Η Δημιουργία και το συλλογικό I

Η Δημιουργία και το συλλογικό: Το διπλό πρόβλημα του νοήματος –Μέρος Ι

 

Του Ηλία Παπαγιαννόπουλου*

 

Μοιάζει να μην υπάρχει πιο κοινότοπος λόγος σήμερα από εκείνον περί της κρίσης του σύγχρονου πολιτισμού. Και είναι επίσης αλήθεια πως η απόρριψη του παρόντος προς όφελος παρελθόντων μεγαλείων ανέκαθεν ανήκε στις προσφιλείς τακτικές ενός ονειροπόλου ψυχισμού, που ασφυκτιούσε μέσα στη στενότητα του περιβάλλοντός του.

Εντούτοις, οι διαστάσεις που έχει πάρει εδώ και ενάμιση περίπου αιώνα μια τέτοια διάγνωση και ο συναφής μ’ αυτήν λόγος είναι τέτοιου εύρους και τέτοιας έντασης, που μπορούν να συγκριθούν μόνο με τα αντίστοιχα μεγέθη της ύστερης αρχαιότητας – τότε που ο παλιός κόσμος πράγματι κατέρρεε ένδοθεν και ένας άλλος αχνοφαινόταν αργά στον ορίζοντα του ανθρώπινου πνεύματος.

Τούτο το παράδειγμα μας δείχνει κάτι σημαντικό: πως η πληθωριστική κυκλοφορία ενός λόγου, σαν σύνθημα και ιδεολογία, στα στόματα των πολλών και η ψυχική και πνευματική ευκολία που την συντροφεύει, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί ταυτόχρονα να εκφράζει μια γνήσια και βαθιά αλήθεια, αντίθετη προς κάθε ευκολία, μιαν αλήθεια η οποία οφείλει να ακουστεί σαν τέτοια, μέσα σε άκρα προσοχή, για να φανερώσει έτσι όλη της την εμβέλεια και την οδυνηρή βαρύτητα. Μιαν αλήθεια της εποχής ολόκληρης και, κυρίως, των συγκεκριμένων, μεμονωμένων υπάρξεών της, που ζητούν να προσανατολιστούν μέσα στον κόσμο και να στερεώσουν την ψυχή τους, δηλαδή να εμβαπτισθούν στην προσωπική παρουσία – να ‘καταλάβουν που βρέθηκαν και προς τα που οδηγούσε ο δρόμος τους, για να σχεδιάσουν την πραγματικότητά τους’.[1] Μιαν αλήθεια, λοιπόν, που διαρκώς εκκρεμεί να την στοχαστούμε, κάθε φορά από την αρχή, από το μηδέν ή με φανάρι το μηδέν, όπως το διατύπωνε ο Porchia, ένας άνθρωπος που πορεύτηκε στον κόσμο με την καθαρή καρδιά του, το ίδιο ακριβώς φαναράκι με το οποίο ο νιτσεϊκός προφήτης είχε βγει μέρα μεσημέρι στους δρόμους, χαμένος σαν παιδί (verlaufen wie ein Kind) μέσα στο απέραντο κενό (ein unendliches Nichts), κομίζοντας την αναπάντεχη και ανησυχητική είδηση του θανάτου (για την ακρίβεια: του φόνου) του Θεού[2] – να την στοχαστούμε, λέγαμε, την αλήθεια αυτή, με όση μεγαλύτερη ένταση και προσωπική αυθεντικότητα μπορούμε. Διότι η αλήθεια αυτή δεν αποδίδει παρά την αλήθεια της ζωής μας, είναι η δική μας αλήθεια, και από το βαθμό στον οποίο την αναλαμβάνουμε εξαρτάται η δικαίωση του προσώπου μας. Και τούτο εντέλει σημαίνει: εξαρτάται η πρόσβασή μας σε μια πραγματικότητα (ας θυμηθούμε εδώ πάλι τα λόγια του Celan). Γιατί εδώ, πράγματι, δεν διακυβεύεται τίποτα λιγότερο από την ίδια την πραγματικότητα, δηλαδή από τη συστατική διαφορά ανάμεσα στην ανυπαρξία και στην όντως ύπαρξη.

Μήπως, λοιπόν, βρισκόμαστε πράγματι στο μεταίχμιο δύο κόσμων, ενός που κείται ερειπιώδης κι ενός που ακόμα προσπαθεί να αρθρωθεί μέσα από τα ερείπια; Μήπως ένας ολόκληρος πολιτισμός φτάνει, από καιρό κιόλας, στο τέλος του, μήπως υπάρχει μια βαθύτατη, οργανική ανάγκη των ανθρώπων για ένα νέο βλέμμα, μια νέα βίωση και κατανόηση της ύπαρξης εκ των ένδον του σύγχρονου κόσμου; Μήπως οδηγούμαστε από όποιον δρόμο και να πάρουμε στο ίδιο κέντρο και, την ίδια ακριβώς στιγμή, στο ίδιο κενό (‘πάρε όποιο μονοπάτι θες κι εννιά φορές στις δέκα σε κατεβάζει σε μια κοιλάδα και σε αφήνει εκειδά κοντά σε μια λιμνούλα μες στο ποτάμι’[3]: κατά την πνευματική του άνοδο κατεβαίνει κανείς σε μια γαλήνη εν τω μέσω μιας ορμητικής ροής, σ` ένα κενό κέντρο, που θα πει, στο μάτι ενός κυκλώνα – ιδού ο τόπος μας), μήπως λοιπόν οδηγούμαστε στην ίδια εναγώνια περιγραφή ενός θεμελιώδους έλλειμματος (τι θεμελιώνεται άραγε από ένα έλλειμμα, τι ιδρύεται από ένα κενό;) και στο αίτημα επαναπροσδιορισμού του πραγματικού και του υπαρκτού;

Πως όμως να σκεφτούμε αυτήν την κρίση που έχει εγκατασταθεί στο κέντρο της ύπαρξής μας, κατά τρόπο ώστε να θέτει την ύπαρξη αυτή εξαρχής και ριζικά υπό αμφισβήτηση; Πως ακριβώς να την προσδιορίσουμε, με ποιά κριτήρια να την προσεγγίσουμε και, τελικά, να την αποτιμήσουμε; Μήπως ηθικά, αισθητικά, ανθρωπολογικά, ή κοινωνιολογικά; Αν υποθέσουμε πως η αλήθεια ενός πολιτισμού κρίνεται καταρχήν από την αυθεντικότητα της ανθρώπινης ζωής που τον ενσαρκώνει, τότε που πρέπει να αναζητηθεί το μέτρο αυτής της αυθεντικότητας; Τι είναι, εντέλει, εκείνο που θα μπορούσε κυρίως να αξιολογήσει την υγεία και την ασθένεια ενός πολιτισμού, την αυθεντικότητα και την αναυθεντικότητα ενός πολιτισμένου ανθρώπου;

Προτείνουμε, στην αρχή του δοκιμίου μας, να συνθέσουμε όλες τις επιμέρους διαστάσεις, που συλλαμβάνουν μεμονωμένες πτυχές του προβλήματος, σε μια και μόνη, μια θεμελιώδη, θεμελιωδέστερη όλων, η οποία φωτίζει στη συνέχεια και όλες τις υπόλοιπες που συνυφαίνονται γύρω της οργανικά, εφόσον τούτη αφορά το επίκεντρο της έννοιας του πολιτισμού και κατ’ επέκταση του προβλήματος που προσπαθούμε να διατυπώσουμε: είναι η διάσταση του νοήματος του συλλογικού. Πολιτισμός είναι για μας πριν από ο,τιδήποτε άλλο η νοηματοδότηση του πεδίου του συλλογικού, δηλαδή, υπό τη ριζικότερη δυνατή έννοια του όρου, του μοιράσματος του υπάρχειν. Προτείνουμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε την κρίση πρωτίστως ως απώλεια νοήματος του κοινού βίου και να στοχαστούμε πάνω στις πτυχές και στις ενδεχόμενες διακλαδώσεις ενός τέτοιου γεγονότος. Τούτο θα μας οδηγούσε ύστερα οργανικά στο να θέσουμε το ερώτημα τι ακριβώς είναι ο κοινός βίος και ποιός είναι ο εαυτός που τον φέρει, θα μας ωθούσε, δηλαδή, να προσδιορίσουμε την υπαρκτική ποιότητα του συλλογικού και του ανθρώπου που μέσα σ’ αυτό μοιάζει να βρίσκει τη βαθύτερη αλήθεια του.

Φτάνουμε έτσι σ’ ένα θεμελιώδες κριτήριο, την ερμηνευτική εμβέλεια του οποίου θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε στη συνέχεια: η αυθεντικότητα μιας ανθρώπινης ζωής και η υγεία ενός πολιτισμού κρίνεται από τη ριζικότητα με την οποία αναφύεται το πεδίο ή η ποιότητα του συλλογικού. Όσο πιο ανοιχτός είναι ο εαυτός, δηλαδή όσο περισσότερο διατίθεται στην αυθυπέρβασή του ή όσο περισσότερο ανήκει στην ίδια του την αναφορικότητα, τόσο περισσότερο ανήκει στον εαυτό του, έναν εαυτό εννοημένο ως τον πλούτο και την αλήθεια του υπάρχειν. Και τόσο πιο γνήσια είναι τότε τα έργα του, οι πράξεις στις οποίες τυπώνεται η ανάσα του, δηλαδή ο πολιτισμός του.

Εδώ είναι απαραίτητη μια πρόσθετη διευκρίνηση. Πρέπει να είναι σαφές πως μιλώντας για πολιτισμό δεν εννοούμε την ολότητα των ανθρώπων που συγκροτούν μιαν ιστορική περίοδο, ούτε προσδιορίζουμε τον γενικό τύπο μιας σύμβασης που προκύπτει από την απλή ανάγκη επιβίωσης μιας συλλογικότητας. Έννοιες που προσδιορίζουν υπαρκτικές ποιότητες όπως εκείνες της αυθεντικότητας, της ριζικότητας ή της αναφορικότητας, αποτυπώνουν πάντοτε (θα το δούμε καλύτερα στη συνέχεια) ενδεχόμενα προσωπικά (μη-γενικεύσιμα) κατορθώματα. Τα κατορθώματα, εντούτοις, αυτά χρειάζονται ανάλογες συντεταγμένες για να αναγνωρισθούν ως όντως τέτοια, για να υπάρξουν, τρόπον τινά, ως κάτι περισσότερο από μετέωρες και α-νόητες διαθέσεις του ψυχισμού. Οι συντεταγμένες αυτές συγκροτούν ένα συγκεκριμένο κάθε φορά είδος γλώσσας, δηλαδή ένα ορισμένο επίπεδο συνύπαρξης στο οποίο διανοίγουν και καλούν τα πρόσωπα. Προφανώς διαφορετικά είδη γλώσσας ενσαρκώνουν και αναδεικνύουν διαφορετικά επίπεδα συνύπαρξης: σε άλλο επίπεδο καλεί, λ.χ., μια διαχειριστική γλώσσα και σε άλλο μια καλλιτεχνική, για να αναφέρουμε ένα σχηματικό παράδειγμα. Αν στην πρώτη περίπτωση παρωθείσαι στον έλεγχο και στην αναπαραγωγή, στη δεύτερη παρωθείσαι στην υπομονετική δεκτικότητα και στη δημιουργία. Όταν, λοιπόν, μιλάμε για πολιτισμό, εννοούμε την εκάστοτε ποιότητα μιας γλώσσας, δηλαδή την υπαρκτική ποιότητα μιας ύπαρξης και μιας συνύπαρξης που προτείνονται ως άξονας του βίου. Εννοούμε, με άλλα λόγια, όχι αυτό που επιτυγχάνεται ιστορικά, όχι αυτό που εκπληρώνεται από την ολότητα μιας κοινωνίας (η μετρήσιμη επιφάνεια της σύμβασής της), αλλά αυτό που αναφύεται στον ορίζοντα του πνεύματος ως πεδίο του πραγματικού, αυτό που εγείρεται οριακά ως αξίωση αληθινής ζωής κι ως έσχατο διακύβευμα της ψυχής (το μη-μετρήσιμο βάθος ενός οράματος).

Ας επιστρέψουμε τώρα στα προηγούμενα. Οφείλουμε να επιμείνουμε στο ερώτημα για την ποιότητα του συλλογικού, αφού από εδώ μοιάζουν να κρίνονται όλα. Είναι, άραγε, οπωσδήποτε η εθελούσια υποταγή ή έστω το συμβόλαιο και ο συμβιβασμός, μεγέθη που ριζώνουν στην αντικειμενική ανάγκη, δηλαδή στην προσαρμοστικότητα, στην ευελιξία και στην προνοητικότητα μιας φίλαυτης βούλησης, όπως κυρίως σκεφτόμαστε εδώ και αιώνες στα πλαίσια των δυτικών παραδόσεων – ή μήπως μπορεί να πρόκειται για κάποια εντελώς διαφορετική ποιότητα; Συλλογικότητα σημαίνει ισορροπία δυνάμεων που δεν μπορούν και δεν θέλουν παρά να είναι και να παραμένουν δυνάμεις, ορμές προς ισχύ, που αποδίδουν στην ανακωχή εκείνη το παραπλανητικό όνομα της δικαιοσύνης και της ειρήνης; Ή μήπως είναι η ίδια η υπέρβαση της σύγκρουσης ως πεδίου του ανθρώπινου βίου, μήπως υποδείχνει ένα επέκεινα της ισχύος και του ορίζοντα από τον οποίο αυτή τρέφεται; Με άλλα λόγια, ανήκει το συλλογικό κατ` ουσίαν στην τάξη του νόμου, που πάντοτε παραπέμπει σε πόλους επιθυμίας ισχύος, ή, αντίθετα, σ` εκείνην της ελευθερίας, του επέκεινα του νόμου και κάθε νόμου; Δηλώνει επομένως έναν περιορισμό που μειώνει το ον μολονότι συνάμα το διασφαλίζει, ή το άπειρο που το απειροποιεί μολονότι συνάμα το εκθέτει – δηλώνει το σχετικό ή το απόλυτο (ή ποιάν ακριβώς σχέση ανάμεσά τους); Και ο άνθρωπός του, ο άνθρωπος του συλλογικού, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, είναι κάποιος που υφίσταται την ετερότητα των άλλων, ως ελάχιστο τίμημα που πρέπει να καταβάλλει στο ταμείο της φύσης, σε μια ταλάντωση ανάμεσα στην εξουδετέρωση και στην αποθέωση της ατομικότητάς του; Είναι εκείνος που εσωτερικεύει τις επιταγές ενός καθήκοντος και απωθεί εκείνο που κατά βάθος ή άμεσα ζητά η ψυχή του, προωθώντας έτσι έναν χωρισμό ανάμεσα στην αθέατη ταυτότητα και στην ορατή πράξη, έναν εσωτερικό διχασμό; Μήπως είναι κάποιος που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μέσω αυτής ή της άλλης μορφής θέσμισης, αρκείται τελικά στον ρεαλισμό της αυτοσυντήρησης και της μέγιστης δυνατής ατομικής ωφέλειας μέσα σ` έναν εχθρικό κόσμο, υπηρετώντας έτσι μια διαλεκτική ωφέλειας και εχθρότητας την οποία θα θεωρούσε ανυπέρβλητη; Ή μήπως, εντελώς αντίθετα, είναι εκείνος που γνωρίζει ψυχοπνευματικά, με το νου και την καρδιά του, μέσα από μιαν υπαρκτική πορεία που θα μπορούσαμε να καλέσουμε είτε ασκητική είτε και τραγική, μια γενναιοδωρία και μιαν αναπάντεχη εγγύτητα επέκεινα κάθε αυτοσυντήρησης και κάθε ωφέλειας, επέκεινα της μοιραίας και ιδρυτικής απώλειας, στο ανοιχτό πεδίο του νοήματος; Μήπως είναι κάποιος που, αντί να χάσει την ψυχή του και τον εαυτό του για να κερδίσει την κοινωνικότητά του και την επιβίωσή του, εδώ αντιθέτως χάνει τα είδωλα της κοινωνικότητας και της επιβίωσης και βρίσκει ψυχή και εαυτό στην άνευ όρων κατάφαση του άλλου, κάποιος που γεννιέται τότε πέρα από το Εγώ, πέρα από το νόμο και τον ορίζοντα του θανάτου; Και τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό σήμερα, σήμερα όπου το Εγώ, ο νόμος και ο θάνατος, οι συντεταγμένες δηλαδή της Νεωτερικότητας, μοιάζουν να κορυφώνουν τις δυνατότητές τους και συνάμα να αποσυντίθενται; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να θέσουμε με κάθε σοβαρότητα.

Θεωρούμε πως το συλλογικό και μαζί του ο πολιτισμός θα παραμείνουν όροι μουσείων και υπουργείων ή ρητορείες των διανοούμενων, δηλαδή ιδεολογικές αφαιρέσεις που δεν αφορούν τις αγωνίες και τους καημούς των ζωντανών ανθρώπων, όσο αδυνατούμε να τους συσχετίσουμε πρωτογενώς με την προσωπική δημιουργία. Γιατί δημιουργία; Διότι η δημιουργία είναι η κορυφαία ενσάρκωση της ελευθερίας του ανθρώπου και, άρα, της δυνατότητάς του να επαληθεύει την ταυτότητά του στο οντολογικό επίπεδο. Εφόσον αν δεν υπάρχει ελευθερία, η ύπαρξη δεν αληθεύει, τότε αν ο άνθρωπος δεν είναι όντως δημιουργικός, δεν υπάρχει καν. Ως βουβό εξάρτημα μιας προϋπάρχουσας και τετελεσμένης ολότητας όπου τίποτα νέο δεν μπορεί ποτέ να προκύψει, θα ήταν τότε απλώς ανύπαρκτος. Η δημιουργία δεν έπεται λοιπόν της ύπαρξης, μόνο ως δημιουργικός μπορεί ο άνθρωπος να δικαιώσει οντολογικά την ύπαρξή του. Έτσι, στο μέτρο που θέλουμε να στοχαστούμε τη συνύπαρξη, θα πρέπει να αναζητήσουμε τους δεσμούς της με την ίδια την ύπαρξη, με την αλήθεια της ύπαρξης και επομένως με την ελευθερία της ή τη δημιουργικότητά της. Μόνο αν συνδεθεί πρωτογενώς με τη δημιουργία, το συλλογικό μπορεί να συνδεθεί με αυτό που ο άνθρωπος είναι.

Ας ανασυνθέσουμε τον συλλογισμό. Αν η κρίση του πολιτισμού παραπέμπει σε μια κρίση του νοήματος του συλλογικού, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που γεννά και κρατά ζωντανή τη συλλογικότητα στο πνεύμα και την καρδιά των ανθρώπων και, αντίστοιχα, τι είναι εκείνο που την αφυδατώνει και τη στρεβλώνει. Με άλλα λόγια, αναρωτιόμαστε πότε η συλλογικότητα συνδέεται με την αλήθεια της προσωπικής ύπαρξης και άρα με την ελευθερία της (αφού όντως ύπαρξη και ελευθερία είναι ταυτόσημες έννοιες) και πότε αποσυνδέεται από αυτήν. Υποστηρίζουμε, λοιπόν, πως αυτό που ζητάμε έγκειται σ` ό,τι θα καλούσαμε δημιουργική δεκτικότητα, η οποία θα συνέπιπτε μάλιστα με τον ίδιο τον οντολογικό τόπο της υποκειμενικότητας, με κείνο το πεδίο δηλαδή ερχόμενη στο οποίο η ατομική ταυτότητα αληθεύει. Υποστηρίζουμε πως έγκειται στη βιωματική αναγνώριση πως η έλευση του ανθρώπου στο πεδίο της κοινωνικότητας συμπίπτει με μιαν έσχατη δημιουργική του πράξη και επομένως με την ίδια την ελευθερία (αντί να απορρέει, απλώς, από αυτές σε δεύτερο χρόνο, ως αμφισβητούμενο επίθεμά τους). Και αντίστροφα: πως η δημιουργία είναι πάντοτε γενέθλια διάνοιξη σ` αυτό που κατ` αλήθειαν υπερβαίνει τον άνθρωπο, στην ίδια την εξωτερικότητα ως εξωτερικότητα. Προσωπική ύπαρξη (δηλαδή ταυτότητα), δεκτικότητα ή κοινωνικότητα, και ελευθερία (δηλαδή δημιουργία), είναι ταυτόσημα μεγέθη, είναι όψεις του ίδιου συμβάντος. Η κρίση του πολιτισμού, κι επομένως η κρίση του νοήματος του συλλογικού, είναι πριν από ο,τιδήποτε άλλο ένα αδιέξοδο ή μια έκλειψη της ελευθερίας, δηλαδή της δημιουργικής κοινωνίας (communio) ως εσώτατης αλήθειας ή ουσίας του ανθρώπου. Μολονότι η ελευθερία στάθηκε το λάβαρο του νεότερου ανθρώπου, τα ίδια μας τα βήματα μέσα στον κόσμο μάς οδηγούν να στοχαστούμε εκ νέου την υφή αυτής της ελευθερίας, που νοείτο ως προηγούμενη κάθε συνάντησης και κάθε συνύπαρξης, ως αυτάρκεια και αυτοδυναμία της βουλήσεως – και, μαζί της, μιας ενδεχόμενης άλλης.

Αντιστρέφοντας τη λογική σύνολης της όψιμης περιόδου των Νέων Χρόνων και των μετεξελίξεών της, υποστηρίζουμε πως ο πολιτισμός συνιστά μεν πράγματι μιαν έσχατη δημιουργική πράξη του ανθρώπου, όχι όμως διότι, όπως διατείνεται ο νεότερος στοχασμός, τούτη είναι αυτό-νομη (ιδέα που καθιστά την έννοια του πολιτισμού, όπως και του ανθρώπου άλλωστε, πλήρη των βιαιότερων δυνατών αντιφάσεων και αδιεξόδων), αλλά, ακριβώς αντίθετα, διότι ανοίγεται σ’ ό,τι διαφεύγει του ανθρώπου και τον υπερβαίνει, σ’ ό,τι, δηλαδή, βρίσκεται πέρα από την επικράτεια ενός ιδίου που θα ήταν ο νόμος του εαυτού του. Η δημιουργία δεν είναι μια διαγραφή της μοίρας, της ανυπότακτης από τη βούληση εξωτερικότητας, διαγραφή η οποία συμπυκνώνεται μάλλον στις έννοιες της κατασκευής και της εφεύρεσης, παρά σ` εκείνην της δημιουργίας. Η δημιουργία είναι κάτι άλλο από μιαν αρνητική αυτοθέωση, ένα κενό του κόσμου, μια αποδέσμευση από την βαρύτητα του εαυτού και των πραγμάτων. Απεναντίας, είναι η έλευση στην απολυτότητα αυτής της βαρύτητας, η βαθύτερη δυνατή συνάντηση της μοίρας και του κόσμου, η ίδια η απάντηση στον λόγο που μου απευθύνουν τα πράγματα, λόγο με τον οποίο συμπίπτει η παρουσία των πραγμάτων. Δημιουργία είναι, εντέλει, η χάρις μιας συνομιλίας, μέσα στην οποία συντονίζομαι με τα ποιητικά των πραγμάτων και των προσώπων Ρήματα του Θεού και γίνομαι μοίρα Του.[4]

Σημειώσεις

[1] Τα λόγια αυτά ηχούν σε όλη τους την οξύτητα καθώς λέγονται από έναν άνθρωπο που βυθομέτρησε την οδύνη του νεωτερικού αδιεξόδου συμπυκνωμένου στο Ολοκαύτωμα, την πιο εύγλωττη (και συνάμα πιο άλαλη) κορύφωση του αδιεξόδου εκείνου: προέρχονται από τον P. Celan, σε λόγο που εκφώνησε με αφορμή την απονομή προς το πρόσωπό του τού λογοτεχνικού βραβείου της πόλης της Βρέμης το 1958 – βλ. τον τόμο Τού Κανενός το ρόδο/Die Niemandsrose (Αθήνα: Άγρα, 2000, πρώτη ανατύπωση, μτφρ. Χ. Γ. Λάζος), σ. 22.

[2] ‘Στο ταξίδι μου σ` αυτό το δάσος των αριθμών που λένε κόσμο, κρατάω ένα μηδέν σαν να ήταν φανάρι’, A. Porchia, Φωνές (Αθήνα: Ίνδικτος, 2004, μτφρ. Β. Λαλιώτης), αφορ. 245, και Fr. Nietzsche, Die fröhliche Wissenschaft (Frankfurt/M.: Insel, 1982), αφορ. 125 («Der tolle Mensch»).

[3] Η. Melville, Mόμπι-Ντικ, ή Η Φάλαινα (Αθήνα: Gutenberg, 1991, 2η έκδ., μτφρ. Α. Κ. Χριστοδούλου), κεφ. Ι.

[4] Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα [Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου] (Αθήνα: Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1990, 2η έκδ., μτφρ. Ιγν. Σακαλή), σελ. 163 [PG 91, 1080B-C].

 

ΠΗΓΗ: antifono.gr, Περιοδικό Ίνδικτος τ. 20, Ιαν. 2006, http://www.antifono.gr/portal/….%2582.html

 

* Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.