Αρχείο κατηγορίας Σχολείο και Πανεπιστήμιο των ΕΕ- ΔΝΤ- Καλλικράτη

Που έρχονται από τη … Λισαβώνα και φτάνουν στην Αθήνα των τοκογλύφων,χορηγών και πατρώνων τους

Σχολικά βιβλία: Ποιος τα χρειάζεται;

Σχολικά βιβλία: Ποιος τα χρειάζεται;

 

Της Ρίκας Βαγιάνη*


 

Φυσικά και δεν χρειαζόμαστε τα σχολικά βιβλία. Eίναι περιττά και απαρχαιωμένα. Σε μια υπέρβαση ευγένειας, οι αρμόδιοι για τη διανομή τους, προσφέρουν στους μαθητές ακόμα και το εντελώς ξεπερασμένο DVD που θα περιέχει συμπυκνωμένη τη διδακτέα ύλη του σχολικού έτους. Αν και τα ζωντόβολα δεν αξίζουν τέτοια χάρη – άσε που κανονικά, δεν έπρεπε να δώσουν φράγκο, ούτε για dvd, κι αυτά αρχαία είναι.

Οι αρμόδιοι θα έπρεπε απλώς να τρέξουν ένα link στην ιστοσελίδα του Υπουργείου, κι ας τραβηχτούν γονείς και παιδιά να «κατεβάσουν» από το Δίκτυο τα μαθήματά τους. Να ξεστραβωθούν, τα βλαμμένα, όλο απαιτήσεις και καταλήψεις και φασαρίες είναι, μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα, εδώ ο κόσμος χάνεται, τα σχολικά βιβλία μας μάραναν.

Φυσικά και δεν χρειαζόμαστε τα βιβλία – γενικότερα. Ποιος τα έχει ανάγκη; Δεν πάει πολύς καιρός που ήρθαν επισκέψεις στο σπίτι στην Αθήνα. Η κυρία του κυρίου είδε τις βιβλιοθήκες τίγκα στο σπίτι και καταστενοχωρήθηκε. «Κάτι πρέπει να κάνεις μ’ αυτά, μαζεύουν τόση σκόνη, ειδικά στο παιδικό δωμάτιο τόσα είναι εστία μικροβίων, το άσθμα αυτή την εποχή θερίζει». «Μα… καθαρίζουμε!» απολογήθηκα έντρομη. Έλεγα λίγο αλήθεια, λίγο ψέματα. Πρώτον γιατί δεν είμαι και τόσο σχολαστική στο ξεσκόνισμα και δεύτερον, έχω τη βαθειά, παράλογη πεποίθηση, ότι η σκόνη που κάθεται, ας πούμε, στις σελίδες της «Ελληνικής Ποίησης-Πλήρως ανθολογημένης», αποκλείεται να είναι  βρώμικη – είναι σίγουρα μια σοφή σκόνη, που ξέρει διθυράμβους, επιτύμβια, παραλογές, σουρεαλισμό και Σεφέρη – τι αρρώστια μπορεί να μεταδώσει;

Φυσικά και δεν χρειάζομαι τα βιβλία. Οι είκοσι ασήκωτες κούτες που κουβάλησα στην Αυστραλία – θα χωρούσαν όλες σε  ένα κομψότατο e-book. «Είσαι τρελή», γκρίνιαζε ο σύζυγος, ενώ κρυφά, παράχωνε στο κοντέινερ τα δικά του – άλλες πέντε κούτες στη ζούλα.

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δεν μπορώ να φανταστώ τα Άπαντα του Διονύσιου Σολωμού σε e-book. Δεν έχω διαβάσει καν τα Άπαντα του Διονυσίου Σολωμού, σόρρυ – μου πέφτουν λίγο βαριά. Τα έχω σε μια παλιά έκδοση, του 1948, άκοπη ακόμα, με τις σελίδες ενωμένες ανά τέσσερις. Όταν σφίγγουν οι μοναξιές εδώ, κάθομαι και τα κοιτάζω. Δεν τα διαβάζω, τα κοιτάζω. Και σας ορκίζομαι, πάντα νιώθω καλύτερα. Τι μπορεί να πάει λάθος; Έχω τα άπαντα του Σολωμού, μάγκες, στο σπίτι μου, εγώ, η κυρά-Τίποτα, γωνία Γιάλταρα και Περίνα, στην άκρη του κόσμου, στην πίσω αυλή του πουθενά. Αν ποτέ πραγματικά ζοριστώ, θα πάρω το χαρτοκόπτη και αντί να κόψω τις φλέβες μου, θα κόψω τις σελίδες τους. Eκδόθηκαν το 1948, σε επιμέλεια Λίνου Πολίτη. Μεταξύ άλλων περιέχουν σωζόμενο το συνδικαλιστικό λόγο που εκφώνησε ο κόντες, φοιτητής τότε, στην Ιταλία:

«Νέοι συμμαθητάδες! Μάθετε την επιστήμη και την αρετή δίχως να υπερηφανεύεσθε – και δεν θα υπερηφανευθείτε, αν αληθινά μάθετε την επιστήμη και την αρετή. Αλλά μη παραχαμηλώσετε ποτέ την κεφαλή, διότι θα βρεθούν πολλά άτιμα και αχρεία χέρια έτοιμα να σας την πλακώσουν».

Όχι, δεν χρειαζόμαστε τα βιβλία. Ούτε στο σχολείο ούτε  σπίτι, στο Πανεπιστήμιο, ούτε πουθενά. Πιάνουν χώρο, ξοδεύουν δέντρα, είναι ακριβά, πληρώνεις ένα σκασμό λεφτά στις μετακομίσεις, και τη σκόνη, πού την πας τη σκόνη; Θερίζει το άσθμα αυτή την εποχή.

Εδώ δίπλα, στο νηπιαγωγείο που στέλνω το μικρό, δεν έχουν τα συστήματα τα δικά μας, τα μοντέρνα. Έχουν μια ανεξήγητη  μανία με τα βιβλία – οπισθοδρομικοί τύποι. Έχουν βιβλιοθήκες, και κάθε μέρα παραχώνουν στην τσάντα του πεντάχρονου ένα λιλιπούτειο βιβλιαράκι – μας παίρνει τρία λεπτά να το ξεκοκαλίσουμε, είναι πλακατζίδικο και χαριτωμένο. Την περασμένη εβδομάδα είχαν «Εβδομάδα Βιβλίου» σε όλη την Ήπειρο, μιλάμε μας γκώσανε στο διάβασμα. Κάτι βλακείες του τύπου «είναι καθήκον μας να προσφέρουμε στα παιδιά την ισορροπία ανάμεσα στην ηλεκτρονική πληροφορία και τη γοητεία της τυπωμένης σελίδας». Ααααχ, χασμουρήθηκα ήδη, τι λένε;

Αρχαιολογίες, άχρηστα πράγματα. Το σχολείο είναι φίσκα στα κομπιούτερ, όπως και όλα τα σπίτια στη γειτονιά. Γιατί δεν μας δίνουν ένα λινκάκι, να «κατεβάζουμε» την ύλη, να είμαστε  ωραίοι, και να μην έχουμε τα σούρτα-φέρτα με τις παλιατζούρες; Όχι, δεν χρειαζόμαστε τα βιβλία. Όπως δεν χρειαζόμαστε πολλά άλλα πράγματα, επίσης ακριβά, άχρηστα και απαρχαιωμένα.

Γιατί να μπεις στον κόπο να στύψεις μια πορτοκαλάδα όταν μπορείς να κατεβάσεις μια πολυβιταμίνη; Γιατί να χαλάσεις βενζίνη και χρόνο να πας σε μια θεατρική παράσταση ή σε μια συναυλία, όταν μπορείς να κατεβάσεις ένα σωρό υπερθεάματα στον καναπέ του σαλονιού; Γιατί να ερωτευτείς, αφού μπορείς, απλώς, να αναπαραχθείς;  Γιατί να μπεις καν στον κόπο να πάρεις την επόμενή σου ανάσα, αφού κάποτε θα τα τινάξεις;

 
ΥΓ. Κλείνοντας αυτό το – πολύ θυμωμένο – σημερινό κείμενο, θέλω να σας πω τι περιμένω, σαν πολίτης της Ελλάδας, σαν γονιός και σαν ανθρώπινο πλάσμα. Περιμένω μια πολύ μεγάλη «συγγνώμη» από τους αρμόδιους που δεν είναι σε θέση να παραδώσουν βιβλία στους μαθητές. Περιμένω να βροντοφωνάξουν ότι το βιβλίο – σχολικό ή όχι – είναι ένα αναντικατάστατο εργαλείο γνώσης. Ότι η λύση της ηλεκτρονικής του διανομής είναι λυπηρή και προσωρινή, είναι συνέπεια της δεινής  οικονομικής μας  κατάστασης. Και ότι θα αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατόν, κατά απόλυτη προτεραιότητα, και με κάθε κόστος, η διανομή των μαθητικών εγχειριδίων, στο τελευταίο χωριό της χώρας. Οτιδήποτε άλλο θα είναι τρελό φάουλ. Ή, για να δανειστώ τα λόγια του κόντε Διονύσιου στους «συμμαθητάδες» του, θα  νιώσω ότι πραγματικά «παραχαμηλώνουμε την κεφαλή».

Σε χέρια άτιμα και αχρεία, έτοιμα να μας την πλακώσουν… Και ένα βίντεο.. .από το μέλλον. 

 

* Βιογραφικό


ΠΗΓΗ: 04/09/2011, http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=8617

Το σαμποτάζ των βιβλίων

Το σαμποτάζ των βιβλίων


Της Πίκιας Στεφανάκου

 

Πώς φτάσαμε στην ντε φάκτο κατάργηση της δωρεάν διανομής στους μαθητές των σχολικών βιβλίων. Με φωτοτυπίες που θα πληρώσουν από την τσέπη τους οι γονείς θα τη βγάλουν οι μαθητές όλων των τάξεων

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, μας είπε η κ. Διαμαντοπούλου στη Βουλή, φταίει που τα παιδιά αντί για βιβλία θα πάρουν στα χέρια τους φωτοτυπίες με δικά τους έξοδα και DVD για να το βλέπουν στον υπολογιστή (που μπορεί να μην έχουν) και να κάνουν τα μαθήματά τους!

Είναι αυτό που μπορεί να κάνει η αρμόδια υπουργός Παιδείας, γυρνώντας την Ελλάδα στο 1946! Στις 17 Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς, η εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ" έγραφε: "Τα βιβλιοπωλεία και τα παλαιοπωλεία μεταχειρισμένων βιβλίων έχουν κατακλυστεί αυτές τις μέρες από μεγάλη και πολύβουη πελατεία. Γονείς και μαθητές πάνε και έρχονται με μια σημείωση στο χέρι, ρωτούν με αγωνιώδη ανυπομονησία αν υπάρχουν βιβλία και πληροφορούνται με απογοήτευση ότι η Ιστορία ή τα Νεοελληνικά αναγνώσματα δεν εξετυπώθησαν".

Το ρεπορτάζ ανέγνωσε στη Βουλή ο πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας, ο οποίος, με επίκαιρη ερώτησή του στη Βουλή, ζήτησε από την Α. Διαμαντοπούλου εξηγήσεις τόσο για την έλλειψη των βιβλίων όσο και για τις υπόλοιπες αθλιότητες που διαπράττονται σε βάρος του δημόσιου σχολείου.

Ποιος διαβάζει από DVD;

Τα DVD για τα οποία μίλησε η Α. Διαμαντοπούλου ουδόλως αλλάζουν την ουσία του ρεπορτάζ που έγινε το '46. Για τους εξής λόγους: Μελέτη από DVD δεν γίνεται. Αλλά ακόμη και αν γινόταν, πώς είναι δυνατόν η υπουργός Παιδείας να προτείνει ένα τόσο ανθυγιεινό μέτρο, όταν όλοι οι ειδικοί φωνάζουν στους γονείς να μην αφήνουν τα παιδιά τους πολλές ώρες μπροστά σε μια οθόνη γιατί κάτι τέτοιο βλάπτει σοβαρά την υγεία. (Μη! Θα χαλάσετε τα μάτια σας!). Όμως, ακόμη και αν τίποτα από τα παραπάνω δεν ίσχυε, το DVD θα ήταν παντελώς άχρηστο για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των μαθητών που δεν έχουν υπολογιστή. Είναι επίσης άχρηστο για όσους μπορεί να έχουν υπολογιστή, αλλά δεν έχουν εκτυπωτή. Γι' αυτό τα DVD, που δεν διευκρινίζεται ποιος και πότε θα τα βγάλει, με ποιο μηχανισμό θα διανεμηθούν και αν θα είναι δωρεάν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μέτρο εντυπωσιασμού.

Άλλωστε, αν η υπουργός Παιδείας, είχε την παραμικρή προσδοκία για την προσφορά τους, δεν θα ευχόταν στους μαθητές καλά ξεμπερδέματα μέχρι να φτάσουν τα βιβλία.

Ουρές στα φωτοτυπάδικα

Οπότε τι μας μένει; Ή τα βιβλιοπωλεία για αγορά μέχρι να εξαντληθεί το στοκ ή τα φωτοτυπάδικα ή και τα δύο. Ποιος θα τα πληρώσει αυτά; Εδώ θα παιχτεί το παιχνίδι "εγώ το λέω στο σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του". Η Α. Διαμαντοπούλου ανέθεσε την ευθύνη για την έγκαιρη εκτύπωση, αναπαραγωγή και διανομή του απαραίτητου υλικού στους μαθητές, στη διάρκεια "των λίγων ημερών της καθυστέρησης", στους διευθυντές.

Δεδομένου ότι τα ταμεία των σχολικών επιτροπών είναι άδεια και ότι το υπουργείο Παιδείας δεν δεσμεύεται ότι θα καλύψει τη δαπάνη για τις φωτοτυπίες, ποιος θα πληρώσει τελικά; Μα φυσικά οι γονείς. Άλλωστε, η καθυστέρηση δεν θα είναι λίγες ημέρες, όπως δήλωσε η Α. Διαμαντοπούλου, αλλά πολύμηνη. Αυτή τη στιγμή υπάρχει έτοιμο μόνο το 20% των βιβλίων (όχι απαραιτήτως οι βασικοί τίτλοι), που επαρκούν μόλις για το 50% των σχολείων. Θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο με τρεις μήνες για να ολοκληρωθεί η παράδοση του συνόλου των σχολικών βιβλίων.

Κυβερνητική επιλογή

Το δεδομένο της δωρεάν διανομής βιβλίων από φέτος παύει να ισχύει. Η δαπάνη της αγοράς τους ή της έκδοσης φωτοτυπιών, φορτώνει πλέον την ελληνική οικογένεια. Και αυτό δεν είναι απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά κυβερνητική επιλογή στην κατεύθυνση της καθιέρωσης του σχολείου της εποχής του Μνημονίου.

Από τον προηγούμενο Δεκέμβριο, η Α. Διαμαντοπούλου έστρωνε, με νομοσχέδιο στη Βουλή, το χαλί για την κατάργηση του Οργανισμού Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων και την αντικατάσταση των σχολικών βιβλίων από DVD, CD-ROM και ό,τι άλλο έχει να επιδείξει η σύγχρονη τεχνολογία. Παραμονές του νέου έτους (29/12/2010), η υπουργός Παιδείας περνούσε από το Υπουργικό Συμβούλιο νομοσχέδιο βάσει του οποίου "ο βασικός άξονας του νέου σχολείου είναι ο ψηφιακός".

Προς επίρρωση των παραπάνω, ο ΟΕΔΒ καταργείται στις 31/12/2010 και τις αρμοδιότητές του αναλαμβάνει από 1/1/2011 ο "Διόφαντος", ένα ερευνητικό ινστιτούτο τεχνολογίας υπολογιστών, το οποίο λειτουργεί και θα συνεχίσει να λειτουργεί με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου!

Οι κυριότεροι οικονομικοί πόροι του νέου φορέα, ο οποίος, μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων του, θα αναλάβει "το σχεδιασμό, την οργάνωση και τον συντονισμό της παραγωγής και διανομής σχολικών βιβλίων, τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή", είναι το ΕΣΠΑ (που ως γνωστόν τελειώνει το 2013), καθώς και τα έσοδα από την παροχή υπηρεσιών και τη διάθεση προϊόντων.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση, εδώ και ένα χρόνο, έχει λάβει την απόφαση να τελειώνει με τη δωρεάν διανομή βιβλίων σε όλους τους μαθητές. Στο πλαίσιο αυτό, υπονόμευσε όλη τη δραστηριότητα του Οργανισμού Εκδόσεων, που για τελευταία χρονιά θα έπρεπε να φέρει σε πέρας τη διαδικασία της εκτύπωσης και αποστολής βιβλίων.

Προγραμματισμένο Βατερλώ

Ιδού το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου ενός από τα τελευταία απομεινάρια της δημόσιας εκπαίδευσης:

Με ευθύνη της κυβέρνησης (υπουργείο Οικονομικών) οι πιστώσεις στον ΟΕΔΒ για να επιτελέσει το καθήκον του εγκρίθηκαν τέλος Ιουνίου, ενώ τις προηγούμενες χρονιές δίνονταν μέχρι το τέλος Απριλίου.

Αυτή η καθυστέρηση, μεταξύ άλλων, είχε ως αποτέλεσμα να μην αξιοποιηθούν 5.000 τόνοι χαρτί απόθεμα από την προηγούμενη χρονιά, καθώς δεν ήταν δυνατόν να υπογραφούν οι συμβάσεις με τους αναδόχους οι οποίοι είχαν ανακηρυχθεί από διεθνή διαγωνισμό. Η ποσότητα αυτή αρκούσε για να τυπωθεί το 30%-40% των βιβλίων.

Τον Φεβρουάριο του 2010 ο Οργανισμός υποβάλλει, στο υπουργείο Ανάπτυξης, αίτημα για να προχωρήσει ο ίδιος τις διαδικασίες για την προμήθεια του χαρτιού μέσα, πάντα, από διεθνή διαγωνισμό. Το υπουργείο Ανάπτυξης αρνείται να παραχωρήσει αυτή την αρμοδιότητα στον Οργανισμό και ξεκινάει το ίδιο τις διαδικασίες προμήθειας. Μετά από 7 μήνες, αφού έχει αποτύχει στο προδιαγωνιστικό στάδιο και έχει λάβει τιμές τριπλάσιες από τις συνήθεις, δίνει την άδεια στον ΟΕΔΒ να τρέξει τη διαδικασία. Τρέχουν οι άνθρωποι. Προκηρύσσουν διαγωνισμό και ενώ αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη, ανακοινώνεται τον Δεκέμβριο η απόφαση κατάργησης του ΟΕΔΒ. Πανικός στους εργαζόμενους, το αποτέλεσμα είναι ένα κύμα παραιτήσεων, το οποίο στερεί από τον Οργανισμό το 60% του προσωπικού του. Αυτό δημιουργεί τεχνικά προβλήματα και στον διαγωνισμό, που ολοκληρώνεται μεν, αλλά δεν εγκρίνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το αίτημα για έγκριση υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο τον Μάρτιο. Ο Οργανισμός ενημερώνεται για το "όχι" τον Ιούλιο του 2011. Μόνο με θαύμα, μετά απ' αυτά, έβγαιναν βιβλία. Και το θαύμα δεν έγινε.

 Η Α. Διαμαντοπούλου μόνο τα κλάματα δεν έβαλε στη Βουλή γιατί τα πράγματα έφτασαν εδώ που έφτασαν. Όμως όλα δείχνουν ότι πρόκειται για σαμποτάζ που γίνεται από την κυβέρνηση σε βάρος του δωρεάν σχολικού βιβλίου. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αρμόδια υπουργός δεν μπορεί να ρίχνουν αλλού τις ευθύνες.

Η Α. Διαμαντοπούλου είναι απολύτως υπόλογη.

Όταν ανακοινώθηκε η κατάργηση του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων και η ΑΥΓΗ στις 29/12/2010 έβγαινε με τον τίτλο "πάει και το δωρεάν βιβλίο", η υπουργός Παιδείας έσπευδε να μας διαψεύσει δηλώνοντας ότι "τα σχολικά βιβλία διανέμονταν και θα συνεχίσουν να διανέμονται δωρεάν, όπως και η εκδοτική διαδικασία θα συνεχίσει να γίνεται με ευθύνη του Δημοσίου". Την Παρασκευή, μετά τις αποκαλύψεις στη Βουλή, μας είπε ότι η ίδια έκανε "απελπισμένες προσπάθειες" για να βγει η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά, "παρά τις επίμονες παρεμβάσεις της, η απόφαση καθυστέρησε". Κι έτσι οι "λύσεις" που προγραμμάτιζαν ήρθαν πιο νωρίς…

Το Βατερλώ με τα βιβλία ήταν προγραμματισμένο. Ως μια μεγάλη πρόβα πριν την τελική κατάργησή τους, όπως επιβάλλει το φτηνό σχολείο της εποχής του Μνημονίου. Αν, αυτή τη χρονιά, οι γονείς βάλουν το χέρι στην τσέπη για να βγάλουν τα βιβλία φωτοτυπίες, γιατί να μην το κάνουν και του χρόνου; Η σιδηρά κυρία της Παιδείας ξαφνικά θυμήθηκε ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο άργησε να βγάλει απόφαση. Του χρόνου γιατί να το θυμηθεί νωρίτερα;

 

ΠΗΓΗ: Η ΑΥΓΗ, 4/9/2011, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=636589

Ο βαθύς συντηρητισμός της υπουργού Παιδείας

Ο βαθύς συντηρητισμός της υπουργού Παιδείας

 

Του Γιώργου Ρούση*


 

Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει με ύφος πολλών καρατίων η πανεπιστημιοκτόνος υπουργός Παιδείας υπέρ της εφαρμογής του νόμου για τα ΑΕΙ είναι ότι όποιος υποστηρίζει πως αυτός δεν πρέπει να εφαρμοστεί μετά την ψήφισή του, αμφισβητεί το Κοινοβούλιο και τελικά τη δημοκρατία.

Και πράγματι έτσι είναι. Τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς που δηλώνουμε ότι θα αγωνιστούμε για τη μη εφαρμογή του νόμου αμφισβητούμε εκείνη τη δημοκρατία που υποστηρίζει η πανεπιστημιοκτόνος και το σινάφι της. Και την αμφισβητούμε διότι:

*Δεν θεωρούμε ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί το τέλος της ιστορίας. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν και ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης από αυτήν, ανώτερες μορφές από τη φύσει αντιδημοκρατική κρατική μορφή οργάνωσης, ανώτερες μορφές από την αντίφαση εν τοις όροις που αποτελεί η δημοκρατία, μια και δεν μπορεί να υπάρξει κράτος που να ταυτίζεται με τον δήμο-λαό.

*Θεωρούμε ότι πρέπει να ξεπεραστεί ο διαχωρισμός ανθρώπου, πολίτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους, ένας διαχωρισμός που συγκαλύπτει την κοινωνική ανισότητα των πραγματικών ανθρώπων με την ισότητα της αφηρημένης κατηγορίας του πολίτη, θεωρούμε ότι πρέπει να ξεπεραστεί η πολιτική κοινωνία.

*Υποστηρίζουμε ότι δεν αποτελεί πραγματική δημοκρατία να βγαίνει κάθε τέσσερα χρόνια ο λαός από το καβούκι του για να υποδείξει το αφεντικό του και μετά να ξαναμπαίνει μέσα, όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει ο Ρουσό, και μάλιστα στο μεσοδιάστημα να μην του αναγνωρίζεται ούτε το δικαίωμα να αμφισβητεί τις αποφάσεις αυτού του αφεντικού.

*Υποστηρίζουμε ότι και το πιο δημοκρατικό κράτος δεν είναι ουδέτερο, αλλά ταξικό, και ότι οι αποφάσεις των οργάνων του Κοινοβουλίου συμπεριλαμβανομένου, δεν εξυπηρετούν το «εθνικό», κατά τα άλλα ανύπαρκτο, συμφέρον, αλλά εκείνο της κυρίαρχης αστικής τάξης.

*Υποστηρίζουμε ότι, όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Λένιν, το πιο δημοκρατικοφανές κράτος, όπως για παράδειγμα οι ΗΠΑ, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το πλέον αντιδραστικό.

*Γνωρίζουμε ότι, όπως παλαιότερα είχε δηλώσει και η ίδια η υπουργός όταν εκσυγχρονίζονταν στας Βρυξέλλας, το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων που επιβάλλονται στους λαούς, δεν λαμβάνονται πια από τα «εθνικά» Κοινοβούλια, αλλά από παντελώς ανεξέλεγκτους από αυτούς οργανισμούς.

*Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, και όχι μόνον οι φοιτητικές ή εργατικές συνελεύσεις – τις αποφάσεις των πρώτων – επιλεκτικά αμφισβήτησε ως μειοψηφικές η πανεπιστημιοκτόνος – συχνά δεν εκφράζουν την πλειοψηφία του λαού, και λόγω των μεγάλων ποσοστών αποχής και ακόμη συχνότερα λόγω καλπονοθευτικών εκλογικών συστημάτων, τα οποία, στο όνομα της «αρχής» των ισχυρών κυβερνήσεων, αναιρούν την «αγία» δημοκρατική αρχή του σεβασμού της βούλησης των εκπροσώπων της πλειοψηφίας.

*Γνωρίζουμε επίσης ότι, ακόμη και αν μια απόφαση λαμβάνεται από έναν αριθμό βουλευτών που αριθμητικά εκφράζουν την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, όπως για παράδειγμα η απόφαση υπέρ του μνημονίου, τούτο καθόλου δεν σημαίνει ότι η απόφαση αυτή εκφράζει τη βούληση της λαϊκής πλειοψηφίας.

*Τέλος, υποστηρίζουμε ότι ακόμη και αν μια απόφαση πράγματι εκφράζει αυτήν τη βούληση, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυτή είναι και ορθή, διότι, όπως σοφά και πάλι έλεγε ο Ρουσό, η βούληση της πλειοψηφίας μπορεί να είναι αντίθετη με τη «γενική βούληση», δηλαδή με το δέον, δηλαδή με εκείνο που θα ήθελε η πλειοψηφία, αν ήταν πραγματικά ελεύθερη. Και στον καπιταλισμό όχι μόνον η τεράστια πλειοψηφία του λαού δεν είναι πραγματικά ελεύθερη, αλλά είναι βαθύτατα αποξενωμένη-αλλοτριωμένη-ανελεύθερη. Τρανή απόδειξη αποτελεί η υποστήριξη καθεστώτων όπως εκείνα του Μουσολίνι, ή του Χίτλερ και άλλων, από μεγάλες, αν όχι και πλειοψηφικές, λαϊκές μάζες.

Κι όποιος υπερασπιστεί τη θέση ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο σύστημα για να αντικαταστήσει την κίβδηλη αστική δημοκρατία θα του αντιτείνω και ότι απαρχή τέτοιων συστημάτων υπήρξε κατά το παρελθόν (βλέπε Παρισινή Κομούνα, Σοβιέτ, εργοστασιακά συμβούλια…) και ότι θα υπάρξουν και άλλα, έστω κι αν δεν υπάρχουν σήμερα.

Αλλωστε αποτελεί βαθύτατα συντηρητική συλλογιστική να υποστηρίζει κανείς ότι κάτι που δεν υπάρχει δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, ότι το υπάρχον είναι οριστικό και ασάλευτο. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε θα έπρεπε να κυριαρχεί ακόμη στην ανθρωπότητα το δουλοκτητικό σύστημα. Ετσι λοιπόν, άθελά τους, στην προσπάθεά τους να υπερασπιστούν την εφαρμογή του νόμου-εκτρώματος, τόσο η πανεπιστημιοκτόνος υπουργός και οι ομογάλακτοι της, οι οποίοι συνεχίζουν να εμπαίζουν το λαό αυτοαποκαλούμενοι σοσιαλιστές, όσο και σύσσωμο το σινάφι της αστικής εξουσίας που τη στήριξε, ανέδειξαν και τον γενικότερο συντηρητισμό που τους διέπει. Και πού είσαι ακόμη!!

ΥΓ.: Το γεγονός ότι η κριτική μου στον σεχταρισμό της καθοδήγησης του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται από το όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του (30/8, σελίδα 15) ως «ψευδαισθήσεις και αποκυήματα φαντασίας με επικίνδυνη πορεία προς επιδείνωση της ψυχικής [μου] υγείας», υποδηλώνει σαφώς ότι, αν κάποτε η εν λόγω ηγεσία είχε την εξουσία, θα με φρόντιζε εγκλείοντάς με, μαζί με πολλούς άλλους κομμουνιστές και μη, σε ψυχιατρικό άσυλο, για να με «θεραπεύσει» από τη βαριά ψυχική ασθένεια της κριτικής. Πού είσαι «Πατερούλη των λαών» να θαυμάσεις τα άξια τέκνα σου. Πού είστε επαγγελματίες αντικομμουνιστές να πάρετε μαθήματα διασυρμού του κομμουνισμού.

 

* Ο Γιώργος Ρούσης είναι Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου,  grousis@ath.forthnet.gr.

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011,  http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=306807

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΑΓΟΡΑ

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΑΓΟΡΑ


Κείμενα: Π. Αντωνόπουλος, Α. Καλούσης, Γ. Κρεασίδης, Ντ. Ρέππα, Κ. Τουλγαρίδης

 

I) ΚΕΝΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Υποχρηματοδότηση με πολιτικά κίνητρα

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εφαρμόζοντας το πρώτο Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο, επιχειρεί μια διαρκή επίθεση με στόχο την απαξίωση,  την υποβάθμιση και εντέλει τη διάλυση της δημόσια και δωρεάν παιδείας. Εκρηκτική θα είναι η κατάσταση σε σχολεία και Πανεπιστήμια με τη νέα χρονιά.

Η ψήφιση του νόμου-εκτρώματος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση προμηνύει σεισμικές δονήσεις πολλών ρίχτερ. Ταυτόχρονα, το πρώτο κουδούνι θα βρει τα σχολεία με χιλιάδες κενά μια και φέτος είχαμε τους λιγότερους διορισμούς μεταπολεμικά (546  έναντι 2500 πέρσι). Με δεδομένο ότι συνταξιοδοτούνται 11.500 εκπαιδευτικοί, ο αριθμός  προσλήψεων  αναπληρωτών (16.220 από το Γενικό Κρατικό Προϋπολογισμό και 4.500 μέσω ΕΣΠΑ) καθώς και οι συμπράξεις μεταξύ Μ.Κ.Ο. και «Καλλικρατικών» δήμων για πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού καταδεικνύει την πρόθεση της κυβέρνησης για επέκταση και εδραίωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας στο χώρο της εκπαίδευσης με συνθήκες γαλέρας. Παράλληλα, ήρθε η ώρα της αλήθειας για τις περσινές συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων. Δημιουργούνται τεράστια κενά εκπαιδευτικών  πολλές χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες, σχολεία με περισσότερους μαθητές ανά τμήμα και με τους μαθητές στην επαρχία να διανύουν μεγάλες αποστάσεις. Ακόμη και  τα βιβλία δεν θα  είναι στα χέρια των μαθητών στην αρχή της σχολικής χρονιάς αφού μόλις πριν λίγες μέρες έγινε η απευθείας ανάθεση εκτύπωσης (10 εκατ. ευρώ) με αδιαφανείς διαδικασίες. Ταυτόχρονα, η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης (2,7% του ΑΕΠ) οδηγεί το….manager με το νέο αυταρχικό  πλαίσιο λειτουργίας των σχολικών μονάδων, κάτι που έγινε φανερό και από τις διαδικασίες επιλογή τους. Την ίδια στιγμή, οι περικοπές που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο (μείωση 150 ευρώ το μήνα καθαρά), με τις περικοπές από το νέο μισθολόγιο-σφαγείο να ακολουθούν, η αναδρομική ισχύ τους και ο κεφαλικός φόρος από την εφορία μέσα στο Σεπτέμβρη είναι η υφαρπαγή ενός μισθού μέχρι τα Χριστούγεννα. Αν η παραπάνω κατάσταση στην εκπαίδευση είναι βόμβα έτοιμη να εκραγεί, είναι σαφές ότι μπορεί να την απασφαλίσει η οργή και ο θυμός που δημιουργεί η νέα οικονομική αφαίμαξη των εκπαιδευτικών. [Επιδιώκουν το] «νέο» σχολείο της αγοράς, να ανοίξει τις πύλες του σε κάθε επίδοξο χορηγό και ιδιωτικοποιεί τη δημόσια εκπαίδευση. Απαραίτητος για τη λειτουργία του σχολείου αυτού, είναι ο Διευθυντής

II) ΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ

Υψηλής ειδίκευσης αμάθεια σε μια εκπαίδευση που παύει να είναι δημόσια και δωρεάν. Τα τελευταία χρόνια μόνιμα επαναλαμβάνεται από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ η ανάγκη για μια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» για να ξεπεραστεί η κρίση στην παιδεία. Αυτό που ονομάζουν «κρίση» δεν είναι παρά οι αναντιστοιχίες της εκπαίδευση με τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Το πλαίσιο αυτής αναπροσαρμογής περιγράφει η ΕΕ για λογαριασμό του κεφαλαίου συνολικά στην Ευρώπη σε μια σειρά από διακηρύξεις και ντοκουμέντα, με πιο καθοριστικό αυτό της Μπολόνια.

Φυσικά από τις διακηρύξεις στην πράξη υπάρχει απόσταση, είτε λόγω του αστάθμητου παράγοντα της σημερινής κρίσης είτε λόγω των αγώνων του κινήματος παιδείας. Έτσι μετά από κάθε νόμο για την παιδεία η συζήτηση ξεκινά από την αρχή και η προηγούμενη «μεταρρυθμιστική τομή» περνάει στην ιστορία μαζί με τους τσαλακωμένους υπουργούς παιδείας. Στη σημερινή συγκυρία, η ανάγκη αλλαγών είναι για το κεφάλαιο επιτακτική, καθώς επιχειρεί τη λεγόμενη «επανίδρυση του καπιταλισμού» προσπαθώντας να αντέξει ή και να ξεπεράσει την κρίση με μια βουτιά στη βαρβαρότητα.  Κρίσιμη πλευρά αυτής της πολιτικής είναι η αποχώρηση του κράτους από την παροχή των κοινωνικών υπηρεσιών, η κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού. Το κόστος της εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας για παράδειγμα δεν αντιμετωπίζονται πια ως ανελαστικές δαπάνες. Θεωρούνται δαπάνες που μπορούν να καταργηθούν, για να εξοικονομηθούν πόροι για τις νέες προτεραιότητες, όπως η σωτηρία των τραπεζών, οι εξοπλισμοί ή η διόγκωση των μηχανισμών καταστολής.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως μια μεγάλη αγορά. Στις αρχές του 21ού αιώνα ένα 6% από το ακαθάριστο προϊόν στις χώρες του ΟΟΣΑ πήγαινε στην εκπαίδευση. Το 80% από αυτό ήταν δαπάνες της κρατικής χρηματοδότησης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτά τα ποσά αντιμετωπίστηκαν ως διαφυγόντα κέρδη για τη διεθνή βιομηχανία εκπαίδευσης που έχει έναν τεράστιο και διευρυνόμενο τζίρο.

Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται η ριζική περικοπή δαπανών, από τα λειτουργικά έξοδα μέχρι το κόστος των προσλήψεων. Ακολουθεί η ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως η καθαριότητα ή το σχολικό βιβλίο και το πανεπιστημιακό σύγγραμμα, οι υποδομές και ο εξοπλισμός συνολικά. Παραπέρα ενισχύεται η απευθείας λειτουργία φορέων ιδιωτικής παιδείας όλων των βαθμίδων, γι’ αυτό και ο νόμος Διαμαντοπούλου προβλέπει τη συμμετοχή κολεγίων στην παροχή των πιστωτικών μονάδων που θα συνθέτουν τα πιστοποιητικά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προσπερνώντας έτσι τη συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών ΑΕΙ. Μια ακόμη διάσταση της ιδιωτικοποίησης είναι η άμεση εμπορευματοποίηση της έρευνας και η λειτουργία των ΑΕΙ με τρόπο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου, δίνοντας έτσι μια εναλλακτική λύση στο τεράστιο κόστος της λειτουργίας ενός πανεπιστημίου.

Η λειτουργία με ιδιωτικοοκονομικά κριτήρια και η προβολή της δήθεν ανάγκης τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να είναι οικονομικά βιώσιμα, να «βγάζουν τα λεφτά» τους, καλύπτουν τη μετακύλιση του κόστους άμεσα στην κοινωνία. Είναι παράλογο να περιμένει κανείς άμεση οικονομική απόδοση από την εκπαίδευση. Το κέρδος δεν είναι παρά το μορφωτικό επίπεδο και ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για την κοινωνία. Η γενικευμένη εμπορευματοποίηση οδηγεί σε μια πραγματικότητα όπου μπορεί τα σχολεία να παραμένουν κρατική υπηρεσία, η παιδεία όμως χάνει το δημόσιο χαρακτήρα της ως κοινωνικού αγαθού που παρέχεται δωρεάν.

Όσο για το αν παραμένει εκπαίδευση, αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Η εκπαίδευση της «επανίδρυσης του καπιταλισμού» έχει στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου μοντέλου εργαζόμενου της εποχής των Μνημονίων. Η τεχνολογική εξέλιξη έχει οδηγήσει σε σημείο ώστε ο μηχανικός εξοπλισμός να ενσωματώνει ικανότητες που μόνο ο άνθρωπος εμφάνιζε στην παραγωγή, για παράδειγμα στο μηχανολογικό ή αρχιτεκτονικό σχέδιο ή ακόμη και στην υλοποίησή του, μέσα από τις προοπτικές που ανοίγει η πειραματική σήμερα τρισδιάστατη εκτύπωση. Παράλληλα όμως χρειάζονται ικανότητες χειρισμού, για τις οποίες αρκεί η διαχείριση πληροφοριών με περιορισμένο ορίζοντα και περιορισμένη αντίστοιχα διάρκεια ζωής. Είναι η διαφορά ανάμεσα στον προγραμματιστή και στο χειριστή ενός πακέτου λογισμικού. Από αυτόν απαιτούνται κατάρτιση χειρισμού υπολογιστή, πληροφορίες για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά και η ικανότητα να τις ανανεώσει όταν θα έρθει η ώρα αναβάθμισης του προγράμματος. Όχι όμως και ολοκληρωμένες γνώσεις πληροφορικής. Επίσης υπάρχει στροφή στις ελαστικές σχέσεις εργασίας είτε πρόκειται για τον προγραμματιστή είτε για τον ταμία στο σουπερμάρκετ. Το κεφάλαιο φιλοδοξεί να γλιτώσει από τον πληρωμένο νεκρό χρόνο του οχτάωρου, τις γνώσεις μιας γενικής παιδείας που δεν αφορούν άμεσα τη μία ή άλλη τη δεξιότητα που απαιτεί η συγκεκριμένη δουλειά και πάνω απ’ όλα ζητά την εμπέδωση μιας νέας εργασιακής ηθικής. Αυτής που θέλει εργαζόμενους να δουλεύουν εντατικά, με κατάρτιση μιας χρήσης, για δουλειές μιας χρήσης, χωρίς δεσμεύσεις του εργοδότη, χωρίς δικαιώματα και χωρίς τυπικά προσόντα που ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και τη διεκδίκηση.

Σε αυτό το πλαίσιο το βάρος στην εκπαίδευση πέφτει σε συγκεκριμένες δεξιότητες (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, ξένες γλώσσες και κυρίως αγγλικά και πληροφορική) που διδάσκονται πλέον από την Α‘ δημοτικού.

Αντί της γνώσης στο επίκεντρο μπαίνει η πληροφορία και η διαχείριση της. Αυτό εξυπηρετούν τα βιβλία με την πληθωρική ύλη ασύνδετων μεταξύ τους πληροφοριών και η διδακτική μεθοδολογία των εξετάσεων και των τεστ. Ολοκληρώνεται στο «νέο λύκειο» με το πρότζεκτ, την ερευνητική εργασία. Εκεί αντίθετα την έρευνα και την πρωτοβουλία του μαθητή που πρεσβεύει η επιστημονική θεωρία, το βάρος πέφτει στην παρουσίαση και διαχείριση του υλικού. Αυτό καθώς πρέπει να υλοποιηθεί στον περιορισμένο χρόνο του τετραμήνου και με περιορισμένη βοήθεια από έναν καθηγητή που επιβλέπει μεγάλο μαθητών, είναι πολύ πιθανό να είναι ετοιματζίδικο από το διαδίκτυο, βοηθήματα της αγοράς κ.ο.κ.

Την εξοικείωση με τη σκληρή εργασία φέρνουν το πολύωρο πρόγραμμα και οι εντατικοί ρυθμοί. Αυτοί διαμορφώνονται με επιλογές που ξεκινούν από τα 7ωρα της Α’ δημοτικού στα 800 πιλοτικά ολοήμερα μέχρι τον εξεταστικό μαραθώνιο του «νέου λυκείου». Ενισχυτικά λειτουργεί και η αλλαγή που θέλει το «τεχνολογικό λύκειο» να δίνει βάρος στη μαθητεία παρά στο μάθημα, δηλαδή στη νεανική εργασία με όρους παραγιού.

Η επιλογή στα πανεπιστήμια και τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση για αντικατάσταση του πτυχίου από πιστοποιήσεις ατομικών και διαφοροποιημένων προγραμμάτων σπουδών και κατάρτισης, διασφαλίζει στο κεφάλαιο εργαζόμενους χωρίς μια ενιαία μορφωτική βάση και τα αντίστοιχα ενιαία εργασιακά δικαιώματα, την υπονόμευση δηλαδή της δυνατότητας διεκδίκησης συλλογικής σύμβασης εργασίας και συνδικαλιστικής ενοποίησης.

Κεντρική θέση σε αυτό το μοντέλο έχει ο αυταρχισμός που ουσιαστικά μεταφέρει το μοντέλο διοίκησης των επιχειρήσεων στην εκπαίδευση. Διευθυντικό δικαίωμα, ποινές, κατάργηση των εκλεγμένων οργάνων και άκριτη αποδοχή των εντολών, δημιουργούν ένα πλαίσιο χειραγώγησης και προετοιμασίας για την καπιταλιστική παραγωγή. Αποτελούν παράλληλα εγγύηση οπισθοδρόμησης, καθώς μάθηση και έρευνα χωρίς ελευθερία γνώμης και κριτικής δεν μπορεί να υπάρξει με δημιουργικό τρόπο.

Βέβαια αν έτσι το κεφάλαιο προσανατολίζει την εκπαίδευση σε αυτό που έχει ανάγκη, ένα εργατικό δυναμικό ευέλικτο, φτηνό και υποταγμένο, δε σημαίνει ότι γλιτώνει από τις αντιφάσεις. Η γενικευμένη στροφή από τη γνώση στις πληροφορίες δημιουργεί την ιδιομορφία μιας υψηλής εξειδίκευσης αμάθεια, που διασφαλίζει πολλά στο επίπεδο του κόστους και της κοινωνικής συνείδησης, αλλά δε συνιστά πλεονέκτημα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι συνειρμοί που γεννά το γεγονός ότι η Κίνα τείνει να περάσει σε επιστημονικές ανακοινώσεις τις ΗΠΑ δεν παραπέμπουν σε μια υπερδύναμη με ακλόνητη θέση.

Ακόμη χειρότερα η ριζική περικοπή των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση σε οδηγεί πάντα το χέρι των γονιών βαθύτερα στην τσέπη που έτσι κι αλλιώς αδειάζει εύκολα και γεμίζει δυσκολότερα. Έτσι λχ οι συγχωνεύσεις σχολείων σε πολλές περιοχές δημιουργούν ανάγκες για μετακίνηση μαθητών, η οποία καθώς περνά στους χρεοκοπημένους δήμους, προσθέτει ένα ακόμη κοινωνικό πρόβλημα. Η μεγάλη μείωση των διορισμών αφήνει άδεια από προσωπικό τα ολοήμερα και σε αδιέξοδο τους εργαζόμενους γονείς. Για να ακολουθήσουν οι μαζικές προσλήψεις αναπληρωτών και ωρομισθίων με όρους ακόμη πιο «ελαστικούς», ενώ στο προσκήνιο ήρθε και με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών για να συμπληρωθούν τα κενά.

III) ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ

Φετίχ ο νέος ατομικός φάκελος προσόντων

Αντιμέτωπη με ιστορική μετάλλαξη βρίσκεται η θεσμική εκπαίδευση, πιο δειλά στις πρώτες βαθμίδες και πιο καθαρά στην τριτοβάθμια. Το σχολείο και ιδιαίτερα το Πανεπιστήμιο αλλάζουν ριζικά. «Ως πριν από λίγες δεκαετίες η βασική εκπαίδευση και τα προσόντα καθόριζαν τη θέση του καθενός στην κοινωνία περίπου για όλη του τη ζωή. Σήμερα όχι μόνο οι μηχανές (το φυσικό κεφάλαιο) αλλά και τα άτομα (το ανθρώπινο κεφάλαιο) μπορούν να καταστούν απαρχαιωμένα… Έτσι ο σκοπός του σχολείου δεν θα είναι πλέον να παράσχει ένα τελικό προϊόν για τη βιομηχανία» (Ρόλαντ Γκας, σύμβουλος ΟΟΣΑ σε εκπαιδευτικά θέματα). Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν καθορίζεται πια από το «τι διδάσκεται ο εκπαιδευόμενος» αλλά από το «τι μπορεί να κάνει μετά την εκπαίδευσή του», που ορίζεται ως «μαθησιακά αποτελέσματα». Οι έννοιες αλλάζουν εντελώς. Το χρήσιμο στην αγορά εργασίας δεν είναι πια μια γνώση έστω και με τη μορφή κατάρτισης, αλλά πλήθος εξαιρετικά συγκεκριμένων δεξιοτήτων και πληροφοριών που μπορούν να αποδώσουν γρήγορα και οικονομικά το μέγιστο κέρδος για το κεφάλαιο σε πολλές και διαφορετικές εργασίες. Γι’ αυτό σε όλη τη βασική εκπαίδευση τα βιβλία επικεντρώνουν κυρίως σε συγκεκριμένες δεξιότητες, σε βάρος της γενικής παιδείας, στην πρωτοβάθμια μπήκαν τα Αγγλικά και οι υπολογιστές στην Α’ δημοτικού, στη δευτεροβάθμια το νέο Λύκειο είναι της εξειδίκευσης και της διαφοροποίησης ενώ στο Πανεπιστήμιο συντελείται η εκ βάθρων ανατροπή μια και οι σπουδές παύουν να έχουν ένα στοιχειωδώς ολοκληρωμένο, αναγκαίο περιεχόμενο αλλά γίνονται χυλός.

Σ’ αυτό το περιβάλλον ο εκπαιδευόμενος καλείται να γεμίσει το ατομικό του φάκελο με προσόντα και πιστοποιήσεις, φτιάχνοντας το ξεχωριστό εργασιακό του προφίλ. Μέχρι σήμερα, κάθε τίτλος σπουδών οδηγούσε σε συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα και σε αντίστοιχα συλλογικά. Σήμερα, απόφοιτοι ίδιου τύπου Λυκείου και Πανεπιστημίου θα έχουν διαφορετικούς ατομικούς φακέλους προσόντων κι άρα καμία αντικειμενική βάση διεκδίκησης συλλογικού δικαιώματος. Η τεράστια αυτή ανατροπή που δε θα εξαρτάται από την ταξική πάλη αλλά θα αποκτά «αντικειμενική» βάση στα προσόντα των εργαζομένων, είναι βασικό όφελος και επιδίωξη του κεφαλαίου. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας για το εκπαιδευτικό κι εργατικό κίνημα. Η μάχη του περιεχομένου και της δομής των σπουδών αποκτά για πρώτη ίσως φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά τόσο κομβική σημασία γιατί δένεται άρρηκτα με τη βάση συσπείρωσης των εργαζομένων που πάντα ήταν το συλλογικό δικαίωμα.

 

IV) ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΤΟ ΚΛΙΜΑ

Πανεκπαιδευτικό κίνημα αγώνα

Δεν έχει στοιχεία υπερβολής η εκτίμηση ότι η κυβέρνηση ενοποιώντας ως θύματα της πολιτικής της μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικούς και μεγάλο κομμάτι των πανεπιστημιακών, δηλαδή το ζωντανό στοιχείο της εκπαίδευσης, δημιουργεί όρους για ένα επικίνδυνο πανεκπαιδευτικό κίνημα. Βιάζεται η κυβέρνηση να ξεμπερδεύει με κατακτήσεις δεκαετιών και έχει δημιουργήσει το πιο εκρηκτικό κλίμα των τελευταίων 40 χρόνων. Η χρονιά ξεκινά μέσα σε συνθήκες γενικευμένης δυσφορίας, αλλά και αγωνιστικής ετοιμότητας, όπως έγινε φανερό από τις διαδηλώσεις, μεγάλου όγκου, ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου, την Τετάρτη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το εκρηκτικό κλίμα ενισχύεται γιατί η κυβέρνηση βρίσκεται στη δυσχερή θέση να επιτίθεται ταυτόχρονα σε όλα τα εμπλεκόμενα κομμάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Η εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στεγνή από κάθε μορφωτικό όραμα, σφραγισμένη από διοικητικό αυταρχισμό, υποτάσσει τα πάντα στη σταθερότητα του ευρώ και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αυταπατάται η κυβέρνηση πιστεύοντας ότι νομοθετώντας στα μουλωχτά και δημιουργώντας νομικά τετελεσμένα θα αποφύγει την κοινωνική έκρηξη.

Το κίνημα έχει δημοκρατικές και αγωνιστικές παρακαταθήκες πολιτικών συγκρούσεων.  Η επιδίωξη του να σταματήσει το θανατηφόρο ηλεκτροσόκ της αγοράς είναι πρωταρχικός στόχος. Τώρα μάλιστα που η κυβέρνηση απομονώνεται, χάνει παραδοσιακά κοινωνικά της στηρίγματα και καταφεύγει στα κόμματα της Δεξιάς ζητώντας συναίνεση. Η δράση του κινήματος πρέπει να είναι άμεση και δυναμική με απαρέγκλιτο κριτήριο τη διασφάλιση των αναγκών και δικαιωμάτων εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτικών. Από αυτή την άποψη η πάλη πρέπει να είναι περισσότερο από ποτέ πανεκπαιδευτική, με κοινό πλαίσιο διεκδικήσεων, κοινό αγωνιστικό βηματισμό και με επιδίωξη να παίρνει όσο γίνεται παλλαϊκά χαρακτηριστικά με τη δραστική συμμετοχή του γονεϊκού κινήματος αλλά και ευρύτερα του εργατικού αναδεικνύοντας την πάλη για τη δημόσια και δωρεάν Παιδεία σε υπόθεση όλης της κοινωνίας.

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δε θέλει να έρθει σε πραγματική συνολική σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική και τους εκπροσώπους της γι’ αυτό δε θέτει συνολικούς πολιτικούς στόχους, κατακερματίζει τα προβλήματα και περιορίζεται σε επιμέρους άνευρες ανακοινώσεις επικοινωνιακής διαμαρτυρίας, προβάλει συντεχνιακές λογικές, όπως η ιδιαιτερότητα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος.  Υπονομεύει έτσι, στην ουσία του τον αναγκαίο πανεκπαιδευτικό και πανεργατικό συντονισμό τόσο σε επίπεδο κοινών αιτημάτων όσο και σε αγωνιστικό σχεδιασμό. Αντιμετωπίζει το συντονισμό γραφειοκρατικά, μόνο κάτω από την ομπρέλα της κακόφημης ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ. Φυσικά, δεν απευθύνεται στην κοινωνία με τρόπο που να συμβάλλει στον ξεσηκωμό της και στον κοινό αγώνα.

Η ανάπτυξη ενός δυναμικού ρωμαλέου πανεκπαιδευτικού κινήματος με διασύνδεση  με την κοινωνία και συμβολή στο γενικότερο ξεσηκωμό της και στη δημιουργία ενός πανεκπαιδευτικού «μπλακ άουτ» θα κριθεί στη δυνατότητα να ξεπεράσει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να συνευρεθεί κι οργανωθεί από τα κάτω. Θα κριθεί από την ικανότητα της μαχόμενης εκπαίδευσης να ανοίξει νέους δρόμους επικοινωνίας με κοινές συνελεύσεις των διαφορετικών κομματιών την ανάδειξη σχολείων και σχολών σε κέντρα αγώνα ευρύτερων κομματιών της κοινωνίας (μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών, γονιών, εργαζομένων), τη συμβολή και επικοινωνία με το κίνημα των πλατειών και εργασιακών χώρων αλλά και στην ανάπτυξη αποφασιστικών συγκρουσιακών μορφών διαρκείας τόσο απεργιακά όσο και με καταλήψεις σχολείων και σχολών αλλά και κέντρων διοίκησης και κρατικής εξουσίας (διευθύνσεις, περιφέρειες, Δήμους, Υπουργείο).

Η ανατροπή των Μνημονίων και του Μεσοπρόθεσμου, η διαγραφή του χρέους με έξοδο από το ευρώ και η ανατροπή της κυβέρνησης είναι στόχοι που διευρύνουν την αντίθεση στην εκπαιδευτική πολιτική. Ανοίγουν και δρόμους για πλατιές κοινωνικές συμμαχίες με τους εργαζόμενους γονείς που πλήττονται άμεσα, με το δημόσιο που χτυπιέται επίσης από το νέο μισθολόγιο, με την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία που δέχεται επίθεση στο όνομα του χρέους και της σωτηρίας του ευρώ. Η δράση του κινήματος πρέπει να είναι άμεση και δυναμική με απαρέγκλιτο κριτήριο τη διασφάλιση των αναγκών και δικαιωμάτων εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτικών.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (28.8.2011)

Κάτω τα χέρια από το πανεπιστημιακό άσυλο

Κάτω τα χέρια από το πανεπιστημιακό άσυλο!


Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Το προετοίμασαν από καιρό. Με άρθρα και επιφυλλίδες στις εφημερίδες. Με απευθείας συνδέσεις και τηλεοπτική διεκτραγώδηση των «καταστροφών». Με ερωτήσεις και παρεμβάσεις στη Βουλή. Με τερατολογίες και ανυπόστατα ψεύδη. Κοινός τόπος ένας: το πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να καταργηθεί.

Είναι προφανές ότι το πανεπιστημιακό άσυλο ενοχλούσε. Όχι τόσο για τα επεισόδια ή τις καταστροφές που επικαλούνται οι πολέμιοί του. Άλλωστε, η εμπειρία έχει δείξει ότι πολύ μεγαλύτερες καταστροφές και βίαιες συγκρούσεις έχουν γίνει σε χώρους εκτός ασύλου• μια βόλτα στα γήπεδα μπορεί να το αποδείξει. Αυτό που ενοχλούσε ήταν υπήρχαν χώροι όπου μπορούσε να αναπτυχθεί, χωρίς δικαίωμα παρέμβασης των δυνάμεων καταστολής, συλλογική δράση, ανατρεπτική ιδεολογική αναζήτηση και μαχητική κινηματική παρέμβαση. Ενοχλούσε το γεγονός ότι από τη μεταπολίτευση και μετά συνδικάτα, πολιτικές πρωτοβουλίες, κινήματα μπορούσαν να κάνουν συνελεύσεις μέσα στα πανεπιστήμια, να καταφεύγουν για να αποφύγουν τη αποδεδειγμένα δολοφονική βία των δυνάμεων καταστολής, να πραγματοποιούν εκδηλώσεις, διαμαρτυρίες, να στεγάζουν απεργίες πείνας.

Ενοχλούσε το γεγονός ότι το πανεπιστημιακό άσυλο επέτρεπε την απρόσκοπτη δράση του φοιτητικού κινήματος. Εγγυόταν την διεξαγωγή συνελεύσεων, επέτρεπε τις καταλήψεις, προστάτευε από τον κίνδυνο να εμφανιστεί με την παραμικρή κινητοποίηση ο εισαγγελέας ή ο διοικητής του οικείου αστυνομικού τμήματος «για τα περαιτέρω». Μπορούσε έτσι το φοιτητικό κίνημα όχι μόνο να οργανώνει μεγάλους και συχνά νικηφόρους αγώνες, όπως ήταν αυτός που ανέτρεψε τον ν. 815 ή το κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Μπορούσε, και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο για τις κυρίαρχες δυνάμεις, να διαμορφώνει ένα παράδειγμα συλλογικής νικηφόρας ριζοσπαστικής δράσης που ακολουθούσαν κι άλλοι κλάδοι και κινήματα.

Σήμερα, είναι προφανές ότι τα επίσημα κόμματα επιδιώκουν να ξεμπερδεύουν με την ενοχλητική «ανορθογραφία» που ήταν το μαχόμενο φοιτητικό και ευρύτερα πανεπιστημιακό κίνημα. Γι’ αυτό και σκύλιασαν κυριολεκτικά για την κατάργηση του ασύλου. Ο νόμος δεν επιδιώκει μόνο την πλήρη άλωση του πανεπιστημίου από τις δυνάμεις της αγοράς αλλά και την πειθάρχηση του φοιτητικού κινήματος. Η καθιέρωση ανώτατου χρόνου σπουδών στέλνει σαφές μήνυμα: μην ασχολείστε με το συνδικαλισμό, μην κινητοποιείστε, μην δραστηριοποιείστε πολιτικά, γιατί δεν θα πάρετε πτυχίο.

Αναδεικνύεται μια βαθύτερη αντιδραστική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος. Σε μια χώρα όπου η εικόνα του τανκ που εισβάλλει στο Πολυτεχνείο στοιχειώνει ακόμη τη συλλογική συνείδηση και το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία, η Χούντα δεν τελείωσε το ’73» αντηχεί στις πλατείες της πάνδημης αγανάκτησης, η επιδίωξη είναι να ξεμπερδεύουν οριστικά με το δημοκρατικό κινηματικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό ομονόησαν στη Βουλή, σε μια επίδειξη συναίνεσης, «σοσιαλιστές», «φιλελεύθεροι» και κοινοβουλευτικώς αναβαπτισμένοι νοσταλγοί της επταετίας. Γιατί ξέρουν ότι η επιχείρηση οικονομικής και ηθικής ταπείνωσης της κοινωνίας, η καταρράκωση κάθε έννοιας εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, η εκρηκτική εκτίναξη της ανεργίας σωρεύουν εκρηκτικά υλικά. Αναζητούν έτσι κινήσεις προληπτικής τρομοκράτησης και καταστολής. Και βέβαια κάθε άλλο παρά συμβολική θα είναι η εφαρμογή: ήδη εξαγγέλλονται αιτήματα αστυνομικής παρέμβασης για κάθε «παράπτωμα», από τις καταλήψεις έως και τη στέγαση… ανατρεπτική ιστοσελίδων.

Στο χέρι μας είναι να βγουν γελασμένοι. Όπως κάποτε ανατράπηκε η χούντα των συνταγματαρχών, έτσι πρέπει σήμερα να ανατραπεί και η δικτατορία των αγορών. Αυτή τη φορά τα τεθωρακισμένα της «μεταρρύθμισης» θα αναγκαστούν να κάνουν αναστροφή μπροστά στις πύλες των αγωνιζόμενων πανεπιστημίων.

 

ΠΗΓΗ: 31-8-2011, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=43665

Τι σημαίνει τελικά “ανοικτό πανεπιστήμιο”;

Τι σημαίνει τελικά “ανοικτό πανεπιστήμιο”; “Ανοίξαμε και σας περιμένουμε”;


Του Δημήτρη Πατέλη*



Το τελευταία χρόνια μεθοδεύεται (από ταγούς, ιθύνοντες, προθύμους και αφελείς) μια πρωτοφανής ιδεολογική και νοηματική λαθροχειρία. Οι φοιτητικές και πανεπιστημιακές κινητοποιήσεις βαφτίστηκαν αίφνης «κλειστό πανεπιστήμιο». Η λαθροχειρία αυτή εντάσσεται στο σύνολο των προπαγανδιστικών τρικ του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος προτιμά εύηχους όρους για τις βρώμικες επιπτώσεις της στρατηγικής του:

“απελευθέρωση τιμών” αντί για αισχροκέρδεια, “ελαστικοποίηση” και “ευελιξία” αντί για κατάργηση συλλογικών κεκτημένων και διεκδικήσεων, “δημοσιονομική πειθαρχία” αντί για αναδιανομή πόρων υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας, “εξυγίανση” αντί για ξεπούλημα, “μεταρρύθμιση” – αντί για αντιδραστική αντιμεταρρύθμιση, “διασφάλιση ποιότητας” αντί για αγοραία αξιολόγηση, κ.ο.κ.

Όμως, κλειστό πανεπιστήμιο δεν είναι το αγωνιζόμενο πανεπιστήμιο, χώρος ελεύθερης έρευνας και παιδείας, προνομιακός χώρος κριτικού αναστοχασμού, που ανοίγεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και οικοδομεί δεσμούς με την εργαζόμενη πλειοψηφία.

Κλειστό πανεπιστήμιο είναι το αποστειρωμένο πανεπιστήμιο των «μεταρρυθμίσεων», με φαλκιδευμένο το άσυλο, όπου ιδιωτικές εταιρείες security (αλλά και τα ΜΑΤ, όταν το ζητήσουν οι πρυτάνεις) θα αποτρέπουν έμπρακτα τις όποιες κινητοποιήσεις και τη διακίνηση “επικίνδυνων” ιδεών, θα προστατεύουν την απρόσκοπτη έρευνα για λογαριασμό των επιχειρήσεων, την διανομή ευρωπαϊκών κονδυλίων και την ανέλιξη σε θέσεις ευθύνης στον κρατικό μηχανισμό και τις επιχειρήσεις (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα καθηγητή του ΕΜΠ που ταυτόχρονα ήταν και στο payroll της Ericsson και στην ελέγχουσα την Ericksson ΑΔΑΕ). Κλειστό πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο με δυσδιάκριτα έως ανύπαρκτα τα όρια μεταξύ εργαστηρίου ΑΕΙ και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Κλειστό πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο που προχωρά στην κατανομή πόρων, χώρων και αξιωμάτων βάσει της αγοραίας αξιολόγησης μελών ΔΕΠ, τμημάτων και τομέων. Κλειστό πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο με απόκρυφες ροές κονδυλίων έρευνας, με σκοτεινές διαπλοκές στην έρευνα για παραγωγή οπλικών συστημάτων. Κλειστό πανεπιστήμιο είναι αυτό που αναπαράγει καθεστώτα δουλικής εκμετάλλευσης και εργασιακού μεσαίωνα σε εργαστήρια και υπηρεσίες του (προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και άλλων εργαζομένων, με ή χωρίς συμβάσεις, με αναθέσεις σε εργολάβους, κ.ο.κ.), ενώ αδυνατεί να έχει σε πλήρη λειτουργία ακόμα και τη βιβλιοθήκη του.

Κλειστό πανεπιστήμιο είναι αυτό που ανέχεται την πραξικοπηματική ανάδειξη αρχών. Κλειστό πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο της διάχυσης της διαφθοράς, της συνενοχής, της αναξιοπρέπειας, της υποταγής και του φόβου. Κλειστό πανεπιστήμιο είναι αυτό που ανέχεται τη στοχοποίηση των μη υποτακτικών.

Όπως έχουν επισημάνει συνάδελφοι (π.χ. ο Π. Σωτήρης), υπό το σύνθημα “ανοικτό πανεπιστήμιο” ενεργοποιείται ένας ιδιότυπος συνασπισμός εξουσίας που διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες εντός των ΑΕΙ πρωτίστως γύρω από την επιθετική προώθηση μιας στρατηγικής επιβολής και εδραίωσης του «επιχειρηματικού πανεπιστημίου». Πρόκειται για ένα συνασπισμό με ισχυρό υλικό συνδετικό ιστό ιδιοτελών συμφερόντων, που αρέσκεται μεν να αυτοπροβάλλεται ως δήθεν “ακαδημαϊκών αρχών” και υπεράνω κομμάτων και ιδεολογιών (αρκεί να τα έχουν καλά με τους εκάστοτε κρατούντες), αλλά λειτουργεί πλέον ως “διακομματικός” επιθετικός πόλος καθεστωτικού καιροσκοπισμού, με την προσήκουσα σε ορισμένου τύπου “εκσυγχρονισμένους” πανεπιστημιακούς επιθετική ιδεολογία…

Αυτό αφορά την «αποτελεσματικότητα» στη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων, στην προσέλκυση πόρων, στην εξυπηρέτηση ποικιλοτρόπως των απαιτήσεων του κυβερνητικού έργου για «ειδικούς», στους δεσμούς με επιχειρηματικά κέντρα και εκδοτικά συγκροτήματα. Σε αυτό το πεδίον δόξης λαμπρόν αναδεικνύονται σήμερα οι νέοι ακαδημαϊκοί μανδαρίνοι, που αδημονούν να απαλλαγούν από τους «αναχρονισμούς» προηγούμενων περιόδων και την ενοχλητική ανορθογραφία τόσο του φοιτητικού κινήματος, όσο και μιας αγωνιστικής στάσης της ΠΟΣΔΕΠ, την οποία σπεύδουν εν όψει συνεδρίου να αλώσουν με πανστρατιά για να την εξουδετερώσουν.

Εξυπακούεται ότι όλοι αυτοί κατά κανόνα περιφρονούν τη μαζικότητα των φοιτητικών συνελεύσεων και απέχουν, συνήθως, από τις διαδικασίες των συλλόγων μελών της ΠΟΣΔΕΠ.

Αδυνατούν να αρθρώσουν επιστημονικά συγκροτημένο λόγο περί των μείζονος σημασίας ζητημάτων της επιστήμης , της παιδείας και της κοινωνίας (περί άλλων γαρ μεριμνούν και τυρβάζουν) και ως εκ τούτου, αποφεύγουν συστηματικά την υποβολή των απόψεών τους στη βάσανο της συλλογικής συζήτησης, του δημόσιου επιστημονικού διαλόγου (όπως κατέστη σαφές και με την ουσιαστική απουσία τους από την σχετική Ημερίδα 14.5.08 στο Πολυτεχνείο Κρήτης). Οι φορείς και θιασώτες αυτού του συνασπισμού αρκούνται σε μυρικασμούς αγοραίων στερεοτύπων και συνθηματολογίας πολιτικών υπαλλήλων, προτιμούν συνήθως την ασφαλή προβολή-προπαγάνδα των ιδεολογημάτων τους από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.

Ο συνασπισμός αυτός συσπειρώνει τους φορείς της ψοφοδεούς νομιμοφροσύνης και της θεσμολαγνίας της πανεπιστημιακής γραφειοκρατίας.

Έχω ξανααναφερθεί στη θλιβερή εικόνα των δήθεν οργάνων συνδιοίκησης: πυραμιδωτά δομημένων με όλο και πιο επιλεκτική σύνθεση έως τη σύγκλητο, βάσει της υπακοής και υποταγής στη διοίκηση. Χειραγωγικές πρακτικές, επιλογή, ιεράρχηση και διατύπωση θεμάτων κατά το δοκούν, ώστε να εκβιαστούν τα όργανα να εγκρίνουν απλώς προειλημμένες αποφάσεις. Όλο και πιο πολλές αποφάσεις αρμοδιότητας Συγκλήτου λαμβάνονται από το Πρυτανικό Συμβούλιο με την επίκληση λόγων «ανωτέρας βίας». Χαρακτηριστική είναι π.χ. η απόπειρα σύγκλησης συγκλήτου παραμονές Χριστουγέννων (23.12.08, χωρίς να έχουν ειδοποιηθεί οι συγκλητικοί τουλάχιστον 48 ώρες πριν, όπως προβλέπεται νομίμως), με αποφασιστικής σημασίας θέματα στην ημερήσια διάταξη, ώστε να ληφθούν αποφάσεις ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων «ενοχλητικών» φοιτητών.

Πως λειτουργεί λοιπόν το “ανοικτό πανεπιστήμιο”; Τα τελευταία χρόνια τα διοικητικά όργανα του Ιδρύματος έχουν σχεδόν ολοσχερώς αναχθεί σε μηχανισμούς άκριτης έγκρισης-διεκπεραίωσης άνωθεν προειλημμένων αποφάσεων με το εξής στερεότυπο σχήμα: τίθεται προς έγκριση η χ πρόταση βάσει του ψ νόμου. Εάν κάποιοι απ’ τους εκπροσώπους των φοιτητών, είτε των καθηγητών (μελών ΔΕΠ, ΕΤΕΠ και ΕΕΔΙΠ), αποτολμούν να αρθρώσουν λόγο πέραν των προειλημμένων αποφάσεων, να αντιτάξουν στις τελευταίες τις πραγματικές ανάγκες της πανεπιστημιακής κοινότητας, της επιστήμης και της κοινωνίας, η απάντηση είναι αυτοματοποιημένη: «είναι νόμος του κράτους, εμείς δεν νομοθετούμε, είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι και οφείλουμε να τηρούμε το νόμο»! Αυτά τα επιχειρήματα προτάσσονται από τους φορείς της θεσμολάγνου νομιμοφροσύνης του “ανοικτού πανεπιστημίου”, επί παντός ζητήματος ήσσονος ή μείζονος σημασίας, ακόμα και αν το θέμα αφορά νόμους εκτελεστικούς της μη ολοκληρωμένης άρσης του άρθρου 16 του Συντάγματος, ακόμα και αν είναι οι τελευταίοι πρακτικά ανεφάρμοστοι και ανόητοι (βλ. π.χ. τη μη ολοκλήρωση της διανομής συγγραμμάτων κατά το τρέχον εξάμηνο). Σαν να είναι οι νόμοι θέσφατα εξ αποκαλύψεως που τίθενται υπεράνω της κρίσης των άμεσα ενδιαφερομένων και όχι κανόνες διευθέτησης ανθρώπινων σχέσεων βάσει συγκυριακών συσχετισμών δυνάμεων και συμφερόντων. Εάν αντιμετωπίζονται έτσι τα θέσμια στο Πανεπιστήμιο, τι θα γίνεται στην υπόλοιπη κοινωνία;

Αυτή η ψοφοδεής νομιμοφροσύνη και η θεσμολαγνία παραμένει παγερά αδιάφορη για τα μείζονα προβλήματα εντός και εκτός του πανεπιστημίου, για τις στοιχειώδεις αρχές επιστημονικής και παιδαγωγικής δεοντολογίας. Κάποιοι προτρέπουν συχνά πυκνά σε «δυναμικές» κινήσεις αντικατάληψης όποτε κινητοποιούνται οι φοιτητές…

Δεν ανέχονται το «κλειστό Πανεπιστήμιο» λόγω κινητοποιήσεων, ενώ αισθάνονται μακάρια άνεση στην ασφυκτικά κλειστή κοινωνία της ωμής εκμετάλλευσης και καταστολής, της αμεσότερης υπαγωγής έρευνας και παιδείας στο κεφάλαιο. Για ποιο «ανοικτό πανεπιστήμιο» κόπτονται κάποιοι, όταν σφυρίζουν αδιάφορα στον νεοφιλελεύθερο στραγγαλισμό του δημόσιου Πανεπιστημίου; Ανοικτό σε τι, για ποιόν, σε ποια κατεύθυνση; Τι είναι το Πανεπιστήμιο; Μαγαζί για τις όποιες αγοραίες διαθέσεις επιτηδείων, με προσωπικό που διαλαλεί «ανοίξαμε και σας περιμένουμε»;

Σε ορισμένους κύκλους πανεπιστημιακών, κάθε αναφορά στους φοιτητές, στο φοιτητικό κίνημα κ.ο.κ., γίνεται μετά βδελυγμίας, σα να είναι μιάσματα απεχθή, εμπόδια για την εδραίωση-επέκταση του επιχειρηματικού πανεπιστημίου. Έχω ακούσει μέλη της διοίκησης του Ιδρύματος να αποκαλούν «γάγγραινα» τους φοιτητές. Δημιουργείται η αίσθηση ότι εάν υπήρχε δυνατότητα απαλλαγής από τους φοιτητές και το πανεπιστημιακό άσυλο με κάποιας μορφής ψεκασμό, θα είχε χρησιμοποιηθεί από αυτούς τους «δασκάλους» προ πολλού… Το μίσος που τους διακατέχει για τους νέους μας και τις κινητοποιήσεις τους είναι τέτοιο, που ενώ έσπευσαν να καταδικάσουν τις δίκαιες κινητοποιήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας (ως πλειοψηφία του Δ.Σ.) δεν βρήκαν τίποτε να πουν για το δολοφονικό αυταρχισμό των οργάνων καταστολής, σα να ευελπιστούν σε παρόμοιες «λύσεις» των προβλημάτων ανυπακοής που αντιμετωπίζουν… Κατά τα λοιπά, σπεύδουν να παραδώσουν μαθήματα δημοκρατίας και συλλογικής δράσης άνθρωποι που δυσκολεύονται να συγκροτηθούν σε σώμα γενικής συνέλευσης ως Σύλλογος ΔΕΠ!

Χαρακτηριστικό αυτού του συνασπισμού είναι ένα βασικό και στρατηγικό λάθος, που κατέστη κραυγαλέο μετά το νεανικό ξέσπασμα οργής και αγανάκτησης του Δεκεμβρίου του 2008: αδυνατεί να κατανοήσει τη χρεοκοπία των νεοφιλελεύθερων αγοραίων δογμάτων (μεσούσης της οικονομικής κρίσης) από τα οποία εμφορείται, το κοινωνικό βάθος του νεανικού κινήματος εντός και εκτός Πανεπιστημίου, την κλίμακα της πλειοψηφικής απόρριψης της «μεταρρύθμισης» από το φοιτητικό σώμα, το εύρος της απονομιμοποίησης της κυρίαρχης στρατηγικής για τη λειτουργία των ΑΕΙ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, τόσο από τους φοιτητές, όσο και από μεγάλο μέρος των διδασκόντων και της κοινωνίας.

Επομένως αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι όχι μόνο δεν έχει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα για την άσκηση ηγεμονικού ρόλου απέναντι στο φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα, αλλά αντίθετα πολιορκείται από μια πλειοψηφική κοινωνική απαίτηση στην οποία θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα να υποκύψει και να λογοδοτήσει.

 

* Ο Δημήτρης Πατέλης είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, μέλος της πολιτικής επιτροπής του Ε.ΠΑ.Μ.

 

ΠΗΓΗ: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_utop_83.htm, [ΟΥΤΟΠΙΑ, τ.83, 1-2.2009, σ.10-13, http://www.u-topia.gr/issues/83/10]. Το είδα: Τρίτη, 30 Αυγούστου 2011, http://seisaxthia.blogspot.com/2011/08/blog-post_6638.html

ΑΕΙ … και οι ερμηνείες περί «αγοράς»

Ο νέος Νόμος για την Ανώτατη  Εκπαίδευση και οι ερμηνείες περί  «αγοράς»

 

Του Νικήτα Χιωτίνη


 

Ο νέος Νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα, σηματοδοτεί κατά τον πλέον εύγλωττο τρόπο, τη στροφή που επιχειρείται όχι μόνο στον προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους και της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά και στον προσανατολισμό που επιχειρεί η «Δύση» να επιβάλει στην παγκόσμια κοινότητα.  Τα κεντρικά ζητήματα είναι η έννοια της «Αγοράς» και η έννοια της «Παιδείας», ζητήματα που ορίζουν την έννοια της ανάπτυξης και της εξέλιξης της ανθρωπότητας, τελικώς την ίδια την υπαρξιακή της διάσταση. 

Αναφερθήκαμε στο ρόλο της «Δύσης» για την παραπάνω επιχειρούμενη «στροφή». Εδώ θα πρέπει να επικεντρωθούμε περαιτέρω στους πρωταγωνιστές της, στις  ΗΠΑ και  στην Αγγλία. Και οι δύο αυτές χώρες έχουν   ιστορικούς  λόγους, λόγους που αφορούν στην   ίδια  την ύπαρξή τους, που τους οδήγησαν σχεδόν νομοτελειακώς σε αυτές τις επιλογές.  Οι  ΗΠΑ είναι το πρώτο – ίσως και το μόνο – κράτος που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε «κοσμικά»: παρά την αρχική στήριξή της σε δάνειες παραδόσεις και πνευματικότητες (με κυρίαρχες την ελληνική και την χριστιανική) γρήγορα τις εγκατέλειψε χάριν ενός «κοσμικού» τρόπου ζωής: παραγωγή και  κατανάλωση, παραγωγή για την κατανάλωση και κατανάλωση για την παραγωγή και ευδαιμονία εξαρτώμενη από αυτές. Είναι φυσικό να μην μπορεί να δεί τίποτε άλλο. Η Αγγλία  έχει ιστορικώς στηριχτεί στις αποικίες της. Χάνοντάς τες στράφηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κυριάρχησε σε αυτό – οι ΗΠΑ δεν ξέφυγαν αυτής της κυριαρχίας – και   προσπαθεί να επιβληθεί τώρα με αυτό παγκοσμίως, αλλάζοντας ή καλλίτερα διαστρέφοντας την μέχρι τώρα Ιστορία του Ανθρώπου.

Πρώτα απ’ όλα ο νέος αυτός Νόμος τιτλοφορείται «Οργάνωση Ανώτατης Εκπαίδευσης, Ανεξάρτητη Αρχή για τη διασφάλιση και πιστοποίηση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση». Ο τίτλος αυτός τα λέει όλα. Δεν μιλάμε για Παιδεία, μιλάμε για Εκπαίδευση. Η διαφορά είναι τεράστια. Στη  πρώτη περίπτωση θα οργανώναμε μια κυψέλη δημιουργίας Σκέψης, αυτή πάνω στην οποία στηρίχτηκε μέχρι τώρα η Ιστορία του Ανθρώπου. Στη δεύτερη περίπτωση στοχεύουμε στην εκπαίδευση ανθρώπων που θα στελεχώσουν την «αγορά» και εδώ βρίσκεται ο άλλος πυλώνας του επαναπροσδιορισμού των στόχων του Ανθρώπου. «Αγορά» στη προκειμένη περίπτωση είναι η «παραγωγή» καταναλωτικών προϊόντων, πηγή της ορισθείσης από την νεωτερικότητα έννοια της «ευτυχίας» – έννοια με την οποίαν ούτε ο μαρξισμός διαφωνούσε – «αγορά» είναι και η ολοένα και περισσότερο αυτονομούμενη από την κοινωνία και τις ανάγκες του Ανθρώπου «οικονομία», «οικονομία» που έχει καταδήλως κυριαρχήσει και της πολιτικής, καλλίτερα θα λέγαμε πως την έχει καταργήσει. Μακράν βεβαίως της Αγοράς όπως την εισήγαγαν οι Έλληνες, ως τόπο  έκφρασης της κοινωνίας και Πολιτικής συζήτησης – όπου Πολιτική η έκφραση των συλλογικών στόχων αναζήτησης του ουσιώδους. Ο νέος αυτός νόμος είναι και ιδιαιτέρως ευφυής, καθόσον δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης  των προθέσεών του στη πράξη. Οργανώνει και την «Ανεξάρτητη Αρχή διασφάλισης και πιστοποίησης της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση».  Πρόκειται όμως πράγματι περί Ανεξάρτητης Αρχής; Στο άρθρο 72 του κατατεθέντος σχεδίου Νόμου αναφέρεται σαφώς πως «Το ανώτατο διοικητικό όργανο της Αρχής είναι το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο της Αρχής συγκροτείται από δεκαπέντε μέλη, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και συμπληρώνει: «Τα μέλη του Συμβουλίου απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας».

Φαντάζομαι πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερος σχολιασμός περί αυτού. Αυτή λοιπόν η «ανεξάρτητη» Αρχή θα καθορίζει την έννοια της ποιότητας στα Ανώτατα αυτά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και θα αξιολογεί τους πάντες και τα πάντα, θα καθορίζει και τα σχετικά με τις   χρηματοδοτήσεις των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ. Ας υποθέσουμε λοιπόν πως αυτή η «ανεξάρτητη» Αρχή κρίνει πως ποιότητα και αξιοσύνη για ένα Πανεπιστήμιο είναι η άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας των αποφοίτων του. Σε αυτήν την περίπτωση όμως τα Τμήματα Καλών Τεχνών, Ανώτερων Μαθηματικών, θεωρητικής Φυσικής, Φιλοσοφίας και τόσα άλλα, που δεν δίνουν άμεση, αλλά ενίοτε μήτε και μακροπρόθεσμη πρόσβαση στην «αγορά» όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά σε μιαν άλλην Αγορά, αυτή που δημιουργεί την Ιστορία, τα Τμήματα αυτά λοιπόν θα κλείσουν;

Με αυτά Κυρίες (κυρίως)  και Κύριοι του Υπουργείου Παιδείας δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, να είστε βέβαιοι πως υπηρετείτε και μάλιστα κακεκτύπως τις επιδιώξεις της Νεωτερικότητας, ακριβώς τη στιγμή της δύσης της. Η Ελλάς ευτύχησε μέχρι τώρα να μην την έχει εμπεδώσει, παρόλες τις προσπάθειες των μέχρι τώρα διορισμένων ή μη  πολιτικών της. Δεν βρίσκω τον «στρατηγικό» λόγο να σπεύσουμε τώρα ασθμαίνοντας να υιοθετήσουμε κάτι που καταδήλως είναι πλέον παρωχημένο. Με άλλο Τρόπο αναπτύσσονται οι νέες κρατικές οντότητες που θα κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο στερέωμα – αν δεν έχουν ήδη κυριαρχήσει, καθόσον με όπλα του δυτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος το έχουν φέρει προ της κατάρρευσής του. Το θέατρο της Ιστορίας μεταφέρεται στην Ανατολή που στηρίζεται στις οικουμενικής εμβέλειας Παραδόσεις της, εις πείσμα των προσπαθειών της (αγγλοαμερικανικής) Δύσης να την αποπροσανατολίσουν.

Η Ελλάς είναι μια χώρα στην οποίαν στηρίχτηκε η Ευρώπη – η οποία Ευρώπη δεν διανοείτο και εξακολουθεί να μη διανοείται να υπάρξει χωρίς αυτήν – και η οποία Ελλάς κομίζει επίσης οικουμενικής εμβέλειας ιδιοπροσωπία. Ας την αφήσουμε ήσυχη να αναπτυχθεί όπως της έταξαν οι πραγματικοί ταγοί της, από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, μέχρι τον Ρήγα, τον Μακρυγιάννη, τον   Δραγούμη, τον Σικελιανό, τον Πικιώνη, τον Θεοδωράκη και τους υπόλοιπους  μεγάλους διανοητές-εκφραστές του συλλογικού της ασυνείδητου,  ων ουκ έστι αριθμός.

 

7-8-2011

Το αμείλικτο μένος για το Πανεπιστήμιο

Το αμείλικτο μένος για το Πανεπιστήμιο

 

Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη*


 

Πολλοί πανεπιστημιακοί δημοσιεύουν ενδιαφέροντα ή και εξαιρετικά κείμενα, αντιδικώντας με το νέο νόμο για τα ΑΕΙ. Προσπαθούν να εξηγήσουν με όρους ενός αχαλίνωτου ουμανισμού, ή με όρους μιας δομημένης αλλά ακαδημαϊκής επιχειρηματολογίας, προβλήματα που δεν είναι καθόλου αυτονόητα για τον εξωπανεπιστημιακό πολίτη.

Συχνά αντιμετωπίζουν μια ανεξήγητη, κυρίως διαδικτυακή, επιθετικότητα. Απαντούν. Μόνο που απαντούν – φοβάμαι – σε λάθος ερώτημα. Το κέντρο της σοβαρής διαμάχης δεν είναι μια πολιτική «αβλεψία», μια τεχνοκρατική αδεξιότητα στην κατασκευή του νόμου. Ούτε η θεμελίωση ενός μεγάλου πολιτιστικού εγκλήματος που συντελείται με τη στρατηγική ανάσχεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στις πεινασμένες «αγορές» από κρατικοδίαιτους και ευρωδίαιτους επιχειρηματίες, που θέλουν τα ερευνητικά προγράμματα για τον εαυτό τους και, δυνητικά, τους φοιτητές για πελάτες τους. Ούτε, νομίζω, το πρόβλημα βρίσκεται στην «προπαγανδιστική αποτελεσματικότητα» του κυβερνητικού επιτελείου που έρχεται να συναντήσει και να εκμεταλλευτεί υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα πανεπιστημιακής κακοδιοίκησης ή παραφθοράς.

Το πρόβλημα νομίζω ότι εκφράζεται με μια πολύπλευρη αποκαθηλωτική μέριμνα, μια βαθύτερη κοινωνική εμπάθεια προς το Πανεπιστήμιο. Εκεί πρέπει κανείς να αναζητήσει το κέντρο του προβλήματος. Ισως πρέπει να επισημάνω ότι σφοδρές επιθέσεις δέχεται το Πανεπιστήμιο κυρίως από τις υπώρειες της φθίνουσας μεσαίας τάξης. Γιατί; Πιθανόν γιατί το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα από τα τελευταία μεγάλα εννοιολογικά σχήματα, που πρέπει να θρυμματιστεί μέσα στον κοινωνικό εμφύλιο και τις ποικίλες προσωπικές και συλλογικές διαψεύσεις. Και η πιο διαψευσμένη αφήγηση είναι η ίδια η «νέα» μεσαία τάξη, που η ανέλιξή της πολιτικά και οικονομικά κορυφώθηκε τη δεκαετία του '90. Πολιτιστικά η «τάξη» αυτή θεμελιώθηκε σε μια τηλεοπτική «αιτιοκρατία», σε μια γρήγορη και αλματική μυθοπλαστική και αξιωματική υπέρβαση:

Ο νέος μέσα από μια ευνοϊκή σύμπτωση (ερωτική στην τηλεόραση, κομματική ή χρηματιστηριακή στη ζωή) ανέρχεται και πλουτίζει. Η νέα μεσαία τάξη αυτοαξιολογήθηκε όπως ακριβώς αξιολογούν στα τηλεπαιχνίδια, όπως επιλύουν τις δραματουργικές αντιθέσεις τα σίριαλ, με τη μαζική φαντασίωση της ανόδου στο φωτεινό πουθενά.

Πολλά από τα (διαψευσμένα πλέον) μέλη της απεχθάνονται κάτι που δεν εξαγοράζεται, αλλά δουλεύεται: τη μόρφωση, τη βαθιά καλλιέργεια, τη δεύτερη σκέψη, τη δύσκολη κριτική σύνθεση. Στη θέση τους θέλουν τη γραμματειακή βεβαίωση μόρφωσης, την περιληπτική πολυμάθεια, την προφάνεια, την προσχωρητική κατανόηση. Όχι φυσικά πως τα Πανεπιστήμια είναι μόνο ή οι μόνοι χώροι λογιοσύνης, αλλά είναι οι πιο ισχυρά θεσμισμένες προϋποθέσεις λογιοσύνης. Με μια σχετικά ήπια ταξικότητα επιτρέπουν στο ταλέντο, ακόμα και του φτωχού, να ανέλθει.

Η νέα μεσαία τάξη εκπαιδεύτηκε να μη θέλει το κοπιώδες ταλέντο, αλλά το υπέρλαμπρο ζωδιακό τεκμήριο. Σ’ ένα βαθμό, έτσι εκφράστηκε και η δική της άνοδος: μέσα από έναν ανάστροφο συλλογικό ναρκισσισμό. Αρκτικόλεξα λοιπόν, φόρμες συμπλήρωσης και αριθμήσεις ποιοτήτων και πάθους. Αυτό είναι το νέο Πανεπιστήμιο που χρειάζεται. Μια νέα μαζική ψευδαίσθηση, όπου ο καθρέφτης θα λέει ότι «είσαι ο πιο ωραίος» και η πραγματικότητα θα αποδεικνύει ότι είσαι ο πιο ηλίθιος.

Ναι, το Πανεπιστήμιο κουβαλάει προβλήματα που οι φοιτητές τα αισθάνονται στην πρώτη τους επαφή με αυτό και τους διδάσκοντες. Ανελαστική και δυσκίνητη ακαδημαϊκότητα, μη διαθεσιμότητα προσωπικού, συχνά ψυχρή και αυτοσυντηρητική διδασκαλία, απίθανη ανοργανωσιά, υλική φτώχεια, βλακώδεις ή πονηρούς ανταγωνισμούς και υπόγειες συνδέσεις παρεών.

Ναι, είναι αυτά τα προβλήματα που επιβαρύνουν το Πανεπιστήμιο και τους πνευματικούς ανθρώπους με ένα υπέρμετρα γραφειοκρατικό, φθοροποιό βάρος από περιττές συγκρούσεις και σπατάλες.

Ναι, είναι αυτά που συχνότατα δεν επιτρέπουν να συνεννοηθείς μετοχικά σε μια πνευματική και ποιητική εγρήγορση, όπως η διδασκαλία. Και είναι αυτά τα προβλήματα που με ένα τυφλό μένος ενισχύουν και καλλιεργούν η ίδια η πυρηνική σύλληψη του νόμου αλλά και οι συχνοί βωμολοχικοί τσαμπουκάδες εναντίον του Πανεπιστημίου και της πολιτιστικής συνθήκης που εγκλείει.

 

* Ζωγράφος, επ. καθηγητής ΕΜΠ,  dsevastakis@arch.ntua.gr

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011, http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=303868

Δημ. πανεπιστήμιο υπόθεση της κοινωνίας

Η μάχη για το δημόσιο πανεπιστήμιο, υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προχωρήσει στην ψήφιση του νομοσχεδίου διάλυσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τον ίδιο πραξικοπηματικό τρόπο που ούτως ή άλλως πολιτεύεται το τελευταίο διάστημα. Τη μόνη νομιμοποίηση της κίνησής της έχει αναζητήσει στα αρνητικά αντανακλαστικά ενάντια στην ακαδημαϊκή κοινότητα, εκμεταλλευόμενη και υπαρκτές παθογένειες του πανεπιστημιακού χώρου, τις οποίες το πανεπιστημιακό κίνημα έχει καταγγείλει από καιρό.

Υποστηρίζει ότι οι διαμαρτυρίες προέρχονται από τους πρυτάνεις που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, τους καθηγητές που δεν θέλουν να κρίνονται, τις κομματικές φοιτητικές παρατάξεις που θέλουν να συναλλάσσονται με τις πρυτανικές αρχές. Την ίδια ώρα, προβλήματα που έχει δημιουργήσει η ίδια η πολιτική της, όπως είναι η μεγάλη ανεργία των πτυχιούχων, σπεύδει να τα αποδώσει στο υποτιθέμενο… σοβιετικό (!) μοντέλο σχεδιασμού που επικράτησε, όπως μας είπε χτες ο κ. πρωθυπουργός. Ο στόχος είναι προφανής: η κυβέρνηση επιδιώκει οι αντιδράσεις να θεωρηθούν υπόθεση μόνο της πανεπιστημιακής κοινότητας και των φοιτητικών παρατάξεων, ενώ η ίδια παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος των αναγκών της κοινωνίας για καλύτερη ανώτατη εκπαίδευση.

Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι το νομοσχέδιο αυτό θα έχει, ούτως ή άλλως, καταστροφικές επιπτώσεις πρώτα από όλα για την κοινωνία, για τους φοιτητές, για τους μελλοντικούς φοιτητές, για τις οικογένειές τους, αλλά και για τους εργαζομένους συνολικά.

Πρώτα από όλα, είναι προφανές ότι ακόμη και η σημερινή κουτσουρεμένη δωρεάν παιδεία διακυβεύεται. Ο ορίζοντας της δημοσιονομικής ασφυξίας, των περικοπών και της λογικής του επιχειρηματικού πανεπιστημίου είναι η γενίκευση των διδάκτρων και στο προπτυχιακό επίπεδο. Η ελληνική οικογένεια που βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη και πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις αλλά και μετά καλύπτοντας μεγάλο μέρος του κόστους σπουδών (σίτιση, στέγαση), τώρα θα κληθεί πολύ σύντομα να πληρώσει και δίδακτρα.

Επιπλέον, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση μεθοδεύει να υπάρχουν σημαντικά λιγότερες διαθέσιμες θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια και ΤΕΙ, ιδίως εάν σαρωθούν ή μαραζώσουν οριστικά τα περιφερειακά ιδρύματα. Όταν ολοκληρωθεί ο περιβόητος πανεπιστημιακός «Καλλικράτης», οι διαθέσιμες θέσεις θα είναι πολύ λιγότερες από όσες προσφέρονται τώρα. Η δυνατότητα να ελπίζει κάποια/ος ότι θα βελτιώσει τη θέση της/του μέσα από την ανώτατη εκπαίδευση θα περιοριστεί σημαντικά. Αυτό θα σπρώξει τους νέους είτε στους κάθε λογής εμπόρους των «κολεγίων» είτε, χειρότερα, στην ανεργία άνευ έστω και κάποιων τυπικών προσόντων. Την ίδια ώρα ολόκληρες περιοχές θα στερηθούν την πολιτισμική και αναπτυξιακή ώθηση που έδινε η παρουσία ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενισχύοντας τάσεις ερήμωσης της υπαίθρου.

Άλλωστε, η εικόνα που ήδη θα συναντήσουν οι φοιτητές επιστρέφοντας στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ για το νέο ακαδημαϊκό έτος θα είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Οι αλλεπάλληλες περικοπές στους τακτικούς προϋπολογισμούς θα οδηγήσουν σε έλλειψη στοιχειωδών αναλώσιμων υλικών, σε αδυναμία επισκευών, σε κτίρια χωρίς θέρμανση. Την ίδια ώρα η παρατεταμένη αδιοριστία των εκλεγμένων μελών ΔΕΠ και οι τεράστιες περικοπές πιστώσεων για συμβασιούχους διδάσκοντες θα σημαίνουν ότι χιλιάδες μαθήματα δεν θα προσφερθούν και αρκετά Τμήματα δεν θα μπορούν να προσφέρουν ολοκληρωμένα προγράμματα σπουδών.

Έπειτα, το νομοσχέδιο διαλύει την ίδια την έννοια του πτυχίου. Τα διετή ή τριετή πτυχία και η λογική των τριών κύκλων σπουδών θα σημαίνουν ότι οι νέοι δεν θα βγαίνουν στην αγορά εργασίας με στοιχειώδη επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά με απλές βεβαιώσεις σπουδών. Ο κόπος και η προσπάθεια για να μπουν στα πανεπιστήμια θα ανταμείβεται με ακόμη περισσότερη ανασφάλεια και έλλειψη κατοχύρωσης. Το άγχος και το κυνήγι μιας θέσης στον ήλιο δεν θα σταματούν ποτέ. Η γενιά της ανεργίας, η γενιά που και θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της, θα λαμβάνει και με τυπικούς όρους τίτλους σπουδών «μειωμένων προσδοκιών».

Αλλά και η κατάργηση της αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων και των δημοκρατικών συμμετοχικών θεσμών μόνο αρνητικές συνέπειες θα έχει. Προσπαθεί να αποτρέψει τη δυνατότητα μέσα στο πανεπιστήμιο να υπάρχουν κινήματα για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των συνθηκών σποδών και διαβίωσης, ενώ φαλκιδεύει τη δυνατότητα των πανεπιστημιακών δασκάλων να διδάσκουν με παρρησία και μεράκι. Επιπλέον, απειλεί να ακυρώσει τη δυνατότητα των πανεπιστημίων να λειτουργούν ως χώροι παραγωγής γνώσης και κριτικής σκέψης. Οι επιχειρηματίες ή οι πολιτευτές που θα αποτελέσουν τα «εξωτερικά μέλη» του Συμβουλίου Διοίκησης δύσκολα θα ενδιαφέρονται για τη μελέτη του πολιτισμού, την ανάπτυξη ελεύθερου λογισμικού, την ακριβή μέτρηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, τις φτηνές και οικολογικές λύσεις στη διαχείριση των απορριμμάτων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα εξασφαλίζουν φτηνότερες μελέτες για τις «επενδύσεις» τους. Στην Ελλάδα που θεωρεί εναλλακτικές καλλιέργειες τα… φωτοβολταϊκά και σπεύδει να σχεδιάσει αυτοκινητοδρόμους την ίδια ώρα που διαλύει το σιδηρόδρομο και τις δημόσιες συγκοινωνίες, που θεωρεί τη βασική έρευνα εξωτικό είδος, που θεωρεί ότι τα γράμματα, ο πολιτισμός και η ιστορική μνήμη έχουν νόημα μόνο ως τουριστικά προϊόντα, το Πανεπιστήμιο της κριτικής σκέψης και της κοινωνικά προσανατολισμένης έρευνας θεωρείται περιττή πολυτέλεια.

Όσο για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, αυτή δεν πρόκειται να φέρει την «ευταξία» στα Πανεπιστήμια. Ποιος γονιός θα κοιμάται πιο ήσυχος όταν ξέρει ότι ανά πάσα στιγμή, επειδή έτσι έκρινε ένας αστυνομικός διευθυντής ή ένας εισαγγελέας, οι πανεπιστημιακοί χώροι θα γίνονται θάλαμοι αερίων και ξυλοδαρμών όπως αυτοί που ζήσαμε στην Πλατεία Συντάγματος;

Για όλους αυτούς τους λόγους το πραγματικό θύμα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση του Μνημονίου δεν θα είναι κάποιες συντεχνίες ή κάποιες παρατάξεις, αλλά ολόκληρη η κοινωνία. Είναι προς το συμφέρον της εργαζόμενης πλειοψηφίας τα κυβερνητικά σχέδια για μια ανώτατη εκπαίδευση συρρικνωμένη, φτωχότερη, ιδιωτικοποιημένη και πολύ πιο αυταρχική να μείνουν στα χαρτιά. H μάχη για ένα πραγματικά Δημόσιο Δωρεάν Δημοκρατικό Πανεπιστήμιο οφείλει να γίνει υπόθεση όλων μας.

 

ΠΗΓΗ: 24-08-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=43027

Για την υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστημίου ΙΙ

Για την υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστημίου – Μέρος ΙΙ

 

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά*


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

Οι επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης: ο «νόμος του Γκρέσαμ» στην παιδεία

Στενά συνδεδεμένο είναι και το δεύτερο ζήτημα. Ο αγοραίος ανταγωνισμός, μας λένε, η ελεύθερη δηλαδή πρoσφορά και ζήτηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, θα οδηγήσει περίπου αυτομάτως στην ποιοτική τους αναβάθμιση. Μέσα από το αόρατο χέρι της αγοράς, το «καλό» θα επιπλεύσει, εξαφανίζοντας το «κακό» και περιθωριοποιώντας το «μέτριο».

Στην πραγματικότητα βέβαια ισχύει το εντελώς αντίθετο. Ακολουθώντας τον νόμο του Γκρέσαμ για το νόμισμα, φαίνεται πως, υπό ορισμένες περιστάσεις, το κακό διώχνει το καλό. Η εμπειρία, τόσο της ανατολικής Ευρώπης, όσο και η δική μας, δείχνει ότι η υπαγωγή των εκπαιδευτικών υπηρεσιών στους νόμους της αγοράς έχει καταστρεπτικές συνέπειες. Δεν θα γεμίσουμε με Χάρβαρντ, Πρίνστον, Καίμπριτζ και Οξφόρδες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα παρέχονται από αυτοσχέδια κακέκτυπα ιδρύματα, που μόνο σκοπό θα έχουν την όσο το δυνατόν ταχύτερη απόσβεση των επενδύσεών τους.

Ας μη βιαστούμε λοιπόν να επικαλεστούμε το παράδειγμα των μεγάλων επώνυμων ιδρυμάτων της Δύσης. Πρέπει να θυμηθούμε πως τα Χάρβαρντ και οι Οξφόρδες είναι τύποις μόνον ιδιωτικά ιδρύματα. Εδώ και αιώνες, έχουν τεράστια δική τους περιουσία, δεν οργανώνονται ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, διοικούνται από ανεξάρτητα και συνήθως ανιδιοτελή σώματα και αναπτύσσουν τη δράση τους με μόνο γνώμονα το κοινό, δηλαδή το δημόσιο, συμφέρον.

Τα ιδρύματα αυτά είναι τα θαυμαστά ιστορικά προϊόντα μιας μακρόχρονης εμμονής στην ανιδιοτελή θεραπεία του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού, στο ιδιαίτερο πλαίσιο των αγγλοσαξονικών φιλελεύθερων κοινωνιών. Όπως ακριβώς και τα αντίστοιχα δημόσια ιδρύματα της ηπειρωτικής Ευρώπης, τις Σορβόννες, τις Χαϊδελβέργες, τις Πάντοβες και τις Ουψάλες, ιδρύθηκαν και υπάρχουν με στόχο να προσφέρουν σοφία και γνώση, όχι για να αντλήσουν κέρδη από την προσφορά τους. Το κύρος τους, αλλά και η συνεχιζόμενη χρηματοδότησή τους (ιδιωτική και κρατική) συναρτώνται με την μακραίωνη θεσμική και ιδεολογική τους παράδοση. Και οι παραδόσεις δεν οικοδομούνται εν μια νυκτί.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η ιδιωτικοποίηση θα είναι καταστρεπτική και για άλλους λόγους, καθαρά «υλικούς». Είναι πράγματι σαφές ότι οι αναγκαίες οικονομικές επενδύσεις για μια «σοβαρή» εκπαίδευση είναι τόσο μεγάλες και συνεχείς, ώστε να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να εμφανίζονται ευθέως κερδοφόρες. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο επιμέρους γνωσιακοί τομείς, όπως π.χ. το «μπίζνες αντιμινιστρέισιον» –που οι τίτλοι ευγενείας του παραμένουν ακόμα αγγλόφωνοι– μπορούν να οργανωθούν επιτυχώς εκ των ενόντων και με περιορισμένους πόρους. Η σκληρή γνώση, οι πειραματικές και εργαστηριακές επιστήμες, η βιολογία και η ιατρική προϋποθέτουν τεράστια πάγια κεφάλαια, που δεν θα αποσβεσθούν ποτέ. Και, με αυτήν την έννοια, το δίλημμα είναι εντελώς αντίθετο από ό,τι το παρουσιάζουν.

Στην πραγματικότητα, τα ΑΕΙ είτε θα παραμένουν δημόσια ή τουλάχιστον δημόσιου ενδιαφέροντος και θα χρηματοδοτούνται σαν τέτοια κατ’ απόλυτη προτεραιότητα (αυτό ακριβώς το αίτημα εξέφραζε το περίφημο 15% στην εκπαίδευση) είτε, μοιραία, θα παρακμάσουν και θα εκφυλισθούν.

Υπάρχουν βέβαια και μεσοβέζικες λύσεις. Τέτοιες π.χ. επιχειρήθηκαν στην μετατσαουσέσκειο Ρουμανία όπου, για ένα διάστημα τουλάχιστον, εφευρετικοί επιχειρηματίες νοίκιαζαν αντί πινακίου φακής τα ήδη δεδομένα δημόσια πανεπιστημιακά εργαστήρια και τις αίθουσες, προσέφεραν επιμίσθια στους αποδιοργανωμένους καθηγητές και εισέπρατταν τεράστια δίδακτρα από τους δυστυχείς φοιτητές, που δεν είχαν άλλη λύση από το να πληρώσουν αδρά.

Έτσι, ειρωνικά, φαίνεται να γεννήθηκε ένας νέος και ιστορικά πρωτόφαντος τρόπος παραγωγής όπου η ιδιωτική κερδοφορία θα οργανώνεται με εκχώρηση δημόσιου πλούτου, ένας τρόπος παραγωγής που φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερους θιασώτες, εντός και εκτός συνόρων. Οι μετασοσιαλιστικοί κερδοσκοπικοί αυτοσχεδιασμοί εμφανίζονται επινοητικότεροι και από τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ. Γλιτώνοντας το δημόσιο από την ευθύνη ενός πάντα επίμαχου πολιτικού προγραμματισμού, η παραχώρηση και «αξιοποίηση» δημόσιων συμβολικών μονοπωλίων μπορεί να ανοίξει τον δρόμο σε νέες επιχειρηματικές περιπέτειες. Αυτό είναι και το αιτούμενο.

Ας τα εκπλειστηριάσουμε λοιπόν, ως τάχιστα, πουλώντας η νοικιάζοντάς τα σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Ακόμα και ως δυσλειτουργικά, κάτι μπορεί να «πιάσουν». Και, επιπλέον, θα απαλλαγούμε και από τους αιώνιους φοιτητές και τις φοιτητικές παρατάξεις που τους εκπροσωπούν και από την γκρίνια των πανταχού παρόντων εταίρων μας!

Από τον εκδημοκρατισμό στον εκσυγχρονισμό

Η τρίτη παρατήρησή μου αναφέρεται στις συχνά ασυνείδητες αλλά σημαντικές ιδεολογικές μετατοπίσεις που έχουν καταστήσει δυνατές τις πρόσφατες εξελίξεις. Έτσι, πρέπει να θυμηθούμε ότι σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο το ζήτημα της εκπαίδευσης συνδέθηκε ευθέως με το ζήτημα της δημοκρατίας. Θυμίζω πως η «ελιτίστικη» εκπαίδευση του παρελθόντος, που διοχέτευε τους νέους σε δυο χωριστά και σχεδόν αδιάβροχα εκπαιδευτικά «δίκτυα» –των προνομιούχων από τη μια μεριά, και των απόκληρων από την άλλη–, μπήκε στο στόχαστρο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Σε όλο τον κόσμο, και κατεξοχήν στη χώρα μας, τα δημοκρατικά πολιτικά κινήματα επιδίωξαν, και πέτυχαν, να ανοίξουν τα ΑΕΙ σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, να περιορίσουν την εκπαιδευτική επιλογή και να αμβλύνουν τα κατεστημένα ταξικά προνόμια των «κληρονόμων».

Αυτόν ακριβώς το στόχο είχε το αίτημα για εκδημοκρατισμό της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό ήταν και το μήνυμα του συνθήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Όποιο και να ήταν το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, οποιαδήποτε και να ήταν η οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η δομή της όφειλε πλέον να εμφανίζεται ανοικτή και δημοκρατική. Ακόμα και αν τα ταξικά προκρίματα είναι αδύνατον να εξαφανισθούν εντελώς, η ακάθεκτη πορεία των κοινωνιών προς την «αξιακή πρόοδο» επέτασσε τη δυνατότητα πρόσβασης όλων στους μηχανισμούς της εκπαίδευσης.

Είναι λοιπόν εντελώς αξιοσημείωτο ότι, στις μέρες μας, ο προβληματισμός γύρω από την εκπαιδευτική δικαιοσύνη και τους όρους της εκπαιδευτικής επιλογής φαίνεται να έχει εκλείψει εντελώς.

Η δωρεάν παιδεία, που ήταν η αναγκαία θεσμική προϋπόθεση για την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών, εμφανίζεται πλέον ως παρωχημένο και αναχρονιστικό αίτημα.

Στη θέση του «εκδημοκρατισμού» της εκπαίδευσης εισβάλλει ακάθεκτα η ιδέα του «εκσυγχρονισμού» της. Η σύγχρονη ιδέα της ανταγωνιστικής οικονομικής ανισότητας εξοβελίζει την παλαιά ιδέα της δημοκρατικής πολιτικής ισότητας. Στο όνομα της παραγωγικότητας, η εκπαίδευση θα οργανωθεί σε αγοραία ιδιωτική βάση και με αγοραίες προδιαγραφές.

Ακόμα λοιπόν και αν παραμένουν τύποις δημόσια, τα ΑΕΙ «οφείλουν» να λειτουργούν έλλογα και αποτελεσματικά, ως εάν ήσαν ιδιωτικά.

Η συνταγή είναι γνωστή: για να αποφευχθούν περιττές και ανορθολογικές «σπατάλες», καμία υπηρεσία δεν επιτρέπεται πια να παρέχεται δίχως αντικαταβολή. Ο χρήστης είναι απλός πελάτης που, όπως όλοι οι έλλογοι πελάτες-άτομα, καλείται να πληρώσει ανάλογα με το ατομικό όφελος στο οποίο προσβλέπει.

Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η πρόσβαση στη γνώση αφορά πρωτίστως τους έλλογους χρήστες που επιδιώκουν την ατομική τους ενσωμάτωση στην κοινωνία, υπό τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους. Η εκπαιδευτική απόφαση είναι λοιπόν μια προσωπική και μόνον υπόθεση και, όπως όλες οι έλλογες αποφάσεις, θα λαμβάνεται με αποκλειστικό κριτήριο το ατομικό κόστος και το προσδοκώμενο ατομικό όφελος.

Στην ουδέτερη αγορά, το θέμα των «διδάκτρων» είναι παραπλήσιο με το θέμα των αγοραίων τιμών ή «αντικαταβολών» όλων των άλλων αγαθών η υπηρεσιών. Και, όπως συμβαίνει και με όλες τις άλλες αγοραίες ετυμηγορίες, οι τιμές ισορροπίας είναι εξ ορισμού σωστές, άρα και «δίκαιες». Κανείς δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα των ανθρώπων μπροστά στους όρους της επιβίωσής τους θα κριθούν από το ύπατο αγοραίο δικαστήριο. Αυτή ακριβώς είναι η σύγχρονη θεοδικία.

Υπό τους όρους αυτούς, είναι απολύτως εύλογο να θεωρείται ότι η εμμονή στη δημοκρατική λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης ως θεμελιώδους δημόσιου αγαθού έννομου είναι «αντιδραστική» και παρωχημένη.

Ακόμα και αν είναι προς το παρόν συμβολικά και πολιτικά δύσκολο να ιδιωτικοποιηθεί και να απορυθμισθεί στο σύνολό της, η δημόσια εκπαίδευση καλείται επειγόντως να «προσαρμοσθεί» στα κελεύσματα της αγοράς. Και, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να εγκαταλείψει όλες τις αξιακές και ιδεολογικές παρωπίδες που την καθήλωναν στα δεσμά μιας «ξεπερασμένης ιδεοληψίας».

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, μαζί με το τέλος της ιστορίας, αναγγέλλεται το τέλος της ιδεολογίας, το τέλος της πολιτικής, το τέλος της δημοκρατίας και το τέλος των δημόσιων αγαθών. Η κοινωνία μας δεν χρειάζεται αξίες ή ιδέες.

Με το σύνδρομο ΤΙΝΑ (: δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση), η πολιτεία παραιτείται από τη δυνατότητά της να αποφασίζει η ίδια με δημοκρατικές διαδικασίες για το τι θέλει να θεωρεί πρόοδο.

Εφεξής, πράγματι, η πρόοδος είναι συνώνυμη με την οικονομική ανάπτυξη, η ανάπτυξη προϋποθέτει την πλήρη αγοραία απορύθμιση και η απορύθμιση συνεπάγεται την εξαφάνιση όλων των εξωαγοραίων αξιακών παραμέτρων. «Καλή» και «άξια» γνώση τείνει πια να θεωρείται μόνον η «χρήσιμη» γνώση που θα επικυρωθεί ίσως αργότερα στην ελεύθερη αγορά εργασίας.

Ως «άχρηστα» λοιπόν, όλα τα άλλα, όλες οι εσωτερικευμένες κοινωνικές αξίες – εθνικές και οικουμενικές -, η αλληλεγγύη, η αδελφότητα, το ξεχασμένο τρίτο συστατικό του επαναστατικού τρίπτυχου, οι συμβολικές ανταλλαγές, οι αμοιβαιότητες και συλλογικότητες, ό,τι δηλαδή συγκροτούσε τον νεωτερικό «πολιτισμό» του Διαφωτισμού μπορούν να εξοβελιστούν από το εκπαιδευτικό σύστημα.

Με αποκλειστικό γνώμονα το ατομικό τους συμφέρον, οι «χρήστες» και «πελάτες» του πρέπει να πεισθούν πως η παιδεία την οποία θα επιλέξουν, και θα πληρώσουν, δεν μπορεί παρά να είναι το προανάκρουσμα της αδυσώπητης ανταγωνιστικής κοινωνίας στην οποία καλούνται να επιζήσουν.

Και έτσι, η ιδεατά αυτόνομη παιδεία θα αναδειχθεί σε ετερόνομη εκπαίδευση. Μετά από τρεις αιώνες, ο εργαλειακός ατομικιστικός ωφελιμισμός φαίνεται να επικρατεί δίχως αντίπαλο.

Η πανουργία της ιστορίας: το δημόσιο πανεπιστήμιο τόπος αντίστασης

Όμως, η ιστορία είναι πάντα πανούργα και η αχλάδα έχει πάντα πίσω της μιαν ουρά. Το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι ο κατεξοχήν τόπος αντίστασης σε αυτές τις εξελίξεις. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο συγκεντρώνει τους μύδρους των ζηλωτών της «πολιτικής ορθότητας».

Παρά τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές του, παρά τις αντιφάσεις και τις εκτροπές του, παρέχει ακόμα τη δυνατότητα σε εκείνους που φοιτούν να σκέπτονται κριτικά, να αναστοχάζονται δημιουργικά και να αντιπαρατίθενται δυναμικά στις επίσημες δοξασίες, βεβαιότητες και ορθοδοξίες, στις οποίες ίσως να μην πιστεύουν ούτε καν αυτοί που τις εκστομίζουν.

Και αυτός είναι ίσως ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η επιβίωση των δημόσιων ΑΕΙ είναι ζήτημα που δεν αφορά μόνο τα ίδια, τους «πελάτες» τους, την οικονομία, τους όρους παραγωγής της γνώσης και την εκπαίδευση ως χωριστό κοινωνικό υποσύστημα.

Αφορά την κοινωνία στο σύνολό της και τις αξιακές και κοσμοθεωρητικές της προδιαγραφές.

Αν το βραχυπρόθεσμο κοινό μας μέλλον θα διαγραφεί μέσα από οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται τις περισσότερες φορές ερήμην των πολιτών, οι μακροπρόθεσμες πολιτιστικές προοπτικές των κοινωνιών μας συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους υπόγειους και ύπουλους μετασχηματισμούς στον τρόπο διαμόρφωσης των ατομικών προοπτικών και φαντασιώσεων. Και είναι γεγονός ότι οι πολύτιμες και αναντικατάστατες φαντασιώσεις για την αξιακή πρωτοκαθεδρία του συλλογικού ενάντια στο ατομικό δεν μπορούν να αναπαραχθούν παρά μόνο στους κόλπους ενός ιδεολογικού συστήματος που παραμένει ακόμα ανοικτό στην αμφισβήτηση των ίδιων του των προδιαγραφών.

Και αυτή ακριβώς είναι η υψηλότερη, ίσως, υπηρεσία που καλείται να προφέρει το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο πανεπιστήμιο. Είναι επίσης και δημόσιο. Και, επειδή ακριβώς είναι δημόσιο, εκφράζει την κοινωνία, τον «δήμο» που καλείται να ομογενοποιήσει και να εκπαιδεύσει. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η πολιτεία ανέθεσε στη δημόσια εκπαίδευση να σκέπτεται και να λειτουργεί αυτόνομα. Με αυτή την έννοια, η λαϊκή κυριαρχία και η πανεπιστημιακή αυτονομία είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: υπάρχουν για να μπορεί να προτάσσονται ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί την αυτοτέλεια των αυτοθεσπιζόμενων ιστορικών συλλογικών οντοτήτων. Και αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος για το οποίο η παραγωγή και η αναπαραγωγή των ιδεών των αξιών και της γνώσης οφείλει να παραμείνει αναπαλλοτρίωτο δημόσιο αγαθό. Έτσι και μόνο μπορεί να εξασφαλισθεί η συλλογική κοινωνική αυτογνωσία, έτσι και μόνο όλοι, νέοι και πρεσβύτεροι, μπορούν να συνεχίσουν να νιώθουν ελεύθεροι όχι μόνο να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους αλλά και να σκέφτονται γύρω από το νόημά της και την ιστορική της πορεία.

* Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Το άρθρο είναι κείμενο ομιλίας που εκφωνήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε ημερίδα που οργανώθηκε υπό την αιγίδα της Συνόδου των Πρυτάνεων την 7η Ιουνίου 2011, με ομιλητές τον Κ. Τσουκαλά και τον Στ. Πεσμαζόγλου.

 ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/06/2011, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=622244