Αρχείο κατηγορίας Oι 5 άρτοι, οι 2 ιχθείς

Oι 5 άρτοι, οι 2 ιχθείς (και ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος)

Προσέλκυση επενδυτών, εκπατρισμός πολιτών

Προσέλκυση επενδυτών, εκπατρισμός πολιτών*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς συναντήθηκε στις 17/12/2012 με τους εκπροσώπους δεκατριών πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων της «Cosco», της «Ρhilip Morris», της «Nestle», της «Procter and Gamble», της «Unilever» και της «Pepsico», προκειμένου να συζητήσει μαζί τους τις προοπτικές ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, με στόχο τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, πληροφορεί το ηλεκτρονικό «Έθνος» (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63754498).



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 359, 16/1/2013.

Ο κ. Σαμαράς επιχείρησε να διαβεβαιώσει τους εκπροσώπους των εταιρειών πως το νέο επενδυτικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση θα παράσχει κίνητρα για επενδύσεις, ώστε όσες επιχειρήσεις προσελκυστούν να συναντήσουν φιλικό περιβάλλον ανάπτυξης. Ο πρωθυπουργός επισήμανε πως για τις επιχειρήσεις διανοίγεται κι η προοπτική ενίσχυσης από το τραπεζικό σύστημα, εφόσον μετά από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα υπάρξουν μεγαλύτερες δυνατότητες στήριξης των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Η εφαρμογή ενός νομοθετικού πλαισίου που θα επιτρέψει την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων είναι οπωσδήποτε υγιής στόχος. Αν γίνει δεκτό πως επιχειρήσεις με ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα αποτρέπονται από τη γραφειοκρατία της χώρας και την απουσία ενός σταθερού οικονομικού, κυρίως φορολογικού, περιβάλλοντος, οπότε κι εμποδίζεται ο αποτελεσματικός προγραμματισμός των επιχειρηματικών κινήσεων, καθίσταται κατανοητή η ανάγκη εξορθολογισμού στη λειτουργία της αγοράς. Πώς ακριβώς, όμως, αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τον σχετικό εξορθολογισμό και σε ποιους αυτός απευθύνεται; Προφανώς ο προσδιορισμός του «λογικού» επισυμβαίνει με διαφορετικά κριτήρια από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Τίνος τη «λογική» υιοθετεί και πραγματώνει η κυβέρνηση;

Ο κ. Σαμαράς, απευθύνοντας το επενδυτικό του προσκλητήριο στους εκπροσώπους των πολυεθνικών εταιρειών, επικαλέστηκε τη σαφή βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» στην Ελλάδα. Ο υπαινιγμός είναι σαφής: το νέο περιβάλλον εργασίας στη χώρα επιτρέπει την απασχόληση φτηνού εργατικού δυναμικού. Επομένως, τα μισθοδοτικά έξοδα της υποψήφιας εργοδοσίας μειώνονται, άρα το ελληνικό επενδυτικό περιβάλλον θα πρέπει να λογίζεται ελκυστικό. Φυσικά, η παραπάνω απλοϊκή συλλογιστική δεν απεικονίζει τη σύνθετη κατάσταση. Η μείωση των μισθών στους εργαζομένους δεν διασφαλίζει την εμπορική επιτυχία μιας επιχείρησης. Αντιθέτως, ένα καταναλωτικό κοινό με περιορισμένη αγοραστική δύναμη αδυνατεί να καταναλώσει. Γι' αυτό ακόμη και πολυεθνικές επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα αναγκάστηκαν το 2012 να εγκαταλείψουν τη χώρα, κρίνοντας την παραμονή τους ανούσια. Η βροντερότερη αποχώρηση ήταν εκείνη της αλυσίδας σουπερμάρκετ «Carrefour», η οποία κατέστησε τον όμιλο Μαρινόπουλου αποκλειστικό δικαιοδόχο της (franchisee) στην Ελλάδα, καθώς και σε άλλες βαλκανικές χώρες (1/1/2013, http://news247.gr/eidiseis/afieromata/poies_epixeirhseis_eipan_antio_sthn_ellada_to_2012.2059162.html). Χαρακτηριστική ήταν, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα του «News247», και η μεταφορά της έδρας της από την «Coca-Cola Hellenic» στην ελβετική Ζυρίχη, ενώ και η ελληνική εταιρεία «ΦΑΓΕ» ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, μεταφέροντας την έδρα της στο Λουξεμβούργο.

Οι επιχειρηματικές κινήσεις μεταφοράς της έδρας δεν είναι άσχετες, βέβαια, με την επιδίωξη αποφυγής της φορολόγησης απ' όσες επιχειρήσεις σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις διευκολύνσεις χωρών που λειτουργούν σαν φορολογικοί παράδεισοι. Η Ελβετία και το Λουξεμβούργο ανήκουν στους ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους. Πέρα όμως από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, και πάντα αναφορικά με την ερμηνεία του επιδιωκόμενου εξορθολογισμού στη λειτουργία της αγοράς από την κυβέρνηση, προκύπτει πως η κυβερνητική πολιτική προκρίνει, προκειμένου να ανακόψει την αιμορραγία θέσεων εργασίας, την παροχή κινήτρων μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, και μάλιστα ούτε καν στις εγχώριες, παρά σε πολυεθνικές της αλλοδαπής! Ενώ η κρίση και η μνημονιακή πολιτική έχουν πλήξει συνολικά τις επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, εγχώριες ή πολυεθνικές, ο κ. Σαμαράς και το οικονομικό του επιτελείο επιλέγουν να διευκολύνουν μόνο τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, σε μια πολιτική άνισων αποστάσεων κι ευκαιριών απέναντι στο σύνολο των επιχειρηματιών. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για το πρώτο τετράμηνο του 2012, εξωθήθηκαν στη διακοπή της λειτουργίας τους 56.664 επιχειρήσεις, ενώ η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) υπολογίζει σε περισσότερες από 100.000 τις επιχειρήσεις που έπαψαν να λειτουργούν τη διετία 2011-2012 και σε περίπου 500.000 τις χαμένες θέσεις απασχόλησης.

Ποια λογική, λοιπόν, υπαγορεύει την προνομιακή μεταχείριση των πολυεθνικών εταιρειών απέναντι σε όλες τις υπόλοιπες; Το άνοιγμα θέσεων εργασίας που υπόσχονται οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι μικρότερο από εκείνο που θα προέκυπτε, αν οι μικρές επιχειρήσεις δεν είχαν υποστεί την ανελέητη φορολογική επιδρομή του μνημονίου. Το όφελος για την ελληνική πολιτεία θα 'ταν ακόμη μεγαλύτερο από την ενίσχυση των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, δεδομένου πως αυτές δεν φυγαδεύουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, ενώ αναλαμβάνουν με συνέπεια τις υποχρεώσεις τους, σε αντίθεση με τις πρακτικές των πολυεθνικών. Σαν να μην αρκούν όλα αυτά, ο κ. Σαμαράς προτρέπει τις ξένες εταιρείες να παράγουν νέα προϊόντα στην Ελλάδα! Δηλαδή, τον ρόλο που θα έπρεπε να τον επιφυλάσσει, με τα κατάλληλα κίνητρα και τις αντίστοιχες διευκολύνσεις, στο εγχώριο δυναμικό, τον εκχωρεί σε εξωτερικούς παράγοντες, αρνούμενος να προβεί στις κινήσεις που θα καθιστούσαν τη χώρα αυτοεξυπηρετούμενη κι αυτάρκη.

Πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την άσκηση κριτικής στην πελαγοδρομούσα «λογική» της; Ως επίθεση ενάντια στην επιχειρηματικότητα κι ως αντίδραση στην έλευση καινούριων ιδεών! Γι' αυτό κι ο κ. Σαμαράς περιφέρει την ανάγκη προς «απενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας» (17/12/2012, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=63754498), ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκης δηλώνει αποφασισμένος «να μην επιτρέψει σε όσους φοβούνται το καινούριο και να κρατήσουν την Ελλάδα στο παρελθόν» (11/12/2012, http://www.iefimerida.gr/node/80880#ixzz2EkChDKB2). Υπηρετώντας τις υπαγορεύσεις των μνημονίων, που 'χουν πισωγυρίσει οικονομικά και κοινωνικά τη χώρα στην πέτρινη δεκαετία του 1960 και της μετανάστευσης, θα πρέπει ο κ. Χατζηδάκης να αντιλαμβάνεται το παλιό και το καινούριο εντελώς αφελώς μοναχά σαν γραμμική χρονική εξέλιξη. Μα αν το νεοφιλελεύθερο δόγμα είναι ό,τι πιο πρόσφατο εφαρμόζεται στην πολιτική σκηνή από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, τα αποτελέσματά του κάθε άλλο παρά το καινούριο υπηρετούν, καθώς η στόχευσή του αποβλέπει στην παλινόρθωση του μεσαίωνα, της φεουδαρχίας και της δουλοπαροικίας. Πώς γίνεται, επομένως, ο υπερασπιστής του «νέου» να εφαρμόζει στην πράξη ό,τι πιο απαρχαιωμένο, ό,τι πιο σαθρό κι αντικοινωνικό;

Μα και το επιχείρημα του κ. Σαμαρά δεν υστερεί σε απλοϊκότητα, αν όχι και σε αφέλεια, από εκείνο του κ. Χατζηδάκη. Γιατί όταν ο κ. Σαμαράς εκθειάζει την «επιχειρηματικότητα», έχει στο νου του μια εξαιρετικά επιλεκτική επιχειρηματικότητα, που προορίζεται μονάχα για τις αλλοδαπές πολυεθνικές επενδύσεις ή για τις μεγαλοϊδιωτικές! Για εγχώριες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, για μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, για επιχειρήσεις του ελληνικού δημοσίου δεν περισσεύει πουθενά χώρος στη συλλογιστική του κ. Σαμαρά! Αν καλπάζει σήμερα η ενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας, καλπάζει σε βάρος ακριβώς των προηγούμενων μορφών επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, κι όχι σε βάρος της πολυεθνικής επιχειρηματικότητας, την οποία υπερασπίζεται ο Έλληνας πρωθυπουργός σαν να υπερασπίζεται συμφέροντα εθνικά, ενώ αντιθέτως τα υπονομεύει. Γιατί εθνικά συμφέρον είναι το κοινωνικά συμφέρον. Και κοινωνικά συμφέρον είναι ό,τι προάγει την ποιότητα ζωής των πολλών βασιζόμενο σε ανθρωπιστικές αξίες και στις αρχές των ίσων ευκαιριών και της δικαιοσύνης, και όχι ό,τι ευνοεί την υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε λίγους και την άνθηση μόνο εκείνων.

Η πολιτική, συνεπώς, που κατεξοχήν θα επέτρεπε την ανάκαμψη της χώρας και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της λοιδορείται και καταδιώκεται: αντί να επιβραβεύονται οι μικροί επαγγελματίες και να ενισχύεται με διευκολύνσεις η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία της χώρας, στραγγαλίζονται από τις φοροεπιδρομές των μνημονίων· αντί να αναδεικνύεται η τεχνογνωσία των Ελληνικών Πετρελαίων από την πολύχρονη αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Θάσου, η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται ή παρακάμπτεται υπέρ των πολυεθνικών, ώστε τα οφέλη να αποδημούν από τη χώρα· αντί να επιστρατεύεται η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων για την άμυνα της χώρας, παροπλίζεται και διαλύεται προς όφελος των αλλοδαπών βιομηχανιών όπλων, ρίχνοντας την ελληνική άμυνα σε κώμα, ετοιμοθάνατη στην εντατική· αντί να οργανώνεται η γεωργική παραγωγή προς εξασφάλιση της επάρκειας σε τρόφιμα, επωάζονται τα παντοειδή καρτέλ που λυμαίνονται την αγορά, ενώ οι υγιείς δημόσιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να λειτουργούν ανταγωνιστικά συγκρατώντας τις τιμές. Να ποια πραγματικά είναι η ενοχοποιημένη επιχειρηματικότητα.

Ο δρόμος της ανάκαμψης διέρχεται εμφανώς από την υγιή λειτουργία των επιχειρήσεων και την επίτευξη της παραγωγικής αυτονόμησης της χώρας. Στην πορεία αυτή προφανώς κι έχει θέση η σύννομη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Είναι όμως αδιανόητο να ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα με όρους μεροληπτικούς υπέρ συγκεκριμένων ιδιωτικών επενδύσεων, που καταστρατηγούν τον δίκαιο ανταγωνισμό, η δε μεροληψία να αποδίδεται στον εκβιασμό μιας πιθανής αποχώρησης των ιδιωτικών εταιρειών από τη χώρα και στην απώλεια θέσεων εργασίας. Οι αντίστοιχοι εκβιασμοί πάντα βρίσκουν ερείσματα στην ανυπαρξία εναλλακτικών προτάσεων. Αν η πολιτική αποφασίσει με σθένος να ακυρώσει τα ιδιωτικά μονοπώλια, ακόμη και με την ενεργοποίηση μιας υγιούς κρατικής επιχειρηματικότητας, οι σχετικοί εκβιασμοί θ' αποβούν μετέωροι.

Χωρίς να αναμένεται μια ειλικρινής αναμέτρηση της κυβερνητικής πολιτικής με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της, η πικρή γεύση της φοβικής υποχωρητικότητας, της υπονόμευσης των εθνικών συμφερόντων, της ανελέητης καταδίωξης κι εξαθλίωσης των πλατιών κοινωνικών στρωμάτων εξακολουθεί να δηλητηριάζει έναν λαό που παρακολουθεί την προσέλκυση αλλοδαπών επιχειρήσεων στην επικράτειά του μέσω των παρεχόμενων σ' αυτές διευκολύνσεων, όταν οι δικές του οικονομικές δραστηριότητες κατατρέχονται κι ο ίδιος εξωθείται σε εκπατρισμό, στην εγκατάλειψη της εστίας του και στη μετανάστευση: τη μετανάστευση που θα επιτρέψει στο κυβερνητικό επιτελείο να «επενδύει» ολομόναχο, να περιαυτολογεί ολομόναχο, και να χρεοκοπεί εντέλει ολομόναχο.

Ο πολιτικός Χριστός…

Ο πολιτικός Χριστός…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Μετά την Πρωτοχρονιά ο μακαριστός Μητροπολίτης της Αίγινας, αείμνηστος Ιερόθεος, συνήθιζε να μας καλεί στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, για να κόψουμε τη βασιλόπιτα. Κάποια χρονιά είχε μαζί του και άλλους δυο Μητροπολίτες. Μας έβαλε και διαβάσαμε την ευαγγελική περικοπή της 1ης Σεπτεμβρίου, που είναι η Πρωτοχρονιά του εκκλησιαστικού έτους.

Στην περικοπή αυτή ο Χριστός διαβάζει, στη συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ναζαρέτ, τα σχετικά με τον Μεσσία λόγια του Ησαΐα.  Συμφωνά με τα οποία, έργο του Μεσσία είναι να καταπιαστεί, όχι μόνο με τα πνευματικά, αλλά και με τα υλικά προβλήματα των ανθρώπων: Τη φτώχεια, τη σκλαβιά την αρρώστια…

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το περιεχόμενο της περικοπής, διαβάσαμε και τη σχετική ερμηνεία του αείμνηστου Παναγιώτη Τρεμπέλα. Η οποία όμως έδινε, σε όλο, σχεδόν, το περιεχόμενο της περικοπής πνευματικό νόημα. Γνώμη, με την οποία συμφωνούσαν και οι τρεις μητροπολίτες…

Ένα όμως παπαδάκι τόλμησε να διαφωνήσει: Δεν μπορούμε, είπε, να δίνουμε σε όλα πνευματικό νόημα! Δεν θεράπευσε ο Χριστός αρρώστους; Τυφλούς, χωλούς, παράλυτους; Ή μήπως δεν χόρτασε τους πεινασμένους στην έρημο!

Δεν καταδίκασε όλους αυτούς, που ανατρέπουν τη δικαιοσύνη και πρόνοια του Θεού, στις οποίες ο ίδιος έδινε πρωταρχική σημασία; Δεν είχαν οι πρώτοι χριστιανοί εφαρμόσει καθεστώς κοινοκτημοσύνης; Όπου ο καθένας πρόσφερε, ανάλογα με τις δυνάμεις του και έπαιρνε, ανάλογα με τις ανάγκες του; Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας φτωχός ανάμεσά τους!… Και στην περίπτωση, που το καθεστώς αυτό διαταράχτηκε απ' την ιδιοτέλεια των εχόντων και κατεχόντων, οι απόστολοι υπέδειξαν την εκλογή των επτά διακόνων. Και μάλιστα με τα πλέον δημοκρατικά και καθαρά κριτήρια:


Ποια κριτήρια;

1. Να έχουν αυτοί, που θα εκλέγονταν, καλή φήμη. Έτσι ώστε να μη συμβαίνουν τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας. Όπου το «χριστεπώνυμο» πλήρωμα χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει και εκλέγει τους επαγγελματίες ψεύτες, κλέφτες και απατεώνες…

2. Να έχουν οι εκλεγόμενοι γνώση του αντικειμένου, με το οποίο θα ασχοληθούν. Και να μην ισχύει, όπως τώρα, το καθεστώς της ημετεροκρατίας. Όπου άσχετοι άνθρωποι αναλαμβάνουν αρμοδιότητες άσχετες με το γνωσιολογικό τους οπλοστάσιο. Σε σημείο, ώστε κάποτε, ακόμη και θεολόγοι, να γίνονται υπουργοί Βιομηχανίας. Και άλλα πολλά τέτοια οξύμωρα και παράδοξα… Και:

3. Να είναι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα. Που σημαίνει να ρυθμίζουν το βίο και την πολιτεία της κοινωνίας σύμφωνα με τη δικαιοσύνη. Και όχι να πολεμούν με όλους τους υποχθόνιους τρόπους κάθε μορφή κοινωνικής πρόνοιας. Όπως οι τωρινοί εκπρόσωποι του μισάνθρωπου σιωνισμού και του απάνθρωπου ναζισμού… Βέβαια στην ομήγυρη εκείνη της πρωτοχρονιάτικης πίτας δεν ειπώθηκαν όλα αυτά. Γιατί ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος το επέτρεπαν.

Αλλά όλα αυτά και πάμπολλα άλλα, που θα μπορούσαν να ειπωθούν, δείχνουν ότι ο Χριστός δεν ήταν μονοφυσίτης. Δεν ασχολήθηκε, δηλαδή, μόνο με τα, λεγόμενα, «πνευματικά» και «μεταφυσικά» θέματα. Λες και η δικαιοσύνη και η πρόνοια δεν είναι πνευματικό και μεταφυσικό θέμα… Αφού στη Δευτέρα Παρουσία του ο Χριστός θα δώσει απόλυτη, σχεδόν, προτεραιότητα στα γήινα και υλικά προβλήματα των ανθρώπων.

Και θα πει στους κρινόμενους τα περίφημα εκείνα: Πείνασα και δίψασα και ήμουν φυλακισμένος και ξένος και άρρωστος και δεν με φροντίσατε… Που σημαίνει ότι ο Χριστός ασχολήθηκε αναμφίβολα και με τα γήινα και υλικά προβλήματα των ανθρώπων. Που, σε τελική ανάλυση, είναι και αυτά, πέρα για πέρα πνευματικά. Αφού την επίλυση αυτών καθόρισε, ως βασικό κριτήριο, για τον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου.

Και προς αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποίησε «τον τομότερον υπέρ δίστομον μάχαιραν» και καταλυτικό λόγο του. Χωρίς, σε καμιά περίπτωση, να πει στους Αποστόλους να εγκαταλείψουν το φραγγέλιο της αλήθειας και της δικαιοσύνης, για ν' ασχολούνται μόνο με τις κηδείες και τα μνημόσυνα…

Κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο όργιο της αρπαγής και της ληστείας του επιούσιου άρτου του λαού εκ μέρους της πολιτικάντικης και τοκογλυφικής μαφίας και αλητείας. Για να εκλιπαρούν, εκ των υστέρων, απ' τους ανελέητους και άσπλαχνους προδότες και δολοφόνους έλεος και ευσπλαχνία!

Και να προσπαθούν να μπαλώσουν τα αμπάλωτα με τα ψίχουλα της οποιασδήποτε ελεημοσύνης…


Παπα-Ηλίας, Ιανουαρίου 21, 2013, http://papailiasyfantis.wordpress.com/2013/01/21/…82/  e-mail: Yfantis.ilias@gmail.com

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Καθώς η οικονομική κρίση εντείνεται και η φτώχια εξαπλώνεται σε ευρύτερα στρώματα του λαού μας δίδεται σε κάποιους εμπαθείς εχθρούς της Εκκλησίας η αφορμή να πλήξουν αυτήν έμμεσα «παίζοντας» με τις λέξεις. Έτσι είναι πλέον του συρμού η χρήση της λέξης αλληλεγγύη, οι χρήστες της οποίας διαστέλλουν αυτήν ευκαίρως ακαίρως από τη λέξη φιλανθρωπία, όρο κατ' εξοχήν εκκλησιαστικό, τονίζοντας την υπέρτερη αξία της πρώτης έναντι της δεύτερης.

Κατ' αρχήν ας τονίσουμε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των θέσεων της Εκκλησίας και του κόσμου έναντι του ανθρώπου. Για την Εκκλησία ο άνθρωπος είναι πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, πλασμένος κατ' εικόνα Θεού. Συνεπώς οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις είναι σχέσεις αδελφοσύνης. Ο Χριστός τόνισε εξαιρέτως τη φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος από την άπειρη αγάπη του «τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται αλλ' έχει ζωήν αιώνιον».  Στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη τονίζεται το χρέος μας έναντι του πάσχοντος πλησίον μας. Η φιλανθρωπία του Θεού διαφαίνεται πλήρως στην παραβολή της μελλούσης κρίσεως, με την οποία γίνεται γνωστό ότι τη βασιλεία των ουρανών θα κληρονομήσουν εκείνοι που στάθηκαν φιλάνθρωπα έναντι του πλησίον τους.

Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος, υλιστικός θεωρητικά και πρακτικά, κινείται και δρα ερήμην του Θεού. Ο άνθρωπος γι' αυτόν δεν είναι πρόσωπο πλασμένο για την αιωνιότητα, αλλά καρπός των αδιαφόρετων (τυχαίων) φυσικών δυνάμεων (Μονό) ή ζώο που κάνει εργαλεία (ιστορικός υλισμός). Ο όρος πρόσωπο, ακριβώς επειδή είναι σε χρήση από την Εκκλησία του Χριστού έχει υποκατασταθεί από τον όρο άτομο. Και καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες υποβιβασμού του ανθρώπου σε αριθμό με ευρεία χρήση στα πάσης φύσεως κοινωνικά μητρώα και στα άλλα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Τί το κακό ενυπάρχει άραγε για τον κόσμο στον όρο φιλανθρωπία; Πρώτος προφανής είναι το ότι αυτός είναι όρος εκκλησιαστικός και ο κόσμος αντιμάχεται την Εκκλησία. Δεύτερος πολύ σημαντικός, τον οποίο θέλουμε οι χριστιανοί να αγνοούμε, είναι το ότι η φιλανθρωπία έχει εν πολλοίς εκπέσει σε επίδειξη ευσπλαχνίας των εχόντων, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν ελάμβαναν εύσημα από εκκλησιαστικά πρόσωπα για τα φιλάνθρωπα αισθήματα. Ο Χριστός δεν υπέδειξε απλώς να είμαστε φιλάνθρωποι, αλλά τόνισε ότι πρέπει να ενεργούμε και «εν κρυπτώ». Όχι προς το θεαθήναι, όχι για να αποκομίζουμε καρπούς κενοδοξίας. Ο Χριστός τόνισε ιδιαίτερα στον πλούσιο νέο, που τηρούσε όλες τις εντολές του νόμου, ότι απέμεινε κάτι ακόμη πολύ σημαντικό για να καταστεί τέλειος: Να πωλήσει τα υπάρχοντά του, να τα διανείμει στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει. Αυτόν που δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνε»! Συνεπώς υπό το πνεύμα του Ευαγγελίου του Χριστού είναι απαράδεκτο να ακούγεται μάλιστα και σε κηρύγματα εντός ναών, ότι οι πλούσιοι είναι ευλογημένοι από τον Θεό, ώστε να ελεούν τους έχοντες ανάγκη. Μήπως τότε οι φτωχοί είναι οι καταραμένοι από τον Θεό; Αλλά ο Χριστός κήρυξε ξεκάθαρα ότι είναι πολύ δύσκολο οι πλούσιοι να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών. Μάλιστα ο αδελφόθεος  Ιάκωβος στην επιστολή του γράφει ότι οι κραυγές των θεριστών, απ' τους οποίους στερήθηκε ο μισθός εκ μέρους των γαιοκτημόνων έφτασαν στα αυτιά του Θεού. Η κοινωνική αδικία είναι απόρροια της απληστίας και αφιλανθρωπίας και στηλιτεύεται τόσο στο Ευαγγέλιο (παραβολές του πλουσίου και φτωχού Λαζάρου, άφρονος πλουσίου) όσο και από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Άραγε μελέτησαν ποτέ οι εχθροί της Εκκλησίας όχι βέβαια τα έργα των Πατέρων αυτής, αλλά, τουλάχιστον, το Ευαγγέλιο από περιέργεια; Αναλώνουν τη ζωή τους σε πολεμική κατά της Εκκλησίας καραδοκούντες να βρουν ολισθήματα μελών αυτής, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν ως επιχειρήματα κατά του Χριστού! Ναι είναι γεγονός ότι η Εκκλησία έλαβε κατά καιρούς βοήθεια από πλουσίους. Δεν ήταν σε πλείστες όσες από τις περιπτώσεις η φιλευσπλαχνία και φιλανθρωπία κίνητρο για την προσφορά. Ήταν η διάθεση για επίδειξη και η κενοδοξία. Ήταν όμως και κάτι χειρότερο: Η επιδίωξη συμμαχίας με την Εκκλησία, ώστε αυτή να μη στηλιτεύει τον πλούτο και τους πλουσίους με τη δριμύτητα, που στηλίτευσε ο Χριστός και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Η αστική τάξη, η άκρως αντιεκκλησιαστική στη γέννησή της, καθώς η θρησκευτική ηγεσία στη Δύση είχε ευλογήσει όχι μόνο τον πλούτο των εκφύλων ευγενών, αλλά και τη στέρηση της ελευθερίας των πολιτών – θείων εικόνων, με την πάροδο του χρόνου προχώρησε σε ιστορικό συμβιβασμό με τους εκπροσώπους της δυτικής χριστιανοσύνης, ώστε αυτοί να ασκούν είδος λογοκρισίας στο Ευαγγέλιο. Έτσι οδηγηθήκαμε στην απαγγελία της κατηγορίας εκ μέρους του Μαρξ ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»!

Έγινε κατανοητό ότι εκείνοι που ενοχλούνται σήμερα από τον όρο φιλανθρωπία είναι οι επηρεασμένοι από τη μαρξιστική ανάλυση της ανθρώπινης κοινωνίας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Μάλιστα κάποιοι φθάνουν στην ακρότητα να καταγγείλουν την όποια εκδήλωση συμπαράστασης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας ως ενέργεια που ενισχύει την αστική τάξη στην άσκηση της απάνθρωπης (αφιλάνθρωπης εκκλησιαστικά) πολιτικής της. Εκείνο που δεν συνειδητοποίησαν οι εχθροί της αστικής τάξης (τι κρίμα οι χριστιανοί να θεωρούνται απ' αυτούς συνοδοιπόροι των πλουτοκρατών και εν πολλοίς όντως να είναι!) είναι η ακραία αντίφαση μεταξύ της φιλοσοφίας του ιστορικού υλισμού και του ιδανικού κόσμου, τον οποίο οι οπαδοί της οραματίζονται! Ο Βλαντιμίρ Σολόβιεφ, ο οποίος ακροβάτησε μεταξύ άρνησης και κατάφασης προς τον Θεό απέδωσε την αντίφαση αυτή με άκρως χαρακτηριστικό τρόπο: Ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Λοιπόν, αγαπάτε αλλήλους!

Αλληλεγγύη λοιπόν προς αυτούς που το σύστημα πληγώνει πολύ. Αλληλεγγύη από εμάς που νοιώθουμε επίσης να μας πληγώνει κάπως λιγότερο. Αλλά όταν με την πάροδο του χρόνου αποκάμουμε με το να είμαστε θύματα της κοινωνικής αδικίας, όταν μας χαμογελάσει η λάγνα εξουσία με την προσφορά κάποιου θώκου ή η τύχη με τις ευκαιρίες που το αστικό σύστημα προσφέρει στους ικανούς αλλά και καπάτσους; (πόσο χαρακτηριστική αυτή η ξένη λέξη!). Τότε περνούμε στην άλλη πλευρά και αντικαθιστούμε τη λέξη αλληλεγγύη με τη φιλανθρωπία. Τότε πηγαίνουμε στις δοξολογίες και συνεργαζόμαστε με την Εκκλησία, το όπιο του λαού, προς ανακούφιση των θυμάτων μας. Είναι καιρός πλέον να παραδεχθούμε: Δεν είναι μόνο οι θρησκευτικοί ηγέτες που συγκαλύπτουν τον επαναστατικό λόγο του Ευαγγελίου του Χριστού, είναι πολύ περισσότεροι οι άλλοι οι οποίοι στρατεύτηκαν αρχικά στον αγώνα για την αλλαγή του κόσμου με το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης ερήμην του Χριστού και πέρασαν στην υπηρεσία του συστήματος. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση έχουμε έκδηλο τον θρίαμβο του αστισμού, το θρίαμβο του ενστίκτου επί της πίστεως ή της ιδεολογίας. Μήπως τώρα που δοκιμαζόμαστε μπορούμε να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία της ασκητικής θεώρησης του βίου και του χρέους της φιλανθρωπίας;                                       

 

«ΜΑΚΡΓΙΑΝΝΗΣ», 14-01-2013

Τα συσσίτια της Εκκλησίας & τα συσσίτια της Χρυσής Αυγής

Τα συσσίτια της Εκκλησίας και τα συσσίτια της Χρυσής Αυγής

 

Του Κώστα Παπαγιάννη

 

 

Η διάλυση του κοινωνικού κράτους και η πτώση του βιοτικού επιπέδου που έχουν επιφέρει οι μνημονιακές πολιτικές έχουν αφήσει ανοικτό πεδίο στη δημαγωγία της Χρυσής Αυγής, η οποία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα χειρότερα ένστικτα επιβίωσης του εξαθλιωμένου ανθρώπου καθιερώνοντας συσσίτια «μόνο για Έλληνες». Αυτά τα συσσίτια έχουν έναν «στόχο», ακόμα κι αν οι ηγέτες της Χρυσής Αυγής δεν το παραδέχονται, κι αυτός είναι η Εκκλησία, στα συσσίτια της οποίας ανέκαθεν σιτίζονταν και μετανάστες, αφού οι κανόνες της Εκκλησίας δεν επιτρέπουν διαχωρισμούς ανάμεσα σε εθνικότητες, ακόμα και θρησκείες, όταν ο πλησίον έχει ανάγκη.

Η Χρυσή Αυγή έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό τις φιέστες παροχής τροφίμων «μόνο σε Έλληνες» σε μεγάλους δημόσιους χώρους και με την απαιτούμενη κάλυψη από τα ΜΜΕ. Σε κάποιες περιπτώσεις, η Χρυσή Αυγή επιδίωξε, χωρίς αποτέλεσμα, συνεργασία με την Εκκλησία, προτείνοντας παροχή τροφίμων με τον όρο της δημοσιοποίησης της προέλευσής τους, κίνηση που δείχνει τη σαφή διάθεση της Χρυσής Αυγής να αποκομίσει πολιτική υπεραξία από το «φιλάνθρωπο» έργο της και να δημιουργήσει νέα πελατειακά δίκτυα ψηφοφόρων. Παρόμοια πρωτοβουλία της ναζιστικής οργάνωσης για αιμοδοσία «μόνο για Έλληνες» αντιμετώπισε την αντίδραση ιατρικών οργανώσεων, καθώς παραβιάζει ευθέως την ηθική του ιατρικού επαγγέλματος.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντίθεση της Χρυσής Αυγής στη στάση της Εκκλησίας απέναντι στους μετανάστες ξεκίνησε από την αρχή και στον τόπο της εκκόλαψης του φιδιού, δηλαδή τον Αγ. Παντελεήμονα. Ο εφημέριος του ναού είχε δεχτεί απειλές από τα μέλη της οργάνωσης επειδή τάιζε τους εκατοντάδες εξαθλιωμένους Αφγανούς πρόσφυγες που ζούσαν για εβδομάδες στην πλατεία της Εκκλησίας, σε μια περιοχή όπου η Χρυσή Αυγή επένδυσε πολλά για να δημιουργήσει την «εικόνα» της.

Το προσωπείο του «ευσεβή»

Η φιλανθρωπία είναι ένα μόνο από τα προσωπεία που φορά κατά καιρούς η ναζιστική οργάνωση για να κρύψει την αλήθεια της πολιτικής της. Ένα από αυτά τα προσωπεία είναι αυτό του «ευσεβή». Παρά τις παγανιστικές ανησυχίες αρκετών μελών της στο παρελθόν, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του αρχηγού της, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει τώρα να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της Εκκλησίας.

Η περίπτωση της παράστασης Corpus Christi έδειξε ότι τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Η Εκκλησία καταδίκασε από την αρχή το ανέβασμα του θεατρικού έργου, που έχει συναντήσει παρόμοιες αντιδράσεις και στο εξωτερικό, αλλά απέφυγε οποιαδήποτε κινητοποίηση κατά της παράστασης, κάτι που έσπευσε να κάνει η Χρυσή Αυγή. Με τη συνεργασία λίγων μελών παραθρησκευτικών οργανώσεων, η Χρυσή Αυγή εμπόδισε την πρεμιέρα του έργου κι υποχρέωσε το ανέβασμα των υπόλοιπων παραστάσεων υπό αστυνομική παρουσία, πριν οι συντελεστές της παράστασης αναγκαστούν να «ρίξουν» πρόωρα αυλαία.

Μέτωπο στην Εκκλησία κατά της Χρυσής Αυγής

Παρά το «θεάρεστο» έργο της, η Χρυσή Αυγή δέχτηκε αμέσως πυρά από μητροπολίτες, που την επέκριναν για τη στάση της, για τη γενικότερη πολιτική της κατά των μεταναστών, αλλά και για την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της Εκκλησίας. Πρώτος ο μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος μίλησε με σκληρά λόγια κατά της Χρυσής Αυγής χαρακτηρίζοντας τις επιθέσεις κατά των μεταναστών αντιχριστιανικές. Ακολούθησαν πολλές ακόμη δημόσιες δηλώσεις μητροπολιτών κατά της Χρυσής Αυγής, αλλά και του ίδιου του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, που τόνισε ότι «η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από προστάτες και σωτήρες».

Στις αντιδράσεις διακρίνονται δύο γραμμές, από τη μια μεριά μια πιο επιθετική, με καταδίκη της ρητορείας της Χρυσής Αυγής ως επί της ουσίας αντιχριστιανικής, κι από την άλλη μια μετριοπαθέστερη γραμμή «δυσαρέσκειας» για την προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να εμφανιστεί ως υποστηρικτής της Εκκλησίας. Δυστυχώς υπήρξε και μια τρίτη γραμμή, από τους υπερσυντηρητικούς μητροπολίτες Καλαβρύτων Αμβρόσιου και Πειραιώς Σεραφείμ, που συνέπλευσαν με τη Χρυσή Αυγή για να δεχτούν επικρίσεις από άλλους μητροπολίτες για αυτή τους τη στάση.

Το μέτωπο της Εκκλησίας κατά της Χρυσής Αυγής είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο γιατί διευρύνει το αντιφασιστικό τόξο, αλλά και γιατί αποτρέπει ένα σημαντικό σε μέγεθος ακροατήριο συντηρητικών, στην πλειοψηφία τους, ανθρώπων από το δεχτούν εύκολα τα ρατσιστικά κηρύγματα της Χρυσής Αυγής. Οι διαχρονικές ευθύνες της Εκκλησίας για την άνοδο του εθνικιστικού συναισθήματος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Χριστόδουλου, είναι δεδομένες, όπως κι η συμβολή των οικονομικών σκανδάλων στα οποία μπλέχτηκαν (κι όπως φαίνεται συνεχίζουν να εμπλέκονται) παράγοντες της Εκκλησίας στη δημιουργία μιας γενικότερης αποστροφής προς το «σύστημα». Όμως πολλοί ιεράρχες δείχνουν να αντιλαμβάνονται έγκαιρα τους κινδύνους της φασιστικής απειλής και να μη δείχνουν πρόθυμοι να προσφέρουν «άφεση αμαρτιών» στην Χρυσή Αυγή.

Οι μητροπολίτες Διδυμοτείχου και Ιλίου μιλούν στην "Αυγή" για τα συσσίτια

 Η «Αυγή» επικοινώνησε με δύο μητροπολίτες που μας μετέφεραν τη θέση της Εκκλησίας για τη σίτιση των μεταναστών στα συσσίτια που διοργανώνει:

Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Δαμασκηνός:

Η Εκκλησία δεν κάνει διακρίσεις φυλής, εθνικότητας, θρησκείας και γλώσσας. Όλοι είναι παιδιά του Θεού. Το ανύσταχτο ενδιαφέρον της Εκκλησίας καλύπτει όλους τους συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη για ψωμί, ρούχα, ζέστη.

Δεν θα υποκαταστήσουμε την Πολιτεία. Το θέμα με τη μετανάστευση ήταν να μη φτάσουμε ώς εδώ. Από εκεί και πέρα πρέπει να βοηθήσουμε, αυτό είναι το καθήκον μας. Αν είναι ένας άρρωστος, μπορείς να τον αφήσεις χωρίς βοήθεια;

Μητροπολίτης Ιλίου, Πετρουπόλεως και Αχαρνών Αθηναγόρας:

"Ξένος ήμουν και με βάλατε στο σπίτι σας" (Μετάφραση Ματθ. κε' 31-46). Αυτή η φράση του Χριστού από την περικοπή της κρίσεως τα λέει όλα για τη στάση της Εκκλησίας απέναντι σε κάθε ξένο. Ο Χριστός στην ίδια περικοπή μάς βεβαιώνει «ό,τι εκάνατε στον καθένα από αυτούς τους ασήμαντους αδελφούς μου, σε μένα το κάνατε».

Η Εκκλησία βλέπει στο πρόσωπο του πεινασμένου ξένου μετανάστη μια ευκαιρία διακονίας και προσφοράς αγάπης, ενώ αναγνωρίζει ότι όλοι έχουμε ίδια δικαιώματα στη ζωή, αφού πλαστήκαμε σαν εικόνες του Θεού.

Η Εκκλησία, με την προσφορά συσσιτίου και ιματισμού, ακόμα και σε ξένους, εφαρμόζει την ευαγγελική ρήση «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» κι ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διαφορετικότητας φυλής, χρώματος ή θρησκείας.

Με δύο λόγια, κάνει πράξη το σοφό γνωμικό «Ξένους ξένιζε, μη λαθών Χριστόν ξενίσης», δηλαδή να είσαι φιλόξενος, μήπως κατά λάθος φιλοξενήσεις τον ίδιο τον Χριστό.

Η προσφορά φαγητού και ιματισμού είναι άσχετη με το θέμα απόδοσης ιθαγένειας ή υπηκοότητας ή άδειας παραμονής. Εκεί η Εκκλησία δεν εκφέρει άποψη, γιατί είναι θέμα πολιτικής του κράτους.


ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 06/01/2013, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=740491

Αλληλεγγύη & ψευδοαλληλεγγύη στην περίοδο της κρίσης

Αλληλεγγύη και ψευδοαλληλεγγύη στην περίοδο της κρίσης

 

Του Χαράλαμπου Πουλόπουλου*

 

Η οξυμένη οικονομική κρίση με τις δραματικές επιπτώσεις στην πλειονότητα των πολιτών, η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων που πρωταγωνίστησαν στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου, δημιουργώντας μια επικίνδυνη πολιτική δυναμική. 

Έδωσαν τη δυνατότητα σε ένα νεοναζιστικό μόρφωμα, που λειτουργούσε στα όρια της νομιμότητας και στο περιθώριο της κοινωνίας, να επιχειρεί να αναλάβει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή προς την κατεύθυνση της διάλυσης και της καταστροφής, και να γίνει ο εκφραστής της οργής και της απόγνωσης μερίδας των Ελλήνων οι οποίοι έχουν υποστεί τις συνέπειες της κρίσης. Η αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει και ότι χρειάζονται δυναμικές ενέργειες για να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι της κρίσης δίνει τη δυνατότητα σε ακραίες ομάδες να διευρύνουν το όποιο κοινωνικό τους έρεισμα, αναλαμβάνοντας ρόλους «σωτήρα» ή «τιμωρού».

Το συλλογικό τραύμα των Ελλήνων, που συνοδεύτηκε από διεθνή απαξίωση αλλά και αισθήματα ενοχής, ντροπής και θυμού και μια αίσθηση αδυναμίας, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από εκείνους που υποστηρίζουν το ναζισμό, τη δικτατορία, τον αυταρχισμό και την τυραννία και εμφανίζονται ως εκφραστές και προστάτες της ελληνικότητας. 

Από τη μια πλευρά προσφέρουν προστασία και επιτίθενται σε οποιονδήποτε θεωρούν ένοχο «διψώντας για αίμα» και από την άλλη δηλώνουν ότι προσφέρουν αίμα και τρόφιμα επιλεκτικά και εκμεταλλεύονται την ανάγκη κάποιων συμπολιτών μας.

Δυστυχώς ορισμένοι έπεσαν στην παγίδα και τους ψήφισαν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται πραγματικά με τις θέσεις τους. Ωστόσο, όσο βαθαίνει η κρίση, αδρανεί η επίσημη πολιτεία και απομακρύνεται η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, τόσο θα ενισχύονται προτάσεις βίας και εκδίκησης και θα αναζητούνται εχθροί πάνω στους οποίους θα επιρρίπτεται η ευθύνη και θα εκτονώνεται η οργή και ο θυμός όσων νοιώθουν πληγωμένοι από την κρίση. Όσο συνεχίζει να κλονίζεται η κοινωνική συνοχή και βαθαίνουν τα συλλογικά τραύματα που δημιούργησε η κρίση τόσο θα ενισχύονται οι ενέργειες στοχοποίησης και εκδίκησης απέναντι στους φυλετικά, εθνικά και θρησκευτικά «διαφορετικούς», προκειμένου να επιτευχθεί μια επίπλαστη ισορροπία μίσους, δομημένη πάνω σε ένα φαντασιωτικό «εμείς» που αφορά τους «γνήσιους» και «καθαρούς» Έλληνες.

Η προώθηση των φυλετικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών και κοινωνικών αποκλεισμών και η υιοθέτηση της βίας ως μέσου αντιμετώπισης της διαφορετικότητας και των κοινωνικών προβλημάτων δημιουργούν μια άρρωστη ατμόσφαιρα στην κοινωνία μας και την εγκλωβίζει περισσότερο στην κρίση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η αλληλεγγύη αποκτά πρωταρχική σημασία. 

Στο παρελθόν είχε ταυτιστεί με τους φορείς κοινωνικής φροντίδας, είτε αυτοί είχαν δημόσιο, ειδικό ή φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών ήταν περιορισμένος σε ένα περιβάλλον επίπλαστης και δανεικής ευημερίας, ατομικισμού, αδιαφορίας, υπερκατανάλωσης και παθητικότητας. Αυτό ήταν ένα ακόμα στοιχείο της ευρύτερης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής παθογένειας, που συνέβαλε στην κοινωνική αποδιοργάνωση και την ανάπτυξη αυτών των νοσηρών φαινομένων στην περίοδο της κρίσης. 

Οι όποιες φωνές ακούγονταν, κυρίως από το χώρο της αριστεράς και από ορισμένους κοινωνικούς φορείς, είχαν περισσότερο να κάνουν με τις διεκδικήσεις για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, που αποτελεί, άλλωστε, υποχρέωση της πολιτείας.

Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη για συνέχιση και διεύρυνση αυτών των διεκδικήσεων και άσκηση κριτικής γύρω από τα αίτια που μας οδήγησαν στην κρίση. Ωστόσο, με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και την εκρηκτική αύξηση των αναγκών δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κενό το οποίο δεν πρέπει να αγνοήσουμε, αλλά να σταθούμε σε εκείνες τις πρωτοβουλίες πολιτών και φορέων που θέλουν να δώσουν μια ανάσα στους συμπολίτες μας που έχουν ανάγκη. 

Με διαφορετικές ονομασίες και οργανωτικά σχήματα αναπτύσσονται σε όλη την Ελλάδα προσπάθειες οι οποίες, αν αποκτήσουν δυναμική, μπορούν να πάρουν τα χαρακτηριστικά ενός ευρύτερου κινήματος αλληλεγγύης για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Πέρα από την κοινωνική και πολιτική ανάλυση, την πολιτική αντιπαράθεση στα ακραία φαινόμενα που αναπτύσσονται στην κοινωνία μας, χρειάζονται και νέες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής.

Αυτές μπορούν να σταθούν απέναντι στην υστεροβουλία όσων προσπαθούν να καλύψουν τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό με πράξεις που διαθέτουν επίχρισμα αλληλεγγύης και απευθύνονται «μόνο σε Έλληνες», πρωτοβουλίες που προβάλλονται από ορισμένα μέσα ενημέρωσης τα οποία ειδικεύονται στο να προσφέρουν «άρτον και θεάματα». 

Η αντιπαράθεση πλέον με πράξεις απέναντι σε τέτοια φαινόμενα αποτελεί υποχρέωση του κάθε ενεργού πολίτη.

Η κρίση αποτελεί σοβαρό κίνδυνο κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει και μια ευκαιρία για να επαναπροσδιοριστούν οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες και αξίες και να αναζητηθούν νέοι τρόποι συλλογικής ζωής και δράσης, που θα βασίζονται στην εμπιστοσύνη, τη φιλία, την αλληλοβοήθεια, τον αλληλοσεβασμό και την αλληλεγγύη. 

Το κοινωνικό προσωπείο που κρύβει την υποκρισία, τη μισαλλοδοξία, το ρατσισμό και τη βία πέφτει, όταν οι πολίτες αναλαμβάνουν δράση, προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, συμμετέχουν σε δράσεις αλληλεγγύης, σέβονται τη διαφορετικότητα και επιδιώκουν την κοινωνική δικαιοσύνη.

 

* Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών και ο διευθυντής του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ).

ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013, http://kostasarvanitis.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html?spref=fb.

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από το ΜτΒ.

Ανέστιος επαίτης

Ανέστιος επαίτης*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η επέλαση της φτώχειας και του μαρασμού στη νεοελληνική κοινωνία, ως αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών που εφαρμόζονται από τα εγχώρια και τα διεθνή κέντρα εξουσίας, αποτυπώνεται σε μια σειρά γελοιογραφιών δημοσιευμένων στον τύπο, στις οποίες πρωταγωνιστούν άνθρωποι άστεγοι, διακρινόμενοι από το «δισάκι» με τα όποια εναπομείναντά τους υπάρχοντα, από τα κουρελιασμένα ρούχα κι από τα χαρτόκουτα με τις εφημερίδες, που υποκαθιστούν το σπίτι και τα στρωσίδια για όσους υποχρεώθηκαν στην ανεργία και σε ξεσπίτωμα.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 357, 16/12/2012.

Η κεντρική ιδέα αυτού του τύπου των γελοιογραφιών αποτελεί πλέον σχεδόν μοτίβο για όσους τη μεταχειρίζονται. Άστεγοι που προβάλλουν μέσα από χαρτόκουτα, σκεπασμένοι με εφημερίδες, χωμένοι μέσα σε κάδους απορριμμάτων, όπου αναζητούν υπολείμματα τροφών, συνήθως παρουσιασμένοι σε δυάδες ώστε να ευνοείται η επικοινωνία, σχολιάζουν καυστικότατα, με πικρή ειρωνεία που τσακίζει κόκαλα, την τρέχουσα επικαιρότητα. «Μας υποβάθμισε κι η Moody's», σχολιάζει ο ένας, για να πάρει τη δηκτική απάντηση «Θα μας φαλιρίσουν, οι πούστηδες»· στο σχόλιο «Είμαι περίεργος να δω αυτήν την περιβόητη λίστα των φοροφυγάδων» εισπράττεται η πληρωμένη απάντηση «Γι' αυτό δεν θα κάνεις ποτέ σου καριέρα στην πολιτική»· στην ερώτηση «Πιστεύεις ότι θα ορθοποδήσουμε ποτέ οικονομικά;», αντιτείνεται από τον έτερο άστεγο, που 'ναι σκεπασμένος – όπως κι ο πρώτος – με εφημερίδα, το αμίμητο «Πού να ξέρω; Τις οικονομικές σελίδες τις έχεις εσύ».

Είναι απορίας άξιο πώς η πολιτικά καθεστηκυία τάξη δεν έχει επιχειρήσει ακόμη τη λογοκρισία της συγκεκριμένης μορφής ανατρεπτικού σχολιασμού, επικαλούμενη την «πολιτική ορθότητα» που δεν επιτρέπει αστεϊσμούς σε βάρος ανθρώπων βαθιά αναγκεμένων. Αν και στο σπίτι του κρεμασμένου -πόσο μάλλον στο ανύπαρκτο του αστέγου- δεν μιλάνε για σκοινί, δεδομένου πως για την εξαθλίωση, την ανέχεια και τις αυτοκτονίες δεν ευθύνονται οι γελοιογράφοι ή οι σατιρικοί συγγραφείς, παρά οι υπερασπιστές των μνημονιακών πολιτικών, το προσποιητό θίξιμο για τον «εμπαιγμό» των απόρων είναι ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί, ως επιχείρημα του ανάλγητου κι αποθρασυμένου πολιτικού κατεστημένου, που πρώτα εξαθλιώνει τον κοινωνικό ιστό, κι έπειτα μεταβιβάζει τις ευθύνες του στους άλλους, προσποιούμενο ευαισθησίες. Κι είναι ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί, εφόσον εδώ η μνημονιακή πτέρυγα θα εντοπίσει μια ιδανική ευκαιρία να καμωθεί τη δημοκρατική και την προοδευτική, επιτιθέμενη επί ενός είδους τέχνης που όχι μόνο δεν εμπαίζει τους απόρους, μα τους υπερασπίζεται μαχητικά, προβάλλοντας τον παραλογισμό των υφιστάμενων πολιτικών και υιοθετώντας κάθε εγκαταλειμμένο στη μοίρα του πολίτη, στο πρόσωπο του οποίου ανάγεται εντέλει η κοινή μοίρα συνολικά των Ελλήνων εντός της επικράτειάς τους, μιας επικράτειας χειμαζόμενης από την καταστροφική πολιτική των οικονομικών τής χώρας κατακτητών.

Αν και αναμφίβολα οι προθέσεις των γελοιογράφων είναι ευαίσθητες και αλτρουιστικές, ελλοχεύει ωστόσο πίσω από τη συγκεκριμένη τους θεώρηση ένας κίνδυνος. Δίνεται η εντύπωση σε ορισμένες περιπτώσεις πως όταν διαπιστώνονται τόσο έντονα βιοποριστικά προβλήματα, με πολίτες άστεγους και πεινασμένους, η όποια αναφορά στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση μοιάζει άκαιρη κι εντελώς δευτερεύουσα. Σαν να σχολιάζεται, δηλαδή, πως όταν κανείς δεν διαθέτει τα προς το ζην, οι βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις για τις κινήσεις των διεθνών οίκων χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης, για το χρονοδιάγραμμα της εξόδου από την κρίση ή για την ανακατανομή των φορολογικών βαρών, με την επιφόρτιση των μεγαλύτερων υποχρεώσεων στις ισχυρές οικονομικά τάξεις, συνιστούν όχι απλώς συζητήσεις κενές περιεχομένου, μα πολύ περισσότερο ειρωνικά σχόλια, που χλευάζουν την κατάντια μιας σημαντικότατης και, δυστυχώς, συνεχώς αυξανόμενης μερίδας πολιτών.

 Την ένσταση, επομένως, που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει προς την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων η μνημονιακή συμμαχία, είναι πιθανό να την καταθέσει, καλοπροαίρετα τη φορά αυτή, οποιαδήποτε άποψη εμφορείται από ανθρωπιστικές ευαισθησίες. Η καλή προαίρεση, ωστόσο, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ορθή τοποθέτηση. Χρειάζεται να επαναληφτεί πως η διαρκώς εξελισσόμενη εξαθλίωση των Ελλήνων δεν είναι άσχετη με τις πολιτικές εξελίξεις και τις μνημονιακές επιλογές που προκρίθηκαν από το 2010 κι εξής. Είναι παντελώς επιπόλαιο, αν όχι αφελές ή ύπουλο, να αποσυνδέεται η μία κατάσταση από την άλλη. Οι υφιστάμενες πολιτικές της μιζέριας και της ανέχειας φέρουν την απόλυτη ευθύνη για την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Δεν ενδείκνυται, συνεπώς, ούτε να προσπερνιούνται ούτε να παρακάμπτονται με ελαφρά καρδιά. Στην πραγματικότητα, μόνο ο παραμερισμός των βαθύτερων αιτιών της κρίσης θα συνιστούσε βαρύτατη προσβολή για το σύνολο των Ελλήνων, ενώ θα συνέχιζε να τους καταδικάζει στη φρίκη, αφού θα εμπόδιζε τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της ρίζας των δεινών.

Η υποθετική διαστροφή της πραγματικότητας, ασύνειδη ή συνειδητή, στο όνομα της όποιας ευαισθησίας, ειλικρινούς ή προσποιητής, δεν είναι ένας επινοημένος κίνδυνος, υπερβολικός στη σύλληψή του. Είναι μια βιωμένη πρακτική, με φορέα της το μνημονιακό μπλοκ, που, λόγω της πολύχρονης εναλλαγής των δύο βασικών του συντελεστών στην εξουσία καθ' όλη τη μεταπολίτευση, γνωρίζει να διαχειρίζεται άριστα μεθόδους διαστροφής των θέσεων της αντίπαλης ιδεολογίας, να παραπλανά, να τρομοκρατεί, να προπαγανδίζει, να «φυλακίζει» τους πολίτες σε ψευδοδιλήμματα και σε επιλογές-«μονόδρομους», πέρα από τις οποίες υποτίθεται ότι υπάρχει μονάχα η καταστροφή και το χάος. Υποδειγματική εφαρμογή της συγκεκριμένης τακτικής, κατάλληλη για σεμιναριακές παρουσιάσεις, σημειώθηκε κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση τον Ιούνιο του 2012, οπότε και η εκβιαστική προπαγάνδα του κατεστημένου πολιτικού και δημοσιογραφικού χώρου επέφερε την παλινόρθωση των μνημονιακών παρατάξεων, αποτρέποντας τη διάθεση αλλαγής κατεύθυνσης που χαρακτήριζε έως τότε το εκλογικό σώμα, όπως μάλιστα αυτή εκφράστηκε πολύ εύγλωττα στις αμέσως προηγούμενες εκλογές τον Μάιο του 2012.

Η λυσσαλέα επιχείρηση διαστροφής από το υπάρχον καθεστώς κάθε αντίθετης θέσης ή πρότασης αναφορικά με την υπέρβαση της κρίσης είναι δεδομένη. Το ενδεικτικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο διαστρεβλώθηκε η πρόταση του κ. Μανώλη Γλέζου για κρατικοποίηση των τραπεζών και διοχέτευση κεφαλαίων προς στήριξη των μικρών επιχειρήσεων, προκειμένου αυτές να ορθοποδήσουν και να ανακάμψει η αγορά. Μία πρόταση λογική, συμβατή με τις κατάλληλες και νομιμοποιημένες ενέργειες που θα συνέβαλλαν σε μια πρώτη, υγιή αντίδραση στην κρίση, διαστράφηκε σε κατάσχεση των οικονομιών κάθε μικρού τραπεζικού καταθέτη, με την παράλληλη θεωρητική στήριξη του αποτυχημένου νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, το οποίο έσπευσε να δαιμονοποιήσει κάθε απόπειρα τιθάσευσης της ανεξέλεγκτης ιδιωτικής δράσης, προμαντεύοντας την καταστροφή κι αρνούμενο να θυμηθεί πως μόλις πριν από μία δεκαπενταετία οι τράπεζες στην Ελλάδα ήταν δημόσια περιουσία, παρείχαν μεγαλύτερα επιτόκια στους καταθέτες, και δεν διακινδύνευαν τα κεφάλαιά τους σε επισφαλείς χρηματοπιστωτικές «επενδύσεις».

 Όταν, βεβαίως, έχει συνηθίσει ο επί δεκαετίες κυβερνητικός πολιτικός κόσμος να διαχειρίζεται οφίκια κι επιδοτήσεις, χωρίς να μεριμνά για το παραγωγικό σκέλος, όταν έχει βαθύτατα πιστέψει πως η μόνη ικανότητα της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να προσφέρει διοικητικές υπηρεσίες, είναι επόμενο να μην κινητοποιείται ώστε η χώρα να αναλάβει τις τύχες της στα χέρια της. Ακόμη και τώρα, σχεδόν μισό χρόνο από την ανάληψη της εξουσίας από την τρικομματική κυβέρνηση, τα μοναδικά της ενδιαφέροντα περιορίζονται στη λήψη ενός ακόμη δανείου και στη συντήρηση του παλαιοκομματικού καθεστώτος των μικροκομματικών εξυπηρετήσεων για χάρη της πολιτικής επίπλευσης, χωρίς να ανακοινώνεται ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός για παραγωγική ανασυγκρότηση και για δραστικό περιορισμό των εξωτερικών εξαρτήσεων.

Στην απεγνωσμένη ωστόσο προσπάθεια των διαχειριστών της ελληνικής συντριβής να διασωθούν μονάχα οι ίδιοι με κάθε αθέμιτο μέσο, με εργαλεία τους τη σπίλωση, την τρομοκράτηση και τη διαστρέβλωση, η επαγρύπνηση είναι ζήτημα επιβίωσης. Η εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού δεν αφορά μόνο όσους την υφίστανται προς το παρόν· είναι υπόθεση όλων, εφόσον η πρόοδος ή η καταστροφή της χώρας αποτελούν συνάρτηση της πορείας των κατοίκων της, καθώς και το αντίστροφο, σε μια διαδικασία που από τη φύση της είναι αμφίδρομη. Χωρίς κοινωνική αλληλεγγύη, οι άστεγοι πρωταγωνιστές των γελοιογραφιών θ' αρχίσουν σταδιακά να αντικαθίστανται από τη γυναικεία μορφή που συμβολίζει διαχρονικά την Ελλάδα σε ζωγραφικές παραστάσεις και σατιρικές αποτυπώσεις. Μόνο που η φιγούρα της χώρας δεν θα αναδύεται ονειρεμένη σαν σε σολωμικό ποίημα, παρά θα τριγυρνά ανέστιος επαίτης με τα ανασυρμένα της ρετάλια από το μπαούλο περασμένων, πέτρινων δεκαετιών.

Η κυβέρνηση ληστών ξαναχτυπάει

Η κυβέρνηση ληστών ξαναχτυπάει

 

Του Γιώργου Δελαστίκ

 

Χαζό παιδί χαρά γεμάτο που λέει και το λαϊκό ρητό ή αδίστακτος πολιτικός απατεώνας; Το ερώτημα αφορά τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τους πανηγυρισμούς του περί της δήθεν επίτευξης θριάμβου στο Γιούρογκρουπ της νύχτας της Δευτέρας προς Τρίτη αναφορικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος.

Η γελοία τηλεοπτική παράσταση του διαγγέλματος του μας πείθει ότι έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση ληστών που ετοιμάζεται να γδάρει πάλι τον ελληνικό λαό προκειμένου να μαζέψει τα «λύτρα» που θα επιτρέψουν την παραμονή της στην εξουσία ως κυβέρνησης που υπηρετεί τυφλά τα συμφέροντα των Γερμανών επικυρίαρχων και της δοσίλογης ντόπιας αστικής τάξης που συνεργάζεται με τις ευρωγερμανικές δυνάμεις κατοχής.

Ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης συμφώνησαν με τους Γερμανούς στο Γιούρογκρουπ να ληστέψουν και πάλι τα ασφαλιστικά ταμεία μέσω της επαναγοράς των ομολόγων, με στόχο να μειώσουν κι άλλο τις συντάξεις των Ελλήνων απόμαχων της δουλειάς. Ο πρωθυπουργός όμως φαίνεται ότι θεωρεί λαμόγια ή ηλίθιους ολόκληρο τον ελληνικό λαό και όχι μόνο αυτούς που ψηφίζουν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ή ΔΗΜΑΡκι έτσι νόμισε ότι θα αποκοιμίσει τον πληθυσμό με τις πολιτικές ψευτιές και ανοησίες του διαγγέλματος του. Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες ώρες για να διαπιστώσει ότι ούτε ο πιο κρετίνος δημοσιογράφος – παπαγαλάκι της Δεξιάς δεν τολμούσε να κινηθεί στο κλίμα των πρωθυπουργικών δηλώσεων. Αυτό φυσικά δεν οδήγησε σε αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής. Απλώς πετάχθηκε στα σκουπίδια η γλυκανάλατη αποτυχημένη παράσταση του Σαμαρά και ανέλαβε ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας τον ρόλο του «πολιτικού γκάνγκστερ» χωρίς προσχήματα. Κόλλησε το περίστροφο του εκβιασμού στον κρόταφο όχι μόνο των ασφαλιστικών ταμείων (και νοσοκομείων, ΑΕΙ κ.λπ.), αλλά και των Ελλήνων …τραπεζιτών! Θα τους φάει κι αυτών τα ομόλογα, προωθώντας παράλληλα τον στόχο παράδοσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στο Τέταρτο Ράιχ.

Αφού ο Βενιζέλος με το πρώτο «κούρεμα» των ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων κατά 53% τον Φεβρουάριο έφαγε από τις συντάξεις των γέρων γύρω στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ (από τα 13 και κάτι δισ. τους άφησε 8,1) ζήλεψε και ο Σαμαράς και θέλει να τους φάει κι αυτός άλλα 5,5 δισεκατομμύρια μέσω της επαναγοράς! Ο Σαμαράς θέλει δηλαδή να κουρέψει… γουλί κατά 65% τα ήδη «κουρεμένα» κατά 53% ομόλογα των ταμείων κι έτσι από τα 8,5 δισ. να τους αφήσει μόνο 2,8 δισεκατομμύρια! Με το κόλπο αυτό οι μνημονιακές κυβερνήσεις Παπαδήμου και Σαμαρά θα έχουν κλέψει μέσα σε ένα χρόνο πάνω από το …75% της αξίας των ομολόγων των ταμείων! Άντε να βρουν έπειτα λεφτά τα ταμεία για να δώσουν συντάξεις. Επιδόματα …πείνας 200-300 ευρώ θα τους δίνουν σε λίγο. Ήδη φέτος η κρατική επιχορήγηση προς τα ασφαλιστικά ταμεία μειώθηκε κατά 2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι ετήσιες απώλειες από το πρώτο «κούρεμα» τον Μάρτη οδήγησαν σε μείωση των αποδόσεων των ομολόγων κατά 800 εκατομμύρια ευρώ. Οι αποδόσεις αυτές που σήμερα υπολογίζονται στα 120 εκατομμύρια ευρώ μόνο, θα καταποντιστούν στα …30 (!) εκατομμύρια, αν περάσουν τα σχέδια του Σαμαρά για την επαναγορά ομολόγων.

Στο πλαίσιο αυτής της λεηλασίας, τα ασφαλιστικά ταμεία χρωστούν ολοένα και περισσότερα χρήματα σε ιδιώτες. Από 3,7 δισ. ευρώ που χρωστούσαν τον Δεκέμβριο του 2011, τα χρέη τους είχαν ανεβεί στα 4,5 δισεκατομμύρια τον Σεπτέμβριο του 2012. Αποτελούσαν δηλαδή τα μισά σχεδόν χρέη του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, τα οποία ανέρχονταν τον Σεπτέμβριο του 2012 σε 9,3 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά. Από 7 δισεκατομμύρια που ήταν δηλαδή πέρυσι τον Δεκέμβριο, σημείωσαν μέσα σε εννέα μόλις μήνες αύξηση κατά σχεδόν 2,3 δισ. ευρώ ή ποσοστό 32%! Από τα 9,3 δισ. ευρώ που χρωστούσε τον Σεπτέμβριο το Δημόσιο σε ιδιώτες και πέρα από τα προαναφερθέντα 4,5 δισ. των ασφαλιστικών ταμείων, άλλο 1,8 δισ. χρωστούσαν τα νοσοκομεία και 0,97 δισ. οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.

Τα υπουργεία, τα οποία δεν πληρώνουν τίποτα σε κανέναν, χρωστούσαν 0,97 δισ. έχοντας αυξήσει θεαματικά κατά 65% τα χρέη τους από τον Δεκέμβριο του 2011, όταν ήταν 0,57 δισεκατομμύρια. Διάφορα άλλα νομικά πρόσωπα του Δημοσίου χρωστούν 0,39 δισ. ευρώ, ενώ το κράτος δεν είχε επιστρέψει φόρους ύψους 0,74 δισεκατομμυρίων, παρόλο που είχε λήξει η νόμιμη προθεσμία επιστροφής τους. Προσοχή, μιλάμε μόνο για ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, όχι απλά για οφειλές εν γένει. Την ώρα δηλαδή που το κράτος «γδέρνει» τους πολίτες, καταστρέφει οποιονδήποτε έρθει σε επιχειρηματική επαφή μαζί του, καθώς αρνείται να πληρώσει τις υπηρεσίες, τα έργα ή τα προϊόντα που του παρέχουν.

Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι η κυβέρνηση ληστών και απατεώνων είναι εχθρική προς τις επιχειρήσεις. Κάθε άλλο, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία. Το 2012 οι εταιρείες κατέβαλαν φόρους 38% λιγότερους από το 2011, ενώ τα φυσικά πρόσωπα κατά 23% περισσότερο! Επιπροσθέτως, τα κρατικά έσοδα από φόρους ακίνητης περιουσίας μέσω του χαρατσιού της ΔΕΗ … εξαπλασιάστηκαν! Το ζήτημα για τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο και τον Κουβελη είναι πώς θα βρίσκουν τρόπους να γδέρνουν τους πολλούς και σ" αυτό μέχρι στιγμής παίρνουν άριστα.

Η ΕΡΓΑΣΙΑ, Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ & ΟΙ ΝΕΟΠΤΩΧΟΙ

Η ΕΡΓΑΣΙΑ, Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΠΤΩΧΟΙ

«ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΕ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»

 

Από το περιοδικό Babushka*

 

Ένα από τα πιο συναρπαστικά φαινόμενα στην εποχή μας είναι, η φτώχεια εν μέσω της αφθονίας. Η ύπαρξη της φτώχειας σε κοινωνίες αφθονίας αποτελεί ένα κατεξοχήν ηθικό παραλογισμό, μια διαστρέβλωση της ηθικής φύσης του ανθρώπου. Καμία κοινωνία δε μπορεί να είναι ηθικά συνεπής με τον εαυτό της, πόσο μάλλον να είναι ελεύθερη ή αυτόνομη, εάν δεν εξαλείψει τη φτώχεια. Η ηθική της εργασίας ήταν το όπλο των «φωτισμένων νοών» στη μάχη κατά της ελευθερίας, της αυτονομίας και της δημιουργικότητας του εργάτη-τεχνίτη.

Έτσι ο παραδοσιακός άνθρωπος έπρεπε να απολέσει την ελευθερία του, την αυτονομία του, τις δεξιότητές του και την περηφάνια του. Η παράδοση έπρεπε να παταχθεί γιατί σήμαινε ότι οι άνθρωποι ήταν ικανοποιημένοι με αυτά που είχαν και απείχαν από το «περισσότερο», προτιμούσαν να ψαρεύουν το πρωί και να φιλοσοφούν το βράδυ αντί να εργάζονται πυρετωδώς για να αυξήσουν τον κοινωνικό πλούτο.

Η χειραφέτηση της εργασίας από τους επικεντρωμένους στην αγορά υπολογισμούς απαιτεί την αντικατάσταση της ηθικής και της εργασίας από την ηθική της δεξιοτεχνίας. Μια κοινωνία, η οποία χάρη στην τρομακτική ισχύ που έχουν συσσωρεύσει αιώνες εργασίας, μπορεί κάλλιστα να παράγει οτιδήποτε αναγκαίο χωρίς τη συμμετοχή ενός μεγάλου και αυξανόμενου αριθμού μελών της. Στην καταναλωτική κοινωνία η μαζική παραγωγή δεν απαιτεί πλέον μαζική εργασία κι έτσι οι φτωχοί, που κάποτε συνιστούσαν τον εφεδρικό στρατό εργασίας αναπλάστηκαν ως ατελείς καταναλωτές. Ο καταναλωτής πρέπει να βομβαρδίζεται συνέχεια με καινούριες επιλογές και να θεωρεί ότι αυτός με την ευφυΐα του και μόνο, πέτυχε αυτή την «καταπληκτική ευκαιρία». Τα πρέπει και οι ηθικές ευθύνες δεν ταιριάζουν στον καταναλωτή. Σε μία τέτοια ιδεώδη κατάσταση, ένας καταναλωτής δεν πρέπει να ενστερνίζεται τίποτα σε σταθερή βάση, τίποτα δεν θα πρέπει να τον δεσμεύει για πάντα, καμία ανάγκη του δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται πλήρως ικανοποιημένη, καμία επιθυμία να μη θεωρείται ύστατη.

Με την επίφαση της ηθικής της εργασίας προωθούνταν η ηθική της πειθαρχίας, δηλαδή το να μη νοιάζεσαι για περηφάνια και τιμή, για θέλω και σκοπούς αλλά να εργάζεσαι σθεναρά έστω και αν θεωρείς ότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος. Ο τρόπος αυτός στόχευε στο να συνηθίσει τους εργάτες στην άκριτη υπακοή, αποστερώντας τους από την περηφάνια που αντλεί κάποιος όταν εκτελεί επιδέξια μια εργασία με αποτέλεσμα να τους υποχρεώνει στην εκτέλεση ενός καθήκοντος, του οποίου το νόημα τους διέφευγε. Η σταυροφορία της ηθικής της εργασίας ήταν αγώνας για τον έλεγχο και την υποταγή. Ήταν αγώνας εξουσίας, ένας αγώνας για να εξαναγκαστούν οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν στο όνομα της ηθικής ευγένειας του εργοστασιακού βίου, ένα βίο που δεν ήταν ούτε ευγενής, ούτε ανταποκρίνονταν στους δικούς τους κανόνες, ηθικής και αξιοπρέπειας.

Οίκοι καταναγκαστικής εργασίας, φτωχοκομεία, εργοστάσια, φυλακές, άσυλα για τους τρελούς, νοσοκομεία, σχολεία. Όλα αυτά τα ιδρύματα έπρεπε να επιβάλουν ένα ενιαίο πρότυπο κανονικής και προβλέψιμης συμπεριφοράς πάνω σε ένα ετερόκλιτο και ουσιαστικά απείθαρχο πληθυσμό τροφίμων. Όλα τους εν συντομία, έπρεπε να εξουδετερώσουν ή να απαλείψουν την ποικιλία των ανθρώπινων συνηθειών και κλίσεων έτσι ώστε να είναι δυνατή η επιβολή ενός κανόνα συμπεριφοράς για όλους. Το φτωχοκομείο διαχώριζε τους αληθινούς άπορους από αυτούς που ήταν ύποπτοι ότι απλώς μασκαρεύονταν έτσι με σκοπό να αποφύγουν τις δοκιμασίες της κανονικής εργασίας. Κανένας πέρα του αληθινού άπορου δεν θα επέλεγε τον περιορισμό στο φτωχοκομείο εάν οι συνθήκες μέσα σε αυτό καθίσταντο αρκετά τρομακτικές. Όσο πιο τρομακτικά ήταν τα νέα που διέρρεαν από τους τοίχους του φτωχοκομείου, τόσο πιο πολύ η σκλαβιά των εργοστασιακών χεριών θα φαίνονταν σαν ελευθερία και η αθλιότητά τους θα έμοιαζε με άγγιγμα της τύχης και με ευλογία. Η υπερβολική ασχήμια της παραμονής στο φτωχοκομείο και στα άλλα ιδρύματα, η οποία χρησίμευε ως σημείο αναφοράς για να εκτιμηθεί η ποιότητα της ζωής στο εργοστάσιο, διεύρυνε απελπιστικά τη δυνατότητα των εργοδοτών να ασκούν πιέσεις στην αντοχή των εργαζομένων τους χωρίς το φόβο της εξέγερσης ή της απόσυρσης από την εργασία.

Σε μια κοινωνία που είναι γνωστή για το ταλέντο και την αγάπη της στις κατηγοριοποιήσεις και τις ταξινομήσεις, το είδος της εργασίας συνιστούσε την αποφασιστική κατηγοριοποίηση από την οποία απέρρεαν όλα τα άλλα που σχετίζονταν με την κοινή ζωή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι χωρίς την απασχόληση ήταν άνθρωποι χωρίς αφεντικά, άνθρωποι εκτός ελέγχου, μη επιτηρούμενοι, χωρίς επίβλεψη, μη υποκινούμενοι σε οποιαδήποτε ρουτίνα. Εάν η υποταγή της πλειονότητας του ανδρικού πληθυσμού στην πειθαρχία της εργασίας στο εργοστάσιο ήταν η κυρίαρχη μέθοδος παραγωγής και διατήρησης της κοινωνικής τάξης, το απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν η ισχυρή και σταθερή πατριαρχική οικογένεια.

Η ηθική της εργασίας μετέτρεψε και προσανατόλισε τα ανθρώπινα κίνητρα και των ανθρώπινων πόθων για ελευθερία σταθερά και αμετάκλητα προς τη σφαίρα της κατανάλωσης. Αυτό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ύστερη ιστορία της νεωτερικής κοινωνίας καθώς αυτή πέρασε από την κοινωνία των παραγωγών προς την καταναλωτική κοινωνία. Καταναλώνω σημαίνει καταστρέφω. Τα πράγματα ή τα φθείρουμε από τη φύση είτε απογυμνώνονται από τα θέλγητρά τους. Συνεπώς δεν ελκύουν, δεν διεγείρουν την επιθυμία και χάνουν την ικανότητά τους να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Στην κοινωνία των παραγωγών ήταν ότι τα μέλη της συνέπρατταν σε αυτήν πρωτίστως ως παραγωγοί. Ο τρόπος με τον οποίο εκείνη έπλαθε τα μέλη της καθοριζόταν από την ανάγκη να εκπληρωθεί ο ρόλος του παραγωγού. Αντίθετα ο τρόπος που η παρούσα κοινωνία πλάθει τα μέλη της καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ανάγκη να διαδραματίσουν αυτά το ρόλο του καταναλωτή.

Η ηθική της εργασίας έφτασε πολύ πέρα από τις αίθουσες των εργοστασίων και τους τοίχους των φτωχοκομείων. Οι κανόνες της διέπνεαν το όραμα μιας δίκαιης και ορθής κοινωνίας που έμελε να ικανοποιηθεί. Το όραμα της τελικής κατάστασης που επρόκειτο να επιτευχθεί ήταν αυτή της πλήρους απασχόλησης, μιας κοινωνίας που αποτελούνταν αποκλειστικά από εργαζομένους ανθρώπους. Η πλήρης απασχόληση κατείχε την κάπως διφορούμενη θέση να συνιστά ταυτόχρονα δικαίωμα και καθήκον. Όπως όμως συμβαίνει με όλους τους κανόνες, και οι δύο πλευρές έπρεπε να είναι παρούσες για να διασφαλιστεί η γενική ισχύ της αρχής. Ο καθορισμός του κανόνα ορίζει επίσης το αντικανονικό. Η επίμονη παρουσία των φτωχών έτεινε να εξηγείται είτε με την έλλειψη θέσεων εργασίας είτε εναλλακτικά με την έλλειψη επιθυμίας για εργασία.

Υπάρχει μία φαινομενικά άπειρη ποσότητα ελεύθερου χρόνου συνοδευόμενο από την αδυναμία να το χρησιμοποιήσεις. Μεγάλο μέρος της, μέρα με τη μέρα, ύπαρξης είναι αδόμητο, αλλά οι άνεργοι δεν έχουν τα μέσα για να δομήσουν την ύπαρξή τους με έναν τρόπο που να τους προσδίδει νόημα, ικανοποίηση και αξία. Σίγουρα η πιο δημοφιλής λέξη που χρησιμοποίησαν για να περιγράψουν την εμπειρία της ανεργίας είναι το «βαρετό», είναι η ανία και τα προβλήματα με το χρόνο. Να μην έχεις κάτι να κάνεις.

Το να προκαλέσεις τη μοίρα σου μέσω της αμφισβήτησης των δυνάμεων του νόμου και της τάξης λειτουργεί για τους φτωχούς όπως και για τους πλούσιους. Οι καλοπροαίρετες περιπέτειες εναντίον της ανίας, στις οποίες η ποσότητα της επιθυμίας και των επιτρεπόμενων κινδύνων είναι προσεκτικά εξισορροπημένα. Όσο φτωχότεροι γίνονται οι φτωχοί τόσο υψηλότερα ανεβαίνει το επίπεδο και τόσο πιο εκκεντρικοί γίνονται οι τρόποι ζωής που εκτίθενται μπροστά στα μάτια τους, για να τους λατρεύουν και να επιθυμούν να τους μιμηθούν. Κι έτσι η υποκειμενική αίσθηση ανεπάρκειας με όλο τον πόνο, το στίγμα και την ταπείνωση που τη συνοδεύουν, χειροτερεύει από δύο πιεστικούς παράγοντες, α) την υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης και β) την αύξηση της έντασης του αισθήματος της σχετικής αποστέρησης.

Σε όλα αυτά ήταν αναγκαίο το κράτος πρόνοιας ώστε η εξουσία να υπεραμυνθεί της ηθικής της εργασίας. Το κράτος πρόνοιας αναδύθηκε στο σημείο συνάντησης μεταξύ α)των πιέσεων μίας παραπαίουσας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία ήταν ανίκανη να αναδημιουργήσει, από μόνη της και χωρίς πολιτική βοήθεια, τις συνθήκες για την ίδια την επιβίωσή της, β) της έντονης επιθυμίας να προστατευτεί και να επιβεβαιωθεί η αρχή της κοινωνικής ανισότητας μέσω του μετριασμού των περισσότερων εξοργιστικών και λιγότερων ανεκτών εκδηλώσεών της και τέλος γ) από την επιθυμία να προωθηθεί η αποδοχή της ανισότητας με το να περιθωριοποιηθούν εκείνοι που αποτύγχαναν να συμμετάσχουν στην αναπαραγωγή της.  

Οι προσπάθειες να σωθεί αυτός ο κόσμος από τις χειρότερες τις συνέπειες της ίδιας του της ωμότητας μπορούν να έχουν μόνο στιγμιαία αποτελέσματα και μακροπρόθεσμα είναι καταδικασμένα στην αποτυχία. Σήμερα η ηθική της εργασίας συμβάλει αποφασιστικά στη δυσφήμιση της ιδέας, της εξάρτησης. Όλο και περισσότερο η εξάρτηση γίνεται κακόφημη λέξη. Το κράτος πρόνοιας κατηγορείται ότι καλλιεργεί την εξάρτηση, ότι την ανυψώνει στο επίπεδο μιας κουλτούρας που αυτόδιαιωνίζεται  και αυτό συνιστά κεφαλαιώδες επιχείρημα για την αποδιάρθρωσή του.

Οι άνθρωποι είναι δημιουργικά όντα και είναι υποτιμητικό να υποθέτεις ότι μια χρηματική ετικέτα (μισθός) είναι αυτό που διαχωρίζει την εργασία από τη μη εργασία, την προσπάθεια από το τεμπέλιασμα. Ακρωτηριάζει την ανθρώπινη φύση η πρόταση ότι χωρίς αυτήν την χρηματική ετικέτα οι άνθρωποι θα προτιμούσαν να παραμείνουν οκνηροί και να αφήσουν τις δεξιότητες και τη φαντασία τους να σαπίσουν και να σκουριάσουν. Η ηθική της δεξιοτεχνίας θα αποκαθιστούσε σε αυτό το ανθρώπινο ένστικτο την αξιοπρέπεια του και την κοινωνικά αναγνωρισμένη σημασία του, την οποία η ηθική της εργασίας, όπως διαμορφώθηκε και οριοθετήθηκε στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αρνείται.

* Σκέψεις, παρατηρήσεις και αναφορές από το Συγγραφικό έργο «Η Εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι» του Ζίγκμουντ Μπάουμαν.

Ελλάδα: Δημοσιονομική κρίση – κοινωνικός μισθός

Κρίση, δημοσιονομική κρίση και κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα

 

Του Θανάση Μανιάτη[1]

 

 

Οποιοσδήποτε είναι οπαδός της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας και της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την αποδέσμευση από την ΕΕ επειδή ρήξη με το κεφάλαιο και τον αστισμό δεν μπορεί να γίνει με επιτυχία χωρίς τα ελάχιστα απαιτούμενα εργαλεία της αυτόνομης βιομηχανικής πολιτικής, αγροτικής πολιτικής, πολιτικής διεθνούς εμπορίου, συναλλαγματικής πολιτικής, με την ΕΚΤ να είναι υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας να εκμηδενίζει ουσιαστικά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής.   

Όμως είναι άλλο αυτό το ζήτημα και άλλο η ανίχνευση και η αποτίμηση της διαδικασίας ή των διαδικασιών που μας έφεραν μέχρι εδώ, στη χειρότερη κρίση της ιστορίας του ελληνικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια δεν ταυτίζονται απαραίτητα το ζήτημα των αιτιών της τρέχουσας κρίσης γύρω από τις οποίες οφείλει να περιστραφεί η ιδεολογική διαπάλη με τις δυνάμεις του αστισμού για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση, και το ζήτημα της τοποθέτησης μας για τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη.  Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα μπορεί να προκύψει αβίαστα από τα προαπαιτούμενα για μια αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση χωρίς απαραίτητα να είναι το ευρώ και η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης η κύρια αιτία της κρίσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση για να αλλάξουμε πορεία και να πάμε κάπου αλλού, σε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση πρέπει να ξέρουμε όσο το δυνατόν καλύτερα πως φτάσαμε, τι μας οδήγησε ως εδώ.

 Και για να γίνει αυτό,  είναι απαραίτητο ένα σαφές θεωρητικό πλαίσιο εντελώς διακριτό και διαφορετικό από τα αστικά συμβατικά οικονομικά, που στην περίπτωση μας δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας συνδέοντας έτσι την ελληνική κρίση με την κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και την τρέχουσα θεωρητική και εμπειρική συζήτηση που διεξάγεται γύρω από αυτήν στη μαρξιστική βιβλιογραφία.

Η τρέχουσα κρίση λοιπόν είναι έκφραση των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μια δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, και δη του πυρήνα του, της διαδικασίας συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, έχοντας τρεις κύριες διαστάσεις που αλληλοτροφοδοτούνται στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη, που εκδηλώθηκε το 2007 έχει να κάνει με την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και ανεπαρκούς κερδοφορίας στον πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) μέσω του μηχανισμού του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και που έχει  φέρει την παγκόσμια ανάπτυξη σχεδόν σε μηδενικό σημείο,                   

Διάγραμμα 1: Μειούμενοι ρυθμοί ανάπτυξης σε ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία 1960-2011 (Από το Monthly Review Vol 64, No 1)

Source: Data for U.S. from Bureau of Economic Analysis, National Income and Product Accounts, Table 1.1.1. Percent Change from Preceding Period in Real Gross Domestic Product, http://bea.gov/national/nipaweb/SelectTable.asp; Data for Japan and the European Union from World Bank, WDI database, http://databank.worldbank.org.

η δεύτερη με την κρίση υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας που οφείλεται στον ίδιο μηχανισμό, και η τρίτη με τη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους που οξύνθηκε ιδιαίτερα από τις δύο προηγούμενες πτυχές της κρίσης.      

Αντίθετα, η κρίση δεν είναι δεν οφείλεται ή δεν οφείλεται κυρίως στις παρακάτω διαδεδομένες και στο εσωτερικό της αριστεράς αντιλήψεις για τα αίτια της:

α) Χρηματοπιστωτική/τραπεζική κρίση προερχόμενη από την απληστία και αβλεψία των τραπεζιτών λόγω και της έλλειψης κατάλληλης  ρύθμισης, δηλαδή του φαινομένου της χρηματιστικοποίησης (financialization)  της οικονομίας κατά την τελευταία περίοδο,

β) Δημοσιονομική κρίση με τη μορφή της συσσώρευσης ενός υπέρογκου δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ κυρίως λόγω της υπερεπέκτασης του «σπάταλου κράτους»,

γ) Κρίση που οφείλεται στη συμμετοχή στην ευρωζώνη και απορρέει από τη δομή της ευρωζώνης με κοινό νόμισμα, χωρίς κοινή δημοσιονομική δομή που ευνοεί τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες της ζώνης και επιτείνει τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα απέναντι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου,

δ) κρίση δυσαναλογιών (disproportionality) που εμφανίζονται αναπόφευκτα σε μια άναρχη ασυντόνιστη καπιταλιστική οικονομία όταν κάποιος τομέας (στην περίπτωση μας ο χρηματοπιστωτικός) επεκτείνεται αδικαιολόγητα σε σχέση με τους υπόλοιπους, παραβιάζοντας τις απαιτούμενες συνθήκες/αναλογίες αναπαραγωγής του συστήματος,

ε) Κρίση του Νεοφιλελευθερισμού που  έχοντας σαν βασικό συστατικό στοιχείο την επίθεση στους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές της εργατικής τάξης καθήλωσε την αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας του πληθυσμού δημιουργώντας προβλήματα υποκατανάλωσης ή έλλειψης επαρκούς ενεργού ζήτησης, μια προσέγγιση εστιασμένη στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της διανομής. Βέβαια το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα κατασκευάστηκε σαν απάντηση του συστήματος στην προτελευταία κρίση, αυτή των δεκαετιών 1960-70. Έτσι, η τρέχουσα κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρίση του νεοφιλελευθερισμού μόνο με την έννοια ότι αποδεικνύεται η οριστική αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της προηγούμενης κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου.                     

Συνεπάγεται ότι η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να προκύψει αποκλειστικά από τις συνταγές που προτείνονται, δηλαδή 

α) την κατάλληλη ρύθμιση ή προσαρμογή του μεγέθους του χρηματοπιστωτικού συστήματος,

β) τη μείωση του δημόσιου τομέα και των ελλειμμάτων του

γ) μια «νέα Ευρώπη» ή ευρωζώνη της αλληλεγγύης, της δημοσιονομικής ενοποίησης, κλπ.,

δ)  την εγκατάλειψη της «νεοφιλελεύθερης λιτότητας» για χάρη ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, απασχόλησης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής με άμεσα μέτρα την αύξηση μισθών και κοινωνικών δαπανών ε) περιορισμού της χρηματιστικοποίησης του συστήματος με στροφή στον «παραγωγικό προσανατολισμό».

Στο εσωτερικό λοιπόν της Ελλάδας η κρίση είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και της δημοσιονομικής κρίσης δηλαδή μιας (για μια ακόμη φορά) συστημικής αποτυχίας και μιας (αστικής) ταξικής επιτυχίας στη μετα-δημοσιονομική διανομή του εισοδήματος. Η τελευταία αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της κρίσης και την αιχμή του δόρατος της επίθεσης κράτους και κεφαλαίου στην εργατική τάξη (στο σύνολό της και όχι μόνο στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα όπως θα περίμενε κανείς αν το πρόβλημα ήταν κυρίως δημοσιονομικό) και γι' αυτό χρήζει λεπτομερειακής διερεύνησης και αποσαφήνισης.    

Τι είναι λοιπόν αυτό το τεράστιο δημόσιο χρέος και πως δημιουργήθηκε;  Η εξέταση του κρατικού προϋπολογισμού από ταξική σκοπιά υποδηλώνει κατ' αρχήν ότι συστηματικά δημόσια ελλείμματα και συσσώρευση χρέους μπορούν να προκύψουν από ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω ενδεχόμενα: α) μεγάλες παροχές στην εργατική τάξη β) μεγάλες παροχές στο κεφάλαιο και τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ή/και μεγάλες δαπάνες για στρατό-αστυνομία-γραφειοκρατία γ) χαμηλή φορολόγηση της εργατικής τάξης και δ) χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων.

Για την πιο πρόσφατη περίοδο 1995-2011 το ελληνικό κράτος κάθε άλλο παρά σπάταλο μπορεί να χαρακτηρισθεί γενικά, καθώς οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 46.6% έναντι 48.0% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15. Οι μισθοί των ΔΥ ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11%, ενώ οι δαπάνες στα παραδοσιακά πεδία του κράτους πρόνοιας υστερούσαν του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 1.7% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση, 1.2% στην υγεία και 2.7% στην κοινωνική πρόνοια και προστασία. Αντίθετα, οι δαπάνες για τόκους δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ήταν 6.7% του ΑΕΠ δηλαδή κατά 3.2% υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 1.2% του ΑΕΠ μεγαλύτερες αντίστοιχα. Να σημειωθεί εδώ ότι οι τόκοι δημοσίου χρέους είναι σχεδόν ίσοι με το δημόσιο έλλειμμα της περιόδου (6.9% του ΑΕΠ) υποδηλώνοντας ότι ο πρωτογενής προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος για τα τελευταία δεκαέξι χρόνια.

Αντίθετα, είναι στην πλευρά των φορολογικών εσόδων όπου εντοπίζεται η μεγάλη διαφορά της ελληνικής δημοσιονομικής δομής από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή καθώς το σύνολο φόρων και εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά, κατά 7.2% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως (5.8 ποσοστιαίες μονάδες από τις 7.2 συνολικά) στην εντυπωσιακά χαμηλή φορολόγηση εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών δηλαδή εκείνου του συνασπισμού κοινωνικών στρωμάτων που στήριξε και στηρίζει το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ εξουσίας σε όλη σχεδόν την περίοδο της μεταπολίτευσης. Καθώς οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση υστερούν μόνο κατά 1.5% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι σαφές ότι η σημαντική απόκλιση προς τα πάνω του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη οφείλεται στην επιτυχία των κυρίαρχων τάξεων να αποποιηθούν τα φορολογικά βάρη που τους αντιστοιχούν. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την καθαρά ταξική επιτυχία έχει παίξει η εμπέδωση και κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με την αποστροφή της για τους φόρους αλλά και οτιδήποτε συλλογικό, με τη διαφορά βέβαια ότι η ιδιαίτερα χαμηλή φορολόγηση αφορούσε μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ισχυρών και σε καμία περίπτωση την εργατική τάξη. Το αποκορύφωμα αυτής της συνεχιζόμενης επίθεσης και ενδεικτικό του βαθμού της ιδεολογικής υπεροχής του αστισμού ακόμη και στο χειρότερο σημείο της κρίσης είναι τα τρέχοντα σχέδια για περαιτέρω μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των εισοδημάτων άνω των 100.000 ευρώ με παράλληλη αύξηση της φορολογίας ολόκληρου σχεδόν του υπόλοιπου πληθυσμού.. Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μια «δημοσιονομική προσαρμογή» που και κοινωνικά δίκαιη θα ήταν και θα αναγνώριζε τα αίτια της δημιουργίας του υπέρογκου δημόσιου χρέους θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ, θα αύξανε τη φορολογία εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών καθώς και τους φόρους κερδών των Α.Ε. κατά 4-5% του ΑΕΠ και ή θα προχωρούσε σε παύση πληρωμών για τόκους και χρεολύσια (6-7% του ΑΕΠ) ή θα τα μείωνε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%. 

Εξετάζοντας το ταξικό πρόσημο του κρατικού προϋπολογισμού από μια άλλη σκοπιά βρίσκουμε ότι ο καθαρός κοινωνικός μισθός δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις κάθε είδους κρατικές μεταβιβάσεις και παροχές σε είδος προς την εργατική τάξη (δαπάνες για υγεία, παιδεία, πολιτισμό, αναψυχή, στέγαση, συντάξεις μισθωτών, επιδόματα ανεργίας, προνοιακά επιδόματα, και όλες οι άλλες δαπάνες που αποτελούν οφέλη της εργατικής τάξης) και τους φόρους που πληρώνει σε ετήσια βάση (φόροι προσωπικού εισοδήματος, εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση, έμμεσοι φόροι, φόροι ακίνητης περιουσίας, για άδειες, κλπ) ήταν συστηματικά αρνητικός για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και εδικά για τα έτη 1995-2011ήταν κατά μέσο όρο 5.3% του ΑΕΠ. Η εργατική τάξη επιδοτεί το κράτος και πιθανά και το κεφάλαιο. Το δημόσιο χρέος δεν έχει σε τίποτα να κάνει με καθαρά οφέλη της εργατικής τάξης από το κράτος, αντίθετα έχει προκύψει κυρίως από τη χαμηλή φορολόγηση κεφαλαίου και πλούσιων στρωμάτων παρά τη «φορολογική εκμετάλλευση» των μισθωτών. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού για την περίοδο αυτή είναι μηδενικό μόνο χάρη στην καθαρή επιδότηση του κρατικού προϋπολογισμού από την εργατική τάξη. 

Το πολιτικό παρεπόμενο όλων των παραπάνω για μια κυβέρνηση που εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα είναι είτε η ολική άρνηση του χρέους και η παύση πληρωμών, είτε η προσπάθεια να εξυπηρετηθεί αποκλειστικά από τα εισοδήματα και κυρίως τον πλούτο εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία του. 

Στην πράξη βέβαια η ιδεολογική υπεροχή του αστισμού, η κατάσταση του εργατικού κινήματος και οι θεωρητικές αδυναμίες της αριστεράς που είχαν οδηγήσει σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του συστήματος έστρωσαν το δρόμο για την επανάληψη του σκηνικού μέσω του οποίου επιχειρήθηκε η έξοδος από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Όπως τότε που οι ψηλοί μισθοί και οι μεγάλες κοινωνικές παροχές ενοχοποιήθηκαν ως οι βασικές αιτίες της κρίσης έτσι και τώρα έπειτα από την αρχική αμηχανία και τις κατηγορίες εναντίον του «άπληστου» και αναποτελεσματικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των εκπροσώπων του, η αντεπίθεση του συστήματος χωρίς ισχυρή αντίσταση πήρε πάλι τη μορφή της μείωσης μισθών και κοινωνικών παροχών, της μεγάλης αύξησης της ανεργίας έτσι ώστε η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη.  Η δραματική μείωση της ζήτησης που προέκυψε μαζί με την εκμηδένιση των επενδύσεων λόγω της χαμηλής κερδοφορίας δημιούργησε συνθήκες «Μεγάλης Ύφεσης» βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια την αναπαραγωγή του ελληνικού καπιταλισμού. Έτσι, η κρίση χρέους έγινε η αφορμή και το όπλο για το επιχείρημα της ριζικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. η  προσπάθεια για μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης και κρίσης πήρε τη μορφή επίθεσης ενάντια κύρια στο εισόδημα και τις εργασιακές συνθήκες της εργατικής τάξης αλλά και στις πιο αδύναμες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου με σκοπό να ενεργοποιηθούν οι «εκκαθαριστικές λειτουργίες» της κρίσης σε όφελος κυρίως του ξένου ευρωπαϊκού κεφαλαίου το οποίο με τη θεσμοθέτηση και την εγκατάσταση των ειδικών οικονομικών ζωνών σχεδιάζει να μετατρέψει την Ελλάδα και ολόκληρο το Μεσογειακό Νότο σε αποθήκη εφεδρικού στρατού εργασίας, υπερεκμετάλλευσης και παραδειγματισμού και εκφοβισμού για την εργατική τάξη των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου.

Το ότι η συνταγή του διεθνούς κεφαλαίου και των εγχώριων συμμάχων του για τη μείωση του χρέους προφανώς και δεν το μειώνει, το αντίθετο μάλιστα, δεν έχει να κάνει ούτε με λαθεμένες πολιτικές ούτε με νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες αλλά με το βασικό σχέδιο των κυρίαρχων κύκλων που προσπαθεί να ανιχνεύσει την έξοδο από την κρίση με την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος συσσώρευσης ακόμη πιο βάρβαρου από την εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού που έχουμε γνωρίσει.

Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα οφείλουν να αναγνωρίσουν το βάθος, την έκταση  αλλά και την ακριβή φύση της τρέχουσας κρίσης. Οι όποιες πρόχειρες εκκλήσεις και υποσχέσεις για «ανάπτυξη» εκστομίζονται από τους πολιτικούς εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων αποσκοπούν απλώς στο να κερδηθεί χρόνος, παραγνωρίζοντας τη σοβαρότητα της δομικής κρίσης και τις δυσκολίες αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που βάζει έτσι κι αλλιώς σοβαρούς περιορισμούς στην όποια ελληνική προσπάθεια εξόδου από την κρίση στο πλαίσιο του συστήματος. Η απάντηση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς πρέπει να βασίζεται στη δική της ξεχωριστή ανάγνωση της ιστορικής συγκυρίας. Ξεχωρίζοντας τις μορφές εκδήλωσης της κρίσης στη χρηματοπιστωτική/τραπεζική που απαιτεί την εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη δημοσιονομική, που νομιμοποιεί την άρνηση του χρέους από μια εργατική κυβέρνηση, και στη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που έχει δείξει για μια ακόμη φορά την αναποτελεσματικότητα και τον ανορθολογισμό της υφιστάμενης κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης πρέπει να προχωρήσει στην αμφισβήτησή της και στη ρήξη ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά με το σύστημα που έχει αρχίσει να δείχνει τα ιστορικά του όρια.

Σημείωση: Στηρίζεται στην εισήγηση στην εκδήλωση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής για το Σχέδιο Β.

[1] Διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΗΓΗ: Mon, 2012-11-05, http://aristeroblog.gr/node/1130

Αλληλεγγύη και φιλανθρωπία

Αλληλεγγύη και φιλανθρωπία

 

(+) Του Δημήτρη Γληνού [ένα επίκαιρο κείμενο*]

 

Μέσα σ' αυτή τη φοβερή στιγμή της παγκόσμιας κρίσης πλήθυνε το κακό, που ήτανε πάντα πολύ, μεγάλωσε η αθλιότητα των απαθλιωμένων ανθρώπων. Ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο μικροεπαγγελματίας, ο υπάλληλος ζούνε μέσα σε μια αδιάκοπη αγωνία.

Από τη μια βλέπουνε το πενιχρό τους μεροδούλι να γίνεται κάθε μέρα λιγότερο, τη στιγμή που όλα ακριβαίνουν, ή βλέπουνε τα λιγοστά προϊόντα του ολόχρονου μόχθου τους να μένουν απούλητα ή να πουλιούνται σε τιμές εξευτελιστικές. Από την άλλη, κάθε μέρα κρούει την πόρτα τους το σκιάχτρο της αναδουλειάς με τη συντρόφισσά της, την πείνα. Και σ' όσα σπίτια μπει μέσα το μεγάλο κακό ρημάζουνε πια.

Άγριος πόλεμος κοινωνικός έχει ξεσπάσει και οι πεινασμένοι διεκδικώντας τα πιο απλά δικαιώματά τους στη ζωή, γίνονται θύματα κι από τούτη την πλευρά. Μα απ' όλους τους κυνηγημένους και τους απόκληρους τα τραγικότερα θύματα είναι τα παιδιά. Το παιδί του προλετάριου, το παιδί του φτωχού αγρότη, το εργαζόμενο παιδί, το παιδί του βιοπαλαιστή ήτανε πάντα σε θέση σκληρή και μειονεκτική. Μα τώρα έγινε πια η μοίρα του αβάσταχτη. Η φτωχή μάνα, που είναι υποχρεωμένη να δουλεύει από την αυγή ως τη νύχτα μακριά από το σπίτι της, αφήνει τα παιδιά της ολημερίς στο έλεος του δρόμου., του διαβάτη και της γειτόνισσας, τ' αφήνει να κυλιούνται στη λάσπη και στο χώμα για να τους φέρει το βράδυ λίγο ψωμί, χωρίς να προφταίνει και χωρίς να μπορεί ούτε μια ματιά να τους ρίξει, σκοτωμένη καθώς είναι από την κούραση.

Κι αν η μάνα μένει στο σπίτι, πού να προφτάσει ο πατέρας ν' αντικρίσει το έξοδο για τα παιδιά με το μικρό του μεροκάματο. Κι αν δεν έχει δουλειά ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας, γιατί είναι άνεργος ή απεργός; Ξυπολυσιά και αρρώστια και πείνα και κρύο και ακαθαρσία και αμορφωσιά και βούρκος και βάσανα σωματικά και κόλαση ψυχική, είναι η μοίρα των φτωχών παιδιών. Διπλή και τριπλή εκμετάλλευση, ξύλο και εξαθλίωση και εξαχρείωση γεμάτη είναι η ζωή του εργαζόμενου παιδιού. Το πικρότερο κατακάθι της προλεταριακής δυστυχίας αυτά το πίνουν, το μαρτυρικό στεφάνι αυτά το φορούν. Τα φτωχά παιδιά είναι των σκλάβων οι σκλάβοι, των πεινασμένων οι πεινασμένοι, των παγωμένων οι παγωμένοι, των άρρωστων οι άρρωστοι, των απόκληρων οι απόκληροι. Αυτά μπαίνουνε στην κόλαση με το πρώτο αντίκρισμα της ζωής. Την ηλικία της χαράς, της ξενοιασιάς και του γέλιου αυτά δεν τη γνωρίζουν.

Απέναντι στην απέραντη τούτη τραγωδία, που πλημμυρίζει τα σκοτεινά υπόγεια και τις υγρές αυλές μέσα στις πολιτείες, τα χαμόσπιτα των συνοικισμών και τις καλύβες της αγροτιάς σ' όλη τη χώρα, η βοήθεια που η επίσημη και ιδιωτική φιλανθρωπία καταπιάνεται να δώσει δεν είναι ούτε σα σταγόνα νερού σε φλογισμένο καμίνι. Τα ελατήριά της άλλως τε δεν είναι καθαρά. Για να υπάρχει της χρειάζεται να υπάρχουνε θύματα. Ο φτωχός εργαζόμενος λαός που είναι το θύμα, και τα παιδιά που είναι διπλά θύματα, πρέπει να ζητήσουνε και να βρούνε τη βοήθεια και την απολύτρωση από τον ίδιο τον εαυτό τους.

Δεν πρέπει να περιμένουν τη σωτηρία τους από την άλλη πλευρά. Και του πιο αδύνατου η δύναμη διπλασιάζεται, όταν ενώσει τη λιγοστή του μπόρεση με την προσπάθεια των συντρόφων του. Όταν ο εργάτης , ο αγρότης, ο φτωχός εργαζόμενος λαός νιώσει μιαν ολοκληρωτική αλληλεγγύη να τον ενώνει με όλους τους συντρόφους του στη δυστυχία και μέσα στα σύνορα της χώρας κι όξω απ' αυτή σ' όλες τις χώρες της γης, και όταν κινηθεί ομόψυχα και ολόψυχα να βοηθήσει τον εαυτό του και τους άλλους, τότε θα βρει το δρόμο της ανακούφισης και της σωτηρίας. Αλληλεγγύη των δυστυχισμένων! Να το σύνθημα μιας καινούργιας δράσης, που μπορεί να φέρει τα πιο χειροπιαστά αποτελέσματα. Αλληλεγγύη οργανωμένη, ενεργητική ζωντανή, θετική και έμπρακτη, είναι ο πρώτος όρος της σωτηρίας.

Η εργατική τάξη, το πιο συνειδητό και το πιο οργανωμένο κομμάτι του εργαζόμενου λαού, πρέπει να βαδίσει πρώτη το δρόμο αυτό στην ολότητά της, απάνω από τα κόμματα και κάθε πολιτική διαίρεση.

Αλληλεγγύη και ενότητα. Και μαζί με τον εργαζόμενο φτωχό λαό πρέπει να βαδίσουν όσοι νιώθουν τον εαυτό τους αλληλέγγυο με κείνους, που αγωνίζονται για την απολύτρωση, όσοι νιώθουν και όσοι πονούν. Ελάτε να βοηθήσουμε τα παιδιά! Ελάτε να οργανώσουμε την αλληλεγγύη σε τούτο τον τομέα. Να βοηθήσουμε το ξύπνημα και τη συνειδητοποίηση της αλληλεγγύης, να βοηθήσουμε να φανερωθεί έμπρακτα στο πρόβλημα του φτωχού παιδιού. Η αλληλεγγύη των εργαζομένων κάνει θάματα. Μα και το πιο μικρό βήμα που μπορεί να γίνει απάνω σε τούτο το σωστό δρόμο, θα έχει τεράστια σημασία. Γιατί θα ξυπνήσει τη συνείδηση του σκοτεινού δρόμου σε χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπους. Όσοι μπορούν, όσοι θέλουν, όσοι νιώθουν, ας κινηθούν. Τώρα είναι η στιγμή. Κάθε μέρα που περνάει θέτει τα προβλήματα οξύτερα και επιτακτικότερα. Ο αγώνας για τα δικαιώματα του παιδιού του εργαζόμενου λαού είναι ένας ευγενικός αγώνας.

Άς έρθουνε μαζί μας, όσοι θέλουνε να προσφέρουνε και τις πιο μικρές υπηρεσίες στο μεγάλο τούτο έργο. Η βοήθειά τους θα είναι πολύτιμη. Μια οργανωτική επιτροπή πρέπει να πάρει στα χέρια της το ζήτημα αμέσως. Μια εντατική δουλειά πρέπει ν' αρχίσει, που θα ξυπνήσει, θα φωτίσει θα κινητοποιήσει μάζες και που πριν απ' όλα θα διοργανώσει έμπρακτη αλληλεγγύη, θα δώσει άμεση βοήθεια για το παιδί.

Ας γράψουνε σε μένα, όσοι επιθυμούν να συνεργαστούν στην «Παιδική Βοήθεια»

 

Αθήνα, Δεκέμβρης 1932, Δημήτρης Γληνός

 

* Ένα επίκαιρο κείμενο του Δημήτρη Γληνού που γράφτηκε το 1932, χρονιά της επίσημης πτώχευσης της Ελλάδας.

ΠΗΓΗ: 2-11-2012, http://www.alfavita.gr/arthra/…..8D