Αρχείο κατηγορίας Σχολείο και Πανεπιστήμιο των ΕΕ- ΔΝΤ- Καλλικράτη

Που έρχονται από τη … Λισαβώνα και φτάνουν στην Αθήνα των τοκογλύφων,χορηγών και πατρώνων τους

Η θεοποίηση του διαδικτύου στην εκπαίδευση

Η θεοποίηση του διαδικτύου στην εκπαίδευση

 

Του Γιώργου Καββαδία*


 

Στο επίκεντρο των συζητήσεων για τις πανελλαδικές εξετάσεις για μια ακόμα χρονιά βρίσκεται το θέμα της Ν. Γλώσσας. Συγκεκριμένα δόθηκε στους υποψηφίους ένα τμήμα ενός άρθρου από την εφημερίδα «Καθημερινή» του δημοσιογράφου Π. Μανδραβέλη που συγχέει τις έννοιες της γνώσης και της πληροφόρησης και χαρακτηρίζει ως «γκρίνια» κάθε αντίθετη άποψη για το ρόλο του διαδικτύου.

Το κείμενο λαϊκιστικά αναφέρεται στον «εκδημοκρατισμό της γνώσης» μέσω του διαδικτύου, παραποιώντας τις έννοιες (ο εκδημοκρατισμός αφορά τους θεσμούς και όχι τη γνώση) και σε «μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση» παραπλανώντας τους νέους για. «τη δημοκρατία του internet». Η αλήθεια είναι ότι η γνώση ούτε αποσπάται εύκολα και ισότιμα (!), μέσω του διαδικτύου, ούτε προσφέρεται ως … πακέτο από τις διάφορες ιστοσελίδες του.

Δεν πρόκειται για κείμενο προβληματισμού, αλλά θεοποίησης και θρησκοληπτικής αντιμετώπισης του διαδικτύου. Χαρακτηριστικά ακόμα και ο τίτλος  «γκρίνιες για το διαδίκτυο» φανερώνει την υποβάθμιση κάθε κριτικής και αντίθετης άποψης προς την άκριτη τεχνο – φιλία και τον τεχνοκρατισμό.

Αυτό διαπιστώνεται και από το περιχόμενο του κειμένου που άκριτα και δογματικά θεοποιεί την τεχνολογία και το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο εξ ορισμού ταυτίζεται με το Καλό και την Πρόοδο. Στον Παράδεισο του διαδικτύου δεν υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, ακόμα και οι απόψεις για «ψηφιακό χάσμα» στιγματίζονται  ως «γκρίνια». Παραλληλίζει τις  ενστάσεις  και την κριτική που ασκούν πολλοί διανοούμενοι με αυτές των σκοταδιστών  «μοναχών  του Μεσαίωνα βλέποντας την πλημμύρα των αιρετικών κειμένων που άρχισαν να βγαίνουν από τις τυπογραφικές μηχανές». 

Και όμως, η «έκρηξη» του διαδικτύου αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες και δημιουργεί νέα. Η έλλειψη εξοπλισμού σπρώχνει στο περιθώριο εκατομμύρια ανθρώπων. Την ώρα που οι μανδραβελολάγνοι θεματοθέτες του ΥΠΔΒΜΘ θεοποιούν το διαδίκτυο ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη δε γνωρίζει τη χρήση του τηλεφώνου.  «Αγνοούνται» οι σχέσεις κυριαρχίας και ιεραρχίας που επιτρέπουν στους οικονομικά ισχυρούς στις μεγάλες επιχειρήσεις να ελέγχουν το διαδίκτυο και να λειτουργούν ως φίλτρα των πληροφοριών, να συνεργάζονται με καταπιεστικα καθεστώτα. Όπως το παράδειγμα της  Google με την Κίνα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στο σχολικό τονίζεται ότι: «Η κοινωνική ανισότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού είναι στο εξής άμεσα συνδεδεμένα με τις αυξανόμενες ανισότητες πρόσβασης στην πληροφόρηση και στην ταξινομημένη γνώση». (σ. 193, Κ. Τσουκαλάς) και ακόμα: «Όσον αφορά το εσωτερικό των ανεπτυγμένων κρατών, μελέτες δείχνουν την αδυναμία που θα έχουν φτωχότερα ή γεωγραφικώς απομακρυσμένα κοινωνικά στρώματα να κάνουν χρήση των «νέων μέσων». Η δε «πληροφοριακή ανισότητα» προβλέπεται να οξύνει στο έπακρο τις σχέσεις Βορρά – Νότου».

Όλα αυτά οι υποψήφιοι πρέπει να τα «ξεχάσουν» και να στηρίξουν τις ατεκμηρίωτες  απόψεις του Π. Μανδραβέλη. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η Ν. Γλώσσα – η Έκθεση είναι προνομιακό μάθημα αναπαραγωγής και εμπέδωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Με αποτέλεσμα να  καταπνίγεται ο αυθορμητισμός και να εθίζονται οι μαθητές στην ανειλικρίνεια και την υποκρισία. Ακόμα περισσότερο ναρκώνεται η κριτική σκέψη και παθητικά γίνονται αποδεκτές οι υποτιθέμενες «αιώνιες και γενικού κύρους αλήθειες», με στόχο να διαμορφώνονται ανελεύθερες προσωπικότητες.

Επιπλέον το συγκεκριμένο κείμενο «πάσχει» και γλωσσικά. Πρόκειται για ένα απλό, σύνηθες κείμενο από την τρέχουσα δημοσιογραφική καθημερινότητα με αρκετά εκφραστικά σφάλματα: «μια πιο ισότιμη πρόσβαση» «δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας» κ.α. Από τον Σεφέρη και τόσους αναγνωρισμένους λογοτέχνες και δοκιμιογράφους το χάσμα είναι μεγάλο. Αυτό όμως το αγνοούν οι «πρόθυμοι» και αδιάβαστοι θεματοθέτες του ΥΠΔΒΜΘ.

Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το θέμα  συνδέεται με τα τόσο .εύηχα περί «ψηφιακού σχολείου» και την υποβάθμιση της γνώσης σε αποσπασματική και κατακερματισμένη πληροφόρηση. Και είναι αλήθεια ότι οι επιλογές των δύο τελευταίων χρόνων προβάλλουν έναν έντονο και μανιώδη τεχνοκρατισμό σαν να επιδιώκουν να καλύψει μιαν εκπαιδευτική πολιτική που αποδομεί το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ανάγει τις Νέες Τεχνολογίες σε μαγικό ραβδί που θα λύσει όλα τα εκπαιδευτικά και μορφωτικά προβλήματα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και το θέμα που δόθηκε στους υποψηφίους των Εσπερινών Λυκείων αναφερόταν στο κινητό τηλέφωνο και σε προβλήματα που συνδέονται με αυτό. Παρόμοιο θέμα είχε δοθεί και στις περσινές επαναληπτικές εξετάσεις των Εσπερινών Λυκείων! Ενώ και το 2009, πάλι στις εξετάσεις των Εσπερινών Λυκείων, το θέμα αφορούσε «το θετικό και αρνητικό ρόλο του διαδικτύου». Επίσης στις εξετάσεις του 2009 το δεύτερο ζητούμενο αφορούσε «τρόπους που θα συμβάλλουν στην αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και γνώσης».

Με άλλα λόγια επιδιώκουν να κυριαρχήσει η νεοφιλελεύθερη άποψη ότι η γνώση δεν είναι πια κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα, αλλά ατομική δυνατότητα και εμπόρευμα. Η λογική «κάν’ το μόνος σου» με την βοήθεια των υπολογιστών και της τεχνολογίας επιδιώκεται να αντικαταστήσει τη συλλογική δράση για το δικαίωμα στη μόρφωση. «Στον κυβερνόχωρο λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις δυνατότητές του», γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Μανδραβέλης. Επομένως, αφού υπάρχουν οι νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο, δεν πρέπει να διεκδικούμε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που να παρέχει σύγχρονες γνώσεις για όλους. Η λογική «κάν' το μόνος σου» με την βοήθεια των υπολογιστών και της τεχνολογίας επιδιώκεται να αντικαταστήσει τη συλλογική δράση για το δικαίωμα στη μόρφωση.

Το εκπαιδευτικό κίνημα στις αναπτυγμένες χώρες ασκεί σοβαρή κριτική στη θεοποίηση της τεχνολογίας και τις εφαρμογές της. Σύγχρονες παιδαγωγικές μελέτες απέδειξαν ότι ο νέος τεχνοκρατισμός διόλου δεν καλυτέρευσε το πνευματικό επίπεδο της νεολαίας. Ο κίνδυνος να μετατραπεί η εκπαίδευση σε μηχανιστική διαδικασία και οι μαθητές να θεωρούν κάθε άχρηστη πληροφορία γνώση και γενικότερα να ζουν μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα, είναι ορατός.

Η τεχνολογία δεν πρέπει ούτε να θεοποιείται ούτε να δαιμονοποιείται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέες τεχνολογίες είναι ένα χρήσιμο, απαραίτητο και αυτονόητο εργαλείο με την προϋπόθεση ότι συνδέονται με μια πολιτική ενίσχυσης του δημόσιου σχολείου που αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις με γνώμονα την ανάπτυξη της προσωπικότητας τους και όχι την «ενίσχυση της επιχειρηματικότητας» και τη μετατροπή τους σε παραγωγικές μονάδες – καύσιμη ύλη των επιχειρήσεων.

 

* Ο Γιώργος Καββαδίας είναι μέλος του συντονιστικού οργάνου του Εκπαιδευτικού Ομίλου / Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης και του σχήματος ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – Δ. ΓΛΗΝΟΣ στην ΕΛΜΕ Πειραιά.

 

ΠΗΓΗ: 19-5-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=33140

Το επερχόμενο ακαδημαϊκό κραχ

Το επερχόμενο ακαδημαϊκό κραχ

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

«Δεν έχω να υποσχεθώ ούτε ένα ευρώ» δήλωσε με χαρακτηριστική αλαζονεία η κ. Διαμαντοπούλου σε πρόσφατη συνέντευξή της, προσπαθώντας να κερδίσει πόντους στο χρηματιστήριο του κυνισμού στο οποίο διαγκωνίζονται οι υπουργοί της κυβέρνησης. Άλλωστε, το Υπουργείο Παιδείας έχει ήδη προχωρήσει σε πραγματική «στάση πληρωμών» απέναντι στην Ανώτατη εκπαίδευση.

Οι τακτικοί προϋπολογισμοί των Πανεπιστημίων έχουν περικοπεί από 45% έως και… 70%. Πολλά ιδρύματα ξενοικιάζουν απαραίτητους χώρους για εργαστήρια, γραφεία και αίθουσες διδασκαλίας, ενώ δυσκολεύονται να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους για αναλώσιμα υλικά ή θέρμανση.

Οι διορισμοί 830 μελών εκλεγμένων μελών ΔΕΠ καθυστερούν προκλητικά με το Υπουργείο να υπόσχεται ολοκλήρωσή τους στην καλύτερη των περιπτώσεων μέσα σε πάνω από 3 χρόνια, εάν δεν υλοποιηθούν οι εξαγγελίες Ραγκούση για πλήρες πάγωμα των διορισμών. Οι νέες προκηρύξεις μελών ΔΕΠ έχουν παγώσει από το φθινόπωρο. Την ίδια ώρα τα περισσότερα Πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν κύμα συνταξιοδοτήσεων, καθώς αποχωρεί μεγάλο μέρος των πανεπιστημιακών που στελέχωσαν τα ιδρύματα στη δεκαετία του 1980. Ήδη σε κεντρικά πανεπιστημιακά τμήματα, όπως η Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ, που έχει προχωρήσει σε αναστολή λειτουργίας σε ένδειξη διαμαρτυρίας, παρατηρούνται ελλείψεις δεκάδων μελών ΔΕΠ.

Οι πιστώσεις για συμβασιούχους διδάσκοντες του ΠΔ 407/80, ιδιαίτερα κρίσιμες για να μην καταρρεύσει το εκπαιδευτικό έργο των περιφερειακών πανεπιστημίων, περικόπηκαν φέτος κατά 16% σε σχέση με όσα προέβλεπαν οι προγραμματικές συμφωνίες που το ίδιο το Υπουργείο είχε συνάψει, ενώ για την επόμενη χρονιά ο ειδικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, κ. Παπάζογλου δήλωσε ότι «δεν έχει ιδέα» εάν θα δοθούν πιστώσεις, πόσες θα είναι και πότε!

Αυθαίρετες και παράνομες αποφάσεις του Υφυπουργού Πανάρετου, δημιουργούν προσκόμματα στη στελέχωση των πανεπιστημίων: ακυρώσεις διορισμών και εκλογών μελών ΔΕΠ, συχνά για φρονηματικούς λόγους, παραλογή απαίτηση για υποχρεωτική συμμετοχή εκλεκτόρων από το εξωτερικό (τα στιγμή που τα ιδρύματα δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμη και τις μετακινήσεις των εκλεκτόρων του εσωτερικού), διαταγή για πάγωμα εξελίξεων όπου… επίκεινται εκλογές προέδρων τμημάτων.

Και βέβαια επιταχύνονται και τα σχέδια για τις συγχωνεύσεις και τις καταργήσεις τμημάτων είτε και ολόκληρων Πανεπιστημίων. Δεν είναι μόνο η ανακύκλωση των προτάσεων του περιβόητου Γρυσπολάκη για κατάργηση δεκάδων πανεπιστημιακών τμημάτων. Είναι και η ρητή δέσμευση της κυβέρνησης έναντι της Τρόικας ότι στο όνομα της εξοικονόμησης 1,1 δισ. ευρώ θα κλείσουν πανεπιστημιακές σχολές!

Όλα αυτά δείχνουν ότι είμαστε αντιμέτωποι με ένα επερχόμενο ακαδημαϊκό κραχ. Στα ΤΕΙ ήδη οι εκτιμήσεις είναι ότι το επόμενο ακαδημαϊκό έτος δύσκολα θα ξεκινήσει, ιδίως εξαιτίας των ελλείψεων σε έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό. Αλλά και τα Πανεπιστήμια δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα λειτουργήσουν κανονικά την επόμενη χρονιά ή ότι θα ολοκληρωθεί ομαλά το εκπαιδευτικό έργο χωρίς πιστώσεις, χωρίς συμβασιούχους, χωρίς διορισμούς.

Απέναντι σε όλα αυτά όσες και όσοι μέσα στα Πανεπιστήμια αρνούνται να γίνουν συνυπεύθυνοι στην απαξίωση και διάλυση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης οφείλουν να αναμετρηθούν με τις ευθύνες τους. Η αναπαραγωγή πρακτικών προσκόλλησης στην πολιτική εξουσία, η παθητική αναμονή των επόμενων χτυπημάτων του Υπουργείου, η ελπίδα ότι μπορεί και να αποφύγουμε τα χειρότερα, απλώς ενισχύει και νομιμοποιεί τον κυβερνητικό κυνισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η αγωνιστική κινητοποίηση καθίσταται πλέον μονόδρομος!

 

ΠΗΓΗ: 18-5-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=32909

Κοινοτοπίες: ΖΑΠΠΕΙΟ 2 ή ΜΝΗΜΟΝΙΟ 22;;;

Κοινοτοπίες #8: ΖΑΠΠΕΙΟ 2 ή ΜΝΗΜΟΝΙΟ 22;;;

 

Του Παναγιώτη Ντούλα


 

«Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»

Λαϊκή Παροιμία

ΓΕΝΙΚΑ

Θα μπορούσε πολλά κανείς να πει για την παρουσίαση του Αντώνη Σαμαρά, Προέδρου της ΝΔ, προχτές στο «Ζάππειο 2». Για το πώς πχ ΔΕΝ διαφωνεί, όπως λέει ο ίδιος, με τους στόχους του Μνημονίου. Για το γεγονός ότι δε λέει κουβέντα για το απεχθές χρέος και τους ληστρικούς τόκους, ούτε φυσικά για τη διαγραφή του.

Για το πώς εκτιμά ότι θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα ενώ, από την άλλη, θα μειώσει ακόμη περισσότερο τον ήδη χαμηλότατο φορολογικό συντελεστή κερδών των Τραπεζών στο 15% (από 20% σήμερα), τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, το φόρο υψηλού εισοδήματος από 45% σε 30%, κτλ, κτλ. Εδώ, όμως, μας ενδιαφέρει η εκπαίδευση.

 

ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ

Το Ζάππειο 2, είναι η αλήθεια, δεν αναφέρεται στην εκπαίδευση αλλά στην οικονομία. Υπάρχει, όμως, ένα χαρακτηριστικό σημείο το οποίο μας δείχνει τις προθέσεις του Σαμαρά όταν πάρει την εξουσία: είναι το κομμάτι «Παράρτημα 8», που αφορά στα «Αναλυτικότερα μέτρα περικοπής σπατάλης στο Δημόσιο». Επί λέξει (οι υπογραμμίσεις δικές τους):

«Το ‘‘ένας προσλαμβάνεται για κάθε 5 που συνταξιοδοτούνται’’, είναι σωστό αλλά δεν αρκεί. Πρέπει για την πρώτη τριετία να δεσμευτούμε σε καμία πρόσληψη! Με εξαίρεση τις υπερεπείγουσες ανάγκες όπου χρειάζεται. Στη συνέχεια, θα εφαρμοστεί το ‘‘ένας προσλαμβάνεται για κάθε πέντε που συνταξιοδοτούνται’’ Έτσι, την πρώτη τριετία, το Δημόσιο θα έχει μειωθεί κατά 75.000 προσωπικό. Και στη συνέχεια, στα δέκα χρόνια, η μείωση θα πλησιάζει τις 215.000. »

Πηγή: «ΟΛΗ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΑΜΑΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ», σελ 19,

ένθετο στην εφημερίδα Δημοκρατία, Παρασκευή 13 Μάη 2011

 

Δεν διευκρινίζεται και δεν ξέρουμε αν η εκπαίδευση εμπίπτει στις «υπερεπείγουσες ανάγκες». Αν όχι, όμως, τότε βασικά ο Σαμαράς προτείνει το μηδενισμό όλων των προσλήψεων εκπαιδευτικών στο δημόσιο σχολείο για 3 χρόνια και το δραματικό περιορισμό τους για άλλα 7 χρόνια. (Περίεργο, αλλά νόμιζα ότι ο περιορισμός των προσλήψεων ήταν Μνημονιακό μέτρο και ο Σαμαράς θέλει «να βγούμε γρήγορα από το Μνημόνιο»).

Κάνοντας ένα πρόχειρο (και συντηρητικό) υπολογισμό, αυτό σημαίνει:

ΜΕΙΟΝ 7.000 (αποχωρήσεις το χρόνο) * 10(χρόνια) = 70.000 εκπαιδευτικοί  λιγότεροι. Στη θέση τους θα μπούν τα πρώτα 3 χρόνια * 0 (προσλήψεις)  = 0 εκπαιδευτικοί τα επόμενα 7 χρόνια * (7000/5 προσλήψεις) = 9.800 εκπ.

Δηλαδή, για 70.000 αποχωρήσαντες εκπαιδευτικούς θα προσλάβει γύρω στους 10.000 νέους. Άρα, μείον 60.000 εκπαιδευτικοί. Σε απλά ελληνικά, από τους 160.000 σήμερα περίπου μόνιμους εκπαιδευτικούς θα μείνουν οι 100.000, αφού πάνω από το 1/3 ΔΕΝ θα αντικατασταθεί. (Υπόψιν ότι οι υπολογισμοί έγιναν με μέτρο τις 7.000 αποχωρήσεις τη χρονιά ενώ πέρσι ήταν 10.000). Και όλα αυτά προ-εκλογικά, που, ως γνωστόν, οι αγελάδες είναι παχιές, οι υποσχέσεις μεγάλες και τα ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ.

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Αυτή είναι η εναλλακτική πολιτική στο καταστροφικό Μνημόνιο του ΓΑΠ;;; Η απάντηση στα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η αποψίλωση των σχολείων από το 1/3 των δασκάλων ( και, προφανώς, των νοσοκομείων από το 1/3 των νοσηλευτών και γιατρών, κτλ, κτλ) ;;; Σε ένα μέσο ελληνικό γυμνάσιο με 30 καθηγητές η λύση στα προβλήματα του σχολείου είναι να μείνουν οι 20 μόνο;;; Ή μήπως θα απαγορεύσει να μένουν έγκυοι συναδέλφισσες εκπαιδευτικοί σε έναν κατεξοχήν γυναικοκρατούμενο κλάδο;; Ή μήπως θα καλύψει τα 60.000 κενά με την επιστροφή των 5.000 αποσπασμένων σε Διευθύνσεις και Γραφεία;  Ή μήπως θα κάνει μετατάξεις μες στην τάξη από την Εφορία και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας;

Αυτό είναι το «άλλο μείγμα πολιτικής»; Η απάντηση στο Μνημόνιο είναι πιο πολύ Μνημόνιο; Στην ανεργία πιο πολλή ανεργία;; Στο ελλειμματικό και ατροφικό Δημόσιο Σχολείο μεγαλύτερα ελλείμματα;; Πιο λίγοι και κακοπληρωμένοι δάσκαλοι και πιο πολλά παιδιά μες στην τάξη;;; Στο νεοφιλελευθερισμό πιο πολύς νεοφιλελευθερισμός;; Και τέλος πάντων, η εκπαίδευση είναι μόνο αριθμοί για αυτούς;;; Κι ακόμη κι αν είναι, τη (φιλελεύθερη) θεωρία της «επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο» δεν την έχουν ακούσει;;; Και όλα αυτά για να «τιμήσουμε τις υποχρεώσεις μας στους ξένους» τοκογλύφους;;; Τις υποχρεώσεις μας στους Έλληνες και τα παιδιά τους τις ξεχνάμε;;;

 

Η ΟΥΣΙΑ

Δυστυχώς, φαίνεται ότι ο Σαμαράς αφήνει τα … σοσιαλιστικά πειράματα του Καραμανλή που τόλμησε να διορίσει δασκάλους, καθηγητές, νηπιαγωγούς, γιατρούς, νοσηλευτές και λοιπούς … «κοπρίτες», κατά την Παγκάλειο έκφραση, και ενστερνίζεται τον Παπανδρεικό νεοφιλελευθερισμό. Το ΠΑΣΟΚ, για μια ακόμη φορά, τραβάει την οικονομική πραγματικότητα και την πολιτική ατζέντα πιο δεξιά (και αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του Μνημονίου – ας το έχουν υπόψη οι προσδοκώντες στην αριστερή όχθη Επ-Ανάσταση Νεκρών μέσα από την καταστροφή… αυτά γίνονται μόνο στη Βίβλο…). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε ότι Σαμαράς και Παπανδρέου ήταν συγκάτοικοι στο ίδιο αμερικανικό Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, αν και αμερικανοσπουδαγμένοι κι οι δύο, φαίνεται ότι ασπάζονται το ίδιο αποτυχημένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης της κοινωνίας που, ποιος ξέρει από ποια τριτοκοσμική μπανανία, το αντιγράψανε.

Παρένθεση: εξαρτάται, βέβαια, από το τι ορίζει κανείς ως «επιτυχία». Π.χ. η Κίνα, που στην ουσία είναι μια τεράστια πολιτική, ανθρωπιστική, περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή, για κάποιους θεωρείται απλώς «πετυχημένη ανερχόμενη υπερδύναμη». Η Τουρκία, που είναι στην ουσία μια δημοκρατική χούντα στην οποία ο μέσος μισθός είναι 300 Ευρώ (με ελάχιστα φθηνότερο κόστος ζωής από μας), ο λαός αποβλακώνεται με Ονουρικές σαπουνόπερες και οθωμανικά προγονικά μεγαλεία, η Σμύρνη και άλλες μεγάλες πόλεις είναι, ελλείψει περιβαλλοντικών κανονισμών, από τα πιο άσχημα πράγματα που βλέπει κανείς στη ζωή του, το 1/5 του λαού (Κούρδοι) απαγορεύεται να μιλήσει τη γλώσσα του, κτλ κτλ, ε λοιπόν αυτή η Τουρκία, θεωρείται από κάποιους «χώρα-πρότυπο με σπουδαίους ηγέτες». Να τους βράσουνε τέτοιους ηγέτες, να τη χαίρονται τέτοια χώρα!

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

 Ο Σαμαράς προτείνει ουσιαστικά για τη «σωτηρία της χώρας» να φύγουν από τα σχολεία οι μισοί σχεδόν δάσκαλοι χωρίς να αντικατασταθούν. Ποια η διαφορά του,  λοιπόν από  την  πολιτική της κυβέρνησης του Μνημονίου; Ευτυχώς, που, όπως είπε κι ο ίδιος, είναι κι αυτός κι ο Παπανδρέου και κάθε άλλος τέτοιος, «Έλληνες». Φαντάσου να μην ήταν τι είχαμε να ακούσουμε για την παιδεία μας και την κοινωνία μας…

 

Αστυπάλαια, 14-05-2011

Ένας χρόνος με το Μνημόνιο στην Εκπαίδευση

Ένας χρόνος με το Μνημόνιο στην Εκπαίδευση

 

Του Γιώργου Καββαδία


 

Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες ένας χρόνος από την προσφυγή της χώρας στο Δ.Ν.Τ. και την επιβολή του Μνημονίου που οδήγησαν σε αλλεπάλληλα μέτρα γκρεμίζοντας δικαιώματα και κατακτήσεις ολόκληρου αιώνα. Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι το Μνημόνιο δεν αγγίζει την Παιδεία επιταχύνεται η αποδόμηση του δημόσιου και δωρεάν σχολείου.

Όλα άρχισαν από το καλοκαίρι. Μόλις 2.825 εκπαιδευτικοί διορίζονται στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έναντι 6.000 πέρυσι! Ελάχιστοι και λιγότεροι από ποτέ άλλοτε αναμένονται να είναι φέτος, αφού το περιβόητο 5 αποχωρήσεις προς 1 πρόσληψη τείνει να γίνει 10 προς 1. Ο προϋπολογισμός για την Παιδεία είναι ο χαμηλότερος όλων των μεταπολιτευτικών χρόνων. Από το 3,14% του 2009 μειώθηκε στο 2,75%. Μακράν των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης που χρησιμοποιούν ως πρότυπο οι κυβερνώντες. Για την τρέχουσα χρονιά προβλέφτηκαν 1,9 δις. ευρώ λιγότερα στην παιδεία, μείωση που αγγίζει το 22%.

Η κατάργηση του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) λίγο πριν αποχαιρετίσουμε το 2010 αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των μέτρων που πλήττουν την δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση. Με την ευλογία και την εποπτεία της Τρόικας εφαρμόζεται ένα μαζικό σχέδιο 1.933 συγχωνεύσεων – καταργήσεων σχολείων με οδυνηρές κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνέπειες. Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου, εκτός των άλλων, σημαίνει: Αύξηση του αριθμού μαθητών στα τμήματα. Δημιουργία σχολικών συγκροτημάτων – μαμούθ, ειδικότερα στα λύκεια.

Η πολιτική αποδόμησης του δημόσιου σχολείου δεν έχει αρχή και τέλος: κατάργηση της Πρόσθετης και Ενισχυτικής Διδασκαλίας, κλείσιμο Αθλητικών Σχολείων, μέτρα εργασιακής και παιδαγωγικής ομηρίας των εκπαιδευτικών. Αν προσθέσουμε στο πογκρόμ των «καλλικρατικών» συγχωνεύσεων, την εξοντωτική μείωση (μέχρι 66%) της κρατικής επιχορήγησης των σχολικών επιτροπών, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση καταργείται σταδιακά προς όφελος του σχολείου της αγοράς.
Όλα αυτά τα μέτρα δεν εντάσσονται απλά σε μια λογική εξοικονόμησης πόρων. Αποτελούν την εξειδίκευση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κυβέρνησης για ένα σχολείο φτηνό και πλήρως υποταγμένο στην αγορά. Ένα σχολείο που η «γνώση» από κοινωνικό αγαθό μετατρέπεται σε εμπόρευμα.

Η πολιτική «αποσύρεται το κράτος – να αναλάβουν οι γονείς, οι τοπικές κοινωνίες (ιδιώτες, εταιρίες) και οι εκπαιδευτικοί» στο όνομα της «αποκέντρωσης» και του Καλλικράτη εφαρμόζεται από την κυβέρνηση. Με τη λογική του «λιγότερου κόστους» και στο βωμό της αγοράς μετατρέπεται όλο και πιο έντονα η εκπαίδευση σε εμπόρευμα και οι γονείς και μαθητές σε πελάτες ιδιωτών.

Μέσα στο νέο ζοφερό τοπίο το «νέο σχολείο» είναι κτισμένο με παλιά υλικά. Είναι το σχολείο της αμάθειας, του διαφοροποιημένου προγράμματος, που θα αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες και με νέο σύστημα πειθάρχησης. Επιδιώκεται έτσι να διαμορφωθεί ένας τύπος ανθρώπου και, κυρίως, εργαζομένου που πρέπει να είναι ευέλικτος και προσαρμόσιμος στις αλλαγές στην αγορά εργασίας και κυρίως παραγωγικός και πειθήνιος.

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 8 Μαΐου 2011, http://gkavadias.blogspot.com/2011/05/blog-post.html

Πάσχω σαν γλώσσα – Σχόλιο στο κείμενο Μανδραβέλη

Πάσχω σαν γλώσσα – Σχόλιο στο κείμενο του Μανδραβέλη της Νεοελληνικής Γλώσσας

 

Του Βασίλη Ξυδιά


 

Ένα κατά τι διασκευασμένο άρθρο του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη επέλεξε φέτος το Υπουργείο Παιδείας για τις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας. [1] Όντας επιτηρητής στις εξετάσεις, έμεινα εμβρόντητος μόλις το είδα. Όχι τόσο για την επιλογή του κειμένου αυτού καθαυτού, όσο για την άδηλη χρήση του υπό τύπον αυθεντίας – και ως προς τη γλώσσα του και για το νόημά τους.

Θέλανε προφανώς να καινοτομήσουν. Κι αντί να επιλέξουν – σε τέτοιους καιρούς που ζούμε – έναν Σολωμό ή έναν Παπαδιαμάντη, προτίμησαν ένα απλό, σύνηθες κείμενο από την τρέχουσα δημοσιογραφική καθημερινότητα. Ok! … Ας καταπιούμε τις αντιρρήσεις μας γι’ αυτήν την αφελή πνευματικώς και παιδαγωγικώς φιλολογική «ευελιξία» και «ανοιχτοσύνη» του Υπουργείου στην κοινωνία, κι ας πούμε ότι είμαστε κατ’ αρχήν σύμφωνοι. Τίθεται όμως ένα επόμενο ζήτημα. Η επιλογή του κειμένου επί του οποίου θα χτιστεί όλη η εξέταση υποβάλλει έμμεσα, αν όχι άμεσα, ένα γλωσσικό πρότυπο. Αν δηλαδή η εξέταση δεν καθοδηγεί επί τούτου τον μαθητή (με τις ερωτήσεις κλπ) να «δει» και να κρίνει τις ενδεχόμενες αδυναμίες του κειμένου, ή αν, ακόμα χειρότερα, σταθεί μόνο στα θετικά του στοιχεία, τότε είναι προφανές πως το κείμενο θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων ως μέτρο γλωσσικής αρτιότητας στο σύνολό του. Αντέχει το συγκεκριμένο κείμενο σ’ έναν τέτοιο ρόλο; Ούτε κατά διάνοια!

Δεν αναφέρομαι στο ρηχό χαρακτήρα των ιδεών και των συλλογισμών του. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ηθελημένο (εφ’ όσον θα έδινε την ευκαιρία για κριτική ανάγνωσή του). Αναφέρομαι στη γλώσσα του. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, στο γλωσσικό του ήθος. Είναι ένα κείμενο με πολύ κακή γλώσσα. (Δύσκολα θα έπαιρνε πάνω από δώδεκα με δεκατρία).

Ας δούμε ένα παράδειγμα ξεκινώντας απ’ την πρώτη κι όλας αράδα: «Είναι δεδομένο – διαβάζουμε – ότι το διαδίκτυο έφερε μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Προσπερνώ, αν και δεν θα έπρεπε, την αδόκιμη χρήση του αριθμητικού «μια» ως αόριστου άρθρου. (Τί θα πει «μια» πρόσβαση στη γνώση; … Αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι συγγνωστό αμάρτημα, που το διαπράττουμε κατ’ εξακολούθηση όλοι). Αυτό όμως που δεν μπορεί με τίποτα να προσπεραστεί είναι αυτή η φοβερή έκφραση: «πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Τί θα πει «πιο ισότιμη»; Υπάρχει «περισσότερο» και «λιγότερο» ισότιμος. Ο Μανδραβέλης είναι βέβαια οικονομολόγος[2], και εθισμένος ίσως στα νομίσματα συγχωρείται να αντιλαμβάνεται την ισοτιμία ως κάτι σχετικό. Για τους Έλληνες όμως – θέλω να πω για την ελληνική γλώσσα – η ισοτιμία είναι κάτι απόλυτο. Αυτό μπορεί εύκολα να το καταλάβει κανείς αν επιχειρήσει να σχηματίσει τον συγκριτικό βαθμό του ισότιμος μονολεκτικά: «Ισοτιμότερος»… Αστείο δεν ακούγεται; Κι όχι γιατί δεν στέκει από γραμματικής απόψεως (όπως άλλες ίσως περιπτώσεις), αλλά διότι αντιβαίνει προς το βαθύτερο γλωσσικό μας αισθητήριο, που έχει να κάνει με το νόημα: εκεί που θεμελιώνεται η συνάφεια του νοήματος με τη γλωσσική έκφραση σ’ ένα βαθύτερο, σχεδόν υποσυνείδητο επίπεδο. Με το «καλημέρα» λοιπόν το κείμενο καταφέρει ένα αναπάντεχο χτύπημα στο κληρονομημένο γλωσσικό αίσθημα του ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου παιδιού. Θα πείτε, τέτοια χτυπήματα δεχόμαστε όλοι – παιδιά και μεγάλοι – από τα μέσα ενημέρωσης καθημερινά. Πράγματι. Ας αρπάξουμε λοιπόν κι άλλο ένα, για να μην πει κανείς πως το σχολείο μας δεν είναι «ανοιχτό» στην κοινωνία …

Δεύτερο παράδειγμα. Στον κυβερνοχώρο – λέει παρακάτω – λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Αυτό όμως – συνεχίζει το κείμενο – «δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας» … Ξαναπροσπερνώ το αριθμητικό «ένας» που χρησιμοποιείται για άλλη μια φορά αδόκιμα και καταχρηστικά υπό τύπον αορίστου άρθρου. Και φτάνουμε σ’ αυτή την ασύλληπτη εκφραστική σύνθεση: «δημιουργία κατακερματισμού». Δεν γνωρίζει προφανώς ο Μανδραβέλης, ούτε οι αγαπητοί συνάδελφοι του Υπουργείου Παιδείας, ότι ο κατακερματισμός δεν «δημιουργείται». Κανονικά κανένα κακό δεν «δημιουργείται».[3] Αυτά που περιγράφει το κείμενο μπορεί να «προκαλούν» ή ακόμα καλύτερα να «προξενούν» κατακερματισμό, ή, έστω, να «οδηγούν σε κατακερματισμό». Σε καμιά περίπτωση όμως δεν τον «δημιουργούν». Η λέξη «δημιουργία» και το ρήμα «δημιουργώ» έχει εγγενώς θετικό περιεχόμενο. Δεν νοείται «δημιουργία» κακού πράγματος, παρά και ενάντια στη διαρκή και ακάματη προσπάθεια των δημοσιογράφων να μας πείσουν για το αντίθετο. Να μην επικαλεστώ – ως θεολόγος – ότι η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου είναι χάρισμα του κατ’ εξοχήν δημιουργού, που είναι ο Θεός (υποθέτω πως ούτε του Μανδραβέλη ούτε των προοδευτικών φιλολόγων που ορίζουν τα θέματα ιδρώνει το ορθολογιστικό αυτί με κάτι τέτοια «μεταφυσικά»). Ούτε να παραπέμψω στην ετυμολογία της λέξης (δήμος και έργον, ήτοι έργον για τον δήμο κοκ), διότι κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί «αναχρονιστικό». Να θυμίσω μόνο ποιους και πότε αποκαλούμε δημιουργούς στην καθημερινή χρήση της γλώσσας. Και εν πάση περιπώσει, ακόμα και αν όλα αυτά τα αγνοήσουμε, και δούμε τη «δημιουργία» ως απλή «κατασκευή» (οπότε θα μπορούσε καταχρηστικά να νοείται κακή «δημιουργία» υπό την έννοια της κακής «κατασκευής»[4]), ακόμα και τότε δεν μπορεί να μη συναισθανθεί ένας γλωσσικά επαρκής γραφιάς πως άλλο «κατασκευή» κι άλλο «καταστροφή». Όπως δηλαδή δεν «δομείται» η αποδόμηση, έτσι δεν μπορεί να «κατασκευαστεί», πολύ περισσότερο να «δημιουργηθεί» κατακερματισμός.

Αυτά και άλλα παρόμοια βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο που δόθηκε στα παιδιά. Κι αν στάθηκα κυρίως στη γλώσσα του, δεν σημαίνει πως δεν εγείρονται και σοβαρά ζητήματα ιδεολογίας. Και δεν μιλώ για την ιδεολογική με τη στενή έννοια άποψη του συντάκτη του (για την οποία τόσα και τόσα τού σούρνουν στο διαδίκτυο[5]). Αυτή ας είναι τιμή του και καμάρι του, και ας την κρίνουν οι προϊστάμενοί του και οι αναγνώστες του. Μιλώ εδώ για το άδηλο ιδεολογικό φορτίο που βρίσκεται όχι στις καθαρά διατυπωμένες απόψεις (που μπορούν τα παιδιά να τις κρίνουν), αλλά σε ορισμένες εκφράσεις που είναι ηθελημένα (εκ του πονηρού) επιλεγμένες για να ξεγλιστρήσουν από την κριτική και να υποβάλουν έμμεσα τις ιδέες, ή ακόμα χειρότερα, τη νοοτροπία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη «γκρίνιες» που χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει την κριτική που ασκείται από διαφόρους προς το διαδίκτυο.[6] Δεν λέω. Μπορεί να έχει και δίκιο· και οι περιπτώσεις που αναφέρει να είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας. Δεν είναι αυτό όμως κάτι που θα έπρεπε τα παιδιά να κληθούν να το προσέξουν – και από την άποψη του γλωσσικού-ρητορικού (=προπαγανδιστικού) χειρισμού του συντάκτη, αλλά και από άποψη ουσίας; Δεν θα έπρεπε δηλαδή να ερωτηθούν τα παιδιά αν τα παραδείγματα που αναφέρει το κείμενο είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας; Ή να ερωτηθούν αν υπάρχει άλλη ουσιαστική κριτική στο διαδίκτυο που να μην είναι γκρίνια; Όχι. Ούτε το ίδιο το κείμενο, ούτε οι ερωτήσεις που το συνοδεύουν αφήνουν ανοιχτό τέτοιο ενδεχόμενο.

Ας μη γίνει παρανόηση. Το θέμα δεν είναι βέβαια ούτε το άρθρο του Μανδραβέλη, ούτε οι απόψεις του ή οι ικανότητές του ως γραφιά. Το ζήτημα είναι η επιλογή τού κειμένου του ως βάσεως για τις εξετάσεις της νεοελληνικής γλώσσας, σε συνδυασμό μάλιστα με την πλήρη απουσία κριτικής προσέγγισής του. Να είναι αυτό άραγε ένα δείγμα του τί εννοεί το Υπουργείο όταν επαγγέλλεται το «νέο σχολείο» όπου θα πρυτανεύει η κριτική μάθηση;

                                                                                                                                   Πολιτικό επίμετρο

Ρίχνοντας μια ματιά στο διαδίκτυο είδα πως αρκετοί αντέδρασαν δίνοντας έμφαση στο τί είναι ο συντάκτης του κειμένου και τί απόψεις εκφράζει. [7] Άλλοι στάθηκαν ουδέτερα ή και επαινετικά[8],  ενώ κάποιος άλλος είπε: «Πολύ κακό για το τίποτε. Ένα κείμενο καλούτσικο, όχι κάτι εξαιρετικό, όχι κάτι άθλιο». [9] Μήπως έχει δίκιο; Δεν είναι αυτός, πάνω κάτω, ο τρόπος που όλοι, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, μιλούμε και γράφουμε; Δεν είναι αυτή η κοινή γλώσσα που σιγά-σιγά διαμορφώσαμε και υιοθετήσαμε – όχι τα τελευταία μόνο χρόνια, αλλά από τη μεταπολίτευση και μετά; Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Διότι, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα δεν είναι ένα απλό «μέσο επικοινωνίας». Είναι μια καίρια διάσταση της ψυχικής μας δομής ως ανθρώπων· της δυνατότητάς μας να σχετιζόμαστε (δημιουργικά ή καταστροφικά) μεταξύ μας και με τον κόσμο.

Όταν, για παράδειγμα, ο Όργουελ έκλεινε το μάτι στους αναγνώστες του, γράφοντας την περίφημη φράση του πως κάποια απ’ τα ζώα της φάρμας ήταν «πιο ίσα» από τα άλλα, δεν έκανε ένα γλωσσικό απλώς παιχνίδι. [10] Αποκάλυπτε με δύο μόνο λέξεις όλη την υποκρισία της σοβιετικής ιδεολογίας. Το έκανε όμως αυτό αξιοποιώντας το κοινό γλωσσικό (επομένως και νοηματικό) αίσθημα ότι η ισότητα είναι μέγεθος απόλυτο. Επομένως η φράση του ήταν ένα «λάθος» με νόημα. Όταν, στον αντίποδα αυτού, ο δημοσιογράφος συντάκτης και οι φιλόλογοι διασκευαστές του κειμένου των εξετάσεων θεωρούν εύλογο να μιλήσουν για μια «πιο ισότιμη» πρόσβαση στη γνώση χωρίς να συναισθάνονται το λάθος τους, ομολογούν ότι ζουν σε άλλον πλανήτη απ’ αυτόν του Όργουελ και του αναγνωστικού του κοινού. Είτε είναι αριστεροί (προοδευτικοί), είτε αντιαριστεροί (συντηρητικοί ή προοδευτικοί), έχουν χωνέψει την ιδέα πως η ισοτιμία ως κοινωνική και πολιτική αξία είναι κάτι σχετικό.

Για να σκεφτούμε λίγο. Τι θα πει αυτό; Θα πει πως έχουμε καταπιεί τη (σοβιετική, όπως και κάθε άλλη ιδεολογική) υποκρισία ως έναν ιδιαίτερο τρόπο για να στεκόμαστε απέναντι στη δική μας προσωπική αδυναμία ή στη γενικότερη ιστορική αδυναμία πραγματώσεως των ουτοπικών ιδεωδών (όπως της ισότητας, της ισοτιμίας κλπ) που δίνουν μορφή στο βαθύτερο αίτημα αυθεντικότητας, χωρίς κατά τ’ άλλα να τολμούμε να τα θέσουμε υπό κρίση. Μένουμε πνευματικώς άφωνοι, αμήχανοι και στατικοί, χωρίς να μπορούμε να αναπροσδιορίσουμε με τρόπο ειλικρινή και ουσιώδη τη θέση μας μεταξύ πραγματικού και μη. «Λύνουμε» έτσι το πρόβλημα ενσωματώνοντάς το στην ίδια τη γλώσσα (δηλαδή στην ψυχική μας συγκρότηση) αρνούμενοι να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ φαντασιακής ουτοπίας και ρεαλιστικής πραγματικότητας· ή ακόμα χειρότερα, πασαλείβοντας φαντασιακά την πραγματικότητα με ολίγη ουτοπία, σχετικοποιώντας τη δεύτερη. Αυτός θα μπορούσε, νομίζω, να είναι ο ορισμός του «πολιτικώς ορθού» (του πολίτικαλ κορέκτ), του οποίου είναι θιασώτης όχι μόνο ο Μανδραβέλης, αλλά όλη η πολιτική μας νομενκλατούρα, ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.

Αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική, αλλά όλες τις πλευρές της ζωής. Γιατί όπως πολύ ορθά το επισημαίνουν κάθε καλοκαίρι οι διαφημίσεις των παγωτών, δεν τρώμε πλέον παγωτό σοκολάτα, αλλά παγωτό «γεύση σοκολάτα». Το «είναι», όχι μόνο του παγωτού αλλά όλου του σύμπαντος που μας περιβάλλει, λιώνει αφήνοντάς μας μόνο την κενή από ουσία «γεύση» του. Εμείς όμως παραμένουμε ευδαίμονες, διατηρώντας την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης. Τί άλλο να κάνουμε όμως; Πώς να επιβιώσουμε σ’ αυτόν τον αλλοτριωτικό κόσμο αν δεν θυσιάσουμε κάτι; Αν δεν ωθήσουμε τα ιδεώδη, τις επιθυμίες, τις ανάγκες μας σ’ ένα σκοτεινό βάθος, απ’ όπου να μην μας ζητούν τίποτα περισσότερο από την εντύπωση της ικανοποίησής τους. Να γιατί η γλωσσική σύγχυση είναι όρος επιβίωσης αυτού του ημιπαραιτημένου (αλλά όχι εντελώς) ανθρώπου που φοβάται κατά βάθος πως τα αυθεντικά δημιουργικά του ένστικτα μόνο καταστροφή μπορεί να σημαίνουν. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που στην επικρατούσα αυτή γλώσσα δεν διακρίνεται η δημιουργία από την πρόκληση κακού. Είναι μια ασυνείδητη άμυνα έναντι του «κινδύνου» να σταθούμε χωρίς τις μάσκες αντιμέτωποι προς τις μύχιες δημιουργικές μας δυνάμεις. Δεν είναι αυτή η εικόνα της σημερινής πολιτικής μας κατάστασης;

Πράγματι λοιπόν. Το θέμα δεν είναι η ημιμάθεια του συντάκτη του κειμένου, ούτε αν το πασοκικό υπουργείο επιβράβευσε έναν καθεστωτικό δημοσιογράφο (όπως λένε πολλοί). Μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Φοβάμαι ότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Ότι η επιλογή αυτού του κειμένου δείχνει τη συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια του πνευματικού κατεστημένου που διοικεί τη χώρα να μην την αφήσει ήσυχη ακόμα κι αν καταρρεύσει πολιτικά. Αυτή η ιστορία μού φέρνει στο νου μια ταινία μεταφυσικού τρόμου που είχα δει μικρός. Λίγο πριν το τέλος ο «καλός» πρωταγωνιστής είχε καταφέρει το καίριο πλήγμα στον «κακό» μέσω του οποίου ενεργούσε ένα δαιμονικό πνεύμα. Κι ενώ όλα οδηγούσαν προς το χάπυ εντ, η οθόνη ζουμάρει ξαφνικά γκρο πλαν στα εφιαλτικά μάτια του «κακού» που ξεψυχούσε, πριν προλάβουμε, κι εμείς οι θεατές κι ο «καλός» πρωταγωνιστής, να αποστρέψουμε το βλέμμα. Φευ! Η νίκη του καλού ήταν πύρρεια. Ο «κακός» πέθανε, αλλά το κακό είχε νικήσει. Δια του βλέμματος είχε διεισδύσει στους ίδιους τους εχθρούς του. Αυτός είναι ο κίνδυνος που διατρέχουμε τώρα ως χώρα. Να καταρρεύσει πολιτικά το καθεστώς και να επιβιώσει η ψυχική του δομή· τουτέστιν η γλώσσα του.

Γι’ αυτό κι εγώ δεν έχω άλλο τί να πω, παρά να επαναλάβω σαν ξόρκι τα λόγια του Ελύτη στο Άξιον Εστί:

 

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,

όπου και να θολώνει ο νους σας,

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό

και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα

θα αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Βλ. το θέμα των εξετάσεων (εδώ και σε pdf), το πρωτότυπο άρθρο του Π. Μ. στην Καθημερινή 27 Σεπτεμβρίου 2009 (εδώ), και συγκριτική αντιπαραβολή των δύο (εδώ). Βλ επίσης παλαιότερη εισήγησή του Π. Μ. με το ίδιο θέμα σε συνέδριο του ΙΣΤΑΜΕ (εδώ).

[2] Βλ. βιογραφικό του Π. Μ. στην προσωπική ιστοσελίδα του.

[3] Βλ. π.χ. Λεξικό «Μπαμπινιώτη», σελ. 477.

[4]       Ό. π.

[5] Βλ. πολιτική κριτική εδώ και εδώ. Και εδώ μια άποψη για το ποιες είναι οι «πηγές» του Π. Μ. και ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί στα όρια της λογοκλοπής.

[6] Για το πώς ο Π. Μ. ταυτίζει την κριτική προς το διαδίκτυο με «γκρίνια» βλ. Μανώλη Ανδριωτάκη εδώ,

[7] Βλ. για παράδειγμα εδώ, εδώ, εδώ,

[8] Ουδέτερη ήταν η αναφορά της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων: «Το θέμα αναφέρεται  στο διαδίκτυο και θέτει έναν επίκαιρο προβληματισμό. Το ύφος είναι δημοσιογραφικό, σε ορισμένα σημεία αρκετά απλό και σε άλλα πιο σύνθετο.» (βλ. περισσότερα εδώ). Βλ. θετικά σχόλια εδώ και εδώ.

[9] Βλ. εδώ.

[10]     Χαρακτηριστική φράση του Τζωρτζ Όργουελ από το βιβλίο του Η Φάρμα των Ζώων (1945).

 

Πηγή: 14-5-2011, Αντίφωνο, http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ξυδιάς/Αντιφωνικά/2842-Πάσχω-σαν-γλώσσα.html 

Κοινωνιολογία & Πολιτική Οικονομία Ν. Λυκείου

Η κοινωνιολογία και η πολιτική οικονομία του Νέου Λυκείου

 

Του Κώστα Θεριανού


 

Το Νέο Λύκειο είναι ουσιαστικά ένα νέο σύστημα διαχείρισης της ροής τους μαθητικού πληθυσμού προς τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, καθώς και ένα νέο σύστημα πρόσβασης. Αν η συζήτηση περιορισθεί στα κέρδη και τις ζημίες της κάθε ειδικότητας και στις δήθεν νέες ερευνητικές προσεγγίσεις που εισάγει η ερευνητική εργασία, τότε είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές οι νέες συνθήκες στην οικονομία και την κοινωνία που συμπυκνώνει το Νέο Λύκειο.

Πάντως, στο ζήτημα των ειδικοτήτων, η σημερινή ηγεσία του υπουργείου πληρώνει γραμμάτια της μεταρρύθμισης Αρσένη (του ΠΑΣΟΚ δηλαδή), η οποία διέλυσε και την γενική και την τεχνική εκπαίδευση. Με τις ανακατανομές των μαθημάτων πέτυχε και την εξής μοναδικότητα σε όλο τον πλανήτη: να έχει εκπαιδευτικούς χωρίς ωράριο (π.χ. κοινωνιολόγοι, ξενόγλωσσοι, τεχνικές ειδικότητες κ.ά.) και την ίδια στιγμή, στο ίδιο σχολείο, μαθητές χωρίς εκπαιδευτικούς!

Η κ. Διαμαντοπούλου στις 28/2/2011 στην ημερίδα ενημέρωσης και διαλόγου του Υπουργείου Παιδείας με τους Δημάρχους της χώρας δήλωσε ότι «Το επόμενο διάστημα μέχρι το 2020 υπολογίζουμε 370.000 θέσεις εργασίας που θα αφορούν τεχνικά επαγγέλματα». Έδωσε με αυτόν τον τρόπο το στίγμα της βασικής αιτίας της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής που δεν είναι άλλο από τον δραστικό περιορισμό των πανεπιστημιακών σπουδών ή με άλλα λόγια την ανακοπή της κοινωνικής ζήτησης για πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Έδωσε, επίσης, και το στίγμα της αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Σε ποια όμως κατεύθυνση; Μήπως, η Ελλάδα του καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού με τους χαμηλούς μισθούς και τα σταδιακά ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα θα αποτελέσει έναν σημαντικό πόλο έλξης για βιομηχανικές επενδύσεις πολυεθνικών εταιρειών που εκτός από το χαμηλό κόστος εργασίας θα κερδίζουν και από το κόστος μεταφοράς (η Ελλάδα είναι πιο κοντά από τον Τρίτο Κόσμο και τις Ανατολικές Χώρες); Πέρα βέβαια από τις στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που θα ιδιωτικοποιηθούν.  

Η κοινωνική ζήτηση για ανώτατες σπουδές στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ σε οικονομικό και κοινωνικό κενό. Είναι σφάλμα να αποδώσουμε το φαινόμενο αυτό σε κάποια ιδιαίτερη εθνική νοοτροπία των Ελλήνων που θέλουν το παιδί τους να σπουδάσει και να μην κάνει χειρωνακτικές εργασίες. Επειδή το φαινόμενο είναι παλιό, κατά καιρούς διάφοροι αναλυτές έχουν καταφύγει σε ερμηνείες που σχετίζονται με την ιδεολογική υποτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας, αλλά και η ίδια η κ. Διαμαντοπούλου το απέδωσε στην νοοτροπία της ελληνικής οικογένειας: «Αντί να συνδέουμε τις ανάγκες της οικονομίας με την κλίση και την ευτυχία του παιδιού, λειτουργούμε με πολύ συγκεκριμένα στερεότυπα. Βάζω τον εαυτό μου πρώτο. Ο άντρας μου και εγώ είμαστε μηχανικοί και θέλαμε σώνει και καλά ο γιος μας να γίνει μηχανικός. Επειδή δεν μας άκουγε, ο άντρας μου, τελικά, του είπε: «Γίνε μηχανικός και μετά κάνε ό,τι θέλεις» (Συνέντευξη στο «Κ» της Καθημερινής της Κυριακής Κυριακή, 17 Απριλίου 2011).

Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μια νοοτροπία ή ένα στερεότυπο δεν μπορεί να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα αν δεν υπάρχουν στοιχεία στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που να το στηρίζουν υλικά και να το αναπαράγουν. Στην περίπτωση που συζητάμε, η κοινωνική ζήτηση για ανώτατες σπουδές τροφοδοτούνταν διαχρονικά από το ότι οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων σε μια χώρα με συρρικνωμένο πρωτογενή και δευτερογενή τομέα είχαν καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης και καλύτερες συνθήκες εργασίας από τους τεχνίτες. Για παράδειγμα, το 1977 ο μέσος όρος των αποφοίτων της ΤΕΕ είχε εισόδημα υψηλότερο από το μέσο όρο των αποφοίτων Α.Ε.Ι. Όμως, το 1979 μόλις το 9% των αγοριών και το 6% των κοριτσιών που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο δήλωναν ότι σκέφτονταν να ακολουθήσουν το Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο. Πρόκειται δηλαδή για μια ανορθολογική, από οικονομική άποψη, συμπεριφορά. Όμως, αν αναλογιστούμε τις συνθήκες εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών (εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, υπάλληλοι στο δημόσιο) με τις ανάλογες των τεχνικών επαγγελμάτων τότε η απάντηση είναι πολύ λογική. Ο Stenhouse κάνει μια οξυδερκέστατη παρατήρηση σχετικά με τους παιδαγωγούς που αναλύουν τα επαγγέλματα, πίσω από τα παράθυρα της σχολικής αίθουσας και τα γραφεία των πανεπιστημίων, μέσα στη ζεστασιά και την ασφάλεια: «Πιθανώς μόνο η μειοψηφία των εκπαιδευτικών μπορεί να αξιολογήσει τα υπέρ και τα κατά διαφόρων επαγγελμάτων, ή να κατανοήσει τις απολαβές ή το άγχος που έχουν οι οδηγοί φορτηγών μεγάλων αποστάσεων ή όσοι απασχολούνται στην κηπουρική και στα εργοστάσια αυτοκινήτων». Εδώ να προσθέσουμε την εργασιακή ανασφάλεια του πρωτογενή και του δευτερογενή τομέα, την μικρή κλίμακα των δραστηριοτήτων στην χώρα μας κ.λπ.

Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται η ΤΕΕ;

Αντίθετα. Η ΤΕΕ είναι απολύτως αναγκαία, αλλά στο πλαίσιο ενός σχεδιασμού που θα προτάσσει το 12χρονο ενιαίο πολυτεχνικό σχολείο και θα ακολουθεί μετά τα 18 η επιλογή είτε των σπουδών είτε του επαγγέλματος. Ακόμη και στο πλαίσιο του καπιταλισμού, όπου το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει στο εσωτερικό του τις ταξικές ανισότητες που παράγονται στην οικονομία, ένα τέτοιο μέτρο θα λειτουργούσε υπέρ της ΤΕΕ με την έννοια ότι δεν θα ήταν η δεύτερη και υποδεέστερη σχολική διαδρομή.

Τα περί ανεργίας των αποφοίτων των πανεπιστημίων αποτελούν την μισή αλήθεια. Γιατί ολόκληρη η αλήθεια είναι ότι η ανεργία πλήττει τους πάντες! Θα είχε τεράστια αξία να μάθουμε – αν είναι δυνατόν – ποιος είναι ο αριθμός,  ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, των υδραυλικών (άλλο ένα επάγγελμα που στο νεοελληνικό φαντασιακό έχει καταγραφεί σαν Ελντοράντο) που διαμαρτύρονται ότι ο κύκλος εργασιών τους έχει περιορισθεί ασφυκτικά και βγάζουν ίσα ίσα τα προς το ζην! Ή των μηχανικών που είναι άνεργοι και των μηχανικών που εργάζονται σε μεγάλα συνεργεία ολόκληρη την ημέρα για 800 ευρώ. Διότι και στα τεχνικά επαγγέλματα … υπάρχει καπιταλισμός, δηλαδή ανεργία και συνθήκες συγκεντροποίησης κεφαλαίων! 

Όμως, ας γυρίσουμε στην πραγματική αιτία της δημιουργίας του Νέου Λυκείου που είναι, όπως αναφέραμε, η μείωση της κοινωνικής ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές. Η κυβέρνηση απέναντι σε αυτή την επιλογή έχει ένα σοβαρό εμπόδιο: την δομή της ελληνικής οικονομίας και την δομή της απασχόλησης εντός των κλάδων των τεχνικών επαγγελμάτων. Για αυτό και ενδεχομένως να μεταφέρει την σημερινή τεχνολογική κατεύθυνση των Γενικών Λυκείων στα νέα Τεχνολογικά Λύκεια προκειμένου να τα κάνει περισσότερο ελκυστικά.

Πιο αναλυτικά:

 – Τα τεχνικά επαγγέλματα στην χώρα μας στηρίχθηκαν κυρίως στον ελευθεροεπαγγελματισμό. Για αυτό και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το 11% των μαθητών του Τ.Ε.Λ. ήθελε να εργασθεί σε κάποια επιχείρηση ενώ το 70% επιθυμούσε να ανοίξει δική του δουλειά (αυτοαπασχόληση). Η επαγγελματική αυτή προοπτική – που τροφοδοτούσε τόσο το μεγαλύτερο εισόδημα σε σχέση με κάποιες πανεπιστημιακές σπουδές όσο και την εικόνα του επιτυχημένου επαγγελματία – έχει σήμερα ανατραπεί. Λόγω της οικονομικής ύφεσης και της σταδιακής ανακατανομής της αγοράς εργασίας προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, δύσκολα μπορεί να σταθεί ένα μικρό εργαστήρι ή συνεργείο που επισκευάζει τηλεοράσεις, ψυγεία, αυτοκίνητα σε μια συνοικία. Αυτός ο κύκλος εργασιών περνά σταδιακά στις αντιπροσωπείες ή καθίσταται ασύμφορος στον καταναλωτή λόγω της πτώσης της τιμής των ηλεκτρικών ειδών. Ουσιαστικό, ο νέος απόφοιτος της ΤΕΕ θα είναι ευέλικτο και φθηνό εργατικό δυναμικό που, σε χειρότερες εργασιακές συνθήκες από αυτές των αποφοίτων πανεπιστημίων, θα κερδίζει τα ίδια λιγοστά χρήματα.

– Πέρα, όμως, από την εσωτερική δομή της απασχόλησης μπαίνει το ζήτημα της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας με την συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα τα τελευταία χρόνια. Σήμερα, μπαίνει επιτακτική η ανάγκη της ανασυγκρότησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Μπορεί όμως αυτό να γίνει στο πλαίσιο των σημερινών δεσμεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση; Και μπορεί να γίνει σε πλαίσιο εξυπηρέτησης του λαού και όχι των μονοπωλίων που θα εμφανισθούν για να επενδύσουν στους τομείς αυτούς; Μπορεί να γίνει στο πλαίσιο των σημερινών ιμπεριαλιστικών πιέσεων και εξαρτήσεων;   

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, με αφορμή την συζήτηση και για το Νέο Λύκειο, μπορεί να αποτελέσει έναν άξονα για μια αντίπαλη πρόταση της αριστεράς: για την αναδιάρθρωση της οικονομίας και της εκπαίδευσης προς όφελος, όμως, του λαού.

22-4-2011

Παιδεία: πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι

Παιδεία: πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι

 

Συνέντευξη του Βένιου Αγγελόπουλου στη Μαρία Μητσοπούλου*


 

Πως βλέπετε την πολιτική της κυβέρνησης όσον αφορά την παιδεία και ειδικότερα την τριτοβάθμια εκπαίδευση;

Αυτό που χαρακτηρίζει την κυβερνητική πολιτική στην ανώτατη παιδεία είναι η αναξιοπιστία της. Ξεκινάνε από τις διαπιστώσεις των ελλείψεων του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ελλείψεις τις οποίες έχουμε παρουσιάσει ως Συσπείρωση Πανεπιστημιακών, αλλά και ευρύτερα ως Αριστερά.

Από την ύπαρξη κυκλωμάτων, την οικογενειοκρατία, την αδιαφάνεια, το νεποτισμό που βέβαια, δεν χαρακτηρίζουνε μονάχα το πανεπιστήμιο αλλά χαρακτηρίζουνε όλη την ελληνική κοινωνία και είναι τελείως φυσιολογικό ότι μη όντας σε γυάλινο πύργο το πανεπιστήμιο υφίσταται και αυτό τις στρεβλώσεις της κοινωνίας. Ξεκινάνε από αυτές τις διαπιστώσεις και προτείνουν μέτρα τα οποία όχι απλώς δεν τις καταπολεμούν  αλλά τις επιτείνουν.

Τι εννοείτε; Θα μπορούσατε να αναφέρετε μερικά παραδείγματα;

Λένε π.χ. ότι η δημοκρατία εφαρμόζεται πλημμελώς. Λόγω κομματοκρατίας. Προφανώς αυτοί οι οποίοι βάζουν την κομματοκρατία στο πανεπιστήμιο είναι τα κόμματα τα ίδια και μάλιστα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία. Αυτοί τροφοδοτούν την κομματοκρατία και αυτοί τροφοδοτούνται από την κομματοκρατία στο πανεπιστήμιο. Πώς  όμως καταπολεμούν την έλλειψη – κατά τη γνώμη τους – δημοκρατίας και την κομματοκρατία; Δίνοντας σε «αριστίνδην» διορισμένους  τη διοίκηση του πανεπιστημίου; Θεραπεύουν τη δημοκρατία καταργώντας της δημοκρατία. Ακριβώς το ίδιο έκανε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος όταν διαπίστωσε ότι η δημοκρατία ήταν άρρωστη και την έβαλε στο γύψο για 7 χρόνια. Τηρουμένων των αναλογιών, η μη ύπαρξης ευθύνης απέναντι στο σώμα των επιστημόνων, αλλά η ύπαρξη ευθύνης απέναντι στην πολιτική εξουσία η οποία θα χαρακτηρίζει τα Συμβούλια Διοίκησης και η επακόλουθη υποταγή στα κελεύσματα της πολιτικής εξουσίας κάθε άλλο παρά εκδημοκρατισμό του πανεπιστημίου δείχνει.

Μας μιλάνε για αριστεία, μας μιλάνε, για αξιολόγηση, μας μιλάνε για προγραμματισμούς. Προγραμματισμοί έχουν γίνει και δεν έχουν τηρηθεί από το υπουργείο. Είχαμε πει, όταν ήταν υπουργός η κα Γιαννάκου, ότι οι προγραμματισμοί σε μια χώρα που δεν τηρεί καν τον ετήσιο προϋπολογισμό της, είναι απάτη.  Παρόλα αυτά δια νόμου πέρασαν όπως δια νόμου έχουν περάσει πάρα πολλές απάτες. Και προφανώς δεν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις της Πολιτείας απέναντι στην εκπαίδευση οι οποίες πηγάζουν από το Σύνταγμα, οι οποίες πηγάζουν από όλη την πορεία του ελληνικού κράτους που την παιδεία την έχει αναγάγει σε υψηλό κοινωνικό αγαθό. Μας λένε ότι τέτοια πράγματα γίνονται και στο εξωτερικό. Βλέπουμε τι γίνεται στο εξωτερικό. Βλέπουμε π.χ. ότι στο πανεπιστήμιο του Middlessex το Τμήμα Φιλοσοφίας, πρώτο στην βρετανική κατάταξη αξιολόγησης, καταργείται ως μη ανταποδοτικό, σε λιγότερο από ένα έτος μετά την αξιολόγησή του. Φαντάζομαι ότι και οι δικές μας αρχαιολογικές σχολές θα κλείσουν, εκτός εάν συμβληθούν με αρχαιοκάπηλους.

Αγνοούν οι κύριοι που μας κυβερνούν ότι η επιστήμη δεν μπορεί να λειτουργήσει με άμεση ανταποδοτικότητα. Ότι πριν πετάξει το πρώτο αεροπλάνο υπήρξαν δεκάδες αεροπλάνα που έσπασαν και αρκετοί νεκροί που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανέβουν στον αέρα. Ότι πλήθος από τις σύγχρονες τεχνολογίες αιχμής στηρίζονται σε θεωρίες που είχαν μεν διατυπωθεί πριν από δεκαετίες ή και αιώνες, αλλά χωρίς άμεση εφαρμογή. Η επιστήμη δεν είναι κάτι το άμεσα ανταποδοτικό, δεν είναι κατάλληλη μύγα για να βγάλουν ξίγκι: όποιος το επιχειρεί τη σκοτώνει.

Και όσον αφορά την αξιολόγηση; Γιατί η Αριστερά είναι αντίθετη; Δεν πρέπει να γίνεται αξιολόγηση;

Μπορεί κανείς να πει ζήτω (ή κάτω) η αξιολόγηση χωρίς να ξέρουμε ποιος, με ποια κριτήρια, και με τι στόχο την κάνει; Στην περίπτωσή μας, στόχος δεν είναι να επισημανθούν και να διορθωθούν τα λάθη, αλλά να κατανεμηθούν κονδύλια. Και ξέρουμε ότι στη χώρα μας τα τεχνοκρατικά κριτήρια θα μπολιαστούν με μπόλικο παραγοντισμό, διότι εδώ δεν μετράει τι ξέρεις και τι κάνεις, αλλά ποιον ξέρεις και τι μέσο έχεις – κάτι που θα καθορίσει και το ποιοι θα είναι οι αξιολογητές: οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα, που έχουν γίνει τόσες μεταρρυθμίσεις όσοι και οι υπουργοί Παιδείας, ουδέποτε έχει αποτιμηθεί το θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα της κάθε μεταρρύθμισης. Για ποια αξιολόγηση μιλάμε;

Δεν θα πρέπει να διορθωθούν τα κακώς κείμενα στην Παιδεία;

Πρέπει, και στην Παιδεία και αλλού, αλλά από ποιους; Αυτοί που πήραν αυτά τα μέτρα και αυτοί που με αυτά τροφοδότησαν το ελληνικό χρέος αυτοί είναι που θα το επανορθώσουν (βάζοντας άλλους να το ξεπληρώσουν); Αυτοί που έσπειραν κάμπους και βουνά με «ημιεπιστήμια» για τελείως πολιτικάντικους λόγους, αυτοί είναι που θα συμμαζέψουν το πανεπιστήμιο; Είναι το πανεπιστήμιο υπεύθυνο για το γεγονός ότι οι απόφοιτοί του δεν απορροφούνται απ’ τη βιομηχανία, ή μήπως το γεγονός ότι η ελληνική βιομηχανία {στο μέτρο που υπάρχει) προτιμάει να φέρνει έτοιμες πατέντες απ΄έξω – έτσι ώστε οτιδήποτε δημιουργικό γίνεται εδώ να οφείλεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων; Μέχρι πότε ο πατριωτισμός των Ελλήνων  θα είναι το άλλοθι;

Μας μιλάνε για διαφάνεια. Όλοι είμαστε υπέρ της διαφάνειας. Όμως το Υπουργείο είναι που την καταργεί στην πράξη. Οι νεοδιοριζόμενοι καθηγητές δεν θα προσλαμβάνονται απλώς με το σταγονόμετρο, αλλά και χωρίς να είναι δημόσια η σειρά προτεραιότητας των διορισμών. Και όχι μόνο:  Σύμφωνα με δήλωση της Υπουργού οι αντικαταστάσεις θα παίρνουν υπόψη τους τις συνολικές ανάγκες του Υπουργείου. Ώστε αν είναι επιτακτικό να πάει ένας παπάς στην εκλογική περιφέρεια του Υφυπουργού αντικαθιστώντας 5 (ή 10) καθηγητές, να μπορεί να πάει. Ή, για να πάμε σε σημερινά και όχι μελλοντικά παραδείγματα, δεν δημοσιοποιείται η λίστα και η σειρά προτεραιότητας των εκλεγμένων αλλά αδιόριστων πανεπιστημιακών (είναι πάνω από οχτακόσιους και περιμένουν πάνω από ενάμιση χρόνο). Θα εφαρμόσουν τη διαφάνεια οι αρχιερείς του παραγοντισμού;

Ας πάμε στη στελέχωση του Πανεπιστημίου. Θα μειωθεί δραστικά ο αριθμός των διδασκόντων. Στα επόμενα πέντε χρόνια φεύγουν σχεδόν οι μισοί διδάσκοντες – στη Σχολή μου, στο Πολυτεχνείο, το 60%. Και αυτοί θα αναπληρωθούν με αναλογία 1 προς 5 ή οποία τώρα  εσχάτως γίνεται  ένα προς 7 και μετά θα πάει 1 προς 10, όπως σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Ερώτημα: θα δεκαπλασιαστεί ο αριθμός των φοιτητών που θα χρεώνεται ένας καθηγητής; Αντί ένα αμφιθέατρο εκατό ατόμων θα έχουμε ένα αμφιθέατρο χιλίων ατόμων; Ή μήπως θα κοπούν εννέα μαθήματα στα δέκα; Και αυτό είναι μόνο όσον αφορά το μόνιμο προσωπικό, και το άμεσο μέλλον. Αλλά ήδη έχει αρχίσει το ξήλωμα των συμβασιούχων διδασκόντων, οι οποίοι είναι σημαντικό ποσοστό, που ξεπερνά το 50% σε κάποια επαρχιακά πανεπιστήμια και σε κάποια ΤΕΙ. Δεν είναι απλώς απλήρωτοι, κακοπληρωμένοι ή ανασφάλιστοι,  θα βρίσκονται εκτός πανεπιστημίου του χρόνου οι περισσότεροι, χωρίς να αναπληρωθούν.

Κόβουν τα λεφτά για τη θέρμανση, κόβουν τα λεφτά για τις συνδρομές στις βιβλιοθήκες και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, καθυστερούν και τριπλασιάζουν το χρόνο αναμονής για τα ερευνητικά προγράμματα τα οποία εκκρεμούν και άφθονα τέτοια παραδείγματα θα μπορούσα να αναφέρω. Αυτό αποκαλούν «αριστεία»; Μάλλον για αχρηστία πρόκειται, για κατεδάφιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Μήπως άραγε για να στείλουν τους πλεονάζοντες φοιτητές στα ιδιωτικά κολλέγια;

Δεν θα πρέπει να ανέβει η ποιότητα των σπουδών, και με ποιο τρόπο;

Σίγουρα, αλλά όχι με τον τρόπο που επιχειρείται. Σε όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα το ζητούμενο είναι, εδώ και δεκαετίες, η απομνημόνευση και η αναπαραγωγή της γνώσης, όχι η οργάνωση της σκέψης. Κυριαρχεί η επιφανειακότητα και όχι η δόμηση της γνώσης. Όλες οι αλλαγές που έχουν γίνει ήταν τεχνικές μετατροπές  του εξεταστικού συστήματος με παράλληλη υποβάθμιση της διδασκαλίας (κατάργηση της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, χρήση των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής για την πρόσληψη των εκπαιδευτικών και άλλα πολλά). Η σημερινή τάση εντείνει την υποβάθμιση σπουδών και πτυχίων: διευρύνει τα γνωστικά αντικείμενα αντί να εμβαθύνει (για να υπάρξει διεπιστημονικότητα – νέα λέξη της μόδας – πρέπει να υπάρχει συγκρότηση σε κάθε επιστήμη χωριστά). Κι από την άλλη, εξατομικεύει τη διαδρομή του κάθε φοιτητή, χρησιμοποιώντας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας – την ελευθερία του καταναλωτή – η οποία θα εξελιχθεί επίσης και σε εξατομικευμένη επιβολή διδάκτρων.

Για να αναστραφεί αυτή η πορεία δεκαετιών, που οδηγεί τη χώρα σε μια πνευματική γενοκτονία, και μάλιστα επιταχυνόμενη, δεν αρκούν τα αποσπασματικά μέτρα που παίρνει κάθε κυβέρνηση και που αλλάζουν στον επόμενο μετασχηματισμό. Χρειάζεται συστηματική προσπάθεια, που η εξουσία δεν  θα καταβάλει, και που μόνον κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να προωθήσουν, μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει ένα αντίστοιχο πλειοψηφικό ρεύμα. Χρειάζεται, μέσα και έξω από το σχολείο, αγώνας εναντίον των στερεοτύπων, δουλειά με τα παιδιά για την ανάπτυξη της γλώσσας, της σκέψης, της φαντασίας και της έκφρασης. Και προφανώς αυτό δεν γίνεται με αποφθέγματα του τύπου «το αντίδοτο της παπαγαλίας είναι η ψηφιοποίηση», όπως αποφάνθηκε ο πρωθυπουργός μας πέρσι στους Δελφούς. Και ούτε μπορεί η κατάσταση στην Παιδεία να αλλάξει προς το καλύτερο και στα υπόλοιπα να μένουμε στα ίδια και χειρότερα.

Πώς ένα κίνημα το οποίο υπερασπίζεται ένα δημόσιο αγαθό, εν προκειμένω την παιδεία, πώς αντιμετωπίζει όλο αυτό το θέμα εν μέσω της κρίσης και της διεθνούς επιτήρησης και κατά πόσον συνδέεται με τη διεκδίκηση συνολικότερα μιας άλλης οικονομίας και άλλης κοινωνίας και ανάπτυξης;

Όλα συνδέονται με όλα. Μιλάνε για κρίση για χρέος για οικονομία: σίγουρα ξέρουμε όλοι πως αν δανείζεσαι για να πληρώσεις τα δανεικά, και μάλιστα με υψηλό επιτόκιο, χρωστάς παραπάνω. Αλλά δεν ανάγονται όλα στο χρέος, μάλλον το χρέος αποτελεί πρόσχημα για μια συνολική κοινωνική οπισθοχώρηση. Στην Παιδεία οι κατευθύνσεις αυτές δεν πηγάζουν από το χρέος αλλά έχουν γίνει πολιτικές και κατευθυντήριες γραμμές  της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και παρανόμως, διότι η παιδεία στα ευρωπαϊκά κράτη αποτελεί ιδιαίτερο τομέα που επαφίεται στην εθνική πολιτική – παρόλα αυτά οι κατευθύνσεις της Μπολόνια είναι εδώ και δέκα χρόνια. Είναι η υλοποίηση αυτών που είχαν εξαγγελθεί και στην Ελλάδα λόγω κινήματος καθυστέρησαν κι ευτυχώς που καθυστέρησαν από μια άποψη γιατί αυτή τη στιγμή βλέπουμε ότι και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη που εφαρμόστηκε αυτή η αντίληψη απέτυχε. Με πρόσχημα το μνημόνιο και την κρίση θέλουν να περάσουν το νέο κοινωνικό πρότυπο, τον άνθρωπο καταναλωτή, τον άνθρωπο εμπόρευμα, τον υπάκουο υπήκοο.

Άρα όλα είναι συνδεδεμένα. Η κυβέρνηση αυτή εφαρμόζει μία πολιτική η οποία είναι προδιαγεγραμμένη απλώς την εφαρμόζει με τη μέθοδο του σοκ επειδή η κατάσταση της κρίσης το ευνοεί και ο μόνος τρόπος να ανασχεθεί αυτή η πολιτική είναι να υπάρξει ισχυρή αντίσταση. Και βέβαια δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι επειδή πρόκειται για μια γενικευμένη επίθεση στο  κοινωνικό κράτος θα προκύψει μια σύσσωμη αντίδραση, τουλάχιστον όχι άμεσα και σίγουρα όχι δια μαγείας. Μόνον εάν υπάρξουν αρκετές επιμέρους αντιστάσεις και μάλιστα με νίκες, έστω και μικρές, μόνον τότε μπορεί να φτιαχτεί ένα μεγάλο ποτάμι από τα πολλά μικρότερα ρυάκια.

 

* Εποχή, 17-4-2011 (πλήρες κείμενο, το δημοσιευμένο είναι λίγο συντετμημένο)

 

ΠΗΓΗ: Απριλίου 19, 2011, «Του Βένιου τα καμώματα», http://venios.wordpress.com/2011/04/19/παιδεία-πονάει-κεφαλι-κοβει- κεφάλι

Κοινοτικά Κονδύλια και Μνημόνιο

Κοινοτικά Κονδύλια και Μνημόνιο*

Το σχολείο και ο εκπαιδευτικός σε τροχιά διαρκούς  «επιτήρησης» και πάλης:

 

Του Γιώργου Μαυρογιώργου**


 

 Η ανάλυση που ακολουθεί στηρίζεται σε μια θεμελιακή παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, οι εκπαιδευτικοί εκπαιδεύονται, επιλέγονται, διορίζονται, επιμορφώνονται και εργάζονται  στην εκπαίδευση της οποίας οι κοινωνικές λειτουργίες ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας. Οι  κοινωνικές αυτές λειτουργίες επιτελούνται και με τη μεσολάβηση των εκπαιδευτικών, οποίοι υιοθετούν κατά την άσκηση του έργου τους κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα κάποιας μορφής, ανεξάρτητα αν το συνειδητοποιούν ή όχι.

H ανάλυση αυτή γίνεται σε μια εποχή που χρησιμοποιείται έντονα η «γλώσσα της κρίσης» και ασκείται μια πολιτική απορύθμισης δημοκρατικών κατακτήσεων στην εκπαίδευση, μέσα σε ένα κλίμα   μιας υφέρπουσας δυσφήμισης, κριτικής και καταγγελίας του σχολείου, των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Από αυτή την άποψη, η ανάλυση που προτείνεται είναι δυνατόν να συμβάλει εν μέρει στην κατανόηση  φαινομένων ενός ιδιότυπου «διωγμού».

 Αν ήθελα να διευκρινίσω τη σχέση «σχολείο και εκπαιδευτικός» θα υποστήριζα ότι δεν υπάρχει πτυχή της εκπαιδευτικής πολιτικής  για το σχολείο που να μη συνδέεται με τους εκπαιδευτικούς. Το σχολείο, με ό,τι ιστορικά έχει συντελεσθεί, με ό,τι συντελείται στο παρόν και με ό,τι προδιαγράφεται ως εξέλιξη για το μέλλον, είναι η εστία και το κέντρο των εκπαιδευτικών αλλαγών. Η σχέση «σχολείο και εκπαιδευτικός» διαμορφώνεται σε χρόνο  μακράς διάρκειας.  Όσοι εκπαιδευτικοί εργάζονται στην εκπαίδευση βρίσκονται  μια ζωή στο σχολείο (από την νηπιαγωγείο μέχρι την αφυπηρέτησή τους). Πρόκειται, με άλλα λόγια για μια σχέση ζωής. Το ερώτημα είναι εάν υποστηρίζονται οι εκπαιδευτικοί ώστε να ζουν την εργασία τους και ως ζωή!

Οι εκπαιδευτικοί-άνδρες και γυναίκες- είναι  αυτοί που ως ανήλικοι μαθητές και μαθήτριες  έχουν φοιτήσει στο σχολείο (α΄ επεισόδιο-α΄ εκδοχή σχολείου). Μετά από τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο (β΄ επεισόδιο-β΄ εκδοχή σχολείου) και το διορισμό τους, επιστρέφουν στο σχολείο (γ΄ επεισόδιο-γ΄ εκδοχή σχολείου). Δεν υπάρχει εκπαιδευτικός που να μην έχει λάβει μέρος στη διαπραγμάτευση που αντικειμενικά συντελείται και στα τρία αυτά επεισόδια. Με την εμπειρία συμμετοχής του σε αυτά τα επεισόδια ουσιαστικά μπαίνει στη διαδικασία άσκησης του εκπαιδευτικού του έργου καθ όλη τη διάρκεια της θητείας του και  παίρνει μέρος σε μια σειρά αλλεπάλληλων επεισοδίων με τις εκπαιδευτικές αλλαγές στις οποίες εκτίθεται και καλείται να εφαρμόσει.

 Οι εκπαιδευτικοί διαμορφώνονται από την εργασία που κάνουν, κάτω από συγκεκριμένες ,κάθε φορά συνθήκες. Η επαγγελματική τους  εμπειρία, ωστόσο, δεν είναι μια απλή υπόθεση εξοικείωσης με μια  σειρά από αποτελεσματικές  και αποπλαισιωμένες από τα κοινωνικά συμφραζόμενα «καλές πρακτικές». Η εμπειρία αποκτάει μετασχηματιστικό χαρακτήρα, όταν αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης και αναστοχασμού διαρκείας. Κι αυτό δεν είναι μια υπόθεση «προσωπικών απόψεων» εμπεριστατωμένης θεωρητικής θεμελίωσης και εμβάθυνσης. Δεν μπορείς να υπερασπιστείς κάτι, αν δεν έχεις εμβαθύνει σε αυτό Η πράξη και η εμπειρία είναι αποτέλεσμα πάλης  και διαρκούς διαπραγμάτευσης. Έτσι, ουσιαστικά  αποκτούν προϋποθέσεις ώστε να αποφεύγουν τις οριστικές και τελεσίδικες διευθετήσεις και να  μετασχηματίζουν τις συνθήκες και όρους εργασίας τους, μέσα από τη διαλεκτική σχέση θεωρίας-πράξης, γνώσης-εμπειρίας, βιογραφίας- κοινωνικής δομής, παράδοσης-αλλαγής. Το να μαθαίνει κανείς τη δουλειά του δασκάλου είναι μια διαρκής κοινωνική διαδικασία  διαπραγμάτευσης και πάλης ,με ιστορικο-βιογραφικό χαρακτήρα, με διαδοχικά και αλλεπάλληλα «επεισόδια» στα οποία προκαλείται η αυτοβιογραφία, καθώς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της εμπειρίας στην εργασία βρίσκονται σε διαλεκτική  σχέση  μετασχηματισμού. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια σχέση  διαβίου διαπραγμάτευσης και πάλης. Αυτή η πάλη εκδηλώνεται σε δύο αλληλένδετα πεδία: το πεδίο της εκπαιδευτικής διαδικασίας ,κατά την προσφορά του εκπαιδευτικού έργου και στο πεδίο προάσπισης των συλλογικών τους συμφερόντων σε ο τι αφορά την εκπαίδευση ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό, τις  συνθήκες  εργασίας τους και τις εργασιακές τους σχέσεις.

Ο Αλτουσέρ (1983:95), έχει αναδείξει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, αναφορικά με τη μεσολάβηση των εκπαιδευτικών, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω: «Ζητώ συγγνώμη» ,έγραφε, «από τους δασκάλους εκείνους, που μέσα σε φρικιαστικές συνθήκες, προσπαθούν να στραφούν ενάντια στην ιδεολογία, ενάντια στο σύστημα και στις πρακτικές όπου έχουν παγιδευτεί, με τα λιγοστά όπλα που βρίσκουν στην  ιστορία και στη γνώση που ‘διδάσκουν’. Είναι ήρωες. Είναι, όμως, σπάνιοι, ενώ πόσοι αλήθεια (η πλειοψηφία) δεν έχουν καν αρχίσει να υποψιάζονται τι είδους ‘δουλειά’ τους βάζει να κάνουν το σύστημα(που τους ξεπερνά και τους συνθλίβει),κι ακόμα χειρότερα, βάζουν συχνά όλα τους τα δυνατά κι όλη την εξυπνάδα τους για να επιτελέσουν το καθήκον τους στην εντέλεια (με τις περίφημες νέες μεθόδους!)…»

Είναι σαφές ότι οι εκπαιδευτικοί δε συγκροτούν μια ομοιογενή επαγγελματική ομάδα ή συμπαγή κοινωνική δύναμη. Προσδιορίζονται και διαφοροποιούνται, ανάμεσα στα άλλα, από την ταξική τους θέση και τοποθέτηση, το φύλο, την ειδίκευση, τη βασική εκπαίδευση και επιμόρφωση, τα χρόνια υπηρεσίας, τη βαθμίδα εκπαίδευσης στην οποία εργάζονται, τη θέση στη διοικητική ιεραρχία κ.α. Παρά τις διαφορές τους ή μάλλον με το σύνολο των διαφορών τους, συγκροτούν μια κοινωνική κατηγορία εργαζομένων με ειδική συμβολή στην αναπαραγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης. Προσφέρουν, ωστόσο, το έργο τους σε ένα πλαίσιο σχετικής αυτονομίας, καθώς οι επιλογές τους προκύπτουν από τις διευθετήσεις που κάνουν μπροστά στις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά, κατά την άσκηση του έργου τους.

Όταν οι εκπαιδευτικοί π.χ. κλείνουν την πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας για να κάνουν μάθημα, ακόμα και σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα εκπαίδευσης, υπογραμμίζουν ως ένα βαθμό, συμβολικά τουλάχιστον, τη σχετική  αυτονομία κατά την άσκηση του έργου  καθώς είναι ενεργά υποκείμενα.. Δηλαδή, η σχετική αυτονομία είναι δομικό στοιχείο της εργασίας τους, αν και αυτή προσφέρεται σε καθεστώς διαρκούς επιτήρησης. Η σχετική αυτονομία δεν είναι δεδομένη. Συρρικνώνεται ή διευρύνεται, ανάλογα με την πολιτικοκοινωνική συγκυρία και την κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται στην εκπαίδευση και την κοινωνία. Με άλλα λόγια, και η σχετική αυτονομία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και πάλης.

Επιτήρηση  στην εκπαιδευτική διαδικασία

Τα αλλεπάλληλα και διαδοχικά «επεισόδια» της βιογραφίας του εκπαιδευτικού, όποια και να είναι αυτά, προκύπτουν στο πλαίσιο μιας διαρκούς πανοπτικής  επιτήρησης και αναπαραγωγής ως αποτέλεσμα και των μορφών διαπραγμάτευσης και πάλης που αναπτύσσουν οι εκπαιδευτικοί σε κάθε δεδομένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Δεν υπάρχει πτυχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας που να μη βρίσκεται σε καθεστώς επιτήρησης. Αυτό ο Φουκώ το ονόμαζε  δομή πανοπτισμού,  με την έννοια ότι κάθε τι υπόκειται σε διαρκή επιτήρηση, κανονισμούς, καταγραφές  και κυρώσεις. Η επιτήρηση – ευδιάκριτη/εμφανής και αδιάκριτη ή διακριτική και αόρατη – και ο έλεγχος είναι ενσωματωμένα στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία.. Ουσιαστικά πρόκειται για μια λειτουργία ενός δικτύου ιεραρχικών και γραφειοκρατικών σχέσεων που διαμορφώνεται από τα πάνω προς τα κάτω στο οποίο δραστηριοποιούνται  επιτηρητές και επιτηρούμενοι. Μέσα σε ένα τέτοιο δίκτυο σχέσεων τα πάντα αποτυπώνουν εκδοχές επιτήρησης και ελέγχου, που, σε περιόδους άσκησης πολιτικών «αστυνόμευσης» της κρίσης, εντατικοποιείται. Η διηνεκής, μόνιμη και σταθερή επιτήρηση ελέγχει ακατάπαυστα, συγκρίνει, διαφορίζει, ιεραρχεί, εξομοιώνει και αποκλείει. Με άλλα λόγια ομογενοποιεί, κανονικοποιεί και συμμορφώνει.

Τα πάντα υπόκεινται σε επιτήρηση και ασκούν επιτήρηση. Ενδεικτικά αναφέρω:το Αναλυτικό Πρόγραμμα, το Ωρολόγιο Πρόγραμμα, τα σχολικά βιβλία, το κουδούνι, τη συμμετοχή στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, την ανεργία των εκπαιδευτικών, το διορισμό και  τοποθέτηση, την υποδοχή στο σχολείο, τον μέντορα, την επιμόρφωση, τη διοίκηση του σχολείου, την αξιολόγηση, κ. α.. Θα χρησιμοποιήσω την επιτήρηση στις εισαγωγικές εξετάσεις που μου είναι και προσφιλές θέμα και που μας είναι πολύ οικεία από τις εμπειρίες. Συνήθως, μας απασχολεί η αποτελεσματική επιτήρηση για να έχουμε αδιάβλητες εξετάσεις. Έτσι, όμως, μας διαφεύγει η ίδια η πρακτική ιδεολογία που υποβαστάζει την αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου. Με άλλα λόγια, όταν επιτηρούμε ουσιαστικά επιτηρούμε αποτελεσματικά την αποθέωση της ιδεολογίας του ατομικισμού, του ανταγωνισμού, της κοινωνικής διάκρισης και της κοινωνικής επιλογής, στο όνομα της αδιάβλητης διεξαγωγής τους. Έτσι, μας διαφεύγει ότι το σύστημα μας μετατρέπει και σε επιτηρητές της αναπαραγωγικής λειτουργίας του σχολείου. Σε παρόμοια ανάλυση μπορούν να υποβληθεί το σύνολο της εκπαιδευτικής λειτουργίας.

Εκπαιδευτική πολιτική και επιτήρηση: χρηματοδότηση και περικοπές

Αν μεταφερθούμε σε επίπεδο διαμόρφωσης και άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής, θα διαπιστώσουμε ότι πολλές από τις διαδικασίες που υιοθετούνται συγκροτούν ένα σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που σε συνδυασμό βάζουν το σχολείο και τον εκπαιδευτικό σε καθεστώς επιτήρησης. Θα εστιάσω πολύ συνοπτικά στην περίπτωση των κοινοτικών κονδυλίων (Χρηματοδότηση) και στην περίπτωση του μνημονίου (Περικοπές). Χρηματοδότηση και Περικοπές ,αν και αντιφατικές εκ πρώτης όψεως εκδοχές, συγκροτούν μια μορφή άσκησης συγκεκριμένης  επιτήρησης  στην εκπαίδευση.

Πολλά χρόνια τώρα, είχα  την άποψη ότι με την είσοδό μας στην ΕΕ η χώρα μας έχει μπει, μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, σε μια διαδικασία επιτήρησης, ομοιοτροπίας και εναρμόνισης της εκπαίδευσης. Η επιτήρηση έχει ως αποτέλεσμα και τη συρρίκνωση του έθνους κράτους στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης διαγράφονται κάποιες κοινές τάσεις, όπως: επιδίωξη στενότερης σχέσης του σχολείου με το χώρο των επιχειρήσεων, συρρίκνωση της σχετικής αυτονομίας της εκπαίδευσης, ιδιωτικοποίηση του κόστους, ένταση της αξιολόγησης, σύνδεση και διαβάθμιση των αμοιβών ανάλογα με την απόδοση, εντατικοποίηση των όρων εργασίας, περικοπή των δαπανών για την εκπαίδευση, περιστολή διαδικασιών εκδημοκρατισμού, συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων κ.ά.

Στην Ελλάδα, η εκπαιδευτική ανασυγκρότηση που επιχειρήθηκε τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, αποτυπώνεται στα ΕΠΕΑΕΚ (Α΄, 1994-99 και  Β΄, 2000-2006). Το ΕΣΠΑ είναι η τρέχουσα εκδοχή τους. Στο πλαίσιο αυτής της ανασυγκρότησης μπορούμε να καταγράψουμε μια σειρά από θεσμικές αλλαγές, με τις όποιες μεταγενέστερες διορθωτικές παρεμβάσεις (Ολοήμερο σχολείο, Ενιαίο λύκειο και Τ.Ε.Ε., Σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, Διεύρυνση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κ. α.). Αν λάβουμε υπόψη τα όσα διαδραματίστηκαν, στο πλαίσιο του Α΄ και Β΄ ΕΠΕΑΕΚ , είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι:

1. Η σύλληψη και ο σχεδιασμός  των προγραμμάτων έγιναν χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή των εκπαιδευτικών και των άλλων κοινωνικών και πολιτικών φορέων. Η ίδια η έγκριση κοινοτικών κονδυλίων για τα ΕΠΕΑΕΚ συνιστά μια μορφή ευρωπαϊκής επιτήρησης της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα. Αυτή η επιτήρηση συνδέεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιήθηκαν τα κοινοτικά κονδύλια.          

2. Η πολύχρονη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων συνέβαλε στη διαμόρφωση ιδιότυπων κοινωνικών σχέσεων, στην εκπαίδευση και έξω από αυτή. Η κατανομή των κονδυλίων και η «μοιρασιά» τους αγκάλιασε όλη την ιεραρχική κλίμακα, επηρέασε συμπεριφορές και δημιούργησε πολλαπλές εξαρτήσεις με εμφανείς τους δείκτες του εκμαυλισμού, της εξαγοράς, του προσεταιρισμού, κ.α. Η διαχείριση των κονδυλίων ευνόησε τη δημιουργία πολύπλοκων εξουσιαστικών σχέσεων, με ιδεολογική υποστήριξη το μάνατζμεντ, τα τεχνικά δελτία, τις δράσεις, τα παραδοτέα πακέτα εργασίας, την επιχειρηματικότητα, την ανταγωνιστικότητα, κ.α.

3. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αναδείχθηκαν θεατές και αθέατες πτυχές προβλημάτων που συνδέονται με τη διαφάνεια διαχείρισης, την αποτελεσματικότητα,  τους ανταγωνισμούς, τον παραγοντισμό, τον εκφυλισμό θεσμών και διαδικασιών. Εκδηλώθηκαν και ενισχύθηκαν φαινόμενα αλλοίωσης της συμπεριφοράς των εργαζομένων (πανεπιστημιακών, εκπαιδευτικών και διοικητικών) με πολιτικές σπατάλης και αδιαφανούς διαχείρισης σε μια περίοδο λιτότητας και συμπίεσης μισθών. Ομάδες και άτομα, μέσα σε ένα κλίμα έξαρσης των πελατειακών σχέσεων ήταν εκτεθειμένα σε προτάσεις ενίσχυσης των κρατικοδίαιτων εισοδημάτων τους και υπέστησαν αθόρυβα τις διαδικασίες προσεταιρισμού και ενσωμάτωσης. Όλα αυτά και άλλα, παραμόρφωναν  και τη δυναμική των κοινωνικών παρεμβάσεων στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.

4. Μετά από τόσα χρόνια ΕΠΕΑΕΚ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν έχουν συντελεστεί στην Ελλάδα ουσιαστικές εκπαιδευτικές αλλαγές που να  συνδέονται με μετασχηματισμό δομών και περιεχομένου της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης του ταξικού της χαρακτήρα.

5. Οι πολιτικές και οι πρακτικές που προωθούνται με το σημερινό ΕΣΠΑ είναι, μάλλον, πιο προκλητικές και πιο κυνικές. Ακόμα και σήμερα, μέσα στη δίνη των πολιτικών του «μνημονίου», είναι ευδιάκριτο ότι όσοι συμμετέχουν στην υπόθεση διαμόρφωσης και άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής ενδιαφέρονται για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων και καταφεύγουν στη διαβούλευση, την έρευνα και την εκπόνηση νέων αλλεπάλληλων μελετών αμφίβολης εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Οι πολιτικές που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ και συνδυάζονται και συνυπάρχουν με τις πολιτικές που απορρέουν από την αδιάκριτη και βίαιη επιτήρηση που ασκείται από τους εγχώριους και διεθνείς δανειστές,  με όχημα το μνημόνιο. Με  την επικαιροποίηση  των διαδοχικών εκδοχών μνημονίου έχουμε μια άλλη μορφή ευδιάκριτης και ρητής επιτήρησης. Πρόκειται για «εισβολή». Πρόκειται για μια βίαιη μορφή επιτήρησης των περικοπών με στόχο: την οριστική κατάργηση των πολιτικών του κράτους πρόνοιας και την μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Το δίδυμο ΕΣΠΑ- μνημόνιο, δηλαδή: κοινοτική χρηματοδότηση  επιχειρούμενων αλλαγών από τη μια και από την άλλη περικοπές δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση εκφράζουν μια αντιφατική πολιτική επιλογή: την εκπαίδευση όλο και περισσοτέρων νέων για όλο και περισσότερο χρόνο με όσο το δυνατόν λιγότερες δημόσιες δαπάνες

Τι κάνουμε;

Το 9ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ γίνεται σε μια  κοινωνικοπολιτική συγκυρία έντονων ζυμώσεων και κοινωνικών κινητοποιήσεων για προάσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας και για το δικαίωμα στην εργασία με όρους  κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο χώρος της εκπαίδευσης αποκτάει τα χαρακτηριστικά  μιας ιδιότυπης «εμπόλεμης ζώνης» και βρίσκεται συχνά σε   μια κατάσταση «εύθραυστης εκεχειρίας». Οι«Διάλογοι» που ενορχηστρώνονται για την παιδεία είναι  δείκτης της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης στην εκπαίδευση και για την εκπαίδευση. Τον τελευταίο καιρό δοκιμάζονται οι αντοχές μας με τη νέα «ιδεοθύελλα» του Νέου. Η πολιτική εξουσία καταφεύγει στον αιφνιδιασμό, τον καταιγισμό, στη δυσφήμιση και στις απειλές, σε ευφημισμούς ανοικτής διαβούλευσης, στον κατακερματισμό των θεμάτων, τον προσεταιρισμό, την ενσωμάτωση αιτημάτων και διαλεγομένων, στην αναδίπλωση, την αναβολή, τις επιτροπές ειδικών και την ακατάσχετη προτασεολογία. Το σύνολο των κατασταλτικών, ιδεολογικών και συμβουλευτικών  μηχανισμών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία, αστυνομία, συμβουλευτικά όργανα, κ.α.),  με όπλο την κυρίαρχη ιδεολογία διαπραγματεύεται με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών.

Πολλοί «γύροι» διαλόγου που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν συνοδεύονταν από έντονες κοινωνικές κινητοποιήσεις. Οι  κινητοποιήσεις και οι διάλογοι για την παιδεία πάνε χέρι-χέρι. Αυτό  μας  επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι ο διάλογος για την εκπαίδευση δε γίνεται σε κοινωνικο-πολιτικό κενό και ότι δεν εξαντλείται σε μια υπόθεση  διαβουλεύσεων και ανταλλαγής απόψεων. Ο διάλογος εμπεριέχει όλες τις μορφές κοινωνικής πάλης. Οι κινητοποιήσεις δηλαδή στο χώρο της εκπαίδευσης προσέφεραν κοινωνική βάση στην ασύμμετρη διαπραγματευτική σχέση Υπουργείου και των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Να το πούμε αλλιώς, οι πιο σημαντικές τομές στην ιστορία της εκπαίδευσης συνδέονται με σημαντικές κοινωνικές κινητοποιήσεις στην εκπαίδευση και στην κοινωνία. Όπως ισχυρίστηκα, σχετικά πρόσφατα, σε συνέδριο της ΟΕΛΜΕΚ (Κύπρου), ο αριθμός των εκπαιδευτικών που αναζητούν βαθύτερο νόημα και ικανοποίηση στην εργασία τους στο σχολείο αυξάνει συνεχώς. Είναι αυτοί που:

·  Διαμαρτύρονται ·  Αγωνίζονται ·  Δυσανασχετούν ·  Αποκαρδιώνονται ·  Καινοτομούν ·  Προτείνουν ·  Διαπραγματεύονται ·  Αποσύρονται ·  Χαίρονται και τραγουδούν (π.χ. Μουσικό σχολείο Βόλου) · Ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις (π.χ. Θεατρική ομάδα καθηγητών Μαγνησίας) · Προσβλέπουν σε ένα πιο δημοκρατικό σχολείο σε μια κοινωνία πιο δίκαιη.

Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού μπορεί να γίνει ένα από τα πιο ικανοποιητικά, ευχάριστα και ενδιαφέροντα επαγγέλματα. Δεν έχει αναγνωρισθεί στις πραγματικές του διαστάσεις ακόμα και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Η προσφυγή σε εύκολες καταγγελίες,  υιοθέτηση πρακτικών απόσυρσης, παραίτησης, αποξένωσης, κ.ό.κ., έχουν δημιουργήσει μια αρκετά ανησυχητική κατάσταση. Διεκδικούμε  ένα επάγγελμα με σαφή την προοπτική απόδρασης από το τυχαίο, το αυτονόητο, το δεδομένο και από τις παραδόσεις των επαγγελματικών συνταγών και των εκπαιδευτικών πρακτικών, σε μια διαδικασία όπου  μειώνεται ο χώρος της απόσυρσης και τη θέση παίρνει η χειραφετητική «πράξις» που απελευθερώνει από τον εξαναγκασμό και την αυταπάτη του πρακτικού, της συνήθειας και του αποτελεσματικού, από το δογματισμό, την εξάρτηση, την ψευδαίσθηση, τη διαστρέβλωση, και την ψευδή συνείδηση.

Εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εκπαιδευτικών και των συνδικαλιστικών τους οργάνων να παίρνουν τη σκέψη και την κρίση στα χέρια τους, να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, να  ελέγχουν τις επαγγελματικές τους  πρακτικές και να επανεξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους μεσολαβούν στην αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου. Η κοινωνική τους προέλευση  το υποδηλώνει και το επιβάλλει. Η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών μας διδάσκει ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν σημαντική και πραγματική εξουσία, παρά την ασύμμετρη διαπραγματευτική τους σχέση με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Δεν μπορεί να είναι απλοί κι αμήχανοι αποδέκτες  σχεδίων και προτάσεων στις οποίες  εκφράζουν την αντίδραση τους. Οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που στην εποχή του ΕΣΠΑ και του Μνημονίου έχουν τη δύναμη και την εξουσία να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία της δράσης για το βάθεμα της δημοκρατίας στο σχολείο και στην κοινωνία. Δεν έχουν να χάσουν, παρά τις αλυσίδες  της επιτήρησής τους.

 *Εισήγηση στο συνέδριο της ΟΛΜΕ, 7-9.4.2011, Αγριά Βόλου

** email: gmavrog@cc.uoi.gr.

ΠΗΓΗ: Ιστοσελίδα  http://pep.uoi.gr/gmavrogΤο είδα: http://www.alfavita.gr/artro.php?id=29030

ΤΟ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΙΙ

ΤΟ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ή πώς το «νέο σχολείο» του ΠΑΣΟΚ ταυτίζεται με το «αποκεντρωμένο» σχολείο της αγοράς – Μέρος ΙΙ

 

Του Γιώργου Κ. Καββαδία* 


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

ΤΟ «ΝΕΟ» ΛΥΚΕΙΟ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα…

Για μια ακόμη φορά μοιράζονται αφειδώς εύκολες υποσχέσεις: καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, καταπολέμηση της παραπαιδείας, γενική παιδεία, εμβάθυνση, κ.ά. Για μία ακόμη φορά το κείμενο είναι διανθισμένο με συνθήματα, ευχές και υποσχέσεις. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.

Σε κάποιο σημείο το κείμενο αναφέρει: Το «Νέο Λύκειο» πρέπει να αποκαταστήσει  όχι μόνο την σωστή και πλήρη  λειτουργία  του. Πρέπει να αποκαταστήσει την ισορροπία στη ζωή των εφήβων. Πρέπει να κάνει «φυσιολογική» τη ζωή τους και τη ζωή των γονιών τους.

Η υφυπουργός παιδείας κα Χριστοφιλοπούλου είπε: «τέρμα στο Λύκειο της αποστήθισης και της παπαγαλίας…».

«Η ακατάσχετη προτασεολογία και «ιδεοθύελλα», που προκαλούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την εκπαίδευση, αποτελούν την μυθολογία που εξωραίζει και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Πρόκειται για καταιγισμό μέτρων τα οποία, αν και ανακοινώνονται αποσπασματικά, διαθέτουν ενιαίο προσανατολισμό.

Το αποτέλεσμα είναι η συζήτηση και η αντιπαράθεση να επικεντρώνονται σε επιμέρους ζητήματα. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Η συγχώνευση των σχολικών μονάδων, το «νέο σχολείο», το «νέο Λύκειο», το «Ψηφιακό σχολείο», το «ψηφιακό φροντιστήριο», το Εξεταστικό σύστημα, κ.α. προβάλλονται ως ξεχωριστά ζητήματα. Το πρόβλημα είναι ότι και αυτά τα ζητήματα αντιμετωπίζονται με αποσπασματικό τρόπο που δεν ευνοεί την πληρέστερη κατανόησή τους. Έτσι, π. χ. οι εξαγγελίες για το «νέο Λύκειο» ανέδειξαν ως ζητήματα προτεραιότητας ποιες ειδικότητες «χάνουν» και ποιες «κερδίζουν». (6)

Καταιγισμός μέτρων, πραγματική «ιδεοθύελλα» για το «νέο λύκειο», χωρίς πρόταση για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, κυρίως, για το αναλυτικό πρόγραμμα του «νέου λυκείου» και το εκπαιδευτικό υλικό, τα μέσα και τις μεθόδους που θα χρησιμοποιηθούν. Υποβαθμίζουν το θέμα της οργάνωσης του «νέου λυκείου» και της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε θέμα ωρολογίου προγράμματος.  Είναι σαν να λένε σε εκπαιδευτικούς, αλλά και μαθητές: Μέχρι τώρα δίναμε «έτοιμα μαθήματα». Τώρα, συνιστούμε «φτιάξτε τα μόνοι σας». Αυτό σημαίνει, μάλλον, η «αγορά» σάς περιμένει…  

 

ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ «ΝΕΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ»

 

«Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, πάντως, γίνεται σε μια περίοδο που από τη μια παρατηρούνται υψηλοί δείκτες διαρροής, εγκατάλειψης και υπο-επίδοσης κι από την άλλη δραματική υποτίμηση των σπουδών και απαξίωσή των τίτλων σπουδών (ανεργία, υποαπασχόληση, ετεροαπασχόληση). Οι πολιτικές, πλέον, ασκούνται στο όνομα  του Μνημονίου και η εκπαίδευση σιγά-σιγά μετατρέπεται σε «αγορά» εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Το «ψηφιακό σχολείο» είναι πολιορκητικός κριός. Το Λύκειο που θα προκύψει από τις συγχωνεύσεις, με την αναλογία διδασκόντων-διδασκομένων 1:30, είναι το λύκειο της «αγοράς». Σε ένα τέτοιο Λύκειο θα επιτείνεται ο ανταγωνισμός για τις εισαγωγικές». (7)

Το νέο Λύκειο, μας είπε η κ. Διαμαντοπούλου, «πρέπει να αποκαταστήσει την ισορροπία στη ζωή των εφήβων». Και παρά την ψευδεπίγραφη μείωση μαθημάτων  βάζει τους μαθητές πιο νωρίς, από την Α’ λυκείου και για περισσότερα, δηλαδή, για τέσσερα συνολικά χρόνια στην πρέσα των εξετάσεων. Με ύφος σπουδαίων αλχημιστών, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας διατυμπανίζει ότι στο νέο Λύκειο που σχεδίασαν, μειώνεται δραστικά ο αριθμός των μαθημάτων. Στην Α’ Τάξη π.χ. τα μαθήματα μειώνονται από 16 σε 8, δηλαδή στο μισό. Με τι αλχημείες το πέτυχαν;

Τα Αρχαία, η Γλώσσα και η Λογοτεχνία του σημερινού Λυκείου ονομάζονται Ελληνική Γλώσσα, και θεωρούνται 1 μάθημα.  Ομοίως, η Άλγεβρα και η Γεωμετρία ονομάζονται Μαθηματικά. Επίσης, η Φυσική και η Χημεία και η Βιολογία ονομάζονται Φυσικές Επιστήμες. Με τον τρόπο αυτό, αυτόματα έχουμε μείωση 5 μαθημάτων. Τελικά η…λογική των συγχωνεύσεων πέρασε και στα μαθήματα του Λυκείου..        

Η κατάταξη σε Τμήμα θα γίνεται μετά από αξιολογικές διαδικασίες στο τέλος του πρώτου έτους σπουδών. Η ρύθμιση αυτή, μετά βεβαιότητας, θα φτιάξει φροντιστήρια για πρωτοετείς φοιτητές που πλέον θα διαγκωνίζονται για την εισαγωγή τους στο δημοφιλές τμήμα της Σχολής. 

Για του μαθητές διαμορφώνουν, αν είναι της Θετικής Κατεύθυνσης, ένα απολύτως …ισορροπημένο πρόγραμμα με 9 ώρες την εβδομάδα …εξειδικευμένα  Μαθηματικά …εμβάθυνσης, 7 ώρες … εξειδικευμένη Φυσική… εμβάθυνσης ή 6 ώρες Χημεία. Είναι προφανές ότι η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών θα καταφύγει  ως πρόσφυγες στα φροντισήρια και το μεγαλύτερο τμήμα, κυρίως των μαθητών από τις ασθενέστερες τάξεις και στρώματα θα πειθαναγκαστεί να εξοριστεί από το «νέο λύκειο» που αποκτά πιο αποκρουστικά ταξικό πρόσωπο και από το σημερινό.

Το προφίλ του λυκείου της κ. Διαμαντοπούλου είναι το εξής: φτηνό(με τριαντάρια τμήματα, τους απολύτως απαραίτητους καθηγητές και χωρίς νέα βιβλία), εξειδικευμένο, στεγνό, εξοντωτικό, ελιτίστικο και ταξικό. Εχθρικό για τα παιδιά που η εισαγωγή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα δεν αποτελεί μέγιστη φιλοδοξία τους, αυστηρώς ακατάλληλο για οικογένειες που δεν μπορούν πλέον να θεωρήσουν ανελαστική τη δαπάνη της φροντιστηριακής εκπαίδευσης η οποία επεκτείνεται στα τέσσερα χρόνια.  

 

Και δεύτερος κύκλος εργασιών

 

Ο δεύτερος κύκλος εργασιών για τα φροντιστήρια θα προέλθει από την εισαγωγή του «μαθήματος» της Ερευνητικής Εργασίας  το λεγόμενο project. Η ερευνητική εργασία θα διδάσκεται ως μάθημα από την Α΄Λυκείου. Μάλιστα, θα καταλαμβάνει τρεις ώρες στο πρόγραμμα της Α΄και από δύο στο πρόγραμμα της Β΄και της Γ΄ Λυκείου. Να σημειωθεί ότι για τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, η Ερευνητική Εργασία είναι ένα από τα ελάχιστα υποχρεωτικά μαθήματα κοινής διδασκαλίας.

Τι θα διδάσκονται σ αυτό το μάθημα οι μαθητές; Ποια ειδικότητα εκπαιδευτικών θα το διδάσκει αφού η διδασκαλία του θα είναι κοινή για όλους; Μήπως όποια είναι διαθέσιμη στο πλαίσιο της αναδιάταξης και εξοικονόμησης προσωπικού; Ποιος θα ορίζει τα θέματα και πώς θα καθοδηγούνται οι μαθητές στην εργασία τους; Όλα αυτά είναι … επουσιώδη για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να σταλεί το μήνυμα ότι από του χρόνου οι μαθητές θα έχουν να φτιάχνουν ένα «project» ανά τετράμηνο που θα βαθμολογείται όπως κάθε υποχρεωτικό μάθημα και άρα θα έχει το δικό του κομμάτι συμμετοχής στη διαδικασία εισαγωγής. Δεν χρειάζεται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς ότι μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα στηθεί μια μαύρη αγορά παραγωγής εργασιών στην οποία θα απευθύνονται οι έχοντες για να εξασφαλίσουν βαθμολογικό προβάδισμα. (8)

Η παντελής έλλειψη προηγούμενης σχετικής εμπειρίας εγκυμονεί κινδύνους:

α) Οι φορτωμένοι από το άγχος των πανελλαδικών θα απευθυνθούν αυτομάτως στα φροντιστήρια. Η ένταξη της εργασίας ως υποχρεωτικού μαθήματος δημιουργεί την απαίτηση ενός καλού βαθμού, ενώ η πιθανότητα αυτός ο βαθμός να ενταχθεί στη διαδικασία αξιολόγησης για εισαγωγή στα ΑΕΙ θα οδηγήσει σε νέο… κλάδο παραπαιδείας, που θα παράγει projects. Πρώτοι πελάτες, οι μαθητές της Α' Λυκείου από Σεπτέμβριο…

β) Η πιθανότητα διασύνδεσης του project με το εξεταστικό θέτει ζήτημα διαβλητότητας, καθώς όλη η διαχείρισή του θα γίνεται εκτός σχολείου. Πώς θα διασφαλιστεί ένα αξιοκρατικό πλαίσιο υπό την απουσία έστω και στοιχειωδών ελεγκτικών μηχανισμών; «Τι βαρύτητα θα έχει ως προς την εισαγωγή; Δεν μπορεί να δημιουργεί τέτοια σύγχυση ως προς το βαθμό ένταξης σε μια εξεταστική διαδικασία την οποία κρατάει κρυφή», τονίζουν οι εκπαιδευτικοί.

 Είναι βέβαιο ότι το νέο σύστημα, με το οποίο θα δώσουν εξετάσεις οι μαθητές που του χρόνου θα φοιτήσουν στην Α' Λυκείου, θα προκαλέσει έκρηξη των ιδιωτικών δαπανών και επέκταση της φροντιστηριακής εκπαίδευσης και στα πανεπιστήμια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων έσπευσαν να δηλώσουν, πριν ακόμη τελειώσει η συνέντευξη Τύπου, ότι το σύστημα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση ενώ οι φροντιστηριούχοι πανηγυρίζουν και ανασκουμπώνονται για να “ανακάμψουν” από την κρίση.

Να το ξεκαθαρίσουμε κι ας μην υπάρχει καμιά αυταπάτη: Αυτό που θα αντιμετωπίσουν πρώτα οι μαθητές τον Σεπτέμβριο θα είναι ένα φθηνό Λύκειο, με περισσότερους μαθητές στην τάξη, χωρίς Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη (ΠΔΣ), με εκπαιδευτικούς πιεσμένους από τη μείωση των μισθών και την δραματική αλλαγή των εργασιακών τους σχέσεων, χωρίς νέα βιβλία, με εξαιρετικά περιορισμένες λειτουργικές δαπάνες, και με ένα ωρολόγιο πρόγραμμα υποταγμένο πλήρως στο νέο σύστημα εισαγωγής που ψώνισε το Υπουργείο Παιδείας από τα καλάθια προσφορών των χρησιμοποιημένων και αποτυχημένων συστημάτων πρόσβασης (9α).

Το «νέο Λύκειο» είναι μια παραλλαγή του παλιού Κλασικού – Πρακτικού με στοιχεία δεσμών και του Εθνικού Απολυτηρίου που είχε εξαγγελθεί την περίοδο 2005/6. Ουσιαστικά έχουμε μια αναδιάταξη του ωρολογίου προγράμματος η οποία εξυπηρετεί το νέο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Όποιος έχει μάτια να δει και την τιμιότητα να πιστέψει στα μάτια του, μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι το «νέο Λύκειο» λιπαίνει το έδαφος για ένταση των ταξικών φραγμών, για διαφοροποίηση των προγραμμάτων σπουδών, για αποσπασματικότητα των γνώσεων που οδηγεί στην απομόρφωση. (9β)

 

Απαξιώνουν τη γενική παιδεία

 

Αν μέχρι σήμερα τον αποκλειστικό στόχο της προετοιμασίας των μαθητών για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση  τον είχε η Γ’ λυκείου, τώρα θα είναι στόχος όλων των τάξεων του λυκείου. Το «νέο λύκειο» γίνεται πιο εξεταστικοκεντρικό και ανταγωνιστικό και γι αυτό πιο ταξικό.  Οι μαθητές θα εντάσσονται από τη Β' Λυκείου σε κατεύθυνση, θα κυνηγάνε από την Α' Λυκείου υψηλές επιδόσεις (γιατί θα μετράει η επίδοσή του στο Λύκειο στην πρόσβαση), θα κυνηγάνε εργασίες και μαθήματα με κριτήριο όχι το τι μαθαίνουν σ' αυτά τα τρία χρόνια, αλλά το σε ποια σχολή θέλει να βρεθούν μετά από τρία χρόνια…

Παράλληλα, ένα σχολείο που έχει σκοπό την προετοιμασία για την πρόσβαση γρήγορα θα απαξιωθεί ως… σχολείο. Ο μαθητής θα αντιμετωπίζει το «νέο Λύκειο»  ως ένα αναγκαίο κακό για να βρεθεί αύριο σε μια σχολή κι όχι ως ένα χώρο που μορφώνεται. Ο χαρακτήρας του Λυκείου, ως προθάλαμο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οδηγεί στη συνολική υποβάθμιση του μορφωτικού ρόλου του. (10)

Αυτό που κυρίως αμφισβητείται και υπονομεύεται με τις νέες εξαγγελίες είναι η γενική μόρφωση, με την έννοια ενός επαρκούς και συνεκτικού σώματος γνώσεων που θα παρέχει στο σύγχρονο πολίτη τη δυνατότητα να κατανοεί την πολυπλοκότητα των προβλημάτων του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος και να αντιμετωπίζει με θετικό τρόπο τις προκλήσεις του σήμερα θεμελιώνοντας την ανακαινιστική δράση του σε υγιείς κοινωνικές αξίες. Το Ενιαίο Λύκειο θεωρίας και πράξης, που ως δομικό πλαίσιο θα μπορούσε να υπηρετήσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο στόχο, δεν συζητείται καν από τους αρμόδιους παράγοντες. Το Υπουργείο παιδείας δεν εξετάζει καν με ενιαίο τρόπο το Γενικό με το Επαγγελματικό Λύκειο υποβαθμίζοντας και με αυτό τον τρόπο για ακόμα μια φορά τη σημασία της ΤΕΕ ως δευτερεύουσας. (11)

Το “όχι και τόσο νέο λύκειο”, που σχεδιάζουν, γερασμένο ήδη από τη γέννησή του, στοχεύει στην ήδη ληγμένη εκμάθηση ανάλογων  δεξιοτήτων και ικανοτήτων που υποτίθεται πως επιβάλλει η ανύπαρκτη πλέον αγορά εργασίας, ενώ αποκλείει το προσανατολισμό στη στέρεη γενική μόρφωση που δημιουργεί ολοκληρωμένες προσωπικότητες.

 Η γενική παιδεία ξορκίζεται ως σπατάλη χρόνου, άχρηστη γνώση. Όλο το βάρος πέφτει στα μαθήματα ειδίκευσης. Από αυτά θα κρίνεται η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα επιλογής παραμένουν χωρίς συνεκτική λογική και χωρίς συνάφεια με την ειδίκευση. Στην εποχή της ευαλσσφάλειας αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες» και όχι η ουσιαστική μόρφωση, ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Από κοντά και η «μάθηση της μάθησης», η τεχνική αναβάθμισης πληροφοριών. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του. (12) 

 

Τι να κάνουμε

 

Είναι επιτακτική ανάγκη η αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων που συμβάλλουν στην κατοχύρωση και διεύρυνση των εργασιακών και πνευματικών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, έτσι που να μπορούν να επεμβαίνουν και να συμμετέχουν –ατομικά και συλλογικά- στη λειτουργία του σχολείου ως ενεργά υποκείμενα. Γενικότερα μπορούν και πρέπει να επεμβαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, να έχουν άποψη για το περιεχόμενο των γνώσεων και των μεθόδων διδασκαλίας (τι και πώς θα διδαχθεί), αμφισβητώντας το ρόλο του πειθήνιου αλλοτριωμένου δημόσιου υπαλλήλου που λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας και διαμεσολαβητής της κοινωνικής επιλογής των μαθητών.

Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίος ο σαφής προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων που επανειλημμένα έχουν διατυπωθεί, έτσι ώστε να ξεπεραστεί η άθλια κατάσταση του σημερινού σχολείου.. Όλα τα παιδιά μέχρι τα 18 πρέπει να μορφώνονται και να μη δουλεύουν. Είναι αναγκαία η πρόσβαση σε ένα ενιαίο 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο.

 

Σημειώσεις – Βιβλιογραφία

 

6. Γιώργος Μαυρογιώργος, Μήπως το Power Point … είναι της ραθυμίας; http://www.alfavita.gr/artro.php?id=28170

7. Γιώργος Μαυρογιώργος, Το Λύκειο δεν είναι Ωρολόγιο Πρόγραμμα: προσθαφαίρεση ωρών και μαθημάτων! Η Αυγή, Κυρ.03/04/2011.

8.Π. Στεφανάκου, Έχουμε πολλά λύκεια… Η ΑΥΓΗ, Κ. 3 – 4- 2011

9α. Εκπαιδευτικός Όμιλος/αντιτετράδια της εκπαίδευσης, Το "νέο Λύκειο" δεν είναι ούτε νέο ούτε Λύκειο, Παρασκευή 1 – 4- 2011.

9β. Εκπαιδευτικός Όμιλος/αντιτετράδια της εκπαίδευσης, Το "νέο Λύκειο" δεν είναι ούτε νέο ούτε Λύκειο, Παρασκευή 1 – 4- 2011.

10.Γιάννα Στρεβίνα, «Νέο» ανταγωνιστικό και διαφοροποιημένο Λύκειο, Ριζοσπάστης, Κυριακή 3 – 4 – 2011.    
11. Δ.Σ. ΟΛΜΕ Ανακοίνωση, Παρασκευή 1 – 4 2011.

12. Γ. Ιωαννίδου, Γ. Κρεασίδης, Ντ. Ρέπα, Αιμ. Τσαγκαράτου, φτηνό σχολείο φέρνουν οι συγχωνεύσεις, ΠΡΙΝ Κ. 3 – 4 – 2011

 

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι Φιλόλογος – επιστημονικός συνεργάτης ημερήσιου – περιοδικού τύπου,  http://gkavadias.blogspot.com

 

ΠΗΓΗ: 14-4-2011,  http://www.alfavita.gr/artro.php?id=29538

ΤΟ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ I

ΤΟ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ή πώς το «νέο σχολείο» του ΠΑΣΟΚ ταυτίζεται με το «αποκεντρωμένο» σχολείο της αγοράς – Μέρος Ι

 

Του Γιώργου Κ. Καββαδία* 

 

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Από τη δεκαετία του 1990 η κυρίαρχη πολιτική στην εκπαίδευση επιδιώκει την ευθυγράμμισή της στα νέα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος η διαμόρφωση του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς, που οικοδομείται πάνω στα ερείπια του σημερινού δημόσιου σχολείου.

Στη χώρα μας οι αντιστάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην αποτροπή της εφαρμογής της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης» που αποτελούν βασικούς πυλώνες για την οικοδόμηση του σχολείου της αγοράς και αποτελούσαν βασικές προτεραιότητες της εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.

Οι κυρίαρχες δυνάμεις προβάλλουν ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο η επιχείρηση διατάζει και η εκπαίδευση πρέπει να συμμορφώνεται. Γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να «μεταρρυθμίζεται» έτσι που να συμμορφώνεται με τους κανόνες της αγοράς. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται όλο και πιο ορατή η ενεργός συμμετοχή και παρέμβαση των επιχειρήσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία που επιχειρούν να  προσδεθεί στο άρμα τους. (1)    

 

ΣΤΗΝ ΠΡΕΣΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

 

 Την περίοδο αυτή η ελληνική δημόσια εκπαίδευση δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα. Το τωρινό πλήγμα δεν είναι άλλο από τις συγχωνεύσεις σχολείων σε συνδυασμό με μια καταιγίδα άλλων αντιεκπαιδευτικών μέτρων (κλείσιμο Ο.Ε.Δ.Β., προσπάθεια κατάργησης του έντυπου σχολικού βιβλίου, υπερβολικά μειωμένη χρηματοδότηση) επίσης με την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εκπαιδευτικών και την προσπάθεια κρατικής χειραγώγησης του έργου τους (μέντορες, αυτοαξιολόγηση) Η επίθεση, όπως και στην υπόλοιπη κοινωνία, είναι στρατηγικού χαρακτήρα και στοχεύει στην αλλαγή των αρχών λειτουργίας της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά.

Τα όποια υπολείμματα κοινωνικών κατακτήσεων υπάρχουν σήμερα στην εκπαίδευση εξέφραζαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα μιας άλλης εποχής και έναν διαφορετικό συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων από τον σημερινό. Η στρατηγική ήττα του λαϊκού κινήματος τη δεκαετία του ’90 και του 2000 έγινε το εφαλτήριο για να συντριβούν εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα. Οι συγχωνεύσεις σχολείων επιδιώκουν να συρρικνωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα προκειμένου  να πάψει η χρηματοδότησή του , έστω και με τα ισχνά ποσοστά (κάτω από 2,75% του ΑΕΠ) των τελευταίων χρόνων, ν’ αποτελεί πρόβλημα για τον κρατικό προϋπολογισμό. Όταν υπάρχει η ανάγκη χρηματοδότησης κοινωνικών αναγκών η  νεοφιλελεύθερη μυθολογία κάνει λόγο για σπάταλο κράτος που πρέπει να σταματήσει να υπάρχει. Ως σπατάλη κατανοούνται σήμερα και οι ελάχιστες δαπάνες για την εκπαίδευση. (2) Με βάση τη λογική αυτή σταμάτησαν φέτος την ενισχυτική διδασκαλία, έκοψαν τις αποσπάσεις από τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας και τα σχολεία του εξωτερικού. Οι σημερινές εξελίξεις εμπνεύστηκαν από το αγγλοσαξωνικό μοντέλο συντηρητικής αναδιάρθρωσης: τη Λισαβόνα, τη Μπολόνια και τον ΟΟΣΑ. (3)

Το αποτέλεσμα θα είναι ένα σχολείο που από άποψη υλικοτεχνικών υποδομών θα θυμίζει τη δεκαετία του  ’60. Ένα εντελώς υποτυπώδες σχολικό δίκτυο για την επαρχία, το οποίο θα έχει ως άμεση και σοβαρή συνέπεια την αύξηση της σχολικής διαρροής και από την άλλη δημιουργία σχολείων – μαμούθ που θα λειτουργούν ως αποθήκες ψυχών για μαθητές και εκπαιδευτικούς.

 Οι συγχωνεύσεις έρχονται να δημιουργήσουν το φθηνό σχολείο και να υποβαθμίσουν την εκπαιδευτική διαδικασία στις πιο κρίσιμες και ευαίσθητες πλευρές της. Από τα 1933 συγχωνευμένα σχολεία τα 1523 αφορούν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα 410 τη δευτεροβάθμια. Μειώνονται κατά 2000, ίσως και περισσότερο, οι οργανικές θέσεις στην εκπαίδευση. Όλα αυτά έχουν σοβαρές παιδαγωγικές και κοινωνικές επιπτώσεις: 

1. Δημιουργούνται πολυπληθή σχολεία από άποψη μαθητικού δυναμικού με λιγότερο εκπαιδευτικό προσωπικό. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός απρόσωπου παιδαγωγικού περιβάλλοντος με μειωμένη ή εντελώς αδύνατη την ουσιαστική επικοινωνία ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή και ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον γονιό.

2. Τη χειροτέρευση της πρόσβασης στο σχολείο και για το μαθητή της επαρχίας και για το μαθητή των μεγάλων  αστικών κέντρων. Οι μετακινήσεις  θα παρουσιάσουν στην πορεία και άλλα προβλήματα καθώς  ανατίθενται στους Καλλικρατικούς Δήμους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι υπερχρεωμένοι και ξεκινούν τη νέα  πορεία τους με σημαντική μείωση των δαπανών τους. Η δυσκολία της πρόσβασης στο σχολείο έχει αναγνωριστεί από την κοινωνιολογική εκπαιδευτική έρευνα ως αιτία  σχολικής διαρροής.

 

ΤΟ «ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

 

Μπορεί ο πρωθυπουργός Γ. Α. Παπανδρέου από τις αλήστου μνήμης προγραμματικές δηλώσεις που παραδοσιακά μοιάζουν με ξεπερασμένη έκθεση ιδεών να εξήγγειλε «τη συνεχή αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 5%», αλλά είναι ο ίδιος που εδώ και μια 15ετία περίπου είχε χαρακτηρίσει «ξύλινα» τα συνθήματα για αύξηση των κρατικών δαπανών στο 15% του κρατικού προϋπολογισμού.

Στόχος της κυβέρνησης, ιδιαίτερα μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ. και με βάση τα μνημόνια είναι η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση και η μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής φορολογίας και εν τέλει η διείσδυση εταιριών – χορηγών.

Aυτό είναι το φτηνό και ευέλικτο σχολείο της αγοράς. Aυτό είναι το επιχειρηματικό σχολείο των «κουπονιών», έρμαιο της αγοράς, που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Μακροπρόθεσμα τ’ αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δε θα μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής. Ανάλογα προβλήματα θ’ αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών μεταναστών και φτωχών Ελλήνων, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, της μητρόπολης του καπιταλισμού.

Πάνω στα ερείπια του ενιαίου δημόσιου σχολείου οικοδομείται η διαφοροποίηση κάθε σχολείου και ουσιαστικά ο ταξικός διαχωρισμός τους. Με «δούρειο ίππο» την Ευέλικτη Ζώνη για το Δημοτικό Σχολείο και τις Ελεύθερες Ζώνες στο Γυμνάσιο, δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις και τους δήμους να διαμορφώνουν το 1/3 του προγράμματος σε κάθε σχολείο χωριστά. Επιπλέον, η τοποθέτηση οικονομικού διευθυντή-μάνατζερ δείχνει το άνοιγμα του σχολείου σε επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη διαπλοκή του με την «ελεύθερη» αγορά.

Στα πλαίσια της αποκέντρωσης γίνεται λόγος για νέους ρόλους των εκπαιδευτικών και κυρίως αυτών που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία θα τους μετατρέψει σε μάνατζερ – διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι ν’ αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου. Μια τέτοια προοπτική εμπεριέχει τον κίνδυνο καθυπόταξης της διδακτικής πράξης στην επιχειρηματική λογική. Το σχολείο να λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτή την προοπτική.  

 

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ» – ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ. ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

Το Υπουργείο Παιδείας επικαλούμενο, για μια ακόμη φορά, υπαρκτά προβλήματα (που έχει προκαλέσει η δική του πολιτική) όπως τον «συγκεντρωτισμό» και την «αναποτελεσματικότητα» της διοίκησης της δημόσιας εκπαίδευσης, προωθεί την ενίσχυση του ελεγκτικού και «πανοπτικού» ρόλου του υπουργείου, που θα κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχο κάθε σημαντική λειτουργία του μηχανισμού διοίκησης-εποπτείας της εκπαίδευσης. Ουσιαστικά το υπουργείο Παιδείας, χωρίς να αφήνει από τα χέρια του τα «κλειδιά» στη λήψη των κατευθυντήριων αποφάσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής, εκχωρεί αφενός στις περιφερειακές διευθύνσεις και τις Διευθύνσεις Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης την αρμοδιότητα της περαιτέρω εξειδίκευσης και του ελέγχου υλοποίησής τους και αφετέρου στις σχολικές μονάδες την «αυτονομία» να κινηθούν δραστήρια στο πλαίσιο που ήδη έχει οριστεί.

Στο όνομα της «αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων» και της «ενίσχυσης του ρόλου των περιφερειακών δομών διοίκησης της εκπαίδευσης», επιδιώκει να μεταφέρει συγκεκριμένες αρμοδιότητες – χωρίς όμως τους αντίστοιχους πόρους- από την κεντρική εξουσία σε μια ελεγχόμενη από τα πάνω, αυστηρά ιεραρχική, διοικητική πυραμίδα (περιφερειακούς διευθυντές, διευθυντές εκπαίδευσης και σχολικών μονάδων).

Προβάλλει την ανάγκη αυτονόμησης της σχολικής μονάδας. Η αυτονόμηση αυτή αφορά τη δυνατότητα της περιφερειακής διοίκησης αλλά και της σχολικής μονάδας να χειριστούν «τον προϋπολογισμό και τη διαχείριση των πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες με βάση τον προγραμματισμό της Σχολικής Μονάδας, όπως προκύπτει από τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης»

Αυξάνει τις αρμοδιότητες και την εξουσία του διευθυντή, ενώ την ίδια στιγμή αποψιλώνει τις αρμοδιότητες του Συλλόγου Διδασκόντων και των λοιπών συλλογικών οργάνων. Στόχος είναι η θεσμική μετεξέλιξη του διευθυντή από τον παλιό γραφειοκράτη διευθυντή σε έναν «δυναμικό άρχοντα-manager», ο οποίος θα αναζητά πόρους και θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, καινοτόμων δράσεων και διασύνδεσης «του σχολείου του» με την τοπική αγορά. Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θʼ ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών). Στο πλαίσιο αυτά ο διευθυντής της σχολικής μονάδας αναλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα «τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», γεγονός που ενισχύει όλους τους μηχανισμούς αξιολόγησης («κοινωνικής λογοδοσίας») και τους συνδέει αφενός με τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και αφετέρου με την ίδια την χρηματοδότηση των σχολείων. (4)

Εν πρώτοις αυτό  έχει ως αποτέλεσμα για τους εκπαιδευτικούς τη συμπίεση του μισθού τους και της όποιας παιδαγωγικής ελευθερίας, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις αποδοχών λόγω του Μνημονίου, με αποκορύφωμα το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που εξαρτά αποδοχές και μισθολογική εξέλιξη από την «αξιολόγηση – χειραγώγηση», δηλαδή την παθητική συμμόρφωση και υποταγή.

Σε ένα απόσπασμα της «πρότασης για το Νέο Λύκειο», αναφέρεται: «Τα αποτελέσματα του Λυκείου μπορούν να αξιολογηθούν αναφορικά με δυο διαστάσεις: α) τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών και β) την απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας».  (5)

Με άλλα λόγια ενοχοποιούνται οι εκπαιδευτικοί τόσο για τις επιδόσεις των μαθητών τους, όσο και για το ότι δεν βρίσκουν δουλειά! Σύμφωνα με Δελτίο Τύπου του υπουργείου, η αξιολόγηση θα αφορά σχολεία και εκπαιδευτικούς και θα είναι και εξωτερική. Στόχος της είναι η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων και η εξάλειψη της όποιας παιδαγωγικής αυτονομίας, η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και της μονιμότητας, αλλά και η κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων.

 

Σημειώσεις – Βιβλιογραφία

1. Γιώργος Κ. Καββαδίας, «Ο δούρειος ίππος της αποκέντρωσης και η άλωση της δημόσιας εκπαίδευσης από το ιδιωτικό κεφάλαιο», Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης τ.37, 1995/96

2. Χρ. Ρέππας, Συγχωνεύσεις Σχολείων: Η εκπαίδευση κάτω από την εξουσία του μνημονίου, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=26825

3. Γ. Ιωαννίδου, Γ. Κρεασίδης, Ντ. Ρέπα, Αιμ. Τσαγκαράτου, φτηνό σχολείο φέρνουν οι συγχωνεύσεις, ΠΡΙΝ Κ. 3 – 4 – 2011

4.Χρ. Κάτσικας, Αναδιάρθρωση της Διοίκησης της Εκπαίδευσης, Ασφυκτικός έλεγχος και ιδιωτικοποίηση, ΛΑΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, Σάββατο 16 – 4 – 2011).

5. Καταιγιστικό ξεδίπλωμα αντιδραστικών αλλαγών στην εκπαίδευση. Ορθώνονται ταξικοί φραγμοί, βυθίζονται δικαιώματα και ελευθερίες, Προλεταριακή σημαία, Σάββατο 9 – 4 – 2011

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι Φιλόλογος – επιστημονικός συνεργάτης ημερήσιου – περιοδικού τύπου,  http://gkavadias.blogspot.com

 

ΠΗΓΗ: 14-4-2011,  http://www.alfavita.gr/artro.php?id=29538

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ