (USA)

Francis Cairns, Professor of Classical Languages, The Florida State University (USA)

John McK. Camp II, Agora Excavations and Professor of Archaeology, ASCSA, Athens (Greece)

Paul Cartledge, A.G. Leventis Professor of Greek Culture, University of Cambridge (UK)

Paavo Castrén, Professor of Classical Philology Emeritus, University of Helsinki (Finland)

William Cavanagh, Professor of Aegean Prehistory, University of Nottingham (UK)

Angelos Chaniotis, Professor, Senior Research Fellow, All Souls College, Oxford (UK)

Paul Christesen, Professor of Ancient Greek History, Dartmouth College (USA)

Ada Cohen, Associate Professor of Art History, Dartmouth College (USA)

Randall M. Colaizzi, Lecturer in Classical Studies, University of Massachusetts-Boston (USA)

Kathleen M. Coleman, Professor of Latin, Harvard University (USA)

Michael B. Cosmopoulos, Ph.D., Professor and Endowed Chair in Greek Archaeology, University of Missouri-St. Louis (USA)

Kevin F. Daly, Assistant Professor of Classics, Bucknell University (USA)

Wolfgang Decker, Professor emeritus of sport history, Deutsche Sporthochschule, Köln (Germany)

Luc Deitz, Ausserplanmässiger Professor of Mediaeval and Renaissance Latin, University of Trier (Germany), and Curator of manuscripts and rare books, National Library of Luxembourg (Luxembourg)

Michael Dewar, Professor of Classics, University of Toronto (Canada)

John D. Dillery, Associate Professor of Classics, University of Virginia (USA)

Sheila Dillon, Associate Professor, Depts. of Art, Art History & Visual Studies and Classical Studies, Duke University (USA)

Douglas Domingo-Forasté, Professor of Classics, California State University, Long Beach (USA)

Pierre Ducrey, professeur honoraire, Université de Lausanne (Switzerland)

Roger Dunkle, Professor of Classics Emeritus, Brooklyn College, City University of New York (USA)

Michael M. Eisman, Associate Professor Ancient History and Classical Archaeology, Department of History, Temple University (USA)

Mostafa El-Abbadi, Professor Emeritus, University of Alexandria (Egypt)

R. Malcolm Errington, Professor für Alte Geschichte (Emeritus) Philipps-Universität, Marburg (Germany)

Panagiotis Faklaris, Assistant Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece)

Denis Feeney, Giger Professor of Latin, Princeton University (USA)

Elizabeth A. Fisher, Professor of Classics and Art History, Randolph-Macon College (USA)

Nick Fisher, Professor of Ancient History, Cardiff University (UK)

R. Leon Fitts, Asbury J Clarke Professor of Classical Studies, Emeritus, FSA, Scot., Dickinson Colllege (USA)

John M. Fossey FRSC, FSA, Emeritus Professor of Art History (and Archaeology), McGill Univertsity, Montreal, and Curator of Archaeology, Montreal Museum of Fine Arts (Canada)

Robin Lane Fox, University Reader in Ancient History, New College, Oxford (UK)

Rainer Friedrich, Professor of Classics Emeritus, Dalhousie University, Halifax, N.S. (Canada)

Heide Froning, Professor of Classical Archaeology, University of Marburg (Germany)

Peter Funke, Professor of Ancient History, University of Muenster (Germany)

Traianos Gagos, Professor of Greek and Papyrology, University of Michigan (USA)

Robert Garland, Roy D. and Margaret B. Wooster Professor of the Classics, Colgate University, Hamilton NY (USA)

Douglas E. Gerber, Professor Emeritus of Classical Studies, University of Western Ontario (Canada)

Hans R. Goette, Professor of Classical Archaeology, University of Giessen (Germany); German Archaeological Institute, Berlin (Germany)

Sander M. Goldberg, Professor of Classics, UCLA (USA)

Erich S. Gruen, Gladys Rehard Wood Professor of History and Classics, Emeritus, University of California, Berkeley (USA)

Christian Habicht, Professor of Ancient History, Emeritus, Institute for Advanced Study, Princeton (USA)

Donald C. Haggis, Nicholas A. Cassas Term Professor of Greek Studies, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

Judith P. Hallett, Professor of Classics, University of Maryland, College Park, MD (USA)

Prof. Paul B. Harvey, Jr. Head, Department of Classics and Ancient Mediterranean Studies, The Pennsylvania State University (USA)

Eleni Hasaki, Associate Professor of Classical Archaeology, University of Arizona (USA)

Miltiades B. Hatzopoulos, Director, Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Research Foundation, Athens (Greece)

Wolf-Dieter Heilmeyer, Prof. Dr., Freie Universität Berlin und Antikensammlung der Staatlichen Museen zu Berlin (Germany)

Steven W. Hirsch, Associate Professor of Classics and History, Tufts University (USA)

Karl-J. Hölkeskamp, Professor of Ancient History, University of Cologne (Germany)

Frank L. Holt, Professor of Ancient History, University of Houston (USA)

Dan Hooley, Professor of Classics, University of Missouri (USA)

Meredith C. Hoppin, Gagliardi Professor of Classical Languages, Williams College, Williamstown, MA (USA)

Caroline M. Houser, Professor of Art History Emerita, Smith College (USA) and Affiliated Professor, University of Washington (USA)

Georgia Kafka, Visiting Professor of Modern Greek Language, Literature and History, University of New Brunswick (Canada)

Anthony Kaldellis, Professor of Greek and Latin, The Ohio State University (USA)

Andromache Karanika, Assistant Professor of Classics, University of California, Irvine (USA)

Robert A. Kaster, Professor of Classics and Kennedy Foundation Professor of Latin, Princeton University (USA)

Vassiliki Kekela, Adjunct Professor of Greek Studies, Classics Department, Hunter College, City University of New York (USA)

Dietmar Kienast, Professor Emeritus of Ancient History, University of Duesseldorf (Germany)

Karl Kilinski II, University Distinguished Teaching Professor, Southern Methodist University (USA)

Dr. Florian Knauss, associate director, Staatliche Antikensammlungen und Glyptothek Muenchen (Germany)

Denis Knoepfler, Professor of Greek Epigraphy and History, Collège de France (Paris)

Ortwin Knorr, Associate Professor of Classics, Willamette University (USA)

Robert B. Koehl, Professor of Archaeology, Department of Classical and Oriental Studies Hunter College, City University of New York (USA)

Georgia Kokkorou-Alevras, Professor of Classical Archaeology, University of Athens (Greece)

Ann Olga Koloski-Ostrow, Associate Professor and Chair, Department of Classical Studies, Brandeis University (USA)

Eric J. Kondratieff, Assistant Professor of Classics and Ancient History, Department of Greek & Roman Classics, Temple University

Haritini Kotsidu, Apl. Prof. Dr. für Klassische Archäologie, Goethe-Universität, Frankfurt/M. (Germany)

Lambrini Koutoussaki, Dr., Lecturer of Classical Archaeology, University of Zürich (Switzerland)

David Kovacs, Hugh H. Obear Professor of Classics, University of Virginia (USA)

Peter Krentz, W. R. Grey Professor of Classics and History, Davidson College (USA)

Friedrich Krinzinger, Professor of Classical Archaeology Emeritus, University of Vienna (Austria)

Michael Kumpf, Professor of Classics, Valparaiso University (USA)

Donald G. Kyle, Professor of History, University of Texas at Arlington (USA)

Prof. Dr. Dr. h.c. Helmut Kyrieleis, former president of the German Archaeological Institute, Berlin (Germany)

Gerald V. Lalonde, Benedict Professor of Classics, Grinnell College (USA)

Steven Lattimore, Professor Emeritus of Classics, University of California, Los Angeles (USA)

Francis M. Lazarus, President, University of Dallas (USA)

Mary R. Lefkowitz, Andrew W. Mellon Professor in the Humanities, Emerita, Wellesley College (USA)

Iphigeneia Leventi, Assistant Professor of Classical Archaeology, University of Thessaly (Greece)

Daniel B. Levine, Professor of Classical Studies, University of Arkansas (USA)

Christina Leypold, Dr. phil., Archaeological Institute, University of Zurich (Switzerland)

Vayos Liapis, Associate Professor of Greek, Centre d'Études Classiques & Département de Philosophie, Université de Montréal (Canada)

Hugh Lloyd-Jones, Professor of Greek Emeritus, University of Oxford (UK)

Yannis Lolos, Assistant Professor, History, Archaeology, and Anthropology, University of Thessaly (Greece)

Stanley Lombardo, Professor of Classics, University of Kansas, USA

Anthony Long, Professor of Classics and Irving G. Stone Professor of Literature, University of California, Berkeley (USA)

Julia Lougovaya, Assistant Professor, Department of Classics, Columbia University (USA)

A.D. Macro, Hobart Professor of Classical Languages emeritus, Trinity College (USA)

John Magee, Professor, Department of Classics, Director, Centre for Medieval Studies, University of Toronto (Canada)

Dr. Christofilis Maggidis, Associate Professor of Archaeology, Dickinson College (USA)

Jeannette Marchand, Assistant Professor of Classics, Wright State University, Dayton, Ohio (USA)

Richard P. Martin, Antony and Isabelle Raubitschek Professor in Classics, Stanford University

Maria Mavroudi, Professor of Byzantine History, University of California, Berkeley (USA)

Alexander Mazarakis Ainian, Professor of Classical Archaeology, University of Thessaly (Greece)

James R. McCredie, Sherman Fairchild Professor emeritus; Director, Excavations in Samothrace Institute of Fine Arts, New York University (USA)

James C. McKeown, Professor of Classics, University of Wisconsin-Madison (USA)

Robert A. Mechikoff, Professor and Life Member of the International Society of Olympic Historians, San Diego State University (USA)

Andreas Mehl, Professor of Ancient History, Universitaet Halle-Wittenberg (Germany)

Harald Mielsch, Professor of Classical Archeology, University of Bonn (Germany)

Stephen G. Miller, Professor of Classical Archaeology Emeritus, University of California, Berkeley (USA)

Phillip Mitsis, A.S. Onassis Professor of Classics and Philosophy, New York University (USA)

Peter Franz Mittag, Professor für Alte Geschichte, Universität zu Köln (Germany)

David Gordon Mitten, James Loeb Professor of Classical Art and Archaeology, Harvard University (USA)

Margaret S. Mook, Associate Professor of Classical Studies, Iowa State University (USA)

Anatole Mori, Associate Professor of Classical Studies, University of Missouri- Columbia (USA)

Jennifer Sheridan Moss, Associate Professor, Wayne State University (USA)

Ioannis Mylonopoulos, Assistant Professor of Greek Art History and Archaeology, Columbia University, New York (USA).

Richard Neudecker, PD of Classical Archaeology, Deutsches Archäologisches Institut Rom (Italy)

James M.L. Newhard, Associate Professor of Classics, College of Charleston (USA)

Carole E. Newlands, Professor of Classics, University of Wisconsin, Madison (USA)

John Maxwell O'Brien, Professor of History, Queens College, City University of New York (USA)

James J. O'Hara, Paddison Professor of Latin, The University of North Carolina, Chapel Hill (USA)

Martin Ostwald, Professor of Classics (ret.), Swarthmore College and Professor of Classical Studies (ret.), University of Pennsylvania (USA)

Olga Palagia, Professor of Classical Archaeology, University of Athens (Greece)

Vassiliki Panoussi, Associate Professor of Classical Studies, The College of William and Mary (USA)

Maria C. Pantelia, Professor of Classics, University of California, Irvine (USA)

Pantos A.Pantos, Adjunct Faculty, Department of History, Archaeology and Social Anthropology, University of Thessaly (Greece)

Anthony J. Papalas, Professor of Ancient History, East Carolina University (USA)

Nassos Papalexandrou, Associate Professor, The University of Texas at Austin (USA)

Polyvia Parara, Visiting Assistant Professor of Greek Language and Civilization, Department of Classics, Georgetown University (USA)

Richard W. Parker, Associate Professor of Classics, Brock University (Canada)

Robert Parker, Wykeham Professor of Ancient History, New College, Oxford (UK)

Anastasia-Erasmia Peponi, Associate Professor of Classics, Stanford University (USA)

Jacques Perreault, Professor of Greek archaeology, Université de Montréal, Québec (Canada)

Yanis Pikoulas, Associate Professor of Ancient Greek History, University of Thessaly (Greece)

John Pollini, Professor of Classical Art & Archaeology, University of Southern California (USA)

David Potter, Arthur F. Thurnau Professor of Greek and Latin. The University of Michigan (USA)

Robert L. Pounder, Professor Emeritus of Classics, Vassar College (USA)

Nikolaos Poulopoulos, Assistant Professor in History and Chair in Modern Greek Studies, McGill University (Canada)

William H. Race, George L. Paddison Professor of Classics, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

John T. Ramsey, Professor of Classics, University of Illinois at Chicago (USA)

Karl Reber, Professor of Classical Archaeology, University of Lausanne (Switzerland)

Rush Rehm, Professor of Classics and Drama, Stanford University (USA)

Werner Riess, Associate Professor of Classics, The University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

Robert H. Rivkin, Ancient Studies Department, University of Maryland Baltimore County (USA)

Barbara Saylor Rodgers, Professor of Classics, The University of Vermont (USA)

Robert H. Rodgers. Lyman-Roberts Professor of Classical Languages and Literature, University of Vermont (USA)

Nathan Rosenstein, Professor of Ancient History, The Ohio State University (USA)

John C. Rouman, Professor Emeritus of Classics, University of New Hampshire, (USA)

Dr. James Roy, Reader in Greek History (retired), University of Nottingham (UK)

Steven H. Rutledge, Associate Professor of Classics, Department of Classics, University of Maryland, College Park (USA)

Christina A. Salowey, Associate Professor of Classics, Hollins University (USA)

Guy D. R. Sanders, Resident Director of Corinth Excavations, The American School of Classical Studies at Athens (Greece)

Theodore Scaltsas, Professor of Ancient Greek Philosophy, University of Edinburgh (UK)

Thomas F. Scanlon, Professor of Classics, University of California, Riverside (USA)

Bernhard Schmaltz, Prof. Dr. Archäologisches Institut der CAU, Kiel (Germany)

Rolf M. Schneider, Professor of Classical Archaeology, Ludwig-Maximilians- Universität München (Germany)

Peter Scholz, Professor of Ancient History and Culture, University of Stuttgart (Germany)

Christof Schuler, director, Commission for Ancient History and Epigraphy of the German Archaeological Institute, Munich (Germany)

Paul D. Scotton, Assoociate Professor Classical Archaeology and Classics, California State University Long Beach (USA)

Danuta Shanzer, Professor of Classics and Medieval Studies, The University of Illinois at Urbana-Champaign and Fellow of the Medieval Academy of America (USA)

James P. Sickinger, Associate Professor of Classics, Florida State University (USA)

Marilyn B. Skinner 
Professor of Classics, 
University of Arizona (USA)

Niall W. Slater, Samuel Candler Dobbs Professor of Latin and Greek, Emory University (USA)

Peter M. Smith, Associate Professor of Classics, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)

Dr. Philip J. Smith, Research Associate in Classical Studies, McGill University (Canada)

Susan Kirkpatrick Smith Assistant Professor of Anthropology Kennesaw State University (USA)

Antony Snodgrass, Professor Emeritus of Classical Archaeology, University of Cambridge (UK)

Theodosia Stefanidou-Tiveriou, Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece).

Andrew Stewart, Nicholas C. Petris Professor of Greek Studies, University of California, Berkeley (USA)

Oliver Stoll, Univ.-Prof. Dr., Alte Geschichte/ Ancient History,Universität Passau (Germany)

Richard Stoneman, Honorary Fellow, University of Exeter (England)

Ronald Stroud, Klio Distinguished Professor of Classical Languages and Literature Emeritus, University of California, Berkeley (USA)

Sarah Culpepper Stroup, Associate Professor of Classics, University of Washington (USA)

Nancy Sultan, Professor and Director, Greek & Roman Studies, Illinois Wesleyan University (USA)

David W. Tandy, Professor of Classics, University of Tennessee (USA)

James Tatum, Aaron Lawrence Professor of Classics, Dartmouth College

Martha C. Taylor, Associate Professor of Classics, Loyola College in Maryland

Petros Themelis, Professor Emeritus of Classical Archaeology, Athens (Greece)

Eberhard Thomas, Priv.-Doz. Dr.,Archäologisches Institut der Universität zu Köln (Germany)

Michalis Tiverios, Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece)

Michael K. Toumazou, Professor of Classics, Davidson College (USA)

Stephen V. Tracy, Professor of Greek and Latin Emeritus, Ohio State University (USA)

Prof. Dr. Erich Trapp, Austrian Academy of Sciences/Vienna resp. University of Bonn (Germany)

Stephen M. Trzaskoma, Associate Professor of Classics, University of New Hampshire (USA)

Vasiliki Tsamakda, Professor of Christian Archaeology and Byzantine History of Art, University of Mainz (Germany)

Christopher Tuplin, Professor of Ancient History, University of Liverpool (UK)

Gretchen Umholtz, Lecturer, Classics and Art History, University of Massachusetts, Boston (USA)

Panos Valavanis, Professor of Classical Archaeology, University of Athens (Greece)

Athanassios Vergados, Visiting Assistant Professor of Classics, Franklin & Marshall College, Lancaster, PA

Christina Vester, Assistant Professor of Classics, University of Waterloo (Canada)

Emmanuel Voutiras, Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki (Greece)

Speros Vryonis, Jr., Alexander S. Onassis Professor (Emeritus) of Hellenic Civilization and Culture, New York University (USA)

Michael B. Walbank, Professor Emeritus of Greek, Latin & Ancient History, The University of Calgary (Canada)

Bonna D. Wescoat, Associate Professor, Art History and Ancient Mediterranean Studies, Emory University (USA)

E. Hector Williams, Professor of Classical Archaeology, University of British Columbia (Canada)

Roger J. A. Wilson, Professor of the Archaeology of the Roman Empire, and Director, Centre for the Study of Ancient Sicily, University of British Columbia, Vancouver (Canada)

Engelbert Winter, Professor for Ancient History, University of Münster (Germany)

Timothy F. Winters, Ph.D. Alumni Assn. Distinguished Professor of Classics, Austin Peay State University (USA)

Michael Zahrnt, Professor für Alte Geschichte, Universität zu Köln (Germany)

Paul Zanker, Professor Emeritus of Classical Studies, University of Munich (Germany)

 

—————————

 

cc: J. Biden, Vice President, USA

H. Clinton, Secretary of State USA

P. Gordon, Asst. Secretary-designate, European and Eurasian Affairs

H.L Berman, Chair, House Committee on Foreign Affairs

I. Ros-Lehtinen, Ranking Member, House Committee on Foreign Affairs

J. Kerry, Chair, Senate Committee on Foreign Relations

R.G. Lugar, Ranking Member, Senate Committee on Foreign Relations

R. Menendez, United States Senator from New Jersey.

 

(*) Αριθμός καθηγητών που υπέγραψαν μέχρι 23 Μαίου 2009

 

ΠΗΓΗ: http://history-of-macedonia.com/wordpress/2009/05/24/epistolo-233-kathigiton-panepistimio-pros-obama/

Περί Αρβανιτών Ι

Λόγος, διάλογος και αντίλογος περί Αρβανιτών

 

Γερμανικός γλωσσικός χάρτης της Πελοποννήσου του τέλους του 19ου αιώνα.

 

Του Marko Τ (http://a-ergodes.blogspot.com )

   

Με έντονο ρόδινο χρώμα οι περιοχές όπου ομιλούνταν ως κύρια γλώσσα τα αρβανίτικα (μεγάλο μέρος Κορινθίας και Αργολίδας, Ερμιονίδα, Τροιζήνα, Μέθανα, μαζί με Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, περιοχές Άραξου-Κάτω Αχαγιάς και Παναχαϊκού όρους, Σουλιμοχώρια Τριφυλλίας, χωριά Λυκούρια, Δάρας και Αλέα-Μπουγιάτι Αρκαδίας).

Με απαλό ρόδινο οι περιοχές όπου τα αρβανίτικα ομιλούνταν παράλληλα με τα ελληνικά, δηλαδή ήδη βρίσκονταν σε υποχώρηση (μέρος της ανατολικής Λακωνίας στην περιοχή του Γερακίου και του Γέρακα, Δολιανά).

Με έντονο ρόδινο χρώμα οι περιοχές όπου ομιλούνταν ως κύρια γλώσσα τα αρβανίτικα (μεγάλο μέρος Κορινθίας και Αργολίδας, Ερμιονίδα, Τροιζήνα, Μέθανα, μαζί με Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, περιοχές Άραξου-Κάτω Αχαγιάς και Παναχαϊκού όρους, Σουλιμοχώρια Τριφυλλίας, χωριά Λυκούρια, Δάρας και Αλέα-Μπουγιάτι Αρκαδίας).

Με απαλό ρόδινο οι περιοχές όπου τα αρβανίτικα ομιλούνταν παράλληλα με τα ελληνικά, δηλαδή ήδη βρίσκονταν σε υποχώρηση (μέρος της ανατολικής Λακωνίας στην περιοχή του Γερακίου και του Γέρακα, Δολιανά).

  

 

Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι οι πρώτες περιοχές ταυτίζονται, σχεδόν όλες, με τις περιοχές της Πελοποννήσου όπου ακόμα σήμερα οι γεροντότεροι, είτε μιλούν τα αρβανίτικα, είτε τα ξέρουν, είτε τουλάχιστον τα καταλαβαίνουν (σε ορισμένα χωριά στην Αργολίδα και την Κορινθία τα αρβανίτικα τα καταλαβαίνουν άνετα και νεαρά άτομα).

Είναι ενδιαφέρον ότι κάποια χωριά της Γορτυνίας στα οποία ξέρουμε ότι μιλιούνταν τα αρβανίτικα στον καιρό της Επανάστασης, όπως η Παλούμπα (πëλλούμπα=περιστέρια), χωριό του αρβανιτόφωνου οπλαρχηγού Πλαπούτα, αναφέρονται ως ελληνόφωνα. Αυτό σημαίνει ότι εκεί η αρβανίτικη γλώσσα είχε εκλείψει ως ομιλούμενη γλώσσα στο μεσοδιάστημα μεταξύ 1830 και 1890, διότι ο χάρτης δεν αναφέρεται προφανώς σε παθητικούς γνώστες της γλώσσας, αλλά σε χρήστες της.

Με γαλάζιο απεικονίζεται ο χώρος διάδοσης της τσακώνικης διαλέκτου, που στον Μεσαίωνα ήταν σαφώς μεγαλύτερος.

Μία σοβαρή και μακροσκελής συζήτηση σχετικά με τα αρβανίτικα και τους Αρβανίτες προκλήθηκε από δημοσίευμα στο ιστολόγιο του doctor (εδώ).

Θα ήθελα να συγχαρώ τον doctor για τις νηφάλιες και τεκμηριωμένες απόψεις του, οι οποίες με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Επειδή τις θέσεις και τα επιχειρήματά μου τα έχω εκθέσει σε διάφορα σχόλιά μου στο πλαίσιο της παραπάνω συζήτησης, δεν θα ήθελα να τα επαναλάβω εδώ. Οπότε, όποιος έχει απορίες παρακαλείται να κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά εκεί (παρακάμπτοντας τις λαβυρινθώδεις παρεμβάσεις ενός αλβανού Λιακόπουλου, επ' ονόματι Adriano, και τις προκλήσεις ενός "μασκαρεμένου" σε Έλληνα ακραίου Αλβανού εθνικιστή – διότι και το είδος αυτό κυκλοφορεί εσχάτως ανά το διαδίκτυο…).

Θα ήθελα εντούτοις να υπογραμμίσω και εδώ ότι ως Έλληνες θα πρέπει να ξεφύγουμε από το αρχαιολατρικό ιδεολόγημα του πρώιμου 19ου αιώνα, γέννημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (με ρίζες όμως και στον γερμανικό ρομαντισμό), περί άμεσης καταγωγής μας όλων των Ελλήνων συλλήβδην από τους αρχαίους Έλληνες. Ο ελληνισμός απέκτησε πραγματικά οικουμενική διάσταση, ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια του ελλαδικού ή και του αιγαιακού αν θέλετε χώρου και εντάσσοντας στην πολιτισμική – και γλωσσική – του σφαίρα αλλογενείς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολής. χάρη στον Αλέξανδρο και τους Διαδόχους. Με άλλα λόγια, όταν η ελληνική γλώσσα και η ελληνική παιδεία υιοθετήθηκαν από μεγάλα πολυεθνικά κράτη, όπως ήταν τα ελληνιστικά βασίλεια. Στη συνέχεια, ο χριστιανισμός, έχοντας ως κύριο γλωσσικό όχημα την ελληνική γλώσσα, προσέδωσε μία νέα διάσταση στην οικουμενικότητα του ελληνισμού.


Όσο για μένα, αισθάνομαι πολύ Βυζαντινός και Ρωμιός για να μπορέσω να αποδεχτώ αρχαιολατρικά ιδεολογήματα σαν αυτά που μας θέλουν όλους συλλήβδην απογόνους του Περικλή: Έλληνες είμαστε γιατί έτσι θέλησε ο τόπος όπου έχουμε ριζώσει και η ιστορία που κουβαλούμε μέσα μας, με τα χίλια της πρόσωπα και τις αμέτρητες πτυχές της.


Με απλά λόγια: Η ένταξη σε ένα έθνος δεν είναι θέμα γονιδίων και αιμοσφαιρίων, αλλά θέμα που έχει σχέση με κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες. Οι Αρβανίτες (Αρμπëρόρë), μπορεί εν μέρει (το "εν μέρει" το τονίζω) να έχουν κοινή καταγωγή με τους νότιους Αλβανούς (Τόσκηδες), αλλά ποτέ δεν είχαν αλβανική εθνική συνείδηση, διότι απλούστατα τέτοια συνείδηση τον ύστερο Μεσαίωνα, όταν έφυγαν από τα εδάφη της σημερινής νότιας Αλβανίας, δεν υπήρχε. Ούτε καν κουβαλούσαν μαζί τους οι Αρβανίτες, στη συλλογική τους συνείδηση, την ανάμνηση κάποιας ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης (της "χαμένης βασιλείας"), γιατί τέτοιο αλβανικό μεσαιωνικό κράτος δεν υπήρξε, όπως αντίστοιχα υπήρξε σερβικό κράτος και βουλγαρικό κράτος.

Οι Αρβανίτες είναι Έλληνες γιατί ζυμώθηκαν με τα ελληνικά χώματα, πάλεψαν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες για να φτιάξουν ελληνικό κράτος και προσέλαβαν όλη την πολιτισμική παράδοση του τόπου αυτού, κρατώντας ως ιδιαιτερότητα μοναχά τη γλώσσα τους, που και αυτή τώρα χάνεται.


Προσωπικά, μου κάνει αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι τέτοια ζητήματα εξακολουθούν να θίγονται εν έτει 2009, για τον απλούστατο λόγο ότι θα έπρεπε η απάντηση σε ερωτήματα του τύπου "Ποιοί είναι οι Αρβανίτες και τί είναι τα αρβανίτικα;" να είναι αυτονόητη. Λέω "αυτονόητη" γιατί επιστημονικά το ερώτημα είναι απαντημένο, και στα δύο σκέλη του.

Παραδέχομαι, ωστόσο, ότι το γεγονός ότι η απάντηση δεν είναι αυτονόητη δείχνει – και αυτό – ένα έλλειμμα παιδείας εκ μέρους μας. Αυτό το έλλειμμα παιδείας στην περίπτωσή μας συνδυάζεται με τις προσπάθειες κάποιων ακραίων Αλβανών εθνικιστών, με προεξάρχοντα τον τραγουδιστή και ερασιτέχνη "ντοκυμαντερίστα" Lirio Nushi (απολαύστε φαιδρότητες εδώ και εδώ), να παρουσιαστούν ως αυτόκλητοι "προστάτες" και "σωτήρες" των Αρβανιτών. Λες και ζήτησαν από κάτι τέτοιους απίθανους τύπους οι Αρβανίτες να τους "σώσουν" (να τους σώσουν από ποιούς άραγε; Από τους συμπατριώτες τους; Ε, δεν είμαστε καλά, ή μάλλον, νούκου γιέμι μίρë!).

Κλείνοντας θα παραθέσω δύο αποσπάσματα από σχόλιό μου στο κείμενο του doctor.


"Όταν ήρθαν οι Αρβανίτες στον τόπο αυτό, τον 14ο αιώνα, ήρθαν κατά φάρες, δεν υπήρχε αλβανικό έθνος. Ούτε αλβανικό κράτος. Ούτε καν γραπτή αλβανική γλώσσα. Συνειδησιακά και πολιτισμικά οι Αρβανίτες εντάχθηκαν στον Ελληνισμό. Δεν απεμπόλησαν κάποια αλβανική εθνική συνείδηση προς χάριν της ελληνικής, γιατί τέτοια συνείδηση δεν υπήρχε. Η εθνική τους συνείδηση διαμορφώθηκε παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτήν των υπόλοιπων ελληνόφωνων συμπατριωτών τους".


"Οσο ο αλβανικός εθνικισμός πάει να στριμώξει τους Αρβανίτες, τόσο αυτοί αντιδρούν και γίνονται πιο αντιαλβανοί από τον πιο αντιαλβανό Έλληνα. Διότι ο απλός Αρβανίτης αν νιώθει ότι στριμώχνεται από τον αλβανικό εθνικισμό, θα πέσει στον ελληνικό εθνικισμό. Μέση οδός δεν υπάρχει".


Υ.Γ.1: Τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού η εκτεταμένη ύπαρξη "αλβανοφωνίας" – χρησιμοποιώ τον όρο της εποχής – στο τότε ελληνικό κράτος ήταν αυτονόητη (ρίξτε απλώς μια ματιά στον Παπαδιαμάντη ή σε κείμενα λογίων όπως ο Λαμπρυνίδης και ο Μηλιαράκης ή και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια).

Εντούτοις, σήμερα, που τα αρβανίτικα βρίσκονται στο στάδιο του γλωσσοθανάτου, βρίσκονται διάφοροι απίθανοι και ημιμαθείς, αν όχι αγράμματοι, "Ελληναράδες" εθνικιστές στο διαδίκτυο να βρίζουν τους Αρβανίτες και την "ετερογλωσσία" τους. Μερικοί μάλιστα νομίζουν πως τους Αρβανίτες τους εγκατέστησαν στην Ελλάδα οι Τούρκοι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μετανάστευση που έγινε κυρίως κατά τον 14ο αιώνα.

Ως λύση, θα πρότεινα στους τύπους αυτούς να φτιάξουν ένα φόρουμ μαζί με ομοϊδεάτες τους "αλβαναράδες" στυλ Lirio Nushi, από Αλβανία και Κόσοβο, και να είναι σίγουροι πως θα έχουν 24ωρη non-stop απασχόληση – βλέπε "διαδικτυακούς σκυλοκαβγάδες" – για το υπόλοιπο της ζωής τους.


Y.Γ.2: Μαρτυρία του λόγιου υδραίου δημοσιογράφου Αντώνη Μανίκη δημοσιευμένη στην εφημερίδα "Το Μέλλον της Ύδρας" (εκδιδόταν στον Πειραιά μεταξύ 1930 και 1960 περίπου):

Όταν η βασίλισσα Όλγα επισκέφτηκε την Ύδρα και της έγινε επίσημη υποδοχή, ρώτησε μια νεαρή γυναίκα του νησιού που κρατούσε το μωρό της σε φασκιές:

"Ντjάλjë ίσστë ή βάιζë;" (= αγόρι είναι ή κορίτσι;). Ο κόσμος έκπληκτος αναφώνησε: "Βασιλjέσσα ντι αρμπëρίσστë!" (= η βασίλισσα ξέρει αρβανίτικα!).

Και όντως, η βασίλισσα Όλγα και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας είχαν μάθει αρκετά αρβανίτικα από το υπηρετικό προσωπικό του παλατιού. Αυτά για την ιστορία (και τους άσχετους με αυτήν ψευτο-ελληναράδες…).

 

ΠΗΓΗ:  Κυριακή, 17 Μάϊος 2009,  http://a-ergodes.blogspot.com/2009/05/blog-post_17.html 

 

Ακολουθούν στο ποστ αυτό πολλά ενδιαφέροντα σχόλια. Προτείνω να τα δείτε.