Το χέρι που δίνει

Το χέρι που δίνει

Του π. Δημητρίου Μπόκου*

σες πο βρήκατε τν νθρωπό σας

κι χετε να χέρι ν σς σφίγγει τρυφερά,

ναν μο ν’ κουμπτε τν πίκρα σας,

να κορμ ν περασπίζει τν ξαψή σας,

κοκκινίσατε ραγε γι τν τόση ετυχία σας,

στω κα μι φορά;

Επατε ν κρατήσετε νς λεπτο σιγ

γι τος πεγνωσμένους;

Ἕ­να αἰχ­μη­ρό­τα­το βέ­λος ρί­χνει κα­τευ­θεί­αν στὴν καρ­διὰ τῆς  βο­λι­κῆς μας ἐ­πα­νά­παυ­σης ὁ ποι­η­τὴς Ντί­νος Χρι­στι­α­νό­που­λος μὲ τοὺς στί­χους αὐ­τούς. Ποι­ὸς κά­θε­ται νὰ σκε­φθεῖ τὸν ἄλ­λο, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε μιὰ χα­ρά;

Κι ὅ­μως αὐ­τὴ θά ’­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ἡ μό­νι­μη ἀ­γω­νί­α καὶ ἀ­νη­συ­χί­α μας. Πῶς γί­νε­ται νὰ χαι­ρό­μα­στε τὴ ζω­ή μας ἀ­νέ­με­λα, ὅ­ταν ἄλ­λοι πα­ρα­δί­πλα ὑ­πο­φέ­ρουν; Ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει θέ­ση στὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στια­νοῦ. Χρι­στια­νὸς ση­μαί­νει νὰ εἶ­σαι τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἔ­ζη­σε μό­νο γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Κα­θό­λου γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. «­αυ­τν ­κέ­νω­σεν» (Φιλ. 2, 7). Τὸν σταύ­ρω­σε γιὰ μᾶς.

Ἔ­δει­ξε μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, ὅ­τι ἀ­ξί­α δὲν ἔ­χει μιὰ ζω­ὴ μὲ κα­λο­πέ­ρα­ση, ἀλ­λὰ μιὰ ζω­ὴ προ­σφο­ρᾶς στὸν ἄλ­λο. Ὕ­ψι­στο σκο­πό της, βα­θύ­τα­το νό­η­μά της, ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τά της ὅ­ρι­σε τὴν ἀ­γά­πη.

Μὰ ἐ­μεῖς δι­α­στρέ­ψα­με καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ἀ­γά­πης. Στὸν δι­κό μας κό­σμο, ὅ­που κέν­τρο βά­λα­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἀ­κό­μα καὶ ἡ ἀ­γά­πη δὲν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἀ­γά­πη. « ­γά­πη γι τν συ­νάν­θρω­πό μας δν ε­ναι τά­χα ­πι­τα­κτι­κ ­νάγ­κη γι μι και­νούρ­για ­δι­ο­κτη­σί­α

Εἶ­ναι ὁ Νί­τσε αὐ­τὸς ποὺ ἀ­να­ρω­τι­έ­ται. Καὶ συ­νε­χί­ζει τὴ σκέ­ψη του, λέ­γον­τας ὅ­τι σὲ μιὰ τέ­τοι­α ἀ­γά­πη συμ­βαί­νει ὅ,τι καὶ σὲ κά­θε μας ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ ὁτιδήποτε και­νούρ­γιο: «Κου­ρα­ζό­μα­στε μ τ πα­λιό, γι ,τι γνω­ρί­ζου­με κα­λ κα σί­γου­ρα. ­χου­με ­νάγ­κη ν τεν­τώ­σου­με τ χέ­ρια μας ­κό­μα πι μα­κριά. Κα τ πι ­μορ­φο το­πί­ο, ­ταν τ ζή­σου­με, ­ταν τ ­χου­με μπρο­στ στ μά­τια μας γι τρες ­λό­κλη­ρους μ­νες, μς κου­ρά­ζει, δν ε­μα­στε βέ­βαι­οι γι τν ­γά­πη μας γι’ α­τό. Κά­ποι­α λ­λη μα­κρι­ν ­χθη, μς τρα­βά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Γε­νι­κό­τε­ρα, μι κα­το­χ μει­ώ­νε­ται μ τ χρή­ση».

Μιὰ ἀ­γά­πη λοι­πὸν ποὺ εἶ­ναι ­πι­τα­κτι­κ ­νάγ­κη ­δι­ο­κτη­σί­ας, κα­το­χς το λ­λου γι ε­χα­ρί­στη­ση το ­αυ­το μας, γρήγορα κα­ταν­τά­ει πράγ­μα βα­ρε­τό. Δὲν ὑ­πάρ­χει εὐ­χα­ρί­στη­ση, ποὺ νὰ μὴ γί­νε­ται μὲ τὸν χρό­νο ἀ­νια­ρή. Γίνεται βαρετὸς ὁ ἄλλος καὶ πρέπει νὰ ἀντικαθίσταται συνεχῶς, ὅταν, ἀντὶ νὰ τὸν κάνουμε ἀποδέκτη τῆς ἀγάπης μας, τὸν μεταβάλλουμε σὲ ἁπλὸ ὄργανο τῆς εὐχαρίστησής μας. Εἶ­ναι ἡ κα­τά­ρα τῆς ἐ­γω­κεν­τρι­κῆς μας ἀ­να­ζή­τη­σης. Νὰ μὴ σταματάει πο­τέ. Νὰ ψά­χνει ἀ­κό­ρε­στη γιὰ νέ­ους τρόπους καὶ εἴ­δη εὐ­χα­ρί­στη­σης.

Μὰ εἶ­ναι κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ προ­σφέ­ρε­ται, τ χέ­ρι πο δί­νεις γι ν στη­ρι­χτε κά­ποι­ος ­πά­νω του, ὄχι γιὰ νὰ πάρεις κάτι ἐσύ. Ὅταν ἀ­γα­πᾶς τὸν ἄλλο γιὰ ὅ,τι ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄλλος, ὄ­χι γιὰ δική σου εὐ­χα­ρί­στη­ση. Αὐτὸ εἶναι κά­τι ποὺ θὰ σὲ γε­μί­ζει πάν­το­τε χα­ρά. Μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ποὺ θὰ πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νή, ἀ­ξέ­χα­στη, ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ὅ­λα βου­λιά­ξουν στῆς λή­θης τὸν ἀ­πύθμενο βυ­θό. Τὸ πε­ρι­γρά­φει ὄ­μορ­φα ὁ ποι­η­τής:

Κι πειτα τ χρόνια θ περάσουν

γκοι βουνν κα πέτρας θ παρεμβληθον

θ ξεχαστονε λα

πως ξεχνιέται τ καθημεριν φα

πο μς κρατάει ρθούς.

λα, ξω π κείνη τ στιγμ

πο μέσα στ συνωστισμ το πόγειου τρένου

κρατήθηκες στ μπράτσο μου.

(Τί­τος Πα­τρί­κιος)

Ἐμεῖς προσφέρουμε τὸ μπράτσο μας σὲ ὅποιον τὸ χρειάζεται νὰ κρατηθεῖ; Τί μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νά ΄ναι γε­μά­τη ἡ ζω­ή μας ἀ­πὸ ὄ­μορ­φες στιγ­μὲς προ­σφο­ρᾶς; Μό­νο αὐ­τὲς ἔ­χουν ἀ­ξί­α πολύτιμη, θ πα­ρα­μεί­νουν α­ώ­νια στ μνή­μη το Θε­ο, ὅταν ὅλα τὰ ἄλλα ξεχαστοῦν. Τ χέ­ρι πο προ­σφέ­ρε­ται γι ­γά­πη, γρά­φει ­νε­ξί­τη­λα τ ­νο­μά μας στ Βι­βλί­ο τς Ζω­ς. Ἐ­νῶ τὸ χέ­ρι ποὺ δὲν τὸ ἔ­μα­θε αὐ­τό, σβή­νει γι πάν­τα τ ­νο­μά μας ­π τ μνή­μη το Θε­ο. Και­ρὸς νὰ δι­δά­ξου­με καλὰ στὸ χέ­ρι μας τὸ μά­θη­μα αὐτό, νὰ γρά­φει χω­ρὶς λά­θη τῆς ἀγάπης τὴ σω­τή­ρια γρα­φή.

Ὁ Κύ­ριός μας τρέ­χει, ἐπείγεται ν’ ἁ­πλώ­σει τὰ χέ­ρια του πά­νω στὸν σταυ­ρό, νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει ὅλους, νὰ μᾶς σώσει. Ἂς βι­α­στοῦ­με ν’ ἁ­πλώ­σου­με τὰ χέ­ρια μας κι ἐ­μεῖς μὲ σταυ­ρι­κὴ δι­ά­θε­ση σὲ ὅ­σους τὰ χρει­ά­ζον­ται. «Κύ­ρι­ε, τς χε­ρας ­μν ­κτει­νον πρς ρ­γα­σί­αν τν ν­το­λν σου».

Τὸ κατανυκτικὸ Τριῴδιο, παράλληλα μὲ τὴν παντοειδῆ νηστεία, δὲν παύει νὰ μᾶς παρακινεῖ καὶ στὴ θεοτερπῆ εὐποιία, μιὰ θητεία προσφορᾶς καὶ ἀγάπης στὸν ἄνθρωπο. Μιὰ στάση ζωῆς ποὺ ἀναφέρεται εὐθέως στὸν Χριστό: «Θρψον δ τν Κριον, ψυχή, τ επραξίᾳ, ρετς δσματα ς εὐώδεις θυσας προσκομζουσα τοτ» (Πέμπτη Τυρινῆς, ᾠδὴ η΄).

Ἔμεινε ἄραγε σὲ μᾶς καθόλου διάθεση νὰ θρέψουμε τὸν Κύριο μὲ μοσχομύριστα ἐδέσματα ἐλεημοσύνης;

Καλ Σαρακοστή!

 * Ἀ ν τ ι ύ λ η, . Νας γ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα           

Τηλ. 26820 25861/23075/6980, 898 504 e-mail: antiyli.gr@gmail.com

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.