Ευθιξία εκτός θέματος

Ευθιξία εκτός θέματος*

Του Γιάννη Στρούμπα

Stroubas-Giannis-II

Η αντίδραση της Ένωσης Αστυνομικών Αχαΐας στην κριτική που ασκεί η τηλεοπτική σατιρική εκπομπή «Ελληνοφρένεια» στους άντρες των σωμάτων ασφαλείας είναι άλλο ένα δείγμα του απόλυτου πολιτικού αποπροσανατολισμού που χαρακτηρίζει σύσσωμη την ελληνική κοινωνία. Με την ανακοίνωση που εξέδωσε τον προηγούμενο μήνα (Φεβρουάριος 2014), η Ένωση Αστυνομικών Αχαΐας θεωρεί ότι ο ήρωας-αστυνομικός της τηλεοπτικής σειράς παρουσιάζεται σαν «ηλίθιος», με συνέπεια στο πρόσωπο αυτού να διαπομπεύονται στο σύνολό τους οι άντρες της Αστυνομίας. Η προσβλητική σάτιρα εξωθεί την Ένωση στην υποβολή μηνυτήριας αναφοράς εναντίον των συντελεστών της «Ελληνοφρένειας».

Μια εκπληκτικά επιλεκτική ευθιξία βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλωθεί απέναντι στη σάτιρα μιας τηλεοπτικής εκπομπής, της οποίας οι θέσεις και η αισθητική προφανώς και δεν εκπροσωπούν το σύνολο της κοινωνίας. Πρόκειται για θέαση προσωπική των συντελεστών της «Ελληνοφρένειας», κι ίσως, ως εκ τούτου, το μέγεθος της αντίδρασης από την πλευρά της Ένωσης Αστυνομικών Αχαΐας να φαντάζει εντελώς παράταιρο με τις αληθινές διαστάσεις και την πραγματική διεισδυτικότητα της ασκούμενης σάτιρας στο φιλοθεάμον κοινό. Η κατεύθυνση, ωστόσο, προς την οποία επιλέγει να εκδηλωθεί η δυσαρέσκεια, καταδεικνύει όχι απλώς την αδυναμία εντοπισμού του πραγματικού προβλήματος, όχι απλώς την επιφανειακή κι επιπόλαιη «ευαισθησία», μα, πολύ χειρότερα, την αναζήτηση του «εξιλαστήριου θύματος» στον βολικότερο κι ευκολότερο «αντίπαλο».

Τι ενόχλησε, στ’ αλήθεια, τα μέλη της Ένωσης Αστυνομικών Αχαΐας; Όσο προσβλητική κι αν υποτεθεί πως είναι η σκιαγράφηση της προσωπικότητας των αστυνομικών, κι ακόμη κι αν γίνει δεκτό πως ο τηλεοπτικός αστυνομικός Μπαλούρδος δεν απευθύνει τα βέλη του αποκλειστικά σε μερίδα αστυνομικών με τα μειωμένης αντίληψης κι ευαισθησίας προσωπικά του χαρακτηριστικά, παρά στο σύνολό τους, η εκδηλωνόμενη «ευθιξία» είναι φύσει προβληματική. Άκρως, μάλιστα, προβληματική, καθώς στη ρίζα της δεν βρίσκεται κάποια ουσιώδης αξίωση ήθους, αλλά μόνο η εγωιστική αγωνία της «εικόνας», μόνο ο επιφανειακός καημός ως προς το «τι θα πει ο κόσμος»!

ΧΑ και ΜΑΤ-I

Προκαλεί, λοιπόν, δυσαρέσκεια το γεγονός πως ένας τηλεοπτικός ήρωας, που υποδύεται έναν άντρα των σωμάτων ασφαλείας, εμφανίζεται σαν «ηλίθιος» και γίνεται αποδέκτης υβριστικών χαρακτηρισμών κι άσεμνων χειρονομιών. Ο όλος εντοπισμός της «προσβολής» από την Ένωση Αστυνομικών Αχαΐας είναι ακριβώς και μονάχα ο εξής: ότι οι αστυνομικοί αντιμετωπίζονται σαν «ηλίθιοι». Σε ποιες στάσεις όμως εδράζεται το σχόλιο της όποιας μειωμένης αντιληπτικότητας, παραμένει παγερά αδιάφορο. Ένα αποτέλεσμα, αυτό της χαμηλής νοημοσύνης, τίθεται στο στόχαστρο της μομφής, χωρίς να διερευνάται το αίτιο που το προκαλεί. Γιατί, αν από την κριτική της τηλεοπτικής σάτιρας προκύπτει όντως ένα αντίστοιχο συμπέρασμα, τούτο δεν συμβαίνει αβάσιμα, αλλά δικαιολογείται από μία συμπεριφορά που ’χει να επιδείξει ακραία συντηρητικά χαρακτηριστικά, εχθρότητα απέναντι σε κάθε μορφή αντίδρασης ή αντίστασης των πολιτών στην εξουσία, και άκριτη αποδοχή της εξουσίας αυτής, μιας εξουσίας, μάλιστα, με απολυταρχικά αντανακλαστικά κι επανειλημμένες αντισυνταγματικές επιλογές.

ΧΑ-ΜΑΤ-ΙΙ

Στη βιτρίνα του «θεαθήναι», συνεπώς, το συμπέρασμα της μειωμένης αντίληψης προκαλεί αγανάκτηση, ουδόλως όμως επιφέρει τα ίδια συναισθήματα η κενότητα που δομεί την εικόνα της βιτρίνας. Ας χαρακτηρίζει την ψυχή και το  πνεύμα η κενότητα· φτάνει να μην επισημαίνεται το γεγονός. Ας κυκλοφορεί γυμνός ο βασιλιάς· αρκεί η προσποίηση του ενδεδυμένου. Η υποκριτική στάση θυμίζει τους έφηβους που αισθάνονται προσβεβλημένοι εάν κανείς τούς καταλογίσει παιδαριώδη συμπεριφορά, αλλά δεν ενοχλούνται καθόλου που συμπεριφέρονται όντως παιδαριωδώς. Το ζητούμενο δεν προσδιορίζεται εύστοχα, άρα η εκθεσιακή ανάπτυξη του θέματος αστοχεί. Ευθιξία εκτός θέματος. Μα αν οι έφηβοι έχουν το ελαφρυντικό της ανωριμότητας, λόγω της νεαρής τους ηλικίας, οι ενήλικες ποιο ελαφρυντικό να επικαλεστούν; Πώς θα δικαιολογήσουν οι ενήλικες ότι δεν τους πονά καμία πνευματική ή ψυχική ανεπάρκεια, παρά μόνο ο προσδιορισμός αυτής από τρίτους;

Οι «εύθικτοι» ενήλικες, που ενοχλούνται από την ασκούμενη στο πρόσωπό τους κριτική, σε ποια αυτοκριτική, τουλάχιστον, έχουν προβεί μέχρι σήμερα, ποια εκτίμηση των πεπραγμένων τους έχουν επιχειρήσει, και πόσο ικανοποιημένοι νιώθουν από τη σύνολη τοποθέτησή τους απέναντι στις σύγχρονες εξελίξεις; Ποιο άλλο περιστατικό, σαφώς μείζονος σημασίας, έδωσε αφορμή στην Ένωση Αστυνομικών Αχαΐας να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της; Νιώθουν οι όποιες Ενώσεις ενόχληση από τις σύγχρονες πολιτικές που καταλύουν ουσιαστικά τη Δημοκρατία; Νιώθουν ενόχληση από την καταστρατήγηση σήμερα των ατομικών και των συλλογικών δικαιωμάτων; Συμφωνούν με την απαγόρευση των πορειών, με την παρεμπόδιση των πολιτών να διαδηλώσουν ενώπιον της ελληνικής Βουλής; Θεωρούν έντιμη πρακτική το σκάσιμο των λάστιχων στα τρακτέρ των αγροτών;  Θεωρούν τιμητικό να παρακολουθούν απαθή κάποια σώματα ασφαλείας τις δολοφονίες πολιτών από νεοναζιστικά στοιχεία; Θεωρούν φυσιολογικό να κυκλοφορούν τα στοιχεία αυτά ανενόχλητα μεταξύ διμοιριών των Μ.Α.Τ.; Θεωρούν φυσιολογικό να εκπυρσοκροτούν όπλα όλως τυχαίως και να «ξεπροβοδίζουν» εφήβους στον άλλο κόσμο; Θεωρούν φυσιολογικό να «ορμούν» ζαρντινιέρες(!) επί πολιτών; Πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους; Τον αντιλαμβάνονται ως ρόλο υπερασπιστών των πολιτών απέναντι στην ασυδοσία της οικονομικής ολιγαρχίας; Τον αντιλαμβάνονται ως ρόλο υπεράσπισης του Συντάγματος και της Δημοκρατίας; Έχουν διεκδικήσει την απεξάρτησή τους από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και την άμεση υπαγωγή τους στους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, των οποίων τις αποφάσεις θα όφειλαν να θέτουν σε εφαρμογή αυτεπάγγελτα;

Απέναντι σε όλα τα μείζονα επικρατεί η απόλυτη μουγγαμάρα. Απέναντι στα εντελώς ανούσια και δευτερεύοντα, οι όποιες Ενώσεις ξεσπαθώνουν, χωρίς μάλιστα να ανέχονται ούτε καν μύγα στο σπαθί τους! Και τούτο, φυσικά, σχετίζεται στενότατα και με το μέγεθος του «αντιπάλου». Γιατί άλλο είναι να κοντράρεται κανείς με ένα απρόσωπο, κινούμενο υποχθονίως σύστημα, που εκτοξεύει απειλές, τρομοκρατεί και διαλύει πρόσωπα και οικογένειες με μια απλή εντολή, κι άλλο να πλειοδοτεί σε «ευαισθησία» «ορθώνοντας ανάστημα» απέναντι σε μια ακίνδυνη δημοσιογραφική εκπομπή.

Θα αναρωτιόταν, βέβαια, κανείς, τι περιθώριο δράσης διανοίγεται ιδίως στους κλάδους των σωμάτων ασφαλείας, τη στιγμή που ο ρόλος τους επιβάλλει την τήρηση των άνωθεν εντολών, δηλαδή των εντολών της πολιτικής ηγεσίας, κι εφόσον η ανυπακοή στις διαταγές της προϊστάμενης αρχής επισύρει τη διαθεσιμότητα. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πονηροί. Τα πεδία αντίστασης σχεδόν εκμηδενισμένα. Κι αυτό δεν ισχύει σαν πραγματικότητα μόνο για τα σώματα ασφαλείας. Ισχύει για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Περικλείει, ωστόσο, αξία να επιτυγχάνεται εν προκειμένω το ελάχιστο, δηλαδή να αποφεύγεται ο κοινωνικός αυτοματισμός. Η παύση κάθε αλληλοκατηγορίας μεταξύ των εργασιακών κλάδων είναι επιβαλλόμενη. Και η ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Αχαΐας δεν συμβάλλει ουδαμώς προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ακόμη κι αν η ανακοίνωση εκλαμβανόταν σαν «απάντηση» σε προηγούμενη επίθεση της «Ελληνοφρένειας» εναντίον των αστυνομικών οργάνων, η σχετική πρόσληψη πάλι θα παρέμενε αδικαίωτη. Θα παρέμενε αδικαίωτη τόσο επειδή η «Ελληνοφρένεια» εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό της και όχι το σύνολο του δημοσιογραφικού κόσμου, σε αντίθεση με την Ένωση Αστυνομικών Αχαΐας που είναι συλλογικό όργανο, όσο κι επειδή η «Ελληνοφρένεια» με την κριτική της αποσκοπεί εντέλει στη συνειδητοποίηση των πολιτών και στην κοινή τους δράση μέσα από την κατάδειξη των αντικοινωνικών συμπεριφορών, έστω κι αν η αισθητική της είναι χοντροκομμένη κι όχι εκλεπτυσμένη, τη στιγμή που η Ένωση Αστυνομικών Αχαΐας αποσκοπεί απλώς στην «αποκατάσταση» του επαγγελματικού της κλάδου.

Η δυσκολία, συνεπώς, της τιθάσευσης ή, έστω, του ελέγχου μιας εξουσίας που κινείται ξεδιάντροπα εκτός Συντάγματος, δεν παραγνωρίζεται. Ούτε προβάλλεται σαν στόχος η άσκηση κριτικής σ’ έναν μόνο εργασιακό κλάδο, τη στιγμή που με το σύνολο των κλάδων τα προβλήματα είναι ανάλογα, τη στιγμή που πλείστοι όσοι ανυποψίαστοι επαγγελματίες αναζητούν ευκαιρία για να καταφερθούν εναντίον άλλων εργαζομένων, θεωρώντας τον εαυτό τους τον μόνο «δίκαιο», τον μόνο «σκληρά εργαζόμενο», κι ως εκ τούτου τον «αγριότερα πληττόμενο». Οι κριτικές αστοχίες των αστυνομικών είναι αστοχίες που χαρακτηρίζουν κάθε κλάδο, κι εκφράζουν παραστατικά τη γενικευμένη αφασία. Τούτη η αδυναμία εντοπισμού του πραγματικού αντιπάλου κι ο αλληλοσπαραγμός των κοινωνικών, ιδίως των εργασιακών, ομάδων αποτυπώνει τον όλο αποπροσανατολισμό. Η εποχή, βεβαίως, δεν προσφέρεται για «ηρωισμούς». Δεν προσφέρεται καν για έναν αποτελεσματικό απεργιακό αγώνα, απόρροια επίσης του πολιτικού αποπροσανατολισμού στον οποίο υπόκειται η κοινωνία. Το ελάχιστο, ωστόσο, που μπορεί και πρέπει να επιζητείται είναι η πνευματική αφύπνιση, η συνειδητοποίηση κάθε κλάδου, ώστε να μην καταντά ενεργό παίγνιο στα σχέδια μιας εξουσίας που ’χει απολέσει κάθε νομιμοποίηση. Γιατί διαφέρει το να υποτάσσεται κανείς σε κάποια αρνητική εξέλιξη λόγω της προσωπικής του αδυναμίας για κάτι καλύτερο, από το να επενδύει ιδεολογικά και να εξωραΐζει την όποια αρνητική εξέλιξη, παριστάνοντας την αλεπού του αισώπειου μύθου, που έκρινε άγουρα τα σταφύλια, επειδή αδυνατούσε να τα φτάσει και να τα γευτεί.

Η αυτοσυνειδητοποίηση στην παρούσα φάση είναι ύψιστης σημασίας, γιατί θα ακύρωνε τουλάχιστον τη μελετημένη διασπορά της διχόνοιας μεταξύ των κοινωνικών μελών, εξαιτίας της οποίας η εκτροχιασμένη από τη συνταγματική οδό εξουσία επιχειρεί να επιβληθεί διά της θλιβερής μεθόδου τού «διαίρει και δημοκράτευε». Τα συνειδητοποιημένα δε κοινωνικά μέλη δύνανται να βρεθούν πολύ κοντύτερα στην ανατροπή της ανωμαλίας, εφόσον θα ’χουν αντιληφθεί στο μεταξύ πλήθος από τις διενεργούμενες μεθοδεύσεις σε βάρος τους. Μέχρι, ωστόσο, να επέλθει η απαιτούμενη ωριμότητα, κρίνεται αναγκαίο για τους πολίτες που εγκλωβίζονται στη μνημονιακή πολιτική και την κυβερνητική προπαγάνδα, για τους πολίτες που αναγκάζονται να υποταχτούν στην πνευματική και την ψυχική τους αδυναμία, να περισώσουν τουλάχιστον την ηθική τους υπόσταση. Και τούτο θα το πετύχουν μόνο διαφυλάσσοντας την αξιοπρέπειά τους κι αποφεύγοντας τη γελοιοποίηση, όπως στοχάζεται ο Κ. Π. Καβάφης στο ποίημά του «Όσο μπορείς»: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,/ τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/ όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις/ […] πηαίνοντάς την,/ γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την/ στων σχέσεων και των συναναστροφών/ την καθημερινήν ανοησία,/ ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.»


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Ανιφωνητής», αρ. φύλλου 386, 1/3/2014.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.