Απ-ανθρωποποίηση;

Απ-ανθρωποποίηση;

Η «μεγάλη επανεκκίνηση» και το παιχνιδιάρικο «απο-»

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

Η γλώσσα είναι πράμα ανυπόταχτο. Έχει την κοίτη της, μα ταυτόχρονα έχει και δύναμη να ανοίγει νέες κοίτες προκειμένου να εκφράσει ζωντανά την ολοζώντανη ζωή και να την πηδαλιουχήσει (και τα δύο). Χαρακτηριστικά ανυπόταχτο είναι το «απο-» στην αρχή των λέξεων: άλλοτε εντείνει το νόημα της λέξης της οποίας προτάσσεται (όπως αποξένωση, αποσάθρωση), ενώ άλλοτε το ανατρέπει (όπως απασφάλιση, απάνθρωπος). Κανόνας που να υποχρεώνει το «απο-» να είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο, δεν υπάρχει. Μοιάζει με την ανοιχτωσιά της ζωής και την πολυσημία των ανθρώπινων επιλογών.

Απάνθρωπο λέμε αυτόν που απεμπολεί τη ανθρωπιά. Η λέξη χρησιμοποιείται με ηθική φόρτιση. Δηλώνει εκείνον που δεν νιώθει, που δεν πονά τον άλλον. Να πάλι μια ανυπόταχτη λέξη: άλλο το «πονάω (συμπονάω) τον άλλον», άλλο το «πονάω (προκαλώ πόνο σ)τον άλλον». Στην καθημερινή και λαϊκή χρήση της, λοιπόν, η ανθρωπιά (το να είσαι όντως άνθρωπος) δεν ορίζεται από την χημεία των συστατικών σου, αλλά από τη σχέση σου με αυτόν που βρίσκεται έξω από σένα. Με άλλα λόγια, άνθρωπος που έχει  υπέροχες απαντήσεις στις μικροβιολογικές του εξετάσεις, αλλά δεν αγαπά, δεν είναι όντως άνθρωπος.

Ωστόσο έχουν πλημμυρίσει τον χώρο του δημόσιου διαλόγου και απόψεις οι οποίες διαφορετικά ορίζουν την ανθρωπιά. Η ενίσχυση της ατομικής χημείας μέσω της τεχνολογίας, και το ξεπέρασμα της ηθικής κατανόησης της ανθρωπιάς, εμφανίζονται ως υπόσχεση για φτάσιμο σε κάτι που παρουσιάζεται ως αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ως ριζική επανεκκίνησή του. Ο λεγόμενος «μετανθρωπισμός», ο «υπερανθρωπισμός», η «αθανατοποίηση» (ιμορταλισμός) κ.λπ. ανήκουν (μ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους) σ’ αυτή την οπτική.

Μοιάζει με άλμα στην ελευθερία. Αλλά είναι; Οι αλγόριθμοι –λένε– του κυβερνοχώρου και των θηριωδών εταιριών διαμόρφωσής τους συγκεντρώνουν απίστευτο αριθμό δεδομένων, αριθμό που ο άνθρωπος είναι αδύνατον να κουμαντάρει. Οπότε, οι αλγόριθμοι ορίζουν με τον καλύτερο, πληρέστερο τρόπο τις αποφάσεις μας. Ιδού η αντίφαση και η σαγήνη: Ο άνθρωπος έχει πλέον στη διάθεσή του δυνατότητες που δεν θα τις έβαζε παλιότερα ο νους του, και όντως αυτό τον ελευθερώνει από κάποια δεσμά του χώρου και του χρόνου, ωστόσο η λήψη απόφασης γίνεται όλο και πιο καθορισμένη. Η διαφορά του ανθρώπου από την τεχνητή νοημοσύνη, λέει εύστοχα ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, βρίσκεται στο ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν εμπεριέχει πόνο [1]. Ο πόνος είναι σπουδαία παράμετρος της ανθρωπιάς. Πονάμε με τα διλήμματα, με τα σπαζοκεφαλιάσματα, με την πολύτιμη δυνατότητα να μετανιώνουμε. Υπ’ αυτή την έννοια, πονάμε όντας υποκείμενα και όχι αντικείμενα / πράγματα.

Ο ψηφιακός καπιταλισμός καμώνεται πως είναι ένα περιβάλλον ουδέτερο (ο χριστιανός αναρχικός Ζακ Ελλύλ μας έχει ειδοποιήσει από πολύν καιρό ότι κάτι τρέχει με το ότι οι άνθρωποι πλέον γεννιούνται μέσα στο τεχνολογικό σύστημα, όπως γεννιέται κανείς μέσα στο φυσικό περιβάλλον [2]). Ωστόσο, βεβαίως και δεν είναι ουδέτερο περιβάλλον ο ψηφιακός καπιταλισμός. Δεν υπάρχει ανθρώπινη στάση χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό και επιλογή. Ο ψηφιακός καπιταλισμός έχει και παραέχει ανθρωπολογία, κι αυτή είναι η αντικειμενο-ποίηση του ανθρώπου, πασπαλισμένη φυσικά με την υπόσχεση της κορυφαίας ανθρωποποίησης. Η εν λόγω αντικειμενο-ποίηση είναι διπλή: αφενός η θεώρηση των πάντων ως εμπορευμάτων προς εκμετάλλευση,  αφετέρου η μηχανοποίηση του εαυτού.

Η γοητευτική υπόσχεση του ψηφιακού καπιταλισμού είχε ακουστεί προ χιλιετιών μέσα στον παράδεισο. Ο διάβολος δεν έλεγε ψέματα στους ανθρώπους όταν τους ψιθύριζε «και ως θεοί έσεσθε». Τους έλεγε απλώς μισή αλήθεια, πράγμα χειρότερο. Γιατί την προκοπή του ανθρώπου την εμφάνιζε ως ζήτημα που αφορούσε όχι την αναμέτρηση ζωντανών υποκειμένων (Αδάμ, Εύας και Θεού), αλλά μια μηχανική – χημική διαδικασία: το χαπάκωμα του καρπού (μήλου ή ό,τι άλλου). Στη χριστιανική οπτική ο άνθρωπος καλείται σε πλήρη ανθρωποποίηση, αλλά μέσω ενός δρόμου ερωτικού: ο αγαπημένος / η αγαπημένη σού δίνει αυτά που δεν μπορεί να τα γεννήσει η ατομικότητά σου, όποιον χημικό πλούτο κι αν διαθέτει αυτή. Ο Άλλος / η Άλλη είναι το ανυπόταχτο, η έκπληξη. Αντίθετα, ο αλγόριθμος υπόσχεται τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά σε ένα σύμπαν απ’ όπου ξορκίζεται το ανυπόταχτο, η έκπληξη, η ελευθερία, ως μπελάς.

Ποιες δομές εξουσίας και ποια δίκτυα υποτέλειας εξυφαίνονται σε έναν κόσμο που αλλάζει; Εδώ είναι το κρίσιμο ερώτημα, και οι απαντήσεις δεν είναι ετοιμοπαράδοτες. Το μεγάλο κέρδος του ανθρώπου από την ικανότητά του να κατασκευάζει εργαλεία και τεχνολογία, είναι το να περιορίζει τις αγγαρείες, ώστε να αποκτά ελεύθερο χρόνο για να αφιερώνεται σε υπαρξιακά και πνευματικά ζητήματα. Αλλά ο ελεύθερος χρόνος χρειάζεται να είναι πραγματικά ελεύθερος. Όχι κενός που πρέπει να γεμίσει από όσα εξουσιάζουν το υπόλοιπο του χρόνου. Στο πλαίσιο του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικο-τεχνολογικού συστήματος, τα πράγματα πάνε προς τη λογική του γεμίσματος. Κι επιπλέον είναι πάρα πολύ σημαντικές εδώ οι διαστάσεις που παίρνει η γοητεία της εθελοδουλείας. Το να ξεφορτώνεται ο άνθρωπος το βάρος της ελευθερίας του είναι διαχρονικός πειρασμός. Η υποδούλωση μπορεί να γίνεται με τη βία του δυνάστη, σήμερα όμως γίνεται ως ελεύθερη επιλογή του δυναστευόμενου. Ο ίδιος ο άνθρωπος φραγγελώνει τον εαυτό του για να «αριστεύσει», να κορυφώσει τις επιτυχίες και τις επιδόσεις που του ζητά το σύστημα. Αυτό σηματοδοτεί την «κοινωνία της επίδοσης», η οποία, αντίθετα προς την γκροτέσκα «κοινωνία της πειθαρχίας», καθιστά την εθελοδουλεία μοδάτη!

Ο Μπιουγκ-Τσουλ Χαν επιμένει πολύ σ’ αυτά [3], και έχει τονίσει ότι η κλασική «βιοπολιτική», για την οποία είναι εμβληματικά τα έργα του Μισέλ Φουκώ, δεν αρκεί μονάχη της. Χρειαζόμαστε στοχασμό πάνω στην «ψυχοπολιτική». «Ψυχοπολιτική» σημαίνει πραγμάτωση του εξουσιαστικού ελέγχου μέσω της αυτάρεσκης αυτοέκθεσης των πολιτών στον κυβερνοχώρο – όχι σαν σε ένα πελώριο φόρουμ άμεσης δημοκρατίας (αυτό είναι η θετική δυναμική του κυβερνοχώρου), αλλά στο βασίλειο των αλγορίθμων που σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι το αφεντικό των αποφάσεών σου, τις οποίες αυτοί σου ετοιμάζουν βάσει των γούστων σου και των αγορών σου [4]. Αλλά και βάσει των ταξικών αποκλεισμών, τους οποίους αποδέχονται ως απαραίτητους οι δημιουργοί των λογαρίθμων, ώστε οι δυνατοί να δυναμώνουν και οι αδύναμοι να φεύγουν από το προσκήνιο. Το ζήτημα γαρ δεν ξεκινά από την εφαρμογή του αλγόριθμου, αλλά από τα κριτήρια της κατασκευής του.

Η τηλεοπτική σειρά Black Mirror έχει κατορθώσει να δραματοποιήσει πολλές σελίδες σοβαρών προσεγγίσεων αυτής της ναρκισσιστικής εθελοδουλείας. Ενδεικτικά ξεχωρίζω τα επεισόδια Nosedive (2016) και Hang the DJ (2017), αντίστοιχα για την κοινωνική καταξίωση (ή περιθωριοποίηση) βάσει των likes, και για την λογαριθμική (την δίχως τυχαιότητα και έκπληξη) «επιλογή» ερωτικού συντρόφου. Κοντολογίς, η «λογαριθμική» τακτοποίηση του ανθρώπου αναγγέλλει θριαμβικά τη βασιλεία της ομοιότητας, το εκπληκτικό ταίριασμα στα γούστα του ατόμου. Το συναπάντημα με το πραγματικά ξένο υπάρχει, αλλά ως ανεπιθύμητη διαταραχή. Έτσι το σύμπαν του κυβερνοχώρου είναι τόσο διεσταλμένο, κι όμως ταυτόχρονα τόσο ιδιωτικό! Αντίθετα, καταστατική αρχή του Ευαγγελίου είναι η συνάντηση με το πραγματικά ξένο. Όταν ρώτησαν τον Χριστό ποιος «είναι» ο κοντινός (ο πλησίον), αυτός τους απάντησε με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη: Ο κοντινός δεν «είναι», αλλά «γίνεται». Πρόκειται για εκείνον που βγαίνει από τον προγραμματισμένο δρόμο του (κάντε τον κόπο να διαβάσετε την παραβολή), ανοίγεται στην έκπληξη και αλλάζει το σύμπαν με την πράξη.

Η γνώμη μου είναι πως χρειαζόμαστε άμεσα ένα διαλογικό αντάμωμα στο χείλος ενός απύθμενου πηγαδιού. Αντάμωμα όσων δεν θα σκιαχτούν το βάθος, ούτε θα θελήσουν να ιδιοποιηθούν το πηγάδι. Θα μπορούσα να το πω διαλογικό αντάμωμα όσων βρίσκουν νόημα στον στοχασμό του Κορνήλιου Καστοριάδη. Κάθε άνθρωπος, έλεγε ο φιλόσοφος, είναι ένα απύθμενο πηγάδι, ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου [5], η δε αλαζονεία της επιστημονικότητας εκείνης η οποία παραθεωρεί το απύθμενο, είναι νόσος του νεωτερικού ιδεολογήματος περί απεριόριστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση [6]. Ο Καστοριάδης δήλωνε άθεος, μα νομίζω ότι αποτελεί τον καταλληλότερο συνομιλητή της ανθρωπολογίας όσων δηλώνουμε ένθεοι. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, για παράδειγμα, βρίσκεται εκεί, στο διαλογικό πηγαδίσιο αντάμωμα, παρά τους δεκάξι αιώνες που τον χωρίζουν από τον νεωτερικό φιλόσοφο. Κατά τον Γρηγόριο, η πίστη ότι ο άνθρωπος εικονίζει τον άπειρο Θεό σημαίνει ότι και ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πεπερασμένος, είναι ύπαρξη ανοιχτή στο άπειρο – μη εξαντλούμενη σε μαθηματικές μετρήσεις και σε αλγοριθμικούς υπολογισμούς, θα λέγαμε. Αυτό σημαίνει ότι το ανυπόταχτο, η έκπληξη, το αδιάκοπο γίγνεσθαι της ανθρώπινης πληρότητας (δηλαδή το αντίθετο της ουσιοκρατίας) είναι αποφασιστικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου [7]. Δεν φρεναπατώμαι ότι ένα τέτοιο πηγαδίσιο αντάμωμα θα είναι άνευρη ομοφωνία. Όχι. Θα είναι κόντρα, αλλά μεταξύ ανθρώπων που έχουν ήδη κοινό γλωσσάρι (την έγνοια για την ανθρωπιά) και μπορεί να βρεθούν στην ίδια μεριά κατά τη «μεγάλη επανεκκίνηση».

Θυμάμαι τον αινιγματικό μύθο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, «Οι τέσσερις αναμορφωτές». «Τέσσερις αναμορφωτές συναντήθηκαν κάτω από μια φουντωτή βατομουριά. Όλοι τους συμφωνούσαν πως ο κόσμος πρέπει να αλλάξει». Μα, πώς έπρεπε άραγε να γίνει η (ας το πούμε έτσι) μεγάλη επανεκκίνηση; Ο ένας πρότεινε να καταργήσουν την ιδιοκτησία, ο άλλος τον γάμο, ο τρίτος τον Θεό, ο τέταρτος τη δουλειά. Και συνέχισαν τη συζήτηση. Ο πρώτος υποστήριξε ότι το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να γίνει είναι η κατάργηση της Βίβλου. Ο δεύτερος η κατάργηση των νόμων. «”Το πρώτο πράγμα”, είπε ο τρίτος, “είναι να καταργήσουμε το ανθρώπινο γένος”» [8].

Ο μύθος του Στήβενσον σταματά εδώ, αφήνοντας ισχυρό τον απόηχο της τελευταίας πρότασης, του τρίτου αναμορφωτή. Όμως ο στοχαστικός αναγνώστης (αυτός που ξέρει ότι μύθος δεν σημαίνει ψεύδος, αλλά αφηγηματικό – συμβολικό τρόπο να πεις μιαν αλήθεια) θα προσέξει ότι στο δεύτερο μέρος της συζήτησης ο τέταρτος αναμορφωτής δεν εμφανίζεται διόλου. Μυστήριο! Στη δική μου ανάγνωση, ο τέταρτος αναμορφωτής έχει αποχωρήσει από τον ίσκιο της φουντωτής βατομουριάς, για να εκτεθεί στον ανοιχτό αγέρα, εκεί όπου χτίζονται τα αληθινά απελευθερωτικά οράματα. Κάποτε ένας μίζερος προφήτης που δεν άντεχε την ανοιχτωσιά του Θεού του, τρύπωσε στη σκιά μιας κολοκυθιάς. Μα ο Θεός έκρινε πως ήταν προτιμότερη μια ηλίαση, παρά μια απανθρωπιά που σκάει από υγεία. Κι έστειλε σκουλήκι στη ρίζα της κολοκυθιάς και την ξέρανε, για να μάθει τον Ιωνά να νοιάζεται όχι μόνο για τη βολή του, αλλά για κάθε πλάσμα (και ανθρώπους και κτήνη, λέει το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης).

Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον είναι ο συγγραφέας, συν τοις άλλοις, του «Πνεύματος της μποτίλιας», ενός διηγήματος δονήσεων παρόμοιων με τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Αφορά την πάλη του ανθρώπου με τον σαγηνευτικό πειρασμό της μαγικοποίησης της ζωής, δηλαδή της παραχώρησης της ελευθερίας και της ευθύνης με αντάλλαγμα οφέλη απείρως περισσότερα από ένα πιάτο φακές. Ο Στήβενσον (ο οποίος συγκρούστηκε με τον σκυθρωπό Καλβινισμό του πατέρα του, πέρασε σε μια ταλάντωση μεταξύ απιστίας και πίστης κι ανοίχτηκε σε κόσμους του Παγκόσμιου Νότου) είναι άνθρωπος μεθόριος, κι αυτός ιδανικός συνδαιτυμόνας της πηγαδίσιας συνάντησης.

Η αταξία του «απο-» φαίνεται πως μπορεί να σώσει την παρτίδα (εδώ η λέξη «μπορεί» έχει και την έννοια του «δύναται» και την έννοια του «ενδέχεται»). Αφορά την υπέροχα βασανιστική από-φαση να μαλλιοτραβηχτούμε με την γλυκερή απο-χαύνωση. Κάλλιο με λιγότερο μαλλιά, παρά με cyborg μυαλά!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Η κοινωνία της παρηγοριάς. Ο πόνος σήμερα (μτφρ. Βασίλης Τσαλής), εκδ. Opera, Αθήνα 2021, σσ. 71-72.

[2] Ζακ Ελλύλ, Το τεχνικό Σύστημα (μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης), εκδ. Αλήστου Μνήμης, Αθήνα 2012 (πρώτη έκδοση 1977), σσ. 417-438.

[3] Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Η αγωνία του έρωτα (μτφρ. Αλεξάνδρα Φκολφινοπούλου), εκδ. Opera, Αθήνα 2021, σσ. 27-39.

[4] Byung-Chul Han, Psychopolitics: Neoliberalism and New Technologies of Power (μτφρ. Eric Butler), εκδ. Verso, London & New York 2017.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Κοινωνική δημιουργία και πολιτική» (συνέντευξη, μτρφρ. Σπύρος Γεωργαντάς, 1980), https://www.respublica.gr/2015/01/post/social-creation-and-politics

[6] Κορνήλιος Καστοριάδης, Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1991, σσ. 181-265. Πρβλ. Διονύσης Σκλήρης, «Άνθρωπος, ζώο και μηχανή. Νέες εκδοχές μιας παλιάς σχέσης», περιοδικό Σύναξη 147 (2018), σσ. 30-38.

[7] Γρηγόριος Νύσσης, «Περί κατασκευής ανθρώπου» και «Εις το Άσμα Ασμάτων», Patrologia Graeca 44, 156ΑΒ και 885D.

[8] Robert Louis Stevenson, Μύθοι (μτφρ. Δανάη Μιτσοτάκη), εκδ. Άγρα, Αθήνα 1983, σσ. 49-50.

* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη».

[Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» 23 Απριλίου 2022, https://edromos.gr/ap-anthropopoiisi/].

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.