Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

Η ΤΡΑΠΕΖΑ Ι

Η ΤΡΑΠΕΖΑ:

Ο τραπεζικός νόμος του Peel, το μέγεθος και η ποσότητα του χρήματος, η σημασία των επιτοκίων, ο κεντρικά κατευθυνόμενος χρηματοπιστωτικός κλάδος, η εξέλιξη του πολέμου, καθώς επίσης ο φόβος μίας «σοβιετικού τύπου» Ευρώπης – Μέρος Ι 

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

“Εάν συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε. Ίσως δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χρήματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» ισοτιμίες”. 

Ο ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ PEEL

 

Ήδη από το 1844, έτος στο οποίο υιοθετήθηκε ο «τραπεζικός νόμος του Peel» στη Μ. Βρετανία (19. Ιουλίου), είχε γίνει διεθνώς αποδεκτό το ότι, η ουσιαστική αιτία πίσω από όλους τους «ανοδικούς και καθοδικούς οικονομικούς κύκλους», ήταν η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση – η αύξηση δηλαδή των πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών, η οποία δεν βασιζόταν στις πραγματικές αποταμιεύσεις των Πολιτών.

Εκείνη την εποχή, στην οποία δεν υπήρχαν ακόμη οι κεντρικές τράπεζες, τα εμπορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξέδιδαν χρήματα, κυρίως χαρτονομίσματα ή λογιστικές «υποσχετικές», σε ποσότητες οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσαν στα θησαυροφυλάκια τους. Με στόχο λοιπόν να καταπολεμηθεί αυτή η «διαστρέβλωση», ο νόμος του Peel υποχρέωσε τις τράπεζες να καλύπτουν κατά 100% τα νομίσματα που εξέδιδαν, μέσω των καταθέσεων τους (εγγυήσεις) – γεγονός που συμφωνούσε με τις βασικές αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η πλαστογραφία, η χωρίς αντίκρισμα δηλαδή «έκδοση» χρημάτων.

Εν τούτοις, ο τραπεζικός νόμος του Peel περιορίσθηκε στα «τραπεζογραμμάτια» (μετρητά), χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τα λογιστικά χρήματα – τις «υποσχετικές» δηλαδή μελλοντικών πληρωμών (δάνεια, καταθέσεις κλπ), οι οποίες συνέχισαν να μην έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Το αποτέλεσμα του νόμου ήταν δυστυχώς να μεταφέρουν οι τράπεζες το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα – για τα οποία η υποχρέωση κάλυψης τους (fractional reserve) ήταν και είναι ελάχιστη (άρθρο μας). 

Έτσι λοιπόν συνεχίσθηκε η «τεχνητή» πιστωτική επέκταση, η παραγωγή δηλαδή ακάλυπτων χρημάτων από τις τράπεζες, καθώς επίσης οι «ανοδικοί και καθοδικοί οικονομικοί κύκλοι» – αφού ο νόμος του Peel απλά «μετέβαλλε» τον τρόπο των συναλλαγών, από τα μετρητά στα λογιστικά χρήματα. Η αποτυχία του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος θεσπίσθηκε με στόχο την ριζική αντιμετώπιση της τότε οικονομικής κρίσης (1844), χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί η διόρθωση του, είχε σαν αποτέλεσμα να συνεχίζονται έκτοτε οι οικονομικές κρίσεις (φούσκες, υφέσεις, διασώσεις τραπεζών κλπ) στον πλανήτη – γεγονός που συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Αργότερα ιδρύθηκαν οι κεντρικές τράπεζες (πρώτη η Fed το 1913), οι οποίες λειτούργησαν ως το τελευταίο καταφύγιο, ως οι «πιστωτές ανάγκης» δηλαδή των εμπορικών τραπεζών (lender of last resort), έχοντας σαν  βασικό αντικείμενο τη διάσωση τους – με τη βοήθεια της παροχής ρευστότητας σε περιόδους κρίσεων (κάτι ανάλογο ουσιαστικά με το ΔΝΤ, όσον αφορά τη «διάσωση» κρατών).

Οι δραστηριότητες δε των κεντρικών τραπεζών επεκτάθηκαν και στη διάσωση του δημοσίου τομέα τους, κρίνοντας τουλάχιστον από το ότι, στις 17. Νοεμβρίου του 2004, ο λογαριασμός (λογιστική εγγραφή) «US Treasury» της Fed αντιστοιχούσε στο 89,3% του συνολικού ενεργητικού του συστήματος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι, τα συνολικά «κεντρικά χρήματα» των Η.Π.Α., στα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης τα μετρητά που ευρίσκονται στην κυκλοφορία, είναι καλυμμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου από το δημόσιο χρέος της υπερδύναμης (!) 

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η κεντρική τράπεζα μίας χώρας είναι υπεύθυνη για την προμήθεια του τραπεζικού συστήματος με «κεντρικά» και μετρητά χρήματα – όπου τα «κεντρικά χρήματα» δημιουργούνται αφενός με την έγκριση δανείων προς τις εμπορικές τράπεζες (έναντι εγγυήσεων), αφετέρου δε με την αγορά συναλλάγματος, πολύτιμων μετάλλων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού, από τις εμπορικές τράπεζες ή τα χρηματιστήρια. Όταν όμως απαιτείται επί πλέον ρευστότητα (τύπωμα χρημάτων) από το σύστημα, όπως συμβαίνει σήμερα (quantitative easing), τότε οι εμπορικές τράπεζες λαμβάνουν χρήματα από την κεντρική, απλά και μόνο με την λογιστική εγγραφή τους στο λογαριασμό που διατηρούν στην κεντρική.      

Συνεχίζοντας, «ο ιστός της αράχνης» ολοκληρώθηκε αργότερα (1930), όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν κεντρικές τράπεζες και κάποιοι «ανώνυμοι» ιδιώτες, με στόχο, μεταξύ άλλων, τη διάσωση των κεντρικών τραπεζών, σε περίπτωση ανάγκης. Στο τέλος, καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού (1971), με αποτέλεσμα να «εγκατασταθούν», να λειτουργούν δηλαδή διεθνώς «πλαστά» χρηματοπιστωτικά συστήματα – αφού δεν στηρίζονται σε πραγματικά χρήματα.

Πρόσφατα δε οι τράπεζες, με πιθανό στόχο την πλήρη «εξαέρωση» όλων των υποχρεώσεων τους, την παροχή εγγυήσεων δηλαδή για τα νομίσματα που εκδίδουν, επιδιώκουν να καταργήσουν εντελώς τα μετρητά χρήματα – όπως τουλάχιστον συμπεραίνεται ελεύθερα από την («πιλοτικά» στην Ελλάδα) απαίτηση της αποκρατικοποιημένης Πολιτείας να μην επιτρέπει πλέον συναλλαγές μετρητοίς, άνω των 3.000 €, δήθεν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

 

Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

 

Όπως είναι γνωστό από την οικονομική θεωρεία, «Στα πλαίσια της διαδικασίας παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών, τα χρήματα οφείλουν να φροντίζουν για την πληρωμή των αγαθών, για τις τιμές τους  (προσδιορισμός της αξίας τους), καθώς επίσης για τη διαχρονική διατήρηση της αξίας των αγαθών, των προϊόντων και των υπηρεσιών δηλαδή, σε χρήμα». Για να μπορούν όμως τα πάσης φύσεως χρήματα να ανταποκρίνονται στις λειτουργίες τους, ο υπεύθυνος για την «παραγωγή» τους θα πρέπει να εξασφαλίζει τις παρακάτω προϋποθέσεις:      

(α)  Να είναι το χρήμα υποχρεωτικά αποδεκτό από όλους όσους συναλλάσσονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας χρήματα με προϊόντα και υπηρεσίες

(β)  Να υπάρχει μία διαχρονικά σταθερή αγοραστική αξία του χρήματος, έτσι ώστε να μπορεί, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιηθεί αποταμιευτικά.

(γ) Να υφίσταται ένας υπεύθυνος, ο οποίος να εγγυάται απόλυτα για τα χρήματα που διακινούνται στην εκάστοτε αγορά.  

Αυτός τώρα που εξασφαλίζει τις παραπάνω προϋποθέσεις, «ο παραγωγός του χρήματος» δηλαδή στις σύγχρονες Οικονομίες, δεν είναι άλλος από το κράτος – δια μέσου της Κεντρικής Τράπεζας του η οποία, σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες, φροντίζει να «τυπώνει» το απαραίτητο χρήμα, καθώς επίσης να εγγυάται για τη σωστή λειτουργία του.

Το συνολικό «μέγεθος» τώρα του χρήματος που κυκλοφορεί σε μία Οικονομία, είναι το γινόμενο (πολλαπλασιασμός) της ποσότητας του χρήματος που υπάρχει, επί την ταχύτητα της ημερήσιας κυκλοφορίας του – η οποία συνήθως θεωρείται σταθερή. Εάν δηλαδή έχουμε 100 €, τα οποία διακινούνται πέντε φορές την ημέρα, τότε το μέγεθος του χρήματος είναι 100Χ5 = 500 €.

Περαιτέρω, η «αγοραστική αξία» του χρήματος υπολογίζεται πάντοτε από τη ποσότητα των διαθεσίμων αγαθών, σε σχέση με το συνολικό «μέγεθος» του χρήματος που κυκλοφορεί (ποσότητα επί ταχύτητα).

Για παράδειγμα, εάν σε μία οικονομία η αγοραστική αξία του χρήματος παραμένει διαχρονικά σταθερή, τότε το ποσοστό αύξησης της παραγωγής χρήματος επί την ταχύτητα κυκλοφορίας του, συμβαδίζει με το ποσοστό αύξησης της παραγωγής αγαθών. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή, έχουμε τόσα χρήματα στην αγορά, όσα και προϊόντα (ΑΕΠ).  

Εάν όμως διαπιστωθεί ότι, η μέση ετήσια αγοραστική αξία του χρήματος μειώνεται, τότε αυτό σημαίνει ότι, στη συγκεκριμένη οικονομία η μέση ετήσια παραγωγή η/και η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος αυξάνεται γρηγορότερα, από ότι αυξάνει η μέση ετήσια παραγωγή αγαθών (πληθωρισμός). Είναι δυνατόν όμως να αυξάνεται η ποσότητα χρήματος από την κεντρική τράπεζα μίας χώρας, χωρίς να χάνει το χρήμα την αγοραστική αξία του βραχυπρόθεσμα, χωρίς να επακολουθεί πληθωρισμός δηλαδή, εάν μειώνεται η ταχύτητα κυκλοφορίας του από τους Πολίτες – οι οποίοι «κινούν βραδύτερα» τα χρήματα που έχουν στη διάθεση τους, διαθέτοντας τα όχι τόσο συχνά στην κατανάλωση (όπως μάλλον συμβαίνει σήμερα στις Η.Π.Α.).  

Ολοκληρώνοντας, από την παραπάνω μικρή περιγραφή τεκμηριώνεται ότι, η «διαχείριση» των ποσοτήτων του χρήματος σε μία Οικονομία είναι αποκλειστικό, «μονοπωλιακό» δηλαδή προνόμιο των τραπεζών – επομένως είναι μία ουσιαστικά κεντρικά κατευθυνόμενη διαδικασία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάγεται στις αρχές της ελεύθερης αλλά της κεντρικά κατευθυνόμενης αγοράς (κομμουνισμός).

 

ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα σημερινά χρήματα είναι στην πραγματικότητα «ακάλυπτα» – αφού δημιουργούνται «μονοπωλιακά» από τις τράπεζες και την πίστωση (άρθρο μας), χωρίς να έχουν κανενός είδους αντίκρισμα. Το επιτόκιο τώρα, είναι ουσιαστικά το κέρδος που «χρεώνεται», για τη χρησιμοποίηση των δανειακών χρημάτων – με το «φυσιολογικό επιτόκιο» να ορίζεται ως αυτό που εξισορροπεί τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονική σταθερότητα σε μία Οικονομία.

Ένα τέτοιο «φυσιολογικό επιτόκιο» όφειλε προφανώς να «επέκειτο» στους κανόνες τις ελεύθερης αγοράς, όπου το εκάστοτε μέγεθος του θα καθοριζόταν από την ισορροπία της ζήτησης με την προσφορά. Δηλαδή, εάν η ζήτηση για δανειακά χρήματα αυξανόταν (τα δάνεια πρέπει να έχουν στόχο τις επενδύσεις και ποτέ την κατανάλωση), υπερκαλύπτοντας την προσφορά (αποταμιεύσεις), τότε το επιτόκιο θα αυξανόταν ανάλογα, μέχρι το σημείο που η περεταίρω αύξηση του θα μείωνε τη ζήτηση – αφού οι επενδύσεις θα ήταν πια ασύμφορες.

Εν τούτοις, το επιτόκιο σήμερα δεν καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά, αλλά από τις κεντρικές τράπεζες (βασικό). Επομένως, η διαμόρφωση του είναι κεντρικά κατευθυνόμενη και μονοπωλιακή – όπως αυτή της ποσότητας των χρημάτων που κυκλοφορούν στις εκάστοτε Οικονομίες οι οποίες, τουλάχιστον όσον αφορά το χρήμα, είναι ουσιαστικά «κομμουνιστικές» (ερμηνεύοντας οικονομικά τον κομμουνισμό, ως ένα κεντρικά κατευθυνόμενο σύστημα).

Τα αποτελέσματα των κεντρικά κατευθυνόμενων επιτοκίων όσον αφορά τα δάνεια, τα οποία συνάπτονται με ένα τεχνητά χαμηλό επιτόκιο, είναι οι λανθασμένες επενδυτικές τοποθετήσεις – αφού εμφανίζονται συμφέρουσες λόγω του ότι το επιτόκιο είναι τεχνητά χαμηλό, ενώ με ένα «φυσιολογικό επιτόκιο» δεν θα γινόταν. Το γεγονός αυτό επεξηγεί παράλληλα την υπερχρέωση της Ελλάδας, η οποία ουσιαστικά προκλήθηκε από τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια του δανεισμού της, λόγω της εισόδου της στην Ευρωζώνη – επίσης άλλων χωρών (Ιρλανδία, Ισπανία κλπ), οι οποίες επένδυσαν στην αγορά των ακινήτων, στηριζόμενες στα τεχνητά χαμηλά επιτόκια των τραπεζών.

Οι λανθασμένες λοιπόν επενδύσεις, λόγω των αδικαιολόγητα χαμηλών επιτοκίων,  οδηγούν τελικά σε «φούσκες» – οι οποίες «εκρήγνυνται», όταν οι κεντρικές τράπεζες αναγκασθούν να αυξήσουν τα επιτόκια, προς την κατεύθυνση του φυσιολογικού, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο υπερπληθωρισμός. Η υπερχρέωση ενός κράτους είναι ουσιαστικά επίσης μία «φούσκα», η οποία εκρήγνυται όταν αδυνατεί να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του – συνήθως λόγω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού του, πέρα από τα «όρια» της αντοχής του (φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών του κλπ). Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί φαίνεται η διαχρονική υπερχρέωση των Η.Π.Α.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη δημοσίου χρέους σε τρις $, Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, έλλειμμα (πλεόνασμα) σε τρις $

Έτος

Δημόσιο Χρέος

Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ

Έλλειμμα

 

 

 

 

1981

1,0

32,5%

-0,08

1985

1,8

43,8%

-0,21

1990

3,2

55,9%

-0,22

1995

4,9

67,0%

-0,16

2000

5,6

57,3%

+0,24

2005

7,9

63,5%

-0,32

2009

11,9

83,4%

-1,41

2010*

13,8

94,0%

-1,42

2011*

15,1

100,0%

-1,27

* Πρόβλεψη της αμερικανικής κυβέρνησης

Πηγή: Spiegel, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα πλησιάζει τα 14 τρις $ (100% του ΑΕΠ), ενώ έχει 20πλασιασθεί, σε σχέση με τη δεκαετία του ’70. 

 

Από τον Πίνακα Ι τεκμηριώνονται, μεταξύ άλλων, τα καταστροφικά αποτελέσματα της εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού, του κυρίαρχου δόγματος καλύτερα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στις Η.Π.Α. – από τον τότε πρόεδρο Ronald Reagan, για τον οποίο το κράτος δεν αποτελούσε τη λύση για τα προβλήματα, αλλά ήταν το ίδιο πρόβλημα (ως γνωστόν, «απελευθέρωσε» τις αγορές, άνοιξε τα κλειστά επαγγέλματα, αποκρατικοποίησε ακόμη και τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ενίσχυσε τα μέγιστα το Κεφάλαιο, το οποίο σήμερα προσπαθεί να διαφύγει στην Ασία από την «έξοδο κινδύνου», μείωσε τους ανώτατους φορολογικούς συντελεστές από το 70% στο 28% κλπ). Στην εποχή του δόθηκε τεράστια σημασία στον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος διπλασίασε έκτοτε την κερδοφορία του – ενώ πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, το 40% των κερδών όλων των αμερικανικών επιχειρήσεων προερχόταν από τον τραπεζικό τομέα.

 Κλείνοντας, όταν κανείς αντιληφθεί ότι, η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκε από την επεκτατική πιστωτική πολιτική της Fed, η οποία αύξησε την ποσότητα του χρήματος (κατά 10% περίπου ετήσια από το 2001 – διπλασιασμός σε επτά έτη) και διατήρησε τεχνητά χαμηλά τα επιτόκια, επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με μία ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ποσότητας των χρημάτων (quantitative easing), καθώς επίσης με ακόμη πιο «επιθετικά» χαμηλά, τεχνητά επιτόκια, καταλήγει εύκολα στο συμπέρασμα ότι, «υποδαυλίζεται» μία ακόμη μεγαλύτερη κρίση η οποία θα έχει ασύγκριτα πιο καταστροφικά αποτελέσματα.   

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι η ΕΚΤ, η οποία πλέον ακολουθεί την ίδια «μονόπλευρη» πολιτική χρήματος με την Fed, καθώς επίσης με τις Τράπεζες της Ιαπωνίας και της Αγγλίας, αύξησε επίσης την ποσότητα χρήματος (Μ3) στην Ευρωζώνη κατά 116% (από 4,4 τρις € στην αρχή του 1999, στα 9,5 τρις € τέλη Απριλίου του 2009).    

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2326.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΙ

Η ΤΡΑΠΕΖΑ:

Ο τραπεζικός νόμος του Peel, το μέγεθος και η ποσότητα του χρήματος, η σημασία των επιτοκίων, ο κεντρικά κατευθυνόμενος χρηματοπιστωτικός κλάδος, η εξέλιξη του πολέμου, καθώς επίσης ο φόβος μίας «σοβιετικού τύπου» Ευρώπης – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα δύσκολα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον τρόπο που θέλουμε να τα δούμε….Η καπιταλιστική «ανάπτυξη» δεν είναι σύμφυτη στον ίδιο τον καπιταλισμό (ο καπιταλισμός δεν είναι συνώνυμο της ελεύθερης αγοράς). Είναι η δυναμική της κοινωνίας, στα χέρια μίας καπιταλιστικής ελίτ μίας ομάδας δηλαδή, στην οποία ανήκουν οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από τα προσόντα της διάνοιας και της θέλησης άνω του κανονικού. Έτσι η ιστορία – για την ακρίβεια, η ιστορία ως μέσο καταγραφής των αλλαγών και των εξελίξεων – είναι η ιστορία της επίδρασης των ελίτ, επάνω στην αδρανή μάζα της κοινωνίας” (J. Schumpeter).

Μέχρι στιγμής, η παραγωγή του χρήματος είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας των κεντρικών με τις εμπορικές τράπεζες – επίσης ο καθορισμός των επιτοκίων, αφού οι κεντρικές τράπεζες αποφασίζουν μόνο για το εκάστοτε βασικό επιτόκιο.  Πρόκειται λοιπόν για μία κεντρικά κατευθυνόμενη, «κομμουνιστική» διαδικασία, η οποία δεν υπάγεται στους νόμους της ελεύθερης αγοράς.

Εάν τώρα οι εμπορικές τράπεζες υποχρεώνονταν στην κατά 100% κάλυψη των πιστώσεων προς τους πελάτες τους, εάν δηλαδή απαιτούταν η παροχή εγγυήσεων εκ μέρους τους όχι μόνο για τα μετρητά, αλλά και για τα λογιστικά χρήματα, όπως είχε ζητήσει ο υπέρμαχος του νεοφιλελευθερισμού (M.Friedman), τότε οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν τον απόλυτο έλεγχο επί των ποσοτήτων (παραγωγής) χρήματος.

Κατ’ επέκταση, όποια χώρα ή όποια ελίτ-ομάδα κατόρθωνε να επιβάλλει στις εμπορικές τράπεζες την παραπάνω υποχρέωση, έχοντας ή αποκτώντας τον έλεγχο της κεντρικής, θα μπορούσε να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού – αφού, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο M.A. Rothschild, αυτός που εκδίδει και ελέγχει τα χρήματα ενός κράτους (πόσο μάλλον μίας οικονομικής ζώνης), δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το ποιος ψηφίζει τους νόμους του.

Προφανώς δε, όπως συμπεραίνεται από την «απαίτηση» του M.Friedman, ο απώτερος σκοπός της νεοφιλελεύθερης «σχολής» δεν είναι βέβαια η ελεύθερη αγορά, αλλά η κεντρικά κατευθυνόμενη – όχι όμως από το «λαό», όπως πρεσβεύει ο κομουνισμός, αλλά από μία προνομιακή ελίτ, μέσω της εγκατάστασης μονοπωλιακών δομών σε μία Οικονομία (κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα).     

ΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ

 

Σε μία χρηματιστηριακή αγορά, όσο μεγάλη και αν είναι,  οι μετοχές των εταιρειών που διαπραγματεύονται δημόσια, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Τον πρώτο ρόλο διαδραματίζουν στην πραγματικότητα τα χρηματιστηριακά παράγωγα, τα οποία αποτελούν την «κορωνίδα» της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας – με συναλλαγές οι οποίες λαμβάνουν χώρα εκτός των χρηματιστηρίων, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Το συνολικό ποσόν σήμερα των χρηματιστηριακών παραγώγων υπολογίζεται στα 600 τρις $ – ένα μέγεθος δεκαπλάσιο του παγκοσμίου ΑΕΠ. Κανένας άλλος τομέας του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό – ενώ τίποτα δεν απειλεί περισσότερο τον κόσμο, από αυτόν τον συγκεκριμένο «κλάδο». Πόσο μάλλον αφού δεν υπάρχει καμία κρατική Αρχή, η οποία να επιβλέπει την τεράστια αγορά των παραγώγων – πολύ περισσότερο να την ελέγχει.

Το μεγαλύτερο «κομμάτι» της «σκιώδους» αυτής αγοράς ευρίσκεται στα χέρια ελάχιστων τραπεζών – οι οποίες αγωνίζονται με κάθε τρόπο για να αποφύγουν τη διαφάνεια ή/και τη δημιουργία συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού, δαπανώντας εκατοντάδες εκατομμύρια σε «αμυντικά lobbies» (με στόχο να μην επιβληθούν ρυθμιστικοί κανόνες από την Πολιτεία).

Πρόκειται λοιπόν για ένα επόμενο, σκοτεινό τραπεζικό μονοπώλιο, το οποίο δεν λειτουργεί με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, όπως επίσης δεν λειτουργεί και η παραγωγή χρήματος. Στον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί εμφανίζονται τα έσοδα ορισμένων μεγάλων τραπεζών, μόνο από τις προμήθειες για τη συμμετοχή τους στις εξαγορές εταιρειών, καθώς επίσης για την εισαγωγή επιχειρήσεων στα χρηματιστήρια:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Προμήθειες των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών το 2010

 

ΤΡΑΠΕΖΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΣΕ ΔΙΣ $

 

 

J.P. Morgan Chase

4,14

Morgan Stanley

3,67

Goldman Sachs

3,60

Bank of America – Merrill Lync

2,91

Deutsche Bank

2,69

UBS

2,62

Credit Suisse

2,56

Πηγή: FTD

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, τέσσερις αμερικανικές τράπεζες, μία γερμανική και δύο ελβετικές κυριαρχούν στην αγορά, η οποία έτσι έχει αποκτήσει μία αρκετά «ολιγοπωλιακή» δομή.  

Συνεχίζοντας, οι συναλλαγές μέσω παραγώγων είναι στην ουσία στοιχήματα, τα οποία αφορούν προβλέψεις, σε σχέση με την μελλοντική εξέλιξη των τιμών των μετοχών, του συναλλάγματος, των πρώτων υλών, των εμπορευμάτων κλπ. Προφανώς δεν προβλέπουν μόνο, αλλά επηρεάζουν ταυτόχρονα τις αγορές, στις οποίες δραστηριοποιούνται.

Παρά το ότι λοιπόν η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οφειλόταν στα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, τα παράγωγα ήταν αυτά που τελικά προκάλεσαν τα καταστροφικά αποτελέσματα που βιώσαμε – ενώ αποφύγαμε την κατάρρευση του συστήματος την τελευταία στιγμή, με τη βοήθεια των κρατών και των χρημάτων των πολιτών τους.

Γνωρίζοντας τώρα ότι, μόλις πέντε μεγάλες τράπεζες κυριαρχούν στην τεράστια αυτή αγορά (οι τέσσερις πρώτες αμερικανικές του Πίνακα Ι, καθώς επίσης η HSBC), συμμετέχοντας στο 96% σχεδόν των συναλλαγών που διενεργούνται εκεί, συνειδητοποιούμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία ακόμη μορφή τραπεζικού μονοπωλίου, η οποία λειτουργεί εκτός των πλαισίων της ελεύθερης αγοράς.

Τέλος, παρά το ότι η κυβέρνηση των Η.Π.Α. προσπαθεί να επιβάλλει κανόνες στη συγκεκριμένη αγορά, με τη βοήθεια της δημιουργίας μίας «υπηρεσίας» ως ενδιαμέσου διαπραγματευτή (Clearinghouse), ο οποίος θα μπορεί να ελέγχει και να εγγυάται τις συναλλαγές παραγώγων, οι τράπεζες, γνωρίζοντας ότι οι διαφανείς συναλλαγές αποφέρουν ελάχιστα, έχουν τοποθετηθεί εχθρικά απέναντι στις προθέσεις της κυβέρνησης. Έτσι, μη έχοντας τη δυνατότητα να εμποδίσουν τη δημιουργία του συγκεκριμένου οργανισμού, προσπαθούν να τον ιδιωτικοποιήσουν, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του οι ίδιες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Όπως διαπιστώνεται, ο πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Αφού πρώτη συνθηκολόγησε η Ελλάδα, χωρίς δυστυχώς να δώσει την παραμικρή μάχη, ενώ πιθανότατα άνοιξε την κερκόπορτα της ζώνης του Ευρώ στο ΔΝΤ, ακολούθησε η Ιρλανδία. Το πρόσφατο, άτυχο κατά την άποψη μας «θύμα», είναι η Πορτογαλία, την οποία μάλλον θα διαδεχθεί σύντομα το Βέλγιο (με κριτήριο τις πρόσφατες δηλώσεις του ΔΝΤ) – αργότερα η Ισπανία, η Ιταλία κλπ.

Όπως κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου ακουγόταν στα ραδιόφωνα η εισβολή της Γερμανίας στην Αυστρία, στην Πολωνία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία κλπ, έτσι και σήμερα ενημερωνόμαστε από τα ΜΜΕ – εν πρώτοις για την «πτώση» των χωρών της Α. Ευρώπης, στην οποία τότε δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία.

Λίγο αργότερα όμως, όταν ακολούθησαν τα κράτη της Ευρωζώνης, παράλληλα με τις ευρύτερες, διεθνείς «συρράξεις» (μέσα στα πλαίσια της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης), όπως τις βίαιες συναλλαγματικές μάχες, τις εξεγέρσεις των πεινασμένων, την επέλαση της Κίνας κλπ, άλλαξε εντελώς η εικόνα.     

Αντίθετα βέβαια με την εποχή του 2ου παγκοσμίου πολέμου, ο «επιτιθέμενος σήμερα, το Καρτέλ ουσιαστικά, δεν είναι τόσο εμφανής – ευρισκόμενος πολύ καλά κρυμμένος πίσω από τα όπλα μαζικής καταστροφής που διαθέτει: την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, τις εταιρείες αξιολόγησης, τα Hedge Fund, τις επενδυτικές τράπεζες κλπ.

Έχοντας αναλύσει στο παρελθόν όλους αυτούς τους «οργανισμούς», με επί πλέον «κριτήριο» το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας που προωθείται σήμερα στην ΕΕ (κεντρικές αποφάσεις για μισθούς, φόρους, συντάξεις κλπ), θεωρούμε ότι αυτό που μάλλον επιδιώκεται τελικά, είναι η εγκατάσταση μίας κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας «σοβιετικού τύπου» στην Ευρώπη, με πρωτεύουσα τη Γερμανία – στην οποία θα ηγούνται οι διεθνείς τράπεζες και το ευρύτερο Καρτέλ.

Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, η εξέλιξη δεν είναι ποτέ γραμμική, ενώ ακόμη και οι πλέον σωστά οργανωμένες συνωμοσίες σπάνια επιτυγχάνουν το στόχο τους, θεωρούμε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει – με την ελπίδα της «αλλαγής πορείας», έστω την τελευταία στιγμή, να παραμένει αμετακίνητη στη θέση της. Η ανοχή έχει τα όρια της, η αδιαμαρτύρητη υποταγή στους κυρίαρχους του σύμπαντος επίσης, ενώ δεν είναι δυνατόν να έχουν αδρανοποιηθεί εντελώς, να έχουν εξουδετερωθεί καλύτερα όλοι οι υγιείς, ανθρώπινοι μηχανισμοί αντίδρασης, αντίστασης και αυτοπροστασίας.

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 9. Απριλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

                                     

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2326.aspx

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΛ

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΛ:

Η αποκρατικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων είναι μεγάλο έγκλημα, αφού οδηγεί μία χώρα στην απόλυτη εξάρτηση της από τις πολυεθνικές και στην υποδούλωση της στα κράτη-έδρα τους

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

Το δόγμα ότι η οικονομική δύναμη εδρεύει στη ρίζα κάθε κακού πρέπει να απορριφθεί και τη θέση του να πάρει μία κατανόηση των κινδύνων κάθε μορφής ανεξέλεγκτης δύναμης. Τα χρήματα, αυτά καθαυτά, δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα. Γίνονται επικίνδυνα μόνο εάν μπορούν να αγοράσουν δύναμη – είτε άμεσα, είτε με την υποδούλωση των οικονομικά αδύναμων, οι οποίοι αναγκάζονται να πουλήσουν τον εαυτό τους για να ζήσουν…Εκείνοι που κατέχουν ένα πλεόνασμα τροφής μπορούν να εξαναγκάσουν εκείνους που λιμοκτονούν σε μία «ελεύθερα» αποδεκτή δουλεία, χωρίς να χρησιμοποιήσουν βία” (K. Popper).  

Όπως φαίνεται, πλησιάζουμε στα τελευταία στάδια των «νεοφιλελεύθερων» ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 – κυρίως από τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία. Οι υπόλοιπες κρατικές εταιρείες της δύσης, μεταξύ των οποίων βέβαια οι μονοπωλιακές κοινωφελείς, εξαγοράζονται από το Καρτέλ των πολυεθνικών – οπότε η «διαδικασία» τείνει στο τέλος της, με την ολοκληρωτική «κατάληψη» της Πολιτείας. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα έχουμε την άποψη ότι, αυτά που διαδραματίζονται σήμερα, έχουν στόχο τον «εκμοντερνισμό» ενός κράτους με φεουδαρχικές δομές, με απώτερο σκοπό την οικονομική υποδούλωση του. 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις, όσο και η «απελευθέρωση» των αγορών, ακολουθούν τον παρακάτω απλουστευμένο δρόμο:

(α)  Η «κοινή γνώμη» πείθεται έντεχνα ότι, το άνοιγμα των αγορών θα έχει θετικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση των τιμών καταναλωτή – οι οποίες τότε θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία. Έτσι, ο «λαός» τοποθετείται εχθρικά απέναντι σε όλους εκείνους, οι οποίοι «επαναστατούν», εκμηδενίζοντας δυστυχώς τις όποιες αντιδράσεις τους (απεργίες, διαδηλώσεις κλπ).

(β)  Οι αγορές ανοίγουν οπότε, στα πρώτα στάδια της διαδικασίας, εντείνεται ο ανταγωνισμός. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πράγματι τη μείωση των τιμών.   

(γ)  Η υποχώρηση των τιμών οδηγεί στη χρεοκοπία πολλές μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με το συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό – πόσο μάλλον όταν «υποδαυλίζουν» την αδυναμία τους οι τράπεζες, αρνούμενες  να τους εγκρίνουν δάνεια. Οι μεγαλύτερες κοινωφελείς επιχειρήσεις (όπως για παράδειγμα η ΔΕΗ, η ΕΥΔΑΠ κλπ), μη έχοντας τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές που «εισβάλλουν» στα εθνικά τους εδάφη, υποχρεώνονται στην εκποίηση τους – στην απορρόφηση τους δηλαδή από τις πολυεθνικές.

(δ)  Ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται πλέον στην εκάστοτε αγορά που απελευθερώνεται μειώνεται διαρκώς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και την εγκαθίδρυση «ολιγοπωλιακών δομών» (ουσιαστικά, νέο-φεουδαρχικών). Οι μισθοί μειώνονται και η ανεργία αυξάνεται – αφενός μεν από τις επιχειρήσεις που χρεοκοπούν, αφετέρου δε από τις απολύσεις, με τις οποίες οι πολυεθνικές τείνουν να εξορθολογήσουν τη λειτουργία τους και να μεγεθύνουν τα κέρδη τους.

(ε)  Οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται, ενώ στη συνέχεια ξεπερνούν κατά πολύ τα επίπεδα πριν την «απελευθέρωση» – έτσι ώστε οι πολυεθνικές εταιρείες που έχουν πλέον κυριαρχήσει, να υπερκαλύψουν τις αρχικές τους «επενδύσεις», οι  οποίες είχαν απώτερο στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση των «ολιγοπωλιακών δομών». 

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΔΕΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ

 Κατ’ αρχήν, είναι πολύ σωστή η ελληνική κοινή γνώμη, όταν τάσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου υπέρ της καταπολέμησης της διαφθοράς – με τη βοήθεια και των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν όμως τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών δηλαδή, δεν παραμείνουν στη χώρα μας, αλλά «διαφύγουν», μέσω των πολυεθνικών, στο εξωτερικό (φοροαποφυγή), ταυτόχρονα με την αύξηση των τιμών, τότε όχι μόνο δεν θα υπάρξει αντικειμενικό όφελος για την Ελλάδα αλλά, αντίθετα, η ζημία θα πολλαπλασιασθεί.

Όσον αφορά ειδικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων, εάν η βελτίωση της αυξάνει μόνο τα κέρδη των πολυεθνικών και δεν συμβάλλει στη μείωση των τιμών καταναλωτή, στην παραγωγή εθνικού πλούτου ή στην αύξηση των θέσεων εργασίας, δεν έχει καμία ουσιαστική ωφέλεια για τους Πολίτες. Για παράδειγμα, όλοι είμαστε εναντίον της εικόνας κάποιων υπαλλήλων στις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εργάζονται – δεν παράγουν δηλαδή. Όμως, εάν οι επιχειρήσεις αυτές ιδιωτικοποιηθούν από το διεθνές Καρτέλ, μειώνοντας το προσωπικό τους και αυξάνοντας την παραγωγικότητα τους, αυτό που στην πραγματικότητα θα απομείνει στη χώρα μας θα είναι η ανεργία, ο περιορισμός των δημοσίων εσόδων, καθώς επίσης η πτώση των μέσων ελληνικών εισοδημάτων – με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (αύξηση των φόρων, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ).

Δυστυχώς, οι μεγάλες κρατικές εταιρείες μίας μικρής χώρας, όπως η Ελλάδα, δεν είναι εύκολο να ιδιωτικοποιηθούν από δικούς της επιχειρηματίες – όπως συμβαίνει συνήθως στη Γερμανία, στις Η.Π.Α. ή στην Ιαπωνία. Αρκεί να δει κανείς τα μεγέθη τους, για να κατανοήσει τη θέση μας (Πίνακας Ι):

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Μεγέθη εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας (κεφαλαιοποίηση με τιμή μετοχής στις 12.08.10)

Μεγέθη/Εταιρείες

ΔΕΗ

RWE

ENEL

ENDESA

 

 

 

 

 

Τζίρος

6,03 δις

47,74 δις

62,17 δις

22,8 δις

Κέρδος π.φ.

993 εκ.

5,6 δις

9,07 δις

4,31 δις

Κεφαλαιοποίηση

3,06 δις

30,10 δις

36,01 δις

20,10 δις

Αριθ. Προσωπικού

23.127

70.726

81.208

26.587

Τζίρος ανά άτομο

260.000

675.000

765.564

857.000

Κέρδος ανά άτομο

42.936

79.178

111.688

162.109

Ποσοστό κέρδους

16,46%

11,73%

14,59%

18,90%

Υποχρεώσεις

9,32 δις

79,72 δις

127,95 δις

41,46 δις

Υποχρεώσεις/Τζίρο

154,5%

166,98%

205,80%

181,84%

Σημείωση: (Faz 2006) Ένα μέσο γερμανικό νοικοκυριό πληρώνει  19,83 σεντς την κιλοβατώρα, όταν ένα αντίστοιχο γαλλικό μόλις 12,20 σεντς – ένα ελβετικό 12,12 και ένα ελληνικό περί τα 10,00 σεντς.

Πηγή: Finance Net  Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Από τον Πίνακα Ι είναι φανερή η χαμηλή παραγωγικότητα της ΔΕΗ (τζίρος και κέρδη ανά άτομο) – οπότε, ο υψηλός αριθμός των εργαζομένων της, αν και δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμος με τις υπόλοιπες εταιρείες, λόγω των γεωγραφικών «ιδιαιτεροτήτων» της χώρας μας. Όμως παραμένει κερδοφόρα, αφού το ποσοστό καθαρού κέρδους (προ φόρων) διαμορφώνεται στο 16,46% – υψηλότερο από τις δύο άλλες, ενώ πουλάει με χαμηλότερες τιμές.  

Επομένως, γιατί θα έπρεπε να προβεί σε απολύσεις, αυξάνοντας την ανεργία στη χώρα μας, η οποία «εκβάλλει» τελικά στα ελλείμματα του προϋπολογισμού; Σε τι θα ωφελούσε την Ελλάδα η εκποίηση της – πόσο μάλλον όταν το κράτος εισπράττει μεγάλα μερίσματα (φορολογικά έσοδα, υπεραξίες) από τη συμμετοχή του; Ποιο θα ήταν το υλικό όφελος των καταναλωτών, από την κατάργηση του «μονοπωλιακού οχυρού», εάν εξαιρέσουμε την εύλογη ηθική ικανοποίηση τους από την «τιμωρία» κάποιων «διαπλεκομένων» συνδικαλιστών ή αντιπαραγωγικών εργαζομένων; Ας μην ξεχνάμε ότι, μετά την «εισβολή» του ΔΝΤ στη Βραζιλία, μόνο η Petrobras παρέμεινε στην ιδιοκτησία του δημοσίου (χάρη στους συνδικαλιστές της) – ενώ η Χιλή υποφέρει από έλλειψη ακόμη και πόσιμου νερού, μετά την άλωση της από τις πολυεθνικές.    

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 Δεν είμαστε προφανώς σε καμία περίπτωση αντίθετοι με την ανάγκη εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας, με την καταπολέμηση της διαφθοράς ή με τη ριζική αντιμετώπιση της διαπλοκής των πολιτικών, των ιδιοτελών ψηφοφόρων τους, των επιχειρηματιών και των συνδικάτων. Εν τούτοις, δεν συμφωνούμε με την κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας, με την ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων μας, με την εγκληματική εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης με την επέλαση του Καρτέλ στη χώρα μας. Πόσο μάλλον αφού, η ενδεχόμενη πώληση όλων των εισηγμένων επιχειρήσεων του δημοσίου σήμερα, δεν θα αποφέρει παραπάνω από 7 δις € στα ταμεία του κράτους – το έλλειμμα μας δηλαδή για περίπου τρεις μήνες (!)

Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά τη Γερμανία, η οποία συνεχίζει να μην εξοφλεί τις τεράστιες οφειλές της (πολεμικές αποζημιώσεις) απέναντι στην Ελλάδα, ενώ επωφελείται τα μέγιστα από την ελληνική κρίση, θεωρούμε πολύ πιθανόν ότι απαίτησε, εκτός της εκποίησης δημόσιας περιουσίας, την «απόσυρση» μας από αγωγές αποζημιώσεων (Siemens κλπ) – σαν αντάλλαγμα για την «μερική» επιμήκυνση του δανεισμού, η οποία απλά θα καθυστερήσει (εάν) το «μοιραίο».

Ίσως οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι, το βασικότερο χαρακτηριστικό της Γερμανίας, για τους Πολίτες της οποίας ο φόβος συνιστά το «ελιξίριο της ζωής», είναι η μακρόχρονη «αναμονή» της τιμωρίας τους για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν. Εάν οι «σύμμαχοι» το 1945 ήταν περισσότερο αυστηροί, οι Γερμανοί θα ήταν σήμερα λιγότερο φοβισμένοι και περισσότερο συνεργάσιμοι.  

                                                                                                                                               ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

ΙΤΑΛΙΑ: Η κυβέρνηση της Ιταλίας, με νομοσχέδιο που προωθεί, απαγορεύει δια νόμου τις εξαγορές των εταιρειών της χώρας από ξένες πολυεθνικές – ειδικά από τις γαλλικές. Σύμφωνα με τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, το νομοσχέδιο προτάθηκε σε μία χρονική περίοδο, κατά την οποία οι ιταλικές εταιρείες (όπως για παράδειγμα η Edison, η Bulgari, η Parmalat κλπ), έχουν εξαγοραστεί από γαλλικές εταιρείες.

Περαιτέρω, με το νομοσχέδιο αυτό συγκεκριμένοι κλάδοι (οι τηλεπικοινωνίες, τα τρόφιμα, η άμυνα και η ενέργεια), θα χαρακτηριστούν στρατηγικοί. Παράλληλα, θα προβλέπει την καθυστέρηση της αλλαγής των Δ.Σ. έως δύο μήνες, κάτι που ενδέχεται να έχει επιπλοκές στην Parmalat – της οποίας τη διοίκηση  πρόκειται να αναλάβει η γαλλική Lactalis τον επόμενο μήνα, έπειτα από την εξαγορά του 29%.

Επίσης, ένα από τα μέτρα που ενδέχεται να συμπεριληφθεί στο νομοσχέδιο είναι και το “πάγωμα” των δικαιωμάτων ψήφων όλων των μετόχων εταιρειών που θεωρούνται στρατηγικές. Τέλος, οι φορολογικές αρχές της χώρας ανακοίνωσαν την έναρξη ερευνών για την αγορά του μεριδίου στην Parmalat από την Lactalis καθώς και για την εξαγορά του 51% της Bulgari από την LVMH.

Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Στα πλαίσια της μεγαλύτερης απεργιακής κινητοποίησης στο Λονδίνο (26.03.11), μετά την εποχή της M.Thatcher, υπήρξε αποκλεισμός καταστημάτων πολυεθνικών που φοροαποφεύγουν («νόμιμη» φοροδιαφυγή) – μεταφέροντας τα κέρδη τους σε offshore εταιρείες και αναγκάζοντας τους Πολίτες σε αυξημένη φορολόγηση. Δυστυχώς, στην Ελλάδα κυριαρχεί ο «διωγμός» των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ο οποίος θα καταστρέψει και τα τελευταία «κατάλοιπα» του παραγωγικού ιστού της χώρας μας.    

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Πως επεκτείνονται οι Γερμανικές επιχειρήσεις (άρθρο μας από τις 29.03.09) στις αγορές του εξωτερικού;

Σε γενικές γραμμές, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, προηγούνται οι ισχυρές λιανικές της επιχειρήσεις (κυρίως χαμηλής τιμολόγησης – discount) οι οποίες, αφού εδραιώνονται εξασφαλίζοντας μία από τις πρώτες θέσεις στις χώρες που «καταλαμβάνουν», εισάγουν όλο και περισσότερα προϊόντα από την πατρίδα τους – «εξάγοντας» την παραγωγή, τις θέσεις εργασίας, τα κέρδη και τέλος τη φορολόγηση πίσω στη Γερμανία. Θα αναφέρουμε μερικά από τα πανίσχυρα «τεθωρακισμένα» τους: Metro (Makro, Praktiker, Saturn, Media Markt κ.α.), Aldi, Lidl, Rewe κλπ.   

Στη συνέχεια, προτιμούνται «μονοπωλιακοί» τομείς (όπως για παράδειγμα ο ΟΤΕ στη χώρα μας, η ενέργεια κλπ – βλ. προσπάθεια για τη ΔΕΗ), κάποια βασικά ΜΜΕ (για το «επικοινωνιακό-διαφημιστικό-ηθοπλαστικό» μέρος της επέκτασης), θυγατρικές βιομηχανιών και μόλις στο τέλος οι τράπεζες, οι οποίες μέχρι τότε περιορίζονται στην απλή παρουσία τους μέσω γραφείων, για την εξυπηρέτηση των «δικών» τους επιχειρήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η επέκταση γίνεται σιωπηλά, υπόγεια σχεδόν, μεθοδικά, συλλογικά και βάσει σχεδίου (οι θυγατρικές των γερμανικών βιομηχανιών, «αεροπλανοφόρα» όπως οι ThyssenKrupp, Siemens, Daimler, Volkswagen, Lufthansa, BASF, Bayer, Telekom, Hoechst, SAP, Salzgitter, RWE, E.ON κλπ, δεν εξάγουν ποτέ Know How, αλλά εκμεταλλεύονται σχεδόν αποκλειστικά το εκάστοτε χαμηλό εργατικό κόστος), αφού όπου τοποθετούνται, παραμένουν για πάντα.

Εδώ οφείλουμε να αναφέρουμε ότι, οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν στην πλειοψηφία τους γεμάτα «πολεμικά και μη» ταμεία (πολεμικά ονομάζονται αυτά που προορίζονται για εξαγορές), ενώ από τις συντηρητικές λογιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν, είχαν σχεδόν πάντοτε αφανείς αξίες στους Ισολογισμούς τους, καθώς επίσης αφανείς ρεζέρβες κάθε είδους.

Εκτός αυτού, όχι μόνο συμμετέχουν η μία στην άλλη, αλλά και συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους (είναι απολύτως φυσιολογικό οι διάφοροι managers να δραστηριοποιούνται σε πολλά διοικητικά συμβούλια), ενώ ακόμη και το ίδιο το κράτος εμποδίζει την εξαγορά των δικών του επιχειρήσεων από ξένους.

Τέλος, η λειτουργία ξένων εταιρειών εντός της Γερμανίας παρεμποδίζεται με διάφορους τρόπους (το ίδιο συμβαίνει και στην Ιαπωνία), με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν την αγορά τους πολλές θυγατρικές αλλοδαπών επιχειρήσεων. Ακόμη και η πανίσχυρη αμερικανική WalMart των 351 δις $ τζίρου (2007) αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει τη Γερμανία, όπως και πολλές Γαλλικές και άλλες αλυσίδες.   

ΕΛΛΑΔΑ: Ενώ προγραμματίζεται το μεγαλύτερο έγκλημα στην πρόσφατη ιστορία μας, το «ξεπούλημα» των μονοπωλιακών κοινωφελών επιχειρήσεων της χώρας μας, οι «εγκυκλοπαιδικές» συζητήσεις επικεντρώνονται στη φοροδιαφυγή κάποιων γιατρών και στα σκάνδαλα της πολιτικής εξουσίας – τα οποία όμως συνεχίζουν να παραμένουν «θεσμοθετημένα ατιμώρητα». Δυστυχώς, ελάχιστοι Έλληνες αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να επιβιώσουμε μέσα στα πλαίσια μίας εξαιρετικά ανταγωνιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς τις δικές μας επιχειρήσεις και με κατεστραμμένο τον παραγωγικό μας «ιστό».        

Ας μην ξεχνάμε ότι, τα δάνεια από το μηχανισμό στήριξης δεν καλύπτουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας – απαιτείται δανεισμός για το 2011, ύψους 22,54 δις € τουλάχιστον, επί πλέον αυτών του μηχανισμού. Επομένως, εάν δεν περιορισθούν ριζικά οι τόκοι (1%) και εάν δεν διακανονισθεί μακροπρόθεσμα το συνολικό δημόσιο χρέος, οι πιθανότητες επίλυσης του προβλήματος μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες – με το θάνατο του κοινωνικού κράτους «προ των πυλών».

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 27. Μαρτίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2317.aspx

Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ:

Πρόκειται για τη «φωλιά του κτήνους», η οποία είναι ταυτόχρονα η «σκοτεινή σπηλιά» συνάντησης και συντονισμού του γερμανικού με το αμερικανικό, αλλά και με τα υπόλοιπα «δυτικά» Καρτέλ – Video

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

 

VIDEO

http://www.youtube.com/watch?v=2p_AD6AaFmc 

Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών: Εάν συνειδητοποιήσουμε ότι,

 

η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, κυρίως εις βάρος άλλων λαών, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε.

Ίσως δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» από το Καρτέλ, ισοτιμίες ανταλλαγής – πόσο μάλλον όταν οι συνολικοί τόκοι επί των συνεχώς αυξανομένων χρεών, για τους οποίους δεν «κατασκευάζονται» παραδόξως νέα χρήματα (ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της διαδικασίας), ξεπεράσουν τα συνολικά κεφάλαια, τα οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα οφείλει στους, ελάχιστους σχετικά, κυρίαρχους του σύμπαντος.   

Κλείνουμε με τα χαρακτηριστικά λόγια του 28ου  Προέδρου των Η.Π.Α. W.Wilson, αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα: «Υπάρχει μία (σκοτεινή) δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 21. Μαρτίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2312.aspx

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ:

 

 Η προσπάθεια «εγκατάστασης» τυπικών κυβερνήσεων στη ζώνη του Ευρώ, με τις «σκιώδεις» στο «παραπέτασμα», φαίνεται να έχει ξεκινήσει από την Ελλάδα – η οποία πλέον διοικείται μη δημοκρατικά, από μία υπόγεια εξουσία στο παρασκήνιο

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

 

“Πρακτικά, μεταξύ του κόσμου της Πολιτικής και του κόσμου της Οικονομίας σήμερα, δεν μεσολαβεί ούτε καν ένα λεπτό φύλο χαρτιού. Οι σύγχρονες τάσεις, με πρωτοβουλία των μονοπωλιακών υπερεπιχειρήσεων (Καρτέλ), ειδικά αυτών του χρηματοπιστωτικού κλάδου, φαίνεται να μας οδηγούν στην επαναφορά της φεουδαρχίας.

Αυτό σημαίνει ότι, δίπλα από τις τυπικές δομές, δίπλα δηλαδή από τα δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια, η «άτυπη», η σκιώδης καλύτερα εξουσία, κερδίζει ξανά ειδικό βάρος – με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς. Οι εκλεκτοί της «άτυπης εξουσίας» τώρα, οι αυτοαποκαλούμενοι βέβαια εκλεκτοί, οι οποίοι κυβερνούν τον κόσμο εκ των άνω, κρύβονται όλο και περισσότερο από τους υπόλοιπους» – σε λέσχες με κρυφά, αυστηρώς εμπιστευτικά θέματα συζητήσεων, καθώς επίσης πίσω από τις «εκλεγμένες» κυβερνήσεις”.

Όπως αναλύσαμε ήδη στο άρθρο μας «Η αποκρατικοποίηση της εξουσίας», πλησιάζουμε πάρα πολύ γρήγορα στα τελευταία στάδια των «νεοφιλελεύθερων ιδιωτικοποιήσεων», οι οποίες «διευρύνθηκαν» στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με «ηγέτη» τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία. Αφού προηγήθηκαν οι μεγάλες κρατικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων βέβαια οι κοινωφελείς, οι οποίες εξαγοράσθηκαν από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές (μόνο αυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια), η διαδικασία τείνει προς το τέλος της – με τις ενέργειες της ολοκληρωτικής «κατάληψης» της Πολιτείας. 

Η προσπάθεια «εγκατάστασης» τώρα τυπικών κυβερνήσεων στη ζώνη του Ευρώ, με τις «σκιώδεις» στο «παραπέτασμα» (Καρτέλ, τοκογλυφικές αγορές), φαίνεται να έχει ξεκινήσει από την Ελλάδα – η οποία πλέον διοικείται, ασφαλώς μη δημοκρατικά, από μία υπόγεια εξουσία στο παρασκήνιο. Η εξουσία αυτή, με τις ενέργειες των διαβολικών «συνδίκων πτώχευσης», καθώς επίσης με τη βοήθεια κάποιων «διατεταγμένων ΜΜΕ», προσπαθεί ήδη να λεηλατήσει όλα ανεξαιρέτως τα «μέσα παραγωγής» της Ελλάδας, κυρίως δε τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, με στόχο την πλήρη εξάρτηση της χώρας μας από τους εντολοδόχους του ΔΝΤ – από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και από το διεθνές, τοκογλυφικό κεφάλαιο.

Προφανώς λοιπόν την πρώτη, δήθεν αυθαίρετη εκ μέρους του ΔΝΤ, ανακοίνωση περί αποκρατικοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων και εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, θα ακολουθήσει ένα «μπαράζ» θετικών άρθρων και εκθέσεων εκ μέρους διαφόρων ΜΜΕ ή «οργανισμών» – με τη βοήθεια των οποίων θα επιδιωχθεί η συμφωνία των Πολιτών, στην πλήρη υποδούλωση του κράτους τους. Υπενθυμίζουμε εδώ τη «ρήση» του J. J. Rousseau, σύμφωνα με την οποία «Ο λαός δεν μπορεί να διαφθαρεί ποτέ, αλλά είναι δυνατόν να ξεγελασθεί – τότε μόνο είναι που μοιάζει να θέλει αυτό που είναι κακό».

Ταυτόχρονα, θα δρομολογηθεί η εγκατάσταση μίας πανίσχυρης «οικονομικής αστυνομίας» σε μία «φορολογικά αστυνομική» Ελλάδα, κατά τα πρότυπα της Γερμανίας – ενός εξελιγμένου «μηχανισμού εξουσίας» δηλαδή, ο οποίος θα μετατραπεί σταδιακά σε μία τεράστια, ανεξέλεγκτη γραφειοκρατική εξουσία. Έτσι, θα λειτουργεί «υπόγεια» ένα απίστευτο «Κράτος εν Κράτει», το οποίο θα καταδυναστεύει όλους ανεξαιρέτως τους Πολίτες – με στόχο την πλήρη υποταγή τους στις απαιτήσεις της «δίδυμης», απολυταρχικής εξουσίας των πολυεθνικών, καθώς επίσης των αγορών.

Ο «ναζιστικός μηχανισμός» αυτός φυσικά δεν θα αγγίζει τους «εργοδότες του», αφού θα έχει δημιουργηθεί από τους ίδιους – ενώ θα χρηματοδοτείται βέβαια, ως συνήθως, από τους οικονομικά αδύναμους Πολίτες της χώρας: από τα θύματα του. Η δημιουργία τέτοιου είδους «κατασταλτικών» μηχανισμών τεκμηριώνει ουσιαστικά την ελλειμματική διακυβέρνηση μίας χώρας – την αδυναμία της δηλαδή να λειτουργήσει ορθολογικά και σωστά. Ας μην ξεχνάμε ότι, σε ένα κράτος όπου η διακυβέρνηση είναι καλή, υπάρχουν ελάχιστες τιμωρίεςόχι επειδή απονέμονται πολλές χάρες, αλλά επειδή υπάρχουν ελάχιστοι εγκληματίες (J. J. Rousseau).           

Περαιτέρω, θα ακολουθήσουν «προτροπές» εκποίησης-αποκρατικοποιήσεων εκ μέρους της Γερμανίας, η οποία μάλλον δεν θα συμφωνήσει στην παροχή περαιτέρω «βοήθειας» προς την Ελλάδα – με την αιτιολογία ότι, διαθέτουμε τεράστια περιουσιακά στοιχεία. Πόσο μάλλον όταν η ίδια η Γερμανία έχει ξεπουλήσει σχεδόν όλη τη δημόσια περιουσία της, μετατρέποντας το κράτος της σε προτεκτοράτο, «ηγετικό» βέβαια, των πολυεθνικών –  τους Πολίτες της δυστυχώς σε «άβουλα εξαρτήματα» μίας «καλολαδωμένης» παραγωγικής μηχανής. Εκτός αυτού, θα «επινοηθούν» πάρα πολλά δήθεν «πλεονεκτήματα» για τους Έλληνες Πολίτες, έτσι ώστε τελικά να πεισθούν να «υπογράψουν» μόνοι τους, τη θανατική τους καταδίκη.  

Φυσικά, όπως φαίνεται η Γερμανία θα επιμείνει σθεναρά στην υποχρέωση έντιμης αποπληρωμής του δημοσίου χρέους μας, με τοκογλυφικά επιτόκια, χωρίς βέβαια να επιδεικνύει την ίδια εντιμότητα για τον εαυτό της – αναφορικά με την πληρωμή των τεράστιων πολεμικών αποζημιώσεων που μας οφείλει, καθώς επίσης των απίστευτα υψηλών υπερτιμολογήσεων της βιομηχανίας της εις βάρος μας (Siemens κλπ). Το να θελήσει όμως κάποιος, η Ελλάδα εν προκειμένω, να αντιμετωπίσει έντιμα τις εκ φύσεως ανέντιμες «αγορές» ή τον ηγετικό, επεκτατικό «πυρήνα» της Ευρωζώνης, είναι μία μάλλον οξύμωρη «παραίνεση», η οποία είναι αδύνατον να λειτουργήσει υπέρ της.

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, βιώνουμε παράλληλα την «εξέγερση των πεινασμένων» στις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη (Αφρική, Ασία), η οποία δεν προέρχεται φυσικά από την επιθυμία «εκδημοκρατισμού» του λαού αυτών των χωρών. Οι εξεγέρσεις πηγάζουν από την αδυναμία των Πολιτών τους να τραφούν, λόγω της τεράστιας αύξησης των τιμών των βασικών εμπορευμάτων –  η οποία «πηγάζει» επίσης από τις αχόρταγες χρηματοπιστωτικές αγορές (επένδυση της υπερβάλλουσας ρευστότητας της δύσης, λόγω της ποσοτικής διευκόλυνσης και των χαμηλών επιτοκίων).

Ο υπόγειος αυτός πόλεμος, ο οποίος διενεργείται με όπλα τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, έχει σαν τελικό στόχο αφενός μεν την «εξουδετέρωση» των αναπτυσσομένων οικονομιών (εσωτερικές επαναστάσεις στην Κίνα, το Ιράν, τη Ρωσία κλπ), αφετέρου δε τη δική μας υποταγή στη δικτατορία των αγορών.  Ο Πίνακας Ι είναι αποκαλυπτικός:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη τιμών βασικών εμπορευμάτων, εντός ενός έτους

 

Εμπορεύματα

Ιανουάριος 2010

Ιανουάριος 2011

Μεταβολή

 

 

 

 

Σιτάρι

500

880

76%

Ζάχαρη

25

30

20%

Σόγια

1.000

1.350

35%

Καφές

125

220

76%

Καλαμπόκι

375

625

66%

Πηγή: Thomson Reuters

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Οι τιμές στον Πίνακα Ι είναι ενδεικτικές, περίπου δηλαδή, ενώ αναφέρονται στην εκάστοτε επίσημη μονάδα μέτρησης του συγκεκριμένου προϊόντος. Για να κατανοήσει κανείς το πόσο σημαντικές είναι οι αυξήσεις αυτές για τις φτωχές χώρες του πλανήτη, οφείλει να γνωρίζει ότι, για την αγορά τροφίμων δαπανάται το 80% του μηνιαίου μισθού (10% στη Γερμανία) οπότε, μία αύξηση κατά 76% (σιτάρι), καθιστά αδύνατη πλέον την εξασφάλιση του συγκεκριμένου προϊόντος από την πλειοψηφία του πληθυσμού.   

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

 

Σύμφωνα με τον K. Popper, τα χρήματα, αυτά καθαυτά, δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα. Γίνονται όμως επικίνδυνα, εάν μπορούν να αγοράσουν δύναμη – είτε άμεσα, είτε έμμεσα, είτε με την υποδούλωση των οικονομικά αδύναμων, οι οποίοι αναγκάζονται να «πουλήσουν» τον εαυτό τους για να ζήσουν. Οι σημερινές συνθήκες της εντυπωσιακής τρομοκρατίας του «πλήθους», με «φόβητρο» τον κίνδυνο χρεοκοπίας του κράτους τους, μάλλον τεκμηριώνουν την τεράστια «ισχύ» των χρημάτων – εάν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.   

Κατά την άποψη μας τώρα, μόνο η Πολιτεία είναι σε θέση, μέσω του νόμου (Κράτος Δικαίου), να εγγυηθεί την ίση (δίκαιη) αντιμετώπιση όλων των Πολιτών της, καθώς επίσης ότι, ο καθένας που θέλει να εργασθεί, θα μπορεί να κερδίσει τα μέσα συντήρησης του. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος, για τον οποίο δεν θα ήταν κάτι τέτοιο εφικτό – πόσο μάλλον αφού η ανεργία είναι ουσιαστικά τεχνητή, με στόχο η ζήτηση εργασίας να διατηρείται σταθερά υψηλότερη από την προσφορά, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να περιορίζουν τις μισθολογικές απαιτήσεις τους (οι πολυεθνικές να αυξάνουν τα κέρδη τους, για να μπορούν να αναπτύσσονται, με εξαγορές ή συγχωνεύσεις, έχοντας τελικό στόχο τη μονοπώληση των επί μέρους κλάδων).  

Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το ότι τελευταία, στα πλαίσια της συμπίεσης των αμοιβών των εργαζομένων, έχει «στρατευθεί» και ο πληθωρισμός – για τη μέτρηση του οποίου αλλάζει κατά το δοκούν το καλάθι των προϊόντων, ενώ οι αποφάσεις (βασικά επιτόκια κλπ), λαμβάνουν κυρίως υπ’ όψιν τον «πυρήνα του πληθωρισμού». Δηλαδή, δεν προσμετρούνται οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, με την αιτιολογία ότι υπόκεινται σε έντονες εποχιακές διακυμάνσεις (!). Όσο λοιπόν ο πληθωρισμός διατηρείται τεχνητά χαμηλός, οι εργαζόμενοι δεν απαιτούν υψηλότερες αμοιβές (πόσο μάλλον όταν βλέπουν κατατρομαγμένοι να υπερχρεώνονται-εξαθλιώνονται οι χώρες γύρω τους) – οπότε δεν ακολουθεί ο σπειροειδής ανοδικός κύκλος μισθών-τιμών, ο οποίος υποχρεώνει τις κεντρικές τράπεζες στην άνοδο των βασικών επιτοκίων, για την καταπολέμηση των παρενεργειών της συγκεκριμένης διαδικασίας (υπερπληθωρισμός κλπ).

Συνεχίζοντας τη σκέψη μας, ανεξάρτητα από όλες τις δυσλειτουργίες της, η «πολιτική δύναμη» αποτελεί το κλειδί της προστασίας μας, απέναντι στις προσπάθειες της οικονομικής μας υποδούλωσης. Επομένως, η λύση των προβλημάτων μας είναι η πολιτική δύναμη και ο έλεγχος της – αφού κανένας δεν επιθυμεί την απόλυτη κυριαρχία της οικονομικής εξουσίας. Εάν χρειασθεί λοιπόν, η οικονομική δύναμη οφείλει να καταπολεμηθεί, έτσι ώστε να τεθεί κάτω από τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.    

Κατ’ επέκταση, το κεντρικό πρόβλημα των ανθρωπίνων κοινωνιών είναι ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να «δαμάσει» την οικονομική δύναμη. Από τη στιγμή λοιπόν που θα καταφέρουμε να βρούμε τις μεθόδους ελέγχου της πολιτικής δύναμης, καταπολεμώντας τη διαφθορά της, όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της κοινωνικής ζωής είναι πολύ πιο εύκολο να επιλυθούν.

Σε μία Δημοκρατία λοιπόν, οι ελεύθεροι, ενημερωμένοι Πολίτες είναι αυτοί, οι οποίοι κρατούν τα κλειδιά, για τον έλεγχο των «οικονομικών δολοφόνων» – επομένως, οι Πολίτες είναι αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να τους «δαμάσουν». Οφείλουν όμως να συνειδητοποιήσουν την τεράστια δύναμη τους, καθώς επίσης να χρησιμοποιήσουν σωστά τα «κλειδιά» που έχουν στη διάθεση τους.

Ο καλύτερος δυνατός τρόπος «χρήσης» των κλειδιών αυτών, είναι η επιμονή των Πολιτών στη διαμόρφωση θεσμών – συγκεκριμένων «πλαισίων» δηλαδή, σε σχέση με τη λειτουργία και τον έλεγχο της Πολιτείας. Οι θεσμοί αυτοί οφείλουν να ελέγχουν δημοκρατικά την Πολιτική, υποχρεώνοντας την ταυτόχρονα να περιορίζει την οικονομική δύναμη – με στόχο την προστασία όλων από την οικονομική ή λοιπή «εκμετάλλευση». 

Συνεχίζοντας, εάν επιλέξουμε τη «διεύρυνση» της εξουσίας της Πολιτικής, με στόχο την προστασία της ελευθερίας μας από την οικονομική εξουσία, θα πρέπει να σκεφθούμε ότι είναι δυνατόν κάποτε, αυτές οι διευρυμένες «πολιτικές» εξουσίες, να περιέλθουν στα χέρια λάθος προσώπων – οπότε θα πρέπει να λάβουμε έγκαιρα, σωστά μέτρα αντιμετώπισης τέτοιων κινδύνων. Η πιθανότητα αυτή τεκμηριώνει επίσης την άρνηση μας, να εμπιστευόμαστε την ηγεσία ενός κράτους σε κάποιους «εκλεκτούς» (Πλάτωνας) – επειδή κανένας δεν μας εγγυάται ούτε την «ποιότητα», ούτε τη διάρκεια ή τη συνέχεια αυτής της εξουσίας.

Η λύση στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι άλλη από τη διεύρυνση της συμμετοχής των Πολιτών στις αποφάσεις της Πολιτείας – με τη βοήθεια της «εγκατάστασης» της άμεσης δημοκρατίαςΕπίσης, πέρα από της επιτροπές Πολιτών, η δημιουργία ενός ειδικού μηχανισμού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, ενός Σώματος Δίωξης του Πολιτικού Εγκλήματος κατά κάποιον τρόπο το οποίο, με την ενεργή συμμετοχή του Δικαστικού Σώματος (εισαγγελείς κλπ), θα μπορεί να ελέγχει μεθοδικά όλα όσα «διαδραματίζονται» στο χώρο της Πολιτικής (συμβάσεις, διαφθορά κλπ).    

Ολοκληρώνοντας, επειδή θεωρούμε ότι, η κρατική δύναμη, η πρωτοκαθεδρία της Πολιτικής δηλαδή, πρέπει να παραμείνει για πάντα ένα επικίνδυνο αλλά αναγκαίο κακό, αφού είναι η μοναδική «Αρχή», η οποία ελέγχεται από τους «Αρχόμενους», από τους Πολίτες και την ψήφο τους δηλαδή, οφείλουν να ενισχύονται συνεχώς οι δημοκρατικοί θεσμοί μας – ενώ δεν πρέπει ποτέ να «χαλαρώνουμε» την επαγρύπνηση μας, την ενεργή συμμετοχή μας δηλαδή στα πολιτικά δρώμενα, αφού οι αυξημένες δικαιοδοσίες στο κράτος, για «παρεμβατικό σχεδιασμό» της κοινωνικής ζωής, απειλούν τα μέγιστα την «ορισμένη», την οροθετημένη δηλαδή ελευθερία μας.

Σε κάθε περίπτωση δε, ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις συμπεριφορές και στις αντιδράσεις μας. Τόσο οι κοινωνικές εξεγέρσεις, όσο και η εχθρική αντιμετώπιση της μίας ομάδας από την άλλη, οι εμφύλιοι πόλεμοι δηλαδή, εξυπηρετούν μάλλον παρά εμποδίζουν την εγκατάσταση της βασιλείας των αγορών σε μία χώρα. Επομένως οφείλουμε να απέχουμε από τέτοιες ενέργειες, επικεντρώνοντας τις «πρωτοβουλίες» μας εναντίον των πραγματικών εχθρών μας – των πολυεθνικών και των αγορών δηλαδή οι οποίες, μεταξύ άλλων, είναι οι βασικοί ένοχοι της διαφθοράς κάποιων «πολιτικών ανδρών» μας.   

Ενδεικτικά εδώ, οι «αντιδράσεις» μας θα μπορούσαν να επικεντρωθούν, όσον αφορά τις πολυεθνικές, στα προϊόντα παραγωγής, καθώς επίσης στις συμβάσεις εργασίας μαζί τους. Για παράδειγμα, θα ήταν ίσως εύλογο να αποφεύγουμε εντελώς την αγορά των «πολυεθνικών» προϊόντων, ενώ θα έπρεπε να επιβάλλουμε «υψηλότερες» συλλογικές συμβάσεις (μισθούς) εργασίας μαζί τους – απεργώντας «μαζικά» μόνο από αυτές, όταν δεν ανταποκρίνονται στις λογικές «απαιτήσεις» μας. Επίσης, θα ήταν προτιμότερο να αγοράζουμε άλλα προϊόντα, έστω και ακριβότερα ή να εργαζόμαστε με χαμηλότερη αμοιβή στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθιστώντας τες συνεχώς πιο ανταγωνιστικές. 

Από την πλευρά του κράτους, οφείλουμε να απαιτήσουμε αμέσως όλες τις υπερτιμολογήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα στα πλαίσια του «χρηματισμού» των πολιτικών – ενώ θα πρέπει να επιβάλλουμε δια νόμου την «εκδίωξη» εκείνων των πολυεθνικών, οι οποίες «συλλαμβάνονται» για τη σκόπιμη διαφθορά δημοσίων λειτουργών. Επίσης, είναι σωστό να ζητήσουμε τη φορολόγηση των πολυεθνικών επί του τζίρου τους (κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας), έτσι ώστε να αποφύγουμε την έντεχνη «φοροαποφυγή» – την τεράστια φοροδιαφυγή τους καλύτερα (με τη βοήθεια υπεράκτιων εταιρειών, transfer pricing και άλλων «ευγενών» μεθοδεύσεων), η οποία υπολογίζεται τουλάχιστον στο 10% του ΑΕΠ (περί τα 24 δις € ετησίως). Τέλος, θα έπρεπε να επιβάλλουμε τη σωστή λειτουργία της επιτροπής ανταγωνισμού – στην οποία οι πολυεθνικές χρωστούν από πολλά χρόνια τεράστια πρόστιμα (άνω του 1 δις € στην Ελλάδα), χωρίς να έχουν καμία διάθεση να τα πληρώσουν.

Συγκεκριμενοποιώντας και απομονώνοντας τον εχθρό λοιπόν, μπορούμε να ανακαλύψουμε νέες μεθόδους «στοχευμένης» αντιμετώπισης του, χωρίς να ενοχλούμε όμως τη λειτουργία της Οικονομίας μας – χωρίς να στρέφουμε τη μία κοινωνική ομάδα απέναντι στη άλλη, χωρίς να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο και «διαδηλώνοντας» μόνο για θεσμικά, μη συντεχνιακά, «συλλογικά αιτήματα». 

 

ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Δυστυχώς για τους Πολίτες και ειδικά για τη Δημοκρατία, η Πολιτική, εκτός από διεφθαρμένη, είναι εξαιρετικά ανίσχυρη, συγκρινόμενη με την οικονομική εξουσία – η οποία σήμερα επελαύνει, γκρεμίζοντας το ένα πίσω από το άλλο όλα τα φράγματα που την εμποδίζουν. Η Πολιτική, ευρισκόμενη στη μέση των εξελίξεων, αντιμέτωπη με το «πλήθος» από τη μία πλευρά, με όλους εμάς δηλαδή, καθώς επίσης με την τεράστια πλέον οικονομική δύναμη από την άλλη, με το Καρτέλ και τις πολυεθνικές, είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιβιώσει (άρθρο μας).

Για παράδειγμα, όταν η γερμανίδα καγκελάριος προσπάθησε πρόσφατα να επιβάλλει τους κανόνες της Πολιτείας στις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, εμποδίζοντας τες να επεκτείνουν τις συμβάσεις με τα πυρηνικά εργοστάσια, απέτυχε παταγωδώς. Υπό την απειλή της μαζικής κατάθεσης αγωγών εκ μέρους τους, αναγκάσθηκε να αποσύρει το νομοθέτημα που είχε προετοιμάσει, φοβούμενη βέβαια ότι θα έχανε τις δίκες – πληρώνοντας επί πλέον αποζημιώσεις στο πανίσχυρο «ενεργειακό» Καρτέλ.

Το ίδιο συνέβη όταν προσπάθησε να επιβάλλει χαμηλότερες τιμές για το ηλεκτρικό ρεύμα (είναι υπερδιπλάσιες από αυτές της ΔΕΗ), κάτι με το οποίο δεν συμφώνησαν οι εταιρείες – οι οποίες ασφαλώς δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους στα πλαίσια των δήθεν ανοιχτών αγορών, όπως προσπαθούν να μας πείσουν αλλά, αντίθετα, συνεννοούνται πλήρως, μέσα από ένα τέλεια οργανωμένο και λειτουργικό Καρτέλ.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, οι όποιες προσπάθειες της γερμανίδας καγκελαρίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έρχονται αντιμέτωπες (με τη βοήθεια των εκεί «στρατευμένων» ΜΜΕ), με τους Πολίτες της χώρας της – με αποτέλεσμα να χάνει συνεχώς στις εκλογικές αναμετρήσεις. Ευρισκόμενη λοιπόν ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες, αντιμαχόμενες δυνάμεις, στις πολυεθνικές και στο λαό της, είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει, αφού δεν έχει τη δυνατότητα να «εξυπηρετήσει» τις ανάγκες όλων.      

Συνεχίζοντας οι πολυεθνικές, έχοντας προφανώς την άνεση να απασχολούν «στρατιές» ικανότατων, καθώς επίσης αρκετά καλοπληρωμένων δικηγόρων ή άλλων διοικητικών στελεχών, είναι σε θέση να «κατατροπώνουν» τα κράτη, χωρίς να αντιμετωπίζουν την παραμικρή δυσκολία. Αντίθετα τα εθνικά κράτη, έχοντας στην υπηρεσία τους συνήθως ανεπαρκή, μη αντίστοιχα πληρωμένα ή εκπαιδευμένα άτομα, στη θέση ακόμη και υπουργών ή πρωθυπουργών, είναι αδύνατον να αντιμετωπίσουν τις πολυεθνικές.

Προφανώς δε, όταν οι πολυεθνικές ιδιωτικοποιούν τις κοινωφελείς εταιρείες (στο παράδειγμα της Ελλάδας τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ, τις συγκοινωνίες, τους δρόμους, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τις τηλεπικοινωνίες κλπ), αφενός μεν υπερδιπλασιάζουν τις τιμές, αφετέρου αποκλείουν κάθε δυνατότητα «άμυνας» των Πολιτών – κάτι που δεν συμβαίνει βέβαια, όταν ο ιδιοκτήτης είναι το κράτος. 

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι οι μεγάλες τράπεζες οι οποίες, αυτοαποκαλούμενες «συστημικές», ανάγκασαν τα κράτη να αναλάβουν την πληρωμή των λαθών τους – συνεχίζοντας φυσικά να κερδοσκοπούν ασύδοτα, χωρίς να διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο (ετεροβαρές ρίσκο). Στη Δανία κρατικοποιήθηκε η δέκατη υπερχρεωμένη τράπεζα πρόσφατα, εις βάρος φυσικά των Πολιτών της, ενώ το ίδιο συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες (στη Γερμανία επίσης).  

Ειδικά όσον αφορά την Ιρλανδία, οι τράπεζες είναι αυτές που την οδήγησαν στα νύχια του ΔΝΤ, με τους Πολίτες της να καλούνται να αναλάβουν τα τεράστια χρέη τους. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ισλανδία, όπου όμως οι Πολίτες της χώρας ευτυχώς αντέδρασαν – μη αναλαμβάνοντας τα χρέη των τραπεζών και στέλνοντας τον πρωθυπουργό τους στο δικαστήριο.

Για να μπορέσουμε λοιπόν να καταπολεμήσουμε τις «αδυναμίες» της Πολιτικής, ενισχύοντας, ως οφείλουμε, τη θέση της απέναντι στην οικονομική εξουσία, πρέπει να συμμετέχουμε ενεργά στο δημόσιο βίο – επιβάλλοντας δημοψηφίσματα, επιτροπές ελέγχου και οτιδήποτε άλλο σκεφθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση. Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις η Πολιτική, έχοντας σύμμαχο και όχι αντίπαλο τους Πολίτες, θα καταφέρει τελικά να επιβληθεί στις «αγορές» – ενώ ταυτόχρονα θα «συλλαμβάνονται», διαμέσου των ελέγχων των Πολιτών, τα διεφθαρμένα, άρρωστα στελέχη της.

Για παράδειγμα, θα ήταν μάλλον πιο αποτελεσματικές οι ειρηνικές «διαδηλώσεις» έξω από τα σπίτια των αποδεδειγμένα «επίορκων» πολιτικών ή μπροστά στα γραφεία των πολυεθνικών διαφθορέων, από τις συγκεντρώσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας – οι οποίες αναμφίβολα εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Το ίδιο ίσως ισχύει και για τη δημόσια «αποπομπή» τους, η οποία πιθανότατα θα τους οδηγούσε στην απομόνωση ή στην εξορία.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Ένα τρίτο παράδειγμα «πολιτικής αδυναμίας» είναι η Ελλάδα η οποία, μέσα σε τρία μόλις χρόνια, οδηγήθηκε από τις «αγορές» έντεχνα στη χρεοκοπία – με τη βοήθεια της οικονομικής κρίσης, της συχνά εξαγορασμένης ψήφου κάποιων Πολιτών, της διαφθοράς ορισμένων πολιτικών, της Γερμανίας, καθώς επίσης της «διατεταγμένης» υπηρεσίας πολλών διαφορετικών «συντελεστών» της. Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί αναφέρεται σε ορισμένα βασικά μεγέθη της χώρας μας:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη ΑΕΠ, εσόδων, δαπανών και ελλειμμάτων (των ζημιών δηλαδή του κράτους) σε εκ. €, στην Ελλάδα

 

ΕΤΟΣ

ΑΕΠ*

Έσοδα

Δαπάνες

Έλλειμμα

Δημόσιο Χρέος**

Ποσοστό επί ΑΕΠ

 

 

 

 

 

 

 

2003

153.045

37.500

40.735

-3.235

179.008

117,00%

2004

164.421

40.700

45.414

-4.714

198.832

120,90%

2005

196.609

42.206

48.685

-6.479

209.723

118,90%

2006

213.085

46.293

50.116

-3.823

224.162

105,10%

 

 

 

 

 

 

 

2007

227.134

54.024

64.545

-10.521

237.742

104,67%

2008

236.936

56.698

71.266

-14.568

260.439

109,91%

2009

235.035

50.531

81.403

30.872

298.032

126,80%

2010

231.888

54.240

73.694

-19.454

330.400

142,48%

2011

228.408

59.442

77.503

-18.061

348.461

152,56%

Πηγή: 2003 – 2006 Υπουργείο Οικονομικών / 2007 – 2011 Τράπεζα της Ελλάδος

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* ΑΕΠ 2005 αναθεωρημένο, δηλαδή 20% περίπου «τεχνητά» αυξημένο σε σχέση με το 2004, μετά την πρόσθεση εσόδων από την «μαύρη οικονομία» εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσοστό του ελλείμματος και να βρεθεί εντός του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε. (ουσιαστικά, πλασματικό ΑΕΠ).

** Χρέος γενικής κυβέρνησης – 2009 και 2010 από ΤτΕ (2011 προϋπολογιστικά)

Σημείωση: Στο χρέος του 2010 δεν έχει συμπεριληφθεί η δόση των 6,5 δις € της ΕΕ, η οποία καταβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2011, ενώ έχουν συνυπολογισθεί τα 2,5 δις € του ΔΝΤ.  

 

Σε σχέση με τον Πίνακα ΙΙ, οφείλουμε να διαλευκάνουμε ορισμένες παραμέτρους του, έτσι ώστε να κατανοήσουμε τις τεράστιες αδυναμίες, εάν όχι την «προδοσία», της πολιτικής της χώρας  μας (της ΕΕ επίσης):

(α)  Σε σχέση με την τεράστια αύξηση του δημοσίου χρέους το 2009, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, το έλλειμμα και το χρέος αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω για την περίοδο 2006-2009, με βάση την ανακοίνωση της Eurostat (15.11.2009) – μία ενέργεια την οποία μάλλον προκάλεσε η κυβέρνηση μας, «καταγγέλλοντας» την προηγούμενη (!).  

Συγκεκριμένα, για το 2009 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναθεωρήθηκε από 13,6% του ΑΕΠ σε 15,4% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος αναθεωρήθηκε από 115,1% του ΑΕΠ (273.407 εκ. €), σε 126,8% του ΑΕΠ (298.032 εκ. €) – εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης και πιστωτικής συρρίκνωσης (!). Ίσως οφείλει να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, το έλλειμμα επιβαρύνθηκε τεχνητά κατά τουλάχιστον 4% (από το 9,6% στο 13,6%), με την βοήθεια της μεταφοράς δαπανών περί τα 10 δις € (από το 2010 στο 2009), καθώς επίσης της σκόπιμης μείωσης των εσόδων («ακύρωση» φόρων, μη πρόταξη της φορολογικής περαίωσης  κλπ).     

Τη μεγαλύτερη επίδραση στην αύξηση του δημόσιου χρέους του 2009 είχε η «αναταξινόμηση» των δημοσίων επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η άμεση, η όχι σταδιακή δηλαδή ένταξη τους στη γενική κυβέρνηση. Η απίστευτη αυτή ενέργεια, της κυβέρνησης μας ουσιαστικά, εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης και προβλημάτων της Ευρωζώνης, είχε σαν αποτέλεσμα να επιδεινωθεί το χρέος μας κατά 7,7% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος μας επιβαρύνθηκε επί πλέον κατά 2,3% του ΑΕΠ, από την καταγραφή παλαιοτέρων συμφωνιών ανταλλαγής (swaps) – επίσης, κατά 2% περίπου από διάφορες άλλες αναπροσαρμογές.     

(β)  Για το επόμενο έτος, η αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, από 126,8% το 2009 σε 142,48% το 2010, οφείλεται κυρίως στους εξής παράγοντες: (1) στο εκτιμώμενο έλλειμμα για το 2010 (9,4%), (2) στην ανάληψη χρεών των νοσοκομείων (2,3% του ΑΕΠ), (3) στη χρηματοδότηση του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (1,1% του ΑΕΠ),  (4) στη μείωση του επιπέδου του ΑΕΠ (1,9% του ΑΕΠ) και (5) σε εκτιμώμενο ταμειακό υπόλοιπο ύψους 1,1% του ΑΕΠ στις 31.12.2010.

Ουσιαστικά λοιπόν, η αναπροσαρμογή των μεγεθών της οικονομίας μας βασίσθηκε σε «εξωγενείς», μη επαναλαμβανόμενους παράγοντες, με απώτερο στόχο την, κατά κάποιον τρόπο, «εικονική», προφανώς σκόπιμη και ραγδαία επιδείνωση του – αφού τίποτα ανάλογο δεν συνέβη στην Ισπανία, στην Ιταλία κλπ. Για παράδειγμα, εάν συνυπολογίσουμε στις Η.Π.Α. τα ελλείμματα των επί μέρους Πολιτειών (στη Γερμανία των ομοσπονδιακών κρατιδίων κλπ), τότε το δημόσιο χρέος (Πίνακας ΙΙΙ) δεν θα ήταν πια 94,3% του ΑΕΠ, αλλά 113,7% του ΑΕΠ (ενδεχομένως πολύ υψηλότερο, αφού και στις Η.Π.Α. υπάρχουν πιθανότατα «αναπροσαρμόσιμα» οικονομικά μεγέθη).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙIΙ: Βασικά μεγέθη της αμερικανικής Οικονομάς, σε τρις $ (Δεκέμβριος του 2010)

 

Τομείς

Ποσόν

Ποσά / ΑΕΠ

 

 

 

ΑΕΠ

14,60

 

 

 

 

Δημόσιο χρέος

13,80

94,30%

Τοπικό Χρέος*

1,70

11,64%

Χρέος των 50 Πολιτειών

1,10

7,53%

 

 

 

Γενικό δημόσιο χρέος

16,6

113,70%

Πηγή: WP

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

  

Συνεχίζοντας, όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα ΙΙ, οι δαπάνες της Ελλάδας αυξήθηκαν κατά 31,29 δις € από την 01.01.2007 έως και το 2009, ενώ τα έσοδα μόλις κατά 4 δις € – γεγονός απόλυτα φυσιολογικό, όσον αφορά βέβαια τα έσοδα, αφού το ΑΕΠ μας αυξήθηκε τεχνητά (οπότε δεν συνοδευόταν από ανάλογα μεγαλύτερα έσοδα). Από την άλλη πλευρά, το δημόσιο χρέος μας από το 2008 έως το 2010 (σε τρία μόλις χρόνια), αυξήθηκε κατά 70 δις € – ενώ μόνο το 2010 αυξήθηκε κατά 32 δις € επειδή, στο ήδη «διογκωμένο» έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (19,5 δις €), προστέθηκαν τα χρέη των νοσοκομείων, καθώς επίσης τα άλλα μεγέθη που αναφέραμε, για πρώτη φορά και όλα μαζί.

Αντί δηλαδή να συμπεριλάβουμε τα χρέη αυτά σταδιακά στο δημόσιο χρέος, υποχρεωθήκαμε από τους «εταίρους» μας, με πρωτοβουλία δυστυχώς της κυβέρνησης μας, στην άμεση «καταγραφή» τους, παράλληλα με την μείωση του ΑΕΠ μας (ύφεση 4,5%) – λόγω των καταστροφικών μέτρων του ΔΝΤ, τα οποία περιόρισαν ακόμη περισσότερο τα έσοδα του δημοσίου, αυξάνοντας δυσανάλογα τις δαπάνες (κόστος ανεργίας, αποζημιώσεις λόγω εθελουσίας εξόδου κλπ).

Έτσι, ο δείκτης Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ επιδεινώθηκε κατά 38 ολόκληρες μονάδες (2007-2010), επειδή ο «παρανομαστής» (ΑΕΠ) μειώθηκε και ο «αριθμητής» (δημόσιο χρέος) αυξήθηκε, οδηγώντας μας στα νύχια των αγορών – σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, αφού τα αυξημένα επιτόκια, η ανεργία, η πιστωτική συρρίκνωση, η ύφεση, ο φορολογικός πληθωρισμός κλπ, θα επιδεινώνουν συνεχώς τα μεγέθη του προϋπολογισμού μας.

Προφανώς, εάν αυτά που περιγράψαμε παραπάνω (συν πολλά άλλα, όπως το «παιχνίδι» με τις ανοιχτές πωλήσεις των ελληνικών ομολόγων με Τ+10 από την ΤτΕ κλπ), συμβούν σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου η οποία, εκτός των άλλων, δεν έχει τη δυνατότητα «νομισματικής» πολιτικής, τα αποτελέσματα θα είναι τα ίδια και χειρότερα – η ραγδαία, «τεχνητή» προφανώς επιδείνωση των οικονομικών δεικτών της, με στόχο την εξαθλίωση των Πολιτών της και την υποδούλωση τους στις αγορές. Στον Πίνακα ΙV τώρα που ακολουθεί (επίσης αναμορφωμένος με τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ), αναφέρονται ορισμένα άλλα μεγέθη της οικονομίας μας.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙV: Μεγέθη κρατικού προϋπολογισμού σε εκ. €

 

Έτη

2007

2008

2009

2010

2011

 

 

 

 

 

 

Τόκοι

9.791

11.207

12.325

13.223

15.920

Χρεολύσια

22.544

26.246

29.135

19.549

28.130

 

 

 

 

 

 

Πρωτογενείς Δαπάνες ΤΟ

45.951

50.435

57.992

51.679

52.633

Π.Δ.Ε.

8.803

9.624

9.588

8.447

8.500

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος / Νομισματική Πολιτική 2010 – 2011

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙV, οι τόκοι το 2011 θα είναι κατά 6,2 δις € υψηλότεροι, σε σχέση με το 2007, με αποτέλεσμα την αύξηση των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού (χωρίς το ΠΔΕ – Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων). Φυσικά το πρόγραμμα αυτό (ΠΔΕ), το οποίο κάθε άλλο παρά δημόσιες επενδύσεις αφορά (άρθρο μας) αλλά, αντίθετα, «σκοτεινές δαπάνες» του δημοσίου, παραμένει ουσιαστικά στο απυρόβλητο.

Ολοκληρώνοντας, οι τόκοι και τα χρεολύσια το 2011 (44 δις €) υπερβαίνουν το 80% των εσόδων του 2010 – καταδικάζοντας προφανώς τη χώρα μας οριστικά και «αμετάκλητα». Φυσικά, οι πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού μας (ΤΠ), αυτές δηλαδή για μισθούς, συντάξεις, ασφάλειες κλπ, καλύπτονται πλήρως από τα έσοδα του κράτους – οπότε, η «βοήθεια» εκ μέρους των ΔΝΤ-ΕΕ, ειδικά από το 2011, καλύπτει ουσιαστικά μόνο τους δανειστές μας.     

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η Ελλάδα είναι μία πολύ πλούσια χώρα και σε καμία περίπτωση χρεοκοπημένη – αφού, απέναντι στο δημόσιο χρέος της, ευρίσκονται πολύ περισσότερα περιουσιακά στοιχεία. Αρκεί να τη συγκρίνει κανείς με τη Μ. Βρετανία, η οποία διαθέτει μηδενικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ πουλάει πλέον ακόμη και τα δάση της, για να καταλάβει σε πόσο καλή θέση ευρίσκεται. Πόσο μάλλον όταν, το συνολικό χρέος της Ελλάδας, δημόσιο και ιδιωτικό είναι, όπως έχουμε επανειλημμένα τεκμηριώσει με Πίνακες, το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.

Εν τούτοις η Ελλάδα, οδηγούμενη έντεχνα από τις «αγορές», καθώς επίσης από κάποιους «διατεταγμένους» λειτουργούς της, στην αδυναμία πληρωμής των χρεών της, έχει αφενός μεν υποχρεωθεί στην καταστροφική πολιτική του ΔΝΤ (με στόχο τη λεηλασία της, καθώς επίσης την υποταγή της στο Καρτέλ), αφετέρου στην πλήρη σχεδόν απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων της – έτσι ώστε να πουληθεί σε «τιμή ευκαιρίας» το σύνολο των παγίων της.

Παρά τις τεράστιες δυσκολίες όμως, με τις οποίες ευρίσκεται αντιμέτωπη, μπορεί να τα καταφέρει – μετατρέποντας τον κίνδυνο σε ευκαιρία. Αρκεί βέβαια να συνειδητοποιήσει τα μεγάλα διαπραγματευτικά της πλεονεκτήματα (δεν είναι δυνατόν να αποτελεί συστημικό κίνδυνο μία τράπεζα και όχι μία χώρα) αντιστρέφοντας εντελώς τα δεδομένα – καθώς επίσης να εκμεταλλευθεί τις ίδιες τις αγορές (ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων), στο δικό τους «πεδίο μάχης» και με τις δικές τους «έντιμές» μεθόδους.    

Φυσικά οφείλει πλέον να επιδιώξει ριζικές λύσεις οι οποίες, εκτός από την αλλαγή πολιτεύματος (με στόχο την επιτυχή καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς), πρέπει να επικεντρωθούν στην επίλυση του προβλήματος του δημοσίου χρέους – χωρίς φυσικά την καταναγκαστική εκποίηση δημόσιας περιουσίας ή την πώληση των κοινωφελών επιχειρήσεων της. Πιθανότατα δε η καλύτερη λύση σήμερα (εάν δεν καταφέρουμε τη διαγραφή των απεχθών χρεών), η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση «ανέντιμη», είναι η αποπληρωμή του χρέους της πατρίδας μας, με 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις και με επιτόκιο ίσο με το βασικό της ΕΚΤ  –  με το επιτόκιο δηλαδή που δανείζονται οι τράπεζες

Στην περίπτωση αυτή, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, τα χρεολύσια (δόσεις) θα ήταν της τάξης των 9 δις € ετήσια, ενώ οι τόκοι (1%) θα ανερχόταν στα 3,6 δις € τον πρώτο χρόνο – μειούμενοι στη συνέχεια. Συνολικά λοιπόν, η επιβάρυνση μας θα ήταν το ανώτατο 12,6 δις € ετήσια – ένα μέγεθος με το οποίο θα μπορούσαμε πιθανότατα να ανταπεξέλθουμε, ειδικά εάν μας εξοφλούσε η Γερμανία.

Ταυτόχρονα βέβαια, πρέπει να εκδιωχθούν πάση θυσία τόσο οι σύνδικοι πτώχευσης από τη χώρα μας (ΔΝΤ), όσο και οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ή οι «πολυεθνικοί διαφθορείς», ενώ δεν θα υπάρχει κανένας λόγος λήψης νέων «μέτρων λιτότητας» αφού, απλά με την εξοικονόμηση δαπανών, οι οποίες οφείλονται στη σπατάλη του δημοσίου, ειδικά στο ΠΔΕ, θα μπορούσαμε να μηδενίσουμε το έλλειμμα.

Η «διατηρήσιμη» τώρα μη λήψη νέων μέτρων, θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά στην αύξηση της κατανάλωσης – κατ’ επακόλουθο, στην αύξηση του ΑΕΠ μας, η οποία θα ακολουθούσε σίγουρα, αφού θα επέστρεφε η αισιοδοξία στην Ελλάδα και θα σταματούσε να εφαρμόζεται η καταστροφική, υφεσιακή και αντιαναπτυξιακή πολιτική του ΔΝΤ (μειώσεις μισθών, τεράστια ανεργία, στασιμοπληθωρισμός κλπ).     

Η αύξηση του ΑΕΠ με τη σειρά της θα είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν τη μείωση του ελλείμματος σαν ποσοστό επί αυτού, αφετέρου την αύξηση των εσόδων του δημοσίου. Με δεδομένο ότι, τα έσοδα του δημοσίου ανέρχονται (2010) στο 22% περίπου του ΑΕΠ μας, η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 10 δις € (παράδειγμα), θα απέφερε αυτόματα επί πλέον έσοδα 2,2 δις € στο δημόσιο.

Η επένδυση τώρα αυτών των επί πλέον εσόδων στην οικονομία, θα μπορούσε να προκαλέσει μία επόμενη αύξηση του ΑΕΠ, επόμενα επί πλέον έσοδα, επανεπένδυση τους και «ούτω καθ’ εξής» (υγιής ανοδικός σπειροειδής κύκλος, στηριζόμενος στο cash flow και όχι στο δανεισμό), οδηγώντας τη χώρα μας στη θέση που πραγματικά της αξίζει.

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 19. Φεβρουαρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2287.aspx

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ:

 

Εάν δεν ελεγχθούν οι αγορές, θα ιδιωτικοποιηθούν τα κράτη, μετατρέποντας τους Πολίτες είτε σε θλιβερά, εξαθλιωμένα υποζύγια των αυτονομημένων κεφαλαίων τους, είτε σε υπηκόους απολυταρχικών καθεστώτων

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*


 

Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω τη Γερμανία, νομίζω ότι δεν αποτελεί τον αληθινό «τρομοκράτη» της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Ο λόγος είναι πως, πίσω από την «τευτονική» πολιτική, τις τράπεζες και τη γερμανική οικονομία, κρύβεται ο «μεγάλος αδελφός» – το Καρτέλ. Δεν υπάρχει γερμανική οικονομία, ούτε γερμανικές τράπεζες – όλα, μα όλα, είναι «ξένων συμφερόντων». Ελάχιστοι είναι οι φορείς εξουσίας, οι οποίοι διοικούνται από «Γερμανούς».

Για παράδειγμα, στο Βερολίνο ακόμη και η τέχνη (θέατρα, μουσική, ορχήστρες κλπ) ευρίσκονται, ανήκουν δηλαδή, σε «ξένα» χέρια. Εμφανίζοντας την Γερμανία σαν «εχθρό» και «τρομοκράτη», κρύβουμε τον πραγματικό μας αντίπαλο – το Καρτέλ. Η μοναδική δυνατότητα να αντισταθούμε απέναντι στην οικονομική εξουσία των πολυεθνικών και του τοκογλυφικού κεφαλαίου, των «αγορών» ευρύτερα, είναι η Πολιτική. Όσο περισσότερο όμως οι πολιτικοί μας «ηγέτες» παραμένουν υπηρέτες, άβουλοι «μισθοφόροι» καλύτερα των «αγορών», τόσο πιο ορατός γίνεται ο ολοκληρωτικός θάνατος του κοινωνικού κράτους και της ατομικής  ή συλλογικής ελευθερίας”.

Είναι μάλλον εμφανές, με κριτήριο την παραπάνω αναφορά και όχι μόνο ότι, όλες οι προσπάθειες και οι θυσίες εκατομμυρίων Πολιτών, οι οποίοι αγωνίσθηκαν «σθεναρά» για πολλές δεκαετίες, με στόχο την οικοδόμηση του ελεύθερου, κοινωνικού και δημοκρατικού κράτους της προηγμένης δύσης, κινδυνεύουν σήμερα να χαθούν ολοσχερώς. Η Πολιτική φαίνεται να έχει χάσει εντελώς την «πρωτοκαθεδρία», οι Πολίτες αδυνατούν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα αυτών που διαδραματίζονται, αφού παραμένουν ουσιαστικά απαθείς, ενώ το Καρτέλ ισχυροποιείται διαρκώς – μέσα από τις συχνότερες, πολύ πιο καταστροφικές κάθε φορά οικονομικές κρίσεις που προκαλεί.

Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, η εξέλιξη δεν είναι ποτέ γραμμική, ενώ ακόμη και οι πλέον σωστά οργανωμένες συνωμοσίες σπάνια επιτυγχάνουν το στόχο τους, θεωρούμε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει – με την ελπίδα της «αλλαγής πορείας», έστω την τελευταία στιγμή, να παραμένει αμετακίνητη στη θέση της. Η ανοχή έχει τα όρια της, η αδιαμαρτύρητη υποταγή στους κυρίαρχους του σύμπαντος επίσης, ενώ δεν είναι δυνατόν να έχουν αδρανοποιηθεί εντελώς, να έχουν εξουδετερωθεί καλύτερα όλοι οι υγιείς, ανθρώπινοι «μηχανισμοί» αντίδρασης, αντίστασης και αυτοπροστασίας.     

 

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

       

Ο (μονοπωλιακός) καπιταλισμός λειτουργεί, «παράγει» και τρέφεται καλύτερα, από τη μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων, η οποία προέρχεται από το συνεχές, αχόρταγο «κυνήγι» διαρκώς μεγαλύτερων κερδών από τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη ζημία που προκαλούν στους ανταγωνιστές τους ή/και στους υπόλοιπους «κοινωνικούς εταίρους» – αναπτύσσεται δε κυρίως με τη βοήθεια της δημιουργικής καταστροφής (Schumpeter), όπου το εκάστοτε καινούργιο (ο νέος επιχειρηματίας, οι σύγχρονοι μέθοδοι παραγωγής, διανομής κλπ), καταστρέφει ολοκληρωτικά το παλαιό, παίρνοντας τη θέση του. Εκτός αυτού, προκαλεί σκόπιμα ανεργία, αφού έτσι έχει τη δυνατότητα περιορισμού του κόστους – μέσω της «ανταγωνιστικής συμπίεσης» των αμοιβών των εργαζομένων.

Τέλος, ο καπιταλισμός είναι από τη φύση του «επεκτατικός». Είναι «υποχρεωμένος» δηλαδή, αφενός μεν να υποδουλώνει άλλα κράτη στρατιωτικά (συμβατικός πόλεμος) ή οικονομικά (επενδυτική λεηλασία νέων «αγορών»), αφετέρου δε να αυξάνει συνεχώς το μέγεθος κάποιων ιδιωτικών επιχειρήσεων, με απώτερο σκοπό τη «μονοπώληση» των επί μέρους επιχειρηματικών κλάδων – με τη βοήθεια των οικονομικών κρίσεων. Έτσι, «μονοπωλώντας» δηλαδή τις αγορές, εξασφαλίζει τόσο τη μη ισορροπημένη «αναδιανομή» των εισοδημάτων προς όφελος των ιδιοκτητών κεφαλαίων, όσο και τον περιορισμό του κόστους παραγωγής, σε συνδυασμό με την ορθολογική επένδυση των κερδών (της υπεραξίας).   

Από την άλλη πλευρά η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αν και για κάποιο χρονικό διάστημα μπορεί να λειτουργήσει κοινωνικά, προς όφελος δηλαδή της πλειοψηφίας των Πολιτών, δεν έχει τη δυνατότητα να την εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα, εάν λειτουργεί μέσα στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος – πόσο μάλλον ενός νεοφιλελεύθερου. Ο κοινωνικός καπιταλισμός λοιπόν, όπως τουλάχιστον λειτουργεί στη «δύση», είναι ένα σύστημα περιορισμένης διάρκειας – αφού δεν μπορεί, δεν «νομιμοποιείται» καλύτερα να επιλύσει ούτε το πρόβλημα της αναδιανομής εισοδημάτων, ούτε τη μάστιγα της ανεργίας (κάτι που επιτυγχάνουν δυστυχώς τα νέο-απολυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα σήμερα). Το χρονικό διάστημα δε που μπορεί να υπάρξει, είναι σε άμεση σχέση με το ύψος των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, τα οποία συσσωρεύονται σε μία κοινωνία.   

Ειδικότερα, το εκάστοτε «κυβερνών κόμμα» σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, εγκαθίσταται στην εξουσία, μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, αφού καταφέρει να εξασφαλίσει μεθοδικά την υποστήριξη όλων των κοινωνικών ομάδων. Η μέθοδος τώρα, με τη βοήθεια της οποίας το κόμμα ανέρχεται και παραμένει στην κυβέρνηση μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (εναλλάσσονται συνήθως δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα εξουσίας – κάποιες φορές με τη βοήθεια μικρότερων «δορυφόρων»), είναι η δημιουργία χρεών.

Συνεχίζοντας, το κόμμα εξουσίας, πάντοτε μέσα στα πλαίσια μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για να μπορεί να εξασφαλίζει την ψήφο των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων, είναι υποχρεωμένο να περιορίζει τους φόρους, καθώς επίσης να τους προσφέρει κάθε είδους «διευκολύνσεις» – με τη μορφή των κοινωνικών παροχών, της προσφοράς θέσεων εργασίας στο δημόσιο κλπ.  

Από την άλλη πλευρά επειδή έχει επίσης ανάγκη τόσο την ψήφο, όσο και την οικονομική ή λοιπή ενίσχυση των «ισχυρότερων εισοδηματικών τάξεων, ειδικά των επιχειρηματιών και αυτών που επηρεάζουν την κοινή γνώμη (ΜΜΕ κλπ), είναι επίσης υποχρεωμένο να περιορίζει τους δικούς τους φόρους – όπως και να τους προσφέρει «διευκολύνσεις», οι οποίες έχουν σχέση με την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.

Ταυτόχρονα, έχοντας την ανάγκη ενός υπερμεγέθους, «κοστοβόρου» κομματικού μηχανισμού, ο οποίος χρηματοδοτείται μόνο «εν μέρει» από τους «εθνικούς» επιχειρηματίες, είναι επίσης «υποχρεωμένο» (αφορά τις μικρότερες χώρες) να «διαφθείρεται» από τα ξένα μονοπώλια, τα οποία του εξασφαλίζουν την υπόλοιπη χρηματοδότηση – κυρίως του κομματικού μηχανισμού, δια μέσου της συνήθους υπερτιμολόγησης των κρατικών προμηθειών.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, όλα τα κόμματα εξουσίας μίας κοινοβουλευτικής, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό πλαίσιο, είναι εκ φύσεως «υποχρεωμένα» να κάνουν μεγάλες «παραχωρήσεις» στους εκλογείς τους, να λειτουργούν με αδιαφάνεια, να διαπλέκονται και να διαφθείρονται – με αποτέλεσμα να μην μπορούν εκ των πραγμάτων να διαχειρίζονται σωστά τα δημόσια οικονομικά.

Περαιτέρω το κυρίαρχο κόμμα, πάντοτε μέσα στα πλαίσια μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην προσπάθεια του να «ισορροπήσει» παραμένοντας στην εξουσία, χωρίς να επιβαρύνει με φόρους ή με μειωμένες παροχές/διευκολύνσεις καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες, καθώς επίσης να συντηρήσει τον κομματικό μηχανισμό, καταφεύγει στο δανεισμό. Δια μέσου του δανεισμού όμως, γίνεται αυτόματα «υποχείριο» του αδρανούς τοκογλυφικού κεφαλαίου, το οποίο ουσιαστικά «παράγεται», προέρχεται δηλαδή, από τις δύο προηγούμενες ομάδες – τους εργαζομένους (αποταμιεύσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ) και τους επιχειρηματίες (κέρδη που μετατρέπονται σε επενδυτικά κεφάλαια).

Όταν τώρα ο «υποχρεωτικός» αυτός δανεισμός ξεπεράσει τα όρια, όταν υπερχρεωθεί δηλαδή το κράτος, τότε η «κοινοβουλευτική δημοκρατία» φτάνει στο τέλος της. Το τελευταίο κόμμα εξουσίας δεν μπορεί πλέον να αυτοσυντηρηθεί και δεν έχει τη δυνατότητα να «εξυπηρετήσει» καμία από τις δύο βασικές ομάδες της κοινωνίας – πόσο μάλλον τους ξένους «διαφθορείς» του, παράλληλα με την εμπρόθεσμη αποπληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους.

Οι επιλογές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην περίπτωση αυτή, για την οποία μπορούμε κάλλιστα να βρούμε αρκετά ιστορικά παραδείγματα, σε πολλές χώρες του πλανήτη (εκτός από το πρόσφατο της Ελλάδας) είναι κυρίως, αυτοτελώς ή «σωρευτικά», οι παρακάτω:

(α)  Η υποδούλωση της – η μετατροπή της δηλαδή σε προτεκτοράτο κάποιου άλλου, ισχυρότερου οικονομικά κράτους, το οποίο θα της εξασφαλίζει, έναντι επώδυνων προϋποθέσεων και υψηλών ανταλλαγμάτων βέβαια, την αποπληρωμή των χρεών της, καθώς επίσης τη διατήρηση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας», με σκιώδη επιρροή (αυτό που φαίνεται ότι μάλλον θα συμβεί στην Ελλάδα, ειδικά όταν η Γερμανία αναφέρεται στη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα – γεγονός που αφενός μεν σημαίνει συνθήκες ανάλογες με αυτές των πολυεθνικών, αφετέρου ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αυξήσεις μισθών, τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων μάλλον αποκλείεται να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς).   

(β)  Η υποταγή της στα διεθνή, επιχειρηματικά μονοπώλια – δηλαδή, στις «αγορές» και στο Καρτέλ, «οργανισμούς» που της εξασφαλίζουν επίσης την αποπληρωμή των χρεών και τη διατήρηση της τυπικής κοινοβουλευτικής εξουσίας, με αντάλλαγμα τη λεηλασία της (όπως συνέβη στη Βραζιλία, αλλά και σε άλλες χώρες). Η συμμετοχή «οργανισμών», «συνδίκων» καλύτερα του τύπου του ΔΝΤ εδώ, είναι καθοριστική.

Στην περίπτωση τώρα που δεν συμβαίνουν τα παραπάνω, λόγω ίσως της αντίθεσης των Πολιτών μίας χώρας, της επαναστατικής τους δηλαδή «άρνησης υποταγής», τότε έχουμε 

(α) είτε τη βίαιη, την «πραξικοπηματική» δηλαδή αντικατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από ένα απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης, πιθανόν σαν αποτέλεσμα της άρνησης πληρωμής των δημοσίων χρεών  – ενδεχομένως εσωτερικό (όπως συνέβη στη Ρωσία, όταν αρνήθηκε  την εξόφληση των χρεών της), ή «εξωτερικής επιρροής» (δικτατορικά καθεστώτα της Αφρικής κλπ),

(β)  είτε την «επαναστατική» μετεξέλιξη της στην Άμεση Δημοκρατία, σε ένα σύστημα δηλαδή που η εξουσία ελέγχεται από συνειδητούς Πολίτες – με δημοψηφίσματα για όλα τα βασικά ζητήματα ενός κράτους, με κληρωτές  επιτροπές ελέγχου του δημοσίου, με Ισολογισμούς των κρατικών εταιρειών, με διαφάνεια, με αυτοσυγκράτηση κλπ.

Η άμεση δημοκρατία όμως μάλλον δεν μπορεί να λειτουργήσει «καπιταλιστικά», αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια μίας «αυθεντικά» ελεύθερης αγοράς όπου, το μέγεθος των επιχειρήσεων διατηρείται περιορισμένο (εταιρείες με ανώτατο αριθμό προσωπικού τα 500 άτομα, με ισχυρή επιτροπή ανταγωνισμού, επίσης «κληρωτή» κλπ). Όσον αφορά το θέμα του χρέους εδώ, αποτελεί πιθανότατα προϋπόθεση η ριζική μείωση του – εάν όχι ο μηδενισμός του, με τη συναίνεση όλων των Πολιτών (άρθρο μας).     

Ολοκληρώνοντας, επειδή η σημερινή μας θέση είναι αδύνατον να διατηρηθεί ως έχει, αφού η Ελλάδα έχει αναμφίβολα υπερχρεωθεί «ανεπιστρεπτί» (όλα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι «διασπορά ψευδών ελπίδων»), αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα προβλήματα δανεισμού, εν μέσω μίας παγκόσμιας, εξαιρετικά μεγάλης κρίσης του συστήματος (ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, συναλλαγματικοί πόλεμοι, τεράστια προβλήματα τραπεζών, υπερπληθωρισμός κλπ), θεωρούμε ότι θα ακολουθήσει σύντομα ο θάνατος της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας – χωρίς όμως να μπορούμε να προβλέψουμε εάν θα προηγηθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και επαναστάσεις, ή τι τελικά θα την διαδεχθεί.  

Ανεξάρτητα τώρα από τον παραπάνω, βασικό «συλλογισμό» περί Δημοκρατίας και Καπιταλισμού, ο οποίος επιδέχεται προφανώς πολλές διαφοροποιήσεις και σκέψεις, είναι ίσως σκόπιμο να εξετάσουμε τη θέση που βρίσκεται σήμερα η χώρα μας, μέσα από τη σχέση των εισοδημάτων των Πολιτών της και των χρεών του δημοσίου.

 

ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

 

Απλουστευμένα, το πραγματικό εισόδημα «προσδιορίζεται» από το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται είτε για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών, είτε για «ίδιες» επενδύσεις η/και για αποταμίευση. Εάν λοιπόν το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται για την κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αναγκών μειώνεται, με την παράλληλη αύξηση αυτού που οδηγείται στην επί πλέον κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις αποταμιεύσεις, τότε το πραγματικό εισόδημα καλυτερεύει.

Αντίθετα, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος, σαν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των τιμών ή των φόρων, σημαίνει ότι, ένα μεγαλύτερο ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος διατίθεται για την αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών – οπότε, λιγότερα χρήματα κατευθύνονται στα μη βασικά καταναλωτικά αγαθά, στις αποταμιεύσεις και στις ίδιες επενδύσεις.

Για παράδειγμα, εάν από τα 1.000 € του μισθού μας διαθέτουμε σήμερα τα 200 € για την αγορά των βασικών αγαθών (καλάθι της νοικοκυράς), παραμένουν 800 € για τις υπόλοιπες ανάγκες ή τοποθετήσεις μας. Εάν όμως λίγους μήνες αργότερα υποχρεωθούμε να διαθέσουμε 300 €, με το μισθό μας σταθερό στα 1.000 €, το πραγματικό μας εισόδημα μειώνεται αυτόματα, κατά το ποσόν της αύξησης της δαπάνης (100 € ή 10%). Παραδόξως, οι εργαζόμενοι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος τους, η οποία επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της αύξησης των τιμών – του πληθωρισμού δηλαδή.   

Οι «ξένες» επενδύσεις τώρα, αυτές δηλαδή που διενεργούνται από τους εκάστοτε επιχειρηματίες, στηρίζονται κυρίως στις αποταμιεύσεις – οι οποίες, μέσω των τραπεζών, οδηγούνται στις επιχειρήσεις (στην πραγματική οικονομία ή στις χρηματιστηριακές αγορές). Το εισόδημα λοιπόν, η κατανάλωση, οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συνιστούν ένα αλληλοεξαρτώμενο σύνολο, το οποίο, σε τελική ανάλυση, δημιουργεί συνθήκες ύφεσης (φτώχειας) ή ανάπτυξης (πλούτου) σε μία οικονομία.   

Στην περίπτωση βέβαια που η μείωση του πραγματικού εισοδήματος οφείλεται, αφενός μεν στη μείωση του ονομαστικού μισθού (κάτι που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγινε αποδεκτό από τους εργαζομένους), αφετέρου δε στην αύξηση των τιμών, όπως συμβαίνει σήμερα «πιλοτικά» στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μειώνονται «γεωμετρικά» τόσο η κατανάλωση, όσο οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις, η κατάσταση γίνεται εκρηκτική. Εάν δε προσθέσει κανείς εκείνο το επί πλέον μέρος του εισοδήματος που κατευθύνεται στην αποπληρωμή υφισταμένων ιδιωτικών χρεών, «πυροδοτείται» αναμφίβολα μία αλυσιδωτή αντίδραση, με αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν (στασιμοπληθωρισμός, ανεργία, χρεοκοπίες τραπεζών, κοινωνικές αναταραχές κλπ).  

Περαιτέρω, όταν ο πληθωρισμός είναι «διπλός», όταν δεν είναι δηλαδή μόνο το επακόλουθο της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών (πετρέλαιο κλπ) και των εμπορευμάτων (σιτηρά κλπ), αλλά, επίσης, των άμεσων ή έμμεσων φόρων (στα πλαίσια της πολιτικής του ΔΝΤ), με στόχο την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης του δημοσίου, τα αποτελέσματα παύουν να είναι απλά απρόβλεπτα – αφού τα εισοδήματα «συμπιέζονται» από πολλές, διαφορετικές «πλευρές», οπότε η ολοκληρωτική καταστροφή (η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου δηλαδή, των περιουσιακών στοιχείων κλπ), είναι προδιαγεγραμμένη.

Το αποτέλεσμα είναι συνήθως η «επαναστατική κατάλυση» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία θα μπορούσε να αντικατασταθεί είτε από ένα απολυταρχικό καθεστώς (προϊόν κυρίως μίας ενδεχόμενης άρνησης αποπληρωμής των χρεών), είτε από την άμεση δημοκρατία (ενδεχόμενο επακόλουθο ενός μηδενισμού ή μίας διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους, με τον παράλληλο, μακροπρόθεσμο διακανονισμό των υπολοίπων, με εφικτές δόσεις και με χαμηλά επιτόκια).    

 

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

 

Υπάρχουν βέβαια και άλλες εκδοχές, διαφορετικές υποθέσεις δηλαδή, οι οποίες οδηγούν είτε στην υποδούλωση μίας χώρας σε κάποια ισχυρή δύναμη, είτε στην υποταγή της – στο Καρτέλ, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με τη συνδρομή φυσικά του τοκογλυφικού κεφαλαίου.  

Αναλυτικότερα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, η μείωση του βιοτικού επιπέδου μίας ανεπτυγμένης, «δυτικής» κοινωνίας έχει αρκετά περιθώρια συγκρινόμενη με αυτήν μίας αναπτυσσόμενης χώρας. Για παράδειγμα, το ποσοστό του εισοδήματος που καταναλώνεται για είδη βασικής διατροφής σε πολλά μέρη της Ασίας ξεπερνάει το 80%, όταν στη Γερμανία δεν είναι μεγαλύτερο του 10% (στην Ελλάδα μάλλον υπερβαίνει το 20%). Επομένως, υπάρχει αρκετός «χώρος» επιβολής φόρων, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για την εξόφληση των δημοσίων χρεών – αρκεί φυσικά να το αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα οι Πολίτες, χωρίς «περιττές» εξεγέρσεις και αντιδράσεις.   

Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός των δημοσίων χρεών είναι δυνατόν να επιταχυνθεί με τη βοήθεια της πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Δηλαδή, ένα υπερχρεωμένο κράτος μπορεί να «εξυπηρετήσει» τους δανειστές του, πουλώντας πάγια στοιχεία του (ακίνητη περιουσία, δημόσιες επιχειρήσεις κλπ), συνήθως σε εξευτελιστικές, «υφεσιακές» τιμές, καθώς επίσης υποχρεώνοντας τους Πολίτες του να μεταφέρουν ένα μέρος των δικών τους περιουσιακών στοιχείων στο ίδιο – με τη «βοήθεια» της αύξησης των φόρων, καθώς επίσης της μείωσης των «κοινωνικών δαπανών», η οποία συνιστά ουσιαστικά μία «καλυμμένη» αύξηση των φόρων.

Για παράδειγμα, όσον αφορά τη δημόσια Υγεία, όταν δυσχεραίνεται η πρόσβαση των Πολιτών στους γιατρούς του ΙΚΑ ή στα νοσοκομεία, πληρώνουν τόσο την ιατρική περίθαλψη, όσο και τα φάρμακα, από τα δικά τους χρήματα – οπότε έμμεσα μεταβιβάζουν «πόρους» στο δημόσιο. Το ίδιο φυσικά ισχύει με την Παιδεία, όπου τα έξοδα των Ελλήνων για φροντιστήρια, τα οποία οφείλουν την ύπαρξη τους στη συνεχή υποβάθμιση των δημοσίων σχολείων, σε συνδυασμό με τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, ξεπερνούν τα 5 δις € ετησίως (περί το 2,5% του ΑΕΠ ή το 10% των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων).

Κατά την άποψη μας, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των Ελλήνων, μόνο από τους δύο αυτούς τομείς (Παιδεία και Υγεία), είναι της τάξης τουλάχιστον του 20% – σε σχέση με τις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης και με τις ανάλογες υπηρεσίες μάλλον χειρότερες.      

Συνεχίζοντας, εάν η κυβέρνηση ενός κράτους καταφέρει τελικά να πείσει τους «υπηκόους» της (τοποθετώντας τους σταδιακά προ τετελεσμένων γεγονότων και κατηγορώντας τους «γκεμπελικά» για «κοινωνικό αμοραλισμό» – αυξημένη φοροδιαφυγή, ιδιοτελή εκλογική ψήφο, διαφθορά κλπ) ότι, η υπερχρέωση του δημοσίου οφείλεται αφενός μεν σε αυτούς, αφετέρου στις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες (οι οποίες όμως παραμένουν ατιμώρητες στο «απυρόβλητο»), έχει σίγουρα εκπληρώσει το πρώτο μέρος της «αποστολής» της.

Πόσο μάλλον (το δεύτερο μέρος της «αποστολής» της) όταν παράλληλα επιτύχει να «επιβάλλει» το άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση της αγοράς και όλα τα υπόλοιπα του νεοφιλελεύθερου δεκαλόγου – «βαφτίζοντας» τα αυθαίρετα διαρθρωτικές αλλαγές και προσφέροντας τα «βορά» στα θηρία του Καρτέλ, επιβραβεύοντας το για την αποκρατικοποίηση της εξουσίας.

Για παράδειγμα, απελευθερώνοντας το «κλειστό» επάγγελμα των δικηγόρων, προσκαλούνται ουσιαστικά τα πανίσχυρα ξένα δικηγορικά γραφεία (πολλά από τα οποία απασχολούν περισσότερους από 1.000 νομικούς, ενώ είναι στην υπηρεσία των πολυεθνικών φοροφυγάδων), με τα οποία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ούτε το ίδιο το κράτος – όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία. Περαιτέρω, απελευθερώνοντας το επάγγελμα των φαρμακοποιών, δημιουργεί τις προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών φαρμακευτικών αλυσίδων – κάτι που ισχύει αντίστοιχα και για τις μεταφορές. Επίσης, απελευθερώνοντας την «κοινωφελή» αγορά ενέργειας (ΔΕΗ κλπ) ή ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ κλπ), δημιουργεί τις επόμενες προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών – οι οποίες τελικά εξαγοράζουν τα «υπολείμματα» των κοινωφελών επιχειρήσεων, επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες (αυξημένες τιμές κλπ).

Αρκεί να αναφέρει κανείς εδώ, όσον αφορά τη λειτουργία των πολυεθνικών ότι, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος από τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες της Γερμανίας είναι υπερδιπλάσιες, σε σχέση με αυτές που προσφέρει η ΔΕΗ στη χώρα μας – ενώ προωθείται πλέον, από τα ομοσπονδιακά γερμανικά κρατίδια, η «επανακρατικοποίηση» όλων αυτών των εταιρειών, οι οποίες πρόσφατα (1998) ιδιωτικοποιήθηκαν!          

Επανερχόμενοι στο θέμα μας, για να καταφέρει η εκάστοτε κυβέρνηση να εκπληρώσει τη διπλή «αποστολή» της, πρέπει να «διογκώνει» δημιουργικά τα πάσης φύσεως ελλείμματα (προϋπολογισμός, ΔΕΚΟ, νοσοκομεία κλπ), να έχει τη «σιωπηρή συμφωνία» της μείζονος αντιπολίτευσης, να τοποθετεί έντεχνα τη μία κοινωνική ομάδα απέναντι στην άλλη, να «σβήνει» τυχόν σκάνδαλα, «προβάλλοντας» καινούργια (με τη βοήθεια επιλεγμένων ΜΜΕ), να εκφοβίζει τους διαδηλωτές, ενδεχομένως με τη βοήθεια κάποιων «λυπηρών» θανάτων ή «βομβιστικών» επιθέσεων, να «προβάλλει» τις τρομοκρατικές απειλές, να διατηρεί τους «παραδοσιακούς εχθρούς» της χώρας ετοιμοπόλεμους κλπ.  

 

                                                     ΕΠΙΛΟΓΟΣ

      

Στα παραπάνω «πλαίσια», εξειδικεύοντας στο παράδειγμα της Ελλάδας, λύσεις υπάρχουν, όπως ισχυρίζεται η σκιώδης κυβέρνηση μας – αλλά και πολλές άλλες «διατεταγμένες» κυβερνήσεις στο πρόσφατο παρελθόν (Βραζιλία, Αργεντινή κλπ). Αρκεί βέβαια να «ενοχοποιηθούν και να θυματοποιηθούν» οι Πολίτες, αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες, καθώς επίσης να «εγκλωβισθεί» η κοινωνική συνοχή, να αποδεχθούν οι Έλληνες τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου τους αδιαμαρτύρητα, να περιθωριοποιηθούν, να υποταχθούν στη μοίρα τους ή/και σε κάποια ηγεμονική δύναμη, να συμφιλιωθούν με την εξαθλίωση κλπ.

Άλλωστε, όλα συνηθίζονται από τον άνθρωπο – αρκεί η εξουσία να είναι σταθερή στις ολοκληρωτικές θέσεις της, να ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που κάνει, μοιράζοντας υποσχέσεις που δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει, καθώς επίσης να αφήνει αρκετό, «ικανό» καλύτερα χρόνο αφομοίωσης των «μονομερών» αποφάσεων της από τους Πολίτες.   

Στην περίπτωση αυτή λοιπόν πραγματικά δεν χρειάζεται ανάπτυξη, δεν υπάρχει λόγος να εκδιωχθεί το ΔΝΤ, η διαπλοκή/διαφθορά μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν ατιμώρητες, ενώ είναι δυνατόν να περιορισθούν τα χρέη που συσσωρεύτηκαν στο κράτος, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να χρεοκοπήσει.

Έτσι ικανοποιούνται, «εξυπηρετούνται» καλύτερα τόσο οι αχόρταγες «αγορές» (το κτήνος), όσο και το Καρτέλ – αφού όχι μόνο δεν χρειάζεται να συμβάλλουν στην αποφυγή της χρεοκοπίας (μειώνοντας τα τοκογλυφικά επιτόκια, παύοντας να φοροαποφεύγουν κλπ) αλλά, αντίθετα, αφενός μεν κερδίζουν ακόμη περισσότερα, εκμεταλλευόμενες όλα τους τα όπλα (Spreads, CDS, χρηματοπιστωτικά παράγωγα προϊόντα, εξαγορές κοινωφελών επιχειρήσεων σε χαμηλές τιμές κλπ), αφετέρου συνεχίζουν «απρόσκοπτα» την πορεία τους, επιλέγοντας ήρεμα το επόμενο θύμα που θα «κατασπαράξουν».   

Ενδεχομένως δε θα ικανοποιούταν παράλληλα και η Γερμανία (θεωρούμε βέβαια ότι η κυβέρνηση της ελέγχεται πλέον από το Καρτέλ και τις «αγορές») η οποία, από αρκετό χρόνο τώρα, θεώρησε την Ελλάδα σαν την ιδανική υποψήφια χώρα (άρθρο μας), για τον εκφοβιστικό παραδειγματισμό των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης. Η παραδειγματική τιμωρία της Ελλάδας δηλαδή, η οποία βρέθηκε πρώτη στο μάτι του κυκλώνα, θα της εξασφάλιζε την πολυπόθητη ηγετική θέση στην ΕΕ, χωρίς να κοστίσει ιδιαίτερα και χωρίς να αποτύχει, όπως στο απώτερο παρελθόν το 3ο Ράιχ.

Πόσο μάλλον αφού πιθανότατα έχει συμφωνηθεί πια με τις Η.Π.Α. (Wall Street), οι οποίες φαίνεται να προωθούν την «ιδέα» μίας «αποστρατικοποιημένης» Pax Germanica, υπό τη «σκιώδη επιρροή» τους, απέναντι στα τεράστια δημοσιονομικά τους προβλήματα, καθώς επίσης στις ανερχόμενες δυνάμεις της Ασίας και τη Ρωσία – παράλληλα με τη χρήση των υπολοίπων «συμβατικών» οικονομικών όπλων τους (για παράδειγμα, αύξηση των τιμών των βασικών τροφίμων, η οποία προκαλεί «κρίσεις πείνας» στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με αποτέλεσμα τις εξεγέρσεις των λαών και τον περιορισμό της ανταγωνιστικής ανάπτυξης τους), τα οποία όχι μόνο δεν κοστίζουν αλλά, αντίθετα, αποφέρουν σημαντικότατα κέρδη. Στο ίδιο «πλαίσιο» υπάγεται ενδεχομένως και η προωθούμενη «ενεργειακή απεξάρτηση» της ΕΕ από τη Ρωσία, έτσι όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα από τη Γερμανία.   

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 06. Φεβρουαρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

                                             

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2277.aspx

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ:

 

 Η παλαιά πρακτική των Εβραίων κοσμηματοπωλών, οι δέκα μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, η υπεροχή των αμερικανικών πιστωτικών ιδρυμάτων, το υγιές Ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ανάγκη εκδίωξης των εισβολέων

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*


 

«Σύμφωνα με μία παλαιά «πρακτική» των Εβραίων κοσμηματοπωλών, ποτέ δεν διαχωρίζεται το ιδιωτικό από το δημόσιο χρέος – ενώ θεωρείται εκ μέρους τους ότι, ο άνθρωπος ποτέ δεν μαθαίνει αυτόν τον άγραφο κανόνα. Πάντοτε τον ξεχνάει δηλαδή, μετά την πάροδο αρκετών ετών, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να τον επαναλαμβάνουν κάθε πενήντα περίπου χρόνια».

Εάν λοιπόν είναι υπαρκτός αυτός ο «ισχυρισμός», εάν δηλαδή η πρακτική των Εβραίων κοσμηματοπωλών συνεχίζει να εφαρμόζεται, πιστά και απαράβατα, από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τότε οι μεγάλες κρίσεις που παρατηρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μπορεί κάλλιστα να υποθέσει κανείς ότι, προκαλούνται σκόπιμα και δεν συμβαίνουν από μόνες τους – κάτι που φυσικά είναι πολύ δύσκολο να τεκμηριωθεί, όπως συμβαίνει με όλες τις «θεωρίες συνομωσίας».

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα «συντελείται» με τη βοήθεια των υπερβολικών φόρων – επίσης, με τη σκόπιμη ανεργία, έτσι όπως αυτή «προκαλείται» από το ΔΝΤ, αφού οι άνεργοι επιβιώνουν με την οικονομική στήριξη των εργαζομένων συγγενών τους (υπάρχουν και εφαρμόζονται φυσικά αρκετοί άλλοι τρόποι).   Περαιτέρω, όταν μία χώρα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει, τότε οι περισσότεροι Πολίτες της αναζητούν τις αιτίες σε εξωγενείς παράγοντες – «ενοχοποιώντας» τρίτους για όλα τα «δεινά» της οικονομίας τους. Οι κερδοσκόποι, οι «αγορές», οι πολυεθνικές και οι τράπεζες αποτελούν αναμφίβολα τους κεντρικούς «στόχους», στους οποίους κατευθύνονται τα «πυρά» όλων, παρά το ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν λιγότερο υπεύθυνοι οι εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί, τα πλεονασματικά κράτη, οι νομισματικές ενώσεις, οι υπερδυνάμεις, η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση και οι όποιοι άλλοι υπόλοιποι – αφού όλοι μαζί έχουν συμβάλλει στην καταστροφή. 

Εν τούτοις, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι, «επάνω» από όλους σήμερα, στην κορυφή της πυραμίδας της «δύναμης» δηλαδή, ευρίσκονται οι χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς επίσης οι υπερμεγέθεις πολυεθνικές, οι οποίες δεν πληρώνουν σχεδόν ποτέ φόρους – ενώ από τις τράπεζες (Lehman Brothers), το πρόβλημα των οποίων (subrimes) εξήγαγαν οι Η.Π.Α. στον υπόλοιπο κόσμο, στέλνοντας αμέσως μετά το ΔΝΤ για να «εισπράξει» (εισβολή στην Ευρωζώνη, λεηλασία των μικρών κρατών της, μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό, στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με την ως άνω πρακτική των Εβραίων κλπ), ξεκίνησε ουσιαστικά η απειλητικότερη παγκόσμια κρίση, μετά τη μεγάλη ύφεση του 1929.

Αυτοί όμως που καλούνται τελικά να πληρώσουν, δεν είναι οι «κυρίαρχοι των αγορών» (με φωτεινή εξαίρεση την Ουγγαρία, η οποία επέβαλλε φόρους όχι μόνο στις τράπεζες, αλλά και στις ξένες πολυεθνικές του Καρτέλ, αντιμετωπίζοντας την οργή τους), αλλά οι Πολίτες – οι οποίοι, παρά το ότι ασφαλώς «συμμετείχαν» στην καταστροφή (άρθρο μας) με διάφορους τρόπους (υπερκατανάλωση με δανεισμό, ιδιοτέλεια της πολιτικής ψήφου, μειωμένη παραγωγικότητα, οκνηρία, διαφθορά, διαπλοκή, ανευθυνότητα κλπ), οπότε είναι υποχρεωμένοι να «συμβάλλουν», δεν είναι σίγουρα οι μοναδικοί υπεύθυνοι.

Έχοντας αναφερθεί αναλυτικά στις ευθύνες όλων, με μία σειρά από άρθρα μας, θεωρούμε ότι αυτό που οφείλει να μας απασχολεί σήμερα είναι κυρίως το εάν η κρίση έχει «προσμετρηθεί», καθώς επίσης εάν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής ενός δεύτερου «ξεσπάσματος» της, πριν ακόμη μας υποχρεώσουν να αναλάβουμε τη συνολική πληρωμή – χωρίς τη θέληση μας φυσικά, αφού τόσο οι «αγορές», όσο και οι υπερδυνάμεις του πλανήτη, έχουν δυστυχώς τα μέσα για να μας επιβάλλουν τους κανόνες τους. Θα πρέπει βέβαια να αποφύγουμε τις σκόπιμες, τις «θλιβερές» καλύτερα προσπάθειες εξαπάτησης μας (άρθρο μας), απαιτώντας τουλάχιστον να ενημερωθούμε πλήρως, σε σχέση με τις πραγματικές πιθανότητες αποφυγής του «μοιραίου» (χρεοκοπία, έξοδος από την Ευρωζώνη, εξαθλίωση κλπ).

Αν και πιστεύουμε λοιπόν ότι η μοναδική λύση για κάποιες χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας, είναι η διαγραφή των χρεών, τουλάχιστον των «επαχθών» (αυτών δηλαδή που δεν ωφέλησαν την Πολιτεία, αλλά αποκλειστικά και μόνο κάποιους διεφθαρμένους Πολίτες της), γνωρίζοντας φυσικά ότι είναι μία επώδυνη διαδικασία, αλλά όχι το τέλος του κόσμου, θεωρούμε ότι θα άξιζε ίσως τις θυσίες η ανάληψη των συνολικών ευθυνών εκ μέρους μας (άρθρο μας: Ο μηδενισμός του χρέους), υπό την προϋπόθεση φυσικά να αποπληρώσει τα χρέη της η Γερμανία απέναντι μας (άνω των 70 δις €), εάν είμαστε σίγουροι ότι είναι αυτές που έχουμε «ανακαλύψει» ήδη.

Όμως, μία απλοϊκή και μόνο ματιά στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, λιγότερο στο Ελληνικό, δεν μας επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία, σε σχέση με τους τεράστιους κινδύνους που «ελλοχεύουν» ακόμη εντός του. Εκτός αυτού, εάν θα έπρεπε κάποτε να πάψει να λειτουργεί η αδυσώπητη τακτική των τοκογλύφων, έτσι όπως την αναφέραμε στην εισαγωγή του κειμένου μας, ο μοναδικός τρόπος θα ήταν η ολοκληρωτική άρνηση της πληρωμής των διογκωμένων από τους τόκους οφειλών, εκ μέρους όλων αυτών που καταδυναστεύονται από την «εγκληματική» λειτουργία τους.   

Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο μας (Κρατικοποίηση των αγορών), «Στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν παράγονται προϊόντα και δεν δημιουργούνται αξίες – απλά αναδιανέμονται τα υφιστάμενα, μεταξύ των συμμετεχόντων. Αυτοί δε που έχουν τις περισσότερες πληροφορίες, πόσο μάλλον τις «εσωτερικές», κερδίζουν πάντοτε, ενώ όλοι οι άλλοι συνήθως χάνουν – από τους ερασιτέχνες “επενδυτές”, μέχρι τα συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές καθιστούν ουσιαστικά δυνατή τη διασπορά των κινδύνων, τους οποίους όμως οι ίδιες δημιουργούν. Μέσω δε της συνεχώς γρηγορότερης κερδοσκοπίας (διαδικτυακά καζίνο), αποσταθεροποιούν τελικά τις τιμές των μετοχών, των εμπορευμάτων κλπ – πουλώντας ταυτόχρονα νέα «ασφαλιστικά» προϊόντα (CDS κλπ), με στόχο την εξασφάλιση των “επενδυτών” από τους κινδύνους που οι ίδιες προκαλούν, αποκομίζοντας έτσι τα διπλά κέρδη»

      

ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΥΣΤΗΜΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

 

Σε προηγούμενο άρθρο μας, σε σχέση με την τράπεζα των τραπεζών, καθώς επίσης με την «ταχυδακτυλουργική»  δημιουργία του χρήματος, είχαμε αναφέρει τα εξής: «Εάν συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, κυρίως εις βάρος άλλων λαών, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε.

Ίσως δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» από το Καρτέλ, ισοτιμίες ανταλλαγής – πόσο μάλλον όταν οι συνολικοί τόκοι επί των συνεχώς αυξανομένων χρεών, για τους οποίους δεν «κατασκευάζονται» παραδόξως νέα χρήματα (ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της διαδικασίας), ξεπεράσουν τα συνολικά κεφάλαια, τα οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα οφείλει στους, ελάχιστους σχετικά, κυρίαρχους του σύμπαντος».   

Έχοντας την άποψη ότι, ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός, παραθέτουμε τον Πίνακα Ι, ο οποίος αναφέρεται στα βασικά μεγέθη των δέκα μεγαλύτερων Ευρωπαϊκών τραπεζών, συγκρίνοντας τα με το ΑΕΠ των χωρών τους:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Οι 10 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, με κριτήριο κατάταξης το  σύνολο του Ισολογισμού τους (σε τρις $, το 2007/2008), σε σχέση με τις χώρες τους.

 

Α/Α

Τράπεζα

Σύνολο Ισολογισμού

Ισολογισμός/ΑΕΠ

 

 

 

 

1

UBS CH

1,9

376%

2

Credit Suisse CH

1,1

218%

3

Dexia BE

1,6

180%

4

Fortis BE

1,4

155%

5

RBS GB

3,5

131%

6

Barclays GB

3,0

112%

7

BNP Paribas FR

2,9

101%

8

HSBC GB

2,5

94%

9

Santander ES

1,5

92%

10

Deutsche Bank DE

3,1

84%

Πηγή: Ringier CH

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα Ι, η Ελβετία δεν είχε σε καμία περίπτωση την πολυτέλεια να επιτρέψει τη χρεοκοπία της UBS – αφού το σύνολο του Ισολογισμού της μεγάλης αυτής τράπεζας, ήταν σχεδόν τετραπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας. Ήταν επομένως αναγκασμένη να τη διασώσει, όπως και το έκανε, εάν δεν ήθελε να παρασύρει η τράπεζα ολόκληρη τη χώρα στην καταστροφή. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, την Credit Suisse, ο Ισολογισμός της οποίας είναι υπερδιπλάσιος του ΑΕΠ της χώρας της – ενώ απασχολεί (τέλος του 2009) 47.600 άτομα (η UBS 65.233 άτομα).

Εκτός αυτού, τα ίδια κεφάλαια της UBS, τα κατατεθειμένα δηλαδή χρήματα από τους μετόχους της, είναι «μόλις» 41 δις ελβετικά φράγκα (το ένα φράγκο σήμερα αξίζει λίγο παραπάνω από το ένα δολάριο), γεγονός που σημαίνει ότι, το σύνολο του Ισολογισμού της ήταν 46 φορές μεγαλύτερο από τα ίδια κεφάλαια της. Ανώτατο όριο είναι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το 50πλάσιο των καταθέσεων στην Κεντρική Τράπεζα – οπότε κατανοεί κανείς το τεράστιο μέγεθος της κερδοσκοπίας που επιχειρείται.

Τα ίδια κεφάλαια της Credit Suisse είναι 48 δις, γεγονός που σημαίνει ότι, το σύνολο του Ισολογισμού της είναι αρκετά λιγότερο «τρομακτικό» (23 φορές μεγαλύτερο από τα ίδια κεφάλαια της). Για σύγκριση με μία οποιαδήποτε άλλη παραγωγική εταιρεία, παραθέτουμε τα αντίστοιχα μεγέθη της Nestle (Ίδια κεφάλαια 48,9 δις φράγκα – Σύνολο Ισολογισμού 110,0 δις), από τα οποία φαίνεται ότι, το σύνολο του ισολογισμού της είναι μόλις 2,25 φορές μεγαλύτερο από τα ίδια της κεφάλαια.       

Συνεχίζοντας παρατηρούμε ότι, στην τρίτη και στην τέταρτη θέση του Πίνακα Ι, εμφανίζονται οι δύο βελγικές τράπεζες (Dexia, Fortis – είσοδος της BNP Paribas, μετά την κρατικοποίηση της), με σύνολα ισολογισμού που ξεπερνούν επίσης το ΑΕΠ της χώρας τους. Γνωρίζοντας πως όλες οι τράπεζες του Βελγίου ήταν θύματα της κρίσης (subrimes), καθώς επίσης πως το δημόσιο χρέος της χώρας τους είναι στα επίπεδα του 100% του ΑΕΠ, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι, πολύ σύντομα το Βέλγιο θα αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες.

Στο ίδιο πίνακα αναφέρονται τρεις βρετανικές τράπεζες οι οποίες, σε συνδυασμό με το τεράστιο συνολικό χρέος της Μ. Βρετανίας (άνω του 500% του ΑΕΠ της, απέναντι στο οποίο δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου), δημιουργούν μία μάλλον τρομακτική εικόνα. Εάν δε προσθέσουμε τα μεγάλα τραπεζικά δάνεια προς την Ιρλανδία, θεωρώντας τα επισφαλή στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν μας επιτρέπεται απολύτως καμία ελπίδα για το μέλλον της χώρας.

Η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία αντιπροσωπεύονται στον Πίνακα Ι μόνο με μία τράπεζα εκάστη. Εν τούτοις, μόνο η Deutsche Bank έχει σύνολο Ισολογισμού το 2009 ύψους 1,5 τρις €, απέναντι σε ίδια κεφάλαια 36,6 δις € – 40 φορές δηλαδή λιγότερα (το 2008 είχε σύνολο Ισολογισμού 2,17 τρις € και Ίδια κεφάλαια 30,7 δις € – επομένως, 70 φορές λιγότερα).

Εκτός αυτού, και οι τρείς χώρες (όχι τόσο η Γαλλία, η οποία όμως έχει μεγάλα ελλείμματα προϋπολογισμού), έχουν τεράστιο πρόβλημα με τις τοπικές τους τράπεζες – οι οποίες έχουν χάσει υπερβολικά ποσά από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων. Επομένως, δεν βρίσκονται σε τόσο καλή θέση, όσο ίσως νομίζαμε μέχρι σήμερα – με εξαίρεση την Ισπανία, τα τεράστια προβλήματα της οποίας μας είναι από αρκετό χρονικό διάστημα τώρα γνωστά. Ο Πίνακας ΙΙ δείχνει ορισμένα ενδιαφέροντα μεγέθη κάποιων Ευρωπαϊκών τραπεζών:   

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Μεγέθη Ευρωπαϊκών τραπεζών 2009, σε δις €  (Μ. Βρετανία σε δις λίρες).

 

Τράπεζα

Σύνολο Ισολ.

Προσωπικό

Ίδια Κεφάλαια

Πολλαπλασιαστής*

 

 

 

 

 

Deutsche Bank DE

**1.500

77.073

36,65

40,93

BNP Paribas FR

2.057

201.700

69,50

29,60

Credit Agricole FR

1.557

89.172

45,46

34,24

Barclays  GB

1.379

144.200

47,28

29,16

RBS GB

1.696

183.700

77,73

21,82

HSBC GB

2.364

309.516

128,30

18,42

ING  NED

1.163

107.173

38,86

29,92

Unicredito IT

928

165.062

59,6ο

15,57

* Σύνολο Ισολογισμού, διαιρούμενο με τα Ίδια Κεφάλαια – δείκτης που υποδηλώνει πόσες φορές επενδύουν  οι τράπεζες τα, κατατεθειμένα από τους μετόχους, κεφάλαια τους  (όπως έχουμε αναφέρει στο παράδειγμα της Nestle, ο «πολλαπλασιαστής» στις ανάλογες παραγωγικές εταιρείες είναι μόλις στο 2,25).   

** 1.500 σημαίνει 1,5 τρις € – 36,65 σημαίνει 36 δις €

Πηγή: Finanzen D.

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος   

 

Από τον Πίνακα ΙΙ διαπιστώνεται ο τεράστιος «πολλαπλασιαστής» (leverage) κάποιων τραπεζών και οι σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (από το 40x της γερμανικής Deutsche Bank, έως το 15,57x της ιταλικής Unicredito). Επίσης, οι διαφορές στην «τραπεζική» παραγωγικότητα τους (Ισολογισμός διά του αριθμού των εργαζομένων), οι οποίες κυμαίνονται από 19,54 εκ. ανά εργαζόμενο για τη γερμανική τράπεζα, στο 7,65 εκ. για τη βρετανική HSBC και στο 10,23 εκ. για τη γαλλική BNP Paribas. Τέλος, πόσο μεγάλος αριθμός εργαζομένων απασχολείται στις τράπεζες αυτές, γεγονός το οποίο αποτελεί ένα δεύτερο «συστημικό» κίνδυνο – σε περίπτωση χρεοκοπίας τους.    

Από τη μικρή αυτή ανάλυση διαπιστώνουμε εύκολα ότι, τα προβλήματα των ευρωπαϊκών τραπεζών (αυτά που σήμερα φαίνονται «δια γυμνού οφθαλμού») είναι πολύ μεγάλα – ενώ ο συστημικός κίνδυνος είναι διπλός: αφενός μεν λόγω του πολλαπλασιαστή των ιδίων κεφαλαίων τους, αφετέρου δε ένεκα του μεγάλου αριθμού των εργαζομένων τους.

Εν τούτοις είναι πολύ πιθανόν, μετά την πρόσφατη «αρνητική εμπειρία» της Ιρλανδίας, να μην θελήσουν τελικά τα κράτη να σώσουν κάποιες από αυτές, διαισθανόμενα ότι πολύ πιθανόν θα «γκρεμιστούν» μαζί τους. Είτε θελήσουν όμως να σώσουν τις τράπεζες, είτε όχι, η Ευρώπη θα παραμείνει στις φλόγες – με ανυπολόγιστα αποτελέσματα τόσο για τον υπόλοιπο πλανήτη, όσο και για την εσωτερική συνοχή της ή για τη χώρα μας.

Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, είναι καλύτερα να σκεφθούμε ρεαλιστικά τη διαγραφή μέρους των χρεών μας, εξετάζοντας όλα τα ενδεχόμενα (διάλυση της Ευρωζώνης, επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, αναταραχές, χρεοκοπίες τραπεζών, στάσεις πληρωμών κάποιων κρατών) – προετοιμαζόμενοι φυσικά για όλα όσο θα μπορούσαν τελικά να συμβούν. Πολύ περισσότερο όταν, ο άγριος πόλεμος για την εξασφάλιση πιστώσεων, τόσο από τα κράτη, όσο και από τις τράπεζες, τον οποίο είχαμε επισημάνει τον Ιούνιο του 2009 (άρθρο μας), επιστρέφει εντονότερος.    

 

ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

 

Όπως θα διαπιστωθεί εύκολα από την ανάλυση που ακολουθεί, οι Η.Π.Α. έχουν λειτουργήσει πολύ πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά από την Ευρώπη, «καθαρίζοντας» τις τράπεζες τους από πολλά προβλήματα – μειώνοντας κυρίως τη σχέση Ισολογισμών και Ιδίων κεφαλαίων σε «λογικότερα» επίπεδα, δια μέσου της μεταφοράς πόρων από τον ιδιωτικό, στο δημόσιο τομέα (διόγκωση του κρατικού χρέους), σύμφωνα με την τακτική των Εβραίων κοσμηματοπωλών. Ο Πίνακας ΙIΙ αφορά τα σημερινά (Δεκέμβριος του 2010) μεγέθη της Οικονομίας των Η.Π.Α., έτσι ώστε να μπορέσουμε να κρίνουμε στη συνέχεια τη θέση των εκεί τραπεζών:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙIΙ: Βασικά μεγέθη της αμερικανικής Οικονομάς, σε τρις $ (Δεκέμβριος του 2010)

 

Τομείς

Ποσόν

Ποσά / ΑΕΠ

 

 

 

ΑΕΠ

14,60

 

 

 

 

Δημόσιο χρέος

13,80

94,30%

Τοπικό Χρέος*

1,70

11,64%

Χρέος των 50 Πολιτειών

1,10

7,53%

 

 

 

Γενικό δημόσιο χρέος

16,6

113,70%

 

 

 

Έσοδα προϋπολογισμού 2009**

2,10

14,38%

Δαπάνες προϋπολογισμού 2009

3,52

24,11%

Έλλειμμα προϋπολογισμού 2009

-1,42

9,72%

* Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, το τοπικό χρέος της Γερμανίας (ομόσπονδα κρατίδια), είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητικό.    

** Για σύγκριση, τα έσοδα του προϋπολογισμού της Ελλάδας ήταν 51,5 δις € το 2010 – δηλαδή, 21,45% του ΑΕΠ μας (240 δις €), όταν στις Η.Π.Α. ήταν μόλις 14,38% το 2009. Επομένως, αυτά που λέγονται για τη «φορολογική ασυδοσία» των Ελλήνων, είναι «εκ του πονηρού» – πόσο μάλλον όταν οι έμμεσοι φόροι υπερβαίνουν το 60% των συνολικών εσόδων του κράτους, ενώ οι μη παρεχόμενες υπηρεσίες (Παιδεία, Υγεία), οι οποίες είναι ουσιαστικά φορολόγηση, προσθέτουν «φόρους» που πλησιάζουν ένα επί πλέον 10% επί του ΑΕΠ (στο συνολικά 31,45% του ΑΕΠ).      

Πηγή: WP

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Από τον Πίνακα ΙΙΙ διαπιστώνουμε ότι, το γενικό δημόσιο χρέος των Η.Π.Α., αυτό δηλαδή που στην ουσία χρωστά το κράτος, πλησιάζει το 114% του ΑΕΠ. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι το κρίσιμο σημείο για την υπερδύναμη, αυτό δηλαδή που, όταν ξεπεραστεί, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για την Οικονομία της, είναι το 90% επί του ΑΕΠ της, συμπεραίνουμε πως «η μητέρα των κρίσεων» ευρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη (παρά τα θετικά βήματα στον τομέα των τραπεζών). Εν τούτοις, υφίστανται πολλά περιθώρια διόρθωσης, εάν κάποτε αποφασισθεί από την ηγεσία της μεγαλύτερη φορολόγηση του κεφαλαίου (7,07% επί του ΑΕΠ λιγότερη φορολόγηση, ήτοι 1,03 τρις $, συγκριτικά με την Ελλάδα)

Όσον αφορά τώρα ορισμένες μεγάλες τράπεζες των Η.Π.Α., ο Πίνακας ΙV που ακολουθεί (στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται αυτές, στις οποίες έχει συγκεντρωθεί το πρόβλημα των ενυπόθηκων δανείων – Fed, Freddy Mac, Fannie Mae κλπ), αναδεικνύει την αναμφισβήτητη «υπεροχή» τους, απέναντι στις ευρωπαϊκές (με κριτήριο τον «πολλαπλασιαστή» στην τελευταία στήλη, αλλά και τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ – δεύτερη στήλη):  

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙV: Μεγέθη αμερικανικών τραπεζών 2009, σε δις $

 

Τράπεζα

Σύνολο Ισολ.

Ισολ/ΑΕΠ

Ίδια Κεφάλαια

Πολλαπλασιαστής

 

 

 

 

 

Bank of America

*2.220

15,20%

231,4

9,59

JP Morgan Chase

2.031

13,91%

165,3

12,28

Citigroup

1.856

12,71%

152,7

12,15

Goldman Sachs

849

5,81%

70,7

12,00

Morgan Stanley**

771

5,28%

46,7

16,50

Πηγή: FinanzIen D.

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος    

* 2,22 τρις $

** Το 2007, το σύνολο Ισολογισμού της ήταν 1,04 τρις $, έναντι Ιδίων Κεφαλαίων 31,2 δις $ – ο πολλαπλασιαστής ήταν δηλαδή 33, όπως σήμερα της Credit Suisse. Έκτοτε όμως, αφού ξέσπασε δηλαδή η κρίση, τόσο η Morgan Stanley, όσο και οι υπόλοιπες αμερικανικές τράπεζες, «ομαλοποίησαν» τα μεγέθη τους δραστικά. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τις τράπεζες της Ευρώπης οι οποίες μείωσαν μεν τους πολλαπλασιαστές τους, αλλά πολύ πιο λίγο από τις αμερικανικές.     

 

Από τον Πίνακα ΙV συμπεραίνουμε αβίαστα ότι, το σύνολο Ισολογισμού των συγκεκριμένων τραπεζών είναι πολύ χαμηλότερο από το ΑΕΠ των Η.Π.Α., σε πλήρη αντίθεση με αυτά που διαπιστώσαμε για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Επομένως, τουλάχιστον συγκριτικά με την Ευρώπη, δεν αποτελούν πλέον «συστημικό» κίνδυνο, έχοντας προφανώς καταφέρει να «πουλήσουν» τις προηγούμενες επισφάλειες τους, θυσιάζοντας στο βωμό της σωτηρίας τους την Lehman Brothers. Εκτός αυτού φαίνεται πλέον ότι, οι πολλαπλασιαστές τους (Σύνολο Ισολογισμού δια των Ιδίων Κεφαλαίων) έχουν επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα – επίσης σε πλήρη αντίθεση με την Ευρώπη, όπου τουλάχιστον ορισμένες τράπεζες της (UBS, Deutsche Bank κλπ), διατηρούν «πολλαπλασιαστές» σε άκρως επικίνδυνα ύψη.

Συμπερασματικά λοιπόν, οι Η.Π.Α. έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα δημοσίου χρέους από το μέσον όρο της Ευρωζώνης (περί το 87%), αλλά κατά πολύ μικρότερο πρόβλημα τραπεζών – γεγονός εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ευρώπη αφού, μάλλον «κατ’ εντολή» των Η.Π.Α. (βλέπε ιουδαϊκή πρακτική), τα πρόβλημα των τραπεζών (ιδιωτικό χρέος), έχει προστεθεί στο πρόβλημα των κρατών (δημόσιο χρέος) τα οποία, καλώς ή κακώς, μέχρι στιγμής το έχουν αποδεχθεί (με φωτεινή εξαίρεση την Ισλανδία).

 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

 

Επειδή το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται, ως οφείλει, πάντοτε στην Ελλάδα, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στις Ελληνικές τράπεζες – σε άμεση σύγκριση τόσο με τις ευρωπαϊκές, όσο και με τις αμερικανικές. Ο Πίνακας V λοιπόν που ακολουθεί, συμπεριλαμβάνει τα αντίστοιχα μεγέθη κάποιων τραπεζών μας, έτσι ώστε να αποκτήσουμε μία σωστή εικόνα:         

 

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Μεγέθη των ελληνικών τραπεζών το 2009, σε δις € – κατάταξη με κριτήριο το σύνολο του Ισολογισμού.

 

Τράπεζα

Σύνολο Ισολ.

Ισολ/ΑΕΠ*

Ίδια Κεφάλαια

Πολλαπλασιαστής

 

 

 

 

 

Eurobank

99,85

41,6%

5,49

18,19

Εθνική Τράπεζα

91,22

38,0%

8,22

11,09

Alpha Bank

67,85

28,3%

4,77

14,22

Τράπεζα Πειραιώς

48,92

20,4%

3,24

15,10

Τράπεζα Κύπρου

38,75

16,1%

2,39

16,21

Αγροτική Τράπεζα

32,04

13,4%

1,35

23,73

Ταχυδρομικό Τ.

17,96

7,5%

1,22

14,72

 

 

 

 

 

Σύνολα

396,59

165,3%

26,68

14,86

 

 

 

 

 

ΤΙΤΑΝ

1,70

0,7%

0,81

2,10

Πηγή: Ναυτεμπορική

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος   

* ΑΕΠ Ελλάδας 240 δις € περίπου

 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα V, στον οποίο συμπληρώσαμε την παραγωγική εταιρεία ΤΙΤΑΝ για να έχουμε σύγκριση δεικτών «πολλαπλασιαστή», οι Ελληνικές τράπεζες ευρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από τις ευρωπαϊκές, αλλά όχι από τις αμερικανικές (υποθέτοντας ότι έχουν συμπεριλάβει αντίστοιχες επισφάλειες στους Ισολογισμούς τους – ότι δεν έχουν δηλαδή αποκρύψει κινδύνους, ιδιαίτερα αυτές που δραστηριοποιούνται στην Α. Ευρώπη).

Σε κάθε περίπτωση όμως, το σύνολο των Ισολογισμών όλων μαζί των τραπεζών μας (165,3%) υπερβαίνει το ΑΕΠ της Ελλάδας – όχι όμως στο βαθμό του Βελγίου, όπου δύο μόνο τράπεζες του αντιστοιχούν στο 335% του ΑΕΠ του, ή της Μ. Βρετανίας, όπου τρείς τράπεζες της αντιστοιχούν με το 337% του ΑΕΠ της. Εκτός αυτού, στην Ελλάδα δεν έχουμε σημαντικό πρόβλημα τοπικών τραπεζών, όπως συμβαίνει με τη Γερμανία και την Ισπανία, ενώ δεν υπάρχει καμία σύγκριση μας με την Ιρλανδία (ο δείκτης εκεί ξεπερνάει το 700% του ΑΕΠ της χώρας).

Επομένως, η Ελλάδα είναι κατά πολύ ασφαλέστερη στον τομέα αυτό, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη – με την Εθνική Τράπεζα να εμφανίζει (επιφυλασσόμενοι πάντοτε για τυχόν αριθμητικά ή άλλα λάθη) καλύτερο «πολλαπλασιαστή» από όλες τις υπόλοιπες τράπεζες μας, από όλες τις ευρωπαϊκές που έχουμε αναφέρει στο κείμενο μας, αλλά και από αρκετές αμερικανικές.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση μας, συμπεραίνουμε ότι η Ευρώπη έχει κυρίως πρόβλημα τραπεζών και λιγότερο δημοσίων χρεών – ενώ στην Ελλάδα, όπως και στις Η.Π.Α., συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όπως φάνηκε όμως από το ατυχές «παράδειγμα» της Ιρλανδίας, τα χρέη των τραπεζών, αργά ή γρήγορα (εάν παραμένει κανείς πιστός στην εβραϊκή τακτική), «εκβάλλουν» στα δημόσια χρέη – επιδεινώνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό το βιοτικό επίπεδο των Πολιτών, οι οποίοι καλούνται δυστυχώς να τα εξοφλήσουν.       

Όσον αφορά δε το ομόλογο, το οποίο εκδόθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας της ΕΕ (EFSM), δεν έχει καμία σχέση με το Ευρωομόλογο, έτσι όπως το αναλύσαμε (άρθρο μας). Εγγύηση για το συγκεκριμένο ομόλογο είναι το πακέτο στήριξης των 750 δις € που έχει ήδη εγκριθεί – οπότε εγγυητές είναι οι χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, οι οποίοι συμμετέχουν στο πακέτο. Το γεγονός αυτό, το οποίο μάλλον τεκμηριώνει ότι, το πακέτο στήριξης των 750 δις € που ψηφίστηκε αποτελείται από εγγυήσεις για την παροχή δανείων και όχι από πραγματικά χρήματα, είναι μάλλον ανησυχητικό, παρά αισιόδοξο – όσο και αν πολλοί επικαλούνται το αντίθετο.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι η Ελλάδα, παρά το ότι είναι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως έχουμε επανειλημμένα τεκμηριώσει (οπότε άδικα «σύρθηκε» στο ΔΝΤ, ανοίγοντας την κερκόπορτα της Ευρωζώνης), οφείλει να «καταργήσει» πρώτη την Ιουδαϊκή πρακτική, προβαίνοντας σε διαγραφή των «επαχθών» χρεών της – αυτών δηλαδή που δεν χρησιμοποιήθηκαν για τους Πολίτες της, αλλά κατέληξαν στα ταμεία των διεθνών διαφθορέων, καθώς επίσης των τοκογλύφων (40-50% των συνολικών δημοσίων χρεών, ύψους περί τα 340 δις €).

Έχοντας την ελπίδα λοιπόν πως θα αντιμετωπισθεί το «έλλειμμα διακυβέρνησης», καθώς επίσης ότι θα καταφέρουμε τελικά να διαπραγματευθούμε σωστά, τόσο με την ΕΕ, όσο και με τους δανειστές μας, μακριά από «αμυντικές» ή «ουτοπικές» λύσεις (ευρωομόλογα κλπ), οφείλουμε να επιμείνουμε στην εκδίωξη των διεθνών συνδίκων του διαβόλου – με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεση μας, όσο και αν μας κοστίσει, αφού μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε την Εθνική μας κυριαρχία και το μέλλον των παιδιών μας.

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 06. Ιανουαρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 

 * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2258.aspx

Πού το πάει ο Γιώργος το 2011;

Πού το πάει ο Γιώργος το 2011;

 

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

 

 

Οι παρακάτω σκέψεις βασίζονται σε δύο πεποιθήσεις, οι οποίες αποτελούν μάλλον κοινό τόπο πλέον σ’ όσους Έλληνες επέτρεψαν στον εαυτό τους να στοχαστεί λίγο περισσότερο πάνω στην πολύμορφη κρίση που πλήττει την χώρα:
(α) Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν ήρθε για να λύσει προβλήματα, αλλά για να προβληματοποιήσει σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο τις οικονομικές, διεθνείς και υπερεθνικές σχέσεις της χώρας και

(β) να διαμορφώσει τις συνθήκες ώστε η χώρα να αποτελέσει το βασικό πιόνι της ελίτ που επιχειρεί να μανουβράρει την παγκοσμιοποίηση προς ένα συγκεκριμένο διεθνές μοντέλο ηγεμονίας που θεμελιώνει την ισχύ της λεγόμενης «uni-multipolarity», η οποία έτεινε να αμφισβητηθεί έμμεσα αλλά ουσιαστικά, κυρίως από την Κίνα, την Γερμανία και την Ρωσία.

Με δύο λόγια η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου μετέτρεψε τον εαυτό της στο βασικό πιόνι εκείνων που δεν επιθυμούν να καταστεί η Ευρώπη ένας αυτόνομος πόλος ηγεμονίας στον κόσμο. Δεν έχει καμία σημασία αν ο κ. Παπανδρέου προφασιστεί «κλίμα ανωμαλίας» στην χώρα μας και καταφύγει σε εκλογές. Πολλά γεγονότα έχουν ήδη δρομολογηθεί και η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να λάβει αποφάσεις εθνικού χαρακτήρα, οι οποίες θα ανατρέπουν σε θεσμικό επίπεδο το status quo στην περιοχή. Ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ φρόντισε να μετατρέψει σε κρίση δανεισμού την σοβαρή δημοσιονομική κρίση που έπληττε την χώρα, εγκλωβίζοντας παράλληλα πολιτεία και κοινωνία σε ένα ελεεινό «προσωρινό μηχανισμό», ο οποίος ήταν σαφές ότι θα κατέληγε σε κοινωνική και οικονομική απορύθμιση, ύφεση, ανεργία και διόγκωση του δημόσιου χρέους.

Σήμερα με απόλυτη «ειλικρίνεια» – σπάνια για κυβερνητικό εκπρόσωπο – ο κ. Γιώργος Πεταλωτής, που πήγε στην Τουρκία για σκι, δήλωσε: «Ως χώρα βιώνουμε μια βαθιά κρίση, προχωράμε στο να την ξεπεράσουμε. Πιστεύω ότι θα αποτελέσει αφορμή το να κάνουμε με τους γείτονές μας καινούργιες και καλύτερες συνεργασίες». Δεν θα έπρεπε να απορεί κανείς πώς η ελληνική κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την σύσφιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αν γνώριζε ότι εδώ και αρκετό διάστημα μεταξύ Ουάσιγκτον, Νέας Υόρκης και Λονδίνου έχει ωριμάσει η ιδέα μιας Βαλκανικής Συνομοσπονδίας (Τουρκία, Βουλγαρία, Ελλάδα, ΠΓΔΜ, Αλβανία + Κόσοβο).

Το σχέδιο αυτό κυκλοφορεί ευρύτερα στην βόρειο και δυτική Ευρώπη, το γνωρίζουν ασφαλώς οι Ρώσοι, οι Βρυξέλλες και μάλλον όλοι οι άμεσα ή έμμεσα ενδιαφερόμενοι. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το προσκήνιο, αλλά κυρίως το παρασκήνιο στις τρέχουσες σχέσεις μας με την Τουρκία, η υπόθεση των αγωγών, η φιλολογία περί υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, το timing στο σκοπιανό, η πρακτική στις παρενοχλήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα στην περιοχή, ο τραγέλαφος και η φημολογία για τα εξοπλιστικά και πολλά άλλα … ακόμα και η επικείμενη επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου στην Ουάσιγκτον, σε κάποιο βαθμό ασφαλώς. Εάν πειστεί και η Γαλλία, καθώς η Γερμανία δεν φαίνεται να έχει σημαντικές αντιρρήσεις – μια και οι προτεραιότητές της είναι να διατηρηθεί ισχυρό το ευρώ, υψηλή η ανταγωνιστικότητά της και δυναμική η παραγωγικότητά της – τότε τα πράγματα θα κινηθούν ταχύτατα εντός του 2011, μέσω τετελεσμένων που θα οδηγήσουν την Ελλάδα να κάνει ένα βήμα που θα την απομακρύνει από τις κεντροευρωπαϊκές δυνάμεις και δύο βήματα προς την αγκαλιά της Τουρκίας, τα οποία θα εμφανιστούν, ασφαλώς, ως συμφέρουσες επιλογές για να απεξαρτηθεί η χώρα από τους «δυτικούς δυνάστες» της.

Πρόκειται, δηλαδή, για την ένταξη της Ελλάδας και των υπολοίπων Βαλκανικών χωρών που ανέφερα, στην ζώνη χαλαρής ηγεμονίας της Τουρκίας, η οποία μέσω αυτής της οδού θα εισέλθει στην ΕΕ, δίχως να ενταχθεί επίσημα για τα επόμενα χρόνια τουλάχιστον σε αυτήν. Έτσι διαμορφώνεται ένα γεωπολιτικό «sub-region» μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και ΕΕ, που ουσιαστικά θα αποτελεί οργανικό τμήμα της τελευταίας, αλλά υπό την αυξημένη επιρροή της Τουρκίας και την καθοριστική παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου θα επιλυθεί αναγκαστικά και το κυπριακό μέσω ενός μεταβατικού μηχανισμού «power – sharing» για τις δύο κοινότητες και θα αλλάξει εντελώς το καθεστώς του Αιγαίου και ευρύτερα της ανατολικής Μεσογείου.

Σε ότι αφορά στο Αιγαίο, θα υπάρξει η πρόνοια ώστε ανατολικά του 25ου μεσημβρινού να ουδετεροποιηθεί η κυριαρχία στα ελληνικά νησιά. Αυτό σημαίνει ότι τα ήδη ελληνικά νησιά και όχι ασφαλώς οι «γκρίζες ζώνες» κατά ΝΑΤΟ, θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό ελληνική διοίκηση, αλλά θα είναι απολύτως αποστρατικοποιημένα και δεν θα απολαμβάνουν ορισμένων δικαιωμάτων εθνικών περιοχών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, όπως είναι για παράδειγμα η (νομική) υφαλοκρηπίδα. Όλα αυτά προϋποθέτουν μία νέα συνθήκη για την περιοχή, η οποία μπορεί να δημιουργηθεί με πολλούς τρόπους. Νομίζω ότι σε αυτό το κρίσιμο σημείο βρίσκονται οι ουσιαστικές διαβουλεύσεις μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών αυτή την περίοδο κι έτσι εξηγείται η πολιτική «μαστίγιο και καρότο», που ακολουθούν οι γείτονες. Μη σας φαίνεται περίεργο, αλλά οι συζητήσεις αυτές που άνοιξαν διάπλατα επί Γιώργου Παπανδρέου για να κλείσουν με την επόμενη κυβέρνηση, σχετίζονται απολύτως με την τελική διευθέτηση της διαφοράς της Αθήνας με τα Σκόπια, σ’ ότι αφορά σε μία πλειάδα ζητημάτων που άπτονται αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «το ζήτημα της ονομασίας της γείτονος».

Άρα το 2011 θα είναι σε κάθε περίπτωση η κρισιμότερη χρονιά για τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και του ελληνισμού μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πλέον η οικονομική κρίση που επέφερε το καθεστώς, μεταβλήθηκε σε κοινωνική κρίση, η οποία σε λίγο θα εμφανιστεί ως εθνική κρίση, ώστε να υπάρξει δυνατότητα πολιτικών διευθετήσεων που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα, που επιδιώκουν να χειραγωγήσουν την ελληνική κοινωνία για τις επόμενες δεκαετίες. Το πώς θα περάσουμε από την κοινωνική στην εθνική κρίση, αυτό ενδεχομένως να το γνωρίζει ο πρωθυπουργός, οι έμπιστοι σύμβουλοί του και ενδεχομένως πολιτικοί συνοδοιπόροι του σε αυτήν την περιπέτεια, όπως είναι το πατριδοκάπηλο ΛΑΟΣ (δείτε τις τελευταίες δηλώσεις Πάγκαλου, όπου χαρακτηρίζει το ΛΑΟΣ ως τον πιο σοβαρό συνομιλητή). Ενδεχομένως και άλλοι, οι οποίοι επιδιώκουν εκλογές με λίστα και ανάδειξη μίας κυβέρνησης ευρύτερου συνασπισμού, όπου θα χωρούν όλοι οι «καλοί» του καθεστώτος. Το δυστύχημα γι’ αυτούς είναι ότι πλέον τα βήματά τους τούς προδίδουν. Και το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις που δεν εμπλέκονται σ’ αυτά τα παιχνίδια, περί άλλων τυρβάζουν, ανίκανες να οργανώσουν αμέσως ένα σχέδιο εναλλακτικής ηγεμονίας που θα αμφισβητήσει αποτελεσματικά αυτούς που σχεδιασμένα αποσταθεροποιούν την χώρα για να συνεχίσει να υπάρχει και αύριο το υφιστάμενο καθεστώς.

Υ.Γ. Σε αυτό το σύντομο σημείωμα που προβλέπει την σχεδιασμένη επίκληση εθνικών απειλών, πέραν των οικονομικών, ώστε το καθεστώς να δρομολογήσει εξελίξεις για το συμφέρον του και επ’ ωφελεία των κέντρων που ελέγχουν την σημερινή διάσταση της παγκοσμιοποίησης, δεν υπάρχουν αξιολογικές κρίσεις, με την στενή έννοια. Μη γνωρίζοντας τι συζητείται επιμέρους για το περιεχόμενο του τουρκικού «sub-region», δεν μπορώ να προδικάσω τι συμφέρει και τι δεν συμφέρει την Ελλάδα. Αυτό που σίγουρα δεν την συνέφερε σε καμία περίπτωση, ήταν να ανοίξουν αυτά τα ζητήματα σήμερα και με δεδομένη την πολυεπίπεδη και πολύπλευρη κρίση που επέφερε στην χώρα το καθεστώς και την κατάσταση που επικρατεί στο πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση που λειτουργεί υπό την διακυβέρνηση της τρόικας. Ίσως ο πρωθυπουργός να αποδειχθεί το 2011 η χειρότερη περίπτωση που μπορούσε να μας τύχει την χειρότερη στιγμή!

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 2 Ιανουαρίου 2011, http://grbloopers.blogspot.com/2011/01/2011.html

ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ:

 

 Βιώνουμε έναν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, με υπαίτιο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επιδιώκουν, μαζί με το Καρτέλ, την απολυταρχική εγκατάσταση τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, με την πλήρη ιδιωτικοποίηση της εξουσίας

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*


 

 

Στις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία, προτιμήθηκε μετά τα μέσα του 20ου αιώνα ένα διαφορετικό οικονομικό «μίγμα». Το όραμα που αντιπροσώπευε θα μπορούσε ίσως να συνοψισθεί στην αντίληψη ότι, ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό διαθέσιμο σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει –  αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, χωρίς την ισχυρή παρουσία της κυβέρνησης(R. Heilbroner).       

Μήπως όμως στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός, αναρωτιέται κανείς, παρά τις υποσχέσεις του να παράγει πλούτο για όλους, οδηγεί τελικά στο να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι; Μπορεί να επιτευχθεί ανάπτυξη, χωρίς να προϋποθέτει την ανισότητα – τη διεύρυνση δηλαδή των εισοδηματικών διαφορών, μεταξύ των ανωτέρων και κατωτέρων «κοινωνικών «στρωμάτων», είτε αυτά είναι ιδιώτες, είτε ολόκληρα κράτη; Απλούστερα, μπορεί οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, χωρίς οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι – χωρίς να «αναπτύσσονται» δηλαδή οι μεν, εις βάρος των δε;

Περαιτέρω, η συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών χρειάζεται πραγματικά «μικρότερο Κράτος», είναι προς όφελος της δηλαδή, όπως όλοι οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται, «θεοποιώντας» ουσιαστικά τις ικανότητες/εντιμότητα του ιδιωτικού τομέα, ή ίσως ποιοτικότερο, λιγότερο δαπανηρό ή διεφθαρμένο, «επαρκές», διάφανο και περισσότερο αποτελεσματικό κράτος, ανεξαρτήτως μεγέθους; (πόσο μάλλον όταν η πολιτική εξουσία, είναι η μοναδική μας προστασία απέναντι στην οικονομική;). 

Σε τελική ανάλυση, είναι οι οικονομικές κρίσεις, η συχνότητα των οποίων έχει αυξηθεί πλέον επικίνδυνα, απαραίτητος «συνοδός» της καπιταλιστικής διαδικασίας, όπως επίσης η «δημιουργική καταστροφή» (Schumpeter), ή μήπως είναι δυνατόν να αποφευχθεί, δια μέσου της κατάλληλης ρύθμισης του συστήματος της ελεύθερης αγοράς; Για πόσον καιρό θα μπορεί να αντέχει η ανθρωπότητα τις «μανιοκαταθλιπτικές» συμπεριφορές των αγορών, τις συνεχείς ανόδους και πτώσεις δηλαδή, οι «ταλαντώσεις» των οποίων διευρύνονται όλο και περισσότερο, από το κατώτατο άκρο (υφεσιακή αποχρέωση) στο ανώτατο; (αναπτυξιακή υπερχρέωση).

Τέλος, είναι αντικειμενική η διαπίστωση ότι, το «αόρατο χέρι της αγοράς», όπως το είχε ονομάσει ο Adam Smith, δημιουργεί πλούτο στην πραγματική οικονομία (Main Street), ενώ φέρνει την καταστροφή στις χρηματαγορές (Wall Street), εάν αφεθεί ελεύθερο;

Είναι προφανές ότι, δεν είναι τόσο απλές οι υπεύθυνες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτηματικά, στις απορίες καλύτερα, εάν βέβαια παραμένει κανείς οπαδός της ελεύθερης αγοράς – τόσο της μη κεντρικά κατευθυνόμενης, όσο και της μη μονοπωλιακής. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει ότι, το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας, το χρήμα δηλαδή, δημιουργείται από την πίστωση – από τα χρέη κατ’ επέκταση, με όλα όσα προβλήματα κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Εν τούτοις, οφείλει έστω να προσπαθήσει, ακόμη και αν δεν καταφέρει τελικά να τεκμηριώσει σωστά ή να ολοκληρώσει τις όποιες απαντήσεις του. Ιδιαίτερα, όταν είναι πλέον απολύτως βέβαιος ότι, βιώνουμε έναν καταστροφικό παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, άνευ προηγουμένου – με κύριο υπαίτιο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επιδιώκουν, προφανώς μαζί με το Καρτέλ, την απολυταρχική εγκατάσταση τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, με την πλήρη αποκρατικοποίηση της εξουσίας.    

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ

 

Πριν από το οικονομικό κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, το ύψος του εθνικού εισοδήματος στις Η.Π.Α. ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, εντυπωσιακό στο συνολικό όγκο του. Εάν παρακολουθούσε όμως κανείς την πορεία του και τα εκατομμύρια μικρούς «παραποτάμους» του, θα συνειδητοποιούσε ότι, η χώρα ωφελούταν με πολύ άνισο τρόπο από τη ροή του. Περίπου 24.000 οικογένειες στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας αποκόμιζαν τριπλάσιο εισόδημα από τα 6.000.00 οικογένειες στη βάση της πυραμίδας – ενώ το μέσο εισόδημα των ευκατάστατων οικογενειών στην κορυφή ήταν 630 φορές μεγαλύτερο, από το εισόδημα των οικογενειών στη βάση (πηγή: R. Heilbroner).

Δυστυχώς, αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα της εποχής. Ξεχασμένοι στο περιθώριο του ενθουσιασμού για την απεριόριστη ευημερία που θεωρούταν τότε ότι θα προσέφερε ο καπιταλισμός («Όλοι θα πρέπει να γίνουν πλούσιοι», είχε πει ο τότε πρόεδρος των Δημοκρατικών), βρίσκονταν δύο εκατομμύρια άνεργοι Πολίτες ενώ, κρυμμένες πίσω από την κλασσική, μαρμάρινη τους πρόσοψη, οι τράπεζες χρεοκοπούσαν με ρυθμό δύο την ημέρα – επί έξι ολόκληρα έτη πριν από το οικονομικό κραχ.

Ο μέσος Αμερικανός τότε, χρησιμοποιούσε την ευημερία του με αυτοκαταστροφικό τρόπο. Είχε συνάψει πάρα πολλά δάνεια, είχε εκτεθεί επικίνδυνα στις «σειρήνες» των αγορών, αγοράζοντας προϊόντα με δόσεις και είχε σφραγίσει τη μοίρα του με την αγορά μετοχών – τις οποίες αποκτούσε όχι με δικά του χρήματα, αλλά με δανεικά από τις τράπεζες. Η τραγική εξέλιξη μπορεί να ήταν αναπόφευκτη, αλλά όχι και προβλέψιμη, αφού σπάνια περνούσε ημέρα, χωρίς κάποια προσωπικότητα των ημερών, να διαβεβαιώνει το έθνος για την ευρωστία του – μεταξύ των οποίων διαπρεπείς οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, επιχειρηματίες και πολιτικοί.

Μεταξύ των ετών 1930 και 1970, μετά δηλαδή τη Μεγάλη Ύφεση (η οποία κατέληξε δυστυχώς στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο), οι εισοδηματικές ανισότητες στις «δυτικές» οικονομίες περιορίσθηκαν σημαντικά – σε πλήρη αντίθεση με τις τελευταίες (μετά το 1970) δεκαετίες. Το 1928, οι υπερβολικά πλούσιοι των Η.Π.Α. απολάμβαναν το 5% των συνολικών εισοδημάτων της χώρας – σαράντα χρόνια αργότερα, το 1970, οι απολαβές τους δεν ξεπερνούσαν το 1% των συνολικών (σήμερα έχουν αυξηθεί ξανά, σαν αποτέλεσμα της «αντιστροφής» της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών).

Τη χρονική αυτή περίοδο, η δύναμη των εργατικών συνδικάτων αυξανόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την επίτευξη διαρκώς υψηλότερων μισθών για τους εργαζομένους – οι οποίοι έτσι  συμμετείχαν στα επί πλέον έσοδα, στα κέρδη των επιχειρήσεων δηλαδή, τόσο από το ρυθμό ανάπτυξης, όσο και από την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια «φρόντιζε» και το κράτος, το οποίο συμμετείχε ενεργητικά τόσο στην αναδιανομή των εισοδημάτων, όσο και στην καταπολέμηση της ανεργίας – δια μέσου κυρίως των δημοσίων επενδύσεων (Keynes) και της φορολογικής νομοθεσίας.

Οι κυβερνήσεις παρείχαν στους Πολίτες «γενναιόδωρα» αυξημένες κοινωνικές υπηρεσίες, αποσπώντας ένα μεγάλο μέρος των εσόδων από τους πλουσίους. Στη Μ. Βρετανία, ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής εισοδημάτων είχε πλησιάσει το 83% – ένα υπερδιπλάσιο ποσοστό από το σημερινό, εντελώς ακατανόητο και υπερβολικό. Το κράτος πραγματοποιούσε μεγάλες επενδύσεις στην κοινωνική περίθαλψη και στην Παιδεία, ενώ χρηματοδοτούσε εξ ολοκλήρου τις πανεπιστημιακές σπουδές των παιδιών των εργαζομένων.

Αντίθετα, όσον αφορά τις χρηματαγορές, η κατάσταση ήταν εντελώς υποτονική – με μηδαμινές έως ανύπαρκτες ευκαιρίες κερδοφορίας. Η διεθνής ροή των Κεφαλαίων ήταν αυστηρά ελεγχόμενη, τα χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» περιορισμένα, ενώ οι τραπεζικοί (τα σημερινά Golden Boys), σπάνια κέρδιζαν περισσότερα, από τα στελέχη που απασχολούνταν σε άλλες επιχειρήσεις. Παράλληλα, ούτε οι Πολίτες, αλλά ούτε και τα κράτη επιδίωκαν το δανεισμό – αφού δεν δαπανούσαν περισσότερα από όσα εισέπρατταν.

Δυστυχώς όμως, κάποια στιγμή η λογική χάθηκε εντελώς, οδηγώντας το τότε σύστημα στα όρια του. Η φορολογία αυξήθηκε υπερβολικά, ενώ τα συνδικάτα έχασαν το «μέτρο», απαιτώντας συνεχώς υψηλότερες αμοιβές, οι οποίες τελικά έθεσαν σε λειτουργία έναν σπειροειδή πληθωριστικό κύκλο – ενώ οι απεργίες εξουδετέρωσαν εντελώς την ομαλή οικονομική λειτουργία, «μονοδρομώντας» την Οικονομία σε τεράστια αδιέξοδα.

Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικές παροχές ξεπέρασαν τα όρια, σε σημείο που ήταν ασύμφορο πλέον να εργασθεί κανείς – αφού τα επιδόματα ανεργίας ξεπερνούσαν κάποιες φορές ακόμη και τους μισθούς. Το διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατέρρευσε τελικά, με αποτέλεσμα να «εκκολαφθεί» η σχολή του Σικάγο – με το νομπελίστα οικονομολόγο Robert Lucas, ο οποίος «απαίτησε» την πλήρη αλλαγή του τότε συστήματος.

«Η αναδιανομή των εισοδημάτων, οι αυστηροί κανόνες για τις αγορές και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, είναι θάνατος για την ελεύθερη οικονομία», τεκμηρίωσε τη θέση του ο Robert Lucas, συνεχίζοντας: «Όποιος υποχρεώνεται σε φορολόγηση ενός μεγάλου μέρους των εισοδημάτων του, καθώς επίσης όποιος μπορεί να στηριχθεί στη βοήθεια του κράτους, έχει ελάχιστα κίνητρα να εργασθεί, να επενδύσει ή να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του…..Η ανισότητα είναι η βασική προϋπόθεση της ανάπτυξης και της δημιουργίας πλούτου, ενώ από μία δυναμικά αυξανόμενη οικονομία, κερδίζουν στο τέλος και οι φτωχοί….Η παλίρροια ανυψώνει όλες τα βάρκες». 

 

ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ

 

Στις θεωρίες αυτές βασίστηκαν τόσο ο RReagan, όσο και η M. Thatcher, στις προσπάθειες τους να μειώσουν το κράτος και να εξουδετερώσουν τα συνδικάτα. Όταν τελικά το κατάφεραν, ιδιωτικοποιώντας τις επιχειρήσεις και πουλώντας τη δημόσια περιουσία (στο βρετανικό δημόσιο ανήκει πλέον μία και μοναδική γέφυρα στον Τάμεση, αφού έχει ξεπουλήσει τα πάντα, ενώ το συνολικό χρέος της χώρας ξεπερνάει πια το 500% του ΑΕΠ), η ανισότητα εκτοξεύτηκε στα ύψη – επειδή η αγορά δεν φροντίζει μόνη της ποτέ για ισότητα.

Όπως αποδείχθηκε λοιπόν, οι αγορές ανταμείβουν δυσανάλογα τους εισοδηματικά ισχυρούς, βοηθώντας τους, μεταξύ άλλων, να χρεώνουν υψηλούς τόκους στα Κεφάλαια τους. Επίσης, αμείβουν υπερβολικά αυτούς που διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες, κληρονομικές ή επίκτητες, όπως και όσους έχουν την τύχη να εργάζονται σε αναπτυσσόμενους κλάδους. Ουσιαστικά λοιπόν «τιμωρούν» όλους τους άλλους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περιορισμένες ικανότητες, φτωχούς προγόνους ή έχουν ατυχώς εκπαιδευθεί στο, λάθος για την εποχή, επάγγελμα. 

Αναλυτικότερα, η χρονική περίοδος μετά την κατάργηση του κανόνα του χρυσού, αυτή δηλαδή που ξεκίνησε το 1971, ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά αποδοτική για τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου – για όλους αυτούς που θεωρούνται πλούσιοι ή ικανοί. Τόσο τα εισοδήματα, όσο και τα «χαρτοφυλάκια» τους αυξάνονταν διαρκώς – γεγονός που διαπιστώνεται από το ότι, εάν ένας αμερικανός είχε συνολική περιουσία, τη δεκαετία του ’70, ύψους 75 εκ. $, ανήκε στους 400 πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας του, ενώ σήμερα απαιτούνται περισσότερα από 1 δις $.

Αντίθετα, η ίδια χρονική περίοδος ήταν μάλλον ουδέτερη για τους μισθωτούς, αφού το ετήσιο εισόδημα ενός μέσου αμερικανού εργαζομένου ήταν 45.879 $, παραμένοντας σχεδόν στάσιμο μέχρι σήμερα (45.113 $, με «αποπληθωρισμένα» στοιχεία). Στη Γερμανία, ακόμη και στην περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης μεταξύ των ετών 2004 και 2008, όπου τα κέρδη των επιχειρήσεων είχαν στην κυριολεξία «εκτοξευθεί», οι μέσες αμοιβές των εργαζομένων όχι μόνο δεν παρουσίασαν άνοδο, αλλά περιορίσθηκαν σημαντικά (γεγονός που συνέβαλλε, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, εις βάρος τόσο των Πολιτών της, όσο και των Ευρωπαίων-εταίρων της).

Στην Ελλάδα, οι αμοιβές διαφοροποιήθηκαν ελάχιστα μετά το 2000, παρά τον σχετικά μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της – γεγονός που επεξηγεί την έντονη ύφεση που ακολούθησε την είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα. Στη Μ. Βρετανία, οι ειδικές αμοιβές (Bonus) των στελεχών του χρηματοπιστωτικού κλάδου ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ οι μισθοί των υπολοίπων εργαζομένων παρέμειναν στα ίδια επίπεδα των προηγουμένων ετών.

Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες υποχώρησε βέβαια η φτώχεια σε απόλυτα μεγέθη, αλλά οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις αυξήθηκαν δραματικά – ηττημένοι και εδώ οι απλοί εργαζόμενοι, «νικητές» όλοι όσοι στήριξαν τα εισοδήματα τους στις κεφαλαιακές «προμήθειες». Στην Κίνα, δέκα μόλις χρόνια πριν, το 50% του ΑΕΠ δαπανούνταν σε μισθούς και ημερομίσθια – πρόσφατα, είχε περιορισθεί στο 40%. Στην Ινδία κέρδισαν κυρίως οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90 – ενώ στη Βραζιλία, μετά την επιδρομή του «Ταμείου», οι πλούσιοι ζουν σε οχυρωμένες περιοχές και προστατευμένα διαμερίσματα, για να προστατεύονται από τους πολυάριθμους φτωχούς. Σύμφωνα δε με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, «Οι ανισότητες αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση ίσως τα φτωχότερα κράτη του πλανήτη».

Κοινό «πολιτικό» χαρακτηριστικό αυτής της χρονικής περιόδου ήταν αναμφίβολα, όπως αναφέραμε στην αρχή, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της σχολής του Σικάγο, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις του προέδρου R. Reagan στις Η.Π.Α. και της M. Thatcher στην («πάλαι ποτέ» Μεγάλη) Βρετανία.

Ολοκληρώνοντας, ο περιορισμός του κράτους και η αποκρατικοποίηση όλων των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης η πώληση της κρατικής περιουσίας κυριάρχησαν – με τεκμηριωμένα (ιστορικά) αποτελέσματα, την υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών, την διατήρηση των μισθών σε σταθερά, χαμηλά επίπεδα, την εξουδετέρωση των συνδικαλιστικών κινημάτων, την αύξηση της κερδοφορίας  των επιχειρήσεων, την άνοδο των μονοπωλίων (πολυεθνικές), τις επιθέσεις του «Ταμείου», καθώς επίσης την παντοδυναμία του αδρανούς, κερδοσκοπικού Κεφαλαίου – των πάσης φύσεως δηλαδή χρηματοπιστωτικών «αγορών».

 

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΛ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

 

Τα ελλείμματα των προϋπολογισμών των χωρών της Ευρώπης οχταπλασιάστηκαν το 2010, σε σχέση με το 2007, φτάνοντας στα -581 δις €, από -60 δις € προηγουμένως. Εξ αυτών, τα -360 δις € αφορούν τις πέντε πλέον επικίνδυνες «χώρες του Νότου», οι οποίες τετραπλασίασαν τα ελλείμματα τους μέσα σε τρία μόλις χρόνια. Σύμφωνα τώρα με την άποψη που επικρατεί στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, υπεύθυνες είναι οι ίδιες οι χώρες, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν πειθαρχικές, όσον αφορά τη διαχείριση των δημοσιονομικών τους προβλημάτων – παρά το ότι σε πολλές από αυτές, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα, οι ετήσιοι τόκοι πλησιάζουν πια το 30% των εσόδων του δημοσίου. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, περιγράφει με σαφήνεια τη σημερινή θέση της Ευρωζώνης:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, Ελλείμματα (προβλέψεις 2010)

 

Χώρες

Δημόσιο Χρέος

Ελλείμματα

 

 

 

Λουξεμβούργο

18,2

-1,8

Σλοβενία

40,7

-5,8

Σλοβακία

42,1

-8,2

Φιλανδία

49,0

-3,1

Κύπρος

62,2

-5,9

Ισπανία

64,4

-9,3

Ολλανδία

64,8

-5,8

Μάλτα

70,4

-4,2

Αυστρία

70,4

-4,3

Γερμανία

75,7

-3,7

Πορτογαλία

82,8

-7,3

Γαλλία

83,0

-7,7

Ιρλανδία

97,4

-32,3

Βέλγιο

98,6

-4,8

Ιταλία

118,9

-5,0

Ελλάδα

140,2

-9,6

Πηγή: Κομισιόν

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, όλα σχεδόν τα μεγέθη του Πίνακα Ι μπορεί να διαφοροποιηθούν ριζικά, κατά το παράδειγμα της Ιρλανδίας – γεγονός που «ανησυχεί» ιδιαίτερα τις «δικτατορικές αγορές». Εάν τα προβλήματα των τραπεζών δηλαδή αυξηθούν (ή βγουν στην επιφάνεια), με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι ζημίες τους στους κρατικούς προϋπολογισμούς με τη «βοήθεια» του ΔΝΤ, όπως συνέβη ήδη στην Ιρλανδία, τότε η εικόνα της Ευρωζώνης θα αλλάξει επικίνδυνα.      

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, ο ιδιωτικός τομέας των χωρών της Ευρωζώνης το 2000, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις συγκεκριμένα, εμφάνιζαν ένα χρηματοδοτικό έλλειμμα ύψους -202 δις €. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2010, το έλλειμμα είχε μετατραπεί σε πλεόνασμα, ύψους 82 δις € – εκ των οποίων, τα 55 δις € πλεόνασμα εμφανίζονται στις γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες το 2000 είχαν έλλειμμα -129 δις €. Σε ολόκληρη δε την Ευρωπαϊκή Ένωση, το συνολικό έλλειμμα των επιχειρήσεων, ύψους –346 δις € το 2000, μετατράπηκε σε πλεόνασμα 300 δις € (πηγή: Ringier AG, CH).

Το 2000 λοιπόν οι ευρωπαϊκές (πολυεθνικές) επιχειρήσεις χρηματοδοτούσαν φυσιολογικά τις επενδύσεις τους – εν μέρει από τα Ίδια Κεφάλαια τους, καθώς επίσης με τη λήψη πιστώσεων από τις τράπεζες. Σήμερα, εισπράττουν ουσιαστικά 300 δις € περισσότερα από αυτά που δαπανούν για τα προϊόντα τους, τους μισθούς, τους φόρους και τις επενδύσεις – αφού οι Ισολογισμοί τους εμφανίζουν πλεόνασμα αυτού του ύψους («υπερχρεώνοντας» τα προϊόντα τους προφανώς). Ταυτόχρονα, πουλούν εμπορεύματα ύψους 300 δις € επί πιστώσει.   

Εφ’ όσον τώρα αυξήθηκαν οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων, παράλληλα με την «αποχρέωση» τους, θα αυξήθηκε αντίστοιχα ο δανεισμός ή θα μειώθηκαν οι αποταμιεύσεις κάποιων άλλων – κρατών ή νοικοκυριών. Στην πραγματικότητα λοιπόν, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών μεταξύ των ετών 2000 και 2007 μειώθηκαν στο μισό – από 170 δις € στα 84 δις €.

Περαιτέρω, από το ξεκίνημα της κρίσης, τα πλεονάσματα του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού κλάδου αυξήθηκαν κατά 500 δις € στην ΕΕ των 27 – με τα αντίστοιχα ελλείμματα να επιβαρύνουν τα κρατικά ταμεία. Το γεγονός αυτό δεν είναι φυσικά παράδοξο, αφού το δημόσιο ανέλαβε τα χρέη των ζημιογόνων τραπεζών (ενισχύοντας έμμεσα τις κερδοφόρες), για πρώτη φορά στην ιστορία (ετεροβαρές ρίσκο), χρηματοδοτώντας παράλληλα τις προσπάθειες αναθέρμανσης της οικονομίας.  

Ολοκληρώνοντας, η εξέλιξη αυτή δεν λειτούργησε ανάλογα σε όλες τις χώρες, αφού σε αυτές που οι μισθοί αυξήθηκαν, παράλληλα με την παραγωγικότητα (Ελλάδα, Ισπανία κλπ), τα κέρδη των επιχειρήσεων δεν διαφοροποιηθήκαν σημαντικά. Αντίθετα όμως στη Γερμανία, όπου οι πραγματικοί μισθοί περιορίσθηκαν αρκετά, αυξήθηκαν τόσο τα κέρδη των επιχειρήσεων, όσο και τα πλεονάσματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν και οι πιστώσεις της Γερμανίας προς τις «ελλειμματικές», εισαγωγικές χώρες του Νότου – με αποτελέσματα (επισφάλειες) που στο μέλλον θα είναι μάλλον επώδυνα για την οικονομία της ηγετικής δύναμης της ΕΕ.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η παγκόσμια οικονομία, παρά τη «θεραπεία», στην οποία υποβλήθηκε από τους ReaganThatcher, δεν αναπτύχθηκε γρηγορότερα, σε σχέση με την προηγούμενη χρονική περίοδο – δεν ωφελήθηκε δηλαδή από τις αποκρατικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.

Σε πλήρη αντίθεση μάλιστα με τη «νέα τάξη πραγμάτων» της αγγλοσαξονικής σχολής, μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, οι Σκανδιναβικές, διατηρούν ακόμη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, καθώς επίσης ένα μεγάλο κοινωνικό κράτος – με δημοσίους υπαλλήλους που πλησιάζουν το 30% των εργαζομένων (περί το 12% στην Ελλάδα). Πως αιτιολογείται λοιπόν κάτι τέτοιο;

Είναι αρκετοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι, οι άνθρωποι δεν εργάζονται μόνο για τα χρήματα – αλλά από ενδιαφέρον για τη δουλειά τους, καθώς επίσης με στόχο την «αναγνώριση», την εκτίμηση καλύτερα τόσο της προσωπικότητας, όσο και της εργασίας τους, από το κοινωνικό περιβάλλον. Κατά τους ίδιους, το αληθινό «κλειδί» για τον πλούτο είναι η πρόσβαση σε μία καλύτερη εκπαίδευση, η κοινωνική σταθερότητα και η ποιότητα των υποδομών – στοιχεία πολύ πιο σημαντικά από τα κίνητρα, τα οποία «πηγάζουν» από το «κυνήγι» του κέρδους και από τις μεγάλες εισοδηματικές διαφορές. 

Πολύ συχνά ακούει κανείς επίσης ότι, η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος, καθώς επίσης η παγκοσμιοποίηση, δημιουργούν συνεχώς αυξανόμενες ανισότητες. Εν τούτοις, τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι πλέον τόσο αυτονόητα, όσο υποθέταμε πριν – αφού ειδικά στις χώρες με υψηλή τεχνολογία και ελεύθερα σύνορα, στις «ανοιχτές κοινωνίες» δηλαδή της Σουηδίας και της Φιλανδίας, για παράδειγμα, η ανισότητα είναι πολύ περιορισμένη.

Η χρήση των μηχανών, καθώς επίσης η ελεύθερη ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, χωρίς δασμούς ή άλλα «κρατικά» εμπόδια, ασφαλώς συμβάλλουν την καταστροφή εργατικών θέσεων –  δημιουργώντας όμως παράλληλα άλλες, σε «νέες» περιοχές. Αξιωματικά δε το κράτος μπορεί να φροντίζει έτσι ώστε, να μη γίνονται πλούσιοι μερικοί μόνο Πολίτες του, αλλά όλοι μαζί (Πίνακας ΙΙ):

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: «Κατανομή» εισοδημάτων σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες

 

Χώρα

1997

2005

2008

 

 

 

 

Γερμανία

3,7

3,8

4,8

Ελλάδα

6,6

5,8

5,9

Βρετανία

4,7

5,8

5,6

Πορτογαλία

6,6

6,9

6,1

Σουηδία

3,0

3,3

3,5

Φιλανδία

3,0

3,6

3,8

Δανία

2,9

3,5

3,6

Πηγή: Eurostat

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση 1: Η εξέλιξη των εισοδηματικών διαφορών, μεταξύ του 20% των πλουσιότερων Πολιτών και του 20% των φτωχότερων όπου, για παράδειγμα, ο δείκτης 3,7 σημαίνει ότι το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού μιας χώρας, έχει εισοδήματα 3,7 φορές υψηλότερα από αυτά του φτωχότερου 20% (κατά μέσον όρο).  

Σημείωση 2: Ο δείκτης για την Κίνα ήταν 8,34 το 2005 – για τη Ρωσία 8,96 το 2007 και για τις Η.Π.Α. 8,42 το 2000 – στην  ΕΕ των 27, ο μέσος δείκτης  ήταν 10,13 το 2008, γεγονός που αναδεικνύει τις τεράστιες ανισορροπίες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (πηγή: F.E.Stiftung).     

 

Συνεχίζοντας, υπάρχουν φυσικά οικονομολόγοι, οι οποίοι ισχυρίζονται επί πλέον ότι, η μεγάλη συγκέντρωση πλούτου σε λίγους, είναι καταστροφική για το ρυθμό ανάπτυξης μίας Οικονομίας. Όσο υψηλότερα τα έσοδα (μισθοί, εισοδήματα κλπ), τόσο περισσότερα αποταμιεύει κανείς και τόσο περιορίζεται η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά. Όπως αναφέρει δε ο Schopenhauer:

«Οι άνθρωποι που δεν έχουν κληρονομήσει κάποια περιουσία, αλλά καταφέρνουν χάρη στις ικανότητες τους να κερδίζουν χρήματα, υποκύπτουν σχεδόν πάντα στην ψευδαίσθηση ότι, το ταλέντο τους είναι το πάγιο κεφάλαιο και άρα τα χρήματα που αποκτούν χάρη σε αυτό οι τόκοι – οπότε δεν αποταμιεύουν ένα μέρος των αποκτηθέντων, προκειμένου να συσσωρεύσουν ένα πάγιο κεφάλαιο, αλλά ξοδεύουν όλα όσα κερδίζουν. Αντίθετα, όποιος έχει μεγαλώσει μέσα σε κληρονομημένο πλούτο, έχει μάθει να διαχωρίζει ποιο είναι το κεφάλαιο και ποιοί είναι οι τόκοι, περιφρουρώντας την περιουσία του με την ίδια του τη ζωή – παραμένει επομένως τακτικός, προσεκτικός και οικονόμος».  

Περαιτέρω, οι αμερικανοί προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το φαινόμενο της συγκέντρωσης πλούτου σε λίγους (το οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της κατανάλωσης, λόγω των αντίστοιχα χαμηλών μισθών της πλειοψηφίας των εργαζομένων), με τη βοήθεια των αυξημένων «καταναλωτικών» δανείων προς τις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις (αντί της φορολόγησης της κληρονομιάς και των πλουσίων). Όπως όμως γνωρίζουμε, οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν στην τεράστια παγκόσμια κρίση που βιώνουμε σήμερα, η οποία ξεκίνησε με την αγορά ακινήτων επί πιστώσει, με στόχο τη μεταπώληση τους με κέρδος, έτσι ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση – έως ότου οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, κάνοντας αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανείων στις τράπεζες.

Δεν μπορεί λοιπόν παρά να αναρωτιέται κανείς σήμερα, εάν η μαζική «επίθεση» εναντίον του κοινωνικού κράτους, ήταν από οικονομικής πλευράς αναγκαία – ή μήπως θα ήταν αρκετή μία απλή διόρθωση των υπερβολών του 1970, τις οποίες προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό τα εργατικά συνδικάτα.

Σε κάθε περίπτωση όμως, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι, ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώσει τόσο με μεγαλύτερο, όσο και με μικρότερο κράτος. Η ερώτηση επομένως, το ζητούμενο καλύτερα της ιδανικής κατανομής των εισοδημάτων, δεν αφορά ουσιαστικά την Οικονομία, αλλά την Πολιτική – παρά το ότι οι σημερινοί πολιτικοί δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Όπως είπε δε γνωστός οικονομολόγος, «Η κοινωνία οφείλει να αποφασίσει εάν αποδέχεται την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων – εάν όχι, η Πολιτεία πρέπει να αναρωτηθεί ποιες θεσμικές αλλαγές απαιτούνται, για να καταπολεμηθούν οι ανισότητες».      

 

ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

 

Μετά την επικράτηση του «μικρού κράτους», την οποία περιγράψαμε ήδη, το «αόρατο χέρι της αγοράς» απελευθερώθηκε από τα δεσμά του και άρχισε ξανά να κινείται ανενόχλητο/ανεμπόδιστο, όπως πριν από το 1930, στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο υποτιμήσεις του δολαρίου, με τα γνωστά «πετρελαϊκά σοκ» του 1973 και του 1979 – συνοδευόμενες από έντονες, καταστροφικές υφέσεις. Το επίπεδο των επιτοκίων ξεπέρασε τους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ οι χρηματοπιστωτικοί νεωτερισμοί, τα παράγωγα δηλαδή κάθε είδους, αλλά και τα υπόλοιπα «προϊόντα» (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια με τοκογλυφικά επιτόκια άνω του 20% κλπ), οδήγησαν την «τάση για επίτευξη κερδών», από την παραγωγή προϊόντων στην κερδοσκοπία. Ο Πίνακας ΙΙ (άρθρο μας) που ακολουθεί, είναι χαρακτηριστικός:   

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Εξέλιξη δημοσίου χρέους σε τρις $ στις Η.Π.Α., Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, έλλειμμα (πλεόνασμα) σε τρις $

 

Έτος

Δημόσιο Χρέος

Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ

Έλλειμμα

 

 

 

 

1981

1,0

32,5%

-0,08

1985

1,8

43,8%

-0,21

1990

3,2

55,9%

-0,22

1995

4,9

67,0%

-0,16

2000

5,6

57,3%

+0,24

2005

7,9

63,5%

-0,32

2009

11,9

83,4%

-1,41

2010*

13,8

94,0%

-1,42

2011*

15,1

100,0%

-1,27

* Πρόβλεψη της αμερικανικής κυβέρνησης

Πηγή: Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα πλησιάζει τα 14 τρις $ (100% του ΑΕΠ), ενώ έχει 20πλασιασθεί, σε σχέση με τη δεκαετία του ’70. 

 

Οι βιομηχανικοί όμιλοι, οι οποίοι σηματοδότησαν την ανάπτυξη μετά το 1930, με κέντρο βάρους την παραγωγή προϊόντων, «μεταλλάχθηκαν» σε χρηματοπιστωτικά «κτήνη». Οι τράπεζες, οι οποίες μέχρι τότε ήταν στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, μετατράπηκαν σε «αλχημιστές του χρήματος». Απλούστερα, το «θαύμα» της οικονομικής ανάπτυξης μετά το 1980, έλαβε χώρα στο χρηματοπιστωτικό κόσμο – με την αύξηση του δανεισμού, καθώς επίσης με τον «αληθινό κόσμο των επιχειρήσεων», αυτόν δηλαδή που δραστηριοποιούταν στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, να υποχωρεί συνεχώς (κενό που αναπλήρωσε η Κίνα – η παραγωγική μηχανή της δύσης).   

Η θεωρητική επεξήγηση του αναμφίβολου αυτού γεγονότος, σύμφωνα με το οποίο το αόρατο χέρι της αγοράς δημιουργεί πλούτο στην πραγματική οικονομία, ενώ προκαλεί την καταστροφή στη χρηματοπιστωτική, είναι ουσιαστικά αυτονόητη. Για παράδειγμα, όταν αυξάνεται η ζήτηση για ένα προϊόν, η τιμή του ανεβαίνει – όπως επίσης και το κίνητρο κέρδους για τον «κατασκευαστή» του. Στη συνέχεια, ο επιχειρηματίας αυξάνει την ποσότητα που παράγει (ή εισέρχονται νέοι επιχειρηματίες στην αγορά, λόγω των αυξημένων προοπτικών κερδοφορίας), την προσφορά δηλαδή, οπότε η τιμή μειώνεται – ενώ αποκαθίσταται η ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς.        

Όταν όμως αυξάνεται η ζήτηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές (μετοχές κλπ), την οποία ακολουθούν οι υψηλότερες τιμές, η προσφορά δεν μπορεί να αυξηθεί – αφού οι ποσότητες των μετοχών είναι συνήθως περιορισμένες (βεβαίως οι αγορές χρησιμοποιούν διάφορα  τεχνάσματα, όπως για παράδειγμα το «splitting», την παραγωγή δηλαδή δύο ή περισσοτέρων μετοχών από τη μία αρχική – η επιχείρηση όμως παραμένει η ίδια). Στην περίπτωση αυτή, όταν αυξάνεται η ζήτηση μετοχών δηλαδή, οι χρηματιστές συστήνουν συνήθως «αγορά» – οπότε, αντί της προσφοράς (όπως συμβαίνει στα προϊόντα), αυξάνεται ακόμη περισσότερο η ζήτηση και, μαζί με αυτήν, ξανά οι τιμές.

Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη «αγελαία», στρεβλή εξέλιξη των τιμών των μετοχών, των πρώτων υλών, των επιτοκίων και των συναλλαγμάτων, η οποία οδηγεί μεσο-μακροπρόθεσμα σε ανοδικές ή καθοδικές χρηματιστηριακές «αγορές» – σε μανιοκαταθλιπτικές δηλαδή διακυμάνσεις των τιμών, αντί σε φυσιολογικές και εξισορροπημένες. 

Η δεύτερη αιτία της καταστροφικής λειτουργίας του «αόρατου χεριού» του A.Smith στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι το ότι, σε αυτές τις αγορές δεν παράγονται προϊόντα και δεν δημιουργούνται αξίες – απλά αναδιανέμονται τα υφιστάμενα, μεταξύ των συμμετεχόντων. Αυτοί δε που έχουν τις περισσότερες πληροφορίες (Goldman Sachs, BIS, Hedge funds κλπ), πόσο μάλλον τις «εσωτερικές», κερδίζουν πάντοτε, ενώ όλοι οι άλλοι συνήθως χάνουν – από τους ερασιτέχνες «επενδυτές», μέχρι τα συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές καθιστούν ουσιαστικά δυνατή τη διασπορά των κινδύνων, τους οποίους όμως οι ίδιες δημιουργούν. Μέσω δε της συνεχώς γρηγορότερης κερδοσκοπίας (διαδικτυακά καζίνο), αποσταθεροποιούν τελικά τις τιμές των μετοχών, των εμπορευμάτων κλπ – πουλώντας ταυτόχρονα νέα «ασφαλιστικά» προϊόντα (CDS κλπ), με στόχο την εξασφάλιση των «επενδυτών» από τους κινδύνους που οι ίδιες προκαλούν, αποκομίζοντας έτσι τα διπλά κέρδη. Η εξέλιξη στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία (θα ακολουθήσουν  προφανώς πολλές άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Μ. Βρετανία, οι Η.Π.Α. κλπ), είναι «παραδειγματική»:

Οι αγορές, «στοιχηματίζοντας» στη χρεοκοπία της χώρας μας, προκάλεσαν την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού μας (άνω του 10%). Με τον τρόπο αυτό, οι πιθανότητες χρεοκοπίας μεγεθύνθηκαν – οπότε οι «αγορές» δεν κερδίζουν μόνο από τα αυξημένα επιτόκια, αλλά και από τα προϊόντα που πουλούν (CDS κλπ), για την εξασφάλιση των πελατών τους από το ρίσκο που οι ίδιες δημιουργούν. Την ίδια στιγμή, δανείζονται χρήματα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1% – αγοράζοντας με αυτά κρατικά ομόλογα, με αποδόσεις της τάξης του 10%. Εάν δε χάσουν τα χρήματα τους, τότε απαιτούν τη βοήθεια των κρατών – την ενίσχυση τους δηλαδή από τους φορολογουμένους, τους οποίους προσπάθησαν λίγο πριν να ληστέψουν.  

Εάν δε ζητηθεί η συμμετοχή τους στη διάσωση των χωρών που κινδυνεύουν με χρεοκοπία, όπως τελικά αποφάσισε η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ, τότε θα απαιτήσουν την πληρωμή τους κατά 100% – θα αναλάβουν δηλαδή μηδενικό ρίσκο. Για παράδειγμα, εάν απαιτήσουν οι κυβερνήσεις την ανάληψη από τις αγορές ενός ποσοστού ενδεχόμενης διαγραφής χρέους της τάξης του 30%, οι αγορές θα ζητήσουν επιτόκια 30% συν το κέρδος τους (μηδενικό ρίσκο).  

Επομένως, η όποια εξοικονόμηση «πόρων» από τους Πολίτες των υπερχρεωμένων πια δυτικών κρατών, από τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις δηλαδή, με μειώσεις μισθών, με φόρους και με άλλες θυσίες, οδηγείται τελικά, δια μέσου των επιτοκίων, στα ταμεία του χρηματοπιστωτικού κτήνους – με αποτέλεσμα τα δημόσια χρέη να συνεχίζουν να αυξάνονται, εάν δεν αποφασιστεί η διαγραφή τους, η πραγματική δηλαδή συμμετοχή των αγορών.  

Στην πραγματικότητα λοιπόν, το πρόβλημα είναι οι τοκογλυφικοί τόκοι – καθώς επίσης η προθυμία των «ιθυνόντων», να αποζημιώνουν τις «αγορές», για τους κινδύνους που οι ίδιες δημιουργούν, με στόχο την κερδοσκοπία. Η πολιτική ελίτ δεν μπορεί προφανώς να καταλάβει ότι, το αόρατο χέρι της αγοράς παράγει «πλαστές» τιμές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα – αφού, σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική οικονομία, αδυνατεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά, «μη καθοριζόμενο», μη υπακούοντας δηλαδή στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης.

Η «στρεβλή» αυτή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών αυξάνει επί πλέον την ανασφάλεια, εις βάρος της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας – ενώ όλες οι αναταραχές και οι οικονομικές κρίσεις, μετά το 1970, είναι το αποτέλεσμα της αστάθειας που προκαλούν τόσο οι άναρχες αγορές, όσο και οι μονοπωλιακές, πολυεθνικές υπερεπιχειρήσεις. 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η μοναδική λύση της συστημικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα, όσον αφορά τις «αγορές», είναι η ρύθμιση και ο περιορισμός του χρηματοπιστωτικού κλάδου, καθώς επίσης η πραγματική συμμετοχή του στην επίλυση του προβλήματος της υπερχρέωσης της δύσης – έτσι ώστε να οδηγηθεί ξανά η υγιής τάση για κέρδος στην αληθινή οικονομία και στις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν πραγματικά προϊόντα, απαραίτητα τόσο για την επιβίωση, όσο και για την καλύτερη διαβίωση μας.

Ακόμη καλύτερη θα ήταν ασφαλώς η κρατικοποίηση των αγορών – δηλαδή, η υπαγωγή τόσο των μεγάλων τραπεζών (πρώτα από όλες της BIS), όσο και των εθνικών χρηματιστηρίων, στην ιδιοκτησία του κράτους. Έτσι, θα διασφαλιζόταν η σωστή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ροή των κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία, ορθολογική κατανάλωση, σωστός δανεισμός κλπ), ενώ θα αντιμετωπιζόταν ριζικά η εξάρτηση των κρατών από τις αχόρταγες, επικίνδυνες, τοκογλυφικές και μανιοκαταθλιπτικές αγορές.  

Όσον αφορά τώρα τις πολυεθνικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις (Καρτέλ), οι οποίες επίσης ευθύνονται για τη σημερινή συστημική κρίση, αφού απομυζούν τις εθνικές οικονομίες, είναι απαραίτητο να τεθούν όρια στα μεγέθη τους – κατ’ αρχήν, με τη σωστή λειτουργία των επιτροπών ανταγωνισμού, οι οποίες έχουν μάλλον ατονήσει, εάν δεν έχουν εντελώς αποπροσανατολισθεί, από τους αρχικούς σκοπούς της ίδρυσης τους.

Εκτός αυτού, τα κράτη δεν πρέπει να ιδιωτικοποιούν σε καμία περίπτωση τις κοινωφελείς επιχειρήσεις τους (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κλπ), οι οποίες οφείλουν να παραμένουν στην ιδιοκτησία τους – λειτουργώντας βέβαια με απόλυτη διαφάνεια (Ισολογισμοί στο διαδίκτυο κλπ), έτσι ώστε να μπορούν να ελέγχονται από υπεύθυνους Πολίτες, καθώς επίσης με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Κλείνοντας, οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στους εργαζομένους στο ότι, μικρότερο κράτος (αποκρατικοποιήσεις κλπ) σημαίνει περιορισμένες κοινωνικές παροχές, καθώς επίσης χαμηλότερες αμοιβές για τους ίδιους. Αντίθετα, μεγαλύτερο κράτος, σημαίνει υψηλότερες αμοιβές και περισσότερες κοινωνικές παροχές – μέχρι εκείνο βέβαια το οριακό σημείο όπου, οι απαιτήσεις τους θα «απειλήσουν» να ξεπεράσουν τις δυνατότητες των επιχειρήσεων, ανοίγοντας το «κουτί της Πανδώρας» (όπως συνέβη 40 έτη πριν και θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια ακόμη).

Αντί λοιπόν να καταναλώνουν άσκοπα τις δυνάμεις τους στην κριτική του «ανάλγητου» κράτους, παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι των «αγορών» (τοποθέτηση των κοινωνικών ομάδων σε αντίπαλα στρατόπεδα και κυριαρχία τους, με τη βοήθεια του «διαίρει και βασίλευε»), είναι μάλλον προτιμότερο να συμβάλλουν ενεργητικά στη σωστή λειτουργία της Πολιτείας – χωρίς  υπερβολικές απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις ή τα κράτη, αλλά και χωρίς να επιτρέπουν τις άκρως επικίνδυνες αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες τελικά θα τους καταστήσουν δούλους των χρηματαγορών και των μονοπωλίων (ή, ίσως, αποικίες των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη).       

Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από τη σημερινή, εθνική και παγκόσμια κρίση, δεν μπορεί να προέλθει από την οικονομική ελίτ, αλλά από την Πολιτική – την οποία πρέπει να αποκαταστήσουμε στην εξουσία, αναλαμβάνοντας όλοι μαζί τις ευθύνες της σωστής λειτουργίας της: με την απαίτηση για περισσότερη, άμεση και αποτελεσματική Δημοκρατία, με τη βοήθεια νέων θεσμών.  

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 19. Δεκεμβρίου 2010, viliardos@kbanalysis.com      

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.x-hellenica.gr/PressCenter/Articles/2248.aspx

Έλεγχος του Χρήματος – Ελευθερία των Λαών

Ο Έλεγχος του Χρήματος ως Προϋπόθεση Ελευθερίας των Λαών

 

Του Ηλία Σταμπολιάδη*


 

Αρχικά μία ποσότητα ενός  αγαθού ανταλλάσσετο με μία αντίστοιχη ποσότητα ενός άλλου αγαθού, που υπό συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής και οι δύο συναλλασσόμενοι θεωρούσαν ίσης αξίας. Στη συνέχεια τα μέταλλα, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος που ονομάσθηκαν και πολύτιμα, χρησιμοποιήθηκαν  σαν εμπράγματη αξία κοινής αποδοχής,  ανταλλάξιμη με όλα τα αγαθά,  πράγμα που διευκόλυνε τις συναλλαγές και δημιούργησε την έννοια του Χρήματος.

Για την αποφυγή νόθευσης της καθαρότητας των μετάλλων και επομένως και της αξίας των νομισμάτων   η εκάστοτε εξουσία εξέδιδε νομίσματα φέροντα τη σφραγίδα της σαν ένδειξη κυρίως  της αντιπροσωπευομένης αξίας τους και  όχι της καθαρότητας τους.

Η νόθευση της καθαρότητας των νομισμάτων αποτέλεσε στοιχείο διαφθοράς της ίδιας της εξουσίας που κερδοσκοπούσε εις βάρος των υπηκόων της, οι οποίοι εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται την αναγραφόμενη αξία. Αυτό είχε σαν συνέπεια  την εμφάνιση πληθωριστικών φαινομένων με την αύξηση της τιμής των αγαθών ενώ η μεταξύ τους σχέση, στο βαθμό κυρίως που εξαρτάται από τη δυσκολία παραγωγής τους κατά τόπους, παρέμενε σταθερή. Υπό αυτές τις συνθήκες ή εξουσία κάθε κράτους ή βασιλείου είχε το δικό της νόμισμα και ο χώρος επιρροής της ουσιαστικά ταυτίζετο με το χώρο αναγνώρισης του νομίσματος της. Υπό τις συνθήκες αυτές στις διακρατικές, διεθνείς συναλλαγές η ισοτιμία των νομισμάτων καθορίζετο κυρίως άμεσα από την αντίστοιχη καθαρότητα τους αλλά και έμμεσα  κατά ένα τρόπο με βάση την ανταλλαξιμότητα τους με αγαθά στον τόπο συναλλαγής .

Το χάρτινο νόμισμα επινοήθηκε σαν απόδειξη του δικαιώματος απαίτησης της αντίστοιχης ποσότητας χρυσού ίσης αξίας με την εμφανιζόμενη στο χαρτί. Εγγυητής της ύπαρξης της αντίστοιχης ποσότητας χρυσού ήταν πάλι η εξουσία του τόπου στην επικράτεια της οποίας αναγνωρίζετο η αξία του χαρτονομίσματος.  Η εξουσία μέσω της κεντρικής της Τράπεζας αρχικά φύλαγε σε θησαυροφυλάκια ποσότητες χρυσού αντίστοιχες με τα εκδιδόμενα χαρτονομίσματα. Η δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να δανείζει χρήματα, για τα οποία όχι μόνο ελάμβανε τόκο αλλά  ο δανειζόμενος αναλάμβανε με συμβόλαιο την υποχρέωση να επιστρέψει τα δανειζόμενα ποσά έναντι υποθήκης περιουσιακών του στοιχείων, της έδινε τη δυνατότητα να εκδίδει νομίσματα αντίστοιχης αξίας που δεν αντιπροσωπεύοντο με χρυσό στο θησαυροφυλάκιο.

Η στατιστική ανάλυση και εμπειρία των συναλλαγών της κεντρικής τράπεζας έδειξε ότι θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της διατηρώντας στα θησαυροφυλάκια της πολύ λιγότερο χρυσό από το νόμισμα που έχει εκδώσει και ουσιαστικά να δημιουργεί χρήμα από τα χρέη των δανειζομένων. Στην αρχή η σχέση νέου χρήματος προς τα δάνεια ήταν 1:1 και στη συνέχεια  θεωρητικοί οικονομολόγοι υπέδειξαν ότι  η σχέση αυτή μπορεί να γίνει 4:1, ενώ σήμερα έχει φθάσει στο 9:1.

Το δικαίωμα χρηματικών συναλλαγών παραχωρήθηκε και σε ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες για κάθε μονάδα χρημάτων που έχουν σαν καταθέσεις δικαιούνται να δανείζονται από την κεντρική τράπεζα, με χαμηλό επιτόκιο, πολλαπλάσια ποσά και να τα δανείζουν στους πολίτες με υψηλότερο. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες δανείζουν χρήματα που στην ουσία δεν είναι δικά τους και πλουτίζουν εις βάρος των πολιτών. Σε όλα αυτά θα πρέπει να υπολογίσει κανείς και τα λεγόμενα τραπεζικά προϊόντα με τη χρήση των οποίων οι τράπεζες δημιουργούν κέρδη όπως π.χ. οι συναλλαγές των πολιτών μεταξύ τους στις οι οποίες δεν γίνεται ανταλλαγή χρημάτων αλλά χρήση πιστωτικών καρτών, για να μη αναφέρουμε τη διαχείριση των ομολόγων ακόμη και των λεγομένων τοξικών προϊόντων που δεν αντιπροσωπεύουν παρά αέρα κοπανιστό, καπηλευόμενες την καλλιεργούμενη κερδοσκοπική μανία των πολιτών όπως έγινε με το χρηματιστήριο στην Ελλάδα και τα οικιστικά δάνεια στην Αμερική. Οι ιδιωτικές τράπεζες επομένως  κερδοσκοπούν, κυρίως εις βάρος των οφειλετών τους, κατά παραχώρηση της εξουσίας, μέλη της οποίας είναι συνήθως και στελέχη χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Πέρα από τον εύκολο πλουτισμό των ιδιωτικών τραπεζών δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας και ο τρόπος που επηρεάζει την οικονομία της επικράτειας με την ικανότητα της να εκδίδει νέο χρήμα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αρχικά τα εκδιδόμενα χαρτονομίσματα ανταποκρίνοντο σε αντίστοιχη αξία χρυσού στα θησαυροφυλάκια και ακολούθως  σε αντίστοιχα δάνεια προς οφειλέτες, επομένως  τα εκδιδόμενα νομίσματα αντιπροσώπευαν εμπράγματες αξίες.

Η καλοπροαίρετη διαχείριση της  κεντρικής τράπεζας έδειξε ότι η σχέση κυκλοφορούντος χρήματος προς την εμπράγματη αξία που το εγγυάτο (δάνεια συν χρυσός) μπορεί να αυξάνει με βάση τον πολύ απλό φυσικό νόμο της παραγωγικότητας μιας επένδυσης. Εάν τα επιπλέον εκδιδόμενα χρήματα επενδύονται σε αναπτυξιακά έργα δημιουργούν νέο πλούτο που δικαιώνει την προκαταβολική έκδοση των επιπλέον αυτών χρημάτων που τελικά δεν μειώνουν την αγοραστική ικανότητα ούτε δρουν δυσμενώς στην διεθνή ισοτιμία του νομίσματος. Εάν όμως το επιπλέον εκδιδόμενο νόμισμα διοχετεύεται στην κατανάλωση αυξάνοντας τεχνητά την αγοραστική ικανότητα των πολιτών, χωρίς να αυξάνει την παραγωγικότητα τους, δημιουργεί πληθωριστικές τάσεις και επιδρά δυσμενώς στην διεθνή ισοτιμία του νομίσματος. Σε ένα ευνομούμενο κράτος η κεντρική τράπεζα με την ικανότητα της να εκδίδει νέο χρήμα ρυθμίζει και επηρεάζει την οικονομία της χώρας προς όφελος των πολιτών της. Όταν ο Γάλλος πρόεδρος de Gaulle ζήτησε από τον Αμερικανό ομόλογο του Eisenhower να εξαργυρώσει τα δολάρια που είχε διαθέσιμα η Γαλλία με την αντίστοιχη ποσότητα χρυσού έλαβε την απάντηση ότι τα δολάρια δεν αντιπροσωπεύουν χρυσό αλλά την παραγωγικότητα της αμερικανικής οικονομίας. Ένα κράτος που εκδίδει περισσότερα χρήματα από αυτά που αντιπροσωπεύει η παραγωγικότητα της χώρας του τότε δημιουργεί πληθωρισμό και την υποβάθμιση της διεθνούς ισοτιμίας του νομίσματος του.

Αντίστοιχα εάν ένα κράτος δανεισθεί συνάλλαγμα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες εισαγωγής παραγωγικών αγαθών, που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα του τότε η απόδοση της επένδυσης εγγυάται την αποπληρωμή του δανείου και είναι επιθυμητή. Εάν το δανειζόμενο συνάλλαγμα διατίθεται  στην εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών που δεν παράγει η χώρα, π.χ αυτοκινήτων, καθ’ υπέρβαση των εξαγωγών δεν εξασφαλίζει την αποπληρωμή του  δανείου, που επαυξάνεται με τους τόκους, επιβαρύνοντας τις μελλοντικές γενεές και θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική ανεξαρτησία έναντι των απαιτήσεων των δανειστών. Στην Ελλάδα αυτό έγινε κυρίως επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου που στήριξαν την παραμονή τους στην εξουσία σε μία πρόσκαιρη αύξηση της καταναλωτικής ευημερίας των πολιτών η οποία δεν ανταποκρίνετο στην αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σήμερα η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δανείζεται νέα χρήματα με δυσμενέστερους όρους για την αποπληρωμή των προηγουμένων δανείων υποθηκεύοντας την εθνική μας κυριαρχία με την υπογραφή του μνημονίου και της σύμβασης δανεισμού.

Επί κυβερνήσεων Κ. Σημίτη η Ελλάδα παραιτήθηκε από την δυνατότητα έκδοσης δικού της χρήματος έχοντας αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αλλά και ελλιπές ισοζύγιο εξόδων  του κράτους έναντι των εσόδων του. Η αδυναμία εκτύπωσης εθνικού νομίσματος  και η διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα είχε σαν φυσική συνέπεια την αύξηση των αναγκών εξωτερικού δανεισμού σε  ένα σκληρό νόμισμα που η Ελλάς δεν μπορεί να αποπληρώσει με αποτέλεσμα την υποταγή της σε επιτήρηση και την υποθήκευση της εθνικής της κυριαρχίας στην  ΕΚΤ, την ΕΕ και το ΔΝΤ (τρόϊκα). Η αναγκαστική χρήση του σκληρού ευρώ καθιστά ακριβά τα παραγόμενα προϊόντα, π.χ τον τουρισμό, που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα ξένα με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η ανάπτυξη που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση και την υποτέλεια.

Ο φυσικός νόμος της παραγωγικότητας που αναφέρθηκε στα προηγούμενα επιβάλει εκ των πραγμάτων την μείωση του βιοτικού μας επιπέδου στο επίπεδο της παραγωγής μας. Δυστυχώς η παρουσία της τρόϊκα στην Ελλάδα αποσκοπεί στην δημιουργία συνθηκών που θα εξασφαλίσουν την αποπληρωμή του χρέους εις βάρος του λαού χωρίς να εγγυάται την ανάπτυξη της χώρας. Η τρόϊκα μέσω της, κατ’ επίφαση, κυβέρνησης επιβάλλει μέτρα τα οποία κρίνει αναγκαία  και στα οποία το κυβερνούν κόμμα  αντιτίθετο σθεναρώς όταν ευρίσκετο στην αντιπολίτευση και η τότε κυβέρνηση προσπάθησε να προτείνει αντίστοιχα μέτρα σε ηπιότερο βαθμό από αυτόν της τρόϊκα.  Τελικά η ένταξη μας στην ΟΝΕ ήταν μία ατυχής επιλογή διότι έχοντας μικρότερη παραγωγικότητα από τις ισχυρότερες χώρες κάναμε τη χώρας λιγότερο ανταγωνιστική. Χάνοντας τη δυνατότητα έκδοσης δικού της νομίσματος η χώρα έχασε τον έλεγχο της δημοσιονομικής της πολιτικής και της  ισοτιμίας του νομίσματος της. Η δήθεν εξασφάλιση που θα μας προσέφερε η ένταξη μας σε ένα σκληρό νόμισμα αποδείχθηκε μία ψεύτικη ελπίδα ή ακόμη και παγίδα.

Υπό τις παρούσες συνθήκες εάν δεν φύγουμε από την ΟΝΕ και δεν επιστρέψουμε στην ανεξαρτησία που μας δίνει η δυνατότητα έκδοσης  δικού μας νομίσματος όχι μόνο θα πτωχεύσουμε,  μεταπίπτοντας στο επίπεδο της παραγωγικότητας μας, αλλά θα χάσουμε και την εθνική μας κυριαρχία. Επιστρέφοντας στη δραχμή, θα πτωχεύσουμε έτσι και αλλιώς μεταπίπτοντας στο ίδιο επίπεδο της παραγωγικότητας μας, όπως θα συμβεί άλλωστε ακόμη και αν παραμείνουμε στο ευρώ, όμως  μακροπρόθεσμα θα εξασφαλίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, που είναι ο μόνος εγγυητής της οικονομικής μας ανάπτυξης  αλλά και της βιωσιμότητας μας. Αυτό σίγουρα θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο ευρώ διότι θα τεθούν οι προϋποθέσεις να ακολουθήσουν και άλλες χώρες με αποτέλεσμα το ευρώ θα υποχωρήσει έναντι του δολαρίου και η Ευρώπη να χάσει τη δυνατότητα ενός κυρίαρχου ρόλου στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Βλέπουμε ότι Η Ελλάδα, στην απελπισία και την κατάντια της, μπορεί να επηρεάσει τα διεθνή πράγματα σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που αντιστοιχεί την οικονομική της δυνατότητα. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε έναν Θεμιστοκλή (στρατηγό), ένα Καποδίστρια (κυβερνήτη) και έναν Σόλωνα (νομοθέτη) και όχι τους προδότες στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση που μας κυβερνούν σήμερα υπό τη σκέπη του ανήμπορου Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η μόνη ασφαλής για εμάς περίπτωση παραμονής στο ευρώ θα είναι η ίδρυση μίας ενωμένης Ευρώπης που θα λειτουργεί ως μία οικονομική μονάδα όπου η κεντρική τράπεζα, ως ο μόνος εξουσιοδοτημένος εκδότης του νομίσματος, θα έχει την οικονομική ευθύνη για όλες τις χώρες και η κάθε χώρα δεν θα έχει ανάγκη να δανείζεται τα χρήματα που χρειάζεται διότι οι ανάγκες της θα ρυθμίζονται από τον ίδιο κεντρικό φορέα αδιακρίτως και ισότιμα για όλες τις χώρες που συμμετέχουν.  Σε αυτή την περίπτωση η Ευρώπη θα δανείζεται εάν χρειαστεί και όχι η κάθε χώρα ξεχωριστά. Σήμερα τα ισχυρά κράτη κερδοσκοπούν εις βάρος των ασθενεστέρων και τα πονηρά περί δημιουργίας ενός μαλακού ευρώ για τις χώρες του Νότου, τα επονομαζόμενα γουρούνια  PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain), έναντι του σκληρού ευρώ του Βορρά δεν είναι παρά προφάσεις εν ανομίες. Εάν για την επιβίωση των λαών της Ευρώπης η συνένωση τους σε μία οικονομική και πολιτική οντότητα είναι ιστορικά επιβεβλημένη, όπως προβλέπουν και πιστεύουν οι Ευρωπαϊστές, τότε αυτό πρέπει να γίνει υπό ίσους όρους για όλα τα μέλη της, που δεν θα συμμετέχουν πλέον σαν κράτη μέλη αλλά σαν πρόσωπα, Ευρωπαίοι πολίτες και η εθνική τους καταγωγή θα αποτελεί μεν πολιτιστική αλλά όχι και πολιτική ετερότητα. Βλέπε Η.Π.Α.

 

* Ο Ηλίας Σταμπολιάδης είναι Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης, elistach@mred.tuc.gr, http://www.mred.tuc.gr/cv/stamboliadis.pdf

 

ΠΗΓΗ: Μου εστάλη χθες, αλλά δημοσιεύτηκε και Πέμπτη, 16 Δεκεμβρίου 2010, http://seisaxthia.blogspot.com/2010/12/blogpost_8637.html.