Αρχείο κατηγορίας Βιβλία που αγγίζουν

Βιβλία και Περιοδικά που αγγίζουν

Λέξεις-μολότοφ ενάντια στο μαύρο χρήμα

Λέξεις-μολότοφ ενάντια στο μαύρο χρήμα*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η «νέα τάξη» πραγμάτων, ένας όρος που επικράτησε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης για να δηλώσει τη γεωπολιτική πραγματικότητα της ακόλουθης χρονικά συντριπτικής διεθνούς κυριαρχίας των Η.Π.Α., χρησιμοποιείται από τον Ντίνο Σιώτη στην ποιητική του συλλογή «Μαύρο χρήμα», όμως όχι τη φορά αυτή για να δηλώσει τη γεωπολιτική αλλά τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ενός ακραίου, ανάλγητου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος, στο οποίο οι κρατούντες εγκαθιδρύουν το σκοτάδι για να διακινούν την ανομία και την αιμοβορία:


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 343, 16/5/2012.

«Έχουν αγκαλιές και δεν αγκαλιάζουν/ έχουν μάτια και δεν βλέπουν έχουν/ αυτιά και δεν ακούν κατεβαίνουν// σκάλες που δεν τις έχουν ανεβεί»· οι αγκαλιές, τα μάτια και τ' αυτιά είναι σφραγισμένα, η άρχουσα τάξη αρνείται να αφουγκραστεί τις ανάγκες των υπολοίπων. Η άνοδός της με αθέμιτα μέσα δεν της επιτρέπει να κατανοεί, παρά μόνο να ποδοπατά και να εγκληματεί.

 Το σκηνικό είναι μουντό. «Στις μέρες μας δεν αξιωθήκαμε να δούμε/ τον θρίαμβο της δημοκρατίας ούτε της/ δικαιοσύνης» συλλογίζεται ο Σιώτης. Ο κυνισμός, η απάθεια, η έλλειψη ενδιαφέροντος, επικοινωνίας κι ανθρωπιάς πυροδοτούνται από το μαύρο χρήμα: «τα ώτα των μη ακουόντων/ είναι βουλωμένα με μαύρο χρήμα». Αυταπάτες εκταμιεύονται σε μαύρο χρήμα, αβεβαιότητες εξοφλούνται σε μαύρο χρήμα, η βεβαιότητα ασφαλίζεται σε μαύρο χρήμα. Το μαύρο χρήμα κατεδαφίζει τα όνειρα, την εμπιστοσύνη, τη σιγουριά, την ασφάλεια. Υποταγμένοι σε τούτη τη μαύρη πρακτική, όσοι συμμετέχουν στο παιχνίδι των ισχυρών υπογράφουν την καταδίκη τους, που σηματοδοτεί την προσωπική τους εγκατάλειψη «στην άκρη του δρόμου», σφραγίζοντας την ταξική, κυρίως όμως την ηθική τους χρεοκοπία. Όσο λοιπόν οι «νεόπλουτοι» του ομότιτλου ποιήματος «τοκίζουν την/ ευμάρεια σε παράκτιες εταιρείες», «η/ ζωή παραμένει ανασφάλιστη και φοβική». Η μόνη ασφάλεια, κατά τον Σιώτη, εντοπίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Ανακυκλώνοντας εμφαντικά τον όρο «μαύρο χρήμα» δώδεκα φορές μέσα στην ποιητική του συλλογή (δεκατρείς μαζί με τον τίτλο της συλλογής, σημαινόμενο κακοδαιμονίας) ο Σιώτης τον ταυτίζει λόγω χρώματος και υπόγειων διαδρομών με το σκοτάδι, ενώ παράλληλα τον αντιπαραβάλλει στο φως, το οποίο απειλείται με θάνατο. Ο ήλιος, φορέας του φωτός, ακρωτηριάζεται, ξεπουλιέται από «πλεονέκτες που θησαυρίζουν/ τοκίζοντας αέρα αλαζονείας σε τράπεζες/ πλειστηριασμού φωτός». Σκιές, φασματικές φιγούρες υποχθόνιες, επιβάλλουν το «άπλετο σκοτάδι». Τα δελτία ειδήσεων ισοπεδώνουν τον «άμαχο πληθυσμό» και προσκολλούν επάνω του τον θάνατο «σαν βδέλλα». Με ποιητική ευαισθησία ο Σιώτης αγωνιά για το σκοτεινό αύριο σε μια προφητεία που προβλέπεται να επαληθευτεί με μαθηματική ακρίβεια: «το πρωί να 'ναι εδώ και να μην έχει ξημερώσει», εφόσον θα κυριαρχεί το σκότος.

Ανάχωμα στην αλαζονεία των άπληστων υψώνεται ο ποιητικός λόγος. Ο ποιητής απευθύνει προσκλητήριο αντίστασης αναλαμβάνοντας ο ίδιος πρώτος δράση: «στο αμόνι χτυπώ την αλαζονεία»· και κηρύσσει την επανάσταση με τρομπέτες που συνθέτουν σκηνικό τελικής κρίσης. Οι λέξεις του είναι «εξεγερμένες» και παλεύουν ενίοτε μόνες ενάντια στην ατιμώρητη αυθαιρεσία. Πώς να πορευτούν άλλωστε αλλιώς, όταν ακόμη κι ο Θεός απουσιάζει; Στα ποιήματα «Θεέ μου» και «Κύριε» ο ποιητής προσευχόμενος απευθύνει στον Θεό επίκληση προς σωτηρία. Παρουσιάζοντας όλη την ελληνική τραγωδία με το κλίμα της φιλαρχίας, της ανομίας, της διαπλοκής, της διαφθοράς, της ατιμωρησίας, της σήψης, της δυσωδίας και της διάλυσης, παρακαλά για την έξοδο από τον «νυχτερινό ουρανό». Όμως ο Θεός είναι εξαφανισμένος («γιατί εξαφανίστηκες Κύριε»), απών από τον άδικο, παράλογο, εγωιστικό, υποκριτικό, ανυπόληπτο κόσμο. «Κι εσύ Κύριε κάθεσαι εκεί ψηλά/ (μα πόσο ψηλά πια;) και δεν λες δυο λόγια»: η μοιραία διαπίστωση του τραγικού αδιεξόδου επισύρει το απεγνωσμένο ερώτημα «μήπως θα 'πρεπε να τα μαζεύω/ Κύριε και να πάω σε άλλη πατρίδα;»

Σε ποια πατρίδα όμως να αναζητηθεί το καταφύγιο, όταν η πατρίδα της θεϊκής αγκαλιάς, στην οποία θα μπορούσαν να αναχθούν όλες οι υπόλοιπες, είναι από καιρό εξαφανισμένη κι αγνοούμενη; Γι' αυτό και στο σκηνικό της τελικής κρίσης, ελλείψει της θεϊκής επιφάνειας, πρωταγωνιστεί η ποίηση. Καθώς μάλιστα η ποίηση δεν απέχει πολύ απ' το να ταυτιστεί με τη ζωή που «βρέθηκε ατιμασμένη σ' ένα χαντάκι», εφόσον ανακαλείται η ανάλογη μοίρα ενός ποιητή, του δολοφονημένου από τους φασίστες Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει την αποκατάστασή της. Βεβαίως το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο, δεδομένου πως η βασικότερη μονάδα λόγου, το ρήμα, διαστρέφεται: «το ρήμα το εξαγοράζω με μαύρο// χρήμα», δηλώνει ο ποιητής, σχολιάζοντας πόσο εύκολα το «ρήμα» μεταπίπτει σε «χρήμα», πόσο εύκολα η αλήθεια παραλλάσσεται κι ακυρώνεται με την προσθήκη ενός «Χ» που την παραχαράσσει. Εδώ λοιπόν απαιτείται «λεξιλόγιο πιο γυμνό κι απ' την ποίηση», εδώ επιβάλλεται «να εφεύρουμε/ λέξεις μολότοφ».

Ο Σιώτης αρπάζει τις αυτοσχέδιες μολότοφ του και τις εκτοξεύει με τη σκληρότητα της τιμωρού ποιητικής του γλώσσας ενάντια «στην κάθε φύσεως μαλακία». Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει εμμέσως ως κτήνη τους μαυραγορίτες, που «αφήνουν ατάιστα τα ζώα τους φροντίζουν/ όμως στο έπακρο τα ζωώδη αισθήματα». Οι άπληστοι, πάλι, αποκαλούνται «πρεζόνια του πλούτου», ενώ και το προφίλ τους σχηματοποιείται «με άναρχες παντομίμες καύλας». Για όλους όσους δεν αναγνωρίζουν άλλο ιερό και όσιο πέρα από την «Αγία Απληστία», ο Σιώτης επιστρατεύει ενισχυτικά την ειρωνεία του: «έζησα/ τις μεγάλες στιγμές της μικρότητας των/ πολιτικών»· έτσι ο ποιητής προσδιορίζει το μέγεθος το προσωπικό μα και το μέγεθος των πράξεων των όντων τούτων με επίθετα αντιθετικά στις αποδιδόμενες σε αυτά ιδιότητες, επιτείνοντας έτσι τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους.

Η αναλγησία και ο κυνισμός όσων υπηρετούν το βρόμικο σύστημα αναδεικνύεται περαιτέρω μέσα από την ευαισθησία που εκδηλώνουν τα άψυχα αντικείμενα καθώς προσωποποιούνται. Το παγκάκι, ξενώνας συχνά αστέγων, χαρακτηρίζεται το ίδιο από τον Σιώτη «άστεγο». Τα μαχαίρια λιποτακτούν «γιατί δεν είχαν ψωμί να κόψουν/ δεν είχαν τοστ να το αλείψουν βούτυρο». Οι δρόμοι, με τη σειρά τους, «στ' αλήθεια τα// χάνουν τρελαίνονται και κλαίνε απαρηγό-/ ρητοι όχι λόγω δακρυγόνων αλλά λόγω/ κατάντιας του συλλογικού δράματος». Ακόμη και τα άψυχα, επομένως, χάνουν τον προσανατολισμό τους και αλλοτριώνονται, όταν υποχρεώνονται να συμμετάσχουν στον πόνο και στον εξευτελισμό του ανθρώπου. Η εκδήλωση ευαισθησίας από τα άψυχα, σε σύγκριση με την αφασία των ανθρώπων, κορυφώνει την τραγικότητα της κατάστασης.

Εξίσου δραστικά λειτουργεί η αντιστροφή από τον Σιώτη παραδοχών ευρέως διαδεδομένων, των οποίων η αποδόμηση τις καθιστά άκυρες. Η πασίγνωστη παραδοχή πως όποιον πολιτικό αποχωρεί από το «μαντρί», δηλαδή από το κόμμα στο οποίο ανήκει, προκειμένου να κινηθεί αυτόνομα, τον τρώει ο «λύκος», προσεγγίζεται από τον ποιητή υπό ένα νέο πρίσμα ερμηνείας, σύμφωνα με το οποίο ο λύκος δεν βρίσκεται έξω από το μαντρί, παρά μέσα σ' αυτό, ενώ το «αρνί», δηλαδή ο μαντρωμένος λαός, καλείται να δείξει εμπιστοσύνη στον λύκο, υπονομεύοντας την ύπαρξή του και αποδεικνυόμενο «τυφλό». Η αντίστροφη αλληγορία του Σιώτη αποδίδει τόσο το πόσο απροστάτευτος είναι ο λαός σαν αρνί, όσο όμως και τη δική του ευθύνη, που επιφέρει την τυφλότητά του.

Η τυφλότητα αυτή, εξάλλου, έχει ως συνέπεια «ο// κύκλος να μην κλείνει αλλά να παρα-/ μένει ανοιχτός όπως οι πληγές των/ Φαραώ». Τα νοσήματα των Ελλήνων, διαχρονικά κι ανίατα, παρουσιάζονται από έναν χορό αρχαίας τραγωδίας στο Σύνταγμα, ο οποίος «απαγγέλλει το αρχαίο δράμα του λαού». Οι διαφορετικοί χρόνοι, παρελθόν και παρόν, συμφύρονται στον ίδιο τόπο, στον ίδιο λαό, αποκαλύπτοντας πως ποτέ δεν επήλθε η πρόοδος. Η κυριαρχία του παρελθόντος επί του παρόντος, καθώς «το τέλος του/ αιώνα ήρθε πριν την αρχή του», με το τέλος να προηγείται χρονικά της αρχής, δηλώνει μέσω του οξύμωρου σχήματος την κατίσχυση του μεσαίωνα. Η ίδια διαπίστωση επιβεβαιώνεται κι από το επιλογικό της συλλογής τρίστιχο «Αν και ένα χρόνο στο/ μνημόνιο ζούμε σε/ προμνημονιακή εποχή», γεγονός που καταδεικνύει πως παρά το πέρασμα του χρόνου δεν επήλθαν βελτιωτικές αλλαγές· αντιθέτως επήλθε οπισθοδρόμηση.

Πώς μπορεί να συντελεστεί λοιπόν η έξοδος από τον λαβύρινθο; Η πρόταση του Σιώτη περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του παρελθόντος και της σήψης του: «η καινούρια ζωή/ προχωρά αφήνοντας πίσω της τα ρετάλια/ τα ρεμάλια και τα ράκη της απάτης». Για να κατορθωθεί αυτό, βεβαίως, προϋποτίθεται πως τα πράγματα θα ειπωθούν με τ' όνομά τους, χωρίς κολακείες και ωραιοποιήσεις: «όσοι χαϊ-/ δεύουν τα αυτιά της εξουσίας ας πάνε/ να κλειστούν ξανά στον γυάλινο πύργο/ τους: σε κανέναν μας δεν θα λείψουν». Έτσι ο Σιώτης δεν δείχνει απλώς στα παπαγαλάκια της εξουσίας τον δρόμο για το κλουβί τους, μα βγάζει από τον γυάλινο πύργο την μέχρι πρότινος εκεί εγκλωβισμένη ποίηση, που αφυπνίζεται και αφυπνίζει, καθώς αποσπά τον εαυτό της από την ιδιώτευσή της και τις εσωτερικές της καταβυθίσεις, και διεκδικεί ξανά ενεργά τον κοινωνικό της ρόλο.

 

Ντίνος Σιώτης, «Μαύρο χρήμα», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σελ. 88.

 

ΕΦΕΥΡΕΣΗ

 

Να εφεύρουμε άλλες λέξεις να εφεύρουμε

λέξεις μολότοφ που ν' αντιστέκονται στα

δελτία των ειδήσεων που να μιλάνε τη

 

γλώσσα των καταφρονεμένων που να

μιλάνε στον άμαχο πληθυσμό για την

χειμαζόμενη πείνα να εφεύρουμε μια

 

άλλη μνήμη που να ανακαλεί μιαν

άλλη αυγή χωρίς ακρωτηριασμούς

ηλίου και παρεξηγημένες καταιγίδες

 

να εφεύρουμε έναν χτύπο ρολογιού

που κάτι να μας λέει πεσμένος κάτω

στο πάτωμα ή μέσα σε σπασμένο

 

κομοδίνο ζάλης έναν θάνατο που να

μην κολλάει πάνω μας σαν βδέλλα ένα

λεξιλόγιο πιο γυμνό κι απ' την ποίηση

 

Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 2008

 

Η ΧΩΡΑ ΜΑΣ

 

Χωρίς προειδοποίηση μείναν πίσω τα

πουλιά μείναν πίσω οι γλάστρες μείναν

πίσω οι λύκοι να φυλάνε τα πρόβατα

 

τότε δεν βλέπαμε τίποτα: ο καλός ποιμήν

έλειπε με άδεια στα ιαματικά λουτρά εμάς

μας τύφλωναν τα καζίνα κι οι διαφημίσεις

 

στην τηλεόραση όπου τα φαινόμενα σήψης

& παρακμής μύριζαν φρεσκάδα και ακμή

τώρα χωρίς προειδοποίηση χαροπαλεύει η

 

χώρα τι κι αν ο ηγέτης μόλις ανακάλυψε

την πράσινη ανάπτυξη τι κι αν του δείχνουν

τον μεσαίωνα που προπορεύεται της χώρας

 

Αθήνα, 14 Μαΐου 2011

 

Κρίση και αριστερή διέξοδος: Η πρόκληση

Κρίση και αριστερή διέξοδος – Η πρόκληση της επόμενης μέρας

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ*

 

Tων Στάθη Κουβελάκη & Κώστα Λαπαβίτσα

 

«Η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ, η σύγκρουση με την ΕΕ και η υιοθέτηση εκτεταμένου αντικαπιταλιστικού προγράμματος θα λειτουργήσει ως παράδειγμα για τους ευρωπαϊκούς λαούς… Η Ελλάδα μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς για τη δράση των άλλων ευρωπαϊκών λαών που δέχονται τεράστιες πιέσεις λόγω της κρίσης και επιζητούν μεγάλες αλλαγές, όπως δείχνουν οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία. Σε μια τέτοια προοπτική η Ευρώπη θα μπορέσει ίσως να μπει σε διαφορετική πορεία, προωθώντας τη διεθνιστική αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών με πραγματικούς όρους και όχι με τη σημερινή υποκρισία που καλύπτει την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Θα πρόκειται για το πρώτο ουσιαστικό πλήγμα κατά του νεοφιλελευθερισμού και της χρηματιστικοποίησης που οδήγησαν στην τεράστια κρίση του 2007. Η ανατρεπτική αριστερά μπορεί όντως να κάνει την Ελλάδα να αλλάξει τον εαυτό της συμβάλλοντας σε ευρύτερες παγκόσμιες αλλαγές».

Ο Κώστας Λαπαβίτσας και ο Στάθης Κουβελάκης καταθέτουν 54 θέσειςπροτάσεις, χαράσσουν τους άξονες της Αριστερής Διεξόδου από την Κρίση, ενώ αναδεικνύουν την αναγκαιότητα μετωπικής συμμαχίας των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με πυρήνα μια Αριστερά με ανατρεπτικό προσανατολισμό.

Οι θέσεις χωρίζονται σε τρία μέρη:

Γενικευμένη καπιταλιστική κρίση: Ευρώπη και Ελλάδα (θέσεις 1-17)

Κοινωνικές δυνάμεις και πολιτική εξουσία στην εποχή των μνημονίων (θέσεις 18-41)

Αριστερή πρόταση για επίλυση της κρίσης και κοινωνική αλλαγή (θέσεις 42-54) 

Σας παρουσιάζουμε μια σύντομη περίληψη των θέσεων.

 

Η κρίση που αντιμετωπίζει ο ελληνικός καπιταλισμός είναι οικονομική, κοινωνική, πολιτική, κρατική, ιδεολογική και ηθική. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ελλάδα αντιμετωπίζει γενικευμένη κρίση που δεν οφείλεται σε πόλεμο αλλά πηγάζει ενδογενώς από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις… Η ελληνική κρίση είναι μέρος της παγκόσμιας αναταραχής που ξεκίνησε το 2007 και άρα πηγάζει από τις γιγαντιαίες αντιφάσεις του χρηματιστικοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού της εποχής μας… Η συσσώρευση στις ώριμες καπιταλιστικές χώρες δεν έχει μπει σε νέα και δυναμική βάση, ενώ δεν έχει ανεβεί αποφασιστικά η μακροπρόθεσμη κερδοφορία του κεφαλαίου. Παράλληλα η παραγωγική βάση της παγκόσμιας οικονομίας αναδιαρθρώνεται προς όφελος της αναδυόμενης Ασίας και σε βάρος των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Το θεσμικό και νομικό πλαίσιο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, από την άλλη, καθορίζεται από τις νεοφιλελεύθερες θεσμικές αλλαγές των τελευταίων τριών δεκαετιών. Η κυριότερη αλλαγή είναι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών… Ο ώριμος καπιταλισμός της εποχής μας δεν έχει έντονο αναπτυξιακό δυναμισμό, αλλά δημιουργεί αλλεπάλληλες φούσκες στις οποίες συμμετέχει και το βιομηχανικό κεφάλαιο αποσπώντας χρηματοπιστωτικά κέρδη. Η γιγαντιαία φούσκα του 2001-2007 οδήγησε στην κρίση που ξέσπασε το 2007, εκφράζοντας τη βαθύτερη δυστοκία της συσσώρευσης με τη μορφή της διόγκωσης του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους

Η ΟΝΕ ασκεί τεράστιες πιέσεις στη μισθωτή εργασία και έχει δημιουργήσει νέα αντίθεση κέντρουπεριφέρειας στην Ευρώπη. Η αντίθεση παίρνει τη μορφή απώλειας ανταγωνιστικότητας από πλευράς περιφέρειας … οδηγώντας έτσι σε διόγκωσης του χρέους… Το χρέος της περιφέρειας είναι εν μέρει εγχώριο, λόγω της γιγάντωσης των περιφερειακών τραπεζών, και εν μέρει διεθνές, λόγω του δανεισμού από τις τράπεζες του κέντρου… Για τις χώρες της περιφέρειας, αλλά και τα εργατικά στρώματα κέντρου και περιφέρειας, δεν υπάρχει προοπτική κεϋνσιανής πολιτικής, ή εκ νέου ενίσχυσης του κράτους πρόνοιας. Το μέλλον θα φέρει μόνο λιτότητα, μειώσεις και αυστηρό έλεγχο του κόστους εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις, περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και εξασθένιση του κράτους πρόνοιας. Είναι στρατηγικό λάθος που πηγάζει από την αποτυχημένη ιδεολογία του ευρωπαϊσμού να πιστεύεται ότι οι εξελίξεις αυτές είναι συγκυριακές και οφείλονται σε πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων της Γερμανίας, της Γαλλίας και άλλων χωρών του κέντρου. Απεναντίας, τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης απορρέουν από τη φύση της ΟΝΕ και σκοπεύουν στην προστασία των συμφερόντων του μεγάλου τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου.

Η νομισματική ένωση είναι ένα αντιφατικό και εκμεταλλευτικό πλέγμα σχέσεων που δε μπορεί να διατηρηθεί επί μακρόν, είτε γιατί οι χώρες της περιφέρειας θα αντιδράσουν, είτε γιατί θα υπάρξει γενικευμένη αντίδραση της μισθωτής εργασίας. Το σπάσιμο της ΟΝΕ με τη σημερινή μορφή της είναι θέμα χρόνου. Οι επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης αποδείχθηκαν απολύτως τυχοδιωκτικές απειλώντας τη χώρα και την κοινωνία της με κατάρρευση. Πρόκειται για τεράστια ιστορική αποτυχία που οδηγεί σε νέα μορφή αποικιοποίησης της Ελλάδας…

Η αντιμετώπιση της κρίσης υπό την αιγίδα της τρόικας έχει επίσης άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία και τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Με την έξαρση της ευρωπαϊκής ‘ενοποίησης' καθ' οδόν προς την ΟΝΕ, το ελληνικό κράτος απώλεσε σειρά μηχανισμών παρέμβασης και ελέγχου της οικονομίας. Η ΕΕ επέβαλε την αντίληψη ότι η απελευθέρωση των αγορών θα φέρει από μόνη της τα επιθυμητά αποτελέσματα ανάπτυξης. Οι ελληνικοί κρατικοί μηχανισμοί φαίνεται ότι σταδιακά έχασαν ακόμη και τη δυνατότητα να διαμορφώνουν ανεξάρτητη άποψη αποδεχόμενοι την επικυριαρχία των ευρύτερων μηχανισμών της ΕΕ… Πρόκειται για εξέλιξη πρωτοφανή στην ελληνική ιστορία, η οποία εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους για την κοινωνία, αλλά και για την εθνική υπόσταση… Η Ελλάδα μετατρέπεται σε μία λιμνάζουσα και ασήμαντη γωνιά της ΕΕ, με περιορισμένη εθνική κυριαρχία και δημοκρατικές διαδικασίες υπό αίρεση, που θα φέρει μονίμως ένα τεράστιο χρέος. Το τίμημα της συνεχιζόμενης παραμονής στην ΟΝΕ και της αποδοχής των πολιτικών της ΕΕ είναι οικονομικός, κοινωνικός και εθνικός μαρασμός. Πρόκειται για εθνική αυτοχειρία χωρίς προηγούμενο…

Η κύρια ευθύνη για την αντιπρόταση ανήκει στην εργατική τάξη που θα πρέπει να δώσει προοπτική και κατεύθυνση και στις άλλες τάξεις που πλήττονται από την κρίση. Αλλά, δεν έχει ως τώρα δημιουργήσει ανεξάρτητη πρόταση για έξοδο από την κρίση, πέραν της απόρριψης της πολιτικής της τρόικας και της αυξανόμενης δυσπιστίας προς την ΟΝΕ… Παρά την αδυναμία σχηματισμού ταξικής αντιπρότασης, η αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας ήταν εντυπωσιακή το 2010-11. Είναι απολύτως λάθος να λέγεται ότι ο ελληνικός λαός συναίνεσε σιωπηλά στην πολιτική της τρόικας. Απεναντίας, αποδείχτηκε μαχητικός, δημιουργικός και με πλήρη συναίσθηση της κατάρρευσης της εθνικής του αξιοπρέπειας. Τον πρώτο λόγο είχε η εργατική τάξη με κύματα απεργιών και καταλήψεων που δεν σταμάτησαν ποτέ, παρά την ταχύτατη άνοδο της ανεργίας. Εμφανίστηκαν οι πρώτες μορφές αυτοδιαχείρισης και αυτοδιοίκησης επιχειρήσεων και άλλων μονάδων, όπως νοσοκομεία, που δείχνουν τη δυνατότητα εναλλακτικής οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.

Αποφασιστική σημασία στην αδυναμία σχηματισμού συνεκτικής αντιπρότασης έχουν παίξει δύο ακόμη παράγοντες, διαφορετικής βαρύτητας αλλά συνδεόμενοι μεταξύ τους. Ο πρώτος, και λιγότερο σημαντικός, είναι η ανεπάρκεια της ελληνικής διανόησης μπροστά στην κρίση. Αντιμέτωπη με την βαθύτερη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού στα νεότερα χρόνια, η εγχώρια διανόηση δεν κατάφερε να παραγάγει καμία ουσιαστική συζήτηση για τα αίτια της κρίσης, αλλά και τις προοπτικές επίλυσής της… Ο δεύτερος, και κατά πολύ σημαντικότερος, παράγοντας είναι η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαμορφώσει οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση που να περιλαμβάνει έξοδο από την ΟΝΕ. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι καθόλου ανοργάνωτο, ανίκανο, τυχάρπαστο και τα άλλα άσκεφτα που συχνά ακούγονται γι' αυτό. Καθ' όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης αποδείχτηκε σε ένα από τα πλέον σταθερά συστήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου, υπηρετώντας αποτελεσματικά τις επιλογές της μεγάλης ελληνικής αστικής τάξης. Κεντρικό στοιχείο αυτών των επιλογών… ήταν ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός… Για το λόγο αυτό ο ευρωπαϊσμός αναδείχτηκε σε αποφασιστικό κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα κατά την διάρκεια της κρίσης. Η πρόσδεση στον ευρωπαϊσμό, ή η αποφυγή της ουσιαστικής ρήξης μαζί του, που χαρακτηρίζει και τα τέσσερα μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά για το σχηματισμό αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης αντιμετώπισης της κρίσης. Δεν επιτρέπει επίσης να εκφραστεί η αντίδραση και ο σκεπτικισμός προς την ΟΝΕ και την ΕΕ που αναμφίβολα υπάρχουν μέσα στα εργατικά, τα μικρομεσαία και τα αγροτικά στρώματα.

Μέσα στις συνθήκες αυτές η Αριστερά θα πρέπει να πάρει θέση αποδεχόμενη τον ιστορικό της λόγο ύπαρξης. Με άλλα λόγια, επιδίωξη της Αριστεράς θα πρέπει να είναι ακριβώς η διαμόρφωση της εναλλακτικής λύσης που λείπει, και που θα ανοίγει με τρόπο αξιόπιστο το δρόμο για την αντικαπιταλιστική αλλαγή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η λύση θα πρέπει να βασίζεται στην ταξική συμμαχία της μισθωτής εργασίας, των μικρομεσαίων και των αγροτών… Για να έχει πολιτική αξιοπιστία δεν θα πρέπει απλώς να είναι συνεκτική, αλλά και να εδράζεται σε πολιτική συμμαχία που θα πρέπει να σχηματιστεί με την Αριστερά στο επίκεντρο. Το ζητούμενο της περιόδου, με άλλα λόγια, είναι να σχηματιστεί το πολιτικό μέτωπο που θα δώσει πολιτική έκφραση και θα συμβάλει στη δημιουργία του κοινωνικού μετώπου των τάξεων που πλήττονται από την κρίση.

Η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ, η σύγκρουση με την ΕΕ και η υιοθέτηση εκτεταμένου αντικαπιταλιστικού προγράμματος θα λειτουργήσει ως παράδειγμα για τους ευρωπαϊκούς λαούς… Η Ελλάδα μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς για τη δράση των άλλων ευρωπαϊκών λαών που δέχονται τεράστιες πιέσεις λόγω της κρίσης και επιζητούν μεγάλες αλλαγές, όπως δείχνουν οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία. Σε μια τέτοια προοπτική η Ευρώπη θα μπορέσει ίσως να μπει σε διαφορετική πορεία, προωθώντας τη διεθνιστική αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών με πραγματικούς όρους και όχι με τη σημερινή υποκρισία που καλύπτει την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Θα πρόκειται για το πρώτο ουσιαστικό πλήγμα κατά του νεοφιλελευθερισμού και της χρηματιστικοποίησης που οδήγησαν στην τεράστια κρίση του 2007. Η ανατρεπτική αριστερά μπορεί όντως να κάνει την Ελλάδα να αλλάξει τον εαυτό της συμβάλλοντας σε ευρύτερες παγκόσμιες αλλαγές.

 

* Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ ένα κείμενο θέσεων που προκαλεί και προσκαλεί σε διάλογο και δράση. Κρίση και Αριστερή Διέξοδος – Θέσεις για ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο. Κώστας Λαπαβίτσας – Στάθης Κουβελάκης

ΠΗΓΗ: contramee. Το είδα: http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=7691:2012-05-07-11-56-31&catid=72:dr-ekdilosis&Itemid=279

Άρης Αλεξάνδρου: Στο μυαλό του Ντοστογιέβσκη

Στο μυαλό του Ντοστογιέβσκη

Ο Άρης Αλεξάνδρου αναδιφά την καταγωγή, το έργο και τη συγγραφική μεγαλοφυΐα του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη.

 

Του Κωστή Παπαγιώργη*


Η μοίρα όσων μεταφράζουν αριστουργήματα μπορεί να μην έχει το κύρος και τη μαγεία των ίδιων των έργων, πλην όμως της ανήκει μια φωτεινότατη ακτίνα δέους και αφοσίωσης. Στα καθ' ημάς το όνομα του Ντοστογιέβσκη παραμένει αδιαχώριστο από το όνομα του μεταφραστή του Άρη Αλέξάνδρου, ο οποίος γύρισε στην ελληνική τα περισσότερα έργα του Ρώσου μυθιστοριογράφου και τώρα – χάρη σ' ένα χειρόγραφο που βρέθηκε στα χαρτιά του και παραδόθηκε από τη σύζυγό του Καίτη Δρόσου στον Κώστα Γκοβόστη – μας ανακοινώνει, τρόπον τινά, την άποψή του για το μεγάλο έργο του Ρώσου.

Ο Αλεξάνδρου γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1922 στην Πετρούπολη. Ο πατέρας του Βασίλης Βασιλειάδης (ή Ιβάνονιτς) ήταν Έλλην Πόντιος που κατέφυγε στη Ρωσία για να γλιτώσει από την επιστράτευσή του στον οθωμανικό στρατό. Μιλούσε ρώσικα, γαλλικά και αγγλικά και ψωμιζόταν εργαζόμενος σε κάποια γαλλική τράπεζα. Μετά την Επανάσταση οι τράπεζες κρατικοποιήθηκαν, αλλά ο Βασιλειάδης δεν υπάκουσε στο νέο καθεστώς. Ο εμφύλιος είχε ήδη αρχίσει, οπότε μαζί με την εσθονικής καταγωγής σύζυγό του Πωλίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον μετακόμισαν στη Μόσχα. Εκει έζησαν ως το 1928, οπότε ο Βασιλειάδης αποφάσισε να κατέλθει στην Ελλάδα, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της γυναίκας του.

Όσο για τον Άρη, αρχίζει η περιπέτειά του με τα γράμματα, τη συγγραφή, τη μύηση στην Αριστερά, τη σύγκρουσή του και την παραίτησή του από το ΚΚΕ, την εξορία του στη Μακρόνησο, τη δήλωσή του και την ανάκλησή της, που του κόστισε επιπλέον δύο χρόνια εξορίας. Το '59 παντρεύεται τη γυναίκα της ζωής του Καίτη Δρόσου και το 1967 διέφεύγει στο Παρίσι για ν' αποφύγει τη σύλληψη. Εκεί έκανε ακόμη και τον χαμάλη για να επιβιώσει και βέβαια ολοκλήρωσε το Κιβώτιο (1975), το οποίο είχε αρχίσει να γράφει το 1966. Ο Άρης πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Ιουλίου του 1978 και  ετάφη στο παρισινό νεκροταφείο Thiais.

Ενδεικτικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αλλαγή του ονόματος (από Βασιλειάδης σε Αλεξάνδρου) οφείλεται στο απλό γεγονός ότι στον Γκοβόστη εργαζόταν κι άλλος Βασιλειάδης.

Η παρατήρηση του Αλεξάνδρου για την απουσία ύφους του Ντοστογιέβσκη δεν μπορεί να σχολιαστεί από όσους δεν κατέχουν τη ρωσική γλώσσα. Αξίζει, ωστόσο, ως σκέψη. Ο μεταφραστής είχε μπροστά του ένα κείμενο άνευ ροής, άνευ οιασδήποτε λογοτεχνικής φροντίδας, ενώ από την άλλη κυριαρχούσε η εμφαντικότητα, η υπερβολή και ο ζυγιασμένος συσχετισμός ανάμεσα στα γεγονότα και στη βαρύτητα των λέξεων. Εξ αυτού του λόγου παρακινημένος ο Άρης «είχε συνεχώς την τάση να επεμβαίνει στο κείμενο». Ο λόγος; Ένιωθε ότι αν άφηνε το κείμενο ως είχε, υπήρχε φόβος να του προσάψουν ότι είναι αδέξιος μεταφραστής. Βέβαια, η σκέψη ότι ο Ντοστογιέβσκη έγραφε συχνά στο πόδι για τα προς το ζην (τον Παίκτη λέγεται ότι τον έγραψε σε χρόνο μηδέν) ήταν μια εξήγηση, αλλά δεν κάλυπτε την ουσία αυτού του απλησίαστου έργου. Αντίθετα, όταν θα διαγνώσει τη θεατρικότητα των μυθιστορημάτων, είναι προφανές ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια:

«Μεταφράζοντας, είχα την αίσθηση πως έπρεπε ν' αποδώσω θεατρικό έργο και όχι μυθιστόρημα. Οι ήρωες βρίσκονταν πάντα (ή σχεδόν) υπό το κράτος της οργής, της απελπισίας, της απόγνωσης, της μέθης, του ερωτικού παροξυσμού, σπανίως της χαράς, με δύο λόγια υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φορτίσεως που τους έσπρωχνε ν' ανοίξουν την καρδιά τους και να προβούν σε εξομολογήσεις "αναποδογυρίζοντας την ψυχή τους τα μέσα έξω" συνειδητοποιώντας συνήθως τη γελοιότητά τους, αυτοταπεινούμενοι και αυτοτιμωρούμενοι. Ο λόγος τους ήταν θεατρικός ακόμα και με τη στενότερη έννοια της λέξης, με την έννοια δηλαδή ότι ένας έμπειρος ηθοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να παίξει τον αντίστοιχο ρόλο, χωρίς να χρειάζεται σκηνοθετικές υποδείξεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, υπάρχουν ακόμα και οι υποδείξεις που λέμε, όπως λόγου χάρη στην περίπτωση του Μαρμελάντοβ που αφηγείται στον Ρασκόλνικοβ τα βάσανά του: "Έδωσε μια με τη γροθιά του στο μέτωπο, έσφιξε γερά τα δόντια, έκλεισε τα μάτια κι ακούμπησε βαριά με τον αγκώνα στο τραπέζι"».

Τι αποδεικνύουν όλα αυτά; Απλούστατα ότι ο Ντοστογιέβσκη είχε διαβάσει με πάθος τον Χόφμαν, όπου οι σκοτεινές καταστάσεις (διάβαζε Ο διπλός άνθρωπος) ήταν τυπικά μοτίβα, είχε εντρυφήσει στο ρομαντικό μυθιστόρημα [όπου πάντα ρίχνεται ένα χαστούκι (διάβαζε Δαιμονισμένοι και χαστουκομπουνιά του Σάτοφ σε βάρος του Σταυρόγκιν), όπως άλλωστε είχε διαβάσει με πάθος τον Γκόγκολ (ο Ντέβουσκιν είναι αντιγραμμένος Γκόγκολ)]. Δικαιολογημένα οι «εχθροί» του Ντοστογιέβσκη έλεγαν, όταν κυκλοφόρησε ο Φτωχόκοσμος: Πώς άφησαν να εκδοθεί ένα έργο που είναι προϊόν λογοκλοπής; Ωστόσο, κανείς από τους κατηγόρους του, ούτε ο μέγας Μπελίνσκι, δεν υποψιάστηκαν ότι αυτός ο ταραγμένος νέος θα έφτανε τόσο μακριά ώστε ν' αναδειχτεί σε πνευματικό πυλώνα της χώρας του. Ο Ντοστογιέβσκη έγραφε στον αδελφό του: «Διάβασα όλο τον Χόφμαν στα ρωσικά κι όσα δεν βρήκα σε μεταφράσεις στα γερμανικά (;)… Έχω ένα σχέδιο: να γίνω τρελός…».

Με ορθό πνεύμα ο Αλεξάνδρου αναδιφά την καταγωγή των Ντοστογιέβσκη. Προέρχονταν από παμπάλαια λιθουανική οικογένεια, που το όνομά της αναφέρεται από τον 16ο αιώνα σε έγγραφα της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Σε αναφορά του 1506 το όνομα καταγράφεται στα λιθουανικά αρχεία, όπου το χωριό Ντοστόγιεβο παραχωρείται σε κάποιον Ντανίλ Ιρτύς με καταγωγή ταταρική κι από την ονομασία του χωριού οι υποταχτικοί δανείστηκαν την επωνυμία τους. Στα τέλη του 16ου αιώνα κάποια Μαρία Στεφάνοβνα Ντοστογιέβσκαγια κατηγορήθηκε για τον φόνο του άντρα της Στάνισλαβ Κάρλοβιτς. Το 1634 ένας άλλος Ντοστογιέβσκη κατηγορήθηκε για τον φόνο ενός αξιωματικού, χωρίς να χάσει την εύνοια του του Γιαν Καζιμίρ, βασιλιά της Πολωνίας. Κάποιος Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη υπήρξε πληρεξούσιος και φίλος του πρίγκιπα Κούρμπσκη, που είχε στραφεί κατά του Ιβάν του Τρομερού. Άραγε, όλοι αυτοί οι Ντοστογιέβσκη ήταν Ρώσοι ή Λιθουανοί; Ο ίδιος ο συγγραφέας φρονούσε ότι ήταν Ρώσος με όλες τις σημασίες της λέξης.

Παρότι σύντομο, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Η δολοφονία του πατέρα» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι το διαπερνά κάτι σαν «μαγική φρίκη». Ο πατέρας του ήταν γιατρός, υπερβολικά ευέξαπτος άνθρωπος, προκλητικός και τυραννικός. Απίστευτα τσιγκούνης, αλκοολικός, άτυχος και ανθρωποδιώχτης, εν τέλει είχε την τύχη που του ταίριαζε. Πράγματι, μετά από είκοσι πέντε χρόνια στο νοσοκομείο, εγκαταστάθηκε στο Νταρόγιοβε. Μόλις 46 ετών, απομονώθηκε σ' ένα σπίτι καταμόναχος, όπου παραμιλούσε φωναχτά με την ψευδαίσθηση ότι συνομιλεί με την μακαρίτισσα σύζυγό του… Επόμενο ήταν η ζωή του να πάρει την κάτω βόλτα. Καθώς τα οινοπνευματώδη αυξάνονταν, έφερε στο σπίτι μια υπηρέτρια από τη Μόσχα, την Κατερίνα, διώχνοντας ταυτόχρονα τις δυο του θυγατέρες. Η ιδιωτική του κόλαση είχε στηθεί, το παράφορο θυμικό του κόχλαζε καθημερινά, οπότε πάνω σε κάποια παραφορά του εναντίον ενός μουζίκου, μια ομάδα χωρικών όρμησε καταπάνω του και τον άφησε σέκο. Συνεπώς, ο γερο-Καραμάζοβ στο ομώνυμο μυθιστόρημα είναι μορφή που δουλεύτηκε χρόνια ολόκληρα στο εργαστήρι του Φιοντόρ.

Πράγματι, σε όλο το έργο του Ντοστογιέβσκη κυκλοφορεί δημιουργικά το «πρόβλημα του πατέρα». Στις σημειώσεις για τον Έφηβο ο Αλεξάνδρου απομονώνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Υπάρχουν παιδιά που από τα μικρά τους χρόνια αρχίζουν να σκέφτονται και να κρίνουν την οικογένειά τους, που από τα τρυφερά τους χρόνια αισθάνονται ως προσωπική τους προσβολή το γεγονός ότι ο πατέρας δεν εμπνέει σεβασμό, ο πατέρας και το περιβάλλον τους, και το κυριότερο, από τα μικρά τους κιόλας χρόνια αρχίζουν να καταλαβαίνουν πόσο αυθαίρετες και τυχαίες είναι οι βάσεις όλης της ζωής τους». Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ντοστογιέφσκι, την πρώτη του επιληπτική κρίση ο Φιοντόρ την έπαθε όταν έμαθε τον φόνο του πατέρα του. Διόλου τυχαίο ότι ο Φρόιντ, σε μια μελέτη που έγραψε το 1929, υποστήριξε ότι ο θάνατος του πατρός Ντοστογιέβσκη υπήρξε αποφασιστικό γεγονός που διαμόρφωσε τη ζωή του μυθιστοριογράφου, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την άποψη ότι η επιληψία του χρονολογείται από το 1839.

Αναφορικά με το χειρόγραφο του Αλεξάνδρου, ο αναγνώστης δικαιούται να έχει κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τον χρόνο συγγραφής, τη φάση που πέρναγε ο συγγραφέας και την αντιμετώπιση του ντοστογιεβσκικού έργου. Όταν ο Αλεξάνδρου, για παράδειγμα, διερωτάται, «Σε τι συνίσταται ο συγγραφική μεγαλοφυΐα του Ντοστογιέβσκη;», παρασύρεται σε απόψεις τρίτης τάξεως, καθώς συγχέει τα προσωπικά βάσανα του Φιοντόρ με τη συναρπαστική μεταποίησή τους μέσα στα μυθιστορήματα. Λόγου χάρη, γιατί ο Μίσκιν – ως Χριστός που εμφανίζεται μέσα στην Πετρούπολη – δεν του γεννάει καμιά απορία; Δεν είδε ότι ο «Ηλίθιος» είναι το πιο αποτυχημένο μυθιστόρημά του (όσον αφορά τον κεντρικό ήρωα) και από τα πιο επιτυχημένα, όσον αφορά τα λοιπά πρόσωπα;

Η τελική μας εντύπωση για το βιβλίο είναι σαφής. Ο Αλεξάνδρου κρατούσε σημειώσεις με φανερό απώτερο σκοπό να ολοκληρώσει ένα δοκίμιο για τον συγγραφέα, που εργάστηκε πολλά χρόνια διαβάζοντάς τον και μεταφράζοντάς τον. Τελικά, η εργασία απέμεινε στη μέση…

 

* http://el.wikipedia.org/wiki/…..Κωστής Παπαγιώργης…82

 

ΠΗΓΗ: 25.4.2012, http://www.lifo.gr/mag/features/3178

Είναι κάπου εδώ η ιλαροτραγωδία!

Είναι κάπου εδώ η ιλαροτραγωδία!*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Είναι δυνατόν να διαπραχθεί ληστεία, πρωταρχικός στόχος της οποίας δεν θα 'ναι τα χρήματα; Η ερώτηση επιδέχεται καταφατική απάντηση, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν άλλα ισχυρά κίνητρα ικανά να οδηγήσουν σε μία αντίστοιχης υφής απονενοημένη πράξη. Για τον δεκαοκτάχρονο Μπίλη, τον ήρωα του Χρήστου Χαρτοματσίδη στο μυθιστόρημά του «Είναι κάπου αλλού η γιορτή», τα κίνητρα όντως υφίστανται, και τον οδηγούν, παραμονή Χριστουγέννων, μεταμφιεσμένο στον συνονόματό του Άι-Βασίλη, σε επίθεση εναντίον του γειτονικού ζαχαροπλαστείου.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 341, 16/4/2012.

Το ζαχαροπλαστείο ανήκει στον νταή της γειτονιάς, άρχοντα της νύχτας και διακινητή μαύρου χρήματος Πιτ Καλαβάθη, επονομαζόμενου και «Μαύρου Πιτ». Ο Μπίλης τού αρπάζει μία τσάντα με χρήματα. Ο Καλαβάθης αναγνωρίζει τον ληστή. Έκτοτε ξεκινάει ένα εικοσιτετράωρο του Μπίλη στην παρανομία, που θα διαρκέσει ως το επόμενο βράδυ των Χριστουγέννων, οπότε και θα συλληφθεί.

Πρώτη κίνηση του Μπίλη μετά τη ληστεία είναι να κρύψει τα λεφτά. Καταφεύγει λοιπόν στη γειτονοπούλα και συμμαθήτριά του στο σχολείο Ανθούλα, στην οποία και τα εμπιστεύεται. Η φυγή του από την Ανθούλα σημαδεύεται από μια σειρά περιπλανήσεων, μεταξύ κυρίως του φίλου του, Ανζέλ, της Βάσιας, που είναι ο έρωτάς του, και του κέντρου διασκέδασης «Κοπακαμπάνα», όπου η Βάσια τραγουδά. Ιδιοκτήτης της «Κοπακαμπάνας» είναι ο θείος του Μπίλη κι έτερος νονός της νύχτας, ανταγωνιστής του προηγούμενου, Νάσος Αραμπατζίδης. Οι περιπλανήσεις του κεντρικού μυθιστορηματικού ήρωα περιλαμβάνουν σωρεία αναδρομών στο παρελθόν, μέσω των οποίων πραγματοποιείται σταδιακά τόσο η ανασύνθεση του παρελθόντος των βασικών ηρώων του μυθιστορήματος, όσο κι η ερμηνεία του ψυχισμού τους, που 'ναι συνάρτηση πρωτίστως του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έχουν μεγαλώσει.

Ο Μπίλης ανήκει σε μικρομεσαία κοινωνική τάξη. Οι εργάτες γονείς του ανταποκρίνονται με δυσκολία στις βιοποριστικές τους ανάγκες. Η φτώχεια της οικογένειας συνεπάγεται, εκτός από στερήσεις, και πολλές ταπεινώσεις, οι οποίες βαραίνουν στον ψυχισμό του Μπίλη. Για τον ίδιο, το κέντρο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου ένα ζευγάρι γυναικείες μπότες κοστίζει όσο δύο ενοίκια της οικογένειάς του, είναι ένα όνειρο, ο τόπος μιας διαρκούς γιορτής, που μπορεί μόνο επιφανειακά να τη γευτεί στις εξόδους των Σαββατοκύριακων, απομακρυνόμενος προσωρινά από τους «ταπεινούς» Αμπελοκήπους, όπου διαμένει. Η αίσθηση πως η «γιορτή» είναι διαρκώς κάπου αλλού φαίνεται ότι κινητοποιεί τον Μπίλη, ώστε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάποια υπέρβαση, ώστε να ξεφύγει από το κλίμα ταπείνωσης της κοινωνικής του τάξης και να αποδείξει ότι διαθέτει το σθένος να ενεργήσει απρόβλεπτα κι αντισυμβατικά.

Το βασικότερο θέμα, λοιπόν, που διατρέχει το μυθιστόρημα του Χαρτοματσίδη είναι το κοινωνικό σχόλιο που απορρέει από τον τίτλο του: είναι κάπου αλλού η γιορτή. Ο Χαρτοματσίδης, αφορμώμενος από το ρεαλιστικό περιβάλλον που του χαρίζει η τοποθέτηση των γεγονότων της μυθοπλασίας του στη γιορτή των Χριστουγέννων, αδράχνει την ευκαιρία να μιλήσει συμβολικά, μεταφερόμενος από την πολύ συγκεκριμένη θρησκευτική γιορτή σε μία γενικότερη διάσταση της έννοιας «γιορτή», σύμφωνα με την οποία η λέξη αποδεσμεύεται από τον ημερολογιακό της εντοπισμό και περιγράφει τις περιστάσεις εκείνες που διασφαλίζουν στους ανθρώπους μία ευχάριστη ζωή, απαλλαγμένη από βιοποριστικά προβλήματα, από οικονομικές έγνοιες, πρόσφορη στην απόλαυση υλικών αγαθών και διασκεδάσεων, πέρα από τις μειονεξίες που δημιουργούν οι δυσκολίες της ζωής.

Η διεκδίκηση μιας θέσης στον ήλιο, ενός κομματιού από τη «γιορτή», είναι βασική επιδίωξη των ηρώων του Χαρτοματσίδη, όσων τουλάχιστον δεν ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ή δεν είναι βολεμένοι. Στο πλαίσιο της διεκδίκησης αυτής δομείται βήμα-βήμα ο χαρακτήρας των ηρώων, μέσα από μια σειρά συμπεριφορικών εκδηλώσεων που δεν χαρακτηρίζονται κατ' ανάγκη από τη συνέπειά τους, και οι οποίες αποδίδουν μάλιστα την αντιφατικότητα των ανθρώπων, των ανθρώπων που είναι αρκούντως πολύπλοκοι ώστε να μην είναι πάντα προβλέψιμοι. Οι ήρωες του Χαρτοματσίδη ακροβατούν ανάμεσα στο ηθικά αποδεκτό της εποχής και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, και στη διάθεσή τους να μη φαντάζουν τελείως αφελείς υποκύπτοντας πλήρως στις σχετικές συμβάσεις. Κι επειδή επιπλέον δεν είναι όντως αφελείς, ο προσποιητός τους «ρομαντισμός» αποδομείται όντας κάλπικος. Άλλωστε, ο ρομαντισμός προϋποθέτει αθωότητα, κι η αθωότητα των ηρώων του Χαρτοματσίδη είναι καταχωρημένη μόνο στα χαρτιά. Η ζωή τους την έχει προσπεράσει προ πολλού, γι' αυτό ό,τι απομένει είναι σε πολλές περιπτώσεις μόνο η υποκρισία, που επιχειρεί να μεταμφιεστεί σε χρηστό ήθος πίσω από υστερικές σεμνοτυφίες.

Η ατυχής απόπειρα των ηρώων να ισορροπήσουν μεταξύ αντιτιθέμενων τάσεων τούς καθιστά πρωταγωνιστές μιας ιλαροτραγωδίας, όταν αποτυχαίνοντας γελοιοποιούνται. Η εικόνα του «σκληρού» αστυνομικού διευθυντή Βελέγκα με την οδοντογλυφίδα στο στόμα υποδηλώνει, πολύ περισσότερο από την επιδιωκόμενη από την πλευρά του ήρωα σκληράδα, έναν φθηνό κουτσαβακισμό, που καταντά καραγκιοζιλίκι. Η ανάγκη των ηρώων να δείχνουν σκληροί είναι βέβαια και ζήτημα επιβίωσης, μέσα σ' έναν κόσμο που κατασπαράζει τους αδύναμους. Και οι ήρωες του Χαρτοματσίδη φαντάζουν μέσα στα αδιέξοδά τους σαν τραγικά θύματα μιας μοίρας, την οποία δεν μπορούν να την αλλάξουν. «Δεν ξεφεύγεις από τις εργατικές συνοικίες!», διαπιστώνει μελαγχολικά ο Μπίλης. Οι άνθρωποι των εργατικών συνοικιών είναι λαϊκοί, αρκούντως αναγκεμένοι, μα και απαίδευτοι, που παλινωδούν ανάμεσα σε μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια και στο συμφέρον, ανάμεσα στην προσπάθεια για επίδειξη πυγμής και στην άτακτη ατιμωτική υποχώρηση.

Η κονιορτοποίηση των προσδοκιών προκύπτει ακόμη και μέσα από τη διάψευση των πόθων των ηρώων από τη διάφορη πραγματικότητα. Ο Χαρτοματσίδης, διεισδύοντας βαθιά στις ψυχές των ηρώων του, παρουσιάζει ενδόμυχες σκέψεις τους σχετικές με την ανθρώπινη τάση της φαντασίωσης καταστάσεων εντός των οποίων ο κάθε άνθρωπος οραματίζεται την προσωπική του αυτοθυσία, τα προσωπικά του «μαρτύρια», προκειμένου να «σώσει» καταστάσεις ηρωοποιούμενος. Η συμμαθήτρια και γειτονοπούλα του Μπίλη, Ανθούλα, στην οποία εκείνος είχε εμπιστευθεί τα λεφτά της ληστείας, σκέφτεται πώς θα μπορούσε να τον σώσει, καθώς η μάνα της, βρίσκοντας την τσάντα με τα λεφτά, την παραδίνει στην αστυνομία. Πλάθει λοιπόν στο μυαλό της μια υποθετική εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία η ίδια βρίσκει τον Καλαβάθη, πέφτει γονατιστή μπροστά του και αναλαμβάνει την ευθύνη της ληστείας. Ο Καλαβάθης, στο όραμα της Ανθούλας, την εξευτελίζει κρατώντας τη δεμένη σε κάποια κολόνα και σκίζοντάς της τα ρούχα. Όπως όμως θα καταλάβαινε κανείς, οι «νεομάρτυρες» προφανώς δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ψυχική δύναμη ώστε να σηκώσουν το βάρος των φαντασιώσεών τους. Άλλωστε οι ρεαλιστικές συνθήκες υπερβαίνουν την όποια ρομαντική φαντασίωση: ακόμη κι αν η Ανθούλα κατόρθωνε να φτάσει στην πόρτα του Καλαβάθη, για εκείνον η «θυσία» της δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από μία αφέλεια. Η διακύβευση για τον Καλαβάθη είναι εντελώς διαφορετική, ωμά πρακτική.

Κι ενώ μ' όλες αυτές τις ανεπάρκειες των ηρώων η ατμόσφαιρα τείνει να βαρύνει, ο Χαρτοματσίδης αποφορτίζει το κλίμα με μια ακαριαία διαπίστωση, που προσγειώνει τους ήρωες στην πραγματικότητα και τους απομυθοποιεί, στον αντίποδα της προηγούμενης ηρωοποίησης. Εκεί λοιπόν που η Ανθούλα φαντασιώνεται τα μαρτύρια στα οποία την υποβάλλει ο Καλαβάθης, έτσι όπως της σκίζει στην φαντασία της την πουκαμίσα της, προβάλλει από κάτω η τιγρέ κιλότα(!) που της άφησε ο Μπίλης πειρακτικά πάνω-πάνω στην τσάντα με τα χρήματα της ληστείας, και την οποία η Ανθούλα δεν λέει να την αποχωριστεί από την παραμονή των Χριστουγέννων! Η διάθεση επίδειξης ψυχικού σθένους γελοιοποιείται εμπρός σε μια υλική, σωματική ωραιοπάθεια, που επανατοποθετεί την ηρωίδα στην πραγματικότητα στην οποία όντως ανήκει. Η αποφόρτιση του κλίματος, στο πλαίσιο της ιλαροτραγωδίας που περιγράφτηκε, πέρα από τη χιουμοριστική της διάθεση, καθιστά τους ήρωες πιο γήινους και, λόγω των αδυναμιών τους, πιο συμπαθείς.

Η διαφαινόμενη αγνότητα των ηρώων, μέσα από τις διαρκείς παλινωδίες στη συμπεριφορά τους, είναι στοιχείο αισιοδοξίας στον μικρόκοσμό τους που φαντάζει αδιέξοδος. Γιατί εκεί που οι ταπεινοί μικροαστοί εκδηλώνουν μια αδιαφορία, έναν κυνισμό, μια συμφεροντολογία, ανακύπτουν παράλληλα συμπεριφορές ανθρώπινες, μεστές από ειλικρινές, άδολο ενδιαφέρον. Η μεγάλη έκπληξη προέρχεται από τον θείο του Μπίλη, τον ιδιοκτήτη της «Κοπακαμπάνας» και άρχοντα της νύχτας, Νάσο Αραμπατζίδη. Ο Νάσος αναλαμβάνει να σώσει τον Μπίλη από την περιπέτεια στην οποία έμπλεξε. Θα περίμενε κανείς πως ανταποκρίνεται απλώς σε μια οικογενειακή «υποχρέωση». Όταν όμως ο Καλαβάθης τον ρωτά γιατί κάνει τόσα πράγματα για τον Μπίλη, κι αν τον θεωρεί τόσο σπουδαίο, ο Νάσος διακόπτει κάθε συζήτηση και κοιτά τον Καλαβάθη περιφρονητικά. Τα πιο γνήσια αισθήματα ο Χαρτοματσίδης τα αποδίδει σε πρόσωπα υπεράνω κάθε υποψίας για ευαισθησίες, καθώς κινούνται στη νύχτα, που δεν προσφέρεται γι' αυτές. Έτσι κατορθώνει να αποδώσει όχι μόνο το πολυσύνθετο του ανθρώπινου χαρακτήρα, όπου συνυπάρχουν το κακό με το καλό, μα και να χαρίσει την αισιοδοξία που πηγάζει από τη θετική συμπεριφορά των πιο σκληροτράχηλων ηρώων του.

Το τέλος του μυθιστορήματος βρίσκει τον Μπίλη στην «Κοπακαμπάνα», με την αστυνομία να έχει περικυκλώσει το κέντρο διασκέδασης προκειμένου να τον συλλάβει. Εκείνος στρέφει το όπλο που κρατά στον εαυτό του, επιχειρώντας να αυτοκτονήσει. Ο Νάσος σπρώχνει το όπλο και γλιτώνει τον Μπίλη, όμως ο νέος δέχεται πυροβολισμό από τον Καλαβάθη, που θέλει να πάρει εκδίκηση για τη ληστεία. Ο Χαρτοματσίδης δεν ξεκαθαρίζει ποια τύχη περιμένει τους ήρωες. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Μπίλης σώζεται μεν, όμως χάνει τη σπλήνα του από τον πυροβολισμό του Καλαβάθη. Τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά: θα συγκαλυφτεί η υπόθεση; Θα βρει τρόπο να ξεγλιστρήσει ο Καλαβάθης, με τα κυκλώματα που ελέγχει; Είναι πολύ πιθανό. Εξίσου πιθανό όμως είναι και να συλληφθεί, για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Κι ίσως επειδή ο πυροβολισμός του Καλαβάθη προκύπτει αυθόρμητα, μπροστά σε πλήθος μαρτύρων, είναι πιθανό ο «Μαύρος Πιτ» να τιμωρηθεί επιτέλους, κάτι που δεν τολμούσε να κάνει κανείς από τους ενοίκους της γειτονιάς, επειδή όλοι τον φοβούνταν. Έτσι, η επικείμενη τιμωρία εναντίον κάθε κατεργάρη, μικρού ή μεγάλου, ίσως αποκαθιστά την τάξη κι επιφέρει την κάθαρση, που λυτρώνει τους αναγνώστες του μυθιστορήματος με τρόπο δραματουργικό. Ακόμη όμως και πέρα από την επικείμενη τιμωρία, η τελική αισιοδοξία του Μπίλη, ο οποίος βρίσκει τη δύναμη να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται από το κρεβάτι του νοσοκομείου, είναι από μόνη της αρκούντως λυτρωτική.

 

Χρήστος Χαρτοματσίδης, «Είναι κάπου αλλού η γιορτή», εκδ. Τόπος, Αθήνα 2011, σελ. 232:

 

            «[…] Για να μη μπαίνουν εξωσχολικοί, ο κύριος Γυμνασιάρχης είχε δώσει εντολή πάνω στη μάντρα να τσιμεντάρουν κομμάτια από γυάλινα μπουκάλια.

            "Το τείχος του Αίσχους!" το είχε ονομάσει ο Ανζέλ, μα ποιος να τον καταλάβει, δεν έπιασε αυτή η ονομασία. Τα παιδιά προτίμησαν την πιο εύκολη, τη "Βαστίλη", που τόσες φορές την είχε αναφέρει στα μαθήματα Ιστορίας ο Γυμνασιάρχης. Πάλι εκεί, στην πίσω αυλή, τους μάζευε όταν είχε να αναγγείλει τιμωρίες κι αποβολές. Ο χώρος ήταν ανήλιαγος και καταθλιπτικός. Το ιδανικό σκηνικό για παιδαγωγικές νουθεσίες. Έστηναν τους παραβάτες μπροστά στον τοίχο, σαν να τους πήγαιναν για εκτέλεση. Μέχρι που μια μέρα ο Μπίλης, ποιος άλλος, δεν άντεξε και φώναξε: "Πυρ!" Ακολούθησε η ομοβροντία του γέλιου.

            "Σκασμός!" ούρλιαξε ο κύριος Γυμνασιάρχης, κι αμέσως έσυρε τον Βασίλη απ' το αφτί. Ακόμη ήταν μικρά και περνούσαν οι αγριάδες των καθηγητών. Η μόνη τους αντίσταση ήταν η πλάκα!

            "Παλιόπαιδο!" είχε αφρίσει ο παιδαγωγός, ενώ ο Βασιλάκης δήθεν τρομοκρατημένος εκλιπαρούσε: "Μια τελευταία επιθυμία! Τη δικαιούμαι!"

            "Θα σε χαστουκίσω!" τον απείλησε ο Διευθυντής, μα ο ταραξίας συνέχιζε τον σκοπό του: "Δε θέλω να μου δέσουνε τα μάτια!" Ακολούθησε και πάλι γέλιο, μέχρι και κάποιοι καθηγητές χαμογέλασαν. Από τότε έπαψαν να τους μαζεύουν στην πίσω αυλή. Ανακοίνωναν τις τιμωρίες μπροστά στις σκάλες, εκεί που έλεγαν την προσευχή. […]»

Δυο βιβλία για την οικονομική κρίση

Δυο βιβλία για την οικονομική κρίση

 

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, έκδ. Γραφείου & Ιδρύματος Νεότητος της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2011, σσ. 112.- Κωνσταντίνος Μπλάθρας, TA ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, εκδ. Manifesto, Αθήνα 2011, σσ. 207.

Και τα δὐο βιβλία εκδόθηκαν καθώς άρχισε η γιγάντωση της κρίσης στην οποία πλέον αγκομαχάμε. Κρίσης του οικονομικού συστήματος και του πολιτικού στάτους κβο, δοκιμασία για τον πολιτισμό και τα κοινωνιοκεντρικά οράματα, στοίχημα για τον προφητικό λόγο. Αμφότερα το βιβλία αυτά είναι συμμετοχή στο στοίχημα αυτό.

 

Το πρώτο βιβλίο απαρτίζεται από οκτώ εισηγήσεις που έγιναν για τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών το 2010, σε εκδήλωση που είχε διοργανώσει το υπό τη διεύθυνση του π. Αντωνίου Καλλιγέρη Γραφείο Νεότητος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (αυτό ωστόσο  δεν δηλώνεται εξ αρχής, και μόνο από κάποιες αποστροφές των εισηγητών καταλαβαίνει ο αναγνώστης για ποια εκδήλωση επρόκειτο). Στο βιβλίο δεν έχουν συμπεριληφθεί  οι συζητήσεις που ακολούθησαν τις εισηγήσεις, και οι οποίες συζητήσεις, πέραν της κενολογίας που αναπόφευκτα παρεισφρέει σε τέτοιες περιπτώσεις, είχαν πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές, όπως η γνωστή ενδοχριστιανική διαφωνία αν ο πλούτος εξαγιάζεται με την επικάθηση λιβανιού στις δραστηριότητες των ευσεβών κεφαλαιοκρατών ή αν, αντιθέτως, κάθε πλουτισμό τον κλωσσά η αδικία και ο εγωισμός. Εισηγητές ήταν άνθρωποι ποικίλων πεδίων και ιδεολογικών στιγμάτων.

Στο μικρό αυτό βιβλίο αποτυπώνεται μια απόπειρα παρέμβασης με νόημα. Παρεμβάσεις με νόημα ονομάζω εκείνες τις πρωτοβουλίες οι οποίες εισέρχονται στον δημόσιο χώρο θέλοντας και δυνάμενες να διαλεχθούν. Το "θέλοντας" σημαίνει ότι επιθυμούν τη συνάντηση, το "δυνάμενες" σημαίνει ότι έχουν την ικανότητα να βρουν κονό γλωσσάρι με τον άλλον. Αυτό είναι κάτι άλλο από το να μιλάμε νεφελωδώς για "παρουσία" στον δημόσιο χώρο. Παρουσία είναι κι όταν κάποιος εισέρχεται στον δημόσιο χώρο απλώς για να κάνει ηχηρό τον μονόλογό του ή (ακόμα χειρότερα) για να εκμεταλλευτεί τον δημόσιο χώρο κρυφοεπιθυμώντας την κατάργησή του και τον  σκασμό των άλλων που βρίσκονται εκεί. Αντιθέτως, οι παρεμβάσεις με νόημα πρώτα απ' όλα αναγνωρίζουν την πολυτιμότητα του δημοσίου χώρου για την ανθρώπινη ζωή, ως φόρουμ όπου ζυμώνεις και ζυμώνεσαι. Πολυτιμότητα την οποίαν αντιμάχεται ο ολοκληρωτισμός (παλαιάς ή εκσυγχρονιστικής κοπής) και ο μεταμοντερνισμός, καθένας από τη δική του σκοπιά. Οι παρεμβάσεις με νόημα προϋποθέτει ισχυρή ταυτότητα, θεωρούν θετικό την αναμέτρηση περί αυτής, και καθιστούν εταίρους όσους συνομολογούν την πολυτιμότητα του δημοσίου χώρου και  καταλαβαίνουν ότι με τον απέναντι υπάρχει ένα βασικό κοινό γλωσσάρι και συναντώμενες τροχιές ευαισθησίας. Είναι ένα μεγάλο ζήτημα, στο οποίο ευελπιστώ ότι θα αναφερθούμε ενδελεχέστερα προσεχώς.

Από τα πολλά χαρακτηριστικά των εισηγήσεων θα ήθελα να υπογραμμίσω τρία, τα οποία αφορούν το εγχείρημα της παρέμβασης με νόημα και, γι' αυτό, και το πνεύμα του δεύτερου βιβλίου:

 Πρώτον: Ο χριστιανικός χώρος μαστίζεται από έλλειψη νομιμοποίησης πραγμάτων που οφείλουν να είναι αυτονόητα – δηλαδή της κοινωνικής ευαισθησίας και της αλληλεγγύης ως ουσιωδών της εκκλησιαστικής ταυτότητας. Τα κείμενα του αρχιεπισκόπου και του Ανδρέα Αργυρόπουλου, τα οποία τονίζουν τον σύμφυτο στην εκκλησιαστική παράδοση κοινωνισμό, είναι εντελώς χρειαζούμενα σήμερα, μα υπό νορμάλ συνθήκες θα έπρεπε να είναι τόσο αυτονόητα, ώστε, μετά από μια δισέλιδη το πολύ αναφορά, να προχωρούσαμε στην αναμέτρηση με το σήμερα. Αλλά ούτε νορμάλ είναι οι συνθήκες, ούτε τις βελτιώνουν οι διάφορες ελιτίστικες θεολογίες, οι οποίες απαξιώνουν την κοινωνική ευαισθησία και εγκλωβίζουν το εκκλησιαστικό γεγονός σε σακραμεμενταλισμό και εκπνευματισμό.

Δεύτερον (αν και συναφές με το προηγούμενο): Παρ' όλο που η εκδήλωση και το βιβλίο τελούν υπό επισημότατη αιγίδα, δεν αποτελούν γεγονός αντιπροσωπευτικό του εκκλησιαστικού οργανισμού. Κάποιων θεολογικών ρευμάτων, ναι. Ο εκκλησιαστικός οργανισμός όμως κυριαρχείται από έναν συστημικό λόγο, ο οποίος περιορίζει την κοινωνική ευαισθησία στην περιστασιακή φιλανθρωπία και δεν ευνοεί μια ουσιαστική κριτική στις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Οι όποιες αναφορές του κυρίαρχου εκκλησιαστικού λόγου στις δομές γίνονται μάλλον ως παρελκόμενα μιας ομολογιακής διάθεσης, παρά ως αναμέτρηση με τον Μαμωνά καθαυτόν. Είναι χαρακτηριστικό πώς αρκετοί εκκλησιαστικοί άνδρες ασκούν στον καπιταλισμό όση κριτική τους επιτρέπει η χαρά που ένιωσαν ανακαλύπτοντας στον Βέμπερ και στον συσχετισμό Καλβινισμού και καπιταλισμού μια συνηγορία κατά των αιρετικών. Πέραν αυτού του αυτοδοξασμού, όμως, ο εντοπισμός ενός ενδορθόδοξου καλβινισμού παραμένει ένα ζητούμενο. Παρόμοια, στις φαιότερες εκφράσεις του κυρίαρχου εκκλησιαστικού λόγου δεν κοστίζει κάτι να αγριέψουν το βλέμμα κατά του καπιταλισμού, εφ' όσον όμως πρώτα τον συνδέσουν με τον διεθνή σιωνισμό (αν, βέβαια, στα ευαγγέλια τίθεται θέμα εθνικότητας του Μαμωνά, είναι ψιλά γράμματα για τους φαιότερους!). Ο εκκλησιαστικός οργανισμός, για να σταθεί ευπρόσωπα απέναντι στην αναστάτωση που προκαλεί η κρίση, επικαλείται διάφορα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που μιλούν για την φιλανθρωπία, αποσιωπούν όμως όσα προχωρούν βαθύτερα και κρίνουν τις ίδιες τις δομές (και, για παράδειγμα, αποτρέπουν από συναλλαγές με τους ισχυρούς, αποδοκιμάζουν το πιστωτικό σύστημα, καταδικάζουν την αποστέρηση του εργατικού μισθού  κλπ).   Μέσα σ' αυτή την αντιφατικότητα, λοιπόν, θα είναι κρίμα αν το βιβλιαράκι νοηθεί ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για τον εκκλησιαστικό νεοφιλελευθερισμό και για όσους από τη μια μιλούν για κοινωνισμό και από την άλλη οργανώνουν ιερές μπίζνες. Οι προθέσεις του βιβλίου τεκμαίρονται αριστερές (βλ.χαρακτηριστικά την Εισαγωγή). Και ο τίτλος του μπορεί σήμερα να φαίνεται απλώς νόστιμος ή ανώδυνα περσοναλιστικός, στην πραγματικότητα όμως προϋποθέτει το προ μερικών δεκαετιών αίτημα "Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο". Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 το αίτημα αυτό υπονοεί μια σαφή κατεύθυνση, κοινωνιοκεντρική και όχι ατομοκεντρική, και ταυτόχρονα μια αποστασιοποίηση από αυταρχικές και γραφειοκρατικές στρεβλώσεις του κοινωνιοκεντρισμού. Η ματιά του βιβλίου δεν είναι στραμμένη σε αποσπασματικές χειρονομίες φιλανθρωπίας, αλλά σε καθαυτό το σύστημα. Αυτό έχει εξαιρετική σπουδαιότητα, διότι προτάσσει την έννοια του προσανατολισμού, του οράματος, της ουτοπίας η οποία αφορά το όχι-εδώ, όχι-ακόμη. Και μόνο αυτή η επιλογή του, αποτελεί σύνταξη με όσους δεν συναινούν στην εννόηση της οικονομίας ως λογιστικής η οποία εκ φύσεως, τάχα, διέπεται από μία και μοναδική λογική και χρειάζεται απλώς διαχείριση κι όχι μια εξ αρχής άλλη λογική. Το πρόσφατο έργο του Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, ξεκινά ακριβώς με την επισήμανση αυτού του θηριώδουςς προβλήματος των ημερών μας: "Στα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού, πολιτικοί και οικονομολόγοι κάθε λογής και απόχρωσης πάλευαν να κατανοήσουν [τη ροή του κεφαλαίου] και μια κριτική αποτίμηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός άρχισε να αναδύεται. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αποκλίνει από το κυνήγι μιας τέτοιας κριτικής κατανόησης. Αντ' αυτής, οικοδομούμε επιτηδευμένα μαθηματικά μοντέλα, αναλύουμε δεδομένα ακατάπαυστα, 'ψειρίζουμε' λογιστικά φύλλα, ανατέμνουμε τις λεπτομέρειες και θάβουμε κάθε αντίληψη του συστηματικού χαρακτήρα της ροής του κεφαλαίου κάτω από βουνά εργασιών, αναφορών και προβλέψεων" (μτφρ. Πέτρος Χατζοπουλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σ. 9). Την ίδια επισήμανση βρίσκουμε, με διάφορα λόγια, σε διάφορα σημεία του βιβλίου μας (Καλλιγέρης, σ. 8 Αργυρόπουλος σ. 35 Μητρόπουλος, σ. 46 Κοτζιάς, σ. 96 κ.α.).

Τρίτον: Καθαυτή η ανταπόκριση όσων εισηγητών δεν κινούνται, με συμβατικά κριτήρια, στον εκκλησιαστικό – θεολογικό χώρο (καθηγητές Αλέξης Μητρόπουλος, Σάββας Ρομπόλης, Νίκος Κοτζιάς και βουλευτές Κωστής Χατζηδάκης, Φώτης Κουβέλης), μπορεί να συγκαταλεγεί στα κατά καιρούς φερέλπιδα ραγίσματα του πολιτικού παλαιοημερολογητισμού που θέλει τη θρησκεία άφωνη και ιδιωτική. Πέραν τούτου, ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του βιβλίου ξεχωρίζουν όσοι φαίνεται να έχουν σε επάρκεια τα δύο χαρακτηριστικά, του θέλειν και του δύνασθαι να διαλεχθούν. Και φυσικά μιλώ για τη συγκεκριμένη συμμετοχή τους και όχι για τις όποιες ευρύτερες κομματικές τους επιλογές. Δείτε, για παράδειγμα, τα κείμενα του Μητρόπουλου (που ονοματίζει σημεία σύγκλισης και απόκλισης με τις εκκλησιαστικές οπτικές και κάνει χειροπιαστές προτάσεις σε επίπεδο πράξης), του Κοτζιά (ο οποίος ξεκινά με την νηφαλιότατη κρίση ότι ο διαχωρισμός δεν πρέπει να είναι μεταξύ κοσμικών [προφανώς εννοεί τους μη-θρησκευόμενους] και Εκκλησίας[i], αλλά μεταξύ εκείνων που σκέφτονται κοινωνικά κι εκείνων που προτάσσουν τον εγωκεντρισμό) και του Δημήτρη Μόσχου (ο οποίος κατορθώνει να δείξει ότι η άρθρωση λόγου κοινωνικά υπεύθυνου και σύγχρονου είναι μπορετή δίχως να απεμπολείται το μεταφυσικό περιεχόμενο της πίστης[ii]). Λιγότερο χυμώδη, από την άποψη αυτή, είναι κείμενα όπως αυτό του Φώτη Κουβέλη (στο οποίο δεν βρίσκεται ούτε λεκτική αναφορά στην Εκκλησία) και του Κωστή Χατζηδάκη (στην υπέρ της ελεύθερης οικονομίας απολογία του οποίου η αλληλεγγύη μοιάζει μονάχα  παρεπόμενο της ανάπτυξης, κι όχι όρος της. Δεν φαίνεται να 'ναι τυχαίο ότι η παρέμβασή του κλείνει του με το λόγιο "ο καλός Σαμαρείτης δεν θα εμενε στην ιστορία αν δεν είχε χρήματα να δώσει". Αγνοώ ποιος εντόπισε το νεύρο της παραβολής σ' αυτή την παράμετρο, αλλά μου θυμίζει τους παλιούς [μόνο;] ισχυρισμούς ότι ο Χριστός ήταν υπέρ του τοκισμού και του πιστωτικού συστήματος, επειδἠ στις παραβολές του χρησιμοποίησε την εικόνα εντόκων συναλλαγών[iii]). Εν τέλει, βασικός άξονας του βιβλίου (τον οποίον κάθε εισήγηση τον προσεγγίζει με τον τρόπο της) είναι το ερώτημα αν ο ηθικός προβληματισμός εμπεριέχεται στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας ή αν, αντιθέτως, αποτελεί δευτερεύον ζήτημα – αν όχι βαρίδι.

Το δεύτερο βιβλίο, αυτό του Κωνσταντίνου Μπλάθρα. είναι άλλης λογής από το πρώτο, μα όχι άλλου λογισμού. Εννοώ ότι εστιάζει στην επικαιρότητα, μπαίνει δηλαδή σε ναρκοπέδιο, με τα κριτήρια πάντως για τα οποία αγωνιά το πρώτο. Ο Μπλάθρας είναι άνθρωπος που γράφει ανδρεία. Στο βιβλίο έχει συγκεντρώσει σαραντατρία κείμενα, τα περισσότερα εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Χριστιανική"[iv] από το 2004 (χρονιά των Ολυμπιακών καμωμάτων στη χώρα μας) μέχρι πρόσφατα, και τα οποία ανατέμνουν πτυχές της αναδυόμενης τότε και θεριεύουσας τώρα κρίσης. Ως βασικό χαρακτηριστικό τους (και σε αντιδιαστολή προς πλήθος άλλων κειμένων που βροχηδόν παράγονται για το ίδιο θέμα) θα όριζα μια ριζοσπαστική κοινωνική ματιά, προσηλωμένη όμως στη δημοκρατία. Και μιλώ για προσήλωση στη δημοκρατία (πάλι με την ελπίδα για ενδελεχέστερη προσέγγιση μιαν άλλη στιγμή) διότι θεωρώ εξαιρετικό κίνδυνο στις μέρες μας κάποιες παρουσίες με λαϊκές ριζοσπαστικές θέσεις μεν, αλλά θέσεις ταυτόχρονα αντιδημοκρατικές, μσαλλόδοξες και ανελεύθερες (πρβλ. το Προλογικό μου στη Σύναξη τ. 120). Ο Μπλάθρας αγαπά την πατρίδα και γι' αυτό δεν την εκπορνεύει στον σωβινισμό. Έχει πρόβλημα και με τη δήωσή της, και με την ταξικότητα της κοινωνίας της και με τον εκφασισμό της πολιτικής ζωής (σσ. 20, 63, 129 κ.α.).

Στα "Πρωτοσέλιδα της Κρίσης" αποτυπώνεται μια σοβαρή πολιτική σκέψη, που παρακολουθεί τα πράγματα και βάζει την πίστη να προβληματιστεί επί του συγκεκριμένου και σημερινού. Και γι' αυτό δίνει πλήθος αφορμών για να κοντοσταθεί κανείς, να πληροφορηθεί, να συγκατανεύσει, να διαφωνήσει και -επί τέλους- να διψάσει για κουβέντα επί των ουσιωδών που συγκαλύπτονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Ενδεικτικά της σοβαρότητάς της είναι ο εντοπισμός λαϊκιστικών χαρακτηριστικών της μεταπολίτευσης ήδη στην περίοδο της προηγηθείσας δικτατορίας (σσ. 7-8), η αναφορά στις νέες, δουλοκτητικές εργασιακές σχέσεις (σ. 13), η ενόχληση από τον διασυρμό του σοσιαλισμού (σ. 100), η αυτοκριτική του Ορθοδόξου χώρου (σ. 30). Το βιβλίο έχει βαρειά ανάσα, την ανάσα της ευθύνης. Και γι' αυτό δεν ανήκει στις διαμαρτυρίες που εγείρονται ευκαιριακά και ιδιωτελώς, απλώς για να κολακέψουν τον άνθρωπο-καταναλωτή, ο οποίος λάτρεψε την κομματοκρατία, μα στο φινάλε έχει ενοχληθεί επειδή δυσλειτούργησε ο αγαπημένος του καπιταλισμός και έφτασε σε αδιέξοδο ο βολικός κατά τα άλλα παρασιτισμός του! Το βιβλίο θέτει ξανά το θέμα του οράματος και, μοιραία, της περιστασιακής φιλανθρωπίας. Η φιλανθρωπία (και δη των ζωντανών ενοριών, ως κοινοτήτων) είναι σπουδαίο πράγμα, διότι αφορά τη πράξη, και η πράξη αλλάζει τον κόσμο με τον τρόπο της ζύμης, τον υπομονετικό μα και δραστικό. Αλλά αυτό αληθεύει εάν πρόκειται για πράξη που κομίζει ένα όραμα και διεμβολίζει με αυτό την θανατίλα της καθημερινότητας. Αν, αντιθέτως, πρόκειται για χειρονομίες που προσφέρουν νομιμοποίηση στο συστημικό κακό και αποτρέπουν από μια οραματική κριτική του, απολήγει σε οξύμωρο γίνεται όχημα της θανατίλας.

Οι χριστιανικές παρεμβάσεις με νόημα, όπως αυτά τα δύο βιβλία, κατορθώνουν να διαλεχθούν με την εποχή τους, δηλαδή πετυχαίνουν να μιλήσουν ένα κοινό γλωσσάρι. Ταυτόχρονα, όμως, κουβαλούν (και οφείλουν να κουβαλούν) ένα χαρακτηριστικό που πάντα θα τις κάνει να είναι ουκ εκ του κόσμου τούτο. Είναι η επιμονή στην αγάπη και στο ότι καταδικασμένες δεν είναι μόνο οι απερίφραστες στάσεις μισανθρωπίας, αλλά και εκείνη η κοινωνική πρόνοια η οποία δεν εδράζεται στην αγάπη, αλλά βλέπει τους ανθρώπους απρόσωπα – ως κατηγορίες και σύνολα και αριθμούς. Η Ορθόδοξη ανθρωπολογία εδώ θα μπορούσε να έχει σπουδαία συμβολή. Δείγματος χάριν μνημονεύω εδώ τον τρέχοντα διάλογο μεταξύ των ρωλσιανών (θιασωτών του Τζων Ρωλς και της θεωρίας του περί δίκαιης κοινωνίας) και του μαρξιστή Tζέραλντ Κοέν, πάνω στο ερώτημα αν ο εγωισμός λειτουργεί συχνά θετικά (ιδίως στην περίπτωση των εγωιστών ταλαντούχων, εκ των οποίων πολλοί θεωρούν επιβεβλημένη την προνομιακή αμοιβή) και στο αν για τη διαμόρφωση μιας δίκαιης κοινωνίας είναι απαραίτητο ένα ήθος δικαιοσύνης εκ μέρους όλων των μελών της[v]. Τέτοια θέματα, όπου η ανθρωπολογία, η πράξη, η πολιτική, η ηθική και η οικονομία διασταυρώνονται, βρίσκονται στην καρδιά ενός προβληματισμού, ο οποίος εύχομαι να καρπίσει στη χώρα μας με τη φροντίδα όσων συχαίνονται κάθε λογής φονταμενταλισμούς, θρησκευτικούς και άθεους εξίσου.

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη τ. 121 (2012), σσ. 101-104.



[i] Αυτό αποτελεί πλέον βασική θέση του. Βλ. λ.χ. τον πρόλογό του "Θρησκεία – Πολυπολιτισμός", στο: Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο (επιμ. Εμμ. Κλάψης, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου), εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σσ. 9-26.

[ii] Μια παρονυχώδη διόρθωση εδώ: Το ευαγγελικό χωρίο για την ανεστιότητα του Χριστού (Ματθ. 8: 20, Λουκ. 9: 58)  γράφει "κλίνῃ" – όχι "κλίναι", όπως συχνά εκ λάθους γράφεται (ό.π., σ. 105) .

[iii] Βλ. τον αντίλογο του Γεωργίου Δημ. Ροδίτη, Χριστιανισμός και πλούτος, εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 32009, σσ. 255-253.

[iv] Κάποια (σσ. 155-165) προέρχοντα από τη συμμετοχή του στο προφητικό βιβλίο Μνημόνιο, η υποθήκευση της Ελλάδας (η "Σύμβαση Δανειακής Διυκόλυνσης" και το "Μνημόνιο Συνεργασίας", με εισαγωγή και σχόλια Γεώργιου Κασιμάτη, Κώστα Βεργόπουλου, Κωνσταντίνου Μπλάθρα), εκδ. Χριστιανική, Αθήνα 2010, σσ. 15-30.

[v] Τζέραλντ Άλαν Κοέν, Γιατί όχι σοσιαλισμός; (εισαγ. – μτφρ. Νικόλας Βρούσαλης), εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2010.

Το μπόλιασμα της τεχνοκρατίας από τη φιλοσοφία

Το μπόλιασμα της τεχνοκρατίας από τη φιλοσοφία*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Στην απόπειρα μείωσης του ελληνικού χρέους μέσα από την ανταλλαγή των παλιών ομολόγων με νέα, η εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών ανήλθε στο 85,8%, ποσοστό που αυξήθηκε στο 95,7% με την ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης (CACs) (9/3/2012, http://www.nooz.gr/economy/elikse-i-pro8esmia-gia-to-psi). Η ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης σημαίνει πως ορισμένοι κάτοχοι ομολόγων υποχρεώνονται, παρά τη θέλησή τους, να συμμετέχουν στην απομείωση του χρέους.

Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε από την Ένωση Παραγώγων (International Swap and Derivatives Association) πιστωτικό γεγονός, εφόσον «περιορίζεται το δικαίωμα όλων των κατόχων των συγκεκριμένων ομολόγων να πληρωθούν» (9/3/2012, http://www.nooz.gr/economy/pistotiko-gegonos-gia-tin-ellada). Έτσι ενεργοποιούνται πλέον τα ασφάλιστρα κινδύνου έναντι της ελληνικής χρεοκοπίας (CDS), άρα όσοι είχαν επιχειρήσει να κερδοσκοπήσουν ποντάροντας στη χρεοκοπία της Ελλάδας δικαιώνονται.

Το κερδοσκοπικό παιχνίδι είναι ένα από τα ζητήματα που συζητούνται στον τόμο «Η βαθιά ελληνική κρίση», όπου ο Θανάσης Νιάρχος, σε ρόλο διαμεσολαβητή και συντονιστή, φέρνει σε επαφή έναν λογοτέχνη, τον Βασίλη Βασιλικό, κι έναν οικονομολόγο, τον Γιάννη Στουρνάρα, προκειμένου να συζητήσουν πάνω στο επίμαχο θέμα της οικονομικής κρίσης με τρόπο εύληπτο από το ανειδίκευτο οικονομικά αναγνωστικό κοινό. Τα οικονομικά ζητήματα που προσκομίζονται προς συζήτηση είναι ποικίλα, θα άξιζε όμως η ανατροπή της φυσικής τους ροής στον διάλογο των δύο αντρών, ώστε να προβληθεί εμφαντικά η παρουσίαση του κερδοσκοπικού παιχνιδιού, τόσο λόγω της ευόδωσής του τον Μάρτιο του 2012, όσο κι επειδή τίθεται από νωρίς στον διάλογο Βασιλικού – Στουρνάρα, ήδη προτού αυτό καρποφορήσει για τους κερδοσκόπους.

Η παρουσίαση των κερδοσκοπικών κινήσεων από τον Στουρνάρα είναι ένα από τα δυνατότερα σημεία του τόμου, αφού ο οικονομολόγος πετυχαίνει ευσύνοπτα και με επάρκεια να εξηγήσει τι διακυβεύεται. Πρόκειται για μία αρρωστημένη «επενδυτική» πραγματικότητα, καθώς αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια στην προοπτική κατάρρευσης της Ελλάδας, τα οποία όμως συνάπτονται από πρόσωπα που δεν κατέχουν ελληνικά ομόλογα! Τα συγκεκριμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια είναι τα λεγόμενα «γυμνά CDS». Ο Στουρνάρας τα χαρακτηρίζει ως έναν από τους παραλογισμούς του καπιταλισμού, εφόσον λογικό θα ήταν να έχει κανείς το δικαίωμα της ασφάλισης για προϊόντα που κατέχει, κι όχι για προϊόντα που δεν κατέχει! Η ασφάλιση για ανύπαρκτους τίτλους ιδιοκτησίας, εν προκειμένω για τα ελληνικά ομόλογα, συνιστά στην ουσία τζόγο, όχι επένδυση. Εκλαϊκεύοντας, ο Στουρνάρας παραλληλίζει τον διεξαγόμενο τζόγο με την υποθετική δυνατότητα να συνάψει κανείς ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το σπίτι ενός τρίτου, το οποίο δεν του ανήκει. Στην περίπτωση αυτή θα είχε, βεβαίως, κάθε λόγο να πυρπολήσει το ξένο σπίτι, για να καρπωθεί τα λεφτά της ασφάλισης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση των ελληνικών ομολόγων.

Ο Στουρνάρας θεωρεί κάθε επένδυση στην καταστροφή του άλλου ως το πιο μελανό κι ανήθικο στοιχείο του καπιταλισμού. Στη χρεοκοπία της Ελλάδας έχουν επενδυθεί 8 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως, γι' αυτό και οι τζογαδόροι έχουν κάθε λόγο να παράγουν φήμες για την εξώθηση της Ελλάδας στη χρεοκοπία. Το ερώτημα για έναν υγιή νου είναι, φυσικά, γιατί επιτρέπεται αυτού του είδους η αρρωστημένη «επένδυση». Όπως εξηγεί ο Στουρνάρας, η απαγόρευση των γυμνών ασφαλιστήριων συμβολαίων ισχύει -ορθώς- μόνο στη Γερμανία και, δυστυχώς, όχι πανευρωπαϊκά, επειδή τα λόμπι που κερδίζουν από τα συμβόλαια αυτού του είδους είναι πια πανίσχυρα, χρηματοδοτούν κράτη και κόμματα και τα ελέγχουν, επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους επί των πολιτικών συστημάτων, που αποδεικνύονται επίορκα, διαπλεκόμενα και διεφθαρμένα.

Με τις επενδύσεις σε ομόλογα συνδέεται και το πρόβλημα με την ανάδειξη των οίκων αξιολόγησης σε υπερεξουσίες. Το δικαίωμα της αξιολόγησης οι οίκοι το παίρνουν από την ίδια τη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς, όπως εξηγεί ο Στουρνάρας. Όποιος επιθυμεί να επενδύσει σε ομόλογα χρειάζεται κάποια αξιολόγηση αυτών. Την αξιολόγηση την προσφέρουν οι σχετικοί οίκοι. Το παράδοξο όμως της υπόθεσης είναι πως οι οίκοι που προβαίνουν στις αξιολογήσεις δεν πληρώνονται από τους πελάτες τους αλλά από τη χώρα ή την εταιρεία που αξιολογούν! Αν η στάση τους αυτή συνδεθεί και με τα κερδοσκοπικά παιχνίδια σε σχέση, για παράδειγμα, με τη χρεοκοπία της Ελλάδας ή τη διάλυση του ευρώ, προκύπτει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει περιθώρια να παραμένει εξαρτημένη από τις αξιολογήσεις των οίκων κι αδρανής. Θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ιδρύσει και τους δικούς της οίκους αξιολόγησης.

Η κρίση της Ελλάδας, επομένως, οφείλεται σε κινήσεις που σημειώνονται στη διεθνή οικονομική σκηνή, δεν πρέπει όμως να προσπερνιούνται και οι ελληνικές ευθύνες, που απορρέουν από την προβληματική λειτουργία του ελληνικού κράτους με την κυριαρχούσα σ' αυτό κομματικοκρατία. Ο Στουρνάρας επισημαίνει στρεβλώσεις στην ελληνική δημόσια διοίκηση, όπως είναι η αλόγιστη επέκταση του κράτους με το ένα εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους, η ανισορροπία στους μισθούς, η αναξιοκρατία, η έλλειψη μέτρησης αποτελεσμάτων, η σύσταση δημόσιων οργανισμών με μοναδικό τους στόχο την τοποθέτηση διευθυντών και κομματικών ψηφοφόρων. Πρόβλημα αποτελεί και η φοροδιαφυγή, καθώς το 30% του ελληνικού εθνικού προϊόντος δεν αναφέρεται πουθενά.

Η εξειδικευμένη γνώση του Στουρνάρα σε οικονομικά θέματα του επιτρέπει να προβαίνει σε εύστοχες ως επί το πλείστον επισημάνσεις· η πολιτική συμπόρευσή του ωστόσο με τις κυβερνήσεις του κ. Κώστα Σημίτη συχνά θολώνει τις κρίσεις του, οι οποίες εκτροχιάζονται κι αστοχούν. Όταν ερμηνεύει, για παράδειγμα, τη μεταφορά της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, με την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers στις Η.Π.Α., ως προϊόν της ελληνικής αδυναμίας λόγω της αλόγιστης επέκτασης του κράτους και της απώλειας κάθε ελέγχου στα δημοσιονομικά του κράτους κατά την περίοδο 2004-2009 (κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας), προβαίνει σε μία υπεραπλούστευση που επιλέγει να αγνοεί πως οι διεθνείς δρομολογημένες εξελίξεις από τα καπιταλιστικά κέντρα θα οδηγούσαν ούτως ή άλλως σε επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ασχέτως των δικών της επιμέρους κινήσεων. Όταν πάλι μιλά για τα λάθη του Ανδρέα Παπανδρέου, τα οποία θα έπρεπε να τα διορθώσει ο γιος του κ. Γιώργος Παπανδρέου από τη θέση του πρωθυπουργού που κατείχε μέχρι πρότινος, υιοθετεί απλώς ένα βολικό ερμηνευτικό σχήμα της μεταπολίτευσης, που αποδίδει στον Ανδρέα Παπανδρέου όλα τα δεινά του τόπου, υποπίπτοντας μάλιστα και σε αντιφάσεις, εφόσον δέχεται ότι μεταξύ πατέρα και γιου Παπανδρέου υπήρξαν οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις του κ. Σημίτη αλλά και η συντριβή των δημοσιονομικών που προκλήθηκε επί κυβερνήσεων του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αστοχίας του Στουρνάρα λόγω των προσωπικών του πολιτικών επιλογών είναι η ερμηνεία του για το σκάνδαλο του ελληνικού χρηματιστηρίου την πρώτη δεκαετία του 2000, το οποίο λίγο-πολύ το αποδίδει στην απληστία των Ελλήνων, που αποπειράθηκαν να γίνουν πλούσιοι «μέσα σε δύο ώρες», και κατηγόρησαν στη συνέχεια την τότε κυβέρνηση για το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας. Ο Στουρνάρας, έχοντας θητεύσει σε καίρια οικονομικά πόστα επί κυβερνήσεων του κ. Σημίτη, αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί από τη γραμμή επιχειρηματολογίας της τότε κυβέρνησης, και την καθαγιάζει απαλλάσσοντάς την από κάθε ευθύνη. Όμως η κυβέρνηση του κ. Σημίτη φέρει αναμφίβολα βαρύτατες ευθύνες για το χρηματιστηριακό σκάνδαλο, γιατί καλλιέργησε την τάση των πολιτών να «επενδύσουν» στο χρηματιστήριο, εξωθώντας με δημόσιες δηλώσεις προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση όχι μόνο τους ιδιώτες αλλά ακόμη και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία θα 'πρεπε να «αξιοποιήσουν» τα κεφάλαιά τους τοποθετώντας τα στο χρηματιστήριο. Έτσι, παρά την επίγνωση της επερχόμενης χρηματιστηριακής κατάρρευσης, ο κ. Σημίτης επέλεξε για ψηφοθηρικούς λόγους να διατηρήσει μία επίπλαστη ευφορία τονώνοντας το χρηματιστήριο με κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων, παγιδεύοντας τους ιδιώτες κι εγκληματώντας σε βάρος των ταμείων. Την πραγματικότητα τούτη ο κ. Στουρνάρας δεν δικαιούται να την προσπερνά χρεώνοντας απλοϊκά τις αρνητικές εξελίξεις στην «απληστία» του Έλληνα.

Είναι εμφανές πως στη συνομιλία Βασιλικού – Στουρνάρα πρωτοστατεί στην ερμηνεία των εξελίξεων ο Στουρνάρας, ως αρμοδιότερος επί οικονομικών ζητημάτων. Εκείνος όμως που διακρίνεται για την ευστοχία των παρατηρήσεών του και των κατευθύνσεων που δίνει στη συζήτηση, παρά την επιλογή του να μην κρατήσει στον παρόντα διάλογο ρόλο πρωταγωνιστικό, είναι ο Βασίλης Βασιλικός. Ο Βασιλικός επιβεβαιώνει με τις επισημάνσεις του την ικανότητά του να τοποθετεί τα γεγονότα σε περιβάλλοντα διεθνή και να τα συσχετίζει με ιστορικές εξελίξεις, οι οποίες φωτίζουν τις διαχρονικές επιδιώξεις των παραγόντων που εμπλέκονται σ' αυτές. Έτσι, στην ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία («τρόικα») που εποπτεύει σήμερα την ελληνική κυβέρνηση, ο Βασιλικός βλέπει τις τρεις «εγγυήτριες» δυνάμεις που επόπτευαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος γύρω στα 1840. Τη σύγχρονη ελληνική κρίση, πάλι, την εντάσσει σε χορεία εξωτερικών επεμβάσεων που αντιμετώπισαν την Ελλάδα σαν πειραματόζωο, όπως συνέβη με τον ελληνικό εμφύλιο ή την αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών. Την ουσιώδη μεταφορά στην ερμηνεία της κρίσης από το εσωτερικό στο εξωτερικό ο Βασιλικός την ανακινεί, με τις εύστοχες ερωτήσεις του για τους οίκους αξιολόγησης, τον ρόλο τους στις οικονομικές εξελίξεις και την απόπειρα της καπιταλιστικής τάξης να κατεδαφίσει τα συστήματα κοινωνικών πολιτικών προς όφελός της. Ακόμη και η εναλλακτική λύση υπέρβασης της κρίσης μέσα από τη συνεργασία της Ελλάδας με άλλες ισχυρές κρατικές οντότητες και πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Κίνα, από τον Βασιλικό προτείνεται.

Ο εμπνευστής του διαλογικού εγχειρήματος στον παρόντα τόμο Θανάσης Νιάρχος, έχοντας δώσει εξαρχής τη γραμμή της εκλαΐκευσης που θα συμβάλει στη διαφώτιση των αναγνωστών, γνωρίζει καλά, μετά την ένωση των πνευματικών δυνάμεων Βασιλικού – Στουρνάρα, πώς να τηρεί στάση διακριτική, ώστε να μην παρεμποδίζει τη ροή της συνομιλίας. Άλλωστε η τοποθέτηση ενός λογοτέχνη με φιλοσοφικό υπόβαθρο πλάι στον τεχνοκράτη οικονομολόγο, έρχεται να επιβεβαιώσει την πεποίθηση καί των δύο συνομιλητών πως στα δημόσια πράγματα είναι απαραίτητη η παρουσία ανθρώπων με φιλοσοφικό υπόβαθρο που θα μπολιάσουν την απόλυτη τεχνοκρατία. Κι η φιλοσοφική τούτη προσέγγιση βρίσκεται εξάλλου στο τελικό αισιόδοξο μήνυμα που εκπέμπει ο Βασιλικός, όταν επισημαίνει πως απέναντι στην καταστροφολογία οι Έλληνες επέδειξαν μία τρομερή ψυχραιμία.

 

Βασίλης Βασιλικός – Γιάννης Στουρνάρας, «Η βαθιά ελληνική κρίση. Με τη ματιά ενός λογοτέχνη και ενός οικονομολόγου», επιμ. Θανάσης Θ. Νιάρχος, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2011, σελ. 112.

 

«[…] ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Μιλήσατε για την καπιταλιστική κοινωνία και έχω ένα άλλο ερώτημα να κάνω, σε σχέση με μια κριτική που δημοσιεύτηκε στο ιταλικό Il Fatto Quotidiano και τη μεταφράσανε στην Εποχή. Τίτλος "The enigma of capital and the crises of capitalism" του David Harvey. Θα σας πω ποιο σημείο…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Ιστορικός είναι ο David Harvey;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Κοινωνιολόγος. Γράφει το άρθρο: "Όποιος χρησιμοποιεί το youtube, είναι πιθανόν να γνωρίζει τον γεωγράφο και κοινωνιολόγο David Harvey, χάρη στα κινούμενα σχέδιά του για την κρίση του καπιταλισμού που είχαν μεγάλη επιτυχία. Πάνω από 12.000.000 επισκέψεις. Πριν από λίγο καιρό τα σχέδια μεταφράστηκαν και στα ιταλικά". Αυτός είναι. Και λέει εδώ ένα πράγμα με το οποίο εγώ συμφωνώ απολύτως. Μιλάει πάντα για την καπιταλιστική οικονομία και αναφέρει έναν δισεκατομμυριούχο των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Warren Buffett, με τον εξής τρόπο: Έχει πει ο τελευταίος ότι "υπάρχει ταξική πάλη, είναι αλήθεια, αλλά η τάξη μου, η πλούσια τάξη, είναι αυτή που διεξάγει τον πόλεμο και πάντα νικάει". Ξεκινώντας από αυτό παρατηρεί ο Harvey ότι "σε μεγάλο μέρος των εξελιγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, με τη δικαιολογία της κρίσης υπερβολικού χρέους, η καπιταλιστική τάξη άρχισε να κατεδαφίζει ό,τι απομένει απ' τα συστήματα κοινωνικών παροχών μέσα από μια πολιτική λιτότητας. Κατ' αυτό τον τρόπο, επανεντάσσονται στη λογική του κέρδους υπηρεσίες και παροχές που αποσπάστηκαν απ' αυτήν πριν από δεκαετίες". Και συνεχίζει ο Harvey, "κάποιες σημαντικές περιοχές δημόσιας παρέμβασης, αρχής γενομένης από την κοινωνική πρόνοια και τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα, πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν και πάλι. Και αυτή η κρίση προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Η σημερινή έμφαση στα προγράμματα λιτότητας δεν είναι επομένως παρά ένα από τα πολλά βήματα προς την εξατομίκευση του κόστους της κοινωνικής αναπαραγωγής". […]»

 

* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. Φύλλου 339, 16/3/2012.

Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες.

 

Νίκος Μπογιόπουλος: «Είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε»

Νίκος Μπογιόπουλος: «Είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε»

Του Δημήτρη Καζάκη [κριτική παρουσίαση]


Το βιβλίο του Νίκου Μπογιόπουλου, «Είναι ο Καπιταλισμός, Ηλίθιε», εκδόσεις Λιβάνη, αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Από δυο απόψεις. Αφενός γιατί πρόκειται για ένα πολύ προσιτό και ευκολοδιάβαστο βιβλίο για τον μέσο αναγνώστη που αναζητά να μάθει τι συμβαίνει με την σημερινή κρίση. Κι αφετέρου γιατί διαπιστώσαμε ότι υπάρχει ακόμη μαρξιστική φλόγα στο σημερινό ΚΚΕ.

Για να είμαστε ειλικρινείς δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Τον Ν. Μπογιόπουλο τον γνωρίζουμε από τις επιφυλλίδες και τις παρεμβάσεις του μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη, αλλά και από τις δημόσιες εμφανίσεις του όλο αυτό το διάστημα που και εύστοχες υπήρξαν και αποκαλυπτικές και αρκούντως τεκμηριωμένες. Κι αυτό πρέπει να το τονίζουμε ιδιαίτερα σήμερα.
Μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, αλλά δυστυχώς η τεκμηριωμένη παρέμβαση είναι είδος εξαιρετικά δυσεύρετο στις μέρες μας. Ιδίως στην αριστερά.

Συνέχεια

Ο καπιταλισμός ως ωρολογιακή βόμβα

Ο καπιταλισμός ως ωρολογιακή βόμβα

 

Συνέντευξη του Φρέντρικ Τζέιμσον* [στον Άαρον Λέοναρντ – Μετάφραση: Γιώργος Σουβλής]


 

Από την περίοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ ωστόσο, έχουμε περάσει σε κάτι το οποίο προσομοιάζει πολύ περισσότερο στη θεμελιώδη λογική του κεφαλαίου που περιγράφει ο Μαρξ  

Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, μαρξιστής που ασχολείται κυρίως με την κριτική λογοτεχνίας και την πολιτική θεωρία, εξέδωσε πρόσφατα το Representing Capital: A Reading of Volume One, ένα βιβλίο το οποίο επανεξετάζει το πιο σημαντικό έργο του Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο.

Υπό μια έννοια, ίσως να φαίνεται παράδοξη η επανεξέταση ενός βιβλίου 150 χρόνων. Για ποιο λόγο μας είναι χρήσιμο για την ερμηνεία της τρέχουσας συγκυρίας; Εν τούτοις, το να αγνοούμε Το Κεφάλαιο, όπως είθισται να συμβαίνει, σημαίνει την απώλεια της οξυδερκούς κριτικής του και της διεισδυτικής βαθύνοιάς του.

Το ότι καταπιάνεται με τις κεντρικούς άξονες της κατάστασης που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως συμπτωματικό: τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, τον τρόπο με τον οποίο οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και τον τρόπο με τον οποίο όλες οι διευθετήσεις και οι προτεινόμενες λύσεις εδράζονται στην ψευδαίσθηση πως ο καπιταλισμός μπορεί με κάποιον τρόπο να ικανοποιήσει τις ανάγκες της πλειοψηφίας του πληθυσμού και να συνεχίζει να υφίσταται ως τέτοιος.

Εν συντομία, ο Μαρξ και Το Κεφάλαιο είναι ζητήματα που χρήζουν διερεύνησης. Άαρον Λέοναρτ: Yποστηρίζετε ότι, «Το Κεφάλαιο δεν είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται με την πολιτική, ούτε καν με την εργασία: είναι ένα βιβλίο για την ανεργία». Μπορείτε να μας πείτε για ποιον λόγο θεωρείτε ότι αυτό ισχύει;

Φρέντρικ Τζέιμσον: Γνωρίζω πως αυτό ενδεχομένως να προκαλεί έκπληξη στους ανθρώπους που σκέφτονταν πάντα τον Μαρξ υπό το πρίσμα της πολιτικής, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν ελάχιστες αναφορές για οποιαδήποτε μορφή πολιτικής δράσης στο Κεφάλαιο. Προκύπτουν βεβαίως συμπεράσματα για το είδος της κοινωνίας που θα μπορούσε να προκύψει από τον καπιταλισμό και επίσης τις αντιφάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο τέλος του καπιταλισμού. Δεν υποστηρίζω πως ο Μαρξ ήταν αδιάφορος για την πολιτική ή ότι δεν σκεφτόταν διαρκώς πολιτικές στρατηγικές, αλλά ότι το Κεφάλαιο δεν είναι ένα βιβλίο που αφορά αυτά, αλλά ένα βιβλίο για αυτή την ωρολογιακή βόμβα που είναι ο καπιταλισμός.

Είναι ένα βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με την ανεργία με την έννοια ότι ο θεμελιώδης γενικός νόμος του καπιταλισμού, όπως αυτός αναφέρει σαφώς, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα, όπως γράφει, «η εξαρτημένη μάζα του εφεδρικού στρατού, δηλαδή οι άνεργοι, να αυξάνεται από κοινού με τη δυνητική παραγωγικότητα του πλούτου». Αυτό αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό με αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας. Πρόσφατα ακουσα το πιο αποκαλυπτικό πράγμα από έναν καπιταλιστή θιασώτη του επιχειρηματικού κινδύνου, εμφανέστατα ενοχλημένο από τη συζήτηση τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών για την υποστήριξη των επιχειρήσεων έτσι ώστε να μπορούν να «δημιουργούν θέσεις εργασίας»: «Κανένας δεν σηκώνεται το πρωί και λέει, θέλω να αυξήσω το μισθολογικό κόστος επειδή θεωρώ πως είναι καλό για την Αμερικάνικη οικονομία». Αυτός είναι ένας εύσχημος τρόπος για πεις ότι οι επιχειρήσεις δεν υπάρχουν για να δημιουργούν θέσεις εργασίας• υπάρχουν για να παράγουν κέρδος. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που ο Μαρξ περιγράφει στο Κεφαλαίο. Δεν προκύπτει καμία ευθεία σύνδεση μεταξύ παραγωγικότητας και δημιουργίας θέσεων εργασίας.

Όσο τα κεϋνσιανά οικονοµικά εφαρμόζονταν σε ορισμένες χώρες, η συγκεκριμένη θέση φαινόταν εξωπραγματική. Ο Κέυνς αντιλήφθηκε πως είναι αναγκαίο να υπάρχουν εργάτες με αρκετά χρήματα για να αγοράζουν όλα αυτά τα αγαθά που παράγονταν. Από την περίοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ ωστόσο, έχουμε περάσει σε κάτι το οποίο προσομοιάζει πολύ περισσότερο στη θεμελιώδη λογική του κεφαλαίου που περιγράφει ο Μαρξ. Δεν είναι μόνο η μεταφορά εργασίας σε άλλες χώρες• αυτό αποτελεί τμήμα μιας παγκόσμιας διαδικασίας.

Η επιθυμία για την επιστροφή των εργοστασίων στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκρούεται με την επιθυμία να είναι παραγωγικά. Αυτό προφανώς σημαίνει ολοένα και μεγαλύτερο αυτοματισμό και ολοένα και λιγότερους εργάτες. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως ανακύπτει μια θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ της απασχόλησης και των επιθυμιών του συστήματος. Υπό αυτή την έννοια το πολιτικό αίτημα για πλήρη απασχόληση μου φαίνεται να αποτελεί ένα αίτημα που το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει.

Α. Λ.: Αναπτύσσετε ένα επιχείρημα σε αυτό το βιβλίο, και στο «Valences of the Dialectic» ότι, «Ο Μαρξ στα Grundrisse (ίσως πιο έντονα κι από ό,τι στα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του Κεφαλαίου) επιμένει στη σημασία της παγκόσμιας αγοράς ως απώτατου ορίζοντα στον καπιταλισμό». Με ποιο τρόπο το διατυπώνει αυτό και με ποιον τρόπο βλέπετε να πραγματοποιείται κάτι τέτοιο σήμερα;

Φ. Τ.: Δεν καταπιάνεται αρκετά με αυτό στο συγκεκριμένο έργο. Το βασικό ζήτημα είναι η γενίκευση της εμπορευματοποίησης: παντού η μισθωτή εργασία αρχίζει να αντικαθιστά οποιαδήποτε άλλη μορφή εργασίας, είτε τη δουλική είτε την φεουδαρχική. Μόνο όταν διαπιστώνεις την υπεροχή της μισθωτής εργασίας σε μια περιοχή, όπως η δυτική Ευρώπη για παράδειγμα, συνειδητοποιείς τι είδους καπιταλισμός υπάρχει, τι είδους διαδικασία είναι αυτή, και με ποιον τρόπο καθίσταται καθολική.

Σε μια υποσημείωση στα Grundrisse, ο Μαρξ αναφέρει ότι μια παγκόσμια επανάσταση, μια σοσιαλιστική επανάσταση δεν καθίσταται προβλέψιμη παρά μόνο όταν φτάσουμε στα όρια της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτό εννοεί ότι βαθμιαία σε όλο τον κόσμο όλες αυτές οι μορφές εργασίας θα έχουν αντικατασταθεί από την μισθωτή εργασία και ως εκ τούτου τα κέρδη που παράγουν θα έχουν αντικατασταθεί από το κεφάλαιο (από την υπεραξία).

Τι συμβαίνει όταν το κεφάλαιο οδηγείται σε μια αντίφαση ή σε μια κρίση; Ανακύπτει μια πτωτική κίνηση. Στο βιβλίο έγραψα πως ο καπιταλισμός αποτελεί «μια ιδιόμορφη μηχανή της οποίας η εξέλιξη είναι συνυφασμένη με τη διάλυσή της, η επέκταση της είναι συνυφασμένη με την δυσλειτουργία της, η ανάπτυξή της με την κατάρρευσή της». Η κατάρρευση του συστήματος είναι ενδογενής στην επέκταση του συστήματος. Η αγροτιά εξαντλείται με τη μετατροπή της σε κτηματίες και στην συνέχεια σε ανέργους, το σύστημα κινείται προς αυτή κατεύθυνση επιδιώκοντας να διασφαλίσει ολοένα και φτηνότερη εργασία και τελικά φτάνει σε ένα σημείο που δεν υπάρχει πλέον οποιαδήποτε μορφή φτηνής εργασίας, αλλά ταυτόχρονα και κάποιος να αγοράσει όλα αυτά τα προϊόντα.

Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε στις μέρες μας ευκολότερα και με μεγαλύτερη σαφήνεια παρά στον 20ο αιώνα. Στο βαθμό που πλησιάσει τα όρια της παγκόσμιας αγοράς, ο καπιταλισμός δεν μπορεί στην πραγματικότητα να διευρυνθεί περεταίρω. Σήμερα δεν βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο. Εν τούτοις, το σημείο στο οποίο έχουν φτάσει τα πράγματα μας επιτρέπει να διαγνώσουμε τα όρια της κατάστασης στην οποία πλησιάζουμε, σε σχέση με την περίοδο που ζούσε ο Μαρξ. Δηλαδή, την στιγμή εκείνη που το σύστημα καθίσταται ανυπόφορο και που γίνεται σαφές πως είτε θα καταρρεύσει είτε θα αντικατασταθεί με κάτι άλλο.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο Μαρξ υποστήριζε πως ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος. Όμως, ακόμα και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο έγραφε τόσο για μια επαναστατική ανασυγκρότηση «όσο και για την από κοινού συντριβή των αντιμαχόμενων τάξεων». Ως εκ τούτου δεν είναι αναπόφευκτη αλλά συνιστά το σημείο όπου αλληλεπιδρούν η ανθρώπινη δράση και ο πολιτικός σχεδιασμός.

Α. Λ.: Στο βιβλίο σας γράφετε ότι «Ο Μαρξ μόνο επιχείρησε να συγκεράσει μια πολιτική της επανάστασης με την “ποιητική του μέλλοντος” και ο ίδιος επιχείρησε να καταδείξει πως ο σοσιαλισμός ήταν πιο σύγχρονος από ό,τι ο καπιταλισμός αλλά και πιο παραγωγικός. Επανευρίσκουμε πως ο φουτουρισμός και η παρακίνηση είναι πράγματι τα θεμελιώδη καθήκοντα οποιουδήποτε αριστερού αγώνα σήμερα». Μπορείτε να σχολιάσετε εκτενέστερα την συγκεκριμένη θέση, και με ποιον τρόπο κάποιος μπορεί να αρχίσει να οραματίζεται έναν φουτουριστικό σοσιαλισμό;

Φ. Τ.: Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν πάντοτε ενθουσιώδης με την τεχνολογία – πράγματα όπως τα χημικά λιπάσματα (με τα οποία εμείς δυσανασχετούμε σήμερα, αλλά οδήγησαν σε μια έκρηξη της αγροτικής παραγωγής στην εποχή τους), τα υποθαλάσσια καλώδια, κι άλλες ανακαλύψεις της εποχής. Είναι σαφές πως φανταζόταν τον σοσιαλισμό ως πιο προηγμένο τεχνολογικά, και υπό οποιαδήποτε άλλη έννοια, σε σχέση με τον καπιταλισμό. Ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς έγραψε για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι φαντάζονται πως τον σοσιαλισμό ως μια νοσταλγική επιστροφή σε μια πιο απλή κοινωνία. Ο Γουίλιαμς αμφισβητήθηκε όταν υποστήριξε πως ο σοσιαλισμός δεν θα είναι πιο απλός αλλά περισσότερο σύνθετος.

Υπάρχει μια τάση στην αριστερά σήμερα – και εννοώ σε όλες τις εκδοχές της αριστεράς – να περιορίζεται στην προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων, στη διάσωση όλων των πραγμάτων που ο καπιταλισμός καταστρέφει και τα οποία εκτείνονται από την φύση έως τις κοινότητες, τις πόλεις, την κουλτούρα κ.λπ. Αυτό συνιστά μια μορφή συντηρητισμού. Η αριστερά παίρνει μια αρκετά αμυντική και νοσταλγική θέση, προσπαθώντας μόνο να επιβραδύνει την κίνηση της ιστορίας. Υπάρχει μια γενεαλογική γραμμή που ξεκινάει από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η οποία θεωρεί ότι οι επαναστάσεις – αν και δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο ακριβώς τις αντιλαμβανόταν – «τραβούν τον μοχλό της έκτακτης ανάγκης», σταματώντας την έλευση του τραίνου. Δεν νομίζω ότι ο Μαρξ είχε αυτήν την άποψη ως προς αυτά τα ζητήματα. Μου φαίνεται πως ο Μαρξ πίστευε πως η παραγωγικότητα θα αυξανόταν με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Στο επίπεδο της οργάνωσης, της τεχνολογίας και της παραγωγής, ο Μαρξ δεν επιθυμούσε επιστροφή στη χειρονακτική εργασία, αλλά να επιμείνουμε σε όλα τα είδη σύνθετων μορφών αυτοματισμού και εκμηχάνισης.

Το ιστορικό συμβάν της Οκτωβριανής Επανάστασης η οποία οδήγησε σε κάτι που έμοιαζε με  σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, το οποίο συνέβη σε μια υποανάπτυκτη χώρα, στη Ρωσία, μας έκανε να σκεφτόμαστε τον σοσιαλισμό με ένα τρόπο ο οποίος δεν εναρμονιζόταν με τον τρόπο που ο Μαρξ τον φανταζόταν. Το σοσιαλιστικό κίνημα πρέπει να εμπνευστεί από τον οραματισμό του Μαρξ.


ΠΗΓΗ: rabble.ca. Το είδα: 15 February 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4845

 

* Ο Αμερικανός στοχαστής Φρέντρικ Τζέιμσον είναι θεωρητικός σε ζητήματα κουλτούρας. Διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Duke, όπου και διευθύνει το Κέντρο Κριτικής Θεωρίας. Το έργο του καλύπτει ένα πολύ μεγάλο εύρος σχετικά με τα ζητήματα κουλτούρας που απασχόλησαν τον 20ό αιώνα: μοντερνισμός, μεταμοντέρνο, λογοτεχνία και κινηματογράφος του Τρίτου Κόσμου, Μαρξ και Φρόιντ, η σχολή της Φρανκφούρτης, επιστημονική φαντασία κ.λπ. Από τα πιο γνωστά του βιβλία είναι τα εξής: The Prison House of Language (Η φυλακή της γλώσσας, 1972), Late Marxism (Ύστερος μαρξισμός, 1990), Signatures of the Visible (Υπογραφές του ορατού, 1990), (1991), Postmodernim: Or, The Cultural Logic of Late Capitalism (Το μεταμοντέρνο, ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, 1992), και το Seeds of Time (Η σπορά του χρόνου, 1994).  Περισσότερα για το θεωρητικό έργο του Τζέιμσον διαβάστε εδώ (Οδηγός Ανάγνωσης).

ΠΗΓΗ: http://www.toposbooks.gr/contents/writers.php?wid=12

«Ο άγγελος της πείνας», ένα βιβλίο εμψυχωτής

«Ο άγγελος της πείνας»,  ένα βιβλίο εμψυχωτής

 

Της Βασιλική Νευροκοπλή


 

Είναι οπωσδήποτε ολότελα ανορθόδοξο να γράφεις για ένα βιβλίο προτού το ολοκληρώσεις. Όμως, υπάρχει μια “οικογένεια” βιβλίων για τα οποία μπορείς να μιλήσεις μόνον ενόσω τα διαβάζεις και αφού τα τελειώσεις δεν μπορείς να πεις τίποτα γι’ αυτά. Σ’ αυτήν θα κατέτασσα “Το βιβλίο της ανησυχίας” του Πεσσόα, το “Όνειρο ενός γελοίου” του Ντοστογιέφσκι και το βιβλίο “Η αγάπη και ο θάνατος του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε” του Ρίλκε.

Είναι γιατί αυτά τα βιβλία κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης σε μεταμορφώνουν, σε αλλοιώνουν, τα ερωτεύεσαι και δεν μπορείς παρά όσο είσαι μαζί τους να μιλάς διαρκώς γι’ αυτό που σου προκαλεί η σπάνια ομορφιά τους. Μετά το πέρας της ανάγνωσης και της μεταμόρφωσής σου, όλα έχουν συντελεστεί μέσα σου σ’ ένα νέο είναι που αδυνατεί να κοιτάξει πίσω ή να προχωρήσει σε μια ανάλυση που θα σήμαινε αυτο-ανάλυση.

Διαβάζω τον Άγγελο της πείνας εδώ κι ένα μήνα, ένα, δύο, τρία κεφάλαια κάθε βράδυ. Όχι επειδή δεν αντέχω περισσότερο, όπως μου συνέβαινε με τον Πεσσόα, αλλά επειδή αυτή είναι η ικανή δόση που θεραπεύει την ψυχή μου. Κάτι σαν φάρμακο. Ή σαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.  Ίσως όμως να είναι που δεν θέλω να τελειώσει. 

Είναι αλήθεια πως ένα καλό βιβλίο είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ιστορία που διαπραγματεύεται. Πάντα κάτι περισσότερο από το επίπεδο της γλώσσας του, των νοημάτων, της τεχνικής και της πλοκής του. Αποτελεί ένα σύμπαν που άλλοτε προσπαθείς να μπεις εσύ μέσα του κι άλλοτε δεν παίρνεις είδηση για πότε εισχώρησε αυτό σ’ εσένα και σ’ έχει κυριεύσει. Του υποτάσσεσαι, το υπακούς, εν τέλει το ερωτεύεσαι και δε διανοήσαι να το αποχωριστείς. “Ο άγγελος της πείνας” ανήκει στην δεύτερη περίπτωση. 

Κάθε σελίδα του, κάθε παράγραφος, κάθε του πρόταση  αποτελεί όχι ένα, αλλά πλήθος από επουράνια και καταχθόνια σύμπαντα που σ’ αρπάζουν  και – αφού σε αφοπλίσουν από όλες σου τις αντιστάσεις – σε οδηγούν τεχνηέντως στις μυστικές και συνάμα μαγικές συνάψεις που τα συνδέουν; Έτσι, κατά τη διάρκεια της ατελής μου ακόμα μεταμόρφωσης επιχειρώ την ατελή μου παρουσίαση.

“Ο άγγελος της πείνας” θα μπορούσε να είναι ένα ξεδοντιασμένο φρικαλέο φάντασμα που ορμά να μας κατασπαράξει. Θα μπορούσε να είναι ένα αφόρητα συναισθηματικό ρέκβιεμ. Μια βάναυση ιστορία που δε θα θέλαμε ούτε την αρχή της να ακούσουμε. Ένας ογκόλιθος θλίψης που κανείς μας δε θα είχε διάθεση να σηκώσει. Θα μπορούσε να είναι ό, τι ακριβώς δε θα θέλαμε να διαβάσουμε και ό, τι θα θέλαμε πάση θυσία να αποφύγουμε στην αγχωμένη, κουρασμένη, μελαγχολική ζωή μας. Και όμως, όχι μονον δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, αλλά είναι αυτό ακριβώς που μπορεί να μας στηρίξει στις μέρες μας σαν ιδανικός εμψυχωτής. Ίσως, γιατί, αν και “της πείνας”, παραμένει “άγγελος”, σκέφτομαι. 

Η Χέρτα Μύλερ καταφέρνει κάτι πραγματικά ακατόρθωτο κι επιτέλους, γι’ αυτό κι εγώ θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Θέλω να μάθω τι γίνεται στο τέλος, αλλά δεν είναι το πρώτο που μ’ ενδιαφέρει. Το ενδιαφέρον μου όλο το αποροφούν οι λέξεις της, το βλέμμα της, η ποίησή της, ο αναπάντεχος τρόπος που κοιτάζει τον κόσμο μέσα από το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή της. Το ίδιο ακριβώς θα με απορροφούσε αν δεν υπήρχε πρωταγωνιστής και ιστορία. Όταν συναντάς την ομορφιά δεν αναρωτιέσαι από πού ήρθε και πού πηγαίνει. Ποιος είναι ο σκοπός της. Βρέθηκε στο δρόμο σου κι αν είσαι γνήσιος εραστής της, μένεις καρφωμένος πάνω της. Σου αρκεί να την θωρείς. 

Το κατόρθωμα της Μύλερ έγκειται στο γεγονός ότι η βαθύτατη ευαισθησία της συμβαδίζει με την ψυχραιμία της πάνω στο λεπτότατο σχοινί του τραγικού,. Όλο το κείμενο διακατέχεται από μια αναπάντεχη νηφαλιότητα που ειρηνεύει τον αναγνώστη, ακόμη κι όταν διαβάζει γεγονότα ιδιαίτερης σκληρότητας. Εκεί που το συμβάν είναι βαρύ σα μολύβι οι λέξεις της γίνονται μικρά αστραφτερά διαμάντια. Η ύλη: ο άνθρακας, η κίτρινη άμμος, οι τσιμεντόλιθοι, τα δέκα ρούβλια, γίνονται τίτλοι κεφαλαίων που ξεκινάς να διαβάζεις ολότελα ανυποψίαστος γι’ αυτό που θα συναντήσεις. Διότι αυτό που συναντάς διαπνέεται ολοκληρωτικά από έναν ατελεύτητο ερωτισμό.

Ο χρόνος μεταπηδά απροειδοποίητα από το παρόν στο παρεθλόν, από διαρκείας γίνεται στιγμιαίος, από αιωνιότητα στιγμή. Η Μύλερ ενώνει τα πάντα δίχως ίχνος κόμπλεξ. Αυτό, μόνον η ποίηση μπορεί να το κατορθώσει δίχως να θυσιάσει το νόημα στην έμπνευση ή το αντίθετο.

Μήπως, λοιπόν, “Ο άγγελος της πείνας” είναι στην πραγματικότητα ένα μακροσκελές ποίημα; Ένα κατ’ επίφασιν μυθιστόρημα που σεβόμενο τον τρόμο των θνητών μπροστά στην ποίηση, φόρεσε τη μάσκα του πεζού λόγου για να τρυπώσει υπογείως στην απαρηγόρητη ζωή μας προκειμένου να την παρηγορήσει;

 

Αντί απάντησης και επιλόγου, παραθέτω τρία αποσπάσματα.

 

Οι λέξεις που περιγράφουν την πείνα, όπως και οι λέξεις που περιγράφουν φαγητά, επικρατούν στους διαλόγους, κι ωστόσο παραμένεις μόνος. Καθένας τρώει μόνος του τις λέξεις του. Η συμμετοχή στην πείνα των άλλων είναι μηδενική, δε γίνεται να συμμετάσχεις στην πείνα. Η λαχανόσουπα ως βασικό φαγητό ήταν η θεμελιώδης αιτία για να χάνεις τη σάρκα από το σώμα σου και τα λογικά από το κεφάλι σου. Ο άγγελος της πείνας τριγυρνούσε σαν υστερικός. Έχανε κάθε μέτρο, μεγάλωνε μέσα σε μια μέρα τόσο πολύ όσο δε ψηλώνει το χορτάρι ένα ολόκληρο καλοκαίρι ή το χιόνι έναν ολόκληρο χειμώνα. Τόσο πολύ ίσως όσο ψηλώνει ένα ψηλό μυτερό δέντρο σε όλη του τη ζωή. Μου φαίνεται πως ο άγγελος της πείνας δε μεγάλωνε απλώς, πολλαπλασιαζόταν. Παρείχε στον καθένα το δικό του, το προσωπικό του μαρτύριο, παρόλο που όλοι μοιάζαμε μεταξύ μας. Αφού με το τρισυπόστατο που αποτελούν το πετσί, το κόκκαλο και το νερό που προκαλεί δυστροφία, οι άντρες και οι γυναίκες δεν ξεχωρίζουν πια μεταξύ τους κι οι γενετήσιες ορμές καταστέλλονται. Συνεχίζεις βέβαια να λες Ο και Η, όπως λες ο γλόμπος και η χτένα. Όπως αυτά, έτσι κι οι μισοπεθαμένοι από την πείνα δεν είναι γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού παρά αντικειμενικά άφυλοι σαν αντικείμενα, -προφανώς ουδέτεροι.

… όλα όσα έκανα πεινούσαν. Κάθε αντικείμενο ισούται ως προς το ύψος, το βάρος, το μήκος και το χρώμα με τις διαστάσεις της πείνας μου. Ανάμεσα στην ουράνια σκεπή και στη σκόνη της γης, κάθε τόπος μυρίζει από ένα διαφορετικό φαγητό. Ο κεντρικός δρόμος του στρατοπέδου μύριζε καραμέλα, η είσοδος του στρατοπέδου φρεσκοψημένο ψωμί, ο δρόμος από το στρατόπεδο μέχρι το εργοστάσιο ζεστά βερύκοκα, ο ξύλινος φράχτης του εργοστασίου ζαχαρωμένα αμύγδαλα, η είσοδος του εργοστασίου ομελέτα…

… Ήταν μαγεία και μαρτύριο. Ακόμα κι ο αέρας έτρεφε την πείνα, ύφαινε ορατό φαγητό, καθόλου αφηρημένο…”

 

Πώς κυκλοφορεί κανείς στον κόσμο όταν δεν μπορεί να πεί τίποτε άλλο για τον εαυτό του παρά μόνον ότι πεινάει. Όταν δεν μπορεί να σκεφτεί πια τίποτε άλλο. Ο ουρανίσκος είναι μεγαλύτερος από το κεφάλι, ένας θόλος ψηλός και διαπερατός, που φτάνει μέχρι ψηλά στο κρανίο. Όταν κανείς δεν αντέχει άλλο την πείνα, ο ουρανίσκος του τον τραβάει σάμπως πίσω από το πρόσωπο να του έχουν τεντώσει ένα φρέσκο λαγοτόμαρο για να στεγνώσει. Τα μάγλουλα ξεραίνονται και καλύπτονται μ’ ένα χνούδι…”

 

Τα ταξίδια είναι πάντα ευτυχία.

Πρώτον: Όσο ταξιδεύεις, ακόμα δεν έχεις φτάσει. Όσο δεν έχεις φτάσει δεν χρειάζεται να δουλεύεις. Το ταξίδι είναι περίοδος χάριτος.

Δεύτερον: Όταν ταξιδεύεις, φτάνεις σε μια περιοχή που δε νοιάζεται καθόλου για σένα…”

 

Εύχομαι καλό ταξίδι στους αναγνώστες αυτού του εξαίσιου βιβλίου. “Ο άγγελος της πείνας”, Χέρτα Μύλερ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μυθιστόρημα

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 09 Φεβρουάριος 2012,  http://www.antifono.gr/portal/….82.html

Το άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης

Το άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Η απόπειρα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, στο σκέλος που αφορά την Ελλάδα, περιλαμβάνει διακρατικές συμφωνίες αποτυπωμένες σε κείμενα μακροσκελή και πολύπλοκα. Για έναν μέσο πολίτη η πρόσβαση στις σχετικές συμφωνίες, καθώς και η κατανόησή τους καθίστανται απαγορευτικές. Γι’ αυτό και οι επιχειρούμενες προσεγγίσεις μέσα από διαλέξεις και δημόσιες συζητήσεις, επιδιώκοντας την εκλαΐκευση και τη διαφώτιση ενός πλατιού κοινού, λειτουργούν αναμφίβολα γόνιμα.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 336, 1/2/2012.

Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες.

Μία διάλεξη αναφορικά με την οικονομική κρίση και την πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ελλάδα περιλαμβάνει και το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Ανίερη συγκυβέρνηση». Πρόκειται για διάλεξη που δόθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2011 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, και συνέπεσε με την ημέρα κατά την οποία η κυβέρνηση του νέου πρωθυπουργού κ. Λουκά Παπαδήμου έλαβε στη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης από τις παρατάξεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., της Ν.Δ. και του ΛΑ.Ο.Σ. με 255 ψήφους υπέρ.

Ο Ζουμπουλάκης διευκρινίζει ότι δεν υποκαθιστά τους οικονομολόγους ή τους πολιτικούς επιστήμονες, τοποθετείται όμως ως πολίτης δυσαρεστημένος μεν από τις στάσεις της χώρας του, μα και με βαθιά αγάπη απέναντί της. Άλλωστε δεν θα εκχωρούσε στους «τεχνικούς της οικονομίας» την καθοδήγηση της κοινωνίας και του έθνους, εφόσον η σοφία τους δεν επαρκεί για τον αντίστοιχο ρόλο. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα το επιβεβαιώνουν: παρόλο που στις Η.Π.Α. βρίσκονται ακόμη εν ζωή είκοσι οικονομολόγοι βραβευμένοι με το νόμπελ οικονομίας, κανένας τους δεν προέβλεψε την κρίση του 2008· επιπλέον η «συνταγή» της άγριας λιτότητας που προτάθηκε από τις «σοφές κεφαλές» για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση απέτυχε παταγωδώς.

Η ελληνική κρίση είναι για τον Ζουμπουλάκη πολιτική και ηθική, με δύο πτυχές: μία εξωτερική και μία εσωτερική. Η εξωτερική σχετίζεται με την παγκόσμια συστημική κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της άγριας νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Σ’ ένα περιβάλλον όπου η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει δυσχερέστατη την προστασία των εθνικών οικονομιών, ακόμη και οι σοβαρότεροι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού τρομάζουν με την αποχαλίνωσή του. Η εργασία και η δημοκρατία είναι δύο τομείς που ’χουν πληγεί βαρύτατα από τον νεοφιλελευθερισμό. Η εργασία, υπό την απειλή της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της αβεβαιότητας, κατάντησε απλός αγώνας επιβίωσης· κι όταν ο άνθρωπος γίνεται έρμαιο της ανάγκης, εκδηλώνει ατομικισμό κι επιθετικότητα, που θρυμματίζουν κάθε έννοια συλλογικού βίου. Η δημοκρατία, πάλι, υποτάχτηκε στις «αγορές» κι υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τους τεχνοκράτες που αυτές τής επέβαλαν. Όταν όμως τα κόμματα και τα πρόσωπα που ψηφίζονται από τον λαό για να κυβερνήσουν υποκαθίστανται από άλλα, τότε είναι δεδομένη η κρίση της δημοκρατίας, ενώ προλειαίνεται και το έδαφος για κάθε πολιτειακή εκτροπή.

Αν οι εξωτερικοί λόγοι της κρίσης είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν από την Ελλάδα, οι εσωτερικοί επιβάλλεται να υπερφαλαγγιστούν. Το σπάταλο κι αναποτελεσματικό πελατειακό κράτος ευθύνεται αναμφίβολα για την κρίση. Όμως, όπως πιστεύει ο Ζουμπουλάκης, δεν αρκεί να εμμένει κανείς στην παθολογία του κράτους. Η ευθύνη της κοινωνίας δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, αφού η ανομία βρίσκει γόνιμο έδαφος στον νοσηρό ατομικισμό του Έλληνα, ο οποίος αποδίδει όλα τα δεινά στους άλλους, αποποιούμενος οποιαδήποτε προσωπική του ευθύνη. Έτσι παρακάμπτεται ο ορθός λόγος ως μέσο δυνατό να εντοπίσει τις αιτίες της κρίσης.

Η πλέον προβληματική εξέλιξη, ωστόσο, είναι για τον Ζουμπουλάκη η συμμετοχή της ακροδεξιάς παράταξης του ΛΑ.Ο.Σ. στη νέα κυβέρνηση συνεργασίας που σχηματίστηκε. Η συμμετοχή ακροδεξιών στη νέα ελληνική κυβέρνηση, που έρχεται ως συνέχεια της συμμετοχής στελεχών του ΛΑ.Ο.Σ. σε τηλεοπτικές συζητήσεις ακόμη και πλάι σε πανεπιστημιακούς καθηγητές, με τους οποίους τα στελέχη της ακροδεξιάς παράταξης αναδεικνύονται ισόκυροι συνομιλητές, έχει τεράστια συμβολική σημασία και παραβιάζει έναν ιδρυτικό κανόνα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Η ανάδειξη του ΛΑ.Ο.Σ. σε πολιτικό παράγοντα οφείλεται στην ανεύθυνη πολιτικάντικη επιδίωξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και των μέσων ενημέρωσης που επηρεάζει (Mega Channel) να στερήσουν ψήφους από τη Ν.Δ., μα και στον τυφλό αρνητισμό της Αριστεράς, που με την άγονη στάση της να θεωρεί κάθε λόγο περί ασφάλειας και νομιμότητας ως αστυνομική καταστολή, μεταβίβασε τα δύο κρίσιμα ζητήματα του μεταναστευτικού και της ασφάλειας στα χέρια του ΛΑ.Ο.Σ., και του επέτρεψε να εμφανίζεται ως δύναμη «εθνικής ευθύνης» και «σύνεσης». Σύνεση όμως, όπως εύστοχα αποκαθιστά τον όρο ο Ζουμπουλάκης, δεν είναι η συνεργασία με ρατσιστές, αντισημίτες, φιλοχουντικούς, φιλοχιτλερικούς, όσους μισούν τους μετανάστες, τους Τούρκους, τους ομοφυλόφιλους.

Η συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. στην κυβέρνηση είναι ανησυχητική, μα εξίσου ανησυχητική είναι η απουσία αντιδράσεων για τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Ο Ζουμπουλάκης αποδίδει την έλλειψη αντιδράσεων στην αγωνία της κοινωνίας μπροστά στην οικονομική κρίση. Ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας υπήρξε μια ανακούφιση, υποτιμήθηκε ωστόσο ο κίνδυνος από τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. σε αυτήν. Η συγκυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών είναι για τον Ζουμπουλάκη ανίερη, όπως άλλωστε τιτλοφορεί και το βιβλίο του, και, μέσα στο κλίμα της γενικής σιωπής κι ανακούφισης που επήλθε, αποτελεί το πιο άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης. Η κοινωνία παγιδεύτηκε στην εξέλιξη τούτη, γιατί κανείς δεν θα επιθυμούσε την αποτυχία της νέας κυβέρνησης. Όμως η πιθανή επιτυχία της θα χρεωθεί και στον ΛΑ.Ο.Σ.· κι όταν προδίδονται θεμελιώδεις πολιτικές αρχές κι αξίες της δημοκρατίας, ακολουθεί η πληρωμή του τιμήματος. Κανείς δεν πρέπει να προσπερνά με ελαφρότητα το γεγονός πως η πολιτική αβελτερία του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στοίχισε εξήντα εκατομμύρια νεκρούς.

Στην πολιτική λοιπόν η κατάσταση είναι απελπιστική. Η κοινωνία, πάλι, είναι φοβισμένη κι ανέτοιμη για επανάσταση. Η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η παγωμάρα κι ο φόβος κυριαρχούν μπροστά στην εκρηκτική ανεργία και το ενδεχόμενο της εξαθλίωσης. Η νέα γενιά εξωθείται στη μετανάστευση, αν και η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια για απώλεια άξιων ανθρώπων. Από την άλλη μεριά, η τυχοδιωκτική κι εκβιαστική πολιτική του πρώην πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου μπορεί να ταπείνωσε τη χώρα, όμως ώθησε την κοινωνία στη συνειδητοποίηση του κινδύνου. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα πολιτικό ακροατήριο που θα υποστηρίξει νέες πολιτικές προτάσεις και σχήματα, τα οποία θα δημιουργηθούν πάνω στα ερείπια του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Ο Ζουμπουλάκης εύχεται να ηττηθεί η πολιτική των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας, κυρίας Μέρκελ και κυρίου Σαρκοζί αντίστοιχα, καθώς και να βρει η ελληνική κοινωνία τις απαιτούμενες δυνάμεις για να αντέξει και να ανακάμψει. Επειδή όμως πιστεύει ότι η κρίση που διέρχεται η Ελλάδα είναι κοινή πολιτική και οικονομική κρίση όλης της Ευρώπης, θεωρεί και πως η χώρα θα πρέπει να ακολουθήσει την κοινή ευρωπαϊκή περιπέτεια μέχρι το τέλος.

Παρά το γεγονός πως ο Ζουμπουλάκης δεν είναι οικονομολόγος και ειδικός επί σχετικών θεμάτων, όπως άλλωστε παραδέχεται κι ο ίδιος, κατορθώνει χάρη στην ευαισθησία του να προσεγγίσει το ζήτημα της παρούσας κρίσης με ευστοχία. Υποπίπτει ωστόσο σε επιμέρους αστοχίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ούτε από το γεγονός πως ο λόγος του απευθύνεται σε ακροατήριο, είναι δηλαδή στην πρώτη του εκφώνηση προφορικός, άρα περισσότερο επιρρεπής σε γενικόλογες στρογγυλώσεις. Όταν, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα «όλοι χτίζουν αυθαίρετα», προβαίνει σε μία υπερβολική, απόλυτη γενίκευση, η οποία δεν ευσταθεί ούτε ως προς το περιεχόμενό της ούτε σαν σκόπιμη υπερβολή. Η απόδοση ευθυνών στην κοινωνία γίνεται μέσω ανακριβειών, όπως εκείνη που πρεσβεύει ότι οι «εθιμοτυπικές» καταλήψεις σχολείων από τους μαθητές «βολεύουν» και τους καθηγητές. Η στάση αυτή του Ζουμπουλάκη παραβλέπει πως η ατιμωρησία για παραπτώματα στα οποία διολισθαίνουν μέλη της κοινωνίας δεν οφείλεται στην κοινωνία. Η ευθύνη για την εφαρμογή των νόμων εμπίπτει στην πολιτεία, επομένως ανάγεται στους φορείς εξουσίας που εκπροσωπούν το κράτος, είναι δηλαδή βαθύτατα πολιτική. Γι’ αυτό ακριβώς κι όταν ο Ζουμπουλάκης διαπιστώνει εντέλει πως «η γενικευμένη μέσα στην κοινωνία ανομία και ατιμωρησία συνεπάγονται και προϋποθέτουν έναν διαλυμένο κρατικό μηχανισμό», στην ουσία αποδέχεται την ευθύνη του κράτους, υποπίπτοντας σε αντίφαση με τη θέση του περί ευθύνης της κοινωνίας.

Αστήρικτη επίσης είναι η θέση του Ζουμπουλάκη πως κανένας βραβευμένος οικονομολόγος στις Η.Π.Α. δεν πρόβλεψε την οικονομική κρίση (ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, για παράδειγμα, τον διαψεύδει). Εσφαλμένα ερμηνεύει και την αντικατάσταση των εκλεγμένων πρωθυπουργών από τεχνοκράτες, κατ’ απαίτηση των χρηματαγορών. Βεβαίως το πλήθος ανάλογων αντικαταστάσεων που παραθέτει σε διεθνές επίπεδο εντυπωσιάζει. Όμως η ελληνική περίπτωση διαφέρει, αφού η παραίτηση του κ. Παπανδρέου δεν προκλήθηκε από εξωτερικές, παρά κυρίως από εσωτερικές, και μάλιστα εσωκομματικές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. πιέσεις. Άλλωστε οι χρηματαγορές δεν θα είχαν λόγους να επιδιώξουν την πτώση του κ. Παπανδρέου, δεδομένου πως εκείνος υπηρέτησε τις επιδιώξεις τους. Η δε «αναστάτωση» από τον ελιγμό του δημοψηφίσματος, με το οποίο ο κ. Παπανδρέου επιχείρησε να εκβιάσει μάλλον τον ελληνικό λαό παρά τα ξένα κέντρα, διευθετήθηκε ταχύτατα από τους Ευρωπαίους ηγέτες, που ανάγκασαν τον κ. Παπανδρέου σε εξάχνωση της κίνησής του, μέσω της επιβολής πολύ συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο θα την εφάρμοζε, εφόσον θα προέβαινε, φυσικά, στην υλοποίησή της.

Οι παραπάνω επιμέρους αστοχίες, βέβαια, δεν μειώνουν τη γενικώς εύστοχη τοποθέτηση του Ζουμπουλάκη, η οποία πετυχαίνει, μέσα από τη σύνοψη που προϋποθέτει μία ομιλία ενώπιον ακροατηρίου, να σκιαγραφήσει τόσο το διεθνές τοπίο, όσο και να καταδείξει τους κινδύνους για την ελληνική πολιτική σκηνή, κι ευρύτερα για την παγκόσμια, από την ανοχή ακροδεξιών ιδεοληψιών. Η επιδίωξη της πρόκλησης προβληματισμών, και μάλιστα γόνιμων, εκπληρώνεται, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά πως οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις είναι προορισμένες να λειτουργήσουν υγιώς και να εξυπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο μόνο όταν αποδέχονται ως βάση τους την ηθική.

Σταύρος Ζουμπουλάκης**, «Ανίερη συγκυβέρνηση. Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 48.

«Η συστημική ανεργία, το πρεκαριάτο, η υποαπασχόληση, η αστάθεια, η αβεβαιότητα, οι ελαστικές συμβάσεις εργασίας καταστρέφουν κάτι πολύ σημαντικό, με σοβαρές κοινωνικές αλλά και ανθρωπολογικές συνέπειες, καταστρέφουν την έννοια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αυτό που διαβάζουμε ότι γίνεται αλλού, το ζούμε σήμερα καθημερινά πια και στον τόπο μας. Η εργασία έχει γίνει απλώς αγώνας επιβίωσης. Κάποιος αίφνης που σπούδασε αρχιτεκτονική (ή ό,τι άλλο) και θέλει να ζήσει και να εργαστεί ως αρχιτέκτονας, που έχει εννοήσει τον κοινωνικό του ρόλο συνδεδεμένο με αυτό το επάγγελμα, σήμερα είναι υποχρεωμένος να τα ξεχάσει όλα αυτά. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο η εργασία του είναι μόνο σκληρός αγώνας επιβίωσης γίνεται έρμαιο, έρμαιο της ανάγκης, μεταβάλλεται σε φρικτό ατομιστή, που αντιμετωπίζει τους άλλους ως εχθρούς. Μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει η προοπτική της επαγγελματικής σταδιοδρομίας είναι μια κοινωνία στην οποία θρυμματίζεται κάθε έννοια συλλογικού βίου και κάθε έλλογη αντιστασιμότητα στο κοινωνικό κακό και την αδικία.»

 

«[…] Έτσι λοιπόν 37 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, την παραμονή του εορτασμού της 38ης επετείου του Πολυτεχνείου, ορκίστηκε κυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών, μέσα στη γενική σιωπή και ανακούφιση! Δεν μπορώ να φανταστώ πιο άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης! Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς συγκυβερνάει με τον παλαιό γραμματέα της Νεολαίας της Ε.Π.ΕΝ. (το κόμμα του Παπαδόπουλου) και πρόεδρο επίσης του λεπενικού Ελληνικού Μετώπου! […]»

 


Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες.

 

** Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (1953) σπούδασε νομική, φιλολογία και φιλοσοφία. Από το 1998 διευθύνει το περιοδικό «Νέα Εστία».