Αρχείο κατηγορίας Ταξικό ταπί και ξερό ψωμί

Ταξικό ταπί και ξερό ψωμί

2η φάση πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης

Το αθέατο τέλος ενός χειμώνα

Προς τη δεύτερη φάση της πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης

 

Του Στάθη Κουβελάκη*


 

Σε περιόδους κρίσης συμβαίνει η στιγμή μιας μεγάλης καμπής να μη σημαδεύεται από ένα εντυπωσιακό γεγονός αλλά περισσότερο από τη συσσώρευση πολλών μικρών, από την ανάδυση στην επιφάνεια σχετικά υπόγειων διαδικασιών και τάσεων. Και τότε αρχίζει και γίνεται συνείδηση ότι τα πράγματα έχουν πλέον μπει σε μια διαφορετική τροχιά.

Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει με την τροπή που αρχίζει και παίρνει η ελληνική κρίση. Κάτι που ίσως δείχνει ότι δεν τελειώνει μόνο ο χειμώνας ως εποχή του έτους αλλά και ως φάση της πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης που άρχισε με την επιβολή του Μνημόνιο.

«Όταν ο εχθρός προελαύνει, υποχωρώ. Όταν ο εχθρός ξαποσταίνει, τον παρενοχλώ. Όταν ο εχθρός εξαντλείται, τον σφυροκοπώ. Όταν ο εχθρός υποχωρεί, τον καταδιώκω». Μάο

Για να το πούμε με δυό λόγια: μέχρι τον προηγούμενο μήνα, ο χρόνος λειτουργούσε υπέρ της κυβέρνησης. Τα μέτρα περνούσαν, με περιορισμένες, ίσως και κάτω του αναμενόμενου, απώλειες και αντιδράσεις. Η κατάσταση δεν ήταν εύκολη αλλά παρέμενε υπό έλεγχο. Αυτός ακριβώς ο έλεγχος είναι που φαίνεται να έχει πλέον χαθεί. Εδώ και μερικές βδομάδες γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η κυβέρνηση και τα εσωτερικά και διεθνή της στηρίγματα προσπαθούν κυρίως να κερδίσουν χρόνο. Που σημαίνει ότι έχουν χάσει τον έλεγχό του. Δεν έχουν βέβαια ηττηθεί, κάθε άλλο, αλλά στενεύουν τα περιθώρια πρωτοβουλιών που διαθέτουν. Εν τέλει, όποιος χάνει τον έλεγχο του χρόνου χάνει και τον πόλεμο.

Οι ενδείξεις πληθαίνουν που δείχνουν ότι μια καινούργια περίοδος πολιτικο-κοινωνικής αναμέτρησης, πιο αμφίρροπης και ανοιχτής από την προηγούμενη, έχει αρχίσει. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε ορισμένα από τα προβλήματα που τίθενται στη νέα φάση στο φως μιας υπόθεσης εργασίας που είχαμε διατυπώσει πριν από μερικούς μήνες, αυτής του «παρατεταμένου πολέμου» ως ενδεδειγμένη στρατηγική κατεύθυνση για το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην αναμέτρησή του με την μνημονιακή λαίλαπα.

Γιατί αλλάζουμε φάση;

 Ας προσπαθήσουμε κατ’αρχήν να αποσαφηνίσουμε τους λόγους της συντελούμενης μεταβολής της συγκυρίας. Τρεις παράγοντες πρέπει εδώ να ληφθούν υπ’όψη:

Πρώτον, η διαρκής επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Το γεγονός ότι ήταν απόλυτα προβλέψιμη δεν την καθιστά λιγότερο εντυπωσιακή. Η βουτιά της ελληνικής οικονομίας (-4,6% του ΑΕΠ το 2010) είναι πρωτοφανής για τα μεταπολεμικά δεδομένα της χώρας αλλά και για τα σημερινά, εν μέσω διεθνούς κρίσης. Η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας εκτινάσσει στα ύψη την ανεργία και τη φτώχεια και οδηγεί σε απόγνωση την κοινωνία. Ταυτόχρονα οδηγεί σε κάμψη των κρατικών εσόδων και σε διόγκωση του ύψους του χρέους ως προς ένα συρρικνούμενο ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, γίνεται πλέον ευρύτατα κατανοητό ότι με τίποτε δεν μπορεί να αποπληρωθεί το χρέος. Γι αυτό βεβαίως και τα ελληνικά χρεώγραφα βυθίζονται όλο και πιο βαθειά στην κατηγορία «σκουπίδια» συμπαρασύροντας μαζί τους τις ελληνικές τράπεζες, που κατέχουν ένα υπολογίσιμο μέρος τους (γύρω στο 20%). Και μπορεί μεν οι γαλλο-γερμανικές τράπεζες να έσπευσαν να ξεφορτωθούν τα δικά τους τους μήνες που πέρασαν, κυρίως προς την ΕΚΤ, το πρόβλημα όμως παραμένει ή μάλλον οξύνεται: ποιός και πως θα πληρώσει τη ζημία που δημιουργεί η μαζική απαξίωση αυτών των χαρτιών, αύριο των αντίστοιχων της Ιρλανδίας και των υπόλοιπων χωρών της περιφέρειας, και που υπονομεύουν πλέον άμεσα τους πυλώνες της ΟΝΕ, χωρίς να τιναχτεί στον αέρα η ίδια η ευρωζώνη και η ΕΕ όπως την ξέρουμε;

Το προφανές αδιέξοδο της οικονομικής στρατηγικής, ακόμη και από την ίδια τη σκοπιά των στόχων του Μνημονίου (μείωση του βάρους του χρέους, εσωτερική υποτίμηση με στόχο την ανάπτυξη μέσω της ανάκτησης ανταγωνιστικότητας), έχει καθοριστική επίπτωση στην αντιμέτωπισή της από την κοινωνία: αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που εξηγεί την συντελούμενη μεταβολή. Βεβαίως τα κυβερνητικά μέτρα ουδέποτε υπήρξαν δημοφιλή ή αντιληπτά ως δίκαια. Εν απουσία όμως εναλλακτικών λύσεων και προτάσεων ήταν ανεκτά, εν μέρει ίσως και αποδεκτά, από σημαντικές κοινωνικές μερίδες ως αναγκαίο κακό, προκειμένου να αποφευχθεί κάτι ακόμη χειρότερο (η «χρεωκοπία της χώρας» κλπ). Τώρα αυτή η μίνιμουμ ορθολογική νομιμοποίηση μοιάζει όλο και λιγότερο αξιόπιστη. Γι αυτό ακριβώς και ανοίγουν διάπλατα πλέον οι θύρες για τις ανορθολογικές της μορφές, με προεξάρχουσα την ξενοφοβία, και τη δημιουργία αντανακλαστικών φόβου απέναντι σε διάφορες κατασκευασμένες «εσωτερικές» και «εξωτερικές» απειλές, με τον «λαθρομετανάστη» να βρίσκεται στο σημείο τομής των δύο (ως «εισβολέας» που αντιμετωπίζεται χτίζοντας τείχη, και ως δυνάμει ο οποιοσδήποτε διπλανός μας «αλλοδαπός»). Παρ’όλα αυτά δεν πρέπει να μας ξεφεύγει η ορθολογική ως ένα βαθμό πλευρά των ξενοφοβικών/ρατσιστικών προτάσεων σε συνθήκες οξυμένης κρίσης και κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους, δηλαδή η ιδέα της διαφύλαξη όσων παροχών και δυνατοτήτων αξιοπρεπούς απασχόλησης απομένουν στους κατέχοντες την ιθαγένεια δια του ενεργού αποκλεισμού όλων όσων θεωρείται ότι δεν ανήκουν στο «εθνικό σώμα». Αυτό που η γαλλική ακροδεξιά έχει εδώ και καιρό κωδικοποιήσει ως «εθνική προτίμηση» αποτελεί μια μορφή οικονομικής πρότασης, που φαντάζει μάλιστα πολύ πιο ρεαλιστική από άλλες, και ηθικο-πολιτικά απολύτως συμβατή με τα σημερινά πλαίσια του κράτους-έθνους: γιατί να είναι άδικο να αποκλείονται και από κάτι επιπλέον, ακόμη και από τα πάντα, όσοι είναι ούτως ή άλλως ήδη αποκλεισμένοι από πολιτικά δικαιώματα;

Γι αυτό και αυτή η προσέγγιση έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με κάθε λογική συλλογικής δράσης σε ταξική κατεύθυνση, αλλά για αυτό επίσης (κάτι που διαφεύγει εντελώς σε όσους την απορρίπτουν απλά και μόνο για ηθικούς/ανθρωπιστικούς λόγους) μόνο μια ταξική τοποθέτηση μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα, δηλαδή στην ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Αυτή η διαχωριστική γραμμή θα παίξει αναμφίβολα έναν αυξανόμενο ρόλο στην ερχόμενη περίοδο, και θα «επικαθορίζει» τις υπόλοιπες αντιθέσεις. Με αυτήν την έννοια, είναι αξιοθαύμαστα σωστή η δήλωση του εκπροσώπου των μεταναστών απεργών πείνας Αμπντούλ Χαντζί, αμέσως μετά τη λήξη της απεργίας, σύμφωνα με την οποία «ο αγώνας των τριακοσίων (…) είναι μία νίκη των τριακοσίων και όλης της εργατικής τάξης».

Έτσι ερχόμαστε στον τρίτο παράγοντα μεταβολής της συγκυρίας, την κινηματική ανάκαμψη, μετά από την εξάμηνη κοιλιά που ακολούθησε την 5η Μάη. Μια ανάκαμψη που δεν είναι απλή συνέχεια αυτού που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη άνοιξη αλλά η εξέλιξή του, με μια σειρά καινούργια χαρακτηριστικά. Στο μέτωπο των απεργιών κατ’ αρχήν η αντιστροφή της τάσης άρχισε με την γενική απεργία της 15ης Δεκέμβρη, και συνεχίστηκε, αισθητά ενισχυμένη, με αυτήν της 23ης Φλεβάρη. Εν τω μεταξύ είχαμε και τις πρώτες περιπτώσεις κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων, ειδικά στις συγκοινωνίες με επαναλαμβανόμενες σε πυκνούς ρυθμούς απεργίες και στάσεις, αλλά και τη διεύρυνση του κοινωνικού μετώπου σε κατηγορίες εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες, με κορυφαίο παράδειγμα την κινητοποίηση των γιατρών. Μια κινητοποίηση σταθμός για τα δεδομένα του κλάδου, με μαζικές και δυναμικές δράσεις (καταλήψεις υπουργείου, πορείες) και τονισμένα τα στοιχεία αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, υπεράσπισης της ευρύτερης κοινωνικής αποστολής της δημόσιας υγείας καθώς και της ενότητας με τις υπόλοιπες κατηγορίες μισθωτών. Οι διαφαινόμενες κινητοποιήσεις στα σχολεία είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν παρόμοια πορεία, καθιστώντας δυνατή τη σύγκλιση εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών.

Το άλλο γεγονός της περιόδου ήταν αναμφισβήτητα η ανοδική πορεία των κινημάτων «δεν πληρώνω» και των φαινόμενων ανυπακοής, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την παρατεταμένη σύγκρουση κατοίκων και δυνάμεων καταστολής στην Κερατέα. Με αρχή το κίνημα των διοδίων, και συνέχιση με την άρνηση πληρωμής εισιτηρίων στις μεταφορές και δυνατότητα επέκτασης σε άλλους χώρους, το κίνημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στο βαθμό που αναδυκνύει καινούργιες πρακτικές και μορφές δράσης. Διαχέεται στον αστικό και περιαστικό χώρο, και είναι σε θέση να οργανώσει τόσο εντυπωσιακές συμβολικές ενέργειες όσο και καθημερινές μορφές αντίστασης «χαμηλής έντασης», αμφισβητώντας ταυτόχρονα ευθέως το κράτος και την νομιμότητα που αυτό θέλει να επιβάλει. Αυτή η αυθόρμητη πολιτικοποίηση και ικανότητα αμφισβήτησης των επιτρεπτών ορίων της συλλογικής δράσης συνοδεύεται όμως και από μια εξ’ ίσου δυναμική δυνατότητα σύγκλισης με τα υπόλοιπα μέτωπα των κοινωνικών αντιστάσεων. Τα πρώτα δείγματα φάνηκαν στις μεταφορές, με την «συνενοχή» τσαμπατζήδων και οδηγών, και στην συγκέντρωση και πορεία της 23ης Φλεβάρη, με τη συμμετοχή των μπλοκ των διαφόρων τοπικών επιτροπών και κινήσεων. Είναι φανερό ότι τα κινήματα που σχετίζονται με τα θέματα του αστικού χώρου και των δημόσιων αγαθών που είδαμε να αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια, ειδικότερη μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, έχουν μπει σε μια καινούργια φάση, με πολλά ανοιχτά ακόμη ζητήματα προς επίλυση (τα συνήθη για κάθε νέο κίνημα: μορφές συντονισμού, συμμαχίες και πολιτικοί στόχοι).

Ανακεφαλαιώνοντας, ο συνδυασμός αυτών των τριών παραγόντων οδηγεί σε μια εντεινόμενης κρίσης στρατηγικής του κυρίαρχου μπλοκ και σε μια αλλαγή κλίματος στους «από κάτω». Η αγανάκτηση και ο θυμός όλο και λιγότερο προσκρούουν σε προσδοκίες βελτίωσης της κατάστασης, έστω και σε ένα αυστηρά ατομικό επίπεδο , ενώ μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη αρχίζει να εμφανίζεται στις δυνατότητες και την ίδια την ηθική νομιμοποίηση της ατομικής και συλλογικής αντίδρασης. Η ατμόσφαιρα στις μεγάλες πορείες αλλάζει, τα συνθήματα είναι όλο και πιο πολιτικά, υποδηλώνουν τη συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου της συνολικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και το «κόμμα του Μνημονίου». Οταν συναντιώνται στους δρόμους πρακτικές όπως καταλήψεις δημόσιων κτιρίων, διάθεση αναμέτρησης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, μαζικές πορείες, πράξεις ανυπακοής και απεργίες, δυναμική αμφισβήτηση όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά της πολιτικής ελίτ και του συστήματος, μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για έναν «κύκλο οριακά εξεγεργιακό» σύμφωνα με την εύστοχη διαπίστωση του Π. Σωτήρη . Η διάρκεια και η προοπτική όμως αυτής της συνάντηση είναι συνάρτηση των σύνθετων, στρατηγικού χαρακτήρα, προβλημάτων που θέτει κάθε παρόμοια αλλαγή φάσης.

Ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος ως χρονικότητα

 Η υπόθεση εργασίας που είχαμε διατυπώσει τον προηγούμενο Σεπτέμβρη για την εμπνευσμένη από το Μάο στρατηγική του «παρατατεμένου λαϊκού πολέμου» βασιζόταν στις εξής διαπιστώσεις:

1. Η δυσαναλογία ανάμεσα στην ισχύ ενός διαρκώς επιτεθέμενου αντιπάλου και την αδυναμία των λαϊκών δυνάμεων καθιστούσε αδύνατη τόσο μια γρήγορη αντεπίθεση όσο και τη κλασσική στατική άμυνα του «πολέμου θέσεων», που προϋποθέτει οχύρωση και καλά οργανωμένα χαρακώματα. Ο παρατεταμένος πόλεμος είναι ένα είδος επιθετικής άμυνας, που συνδυάζει διαφορετικές μορφές δράσης με κύριο χαρακτηριστικό τη γρήγορη εναλλαγή επίθεσης και αναδίπλωσης και στόχο τη μεγιστοποίηση των απωλειών του αντιπάλου και την άσκηση διαρκούς πίεσης με στόχο την αποσταθεροποίησή του. Πρόκειται για ένα στοίχημα πάνω στο χρόνο, που αποφεύγει, ειδικά στις πρώτες φάσεις του, τις μεγάλες μετωπικές συγρούσεις και επιδιώκει το διαρκές «μαρκάρισμα» του αντιπάλου από έναν ευκίνητο μαχητή, που επιτυγχάνει όμως να κάνει όλο και αισθητό το αθέατο βάρος του.

2. Η στρατηγική αυτή πρόταση προσπαθούσε να απαντήσει στην διπλή αδυναμία των κλασσικών κεντρικών πρωταγωνιστών των κοινωνικών αγώνων, πρώτα και κύρια των συνδικάτων, τόσο να κλιμακώσουν τους αγώνες στην προοπτική μιας γρήγορης επιθετικής κορύφωσης όσο και να οργανώσουν επιμέρους κινητοποιήσεις διαρκείας αμυντικού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος ενσωματώνει την ανάγκη πολλαπλασιασμού των μετώπων, σε μια διαλεκτική «εξωτερικών» και «εσωτερικών» γραμμών, που στοχεύει όχι μόνο στην αποφυγή της περικύκλωσης αλλά, δια μέσω της διαρκούς εναλλαγής κινήσεων ανάμεσα στα «μετώπισθεν» και στις μετωπικές γραμμές, στη σταδιακή αντιστροφή των θέσεων μεταξύ του (ισχυρού) επιτεθέμενου και του (αδύναμου) αμυνόμενου, με τον πρώτο να βρίσκεται ανεπαίσθητα αλλά όλο και πιο βαθειά περικυκλωμένος από την διαρκή εναλλαγή κινήσεων του δεύτερου . Με αυτήν την έννοια προκαταλάμβανε σωστά το ξεδίπλωμα των μορφών κοινωνικού ανταρτοπολέμου και ανυπακοής της τελευταίας περιόδου. Για να το πούμε διαφορετικά, το «παρατεταμένο» εδώ δεν αναφέρεται μόνο σε μια έννοια «αντικειμενικής» διάρκειας αλλά και στην άρθρωση διαφορετικών χρονικοτήτων, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές μορφές ή επίπεδα πάλης και που διατηρούν το καθένα μια σχετική αυτονομία.

3. Η ιδέα του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου αποτελεί λοιπόν και ένα συμπέρασμα που βγαίνει από την εμπειρία του Δεκέμβρη του 2008. Σημαίνει ότι οι εξεγερσιακές μορφές δράσης τείνουν να αποτελέσουν πλέον τμήμα κάθε κοινωνικής σύκρουσης μεγάλης εμβέλειας, ειδικά στο βαθμό που σηματοδοτούν τη συμμετοχή στη συλλογική δράση στρωμάτων που βρίσκονται εκτός των παραδοσιακών οργανωτικών σχημάτων. Ταυτόχρονα όμως προσκρούουν ως τέτοιες και σε συγκεκριμένα όρια. Στην περίπτωση του Δεκέμβρη, όπως έχουν τονίσει οι Λ. Κοτρωνάκη και Σ. Σεφεριάδης, «κομβική χρονικότητα απετέλεσε η σταδιακή εξάντληση της αδιαμεσολάβητης οργής ως επαρκούς πολιτικού κινήτρου για την κλιμάκωση των δράσεων. Η ενδεχομενικότητα αυτή στάθηκε και βασική αιτία αναστροφής της εξεγερσιακής διάχυσης» . Για να έχουν λοιπόν αποτέλεσμα, άρα προοπτική, οι πολύμορφες εξεγερσιακές δράσεις πρέπει να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο σχέδιο, με καθορισμένους στόχους και επιλογή συγκεκριμένων μέσων προς επίτευξή τους. Ενα σχέδιο που, συνοπτικά, ανοίγει σε δύο δυνατότητες: είτε μια γρήγορη διάχυση των δράσεων, οριζόντια (στην κοινωνία, στο χώρο) και κάθετη (κατά μέτωπο αντιπαράθεση με το κυρίαρχο μπλοκ), και τη συνακόλουθη μετατροπή τους σε γενικευμένη εξέγερση (αλά Τυνησία ή Αίγυπτος), είτε την άρθρωσή τους με άλλες μορφές αγώνα, που υπακούουν σε διαφορετικές συλλογικές πρακτικές, μορφές παρέμβασης στον κοινωνικό ιστό και υποκειμενικής συγκρότησης, άρα και διαφορετικούς, άνισα αναπτυσσόμενους ρυθμούς.

4. Υπάρχουν, κατά την άποψή μας, βάσιμοι λόγοι για να υποθέσουμε ότι σε μια κατάσταση όπως η ελληνική, η αναμέτρηση δεν θα έχει τη μορφή που παίρνει η αντιπαράθεση με ένα αυταρχικό κράτος, με βασικά στηρίγματα τους μηχανισμούς ασφάλειας και ελάχιστες δυνατότητες νόμιμης δράσης, αλλά αυτήν μιας παρατεταμένης σύγκρουσης, που θα κινητοποιεί μια πολύμορφη «κοινωνία των πολιτών», με ισχυρές οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις, προϊόν μακρού ιστορικού χρόνου, εναντίον ενός κυρίαρχου μπλοκ εξ’ ίσου σύνθετου, ενός κράτους με πολλαπλές γραμμές άμυνας και μορφές απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης. Παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος σημαίνει λοιπόν ότι η αναγκαία και συντελούμενη κλιμάκωση δε θα είναι ούτε ένα «ελληνικό Ταχρίρ», ούτε βέβαια απλό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, αλλά συνδυασμός και εναλλαγή πολλαπλών μορφών και επιπέδων πάλης, εντός των οποίων θα ενεργοποιούνται διαρκώς ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας και θα αμφισβητούνται/μετασχηματίζονται τα δεδομένα πλαίσια πολιτικής και κοινωνικής έκφρασης. Πρόκειται για μια διαδικασία που στερείται ίσως μιας κεντρικής στιγμής αναμέτρησης, όπου παίζεται συνολικά ο συσχετισμός, αλλά περιλαμβάνει διαδοχικές φάσης κορύφωσης, με σαφή εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, και τελικό στόχο την ανατροπή του συνολικού συσχετισμού δύναμης, με δυό λόγια μια «πολιτική τομή σφραγισμένη από την καταλυτική παρουσία του λαϊκού παράγοντα» .

 

Ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος ως τάση

 

Αυτή η στρατηγική υπόθεση παρουσίαζε όμως δύο προβλήματα, ή μάλλον κατέληγε σε δύο αιτούμενα.

1. Το πρώτο είναι η δυνατότητα άσκησης παρατεταμένου αγώνα τέτοιου τύπου χωρίς την τεράστια ενδοχώρα της κινέζικης υπαίθρου, που επέτρεπε την αναδίπλωση και την ανασυγκρότηση των δυνάμεων. Εδώ πρέπει όμως να σκεφτούμε το ζήτημα του χώρου ως κάτι το τρισδιάστατο, με καθοριστικό το ρόλο του στρατηγικού βάθους. Η συγκρότηση χωρικών τόπων ως εστιών «ζύμωσης και ανεφοδιασμού της διεκδικητικής ενέργειας, (…) διευκολύνσης της πολιτικής επικοινωνίας ανάμεσα σε φυσικά πρόσωπα και ομάδες· και ανάδειξης χωρικά προσδιοριζόμενης κουλτούρας διαμαρτυρίας» δεν σημαίνει αναγκαστικά πολλαπλασιασμό «κόκκινων βάσεων» ή «απελευθερωμένων ζωνών» αλλά κυρίως ικανότητατα διείσδυσης σε βάθος στον κοινωνικό ιστό και δημιουργίας μορφών αυτο-οργάνωσης με σταθερότητα και αντοχή. Η άνοδος των κινηματικών μορφών στις οποίες αναφερθήκαμε προηγούμενα υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας ως αναδυόμενης τάσης της συγκυρίας. Αποδεικνύουν ότι μπορούν να αναπτυχθούν μορφές αμφισβήτησης και διεύρυνσης των δεδομένων πλαισίων συλλογικής έκφρασης και δράσης, που εμπεριέχουν έως και εξεγερσιακές όψεις, έξω π.χ. από το μικρόκοσμο των Εξαρχείων, με στοιχεία διάρκειας και ικανότητες επέκτασης σε σχετικά παρθένα έως τώρα κοινωνικά εδάφη. Στο επόμενο διάστημα, ένα κίνημα εναντίον των συγχωνεύσεων σχολείων με εγκάρσια διάρθρωση που ενώνει εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς, μπορεί να ανοίξει ενός τέτοιου τύπου διευρυμένο μέτωπο, δίνοντάς του εξαιρετική ικανότητα κοινωνικής διείσδυσης και συσπείρωσης δυνάμεων.

2. Ερχόμαστε τώρα στο απόλυτα καθοριστικό πρόβλημα του γενικού συντονισμού των λαϊκών δυνάμεων. Τα γραπτά του Μάο στα οποία αναφερόμαστε προϋποθέτουν με απόλυτη σαφήνεια την ύπαρξη ενός στρατιωτικού και πολιτικού επιτελείου. Ελλείψει κάποιας μορφής συντονισμού, η στρατηγική προσέγγιση καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, εως και καθαρά μεταφορική. Στις συνθήκες της παρούσας κοινωνικής αναμέτρησης, κάτι τέτοιο βάζει ένα απαγορευτικό όριο στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων: όταν όρος για να αποσυρθεί ένα επιμέρους νομοσχέδιο είναι ουσιαστικά να ανατραπεί η κυβέρνηση και το μνημονιακό πλαίσιο, η απουσία στρατηγικής κατεύθυνσης οδηγεί στην αναπαραγωγή του κατακερματισμού, στην αποθάρρυνση και, εν τέλει, στην αποδιοργάνωση της ίδιας της άμυνας. Είναι λοιπόν ή ίδια η μορφή της σύγκρουσης που οδηγεί άμεσα στην ανάγκη ύπαρξης ενός κέντρου που να θέτει υπό αίρεση το διαχωρισμό του πολιτικού με το κοινωνικό. Ξεκινώντας από την υπάρχουσα διάταξη δυνάμεων, αυτό το στρατηγικό κέντρο δε θα μπορούσε παρά να είναι ένα ευρύτατο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, εντός του οποίου καθοριστικό ρόλο καλείται να παίξει ένας αριστερός φορέας με συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση παρέμβασης στα κεντρικά επίδικα της συγκυρίας (χρέος, ευρώ/ΕΕ, ρόλος τραπεζών, αναδιανομή). Σίγουρα απέχουμε πολύ από ένα τέτοιο στόχο, τόσο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο όσο και στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Σημαντικό ανασχετικό ρόλο παίζει εδώ η γραμμή αυστηρής περιχαράκωσης και σεκταριστικής άρνησης κάθε ενότητας στη δράση του ΚΚΕ, που επηρεάζει σημαντικά οργανωμένα και δυνάμει μαχητικά τμήματα εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

3. Παρ’ όλα αυτά όμως, αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι η πραγματικότητα του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου ως τάση της συγκυρίας, με «από τα κάτω» διαμορφώσεις, που εκτείνονται και σε ενδιάμεσες βαθμίδες, και με ατελείς και αποσπασματικές εκφράσεις σε πολιτικό επίπεδο. Στις πρώτες (τις «από τα κάτω») μπορούμε να εντάξουμε πρώτα και κύρια την κινηματική ανάπτυξη στην οποία αναφερθήκαμε προηγούμενα καθώς και τις εξελίξεις στο χώρο των συνδικάτων, με τη μετατοπίση σε αγωστικότερες κατευθύνσεις ομοσπονδιών και σωματείων, ειδικότερα στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, την εντεινόμενη κρίση στο χώρο του κυβερνητικού συνδικαλισμού καθώς και το προωθητικό ρόλο της πρωτοβουλίας πρωτοβάθμιων σωματείων. Στις δεύτερες, σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής, εντάσσονται οι άχαρες και βασανιστικές αλλά απαραίτητες διαδικασίες εσωτερικής διαφοροποιήσης εντός της αριστεράς (αλλά και πέρα απ’αυτήν, ειδικότερα στο ΠΑΣΟΚ) δυνάμεων που αντιδρούν στην αμηχανία και τα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγήσει η κυρίαρχη εως τώρα γραμμή, γραμμή αναχωρητισμού και σεκταρισμού στο ΚΚΕ, ευρωπαϊστικής αγκίστρωσης στο ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, με τη συγκρότηση του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος δείχνει να ξεφεύγει από τη λογική της περιχαράκωσης και της ρητορικής επαναστατικολογίας και να αρχίζει να αποκτά μια ευρύτερη απήχηση. Τα εμπόδια παραμένουν όμως πολύ σημαντικά στο βαθμό ειδικά που το δομικό πια πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί τον κορμό της εκτός ΚΚΕ αριστεράς, δεν είναι τόσο πρόβλημα πολιτικής γραμμής, που ως τέτοια επιδέχεται αλλαγή (μέσω εσωτερικών διαδικασιών και της πίεσης της κατάστασης), όσο πρόβλημα πολιτικής παραλυσίας, που καθηλώνει αυτό το χώρο σ’ένα ατελείωτο και φθοροποιό τακτικισμό. Μια παραλυσία που απορρέει από την τεχνητή διαιώνιση οργανωτικών πλαισίων και συνδιαλλαγών μεταξύ (και εντός) μηχανισμών που ακυρώνει πλέον τη δυνατότητα παραγωγής πολιτικής και ουσιαστικής υπέρβασης των αντιθέσεων.

4. Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιφατικών διαδικασιών, τίθεται πλέον όλο και πιο πιεστικά ένα κομβικό διπλό αίτημα: στο επίπεδο των κοινωνικών αγώνων, και ενώ η επίτευξη της μίνιμουμ ενότητας στη δράση παραμένει ένα κρίσιμο διακύβευμα, αφορά τη συγκρότηση ενός αυτόνομου κέντρου, όχι σε λογική διάσπασης αλά ΠΑΜΕ αλλά ως εστία συντονισμένων πρωτοβουλιών και σχεδιασμού που στοχεύουν σε έναν διαφορετικό βηματισμό των κινητοποιήσεων και στην απεμπλοκή τους από την αναγκαστική αναμονή της επόμενης 24ωρης απεργίας της ΓΣΕΕ.

Στο πολιτικό επίπεδο, αποφασιστική και άμεση σημασία αποκτά η σύγκλιση σ’ ένα μετωπικό φορέα των αριστερών δυνάμεων που δεν αρκούνται στο γενικό αντιμνημονιακό λόγο και προτάσσουν τα μεταβατικά αιτήματα που ορίζουν με τρόπο απτό και συγκεκριμένο τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική: παύση πληρωμών με στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ρήξη με την ΟΝΕ και έξοδο από το ευρώ, εθνικοποίηση των τραπεζών και αναδιανομή εισοδήματος. Παρά τις δυσκολίες που ενέχει μια παρόμοια υπέρβαση, η αποκρυστάλλωση σ’αυτή τη βάση ενός πολιτικού μπλοκ αποτελεί προϋπόθεση για ένα ξεκαθάρισμα του τοπίου με πολιτικούς όρους και τον τερματισμό της προαναφερθείσας παραλυσίας. Και στο βαθμό που αυτή η πρόταση είναι σε θέση να προκαλέσει ανακατατάξεις μεγάλης εμβέλειας σε ένα πολιτικό τόξο που εκτείνεται από το κοινωνικό ΠΑΣΟΚ έως τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής, μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζεται ήδη ως το ανομολόγητο φάντασμα που πλανάται πάνω στο σημερινό πολιτικό σκηνικό.

Σύμφωνα με τον Μάο, η δεύτερη φάση του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου χαρακτηρίζεται από τον κυρίαρχο ρόλο του ανταρτοπολέμου συνεπικουρούμενου του πολέμου κινήσεων, με στόχο την αποτροπή της σταθεροποίησης του αντιπάλου. Είναι μια φάση που επιβάλλει την αποφασιστική επιτάχυνση των δράσεων και βάζει στο επίκεντρο την ανατροπή του βηματισμού ενός αντιπάλου που αρχίζει και εμφανίζει σημάδια κόπωσης, και, γι αυτόν ακριβώς το λόγο, ερωτοτροπεί ανοιχτά με την ιδέα της φυγής προς τα εμπρός. Από την έκβαση αυτής της φάσης εξαρτάται, από τη δική μας πλευρά, τόσο η δυνατότητα αντιμετώπισης ενός τέτοιου ενδεχόμενου, όσο, και κυρίως, κάθε σκέψη για αντεπίθεση και τη δημιουργία των όρων της νέας νίκης.

ΠΗΓΗ: "Εποχή", 25.3.2011. Το είδα: http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=9390

Θέματα ηθικής τάξης για το λαϊκό κίνημα

Θέματα ηθικής τάξης για το λαϊκό κίνημα

Το απαύγασμα της επεξεργασμένης θεωρητικά πρακτικής εμπειρίας από το λαϊκό κίνημα

 

Του Δαμιανού Βασιλειάδη


 

Εισαγωγή

 «Εμείς οι ίδιοι κρίνουμε και αποφασίζουμε για τα ζητήματά μας και θεωρούμε πως ο λόγος δε βλάπτει το έργο».  [1]  Περικλής

Ο καθορισμός κανόνων συμπεριφοράς που αφορούν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία ενός κινήματος καθώς και ο τρόπος και η μεθοδολογία προς επίτευξη αυτού του στόχου, είναι από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν  τόσο την ηγεσία του όσο και τα στελέχη του.

Τα προβλήματα που τυχόν ανακύπτουν δεν μπορούμε να τα αφήνουμε στην τύχη και στην καλοπροαίρετη ή κακοπροαίρετη διάθεση των μελών, που μετέχουν στο συγκεκριμένο κίνημα ή σε οποιαδήποτε άλλη συλλογική προσπάθεια.

Πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε έτσι όπως λέει ο Θουκυδίδης. Γι’ αυτό θέλω να εκφράσω κι εγώ το δικό μου λόγο, γιατί πιστεύω πως δε βλάπτει, ενώ αντιθέτως ωφελεί.

Όλα τα κινήματα στη πορεία τους είχαν και έχουν να λύσουν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο εσωτερικά προβλήματα λειτουργίας και οργάνωσης και δυσκολίες που ανακύπτουν αναγκαστικά από το επίπεδο ωρίμανσης των υποκειμένων, τη χαρακτηροδομή τους, την ιδιοσυγκρασία τους, τη δημοκρατική ή αυταρχική ή εξουσιαστική νοοτροπία τους, τις φιλοδοξίες, τα πάθη, το φθόνο, την αλαζονεία, τον εγωισμό και ατομισμό, την ιδιοτέλεια κ.λπ.

Είναι φαινόμενα που έχουν να κάνουν με την ψυχολογία των ανθρώπων, και τη συμπεριφορά τους απέναντι σε ένα συλλογικό όργανο και την κοινωνία γενικά.

Είναι φαινόμενα, που έχουν αναφορά στην αέναη πάλη, να ξεφύγει κανείς από το εγώ και να ασπαστεί το εμείς. Το εμείς που εδράζεται στο ήθος και την ανιδιοτέλεια. Κατά πόσο δηλαδή κάποιος προτάσσει το εγώ και όχι το εμείς. Το γεγονός αυτό, της ψυχολογικής πλευράς των προβλημάτων, την έχω τονίσει εμφαντικά και επανειλημμένα.

Μάλιστα τόνισα ότι η αποτυχία του Μαρξισμού – Λενινισμού και η δημιουργία του υπαρκτού σοσιαλισμού οφείλεται και σ’ αυτόν το παράγοντα, δηλαδή στην αγνόηση της ψυχολογίας, κατά το: «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος». [2] Ο άνθρωπος, θέλει να πει η φράση αυτή,  δεν είναι μόνο ότι τρώει. Δε σταματά καλύπτοντας τις βιοποριστικές του ανάγκες. Έχει και ψυχικές και πνευματικές ανάγκες.

Έτσι υπέπεσε σε τραγικά και εγκληματικά καμιά φορά σφάλματα, που είχαν ολέθριες συνέπειες για το κίνημα. Κι’ αυτό γιατί, ο ψυχολογικός παράγοντας έχει άμεση σχέση με τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά του δικαιώματα.

Αν θεωρήσουμε ότι η ελευθερία αποτελεί το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου, που τον ανυψώνει πάνω από τις βιολογικές του ανάγκες, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι πρέπει να απελευθερωθούμε και από όλες τις μικροαστικές μας συνήθειες, που πολλές φορές τις ταυτίζουμε με την προοδευτικότητα και τη ριζοσπαστικότητα. [3]

Ο μικροαστός «επαναστάτης» δεν δέχεται κριτική και αποποιείται την αυτοκριτική, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ενώ αντιθέτως ο πραγματικός δημοκράτης θέλει να πείσει και μετατρέψει τον μικροαστό, ακόμη και τον αντιδραστικό σε επαναστάτη, όπως έπραξε ο Άρης Βελουχιώτης, μετατρέποντας του κλέφτες σε αντιστασιακούς. Ο άνθρωπος που διακατέχεται από την μικροαστική συνείδηση, προσχηματικά μόνο κάνει τον διάλογο, στην ουσία θέλει να επιβάλει την άποψή του, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε θεμιτά και αθέμιτα μέσα και τρόπους προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του.

Τα φαινόμενα αυτά τα διαπίστωσα στην μακρόχρονη δράση μου στο λαϊκό κίνημα, προσπαθώντας να αναλύσω και συνειδητοποιήσω τα φαινόμενα αυτά, μελετώντας την πρακτική ορισμένων αγωνιστών, που άλλα διακήρυτταν στη θεωρία και άλλα έπρατταν στην αγωνιστική τους παρουσία. Βασικά ήταν στην θεωρία «ανυποχώρητοι επαναστάτες», αλλά στην πράξη καταστροφικά αντιδραστικοί.

Μιλάω λοιπόν από εμπειρία της πράξης, που απλώς την επεξεργάστηκα και προσπάθησα να τη διαμορφώσω και θεωρητικά. Επίσης ορισμένες φορές ανακύπτουν και προβλήματα ηθικής τάξης, τα οποία επίσης πρέπει να λύνονται με τον πιο αποδοτικό συντροφικό τρόπο, έτσι ώστε να μην ανακόπτεται με τίποτε η πρόοδος και εξέλιξη ενός κινήματος.

Τελικός σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή κατοχύρωση ότι οι στρατηγικοί στόχοι θα προωθηθούν, με τη λύση προβλημάτων που σε αντίθετη περίπτωση θα ανέκοπταν ή δυσκόλευαν την παρά πέρα υλοποίησή τους, θέτοντας σε κίνδυνο την όλη συλλογική προσπάθεια.

 

2. Κανόνες λειτουργίας

 

Ο Λένιν είχε πει πολύ σωστά ότι μπορεί οι αντικειμενικές συνθήκες να έχουν παραωριμάσει, αλλά το επαναστατικό υποκείμενο να σαπίζει. Αυτό σημαίνει ότι, για λόγους που θα αναλύσω, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που χρειάζεται, λόγω της ανωριμότητας, ανικανότητας και ανεπάρκειας.

Πρώτο και βασικό είναι το συλλογικό πνεύμα που πρέπει να διέπει τον τρόπο συμπεριφοράς μας. Αυτό δεν είναι δεδομένο, αλλά κατακτάται με προσπάθειες αυτογνωσίας και αυτοπειθαρχίας και υπαγωγής του Εγώ στο Εμείς.

Ο σεβασμός στους συντρόφους και το πνεύμα συντροφικότητας είναι το πρώτο και απαράβατο καθήκον των συντρόφων μεταξύ τους σε μια συλλογική προσπάθεια.

Η αντιπαράθεση ιδεών, απόψεων και θέσεων δεν πρέπει να θίγει την προσωπικότητα κανενός, γιατί ο καθένας έχει την αξία του, όποια και να είναι αυτή και αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό, αν θέλουμε να έχουμε σχέσεις ισότητας και δικαιοσύνης μεταξύ μας. Στο κάτω κάτω της γραφής η εξυπνάδα είναι λογιών λογιών.

Η αντιπαράθεση ιδεών και απόψεων πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση κάθε συλλογικής προσπάθειας. Όλα να μπαίνουν με θάρρος και παρρησία στο τραπέζι των συζητήσεων και να μην αποφεύγουμε κανένα πρόβλημα λόγω της κρισιμότητάς του και των τυχών κινδύνων που εγκυμονεί. Η αποσιώπηση είναι και αποτελεί κακό σύμβουλο επίλυσης προβλημάτων. Τα προβλήματα παρουσιάζονται από την ζωή, όπως αυτή είναι και όχι, όπως θα έπρεπε να είναι. Γι’ αυτό πρέπει να λύνονται με θάρρος, ορθοφροσύνη και νηφαλιότητα.

Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει η θέληση, το σθένος, η φρόνηση και η σύνεση για να αντιμετωπιστούν προς τη σωστή κατεύθυνση. Η λύση προβλημάτων πρέπει να επιδιώκεται με την πειθώ. Τους συντρόφους δεν μπορούμε να τους βλέπουμε ως αντιπάλους, επειδή έχουν τυχόν διαφορετική άποψη από μας.

Κάθε συλλογικό όργανο και σαν τέτοιο είναι και ο οποιοσδήποτε πολιτικός φορέας η οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή κίνημα, πρέπει να δρα παιδευτικά, δηλαδή να διαπαιδαγωγεί. Γι’ αυτό ο Σάκης Καράγιωργας είχε πει πολύ σωστά: «Το σοσιαλιστικό Κόμμα πρέπει να αποτελέσει τον ισχυρότερο μηχανισμό πολιτικής διαπαιδαγώγησης των ανθρώπων στην ιδέα της κοινωνικής δημοκρατίας. Λόγω της σημασίας που έχει η εγχάραξη της ιδέας αυτής για τη λειτουργία της κοινωνικής δημοκρατίας, το σοσιαλιστικό κόμμα θα πρέπει να είναι περισσότερο όργανο ιδεολογικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης και λιγότερο όργανο πολιτικής εξουσίας». [4] Το ίδιο ισχύει και για τη δική μας Πρωτοβουλία στα βασικά της πλαίσια.

Το θέμα της ηθικής τάξης είναι ένα διαφορετικό πρόβλημα, που η αντιμετώπισή του έχει άλλα χαρακτηριστικά. Το βασικό κριτήριο είναι η άποψη της πλειοψηφίας, χωρίς να υποβαθμίζεται ή να αγνοείται η άποψη της μειοψηφίας. Η ιστορία απέδειξε ότι πολλές φορές οι απόψεις της μειοψηφίας ήταν σωστές και επεκράτησαν, ενώ οι απόψεις της πλειοψηφίας ήταν λανθασμένες και η πράξη απέδειξε τελικά την αναποτελεσματικότητά τους και μ’ αυτή  την έννοια την αναγκαιότητα της αντικατάστασής τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους οι τυχόν διαφορές, εφόσον υπάρχουν και θα υπάρχουν φυσικά, είναι στην ανθρώπινη φύση, θα λύνονται στα συλλογικά πλαίσια με αντιπαράθεση που θα έχει τη βάση της στην πειθώ και όχι στον οποιοδήποτε εξαναγκασμό ή επιβουλή λόγω κάποιων συσχετισμών ή ισχύος. Η ισοτιμία από την άλλη δεν σημαίνει ισοπέδωση, αλλά σεβασμό στη αξία του καθενός, όμως μέσα στα συλλογικά πλαίσια.

Αυτά τα τόσο απλά και αυτονόητα πράγματα μας τα δίδαξε η Αθηναϊκή Δημοκρατία και μπορούμε να τα διαβάσουμε κυρίως στον επιτάφιο του Θουκυδίδη.

 

3. Η παιδαγωγική πλευρά της λειτουργίας ενός κινήματος

 

Το κίνημα ως συλλογικότητα πρέπει να δρα παιδευτικά. Στη διαδικασία της εκπαίδευσης όλοι μαθαίνουμε και αυτομορφωνόμαστε. Κανείς δεν είναι τέλειος και κανείς δεν είναι σε θέση να ισχυριστεί ότι δεν επιδέχεται καλυτέρευση. Το απόλυτο κατέχει μόνο ο «θεός». Ας το αφήσουμε γι’ αυτόν, για να έχει κι’ αυτός κάτι δικό του, για να απασχοληθεί!

Μέσα από την καθημερινή πάλη ωριμάζουμε, διορθώνοντας μας στην πορεία με θεωρητική επεξεργασία. Μπορεί φυσικά να συμβεί και το αντίθετο. Στην διαδικασία αυτή η κριτική και αυτοκριτική αποτελεί θετικό παράγοντα και στοιχείο ενός προοδευτικού ανθρώπου, για να μην πω ενός επαναστάτη. Πρέπει να κρίνουμε για να κριθούμε και όχι να μην κρίνουμε για να μη κριθούμε, όπως λέει το Ευαγγέλιο.

Ο επαναστάτης υποβάλλεται στη βάσανο της κριτικής και ανά πάσα στιγμή είναι πρόθυμος να ασκήσει αυστηρή αυτοκριτική. Εμείς πρέπει να δημιουργήσουμε το πρόπλασμα και το πρότυπο για την κοινωνία που θέλουμε να διαμορφώσουμε.

Αν δεν είμαστε ικανοί να το φέρουμε σε πέρας μέσα στα στενά πλαίσια της συλλογικής μας λειτουργίας, τότε να είμαστε βέβαιοι ότι όχι μόνο δεν θα αποτελέσουμε παράδειγμα για την κοινωνία, αλλά καλό θα είναι να διαλυθούμε, πριν διαλύσουμε την κοινωνία, ή να ιδρύσουμε ή ενταχθούμε σε άλλη συλλογικότητα, που θα εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ σωστής λειτουργίας και συντροφικότητας, μακριά από ηγεμονισμούς και αλαζονικές συμπεριφορές.

Η επιβολή της άποψής μας είτε λόγω συσχετισμών είτε λόγω κάποιας ισχύος, πνευματικής, ψυχολογικής και ιδιοσυγκρασίας ή και οποιασδήποτε άλλης, αντιβαίνει στις αρχές μιας σωστής και εποικοδομητικής λειτουργίας ενός συλλογικού φορέα.

Ασφαλώς και ισχύει η σοφή φράση του Αριστοτέλη ότι η ισότητα μεταξύ άνισων αποτελεί τη μεγαλύτερη αδικία. Ισοπέδωση δε σημαίνει δημοκρατία. Αξιοκρατία είναι και αποτελεί συστατικό της στοιχείο.

Ο τρόπος λειτουργίας μας δημιουργεί συνειδητά ή ανεπαίσθητα το μοντέλο εκείνο που θέλουμε να καθιερώσουμε και για την κοινωνία, για να είναι μια κοινωνία ανθρώπων με αξιοπρέπεια και αξίες και όχι μια κοινωνία λύκων. Αυτή η αλήθεια συχνά παραβλέπεται, για τον απλούστατο λόγο ότι εκ προοιμίου θεωρούμε ότι εμείς είμαστε σωστοί και συνεπώς δεν χρειάζεται να διορθωθούμε, παρά μόνο οι άλλοι.

Το πρόπλασμα της ιδανικής κοινωνίας, προς την οποία προσανατολιζόμαστε, φτιάχνεται, για το λόγο αυτό, μέσα στα πλαίσια της εσωτερικής μας λειτουργίας. Από την ικανότητα ή ανικανότητα διαμόρφωσης της εσωτερικής μας ζωής και λειτουργίας εξαρτάται, αν είμαστε σε θέση να αποτελέσουμε πρόταγμα για την κοινωνία που θέλουμε να διαμορφώσουμε.

Δεν μπορεί να «τρωγόμαστε» μεταξύ μας και να έχουμε την απαίτηση να αλλάξουμε την κοινωνία προς ένα ανώτερο επίπεδο ανθρώπινης συμβίωσης, που θα έχει τα χαρακτηριστικά που έθεταν ως ύψιστο αγαθό οι πρόγονοί μας με τη φράση του Περικλή στον επιτάφιο: «το εύδαιμον, το ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες». [5] Η πράξη μας θα αποδείξει, αν αυτό που θεωρητικά πρεσβεύουμε, αποτελεί βίωμα και μ’ αυτή την έννοια και τρόπο ζωής, ως «εύ ζην». Αν η πράξη που εφαρμόζουμε είναι αντίθετη με τα θεωρητικά μας πιστεύω, τότε έχουμε πρόβλημα και πρέπει να το λύσουμε πριν βγούμε στην κοινωνία έξω.

Γι’ αυτό η σημασία πώς λύνουμε τα προβλήματα της εσωτερικής μας λειτουργίας, έχει τεράστια αξία, την οποία πολλές φορές αγνοούμε εγκληματικά, γιατί έχουμε την αυταπάτη ότι τα προβλήματα αυτά τα έχουμε λυμένα και δε χρειάζεται κόπος και χρόνος, αποτελούν δηλαδή περιττή πολυτέλεια να ασχοληθούμε μ’ αυτά.

Το ήθος και η ανιδιοτέλεια αποτελούν κατάκτηση και δεν είναι ποτέ δεδομένα, αλλά ζητούμενα κάθε στιγμή και κάθε μέρα. Αυτός ο αγώνας δεν σταματά ποτέ. Είναι μια διαρκής διαδικασία (προτσές).

Δεν φτάνει κανείς στο τέλειο, αλλά μόνο το προσεγγίζει. Πρώτο και κύριο και εκ των ων ουκ άνευ ο σεβασμός στη συντροφική συλλογικότητα. Αν βλέπουμε ο ένας τον άλλο ως «ταξικό» αντίπαλο, έχουμε χάσει το παιχνίδι.

Ασφαλώς και δεν είμαστε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα ή θρησκευτική οργάνωση. Οι πράξεις μας πρέπει να έχουν και την ανάλογη συνέπεια, την οποία θα καθορίζουν κάθε φορά οι συλλογικές αποφάσεις. Εκτός από τις συλλογικές αποφάσεις δεν υπάρχει κανένα άλλο δημοκρατικό και αξιοκρατικό μέσο επίλυσης διαφορών και αντιθέσεων.

Όποιος παραβιάζει αυτόν τον κανόνα θέτει εαυτόν εκτός της κοινής συλλογικής προσπάθειας, γιατί ακολουθεί ή θέλει να επιβάλει τη δική του θέληση στο σύνολο. Μπορεί να έχει δίκαιο, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος, παρά μπροστά στο συλλογικό όργανο να το αποδείξει. Αν δεν μπορεί τότε ή πρέπει να σεβαστεί τις συλλογικές αποφάσεις ή να ακολουθήσει τον μοναχικό και ατομικό του δρόμο, γιατί απλούστατα δεν κάνει για συλλογική δουλειά. Δεν αναγκάζουμε κανέναν να συμμορφωθεί με τις συλλογικές αποφάσεις.

Μέσα στην Πρωτοβουλία μόνο εμπόδια θα δημιουργεί και αυτό μπορεί να γίνει ανεκτό έως ένα σημείο, που δεν θα παραλύει την παρά πέρα ανάπτυξη της Πρωτοβουλίας.

 

4. Η ανάπτυξη του κινήματος και πώς επιτυγχάνεται

 

Και ένα τελευταίο. Το κίνημα δεν πρέπει να αποτελεί σέκτα των επίλεκτων. Πρέπει να λειτουργεί ως σχολείο διαμόρφωσης συλλογικής συνείδησης, που αποτελεί προϋπόθεση της επαναστατικής συνείδησης. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται μέσα από την ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση και μέσα από την πρακτική πάλη, που καθορίζεται από τις συλλογικές αποφάσεις. Πρωτοβουλίες είναι ευπρόσδεκτες και επιθυμητές, όταν εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων, τίθενται στην κρίση της συλλογικότητας. Δεν πρέπει να δεσμεύουμε την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, αλλά να γίνεται συζήτηση και  έγκριση στα συλλογικά πλαίσια. Πρέπει να δίνουμε δυνατότητα ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός και όχι υποταγή της.

Ο διάλογος είναι ο καλύτερος τρόπος λύσεων σε κάθε περίπτωση. Ο διάλογος προϋποθέτει το επιχείρημα και το επιχείρημα πρέπει να πείθει. Η πειθώ σε όλες τις περιπτώσεις με την κατάληξη σε συλλογικές αποφάσεις αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή λαθών στο μέγιστο δυνατό επίπεδο. Διοικητικά μέτρα αποτελούν αναίρεση της δημοκρατίας και των ουσιωδών δημοκρατικών διαδικασιών.

Για το λόγο αυτό πρέπει αφού έχει επιτευχθεί ένας βαθμός ωρίμανσης και ασφάλειας στη λειτουργία και στην ιδεολογικοπολιτική κατάκτηση να αναζητήσουμε και άλλους συντρόφους, που είναι στο ίδιο μήκος κύματος με μας, χωρίς ωστόσο να περιμένουμε πρώτα να ταυτιστούν με τις απόψεις μας τελείως και μετά να τους εντάξουμε στη συλλογικότητά μας.

Υπερβολικά μπορούμε να πούμε ότι, εφόσον έχουμε διακηρυγμένες αρχές και διάλογο σε συλλογικά πλαίσια με την απαραίτητη γνώση και ενημέρωση και την γόνιμη αντιπαράθεση ιδεών και απόψεων, μπορούμε άνετα να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά οποιαδήποτε προβλήματα προκύπτουν στη διαμόρφωση συνειδήσεων.

Αν περιμένουμε κάτι τέτοιο να γίνει από μόνο του, τότε ποτέ δεν πρόκειται να προκύψει. Όσοι συσπειρώνονται στην προσπάθειά μας, θα ζυμωθούν κι’ αυτοί μέσα στις διαδικασίες της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής μας λειτουργίας και θα πάρουν και θα δώσουν με τις δικές τους δυνατότητες, για να προκύψει μια σύνθεση, ώστε να αυξηθεί η ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα της Πρωτοβουλίας μας.

Γι’ αυτό το συντομότερο δυνατό είναι απαραίτητο, να εντάξουμε συντρόφους στην κοινή μας προσπάθεια, χωρίς να αναζητούμε εκ των προτέρων το τέλειο. Αυτό θα το προσεγγίζουμε συνεχώς με τις διεργασίες που επιτελούμε στο θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.

Ως πρώτο βήμα θεωρώ την ένταξη μελών του Νέου Αγωνιστή στη δική μας Πρωτοβουλία και στην ενοποίηση της προσπάθειάς μας. Κατά κάποιο τρόπο θα κάνουμε συγκέντρωση πυρών και θα πετύχουμε την ομογενοποίησή μας. Οι εκφάνσεις προς τα έξω πρέπει να παραμένουν, δηλαδή ως Πρωτοβουλία Σοσιαλιστών και ως Νέος Αγωνιστής για λόγους στρατηγικής και τακτικής.

Επίσης είναι αναγκαίο το συντομότερο δυνατό, να κατατεθούν προτάσεις για ένταξη και άλλων μελών στον άμεσο περίγυρό μας. Επίσης θα πρέπει να κατανείμουμε τα καθήκοντα μας σε επιτροπές πάνω σε θεματικές ενότητες, ώστε όλοι να μετέχουν πρακτικά στις εργασίες και να μην μένουν ορισμένοι ενεργοί και οι άλλοι απλώς να ενεργούν παθητικά, αντιδρώντας απλώς στις πρωτοβουλίες ορισμένων.

Μόνο η κατανομή της δουλειάς, ανάλογα με τις διαθέσεις και την ικανότητα του καθενός σε κάποιον τομέα, θα μας οδηγήσει σε αποτελεσματική λειτουργία παραγωγής πολιτικής και θα συντελέσει έμμεσα και στην αποφυγή της τυχόν εσωστρέφειας και ενδοσκόπησης. Επιπλέον θα δώσει διέξοδο στις ικανότητες που έχει ο καθένας μας σε ορισμένους τομείς, όπου άλλοι σύντροφοι δεν μπορούν να αποδώσουν, είτε γιατί δεν έχουν ασχοληθεί με το αντικείμενο και δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις, είτε γιατί απλώς δεν θέλουν. Όμως ο καθένας μας πρέπει να μετάσχει σε μια επιτροπή και να δρα, παρά να παρακολουθεί τους άλλους που δρουν και ο ίδιος απλώς να εκφράζει την άποψή του και ουσιαστικά να μην μετέχει.

Σύντροφος που δεν μετέχει στην πράξη στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους στόχους μας, δεν προσφέρει ουσιαστικά και είναι στην ουσία όχι μόνο αδιάφορος, αλλά και άχρηστος, όπως αναφέρει ο Περικλής στον επιτάφιο.

Ο Γκράμσι εν κατακλείδι είχε δίκαιο, λέγοντας ότι: «πρέπει από σήμερα να   διαμορφωθούμε και να διαμορφώσουμε αυτήν την αίσθηση υπευθυνότητας, κοφτερής κι’ αμείλικτης, σαν το σπαθί ενός εκδικητή. Η επανάσταση αποτελεί κάτι μεγάλο και φοβερό. Δεν αποτελεί παιχνίδι για ερασιτέχνες ή μια ρομαντική περιπέτεια». [6]

 

Παραπομπές

 

[1] Θουκυδίδου, ιστορίας Β΄ (40-41). 

[2] Κατά Λουκάν, 4, 4-5.

[3] Μιλάμε για την μικροαστική συνείδηση. Ακόμη και ο εργάτης και ο αγρότης μ’ αυτή την έννοια μπορεί να διακατέχεται από την μικροαστική, ακόμη, θα’ λεγα και την μεγαλοαστική συνείδηση.

[4] Κείμενα Σάκη Καράγιωργα, 3ος τόμος, σελ. 275. Βασικά ο Σάκης Καράγιωργας θέλησε να δείξει ποιος θα έπρεπε να είναι συγκεκριμένα ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ, που κάθε άλλο παρά ανταποκρίθηκε σ’ αυτά τα καθήκοντα, όπως τα περιγράφει ο ίδιος, τονίζοντας επιπλέον ότι «το σοσιαλιστικό κόμμα θα πρέπει να είναι δημοκρατικά οργανωμένο», τη στιγμή που εξελίχτηκε σε αρχηγικό.

[5] Θουκυδίδου, ιστορίας Β΄ (42-43).

[6] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982, σ. 319.

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 1 Μαρτίου 2011, http://zimosispithakentroathinas.blogspot.com/2011/03/blog-post.html

Ο καπιταλισμός της καταστροφής

Ο καπιταλισμός της καταστροφής

 

Του Περικλή Κοροβέση*


 

Ο θεμελιωτής της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας του νεοφιλελευθερισμού, Φρίντμαν, ο περίφημος γκουρού της Οικονομικής Σχολής του Σικάγου, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Οικονομίας.

Κατά μία σύμπτωση και οι άλλοι οικονομολόγοι που πήραν αυτό το βραβείο είχαν τις αντίστοιχες φανατικές θεωρίες του «καθαρού και αγνού καπιταλισμού». Και παρά το γεγονός πως οι θεωρίες τους, όπου και αν εφαρμόστηκαν, κατέστρεψαν δεκάδες χώρες, εντούτοις τα βραβεία αυτά εξακολουθούν να δίνονται σε αυτούς τους φονταμενταλιστές «TALIBANK». Η εξήγηση είναι απλή. Βραβείο για την οικονομία δεν προβλέπεται στη διαθήκη του Νόμπελ. Το βραβείο αυτό το επινόησαν οι τράπεζες του Βορρά και το δίνουν κάθε χρόνο στον πιο μαφιόζο οικονομολόγο. Η απονομή γίνεται από την επιτροπή Νόμπελ, χωρίς η ίδια να έχει καμία αρμοδιότητα για την οικονομία.

Τα Νόμπελ δεν είναι μόνο λογοτεχνία, είναι και πολιτική. Με το γνωστό παγκόσμιο κύρος τους, δίνουν βραβεία σε ανθρώπους όχι τόσο για το επιστημονικό τους έργο, αλλά για την προπαγάνδα που μπορούν να κάνουν προς όφελος του καταστρεπτικού καπιταλισμού. Π.χ. στην έκκληση της Χαϊδελβέργης, που υπέγραψαν 264 επιστήμονες, με αφορμή τη Συνδιάσκεψη για το περιβάλλον στο Ρίο ντε Ζανέιρο το 1993, υπήρχαν ανάμεσά τους και 59 νομπελίστες που απέρριπταν την οικολογία σαν μια «άλογη ιδεολογία που αντιτίθεται στην επιστημονική και βιομηχανική πρόοδο». Ο μύθος της «αντικειμενικής» επιστήμης είναι πια μόνο για τους αφελείς. Πίσω από τα φονικά όπλα μαζικής εξόντωσης, την καταστροφή του περιβάλλοντος και τη δηλητηρίαση της τροφής με τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, είναι επιστήμονες που υπηρετούν το κέρδος των πολυεθνικών και έχουν μισθούς κροίσων.

Μπορεί ο Φρίντμαν να μην είναι γνωστός στην Ελλάδα, αλλά όλοι θα μάθουμε το έργο του, μια που αυτό έχει αρχίσει ήδη και εφαρμόζεται με ταχύτατους ρυθμούς στις πλάτες μας. Η συνταγή του είναι απλή.

Πρώτον, οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κέρδους, το οποίο θα πρέπει να είναι αφορολόγητο.

Δεύτερον, οφείλουν να πουλήσουν όλη τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες και τα κέρδη, αντί να πηγαίνουν στο κράτος και να τα ξαναεπενδύει στην κοινωνία (δημόσια έργα, παιδεία, υγεία, κ.λπ.), να δίνονται όλα στους ιδιώτες.

Τρίτον, κατάργηση του κράτους πρόνοιας και περικοπή όλων των κοινωνικών δαπανών. Αυτά συνοδεύονται με ένα πλήθος λεπτομερειών: ιδιωτικοποίηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ταχυδρομείων, παιδείας, συγκοινωνιών, λιμανιών, δασών κ.λπ. Ακόμα και πάρκων. Επιπλέον η εργασία δεν θα έχει καμία προστασία και δεν θα υπάρχει κατώτερος μισθός.

Με άλλα λόγια, ό,τι κερδήθηκε από τους εργαζόμενους με θυσίες και αίμα, καταργείται, και ο καπιταλισμός ξαναρχίζει από λευκή σελίδα. Και το εργατικό κίνημα διαγράφεται. Όλοι οι φονταμενταλιστές του κόσμου δεν παραδέχονται λάθη. Αν κάτι πάει στραβά, αυτό οφείλεται στην κακή εφαρμογή του. Ο καπιταλισμός του Φρίντμαν είναι ένα «φυσικό φαινόμενο» και δεν χρειάζεται καμία παρέμβαση του κράτους, γιατί απλά αυτορυθμίζεται.

Ανάμεσα στους αρχαϊκούς θεσμούς είναι η Αστική Δημοκρατία. Η μαθητές του Φρίντμαν προετοίμασαν το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή και αργότερα κατέβηκε ο ίδιος στη χώρα για να επιστατήσει στην πρώτη ανά τον κόσμο εφαρμογή των θεωριών του. Οι δεκάδες χιλιάδες εξαφανισθέντες και οι εκατοντάδες φυλακισθέντες και βασανισθέντες δεν είχαν καμία σημασία για τον Φρίντμαν.

Το 74% ενός μισθού πήγαινε για ψωμί. Οι πολυεθνικές μαζί με την ντόπια ελίτ είδαν τα κέρδη τους να πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Οικονομίες της Λατινικής Αμερικής που ήκμαζαν, όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Ουρουγουάη, βρέθηκαν στην ίδια μοίρα με τη Χιλή και καταστράφηκαν. Οι θεωρίες του Φρίντμαν θα ήταν ανεφάρμοστες αν η CIA δεν είχε άμεση ανάμειξη, με χρήμα και υπηρεσίες.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτό θα είναι το αύριο της Ελλάδας. Μα, θα μου πείτε, δεν έχουμε χούντα. Έχουμε όμως μια αστυνομική καταστολή που μόνο σε δικτατορίες υπάρχει. Και ακόμα, επισήμως ο στρατός γυμνάζεται για να καταστέλλει τις πιθανές αναταραχές που θα ξεσπάσουν. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που τις περιμένουν. Ανάμεσα σε αυτούς, στρατός και κυβέρνηση.

 

* perkor29@mail.com

 

ΠΗΓΗ:  Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011, http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=252950

Είμαστε όλοι δημόσιοι Υπάλληλοι!

Είμαστε όλοι δημόσιοι Υπάλληλοι!

 

Του Λεωνίδα Βατικιώτη


 

Όταν ο βρετανικός Economist, το αιματοβαμμένο πλέον και υπεραντιδραστικό Κόμμα του τσαγιού στις ΗΠΑ και ο Πάγκαλος στα καθ’ ημάς ξεσπαθώνουν κατά των δημοσίων υπαλλήλων, ε, τότε κι εμείς, στα βήματα του διευθυντή της γαλλικής Le Monde που την επομένη της 11ης Σεπτέμβρη αναφώνησε «είμαστε όλοι Αμερικάνοι!» δεν μπορούμε παρά να δηλώσουμε, «είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι!».

 

Γιατί, κακά τα ψέματα, η επίθεση στους δημοσίους υπαλλήλους δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά το προπέτασμα καπνού που κρύβει και νομιμοποιεί στη συνέχεια την κατάργηση του δημόσιου, δωρεάν και κοινωφελή χαρακτήρα των υπηρεσιών που εξακολουθεί να παρέχει το κράτος. Επίσης, ο ρατσιστικός διασυρμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν αποσκοπεί παρά στην αναίρεση εργασιακών δικαιωμάτων και συνδικαλιστικών κατακτήσεων που, σε σύγκριση με τα Νταχάου του ιδιωτικού τομέα όπου το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία ισοδυναμεί με απόλυση, θυμίζουν πραγματικά άλλες εποχές – πολύ πιο δημοκρατικές!

«Ετοιμαστείτε για τα χειρότερα» προειδοποιούσε ο Economist με το πρώτο θέμα του πρώτου του τεύχους για το 2011, αναφερόμενος στις αντιδράσεις των δημοσίων υπαλλήλων όλου του κόσμου – από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους της Καλιφόρνιας μέχρι τους γάλλους σιδηροδρομικούς και τους έλληνες δασκάλους – εν όψει των μέτρων λιτότητας που προμηνύονται. Στη συνέχεια παρέθετε τις αιτίες του κακού στον δημόσιο τομέα. «Σε πολλές πλούσιες χώρες οι μισθοί στον δημόσιο τομέα είναι κατά μέσο όρο υψηλότεροι, οι συντάξεις πολύ καλύτερες και οι δουλειές πολύ πιο σίγουρες». Το «ολίσθημα» των δημοσίων δεν έγκειται μόνο στο ότι δεν παίρνουν τις συντάξεις και τους μισθούς πείνας του ιδιωτικού τομέα! Το βρετανικό έντυπο εκφράζοντας με τον πιο γνήσιο τρόπο το μίσος που σιγά – σιγά διαμορφώνεται στις πολιτικές ελίτ απέναντι ακόμη και στις πιο θεσμικές και επίσημα αναγνωρισμένες μορφές εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων, ρίχνει την πέτρα του αναθέματος στα ίδια τα συνδικάτα των δημοσίων, που πλέον θεωρούνται επικίνδυνος αναχρονισμός. «Καθώς η συμμετοχή στα συνδικάτα κατέρρευσε στον ιδιωτικό τομέα τα προηγούμενα 30 χρόνια  (από 44% του εργατικού δυναμικού στο 15% στη Βρετανία και από 33% στο 15% στην Αμερική) στον δημόσιο τομέα έχει παραμείνει υψηλή. Στην Βρετανία περισσότεροι από τους μισούς εργάτες είναι συνδικαλισμένοι. Στην Αμερική τα στοιχεία δείχνουν 36% (ενώ το 1960 ήταν 11%). Στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι ανήκουν σε συνδικάτα», κοκ. Σε τρεις κατευθύνσεις στρέφονται οι προτάσεις του βρετανικού εντύπου που στην εικαστική κάλυψη του θέματος παρομοιάζει τον δημόσιο τομέα με ένα αποκρουστικό, χονδρό τέρας που έχει την κοιλιά του παραγεμισμένη με κάρτες οι οποίες γράφουν: «μεγαλύτερες συντάξεις», «λιγότερες ώρες», «καλύτερη αμοιβή», «σύνταξη στα 50», «μεγαλύτερα συνδικάτα», «ρεπό», κ.α. Πρόκειται ενδεχομένως για την εικαστική απεικόνιση του χαρακτηρισμού «κοπρίτες» που απηύθυνε ο αντιπρόεδρος του Γ. Παπανδρέου στους δημόσιους υπάλληλους.

Τι προτείνει ο Economist, εκφράζοντας μια αναδυόμενη, νέα πολιτική συναίνεση; Πρώτο, «τα 65 θα πρέπει να είναι η ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης για τους ανθρώπους που δαπανούν τις ώρες τους στις αίθουσες διδασκαλίας και τα γραφεία, ενώ οι νέοι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να ενταχθούν σε συνταξιοδοτικά σχήματα». Δεύτερο, «το δικαίωμά τους στην απεργία θα πρέπει να περιοριστεί, ενώ οι κανόνες που διέπουν τις πολιτικές χορηγίες, ακόμη και τον συνδικαλισμό θα πρέπει να γίνουν εθελοντικοί, όπου κάθε μέλος αποφασίζει αν θα δώσει ή θα γίνει μέλος». Και τρίτο «την πρόσληψη μιας νέας γενιάς εργατών με διαφορετικές συμβάσεις»! Οι συντάκτες του βρετανικού εντύπου δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους και για το γερμανικό θαύμα όπου «οι μισθολογικές αυξήσεις στον δημόσιο τομέα υπολείπονται εκείνων του ιδιωτικού τομέα και οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν επιτρέπεται να απεργήσουν»!

Στις ΗΠΑ στο στόχαστρο της νεο-αντιδραστικής εκστρατείας του Κόμματος του τσαγιού, που η επιθετικότητα και η επικινδυνότητά του έγινε σαφής σε όλους με αφορμή την δολοφονική επίθεση στην Αριζόνα την οποία ενέπνευσε, βρίσκονται οι δάσκαλοι. Σε τρεις μάλιστα Πολιτείες δόθηκε η δυνατότητα ακόμη και απόλυσής τους στην περίπτωση που κριθούν ακατάλληλοι στο πλαίσιο της αξιολόγησης τους, για δύο συνεχόμενες χρονιές.

Το πολιτικό σκάνδαλο έγκειται στην προσπάθεια μεταβίβασης στους δασκάλους των αιτιών διάλυσης των δημόσιων σχολείων. Γιατί, πολύ σημαντικότερη αιτία υποβάθμισης των γνώσεων των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στις ΗΠΑ είναι οι άγριες περικοπές παρά οι ελλείψεις των δασκάλων, όσο υπαρκτές κι αν είναι. Η αλήθεια είναι πως το σημείο στο οποίο έχουν φτάσει οι μειώσεις δαπανών στις ΗΠΑ απέχει έτη φωτός μέχρι στιγμής απ’ όσα έχουν καταφέρει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στην Καλιφόρνια, την άλλοτε χρυσή πολιτεία, η διανομή δωρεάν βιβλίων στους μαθητές έχει σταματήσει πλήρως και τα βιβλία δίνονται σε ηλεκτρονική μορφή δημιουργώντας μια γενιά μορφωμένων ανθρώπων που δεν θα έχουν καν πιάσει στα χέρια τους βιβλία, ενώ στην Χαβάη οι μέρες του σχολείου μειώθηκαν από πέντε σε τέσσερις επειδή το σχετικό κονδύλι του πολιτειακού προϋπολογισμού έπρεπε να περικοπεί κατά 20%! Και με την ίδια ευκολία που θα μείωναν τις ώρες εργασίας σε μια αυτοκινητοβιομηχανία επειδή πρέπει να μειωθεί η παραγωγή λόγω πτώσης των πωλήσεων, μείωσαν και τις ώρες εργασίας των δασκάλων, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αυτό σημαίνει την ραγδαία υποβάθμιση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης τουλάχιστον για τα παιδιά των πιο φτωχών, των εργαζομένων και πλέον των μεσαίων εισοδημάτων, που αδυνατούν να πληρώσουν το κόστος των ιδιωτικών σχολείων.

Αντί λοιπόν να απολογηθούν οι κυβερνήτες των Πολιτειών και ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα για την κατάργηση στην πράξη της δημόσιας παιδείας ρίχνουν από κοινού την πέτρα του αναθέματος στους δασκάλους, που γίνονται εξιλαστήρια θύματα και χαρακτηρίζονται υπεύθυνοι για τα χάλια της παιδείας.

Το ίδιο συμβαίνει στην Ευρώπη και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Η φιλολογία για τις «υψηλές αμοιβές» των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ επιχειρεί να συγκαλύψει την κατάργηση των δημόσιων υπηρεσιών. Έτσι, τη στιγμή που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επιβάλει δίδακτρα στα δημόσια πανεπιστήμια και να τα παραδώσει στους μάνατζερ της αγοράς καταργώντας τον δωρεάν χαρακτήρα της πανεπιστημιακής παιδείας, τη στιγμή που έχει χιλιάδες πανεπιστημιακούς καθηγητές απλήρωτους, οδηγώντας τους να ζητούν δανεικά για να ζήσουν, θυμάται την οικογενειοκρατία στα ΑΕΙ. Τη στιγμή που διαλύει τις δημόσιες συγκοινωνίες μέσω της μείωσης των δρομολογίων των αστικών λεωφορείων και της αύξησης του εισιτηρίου κατά 40% και της κατάργησης δρομολογίων του ΟΣΕ ταυτόχρονα με την αύξηση του εισιτηρίου ακόμη και κατά 300%, ανακαλύπτει τους υψηλούς μισθούς των οδηγών λεωφορείων και των μηχανοδηγών! Τη στιγμή που έχει οδηγήσει τα δημόσια νοσοκομεία και τα ασφαλιστικά ταμεία σε τριτοκοσμικά χάλια, με μέση ώρα αναμονής στα εφημερεύοντα των νοσοκομείων Παίδων 6 ώρες και πλήθος δωρεάν μέχρι πέρυσι παροχών και εξετάσεων να καταργούνται, στρέφει τα φώτα της δημοσιότητας στα φαινόμενα διαφθοράς. Κι αυτό μάλιστα όταν όλοι ξέρουν πως αν η Ζίμενς, ο ευρωπαϊκός μας προμηθευτής, πέρα από ιατρικά μηχανήματα προμήθευε γιατρούς και νοσοκόμους όχι μόνο θα καλύπτονταν τα χιλιάδες κενά αλλά θα φτιάχνονταν και νέα σύγχρονα οργανογράμματα, με επιπλέον οργανικές θέσεις… Η κυβέρνηση παρόλα αυτά ετοιμάζεται να κλείσει νοσοκομεία και κέντρα υγείας μέσω των συγχωνεύσεων, με απώτερο σκοπό να μειωθούν οι δαπάνες κατά ένα τρίτο όπως προβλέπεται στο τρίτο Μνημόνιο, οδηγώντας το επίπεδο της δημόσια υγείας σε προ-ΕΣΥ εποχές.

Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω είναι ότι η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου επιδιώκει να αναιρέσει όλη την κοινωνική πρόοδο που συντελέστηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική του Μνημονίου. Υλοποιεί μάλιστα την κοινωνική οπισθοδρόμηση ωθώντας τους εργαζόμενους σε έναν γενικευμένο αλληλοσπαραγμό όπου ο άνεργος θα επιτίθεται στον δάσκαλο και ο ασθενής στον οδηγό του λεωφορείου, με απώτερο ζητούμενο να θωρακιστεί η πολιτική τους. Η στοχοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων επομένως δεν είναι τυχαία. Η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους όπως επιδιώκει η κυβέρνηση δεν πρόκειται να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά γιατί, απλώς, αλλού βρίσκονται οι αιτίες των ελλειμμάτων. Το μόνο που θα σημάνει μια ήττα των δημοσίων υπαλλήλων στον αγώνα τους να υπερασπίσουν τον δωρεάν και κοινωφελή χαρακτήρα των δημόσιων υπηρεσιών και των δικών τους δικαιωμάτων θα είναι νέα ώθηση στην κυβέρνηση για να βάλει το μαχαίρι ακόμη πιο βαθιά, καταργώντας για παράδειγμα δια νόμου το δικαίωμα στην απεργία, κατά το γερμανικό πρότυπο το οποίο χαρακτηρίζει «αχτίδα φωτός» ο Economist, τις συντάξεις και τις συλλογικές συμβάσεις! Αυτό είναι το σχέδιο τους, στην πλήρη του εφαρμογή.

Πρόκειται μάλιστα για μια πολιτική που με τον ίδιο κανιβαλικό τρόπο εφαρμόζεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ανεπτυγμένου κόσμου. «Σε όλη τη χώρα, κυβερνήτες και δήμαρχοι παλεύοντας με τις μειώσεις του προϋπολογισμού κατηγορούν τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα για τα προβλήματα», ανέφερε σχετικό άρθρο του New Yorker με τίτλο State of the unions, πριν λίγες μέρες, βεβαιώνοντας έτσι πως το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό. Οι ρίζες του αντίθετα βρίσκονται στα δισεκατομμύρια που ξόδεψαν οι κυβερνήσεις όλων των χωρών για να σώσουν τις τράπεζες, την προηγούμενη διετία. Αυτό τον λογαριασμό επιχειρούν τώρα να μεταβιβάσουν στην κοινωνία. Και για να συγκαλυφθεί το έγκλημα που συντελείται ο Πάγκαλος (αφού διόρισε την κόρη του στο δημόσιο όσες περισσότερες φορές μπορούσε) αποκαλεί τους δημόσιους υπάλληλους «κοπρίτες», ο πρώην κυβερνήτης της Μινεσότα «εκμεταλλευτές» κατά το New Yorker, και ο Economist θυμάται τον Γουίλιαμ Κόμπετ που τους αποκαλούσε «φορο-φαγάδες»!

Τέλος, οργή και γέλια προκαλεί ταυτόχρονα το γεγονός ότι τα «πρώτα βιολιά» στην επίθεση κατά των δημοσίων υπαλλήλων είναι δημόσια πρόσωπα που αμείβονται συστηματικά από το δημόσιο! Καθηγητές πανεπιστημίων, εκλεγμένοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι που έχουν αναγάγει σε τέχνη να απομυζούν τις δημόσιες μισθοδοσίες, με μια επινοητικότητα που θα τη ζήλευε ο νους του απλού ανθρώπου και συναγωνίζεται μόνο την αυθάδεια και την ικανότητα τους να επιβιώνουν παρέχοντας συμβουλές, έχουν αναγορευτεί σε κατ’ επάγγελμα υβριστές των δημοσίων υπαλλήλων και υμνητές της ανταποδοτικότητας – αρκεί φυσικά να μην αφορά τα δικά τους έσοδα.

ΥΓ. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων υπογραμμίζεται ότι ο γράφων, με εξαίρεση την έκτακτη αμοιβή που αντιστοιχεί σε μερικές δεκάδες διδακτικές ώρες, ουδέποτε συμπεριλήφθη σε καταστάσεις μισθοδοσίας του ελληνικού δημοσίου.

 

ΠΗΓΗ: [Δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ, 20-26_01-2011] Posted by leonidasvatikiotis στο 21/01/2011, http://leonidasvatikiotis.wordpress.com/2011/01/21/…..ba/

Καλή Χρονιά «Κοπρίτες»

Καλή Χρονιά «Κοπρίτες»

 

Του Γιάννη Μπορμπότη*

 

 

 «Οι Δημόσιοι Υπάλληλοι είναι κοπρίτες». Αυτό είπε με λίγα λόγια ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ κ. Πάγκαλος στις 30 Δεκέμβρη του 2010. Μήπως ο κ. Πάγκαλος έχασε τα λογικά του και βρίζει του υπαλλήλους του κράτους; Μήπως υπερέβαλε και δεν ήθελε να πει αυτό ακριβώς; Μήπως δεν εκφράζει την κυβέρνηση αλλά είναι προσωπική του άποψη; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να απαντήσουμε αρνητικά.

Η προκλητική αυτή δήλωση έρχεται σαν τη δεύτερη επικαιροποιημένη δόση (καιροί μνημονίου γάρ) του «όλοι μαζί τα φάγαμε». Σε απόλυτη συνεννόηση με το ΠΑΣΟΚ αλλά και με πλήρη επίγνωση του τι λέει, ο κ. Πάγκαλος μπήκε μπροστά (έχει άλλωστε το απαραίτητο …πολιτικό εκτόπισμα) στη μάχη που δίνει η «σοσιαλιστική» μας κυβέρνηση από τη μία να ρίξει το φταίξιμο για την κατάσταση της χώρας στους δημοσίους υπαλλήλους και από την άλλη να προωθήσει την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» ανάμεσα στους εργαζόμενους.     

Οι πολιτικοί που εδώ και δεκαετίες δημιούργησαν ένα κρατικό μηχανισμό κομμένο και ραμμένο για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, οι master chef του ρουσφετιού, οι αρχιτέκτονες των στεγανών κομματικών στρατών, οι πλασιέ της εμετικής λογικής «θα σου δώσω να μου δώσεις» εκμεταλλευόμενοι το δικαίωμα στη εργασία έχουν το θράσος να στοχοποιούν τους εργαζόμενους ως υπεύθυνους για το δικό τους τερατούργημα.

Στην αποκάλυψη της αλήθειας θα μας βοηθήσουν οι αριθμοί και τα ποσοστά. Βλέπετε τα αριθμητικά στοιχεία, όταν βολεύουν, διατυμπανίζονται από τους πολιτικούς και προβάλλονται από τα ΜΜΕ μέχρι που να τα βλέπουμε στα όνειρά μας (εφιάλτες καλύτερα). Όταν όμως οι αριθμοί δεν δείχνουν αυτό που θέλουν; Τότε «τουμπεκί».

Ακριβώς αυτό έγινε με την πολυδιαφημισμένη απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων που έγινε το περασμένο καλοκαίρι. Η κυβέρνηση θα αποδείκνυε με αυτό τον τρόπο το υπερδιογκωμένο κράτος και τα εκατομμύρια των δημοσίων υπαλλήλων. Δυστυχώς, για αυτούς, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι και για αυτό κατάπιαν τη γλώσσα τους. Τα δικά τους στοιχεία έδειξαν τελικά ότι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο είναι 625.738 μόνιμοι και 53.833 αορίστου χρόνου, από τους οποίους 202.000 στην εκπαίδευση και 93.000 στα νοσοκομεία, τομείς με τεράστια κενά σε ανθρώπινο δυναμικό.

Δανειζόμενος στοιχεία από τη στήλη του «Ημερόδρομου» στον Ριζοσπάστη με αυτούς τους αριθμούς και σύμφωνα με την «Εκθεση Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» προκύπτει ότι η Ελλάδα κατέχει το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση με 11,4. Μόνο η Ιρλανδία με 11% (ούτε αυτή απέφυγε το μηχανισμό στήριξης), η Ολλανδία με 10,7% και η Γερμανία με 10,2% βρίσκονται πιο χαμηλά. Η Ελλάδα έχει, αναλογικά με το σύνολο των εργαζομένων, το 1/3 των δημοσίων υπαλλήλων σε σύγκριση με τις «χώρες πρότυπα» του πρωθυπουργού Σουηδία και τη Δανία (30% και 29% αντίστοιχα) και περίπου το 1/2 σε σύγκριση με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Αυτά τα ποσοστά παραμένουν σταθερά εδώ και τριάντα χρόνια.

Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010 καταρρίφθηκε και το άλλο ανήθικο επιχείρημα περί τεμπέληδων Ελλήνων.  Όπως προκύπτει, οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν 2.120 ώρες το χρόνο και καταλαμβάνουν την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι Γερμανοί έρχονται προτελευταίοι με 1.432 ώρες και οι Ολλανδοί τελευταίοι με 1.389 ώρες. Δεύτεροι μετά τους Έλληνες, έρχονται οι Τσέχοι (1.992 ώρες).

Μια άλλη αξιοσημείωτη παρατήρηση από την ίδια έκθεση αφορά στην έκταση της μερικής απασχόλησης στις χώρες μέλη της ΕΕ. Στη Γερμανία, παραδείγματος χάριν, το 26,3% του εργατικού δυναμικού δουλεύει υπό καθεστώς μερικής εργασίας, ενώ στην Ολλανδία το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 48,2% του εργατικού δυναμικού. Στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων σε καθεστώς μερικής εργασίας είναι 6%. Από τα παραπάνω ποσοστά μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί η Γερμανία και η Ολλανδία εμφανίζουν χαμηλά ποσοστά ανεργίας αφού ένας μερικά εργαζόμενος (με μία ώρα δουλειά τη βδομάδα) βγαίνει από τον κατάλογο των ανέργων ενώ επί της ουσίας είναι άνεργος.

Η προπαγάνδα ψεύδους και λασπολογίας θα συνεχιστεί αφού είναι απαραίτητη για να δικαιολογηθούν τα μέτρα εναντίον του λαού και των εργαζομένων. Η ξεφτίλα τους όμως δεν έχει όρια όταν χρησιμοποιώντας  τα ίδια τα δικά τους στοιχεία αποδεικνύονται ψεύτες. Καλή ενημέρωση συνδυασμένη με δράση σε όλους τους τομείς θα πρέπει να είναι η δική μας απάντηση.

Η περασμένη χρονιά ήταν γεμάτη πολύμορφους αγώνες που ίσως να μην είχαν τα αποτελέσματα που θέλαμε. Το πρώτο βήμα όμως έγινε και το μικρό βήμα θα γίνει μεγαλύτερο, ο βηματισμός θα ανοίξει και θα γίνει τρεχαλητό με τόση ορμή και δύναμη που θα παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Ας γίνει η νέα χρονιά σταθμός στους αγώνες, ένα λιθαράκι έως την ανατροπή του καθεστώτος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Μέχρι “να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση”…

Καλή χρονιά «κοπρίτες»!!!!

 

* (Ο) Μπορμπότης Γιάννης (είναι) Μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Κέρκυρας (και) Μέλος Γραμματείας Εκπαιδευτικών ΠΑΜΕ Κέρκυρας

 

ΠΗΓΗ: 10/01/2011 – 16:45, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=19383

ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ: ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ ΣΤΟ ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ;;;

ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ; … ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ

 

Του Παναγιώτη Ντούλα*


 

« Από κει που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι»

 

Σε ένα κείμενο που διέρρευσε χτες 08-01-2011 από την AB με τίτλο «Κείμενο εργασίας για θέματα μεταθέσεων, τοποθετήσεων και αποσπάσεων» περιγράφονται αλλαγές στις υπηρεσιακές μεταβολές που συζητιούνται στην Επιτροπή που υποτίθεται ότι θα εξορθολόγιζε τις όποιες αδικίες (πχ μη μοριοδότηση αποσπάσεων).

Το κείμενο μάλλον πρόκειται περί αστείου, σε  κάποια  σημεία  του  που  επισημαίνουμε  παρακάτω, αλλά εμείς θα το αντιμετωπίσουμε σοβαρά περιμένοντας και μια επίσημη ενημέρωση. Αλήθεια, οι αιρετοί μας και οι εκπρόσωποι ΟΛΜΕ, ΔΟΕ πού βρίσκονται;;; Χωρίς άλλα σχόλια, λοιπόν, το κείμενο για τις μεταθέσεις προτείνει, μεταξύ άλλων:

– Τη θέσπιση 11 ενιαίων για Α’ Βάθμια και Β’ Βάθμια κατηγοριών σχολείων ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας (που καθορίζεται με διάφορα αντικειμενικά μετρήσιμα κριτήρια).  Η κατάταξη στα σχολεία γίνεται μετά από πρόταση του ΚΥΣΔΕ που λαμβάνει υπόψη τις εισηγήσεις της ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΠΥΣΔΕ. Οι εισηγήσεις έχουν γίνει;;; Αν ναι, δημοσιοποιήθηκαν στον κλάδο ή στις κατά τόπους ΕΛΜΕ; Λαμβάνονται υπόψη ή απλά κατατίθενται για την ιστορία;;;

– Η πρώτη από τις κατηγορίες(πχ τα σχολεία της Αθήνας τώρα), δηλ η κατηγορία Α’ θα πιάνει 0 μόρια δυσμενών συνθηκών με κλιμάκωση μέχρι την τελευταία κατηγορία ΙΑ’, που θα πιάνει 10 μόρια για κάθε χρόνο υπηρεσίας.

– Στη συνέχεια προσθέτει το εξής εκπληκτικό: «Οι μονάδες λόγω δυσμενών συνθηκών στην έδρα του σχολείου όπου υπηρέτησαν υπολογίζονται μόνο για την αμέσως επόμενη μετάθεση ή τοποθέτηση των εκπαιδευτικών»!!!!! Δηλ, σε απλά ελληνικά οι μονάδες δυσμενών συνθηκών, αμέσως μετά την μετάθεση ή τοποθέτηση κάποιου σε σχολείο, διαγράφονται και η μέτρηση των μορίων δυσμενών συνθηκών ξεκινά πάλι από το 0 ενώ μέχρι τώρα υπολογίζονταν για όλη την εκπαιδευτική μας σταδιοδρομία!!!

Πχ ,  έστω 2 εκπαιδευτικοί Α και Β.

Ο Α έχει υπηρετήσει 5 χρόνια σε μια περιοχή δυσκολίας Η’ = 7 μόρια και, επειδή δεν καταφέρνει να πάρει μετάθεση για την περιοχή που θέλει, παίρνει μετάθεση για μια άλλη περιοχή, πχ μια κοντινή περιοχή δυσκολίας Δ’ = 3 μόρια. Μετά από 2 χρόνια υπηρεσίας στην καινούργια περιοχή ζητά ξανά μετάθεση για τον τόπο του(πχ Γ’ Αθηνών). Έχει 7 χρόνια υπηρεσίας επί 2,5(το χρόνο) = 17,5 από την προϋπηρεσία. Επειδή όμως τα μόρια της πρώτης περιοχής όπου δούλεψε διαγράφονται, έχει μόρια δυσμενών συνθηκών 3 επί 2 = 6 μόρια, δηλ ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΡΙΩΝ 17,5+6= 23,5.

Ο Β διορίζεται και υπηρετεί σε μια περιοχή δυσκολίας Η’ = 7 μόρια για 3 χρόνια. Μόλις ολοκληρώσει την υποχρεωτική τριετία του (άλλο μεγάλο θέμα αυτή η τιμωρία…) ζητά μετάθεση κι αυτός για τον τόπο του (πχ Γ’ Αθηνών). Έχει 3 χρόνια προϋπηρεσίας επί 2,5 (το χρόνο)=7,5 από την προϋπηρεσία. Από τα μόρια δυσμενών συνθηκών έχει 3 χρόνια επί 7 μόρια = 21 μόρια(χωρίς να υπολογίζεται η τελευταία χρονιά που, με το τελευταίο νόμο, λαμβάνεται διπλά), δηλ ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΡΙΩΝ 7,5+21 = 28,5.

Ο Β με 3 χρόνια στον ίδιο τόπο (όπου ο Α πέρασε 5 χρόνια + άλλα 2 κάπου αλλού) παίρνει τη μετάθεση!!! Αυτό δε συνιστά απλώς πρωτοφανή αδικία, δεν είναι απλά παράλογο αλλά ενδεχομένως να είναι και αντισυνταγματικό.

– Το κείμενο συνεχίζει με την επόμενη πρόταση: «Οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν σε σχολεία της έδρας τους (δηλ εκεί που είναι δημότες) δε λαμβάνουν μονάδες δυσμενών συνθηκών». Ουσιαστικά, αποκλείει τη μετάθεση για κάποιον που υπηρετεί στον τόπο του. Επίσης, σε συνδυασμό με το προηγούμενο εδάφιο τινάζει στον αέρα τη διαδικασία των τοποθετήσεων.

Πχ έστω 2 εκπαιδευτικοί Α και Β που ζητούν οργανική(είτε πρώτη τοποθέτηση είτε βελτίωση θέσης) στη διαδικασία των τοποθετήσεων.

Ο Α με 15 χρόνια υπηρεσίας στην περιοχή που είναι δημότης έχει 15 επί 2,5 = 37,5 μόρια. Δε λαμβάνει κανένα μόριο δυσμενών συνθηκών, αφού υπηρετεί στο δήμο του, άρα έχει ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΡΙΩΝ =  37,5 μόρια.

Ο Β έρχεται με μετάθεση στην ίδια περιοχή. Έχει 5 χρόνια υπηρεσίας στην προηγούμενη περιοχή (πχ περιοχή Η’ = 7 μόρια) και, με βάση τα δύο προηγούμενα εδάφια, έχει 5 χρόνια επί 2,5 = 12,5 μόρια προϋπηρεσίας. Από τα μόρια δυσμενών συνθηκών έχει 5 επί 7 = 35 μόρια. ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΡΙΩΝ 12,5 + 35 = 47,5 μόρια.

Δηλ ο Α που είναι 10 χρόνια παλαιότερος τουλάχιστον από το Β, ο Α που μπορεί να έχει φτάσει στις εσχατιές της Ελλάδας για να γυρίσει στον τόπο του, ΔΕ ΘΑ ΕΧΕΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΟΤΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ή ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΘΕΣΗΣ.

Σε ποια λογική ή ηθική διάσταση εδράζεται αυτό;

Μπορεί κανείς να μας εμποδίσει να σκεφτούμε ότι είναι φωτογραφική διάταξη που εξυπηρετεί κάποιες σκοπιμότητες;

Μπορεί κανείς να μας εμποδίσει να σκεφτούμε ότι στο βωμό της εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων θυσιάζεται για χρόνια η αξιοκρατία στον κλάδο 200.000 εργαζόμενων εκπαιδευτικών όσον αφορά τις υπηρεσιακές μας μεταβολές;;;

– Και τελειώνει με το κερασάκι της δηλητηριώδους αυτής τούρτας: «Ο χρόνος που αφορά μακροχρόνιες (πέραν του μηνός) αναρρωτικές άδειες με αποδοχές, άδειες κυήσεως και λοχείας, ..…. θεωρείται ότι διανύθηκε σε σχολείο Α’ κατηγορίας» (δηλ παίρνει 0 μόρια). Όποιος είχε την ατυχία πχ να πάθει πνευμονία ή όποια κοπέλα είχε την καταστροφική και ανήκουστη έμπνευση να κάνει παιδιά τιμωρείται για αυτό και δεν παίρνει κανένα μόριο για εκείνη την περίοδο. Ουσιαστικά, επειδή οι ηλικίες 25-40 στις οποίες διορίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των συναδελφισσών είναι και οι ίδιες ηλικίες στις οποίες μια γυναίκα μπορεί συνήθως να τεκνοποιήσει, τις δίνει την … προοδευτική (και φιλοδημογραφική…)  επιλογή είτε να δουλέψουν στο σχολείο είτε να μείνουν στο σπίτι!

Ελπίζουμε η διαρροή της ΑΒ να μην είναι σοβαρή βάση συζήτησης της Επιτροπής γιατί αλλιώς θα πρόκειται για τορπίλη στην αξιοκρατία και τη διαφάνεια που είχαμε κατακτήσει σαν κλάδος στο θέμα των μεταθέσεων-τοποθετήσεων και σε ό,τι αφορά τα σημεία που επισημάνθηκαν.

Αλλιώς, οι αιρετοί και οι εκπρόσωποί μας πρέπει άμεσα να τοποθετηθούν για το τι συμβαίνει και τι λέγεται εκεί μέσα σε αυτήν την Επιτροπή, να αποκαλύψουν και να καταγγείλουν ποιος σκέφτεται και γράφει αυτά τα πράγματα.

Θα συμφωνήσουν τα ΔΣ της ΔΟΕ-ΟΛΜΕ (και των κατά τόπους ΕΛΜΕ και Συλλόγων) με αυτό;

Θα ανεχτούν αυτήν την αδικία οι δεκάδες χιλιάδες των συναδέλφων τους οποίους αφορά άμεσα αυτό το κείμενο;;;

 

Εάν είναι να περάσουν τέτοιες ρυθμίσεις, τότε να απαιτήσουμε να μείνει το ισχύον καθεστώς σε αυτά τα θεματα των μεταθεσεων-τοποθετησεων που είναι απείρως πιο δίκαιο, συνταγματικό και, κυρίως, ΛΟΓΙΚΟ.

 

ΕΛΕΟΣ!

 

* Ο Παναγιώτης Ντούλας είναι πρόεδρος της Β΄ ΕΛΜΕ Δωδεκαννήσου

 

 

Κάλυμνος, 09-01-2011

ΑΔΕΔΥ-ΟΛΜΕ: «τρεις λαλούν και δυό χορεύουν»

ΑΔΕΔΥ-ΟΛΜΕ: «Τρεις λαλούν και δύο χορεύουν»

 

Των Αντώνη Ναξάκη και Παν. Μπούρδαλα*


Δεν χωράει αμφιβολία πως οι οργανώσεις της εργατικής τάξης (της ζωντανής εργασίας) διέρχονται περίοδο βαθιάς διάλυσης, έκπτωσης αξιών, πολιτικής και ιδεολογικής χρεοκοπίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ όπου όλα τα παραπάνω εκφράστηκαν με τον πιο ακραίο τρόπο.

Οι 852 σύνεδροι δεν κατάφεραν καν να βρεθούν στην αίθουσα του συνεδρίου (μονίμως άδεια), δεν συζήτησαν κανένα θέμα των εργαζομένων που δήθεν εκπροσωπούσαν, αναλώθηκαν σε ενδοπαραταξιακές ίντριγκες (ατελείωτες ώρες) και συζητούσαν εκτός συνεδρίου οι περισσότεροι, τον τρόπο που θα διασώσουν τα ατομικά τους συμφέροντα. Οι ελάχιστοι που προσπάθησαν διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν τα παραπάνω δεδομένα.

Βεβαίως οι ηγεμονεύουσες 30 χρόνια τώρα κομματικές δυνάμεις, είτε του κυβερνητικού, είτε του αριστερού δικομματισμού, βρίσκονται σε πιο βαθιά κρίση (έκπτωση αξιών και πολιτικο-ιδεολογική χρεοκοπία), από τις εργατικές οργανώσεις.

Όμως το ζήτημα σήμερα για τις δυνάμεις της ζωντανής εργασίας στην πάλη τους ενάντια στις εκμεταλλευτικές-εξουσιαστικές δυνάμεις είναι το ποιες θα ξεπεράσουν πρώτες τα προαναφερόμενα αίτια διάλυσής τους. Είναι ένα θέμα που απαιτεί προσωπικό ξεκαθάρισμα στρατοπέδου με παράλληλο συλλογικό ξεκαθάρισμα των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Στην περίπτωση της ΑΔΕΔΥ μόνο η διάλυση της με παράλληλη μεταβίβαση της ευθύνης ανασυγκρότησης του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος στα α/βάθμια σωματεία (οργανωτικό συνέδριο) αποτελεί άμεση διέξοδο.

Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στο Δ.Σ της  ΟΛΜΕ, μικρό χρονικό διάστημα πριν το 15ο συνέδριο των εκπαιδευτικών της β/βαθμιας εκπαίδευσης.

Ενώ βρισκόμαστε μπροστά στο κλείσιμο 100άδων σχολικών μονάδων, ΑΕΙ, ΤΕΙ, στην διάλυση των εργασιακών σχέσεων (απολύσεις, αυξήσεις ωρών, μετατάξεις, αύξηση μαθητών στο τμήμα κ.τ.λ.), στην μεταρρύθμιση του λυκείου και των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ που θα στείλει την πλειοψηφία των μαθητών στα χέρια των ιδιωτών-εμπόρων καταρτίσεων του Καλλικράτη, στην δραματική μείωση μισθών και ενός μισθολογίου των 750 ευρώ για τον νεοδιόριστο, στην επικείμενη αναθεώρηση του συντάγματος με αιχμή την άρση της μονιμότητας και την ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση Λυκείων-ΑΕΙ-ΤΕΙ (κατάργηση άρθρου 16), κ.τ.λ., τα μέλη του Δ.Σ της ΟΛΜΕ ψάχνουν πόλη για την διεξαγωγή εκπαιδευτικού συνεδρίου, όταν μάλιστα για το πρόσφατο εκπαιδευτικό συνέδριο των Χανίων δεν έχουν εκδοθεί ακόμα τα υλικά! Εκείνο που θα έπρεπε να κάνει το Δ.Σ της ΟΛΜΕ όλο αυτό τον καιρό είναι γνωστό σε όλους.

Έπρεπε λοιπόν:

– Να είναι ήδη εμφανείς οι προσπάθειες κτισίματος ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου με πανεκπαιδευτικά αιτήματα και σχέδιο κινητοποιήσεων.

– Να είναι ήδη εμφανείς οι προσπάθειες κτισίματος ενός ευρύτερου μετώπου με αιχμή τους εργαζόμενους στους χώρους των δημοσίων και δωρεάν αγαθών, παιδείας, υγείας, ΟΤΑ κ.τ.λ.

– Να είναι ήδη έτοιμο ένα πρόγραμμα κινητοποιήσεων μακράς πνοής με έναρξη τον Γενάρη που θα συμπεριλαμβάνει και την περίπτωση να μην βρούμε άμεσα συμμάχους. Μ’ άλλα λόγια το πώς θα αντισταθούμε ακόμα και μόνοι μας.

 

Τα παραπάνω ακόμα μπορούν να γίνουν, αρκεί να υπάρξει άμεσα ο σωστός προσανατολισμός.

 

03-01-2011

 

* Οι Αντ. Ναξάκης, Παναγ. Μπούρδαλας ήταν σύνεδροι στο (πρόσφατο) 34ο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ

Η αντίσταση των δημοσίων υπαλλήλων

Η αντίσταση των δημοσίων υπαλλήλων

 

Του Γιώργου Σταματόπουλου


 

Τα διαρθρωτικά μέτρα που απαιτούν η τρόικα και το ΔΝΤ στόχο έχουν την αποδιάρθρωση του «σκληρού» ελληνικού κράτους και του εκάστοτε κόμματος που το λυμαίνεται.

Αυτό βεβαίως θα μπορούσαμε από μόνοι μας να το επιδιώξουμε, αλλά το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν το επέτρεπε, διότι το προσωπικό του ψωμιζόταν θαυμάσια από την τέτοια λειτουργία του. Και το προσωπικό αυτό ήταν (και είναι) πολυπληθές, ένθεν κακείθεν.

Αλλά δεν φαίνεται να 'ναι μόνο αυτός ο στόχος των επιτηρητών μας. Βαθύτερος και ουσιωδέστερος στόχος είναι αυτός που πρεσβεύει το καπιταλιστικό σύστημα: ο ανέστιος, περιπλανώμενος και άρα ευκόλως χειραγωγούμενος εργαζόμενος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι όσο κι αν έχουν κατηγορηθεί, δικαίως ή αδίκως, έχουν δημιουργήσει μια ισχυρή συνοχή, έχουν μόνιμη έδρα και κατοικία.

Αυτό γεννά μακρόχρονους δεσμούς μεταξύ τους, αλλά και με πολλά άλλα μέλη της κοινωνίας, εξασφαλίζοντάς τους μια αξιοπρεπή ζωή κι ένα συνεχές αίσθημα ασφάλειας, τόσο ιατροφαρμακευτικής όσο και – κυρίως – ανθρώπινης.

Πυργώνουν έτσι μια σπουδαία αντίσταση απέναντι στις επιταγές του φιλελευθερισμού που θέλει τον εργαζόμενο αναλώσιμο και άπατριν, χωρίς ρίζες.

Το αίσθημα του συνανήκειν θέλουν να πατάξουν, το μόνο που προσφέρει θαλπωρή και χαρά, έστω και μέσα από καθημερινές συγκρούσεις, στους ανθρώπους των μεγαλουπόλεων.

Γιατί τους συνεταιρισμούς και τα συνδικάτα ήδη τα έχουν τσαλαπατήσει, αυτά δηλαδή που θα διεφύλασσαν τα κεκτημένα των εργαζομένων· κεκτημένα που με τη σειρά τους θεμελίωναν έναν ελάχιστο βαθμό αξιοπρέπειας.

Αν οι δημόσιοι υπάλληλοι γνώριζαν τη δύναμή τους θα ήσαν άψογοι στη δουλειά τους και στη συμπεριφορά τους. Θα εξέλιπαν η αγένεια και η αλαζονεία (στηριζόμενες στο μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, ο μισθός κατατίθεται, στα διάφορα επιμίσθια, στις ύποπτες συναλλαγές και σε όποια άλλα προνόμια τούς παραχωρούνται).

Δεν θα έμπαιναν άνθρωποι στο «ψυγείο» υπηρεσιών του «δημοσίου» επειδή μόνο και μόνο ήσαν αντίπαλοι πολιτικά από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Κι έτσι πολλοί τώρα συμφωνούν με τη σφαγή που επιχειρείται στο βαθύ κράτος (στο βαθύ ΠΑΣΟΚ κ.λπ.). Έχουν χάσει το δίκιο τους από μόνοι τους γιατί υπηρέτησαν τυφλά ένα πελατειακό, ανέντιμο σύστημα, που βόλευε τους πάντες, εκτός απ' αυτούς που δεν είχαν «μπάρμπα στην Κορώνη». Τώρα που δέχονται την επίθεση από τους Αμερικανοευρωπαίους, η κοινωνία δεν τους συμπαραστέκεται· τουναντίον, μέρος της φαίνεται να το απολαμβάνει…

Παραμένει εντούτοις ως μείζον πρόβλημα η εξάρθρωση του κοινωνικού ιστού, που ήδη έχει επιτευχθεί σε πολλούς τομείς της δημόσιας διοίκησης και της ιδιωτικής εργασίας. Η κοινωνία διαλύεται και οι πλείστοι άδομεν. Ο καπιταλισμός χαμογελά αυτάρεσκα και η Αριστερά (και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις…) τα βάζουν με τον Πάγκαλο που εκστομίζει το αυτονόητο γι' αυτόν, όντας περήφανος (;) υπηρέτης του καπιταλιστικού συστήματος. Η αμερικανική νοοτροπία («ο φτωχός είναι υπεύθυνος για την κατάντια του») εδραιώνεται και σε αυτή τη χώρα (ε, καιρός ήταν μετά όλο αυτό το χοντροκομμένο λάιφ στάιλ που λουστήκαμε…).

 

* stamg@enet.gr  

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010,  http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=228055

Γαλλία – Συνταξη: Να μπλοκάρουμε την οικονομία

Να μπλοκάρουμε την οικονομία για να μπλοκάρουμε τη μεταρρύθμιση

 

Συνέντευξη του Ολιβιέ Μπεζανσενό*

σε αναγνώστες της Le Monde.

 

Εστεμπάν: Καλημέρα, σήμερα Τρίτη πρόκειται για ένα κύκνειο άσμα ή όχι;

Μπεζανσενό: Όχι! Πρόκειται για μια επιπλέον φάση προς τη κατεύθυνση της γενικής απεργίας που αρχίζει να παίρνει μορφή. Από το βράδυ της Τρίτης και πέρα, θα γίνουν ανανεώσεις της απεργίας, θα γίνουν νέες διαδηλώσεις, καθώς και πολυάριθμα μπλοκαρίσματα. Το ερώτημα που μπαίνει τώρα είναι να μπλοκαριστεί η οικονομία για να μπλοκαριστεί η μεταρρύθμιση.

Zbeul: Είναι αυτή η απεργία, κατά τη γνώμη σας, μια πολιτική απεργία γενικής δυσφορίας ή μια κοινωνική απεργία αποκλειστικά επικεντρωμένη στις συντάξεις;

Μπεζανσενό: Η δυσαρέσκεια ξεπερνάει το ζήτημα των συντάξεων, αλλά ταυτόχρονα, αποκρυσταλλώνεται στο ντοσιέ των συντάξεων. Πολλοί μισθωτοί και πολλοί νέοι δεν αντέχουν πια τα «δυο μέτρα και δυο σταθμά» της κυβέρνησης και επιδιώκουν όντως, μέσα από αυτή την απεργία για τις συντάξεις, να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τη κυβέρνηση Σαρκοζί που υφίστανται εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Αμπντελμαλίκ: Ποια συνέχεια θα προτείνατε στη συνδικαλιστική δράση, αν ψηφιστεί ο νόμος:

Μπεζανσενό: Ο νόμος δεν είναι παρά σχέδιο νόμου ενόσω δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Και ακόμα και όταν θα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η κοινωνική ιστορία της χώρας μας είναι εδώ για να μας θυμίσει ότι αυτό που αποφασίζουν το Κοινοβούλιο και η Γερουσία, ο δρόμος μπορεί να το ξε-αποφασίσει.

Φρεντ: Ακόμα και με 3 εκατομμύρια διαδηλωτές, έχει ο δρόμος τη νομιμοποίηση ενός εκλεγμένου Κοινοβουλίου;


Μπεζανσενό: Σήμερα, η νομιμότητα είναι στο στρατόπεδο του δρόμου, και ο δρόμος μπορεί να έχει περισσότερη δύναμη από ό,τι οι κυβερνήσεις. Αυτό συνέβη το 1995 στη περίπτωση του σχεδίου Ζυπέ, και συνέβη επίσης το 2006 την ώρα της σύμβασης πρώτης πρόσληψης (CPE).

Εξάλλου, οι κυριότερες κοινωνικές μας κατακτήσεις κερδήθηκαν με αγώνες και με τη κινητοποίηση των προγόνων μας. Αν οι παππούδες μας δεν είχαν κατέβει σε απεργία το 1936, δεν θα είχαμε σήμερα τη πληρωμένη άδεια διακοπών.

Odp: Πιστεύετε λοιπόν ότι η ψήφος του συνόλου των πολιτών έχει λιγότερη αξία από τα κοινωνικά κινήματα;

Μπεζανσενό: Πότε ψήφισε η πλειοψηφία των πολιτών τη σύνταξη στα 67 χρόνια; Στο You Tube, μπορείτε να πάτε να δείτε το Νικολά Σαρκοζί, να εξηγεί πως δεν θα αγγίξει τη σύνταξη στα 67 χρόνια.

Λεόν: Το ΝΡΑ σπρώχνει τους μαθητές να βγουν στους δρόμους;

Μπεζανσενό: Οι μαθητές σπρώχνονται μόνοι τους και δεν χρειάζονται κανένα για να το κάνουν. Μπορούμε να έχουμε μαθητές στο ΝΡΑ.

Εξάλλου, οι ενήλικες, οι μισθωτοί, οι γονείς μαθητών είναι συχνά παρόντες μπροστά στα λύκεια και ζητάνε από τις αστυνομικές δυνάμεις να φύγουν από τα σχολεία και να σταματήσουν τις προκλήσεις τους. Και αυτό είναι καλό.

Ρολάν: Οι πράξεις βίας μπροστά από μερικά λύκεια κινδυνεύουν να στρέψουν τη κοινή γνώμη ενάντια στο κίνημα. Ήταν πραγματικά ανάγκη να βάλουμε στο κίνημα τους μαθητές;

Μπεζανσενό: Ναι, πρέπει να βάλουμε όλο τον κόσμο. Και η νεολαία κατανοεί ότι όταν ζητάνε από τους μεγαλύτερους να δουλεύουν για πολλά χρόνια, οι νέοι θα έχουν ακόμα πιο λίγες ευκαιρίες να βρούνε μια δουλειά στην αγορά εργασίας.

Η κυβέρνηση, με τις επαναλαμβανόμενες αστυνομικές προκλήσεις της, επιδιώκει το ντεραπάρισμα της κατάστασης, πιστεύοντας ότι προκαλώντας φόβο θα καλμάρει την αμφισβήτηση.

Εμιλιέν 22: Ποια στοιχεία σας επιτρέπουν να συγκρίνετε τις διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών με το Μάη 68; Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ή ακόμα και να ευχηθούμε τη πιθανότητα ενός κινήματος ίδιου τύπου για τη Γαλλία;

Μπεζανσενό: Δεν υπάρχει μοντέλο για εξαγωγή. Κάθε αγώνας έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και βρίσκει τους δικούς του νόμους. Όμως πιστεύω πως ένας νέος Μάης 68 με τα χρώματα του 21ου αιώνα δεν θα έκανε κακό σε κανένα, εκτός από τους καπιταλιστές και τη κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν μας πειράζει…
Ο Μάης 68, εκτός από τα οδοφράγματα, ήταν μια γενική απεργία όπου εκατομμύρια άνθρωποι εισέβαλαν στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο. Είναι αυτή ακριβώς την εισβολή που χρειαζόμαστε σήμερα.

Τιμπώ: Απεργοί που μπλοκάρουν πετρελαϊκά κέντρα και συγκοινωνιακούς άξονες: πρόκειται ακόμα για απεργία όταν εμποδίζονται οι άλλοι να εργαστούν; Δεν είναι μάλλον πιο κοντά στην ιδέα που έχετε για τον «επαναστατικό ακτιβισμό»;

Μπεζανσενό: Δεν ζούμε μια επανάσταση (όχι ακόμα!). Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία γενίκευσης των απεργιών, όπου η ριζοσπαστικοποίηση και η διεύρυνση πάνε χέρι χέρι. Το κίνημα διευρύνεται κάθε φορά λίγο περισσότερο, και ταυτόχρονα, οι δράσεις ριζοσπαστικοποιούνται επειδή η κυβέρνηση σπρώχνει προς τη ριζοσπαστικοποίηση της πάλης.

Μαρκ: ΄Εχει το ΝΡΑ ένα συγκεκριμένο αντισχέδιο μεταρρύθμισης; Αν ναι, ποιο είναι αυτό;

Μπεζανσενό: Το ΝΡΑ ζητάει όχι να ξαναγραφτεί το σχέδιο, αλλά την απόσυρσή του. Προτείνουμε τη πλήρη σύνταξη στα 60 χρόνια, και την επιστροφή στα 37,5 έτη ασφάλισης για όλους. Για τη χρηματοδότηση αυτού του σχεδίου, προτείνουμε να αυξηθεί το μερίδιο της εργοδοτικής εισφοράς.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο προσανατολισμού των συντάξεων, χρειάζονται 3% του ΑΕΠ από τώρα μέχρι το 2050 για να χρηματοδοτηθεί το συνταξιοδοτικό σύστημα. Όμως, κάθε χρόνο, χάνεται το 17% του ετήσιου πλούτου με τη μορφή κερδών που μονοπωλούνται από μια μειοψηφία προνομιούχων.

Πρέπει λοιπόν να μοιραστούμε το πλούτο, και επίσης να μοιραστούμε το χρόνο εργασίας εργαζόμενοι λιγότερο στις επιχειρήσεις, ώστε να έχει δουλειά όλος ο κόσμος έξω από αυτές.

Βίκτορ: Ποιοι είναι, κατά τη γνώμη σας, οι τομείς που πρέπει να φορολογηθούν κατά προτεραιότητα αν θέλουμε να βρούμε τα κεφάλαια που χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουμε τις συντάξεις;

Μπεζανσενό: Τα εισοδήματα του κεφαλαίου. Εξάλλου, κάθε χρόνο, χάνονται 32 δισεκατομμύρια ευρώ με τη μορφή εισφοροαπαλλαγών για να δημιουργήσουν, τάχα, θέσεις εργασίας (το βλέπουμε με πόση επιτυχία το κάνουν!). Αυτές οι εισφοροαπαλλαγές δημιουργούν ελλείμματα.

Ζωρζ Π.: Πώς γίνεται και δείχνετε να μην φοβάστε τις οικονομικές συνέπειες (επιπτώσεις στην απασχόληση, την ανάπτυξη, κλπ) των κινημάτων που οργανώνετε ή πυροδοτείτε;

Μπεζανσενό: Οι παρούσες οικονομικές δυσκολίες δεν οφείλονται στη γενική απεργία, αλλά σε ένα σύστημα που λέγεται καπιταλισμός, και η κρίση του οποίου, που άρχισε πριν από δυο χρόνια με την υπόθεση των subprimes, απλώθηκε σαν γάγγραινα στο σύνολο των γραναζιών της οικονομίας.

Γινόμαστε μάρτυρες μιας κρίσης υπερπαραγωγής με τη μαρξιστική σημασία της λέξης στο σύνολο των καπιταλιστικών δυνάμεων. Θα πρέπει κάποτε να εφεύρουμε ένα νέο τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης που να επιτρέπει να ικανοποιούνται οι ανάγκες της ανθρωπότητας.

Φοιτητής από Τόκιο: Πιστεύετε ότι ένα δημοψήφισμα θα ήταν μια καλή λύση για να ξανατεθεί ενδεχομένως το ζήτημα από μηδενική βάση;

Μπεζανσενό: Στη συγκεκριμένη στιγμή της αναμέτρησης, όχι. Θα ήταν κάτι αποπροσανατολιστικό και ένα θεσμικό υποκατάστατο για τις κοινωνικές κινητοποιήσεις. Αν για να νικήσουμε υπάρχει ένα πιο αποτελεσματικό μέσο από ό,τι η ανανεωνόμενη γενική απεργία, πρέπει να μας το πουν, αλλά εγώ δεν το βλέπω. Η ψηφοφορία των πολιτών μπόρεσε, τη στιγμή της ιδιωτικοποίησης του Ταχυδρομείου, να αποτελέσει ένα στήριγμα για τους αγώνες. Όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους αγώνες.

Σερένα: Οι φοιτητές είναι προς το παρόν ελάχιστα κινητοποιημένοι, θα μπορούσαν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο;

Μπεζανσενό: Όχι πανικός Σερένα, έρχονται! Καμιά δεκαριά πανεπιστήμια είναι ήδη κινητοποιημένα, και όντως, η φοιτητική αμφισβήτηση θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αποφασιστικό στοιχείο για την επέκταση του κινήματος.

Ματιέ: Άρα είναι φυσιολογικό να μπλοκάρονται τα σχολικά κτίρια και να εμποδίζονται όσοι θέλουν να μελετήσουν;

Μπεζανσενό: Άρα, είναι φυσιολογικό να υποστηρίζω εκείνους που μπλοκάρουν.

Zbeul: Μήπως η λύση είναι οι δράσεις των Black Blocs αντί για τις παραδοσιακές «διαδηλώσεις μεργκέζ της CGT»;

Μπεζανσενό: Είμαι μάλλον με τη μεριά του Red Block. Εξάλλου, μου αρέσουν τα μεργκέζ και είμαι υπέρ της ανανεώσιμης γενικής απεργίας.

CG: Τι γίνεται με την αληθινή αριστερή συμμαχία μεταξύ του ΝΡΑ και του Αριστερού Μετώπου ώστε να μπορεί να επηρεάσει το Σοσιαλιστικό κόμμα στα επόμενα χρόνια;

Μπεζανσενό: Προτείνουμε τη συσπείρωση όλων των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων πάνω σε ενωτικές και ριζοσπαστικές βάσεις, και σε πλήρη ανεξαρτησία απέναντι στο Σοσιαλιστικό κόμμα. Ο στόχος, για μένα, δεν είναι να επηρεάσουμε τη πολιτική του ΣΚ ή να το στρατολογήσουμε στον αντικαπιταλισμό (καλό κουράγιο!), αλλά μάλλον να αμφισβητήσουμε την ηγεμονία του ΣΚ πάνω στην υπόλοιπη αριστερά.

Υπάρχουν δυο μεγάλοι πολιτικοί προσανατολισμοί στα αριστερά: η μια που εγγράφεται στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, και η άλλη που θέλει να βγει από αυτό. Αυτοί οι δυο προσανατολισμοί δεν είναι συμβατοί μέσα στην ίδια κυβέρνηση, αλλά οι δυνάμεις μας μπορούν να προστεθούν για να αντισταθούν στη δεξιά, όπως συμβαίνει στο ζήτημα των συντάξεων.

Λωράν Φ.: Κύριε Μπεζανσενό, πότε λογαριάζετε να βγείτε στη σύνταξη;

Μπεζανσενό: Στα 60 χρόνια και με πλήρη σύνταξη! Αλλά να ξέρεις Λωράν, ότι θα συνεχίσω πάντως να αγωνίζομαι.

Μαρού: Και μέχρι πού μπορεί να πάει αυτή η κλιμάκωση;

Μπεζανσενό: Μέχρι τη νίκη. Έχουν συγκεντρωθεί οι προϋποθέσεις για να νικήσει το κίνημα για τις συντάξεις. Αυτό δεν είναι δεδομένο, και υπάρχουν ακόμα μπροστά μας πολλά εμπόδια. Αλλά αντικειμενικά, το στρατόπεδό μας, εκείνο της αμφισβήτησης, εξακολουθεί να διευρύνεται ενώ το απέναντι στρατόπεδο απομονώνεται και γίνεται πιο εύθραυστο.

Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός μεταβάλλεται σε κατατρόπωση. Απέναντι σε υπουργούς που ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους, ο δρόμος μπορεί να πετύχει μια αποφασιστική νίκη σε αυτή τη πάλη των τάξεων. Όπως το έλεγε ο Τσε, Hasta la Victoria siempre!.

 

 

* Ο Ολιβιέ Μπεζανσενό είναι εκπρόσωπος του ΝΡΑ (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) της Γαλλίας, απαντάει στις ερωτήσεις των αναγνωστών της Le Monde. Η μετάφραση είναι του Γ. Μητραλιά)

 

 

ΠΗΓΗ: 07:37 – Τετ 20/10/2010, tvxsteam, http://tvxs.gr/news/%CE%AD%C…..%CE%B7%C2%BB

Η απεργία σε απεργία διαρκείας…

Η απεργία σε απεργία διαρκείας…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Η ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται ιδιαιτέρως ευάλωτη απέναντι στις διχαστικές πρακτικές που ακολουθούν την τελευταία εικοσαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να καθιερώσουν μέτρα για την ανάκαμψη δήθεν της οικονομίας, τα οποία ωστόσο ενισχύουν τον μεγαλοεπιχειρηματικό κύκλο σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων.

Η συνθηκολόγηση των πολιτών αποτυπώνεται κυρίως στην απουσία αγωνιστικής διάθεσης για την ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών μεθοδεύσεων, δεδομένου πως έχει περιπέσει σε αχρησία το απεργιακό όπλο, το μόνο ίσως πιεστικό μέσο που θα ’ταν ικανό να αποτρέψει την εκμετάλλευση στο πλαίσιο δημοκρατικών ενεργειών, πέρα από φασίζουσες, διαλυτικές παρεκτροπές.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 305, 16/10/2010.

Παρεξηγημένη ιδεολογικά, η απεργία απώλεσε τη δραστικότητά της συντριβόμενη διαρκώς στις συμπληγάδες τής εκάστοτε κυβερνητικής ακαμψίας, του διαστρεβλωμένου απεργιακού ρόλου με την ενοχική του «αντικοινωνικότητα», της παραιτημένης απραξίας και του ιδιοτελούς μοναχικού βηματισμού.

Βέβαια, τα σωματεία εργαζομένων επέδειξαν μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, ιδίως τον τελευταίο χρόνο, κι έπειτα από τα ασφυκτικά μέτρα του «μνημονίου». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απεργία της 20/5/2010, στην οποία η συμμετοχή των εργαζομένων ανήλθε, σύμφωνα με τη Γ.Σ.Ε.Ε., στο 70% (ηλεκτρονικό «Πρώτο Θέμα», http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=69123, 20/5/2010). Τα μέτρα του «μνημονίου» πράγματι οδήγησαν τους εργαζόμενους σε εντυπωσιακά συλλαλητήρια, ιδίως στην πρωτεύουσα και στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η εικόνα όμως των κινητοποιήσεων δεν είναι αντίστοιχη στα μεσαία και μικρά αστικά κέντρα. Στην απεργία της 10/2/2010 η συμμετοχή των δημόσιων υπαλλήλων της Κομοτηνής περιορίστηκε μόλις στο 20%, σύμφωνα με τον «Παρατηρητή της Θράκης» (http://www.paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=133328&categoryid=5, 11/2/2010). Ωστόσο, ακόμη κι αν γίνει δεκτό πως η πρωτεύουσα και τα μεγάλα αστικά κέντρα, υπερτερώντας σε πληθυσμό, δίνουν το απεργιακό στίγμα, η απεργιακή αποτελεσματικότητα δεν θα πρέπει να θεωρείται ικανοποιητική. Οι κινητοποιήσεις έχουν στην πλειοψηφία τους μονοήμερο χαρακτήρα, τον οποίο, έστω, επαναλαμβάνουν έπειτα από λίγο καιρό. Οι πολυήμερες κινητοποιήσεις μειοψηφούν (περίπτωση ιδιοκτητών φορτηγών). Ο προσωρινός χαρακτήρας των απεργιών υπονομεύει τη δραστικότητά τους λόγω της παροδικότητάς τους κι ελλείψει οποιωνδήποτε συντονισμένων πιέσεων.

Στην εξάρτηση των συνδικαλιστικών παρατάξεων από τα πολιτικά κόμματα αποδίδεται κατ’ επανάληψη η αδυναμία των επαγγελματικών κλάδων να διεκδικήσουν επιτυχώς τα αιτήματά τους. Τα κόμματα εξουσίας ασφαλώς ασκούν πιέσεις στις προσκείμενές τους συνδικαλιστικές παρατάξεις. Οι ηγετικοί συνδικαλιστές αποδεικνύονται συχνά δούρειοι ίπποι για την «άλωση» των συναδέλφων τους, καθώς αποσκοπούν στην αναρρίχησή τους στην εξουσία, όπως προκύπτει από τις υπουργοποιήσεις τους. Όμως η ερμηνεία τούτη είναι απλουστευτική και αρκετά βολική, αφού παραγνωρίζει πως η διαρκής κυριαρχία των συνδικαλιστικών παρατάξεων που πρόσκεινται στα κόμματα οφείλεται στις επιλογές των εργαζομένων, οι οποίοι – κατά συνέπεια – δεν είναι άμοιροι των ευθυνών τους. Το παιχνίδι των συναλλαγών και των εξυπηρετήσεων αφορά, δυστυχώς, και τους ίδιους τους εργαζόμενους, που με τη στάση τους δικαιώνουν τους κομματικούς συνδικαλιστές όταν δικαίως εντέλει διαβλέπουν πως πέρα από τις θεωρητικές διαμαρτυρίες των εργαζομένων δεν υφίσταται εκ μέρους των τελευταίων καμία διάθεση προς υποστήριξη οποιουδήποτε εργασιακού αιτήματος.

Η κατάσταση θυμίζει φαύλο κύκλο που καταλήγει απαρεγκλίτως στο ίδιο δρομολογημένο αδιέξοδο: οι μονοήμερες απεργιακές κινητοποιήσεις δεν ανησυχούν τις κυβερνήσεις· οι πολυήμερες απεργίες βουλιάζουν στην ακαμψία των κυβερνήσεων και στη δυσαρέσκεια του κοινωνικού συνόλου που υφίσταται τις επιπτώσεις τους· η άσκηση πιέσεων διαρκείας συντρίβεται στο ιδεολογικό τείχος των ειλημμένων πολιτικών στάσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οποιοσδήποτε αγώνας χάνει το νόημά του, εφόσον προδιαγράφεται η αποτυχία του. Διαπίστωση παραίτησης και ήττας. Είναι, ωστόσο, πραγματικά τόσο αδιέξοδη κάθε απόπειρα υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους από τους εργασιακούς κλάδους; Πόσο πείθει η προσποίηση πως δεν υπάρχει προοπτική απεργιακής ευόδωσης; Κυρίως, πόσο πείθουν τον ίδιο τον εαυτό τους όσοι εργαζόμενοι υπόκεινται σε παραίτηση;

Η όλη συζήτηση, βέβαια, δεν αφορά ομάδες εργαζομένων, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, που υφίστανται εργοδοτικούς εκβιασμούς ώστε να μην απεργήσουν. Ακόμη όμως και στον δημόσιο τομέα, όπου η απειλή της απόλυσης δεν επικρέμαται δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων, η συνθηκολόγηση επισυμβαίνει σχεδόν άνευ όρων. Αν οι εργαζόμενοι συμφωνούσαν ιδεολογικά με τις εξελίξεις στους όρους εργασίας τους και στην οικονομική αξιολόγηση του έργου τους, δεν θα εγειρόταν ζήτημα. Αν θεωρούσαν ότι οι αμοιβές τους είναι υπερβολικά υψηλές και καλώς μειώνονται, δεν θα καταθέτονταν ενστάσεις. Όσοι όμως συμφωνούν στο θεωρητικό επίπεδο με τις εξελίξεις είναι μειοψηφία. Η πλειοψηφία των εργαζομένων θεωρητικά απορρίπτει τη συρρίκνωση των εισοδημάτων της. Εδώ εισάγεται το παράλογο της υπόθεσης: η θεωρητική απόρριψη δεν συμβαδίζει με κάποια έμπρακτη αποδοτική αντίδραση διαρκείας.

Ήδη επισημάνθηκε πως η επίκληση του επιχειρήματος ότι οι άκαμπτες κυβερνήσεις δεν θα υποχωρήσουν με κανέναν τρόπο φανερώνει ηττοπάθεια και δεν γίνεται αποδεκτή, όχι μόνο για λόγους στοιχειώδους αξιοπρέπειας, μα κι επειδή τις «άκαμπτες» κυβερνήσεις τις αναδεικνύουν, στο πλαίσιο του δικομματισμού, οι ίδιοι που υποτάσσονται «θλιμμένα» στην ανελαστικότητά τους. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: πίσω από την παγιωμένη υποστήριξη του δικομματισμού βρίσκεται απλώς το συναισθηματικό δέσιμο με τις ιδεολογίες του, το οποίο δεν επιτρέπει καμία μετακίνηση κατά την εκλογική απόφαση, ή μήπως η προσήλωση στον δικομματισμό είναι απόρροια της προσμονής για ένα εργασιακό «βόλεμα» στο πλαίσιο της αειθαλούς αναξιοκρατίας, γεγονός που επιτρέπει και την ανοχή απέναντι στον «μερικό» οικονομικό εκφυλισμό της εργασίας; Γιατί, αν η συντήρηση της παρούσας κατάστασης υπόσχεται κάποια εργασιακή ανέλιξη ή την «αποκατάσταση» ενός ακόμη συγγενικού προσώπου, τότε η όποια οικονομική επιδείνωση ωχριά μπροστά στο συνολικό όφελος. Επομένως, συντρέχουν λόγοι συμπόρευσης, όχι αντίστασης.

Εξίσου ηττοπαθής, κυρίως όμως μίζερη, κουτοπόνηρη και συμφεροντολογική, άρα αντισυναδελφική και αντικοινωνική, είναι η στάση της αγωνιστικής αποχής που οφείλεται στην επανάπαυση ότι αν ευοδωθεί ο αγώνας των υπολοίπων, θα ωφεληθούν και όσοι δεν αγωνίστηκαν, και μάλιστα χωρίς καμία απώλεια! Ψήγματα αντικοινωνικότητας εμπεριέχονται, επιπλέον, στον διχασμό των εν ενεργεία και των εν δυνάμει εργαζομένων, όσων δηλαδή θα διοριστούν μελλοντικά. Η πρακτική του «διαίρει και “δημοκράτευε”» εξυπηρετεί απόλυτα τις κυβερνήσεις, που υπόσχονται να μη θίξουν όσους ήδη εργάζονται, παρά μόνο τις μελλοντικές γενιές εργαζομένων. Ακόμη και τώρα, που η διχαστική πρακτική των κυβερνήσεων έχει εμφανώς καταδειχτεί, η πολιτική επιμένει να διασπά. Στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 τής 4/10/2010 ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου απάντησε στο ερώτημα της δημοσιογράφου κ. Μαρίας Χούκλη αναφορικά με το ποιους θα αφορά το ενιαίο μισθολόγιο στον δημόσιο τομέα: «Σίγουρα προφανώς θα αφορά τους νεοεισερχόμενους.» Ωστόσο, ο εύκολος συμβιβασμός των «βολεμένων» φανερώνει και πάλι εγωισμό, έλλειψη συλλογικής συνείδησης, αλτρουισμού και συνοχής. Επιπρόσθετα, δικαιολογίες της μορφής «δεν απεργώ, γιατί δεν αντέχω οικονομικά» εμπερικλείουν την αντίφαση πως η αποδοχή της επιδείνωσης στους εργασιακούς όρους – γιατί ως αποδοχή των δυσμενών ρυθμίσεών τους εκλαμβάνεται από τις κυβερνήσεις η μη συμμετοχή στην απεργία – επιφέρει την παγίωση των αρνητικών εξελίξεων, άρα επιδεινώνει το όποιο οικονομικό πρόβλημα, αν όντως είναι υπαρκτό.

Οι ατομικιστικές μικρότητες που περιγράφτηκαν φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν υπονομευτικά για τους απεργιακούς αγώνες. Εξίσου υπονομευτική όμως είναι, ακόμη κι όταν οι προθέσεις των εργαζομένων είναι αγαθές, η εσωτερική, ψυχική και πνευματική, διαίρεση που τους προκαλεί η επικρατούσα ιδεοληψία πως ένας απεργιακός αγώνας διαρκείας ενέχει αντικοινωνικότητα, αφού εμποδίζει τις δραστηριότητες του κοινωνικού συνόλου, ενώ παράλληλα υποθάλπει ακραίες ομάδες που προβαίνουν σε βανδαλισμούς. Μια μελετημένη πρακτική προπαγάνδας ενοχοποιεί το δικαίωμα στην απεργία και καταπιέζει ψυχολογικά την κοινή γνώμη, ώστε να απορρίψει το απεργιακό όπλο. Ο ψυχολογικός διχασμός αποτυπώνεται σε έρευνα της «Public Issue» (http://www.publicissue.gr/578/nautergates/) για την εφημερίδα «Η Καθημερινή» τής 26/2/2006. Ενώ, λοιπόν, η πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στη δημοσκόπηση θεωρούσε δίκαιη την απεργία των ναυτεργατών που εξελισσόταν εκείνη την εποχή, φρονούσε παράλληλα ότι έπρεπε να τερματιστεί! Η έρευνα καταδεικνύει την εσωτερική αμφιταλάντευση ενός κοινωνικού συνόλου διχασμένου ανάμεσα στο αίσθημα συλλογικότητας και στην πληγμένη από τις κινητοποιήσεις ατομικότητά του.

Κι ενώ οι προφάσεις αποχής από τους απεργιακούς αγώνες τραυματίζουν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα των εργαζομένων, η επιδερμική συμμετοχή σ’ αυτούς ενεργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Γιατί, όταν οι απεργοί προκρίνουν την… καφετέρια από τη συμμετοχή στην πορεία διαμαρτυρίας, κανείς δεν θ’ αντιμετωπίσει με σοβαρότητα την κινητοποίησή τους. Το ρεπορτάζ της ηλεκτρονικής εφημερίδας «Trikalanews» δικαίως εμπαίζει εμμέσως τους «καφεπότες» απεργούς, αφού οι ίδιοι φρόντισαν νωρίτερα να εξευτελίσουν τον αγώνα τους προκαλώντας την εντύπωση ότι η απεργία ήταν ένα ωραίο διάλειμμα ξεδόματος κι αναψυχής: «[…] οι διαδηλωτές αναζήτησαν μέρος να απολαύσουν στην λιακάδα το… καφεδάκι τους […]» (http://www.trikalanews.gr/article/11720/, 5/5/2010).

Αντιμέτωποι με την προπαγάνδα, τις ενοχές, τον ατομισμό, την παραίτηση, μα και μ’ έναν απωθημένο στα ενδότερα ρομαντισμό συλλογικότητας, οι εργαζόμενοι καλούνται να επαγρυπνήσουν. Σ’ ένα αντίξοο ιδεολογικά περιβάλλον, στο οποίο η απεργία μονίμως απεργεί ενοχοποιημένη για αντικοινωνικότητα, απαιτείται επειγόντως απαγκίστρωση από την ατολμία, τον ατομικισμό, τη ρηχή συμφεροντολογία και τις πλαστές ενοχές. Οποιοδήποτε όραμα των εργαζομένων προς βελτίωση της θέσης τους επιτεύχθηκε μέσα από απεργίες διαρκείας, όπως στην περίπτωση των εκπαιδευτικών που αγωνίστηκαν για τη θέσπιση της πενθήμερης εργασίας στον κλάδο τους. Κι οποιαδήποτε εμπέδωση της υποχωρητικότητας, που καταπίνει θυσίες για τα αμαρτήματα τρίτων, θα σημάνει για τους εργαζόμενους απλώς την περαιτέρω συρρίκνωση της θέσης τους προς όφελος των εκμεταλλευτών τους. Μόνο που τότε δεν θα δικαιούνται να διαμαρτύρονται, γιατί για την εδραίωση της διαρκούς τους ολίσθησης δεν θα ευθύνεται κανείς πέρα από τον ίδιο τους τον επαναπαυμένο κι αδρανή εαυτό.

 

Γιάννης Στρούμπας