«Αδωνιάδα», II

«Αδωνιάδα», II*

Του Γιάννη Στρούμπα

Συνέχεια από την… «Αδωνιάδα», I

Τι είναι ο φιλελευθερισμός; Τι ο νεοφιλελευθερισμός; Τι ο ολοκληρωτισμός; Τα εγχειρίδια πολιτικής θεωρίας ωχριούν μπροστά στις «βαθυστόχαστες» αναλύσεις του υπουργού Υγείας κ. Αδώνιδος [sic] Γεωργιάδη. Η «διαφωτιστική» θεώρηση συντελείται, πάντοτε, στην εκπομπή «Ελεύθερος σκοπευτής» του δημοσιογράφου κ. Γιώργου Τράγκα στις 20/3/2014, στον τηλεοπτικό σταθμό «Ε»: «Ο νεοφιλελευθερισμός, γι’ αυτό και λέγεται νεοφιλελευθερισμός, είναι η απόλυτη ελευθερία. Το αν η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι καλό ή αν οδηγεί σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, είναι άλλη συζήτηση, αλλά η βασική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού είναι να μην εμπλέκεται το κράτος στα πόδια σου και να μη το βλέπεις μπροστά σου – όσο γίνεται λιγότερο, ενώ η βασική ιδεολογία του ολοκληρωτισμού είναι όλα τα ρυθμίζει το κράτος.» Η κακοήθης διαστρέβλωση των εννοιών από τον κ. Γεωργιάδη συμβαίνει απροκάλυπτα και με όρους σοφιστικούς. Έτσι, στον νεοφιλελευθερισμό, που ερμηνεύεται από τον πολιτικό άντρα ως η «απόλυτη ελευθερία» και η απόσυρση του κράτους από οποιαδήποτε εμπλοκή στις οικονομικές δραστηριότητες των ατόμων, αντιπαραβάλλεται ο ολοκληρωτισμός, στον οποίο «όλα τα ρυθμίζει το κράτος». Η νηπιώδης πονηριά του κ. Γεωργιάδη δημιουργεί ένα πλασματικό δίπολο, το «νεοφιλελευθερισμός-ολοκληρωτισμός», στο οποίο ο εγκλωβισμένος ακροατής μεταξύ των σκελών του διπόλου υποχρεώνεται να απορρίψει τον ολοκληρωτισμό, εφόσον ο μέσος νους τον συνδέει με την ανελευθερία, και να προκρίνει, φυσικά, την «απόλυτη ελευθερία». Το σόφισμα του κ. υπουργού στηρίζεται στην αλλαγή του πεδίου όπου εφαρμόζεται η ελευθερία: η «απόλυτη ελευθερία» του νεοφιλελευθερισμού αφορά την οικονομική δραστηριοποίηση. Η έλλειψη ελευθερίας του ολοκληρωτισμού αφορά πολιτικές ελευθερίες.

Η διάκριση, επιπλέον, με όρους οικονομικούς αυτή τη φορά, του νεοφιλελευθερισμού, ως του συστήματος που ευνοεί την ιδιωτική πρωτοβουλία, από τον ολοκληρωτισμό, ως το σύστημα των ρυθμίσεων εκ μέρους του κράτους, είναι τουλάχιστον αφελής. Οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, μεταξύ των οποίων και ο κ. Γεωργιάδης, εφαρμόζοντάς τον στην πράξη σαν πολιτικοοικονομικό σύστημα, αποδέχονται τον περιορισμό του κρατικού ρόλου μόνο όταν πρόκειται για τα κέρδη των ιδιωτών. Για τις απώλειες, τις καταρρεύσεις και τις χρεοκοπίες, ο ιδιώτης μεταβιβάζει τις ζημίες στο κράτος και συνεχίζει ανενόχλητος την κερδοσκοπία και το κυνήγι των «μπόνους». Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους, από την άλλη, στον ολοκληρωτισμό, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται τον περιορισμό του «ελεύθερου» ιδιωτικού συμφέροντος, όπως το εννοεί ο κ. Γεωργιάδης, και την κυριαρχία του κρατικού συμφέροντος, που αποβλέπει, υποτίθεται, στο κοινό καλό του κοινωνικού συνόλου. Κι αυτό γιατί τα συμφέροντα που επιδιώκει να προωθήσει ένας κρατικός μηχανισμός εντός ολοκληρωτικού καθεστώτος, είτε αυτό φέρει τον ψευδεπίγραφο τίτλο του ναζιστικού, του κομμουνιστικού ή όποιου άλλου, είναι πάντα τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης οικονομικής ολιγαρχίας, της οποίας οι ελευθερίες αποχαλινώνονται, τη στιγμή που οι ελευθερίες των πολλών καταργούνται. Το κράτος, λοιπόν, σαν κυρίαρχος παράγοντας διαμόρφωσης της πολιτικής, μπορεί να αποσκοπεί στο συμφέρον των πολλών, εντός δημοκρατικών πολιτευμάτων· μπορεί όμως να αποσκοπεί και στο συμφέρον των οικονομικών ολιγαρχιών που το δωροδοκούν και το ελέγχουν. Το ολοκληρωτικό καθεστώς του δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή προώθησε ακριβώς τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα. Το ίδιο, ασφαλώς, ισχύει και για το σύγχρονο ελληνικό νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό καθεστώς, στο οποίο συμμετέχει και ο κ. Γεωργιάδης. Φυσικά, όλα αυτά προσπερνιούνται από τον κ. υπουργό, με μοναδικό στόχο την προβολή της εντύπωσης ότι ένα κράτος με ρυθμιστικό ρόλο στον πολιτικοοικονομικό τομέα είναι «ολοκληρωτικό», δηλαδή ανελεύθερο, ενώ ένα κράτος με νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι «ελεύθερο» και «δημοκρατικό». Οι σοφιστείες στην υπηρεσία της πολιτικής απάτης.

Θα ’ταν, άραγε, τώρα η κατάλληλη στιγμή για να συζητηθεί «αν η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι καλό ή αν οδηγεί σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες», ή μήπως το θέμα αυτό παραμένει «άλλη συζήτηση»; Προφανώς, πάντως, και δεν αποτελεί «άλλη συζήτηση», εφόσον όλες οι μεθοδεύσεις που δρομολογήθηκαν στην Ελλάδα από τα ξένα συμφέροντα και τον θίασο των εγχώριων συγκυβερνητών, αποσκοπούν στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των οικονομικών ολιγαρχιών, όπως αποδεικνύεται κι από τα επίσημα στοιχεία που καταγράφουν το λεγόμενο «άνοιγμα της ψαλίδας» μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Κι ο κ. Γεωργιάδης σαφώς επέλεξε να τοποθετείται στο πλευρό των εχόντων και να υπηρετεί τα συμφέροντά τους.

Άδωνις 'Θάτσερ'

Οι σκόπιμες παραποιήσεις εννοιών συνεχίζονται από τον υπουργό Υγείας με την ανάδειξη ενός ακόμη πλαστού διπόλου. Τη φορά αυτή αντιπαρατίθενται, υποτίθεται, η ακροδεξιά με τον κοινοβουλευτισμό: «Να  σου εξηγήσω γιατί δεν ήμουν ποτέ ακροδεξιός […]: ακροδεξιά σημαίνει αντικοινοβουλευτισμός. Εγώ είμαι σφόδρα κοινοβουλευτικός, πάντα ήμουνα, και σφόδρα φιλελεύθερος! Πάντα ήμουνα φιλελεύθερος. Γι’ αυτό και δεν ήμουν ποτέ ακροδεξιός. Όμως, Γιώργο μου, είμαι κανονικός δεξιός. Ξέρεις τι θα πει αυτό; Να σ’ το εξηγήσω τι θα πει αυτό […]: εγώ μία ιδιωτικοποίηση δεν την κάνω επειδή μου τη λέει το μνημόνιο. Την κάνω γιατί πιστεύω ότι το κράτος δεν πρέπει να έχει επιχειρήσεις. Γιατί όπου το κράτος έχει επιχειρήσεις, τα κάνει θάλασσα. Κατάλαβες; Δεν χρειάζομαι τον Τόμσεν να μου το πει αυτό. Το καταλαβαίνω από μόνος μου.» Η νέα επινόηση του κ. Γεωργιάδη, λοιπόν, επιχειρεί να τον αποκαθάρει από το στίγμα του ακροδεξιού, εφόσον η ακροδεξιά ταυτίζεται με τον «αντικοινοβουλευτισμό», ενώ ο υπουργός Υγείας είναι «σφόδρα κοινοβουλευτικός»! Φυσικά, για τον κ. Γεωργιάδη δεν έχει καμία σημασία το γεγονός πως πλείστες ακροδεξιές παρατάξεις διεκδικούν την εκπροσώπησή τους στα κοινοβούλια. Στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά διεκδίκησαν την κοινοβουλετική τους εκπροσώπηση ποικίλοι ακροδεξιοί σχηματισμοί, από την Ε.Π.ΕΝ., μέχρι τον ΛΑ.Ο.Σ. και τη Χρυσή Αυγή. Η άνοδος στην εξουσία μεσοπολεμικά, σε όλη την Ευρώπη, πλήθους ναζιστικών και φασιστικών ακροδεξιών σχηματισμών με κοινοβουλευτική ισχύ, σημαίνει για τον κ. Γεωργιάδη την «άρνηση» του κοινοβουλευτισμού από την ακροδεξιά.

Γιατί, όμως, ο πολιτικός άντρας δηλώνει «κανονικός δεξιός» και «φιλελεύθερος»; Μα επειδή πρεσβεύει την πεποίθηση πως το κράτος είναι ανίκανο να διευθύνει επιχειρήσεις, αφού, όποτε εμπλέκεται σε επιχειρηματικές κινήσεις, «τα κάνει θάλασσα»! Επομένως προκρίνει την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Δηλαδή, ένας πολιτικός εκλεγμένος για να διαχειρίζεται και να οργανώνει επιτυχώς το κράτος, αποδέχεται την ανικανότητά του να το πετύχει. Στην επισήμανση του κ. Τράγκα ότι, με βάση τις θέσεις του υπουργού Υγείας, θα πρέπει και η υγεία να ιδιωτικοποιηθεί, ο κ. Γεωργιάδης αναδιπλώνεται υιοθετώντας «σοσιαλιστικό» προφίλ: «Το κράτος, είπα ότι δεν πρέπει να ’χει επιχειρήσεις. Τα νοσοκομεία, Γιώργο μου, δεν είναι επιχειρήσεις. Το κράτος οφείλει να παρέχει υπηρεσίες υγείας δημόσιες, οφείλει. Γιατί οφείλει; Για να μπορεί να έχει πρόσβαση κι ο πιο φτωχός. Γι’ αυτό και στα πιο νεοφιλελεύθερα κράτη, στα πιο καπιταλιστικά κράτη, ο βασικός πυλώνας υγείας είναι πάντα δημόσιος. Άρα, μη μπερδεύεσαι. Αυτό το οποίο λέμε είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να έχει κτήματα, δεν μπορεί να παίρνει ενοίκια, δεν μπορεί να κάνει στοιχήματα, δεν μπορεί να κρατάει το Ελληνικό και να μην το κάνει τίποτα, αυτά δεν μπορεί να κάνει το κράτος! Γιατί δεν μπορεί να τα κάνει, να το εξηγήσουμε λίγο: όλα αυτά πρέπει να τα κάνει ιδιωτικά, να μαζεύει φόρους από αυτά, και από τους φόρους που μαζεύει, να κάνει αυτό που λέμε «κοινωνική μεταβίβαση», είτε παρέχοντας δημόσιες υπηρεσίες, π.χ. της υγείας, είτε δίνοντας επιδόματα στους πιο αδύναμους για να μικραίνει την ψαλίδα. Αυτό, αυτή είναι η δεξιά ιδεολογία, εμείς οι δεξιοί δεν κάνουμε ιδιωτικοποιήσεις γιατί μας τα [sic] λέει το μνημόνιο, εμείς κάνουμε ιδιωτικοποιήσεις γιατί πιστεύουμε ότι είναι σωστές.» Η τρικυμία εν κρανίω μαίνεται με σφοδρότητα. Αν το κράτος είναι ανίκανο να διευθύνει επιχειρήσεις, τότε πώς καθίσταται ικανό να διοικήσει τα νοσοκομεία; Και γιατί τα νοσοκομεία να μην είναι επιχειρήσεις; Δεν έχει υπόψη του ο κ. Γεωργιάδης ιδιωτικά νοσοκομεία που λειτουργούν σαν επιχειρήσεις; Επιπλέον, η διατήρηση της υγείας ως βασικού δημόσιου αγαθού δεν σχετίζεται με τις προτιμήσεις του νεοφιλελευθερισμού, αλλά με την ισχυρή παράδοση των κοινωνικών παροχών που δημιουργήθηκε στις χώρες του δυτικού κόσμου, σε μια εποχή κατά την οποία το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού επέβαλλε στους καπιταλιστές την παροχή προνομίων στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα. Ο νεοφιλελευθερισμός πιστεύει μόνο σε μια μορφή κρατικοποίησης: εκείνης των ζημιών από τις ανεξέλεγκτες και παράνομες οικονομικές δραστηριότητες της κατεστημένης ολιγαρχίας. Επομένως δεν ενδιαφέρεται για τον «φτωχό», παρά μόνο για να τον «φτωχοποιήσει» περαιτέρω. Και, φυσικά, δεν έχει καμία πρόθεση ούτε φόρους να συλλέξει από τους ολιγάρχες, ούτε να προβεί σε κάποια «κοινωνική μεταβίβαση». Γι’ αυτό και αποκρύπτει τις λίστες των φοροφυγάδων, γι’ αυτό και τους επιτρέπει να μετέρχονται τις «διευκολύνσεις» των οφσόρ, ώστε να μην αποδίδουν σαν φόρο παρά μόνο ψιχία από τα διογκωμένα κέρδη τους. Συνεχίζοντας μάλιστα να εξυπηρετεί τα ίδια συμφέροντα, ο νεοφιλελευθερισμός και ο εσμός των υπηρετών του αποστερούν από το κοινωνικό σύνολο κάθε κερδοφόρα επιχείρηση, από τα τυχερά παιχνίδια μέχρι την εκμετάλλευση φυσικών πόρων, και τη χαρίζουν στους ολιγάρχες πάτρωνες αυτού του θλιβερού πολιτικού προσωπικού.

Αλλά ο κ. Τράγκας, βεβαίως, δεν «δικαιούται» να απευθύνει τέτοιες ερωτήσεις στον κ. Γεωργιάδη, γιατί έτσι ευτελίζει το «δεξιό» του παρελθόν: «Εσύ, εσύ, ο Γιώργος Τράγκας, ήσουνα σε όλη σου τη ζωή δεξιός, κι έγινες στα γεράματα κομμουνιστής. Εμ, εγώ σου φταίω; Ε, τι σκατά είσαι, προφανώς κομμουνιστής έχεις γίνει, για να λες αυτές τις ανοησίες κάθε πρωί στο ραδιόφωνο, προφανώς. Εντελώς κομμουνιστής μάλιστα, […] όταν μου λες όλη την ημέρα το 4ο Ράιχ, να βγούμε από το ευρώ, να πάμε στη δραχμή, να μην πληρώσουμε, τι είναι αυτά, είναι σοβαρά πράγματα, Ευρωπαίου ανθρώπου; Αυτά είναι καραγκιοζιλίκια.» Εδώ, κάθε προσπάθεια να σχολιαστούν γνώμες ως προς την ευστάθειά τους ατυχεί, για τον απλούστατο λόγο πως δεν υπάρχουν γνώμες. Το μόνο που εκπέμπεται από τον κ. υπουργό είναι η άθλια μετεμφυλιακή του ρητορική, στην οποία τη θέση των επιχειρημάτων την έχει καταλάβει το στίγμα του «κομμουνιστή». Το ακροδεξιό ρατσιστικό παραλήρημα διανθίζεται από έναν λόγο «ποιοτικό» ως προς την έκφρασή του, στον οποίο κυριαρχούν τα «σκατά», οι «ανοησίες» και τα «καραγκιοζιλίκια».

Η αμετροέπεια του κ. Γεωργιάδη, όπως καταγράφεται τόσο στην κενότητα των θέσεών του όσο και στην εκφραστική του απρέπεια, στοιχειοθετεί το προφίλ ενός αριβίστα πολιτικού, που όχι απλώς μεταπηδά από τον ένα κομματικό σχηματισμό στον άλλο προκειμένου να επιπλεύσει, μα και που ελίσσεται με άνεση σ’ έναν βούρκο διαστρεβλώσεων, ρατσισμού, απαξιώσεων, ειρωνειών. Οι φωνασκίες του, μάλιστα, θα ευνοούσαν την καρικατουρίστικη αποτύπωσή του στο σατιρικό έπος της «Αδωνιάδας», το οποίο δικαίως θα αντικαθιστούσε την «Βατραχομυομαχία», με τα βατράχια, τα ποντίκια και τον βούρκο που τα φιλοξενεί, σαν επιτυχέστερη παρωδία της «Ιλιάδας». Η τηλεοπτική τούτη συζήτηση, όμως, δεν τελειώνει ούτε εδώ.

Συνέχεια στην «Αδωνιάδα», III


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 389, 16/4/2014.

1 σχόλιο στο “«Αδωνιάδα», II

  1. Πίνγκμπακ: «Εθνική» κολυμπήθρα δικομματικής αναβάπτισης | Αποικία Ορεινών Μανιταριών

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.