Τα παραμύθια του παππού (2): Το πέπλο του φόβου


-Ντρέπομαι που στο λέω, αλλά ναι…. Δεν ξέρω τι μας είχε πιάσει. Αλλά δεν μπορείς να φανταστείς και τι γινόταν. Η κυβέρνηση, οι τηλεοράσεις, οι επιτροπές των γιατρών, οι εταιρείες που ετοίμαζαν τα εμβόλια μας είχαν τρομοκρατήσει.
Ο κάθε άνθρωπος φοβόταν το διπλανό του. Τους φίλους, τους συγγενείς, ακόμη και τα παιδιά του. Να φανταστείς, όταν μπαίνανε τα παιδιά σπίτι, ο πατέρας κρυβόταν στο μπάνιο, μέχρι τα παιδιά να φάνε και να πάνε στα κρεβάτια τους. Όταν χτυπούσε κάποιος την πόρτα, δεν ανοίγαμε, ούτε ρωτούσαμε ποιος είναι. Βλέπαμε στο δρόμο φίλους και αλλάζαμε πεζοδρόμιο ή τους χαιρετούσαμε από μακριά.
-Καλά, τόσο φοβητσιάρηδες ήσασταν τότε;
-Φοβόμασταν μην αρρωστήσουμε, γιατί οι γιατροί ήταν λιγοστοί, οι θάλαμοι των νοσοκομείων γεμάτοι, τα εμβόλια μόνο τα ακούγαμε και φάρμακα δεν υπήρχαν.
-Δεν υπήρχαν φάρμακα; Καλά για ποια εποχή μου μιλάς;
-Δεν είναι πολύ παλιά, αλλά θυμάμαι καλά πως φάρμακα για την αρρώστια του δράκου δεν είχαμε. Και το περίεργο ήταν πως κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν φώναζε: «Φέρτε πρώτα φάρμακα να γιατρεύονται οι άρρωστοι και μετά τα εμβόλια». Τότε όλοι μιλούσαν για το εμβόλιο που θα μας φέρει η καλή μας κυβέρνηση. Παρακολουθούσαμε λοιπόν την κυβέρνηση να μας λέει κάθε βράδυ ένα σωρό άχρηστες λεπτομέρειες: Φτάνουν τα εμβόλια, συντηρούνται σε καταψύκτες, τα προστατεύει η αστυνομία και ο στρατός, τέτοια…. Κι εμείς ακούγαμε σαν χαζοί.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά συμφωνούσαμε κιόλας μαζί της. Ό,τι έλεγε και έκανε μας φαινόταν σωστό. Τόσο μας είχε παραλύσει ο φόβος.
-Γιατί παππού; Πώς την πατήσατε έτσι;
-Γιατί τα κανάλια μας είχαν πείσει πως πασχίζει για το καλό μας. Μετά είχαμε συνηθίσει το φόβο του δράκου. Να μη σου πω πως τον είχαμε αγαπήσει κιόλας.
-Τι λες ρε παππού; Δηλαδή, «Πες μου ποιον φόβο αγάπησες πάλι», που έλεγε ένα παλιό τραγούδι της εποχής σου;
-Δεν ξέρω το τραγούδι, αλλά φαίνεται πώς όταν νομίζεις πως ο φόβος προστατεύει τη ζωή σου, έτσι γίνεται. Πιστεύαμε πως ο φόβος ήταν η προστασία μας από το δράκο. Σε τέτοια κατάντια είχαμε φτάσει.
-Καλά, παππού, μην κλαις, ο δράκος έχει φύγει… Αλήθεια πώς έφυγε; Με το εμβόλιο;
-Α, μπα. Ο δράκος συνεχώς μεταμορφωνόταν και τα εμβόλια δεν τον έπιαναν. Άσε που κι αυτά τα κάνανε με το σταγονόμετρο. Έφυγε βέβαια μετά από χρόνια. Πώς έφυγε; Θα σου πω. Με πολλούς τρόπους. Λίγο από τα εμβόλια, λίγο από κάτι φάρμακα που τελικά ήρθαν, λίγο που γέρασε και αδυνάτισε ο ίδιος. Και μετά από δυο – τρία χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσα, έγινε κι αυτός μια ακόμη γρίπη.
-Και πότε , παππού, έφυγε ο φόβος σας; Πότε ξεθαρρέψατε;
-Αργήσαμε πολύ….
-Μα γιατί;
-Ο φόβος είχε ριζώσει τόσο πολύ μέσα μας που δεν έφευγε με τίποτα.
-Δηλαδή εσείς οι παλιοί είστε ακόμη… φοβισμένοι;
-Με τον καιρό κάπως ξεθαρρέψαμε. Αλλά πήρε πολλά χρόνια. Βλέπαμε τους νέους κι εσάς τα παιδιά που δεν φοβόσασταν και δεν ξέρεις πόσο σας ζηλεύαμε. Γιατί είναι πολύ βασανιστικό να ζεις με το φόβο. Αν ο φόβος μείνει για πολύ, ο άνθρωπος μπορεί και να τρελαθεί. Προσπαθούσαμε, λοιπόν, να σας μιμηθούμε. Αλλά αυτό μας πήρε πολλά χρόνια. Γι αυτό σου λέω πως ο φόβος σε μας τους παλιούς δεν έχει φύγει τελείως. Να προχτές είδα στ’ όνειρό μου τον δράκο να με κυνηγάει και … ξύπνησα ιδρωμένος και τρομαγμένος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα κείμενα «Τα παραμύθια του παππού» δημοσιεύτηκαν στην σελίδα μου στο FB, την περίοδο τέλος Δεκέμβρη 2010 – Γενάρης 2021.

* Ο Βασίλειος Χριστόπουλος είναι συγγραφέας, σπούδασε στην Αθήνα, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πολιτικός μηχανικός και στη Γλασκώβη, μεταπτυχιακά στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα από το 1976.

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ του παππού για την εποχή του κορωνοϊού – λογοτεχνία στην κοινωνία (wordpress.com).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.