Οίκοι Αξιολόγησης ΙΙΙ

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ

Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι οίκοι αξιολόγησης;

Μήπως όμως οι οίκοι αξιολόγησης είναι ανεξάρτητοι, όπως ισχυρίζονται; Η απάντηση εξαρτάται απ’ το τιθέμενο ερώτημα: Ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες; Το ερώτημα αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί ακόμη και από κείνους που κάνουν κριτική στο σημερινό χρηματιστικό σύστημα. Απ’ τους υποστηρικτές του συστήματος το γεγονός αυτό αποκρύπτεται συνειδητά. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στα γεγονότα, προσθέτοντας μερικά νέα στοιχεία σ’ αυτά που έχουμε ήδη παραθέσει. Τα επιπρόσθετα αυτά στοιχεία κρίνουμε ότι είναι αναγκαία, διότι έτσι γίνεται περισσότερο κατανοητή η έκταση του προβλήματος, ή διαφορετικά ειπωμένο: Η μπόχα που αναδύεται απ’ τη διαφθορά και την σήψη του καπιταλισμού.

Θα ξεκινήσουμε με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P). Ο οίκος αυτός ιδρύεται το 1941 με τον τίτλο «Οίκος για πληροφορίες στα χρηματιστικά». Το 1966 αγοράζεται απ’ τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο των ΗΠΑ McGraw Hill, ο οποίος ήταν ειδικευμένος στα οικονομικά ΜΜΕ, και ενσωματώνεται στο δίκτυο των μεγαλύτερων θεσμικών κερδοσκόπων του κόσμου και της Wall Street (Blackrock, Capital World Investors, Fidelity, Vanguard, State Street, Morgan Stanley). Η S&P αναλαμβάνει παραπέρα λειτουργίες στο χρηματιστικό σύστημα και επιπρόσθετους επιχειρησιακούς τομείς. Απ’ το 1957 η S&P δημοσιεύει το μεγαλύτερο δείκτη μετοχών S&P 500. Σήμερα – μέσα σε χρόνο ρεκόρ 15 δευτερολέπτων – απεικονίζεται η εξέλιξη των μετοχών των 500 σημαντικότερων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ. Το 1964 η SEC, η οποία επιτηρεί το χρηματιστήριο, αφήνει τον δικό της δείκτη, τον οποίο παραλαμβάνει η S&P ως δείκτη S&P. Ο δείκτης αυτός δεν περιλαμβάνει το αποτέλεσμα των επιχειρήσεων (προϊόντα, τιμές, τζίρο, θέσεις εργασίας, μισθούς και ημερομίσθια), αλλά την μεμονωμένη παραπέρα εξέλιξη της μετοχής. Απ’ το 1983 ο δείκτης αυτός αποτελεί τη βάση για το κερδοσκοπικό εμπόριο των τραπεζών, τον μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων με δείκτη επιλογής (στοιχήματα σχετικά με την εξέλιξη της πορείας του δείκτη). Και οι 500 επιχειρήσεις αυτού του ενδογαμικού κλαμπ είναι πελάτες της S&P και των άλλων οίκων αξιολόγησης, περισσότερο απ’ το 40% των επιχειρήσεων είναι χρηματιστές. Ταυτόχρονα η S&P διαχειρίζεται έναν μεγάλο αριθμό τέτοιου είδους δεικτών, όπως, την εξέλιξη του δείκτη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και πολυεθνικών (S&P MidCaP 400, S&P SmallCap 600, S&P Global 1200), τις επενδύσεις του ταμείου υποδομών ή τις τιμές των πρώτων υλών (δείκτης World Commodity), που έχουν ως βάση την κερδοσκοπία.

Η S&P συνεργάζεται στενά με τις κυβερνήσεις, αν όμως κριθεί αναγκαίο τότε στρέφεται και εναντίον τους. Έτσι για παράδειγμα ο Harold Mc Graw, διευθυντής της McGraw Hill, υπήρξε σύμβουλος του προέδρου Μπους (του νεότερου)[5]. Όταν η κυβέρνηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα το 2010 έκφρασε τη θέληση να περιορίσει την κερδοσκοπία με τις πρώτες ύλες, η S&P βοήθησε τους επενδυτές να παρακάμψουν τους κανόνες της νέας αγοράς. Σύμφωνα μ’ αυτούς τους κανόνες, δεν επιτρέπεται η κερδοσκοπία με τις πρώτες ύλες, οι οποίες εξορύσσονται/παράγονται στις ΗΠΑ. Έτσι στο νέο δείκτη World Commodity της S&P δεν περιλαμβάνονται πλέον οι πρώτες ύλες των ΗΠΑ, αλλά το πετρέλαιο της βόρειας θάλασσας μπρεντ και βαριά μέταλλα, καθώς και τα εμπορεύματα ζάχαρη, κακάο, και καφές, που είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. «Οι επενδυτές θέλουν να δραστηριοποιηθούν στις πρώτες ύλες», ισχυρίζεται ο οίκος S&P[6].

Ας δούμε τώρα τον δεύτερο κατά σειρά (σε σημασία) οίκο αξιολόγησης: τον Moody’s. Ο οίκος αυτός ναι μεν δεν συγκρίνεται με το κοντσέρν S&P, όμως κατά τα άλλα είναι δομημένος με το ίδιο καλούπι. Δραστηριοποιείται σε χρηματιστικές οάσεις (Delaware, Virgin Islands) και δεν αξιολογεί μόνο τράπεζες, διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και κράτη, αλλά πουλά επίσης σ’ αυτούς μια πληθώρα από έρευνες και υπηρεσίες συμβουλών. Οι ιδιοκτήτες είναι εν μέρει οι ίδιοι όπως και κατά τον S&P: Capital World Investors, Fidelity, Vanguard Group, State Street και η τράπεζα επενδύσεων Morgan Stanley. Βασικοί ιδιοκτήτες είναι ο κερδοσκόπος και δισεκατομμυριούχος Warren Buffet. Η Moody’s ήταν ο πρωτοπόρος κατά την αποφασιστική αλλαγή, η οποία εισήγαγε την φάση διαφθοράς των οίκων αξιολόγησης: Απ’ το 1970 ο οίκος αυτός δεν κάνει πλέον τις αξιολογήσεις του κατ’ εντολή των επενδυτών, αλλά εκείνων που εκδίδουν τα αξιόγραφα και απαιτεί την πληρωμή από αυτούς. Μέχρι αυτού του σημείου η έννοια «Investor Service», η οποία κοσμεί ακόμη και σήμερα το επίσημο όνομα των οίκων αξιολόγησης όπως η S&P, δεν αποτελεί παρά απάτη.

Ας ρίξουμε, τέλος, μια ματιά στον τρίτο οίκο αξιολόγησης, στον οίκο Fitch. Σ΄ αυτόν οι σχέσεις, κατά κάποιο τρόπο, είναι διαφορετικές: Ο οίκος αυτός ανήκει στο γαλλικό μεγάλο κεφάλαιο, που όμως συνδέεται με τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα είναι στενά συνδεδεμένος με την πολιτική και διοικητική ελίτ της Γαλλίας. Ο Fitch ανήκει στο γαλλικό κοντσέρν Fimalac, το οποίο ιδρύθηκε το 1991 απ’ τον Marc Ladreit de Lacharriere, απόφοιτο του Ecole National d’ Administration Ο Lacharriere ηγείται ακόμη και σήμερα του οικογενειακού κοντσέρν με το 74% των μετοχών και το 87% των ψήφων.

Ο Lacharriere μέχρι το 1991 ήταν αντιπρόεδρος του γνωστού κοντσέρν Λορεάλ, ενώ σήμερα είναι μέλος στα συμβούλια επιτήρησης και γνωμοδοτικών επιτροπών της γαλλικής κεντρικής τράπεζας, της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενώ/Νισάν, της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Casino Guichard Perrachon, του τηλεοπτικού κοντσέρν Canal Plus και της Λορεάλ, ενώ ταυτόχρονα προεδρεύει στο ίδρυμα της κύριας κληρονόμου της Λορεάλ και χρηματοδότη του Σαρκοζύ, Λιλιάν Μπετανκούρ. Για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος του γαλλικού τμήματος της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ[7]. Με τους American Friends of the Louvre και τα Γαλλικά Μουσεία, προσπαθεί να διεθνοποιήσει τη γαλλική υψηλή κουλτούρα (π.χ. αναπαραγωγή του μουσείου του Λούβρου στο Αμπού Ντάμπι).

Η Veronique Morali μεταπήδησε απ’ την κρατική επιτροπή επιθεώρησης για τα χρηματιστικά (Inspection Generale for Finances) στην Fimalac. Σήμερα δραστηριοποιείται στη διοίκηση του οίκου Fitch, όπως επίσης και στο συμβούλιο επιτήρησης της γαλλικής τράπεζας επενδύσεων Ρότσιλντ και της Κόκα Κόλα στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Ίδρυσε την Ένωση Γυναικών σε διευθυντικές θέσεις, Terrafemina. Το 2009 κλήθηκε μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέν Ζιπέ και τον Μισέλ Ροκάρ στην κυβερνητική επιτροπή, να κάνει προτάσεις για τα μελλοντικά κρατικά ομόλογα.

Η Fimalac έχει την πλειοψηφία των μετοχών στην Fitch Group, ενώ μια μειοψηφία ανήκει στο κοντσέρν Hearst που δραστηριοποιείται σε ζητήματα που αφορούν στην ψυχαγωγία. Μέχρι αυτού του σημείου, η μεγαλοαστική γαλλική οικογενειακή επιχείρηση Fimalac και το κοντσέρν των ΗΠΑ, αλληλοσυμπληρώνονται ως ιδιαίτερα αδιαφανείς επιχειρήσεις. Δίπλα στον μεγαλομέτοχο Hearst, παίζουν στην Fimalac διάφοροι παράγοντες της Wall Street έναν υποδεέστερο ρόλο. Σημαντικές είναι οι γαλλικές τράπεζες επενδύσεων (Ρότσιλντ, Lazard, Freres) και τα γαλλικά κοντσέρν (Ρενώ/Νισάν, Casino, Fremapi, EDF, Veolia), που όμως εδώ και πολύ καιρό ανήκουν στους διεθνείς επενδυτές.

Οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά μέρος των κοντσέρν και χρηματιστικών δικτύων. Οι οίκοι δεν αξιολογούν μόνο δάνεια και χρηματιστικά προϊόντα, αλλά πουλούν επίσης στις ίδιες επιχειρήσεις και πολλές υπηρεσίες συμβουλών. Ενεργοποιούνται ως λόμπυ για δομικές χρηματοδοτήσεις και αποτελούν τμήμα του χρηματιστικού συστήματος που αποκλειστικό στόχο του έχει το ιδιωτικό κέρδος.

Σε ό,τι αφορά στους ιδιοκτήτες των οίκων αξιολόγησης, εδώ επικρατούν οι μεγαλύτεροι διαχειριστές περιουσίας, θεσμικοί επενδυτές και κερδοσκόποι του κόσμου. Οι ιδιοκτήτες των οίκων αξιολόγησης και οι επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύονται στο συμβούλιο επιτήρησης, ανήκουν σ’ αυτούς οι οποίοι εκδίδουν οι ίδιοι τα αξιόγραφα και εξαρτώνται απ’ τη βαθμολόγηση των οίκων. Η αδιαφάνεια και η μυστικότητα μαζί με την επεκτατική χρήση των χρηματιστικών οάσεων, καθώς και τις κενές περιεχομένου εκθέσεις που παρουσιάζουν, ανήκουν στη βασική πρακτική τους: Οι οίκοι έχουν την νομική έδρα τους στο Delaware, στα Virgin Islands κ.ο.κ. – ακριβώς όπως και η αξιολόγηση των δομικών χρηματιστικών προϊόντων.

 

Μετά από μας ο κατακλυσμός

 

Οι οίκοι αξιολόγησης βρίσκονται απ’ την μεριά εκείνων οι οποίοι δίνουν τις πιστώσεις, εκδίδουν τα αξιόγραφα και πουλούν επενδυτικά προϊόντα. Κατ’ εντολή των τραπεζών και άλλων που ασχολούνται με τα χρηματιστικά, προβαίνουν ουσιαστικά στις αξιολογήσεις, πληρώνονται κυρίως από αυτούς, και από αυτούς προέρχονται οι περισσότερες παραγγελίες.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός βασίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό πάνω στις πιστώσεις και στα «δομικά» χρηματιστικά προϊόντα, δηλ. υποθήκες και άλλα παραγωγικά και καταναλωτικά δάνεια, Collateral Debt Obligations (CDO), Collateral Loan Obligations (CLO), Asset Backet Securities (ABS), Residential Mortgage Backed Securities (RMBS) και άλλα παρόμοια. Καταναλωτές, επιχειρήσεις, κράτη, αλλά και οι ίδιες οι τράπεζες παραμένουν εν ζωή με τη βοήθεια ενός παραπέρα περιστρεφόμενου σπιράλ. Το αν τα δάνεια και τα πιστωτικά προϊόντα βλάπτουν ή ωφελούν την οικονομία μιας χώρας, το αν παράγονται προϊόντα που έχουν νόημα, το αν δημιουργούνται θέσεις εργασίας και επαρκές εισόδημα για τους μισθωτούς ή όχι, το αν τα κράτη φτωχαίνουν ή όχι, όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν τους πιστωτές και τους πωλητές των χρηματιστικών προϊόντων. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πιστοληπτική ικανότητα, η ικανότητα των πιστοληπτών και των αγοραστών να μπορούν να πληρώνουν τις πιστώσεις και να ανταποκρίνονται στην αγοραστική τιμή των χρηματιστικών προϊόντων ακόμη κι αν κηρύξουν πτώχευση οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές αλλά και τα ίδια τα κράτη.

Γι’ αυτό η αξιολόγηση, λογικά, απ’ την αρχική της ακόμη φάση, βρίσκεται σε μια αλληλοσυσχέτιση με απαλλοτριώσεις και μεταβίβαση ξένης ιδιοκτησίας στην ιδιοκτησία των πιστωτών και των πωλητών. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, η οποία στηρίζεται πάνω στους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί στο τραπεζικό περιβάλλον και στα κρατικά μέτρα και τους νόμους, έχουν σαν συνέπεια την χειροτέρευση των πιστωτικών συνθηκών και την αύξηση των τόκων. Ο πιστολήπτης – ανεξάρτητα απ’ το αν είναι κράτος, ιδιωτική επιχείρηση ή καταναλωτής – πρέπει να πουλήσει ιδιοκτησία, να μειώσει το εισόδημά του (ιδιωτικοποιήσεις, υψηλότεροι φόροι και υψηλότερες τιμές στα προϊόντα).

***

Εξαιτίας της καλής βαθμολόγησης που είχαν δώσει οι οίκοι αξιολόγησης για άχρηστα, στην ουσία, χαρτιά, ρωτήθηκε ο Deven Sharma, διευθυντής της S&P: Δεν θα ήταν καλύτερα να αναθέτουν και να πληρώνουν οι πιστολήπτες και οι αγοραστές τους οίκους και όχι οι πιστωτές και οι πωλητές; Και ο Sharma απάντησε: «Όχι. Επειδή εμείς έχουμε πρόσβαση σε ανεπίσημες πληροφορίες, όταν ενεργούμε κατ’ εντολή εκείνων που εκδίδουν τα αξιόγραφα»[8]. Ο Sharma έτσι παραδέχτηκε την μεγάλη αδιαφάνεια και την μυστικότητα η οποία αποτυπώνεται σ’ αυτή τη συνενοχή.

Τα «δομικά χρηματιστικά προϊόντα» απ’ το 2000 αποτέλεσαν τον γρηγορότερο αναπτυσσόμενο τομέα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Έτσι μεταξύ του 2002 και του 2007, οι οίκοι κέρδισαν τρεις φορές περισσότερα απ’ ό,τι με την αξιολόγηση ομολόγων των επιχειρήσεων. Εκδώσαν την καλύτερη βαθμολόγηση σε προϊόντα της Wall Street στο ύψος των 3,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, από αυτά, τα 435 δισεκατομμύρια σε υποθηκευμένα ακίνητα. Οι οίκοι εκδώσαν γι’ αυτό αντιστοίχως πολλές χιλιάδες πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Μια αξιολόγηση κοστίζει από 30.000 έως 120.000 δολάρια ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα οι οίκοι δραστηριοποιούνται ως λόμπυ, για να εξαναγκάσουν σε πολλά κράτη τις κυβερνήσεις τους να προωθήσουν τις πιστοποιήσεις και άλλα δομικά χρηματιστικά προϊόντα. Τράπεζες επενδύσεων όπως η Morgan Stanley, η Lehman Brothers, η United Bank of Switzerland και η Deutsche Bank, δεν θα ήταν σε θέση να πουλήσουν τα παλιόχαρτά τους χωρίς τη σφραγίδα των οίκων αξιολόγησης. Θεσμικοί επενδυτές, όπως και διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, εξαναγκάζονται νομικά ή με βάση τους εσωτερικούς κανονισμούς τους, να εξαρτήσουν την αγορά ομολόγων/μετοχών απ’ τη σφραγίδα «investment grade».

 

Σύγχρονα ρομπότ και καπιταλιστικό κέρδος

 

Η ακροαματική διαδικασία στην Permanent Subcommittee on Investigations της Γερουσίας των ΗΠΑ (Διαρκής Εξεταστική Επιτροπή για Χρηματιστικά Ζητήματα) σχετικά με το ρόλο των οίκων αξιολόγησης, έδειξε, ότι αυτοί δεν είναι σε θέση να κρατήσουν ούτε τα δικά τους στάνταρ. Η εμπλοκή τους με τους εκδότες αξιόγραφων και η ιδιωτική-καπιταλιστική μορφή της επιχείρησής τους, οδήγησε, στο να ελέγχουν τόσο λιγότερο, όσο περισσότερο αυτό είναι αναγκαίο. Τα δομικά χρηματιστικά προϊόντα, γίνονται όλο και πιο πολυάριθμα και περίπλοκα, οι οίκοι όμως δεν τοποθετούν το ανάλογο προσωπικό, αλλά παράγουν μαζικά επιθυμητές αξιολογήσεις. Οι προϊστάμενοι απειλούν τους αναλυτές τους: Ελέγχεις με μεγάλη ακρίβεια! Σταμάτα, διαφορετικά θα χάσουμε τους πελάτες μας στον ανταγωνισμό! Οι αναλυτές απειλούνται και παρενοχλούνται. Όταν για παράδειγμα η Goldman Sachs, η Lehman και η UBS διαμαρτυρήθηκαν για τις ερωτήσεις ενός αναλυτή, ο αναλυτής αντικαταστάθηκε αμέσως. Για την αξιολόγηση μιας δέσμης υποθηκών, δεν τοποθετούνται δύο αναλυτές όπως γινόταν παλιότερα, αλλά μόνο ένας. Αυτός πρέπει να επεξεργαστεί τώρα 40 έως 60 ντοκουμέντα σε διάστημα μερικών ημερών και να συντάξει μια αξιολόγηση περίπου 280 σελίδων. «Πάνω απ’ όλα η ικανοποίηση του πελάτη». Έτσι αυξήθηκε το μερίδιο της αγοράς των οίκων, ενώ η πορεία των μετοχών και η πιστοληπτική ικανότητα ωθήθηκε στα ύψη. Αυτό για παράδειγμα αναφέρει ο Richard Michalek, ο οποίος μέχρι την απόλυσή του τον Δεκέμβρη του 2007 ήταν Senior Credit Officer στη Moody’s [9].

Ο Eric Kolchinsky απολύθηκε επίσης από τη Moody’s επειδή υπέδειξε στους προϊσταμένους του μια απάτη κατά τα Collateralized Debt Obligations (CDOs). Δεν έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο τα κέρδη σ’ αυτόν τον τομέα – το πρώτο εξάμηνο του 2007 αυτά ανέρχονταν στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια[10]. Ο αναλυτής Mark Froeba της Moody’s ομολόγησε: κάποιοι συνεργάτες απειλήθηκαν, ενώ στις θέσεις τους τοποθετήθηκαν ως αναλυτές κάτοχοι απολυτηρίου κολλεγίων, οι οποίοι δεν έχουν άδεια παραμονής στη χώρα, ούτε πείρα και έτσι μπορούσαν να τους επηρεάσουν εύκολα [11]. Αυτό προώθησε το Rating-Hopping ή Rating-Shopping: Όταν μια τράπεζα δεν κατορθώνει να πάρει γρήγορα μια ευνοϊκή γι αυτήν αξιολόγηση, τότε απευθύνεται στον αμέσως επόμενο οίκο αξιολόγησης.

Κατά τη διάρκεια του έτους 2009, η Standard & Poor’s έκδωσε 850.000 πιστοληπτικές αξιολογήσεις, και μάλιστα από 1.300 αναλυτές. Αυτό σημαίνει, ότι κάθε ξεχωριστός αναλυτής, έπρεπε να κάνει σε ένα έτος 65 αξιολογήσεις ενός περίπλοκου χρηματιστικού προϊόντος – για παράδειγμα, του ομολόγου ενός μεγάλου κοντσέρν του μεγέθους της General Motors, ενός κράτους ή μιας δέσμης περίπου 30.000 πιστώσεων από υποθήκες. Ο Frank Reiter, ο οποίος μέχρι το 2005 ήταν Managing Director στην S&P, ομολόγησε, ότι το μητρικό κοντσέρν McGraw Hill πίεζε ώστε να παρουσιαστούν εκθέσεις με κέρδη ενώ αρνούνταν την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού. Ένας άλλος υπάλληλος είπε: Με αξιολογήσεις χωρίς κανέναν ενδοιασμό και απάτες κατά την έκδοση των αξιόγραφων τροφοδοτήθηκε η χρηματιστική μηχανή.

Για κάποιους υπαλλήλους ήταν σαφές, ότι η πρακτική αυτή μπορούσε να συνεχιστεί παραπέρα χωρίς κανένα τέλος. Ένας απ’ αυτούς είπε: «Όταν ρώτησα ακριβώς έναν τραπεζικό επενδυτή για κάποιο θέμα, αυτός μου απάντησε: IBG-YBG. Όταν τον ρώτησα, τι σημαίνει αυτό, μου εξήγησε: I’ ll be gone, you’ ll be gone! – Σε κάποιο διάστημα θα έχω φύγει, σε κάποιο διάστημα θα έχεις φύγει! Με άλλα λόγια: Γιατί με βασανίζεις; Άσε να αποκτήσουμε όσο περισσότερα χρήματα γίνεται, και θα έχουμε φύγει προ πολλού, προτού καταρρεύσει η τραπουλόχαρτα» [12].

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

[5] Die Welt, 9.5.2010

[6] Financial Times Deutschland, 18.3.2010

[7] Διεθνές δίκτυο τραπεζών, πολιτικών, στρατιωτικών, αριστοκρατών, διευθυντικών στελεχών κοντσέρν και στελεχών απ΄ τα ΜΜΕ, οι οποίοι συνεδριάζουν και κρατούν τις αποφάσεις τους με άκρα μυστικότητα. Η ονομασία προέρχεται απ΄ το ξενοδοχείο Μπίλντερμπεργκ στο οποίο έγινε η πρώτη άτυπη ετήσια συνάντηση το 1954 μετά από πρόσκληση του πρίγκιπα Μπέρνχαρντ της Ολλανδίας.

[8] Handelsblatt, 6.7.2010

[9] Carl Levin, Chairman, Opening Statement, Permanent Subcommittee on Investigations, U.S.-Senate, (βλέπε: Statement of Richard Michalek), 23.4.2010

[10] ό.ε. Statement of Eric Kolchinsky

[11] Kultur der Angst, Financial Times Deutschland, 5.6.2010

 

ΠΗΓΗ: 23 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/168039

 

 Συνέχεια στο τελευταίο Μέρος IV

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.