Οίκοι Αξιολόγησης ΙV

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος ΙV

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ

Κλίμακα αξιολόγησης και αλγοριθμικά «μαγειρέματα»

Ο οίκος Fitch το 1924 εφεύρε την κλίμακα αξιολόγησης με δέκα επίπεδα διαβάθμισης, ξεκινώντας απ’ το ΑΑΑ (ο καλύτερος βαθμός, τριπλό Α) και κατεβαίνοντας την κλίμακα μέσω ΑΑ, Α, ΒΒΒ, ΒΒ, Β, CCC, CC, C φθάνοντας έως το D (Default, παντελής ανικανότητα πληρωμής). Οι αξιολογήσεις από ΑΑΑ έως ΒΒΒ σημαίνουν «investment grade», δηλ. συνιστάται στους επενδυτές να αγοράσουν. Από την βαθμίδα ΒΒ αρχίζει η «non investment grade», δηλ. συνιστάται στους επενδυτές να μην αγοράσουν(!) ή να ζητήσουν επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας. Οι διαβαθμίσεις, όταν πρόκειται για δάνεια, είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένες δανειακές συνθήκες: Μια υποβάθμιση σημαίνει, ότι όλες οι τράπεζες θα ζητήσουν υψηλότερο τόκο. Στην κλίμακα προστέθηκαν αργότερα οι ενδείξεις συν και πλην (+/) και με έναν παρόμοιο τρόπο – για παράδειγμα με την προσθήκη αριθμών (Moody’s) – παραλήφθηκαν και από τους άλλους οίκους.

Οι οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν τις πληροφορίες κυρίως απ’ τους πιστωτές και τους εκδότες των αξιόγραφων και προσανατολίζονται αποκλειστικά στα δικά τους συμφέροντα. Προωθήθηκαν τα δάνεια στους πιστολήπτες με λαθεμένες ή ελλιπείς πληροφορίες; Αυτό για τους οίκους είναι αδιάφορο. Μπορούσε να προβλεφτεί, ότι οι πιστολήπτες δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν το δάνειο; Αυτό για τους οίκους είναι αδιάφορο. Έχουν οι εγγυητές των δανείων, όπως το American International Group (AIG), ένα ελάχιστο ποσό στήριξης σε περίπτωση που η εγγύηση καταρρεύσει; Ναι ή όχι; Αυτό για τους οίκους είναι αδιάφορο.

Έτσι δεν είχε ληφθεί υπόψη, ότι τα ενυπόθηκα δάνεια πριν ληφθούν απ’ τους πιστολήπτες, αυτοί – σε πολλές περιπτώσεις εργαζόμενοι χωρίς σταθερό εισόδημα – δελεάστηκαν με μέσα εξαπάτησης για να πάρουν δάνειο, π.χ. με πιστοποιητικά εισοδήματος, τα οποία παραποιήθηκαν απ’ τους εκπροσώπους των τραπεζών. Παρόλο που διάφορες ειδήσεις περί εξαπάτησης εμφανίζονταν κατά καιρούς στα κυρίαρχα ΜΜΕ απ’ το 2005, αυτό για τους οίκους ήταν αδιάφορο. Δεν φρόντισαν ακόμη να μάθουν για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πιστολήπτες, π.χ. εάν μετά την υποβάθμιση και τους υψηλούς τόκους θα χάσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, εάν κηρύξουν πτώχευση ή αν θα πεινάσουν – ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για ατομικούς καταναλωτές, για επιχειρήσεις ή για ολόκληρες οικονομίες κρατών. Οι απαντήσεις των τραπεζών έχουν απόλυτη προτεραιότητα, όποια κι αν είναι η διαφθορά και η απάτη των πιστωτών και αυτών που εκδίδουν τα αξιόγραφα.

Οι οίκοι δεν αξιολογούν μόνο, αλλά βοηθούν και τους πελάτες να δομήσουν αξιόγραφα πριν την πιστοληπτική αξιολόγηση (indicative rating). Οι πελάτες, π.χ. τράπεζες επενδύσεων, μπορούσαν/μπορούν να κάνουν μετατροπές και βελτιώσεις έως ότου εμφανιστεί και επιλεγεί ένα τριπλό Α. Οι οίκοι έχουν βοηθήσει στο «μαγείρεμα» των πιστοποιημένων ενυπόθηκων δανείων – διαφορετικά, ανάλογα με το πιθανό έλλειμμα – έτσι που από ένα όσο το δυνατό μεγάλο όγκο σε ΑΑΑ-«μαγειρέματος» να προκύπτει ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος απ’ την πώληση χαρτιών CDO.

Οι αξιολογήσεις γίνονται με τη βοήθεια μαθηματικών μοντέλων ρίσκου. Οι μέχρι τώρα ιστορικές εμπειρίες χρησιμοποιούνταν ως βάση. Αντιθέτως οι σύγχρονοι μηχανισμοί, οι οποίοι προκύπτουν απ’ την διαρκή απορρύθμιση και την εφεύρεση νέων χρηματιστικών προϊόντων, δεν λαμβάνονται υπόψη: Τα μοντέλα ακολουθούν κατ’ ανάγκη πίσω απ’ τους συνειδητά διαρκώς αυξανόμενους κινδύνους.

Οι οίκοι τροφοδοτούν σημαντικές θυγατρικές επιχειρήσεις ή τμήματα (Analytics, Algorithmics, κ.ά), οι οποίες αναπτύσσουν μαθηματικά μοντέλα ρίσκου. Αυτές εργάζονται με μεθόδους και χρονικούς ορίζοντες, που είναι προσανατολισμένοι στα ιδιωτικά και βραχυπρόθεσμα κριτήρια κέρδους. Κριτήρια κέρδους, τα οποία ισχύουν τόσο για τους πελάτες των οίκων, όσο και για τους ίδιους τους οίκους. Οι οίκοι δεν πουλούν στους πελάτες μόνο πιστοληπτικές αξιολογήσεις, αλλά επίσης συμβουλές και software, για το πώς αποκομίζονται κέρδη στις χρηματιστικές αγορές σε βάρος των άλλων που συμμετέχουν στην αγορά μέσω αξιοποίησης πολύ μικρών χρονικών διαστημάτων. Εδώ γίνεται λόγος για χιλιοστά δευτερολέπτων και για ποσά στα οποία υπολογίζονται τρεις θέσεις δεκαδικών ψηφίων πίσω από το κόμμα. Στις συναλλαγές αυτές οι οίκοι ακολουθούν την ίδια λογική όπως και οι πελάτες τους. Γι΄ αυτό και οι αξιολογήσεις των οίκων δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητες, αλλά αυτές ταυτίζονται με τους σκοπούς των πελατών.

Όλοι είναι ίσοι αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι απ’ τους άλλους

Παρόλο που οι οίκοι αξιολόγησης αντιλαμβάνονται ότι έχουν υψηλά και ρυθμιστικά καθήκοντα, ενώ κάνουν με τους πελάτες μια ελεύθερη συμφωνία, δεν αναλαμβάνουν γι’ αυτό καμιά ευθύνη. Όμως και οι πελάτες δεν λαμβάνουν στα σοβαρά υπόψη την πιστοληπτική αξιολόγηση, η οποία είναι ενδιαφέρουσα μόνο ως σφραγίδα εξυπηρέτησης. Οι οίκοι χαρακτήριζαν μέχρι τώρα τις αξιολογήσεις τους σαν «άποψη» (opinion). Σ΄ αυτό το παιχνίδι συμμετείχε ακόμη και η Δικαιοσύνη των ΗΠΑ: Σε πολλές περιπτώσεις τα δικαστήρια των ΗΠΑ αθώωσαν τους οίκους όταν αυτοί κατηγορήθηκαν από ιδιώτες: Οι οίκοι πρόβαλλαν το επιχείρημα, ότι οι διαβάθμιση περί πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχει καμιά αξίωση για αντικειμενικότητα, αλλά ότι υποτάσσεται στην «ελευθερίας της άποψης». Στην «Wall Street Reform and Consumer Protection Act», η κυβέρνηση Ομπάμα μετατόπισε παραπέρα το πρόβλημα: Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις ισχύουν μόνο ως έκφραση της άποψης των ειδικών, για τους οποίους την ευθύνη φέρουν οι οίκοι. Το ποια ακριβώς είναι αυτή η ευθύνη, παραμένει ένα θέμα ανοιχτό.

Το ότι οι οίκοι σχεδόν ποτέ δεν αποκλίνουν στις εκτιμήσεις τους, αλλά ακόμη κι αν το κάνουν υπάρχουν μόνο μικρές αποχρώσεις μεταξύ τους, δεν σημαίνει ότι είναι ανεξάρτητοι. Δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά αν υπήρχε μόνο ένας οίκος ή τρεις, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες κυριαρχούν στην αγορά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μονοπώλιο. Οι οίκοι είναι προσδεμένοι στις δομές της Wall Street, των ισχυρότερων επενδυτικών ομάδων του κόσμου με έδρα τις ΗΠΑ και στην παγκόσμια δύναμη των ΗΠΑ. Παρόλο που το κράτος των ΗΠΑ, συγκρινόμενο σε ελληνικές διαστάσεις, είναι υπερχρεωμένο και δεν μπορεί να καταθέσει κανένα σχέδιο για το πώς θα ξεπληρώσει τα χρέη του, λαμβάνει και απ’ τους τρεις οίκους μαζί, όπως και πριν, την καλύτερη βαθμολογία ΑΑΑ. Όταν το προηγούμενο καλοκαίρι η S&P υποβάθμισε για πρώτη φορά την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ στο ΑΑ+, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δήλωσε ότι η S&P έκανε λάθος, επειδή δεν έλαβε υπόψη στους υπολογισμούς της ένα ποσό δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η SEC ξεκίνησε αμέσως μια έρευνα σχετικά με τις υπολογιστικές μεθόδους της S&P.

Ακόμη και υπερχρεωμένα κράτη όπως η Αγγλία και η Ιαπωνία, συνεχίζουν να λαμβάνουν την καλύτερη βαθμολογία. Οι χώρες αυτές, όπως επίσης και οι ΗΠΑ – σε αντίθεση με τις χώρες της ευρωζώνης – μπορούν να εκδίδουν τα κρατικά τους ομόλογα στο δικό τους νόμισμα, δηλ. οι κεντρικές τράπεζες μπορούν απλά να τυπώνουν νέο χρήμα. Έτσι αποφεύγεται η ονομαστική πτώχευση, τα χρέη όμως μεταβιβάζονται μέσω του πληθωρισμού πάνω στους πιστωτές. Οι οίκοι μέσω των αξιολογήσεών τους στηρίζουν κάτι τέτοιο, είναι μέρος αυτής της πρακτικής. Όταν το Μεξικό ήταν υπερχρεωμένο, οι οίκοι βαθμολόγησαν τα χρέη του, τα οποία είχαν ληφθεί στο νόμισμα της χώρας, το πέσο, με ΑΑ-. Τα χρέη όμως που είχαν ληφθεί σε δολάρια των ΗΠΑ, τα αξιολόγησαν ταυτόχρονα με ΒΒ-, κι αυτό για το λόγο και μόνο, ότι το Μεξικό μπορούσε να τυπώσει πέσος, όχι όμως και δολάρια των ΗΠΑ.

Έτσι είναι κατανοητό, ότι οι οίκοι, τα ίσα τα βαθμολογούν άνισα. Ενόσω όταν υπολογίζουν τα χρέη της Ελλάδας συμπεριλαμβάνουν μέσα σ’ αυτά ακόμη και τα χρέη των νοσοκομείων, όταν αξιολογούν τα χρέη των ΗΠΑ ή των ομόσπονδων κρατών των ΗΠΑ, τότε δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα αντίστοιχα συγκρίσιμα χρέη. Και είναι γνωστό, ότι πολλά ομόσπονδα κράτη των ΗΠΑ, έχουν ακόμη και τρεις φορές υψηλότερα χρέη απ’ ό,τι φαίνεται στον επίσημο κρατικό προϋπολογισμό, μεταξύ των άλλων και εξαιτίας των ελλειμμάτων στα συνταξιοδοτικά ταμεία των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης.

Οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι ένας ελεγκτικός μηχανισμός, ο οποίος ακολουθεί την αρχικά νοούμενη νομική εντολή, αλλά καταχρώνται την προνομιακή λειτουργική θέση που τους δόθηκε απ’ τον νομοθέτη, μια θέση, η οποία προστατεύεται από το κράτος. Οι οίκοι είναι ένας ενεργός ρυθμιστής στην υπηρεσία του απ’ τις ΗΠΑ αναπτυγμένου και παγκόσμια κυρίαρχου συστήματος. Το σύστημα αυτό βασίζεται πάνω στη δυνατότητα να τυπώνεται ατελείωτα κρατικό χρήμα και στην απόλυτη κυριαρχία των τραπεζικών επενδύσεων, καθώς και των μεγαλύτερων διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων του κόσμου. Οι απαιτήσεις εκείνων που συμμετέχουν στα χρηματιστικά, έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τα λαϊκά-οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια. Η απάτη, ακόμη και με την έννοια που αυτή ορίζεται στους αστικούς νόμους, η οργανωμένη μυστικότητα και η εξαπάτηση, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της συμπεριφοράς τους. Οι οίκοι βοηθούν στην σταδιακή αφαίρεση της ιδιοκτησίας των ατόμων, των επενδυτών και των κρατών, και μ’ αυτό τον τρόπο χρησιμεύουν στον ίδιο πλουτισμό μιας ελίτ, η οποία ενεργεί σύμφωνα με το σύνθημα: «Μετά από μας ο κατακλυσμός».

Ασκούμενη κριτική για άχρηστα χαρτιά

Οι οίκοι είναι ένα «διεφθαρμένο σύστημα» [13], λέει ο γνωστός νομπελίστας αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν (σ.σ. με τον οποίο βέβαια δεν συμφωνούμε ιδεολογικά). Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ελλιπής: Πόσο διεφθαρμένο είναι ένα συνολικό σύστημα, το οποίο δίνει μια τόσο βαρύνουσα ρυθμιστική σημασία σ’ ένα βαθιά διεφθαρμένο υποσύστημα;

Το μοντέλο, η «απόδοση» του οποίου είναι ελέγξιμη εδώ και δεκαετίες, δείχνει, ότι οι οίκοι έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους δημόσιες υποθέσεις. Αν το 1975 αξιολογούνταν απ’ τους οίκους μόνο 5 κράτη, το 1990 ο αριθμός αυτός φτάνει τα 68, το 2000 τα 191, για να εκτοξευτεί το 2002 στα 202 κράτη. Το ποια επιρροή ασκούν οι οίκοι αξιολόγησης – σε σχέση με τις εμπλεκόμενες τράπεζες, τους κερδοσκόπους, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ -, αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της Ελλάδας.

Μετά την καπιταλιστική κρίση του 2007, και οι δυτικές κυβερνήσεις απαίτησαν μια ισχυρή ρύθμιση και μεταρρύθμιση των οίκων αξιολόγησης. Η Επιτροπή Επιτήρησης των ΗΠΑ SEC (Security Exchange Commission) πρότεινε, οι οίκοι να ¨μειώσουν» την συμβουλευτική τους ιδιότητα. Η μεταπήδηση των υπαλλήλων ενός οίκου σε μια τράπεζα, έπρεπε να γίνει πιο δύσκολη. Απ’ όλα αυτά τελικά, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Οι οίκοι κατά ην ακροαματική διαδικασία στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, παραδέχτηκαν ως όφειλαν μερικά «λάθη» και επαίνεσαν την βελτίωση – όπως πάντα.

Οι διαμορφωτές της γνώμης του χρηματιστικού συστήματος, ασκούνται στην πραγματιστική απελπισία: «Σε καιρούς ανασφάλειας αυξάνεται η ζήτηση για πιστοληπτικές αξιολογήσεις – όσο αμφίβολες κι αν είναι αυτές», γράφει η ελβετική Neue Zürcher Zeitung[14]. Έτσι επιχειρηματολογεί και ο Andrew Bosomworth, Top manager στην Pimco, ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές ομολόγων του κόσμου: «Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις έχουν όλο και λιγότερη σημασία. Επειδή όμως κάποιος εξαιτίας των πολλών αποφάσεων και των ρυθμιστικών κανονισμών δεν έχει άλλη επιλογή, απευθύνεται παρόλα αυτά διαρκώς στους οίκους αξιολόγησης»[15]. Μ’ έναν τέτοιο κυνισμό, ο κλάδος των οίκων αξιολόγησης μπορεί να βγάλει πολλά εκατομμύρια κέρδη.

Κάπως περισσότερο ανησυχούν οι οίκοι απ’ τις μηνύσεις που γίνονται εναντίον τους για αποζημιώσεις, οι οποίες (μηνύσεις) υποβάλλονται απ’ τους παθόντες στα δικαστήρια σε πολλά κράτη. Έτσι έχουν ξεσκεπαστεί εν μέρει κάποιες πρακτικές τους. Μια επιτυχημένη απόφαση μπορεί να ακολουθηθεί από απαιτήσεις δισεκατομμυρίων. Έτσι για παράδειγμα, η μήνυση ενός συνταξιούχου ενάντια στο γερμανικό παράρτημα της Standard & Poor’s είχε ιδιαίτερο βάρος. Ο συνταξιούχος αυτός αγόρασε πιστοποιητικά της Lehman για 30.000 ευρώ, τα οποία η τράπεζα είχε αγοράσει απ’ την S&P με την σφραγίδα Α – το πιστοποιητικό ίσχυε ακόμη για τρεις μέρες προτού η Lehman κηρύξει πτώχευση. Κατά την άποψη του κατήγορου, ευθύνονται οι οίκοι – σε αντίθεση με το νομικό σύστημα των ΗΠΑ – απέναντι στους επενδυτές για τις αξιολογήσεις τους, αν οι αξιολογήσεις παρουσιάζονται στο έντυπο πώλησης σαν διαφήμιση[16].

Οι οίκοι αξιολόγησης δεν μεταρρυθμίζονται!

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράζονται σκέψεις για έναν ίδιο οίκο – λέγεται μάλιστα, ότι το τραπεζικό λόμπυ στις Βρυξέλλες έχει ήδη δραστηριοποιηθεί. Με μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση φαίνεται να δρα η νέα οικονομική δύναμη Κίνα. Η κινεζική κεντρική τράπεζα ίδρυσε το 1994 την Dagong Global Credit Rating Company ως ιδιωτικό οίκο για τις εσωκινεζικές υποθέσεις. Ο οίκος αυτός βρίσκεται κατά 100% σε κινεζικά χέρια, σε αντίθεση με άλλους οίκους στην Ασία, οι οποίοι ανήκουν ολοκληρωτικά ή εν μέρει σε δυτικούς. Μετά την τελευταία καπιταλιστική κρίση, ο οίκος Dagong επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε ξένα κράτη καθώς και στις πιστώσεις. Σε αντίθεση την Moody’s και την Fitch, οι οποίες εξακολουθούν να αξιολογούν τις ΗΠΑ με ΑΑΑ, ενώ η S&P με ΑΑ+, ο οίκος Dagong τις αξιολόγησε με ΑΑ.

Η κριτική που ασκείται στους οίκους αξιολόγησης, αφορά συνήθως στις λαθεμένες εκτιμήσεις που κάνουν, δηλ. στο ότι αυτές δεν αντανακλούν «πραγματικά» τους υπαρκτούς κινδύνους για τα αξιόγραφα και τα δάνεια. Η κριτική αυτή, όσο σημαντική και να είναι, χάνει απ’ το οπτικό της πεδίο το πιο σημαντικό: τον βασικά κρισιακό και κερδοσκοπικό χαρακτήρα του καπιταλισμού – επομένως και την μη προβλεψιμότητά του, δηλ. ότι η κρίση είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό. Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού, οι οποίες εκκενώνονται στις κρίσεις, δεν αρχίζουν με τα κερδοσκοπικά στοιχεία των δανείων ή κατά τα γνωστά «μη νεωτερικά χρηματιστικά παράγωγα», τα οποία κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες χάνουν την αξία τους και στη συνέχεια σπάνε ολόκληρες αλυσίδες πληρωμών. Ήδη κατά την εμπορευματική ανταλλαγή – ο διαχωρισμός αγοράς και πώλησης – εμπεριέχει την κερδοσκοπία. Ο παραγωγός δεν είναι ποτέ ασφαλής, αλλά μπορεί μόνο να ελπίζει, ότι το παραχθέν από αυτόν εμπόρευμα θα πουληθεί πραγματικά πάνω στην αγορά. Κατά τον Μαρξ, «η Πίστη επιτρέπει να κρατούν χωρισμένες την μια από την άλλη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τις πράξεις της αγοράς και της πούλησης και γι΄ αυτό χρησιμεύει σαν βάση της κερδοσκοπίας»[17]. Το δυναμικό της κρίσης είναι συνυφασμένο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και δεν μπορεί να εξαλειφθεί με ρυθμίσεις ή να προβλεφτεί από τους οίκους αξιολόγησης. Οι οίκοι είναι μια σύγχρονη μορφή σχέσεων συνυφασμένη με την ανασφάλεια του καπιταλισμού. Μια μορφή, την οποία προώθησε η ίδια η αστική πολιτική. Το «νεωτερικό» στον καπιταλισμό, είναι, ότι όλα τα μετατρέπει σε χρήμα. Αλλά ακριβώς, στη βάση της συστημικής ανασφάλειας και των κρισιακών φαινομένων, οι πληροφορίες ποτέ δεν θα είναι πλήρως ανθεκτικές. Γι’ αυτό και επειδή πολλές φορές έχουν κατηγορηθεί χωρίς επιτυχία, οι οίκοι αξιολόγησης επιμένουν ότι δίνουν απλά μόνο μια άποψη. Για το λόγο αυτό και κάθε προσπάθεια να κατηγορηθούν για τις εκτιμήσεις και προγνώσεις τους θα πέφτει στο κενό. Το να καθίστανται υπεύθυνοι, αυτό θα σήμαινε την κατάργησή τους. Αλλά ακόμη και τότε η επιτυχία θα ήταν μικρή επειδή οι οίκοι αξιολόγησης δεν αλλάζουν τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού. Και φυσικά δεν πρόκειται να αλλάξει επίσης τίποτα, είτε οι οίκοι είναι περισσότεροι, είτε υπάρχει ένας ή και κανένας ευρωπαϊκός οίκος αξιολόγησης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[13] Der Spiegel, 18/2010, σ. 66

[14] Neue Zürcher Zeitung, 19.8.2010

[15]Handelsblatt, 11.6.2010

[16]Erster Anleger klagt in Deutschland gegen Ratingagentur, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 8.6.2010

[17]Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3ος, σ. 550, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1978

ΠΗΓΕΣ

Εποχή, ISKRA, Ριζοσπάστης, el.wikipedia.org, Das Blättchen, Die Zeit, Die Welt, Der Spiegel, Frankfurter Allgemeine Zeitung, Financial Times Deutschland, Freitag, Handelsblatt, junge Welt, jungle World, Neue Zürcher Zeitung, Neues Deutschland, Süddeutsche Zeitung, taz.die tageszeitung, WOZ, de.wikipedia.org

 

ΠΗΓΗ: 23 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/168039

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.