Αρχείο κατηγορίας Σχολείο και Πανεπιστήμιο των ΕΕ- ΔΝΤ- Καλλικράτη

Που έρχονται από τη … Λισαβώνα και φτάνουν στην Αθήνα των τοκογλύφων,χορηγών και πατρώνων τους

Το «νέο» σχολείο…

Το «νέο» σχολείο

 

Του Δημήτρη Χασάπη*

 

Η εκπαίδευση είναι ένας από τους βασικούς θεσμούς διαμόρφωσης της ταυτότητας και κατασκευής της υποκειμενικότητας των ανθρώπων. Τα σχολεία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών και μέσα από αυτήν στην κοινωνική και πολιτισμική αναπαραγωγή, καθώς και στον κοινωνικό έλεγχο, όπως έχει εκτενώς αναλυθεί. Είναι, άλλωστε, τα μοναδικά κοινωνικά ιδρύματα από τα οποία περνάμε όλοι και στην οργάνωση και τη λειτουργία τους αντανακλώνται τα προβλήματα μιας κοινωνίας και οι επιλογές ενός κράτους.

Αν τώρα δούμε ως αντικείμενο της πολιτικής την αλλαγή των απόψεων και των πεποιθήσεων, των συμπεριφορών και εντέλει των γνώσεων των πολιτών και ως κύρια μέθοδο της πολιτικής τη σύνταξη και την προώθηση στην κοινωνία ενός αναλυτικού προγράμματος πολιτικών θέσεων και αναλύσεων με στόχο την αλλαγή αυτή στη βάση συγκεκριμένων επιλογών και δράσεων, τότε το σχολείο αποτελεί ένα κατ εξοχήν πολιτικό πεδίο. Ο σημαντικός πολιτικός ρόλος της σχολικής εκπαίδευσης αποτυπώνεται στους σκοπούς του σχολείου και στους στόχους των διαφόρων μαθημάτων του, οι οποίοι με τη σειρά τους μετασχηματίζονται μέσα από τις πολιτικές διεργασίες σε απαιτήσεις της κοινωνίας από το σχολείο.

Το σχολείο που βιώσαμε στη μεταπολεμική Ευρώπη και μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, πέρα από τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες ή και τους εκφυλισμούς του, είναι ένα σχολείο βασισμένο στη λογική του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής ενσωμάτωσης όλων, άρα στις αρχές της κοινωνικής ισότητας, των καθολικών δικαιωμάτων και της ισοπολιτείας. Στη βάση αυτή οργανώθηκε ιεραρχικά και γεωγραφικά, χρηματοδοτήθηκε από κρατικούς πόρους, υλοποίησε κοινά σε εθνικό επίπεδο προγράμματα και ίδια για όλους σχολικά βιβλία, προέβαλε την αυτονομία των εκπαιδευτικών, ρύθμισε τις παιδαγωγικές πρακτικές και τις μεθόδους αξιολόγησης: τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου, αν και όχι απολύτως, σχολείου.

Τον μετασχηματισμό αυτού του σχολείου προετοιμάζει η πολιτική ηγεσία του υπ. Παιδείας, όπου εντάσσονται οι καταργήσεις εκατοντάδων σχολείων, κυρίως επαρχιακών περιοχών, και η αντίστοιχη δημιουργία μεγάλων σχολικών μονάδων – κατ ευφημισμό «συνενώσεις» σχολείων, αντί του αρνητικά φορτισμένου όρου «καταργήσεις» σχολείων. «Συνενώσεις», οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του νέο-φιλελεύθερου οράματος για το σχολείο ή για το «νέο» σχολείο, όπως έχει αποκληθεί στις διαφημιστικές κυβερνητικές διακηρύξεις. Ενός σχολείου, το οποίο βασίζεται στη λογική της επιχειρηματικότητας, η οποία αγνοεί το κοινωνικό κόστος, της εκ των υστέρων πιστοποίησης γνώσεων και δεξιοτήτων, η απόκτηση και η ανάπτυξη των οποίων είναι πρωτίστως υπόθεση ατομικών επιλογών μέσα σε ένα δεδομένο, όμως, εκπαιδευτικό πλαίσιο που προωθεί «νέες» γνώσεις αναγκαίες στην οικονομία του πληροφορικού καπιταλισμού και «νέες» συμπεριφορές απαραίτητες στον οικονομικό ανταγωνισμό της επιχειρηματικής ιδιοτέλειας. Αυτό το σχολείο, για να λειτουργεί ως εκπαιδευτική αγορά, έστω και κατ αρχήν δωρεάν υπηρεσιών, απαιτεί μεγάλο μέγεθος.

Σ αυτή τη λογική η κ. Διαμαντοπούλου ισχυρίζεται χαμηλόφωνα ότι οι «συνενώσεις» γίνονται για παιδαγωγικούς λόγους, ενώ παράλληλα προβάλλει επιχειρήματα περί ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης και περιστολής δαπανών. Επιχειρήματα τα οποία είναι τουλάχιστον υποκριτικά όταν εκφέρονται από την ηγεσία ενός κατ εξοχήν σπάταλου υπουργείου, με δύο υπουργούς, δύο υφυπουργούς και πολυάριθμους συμβούλους.

Οι περιστολές δαπανών ή και ο χειρισμός πραγματικών οργανωτικών προβλημάτων αποτελούν το προπέτασμα καπνού για τη συγκάλυψη των νέο-φιλελεύθερων πολιτικών επιλογών. Το πρόβλημα, το οποίο διατείνεται ότι θα επιλύσει η ηγεσία του υπ. Παιδείας με τις «συνενώσεις» σχολείων, δεν είναι ούτε οργανωτικό ούτε οικονομικό. Τα μεγάλα σχολεία έχουν πολύ περισσότερα και πολύ πιο σύνθετα οργανωτικά προβλήματα, ενώ η μείωση των δαπανών είναι ουσιαστικά μεταφορά δαπανών από τη λειτουργία του σχολείου στη μετακίνηση των παιδιών και από τις κρατικές, του σχολείου, στις ιδιωτικές δαπάνες των γονιών.

Η επιλογή των «συνενώσεων» είναι επιλογή απολύτως πολιτική και εντάσσεται σε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης με απώτερες στοχεύσεις και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Από την οπτική αυτή μας αφορά όλους – και όχι μόνο τους κατοίκους των περιοχών στις οποίες καταργούνται σχολεία -, όχι μόνο γιατί σήμερα θα εντείνει τις γεωγραφικές και κοινωνικές εκπαιδευτικές ανισότητες, αλλά και γιατί αύριο το «νέο» σχολείο, που θα οικοδομηθεί στις επιλογές αυτές, θα διαμορφώνει «νέους ανθρώπους», για τους οποίους οι κοινωνικές ανισότητες θα είναι αυτονόητα δεδομένα· δεν θα αποτελούν πρόβλημα προς επίλυση.

 

* O Δ. Χασάπης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

ΠΗΓΗ: Η ΑΥΓΗ, Ημερομηνία δημοσίευσης: 23/03/2011

Παιδεία με κουπόνια;

Παιδεία με κουπόνια;

 

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*


 

Πρόσφατα από τους ιδιοκτήτες των ιδωτικών σχολείων τέθηκε στην ατζέντα των εκπαιδευτικών θεμάτων η επιχορήγησή τους από το κράτος μέσω κουπονιών. Πρόκειται για έναν θεσμό που πρωτοεφαρμόστηκε στην Αγγλία από την Μ. Θάτσερ:

«Ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισης μας ήταν η χρηματοδότηση εκπαιδευτικών αλλαγών του σχολείου ανά μαθητή, δηλαδή τα χρήματα που διέθετε το κράτος σε κάθε μαθητή τον ακολουθούσαν όποιο σχολείο και αν επέλεγε να παρακολουθήσει. Με αυτό τον τρόπο, οι γονείς ψήφιζαν ανάλογα με το σχολείο που επέλεγαν για το ποιο σχολείο είναι καλό. Το καλό σχολείο κέρδιζε μαθητές. Το κακό σχολείο θα έπρεπε ή να βελτιωθεί ή να κλείσει. Έτσι προχωρήσαμε σε μια δημόσια μορφή εκπαιδευτικού κουπονιού»

Με αυτό τον τρόπο κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα, σχολείο ή Πανεπιστήμιο, θα υπολογίζει τις δαπάνες  του «κατά κεφαλή» (φοιτητή ή μαθητή). Αυτές τις δαπάνες μέχρι τώρα τις «κάλυπτε» με την κρατική επιχορήγηση. Τώρα, το κράτος, αντί να δίνει λεφτά απ' ευθείας στο εκπαιδευτικό ίδρυμα, θα παρέχει κουπόνια σε κάθε φοιτητή ή μαθητή, τα οποία θα έχουν μια ορισμένη χρηματική αξία. Με το κουπόνι στο χέρι θα πηγαίνει ο φοιτητής ή μαθητής στο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αρεσκείας του ή, καλύτερα, στο εκπαιδευτικό ίδρυμα που θα τον αποδέχεται. Θα «πληρώνει» το κόστος σπουδών του με το κουπόνι που πήρε από το κράτος και θα ξεκινάει τις σπουδές του.

Όσο περισσότερους μαθητές προσελκύει κάθε σχολείο, τόσο περισσότερα κουπόνια θα έχει, άρα και περισσότερους πόρους. Στην αντίθετη περίπτωση, το σχολείο θα μαραζώσει και θα κλείσει, εκτός εάν οι ίδιοι οι γονείς βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά σχολεία απέφευγαν να γράψουν παιδιά μεταναστών, παιδιά γονιών με χαμηλό μορφωτικό κεφάλαιο, οτιδήποτε θα χαλούσε την εικόνα τους. Και βρέθηκαν έτσι πολλοί καταναλωτές της εκπαίδευσης με τα κουπόνια στα χέρια και με το δικαίωμα να επιλέξουν οποιοδήποτε σχολείο τους αρέσει, χωρίς κανένα σχολείο! Η εφαρμογή του θεσμού των κουπονιών σε χώρες όπως οι ΗΠΑ οδήγησε σε κλείσιμο εκατοντάδων δημόσιων σχολείων, σε ριζική ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και σε μαζικές απολύσεις.

Τι μας λένε οι νεοφιλελεύθερες συνταγές; Εφόσον οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, π.χ. τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής, υπάρχουν και άλλες πηγές που μπορούν να εξασφαλίσουν έσοδα στη σχολική μονάδα: Νάσου ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων, δηλαδή οι ίδιες οι οικογένειες των μαθητών! «Βγάλτε το ψωμί σας μόνοι σας», αυτό είναι το σύνθημα – οδηγός. Αυτός είναι και ο πυρήνας της εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας για την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Άρα το όχι της κυβέρνησης στην πρόταση των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων, όχι μόνο αναιμικό, αλλά προσωρινό είναι.

Πρόκειται περί εφιαλτικής προοπτικής, που κονιορτοποιεί το δικαίωμα στη μόρφωση των παιδιών των φτωχών εργατικών – λαϊκών οικογενειών. Δυναμιτίζει το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του σχολείου, εντείνοντας την εμπορευματοποίηση της γνώσης και κατηγοριοποιώντας σχολεία και πανεπιστήμια.

 

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι εκπαιδευτικός – ερευνητής.

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 16 Μαρτίου 2011, http://gkavadias.blogspot.com/2011/03/blog-post_16.html

ΥΠΔΜΘ: Αποταξεις εξουσίας…

–Απετάξω την εξουσίαν; –Απεταξάμην!*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

 

«Το Κοινοβούλιο εκλέγεται από τους πολίτες για να εκφράζει τη δημοκρατική τους βούληση, να προασπίζεται και να προωθεί το δημόσιο και εθνικό συμφέρον. Αφού λάβετε υπόψη σας τα παραπάνω, να γράψετε ένα άρθρο στο οποίο θα εκφράζετε τη γνώμη σας για το ελληνικό Κοινοβούλιο και θα προτείνετε τρόπους βελτίωσης του ρόλου του, αν κρίνετε πως αυτό είναι αναγκαίο.»


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 315, 16/3/2011.

Το παραπάνω είναι το θέμα έκθεσης που ανατέθηκε στους μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου και της Β΄ Λυκείου από το υπουργείο Παιδείας και τη Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο διαγωνισμού με αφορμή την παγκόσμια ημέρα της Δημοκρατίας, όπως πληροφορεί η εκπαιδευτική πύλη «Edugate» στις 24/2/2011 (http://www.edugate.gr/epikairotita/eortasmos-pagkosmias-imeras-dimokratias-oi-mathites-tis-g-gymnasioy-kai-tis-blykeioy-th). Οι μαθητές καλούνται από την πολιτεία να διατυπώσουν τις ενστάσεις τους αναφορικά με τις δυσλειτουργίες του ελληνικού κοινοβουλίου, εφόσον η κατάθεση βελτιωτικών προτάσεων, σύμφωνα με την παραδοχή του θέματος, υποδηλώνει πως η κοινοβουλευτική λειτουργία επιδέχεται βελτιώσεις.

Η πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας και της Βουλής έχει προοπτική δικαίωσης στον βαθμό που οι μαθητές, μέσα από την αφορμή που τους δίνεται, θα πετύχουν να συγκεντρώσουν τις σκόρπιες σκέψεις τους για την ελληνική πολιτική ζωή και να συγκεκριμενοποιήσουν αισθήματα που ίσως πλανιούνται ακαταστάλακτα. Αν, συνεπώς, η συγκεκριμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα στοχεύει στη δημοκρατική συνειδητοποίηση των μαθητών ως πολιτών, αποκτά νόημα. Αν όμως προβάλλεται σαν το έμπρακτο ενδιαφέρον της πολιτείας για την άποψη των μελών της ή σαν το ευήκοο αφτί που θα αφουγκραστεί τις όποιες ευαισθησίες, είναι παντελώς περιττή. Τα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας για την αξιόπιστη και διαφανή λειτουργία του πολιτικού κόσμου είναι κατατεθειμένα από καιρό. Η εμφαντική προβολή τους από τα μέσα ενημέρωσης και η διασάλπισή τους από τους πολίτες σε μαχητικές διαδηλώσεις δεν αφήνουν στην πολιτεία και στους πολιτικούς της εκπροσώπους περιθώρια προσποίησης ότι δεν τα γνωρίζουν, ότι χρειάζεται να τους τα προσδιορίσουν για να τα αντιληφθούν. Η επανάληψη καταντά ανιαρή· ακόμη περισσότερο, άλλωστε, σαν κακέκτυπο των «ανοιχτών διαβουλεύσεων» που καθιέρωσε η κυβέρνηση στο διαδίκτυο, ώστε, προτού καταλήξει στην οριστική διατύπωση των ούτως ή άλλως κατασταλαγμένων απόψεών της, να προβάλει μία επίφαση δημοκρατικότητας μέσα από την υποτιθέμενη συνδιαμόρφωση των θέσεών της από τους πολίτες, και κυρίως να εμπλουτίσει τον φάκελο με τις πρωτοποριακές εκθέσεις ιδεών που απαγγέλλει ο πρωθυπουργός από τα διάφορα βήματα.

Ακόμη και το πλαίσιο που επιλέχτηκε σαν αφορμή για την πρόσκληση προς τους μαθητές να εκφράσουν τις θέσεις τους είναι προβληματικό. Υποτίθεται πως η πρόσφορη συγκυρία για την ανάθεση της συγγραφής γραπτού δοκιμίου ήταν ο εορτασμός της παγκόσμιας ημέρας της Δημοκρατίας. Όμως η παγκόσμια ημέρα της Δημοκρατίας εορτάζεται κάθε 15η Σεπτέμβρη. Ποια χρονική συνάφεια διατηρεί με τον Σεπτέμβριο ο Φεβρουάριος, οπότε και διακινήθηκε η σχετική υπουργική εγκύκλιος; Ούτε μπορεί να υποστηριχτεί ότι προετοιμάζεται από τώρα μία επετειακή εκδήλωση για τον επόμενο Σεπτέμβρη, καθώς η παρούσα δραστηριότητα έχει καθορισμένο χρονοδιάγραμμα: έως τον Απρίλιο θα επιλεγούν τα καλύτερα γραπτά, και θα ακολουθήσει η βράβευση των διακριθέντων μαθητών και των σχολείων τους. Η μόνη ημερομηνία που δεν έχει οριστεί προς το παρόν είναι η ημερομηνία της βράβευσης, αλλά είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως αυτή θα συμπέσει με τη 15η Σεπτέμβρη του τρέχοντος έτους, καθώς στο μεταξύ το σχολικό έτος θα ’χει αλλάξει και οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου δεν θα βρίσκονται τότε στα γυμνάσια μέσω των οποίων θα ’χουν διακριθεί. Το πιθανότερο επομένως είναι να απονεμηθούν τα βραβεία εντός του τρέχοντος σχολικού έτους. Σε μία τέτοια περίπτωση, ωστόσο, κατά την οποία η σχετική εκπαιδευτική δραστηριότητα αποκόπτεται εντελώς από την επετειακή αφορμή της, δικαίως ανακύπτει ως ζητούμενο ο πραγματικός στόχος μίας εκπαιδευτικής πρωτοβουλίας όπως η ανωτέρω.

Φαίνεται ότι η «έμπνευση» του υπουργείου Παιδείας και της ελληνικής Βουλής δεν εξυπηρετεί τίποτε διαφορετικό απ’ ό,τι οι υπόλοιπες αντίστοιχες επικοινωνιακές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, όπως, για παράδειγμα, η τηλεοπτική κάλυψη των υπουργικών συμβουλίων στις συνεδριάσεις τους ή η «ανοιχτή διακυβέρνηση» με τις δημόσιες διαβουλεύσεις, που σημειώθηκε νωρίτερα. Πρόκειται για κινήσεις μέσω των οποίων οι κυβερνήσεις εμφανίζονται ευαίσθητες, διαφανείς και φίλεργες. Αναλαμβάνοντας να οργανώσουν την έκφραση διαμαρτυριών από την πλευρά των πολιτών αναφορικά με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτό σαν να μην αποτελούν κομμάτι του, υψώνουν αναχώματα όπου θα προσκρούσουν με ασφάλεια τα θυελλώδη διαβήματα, και αναχαιτίζουν στον κυματοθραύστη τους την οργή των πολιτών απέναντι σ’ ένα σαθρό πολιτικό σύστημα, αφού εδώ οι αντιδράσεις βρίσκουν πεδίο για να σκάσουν ορμητικά και να ξεφουσκώσουν. Στόχος είναι οι εναντιώσεις να εκδηλώνονται προγραμματισμένα κι ελεγχόμενα, και να ξεθυμαίνουν αγκυροβολώντας στη γαλήνη που ακολουθεί έπειτα από το αρχικό ξέσπασμα.

Οι συγκεκριμένες επικοινωνιακές πρακτικές έχουν καταντήσει τόσο κοινότοπες και άκρως προβλέψιμες, ώστε αντί για το ενδιαφέρον ή την έστω δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας των υποκριτικών μεθοδεύσεων, κυριαρχούν μάλλον η ανία και τα χασμουρητά. Η ίδια παράσταση είχε ανεβεί κι από την προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κι επί υπουργού Παιδείας του κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη, όταν, με αφορμή τα ανεξέλεγκτα γεγονότα κατά τον Δεκέμβρη του 2008 και τον προηγηθέντα τραγικό χαμό του έφηβου Αλέξη Γρηγορόπουλου, το υπουργείο Παιδείας καλούσε τους μαθητές να εκφράσουν την οργή τους αποστέλλοντάς του ιμέιλ. Προπέρσινα (και κάτι ψιλά) ξινά σταφύλια…

Η παρούσα κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., βέβαια, κατέχει διδακτορικό στις αντίστοιχες πρακτικές. Το ρεσιτάλ εδώ προσφέρεται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να διαχωρίσει τη θέση της κυβέρνησής του από τους φορείς εξουσίας, σαν να μην ταυτίζεται εξ ορισμού μία κυβέρνηση με την εξουσία, σαν να μην εκλέγεται ακριβώς για να ασκήσει εξουσία. Μετά τους πολυθρύλητους «αντιεξουσιαστές στην εξουσία», που έκαναν επανειλημμένως την εμφάνισή τους ήδη από τον σχηματισμό της πρώτης του κυβέρνησης από τον κ. Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός επανήλθε πρόσφατα με μία ακόμη «προωθημένη» τοποθέτηση. Κατά την επίσκεψή του στη Φιλανδία και τη συνέντευξη τύπου που έδωσε εκεί, απάντησε ως εξής στον δημοσιογράφο που αναφέρθηκε στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας των Ελλήνων πολιτών: «Καταλαβαίνω  τις διαμαρτυρίες. Μερικές φορές λέω στους διαδηλωτές: “Θα ήθελα κι εγώ να διαμαρτύρομαι μαζί σας, επειδή δεν είμαι ευτυχής με τα όσα συμβαίνουν. Γιατί να βρεθούμε σε αυτή την κατάσταση;” Δεν αρκούν όμως οι διαμαρτυρίες. Πρέπει να αλλάξουμε  τη χώρα μας. Είμαστε αποφασισμένοι να το κάνουμε, και νομίζω ότι και  ο ελληνικός λαός είναι αποφασισμένος.» (http://www.primeminister.gov.gr/2011/02/23/4406, 23/2/2011).

Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, θα ήθελε να διαμαρτύρεται στο πλευρό των διαδηλωτών! Βέβαια, εδώ η αρχική εντύπωση της πρωθυπουργικής τοποθέτησης μετριάζεται από τη συνέχειά της, όπου δηλώνεται ουσιαστικά πως οι μεγάλες αλλαγές απαιτούν και οδυνηρές θυσίες. Όμως ακόμη και με την επιλογική επεξήγηση, που ούτως ή άλλως δεν προβλήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης ώστε η αρχική δήλωση να αποκτήσει τις πραγματικές της διαστάσεις, η αναφορά στη συμπόρευση με τους διαδηλωτές, έστω και σαν απλό σχήμα λόγου, δεν παύει να δημιουργεί τις ίδιες εντυπώσεις με όλες τις προηγούμενες «αντιεξουσιαστικές» δηλώσεις και να εντάσσεται στη χορεία τους.

Δικαιούται όμως μία κυβέρνηση, πόσο μάλλον ο πρωθυπουργός ως επικεφαλής της, να παριστάνουν τον φορέα των αντιδράσεων; Ο κ. Παπανδρέου διεκδίκησε λυσσωδώς την εξουσία, τόσο προκειμένου να υπερφαλαγγίσει τον κ. Βενιζέλο στην εσωκομματική διαμάχη για την προεδρία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όσο και για να εκτοπίσει πρώιμα από την πρωθυπουργία τον κ. Καραμανλή. Δεν πείθει συνεπώς όταν προσποιείται τον «αντιεξουσιαστή». Πέραν τούτου, όποιος δεν συμφωνεί με συγκεκριμένες πολιτικές εξελίξεις, ούτε τις διεκδικεί ούτε και τις συντηρεί. Αν οι διαδηλωτές διαμαρτύρονται δικαίως, καμία συμπόρευση μ’ αυτούς στις διαδηλώσεις δεν είναι αρκετή· απαιτείται η αλλαγή πολιτικής ρότας ή η παραίτηση, τουλάχιστον στην περίπτωση που τα πολιτικά πρόσωπα αναγκάζονται να δεχτούν αφόρητες πιέσεις, ασύμφωνες με το ιδεολογικό τους εποικοδόμημα. Αν πάλι οι λαϊκές διαμαρτυρίες είναι αβάσιμες, τα πυροτεχνήματα της «κατανόησης» αποδεικνύονται άστοχα και δεν έχουν λόγο ύπαρξης, γιατί αποπροσανατολίζουν και παραπλανούν.

Τα μηχανεύματα προς μία «επιστημονική», με όρους ψυχολογίας, χειραγώγηση του όποιου «επαναστατικού» ψυχισμού των πολιτών συνιστούν εμπαιγμό της δημοκρατίας. Ας τονιστεί γι’ άλλη μία φορά: είναι αδιανόητο οι φορείς της εξουσίας να διαχωρίζουν τη θέση τους απ’ αυτήν, σαν να μην τη διεκδίκησαν ποτέ. Ο ρόλος τους είναι δεδομένος. Εκλέχτηκαν, άλλωστε, γι’ αυτόν, και οφείλουν να τον υποστηρίξουν, όχι να τον αποτάσσουν σαν να πρόκειται για τον Σατανά: «–Απετάξω την εξουσίαν; –Απεταξάμην», διατρανώνει ο πολιτικός, για να ταυτιστεί όχι με τον νονό που αναβαπτίζεται σε πνευματικό πατέρα ενός βρέφους, μα με τον «νονό» που φέρει κάθε αρνητικό εννοιολογικό περιεχόμενο, εφόσον επιχειρεί να εξαπατήσει. Ο πολιτικός, όμως, επιβάλλεται να διέπεται από ένα ήθος που λάμπει από ειλικρίνεια κι εντιμότητα, κι όχι από φτηνές, ξεπερασμένες επικοινωνιακές κομπίνες, που εντέλει αποπροσανατολίζουν και ακυρώνουν την εμπιστοσύνη. Άλλωστε, οι όντως ειλικρινείς προθέσεις προς τον κατευνασμό της λαϊκής οργής δεν είναι δυνατό να στοχεύουν σε σκηνοθεσίες και στη συγκάλυψη, παρά μόνο στη ρίζα των δεινών, δηλαδή στους πρωτεργάτες της οικονομικής, της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, στους πρωταίτιους της διάλυσης των θεσμών, της παγίωσης της κομματικοκρατίας, της αποσάθρωσης των κοινωνιών. Ο κατευνασμός θα επέλθει μόνο μέσα από την εξυγίανση του συστήματος. Όσο το πρόβλημα θα υποτιμάται καλυπτόμενο σαν σκόνη κάτω απ’ το χαλί, η αγανάκτηση θα γιγαντώνεται· και καμία «έκθεση ιδεών» δεν πρόκειται να την ελέγξει.

 

Γιάννης Στρούμπας

H κρυφή γοητεία του διευθυντικού αυταρχισμού

 H κρυφή γοητεία του διευθυντικού αυταρχισμού

 

Tου Παναγιώτη Σωτήρη


 

Σύμφωνα με δημοσιεύματα το Υπουργείο Παιδείας προτίθεται να αναπροσαρμόσει τις αρμοδιότητες των διευθυντών των σχολείων. Οι νέοι διευθυντές θα έχουν αυξημένη δικαιοδοσία στο σχεδιασμό της δράσης κάθε σχολικής μονάδας, ενεργό ρόλο στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και τη δυνατότητα να επιβάλλουν πειθαρχικές ποινές μέχρι και τη στέρηση του 1/6 του μισθού των υφισταμένων τους. Οι αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων περιορίζονται, αφού απλώς θα εγκρίνει τις εισηγήσεις που θα κάνει ο διευθυντής.

Η ίδια προτίμηση για ισχυρές «μονοπρόσωπες» διοικήσεις, σε συνδυασμό με «μικρά κι ευέλικτα» όργανα, αποτυπώθηκε στο διαβόητο «Κείμενο Διαβούλευσης» για την Ανώτατη Εκπαίδευση και τον προτεινόμενο θεσμό του διορισμένου στη βάση προσόντων πρύτανη, που δεν θα έχει τις δεσμεύσεις που έχουν οι αιρετοί πρυτάνεις και θα μπορεί να διοικήσει με αποφασιστικότητα το Πανεπιστήμιο, να αναζητήσει πόρους, να διεκδικήσει μερίδιο από την ακαδημαϊκή αγορά.

Είναι προφανές ότι το Υπουργείο Παιδείας αντλεί έμπνευση για το ρόλο των στελεχών της εκπαίδευσης από το κόσμο των επιχειρήσεων. Το πρότυπο είναι ο μάνατζερ που με «λυμένα χέρια» θα αναλαμβάνει ένα σχολείο ή ένα Πανεπιστήμιο και θα το οδηγεί στην ανάπτυξη, με τον τρόπο που ένα στέλεχος επιχειρήσεων διοικεί μια εταιρεία και προσπαθεί να αυξήσει την κερδοφορία της.

Για την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι εκ προοιμίου αντιπαραγωγικοί, δυσκίνητοι, υποκρύπτουν συμφέροντα και δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα κλίμα αποδοτικότητας και «αριστείας». Αντίθετα, το Υπουργείο προκρίνει το «δυναμικό ηγέτη», που θα δεν θα παραλείπει τη «διαβούλευση» με τους υφισταμένους τους, αλλά στο τέλος αυτός θα παίρνει την απόφαση στη βάση των προσόντων του. Η εκλογή κάποιου, ή ευρύτερα η δέσμευσή του από μια δημοκρατική διαδικασία, θεωρείται ότι κατεξοχήν θα οδηγήσει σε εσφαλμένες επιλογές, ενώ αντίθετα η ανάδειξη με βάση την «αξιολόγηση» θα φέρει τους «καλύτερους». Αντιστοιχεί αυτό και στη βαθύτερη εχθρότητα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας προς κάθε έννοια δημοκρατίας, στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ιεραρχία ατόμων, στην πίστη ότι η αγορά αποφασίζει καλύτερα από τους ανθρώπους.

Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η λογική της «διοίκησης επιχειρήσεων» αφορά ένα χώρο ιεραρχικό, ανταγωνιστικό και πρωτίστως εκμεταλλευτικό. Το στέλεχος μιας – καπιταλιστικής – επιχείρησης διαθέτει την εξουσία που του προσδίδει ο ρόλος αυτού που συντονίζει την εκμετάλλευση των υφισταμένων του. Θέλει να μειώνει το κόστος εργασίας, ακόμη και με απολύσεις, και να αυξάνει τα κέρδη. Επιδιώκει τον αφανισμό των ανταγωνιστών του και την εδραίωσή του στην αγορά. Κρίνει τα πάντα με βάση τις πωλήσεις. Προφανώς το Υπουργείο θεωρεί θεμιτό να στριμώχνονται περισσότερα παιδιά ή φοιτητές ανά αίθουσα για οικονομία, να απαξιώνονται όσοι επιστημονικοί κλάδοι «δεν πουλάνε», να κλείνουν τα σχολεία ή τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ που δεν είναι «ανταγωνιστικά».

Όμως, εάν δούμε την παιδεία ως κοινωνικό αγαθό, όχι ως απλή παροχή γνώσεων αλλά ως ολόπλευρη πολιτισμική διεργασία που θέλει να συμβάλει στην κοινωνική πρόοδο και χειραφέτηση, τότε η δημοκρατία, ως συλλογικότητα, ως αυτονομία τόσο από τον κρατικό εξαναγκασμό όσο και από τον καταναγκασμό της αγοράς, ως ενεργή συμμετοχή και πρωτοβουλία, δεν είναι απλώς η πιο «χρηστή» διοίκηση, αλλά η αναγκαία παιδαγωγική και εκπαιδευτική συνθήκη. Ο αγοραίος διευθυντικός αυταρχισμός δεν θα ανατρέψει μόνο τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, αλλά και θα τραυματίσει βάναυσα την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

 

ΠΗΓΗ: 16-3-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=26403

Φροντιστήριο «Η Αννούλα»

Φροντιστήριο «Η Αννούλα»

 

Του Στέλιου Μαρίνη

 

 

Μέσα στο πλήθος των ιστοσελίδων διάφορων φροντιστηρίων που προτείνουν θέματα γα τις εξετάσεις και παρουσιάζουν μεθοδολογίες, ασκήσεις, επισημάνσεις, ξεφύτρωσε και η ιστοσελίδα του νέου φροντιστηρίου «Η Αννούλα», που χάρη στην γκρίζα διαφήμιση των ΜΜΕ κατατρόπωσε τις αντίστοιχες σελίδες των υπολοίπων.

Προς χάρη του ανταγωνισμού δεν ανακατεύτηκαν Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και άλλοι τέτοιοι θεσμοί, ώστε τίποτε να μη θυμίζει δημόσιο, επιστήμη, παιδαγωγικές αρχές, στόχους της εκπαίδευσης και τέτοια αναχρονιστικά. Ένα μαγαζάκι σαν όλα τα άλλα έστησαν οι άνθρωποι, με τα βιντεάκια του, τα ΣΟΣ, όπως κάνουν όλοι.

Τα έξοδα ελάχιστα, ενώ ΠΔΣ και ενισχυτική διδασκαλία έχουν σχεδόν καταργηθεί, αφενός γιατί κοστίζουν, αφετέρου γιατί εκεί διδάσκουν εκπαιδευτικοί, δεν έχει διαφημίσεις του κυβερνητικού έργου, δεν εκδίδουν δελτία τύπου της Αννούλας, δεν το παίζουν τα κανάλια.

Εξάλλου το πρόγραμμα είναι και πιλοτικό! Με τις μειώσεις των προσλήψεων, μη θεωρήσετε επιστημονική φαντασία να καλύπτονται κενά εκπαιδευτικών με βίντεο. Σε πρώτη φάση το ίντερνετ αναμένεται να αντικαταστήσει τα βιβλία, μαζί με την αφαίρεση των κεφαλαίων περί της αξίας του βιβλίου από το μάθημα της έκθεσης. Σε επόμενη φάση ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα θα μεγαλώσει, αφού οι μαθητές θα έχουν τη δυνατότητα ατομικής εκπαίδευσης μέσω των προγραμμάτων αυτού του τύπου. Τα πλεονεκτήματα είναι πολλά. Έχετε π.χ. δει βίντεο να απεργεί ή να βγαίνει στις διαδηλώσεις; Έχει μείνει ποτέ κανένα βίντεο έγκυος ώστε να πρέπει να πάρει άδεια; Έχει κανένα βίντεο προσωπική γνώμη, επαφή με τα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε μαθητή ώστε να του βάζει ιδέες ότι μπορεί να μη φταίει αυτός αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα που δυσκολεύεται;

Αλλά το κυριότερο επιχείρημα είναι η κατάργηση της παραπαιδείας. Με τη συμμετοχή της επίσημης πολιτείας στην προσφορά φροντιστηριακής εκπαίδευσης, η παραπαιδεία γίνεται παιδεία και αυτοκαταργείται! Εξάλλου, το νέο Λύκειο με τον περιορισμό των μαθημάτων μόρφωσης δεν θα είναι ένα γιγάντιο φροντιστήριο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Τα κουπόνια δεν είναι ένας όμορφος τρόπος να ψωνίζει ο άλλος τις γνώσεις που θέλει; Δεν ξέρω αν αληθεύει, αλλά άκουσα ότι στα δύο κουπόνια θα δίνουν και τρίτο για δώρο.

Το πρόγραμμα της Αννούλας είναι πιλοτικό και για τα άλλα Υπουργεία. Το Υπουργείο Οικονομίας, παρατηρώντας την επιτυχία των διαδικτυακών παιχνιδιών τύπου «χτίσε την πόλη σου», «φτιάξε τη φάρμα σου», ετοιμάζεται με τη σειρά του να φτιάξει την ιστοσελίδα του καταναλωτή, ώστε σε κανένα να μη λείπει τίποτε!  Κι όχι μόνο μικρές ανάγκες. Ολόκληρη βιομηχανία θα μπορεί καθένας να στήσει, θα μπορεί να αγοράσει έπαυλη στο Καστρί, να ταξιδέψει στις Μπαχάμες, να οδηγήσει αυτοκίνητο υψηλού τουρισμού και τόσα άλλα. Ο Πρωθυπουργός το είχε δηλώσει εξαρχής: Λεφτά υπάρχουν. Πού; Μα στην ηλεκτρονική Μονόπολη, εξού και η συνέχεια του κράτους, μιας και ο προκάτοχος Καραμανλής ήταν πρωταθλητής στο πλέι στέσιον.

Αχάριστοι! Αν και πνιγμένοι από τα προβλήματα της χώρας, οι Υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκουν το χρόνο να ασχοληθούν ακόμη και με τα καθημερινά προβλήματα των πολιτών και να υλοποιούν πρακτικές λύσεις. Σε πείσμα του ΔΝΤ, των χρεών, της συρρίκνωσης του εισοδήματος, της ελλιπούς παιδείας και υγείας η Ελλάδα θα ζήσει στο ίντερνετ και θα μεγαλουργήσει και πάλι. Σε γνωρίζω από το κλικ σου στην οθόνη του Πισί, σε γνωρίζω απʼ το ποντίκι και από τον σαρωτή.

Περαστικά μας.

 

Στέλιος Μαρίνης

 

ΠΗΓΗ: 26/02/2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=24503

Πανεπιστήμιο: δεν έχει άλλο «λίπος για να κάψει»

Το Πανεπιστήμιο δεν έχει άλλο «λίπος για να κάψει»

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη*


 

Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου δεν σέβεται «τη φορολογία, τον κόπο, το αίμα και τον ιδρώτα» του Έλληνα φορολογουμένου, δήλωσε ο υφυπουργός Παιδείας κ. Ιωάννης Πανάρετος, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση για τις περικοπές πιστώσεων 407 και τη μη καταβολή δεδουλευμένων στους συμβασιούχους των ΤΕΙ.

«Τα Πανεπιστήμια έχουν ακόμη πολύ λίπος να κάψουν», ήταν η απάντηση του ειδικού γραμματέα Ανώτατης Εκπαίδευσης κ. Βασίλη Παπάζογλου, στα αιτήματα των εκτάκτων εκπαιδευτικών των ΤΕΙ, των διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80 και των μελών ΔΕΠ σε αναμονή διορισμού. Κοινός τόπος αυτών των τοποθετήσεων ότι στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ υπάρχει υπερπροσφορά μαθημάτων και προγραμμάτων, πλεόνασμα διδακτικού προσωπικού, τεχνητή ζήτηση διδασκόντων.

Μόνο που παραβλέπουν ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην καθυστέρηση των διορισμών των μελών ΔΕΠ που έχουν εκλεγεί, με το πάγωμα της προκήρυξης νέων θέσεων και τις περικοπές σε πιστώσεις για συμβασιούχους διδάσκοντες απλώς οδηγεί σε συνθήκη υπολειτουργίας πολλά Τμήματα. Πολύ σύντομα τα Τμήματα θα αρχίσουν να περιορίζουν ριζικά τον αριθμό των προσφερόμενων μαθημάτων, δυσχεραίνοντας ακόμη και τη λήψη πτυχίου. Νέα και σημαντικά γνωστικά αντικείμενα δεν θα καλύπτονται. Τα εργαστήρια θα μοιάζουν με παραδόσεις, αφού οι φοιτητές απλώς θα παρακολουθούν. Τα πράγματα θα κάνει ακόμη χειρότερα η προοπτική του «πανεπιστημιακού Καλλικράτη» και οι γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων, που θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Όλα αυτά, ειδικά για τα περιφερειακά πανεπιστήμια, θα σημαίνουν ριζικό περιορισμό της δυνατότητας να λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής και πολιτιστικής ανανέωσης των τοπικών κοινωνιών. Επιπλέον, σε μια χώρα όπου ο κύριος όγκος της έρευνας διεξάγεται στα Πανεπιστήμια, οι περικοπές αυτές πλήττουν καίρια τη δυνατότητα να παράγεται έρευνα. Η φράση «το Μνημόνιο βλάπτει σοβαρά την Παιδεία» δεν είναι συνδικαλιστικό πυροτέχνημα αλλά οδυνηρή πραγματικότητα.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι το Υπουργείο Παιδείας απλώς μεθοδεύει μια αυτοκαταστροφική διαδικασία απαξίωσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης; Όχι, το Υπουργείο Παιδείας, ακολουθώντας εδώ στρατηγικές επιλογές της ΕΕ αλλά και οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ, χρησιμοποιεί τη συρρίκνωση του παρεχόμενου έργου, ως μοχλό για την εμπέδωση μιας επιχειρηματικής λογική για την ανώτατη εκπαίδευση. Ουσιαστικά, τα Πανεπιστήμια καλούνται να συμμορφωθούν από τώρα με το υπό διαμόρφωση θεσμικό πλαίσιο, να συμπεριφερθούν ως εν δυνάμει μάνατζερ και να αναζητήσουν άλλους τρόπους να καλύψουν τις ανάγκες τους σε χρηματοδοτήσεις και προσωπικό. Είναι σαφές ότι ανοίγει  ο δρόμος για την εισαγωγή όλων των μορφών ανταποδοτικότητας μέσα στα ΑΕΙ και την επιβολή διδάκτρων.

Γι’ αυτό είναι σημαντικό να αναζητήσουμε μια «ενιαία αφήγηση» για το τι συμβαίνει σήμερα στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, να βρούμε το κοινό νήμα που συνδέει τις αλλαγές που βλέπουμε. Οι περικοπές, η χρηματοδοτική ασφυξία και η εργασιακή επισφάλεια συνδέονται αναπόσπαστα με την επέλαση των ακαδημαϊκών μάνατζερ και την αναίρεση της αυτοδιοίκησης, την κατάργηση του δωρεάν χαρακτήρα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, την αποδιάρθρωση των τμημάτων και των πτυχίων, την ένταση του αυταρχισμού και την αμφισβήτηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Πάνω από όλα συνδέονται με την αμφισβήτηση της ανώτατης εκπαίδευσης ως κοινωνικού αγαθού.

Ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο και η σύγκρουση με αυτή την πολιτική μπορεί σήμερα να συσπειρώσει όχι μόνο το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Το Υπουργείο Παιδείας, εάν συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, μόνο δυσάρεστες εκπλήξεις θα έχει να αντιμετωπίσει.

 

* panagiotis_sotiris@yahoo.com

 

ΠΗΓΗ: 16/02/2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=23541

Το Λύκειο στην κλίνη του Προκρούστη

Το Λύκειο στην κλίνη του Προκρούστη

 

Του Παύλου Χαραμή*

 

 

Βασικός στόχος της γενικής εκπαίδευσης είναι να συνδέσει με κατάλληλο τρόπο, σε μια κρίσιμη φάση της ζωής του νέου ανθρώπου, την ατομική βιογραφία με τις ευρύτερες συλλογικές επιδιώξεις. Οι αξίες, τα πρότυπα και οι εμπειρίες που οικειοποιούνται οι μελλοντικοί πολίτες μέσω της εκπαίδευσης επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και προσπαθούν να επιλύσουν τα προβλήματα και τις συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν σε ατομικό επίπεδο στην καθημερινή τους δραστηριότητα και να οργανώσουν τους όρους και τις συνθήκες της διαβίωσής τους.

Η λυκειακή βαθμίδα επιτελεί ένα πολυδιάστατο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Καταρχάς, στο πλαίσιό της συμπληρώνεται η γενική μόρφωση που παρέχεται στις προηγούμενες βαθμίδες και μάλιστα σε μια ηλικία που σηματοδοτεί την ένταξη των νέων στον κόσμο των ενηλίκων. Παράλληλα, μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων παρέχει στα νέα μέλη της κοινωνίας τη δυνατότητα να ασκήσουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους σε ποικίλους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και ενδεχομένως της τεχνολογίας αναβαθμίζοντας με αυτό τον τρόπο και το επίπεδο της αυτογνωσίας τους. Τέλος, σταδιακά ή καταληκτικά τούς οδηγεί σε μορφωτικές επιλογές κρίσιμες για τη μετέπειτα πορεία τους.

Για αυτούς και άλλους λόγους η λυκειακή βαθμίδα αποκτά εκ των πραγμάτων ένα στρατηγικό ρόλο σε σχέση με τις προοπτικές της ατομικής βιογραφίας και της διαμόρφωσης του κοινού μέλλοντος. Η σύνδεση της λυκειακής βαθμίδας με την υποκείμενη και την υπερκείμενη εκπαιδευτική βαθμίδα, ο τρόπος με τον οποίο συν-δομούνται τα εξωτερικά περιγράμματα των λυκειακών τύπων σχολείου, το περιεχόμενο της γνώσης και των δραστηριοτήτων που επιλέγονται ανά γνωστικό αντικείμενο για καθένα από αυτούς τους τύπους και οι πρακτικές διδασκαλίας/μάθησης και ανατροφοδότησης που αξιοποιούνται στο πλαίσιό του είναι παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την παιδευτική λειτουργία του.

Σήμερα η βαθμίδα του Λυκείου είναι πεδίο σημαντικών εξελίξεων. Σε χώρες όπου εξακολουθεί να υφίσταται το παραδοσιακό επιλεκτικό Λύκειο, ιδίως της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τείνει να μετασχηματιστεί τις τελευταίες δεκαετίες με ταχύ ρυθμό σε Λύκειο καθολικής συμμετοχής της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας, προέκταση, κατ’ ουσία, της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η μεταλλαγή αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτιζε ως πρόσφατα η βαθμίδα του Λυκείου στη διαμόρφωση των επαγγελματικών επιλογών των νέων. Παράλληλα, οι γενικότερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες διαμορφώνουν ένα αρκετά διαφοροποιημένο πλαίσιο απαιτήσεων, που επηρεάζει αναπόφευκτα όλες τις βασικές παραμέτρους της εκπαίδευσης που παρέχει ένα σύγχρονο Λύκειο.

Συγκεκριμένα, καθώς οι κοινωνίες αυτές συνυπάρχουν σε ένα άκρως ανταγωνιστικό πλαίσιο, που επιβάλλουν και προωθούν οι δυνάμεις των αγορών, ο ρόλος της εκπαίδευσης προβάλλεται ως βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της δυνατότητας των κοινωνιών να αντεπεξέρχονται στις απαιτήσεις ενός χωρίς όρους και όρια του ανταγωνισμού. Η εκπαίδευση καλείται να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη του ανταγωνισμού ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες, οι οποίες όμως ολοένα και περισσότερο χάνουν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Ταυτόχρονα συντελούνται διεργασίες «αποικισμού» της εκπαίδευσης με αντιλήψεις και πρακτικές που έχουν προηγουμένως δοκιμάσει την αντοχή τους στη βιομηχανία και την παραγωγή.

Διαμορφώνεται, έτσι, μια καθολικά παιδαγωγούμενη κοινωνία (totally pedagogised society), για να θυμηθούμε τον Basil Bernstein. Πρόκειται για μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η εκπαιδευτική/παιδαγωγική διάσταση και μάλιστα διά βίου. [1]  Στη βάση της βρίσκονται η διαρκής ρευστότητα και οι συνεχείς αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη γνωσιακή υποδομή των σύγχρονων κοινωνιών. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, η έμφαση στην οικονομία της γνώσης, οι εξελίξεις στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας και οι αλλαγές στις ίδιες τις διαδικασίες παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας επηρεάζουν καθοριστικά και το περιεχόμενο και τις μεθόδους διδασκαλίας και μάθησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η καθολικά παιδαγωγούμενη κοινωνία εμφανίζεται ως «… η κύρια στρατηγική ρύθμισης και νομιμοποίησης, προκειμένου η αβεβαιότητα, το ρίσκο και η ανασφάλεια να απαρτίσουν στοιχεία μιας μορφής κοινωνικοποίησης που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για διά βίου μάθηση».[2] Ουσιαστικά, ο σύγχρονος εργαζόμενος υποχρεώνεται να ενταχθεί σε μια διαδικασία συνεχούς ανασυγκρότησης, ώστε να ανταποκρίνεται σε διαρκώς μεταβαλλόμενα εργασιακά πλαίσια με την προσδοκία – που συχνά δεν επαληθεύεται – ότι θα μπορεί να εξασφαλίζει κάποια, έστω και προσωρινή απασχόληση. Σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται η κεντρική σημασία της «καταρτισιμότητας» (trainability), που ο Bernstein την ορίζει ως τη ικανότητα του ατόμου να κινείται αποτελεσματικά σε αυτή την εκπαιδευτική ρευστότητα και να αναπτύσσει προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις. [3]

Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης, ειδικότερα, οι κυρίαρχοι οικονομικοί κύκλοι επιδιώκουν μια λεπτομερή εξειδίκευση συγκεκριμένων ικανοτήτων που πρέπει να καλλιεργηθούν κατά προτεραιότητα στο σχολείο, με αποτέλεσμα να ωθούνται σε ριζική μεταλλαγή και οι αντίστοιχες πρακτικές αξιολόγησης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος (π.χ. εθνικοί πίνακες αξιολόγησης, πρόγραμμα PISA κ.λπ.). Επακόλουθα μιας τέτοιας ιεράρχησης είναι η συνεχής υποβάθμιση των γνωστικών αντικειμένων και δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στη γενική μορφωτική συγκρότηση των νέων και προάγουν τις ανθρωπιστικές αξίες, και η αναβάθμιση “εργαλειακών” γνώσεων και δεξιοτήτων που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις των επιχειρήσεων. Τομείς σημαντικοί για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων, όπως είναι οι κοινωνικές-ανθρωπιστικές επιστήμες, η καθαρά θεωρητική γνώση στις φυσικές επιστήμες και στα μαθηματικά, η αισθητική καλλιέργεια, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η αγωγή υγείας, η προετοιμασία συνολικά του σύγχρονου ενεργού πολίτη δεν έχουν τη θέση που τους αρμόζει στο σύγχρονο σχολείο. Αυτή η τάση έχει σοβαρές επιπτώσεις στο εκπαιδευτικό έργο, γιατί αφυδατώνει τη μόρφωση από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο και την καθιστά μέσο για την επιδίωξη μιας στενά εννοούμενης ατομικής επιτυχίας. Καλλιεργεί ένα αρνητικό κλίμα στο σχολείο και στην κοινωνία, που αντιμάχεται αξίες στις οποίες βασίζεται η κοινωνική συνοχή και η συνύπαρξη.

Η εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ευθυγραμμισμένη με αυτές τις κατευθύνσεις. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία είχε θέσει ως «στρατηγικό στόχο» της ως το 2010 «… να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Για την επίτευξη του στόχου αυτού, όπως υποστηρίχτηκε, «… η εκπαίδευση και η κατάρτιση έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο». Έχει επισημανθεί επίσης η στενή σχέση ανάμεσα στις βασικές αρχές της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής και στις κλασικές θεωρίες του λεγόμενου «ανθρώπινου κεφαλαίου». Μάλιστα, η ίδια η πρόσληψη της μόρφωσης ως παραγωγικής επένδυσης και η θεώρηση της γνώσης ως στοιχείου κοινωνικής αξιολόγησης των μελών μιας κοινωνίας είναι προϊόντα αυτής της θεωρίας.

Αναζητώντας τις ρίζες αυτής της πολιτικής συναντά κανείς αναπόφευκτα το Λευκό Βιβλίο για την εκπαίδευση, ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής, που εκδόθηκε το 1995 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και βασίζεται στο αντίστοιχο Λευκό Βιβλίο για την Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση. Στο εισαγωγικό μέρος αυτού του κειμένου τονίζεται η σημασία παραγόντων όπως είναι η διεθνοποίηση του εμπορίου, το παγκόσμιο περιεχόμενο της τεχνολογίας και, πάνω απ’ όλα, η έλευση της κοινωνίας της πληροφόρησης, και οι επιπτώσεις τους στην οργάνωση της εργασίαςς και τις δεξιότητες που αποκτούν οι νέοι. Είναι προφανές για τους συντάκτες του κειμένου ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα καλούνται να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην «προσαρμογή» των μελλοντικών πολιτών στην κοινωνία και την οικονομία. [4]

 

Οι πέντε προτάσεις στις οποίες κατέληγε το Λευκό Βιβλίο ήταν: [5]

 

* ενθάρρυνση της απόκτησης νέων γνώσεων, που παρέπεμπε σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα αναγνώρισης, πιστοποίησης και αξιολόγησης των «δεξιοτήτων – κλειδιών»,

*  προσέγγιση του σχολείου και της επιχείρησης μέσω της κατανόησης του κόσμου της εργασίας και της αποφασιστικής συμμετοχής των επιχειρήσεων στις διαδικασίες κατάρτισης και προώθησης της μαθητείας,

*  καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού (π.χ. με τα «σχολεία δεύτερης ευκαιρίας»),

* γλωσσομάθεια σε επίπεδο τριών κοινοτικών γλωσσών, και

*  ισότιμη αντιμετώπιση της υλικής επένδυσης με την επένδυση σε κατάρτιση.

Ας μη μας διαφεύγει, ωστόσο, ότι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η «διδακτέα ύλη», ως έκφραση της «επίσημης» γνώσης, σχετίζεται άμεσα με τη δομική συγκρότηση, κατά την κάθετη και την οριζόντια έννοια, του εκπαιδευτικού συστήματος.

Στο εκπαιδευτικό μας σύστημα κυριάρχησε παραδοσιακά στη λυκειακή βαθμίδα ο τύπος του διπλού (γενικό και τεχνικό λύκειο) ή του τριπλού εκπαιδευτικού δικτύου (που με τη σημερινή εκδοχή του περιλαμβάνει Γενικό Λύκειο, Επαγγελματικό Λύκειο και Επαγγελματική Σχολή). Αντίθετα, το «Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο» συνυπήρξε στενόχωρα ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 με όλους τους παραδοσιακούς τύπους του επιλεκτικού συστήματος, για να οδηγηθεί σύντομα όσο και απροσδόκητα στην τελική κατάργησή του. Δυσλειτουργίες και προβλήματα που συσσωρεύτηκαν γύρω στη βαθμίδα του Λυκείου την οδήγησαν σε πολλαπλές στρεβλώσεις (διόγκωση των φροντιστηρίων, αδιαφορία για τη γνώση, υποβάθμιση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης κ.λπ.) και τελικά στην αποδυνάμωση της παιδαγωγικής λειτουργίας όλων των παράλληλων τύπων Λυκείου. Αυτή η αρνητική εικόνα του ελληνικού Λυκείου σήμερα παρέχει επαρκή δικαιολογία για ριζικές παρεμβάσεις, αλλά προβάλλεται προσχηματικά προκειμένου να υιοθετηθούν νεοφιλελεύθερης έμπνευσης εκπαιδευτικές πολιτικές.

Στα πρώτα βήματα της νέας χιλιετίας, η ελληνική εκπαίδευση βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές αλλαγές, στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας πρωτοφανέρωτης – τουλάχιστον για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα – πολυδιάστατης κρίσης, αλλαγές που συμπυκνώνονται στο εφεύρημα του «νέου σχολείου». Αυτό το πολυσυζητημένο «νέο σχολείο» στο επίπεδο του Λυκείου υπόσχεται από την άποψη της εξωτερικής δομής ένα διπλό δίκτυο, του οποίου και τα δύο σκέλη (Γενικό και Τεχνολογικό Λύκειο, που εξαγγέλλονται μάλιστα ως μορφωτικά «ισοδύναμα») έχουν έντονα στοιχεία (προ)-επαγγελματικής εξειδίκευσης. Αντίθετα, τίποτε δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη επίσημα από την άποψη του περιεχομένου σπουδών. Τα σχέδια όμως που κατά καιρούς αφήνεται να «διαρρεύσουν» προς τα μέσα ενημέρωσης, συνήθως μέσω του «φιλοκυβερνητικού» ημερήσιου τύπου, δεν είναι εμπνέουν καμιά αισιοδοξία.

Σε αυτό το κλίμα, η γενικότερη αβεβαιότητα που κυριαρχεί παρέχει πρόσφορο έδαφος για να αναβιώσουν παλιές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις για τη φυσιογνωμία, τη δομή και το περιεχόμενο σπουδών της λυκειακής βαθμίδας, που συμπυκνώνονται σε αντιθετικά δίπολα όπως: ανθρωπισμός και τεχνοκρατισμός, ενιαιότητα και διαφοροποίηση, θεωρία και πράξη/εφαρμογή, κοινωνικότητα και ατομικότητα, παράδοση και καινοτομία, δημόσιο και ιδιωτικό κ.ο.κ.

Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας στις διαρροές που έχουν κατακλύσει τον τύπο, ιδίως τον φιλοκυβερνητικό, εύκολα συνάγεται ότι και στην περίπτωση του περιεχόμενου σπουδών η ακολουθούμενη εκπαιδευτική πολιτική δεν απέχει από τις κυρίαρχες διεθνώς τάσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής. Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί δημοσίως ότι θα προωθήσει νέο «Πρόγραμμα Σπουδών» για όλες τις βαθμίδες της γενικής εκπαίδευσης, με προτεραιότητες εναρμονισμένες με τις παραπάνω προδιαγραφές. Παρά το γεγονός, όμως, ότι δυο εκατοντάδες ειδικοί επιστήμονες και ερευνητές, σύμφωνα με τις δηλώσεις της ηγεσίας του Υπ. Παιδείας, συμμετέχουν σε αυτό το έργο, οι φορείς της εκπαίδευσης και ειδικά οι εκπαιδευτικοί, που θα κληθούν να πραγματώσουν τις εκπαιδευτικές αλλαγές, δεν συμμετέχουν σε αυτό το σχεδιασμό.

Αυτό που κυρίως αμφισβητείται και διακυβεύεται, αν θεωρήσουμε ως βάση οποιοδήποτε από τα σενάρια που είδαν τελευταία το φως της δημοσιότητας σχετικά με το περιεχόμενο του Λυκείου, είναι η γενική μόρφωση. Ως γενική μόρφωση μπορούμε σχηματικά να θεωρήσουμε ένα επαρκές και συνεκτικό σώμα γνώσεων που παρέχει στο σύγχρονο πολίτη τη δυνατότητα να κατανοεί την πολυπλοκότητα των προβλημάτων του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος και να αντιμετωπίζει με θετικό τρόπο τις προκλήσεις του σήμερα θεμελιώνοντας τη δράση του σε υγιείς κοινωνικές αξίες (συμμετοχή, συλλογικότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη …) και διεκδικώντας μια πιο δίκαιη κοινωνία. Αυτή η γενική μόρφωση επιχειρείται στο επίπεδο της λυκειακής βαθμίδας να υποκατασταθεί από ένα άθροισμα κατακερματισμένων γνωστικών πεδίων που προσφέρονται στους μαθητές και μαθήτριες προς επιλογή, για να δομήσουν μια «προσωπική» μορφωτική πορεία. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διάρρηξη του γνωσιακού ιστού του Λυκείου και την υπονόμευση του μορφωτικού ρόλου του.

Η «προτεινόμενη» μέσω διαρροών μορφωτική δομή του Λυκείου (ένας υπερβολικά ασθενικός «κορμός» 2-3 μαθημάτων, από τη μία πλευρά, και ένα εξαιρετικά «χρονοβόρο» σύστημα μαθημάτων επιλογής, από την άλλη), υπηρετώντας κατά βάση τις προτεραιότητες των αγορών και τις απαιτήσεις του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (π.χ. «διαμερισματοποίηση» της γνώσης, χρησιμοθηρία, αμφισβήτηση της μορφωτικής σημασίας της ιστορίας κ.λπ.), και όχι την πρωταρχικής σημασίας απαίτηση για επαρκή και συνεκτική γενική μόρφωση σε όλα τα παιδιά, θα συμβάλει αναπόφευκτα στη διευρυμένη αναπαραγωγή των μορφωτικών ανισοτήτων σε βάρος των πιο αδικημένων από αυτά. Εξίσου προβληματική (αλλά πιο πρακτική και φθηνή – στοιχεία που «μετράνε» στις τελικές επιλογές του Υπ. Παιδείας) είναι η εκδοχή για ένα δισυπόστατο Γενικό Λύκειο που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα και προβλέπει αφενός το «Πρακτικό Λύκειο», με ειδίκευση της «θετικές» επιστήμες, και το «Θεωρητικό Λύκειο», προσανατολισμένο στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.

Η πρόταση του εκπαιδευτικού κινήματος για ένα Ενιαίο Λύκειο θεωρίας και πράξης, που θα υπηρετεί τη γενική μόρφωση συναιρώντας δημιουργικά τη θεωρητική μόρφωση στις φυσικές και κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες με την πράξη, την τεχνολογία και την εφαρμογή, αγνοείται κατάφωρα από την ηγεσία του Υπ. Παιδείας. Ωστόσο, ενιαία δομή της λυκειακής βαθμίδας, που έχει υποστασιοποιηθεί διεθνώς με τις ποικίλες μορφές του «ενιαίου σχολείου», είναι το κέλυφος που διασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο την προοπτική της γενικής μόρφωσης και της ολόπλευρης καλλιέργειας της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Όπως τονίζουν, π.χ., με έμφαση οι Π. Μπουρντιέ και Φ. Γκρο, «τα πάντα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε να μειωθεί η αντίθεση ανάμεσα στη θεωρία και στην τεχνική, ανάμεσα στο τυπικό και το συγκεκριμένο, ανάμεσα στο καθαρό και το εφαρμοσμένο, και να επανενσωματωθεί η τεχνική στο εσωτερικό των βασικών διδασκαλιών [6]

Η πρώιμη έμφαση στις ειδικές, προεπαγγελματικές ή και επαγγελματικές κατευθύνσεις, μια τάση που είχε κυριαρχήσει κατά το παρελθόν, δεν μπορεί να ισχύσει σε μια σύγχρονη, μεταβαλλόμενη κοινωνία. Τα πλήθος των ειδικών γνώσεων και η ποικιλία των επιμέρους εφαρμογών τους, σε συνδυασμό με την ταχύτητα παλαίωσης και αχρήστευσής τους, καθιστούν το μορφωτικό αποτέλεσμα ενός τέτοιου προγράμματος εξαιρετικά βραχύβιο. Επιπλέον, μια τέτοια έμφαση δυσχεραίνει την προσπάθεια των εργαζομένων να επιμορφωθούν και να αναπροσανατολιστούν στις νέες συνθήκες της παραγωγής, όπως και τη δυνατότητά τους να κατανοήσουν και να επηρεάσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Έτσι, η παλιά διάκριση (και ταυτόχρονα αξιολόγηση) των δύο δικτύων της εκπαίδευσης, του γενικού και του τεχνικοεπαγγελματικού, αποδεικνύεται σήμερα από πολλές απόψεις ατελέσφορη.

 

Με την καθιέρωση ενιαίας λυκειακής βαθμίδας εξασφαλίζονται σημαντικά παιδαγωγικά και κοινωνικά οφέλη. Συγκεκριμένα, το Ενιαίο Λύκειο:

 

*  κρατά στο πλαίσιο του ίδιου σχολείου το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού μετά την αποπεράτωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης,

* συνδέει σε υψηλότερο επίπεδο τη θεωρία με την πράξη και συμβάλλει στην άμβλυνση των στερεοτύπων που συνδέονται με τη διάκριση της διανοητικής από τη χειρωνακτική εργασία,

*  αναβάλλει την επιλογή επαγγελματικής κατεύθυνσης για πιο ώριμη ηλικία,

* παρέχει υψηλότερου επιπέδου γενική μόρφωση, αναγκαία για μια επιτυχή παρακολούθηση οποιασδήποτε περαιτέρω εξειδίκευσης, είτε προς την κατεύθυνση των ακαδημαϊκών σπουδών είτε προς αναβαθμισμένα προγράμματα μεταλυκειακής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, και

*  συμβάλλει σε άμβλυνση των ανισοτήτων στον τομέα της μόρφωσης.

Για να εξασφαλιστούν στην πράξη τα οφέλη που θα προκύψουν από την καθιέρωση του Ενιαίου Λυκείου, απαιτούνται αντίστοιχες ρυθμίσεις σε όλους τομείς οργάνωσης και λειτουργίας του, όπως είναι το περιεχόμενο σπουδών (αναλυτικά προγράμματα), οι μέθοδοι διδασκαλίας και στήριξης των μαθητών/ μαθητριών κ.λπ., όπως επίσης και ευρύτερες κοινωνικές πολιτικές υποστήριξης των παιδιών που συναντούν μεγαλύτερες εκπαιδευτικές και οικονομικο-κοινωνικές δυσκολίες.

Σε ό,τι αφορά το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που έχει προκαλέσει πολλαπλές στρεβλώσεις στη μορφωτική λειτουργία του Λυκείου, το προοδευτικό εκπαιδευτικό κίνημα έχει προβάλει με αξιοπρόσεκτη επιχειρηματολογία τη σημασία της μετακίνησης των συστημάτων πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προς την κατεύθυνση της ελεύθερης πρόσβασης και εγγραφής ως απαραίτητο συνοδό στοιχείο της λειτουργίας του Ενιαίου Λυκείου. Έχουν ήδη προταθεί ενδιαφέρουσες ιδέες, όπως είναι η καθιέρωση της ελεύθερης εγγραφής των αποφοίτων σε μεγάλο αριθμό σχολών των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, για τις οποίες η ζήτηση δεν απέχει πολύ από την προσφορά, η καθιέρωση ενός μεταλυκειακού / προπανεπιστημιακού έτους ή, επίσης, η ελεύθερη εγγραφή σε ένα πρώτο έτος σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που θα οδηγεί σε περαιτέρω εξειδίκευση. Υπάρχουν, από την άλλη πλευρά, εμπειρίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε παρόμοιες κατευθύνσεις.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί έχουν περιορισμένη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν μορφωτικές ανισότητες που εδραιώνονται σε σύνθετες κοινωνικές διεργασίες. Γι’ αυτό και τα όποια μέτρα προκρίνονται για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων πρέπει να συνοδεύονται από αντίστοιχα κοινωνικά μέτρα, από τη συστηματική και επίπονη συλλογική προσπάθεια για ριζικές τομές στον κορμό της σύγχρονης κοινωνίας.

 

Παραπομπές

 

[1] Βλ. Bernstein, B.: Pedagogy, symbolic control and identity. Theory, research, critique, Taylor and Francis, London 1996. Επίσης, Bonal, X. – Rambla, X.: «Στα δίχτυα της καθολικά παιδαγωγημένης κοινωνίας. Εκπαιδευτικοί και διδασκαλία στην οικονομία της γνώσης», στο: Αθανασιάδης, Χ. – Πατραμάνης, Α. (επ.): Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και εκπαιδευτικοί, Κλαδικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 2002, σ. 119-150.

[2] Bonal, X. – Rambla, X., ό.π., σ. 119 κ.ε.

[3] Για το περιεχόμενο και τη χρήση του όρου ʽκαταρτισιμότηταʼ βλ. Bernstein, B., ό.π., σ. 72 κ.ε.

[4] Λευκό Βιβλίο, σ. 213.

[5] Βλ. και: Γρόλλιος, 2005, σ. 1.

[6] Βλ.Μπουρντιέ, Π.– Γκρο, Φ.: «Αρχές για να σκεφτούμε τα περιεχόμενα της εκπαίδευσης», Ο Πολίτης, τ. 48, 1998, σ. 18-22.

 

 ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 30/01/2011, Η ΑΥΓΗ (ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ),  http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=595724

 

* Ο Παύλος Χαραμής είναι Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

Ετοιμάζουν κατάργηση του ασύλου

H κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, τα αντιδραστικά ΜΜΕ και το κατεστημένο του επιχειρηματικού πανεπιστημίου προωθούν την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου ή τη συρρίκνωσή του μέχρι εξαφάνισης. Ο λόγος είναι ότι αποτελεί συμβολικό και και ουσιαστικό μετερίζι του φοιτητικού, εκπαιδευτικού και λαϊκού κινήματος, που πρέπει να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί.

Το επιχειρούμενο χτύπημα εναντίον του ασύλου είναι μέρος της ίδιας επιχείρησης περιορισμού του δικαιώματος στην απεργία του εργατικού κινήματος. Η κυβερνητική επίθεση υποστηρίζεται δυστυχώς και από τη μεθοδευμένη και οργανωμένη δράση προβοκατόρων στο εκπαιδευτικό κίνημα.

Από το Μπέρκλεϊ και το Κεντ στη Σορβόνη και τη Γερμανία

ΟΙ ΞΙΦΟΛΟΓΧΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Συνέχεια

Η αναγκαία αντίσταση του Πανεπιστημίου

Η αναγκαία αντίσταση του Πανεπιστημίου

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη*


 

Το Υπουργείο Παιδείας ανακοινώνει τον περιορισμό των δωρεάν διανεμόμενων διδακτικών εγχειριδίων, απαγορεύοντας να χορηγούνται δύο βιβλία ανά μάθημα. Οι πιστώσεις για διδάσκοντες 407/80 περικόπτονται, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται τα προγράμματα σπουδών, ιδίως στα περιφερειακά ΑΕΙ, και πολλές διδάσκουσες και διδάσκοντες να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο μισθολογικών μειώσεων ή / και απολύσεων.

Ο Υφυπουργός Παιδείας, μιλώντας στη Βουλή, αναφέρεται απαξιωτικά στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και τη διαμαρτυρία του για την περικοπή πιστώσεων, κατηγορώντας το ότι δεν σέβεται το «αίμα και τον ιδρώτα του φορολογούμενου». Δημοσιογράφοι, βουλευτές και πολιτευτές περιφέρονται στα τηλεοπτικά κανάλια και ζητούν την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, παρουσιάζοντας τα Πανεπιστήμια ως κέντρα ανομίας στα οποία πρέπει επιτέλους «να μπει τάξη». Εισαγγελείς αποστέλλουν κλήσεις προς εξέταση θεωρώντας ότι αποτελεί έγκλημα η έμπρακτη αλληλεγγύη εντός των Πανεπιστημίων σε ανθρώπους που διαλέγουν την απεργία πείνας ως μέσο έσχατο διαμαρτυρίας.

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση ετοιμάζει την κατάθεση νέου νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ, το οποίο, εκτός των άλλων, καταργεί το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ και τις δημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό τους, προτείνοντας την αντιγραφή των μεθόδων διοίκησης των επιχειρήσεων ως λύση για τα προβλήματα των πανεπιστημίων. Αντικατάσταση των αιρετών πρυτάνεων από διορισμένους μάνατζερ, διαχείριση των πιστώσεων στη βάση ποσοτικά μετρήσιμων στόχων, διαρκής αξιολόγηση των προγραμμάτων, των σχολών και των τμημάτων, με ανοιχτό το ενδεχόμενο να κλείνουν όσα δεν κρίνονται αποδοτικά: αυτό είναι το σύγχρονο πρότυπο διοίκησης για τα πανεπιστήμια.

Δύο στοιχεία αποτελούν το κοινό νήμα όλων αυτών των προτάσεων και δημόσιων τοποθετήσεων. Το πρώτο είναι η βαθιά περιφρόνηση προς το δημόσιο πανεπιστήμιο και ό,τι μπόρεσε, τις περισσότερες φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες, ιστορικά να εκφράσει: την αξία των δημόσιων και δωρεάν αγαθών, την κριτική σκέψη, την επιστημονική παραγωγή, την άρνηση συμμόρφωσης με τις κυρίαρχες κατευθύνσεις, την ανάπτυξη μαχητικών, διεκδικητικών και σε αρκετές περιπτώσεις ριζοσπαστικών κινημάτων. Το δεύτερο είναι η ολοένα και μεγαλύτερη αναδίπλωση της πολιτικής, δημοσιογραφικής και οικονομικής ελίτ σε μια νεοσυντηρητική ιδεολογία «νόμου και τάξης», η συνειδητή επένδυση στην ξενοφοβία και το ρατσισμό, καθώς και η προσπάθεια να γίνει η «ασφάλεια» της αστυνομικής καταστολής και του «φράχτη του αίσχους» το μόνο πεδίο απόσπασης συναίνεσης από κοινωνικά στρώματα ανασφαλή που συστηματικά χειραγωγούνται να θεωρούν εχθρό αυτόν που στην πραγματικότητα μοιράζεται μαζί τους την ίδια συνθήκη εκμετάλλευσης και όχι αυτόν που είναι υπεύθυνος για την εξαθλίωση που βιώνουν.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα το Πανεπιστήμιο καλείται να αντισταθεί. Καλείται να υπερασπιστεί τη δυνατότητά του να είναι χώρος παραγωγής γνώσης και όχι αυταρχικό εκπαιδευτήριο, πεδίο κριτικού διαλόγου και όχι μηχανισμός μηχανικής αναπαραγωγής προκατασκευασμένων απόψεων, χώρος διαμόρφωσης του επιστημονικού δυναμικού της χώρας και όχι μοχλός για την ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Καλείται να δείξει ότι η αποδέσμευση από τον καταναγκασμό της αγοράς και όχι η πλήρης ενσωμάτωση του ανορθολογισμού του σύγχρονου καπιταλισμού αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την παραγωγή πραγματικά κοινωνικά αναγκαίων πρακτικών και αγαθών. Και βέβαια καλείται όντως να υποθάλψει, σεβόμενο την ιστορία του και αναλογιζόμενο την ευθύνη του, τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση, τη συλλογική διεκδίκηση, την αλληλεγγύη, εν ολίγοις την έμπρακτη σύγκρουση με οτιδήποτε σήμερα απειλεί να μας παρασύρει σε συνθήκη κοινωνικού μεσαίωνα.

 

* panagiotis_sotiris@yahoo.com

 

ΠΗΓΗ: 02/02/2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=21941

Οι Σκύθες, οι Ζηλωτές και … το άσυλο

Οι Σκύθες, οι Ζηλωτές και η κατάργηση του ασύλου

 

Του Γιώργου Ρούση*


 

Με αφορμή την κατάληψη της Νομικής από απελπισμένους μετανάστες, το μπλοκ της εξουσίας ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.-ΛΑΟΣ και οι ιδεολογικοί και τηλεοπτικοί του εκπρόσωποι βρήκαν και πάλι την ευκαιρία να θέσουν άμεσα ή έμμεσα υπό αμφισβήτηση το πανεπιστημιακό άσυλο.

Μάλιστα η υφυπουργός Παιδείας, κυρία Εύη Χριστοφιλοπούλου, μέσω ενός φαινομενικά παντελώς ανορθολογικού σκεπτικού, που ελπίζω στο τέλος τούτου του σχολίου να έχει αποκαλυφθεί, επεδίωξε να εκμεταλλευθεί την κατάληψη, για να υποστηρίξει την αναγκαιότητα της βαθύτατα συντηρητικής διοικητικής μεταρρύθμισης που προωθεί η κυβέρνηση στα ΑΕΙ.

Κατ’ αρχήν, σ' ένα γενικότερο επίπεδο, καλό είναι να διευκρινιστεί ότι η δράση των Ζηλωτών κάθε εποχής δεν είναι απαραίτητη για να υπάρξει καταστολή. Όταν οι κυρίαρχοι το έχουν πάρει απόφαση, με ή δίχως αυτήν τη δράση, με λιγότερη ή περισσότερη συναίνεση, κάτι που βεβαίως έχει τη σημασία του, είναι βέβαιο ότι η καταστολή θα εφαρμοστεί.

Άλλωστε είναι βέβαιο ότι και δίχως τους Ζηλωτές, προλετάριους αγωνιστές κατά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν επιλέξει να πολεμούν με τα όπλα τους Ρωμαίους για να απελευθερώσουν την Παλαιστίνη, η καταστολή πιο ειδικά του αυτοκράτορα Τίτου, στον βαθμό που διακυβευόταν η ρωμαϊκή κυριαρχία, θα ήταν εξίσου αμείλικτη.

Επίσης καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι οι μετανάστες και όσοι στηρίζουν την κίνησή τους κατέφυγαν σε έναν πανεπιστημιακό χώρο για να διεκδικήσουν τη νομιμοποίησή τους, διότι οπουδήποτε αλλού, εκτός ίσως και από κάποια εκκλησία, ήταν βέβαιο ότι «οι προστάτες του πολίτη» θα τους πετσόκοβαν στο άψε σβήσε.

Επίσης καλό είναι να επισημαίνουμε ότι, όταν ανώτατα κομματικά στελέχη αριστερών κομμάτων δηλώνουν και δη δημοσίως και εγγράφως ότι «ένα σωρό ΑΕΙ χρησιμοποιούνται ως ορμητήρια από κουκουλοφόρους, δήθεν αντιεξουσιαστές, και ως εργαστήρια κατασκευής μολότοφ»(1), είναι βέβαιο ότι «προσφέρουν (καλύτερες) υπηρεσίες στις δυνάμεις που επιθυμούν και επεξεργάζονται την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου (από εκείνους που λες και πρόκειται για απλά υποκινούμενα) οδήγησαν τους μετανάστες στο υπό ανακαίνιση παλιό κτίριο της Νομικής» (2).

Όμως, όσον αφορά το πανεπιστημιακό Άσυλο, η ουσία του ζητήματος βρίσκεται αλλού. Πρόκειται για το γεγονός ότι όλοι εκείνοι που άμεσα ή έμμεσα επιδιώκουν την κατάργηση του Ασύλου με τη μορφή της κατάργησης των ισχυουσών προϋποθέσεων για την είσοδο των «προστατών του πολίτη» στα ΑΕΙ, ξεκίνησαν να το υποδαυλίζουν ουσιαστικά με μεταρρυθμίσεις που βαθμιαία μετατρέπουν τα ΑΕΙ σε Ανώνυμες Εταιρείες. Και από αυτήν τη σκοπιά, αν περάσει η μεταρρύθμιση που επιδιώκει η κυβέρνηση, είναι βέβαιο ότι το Άσυλο, ακόμη κι αν παραμείνει με τη μορφή της απαγόρευσης εισόδου των αστυνομικών, η οποία πέρα των άλλων έχει και συμβολική αξία, θα έχει καταργηθεί στην ουσία του.

Εξηγούμαι. Με βάση τον νόμο, το πανεπιστημιακό Άσυλο υπάρχει «για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και για την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία όλων ανεξαιρέτως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας των ΑΕΙ, και των εργαζομένων σε αυτά, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει».

Στον βαθμό, λοιπόν, που η διαμόρφωση τόσο των τμημάτων των ΑΕΙ όσο και των προγραμμάτων σπουδών τους και κυρίως το περιεχόμενο της έρευνας, και με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση η ίδια η ύπαρξη των παραπάνω (3), εξαρτώνται όχι μόνο από τη ζήτηση, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τους νόμους της αγοράς, αλλά ακόμη πιο άμεσα από τη χρηματοδότησή τους από το κεφάλαιο, αντίο ακαδημαϊκές ελευθερίες, αντίο δικαίωμα στη γνώση, αντίο ελεύθερη έρευνα και ελεύθερη διακίνηση ιδεών.

Εν προκειμένω, ο μόνιμος εισβολέας-κεφάλαιο, σε καθημερινή πια βάση, θα είναι αυτός που θα καθορίζει την ύπαρξη και λειτουργία των ΑΕΙ και θα καταλύσει ολοκληρωτικά όλα εκείνα που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται το άσυλο. Τότε, αυτό δεν θα καταργείται μόνον όταν «οι προστάτες του πολίτη» – κατά την αρχαιότητα Σκύθες δούλοι και όχι ελεύθεροι πολίτες οι ίδιοι – εισβάλουν στα ΑΕΙ,  αλλά σε μόνιμη βάση από τα πραγματικά αφεντικά τους, που θα ελέγχουν τα πανεπιστήμια.

 

Παραπομπές

 

(1) Από άρθρο του Μάκη Μαΐλη, στον «Ριζοσπάστη» της Πέμπτης 8 Γενάρη 2009, σελίδα 15.

(2) Ανακοίνωση του γραφείου τύπου του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης», 26/1/2011, σελίδα 15

(3) Βλέπε σχετικό σχόλιό μου με τίτλο «Το τελειωτικό χτύπημα κατά του Πανεπιστημίου» «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 5/12/2010.

 

* Ο Γιώργος Ρούσης είναι Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου grousis@ath.forthnet.gr

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011,  http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=246309