Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΟΛΙΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ: Nα ανοίξουν τα μέτωπα μέσα στην χώρα

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΟΛΙΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ: Nα ανοίξουν τα μέτωπα μέσα στην χώρα

Του Ανδρέα Μπετεβή*

«Δελφικός χρησμός» το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων κατά τον Πωλ Κρούγκμαν. Μόνο που δεν περιορίζεται σε 2 με 5 λέξεις όπως τα αποφθέγματα της εκστατικής Πυθίας, αλλά έχει μπόλικο περιεχόμενο, ικανό να το ράψει και να το κόψει όποιος θέλει κατά το δοκούν. Δεν απαιτείται, εξάλλου, να είναι κανείς μάντης ώστε να προβλέψει πως η κάθε πολιτική δύναμη θα ερμηνεύσει την προσωρινή αυτή έκβαση (γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν τελειώνει εδώ, αλλά ίσα ίσα τώρα αρχίζει αυτή η διαπραγμάτευση), όπως τα είχε από πριν σχεδιάσει και κατά πως την βολεύει.

Έτσι έχουμε: Από την μία μεριά άκριτα πανηγύρια, από την άλλη γκρίνιες για κωλοτούμπες, αλλά και κορώνες για εθνοπροδοσία, όπως και υπερ-αριστερές νουθεσίες για τον ρόλο της ΕΕ (να και κάτι που ο κόσμος της εργασίας, σαν αμαθής και αδαής που είναι, δεν το έμαθε τα τελευταία, ιδιαίτερα, χρόνια και πρέπει κάποιος να του το πει: Η ΕΕ δεν είναι το σπίτι των λαών).

Ας μην γελιόμαστε. Ποια είναι η κατάσταση στην χώρα μας; Από το 2009 μέχρι σήμερα η Ελλάδα απώλεσε το 30% του ΑΕΠ της. Το ένα τρίτο του εθνικού της πλούτου. Μεγάλο κομμάτι του παραγωγικού της δυναμικού (ιδιαίτερα του πιο καταρτισμένου) έφυγε στο εξωτερικό. Μεγάλο κομμάτι των παραγωγικών της βάσεων αχρηστεύτηκε.

Εξ αντικειμένου, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, δεν θα μπορούσε μια οποιαδήποτε εξουσία να ανορθώσει μια τέτοια οικονομία μέσα σε πέντε χρόνια… ακόμα και εάν κυβερνούσε με απόλυτη δικτατορία και υποταγή όλων των κοινωνικών δυνάμεων και όλων των διαδικασιών της κοινωνικής αναπαραγωγής επακριβώς στο σχέδιο της.

Πρόκειται, επιπλέον, για μια χώρα που σταθερά τα τελευταία είκοσι χρόνια κατανάλωνε τα διπλάσια από αυτά που παρήγαγε- η ταξική ανισομέρεια στην κατανάλωση είναι γεγονός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βούλιαξε συνολικά η εθνική οικονομία. Παράλληλα αυτή η συνθήκη διαστρέβλωσε με όρους εκφασισμού την εθνική ταυτότητα και την κοινωνική συνείδηση, ενέσπειρε τον ατομικισμό και την αποκοινωνικοποίηση.

Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχουν οι όροι καν για μια κεφαλαιοκρατική συσσώρευση κεφαλαίου. Δεν υπάρχουν οι σχηματισμένοι όροι για μια παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Με λίγα λόγια δεν υπάρχουν οι όροι να δημιουργηθεί πλεόνασμα εθνικού πλούτου. Η παρούσα θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας την καταστεί δορυφορική, εξαρτώμενη.

Και το πρόβλημα είναι αυτό ακριβώς: Ότι πρόκειται για μια εθνική οικονομία βυθισμένη όχι μόνο στο χρέος (άλλες χώρες χρωστάνε περισσότερα χρήματα τόσο με απόλυτους όσο και με σχετικούς όρους), αλλά βασικά που δεν μπορεί να καταφέρει να σχηματίσει την οικονομική βάση για την ανεξαρτησία/αυτονομία της, ή εν πάση περιπτώσει για μια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο χάρτη.

Αυτή είναι η παρακαταθήκη των προηγούμενων ετών του ευρωπαροξυσμού, της αποδιάρθρωσης της παραγωγικής οικονομίας, και του καθολικού καταναλωτικού εκμαυλισμού των συνειδήσεων. Και αυτό οριοθετεί το παρόν, ανεξάρτητα αν στην κυβέρνηση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ή αν έχουμε λαϊκή εξουσία ή αν έχουμε αυτοοργανωμένες κομμούνες παντού. Είναι άλλο πράγμα πως αυτές οι μορφές διαχείρισης της εξουσίας (ή αντι-εξουσίας) θα μπορούσαν να οργανώσουν την παραγωγή από ένα σημείο και έπειτα, και είναι άλλο πράγμα ποιο είναι το υπαρκτό, το απτό δεδομένο που έχεις να γκρεμίσεις σήμερα: Τον τοίχο της παραγωγικής ερήμωσης.

Αυτήν την οριοθέτηση δεν μπορούμε να την αρνούμαστε αν θέλησή μας είναι να την ανατρέψουμε. Πολύ απλά επειδή σε αυτά τα όρια μέσα ζει, σκέφτεται και αναπαράγεται ο λαός μας, αυτόν τον τοίχο έχει μπροστά του- είτε ζωγραφίζεται με τα μουντά χρώματα της απειλής του Grexit, είτε με εκείνα της εγχώριας ταξικής επιβολής.

Παρενθετικά, και δίχως ιερόσυλες συγκρίσεις: Αυτόν τον τοίχο ο ίδιος ο Λένιν για να τον γκρεμίσει έβαλε προτεραιότητα -έχοντας, μάλιστα, το εργαλείο μιας ένοπλης εργατοαγροτικής εξουσίας- να χτίσει τους όρους για μια κεφαλαιοκρατικού τύπου συσσώρευση κεφαλαίου ακριβώς προκειμένου να περισώσει την επανάσταση και για να σώσει την χώρα του από την υλική ανέχεια.

Για την γενικότερη εικόνα της ελληνικής, ειδικότερα, Αριστεράς. Παλιότερα, οι θεωρητικοί της σχολής της Φρανκφούρτης, μεταχειρίζονταν έναν όρο, τον όρο »χυδαίος μαρξισμός», με τον οποίο χαρακτήριζαν τους μαρξιστές εκείνους οι οποίοι εξαντλούσαν την θεωρία/πρακτκή τους στην υπεράσπιση της οικονομίστικης μόνο πλευράς του μαρξισμού (πως μοιράζεται, δηλαδή, ο πλούτος, αλλά όχι ο τρόπος που οργανώνεται η παραγωγή και η οικονομία, αλλά και το όρια, ο χαρακτήρας της ανάπτυξης της παραγωγής).
Φαίνεται πως σήμερα αυτός ο χυδαίος μαρξισμός έχει κατρακυλήσει στο επίπεδο μιας συνθηματολογικής κενότητας εκ μέρους της πλευράς εκείνης που αυτοπροσδιορίζεται σαν μαρξιστική/επαναστατική Αριστερά: Εκείνης της Αριστεράς που δήθεν επιδιώκει με μιάς να αλλάξει η θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, να ανατραπεί ο καπιταλισμός (λες και πρόκειται για κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και όχι για ένα ιστορικό-κοινωνικό σύστημα δυόμισι αιώνων), να πάρει την εξουσία κατευθείαν ο λαός (αμήν και πότε), με την διαφορά όμως ότι δεν φαίνεται αυτός ο λαός να έχει και μεγάλη διαθεσιμότητα να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Ειδάλλως οι κεντρικές του διαδηλώσεις δεν θα εξαντλούνταν στο απαίτηση για παραμονή στο ευρώ, ειδάλλως και στην χώρα μας και αλλού δεν θα έβγαινε ο κόσμος στον δρόμο διεκδικώντας έναν…καλύτερο καπιταλισμό και την αναγνώριση του σαν εργατικό δυναμικό για την κεφαλαιοκρατική εξουσία -γιατί σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε στην πραγματικότητα, αυτά μοιάζει να είναι τα όρια της εποχής μας- αλλά, αντίθετα, θα έβαζαν κάποτε και το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων και της εξουσίας εν γένει).

Θα έλεγε κανείς ότι οι δυνάμεις με αναφορά στον μαρξισμό πρέπει να αντιληφθούν στις σωστές του διαστάσεις αυτό το κοσμοϊστορικό περιβάλλον. Αυτά τα όρια. Αν δεν ξέρεις τα όρια, δεν θα μπορέσεις να τα ξεπεράσεις.

Αν η θεωρία των σταδίων ευσταθεί σαν κινητήριος μοχλός της ιστορίας, τότε πρέπει πρώτα να αποτινάξουμε την χρηματοπιστωτική ασφυξία που έχει επιβληθεί επάνω στην παραγωγική εργασία, αλλά και εις βάρος των ίδιων των κρατικών σχηματισμών οι οποίοι έχουνε μετατραπεί σε διαμετακομιστικές επιχειρήσεις. Ίσως θα πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η χρηματοπιστωτική εξουσία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο δια μέσου ενός μεγάλου συνασπισμού κρατών. Ένα μόνο κράτος, ένας μόνο λαός φαίνεται αδύνατον, να τα καταφέρει -ιδιαίτερα σε μια τόσο κρίσιμη περιοχή τόσο από γεωστρατηγικής όσο και από πολιτικοοικονομικής άποψης.

Άλλοτε, στις απαρχές του 20ού αιώνα, η συζήτηση γύρω από το εάν μπορεί ο σοσιαλισμός να οικοδομηθεί σε ένα μόνο κράτος διεξάγονταν με μεγάλη δυναμική, με αντιτιθέμενες απόψεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, γύρω από τις οποίες, μάλιστα, διαμορφώθηκαν οι βασικές πολιτικές ρωγμές στο σώμα του εργατικού κινήματος (σοβιετικός κομμουνισμός, τροτσκισμός, μαοϊσμός κτλ).

Μπορεί να είναι σε ένα κράτος, αλλά όχι σοσιαλισμός. Μπορεί να είναι σοσιαλισμός, αλλά όχι μόνο σε ένα κράτος. Αυτό μας δίδαξε η συνολική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης και οι πιέσεις που δέχτηκε από το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα- μέχρι που κατέρρευσε με πάταγο ηττημένη.

Σήμερα αυτή η συζήτηση δεν γίνεται πουθενά και καθόλου. Σήμερα η όλη αντιπαράθεση έχει εκπέσει στο επίπεδο των συνθημάτων και μιας ιδεοληπτικής καθυστέρησης, δίχως καμία υλική βάση, χωρίς κοινωνική/κινηματική αντιπροσώπευση. Μοιάζει περισσότερο με μια ηθικολογία -που δεν έχει σκοπό να νικήσει, να μετατοπίσει την κοινωνική σκέψη αλλά ίσα ίσα της αρκεί να αποδείξει ότι εκείνη η ίδια είναι εντάξει με τον απομονωμένο εαυτό της.

Για παράδειγμα. Υπάρχει σοβαρή συζήτηση σήμερα αναφορικά με το τι μπορεί να καταφέρει η Ελλάδα έξω από το ευρώ, επιχειρώντας ένα σοσιαλιστικό άλμα; Και αν υπάρχει, η μεγάλη εργατική πλειονότητα την ξέρει αυτή την συζήτηση; 

Με άλλα λόγια: Ίσως να ήταν σωστότερο να απαιτούμε από αυτή την απόπειρα αριστερής διακυβέρνησης μόνο εκείνα που μπορεί να απαντήσει. Τα υπόλοιπα κανείς δεν τα έχει απαντήσει, έτσι και αλλιώς. Και δεν είναι ζήτημα μιας μόνο αριστερής δύναμης να τα απαντήσει, πόσο μάλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Τουλάχιστον, μακάρι, αυτή η διακυβέρνηση να ανοίξει τον δρόμο προς κάπου αλλού. Γιατί να μείνουμε ως έχουμε δεν πρέπει και δεν γίνεται.

Αναφορικά με τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης και με τις διαπραγματεύσεις. Η τροπή που πήραν τα πράγματα είναι σημαντικά θετική στον βαθμό που επιτρέπει στην κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο αποφεύγοντας τον ξαφνικό πνιγμό που για αυτόν φρόντισαν πρωθύστερα εγχώριοι και διεθνείς ‘’προστάτες’’.

Χρόνο όμως για ποιον σκοπό; Ένα έχει μόνο σημασία: Εάν ο χρόνος αυτός προσανατολιστεί στην προσπάθεια για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, στην υπεράσπιση της παραγωγικής εργασίας και για την απόδοση μιας σχετικής κοινωνικής δικαιοσύνης (γιατί απόλυτη, το γνωρίζουμε, θα είναι μόνο στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία). Όλα τα υπόλοιπα που μπορεί να δούμε (επαναφορά μιας μορφής ΕΝΦΙΑ) ή να μην δούμε (όχι αφορολόγητο στα 12 χιλιάδες, όχι επαναφορά του κατώτατου μισθού ακόμα- εξάλλου ο μισθός δεν έχει μόνο απόλυτη, αλλά και σχετική μορφή και αυτή είναι το κόστος της ζωής γενικότερα) φαντάζουν εξαιρετικά ήσσονος σημασίας ζητήματα, ικανά μόνο, ίσως, να τροφοδοτήσουν τις γνωστές σειρήνες του λαϊκισμού και της εδραίωσης της εικόνας του ‘’τίποτε δεν αλλάζει’’. Αυτή ακριβώς η εικόνα που μπορεί, και πρέπει, να αλλάξει.

Αν δεν κατευθυνθούν προς το εκεί που πρέπει οι προτεραιότητες της κυβέρνησης, τότε πολύ απλά οι εσωτερικές και εξωτερικές απειλές και οι εκβιασμοί θα κερδίσουν χώρο και η κοινωνία θα άρει την εμπιστοσύνη/ανοχή της προς την Αριστερά. Στην παρούσα φάση των διαπραγματεύσεων έμοιαζε να δίνουν και οι δύο μεριές πολύ μεγάλη σημασία στην διατύπωση των όρων και στο πως θα φανεί προς τα έξω η συμφωνία- όμως σημασία έχει σε βάθος χρόνου τι θα γίνει όντως στην πραγματικότητα.

Για την ώρα, ας κρατήσουμε κάτι που μοιάζει να διαφεύγει, αλλά είναι στην πραγματικότητα το πιο σπουδαίο κεκτημένο. Ενώ ταξιδεύουμε με βάρκα την ελπίδα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης μέχρι τώρα, ευτυχώς, οι κινήσεις της κυβέρνησης υπήρξαν μέρος μιας στρατηγικής εξαιρετικά ευφυούς, έστω και αν πατάει πιο πολύ πάνω στο ένστικτο… Και για να το θέσουμε πιο σωστά, αυτή η κυβέρνηση με αυτές της τις κινήσεις έχει μέχρι τώρα αναδείξει στη σωστή της διάσταση την γεωπολιτική αξία της χώρας και την ουσιαστική της θέση στον παγκόσμιο χάρτη- οικονομικά, πολιτικά, ιστορικά, εκμεταλλευόμενη απόλυτα τις διεθνείς συνθήκες και τις- κυνικά ευνοϊκές-χρονικές συγκυρίες που μας περιβάλλουν (ευρω-κρίση, κρίση μεσανατολικού, κρίση αμερικανικοκινεζικων σχέσεων, Ουκρανικό ζήτημα, μετατόπιση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας κτλ). Εκμεταλλευόμενη, ακριβώς, τον εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ισορροπίες επιχειρεί με σοβαρούς όρους να καταστήσει την γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας από διαχρονικό παράγοντα αποσταθεροποίησης για τον λαό σε ένα εργαλείο για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας καθώς και για τον εκ νέου, με προοδευτικό πρόσημο, καθορισμό της ταυτότητας του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Εκμεταλλευόμενη, ακόμη, έναν εξαιρετικά υπολογίσιμο φόβο των ελίτ της Ευρώπης: Την εργατολαϊκή δυναμική που αναπτύσσεται σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη (έστω και με όρους εκλογικούς), η οποία δυναμική φαίνεται να βάζει οριστικά στο περιθώριο τον έναν από τους δύο πυλώνες του πολιτικού εξουσιαστικού συστήματος, την σοσιαλδημοκρατία, και απειλεί τον έτερο βασικό πυλώνα, την κεντροδεξιά διαχείριση η οποία βουλιάζει μαζί με την κρίση του ευρώ, αναδεικνύοντας στην επιφάνεια τα λασπόνερα του εθνικισμού και του νεοφασισμού.

Αυτά έχει καταφέρει για την ώρα να αναδείξει η νέα μας κυβέρνηση. Και δεν είναι καθόλου λίγα. Αν τα καταφέρει να ανασχέσει την «ανθρωπιστική κρίση» καθώς και την κρίση αντιπροσώπευσης που πολύ σύντομα θα μπορούσε να διολισθήσει στον ανοιχτό φασισμό, κρατώντας παράλληλα την χώρα όρθια, (μέσα ή έξω από το ευρώ – μιας και δεν είναι όλα στο χέρι μας), τότε τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από μια κοινοβουλευτική εξουσία, μιας χρεοκοπημένης χώρας;

Με λίγα λόγια: Η σύγκρουση έχει μόλις ξεκινήσει, δεν είναι ελληνική, δεν είναι ευρωπαϊκή, είναι παγκόσμια. Και η χώρα μας είναι ένα μέρος της μονάχα. Αλλά πρέπει να αρχίσει μέσα στην Ελλάδα, να έχει ταξικό πρόσημο και να κατευθύνεται ενάντια στην άρχουσα τάξη και στον παρασιτισμό που κρατούν τα ηνία της χρεοκοπίας και υποταγής της χώρας, ενώ αναμοχλεύουν και διεκδικούν ακόμα την υποδούλωση του λαού αυτού για να κρατηθούν οι ίδιοι ζωντανοί.

Επί της ουσίας εκείνο που θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα των επαναστατικών δυνάμεων θα ήταν να χτίσουν τους όρους ώστε ο εργαζόμενος λαός να μπορέσει όντως κάποια (όχι σχετικά μακρινή) εποχή να προκαλέσει μόνος του την έξοδο από την θηλιά της ευρωγερμανικής ηγεμονίας (η γενικότερη αποδόμηση της οποίας έχει ξεκινήσει προ πολλού έτσι και αλλιώς).

Οργανωτική, ιδεολογική και παραγωγική προετοιμασία χρειάζεται τώρα και στο μέλλον για τις σωστές, όμως, συγκρούσεις, για αυτές που πρέπει να ανοίξουν με ταξικό πρόσημο μέσα στην χώρα -και όχι για εκείνες των συνθηματικών, δήθεν επαναστατικών ονειρώξεων.

* Ανδρέας Μπεντεβής, στέλεχος του ΕΑΜ.

ΠΗΓΗ: 22-2-2015,  www.eamgr.wordpress.com

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.