ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ

Από τον Μάνο Δανέζη

 Οι πρώτοι Εθνικοί που παραδέχτηκαν και υποδέχθηκαν την Θεϊκή και βασιλική υπόσταση του Υιού του Ανθρώπου Ιησού Χριστού είναι οι 3 Μάγοι (Πέρσες), οι οποίοι καταργούν κάθε επιχείρημα διαχωρισμού Εθνικού και Χριστιανικού κόσμου, καθ’ ότι εις τα πρόσωπά τους πραγματοποιείται αυτή η θεαματική συνένωση, της οποίας τον αποχωρισμό και διαχωρισμό προσπαθούν να επιφέρουν οι σύγχρονοι φανατισμένοι νεοπαγανιστές. Βέβαια η μαρτυρία περί μάγων στηρίζεται εις τα Ευαγγέλια γι’ χρήσιμος είναι ο έλεγχος αυτής της σελίδας με τις  προφητείες.

Οι Μάγοι, κατά την παράδοση, ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής και δεν ήταν επομένως δυνατόν να φθάσουν σε μια μόνο νύχτα εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Ούτε βέβαια και προσκύνησαν τον Χριστό στο σπήλαιο όπως γραφικότατα παρέδωσε το θέμα η ζωγραφική. Οι Μάγοι έφθασαν μετά από 2 χρόνια και προσέφεραν τα δώρα τους εις τον μικρό Χριστό σε κάποιο οίκημα της Βηθλεέμ. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει στο Κεφ. Β΄, 9 «ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον·» και δεν παρουσιάζει κανενός είδος σπηλαίου και ούτε μπορεί να έμεινε εκεί η Παναγία και ο Ιωσήφ με το θείο βρέφος μέχρι να φθάσουν οι Μάγοι.

Όσο για την γνώμη ορισμένων νεοπαγανιστών «ότι ήταν θρύλος οι μάγοι και ιδίως τα άστρο», αυτό αποτελεί ζήτημα πίστης και μέχρι στιγμής δεν μπορεί να αποδειχθεί. Είτε κάποιος το πιστεύει, είτε δεν το πιστεύει. Είναι ένα ακόμη από τα κλασσικά σημεία των Ευαγγελικών διηγήσεων όπου δοκιμάζεται η πίστη παρά η αποδεικτική. Η άρνηση δεν είναι καμιά πιο λογική τοποθέτηση από την δεκτικότητα αυτού του γεγονότος σε καμιά περίπτωση.

Ορισμένοι αστρονόμοι πιθανολογούν ότι επρόκειτο περί φυσικού φαινομένου. Σχετικά έχει γράψει και ο αστρονόμος καθηγητής ομότιμος και ακαδημαϊκός κ. Σταύρος Πλακίδης. Μάλιστα και το έργο του αστρονόμου κ. Χασάπη «Ο αστήρ της Βηθλεέμ» δέχεται ότι ο αστήρ της Βηθλεέμ ήταν σύνοδος των πλανητών και ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 749 από κτίσεως της Ρώμης, δηλαδή 5 χρόνια νωρίτερα του παραδεγμένου και ότι οι Μάγοι έφθασαν 13 ημέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. (περισσότερα για την χρονολόγηση του Ιησού Χριστού, βλέπε τις νεότερες ενότητες στην παρούσα σελίδα).

Αλλά και σύνοδος να μην ήταν το άστρο της Βηθλεέμ, εν τούτοις θα μπορούσε να ήταν αυτό που η αστρονομία καλεί «Νέους Αστέρες» και δηλαδή άστρα τα οποία εμφανίζονται (αποκτούν ιδιαίτερη λάμψη) ξαφνικά και μετά πάλι πέφτουν σε αφάνεια. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα υπάρχει μια σειρά τέτοιων περιπτώσεων

Νέοι Αστέρες

  1. 134 π.Χ. του Ίππαρχου
  2. της Βηθλεέμτην εποχή της γεννήσεως του Χριστού
  3. του Αετού 329 μ.Χ.
  4. του Τύχωνος 1572 μ.Χ. (όπου έφθασε να είναι ορατό και κατά την διάρκεια της ημέρας )
  5. του Ρ. Κύκνου (παρέμεινε ορατό για 2 χρόνια με γυμνό μάτι)
  6. του Κέπλερ το 1604 μ.Χ.
  7. Antheim ο 11 Μικράς Αλώπεκος το 1670
  8. του Hind το 1848
  9. του Auwers το 1860
  10. ο Τα του βόρειου Στεφάνου το 1865 (ορατό για 2 ημέρες)
  11. ο Νέος του Κύκνου το 1876
  12. ο Νέος Νεφελωειδούς Ανδρομέδας το 1885
  13. Νέος Ηνίοχου το 1891

κ.α. συνολικά 18 νέοι αστέρες μέχρι το 1925 (τουλάχιστον τόσα έχω προσωπικά υπό την βιβλιογραφία μου)

Πολλές φορές αντιπαραβάλλονται οι γεννήσεις άλλων θεοτήτων προ Χριστού και οι «θείες αναστάσεις» τους, ώστε να φανεί ότι η γέννηση και η ανάσταση του Χριστού ήταν ήδη γνωστά θεϊκά φαινόμενα στην αρχαιότητα σε άλλους θεούς με συνέπεια να αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία Του. Όσο αφορά τις θείες γεννήσεις άλλων θεοτήτων στην αρχαιότητα, πρέπει να ειπωθεί ότι παρουσιάζουν μια σημαντικότατη διαφορά. Πουθενά δεν υπάρχει σε αρχαία θεότητα παρθενογενεσία ανάλογη του Ιησού Χριστού και που στην φύση είναι εφικτή στις μέλισσες, στα μυρμήγκια κ.α. Διότι ποτέ παρθένα δεν γέννησε υιό, παραμένοντας παρθένα και κατόπιν αυτής. Ποτέ επίσης η γέννηση της θεότητας δεν παίρνει την βαρύτητα ως εκείνη της Θείας γεννήσεως του Ιησού, ως Κοσμοσωτήρα και Λυτρωτή ψυχών. Ακόμα και οι ομοιότητες του Χριστιανισμού με παλαιότερες θρησκείες, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως αντιγραφή, αλλά ως «αποκάλυψη του Θεού» προς αυτές τις θρησκείες, και δηλαδή η ίασή τους, για τη μέλλουσα και πληρέστερη αποκάλυψή Του, όταν έστελνε τον ίδιο το Θεό Λόγο στη γη. Η χρήση από τον Χριστιανισμό ορισμένων τυπικών προς καλύτερη εμπέδωση του θείου μηνύματος, δεν είναι σε τίποτα επιλήψιμες ή ενάντια στην αλήθεια των γεγονότων.

Η Ανάσταση του Ιησού είναι επίσης η μοναδική που επιτυγχάνεται εξ ολοκλήρου από το πρόσωπό Του, και αφορά το φυσικό Του σώμα χωρίς την βοήθεια ή την μεσολάβηση τρίτων. Στην αρχαιότητα οι «αναστάσεις» άλλων θεοτήτων γίνονται με την βοήθεια άλλων θεών ή με την βοήθεια – πρόσκληση ιερέων & ιερειών, π.χ. το κάλεσμα  του θεού Διόνυσου από τον Άδη γίνονταν με την ρίψη ενός αρνιού στην άβυσσο και με την πρόσκληση του θεού με σάλπιγγες. Άλλες φορές χρειάζονται ιερουργικές μάχες για να νικηθεί ο Άδης και να μπορέσει ένας αρχαίος θεός να επιστρέψει στην ζωή. Τέλος για την γέννηση του Ιησού και την ανάστασή του (βίος) πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής το ζήτημα της ιστορικής αλήθειας, κάτι το οποίο στις Εθνικές θρησκείες (ιστορικότητα Εθνικών θεών) θεωρείται ανήκουστο ή τουλάχιστον αρκετά πρωτοφανές.

ΑΣΤΡΟ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Α΄ (Παλαιά 4 π.Χ.)

Αριστερά: Διονύσης Σιμόπουλος, Διευθυντής Πλανηταρίου. (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, Εκπομπή οι Πύλες του Ανεξήγητου, Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2005)

Δεξιά: Μάνος Δανέζης, Καθηγητής Αστροφυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, Εκπομπή «Χωρίς Μοντάς ΙΙ», 2004)

Η χρονολόγηση από τη γέννηση του Χριστού προτάθηκε από τον Σκύθη μοναχό και εκκλησιαστικό συγγραφέα Διονύσιο τον Μικρό (532 μ.Χ.), ηγούμενο μοναστηριού στη Ρώμη, κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Μέχρι τότε, η χρονολόγηση γινόταν, είτε με αφετηρία την Κτίση της Ρώμης είτε «από Διοκλητιανού», δηλαδή με αφετηρία την (υποτιθέμενη) 29η Αυγούστου του 284 μ.Χ., ημερομηνία κατά την οποίαν ο Διοκλητιανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας (1). Αφού, λοιπόν, δημιουργήθηκε η χρονολόγηση με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού, οι μετέπειτα προσπάθειες των σοφών επικεντρώθηκαν στον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας της.

Πότε, όμως, γεννήθηκε ο Χριστός;

Τα Ευαγγέλια, κύρια πηγή πληροφοριών για τους Χριστιανούς, δεν αναφέρουν τίποτε σχετικό, ούτε μνημονεύουν κάποιον εορτασμό γενεθλίων κατά τον «ανθρώπινο» βίο του Σωτήρα Χριστού. Έτσι, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, ο ακριβής εντοπισμός της σχετικής ημερομηνίας δεν ενδιέφερε τους πρώτους Χριστιανούς που λάτρευαν τον Ιησού καθημερινά! Το πρόβλημα ανέκυψε, όταν το 135 μ.Χ. ο πάπας Τελεσφόρος απεφάσισε να θεσπίσει τη γιορτή των Χριστουγέννων. Αρχικά, η γιορτή ήταν κινητή και εορταζόταν είτε την 6η Ιανουαρίου με τα Θεοφάνια, είτε την 22α Δεκεμβρίου, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Η καθιέρωση, βέβαια, της γιορτής στο χειμερινό ηλιοστάσιο είχε το μεγάλο πλεονέκτημα, για την Επίσημη Εκκλησία, ότι συνέπιπτε με μεγάλες ειδωλολατρικές γιορτές, όπως τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του Κρόνου, και τα Μπρουμάλια, τον παγανιστικό εορτασμό της μικρότερης μέρας του έτους, που ο Χριστιανισμός ήθελε να εξαλείψει. Έτσι, τα Χριστούγεννα, τοποθετήθηκαν την 25η Δεκεμβρίου – υποτιθέμενη (2) ημερομηνία γέννησης του Θεανθρώπου.

Στη συνέχεια, η γιορτή από τη Δύση έφτασε στην Ανατολή και η παράδοση αναφέρει ότι η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 378 μ.Χ. από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Δύο αιώνες αργότερα περίπου, ο Διονύσιος ο Μικρός, μετά από σχετική διαταγή του Ιουστινιανού και του πάπα Ιωάννη Α΄, προσπάθησε να φτιάξει Πασχάλιο, με αφετηρία χρονολόγησης τη γέννηση του Χριστού. Θεώρησε, λοιπόν, ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του έτους 1, που κατ’ αυτόν αντιστοιχούσε στο έτος 754 από την Κτίση της Ρώμης. Με άλλα λόγια, ο Διονύσιος θεώρησε, κατά σύμβαση, ότι η γέννηση του Χριστού έλαβε χώρα το «έτος 1» (3).

Η σύγχυση στον ορισμό των δεκαετιών

Απ’ την απόφαση αυτή του Διονυσίου του Μικρού δημιουργήθηκε η ασάφεια για το τέλος των δεκαετιών. Ας δούμε, γιατί. Ο Διονύσιος, αρχίζοντας το μέτρημα, θεώρησε ότι η γέννηση του Χριστού έλαβε χώρα το «έτος 1». Δηλαδή, δεν έλαβε υπόψη του το «έτος μηδέν». Αυτό, πολύ απλά, πάει να πει ότι, εφόσον το μέτρημα άρχισε το έτος 1, η πρώτη δεκαετία διήρκεσε από το 1 έως το 10, η δεύτερη από το 11 έως το 20 κ.ο.κ. Εδώ γεννάται το πρώτο ερώτημα:

Πότε αρχίζει και πότε λήγει μία δεκαετία; Η τελευταία δεκαετία του αιώνα μας (4), αυτή, δηλαδή, που σήμερα διανύουμε, άρχισε το έτος 1990 ή το 1991; Οι περισσότεροι άνθρωποι θα απαντήσουν, πολύ φυσικά, ότι η δεκαετία του ’ 90 άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1990 και θα λήξει φυσιολογικά την 31η Δεκεμβρίου 1999.

Λάθος, απαντούμε εμείς οι αστρονόμοι και θεωρητικοί των ημερολογίων. Το 1990 φαίνεται, από απόψεως ακούσματος και γραφής, να ανήκει στη δεκαετία του ’ 90, αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν η τελευταία χρονιά της δεκαετίας του ’ 80. Αυτό σημαίνει ότι η δεκαετία που διανύουμε σήμερα άρχισε κανονικά την 1η Ιανουαρίου 1991 και θα λήξει την 31η Δεκεμβρίου του 2000, οπότε θα λήξει και η δεύτερη χιλιετία μετά Χριστόν. Όλα αυτά οφείλονται στο γεγονός ότι ο Διονύσιος ο Μικρός δεν προσδιόρισε το πρώτο έτος του ημερολογίου ως «έτος μηδέν». Αν το είχε κάνει, θα γλιτώναμε μια και έξω από τη σύγχυση για το ορισμό των δεκαετιών.

Γιατί, όμως, δεν υπολόγισε το «έτος μηδέν»;

Για τον απλούστατο λόγο, ότι την εποχή εκείνη στη Δύση χρησιμοποιούσαν το ρωμαϊκό σύστημα αρίθμησης, με τα λατινικά αριθμητικά σύμβολα που δεν περιείχαν το μηδέν (5). Πάντως, πέρα απ’ όλα αυτά, κανείς απ’ όσους θα γιορτάσουν φέτος τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά δεν φαίνεται να δίνει βάση στις επιφυλάξεις, εάν πράγματι το επόμενο έτος είναι η πραγματική αρχή της τρίτης χιλιετίας από τη γέννηση του Χριστού. Μάλλον, είναι ευκαιρία, η νέα χιλιετία να γιορταστεί με λαμπρότητα και του χρόνου!

Και, βέβαια, κανέναν από τους ιθύνοντες δεν απασχολεί το γεγονός πως το Millennium, αναφέρεται μόνον στον χριστιανικό κόσμο. Εβραίοι, Κινέζοι, Ινδοί, Κορεάτες, Ιάπωνες, Μουσουλμάνοι κ.ά. έχουν τα δικά τους ημερολόγια, που δεν έχουν καμία σχέση με τις ημερομηνίες που σημειώνει το Γρηγοριανό ή το Ιουλιανό ημερολόγιο του χριστιανικού κόσμου.

Κατάφερε, όμως, ο Διονύσιος, να προσδιορίσει επακριβώς το έτος γέννησης του Κυρίου;

Η απάντηση και εδώ είναι μάλλον αρνητική. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι έπεσε κάποια χρόνια έξω στους υπολογισμούς του και ο Ιησούς γεννήθηκε μάλλον το 4 π.Χ. Οι δικοί τους υπολογισμοί εδράζονται σε εδάφια της Καινής Διαθήκης και σε αποσπάσματα από το έργο του Εβραίου ιστορικού Ιώσηπου (1ος μ.Χ. αιώνας). (6)

Το άστρο της Βηθλεέμ

Οι αστρονόμοι, με τη σειρά τους, θέλησαν να υπολογίσουν την ημερομηνία της θείας γέννησης, από την εμφάνιση του πρωτόφαντου άστρου της Βηθλεέμ. Θα αναφέρουμε συνοπτικά την επικρατέστερη διεθνώς αστρονομική θέση για το άστρο της Βηθλεέμ, για το οποίο πλήθος άρθρων και βιβλίων έχουν κατά καιρούς γραφεί. Οι παλαιότεροι αστρονόμοι, θεωρώντας το γεγονός a priori ως αστρονομικό, προσπάθησαν να εξακριβώσουν τον χρόνο εμφάνισης του άστρου ως ένδειξη της ακριβούς χρονικής περιόδου γέννησης του Ιησού.

Πέρα από την υπερβατική φύση του άστρου, που υποστηρίζεται από τους περισσότερους μελετητές του, διεθνώς, η κυριότερη θέση για τη φύση του άστρου συνοψίζεται στην άποψη του Johannes Kepler. O σπουδαίος Γερμανός αστρονόμος υποστήριζε την τριπλή σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου στα όρια των αστερισμών Κριού και Ιχθύων, το 7 π.Χ., μαζί με την ανάλαμψη ενός καινοφανούς αστέρα (nova), στον αστερισμό του Αιγόκερω το 5 π.Χ.

Οι νόμοι της Ουράνιας Μηχανικής και οι ανεξάντλητες δυνατότητες υπολογισμού των ηλεκτρονικών υπολογιστών επιτρέπουν σε εμάς, σήμερα, να «σχεδιάζουμε» τον ουρανό οποιασδήποτε εποχής. Ερευνήθηκαν, λοιπόν, όλα τα αστρικά φαινόμενα, από το 8 έως το 4 π.Χ. Έτσι, είναι πλέον γνωστό πως το 7 π.Χ. οι πλανήτες Δίας, Κρόνος και Άρης πλησίασαν πάρα πολύ τρεις φορές. Σύμφωνα με τις απόψεις του Kepler και άλλων αστρονόμων, οι Μάγοι – ιερείς του Ζωροαστρισμού – το ερμήνευσαν ως θεϊκό σημάδι. Όταν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, έγιναν οι δύο επόμενες συγκλίσεις των τριών πλανητών. Συνεπώς, για την Αστρονομία, η γέννηση του Χριστού συνέβη πιθανώς το 7 π.Χ. ή, κατά τον Kepler, δύο έτη αργότερα, το 5 π.Χ., όταν ανέλαμψε ο καινοφανής στον αστερισμό του Αιγόκερω (7).

Ας δούμε, όμως, και την άποψη του Ευαγγελιστή Λουκά. Στο Ευαγγέλιό του αναφέρει ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία ζούσαν στη Ναζαρέτ, όταν ο Αύγουστος Οκταβιανός, πιθανώς το 8 π.Χ., διέταξε μία γενική απογραφή της αυτοκρατορίας. Η ημερομηνία 8 π.Χ. βασίζεται, επίσης, και στα έτη που ο Κυρήνιος ήταν ηγεμόνας της Συρίας (10 – 7 π.Χ.).  (8) Ο Ιωσήφ και η Μαρία αναγκάστηκαν να ταξιδέψουν από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ, επειδή η απογραφή γινόταν στον τόπο καταγωγής του αρχηγού της οικογένειας. Οι ιστορικοί καταλήγουν, επίσης, στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του αυτοκράτορα, με τα τότε μέσα της εποχής, δεν έφτασε αμέσως στην Ιουδαία, αλλά τουλάχιστον ένα έτος μετά. Έτσι, και αυτοί θεωρούν ως χρόνο γέννησης του θείου βρέφους, το 7 π.Χ. (9)

Τελικά, μπορούμε να πούμε ότι, διεθνώς, οι υπολογισμοί ιστορικών και αστρονόμων θεωρούν ότι ο Ιησούς πρέπει να γεννήθηκε κάποιο έτος, μεταξύ της χρονικής περιόδου 7 – 4 π.Χ. Δηλαδή, 4 έως 7 χρόνια πριν από την ημερομηνία που ο Διονύσιος ο Μικρός θεώρησε ως έτος γέννησης του Θεανθρώπου. Άλλωστε, είναι γνωστό, πλέον, από ιστορικές πηγές και αστρονομικές χρονικές τομές, πως ο βασιλιάς Ηρώδης πέθανε το 4 π.Χ. και, έτσι, είναι απίθανο, ο Χριστός να γεννήθηκε μετά από αυτήν την ημερομηνία. (10) Ούτε, όμως, η 25η Δεκεμβρίου είναι η πραγματική ημέρα γέννησης του Ιησού. Σύμφωνα με τα συμπεράσματά μας, από τη μελέτη των ιερών κειμένων, ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, αλλά μάλλον στον εβραϊκό μήνα Τισρί, που αντιστοιχεί στα μέσα Σεπτεμβρίου-αρχές Οκτωβρίου, του ημερολογίου που χρησιμοποιούμε σήμερα.

Παρακολουθήστε τους συλλογισμούς μας.

Σύμφωνα με τις Γραφές, ο βασιλιάς Δαβίδ είχε διαιρέσει την ετήσια υπηρεσία των ιερέων του Ισραήλ σε 24 εφημερίες, δηλαδή μία εφημερία ανά 15νθήμερο. Η εφημερία του Αβιά ήταν η 8η κατά σειρά. Επειδή, όμως, το εβραϊκό θρησκευτικό έτος άρχιζε τον μήνα Νισάν (Μάρτιος-Απρίλιος) και κάθε εφημερία διαρκούσε 15 ημέρες, συμπεραίνουμε ότι η εφημερία του Αβιά αντιστοιχούσε στον μήνα Ταμμούζ (Ιούνιο-Ιούλιο). Ο Ζαχαρίας ήταν ιερέας και ανήκε στην εφημερία του Αβιά. Συνεπώς, συνάντησε τον αρχάγγελο Γαβριήλ τις ημέρες της εφημερίας του στον Ναό. Μετά την υπηρεσία του, η στείρα γυναίκα του, η Ελισάβετ, συνέλαβε – όπως προανήγγειλε ο αρχάγγελος – τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, πιθανώς τον μήνα Τεμπέθ (Δεκέμβριος-Ιανουάριος), ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανήγγειλε στην Παρθένο Μαρία ότι πρόκειται να γίνει μητέρα του Υιού του Θεού, γεγονός που συνέβη 9 μήνες αργότερα, πιθανώς τον μηνά Τισρί, δηλαδή τον Σεπτέμβριο, που ίσως είναι ο μήνας γέννησης του Σωτήρα Χριστού.

Σημειώσεις α.α.

  1. Η χρονολόγηση γίνονταν και βάση των Ολυμπιάδων. Βλέπε και κάτωθι ενότητα του ιδίου.
  2. Συμβολικά
  3. «Primo Anno Domini». Βλέπε και κάτωθι ενότητα του ιδίου.
  4. Εννοούν τον 20ο
  5. Ούτε οι ελληνικοί αριθμοί είχαν το μηδέν, αν και η σύλληψη του μηδενός να είχε γίνει από Έλληνες μαθηματικούς πρβλ. Αρχιμήδης
  6. Αυτή η άποψη σήμερα (2007) έχει καταρριφθεί. Η έκλειψη της σελήνης που αναφέρει ο Ιώσηπος δεν είναι του 4 π.Χ. αλλά περισσότερο πιθανή είναι εκείνη του 1 π.Χ. Βλέπε κάτωθι ενότητα για την έκλειψη της σελήνης.
  7. Αυτές οι απόψεις σήμερα έχουν αλλάξει, εφόσον, η έκλειψη σελήνης που παραθέτει ο Ιώσηπος, έχει μετατεθεί στο 1 π.Χ. Επιπλέον η προσπάθεια να ταυτιστεί το άστρο της Βηθλεέμ με ένα μόνο φυσικό ή περισσότερα φυσικά ουράνια σώματα, δεν έχει κάποια περισσότερο αποδείξιμη βάση από εκείνη την θεολογική περί υπερφυσικού φαινόμενου. Απλά ανήκει εις τις απειράριθμες ορθολογικές(λογικοφανείς για την Ορθόδοξο θεολογία) προσπάθειες επιστημόνωννα ερμηνεύσουν τα γεγονότα της Κ.Δ. δια μέσω φυσικών φαινόμενων και όχι ένεκα κάποιας επέμβασης του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία. Η επέμβαση του Θεού στην ιστορία είναι, κάτι το «μη τακτικά επαναλαμβανόμενο» και χειροπιαστό για την σύγχρονη επιστήμη, που έχοντας επηρεαστεί από τις διαφωτιστικές διδαχές σε ορισμένο βαθμό, περί «ορθολογικής» ερμηνείας όλων των φαινόμενων, ακόμη και εκείνων που υπαινίσσεται η θρησκεία ως αποτέλεσμα επέμβασης του Θεού της, προσπαθεί να αναγάγει κάθε φαινόμενο σε φυσικά πρώτα αίτια και όχι σε υπερφυσικά. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή, κάθε «επιστημονική» προσπάθεια ερμηνείας του άστρου της Βηθλεέμ, όπως εκείνη του Kepler, και η επί αυτού χρονολόγηση θα προσκρούει πάντα εις την δογματική αθεϊστική και a priori τοποθέτηση – αξίωμα, που θέλει αυτό να είναι φυσικό φαινόμενο οπωσδήποτε προσδιορίσιμο χρονολογικά δια μέσω ενός πλανηταρίου και όχι μια επέμβαση του Θεού σε ακαθόριστο χρόνο με προσδιορισμό χρονολογίας όπως αυτή προκύπτει από την θεολογική αφήγηση των μαρτύρων της εποχής, δηλαδή των χριστιανών ευαγγελιστών.
  8. Σήμερα είναι γνωστό πως ο Κυρήνιος υπήρξε και πάλι ηγεμόνας της Συρίας, όπως το 8 π.Χ., το ΄
  9. Ως ελέχθη και ανωτέρω αυτή η χρονολόγηση σήμερα αμφισβητείται.
  10. Ο Ηρώδης δεν πέθανε το 4 π.Χ. διότι η αναφερόμενη έκλειψη σελήνηςαπό τον Ιώσηπο κατά την οποία πέθανε αυτός, δεν είναι εκείνη του 4 π.Χ. αλλά του 1 π.Χ. Βλέπε κάτωθι.

Πηγή: Στράτος ΘεοδοσίουΜάνος Δανέζης, Επίκουροι καθηγητές Αστροφυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών. Το είδα: http://www.apologitis.com/gr/ancient/magoi.htm#%CE%95%CE%A5%CE%91%CE%93%CE%93%CE%95%CE%9B%CE%99%CE%91_vs_%CE%A0%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%9B%CE%97%CE%A1%CE%97%CE%9C%CE%91_RELIGULOUS_II

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.