Δημήτρης Βλάχος, "Ένα χαστούκι από παπαρούνες"

Το κράτος του φωτός*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Περπατάς σ' ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες. Το κόκκινο χρώμα τους σε μαγνητίζει. Ξάφνου το περπάτημα μεταστοιχειώνεται σε πέταγμα, στα ύψη που ίπταται ο φιλοσοφικός στοχασμός καθώς αναζητά την απάντηση στην απορία που του καρφώθηκε: τι είναι το κόκκινο χρώμα; Καμία επιστημονική προσέγγιση δεν απαντά στο ερώτημα ικανοποιητικά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν το ερώτημα τοποθετείται, ακόμη περισσότερο, στα χείλη ενός τυφλού κοριτσιού;



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 369, 16/6/2013.

Η απάντηση της δασκάλας του, η οποία καλεί τη μαθήτριά της να συλλάβει το κόκκινο χρώμα παραλληλίζοντάς το μ' ένα κομμάτι σοκολάτα, προτείνει την κατάλληλη οδό για τον προσδιορισμό μιας απάντησης. Τούτη την οδό επιχειρεί να προσπελάσει ο Δημήτρης Βλάχος στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ένα χαστούκι από παπαρούνες».

            «Ένα χαστούκι από παπαρούνες» είναι η απάντηση του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη στο ίδιο ερώτημα. Η προσέγγιση του Ελύτη δεν είναι επιστημονικός ορισμός· είναι απάντηση, που ξυπνά τις αισθήσεις και καλεί σε επαγρύπνηση, ενεργοποιώντας αισθήσεις, μνήμη, καρδιά και πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό εμφυσά πνοή στον ανθρώπινο βίο, αφού προκρίνει την ανησυχία, και προβάλλει έτσι την κατεξοχήν ουσία της ζωής, την κίνηση. Αυτό το «πώς» της ανησυχίας καθορίζει την ύπαρξη, σε αντίθεση με την αποζωτικοποίηση της επίπεδης και στρυφνής επιστημονικότητας.

            Ο ποιητής λοιπόν, συνεχίζει ο Βλάχος, απαντά· δεν ορίζει. Αναζητά έτσι το είναι του βίου, που καθορίζεται από κινητότητες. Οι κινητότητες, κατά τον Αριστοτέλη, δεν δηλώνουν μετατόπιση στον χώρο, αλλά ποιοτική μεταβολή. Συσχετίζονται, επομένως, με το «πώς» τού είναι. Την παράμετρο του «πώς» της ύπαρξης καλείται εντέλει να αναδείξει και το αρχικό ερώτημα αναφορικά με το τι είναι το κόκκινο χρώμα. Το κόκκινο της παπαρούνας είναι τόσο ισχυρό, ώστε ταυτίζεται με το λουλούδι, περιλαμβάνοντας τα τρία θεμελιώδη στοιχεία που του χαρίζουν τη μοναδική του ένταση: την απλότητα, τη στιγμιαία λάμψη της εφήμερης ύπαρξης, το ελληνικό ανοιξιάτικο φως. Τα ίδια στοιχεία απαντούν και στο ερώτημα τι είναι η ομορφιά, αν και συνέχονται επιπλέον από ενότητα, ζωή, κίνηση, αποκάλυψη.

            Ο Βλάχος προβαίνει στην ανάλυση των τριών ανωτέρω θεμελιωδών στοιχείων. Η απλότητα δεν είναι λιτότητα. Επιπλέον, είναι αδιαπέραστη από τη λογική. Γι' αυτό και η ποίηση προσφέρει με τις εικόνες της εκείνη τη θέα, την οποία καμία επιστημονική μέθοδος δεν μπορεί να προσφέρει. Καθώς λοιπόν η απλότητα σιωπά στα αγωνιώδη ερωτήματα που της απευθύνονται, εμπεριέχει, κατά τον Αλμπέρ Καμί, τη σιωπή της πέτρας, του σισύφειου βράχου, σ' έναν αγώνα που ακριβώς επειδή εξελίσσεται, θα πρέπει να λογίζεται δικαιωμένος.

            Η στιγμιαία λάμψη είναι το δεύτερο θεμελιώδες στοιχείο που απεικονίζει την εύθραυστη ομορφιά της παπαρούνας. Η στιγμή, σύμφωνα με τον Βλάχο, δεν είναι χρόνος· είναι η διάνοιξη ενός αδιάστατου χωροχρονικού «τώρα» από τις νοητικές-αισθητηριακές πράξεις του ανθρώπου. Η διάνοιξη αυτή είναι διακινδύνευση. Γι' αυτό οι αυθεντικά βιωμένες στιγμές «στίζουν» όλο το ανθρώπινο είναι με ανεξίτηλα «στίγματα». Η ριψοκινδύνευση αναβαθμίζει τον άνθρωπο οντολογικά, φωτίζει την αξία και τη λάμψη του. Αφότου η στιγμή διανοιχτεί από τον τολμητή άνθρωπο, αν και δεν είναι χρόνος, αποκτά διάρκεια, αποκαλύπτει άλλες ποιότητες, αποκαλύπτει την «υπερπραγματικότητα», που υπερβαίνει την κοινότοπη πραγματικότητα. Καθώς το θαύμα συντελείται, ο εφήμερος άνθρωπος αποκτά μιαν άλλη αθανασία. Όμως τα θαύματα συντελούνται, κατά τον Ελύτη, στο φως.

            Το ελληνικό φως είναι το τρίτο θεμελιώδες στοιχείο της ομορφιάς. Η παπαρούνα αποκαλύπτει την ομορφιά της τη σιωπηλότατη ώρα του μεσημεριού. Στο φως του μεσημεριάτικου ήλιου ο Σεφέρης βλέπει τη συνάντηση της πραγματικότητας με την «υπερπραγματικότητα» στην οποία αναφέρθηκε ο Ελύτης. Το ελληνικό φως διακρίνεται, λοιπόν, για δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: καταρχάς, καθιστά φυσική τη γειτνίαση της πραγματικότητας με το «ιδανικό που κείται πέραν»· έπειτα, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και ξεσκεπάζει τα φτιασίδια. Ο Σεφέρης θεωρεί, συνεπώς, ότι το ελληνικό φως εξοικειώνει τον άνθρωπο με το σύμπαν, ενώ, λόγω της διαφάνειάς του, ζεσταίνει και φωτίζει.

            Η λειτουργία όμως του φωτός δεν είναι αποκλειστικά θετική. Ο ελληνικός ήλιος συνάμα καίει και καταστρέφει. Η αντιφατικότητα του ελληνικού φωτός ερμηνεύει και την τραγικότητά του. Όντας εξαιρετικά λαμπρό, το ελληνικό φως αναδεικνύει την ομορφιά του τοπίου, μια ομορφιά, ωστόσο, της οποίας η δύναμη καταντά καταπιεστική. Αυτή η αίσθηση του τραγικού αποκαλύπτει από τη μια το παράλογο του κόσμου, από την άλλη όμως, καθώς είναι θεμελιωμένη στο φως, δεν αφήνει τον άνθρωπο να βυθιστεί στην απελπισία και τον μηδενισμό.

            Την παραπάνω εσωτερική ένταση της τραγικότητας του εκτυφλωτικού ήλιου επιχειρεί να την ερμηνεύσει ο Καμί. Το φως ορθώνεται απέναντι στην ιστορία, η οποία, κατά τον Καμί, αντιπροσωπεύει κάθε αθλιότητα: τη φτώχεια, την αδικία, τον πόνο, το κακό, το σκοτάδι. Σε αντίθεση με το ιστορικό, «σκοταδιστικό» πνεύμα του Χέγκελ, ο Καμί προτιμά το ανιστορικό του Πλάτωνα· σε αντίθεση με τη «σκέψη του τυφλοπόντικα», προτιμά την ηλιακή σκέψη· σε αντίθεση με τον γερμανικό ιδεαλισμό, που θεοποιεί την ιστορία και την ακινησία, επιλέγει το μεσογειακό πνεύμα της κινητικότητας και της έντασης. Στο φως του ήλιου αίρεται η τυραννία του ορθολογισμού, που αποξενώνει από τη φύση και ακρωτηριάζει την ανθρωπιά. Το ίδιο όμως φως απορροφά και την προσωπικότητα.

            Έτσι ακριβώς βιώνει την όλη κατάσταση κι ο Σεφέρης. Η απορρόφηση της ανθρώπινης προσωπικότητας από τον ήλιο εκλαμβάνεται ως διονυσιακή έκσταση, που παρέχει μία εικόνα θεϊκής επιφάνειας, μέσω της οποίας επέρχεται η συμφιλίωση με τη φύση και δηλώνεται η κατάφαση στη ζωή. Για την κατάφαση στη ζωή δεν αρκεί η ιστορία, ούτε η δικαιοσύνη: η ιστορία είναι βαμμένη από το αίμα όσων έσφαξαν ή σφάχτηκαν στο όνομα της δικαιοσύνης. Μόνο η αγάπη στο φως οδηγεί έξω από τον φαύλο κύκλο της ιστορίας. Εδώ ο Σεφέρης κι ο Καμί ομογνωμούν.

            Ο δρόμος όμως για το φως φαίνεται πως περνά μέσα απ' το σκοτάδι. Ο Σεφέρης διασταυρώνεται καί με τον Πλάτωνα, στον πλατωνικό μύθο τού σπηλαίου. Ο κόσμος που φαντασιώνεται ο Πλάτωνας εντός του σπηλαίου είναι ιστορικός. Η φωτιά που καίει εκεί αντιστοιχεί στον ήλιο της φυσικής επιστήμης, όχι της αλήθειας. Η έξοδος από το σπήλαιο οδηγεί στην έξοδο από τον ιστορικό κόσμο προς τον ανιστορικό, προς τον κόσμο τού «είναι». Εκεί βρίσκεται η αληθινή πηγή φωτός, ο ήλιος-Αγαθόν. Η στροφή της ψυχής στο φως αποτελεί τον στόχο της αληθινής παιδείας, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Την ώρα του μεσημεριού, που η κατάφαση της ζωής στο φως φτάνει στο αποκορύφωμά της, ο άνθρωπος γεύεται την πιο βαριά και σκοτεινή ευτυχία: ευτυχία, γιατί η μεσημεριάτικη γαλήνη δημιουργεί το αίσθημα της πληρότητας· βαριά και σκοτεινή, γιατί το σταμάτημα του χρόνου αφήνει στα χείλη την πικρή πρόγευση του επερχόμενου θανάτου. Η συγκεκριμένη θέαση του μεσογειακού μεσημεριού ερμηνεύει τη ζωή στο φως του ελληνικού αρχετυπικού ήλιου, αναβαθμίζοντας ακόμη και τον θάνατο, αφού ο θάνατος στο φως του ήλιου δεν εκμηδενίζει την ύπαρξη, παρά την υψώνει στο μυστήριο της αλήθειας του φωτός.

            Καθώς λοιπόν η δημιουργική φαντασία των ποιητών διανοίγει το τίποτε του θανάτου, οι λουσμένες στο φως του ελληνικού ήλιου ποιητικές εικόνες φανερώνουν ότι στο φως αυτό ακόμη κι ο θάνατος είναι «αλλιώς». Η αναζήτηση, συνεπώς, του κόκκινου χρώματος καταλήγει στο φως. Πιο πέρα δεν υπάρχει: το φως είναι το όριο όχι μόνο της μέγιστης ταχύτητας και της μέτρησης του χρόνου, αλλά και της ανθρωπιάς μας. Με τη διαπίστωση αυτή ο Βλάχος ολοκληρώνει το κεντρικό φιλοσοφικό δοκίμιο της ενασχόλησής του στον παρόντα τόμο. Δεν ολοκληρώνεται όμως κι ο τόμος, στον οποίο περιλαμβάνονται δύο ακόμη πονήματα: το πρώτο τιτλοφορείται «Το σώμα του αόρατου» και το δεύτερο «…Κόκκινη όπως το αίμα».

            Το «σώμα του αόρατου» αποτελεί φαινομενικά μια απόπειρα του Βλάχου να παρουσιάσει τη μουσική παραγωγή του συνθέτη Αθανάσιου Σίμογλου «Shades of love», με δώδεκα μελοποιημένα ποιήματα του Καβάφη. Ενώ όμως θεματολογικά φαντάζει εργασία ανεξάρτητη από την προηγούμενη, στην ουσία συνιστά συνέχειά της σ' ένα διαφορετικό επίπεδο. Κι αυτό γιατί όταν ο Βλάχος διαπιστώνει τη ρεμβώδη ατμόσφαιρα που δημιουργεί η μελοποίηση των ποιημάτων, σαν από φως καβαφικού κεριού, δεν τονίζει απλώς τη συνομιλία του μουσικού ύφους με το κλίμα των ποιημάτων, αλλά -κυρίως- επαναφέρει τη συζήτηση στη λειτουργία του φωτός που, έστω ταπεινό, δίνει μορφές στο αόρατο και τις φέρνει στην επιφάνεια. Η ανασύνθεση των μορφών που προκαλεί το έστω ελάχιστο φως, ανασυγκροτεί μια πνευματική «υπερπραγματικότητα», αντίστοιχη εκείνης στην πραγμάτευση του αρχικού δοκιμίου. Το καταληκτικό συμπέρασμα επιβεβαιώνει τις φιλοσοφικές διαδρομές του Βλάχου, εφόσον διαπιστώνεται πως η μελοποίηση του Σίμογλου, ενεργοποιώντας τη μνήμη μέσω της στοχαστικής ονειροπόλησης, διασώζει τον ηρωισμό των καθημερινών ανθρώπων, διασώζοντας μαζί του και την ανθρωπιά.

            Η υπηρέτηση της κινητήριας για τον Βλάχο φιλοσοφικής του ιδέας αποκαλύπτεται ακόμη εντονότερα από το τελευταίο πόνημα του τόμου, με τον τίτλο «…Κόκκινη όπως το αίμα». Με αφορμή το τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου «Έχω μια αγάπη για σένα», αγάπη η οποία χαρακτηρίζεται στους στίχους του Τάσου Βουγιατζή «κόκκινη όπως το αίμα», ο Βλάχος παρουσιάζει την «ερωτική», όπως την ονοματίζει, αγάπη, ως την πλέον προσωπική ανθρώπινη δυνατότητα που δεν παρακάμπτεται. Το άκρως ενδιαφέρον στοιχείο στο παρόν δοκίμιο του Βλάχου σχετίζεται με το γεγονός πως ο ξεχωριστός ερωτικός σύντροφος προκύπτει σαν γνωριμία «αλλού», όπως διαφαίνεται κι από τους στίχους του τραγουδιού. Πού «αλλού»; Μα στην «υπερπραγματικότητα» των δύο προηγούμενων δοκιμίων, σ' έναν πλατωνικό ιδεατό κόσμο, όπου ο έρωτας είναι μύηση σε μυστήριο. Το μυστήριο αυτό περιλαμβάνει και την πνευματική δημιουργία, αφού η ποίηση και ο στοχασμός είναι έργα αγάπης. Το εγχείρημα της όλης μύησης, λοιπόν, δικαιώνεται, αφού ο έρωτας κι η τέχνη είναι τα μόνα διαβατήρια υπέρβασης των ανθρώπινων όρων. Πλάι στη συνεπή υπηρέτηση από τον Βλάχο μιας μεταμορφωτικής υπέρβασης στέκει, δικαίως, ξανά το κόκκινο χρώμα, ως η δυναμικότερη αποτύπωση της αρχέγονης εικόνας του πάθους: του αίματος και της φωτιάς. Και, ασφαλώς, του κραταιότατου φωτός.

            Με διανοητικό οπλισμό που επιτρέπει διαρκείς διακειμενικούς συσχετισμούς με το έργο φιλοσοφικών ποιητών και ποιητικών φιλοσόφων· με διακειμενικούς συσχετισμούς που επεκτείνουν και στερεώνουν τις φιλοσοφικές του διαπιστώσεις, ο Βλάχος συγκροτεί ένα σώμα τριών στοχαστικών δοκιμίων, που, παρά τη φαινομενική τους αυτοτέλεια, λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους και αναδεικνύουν τη φιλοσοφική κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Ο Βλάχος δηλώνει πως η στοχαστική του διαδρομή υπήρξε αμέθοδη. Είναι ωστόσο τόσο κατασταλαγμένη η θεώρησή του, ώστε αναδεικνύει το πόνημά του ως προϊόν συνειδητής μύησης στην ιδεαλιστική υπερπραγματικότητα, την οποία με αγάπη και συνέπεια συναντά πνευματικά.

 

            Δημήτρης Βλάχος, «Ένα χαστούκι από παπαρούνες. Μια ποιητική του κόκκινου», εκδόσεις Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης, Ξάνθη 2012, σελ. 288.

 

            «Η ζωή στο φως είναι δώρο ή μια αδικία από την οποία κάποιοι λαοί ωφελούνται περισσότερο σε σύγκριση με άλλους. Όμως η ζωή στο φως είναι σκληρή γιατί έχει αυξημένες απαιτήσεις. Σε προσκαλεί ν' αντικρίσεις τον άνθρωπο. Κι όμως η ανάμνηση αυτής της ζωής ακολουθεί όσους κάποτε την έζησαν, ακόμη και στις θορυβώδεις και βυθισμένες στην Ιστορία χώρες της ομίχλης. Τους θυμίζει λοιπόν ότι εκτός από τον χώρο του σπηλαίου της Ιστορίας υπάρχει κι ο κόσμος του φωτός έξω από το σπήλαιο, κι αν το έργο τους αναζητά την ανθρωπιά, πρέπει να στραφεί στο φως.»

Από το δοκίμιο «Ένα χαστούκι από παπαρούνες. Μια ποιητική του κόκκινου».

 

            «Η ζωή δεν είναι πέτρα. Ωστόσο η πέτρα βρίσκεται στην αρχή και στο τέλος της ιστορικής ζωής. Ο άνθρωπος κατασκευάζει από πέτρα τα αρχιτεκτονικά του μνημεία και τις πόλεις του. Η πέτρα οριοθετεί την αρχή και το τέλος της Ιστορίας, τη γέννηση και τον θάνατο. Τα ερείπια των αρχαίων ιστορικών πόλεων αυτό δείχνουν. Η φύση παρέχει την πέτρα ως πρώτη ύλη για να οικοδομήσει ο άνθρωπος τις πόλεις του, κι όταν αυτές πεθαίνουν, στο τέλος, τα ερείπιά τους ξαναγίνονται πέτρες κι έτσι επιστρέφουν στη φύση από όπου τις απέσπασε ο άνθρωπος για να οικοδομήσει την ιστορία του. Και η φύση πάλι τις αγκαλιάζει με τα λουλούδια και τις πρασινάδες της και δείχνει ότι η γη είναι πιο δυνατή από την Ιστορία. Ο γάμος των ερειπίων με τη φύση στο φως του ήλιου κάνει τα ερείπια της Ιστορίας και πάλι πέτρες.»

Από το δοκίμιο «Ένα χαστούκι από παπαρούνες. Μια ποιητική του κόκκινου».

 

            «Για τον Καβάφη, όπως και για τον Σεφέρη άλλωστε, η ιστορία δεν είναι παρελθοντολογία, δεν είναι αυτό που πέρασε (δηλαδή το "όχι πια τώρα") αποκομμένο από αυτό που θα έρθει (δηλαδή το "όχι ακόμη τώρα") αλλά αυτό τούτο το "τώρα εδώ". Σ' αυτό το "τώρα εδώ" και στην απόφαση της στιγμής ζουν οι μορφές του παρελθόντος και συναντούν τις αγέννητες ακόμη αλλά επερχόμενες μορφές του μέλλοντος. Ιστορία είναι για τον Καβάφη η επανάληψη των δυνατοτήτων που υπήρξαν και όχι η επίσκεψη σε ένα μουσείο απολιθωμάτων. Το να επαναλαμβάνει κανείς δυνατότητες που υπήρξαν σημαίνει το να προλαβαίνει το μέλλον, να επιστρέφει σ' αυτό. Επιστρέφοντας και επαναλαμβάνοντας τις δυνατότητες που υπήρξαν, προλαβαίνουμε αυτό που θα έρθει.»

Από το δοκίμιο «Το σώμα του αόρατου».

 

            «Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τον έρωτα (λογοτεχνία, φιλοσοφία, ψυχολογία) που δεν φτάνει σε κάποιον μια ζωή ολόκληρη για να τα διαβάσει προκειμένου να αποκρυσταλλώσει άποψη. Όμως το παρήγορο με τον έρωτα είναι πως όσα και να διαβάσει κανείς, όταν ερωτευτεί, αποδεικνύεται αμαθής. Η αποκρυσταλλωμένη άποψη αποδεικνύεται άχρηστη. Αν μπορούσε βέβαια κανείς να ενεργοποιήσει όλες τις γνώσεις του περί έρωτος, τότε δεν θα ερωτευόταν. Οι επιστημονικές του γνώσεις δεν θα του επέτρεπαν να αφεθεί στο μυστήριο και τη μαγεία του έρωτα. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί ο έρωτας είναι μύηση κι όχι εγκυκλοπαιδική, επιστημονική ή φιλολογική γνώση. "Είναι μάλλον πάθος και διαταραχή, σταθερή μύηση σ' ένα μυστήριο, παρά πρωτοβουλία", αναγνωρίζει ο Λεβινάς. Το μεγαλείο του ερωτικού φαινομένου, άλλωστε, έγκειται στο ότι ακυρώνει κάθε προηγούμενη κατακτημένη γνώση. Μπορεί βέβαια να μην αποκτά γνώσεις αυτός που ζει έναν μεγάλο έρωτα, ωστόσο είναι ολοφάνερο ότι αλλάζει. Και η αλλαγή είναι αισθητή στη συμπεριφορά του και ακόμη περισσότερο στο έργο του, αν είναι δημιουργός.»

Από το δοκίμιο «…Κόκκινη όπως το αίμα».

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.