Οίκοι Αξιολόγησης Ι

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος Ι

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Αντί προλόγου

Τα τελευταία χρόνια έχουν εισβάλει στη ζωή μας διάφορες οικονομικές έννοιες, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με αυτό που ο Μαρξ ονόμασε πλασματικό κεφάλαιο. Ζητήματα που αφορούν κυρίως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον καπιταλισμό. Ένα απ’ τα ζητήματα που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι και οι οίκοι αξιολόγησης. Κάποιοι στο άκουσμα αυτών των λέξεων αισθάνονται δέος και αμηχανία, ενώ κάποιοι άλλοι θυμό. Απ’ την ανάλυση που ακολουθεί θα φανεί, ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν ούτε τη δύναμη που τους αποδίδεται, αλλά ούτε και τα κράτη είναι απλά «θύματα» αυτών. Πολύ περισσότερο, η ίδια η αστική πολιτική είναι αυτή που μετέτρεψε συνειδητά τους οίκους, εν μέρει, σε τμήμα της χρηματοπιστωτικής διευθέτησης του σύγχρονου καπιταλισμού.

Είναι ακόμη γνωστό, ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν εκδώσει τα πιο άχρηστα κερδοσκοπικά προϊόντα των τραπεζικών επενδύσεων με την καλύτερη βαθμολογία. Στα ίδια τα κοντσέρν και τις τράπεζες απένειμαν μέχρι πρόσφατα την καλύτερη βαθμολογία αξιολόγησης αποκρύπτοντας την επικείμενη χρεωκοπία, συμβάλλοντας στον πλουτισμό εκείνων που γνώριζαν την κατάσταση από τα μέσα, όπως στην περίπτωση της Enron, της Lehman Brothers και της Hypo Real Estate, προκαλώντας απώλειες σε εργαζόμενους (ανεργία) και στους μικρούς καταθέτες. Για ποιο λόγο όμως συνεχίζουν να εξαρτώνται από ένα τέτοιο σύστημα, όχι μόνο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά και τα κράτη; Γιατί δεν τους καταργούν;

Τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν είναι πολλά. Στο κείμενο που ακολουθεί κάνουμε μια προσπάθεια προσέγγισης αυτού του θέματος, ξεκινώντας με μια σύντομη ιστορική αναδρομή, – σημαντική κατά τη γνώμη μας -, διότι μέσα απ’ αυτή θα δούμε τις ρίζες του ζητήματος, αλλά και την όλη πορεία που διέτρεξαν οι οίκοι αξιολόγησης έως τώρα, τις διάφορες τομές που επήλθαν στον τρόπο λειτουργίας τους, μια πορεία η οποία συνεχίζεται με διάφορες αλλαγές μέχρι σήμερα. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά.

 

Ιστορική αναδρομή

 

Οι οίκοι αξιολόγησης μπορεί να βρίσκονται στο φως της δημοσιότητας εδώ και μερικά χρόνια, πίσω τους όμως έχουν μια μακρά ιστορία. Το ιστορικό αφετηριακό τους σημείο βρίσκεται στην χρονική περίοδο κατασκευής και επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου των ΗΠΑ.

Το πόσο σημαντικός ήταν ο σιδηρόδρομος, αυτό φάνηκε κυρίως κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο του 1861-1865. Αυτό το νέο μέσο συγκοινωνίας, έκανε δυνατή τη γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων και υλικού. Αλλά και για το κεφάλαιο αυξήθηκε η σημασία αυτού του μέσου λόγω της επιτάχυνσης της περιστροφής του, καθώς και γιατί συμπεριλήφθησαν στο πεδίο δράσης του νέες αγορές. Η κατασκευή όμως των σιδηροδρόμων για τους ξεχωριστούς καπιταλιστές δεν ήταν δυνατό να χρηματοδοτηθεί – ακόμη κι αν υπήρχε η κρατική υποστήριξη. Για το λόγο αυτό χρηματοδοτήθηκαν μεγάλα προγράμματα, όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο (καθώς επίσης μεταλλεία, η κατασκευή διωρύγων, πλοίων κ.ά.) μέσω μετοχών ή πιστώσεων. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατή η κινητοποίηση μεγάλων συσσωρευμένων κεφαλαίων. Τα αξιόγραφα που εκδίδονταν γι’ αυτό το σκοπό, ήταν ταυτόχρονα τόσο επιθυμητά ως επενδύσεις όσο επίσης και ιδεατά για κερδοσκοπία και απάτες – τα όρια την περίοδο αυτή ήταν ρευστά. Η πρώτη μεγάλη «απάτη στους σιδηροδρόμους» έλαβε χώρα το 1844/45 στην Αγγλία. Η κερδοσκοπία επίσης που αφορούσε στις τιμές του σιδήρου συνδεόταν στενά με την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου. Μέχρι αυτού του σημείου η κερδοσκοπία με τις πρώτες ύλες δεν είναι κάτι καινούργιο.

Την περίοδο αυτή για το κεφάλαιο υπήρχαν σημαντικές δυσκολίες που αφορούσαν σε μεγάλες (και μακροπρόθεσμες) επενδύσεις. Τέλος, δεν έπρεπε να εξεταστεί μόνο για το αν τα προσφερόμενα σχέδια (projects) ήταν αξιόπιστα και ασφαλή, αλλά επίσης για το αν εγγυούνταν επιτυχία και κέρδος. Όλα αυτά συνέβαιναν κάτω από συνθήκες μιας αργής, δύσκολης και δαπανηρής επικοινωνίας. Πρώτα το 1866 έγινε δυνατή μια διαρκής σύνδεση μέσω τηλέγραφου μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Οι γρήγορες «πληροφορίες για την αγορά» αποτέλεσαν επομένως ένα σπάνιο και επιθυμητό αγαθό, το οποίο μετατράπηκε σταδιακά σε εμπόρευμα.

Απ΄ τα μέσα της δεκαετίας του 1850 ιδρύθηκαν τα πρώτα περιοδικά, τα οποία έδιναν πληροφορίες γύρω απ΄ τις αγορές, τα δρώντα πρόσωπα και τα σχέδια των σιδηροδρόμων: Το περιοδικό Poor’s American Railroad Journal εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1850, ενώ το Poor’s έκδωσε το πρώτο εγχειρίδιο για το σιδηροδρομικό δίκτυο των ΗΠΑ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 το περιοδικό είχε ήδη 5.000 συνδρομητές. Αλλά και το 1909 το ιδρυθέν πρακτορείο Moody’s, τα πρώτα χρόνια είχε εξειδικευτεί στην αξιολόγηση δανείων για σιδηροδρόμους. Την ίδια χρονική περίοδο δημιουργήθηκαν επίσης και άλλες μορφές διάδοσης πληροφοριών, όπως το πρακτορείο Ρόιτερ (1851). Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν άλλαξαν οι βάσεις: κυρίως λόγω της ταχύτερης μετάδοσης πληροφοριών μέσω της τηλεγραφίας καθώς και άλλων τεχνικών έγιναν δυσκολότερες οι μεγάλες «απάτες».

Ιστορικά, μπορεί να γίνει χοντρικά ένας διαχωρισμός σε τρεις φάσεις. Μέχρι το 1933 ιδρύθηκαν τα πιο πάνω πρακτορεία, αλλά και άλλοι οίκοι αξιολόγησης. Αυτοί όμως οι οίκοι εργάζονταν με βάση ένα διαφορετικό επιχειρησιακό μοντέλο απ’ ό,τι σήμερα, χωρίς να είναι ακόμη αναγνωρισμένοι απ’ την αστική πολιτική σαν υπολογίσιμοι παράγοντες πάνω στην αγορά, ενώ δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβηκε μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, από το 1929.

Η δεύτερη φάση αρχίζει απ’ το 1933 και φθάνει μέχρι τη δεκαετία του 1970. Είναι γνωστό, ότι σαν συνέπεια της κρίσης, γεννήθηκε το λεγόμενο αμερικάνικο «New Deal», σπανίως όμως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, ότι την περίοδο αυτή ιδρύεται το πρώτο ίδρυμα που σκοπό έχει την επιτήρηση του χρηματιστηρίου, συγκεκριμένα η «Security Exchange Commission» (SEC), το 1934, σαν αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού κραχ το 1929. Στο διάστημα αυτό αρχίζει η «πολιτική» άνοδος των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι κατοχύρωσαν το δικαίωμα από την SEC να έχουν ως νέο τους καθήκον, να κάνουν τη διαφοροποίηση μεταξύ ασφαλούς («investment grade») και κερδοσκοπικής («non investment grade») χρηματιστικής επένδυσης για τους επενδυτές. Οι πολιτικοί πίστευαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα εμποδίζονταν μια νέα χρηματιστική/οικονομική κρίση.

Η τρίτη φάση αρχίζει με τον νεοφιλελευθερισμό, μέσω της πολιτικής του οποίου οι οίκοι αξιολόγησης μαζί με τις χρηματιστικές αγορές κερδίζουν έδαφος. Τη δύναμή τους όμως δεν την απέκτησαν από μόνοι τους, αλλά επειδή έτσι ήθελε η αστική κρατική πολιτική. Η αρχή αυτής της φάσης συνοδευόταν από ένα προτσές συγκέντρωσης και από ένα αλλαγμένο επιχειρησιακό μοντέλο των οίκων. Σε μια μυστική διαδικασία δόθηκε απ’ την SEC άδεια μόνο για επτά οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι σε μικρό χρονικό διάστημα συγχωνεύτηκαν σε τρεις – έτσι γεννήθηκαν κλασικά μονοπώλια. Ταυτόχρονα απ’ τη δεκαετία του 1970 οι οίκοι αξιολόγησης ελέγχονται όλο και λιγότερο απ’ την SEC. Σημαντικό όμως ήταν επίσης και το νέο επιχειρησιακό μοντέλο. Ενόσω οι οίκοι μέχρι τότε κατανοούσαν την δραστηριότητά τους σαν εργασία/απόδοση για τους επενδυτές, δηλ. πληρώνονταν από αυτούς για αναλύσεις και αξιολογήσεις, από τώρα και στο εξής, ζητούσαν χρήματα και από τους εκδότες των αξιόγραφων – μια έκφραση για την αυξανόμενη σημασία που απέκτησαν οι χρηματιστικές αγορές, καθώς και την αυξανόμενη μάζα σε αξιόγραφα διαφορετικού και πιο περίπλοκου είδους. Παραπέρα, αυτό οφειλόταν επίσης στο γεγονός, ότι με την πολιτική των υψηλών τόκων που ακολουθούσαν οι τράπεζες απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς. Επιπλέον, το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο έβγαζε όλο και περισσότερα κέρδη απ’ τις επενδύσεις. Αυτό απ’ την άλλη είχε και σαν αποτέλεσμα να διογκωθεί ο κλάδος της προσφοράς υπηρεσιών σε χρηματιστικά ζητήματα. Το ποσοστό του στο συνολικό κέρδος όλων των μετοχικών εταιριών αυξήθηκε από 11% το έτος 1950 σε πάνω από 40% το 2001. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε μέσω της φιλελευθεροποίησης των χρηματαγορών, η οποία συνοδευόταν παράλληλα και από μια αύξηση των θεσμικών επενδυτών (π.χ. κλάδος ασφαλιστικών εταιριών, συνταξιοδοτικά ταμεία κ. ά.).

Για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, με την αύξηση της σημασίας των χρηματιστικών αγορών, αυξήθηκε ταυτόχρονα και η πίεση να αξιολογούνται τα αξιόγραφα. Το γεγονός έλλειψης πιστοληπτικής αξιολόγησης, μπορούσε να ληφθεί απ’ τους δυνητικούς επενδυτές ως μη επαρκής ασφάλεια.

Δίπλα στις μετοχές και στα αξιόγραφα με σταθερό επιτόκιο, αυξήθηκε η μάζα και η σημασία των παραγώγων, δηλ. αξιόγραφων τα οποία σχετίζονταν με μελλοντικές τιμές άλλων εμπορικών αγαθών ή αξιόγραφων. Παρομοίως, αυξήθηκε η μάζα και ο όγκος των δανείων τα οποία έπρεπε να πιστοποιηθούν εγγράφως. Κατά την έγγραφη πιστοποίηση δανείων «μαζεύονται» δανειακές σχέσεις σε ένα αξιόγραφο, το οποίο μπορεί να πουληθεί σε κάποιον τρίτο. Με τον τρόπο αυτό ο αγοραστής αποκτά το δικαίωμα για πληρωμή των τόκων. Η τράπεζα, η οποία αρχικά έχει δώσει το δάνειο σε έναν πελάτη, για παράδειγμα με τη μορφή ενός δανείου για κατοικία, εκποιεί έτσι όχι μόνο τα έσοδα από τους τόκους, αλλά και το ρίσκο που συνδέεται με τη δανειακή σχέση σε περίπτωση διακοπής της πληρωμής. Στη μορφή ενός αξιόγραφου το ρίσκο όμως αυτό δεν εξαφανίζεται, αλλά απλά μετατοπίζεται. Τώρα δεσμεύεται στον ισολογισμό μιας άλλης επιχείρησης. Ο υπολογισμός του ρίσκου και της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας αυτών των αξιόγραφων, έγινε δουλειά των οίκων αξιολόγησης.

 

Οι «τρεις μεγάλοι»

 

Παγκοσμίως υπάρχουν περίπου 150 οίκοι αξιολόγησης. Μολαταύτα μόνο τρεις απ’ αυτούς βρίσκονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας: Standard & Poor’s (S&P), Moody’s και Fitch, οι οποίοι καλύπτουν το 97% της αγοράς. Μόνο οι δυό πρώτοι κατέχουν από ένα μερίδιο 40% έκαστος, ενώ η Fitch κατέχει πάνω από το 15%.

 

Standard & Poor’s Ratings Services

 

Το 1916 ιδρύθηκε η Standard Statistics, η οποία το 1941 συγχωνεύτηκε με την Poor’s Publishing ιδρύοντας την Standard & Poor’s, η οποία με τη σειρά της αγοράστηκε απ΄ το κοντσέρν The McGraw Hill Companies. Στο κοντσέρν αυτό ανήκουν επιχειρήσεις των ΜΜΕ, οι οποίες ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται σαν λόμπυ: π.χ. Platts (βιομηχανία πετρελαίου, μετάλλου και ενέργειας), Dodge (οικοδομικές επιχειρήσεις), Appleton & Lange (ιατρική), Open University Press, J. D. Power (μάρκετινγκ, έρευνα καταναλωτών), Broadcasting (ειδήσεις, πολυάριθμοι τηλεοπτικοί σταθμοί).

Βασικοί ιδιοκτήτες: Capital World Investors, Rowe Price, Fidelity Investments, Vanguard Group, State Street, Oppenheimer Funds, Morgan Stanley, Washington Mutual Funds, Blackrock, Allianz Global Investors of America.

Οίκος αξιολόγησης S&P Rating Services: Μετοχική εταιρία, εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με νομική έδρα στη χρηματιστική όαση Delaware. Επιχειρησιακή έδρα στη Νέα Υόρκη, με γραφεία σε 23 κράτη και 8.000 απασχολούμενους. Απ’ το 1969 ηγείται στην Wall Street στο σύστημα καταχώρησης και ταυτοποίησης CUSIP (Committee for Uniform Security Identification Procedures), χωρίς το οποίο το τεράστιο καθημερινό παγκόσμιο εμπόριο χαρτιών θα ήταν αδύνατο. Το 1975 της μεταβιβάστηκαν υψηλά καθήκοντα απ’ την SEC. Αυτό το χρονικό διάστημα αξιολογεί ομόλογα και πιστώσεις της τάξης των 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων[1],  ενώ μόνο το έτος 2009 πούλησε συνολικά 850.000 πιστοληπτικές αξιολογήσεις[2].

 

Moody’s Investors Services

 

Ο οίκος αυτός ανήκει στο κοντσέρν Moody’s Corporation, μετοχική εταιρία εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ιδρύθηκε το 1909 με σκοπό να συμβουλεύει τους αγοραστές των ομολόγων για τους σιδηροδρόμους. Η νομική έδρα του βρίσκεται στην χρηματιστική όαση Delaware. Η επιχειρησιακή έδρα του είναι στη Νέα Υόρκη. Έχει 12 θυγατρικές εταιρίες στις ΗΠΑ για διάφορες υπηρεσίες συμβουλών και πληροφοριών, όλες με νομική έδρα στο Delaware. Επίσης, σ’ αυτήν ανήκουν 74 επιχειρήσεις σε άλλα κράτη, όπως στο Ισραήλ, στην Νότιο Αφρική, στην Ινδονησία και στο Ντουμπάι. Στο παράρτημά της στη Γερμανία απασχολούνται αυτή την περίοδο 4.000 εργαζόμενοι.

Το έτος 2009 αξιολόγησε 12.000 ιδιωτικές επιχειρήσεις, 25.000 δημόσιες επιχειρήσεις και μονάδες, 110 κράτη και 106.000 δομικά χρηματιστικά προϊόντα [3]. Παράλληλα προσφέρει συμβουλές στο μάνατζμεντ ρίσκου για τους εκδότες των αξιόγραφων, και τελευταία επίσης για τις ασφαλιστικές εταιρίες και τα κράτη. Στις ΗΠΑ και στα άλλα κράτη δραστηριοποιείται επίσης ως λομπίστας.

Βασικοί ιδιοκτήτες: (με αυτή τη σειρά) Berkshire Hathaway (Warren Buffett), Capital Research Global Investors, Capital World Investors, Fidelity Investments, Davis Selected Advisors, Morgan Stanley, Vanguard Group, State Street, Invesco Limited, Wellington Management, American FDS Insurance Growth Income.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

[1] Handelsblatt 6.7.2010 (συνέντευξη του Deven Sharma)

[2] The McGraw Hill Companies Annual Report 2009, σ. 18

[3] Moody’s Annual Report 2009, σ. 7

 

ΠΗΓΗ: 19 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/167172

 

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.