Να διανοηθούμε, και αν χρειαστεί, να πραγματοποιήσουμε την ρήξη

Να διανοηθούμε, και αν χρειαστεί, να πραγματοποιήσουμε την ρήξη

Του Ηλία Χρονόπουλου

Σημειώσεις για την διαπραγμάτευση

Οι δανειστές επιχείρησαν να εγκλωβίσουν την ελληνική κυβέρνηση σε ένα αυτοκτονικό μονοπάτι: από τη μια διαβεβαιώνοντας ότι θα βρεθεί ένας «έντιμος συμβιβασμός», και από την άλλη εφαρμόζοντας το μαρτύριο της σταγόνας ως προς τη ρευστότητα, χωρίς να κάνουν οποιαδήποτε παραχώρηση. Αντί παραχωρήσεων, στην πραγματικότητα φρόντισαν να μετατοπίζουν διαρκώς το σημείο του συμβιβασμού, προβάλλοντας περισσότερες απαιτήσεις, ναρκοθετώντας κάθε προοπτική έντιμης συμφωνίας και οδηγώντας την ελληνική κυβέρνηση σε υποχωρήσεις, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν αμετακίνητοι.

Ας το πούμε ανοιχτά: οι δανειστές ούτε είχαν ούτε έχουν οποιαδήποτε στρατηγική «έντιμου συμβιβασμού», όπως αποδεδειγμένα είχε η ελληνική κυβέρνηση. Ακόμα χειρότερα, η δυσκολία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα μιας πιθανής ρήξης, καθιστούσε πανίσχυρους τους «θεσμούς», δίνοντάς τους τη δυνατότητα της μεγαλύτερης δυνατής ακαμψίας.

Τα δύο όπλα της ελληνικής κυβέρνησης και η διαδικασία εξουδετέρωσής τους

Τι είχε να αντιπαρατάξει απέναντι σε όλα αυτά η ελληνική πλευρά;

1. Κατ’ αρχάς, την δεινή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα. Τους αγώνες του ελληνικού λαού όλο το προηγούμενο διάστημα και την απαίτηση να γίνει σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία. Μια ευρύτατη λαϊκή υποστήριξη στην Ελλάδα – αλλά και την απογοήτευση που έχει προκαλέσει η ακραία πολιτική της λιτότητας στους λαούς της Ευρώπης, κινήματα και διανοούμενους σε ολόκληρο τον κόσμο.

2. Επιπλέον, τις πιθανές γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις μιας ρήξης στην Ευρωζώνη, επιπτώσεις με ισχυρό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία.

Τον πρώτο μήνα της διαπραγμάτευσης, το πλεονέκτημα του εσωτερικού συσχετισμού ήταν κρίσιμο και καθόρισε την δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα και διεθνώς. Όμως, ενώ υπήρχε η προσδοκία ότι η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα απελευθέρωνε ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις σε επίπεδο κυβερνήσεων, στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου αντιμετωπίστηκε με αντιφατικό τρόπο. Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως οι Ρέντσι και Ολάντ, που βολεύονταν από την αντι-υφεσιακή πολιτική, διαφωνούσαν με τις θέσεις της αριστερής κυβέρνησης σε εργασιακά. Άλλοι, όπως οι Ραχόι και Κοέλιο, είχαν πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους να απορρίπτουν την αντιμνημονιακή της ρητορική.

Ως προς τη γεωπολιτική διάσταση, ενώ κάποια από τα ανοίγματα της κυβέρνησης ήταν πετυχημένα, από μόνα τους δεν μπορούσαν να στηρίξουν μια πειστική εναλλακτική στρατηγική. Αφενός λόγω παγκοσμιοποίησης, καθώς δηλαδή καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί «αυτοδύναμα» απέναντι στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Και αφετέρου διότι τα κρατικά συμφέροντα των χωρών που θα εξισορροπούσαν τις πιέσεις εντός της Ε.Ε υπαγορεύουν την παροχή δυσβάσταχτων εγγυήσεων έναντι κάθε πιθανής βοήθειας.

Στο σκηνικό αυτό, κι ενώ λίγο πριν από τις 20 Φλεβάρη η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών έφτανε σε οριακό σημείο, εξαιτίας καθοριστικών αποφάσεων της ΕΚΤ, το δεύτερο όπλο της κυβέρνησης ήταν εξουδετερωμένο. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες προτιμήθηκε ο συμβιβασμός και η δύσκολη συμφωνία στο Εurogroup.

Οι δυνατότητες παραμένουν

Από τότε μέχρι σήμερα, το δεύτερο όπλο παραμένει εξουδετερωμένο, ενώ αποδυναμώνεται σταδιακά και το πρώτο. Κι αυτό γιατί, προκειμένου να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις, η ελληνική πλευρά «έπρεπε» (όπως συμβούλευαν οι εκάστοτε «καλοί μπάτσοι») να κατεβάσει τους τόνους και να μπει στο πλαίσιο των συζητήσεων που όριζαν οι δανειστές. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η εξαιρετικά οργανωμένη και συστηματική διεθνής προσπάθεια αποδόμησης της ελληνικής κυβέρνησης και των στελεχών της από τις πολιτικές, οικονομικές και δημοσιογραφικές ελίτ. Ήταν αναμενόμενο η ελληνική κυβέρνηση να μην είχε ούτε την εμπειρία, ούτε τα μέσα για να δώσει με λιγότερο άνισο τρόπο αυτή τη μάχη.

Έτσι, ο ελληνικός λαός ξαναζούσε την αέναη «δημοσιογραφική αποκάλυψη» μέτρων, ώστε για μια ακόμα φορά να χάνεται το δάσος της στρατηγικής αντιπαράθεσης με τη λιτότητα. Ταυτόχρονα, η κατάσταση οδηγούσε στην αποδυνάμωση της λαϊκής υποστήριξης της κυβέρνησης, του βασικότερου δηλαδή από τα δύο διαθέσιμα όπλα της.

Όμως οι δυνατότητες που υπήρχαν από τότε, υπάρχουν ακόμα σήμερα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ο νόμος για την ανθρωπιστική κρίση. Παρά την προκλητική καταγγελία του από τους δανειστές ως μονομερή ενέργεια που θα μπορούσε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις, η ελληνική πλευρά δεν δίστασε να δημοσιοποιήσει την αδιανόητη στάση των δανειστών και να προχωρήσει με αποφασιστικότητα, οδηγώντας τους τελικά σε αναδίπλωση. Αντίστοιχη ήταν η περίπτωση του νόμου για τις 100 δόσεις: οι δανειστές δεν τον ήθελαν, αλλά για την ελληνική κυβέρνηση αποτελούσε μια ανάσα ρευστότητας, που θα ανακούφιζε τα κοινωνικά της στηρίγματα και θα καθιστούσε την ίδια λιγότερο ευάλωτη στις πιέσεις των δανειστών.

Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τα μόνα – θα έπρεπε όμως να είναι περισσότερα: ο νόμος για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνεχίσει στην ίδια λογική, ώστε η Αριστερά να ενισχύσει τους δεσμούς της με τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκπροσωπεί. Ακόμα περισσότερο, αφού ακόμα και οι δανειστές δεν θα είχαν λόγο να αντιδράσουν, θα μπορούσαν να είχαν νομοθετηθεί μέτρα εναντίον της διαφθοράς, φορολόγησης του μεγάλου πλούτου και της φοροδιαφυγής.

Το βασικότερο, σε κάθε περίπτωση, είναι κάθε κίνηση της κυβέρνησης να κάνει ορατή την εναλλακτική πρόταση στην λιτότητα. Οι διάφορες λίστες μεταρρυθμίσεων, αρχής γενομένης από τη λίστα της 24ης Φλεβάρη, δεν περιέγραφαν κάποιο ριζικά διαφορετικό σχέδιο: στην καλύτερη περίπτωση, κρατούσαν τα ανώδυνα μέτρα και για τις δύο πλευρές ή αρκούνταν στη δημιουργική ασάφεια.

Το αναπόφευκτο της σύγκρουσης

Οι αντίπαλοι (και όχι ο αντίπαλος, καθώς το μπλοκ των δανειστών δεν είναι ενιαίο) είναι σαφώς ισχυρότεροι: οι δομές της ΕΕ και οι υπερεθνικοί οργανισμοί του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο σύνολό τους συμπυκνώνουν έναν αρνητικό για την Αριστερά συσχετισμό δύναμης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παραίτηση είναι αναπόφευκτη. Κάθε άλλο. Γι’ αυτό και θα ήταν ασυγχώρητη παραίτηση να αρνηθούμε τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της διαπραγμάτευσης. Οι διαφορές με τους δανειστές είναι στρατηγικής σημασίας: δεν αρκεί ένας εξαντλητικός διάλογος για να βρεθεί κοινός τόπος. Πόσο μάλλον όταν οι δανειστές, όπως έχει επισημάνει πολλές φορές ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν δώσει μια πολύ περιοριστική ερμηνεία στην «ευελιξία» που προσφέρει η συμφωνία της 20ηςΦλεβάρη, αρνούμενοι συστηματικά να συζητήσουν αλλαγές στην παλιά συμφωνία ή νέες προτάσεις με διαφορετική λογική. Είναι γι’ αυτό που μόνο μέσα από την σύγκρουση θα μπορούσε ίσως να βρεθεί κοινός τόπος για έναν «έντιμο συμβιβασμό».

Τα πέντε πιθανά (ή απίθανα) σενάρια

Πριν από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, τα πέντε πιθανά (ή απίθανα) σενάρια σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τα εξής:

1. Το απολύτως αισιόδοξο: οι δανειστές να πουν ότι οι προτάσεις μας είναι εξαιρετικές, να βλαστημήσουν που δεν το είχαν σκεφτεί τόσο καιρό και να συμφωνήσουν με την κυβέρνηση.

2. Το σενάριο του έντιμου συμβιβασμού: οι δύο πλευρές να αποδεχτούν (ή να υποχρεωθούν να παραδεχτούν) ότι απαιτείται αμοιβαία επωφελής λύση και να προχωρήσουν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις.

3. Το σενάριο Λούλα: η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί μια επώδυνη λύση ώστε να κλείσει το πρόγραμμα, και στη συνέχεια, αφού το ολοκληρώσει, να εφαρμόσει την δική της πολιτική.

4. Η πλήρης ενσωμάτωση της ελληνικής κυβέρνησης στο μνημονιακό πλαίσιο.

5. Η ρήξη: η ελληνική κυβέρνηση να σταματήσει να αποπληρώνει τους δανειστές και σταδιακά να καταλήξει σε εθνικό νόμισμα, αν δεν υπάρξει υποχώρηση και δεν επιτευχθεί ένας «έντιμος συμβιβασμός».

Από τα σενάρια στις δυνατότητες

Το Σενάριο 1 είναι τουλάχιστον αδύνατο – παρότι προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε σαν να το θεωρούσε εφικτό. Μετεκλογικά, η κυβέρνηση κινείται μεταξύ του 2 και του 3. Το 4 είναι το σενάριο που επιδιώκουν οι δανειστές, σε συνδυασμό με μια αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού που θα δημιουργήσει νέους σχηματισμούς.

Το Σενάριο 5, ωστόσο, είναι το πλέον κρίσιμο –δυστυχώς, όμως, είναι και αυτό που έχει συζητηθεί λιγότερο, ακόμα και από τους υποτιθέμενους υποστηρικτές του. Οι τελευταίοι, μολονότι το διακηρύσσουν, ούτε το έχουν σχεδιάσει, ούτε είναι έτοιμοι να το υποστηρίξουν αν φτάσει πράγματι η ώρα της απόφασης. Αλλά και όποτε το υπερασπίζονται, στην πραγματικότητα δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από την λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για να είμαστε δίκαιοι, βεβαίως, η ευθύνη βαραίνει κυρίως όσους και όσες δεν θέλουν ούτε καν να το σκεφτόμαστε –πολύ δε περισσότερο να το συζητάμε.

Χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο για το Σενάριο 5, όμως, σε κάθε τελεσίγραφο η ελληνική πλευρά στην κρίσιμη στιγμή θα οδηγείται σε υποχώρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δημοψήφισμα. Ενώ αρκετά κυβερνητικά στελέχη άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο διεξαγωγής δημοψηφίσματος αν δεν υποχωρήσουν οι δανειστές, στην τελευταία σύνοδο του Εurogroup, μια σειρά θεσμικών παραγόντων της ΕΕ επιχείρησαν να απενεργοποιήσουν και αυτή την επιλογή, επιστρέφοντας την πίεση στην ελληνική πλευρά δια της επίδειξης πυγμής ή  απλώς αδιαφορίας.

Κάποτε ο Γιάνης Βαρουφάκης είπε ότι αν δεν διανοηθείς την ρήξη, δεν θα επιτύχεις τον συμβιβασμό –και φυσικά είχε απόλυτο δίκιο. Φάνηκε όμως στην πράξη πως η κυβέρνηση δεν ήταν πεισμένη για την ρήξη. Η φράση, συνεπώς, ήταν ελλιπής. Η ολοκληρωμένη θα ήταν: αν δεν διανοηθείς την ρήξη, δεν θα επιτύχεις τον συμβιβασμό, αλλά επειδή ούτε αυτό σου εγγυάται τον συμβιβασμό, εκτός από το να διανοηθείς την ρήξη, πρέπει να είσαι έτοιμος να την πραγματοποιήσεις.

Και τώρα τι;

Τι θα σήμαινε όμως μια ρήξη;

Αρχικά αξίζει να τονιστεί ότι από πολιτική, νομική και τεχνική σκοπιά, η ελληνική πλευρά δεν θα είναι ποτέ απολύτως έτοιμη για μια συγκρουσιακή επιλογή. Όμως, κάθε μέρα που περνάει, μπορούμε να είμαστε περισσότερο έτοιμοι. Σε πρώτη φάση, μια παραδοχή της αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους θα έχει κατά βάση επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία: τόσο λόγω των προβλημάτων που θα δημιουργηθούν στις ελληνικές τράπεζες, όσο και στις εισαγωγές.

Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συγκρουσιακής επιλογής, η πίεση των δανειστών και η αντοχή της κυβέρνησης θα εξαρτηθούν κυρίως από τους εξής παράγοντες:

α) από πιθανές επιπτώσεις στα ομόλογα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και στις χρηματαγορές γενικότερα,

β) από τον βαθμό στήριξης και κινητοποίησης της ελληνικής κοινωνίας,

γ) από το βαθμό προόδου του εκδημοκρατισμού του κράτους, του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού, της ενίσχυσης της δημοκρατίας στη βάση (σε εργασιακούς χώρους, στο σχολείο και το Πανεπιστήμιο, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο), αλλά και του ελέγχου των τραπεζών, ακόμα και μέσω υιοθέτησης ανορθόδοξων μέτρων.

δ) από τη δυνατότητα μετατροπής του μεγάλου προβλήματος της ανεργίας σε όπλο για ένα παραγωγικό μοντέλο έντασης εργασίας.

ε) από το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης.

Ενώ θα είναι καθοριστικής σημασίας το χρονικό διάστημα της αντοχής, ο χρόνος θα κυλάει αρνητικά στο εσωτερικό –εξού και θα είναι απαραίτητη η ετοιμότητα για μετάβαση σε διαφορετικό νόμισμα. Όσο πιο αποφασισμένοι είμαστε για την δεύτερη φάση της ρήξης, δηλαδή την έξοδο από το ευρώ, τόσο πιθανότερο θα είναι να αποδεχτούν οι δανειστές κάποιον έντιμο συμβιβασμό, καθώς η πίεση και το κόστος θα αρχίσει να μεταφέρεται σε εκείνους. Φυσικά η πραγματικότητα δεν μπορεί να εξαντληθεί από αναλύσεις –και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την εκκίνηση μιας δεύτερης φάσης.

Τι θα σήμαινε όμως η μετάβαση σε άλλο νόμισμα;

Ενώ η επιλογή της μετάβασης σε διαφορετικό νόμισμα είναι δύσκολη, στον δημόσιο διάλογο η επιλογή αυτή δραματοποιείται υπερβολικά.

Τα διάφορα πολιτικά, τεχνικά και νομικά ζητήματα θα οδηγούσαν σε μια εσωτερική υποτίμηση δια του νομίσματος, άρα σε πτώση του ΑΕΠ ακόμα και κατά 12% τον πρώτο χρόνο. Πρόκειται ούτως ή άλλως για δύσκολη «προσαρμογή», πολύ δε περισσότερο για μια κοινωνία που έχει ήδη χάσει το 25% του ΑΕΠ τα τελευταία πέντε χρόνια. Επιπλέον, θα είναι δύσκολο οι επιπτώσεις αυτής της επιλογής να μην αφορούν κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα – γεγονός που κάνει επιτακτική τη διατύπωση ενός διαφορετικού παραγωγικού μοντέλου. Κοντά σε αυτά δε, θα πρέπει κανείς να προσθέσει τα διάφορα, ενδεχομένως ακραία κερδοσκοπικά παιχνίδια από μερίδες του κεφαλαίου. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η κυβέρνηση θα πρέπει να παρεμβαίνει διαρκώς για να στηρίξει τους πιο αδύναμους για την επόμενη μέρα.

Προοπτικές για την επόμενη μέρα της ρήξης

Ωστόσο, έπειτα από τον πρώτο χρόνο, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί τα οφέλη της πρώτης χώρας που θα έχει φύγει από μια νομισματική ένωση ή, με άλλη διατύπωση, από ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η πορεία της οικονομίας θα ακολουθούσε πιθανότατα μια τροχιά καμπύλης J. Αυτό σημαίνει ότι την αρχική πτώση θα ακολουθήσει άνοδος μεγαλύτερη σε διάρκεια και ποσότητα.

Το εθνικό νόμισμα δεν συνιστά από μόνο του εναλλακτική πολιτική

Ας είμαστε όμως σαφείς: το σενάριο της δραχμής δεν θα είχε κανένα νόημα να υποστηριχτεί από την Αριστερά για να πετύχει η κυβέρνηση ανάπτυξη μέσω υποτίμησης. Ένα τέτοιο σενάριο θα έχει νόημα μόνο ως ύστατο μέσο για να ξεφύγουμε από τον ασφυκτικό περιορισμό του νεοφιλελεύθερου πλαισίου της ευρωζώνης, σε περίπτωση που αυτό αποδειχτεί (και αποδεικνύεται ήδη) τόσο άκαμπτο, όσο εκτιμούμε. Το σενάριο αυτό έχει νόημα μόνο αν προορίζεται για την εφαρμογή μιας πολιτικής που θα δώσει άλλη προοπτική στις κοινωνικές δυνάμεις που θέλει να εκπροσωπήσει η Αριστερά. Με δυο λόγια, για να αποτελεί μια πραγματική εναλλακτική επιλογή απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, η αλλαγή νομίσματος πρέπει να ιδωθεί ως ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να ασκηθεί αριστερή πολιτική: όχι ως αριστερή πολιτική από μόνη της.

Κρίσιμη η συμμετοχή των πολλών και η υπεράσπιση των εργαζομένων

Τα παραπάνω προϋποθέτουν την στήριξη και κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα – κι αυτό με την σειρά του προϋποθέτει την μη υποτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ και του ρόλου που έχει ως τώρα διαδραματίσει (και μπορεί να διαδραματίσει) το επόμενο διάστημα. Συνεπώς το κόμμα, ως οργανωτής της κοινωνικής συμμαχίας που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση (όχι απλά ως άθροισμα στελεχών), πρέπει να είναι όχι απλά ενήμερο, αλλά και συμμέτοχο στην διαμόρφωση της οριστικής πρότασης της ελληνικής κυβέρνησης.

Ένα δημοψήφισμα με καθαρό ερώτημα, ειλικρινή περιγραφή της κατάστασης και δημοσιοποίηση των διαφωνιών είναι ένα απαραίτητο βήμα – όχι για την ηρωική έξοδο, αλλά ως μέσο επιβεβαίωσης της λαϊκής εντολής και αφετηρία ενός νέου κύκλου αγώνα και διαπραγμάτευσης.

Ένα δεύτερο βήμα, εξίσου ζωτικής σημασίας, είναι η άμεση λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών, με προμετωπίδα το νομοσχέδιο για τα εργασιακά – επιλογών που θα κάνουν φανερό προς όφελος ποιων κινείται η ελληνική κυβέρνηση και σε ποιους παραχωρεί ισχύ. Άμεσα και ρητά, τέλος, πρέπει να τεθεί στη διαπραγμάτευση το ζήτημα της μη βιωσιμότητας του χρέους. Αν δεν αποτελέσει τμήμα της συμφωνίας, αποκλείεται ο συμβιβασμός να είναι έντιμος: σε λίγους μήνες πιθανότατα θα χρειάζεται νέα συμφωνία, με ότι αυτή συνεπάγεται.

Ένα θεμελιώδες ερώτημα

Από τα παραπάνω προκύπτει ένα θεμελιώδες ερώτημα για την πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ως τώρα: Μετασχηματίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση; Υπάρχει δυνατότητα αριστερής διακυβέρνησης σε μια μικρή χώρα μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού; Η απάντηση είναι ίσως. Αν και δεν μπορεί να κλείσει με μια φράση αυτή η συζήτηση, το «ίσως» σημαίνει ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, παρά μόνο δυνατότητες που μονάχα η έκβαση της ταξικής πάλης μπορεί να κρίνει.

Εν κατακλείδι: τι κρατάει ζωντανή την υπόθεση της ευρωπαϊκής Αριστεράς

Ο δρόμος της ρήξης είναι ο δρόμος της αξιοπρέπειας για την Αριστερά, είτε αυτός οδηγήσει σε έναν «έντιμο συμβιβασμό», είτε στην οριστική ρήξη. Χωρίς αυταπάτες για τις πιθανές επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, με επίγνωση του κίνδυνου διάλυσης της Ευρωζώνης και ανόδου των εθνικισμών, όπως υποστηρίζαμε το προηγούμενο διάστημα –αλλά και χωρίς αυταπάτες ότι η αλλαγή νομίσματος συγκροτεί πολιτική από μόνη της ή την ψευδαίσθηση ότι μια μικρή χώρα μπορεί μόνη της να αντιμετωπίσει τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και τις αγορές.

Αν οι ευρωπαίοι ηγέτες πάρουν την απόφαση να τσακίσουν την ελπίδα και τον ΣΥΡΙΖΑ, αν είναι διατεθειμένοι να αποδείξουν κυνικά την απέχθειά τους για την δημοκρατία, αν τελικά αδιαφορήσουν για τις παγκόσμιες συνέπειες, δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να σηκώσει στις πλάτες του τις ευθύνες τους.

Σε κάθε σενάριο, πλην του ανέντιμου συμβιβασμού και της μνημονιακής ενσωμάτωσης, η υπόθεση της ευρωπαϊκής Αριστεράς παραμένει ζωντανή.

ΠΗΓΗ: REDNotebook,  15 Μάι 2015,  http://rednotebook.gr/2015/05/na-dianoithoume-ke-an-chriasti-na-pragmatopiisoume-tin-rixi-tou-ilia-chronopoulou/

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.