Νεολαία – Χριστός – Εκκλησία

Για τη στάση της νεολαίας απέναντι στο Χριστό και την Εκκλησία

Ποιοι ευθύνονται για την αρνητική στάση της.

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

 

 α. Εισαγωγή.

 Το θέμα «η σημερινή νεολαία απέναντι στο Χριστό» είναι δύσκολο και φλέγον πρόβλημα. Γιατί ενώ οι νέοι άνθρωποι, η νεολαία δηλαδή, είναι πάντοτε οι απεσταλμένοι του Θεού, που ευδοκεί να συνεχίσουν την ιστορία της ανθρωπότητας, η σύγχρονη νεολαία δείχνει πως αρνείται τον απεσταλμένο Του στον κόσμο Ιησού Χριστό.

Αυτό είναι το δράμα της «πεσμένης» ανθρωπότητας, της απομακρυσμένης από την κοινωνία της αγάπης με την Αγία Τριάδα.

β. Ορθόδοξες προϋποθέσεις[i].

 Ο κάθε άνθρωπος που έρχεται στον κόσμο είναι βέβαια μια εικόνα του Ζωντανού Θεού.  Αλλά «είναι μια εικόνα», όπως παραστατικά μας τονίζει ο Ρώσος Μητροπολίτης του Σουρόζ Αντώνιος, «που σαν τους παλαιούς πίνακες την έχουν κακομεταχειριστεί ή επιζωγραφήσει ή αποκαταστήσει αδέξια, σε σημείο να είναι αγνώριστη και ωστόσο διατηρεί ακόμα μερικά από τα αρχικά χαρακτηριστικά της».

Μόνο ένας ειδικός μπορεί να την εξετάσει προσεκτικά και αρχίζοντας απ’ ό,τι έχει μείνει ακόμη γνήσιο, να απαλλάξει τη ζωγραφιά διαδοχικά απ’ όλες τις αλλεπάλληλες προσθήκες.

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη άποψη, ο πλασμένος άνθρωπος «κατ’  εικόνα Θεού», βρίσκεται σε πραγματική σχέση με το Θεό, άσχετα αν με τη διαγωγή του προσπαθεί να δείξει ακριβώς το αντίθετο.

Το γεγονός της «αμαρτίας», που προβάλλεται αδιάκοπα μπροστά μας, η Ορθόδοξη εκκλησιαστική αγωγή μας το υπογραμμίζει κι έτσι μας αποκαλύπτει την απύθμενη τραγικότητα της ύπαρξής μας. Η «αμαρτία» είναι η πιο ισχυρή απόδειξη, πως ο άνθρωπος σχετίζεται με το Θεό, αλλά με τρόπο αρνητικό. Με την αμαρτία ο άνθρωπος αναγνωρίζει την παρουσία του Θεού, αλλά όμως δεν θέλει να βρίσκεται κοντά του, κάτω από την κηδεμονία Του, την προστασία της δημιουργικής και δυναμικής αγάπης Του.

Έτσι τον σπρώχνει στο υποσυνείδητο. Γι’ αυτό και η άβυσσος της αμαρτίας «πρέπει» να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο από το Θεό. Όμως για να αναγνωρίσει ο άνθρωπος το οντολογικό (κεντρικό και όχι επιφανειακό) βάθος της αμαρτίας,  είναι ανάγκη να φωτίζεται διαλεκτικά η καρδιά του από την αγάπη του Θεού.

Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας οδηγεί τον άνθρωπο – με τη μετάνοια – στο Θεό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν μας προβάλλει, στους πιστούς, συνεχώς το γεγονός της αμαρτίας σε όλη του τη διάσταση.

Γιατί δεν πρόκειται απλά για μια ατέλεια ή ηθική αστοχία του ανθρώπου, όπως ισχυρίζεται η «Δυτική» θεολογία, ούτε απλά μια εξωτερική αλλοτρίωση και παραφθορά από το σύστημα, όπως διδάσκει ο Μαρξισμός.

Πρόκειται για την διάσπαση της ανθρωπότητας από την κοινωνία της Αγίας Τριάδας. Πρόκειται στη συνέχεια για τη διάσπαση της ενωμένης ανθρωπότητας σε τεμαχισμένα άτομα εγωκεντρικής μορφής. Πρόκειται για τη σύγκρουση αρσενικού και θηλυκού («και είπε ο Αδάμ: Η γυναίκα που μου έδωσες αυτή μου έδωσε από το Ξύλο και έφαγα», Γέν. Γ΄, 12).

Πρόκειται για τη διάσπαση της αρμονικής σύζευξης της «πνευματικής» και υλικής φύσης του ανθρώπου («Και ανοίχτηκαν τα μάτια τους και ένοιωσαν βαθιά ότι ήσαν γυμνοί και έραψαν «φύλλα συκής» και έφτιαξαν για τον εαυτό τους περιζώματα», Γέν. Γ, 7). Πρόκειται λοιπόν για την αμαρτία που διέσπασε τα πάντα.

γ. Χριστός: το πρόσωπο της αλήθειας.

Αν λοιπόν μ’ αυτό το πρίσμα δούμε πρώτα απ’ όλα τον εαυτό μας και κατόπιν τη νεολαία, θα καταλάβουμε βαθιά, πως η «ανηθικότητα», ο εγωισμός, η κυριαρχία μας πάνω στους άλλους είναι η «φυσική» κατάστασή μας μετά την «πτώση».

Ολονών μας χωρίς εξαίρεση, εκτός από το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γιατί το Μοναδικό Αυτό Θεανθρώπινο Πρόσωπο βρίσκεται απέναντι στον αμαρτωλό, παραφθαρμένο, ατομιστή άνθρωπο και του προσφέρει Πρώτος Αυτός την κοινωνία της Αγάπης Του.

Ο Ιησούς Χριστός μας αποκαλύπτει την πραγματική αξία του ανθρώπινου προσώπου, γιατί αρνείται να υπάρχει μονάχα για τον εαυτό Του. Έτσι ο άνθρωπος διασώζει την ύπαρξή του, από τη στιγμή που την προσφέρει στους άλλους και την αναφέρει στο Θεό «εν Χριστώ» κυρίως μέσα στην Θεία Ευχαριστία.

Ο άνθρωπος γεμίζει πραγματικά, όταν αδειάζει τον εαυτό του. Πλουτίζει όταν πτωχαίνει δίνοντας. Ανακαλύπτει την ύπαρξή του, όταν αρνείται τον εγωκεντρισμό του. Αποκτά αληθινή κυριότητα και κυριαρχία όταν διακονεί τους άλλους.

Αυτό το «μήνυμα» ενσάρκωσε στο Πρόσωπό Του ο Ιησούς Χριστός και η Ποιμαίνουσα και Ποιμαινόμενη Εκκλησία οφείλει να το μεταδώσει ζώντας το, στους ανθρώπους, στην κάθε φορά νέα Γενιά.

Το ξαναγύρισμα στην πραγματική  μας φύση γίνεται δια μέσου της κοινωνίας με το Χριστό, χρειάζεται την Αγάπη του Χριστού. Και κέντρο αυτής της κοινωνίας είναι η Ευχαριστία. Εδώ όμως χρειάζεται να τονιστεί πως για να πιστέψουμε στο Χριστό, πρώτα ο Χριστός μας ενέπνευσε την εμπιστοσύνη Του. Αν ο Χριστός που κηρύσσεται δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν μπορεί να υπάρξει πίστη σ’ Αυτόν.

Αλλά ο αληθινός Χριστός εμπνέει εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, γιατί ο ίδιος πρώτα αγαπά πριν αγαπηθεί, ο ίδιος συγχωρεί πριν συγχωρήσουμε τους αδελφούς μας, ο ίδιος μας υπηρέτησε πριν τον υπηρετήσουμε, ο ίδιος θυσιάστηκε πριν θυσιαστούμε εμείς γι’ Αυτόν.

Πάνω στο σταυρό αποδείχτηκε περίτρανα πως το Πρόσωπο του Ιησού χρειαζότανε η ανθρωπότητα για να ξεφύγει από την εγωκεντρική της σαπίλα. Ο σταυρωμένος Θεάνθρωπος από τον αμαρτωλό κόσμο, υπομένει αυτό το διώξιμο από τη ζωή του κόσμου. Μα όχι απλά το υπομένει, μα εκεί ακριβώς στην έσχατη αποπομπή Του, απλώνει το χέρι Του στον αμαρτωλό άνθρωπο: «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιω. 12, 32) και «Πάτερ άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδαι τι ποιούσι» (Λουκ. 23, 24).

Έτσι ολοκληρώνοντας και αποδεικνύοντας την Αποστολή Του μ’ αυτόν τον τρόπο, φωνάζει το «Τετέλεσται» και πεθαίνει. Αποδέχεται το διώξιμο από τη ζωή, αποδέχεται το θάνατο. Πεθαίνει για να αναστηθεί μετά τρεις μέρες ένδοξος. Μετά την Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού, την δόξα Του, και με αφετηρία την Πεντηκοστή αρχίζει το «καινό» έργο των δικών Του στη γη, της Εκκλησίας.

Έχει αφήσει την τελευταία παραγγελία Του: «πορευθέντες…., διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος.» (Ματθ. 28, 19-20). Και είναι στην Εκκλησία Του, αφού έστειλε τον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας, που μας οδηγεί «εις πάσαν την Αλήθειαν» (Ιω. 16, 13).

Ο Χριστός μας αποκάλυψε την αληθινή φύση του ανθρώπου, μας αποκάλυψε την αλήθεια του προσώπου. Ότι δηλαδή τότε ακριβώς διασώζεται το ανθρώπινο πρόσωπο, όταν ακριβώς αρνείται να υπάρχει μονάχα για τον εαυτό του, χτυπώντας την ατομική (πτωτική) φύση με την Αγάπη.

Μα αυτή την κίνηση, αυτόν τον αγώνα, θα τον ξεκινήσει το ίδιο το πρόσωπο από τα βάθη του είναι του και με στενή συνεργασία με το Χριστό. Η κίνηση θα έχει μια εσωτερική αφετηρία. Γι’ αυτό θα είναι εκλογή ελευθερίας. Ο Χριστός βέβαια «κρούει την θύρα» (Αποκ. 3, 20) και ο άνθρωπος αποφασίζει αν θα ανοίξει ή όχι.

Ο Χριστός λοιπόν, δεν ήλθε να κρίνει τον άνθρωπο, αλλά να τον σώσει σαν πρόσωπο από το πνίξιμο, είτε μέσα από τον αυτονομιστικό, ατομιστικό εγωκεντρισμό, είτε από την εξωτερική, αυτόματη και σιδερένια πειθαρχία.

δ. Η σημερινή ιστορική Εκκλησία

Η θεσμική  Εκκλησία, ως «Νύμφη του Χριστού» (;) και ιδιαίτερα η ηγεσία της Εκκλησίας έτσι κηρύττει το Χριστό; Ή μήπως παρουσιάζεται συχνά ο Θεός ως μπαμπούλας και σκληρός Νομοθέτης, που η παραμικρή ατέλεια, σε στέλνει στην κόλαση; Κηρύττουν οι θεσμικοί ηγέτες τον Θεό κοντά στον άνθρωπο, σαν πατέρα, όπως μας τον αποκάλυψε ο Χριστός; Κηρύττεται ο Χριστός σαν Λυτρωτής και Σωτήρας ή σαν ηθικός χωροφύλακας;

Διδάσκεται πως η αμαρτία μας έχει διαβρώσει όλους και πως η πορεία για τη Λύτρωσή μας γίνεται διαδοχικά, από στάδιο σε στάδιο; (Β΄ Κορ. 3, 18). Ή μήπως διδάσκεται είτε απλά μια ηθική βελτίωση, είτε μια άτεγκτη ηθικολογία χωρίς διαλεκτική;

Μα πέρα από το συχνά νοθευμένο κήρυγμα της προσωπικής Λύτρωσης και σωτηρίας, ποια είναι η συμπεριφορά  πολλών «πνευματικών» ηγετών απέναντι στους νέους; Ποια είναι η συμπεριφορά  πολλών γονιών (Χριστιανών) απέναντι στα παιδιά τους; Δεν είναι πολλές φορές καταπιεστική και υποκριτική;

Εμείς σαν «χριστιανοί» πόσους αγαπάμε πραγματικά; Και τι πραγματικά σημαίνει η δική μας αγάπη για τους άλλους, για τους νέους; Είναι η αγάπη μας πάντοτε πηγή χαράς γι’ αυτούς; Τους ελευθερώνει; Τους δίνει το κίνητρο να αγαπούν και να χαίρονται; Αν τα θύματα της «αγάπης» μας τολμούσαν, και τολμούν, τότε θ’ ακούγαμε συχνά, αν προηγουμένως δεν μας έχουν ξεγράψει, να μας ικετεύουν:

«Σε παρακαλώ, αγάπα με λιγότερο και αποδέσμευσέ με. Είμαι δέσμιος της «αγάπης» σου. Επειδή μ’ αγαπάς θέλεις να κατευθύνεις όλη μου τη ζωή, θέλεις να φορμάρεις όλη μου την ευτυχία μου. Αν δεν μ’ αγαπούσες θα μπορούσα να βρω τον εαυτό μου». Μήπως αυτό δεν συμβαίνει ανάμεσα σε γονιούς και παιδιά; Ανάμεσα σε «πνευματικούς» και εξομολογούμενους νέους;

Χρειάζεται βέβαια μια εκ έξω παρότρυνση, που να καλεί το νέο στην ανάληψη της ευθύνης και της προσωπικής του ανάπτυξης, με βάση όμως πάντοτε τη χρήση της εσωτερικής ελευθερίας: «Υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκκλήθητε αδελφοί» (Γαλ. Γ΄ 13). Αν αυτό, η ελευθερία δηλαδή, δεν προσεχθεί, τότε αυτή παρότρυνση μπορεί να εκτραπεί σε επιτακτικές και φορτικές εντολές και διαταγές, που στηρίζονται σε μια έννοια αυθεντίας, η οποία προσπαθεί να επιβληθεί εξωτερικά και επιφανειακά.

Το παράδοξο όμως είναι, πως μια τέτοια εσφαλμένη μορφή αυθεντίας, ανατρέπεται από τα μέσα, δηλαδή από τους ίδιους τους, ας πούμε, παιδαγωγούμενους νέους. Έτσι αυτή η κατάσταση οδηγεί στο κλείσιμο του εαυτού, την αντίδραση, την ανταρσία.

Ο νέος άνθρωπος ζει πολύ έντονα την διάσπαση των εσωτερικών δυνάμεων του είναι του, που είναι καρπός της «αμαρτίας», την προβάλλει στο περιβάλλον του, που μαζί του δεν έχει αρμονικές σχέσεις. Έτσι αναγκάζεται να το κρίνει και να το κατακρίνει, με αποτέλεσμα να αισθάνεται μια αδιάκοπη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, Είναι αναγκασμένος να αμύνεται διαρκώς στην επιθετική και απορριπτική συμπεριφορά των άλλων.

Όλα αυτά τον εξαντλούν και του δημιουργούν το αίσθημα της εγκατάλειψης, της έλλειψης κατανόησης, την αποθάρρυνση, την απογοήτευση, την απελπισία. Εύκολα πια τώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μια ανταρσία, μια επανάσταση ενάντια στον προσωπικό και παιδαγωγικό ιμπεριαλισμό.

Έτσι οδηγείται ο νέος στο φαύλο κύκλο της ατομικιστικής ζωής, χάνει την εμπιστοσύνη του  σε όσους του μιλάνε  για προστασία, αφού όλοι ως τότε  προσπάθησαν  να τον καταδυναστεύσουν  και όχι να τον λυτρώσουν. Ίσως όμως αυτή τη προστασία  να τη βρει  – ή να πιστεύει ότι τη βρήκε – στο κόμμα, την οργάνωση, το κράτος. Οπότε τότε γίνεται ο φανατικός υποστηρικτής  του «προστάτη» του…

Δυστυχώς συχνά η σημερινή επίσημη (θεσμική) Εκκλησία απέναντι στη σημερινή νεολαία, της βιομηχανοποιημένης  και στο κατακόρυφο αλλοτριωτικής ζωής, επιτάσσει μια στατική και άτεγκτη ηθική. Μια ηθική σχεδόν καθαρά ατομικιστική, δηλαδή ακοινώνητη, απρόσωπη. Μια ατομικιστική ηθική που αφορά συχνά, σχεδόν αποκλειστικά, το θέμα της σχέσης των φύλων.

Και αυτό αγνοώντας τις σημερινές άθλιες κοινωνικές συνθήκες της εφηβικής ζωής και μακριά από το φιλάνθρωπο πνεύμα της Ορθόδοξης αγωγής, επηρεασμένη βαθιά από τις ηθικολογικές επιδράσεις της Δύσης και τις καταπιεστικές δομές ορισμένων ολοκληρωτικών «θρησκευτικών» σωματείων.

Και ενώ αυτή η ατομική ηθική διδάσκεται άτεγκτη και επιβάλλεται ολοκληρωτικά, παράλληλα ο συμβιβασμός με το «αστικό» σύστημα είναι συχνά στα μέτρα των … αστοχριστιανών. Σαν επίσημη (θεσμική) Εκκλησία έχουμε δεθεί ισχυρά με το κατεστημένο. Ή μάλλον έχουμε γίνει εμείς οι ίδιοι και κατεστημένο.

Η αλήθεια και η ενότητα της Εκκλησίας διασώζεται σήμερα σχεδόν μόνο στον πυρήνα της Θείας λατρείας, την Ευχαριστία. Ο καινούργιος τρόπος ζωής που εγκαινίασε ο Χριστός στην «πεσμένη» ανθρωπότητα, σαν κοινωνία προσώπων-αδελφών «εν Χριστώ», είναι ζήτημα αν αποτελεί μια ενθύμηση του παρελθόντος.

Η επίσημη (θεσμική) Εκκλησία όχι μόνο δεν παρακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις για να δίνει τις γενικές κατευθύνσεις της συλλογικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αλλά ούτε την παραδοσιακή κοινωνική ζωή της Εκκλησίας ανάμεσα στους Χριστιανούς θυμάται.

Η ίδια η διοίκηση της Εκκλησίας έχει γίνει ένα οικονομικό κατεστημένο. Οι κληρικοί συνήθως είναι άνθρωποι επαγγελματίες χωρίς δυνατή πίστη, θεολογία και ποιμαντική.

Σε ποια λοιπόν Εκκλησία να έλθουν οι νέοι να ενταχθούν, να βρουν Λύτρωση; Να βρουν τον Λυτρωτή; Η ίδια η επίσημη (θεσμική) Εκκλησία έχει κρύψει τον Χριστό, που οφείλει αδιάλειπτα  να φανερώνει. Σήμερα ο αληθινός Χριστός είναι σχεδόν άγνωστος σαν διδασκαλία και σπάνιος σαν ζωή.

Δεν είναι η «επάνω όρους κειμένη πόλις» (Ματθ. 5, 14). Οι βαπτισμένοι Χριστιανοί σε τι διαφέρουμε από τους «εθνικούς»; Μάλλον είμαστε πολλές φορές χειρότεροί τους, γιατί είμαστε και υποκριτές.

Σήμερα στα μεγάλα στρώματα του πληθυσμού η λέξη Εκκλησία, χριστιανισμός, προκαλεί αλλεργία, γιατί θυμίζει κατεστημένο, ηθικολογία, επαγγελματισμό, υποκρισία…

 ε. Η στάση της νεολαίας.

Όμως το πνεύμα του Θεού «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3, 8). Στις καρδιές των νέων ανθρώπων, που επαναστατούν ενάντια στην κατεστημένη επίσημη (θεσμική) Εκκλησία, δεν θα αργήσει να λάμψει  το φως της αληθινής Εκκλησίας. Ο σημερινός νέος αισθάνεται πιο εύκολα, πιο άμεσα την αμαρτία που έχει γίνει θεσμός,  νόμος, σύστημα, πλέγμα – παρά  αυτή που φωλιάζει μέσα του – και εκείνη πολεμάει.

Ωστόσο αυτό είναι αρκετό να τον πλησιάσει η «Εκκλησία» και να διαλεχθεί μαζί του. Να του υποδείξει βέβαια, πως οι κοινωνικοί αγώνες ξεκομμένοι από την προσωπική ολοκλήρωση είναι χωρίς νόημα. Να του κηρύξει πως ο Χριστός χτυπάει το κακό στη ρίζα του, στον έσω άνθρωπο. Απελευθερώνει το πρόσωπο για να αγαπήσει και καρπός αυτής της προσωπικής αγάπης είναι η κοινωνική αλλαγή.

Αλλά να κηρύξει αυτό ζώντας δίπλα στον πεινασμένο, αλλοτριωμένο προβληματοκρατούμενο σημερινό νέο. Να κατέβει στο πεζοδρόμιο, στο εργοστάσιο, στο σχολείο, στο γυμναστήριο, στο φτωχικό καλύβι. Να έλθει κοντά στο λαό.

Η νεολαία σήμερα έχει ένα προτέρημα. Ξεπερνώντας όλους τους φραγμούς, τους νόμους, ξεπέρασε ή προσπαθεί να ξεπεράσει την υποκρισία και το φαρισαϊσμό, που γεννάει ο ηθικισμός και ο νομικισμός. Είναι νεολαία ειλικρινής. Και η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της Αλήθειας. Της Αλήθειας που οδηγεί στη πραγματική απελευθέρωση.

Παρ’ όλα αυτά συχνά οι σημερινοί «μεγάλοι» (υποτίθεται πνευματικοί ηγέτες) και μεγάλοι «χριστιανοί» (στην ηλικία) δεν τα πάνε και τόσο καλά με τη νεολαία. Παραμένουν εγκλωβισμένοι στους τύπους και δεν μπορούν  να ξεφύγουν από τα καλούπια. Δεν μπορούν να καταλάβουν και να εννοήσουν τη νεολαία. Ούτε τα προβλήματά της κατανοούν, ούτε τα προβλήματά της παραδέχονται.

Με αυτά που λέω, δεν θέλω να βγάλω «ασπροπρόσωπη» τη νεολαία. Ποιος είναι ασπροπρόσωπος; Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι τούτο: Ας μη «διυλίζουμε τον κώνωπα «για τη νεολαία και ας μη «καταπίνουμε την κάμηλο» για τον εαυτό μας, τη σημερινή εκκλησιαστική μας ζωή, τη σημερινή ποιμαντική και (ιερ)αποστολή μας.

Ας πλησιάσουμε τη νεολαία με κατανόηση, με το φιλάνθρωπο πνεύμα της Ορθοδοξίας. Για να γίνουμε  και εμείς πραγματικά ορθόδοξοι και για να νοιώσουν και οι νέοι τον Αληθινό Χριστό.

Ας τους αποκαλύψουμε το Χριστό Λυτρωτή και όχι τον ηθικό χωροφύλακα. Τον Χριστό Ελευθερωτή και όχι τον προστάτη των κρατούντων. Το Χριστό της προσωπικής και κοινωνικής λευτεριάς και αγάπης και όχι τον βιομήχανο της ατομικής σωτηρίας και τυπολατρίας. Το Χριστό Μεσίτη Θεού και ανθρώπων και όχι τον «εξορισμένο» στους Ουρανούς.

Και επί τέλους ας κατανοήσουμε το μήνυμα που στέλνει ο Χριστός σε μας τους αστικοποιημένους Χριστιανούς και στη σημερινή κατεστημένη (θεσμική) Εκκλησία με την ανταρσία της νεολαίας. Γιατί τότε θα βρούμε την άκρη του νοήματος για την ορθή μας ζωή και πορεία. Όχι μόνο σαν πρόσωπα, αλλά σαν Εκκλησία, σαν Λαός του Θεού.
Παραπομπές

[i] Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν η νέα γενιά γαλουχήθηκε «θετικά» από τις αριστερές φιλοσοφικές ιδέες της εποχής και «αρνητικά» από τη στάση τη πλειοψηφίας της ανώτατης θεσμικής ηγεσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Χώρα μας, ειδικά στην επάρατη επταετία… του «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών»…

Πολλοί νέοι μέσα στα Πανεπιστήμια προσπαθήσαμε να ισορροπήσουμε, δημιουργώντας ένα «φιλορθόδοξο» κίνημα και συμμετέχοντας στα κοινά προβλήματα και στους προβληματισμούς της εποχής εκείνης. Καρπός αυτής της συμμετοχής είναι και αυτό το άρθρο.

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη εφημερίδα «Η Χριστιανική» το 1979.  Αργότερα (1982) βελτιωμένο, για δεύτερη φορά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, περιοδική έκδοση φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, (τ. 2, Απρίλιος 1982, σελ. 16-18), όταν ο αρθογράφος ήταν φοιτητής στο Α΄ έτος του θεολογικού τμήματος του ΑΠΘ.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και έχει ήδη κυλίσει πολύ νερό σε πολλά ποτάμια… Το κείμενο αυτό δείχνει μετά από πολλά χρόνια κάτι από εκείνη την εποχή… Ένας διάλογος και στα γεγονότα του σήμερα θα έδειχνε πολλές ακόμα όψεις..

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.