Αρχείο κατηγορίας Αλιεύσεις με νόημα

Αλιεύσεις με νόημα

Γκάντι Μαχάτμα

Γκάντι Μαχάτμα

 

Από την «Νέα πνευματική αντίδραση» *

 

Σαν σήμερα γεννηθηκε ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι τον πατέρα της μεθόδου της παθητικής αντίστασης, της αντίστασης χωρίς βία, στον μεγάλο Ινδό πολιτικό, στοχαστή και επαναστάτη Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα).

Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καθιερωθεί σαν ένα από τα παγκόσμια σύμβολα του 20ου αιώνα. Απέκτησε την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής Ταγκόρ και που στα σανσκριτικά σημαίνει "μεγαλόψυχος".

Δολοφονήθηκε το 1947 από ένα φανατικό ινδουιστή, λίγο μετά την απελευθέρωση της χώρας.

Έμεινε στη Νότια Αφρική (1893-1914) και εκεί υπερασπίστηκε τους 150.000 Ινδούς μετανάστες στη χώρα αυτή. Ίδρυσε την αγγλοϊνδική εταιρεία του Τράνσβααλ και την εφημερίδα "Ινδική γνώμη". Γύρισε στην Ινδία και εξήγειρε τους Ινδούς σε εκστρατεία παθητικής αντίστασης κατά των Άγγλων. Ο Γκάντ ι, η ψυχή του κινήματος, ακολούθησε την εξής τακτική: 

–  μη συμμετοχή στα δάνεια, δικαστική απεργία, μποϊκοτάζ στις κυβερνητικές σχολές, άρνηση να πάρουν μέρος σε ανώτερη θέση και 

–  διάδοση του δόγματος Syadeshi και διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας. Καταδιώχτηκε και φυλακίστηκε. Στη συνέχεια συνέχισε ανοιχτό πια κίνημα. Με την τακτική του συνέχισε να καταδιώκεται και από το 1932 – 33 άρχισε απεργία πείνας, για να προκαλέσει την προσοχή για τις συνθήκες ζωής των εγκαταλειμμένων παιδιών. Επίσης, πήρε μέρος στις τελικές διαπραγματεύσεις για την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947. Τέλος στις 30 Ιανουαρίου 1948 κάποιος φανατικός Βραχμάνος τον δολοφόνησε. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη λύπη στην Ινδία και η σκόνη του διασκορπίστηκε στον ποταμό Γάγγη. Ο Γκάντι στη φυλακή του είχε καταφέρει να κάνει απεργία πείνας μέχρι τα τελευταία όρια των δυνάμεών του.

 Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγιότητα του βίου της, την ευγένειά της και τη θρησκευτική της πίστη.

Σοφά Λόγια

* Αναμφιβόλως θα ήμουν χριστιανός, αν οι χριστιανοί ήταν χριστιανοί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.

* Αυτό που κάνουμε στα δάση του κόσμου δεν είναι παρά μια αντανάκλαση καθρέφτη αυτού που κάνουμε στους εαυτούς μας και ο ένας στον άλλο.

* Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου, όχι όμως την απληστία του.

o Earth provides enough to satisfy every man's need, but not any man's greed.

* Ο καθένας έχει δίκιο με τον τρόπο του, αλλά δεν είναι απίθανο όλοι να έχουν άδικο.

* Όσα λιγότερα έχεις, τόσο λιγότερα θέλεις.

* Πρέπει να είσαι η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο.

* Πρέπει να σεβόμαστε τις άλλες θρησκείες εξίσου όπως σεβόμαστε τη δική μας. Η μερική/εν μέρει ανεκτικότητα επομένως δεν είναι αρκετή.

* Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν και μετά νικάς.


o First they ignore you, then they laugh at you, then they fight you, then you win.

* Τη στιγμή που ο σκλάβος αποφασίζει να μην είναι πια σκλάβος, οι αλυσίδες του σπάνε.

* Το αισθάνομαι πως η πνευματική πρόοδος όντως απαιτεί, σε κάποιο στάδιο, πως πρέπει να σταματήσουμε να σκοτώνουμε τα συντροφικά μας πλάσματα για την ικανοποίηση των σωματικών μας γούστων.

* Αν η μόρφωση δεν συνοδεύεται και από συμπόνια όχι απλά είναι άχρηστη, αλλά γίνεται και καταστροφική.

Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.

Την περίοδο του μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο, μέσω της πράξης του Rowlatt, παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μία οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.


Το τέλος

Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί στις 30 Ιανουαρίου 1948 από έναν εθνικιστή Ινδό ονόματι Γκόντσε.

 

* http://pneymatiko.wordpress.com/ 

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύθηκε … on 02/10/2009 at

 

Tάσεις & εκλογικές αναμετρήσεις

Υπάρχουν τάσεις στις εκλογικές αναμετρήσεις;

 

Από τη sofokleous10.gr

 

Εν όψει των προσεχών εκλογών, το 3FVIP.com έκανε μία τεχνική στατιστική έρευνα, για να διαπιστώσει αν εντοπίζονται ξεκάθαρες τάσεις / κύκλοι που να σχετίζονται με τις εκλογικές αναμετρήσεις, ή αν προκύπτουν άλλες τεχνικές στατιστικές ενδείξεις που να υποδεικνύουν μία κυκλική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος ή μία συγκεκριμένη συμπεριφορά των πολιτικών παρατάξεων κλπ. Η έρευνα έλαβε υπόψη της το αποτέλεσμα όλων των εκλογικών αναμετρήσεων των βουλευτικών εκλογών της χώρας, από το 1956 μέχρι και το 1964 και από το 1974 μέχρι το 2007, εξαιρώντας την περίοδο της Δικτατορίας του 1967 – 1974.

Η εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου του 1956 επιλέχτηκε ως σημείο αφετηρίας, γιατί τότε διεξήχθησαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα όπου συμμετείχαν ως ψηφοφόροι και οι γυναίκες, ενώ η έρευνα ολοκληρώνεται στις εκλογές του 2007, που είναι και οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στη χώρα.

Στο διάστημα αυτό των 52 ετών της έρευνας, έλαβαν χώρα 16 εκλογικές αναμετρήσεις. Τα έτη και οι μήνες διεξαγωγής, ο νικητής σε κάθε μία από αυτές και το ποσοστό που απέσπασε φαίνονται στον επόμενο πίνακα.

 

Φεβρουάριος      1956  Κ. Καραμανλής  47,38%

Μάιος                   1958  Κ. Καραμανλής  41,16%

Οκτώβριος           1961  Κ. Καραμανλής  50,81%

Νοέμβριος           1963  Γ. Παπανδρέου  42,04%

Φεβρουάριος      1964  Γ. Παπανδρέου  52,72%

Νοέμβριος           1974  Κ. Καραμανλής  54,37%

Νοέμβριος           1977  Κ. Καραμανλής  41,84%

Οκτώβριος           1981  Α. Παπανδρέου  48,07%

Ιούνιος                 1985  Α. Παπανδρέου  45,82%

Ιούνιος                 1989  Κ. Μητσοτάκης  44,3%

Απρίλιος               1990 Κ. Μητσοτάκης   46,89%

Οκτώβριος           1993  Α. Παπανδρέου  46,88%

Σεπτέμβριος        1996  Κ. Σημίτης           41,49%

Απρίλιος               2000 Κ. Σημίτης           43,79%

Μάρτιος               2004  Κ. Καραμανλής  45,4%

Σεπτέμβριος        2007  Κ. Καραμανλής  41,83%

 

Ξεκινώντας από μερικά εποχιακά στατιστικά συμπεράσματα, υπάρχουν κάποιοι μήνες του έτους κατά τους οποίους οι εκλογικές αναμετρήσεις αποφεύγονται από τους πολιτικούς.

Έτσι, από το 1956 και μετά, δεν έχουν πραγματοποιηθεί ποτέ εκλογές κατά τους μήνες Ιανουάριο, Ιούλιο, Αύγουστο και Δεκέμβριο. Επίσης, οι Μάρτιος και Μάιος είναι οι μόνοι 2 άλλοι μήνες κατά τους οποίους διεξήχθησαν εκλογές μόνο 1 φορά από το 1956 και μετά. Η αποφυγή των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου συνδέεται με την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών, ενώ οι Δεκέμβριος και Ιανουάριος είναι οι μήνες εορτών και συνάμα οι πιο εμπορικοί μήνες του έτους.

Οι μήνες που οι πολιτικές παρατάξεις "προτιμούν" για την πραγματοποίηση εκλογών, είναι οι Οκτώβριος και Νοέμβριος, κατά τους οποίους έχουν λάβει χώρα από 3 εκλογικές εκλογικές αναμετρήσεις, δηλαδή αθροιστικά 6 από τις 16 από το 1956 και μετά (ή 7 στις 17 αν λάβουμε υπόψη και αυτήν του 2009). Κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου έλαβαν χώρα 2 εκλογικές αναμετρήσεις και έτσι πρωταθλητής συχνότητας διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών ανακηρύσσεται το Φθινόπωρο, με τις 8 από τις τελευταίες 16 να έχουν λάβει χώρα κατά τη διάρκειά του.

Περνώντας στη διάρκεια της θητείας έκαστης κυβέρνησης, παρατηρούμε πως από το 1956 μέχρι το 1964 η μέση απόσταση μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων ήταν, περίπου, 2 έτη, ενώ από το 1974 μέχρι και το 2007 αυξήθηκε σε πάνω από 3 έτη. Η συμπλήρωση θητείας 4 ετών έχει συμβεί μόνο σε μία περίπτωση, μεταξύ του Ιουνίου 1985 και του Ιουνίου του 1989 με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου. Σε καμία άλλη περίπτωση δε συμπληρώθηκαν 4 χρόνια θητείας.

Ενδιαφέρον έχει η κυκλικότητα που παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων ως προς το νικητή. Ο μέγιστος αριθμός διαδοχικών εκλογικών νικών είναι 3 και αυτό έχει συμβεί από το ίδιο και το αυτό πρόσωπο μόνο μία φορά, μεταξύ 1956 και 1963. Ο νικητής 3 διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων ήταν ο Κ. Καραμανλής. Τρεις, διαδοχικές, εκλογικές νίκες έχει καταγράψει ως πολιτική παράταξη, το ΠΑΣΟΚ, το 1993, το 1996 και το 2000.

Από το 1963 μέχρι το 1993 καταγράφεται ένας τέλειος κύκλος 2 εκλογικών διαδοχικών νικών ανά πρωθυπουργό, με τους Γ. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή να εναλλάσσονται μέχρι το 1981, όταν τον κύκλο συνεχίζει ο Α. Παπανδρέου με τον Κ. Μητσοτάκη (εκλογές 1989 και 1990). Από το 1996 ο κύκλος των 2, διαδοχικών, εκλογικών νικών ανά παράταξη συνεχίζεται μέχρι και το 2007. Έτσι, κατά κανόνα, οι ψηφοφόροι υπερψηφίζουν το ίδιο πρόσωπο σε 2, διαδοχικές, εκλογικές αναμετρήσεις και το καταψηφίζουν στην 3η. Αυτό συνεπάγεται ότι η πιθανότητα ενός πολιτικού να εκλεγεί πρωθυπουργός σε 3 διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, είναι εξαιρετικά μικρή, ενώ πολύ μικρή είναι και η πιθανότητα να κερδίσει 3 διαδοχικές εκλογές η ίδια πολιτική παράταξη.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο είναι πως από τα 46 χρόνια δημοκρατικής διακυβέρνησης από το 1956 μέχρι και το 2009, στα 34, πρωθυπουργός της χώρας ήταν κάποιος γόνος των οικογενειών Καραμανλή ή Παπανδρέου (73,91% του διαστήματος).

 

ΠΗΓΗ:   Τετάρτη, 09 Σεπτέμβριος 2009 00:38,

http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/2009-09-08-21-21-06-2009090814278/

 

ΥΓ: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin

Θρησκεία & θρησκ. πρότυπα

Περί θρησκείας και θρησκευτικών προτύπων

 

Του Δημήτρη Σ. Πατέλη

 

Περίληψη.

 

Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά στην θρησκεία ως ιστορικά προσδιορισμένο πολιτισμικό φαινόμενο, υπό το πρίσμα της ανάδειξης εκείνων των σχέσεων, στα πλαίσια των οποίων προκύπτει το θρησκευτικό βίωμα και η θρησκευτική ανάγκη. Διακρίνεται το είδος των αντλούμενων από την θρησκεία προτύπων, με τα οποία τροφοδοτείται η κοινωνία και η εκπαίδευση. Εντοπίζονται  οι πραγματικές δυνατότητες και η αναγκαιότητα διαλεκτικής άρσης των περιορισμών της θρησκευτικότητας, μέσω της προοπτικής χειραφέτησης της ανθρωπότητας.

1. Εισαγωγή.

 

Ο προβληματισμός περί προτύπων στην κοινωνία και στην εκπαίδευση (βλ. σχετικά την 1η Εναλλακτική Ημερίδα Επιστημονικού Διαλόγου  του περιοδικού ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, 29-11-2003), παραμένει στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Σε άλλα κείμενα, είχαμε την ευκαιρία να αναδείξουμε σημαντικές πτυχές αυτού του προβληματισμού (Πατέλης, 2003). 

Στις μέρες μας, ενώ η επιστήμη και η τεχνολογία αποθεώνονται, ο ανορθολογισμός, ο μυστικισμός και η θρησκοληψία, οι διάφορες μορφές σκοταδισμού και αγυρτείας, βρίσκονται πάλι στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Όλο και πιο έντονα προβάλλει στο προσκήνιο η θρησκεία ως πηγή αξιών και προτύπων. Γίνεται λόγος περί «θρησκευτικής αναγέννησης», περί θρησκευτικής μόδας, περί επανόδου της πίστης, περί «δίψας για Θεό» κ.λπ. Τα Μ.Μ.Ε. προβάλλουν τη θρησκευτικότητα ως θέαμα, εντεταλμένοι ιδεολόγοι βαφτίζουν τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους  «πολέμους πολιτισμών», τους οποίους ανάγουν τελικά σε θρησκευτικούς πολέμους, ενώ οι θρησκευτικοί ταγοί μας προτρέπουν επικά σε κινήσεις «πίσω ολοταχώς»…

Επιπλέον, η κλιμακούμενη υποβάθμιση της εκπαίδευσης, συνοδεύεται με την θεσμοθετημένη αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου τόσο της «αγοράς» (βλ. αμεσότερη υπαγωγή της παιδείας στο κεφάλαιο) όσο και της θρησκείας (βλ. π.χ. το νομοθέτημα για την «ανωτατοποίηση των εκκλησιαστικών σχολών» από την σχετική ιστοσελίδα της Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π.), σε ένα πλαίσιο αγαστής θεσμικής συνύπαρξης αγοραίου πραγματισμού και θρησκευτικού μυστικισμού…

 

2. Και η γενετική στην υπηρεσία της μεταφυσικής.

 

Εξυπακούεται ότι οι εκάστοτε λαθροχειρούντες παρά την επιστήμη, δεν φείδονται προσπαθειών για να πείσουν το κοινό περί των δήθεν επιστημονικών αποδείξεων της υπάρξεως του θεού, αλλά και περί δήθεν βιολογικού προκαθορισμού της θρησκείας, δεδομένου ότι οι «οντολογικές αποδείξεις» έχουν προ πολλού χρεοκοπήσει. Ακούσαμε λοιπόν πρόσφατα ότι, ω του θαύματος!, «Ανακαλύφθηκε το γονίδιο της πίστης»! Όλα λοιπόν τίθενται στην «επιστημονική» τους βάση: «Ίσως οι πνευματικές μας αναζητήσεις και η αντίληψη που έχουμε για το Θεό να είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων χημικών αντιδράσεων στον εγκέφαλό μας. Αυτό υποστηρίζει [ …;] Αμερικανός γενετιστής [ …;], ο οποίος εντόπισε ένα συγκεκριμένο γονίδιο, που φαίνεται πως συμβάλλει στη ρύθμιση αυτών των διαδικασιών. Πολλά έντονα θρησκευόμενα άτομα συγκαταλέγονται μεταξύ των ανθρώπων που διαθέτουν μια ιδιαίτερη παραλλαγή αυτού του γονιδίου, ενώ σε εκείνους που έχουν έναν άλλο τύπο του γονιδίου η θρησκευτική πίστη δεν είναι τόσο έκδηλη [ …;] το κλειδί του μηχανισμού που παίζει αποφασιστικό ρόλο για το πόσο λίγο ή πολύ θρησκευόμενοι είμαστε είναι το γονίδιο VMAT2» (Palmgren, εμφάσεις δικές μου -Δ.Π.).

Επιστρατεύεται λοιπόν μια τυπική εκδοχή πρωτόγονου αναγωγισμού, η αναγωγή συνειδησιακών φαινομένων σε χημικές αντιδράσεις και γονίδια (που καθορίζουν τη σύσταση των πρωτεϊνών του οργανισμού), και μάλιστα με τη μορφή εώλων πιθανολογικών εικασιών, ώστε να δοθεί επιστημονικοφανές περίβλημα σε θρησκευτικά δόγματα. Ωστόσο, το βιολογικό στοιχείο δεν μπορεί να είναι καθοριστικό στην εξέταση πολιτισμικών φαινομένων, η εμφάνιση των οποίων ανάγεται σε προωθημένα στάδια του γίγνεσθαι της ανθρωποκοινωνιογένεσης. Πολλώ μάλλον δε, αυτό δεν μπορεί να ισχύει για το βιοχημικό και χημικό στοιχείο. Το κοινωνικό-πολιτισμικό πεδίο αλληλεπιδράσεων, είναι το περιπλοκότερο όλων των γνωστικών αντικειμένων, εντός του οποίου, όλες οι υπόλοιπες αλληλεπιδράσεις (μηχανικές, χημικές, βιολογικές, κ.ο.κ.) υφίστανται και λειτουργούν σε ανηρημένη-μετασχηματισμένη μορφή, υποταγμένες στην κοινωνική νομοτέλεια.

Ωστόσο, ο εμφορούμενος από αναγωγικό οίστρο αρθρογράφος, στην προσπάθειά του να προσδόσει επιστημονικοφάνεια στα δόγματά του, ανατρέχει και στην (κατά τα λοιπά απορριπτέα μετά βδελυγμίας από τους φορείς της θρησκείας) θεωρία της εξέλιξης: «φαίνεται πως υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι που σχετίζονται με τη γενετική προδιάθεση της πίστης μας σε κάποιο Θεό. Η θρησκεία είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους και πιθανόν να έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την ειρηνική συνύπαρξη στις ανθρώπινες κοινωνίες …; Αυτό ίσως σημαίνει ότι αυτή η ιδιαίτερη εκδοχή του γονίδιου VMAT2 αναπτύχθηκε μέσα από την εξελικτική διαδικασία, γιατί έδινε στους προγόνους μας ένα πλεονέκτημα: Η θρησκεία και η πίστη ήταν παράγοντες που ενίσχυαν τη συνοχή και τη σταθερότητα των κοινωνιών τους. Κατά συνέπεια, το βήμα από την πίστη μέχρι τη δημιουργία ενός συστήματος κανόνων που διέπουν τα εγκόσμια δεν είναι τόσο μεγάλο, γεγονός που οδήγησε στην τάξη και την ασφάλεια, οι οποίες με τη σειρά τους έκαναν πιο εύκολη την επιβίωση. Οι θρησκευόμενοι απέκτησαν, δηλαδή, ένα εξελικτικό πλεονέκτημα σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν τα σωστά γενετικά δεδομένα. Έτσι, τα άτομα με αυτή την ιδιαίτερη εκδοχή του γονίδιου VMAT2 κληροδότησαν το χαρακτηριστικό αυτό στις επόμενες γενιές μέσω της φυσικής επιλογής, ώστε να διασωθεί σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μέχρι τις μέρες μας.» (ό.π.). Χρειάζεται αυθεντικό ταχυδακτυλουργικό ταλέντο για να συμπυκνωθούν τόσες αυθαιρεσίες υπό μορφή συλλογισμού με τρεις τουλάχιστον λανθάνουσες αυθαίρετες προκείμενες …;

Προκείμενη 1η: «Η θρησκεία είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους …;»!

Προκείμενη 2η: Η θρησκεία προέκυψε από το «γονίδιο της πίστης», που έδινε στους θρησκευόμενους προγόνους μας ένα «εξελικτικό πλεονέκτημα» οδηγώντας «στην τάξη και την ασφάλεια»!

Προκείμενη 3η: Οι φορείς των «σωστών γενετικών δεδομένων», ήγουν του «γονιδίου της πίστης», δια της εξ ορισμού ενοποιητικής θρησκευτικότητος, και της εξ αυτής εμπορευόμενης τάξεως, ηθικής και ασφαλείας, δημιούργησαν την κοινωνία και ώθησαν την εξέλιξή της! 

Για την ανασκευή της 1ης προκείμενης, δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς εμβριθείς ιστορικές γνώσεις, οι οποίες προφανώς δεν συνιστούν το ισχυρό σημείο του αρθρογράφου μας. Αρκεί μια ιδέα από την τρέχουσα σύγχρονη ειδησεογραφία …;Η θρησκείες ανέκαθεν λειτουργούσαν ενοποιητικά και διχαστικά ταυτοχρόνως, ως μηχανισμοί εντάξεων και αποκλεισμών, σε συνάρτηση με τις κοινωνικές και οικονομικές αντιφάσεις της εκάστοτε συγκυρίας. 

Ακόμα και εάν υποτεθεί ότι έχουν αποτυπωθεί γονιδιακά ορισμένες προϋποθέσεις της ανθρώπινης κοινωνικότητας, αυτό προφανώς θα αφορά συμπεριφορές που συνδέονται με τον αγελαίο τρόπο ζωής των πρωτευόντων, στον οποίο συνυπήρχαν στοιχεία αλληλεγγύης, ενότητας, αλλά και σύγκρουσης, επιθετικότητας. Σε διαφορετικές συγκυρίες, στην συμπεριφορά του ίδιου ή και διαφορετικών ατόμων, δεσπόζει το μεν είτε το δε στοιχείο, ώστε να διασφαλιστεί η στρατηγική επιβίωσης του γένους.

Είναι συνεπώς, τουλάχιστον αυθαίρετη η απόδοση στους φορείς των πρώτων «εξελικτικού πλεονεκτήματος» (οφειλόμενου μάλιστα σε «γονίδιο πίστης»), έναντι των μη συναινετικών, οι οποίοι μάλιστα «δεν είχαν τα σωστά γενετικά δεδομένα». Εδώ, ο θεολογικός οίστρος του αρθρογράφου βρίθει αντιδανεισμών με αγοραίες ρατσιστικές προκαταλήψεις. Μήπως, μετά από τέτοια εμβριθή επιστημονική ανάλυση, προς διασφάλιση της εννόμου τάξεως και της ηθικής, θα ήταν σκόπιμο να εισηγηθεί ο λαμπρός επιστήμων στα αρμόδια όργανα, να επιδοθούν σε καθαρτήρια πογκρόμ, ή τουλάχιστον σε επιλεκτικές στειρώσεις στους εναπομείναντες μη συναινετικούς προς το σύστημα και μη θρησκευόμενους, οι οποίοι -κατά τον «επιστήμονα»- σαφώς και «δεν έχουν τα σωστά γενετικά δεδομένα»; …;

Βεβαίως, απουσιάζουν παντελώς από το σκεπτικό του «επιστήμονα», ορισμένες αμελητέες λεπτομέρειες, όπως η ριζική αλλαγή που επήλθε στην ανθρωποκοινωνιογένεση με την εργασία, έναντι των υπολοίπων εμβίων όντων: σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα έμβια όντα που δεν υπερέβησαν τα δεσμά των βιολογικών αλληλεπιδράσεων, το άγον και καθοριστικό στοιχείο της στρατηγικής επιβίωσης του ανθρώπου, δεν είναι τόσο η προσαρμογή στις αλλαγές του περιβάλλοντος, όσο η προσαρμογή του περιβάλλοντος στις ανθρώπινες ανάγκες, με τη συνακόλουθη υπαγωγή και της ίδιας της φύσης του ανθρώπου σε αυτή την διαδικασία μετασχηματισμού (αναλυτικότερα βλ. Βαζιούλιν 2004). Ως εκ τούτου, ο παρά την επιστήμη θεολόγος, -ελέω «σωστού γενετικού υλικού»- δεν συναρτά την εμφάνιση και ανάπτυξη της κοινωνίας με την συν-εργασία, αλλά με την θρησκεία!… Με άλλα λόγια, η επιστήμη επιστρατεύεται λαθροχειρικά ως «αποδεικτικό» στοιχείο για την επιβολή των δογμάτων μιας «σύγχρονης» εκδοχής επικίνδυνου σκοταδισμού και μυστικισμού …;

 

3. Πολιτισμός και παιδεία.

 

Έχοντας λοιπόν υπ' όψιν και το δόλιο ρόλο των δια της επιστήμης απολογητών της θρησκείας, αλλά και των κατ' επάγγελμα υμνητών του παρελθόντος και αυτόκλητων διαχειριστών της «εθνικής κληρονομιάς», οφείλουμε να αναφερθούμε επιγραμματικά στα θρησκευτικά πρότυπα και στη σχέση τους με την παιδεία και τον πολιτισμό.

Ο άνθρωπος προσοικειώνεται, αφομοιώνει τον προγενέστερο πολιτισμό, αποκωδικοποιώντας και αποαντικειμενοποιώντας τα εκάστοτε υλικά και πνευματικά αποκρυσταλλώματά του, καθιστώντας τον όρο της δραστηριότητάς του και δημιουργεί πολιτισμό, καινοτομεί, κωδικοποιώντας και  αντικειμενοποιώντας τις νέες γνώσεις, δεξιότητες και δημιουργικές ικανότητές του. Ο πολιτισμός εντοπίζεται στο σύνολο των διαγενεακώς διαβιβαζόμενων τρόπων και μορφών διεξαγωγής της ανθρώπινης (υλικής και πνευματικής) δραστηριότητας, που είναι αντικειμενοποιημένοι σε εμπράγματους υλικούς φορείς (μέσα εργασίας, σημεία, σύμβολα, κ.ο.κ.), ως σύστημα πληροφοριακών κωδίκων, οι οποίοι ενισχύουν την ιστορικά συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία και θέτουν τους όρους της περαιτέρω ανάπτυξής της. Είναι ο γενικευμένος τρόπος πραγμάτωσης και ρύθμισης της ανθρώπινης δραστηριότητας, η πτυχή εκείνη της κοινωνικής ζωής που έγκειται στην γένεση και στη διαγενεακή μετάδοση «προγραμμάτων», «κωδίκων» δραστηριότητας, συμπεριφοράς και επικοινωνίας. Είναι ο κώδικας, βάσει του οποίου εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται ο κοινωνικά διαμεσολαβημένος μεταβολισμός (η ανταλλαγή ύλης και ενέργειας του ανθρώπου με τη φύση), το σύνολο των δραστηριοτήτων και επικοινωνιών του ανθρώπου. Ένας κώδικας σημειολογικών συστημάτων. Εξ' ου και η βαθύτατη σύνδεση του πολιτισμού με την παιδεία, την αγωγή και την εκπαίδευση. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, παιδεία είναι η σχεδιοποιημένη ή αυθόρμητη πρακτική, γνωστική, ηθική, αισθητική, διανοητική κ.ο.κ. επίδραση που ασκείται στα μέλη της κοινωνίας, ιδιαίτερα από την εκάστοτε ώριμη γενιά στη νεότερη. Είναι το συνειδητά ή αυθόρμητα συγκροτούμενο σύστημα κοινωνικών παραγόντων που επιδρούν καθοριστικά στην ανάπτυξη των ατόμων, η ενότητα όλων των μέσων, των τρόπων και των μορφών (διαγενεακής και μη) αλληλεπίδρασης των ανθρώπων που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και ανάπτυξη της ζωής και του συνόλου του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.

Η θρησκεία συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτισμού σε ορισμένες ιστορικές βαθμίδες του γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί εύλογη η αντίληψη κατά την οποία η θρησκεία συνιστά ένα προνομιακό πεδίο, από το οποίο η κοινωνία και η παιδεία οφείλει να αντλεί κοινωνικοποιητικά-πολιτιστικά πρότυπα και παιδευτικές αξίες. Ωστόσο, πριν υιοθετήσουμε αβίαστα και άκριτα την παραπάνω αντίληψη, οφείλουμε να διευκρινίσουμε, τι είναι η θρησκεία, πως αρθρώνεται ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, από πού προκύπτει, πως λειτουργεί και τι είδους πρότυπα και αξίες πρεσβεύει.

 

4. Για τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης.

 

Όπως έχουμε δείξει αναλυτικά (Πατέλης, 1999), η θρησκεία είναι ένα περίπλοκο, πολυεπίπεδο και ιστορικά εξελισσόμενο πολιτισμικό μόρφωμα, τον πυρήνα του οποίου συγκροτεί μια ιδιότυπη κοινωνική συνείδηση. Τι είναι όμως κοινωνική συνείδηση (αναλυτικά, βλ. Βαζιούλιν, 2004, σ. 229-293);

Είναι χαρακτηριστική για τον άνθρωπο ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω του πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών. Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας. Η κοινωνική συνείδηση ή συνειδέναι συναπαρτίζεται από δύο πλευρές: αφ' ενός μεν συνιστά γνωστική διαδικασία και  γνώση (ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας), αφ' ετέρου δε συνιστά συνειδητοποίηση και προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και της επικοινωνίας τους.

 Δεδομένου ότι χαρακτηριστικό της κοινωνικής συνείδησης είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα μέσω πράξεων, αισθημάτων και νόησης, σε συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές, η συνείδηση υποδιαιρείται σε τρεις βασικές μορφές.

Η ηθική μορφή της συνείδησης είναι εκείνη στη λειτουργία της οποίας υπερτερεί η επίδραση των πράξεων, οι οποίες εξετάζονται εδώ από την άποψη της ωφέλειας είτε της βλάβης που μπορούν να επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και στην κοινωνία συνολικά, δηλαδή από την άποψη του καλού και του κακού. Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες του κοινωνικού γίγνεσθαι στα πλαίσια της ηθικής μορφής, προκύπτουν και δύο παράγωγες εκφάνσεις της κοινωνικής συνείδησης: η πολιτική και το δίκαιο.

Η αισθητική μορφή συγκροτείται από τη διάθλαση του περιεχόμενου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω του πρίσματος των αισθημάτων (αισθήσεων, συναισθημάτων), ως αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα της ουσίας (απεικάσματα, παραστάσεις κ.λ.π.) των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων (κάλλος, ωραίο κ.λ.π.). Εδώ η αντικειμενικότητα, η πληρότητα, η αρτιότητα του κόσμου, το καθολικό, το ουσιώδες και το αναγκαίο εκφράζεται σε καθολικές μορφές-παραστάσεις, μέσω των οποίων η προσωπικότητα προσοικειώνεται και βιωματικά τον κόσμο, μετατρέποντάς τον από αντικείμενο της συνείδησης σε αντικείμενο της αυτοσυνείδησης. Ιστορικά παροδικού χαρακτήρα επιπλέον αναγκαία (σε ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω μορφής είναι η θρησκευτική συνείδηση, ως «άμεση, δηλαδή συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες κυριαρχούν επ' αυτών» (Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ, σ.329).

  Η φιλοσοφία, η πλέον διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με το κοινωνικό Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, συνιστά αντανάκλαση κατά κύριο λόγο μέσω της σκέψης, του στοχασμού και σε καθολικές μορφές, της σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, καθώς και τη συνειδητοποίηση της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της στην ανάπτυξη της κοινωνίας.

 Η θρησκεία δεν είναι αυθαίρετη «κοινωνική κατασκευή». Παρά τις μονομέρειες του κοινωνιολογισμού και του ψυχολογισμού, αποδεικνύεται ότι είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει γνωσιολογικές, κοινωνικοοικονομικές, και ψυχολογικές πηγές και λειτουργίες,οι οποίες συνυπάρχουν και λειτουργούν αναπόσπαστα περιπεπλεγμένες. Επειδή όμως η θρησκεία είναι μορφή κοινωνικής συνείδησης, και ωθεί τους ανθρώπους σε ορισμένες γνωστικές προδιαθέσεις, στάσεις ζωής, πράξεις, βιώματα, σκέψεις κ.ο.κ., λειτουργεί και ως μηχανισμός συστημικής αντεπίδρασης στις γνωστικές διαδικασίες, στους αντικειμενικούς κοινωνικοοικονομικούς όρους ύπαρξης και στην ψυχολογία των ανθρώπων. Υπό αυτή την ιδιότητα, η θρησκεία επ' ουδενί λόγω δεν είναι (γνωσιολογικά, αξιολογικά, πολιτικά, κοινωνικά κ.ο.κ.) ουδέτερη και αμερόληπτη, ούτε μπορεί να τίθεται υπεράνω της κοινωνίας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

 

5. Συνοπτική αναφορά στις γνωσιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές πηγές της θρησκείας.

 

Η κάθε απόσπαση φαντασιακών είτε νοητικών μορφωμάτων που προκύπτουν νομοτελώς σε διάφορα επίπεδα της γνωστικής διαδικασίας και η κάθε εμπλοκή του ανθρώπου στην άκαμπτη θεώρησή τους, οδηγεί σε ψευδοσυλλογισμούς, οι οποίοι ανακύπτουν αυθόρμητα σε ορισμένου τύπου καθημερινή συνείδηση που αποτελεί τη βάση ιδεοκρατικών θεωρησιακών κατασκευών και μυστικοποίησεων, τις οποίες ο Μαρξ αποκαλούσε speculation. Η αμφισημία του όρου speculation ερμηνεύεται από τον  Μαρξ ως «Λαθρεμπορική ταχυδακτυλουργία σκέψεων», δηλ. ως θεωρησιακή (φιλοσοφική) κατασκευή, αλλά και ως (εμπορική) κερδοσκοπία (βλ. σχετικά: Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία, σελ. 375 382). Ο μηχανισμός της ιδεαλιστικής-μυστικιστικής απόσπασης της αφηρημένης γενίκευσης από τα αισθητηριακά δεδομένα και αντιστροφής της μεταξύ τους γενετικής και αιτιώδους σχέσης, γίνεται κατά κανόνα ως εξής: το γενικό, π.χ. η έννοια «καρπός» αποτέλεσμα γενίκευσης – αφαίρεσης γενικών ιδιοτήτων από την ποικιλομορφία των ξεχωριστών καρπών (μήλων, αμυγδάλων, αχλαδιών κλπ.) αποσπάται από το ειδικό και το ενικό και προβάλλει ως εξ' αρχής δεδομένο, ενώ οι συγκεκριμένοι καρποί (μήλα κ.λ.π.) προβάλλουν ως απλές ενσαρκώσεις και υλοποιήσεις της έννοιας (της ιδέας) «καρπός εν γένει»… Έχουμε δηλαδή υποστασιοποίηση της υπαλληλίας των εννοιών γένους-είδους (Mαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η αγία Οικογένεια, σ. 62-67).

Η αναφορά στις γνωσιολογικές πηγές της θρησκείας, έχει ιδιαίτερη σημασία για όσους εμπλέκονται συνειδητά σε μαθησιακές διαδικασίες και παιδαγωγικό έργο. Η σχετικά εκτενής αναφορά σε αυτές τις πηγές, αποσκοπεί επιπλέον στην εμφατική ανάδειξη των γνωσιολογικών πηγών των μεταφυσικών υποστασιοποιήσεων, δεδομένου ότι η θρησκεία (όπως άλλωστε και κάθε ιδεαλισμός), -παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις ενός μονόπλευρου κοινωνιολογισμού (βλ. π.χ. Ντυρκέμ)- έχει γνωσιολογικές ρίζες, που συνδέονται με το φάσμα δυνατοτήτων που παρέχει η αντιφατική και πολύπλευρη γνωστική διαδικασία, κάθε καμπή, απόσπασμα, θραύσμα και κυρίως κάθε πλάνη της οποίας μπορεί (με την κατάλληλη κοινωνική – πολιτισμική ενίσχυση και διόγκωση) να οδηγήσει σε μεταφυσικές υποστασιοποιήσεις, μονομέρειες και απολυτοποιήσεις.

Στη θρησκευτική έκφανση του συνειδέναι καθοριστική και κυρίαρχη είναι η παρουσία κατ' εξοχήν του βιώματος, της εμπειρίας, των συναισθημάτων έναντι της σκέψης και της δράσης. Αλλά η θρησκευτική συνείδηση, ως ιδιότυπη συνείδηση, αποτελεί συνείδηση εκείνων των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αυτονομούνται από την πρακτική και γνωστική ενεργητικότητα του ανθρώπου και ως «απολελυμένες» και αλλότριες αντιπαρατίθενται σε αυτόν και επενεργούν σε αυτόν ως δυνάμεις υποταγής, βλάβης και καταστροφής. Οι δυνάμεις αυτές είναι οπωσδήποτε άγνωστες και κατ' αρχήν ακατάληπτες, ή τουλάχιστον ανεπαρκώς εγνωσμένες, δεδομένου ότι η γνώση του ανθρώπου είναι αναγκαία και επαρκής, στο βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης τη δυνατότητα τελεσφόρου μετασχηματισμού του εγνωσμένου στην κατεύθυνση που του χρειάζεται (το γνωστό είναι δυνάμει πρακτέο).

Αποτελεί λοιπόν η θρησκεία φενακισμένη, φαντασιακή και αντεστραμμένη αντανάκλαση εξωτερικών, αλλότριων, κυρίαρχων, καταστροφικών και ακατάληπτων φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Είναι μάλιστα μια άμεση συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς αυτές τις δυνάμεις, και από αυτή την άποψη, αποτελεί εκδήλωση της ανελευθερίας, της ανεπάρκειας, της αδυναμίας και της υποταγής των ανθρώπων σε αντικειμενικούς όρους της ζωής τους, οι οποίοι δεν είναι αποτέλεσμα της συνειδητής τους δραστηριότητας, αλλά τους επιβάλλονται αυθόρμητα (Ουγκρινόβιτς, σ. 245). Συνεπώς η επιστημονική προσέγγιση της θρησκείας προϋποθέτει τη διερεύνηση και εξήγηση εκείνου του είδους των σχέσεων και των πλευρών της κοινωνικής ζωής, οι οποίες γενούν την αντικειμενική ανάγκη για ένα σύστημα φενακισμένων δοξασιών, ικανών να «διευθετούν» με φαντασιακό και αντεστραμμένο τρόπο τα πραγματικά προβλήματα της ανθρώπινης ζωής.

Η ανάγκη αυτή στην πρωταρχική της μορφή προβάλλει ως ατομική αναζήτηση (από το επιμέρους άτομο – ιδιώτη) λύτρωσης, «απαλλαγής, σωτηρίας, τις οποίες η δεδομένη και ως τέτοια ανυπέρβλητη πραγματικότητα αδυνατεί να του παράσχει στις δεδομένες συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες…» (Lucacs, σ. 439). Η ψυχολογική ένταση αυτής της ανάγκης του ατόμου-πιστού και ο μαζικός χαρακτήρας της σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες, προβάλλουν ως αυταπόδεικτη αλήθεια της «εγγενούς» θρησκευτικότητας που δήθεν ενυπάρχει στη «φύση του ανθρώπου», στις ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου ψυχισμού ή και του οργανισμού… Αυτό ακριβώς το βίωμα, προκβαλλόμενο στο διηνεκές, προτάσσει η θεολογική προπαγάνδα στην προσπάθειά της να εδραιώσει παιδιόθεν την παρουσία της θρησκείας, ως δήθεν αιωνίου φαινομένου. Η θρησκευτική συνείδηση είναι όντως φαινόμενο που εκφράζεται και υπάρχει μέσω του ψυχισμού των ξεχωριστών ατόμων, σφραγίζοντας την ιδιοτυπία του τελευταίου, αλλά επ' ουδενί λόγω δεν ανάγεται στην ατομική ψυχολογία (πόσο μάλλον στη βιολογία). Από αυτή την άποψη είναι άκρως αντιεπιστημονικές οι προσεγγίσεις που ορίζουν τη θρησκεία ως «σχέση του ανθρώπου με το θείο» (Μπέγζος, σ.277), παραπέμποντας απ' ευθείας στο μεσαιωνικό μυστικισμό των οντολογικών αποδείξεων της ύπαρξης του θεού με την επίκληση της περί αυτού ιδέας. Η επιστημονική αξία παρόμοιων προσεγγίσεων είναι χειρότερη από αυτήν λ.χ. της ερμηνείας της ψύχωσης μέσω της σχέσης του ατόμου με παραστάσεις του παραληρήματός του…

Στον αντίποδα του ψυχολογισμού τοποθετείται ο κοινωνιολογισμός, ο οποίος επικεντρώνεται στη φαινομενολογική περιγραφή, στον μονομερή και εν πολλοίς στατικό εντοπισμό μορφών, πτυχών και λειτουργιών του θρησκευτικού φαινομένου (όπως γίνεται  π.χ. στο δομο-λειτουργισμό). Ποικίλες εκδοχές κοινωνιολογισμού απαντώνται σε κοινωνιολογικά κείμενα περί θρησκείας (βλ. π.χ. Τσαούση, σ. 504-551).

 

6. Θρησκευτικός αγνωστικισμός, δογματισμός, σκεπτικισμός, ανορθολογισμός και εκπαίδευση.

 

Η θρησκευτική συνείδηση αποτελεί πρόσληψη εν είδει αισθητηριακών ισοδυνάμων-παραστάσεων της άγνωστης και μάλιστα της μη γνώσιμης, της εκ προοιμίου ακατάληπτης και «αδιάγνωστης» ουσίας, η οποία κυριαρχεί επί ατόμων που διαθέτουν συνείδηση και αυτοσυνείδηση και η οποία είναι κατά βάση εχθρική προς αυτά. Η αγνωσία είναι βασικό γνώρισμα της θρησκείας που την καθιστά από γνωσιολογικής κοσμοθεωρητικής πλευράς αγνωστικιστική συνείδηση, η οποία αρνείται (ολοκληρωτικά ή εν μέρει) τη γνωσιμότητα του κόσμου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η θρησκεία, κατά κανόνα, θέτει φραγμούς στη γνώση και υπονομεύει την εμβέλεια και το βάθος των σκοποθεσιών και της δραστηριότητας του ανθρώπου, γεγονός που την καθιστά θεμελιωδώς αντιεπιστημονική.

Υπαρκτές φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις εκλαμβάνονται ως εκ προοιμίου ασύλληπτες, ανέκαθεν και δια παντός κυρίαρχες και εχθρικές προς τους ανθρώπους. Αντικείμενο της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράγματα, σχέσεις και διαδικασίες που υπάρχουν σε απόσπαση και σε αντιδιαστολή με τους ανθρώπους, που επενεργούν σε αυτούς καταστροφικά. Ωστόσο, οι δυνάμεις αυτές, δεν είναι ακόμα εγνωσμένες και δεν έχουν ακόμα μετασχηματισθεί πρακτικά βάσει της συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων. Είναι ακριβώς αυτό το εισέτι μη εγνωσμένο, το εισέτι μη μετασχηματισθέν πραγμάτων, σχέσεων, διαδικασιών και δυνάμεων που εκλαμβάνεται αντεστραμμένα από τη θρησκευτική συνείδηση ως θεμελιώδης μη γνωσιμότητα δυνάμεων ανέκαθεν και ανυπέρβλητα κυρίαρχων και εχθρικών προς τους ανθρώπους.

 Φυσικά, οι εκάστοτε γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου είναι ιστορικά προσδιορισμένες. Αλλά, το πρόβλημα της γνωσιμότητας δεν είναι για τη θρησκευτική συνείδηση ορθολογικά διευθετούμενη ιστορική διαδικασία, σε συνάρτηση με το εύρος και το βάθος της ανθρώπινης πρακτικής, αλλά εγγενής αδυναμία του  a priori πεπερασμένου του ανθρώπου του φυσικού, του εντεύθεν έναντι της απειρίας του υπερανθρώπου, του υπερφυσικού, του επέκεινα. Αυτός ο εγγενής δογματικός αγνωστικισμός της θρησκείας λειτουργεί ως κοσμοθεωρητική αρχή εξ' υπαρχής υπονομευτική της μαθησιακής διαδικασίας. Αδιαμφισβήτητα, η θρησκεία είναι η παραδοσιακότερη και μακροβιότερη μορφή εξ ορισμού δογματισμού και αγνωστικισμού, γεγονός που της προσδίδει έναν εγγενή αντιεπιστημονισμό και ανορθολογισμό. Χαρακτηριστική είναι η περίφημη ρήση του Ταρτουλλιανού:«credo, quia absurdum» («Πιστεύω διότι είναι παράλογο»).

Δογματισμός είναι η προσήλωση και η άκριτη εμμονή στις (θεμελιώδεις) αρχές και στην αυστηρότητα ορισμένου συστήματος, η οποία προτάσσει την αξίωση να αναγνωρίζο­νται, είτε να γίνονται αποδεκτές άνευ όρων ο­ρισμένες σχηματοποιημένες και μηχανιστικά κωδικοποιημένες θέσεις, ως αξιώματα μη ερειζόμενα σε αιτιολογία ή αποδείξεις. Ο σκεπτικισμός, αντίθετα, προσδιορίζεται είτε αυτοπροσδιορίζεται ως αμφιβολία, αμφι­σβήτηση και άρνηση των αρχών και της αυστη­ρότητας ορισμένου συστήματος, ως αντίπο­δας του δογματισμού. Ο μεν πρώτος, απολυτοποιεί τον απόλυτο χαρακτήρα, ο δε δεύτερος, απολυτοποιεί τον σχετικό χαρακτήρα  της εκάστοτε κεκτημένης αλήθειας.

Στη θρησκεία και στη θεολογία, η μεν πρώτη τάση εκδηλώνεται με τη συγκρό­τηση, συστηματοποίηση και κωδικοποίηση των δογμάτων του κάθε θρησκευτικού συστήμα­τος, στον βαθμό που αυτό εδραιωνόταν και α­ποκτούσε επίσημα θεσμική ισχύ (με την δική του «δογματική»), η δε δεύτερη, με πληθώρα «αιρετικών» αναθε­ωρήσεων.

Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι δύο εκ πρώτης όψεως διαμετρικά α­ντίθετες τάσεις-πόλοι, που εκδηλώνονται με ποικίλες μορφές και ένταση σε διαφορετικές συ­γκυρίες της ιστορίας των μορφών της κοινωνι­κής συνείδησης (θεωριών, επιστημών, ηθικής, πολιτικής, δικαίου, αισθητικής, θρησκείας, φι­λοσοφίας). Στην επιστήμη και στην εκπαίδευση, οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται ι­διαίτερα έντονα στις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, κατά τις οποίες τίθεται σε δο­κιμασία η περιγραφική, ερμηνευτική και ευρετική ικανότητα της κεκτημένης γνώσης και των μεθοδολογικών θεμελίων της, μέσω ποικίλων προσπαθειών εξήγησης του άγνωστου (π.χ. νέων γεγονότων) με τη βοήθεια του ήδη γνωστού. Η δημιουργική ανάπτυξη της επιστήμης και της μάθησης δεν ε­πιτυγχάνεται σε  αυτές τις συγκυρίες μέσω κάποιας εξισορρόπησης του δογματισμού με δόσεις σκεπτικισμού, είτε με την υιοθέτηση μιας σχετικοκρατικής διάλυσης κάθε αρχής, αλλά στον βαθμό που, μέσα από δραματικές συγκρούσεις, αίρεται η άγονη αντίθεση μεταξύ δογματικής εμμονής σε παρωχημένες επιστημονικές θέσεις και μηδενιστικών, σκεπτικιστικών, αγνωσπκιστικών κ.λπ. τάσεων, μέσω της θετικής διευθέτησης των επίμαχων προβλημάτων και της αναβάθμισης της γνώσης με την διαλεκτική «άρση» των κεκτημένων της(Πατέλης, 1998).

Εξυπακούεται ότι ο ανορθολογισμός δεν εξαντλείται στις «συγκροτημένες» φιλοσοφικές, θεολογικές και θεωρητικές εκδοχές του που προωθούνται ποικιλοτρόπως και επισήμως από την «καθηγητική επιστήμη» και τα όποια εντεταλμένα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της άρχουσας τάξης» (Μαρξ, Θεωρίες της υπεραξίας, σ. 528), που πρόθυμα ενσταλάζουν αδράνεια, αποπολιτικοποίηση και μοιρολατρία σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Βλέπετε «αυτή η αποβλάκωση, άμα τε και φρίκη, έχει βρει τους περισσότερους υμνητές απ' όσους οποιοδήποτε άλλο άγος μπόρεσε ποτέ να εξασφαλίσει στο διάβα των αιώνων» (Στάθης). Ωστόσο, καμία συγκροτημένη ιδεολογική επιβολή ή «κατασκευή» δεν θα είχε αντίκρισμα, εάν δεν εύρισκε πρόσφορο έδαφος στο πεδίο των καθημερινών σχέσεων και βιωμάτων των ανθρώπων, σε αυτή τη μήτρα αφομοίωσης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου συστήματος που αναπαράγει τον «λαϊκό ανορθολογισμό», ένα συμπίλημα δεισιδαιμονιών, προκαταλήψεων, προεπιστημονικών, ψευδοεπιστημονικών και παραεπιστημονικών δοξασιών, αφελούς φυσιοκρατισμού και θρησκείας, αλλά και τον αυθόρμητο ανορθολογισμό των μεταμοντέρνων «επιστημόνων», που σπεύδουν να υιοθετήσουν τα εκάστοτε ιδεολογικά κελεύσματα της μόδας.

Δεδομένου μάλιστα ότι με την εδραίωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ο θετικισμός είναι το φιλοσοφικό ρεύμα που πρεσβεύει την κυρίαρχη μορφή του ορθολογισμού, ο τελευταίος εννοείται ως κατ' εξοχήν εργαλειακός, τεχνοκρατικά χρησιμοθηρικός και ιδιοτελώς υπολογιστικός «ψυχρός» λόγος, δέσμιος της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας, κι­νούμενος στα πλαίσια ενός έρποντα εμπειρι­σμού-φαινομεναλισμού. Ο κατ' αυτόν τον τρόπο εννοούμενος θρίαμβος του «ορθολογισμού» δεν αφήνει απλώς περιθώρια για την ανάπτυξη του ανορθολογικού μυστικισμού, αλλά αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξή του, τον αναπαράγει νομοτελώς ως το εξισορροπητικό alter ego του στο πεδίο της καθημερινής τύρβης.

Πολύς λόγος γίνεται περί του μονοσήμαντα ευεργετικού ρόλου της χρήσης νέων τεχνολογιών στην κοινωνία και στην εκπαίδευση. Η εισαγωγή  των «νέων τεχνολογιών» της πληροφορικής, της ψηφιοποίησης των εποπτικών μέσων, της εικονικής πραγματικότητας  και του Internet, που προβάλλεται δημαγωγικά ως πανάκεια για αναβάθμιση της εκπαίδευσης, με αμετάβλητο το όλο πλαίσιο, τις κατευθύνσεις, τη δομή και τις λειτουργίες της εκπαίδευσης, μπορεί να επιτείνει την υποβάθμιση της γνωστικής διαδικασίας σε παραστατική αναπαραγωγή τυποποιημένης πληροφορίας, είτε ακόμα και να οδηγήσει σε εγκλωβισμό εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων στο χαώδες συμφυρματικό πληροφοριακό zapping της «εικονικής πραγματικότητας», με ανεπανόρθωτη υπονόμευση κάθε λογικής συνέπειας, κριτικής στάσης και νοητικής πειθαρχίας …; Εάν λ.χ. ο εικονογράφος του παραδοσιακού σχολικού βιβλίου δεσμευόταν από ορισμένες στοιχειώδεις αξιώσεις αναπαραστατικού ρεαλισμού, οι δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής επεξεργασίας παραστάσεων της εικονικής πραγματικότητας δεν παρέχουν μόνο απείρως μεγαλύτερη ευχέρεια δημιουργικών οπτικοποιήσεων, αλλά και τη δυνατότητα οπτικοποίησης κάθε λεκτικοποιημένης ή μη ανορθολογικής αυθαιρεσίας, προσπελάσιμης μάλιστα από ηλικιακές ομάδες και υπό όρους, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εξασφαλίζουν την κριτική επεξεργασία των προσφερόμενων παραστάσεων. Ανακύπτει κατ' αυτό τον τρόπο ο κίνδυνος αναβίωσης της πρωτόγονης ανορθολογικής «καθολικής αιτιοκρατίας», όπου κάθε τι μπορεί να προκύψει από τα πάντα, με την επιβλητική και υποβλητική χρήση μιας τεχνικής βάσης που παρέχει μεν θεμελιώδεις δημιουργικές δυνατότητες, αλλά και δυνατότητες καταστροφής του λόγου. Το πρόβλημα επιτείνεται με την προβολή σκοταδιστικών και αντιεπιστημονικών δογμάτων ως θέσεων ισάξιας (αν όχι βαθύτερης) ισχύος και εγκυρότητας με επιστημονικές θέσεις (βλ. τις σχιζοφρενικές επιπτώσεις της επιβολής των θρησκευτικών).

Ως εκ τούτου, η θρησκεία προσφέρεται προς ανάλυση και ως κλασικό διδακτικό υπόδειγμα δογματισμού, αντιεπιστημονισμού και ανορθολογισμού, εξαιρετικά χρήσιμο από τη άποψη της διάγνωσης των μηχανισμών και των επιπτώσεων κάθε δογματοποίησης στο χώρο της επιστήμης, της συνείδησης και των ιδεών.

Η θεολογία,στην καλύτερη περίπτωση, συνιστά επιστημονικοφανή κωδικοποίηση – συστηματοποίηση των θρησκευτικών δογμάτων και διακρίβωση των όρων (θεσμικών, κοινωνικών, ψυχολογικών, κ.ο.κ.) διαχείρισης της θρησκευτικότητας, που αποσκοπεί στην εδραίωση και παράταση της βιωσιμότητάς της. Από αυτή την άποψη η θεσμική παρουσία και αυτοπροβολή της θεολογίας ως επιστήμης, αλλά και η ένταξη των θρησκευτικών στην οργανωμένη εκπαίδευση, δίκην γνωστικού αντικειμένου (που συνυπάρχει στα αναλυτικά προγράμματα ισάξια με τα επιστημονικά γνωστικά αντικείμενα) και πηγής προτύπων-αξιών για τους νέους, συνιστούν ιδιότυπες ιδεολογικές-χειραγωγικές ενέργειες με αντιεπιστημονικό, αντιπαιδαγωγικό και αντιδραστικό περιεχόμενο.

 

7. Για την ιστορικότητα και την πρακτική λειτουργικότητα των θρησκευτικών προτύπων.

 

Αλλοτρίωση, θρησκευτικό βίωμα και θρησκευτική ανάγκη.

Με τη θρησκεία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τις ίδιες του τις δημιουργικές (και καταστροφικές) ικανότητες, δυνάμεις, σχέσεις και δραστηριότητες ως εκτός και εναντίον του υφιστάμενα μορφώματα, αντικείμενα, παραστάσεις. Πρόκειται για ανορθολογική μορφή συνειδητοποίησης καθ' όλα υπαρκτών (τουλάχιστον ως προς την αφετηρία τους) αντικειμένων. Στη θρησκεία «οι άνθρωποι κάνουν τον εμπειρικό τους κόσμο μια ουσία που τη συλλαμβάνουν, τη φαντάζονται, που τους αντιμετωπίζει μονάχα σαν κάτι ξένο» (Ιλιένκοφ, σ.63). Και μάλιστα, παρά τον αφελή μηδενισμό ορισμένου τύπου αθεϊστικών τάσεων, η θρησκεία αποτελεί ιστορικά συγκεκριμένο φαινόμενο, αναγκαίο, παροδικού χαρακτήρα μόρφωμά του ανθρώπινου πολιτισμού, αναβαθμό της διαμόρφωσής του αυθεντικού συνειδέναι, καθώς «ο άνθρωπος οφείλει αρχικά εντός της θρησκευτικής του συνείδησης να αντιπαραθέσει στον εαυτό του τις ίδιες τους τις πνευματικές δυνάμει ως ανεξάρτητες δυνάμεις» (Αρχείο Μαρξ, σ.35). Η υπαρκτή αφετηρία αυτής της αντιστροφής δεν πρέπει να αναζητηθεί στον κόσμο των ιδεών και της φαντασίας, αλλά στην ιδιοτυπία ορισμένου επιπέδου διαμόρφωσης των υλικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας, χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο κατακερματισμός της ανθρωπότητας (λόγω του υποδουλωτικού χαρακτήρα του κατακερματισμού της εργασίας, της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο). Το κοινωνικό όλο προβάλλει τότε ως σύνολο σχετικά αυτοτελών μερών, πραγμάτων, σχέσεων κ.λπ., η ουσία του οποίου εκδηλώνεται στην επιφάνεια με τη μορφή του αντίποδά της: της αισθητηριακής αμεσότητας. Όταν η συνείδηση του ανθρώπου εξετάζει τους όρους ύπαρξης αυτής της αντικειμενικής φαινομενικότητας ως ιστορικά αμετάβλητους και ανυπέρβλητους, αδυνατεί να εμβαθύνει στην ουσία, οπότε νομοτελώς ανακύπτει η αυταπάτη που αντιστρέφει την πραγματική κατάσταση: η τυχαία εξωτερική κίνηση, η εξωτερική όψη των πραγμάτων απολυτοποιείται και υπό το πρίσμα αυτής της απολυτοποίησης «εξηγεί» την εσωτερική κίνηση, την ουσία (Βαζιούλιν, 1968, σ. 118 – 129).

Η θρησκευτική συνείδηση δεν έχει να κάνει με απεικάσματα είτε με έννοιες που απορρέουν από μια καθαρά γνωστική σχέση του ατόμου-υποκειμένου προς το αντικείμενο, μια σχέση που γεννά γραμμικά αντανακλάσεις-αντικατοπτρισμούς, ως άμεσα προσαρτήματα στη συνείδηση. Εφ' όσον η σχέση των ανθρώπων προς το περιβάλλον τους είναι μια σχέση πρακτικά λειτουργική (και σε επίπεδο άκριτης εμπλοκής στην καθημερινότητα της γενικευμένης αλλοτρίωσης η σχέση αυτή είναι κατ' εξοχήν τέτοιου τύπου) προς τους αντικειμενικούς (εμπράγματους ή προσωπικούς) όρους ύπαρξής τους, οι οποίοι ορίζουν τους ανθρώπους πέρα κι έξω απ' τη θέλησή τους, τα συνδεόμενα με την εμπλοκή του ανθρώπου σε τέτοιες σχέσεις βιώματα χαρακτηρίζονται από αντιφατικές νοηματοδοτήσεις «αισθητές-υπεραισθητές» (Μαρξ, Το κεφάλαιο, σ. 84), αλλά και λογικοφανείς-ανορθόλογες.

Κατ' αυτό τον τρόπο η θρησκεία υπαγορεύει ορισμένα πρότυπα, συγκεκριμένου τύπου στάση ζωής. Εφ' όσον ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις που αρθρώνουν το βιοτικό του πρόγραμμα ως δεδομένες και αμετάβλητες, είναι ανέφικτη, η όποια συνεπής αναζήτηση αιτιώδους συνάφειας και ριζικού επαναπροσδιορισμού της στάσης ζωής του και της όλης συμπεριφοράς και επικοινωνίας του. Αλλά στο βαθμό που η εμπλοκή του σε αυτές, η εξυπηρέτηση τους, η ίδια η ύπαρξή του, προϋποθέτει ορισμένο ελάχιστο επίπεδο προσανατολισμού (ρύθμισης, αυτορύθμισης κ.λπ.), άρα και ορισμένου τύπου συνείδηση και αυτοσυνείδηση, το περιεχόμενο των οποίων εστιάζεται σε ιδιότυπες, δομικές και λειτουργικές πτυχές του συστήματος ως έχει, που μορφοποιούνται σε ιδιότυπα πρότυπα – αισθητηριακά ισοδύναμα. Τέτοιες είναι και οι θρησκευτικές παραστάσεις, η παρουσία και η επίκληση των οποίων είναι δηλωτική του αλλοτριωμένου χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και εχέγγυο βιωσιμότητας του ατόμου σε αυτές, όσο δεν υφίσταται ή δεν συνειδητοποιείται μια πραγματική διέξοδος-υπέρβασή τους.

Η γενικευμένη αίσθηση της αλλοτρίωσης, της εξάρτησης και της υποταγής που αποκομίζει ο άνθρωπος, βιώνοντας αλλεπάλληλες «αξιολογήσεις», κυρώσεις και ανταμοιβές, μορφοποιείται σε απολυτοποιημένη υποστασιοποίηση του φόβου, της καθολικής κυριαρχίας, μιας «υπέρτατης δύναμης». Εδώ ακριβώς έγκειται ο «παιδευτικός» μηχανισμός κοινωνικοποίησης μέσω της θρησκείας. Με τη βιωματική εσωτερίκευση αυτού του φόβου -ως αρνητικού ρυθμιστικού παράγοντα της κομφορμιστικής συμπεριφοράς- νοηματοδοτείται θετικά (συνειδητά και ασυνείδητα) το υποστασιοποιημένο αισθητηριακό ισοδύναμό του. Η παρουσία και η ενέργεια του υποστασιοποιημένου αισθητηριακού ισοδύναμου αυτού του φόβου (έναντι του θείου, του ιερού, του αγίου) προσδίδει στη γενικευμένη δέσμευση του πειθαναγκασμού και της χειραγώγησης την αίσθηση μιας αυτοδέσμευσης, την αίσθηση του δέους. Η αίσθηση αυτή λειτουργεί ως αναγκαίο συνοδευτικό στοιχείο της συνύπαρξης με τους άλλους στην κοινωνία, ως υπερβατική εγγυητική αρχή του ήθους της όποιας κοινωνικότητας. Γι' αυτό και ο στερούμενος αυτής της αίσθησης είναι για την καθημερινή θρησκευτική συνείδηση «αθεόφοβος».

            Κατ' αυτόν τον τρόπο, εν είδει θρησκείας μορφοποιούνται, κωδικοποιούνται και αναπαράγονται διαγενεακά αυθόρμητα διαμορφωμένοι κανόνες, πρότυπα και παραδόσεις. Από αυτή την άποψη  η ισχύς της θρησκείας, είναι η ισχύς της άκριτα προσλαμβανόμενης και ακατανόητης ως προς τις πραγματικές ιστορικές πηγές της παράδοσης (Ιλιένκοφ, σ. 63) ως υποστασιοποιημένης σε στερεοτυπικές δογματικές μορφές κλίμακας αξιών. Συνεπώς οποιαδήποτε αναγωγή του πολιτισμού και της πολιτισμικής ταυτότητας  στη θρησκεία, είναι θεμελιωδώς συντηρητική, αν όχι άκρως αντιδραστική.

Αν ο άνθρωπος στη δεδομένη επίγειο ύπαρξή του, στον εντεύθεν κόσμο, δεν μπορεί να επιτύχει εκπλήρωση των ζωτικών του επιθυμιών, των δημιουργικών δυνατοτήτων και επιδιώξεών του, αν νοιώθει χαμένος, ανακύπτει η διάθεση για «σωτηρία», η οποία επικεντρώνει τη συνείδηση στο βίωμα του ανεκπλήρωτου ως θεμελιωδώς μη εκπληρώσιμου και ανικανοποίητου. Ο εντεύθεν κόσμος προβάλλει τότε ως «ψευδής», «μάταιος», κ.ο.κ. και τελικά ως απολύτως απορριπτέος. Τότε το επέκεινα βιώνεται ως προσανατολιστικό «άκρον άωτον», ως υπερβατικό φαντασιακό πρότυπο και ως διαμαρτυρία, ως απόλυτη άρνηση του εντεύθεν αβίωτου κόσμου.

Ωστόσο, η αληθινή -και όχι φαντασιακή- πραγμάτωση της προσωπικότητας είναι εφικτή μόνο μέσα από συλλογική πρακτική και συνείδηση, που αίρει διαλεκτικά τη μερικότητα της κατακερματισμένης αλλοτριωτικής καθημερινότητας, βάσει των αντιφατικών τάσεων αυτού του κόσμου. Η αναζήτηση λύσης στο πρότυπο (μορφή, παράσταση, αξίες) του επέκεινα, καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο αυτής της καθημερινότητας, παρέχοντάς του μια ψευδαίσθηση υπέρβασής της, τη στιγμή που καταστρέφει εκείνες τις μορφές ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν πραγματικά να τον άρουν υπεράνω του επιμέρους.

Τα θρησκευτικά πρότυπα δεν αποκαλύπτουν την ουσία της κοινωνικής δυναμικής, κινητοποιώντας το υποκείμενο σε δημιουργική και επαναστατική στάση ζωής, αλλά τουναντίον, εγκλωβίζουν τη συνείδηση σε στερεοτυπικές-δογματικές μορφές, συνυφασμένες με την ψευδαίσθηση της πληρότητας, της αρμονίας και της ασφάλειας, που είναι μάλιστα κατ' εξοχήν επιδεκτικές σε τελετουργική ανάκληση και αναπαραγωγή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θρησκεία είναι το πλέον δοκιμασμένο ανά τους αιώνες πρότυπο φαντασιακής φυγής, διεξόδου από τα αδιέξοδα της αλλοτριωμένης πραγματικότητας, που συνιστά ταυτοχρόνως και μορφή (μαζικής και ατομικής) ψυχοθεραπείας για την επιβίωση σ' αυτή την αφόρητη πραγματικότητα, για να κάνει υποφερτό έναν αβίωτο κόσμο.

Η επισήμανση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας, με την ακραία καθολικότητα της αλλοτρίωσης, αλλά και με την απουσία αυθεντικών συλλογικοτήτων. Η ιδιοτυπία της σύγχρονης προβληματικής της θρησκευτικής ανάγκης συνδέεται με το βίωμα της ολοκληρωτικής και ριζικής απόρριψης του μεμονωμένου ανθρώπου στην καθαρή μερικότητα της ιδιώτευσής του. Η μοναχική συρρικνωμένη ατομικότητα, βιώνει την ύπαρξή της σε ακραία  αντιδιαστολή με το αφηρημένο, το πραγμοποιημένο και απροσπέλαστο (λόγω απουσίας νοητικών, υλικών, οργανωτικών κ.λπ. διαμεσολαβήσεων) των κοινωνικο-οικονομικά ολοκληρωμένων αφαιρέσεων. Είναι η κατάσταση του «μοναχικού πλήθους» (Riesman), όπου όλη η ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου, ο εργάσιμος και ο «ελεύθερος» χρόνος του, εκτυλίσσεται υπό το κράτος εντελώς αφηρημένων δυνάμεων, που ποτέ δεν του επιτρέπουν να αρθεί υπεράνω της μερικότητάς του.

Η ολοκληρωτική και γενικευμένη αλλοτρίωση της εποχής της «παγκοσμιοποίησης», που προβάλλει ως χαώδης κυκεώνας πραγμοποιήσεων, ως πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα «αυτοκρατορία», οδηγεί στην ενίσχυση της τελεολογίας του μοναχικού «Εγώ» (της εγωκεντρικής τελεολογίας), οδηγεί σε χαώδη σκεπτικισμό έναντι κάθε «ιδεολογίας» ή (όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι ιεροκήρυκες της εποχής), έναντι των «μεγάλων αφηγήσεων». Το κοσμοθεωρητικό κενό, η παντελής απουσία συνειδησιακού συστήματος αναφοράς και ταυτότητας, που χαρακτηρίζει αυτόν τον τύπο «αποδομημένου» ατόμου, μετατρέπεται σε πεδίο ποικίλων χειραγωγήσεων, σε πρόσφορο έδαφος «ευπιστίας» και διαρκούς ετοιμότητας για προκατάληψη. Στον παραμικρό κλονισμό, αυτό το εθισμένο στην «μεταμοντέρνα αμηχανία» (Καραποστόλης, σ.16) άτομο σπεύδει σπασμωδικά να κρατηθεί από οποιαδήποτε «σανίδα σωτηρίας» βρεθεί διαθέσιμη από το οπλοστάσιο της ιστορικής παράδοσης (βλ. π.χ. τα «ελληνορθόδοξα» πρότυπα) είτε (και) από την εκάστοτε μόδα του συρμού (είτε από εκλεκτικό συνδυασμό και των δύο). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εκσυγχρονιστική θεολογία σπεύδει να επιστρατεύσει τα επιχειρήματα της μετανεωτερικής αποδόμησης για να προτάξει υπεράνω του κατακερματισμένου βιώματος το πρότυπο της «θείας αλήθειας» (βλ. π.χ. P. Koslowski, σσ.217-218).

Κατά την γλαφυρή και κλασική διατύπωση του νεαρού Μαρξ: «ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μιαν αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η γενική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του point d' honneur (ζήτημα τιμής – Δ.Π.) ο ενθουσιασμός του, η ηθική του κύρωση, το μεγαλοπρεπές του συμπλήρωμα, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσής του. Μετατρέπει σε φαντασιακή πραγματικότητα την ανθρώπινη ουσία, διότι η ανθρώπινη ουσία δεν διαθέτει αληθινή πραγματικότητα…

Η θρησκευτική ένδεια είναι ταυτοχρόνως έκφραση της πραγματικής ένδειας και διαμαρτυρία εναντίον αυτής της πραγματικής ένδειας. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας άψυχης τάξης πραγμάτων. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.

Η υπέρβαση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού συνιστά την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση της απόρριψης των αυταπατών περί της θέσεώς του, συνιστά απαίτηση της απόρριψης μιας τέτοιας κατάστασης, η οποία έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι συνεπώς εν σπέρματι η κριτική εκείνης της κοιλάδας των δακρύων, το φωτοστέφανο της οποίας αποτελεί η θρησκεία» (Μαρξ, Κριτική της εγελιανής …; σ. 414-415, ελληνική έκδ. σ. 17-18).

Είδαμε ότι η θρησκεία, αφ' ενός μεν συνιστά τρόπο προσαρμογής στην αλλοτριωμένη ζωή μέσω της αλλαγής συνείδησης, αφ' ετέρου δε παγιώνει και ενισχύει αυτή την αλλοτρίωση. Είναι λοιπόν η θρησκευτική συνείδηση συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της αλλοτρίωσης ως ανυπέρβλητης κατάστασης. Η θρησκεία, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των θεολόγων, δεν υπήρχε ανέκαθεν. Προέκυψε ιστορικά μέσα από τη διαδικασία μετάβασης της κοινωνίας από την πρωτόγονη κοινότητα στις πρώτες εκμεταλλευτικές κοινωνίες, μέσω του βαθμιαίου μετασχηματισμού της μυθολογίας (βλ. αναλυτικότερα: Πατέλης, 1999). Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες και στο βαθμό που ήταν εφικτή η άμβλυνση της καταστροφικής επενέργειας αλλότριων και εχθρικών δυνάμεων μέσω της θρησκευτικής συνείδησης, η τελευταία διαδραμάτιζε ορισμένο θετικό ρόλο, παρέχοντας τελικά πρότυπα τρόπων, ρόλων και συμπεριφορών άκριτης αποδοχής της παραδεδομένης καθεστηκυίας τάξεως. Εφ' όσον όμως διαμορφώνονται συνθήκες για τη διάγνωση και το μετασχηματισμό των εν λόγω δυνάμεων, η θρησκευτική συνείδηση και η ορμώμενη από αυτήν επιβολή δογματικών προτύπων στην εκπαίδευση, διαδραματίζει ιστορικά αρνητικό ρόλο, προβάλλει ως δύναμη συντήρησης και αντίδρασης.

 

8. Η θρησκεία ως έκφανση πολιτιστικών καθόλου.

 

Συνιστά άραγε η θρησκεία αυθεντική αξία αναφοράς για την καλλιέργεια πολιτισμικής ταυτότητας και παιδαγωγικών προτύπων;

Υπό το πρίσμα ακριβώς της συγκεκριμένης καθολικότητας του πολιτισμού, αυθεντικές μορφές πολιτιστικών καθόλου είναι μόνον εκείνες οι οποίες συγκροτούν το πεδίο της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας ως όρο ανάπτυξης της συλλογικότητας, της κοινωνίας.

Ποικίλων μορφών επιμέρους εκφάνσεις αυτών των πολιτιστικών καθόλου απαντώνται στην ιστορία. Αυτές οι εκφάνσεις, φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα των ιστορικά συγκεκριμένων (και χωροχρονικά περιορισμένων) σχέσεων που τις γέννησαν, και ως εκ τούτου, φέρουν το στίγμα της μεν είτε της δε ατομικότητας, μερικότητας, είτε και μονομέρειας (κοινοτικής, εθνοτικής, εθνικής, θρησκευτικής, περιφερειακής, επιμέρους πολιτισμικής, ταξικής, κ.ο.κ.), δηλαδή, προβάλλουν πάντοτε συνυφασμένες σε μιαν αντιφατική ενότητα πολιτιστικά προοδευτικών, συντηρητικών και αντιδραστικών στοιχείων.

Τι είδους αυθεντική μορφή πολιτιστικού καθόλου μπορεί να συνιστά, φερ' ειπείν, η αξίωση της επιβολής μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ληστρική εκμετάλλευση και καθυπόταξη όλων των εθνών από ένα έθνος, ή από μικρή ομάδα εθνών, προσδίδοντας τεχνηέντως σε αυτή την επιβολή τον χαρακτήρα «ιερού πολέμου»;

Όλες οι θρησκείες, ως εκφάνσεις τέτοιου τύπου πολιτιστικών καθόλου, περιλαμβάνουν στοιχεία ανθρωπισμού, φιλαλληλίας και βιωματικής συλλογικότητας, τα οποία όμως συνυπάρχουν πάντοτε με το εγγενές για κάθε θρησκεία στοιχείο του δογματισμού, του αποκλεισμού και της μισαλλοδοξίας έναντι των «απίστων», κ.ο.κ. Μπορεί άραγε η (οποιαδήποτε) θρησκεία, να λειτουργήσει ως αυθεντική μορφή πανανθρώπινης συγκεκριμένης καθολικότητας, ως κίνητρο ενοποίησης της ανθρωπότητας;

Έτσι, η θρησκεία, ως επιμέρους έκφανση πολιτιστικών καθόλου, λειτουργεί ως «αφηρημένη καθολικότητα», χαρακτηριστικό της οποίας δεν είναι η διαλεκτική «άρση» της διαφοράς, της αντίθεσης και της αντίφασης, αλλά, -με ποικίλες μορφές και σε διάφορους βαθμούς- η διαχείριση, η εδραίωση, η αναπαραγωγή και η διάδοση ορισμένων διαφορών, αντιθέσεων αντιφάσεων και ανταγωνισμών, η συναινετική ή (και) πειθαναγκαστική ενοποίηση επί αυτής ακριβώς της διχαστικής βάσεως, μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων ή και του συνόλου της ανθρωπότητας. Επομένως, εκ των πραγμάτων, η λειτουργία της θρησκείας δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντα καθολική και ενοποιητική. Αυτό ακριβώς το στοιχείο διαφοροποιεί την «αφηρημένη καθολικότητα» των εν λόγω εκφάνσεων, ακόμα και όταν οι φορείς τους επιδιώκουν διακαώς την επιβολή τους με αξιώσεις παγκοσμιότητας, από την «συγκεκριμένη καθολικότητα» των μορφών του αυθεντικού πολιτισμού της ενοποιημένης ανθρωπότητας, από τις καθολικές μορφές του αυθεντικού πολιτισμού.

 

9. Νοηματοδότηση του ανόητου και ουτοπικός αρνητισμός.

 

Ωστόσο, αυτή η «αφηρημένη καθολικότητα» του θρησκευτικού φαινομένου, ο εγγενής ιστορικός περιορισμός των όποιων επιμέρους εκφάνσεων των πολιτιστικών καθόλου, είναι που χαρακτηρίζει την αντιφατικότητα του ιστορικού γίγνεσθαι στην νομοτελή (άλλα όχι αυτομάτως δεδομένη) πορεία της ανθρωπότητας προς τον αυθεντικό πολιτισμό.

Η «αφηρημένη καθολικότητα», δεν αφορά αποκλειστικά τα θρησκευτικά πρότυπα. Η μονομερής  άρνηση ορισμένης πραγματικότητας, χωρίς πρακτική θετική διέξοδο-άρση αυτής της πραγματικότητας, αποκτά στοιχεία θρησκευτικού τύπου μεταφυσικής. Το πρόβλημα δεν έγκειται στις υποκειμενικές προθέσεις του ανθρώπου υπέρ ή κατά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και σε ενδεχόμενη δυνατότητα αντιστροφής της κυρίαρχης κλίμακας αξιών. Η τελευταία συνιστά απλώς ένδειξη θεωρητικού και στρατηγικού ελλείμματος, αδυναμίας θετικής διεξόδου από τα αδιέξοδα της συγκυρίας, και ως εκ τούτου, αξιακού ετεροπροσδιορισμού (έστω και αποφατικού τύπου) από την κυρίαρχη κλίμακα αξιών. Στο παράδειγμα της θρησκείας είναι καταφανές το αλληλένδετο και τελικά, η ταύτιση της απόλυτης άρνησης και της απόλυτης κατάφασης του εντεύθεν κόσμου, πρακτικό ισοδύναμο της οποίας είναι τελικά η απολογητική στάση και η αποδοχή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων ως έχει (βλ. σχετικά και: Παυλίδης 2001, 2003).

Η αναζήτηση διεξόδου από τα αδιέξοδα της καθημερινότητας στην αφηρημένη δεοντολογία των υποστασιοποιημένων αξιών, καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο αυτής της καθημερινότητας, παρέχοντάς του μια ψευδαίσθηση υπέρβασής της, τη στιγμή που υπονομεύονται εκείνες οι μορφές ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν να τον άρουν υπεράνω του επιμέρους. Έτσι συγκροτείται η αξιολογική διάσταση της ουτοπικής συνείδησης, στα πλαίσια της οποίας ενυπάρχει σε διάφορους βαθμούς και με ποικίλες λανθάνουσες μορφές το θρησκευτικό στοιχείο. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις περιπτώσεις φετιχοποίησης, απολυτοποίησης και θεοποίησης πλευρών της ανθρώπινης δημιουργίας και των αποτελεσμάτων της (της επιστήμης, της τεχνολογίας, της τέχνης, πολιτικών φορέων και ιδεολογιών, θεσμών, κ.ο.κ.). Το ανόητο του εντεύθεν κόσμου οδηγεί στην νοηματοδότηση ενός επέκεινα κόσμου καθαρών και άσπιλων αφηρημένων αξιών, προτύπων και ιδεωδών, μέσω του οποίου, ο άνθρωπος προσπαθεί να θεωρήσει τον εντεύθεν κόσμο ώστε να τον καταστήσει βιώσιμο. Συχνά όμως αυτό το επέκεινα, μέσω αλλεπάλληλων ματαιώσεων, γίνεται μηδέν και το μόνο περιεχόμενο του βιώματος γίνεται η απόγνωση… Εδώ η σύγχρονη θρησκευτική ανάγκη και ορισμένες κατευθύνσεις-πρότυπα της τέχνης συναντώνται, με κοινά σημεία αναφοράς την απουσία συνάφειας του περιεχομένου, την αυθαιρεσία του υποκειμενισμού και το άμορφο των αισθητηριακών ισοδυνάμων τους. «Το άμορφο, η χωρίς περίγραμμα ουσία της σύγχρονης θρησκευτικής ανάγκης υποστηρίζει όλες τις τάσεις προς καταστροφή των αισθητικών μορφών στην τέχνη» (Lucacs G. σ. 439).

 

10. Συμπεράσματα και παιδαγωγικές προεκτάσεις.

 

Η θρησκεία ως συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της αλλοτρίωσης, συνιστά φαντασιακή «υπέρβαση» αυτής της αλλοτρίωσης. Είναι λοιπόν μορφή συλλογικής αυτοσυνείδησης σε συνθήκες μετασχηματισμού και διάλυσης της κοινότητας, στις οποίες δεν υπάρχει ακόμα η αυθεντική συλλογικότητα που απαρτίζεται από ολόπλευρα αναπτυσσόμενες προσωπικότητες, παρέχοντας στον άνθρωπο φαντασιακά ερείσματα, και πρότυπα-υποκατάστατα αυθεντικής ανθρωπιάς, συλλογικότητας και προσωπικότητας.

Στις σημερινές συνθήκες, η όποια αυθόρμητη προσφυγή των ανθρώπων που αναζητούν ερείσματα στη θρησκεία, ως άμεσα αντιληπτή, αρχέγονη και παραδοσιακά διαθέσιμη πηγή ταυτότητας, θα πρέπει να εκληφθεί ως σύμπτωμα ελλείμματος και ανεπάρκειας αυθεντικά επαναστατικού και επιστημονικά θεμελιωμένου συνειδέναι, αλλά και αντίστοιχης συλλογικότητας, οργάνωσης και πρακτικής. Όσο αυτό το έλλειμμα και η ανεπάρκεια διαιωνίζονται, ελλοχεύουν κίνδυνοι εκ προοιμίου εγκλωβισμού και χειραγώγησης των διαθέσεων αντίστασης και πάλης, σε λογικές «συλλογικών εγωισμών», με ψευδοσυλλογικότητες – φενάκες (όπως π.χ. η αναζήτηση «ομόδοξων», «αδελφών» και «ανάδελφων») που συγκαλύπτουν και εξυπηρετούν τη διατήρηση των ουσιωδών αντιφάσεων της κοινωνίας.

Ο εκπαιδευτικός που έχει διαγνώσει επιστημονικά, που συνειδητοποιεί τον ιστορικό χαρακτήρα και τις κοινωνικο-ψυχολογικές λειτουργίες της θρησκείας, αναπτύσσει μεν με συνέπεια αγωνιστική στάση έναντι κάθε μορφής σκοταδισμού, χωρίς ωστόσο να υιοθετεί τον στείρο αρνητισμό του αθεϊσμού της ανερχόμενης στην ιστορική αρένα αστικής τάξης. Ο τελευταίος, ως γέννημα του διαφωτισμού και του αγώνα κατά του καθεστώτος κυριαρχίας της θρησκείας (κατά της φεουδαρχίας και των καταλοίπων της), φέρει ανεξίτηλο το στίγμα της απλής απόρριψης-άρνησης της θρησκείας. Ως εκ τούτου, ετεροπροσδιορίζεται έναντι της θρησκείας, ορίζεται δηλαδή μέσω αυτού την άρνηση του οποίου συνιστά. Ωστόσο, παρά τις διαφωτιστικές αυταπάτες, η θρησκεία δεν ακυρώνεται με λογικά επιχειρήματα, ούτε καταργείται με διατάγματα. «Αίρεται» διαλεκτικά όταν και εφ' όσον η ανθρωπότητα θα απαλλαγεί από τις σχέσεις εκείνες που γενούν και αναπαράγουν την θρησκευτική ανάγκη και το θρησκευτικό βίωμα στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Εκείνο που χρειάζεται λοιπόν, δεν είναι ένας «ιερός πόλεμος» κατά της όποιας θρησκείας και των φορέων της, αλλά ο αγώνας για την απαλλαγή της ανθρωπότητας από εκείνες τις σχέσεις που γεννούν τη θρησκεία, από κάθε μορφής εκμετάλλευση, αλλοτρίωση και καταπίεση, ο αγώνας για μια κοινωνία, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του καθενός, στην αυθεντική πανανθρώπινη συλλογικότητα (βλ. Μαρξ 1978 και Βαζιούλιν 2004). Ο αγώνας αυτός, που χαράζει την πραγματική προοπτική διεξόδου από τα αδιέξοδα της κοινωνίας, θα απεμπλέκει τους ανθρώπους από τις φενάκες των φαντασιακών μεταφυσικών προτύπων.

Ωστόσο, ο αγώνας αυτός προϋποθέτει μια στάση ζωής, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η κατανόηση και ο σεβασμός στη θρησκευτική ανάγκη και στα αντίστοιχα βιώματα των ανθρώπων. Παραφράζοντας την εύστοχη μεταφορά του Λένιν από τα «φιλοσοφικά τετράδια»,θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θρησκεία είναι αδιαμφισβήτητα ένα άγονο άνθος στο δένδρο του υπό διαμόρφωση πολιτισμού. Άγονο άνθος – στο βαθμό που αποτελούσε (και υπό ορισμένους όρους εξακολουθεί να αποτελεί για κάποιους) τη μοναδική και απαρέγκλιτη διέξοδο για την ανθρώπινη δημιουργικότητα και συλλογικότητα. Άγονο άνθος – εφ'όσον αποτελεί ψευδαίσθηση διεξόδου και τελικά υπονόμευση της αυθεντικής δημιουργικότητας και συλλογικότητας. 

Επομένως, στα θρησκευτικά βιώματα, δεν ενυπάρχουν μόνο φενάκες και ιδιοτελείς σκοπιμότητες, αλλά και στοιχεία προσδοκίας ανθρωπισμού, φιλαλληλίας και βιωματικής συλλογικότητας σε λανθάνουσα μορφή. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία οφείλει να επανανοηματοδοτήσει σε ορθολογική και επιστημονικά θεμελιωμένη βάση η προοπτική του αγώνα, η καλλιέργεια δρόμων με προοπτική (Μακάρενκο, σ. 199), εντός και εκτός των αιθουσών διδασκαλίας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Koslowski P. Die postmoderne Kultur. Munchen, 1988, ρωσ.έκδ. Μόσχα,1997

Lucacs G. Die eigenart des Asthetischen, ρωσ.έκδ. τ. 4, Μόσχα, 1987.

Mαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η αγία Οικογένεια, κεφ. 5ο , υποκεφ. 2ο: «Το μυστικό της θεωρησιακής κατασκευής». ρωσ.έκδ. Έργα: τ. 2.

Mπέγζος Μ. Θρησκεία, στο: Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό Λεξικό, εκδ. Καπόπουλος, τ. 2., Αθήνα 1995.

Palmgren G. Οι γενετιστές βρήκαν το γονίδιο της θρησκευτικής πίστης. Science Illustrated, Τεύχος 11 – Φεβρουάριος 2006, σελ.48-49.

Riesman D. The lonely crowd: a study of the changing American character. New York, 1950, ελλην. Έκδ. Νταίηβιντ Ρήσμαν, Το μοναχικό πλήθος, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς. Αθήνα, Νησίδες, 2001

Αρχείο Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Ινστιτούτο Μ.Λ., Μόσχα 1933, τ. 2/7.

Βαζιούλιν Β.Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, ρωσ.έκδ.  Μόσχα, 1968.

Δαφέρμος Μ., Σάαντ Ρ. Επιστήμη και ανθρωπισμός. Αριστερή ανασύνταξη, Τεύχ.6, 1995, σελ.75-86, και 

http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Epistimianthropismos.htm,

ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.

Ένγκελς Φ., Αντι-Ντύρινγκ, στο: Mαρξ Κ. – Ενγκελς Φ. Έργα, ρωσ.έκδ. τ.20.

Ιλιένκοφ Ε. Β. Η αρχαία διαλεκτική ως μορφή σκέψης, στο: Φιλοσοφία και πολιτισμός, ρωσ.έκδ.  Μόσχα, 1991.

Καραποστόλης Β. Το ζήτημα των προτύπων στην εκπαίδευση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 2003, τεύχος 129, σ. 12-18.

Μακάρενκο Α. Σ., Για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, ρωσ.έκδ.  Μόσχα 1951.

Μαρξ Κ. Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, στο: Mαρξ Κ. – Ενγκελς Φ. Έργα, ρωσ.έκδ. τ. 1. Στην ελληνική βλ. και μετ. Μπ. Λυκούδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία, μετ. Φιλίνη Κ. Gutenberg, τ. Α.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Μανιφέστο το Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. χ.χ.

Μαρξ Κ., Θεωρίες της υπεραξίας, μέρος ΙΙΙ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. χ.χ.

Μαρξ Κ., Το κεφάλαιο, τόμος 1ος , Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. χ.χ.

Ντυρκέμ Εμίλ (1998). Συλλογικές αναπαραστάσεις και αντιληπτικές κατηγορίες.
(μετάφραση Θ. Ανθογαλίδου),

http://web.auth.gr/virtualschool/1.1/TheoryResearch/DurkheimRepresentations.html, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.  

Ουγκρινόβιτς Ντ. Μ. Θρησκεία, στο: Η κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της, ρωσ.έκδ.  Μόσχα, 1986.

Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. – A.E.I. Ενημέρωση από τη Βουλή: Στα ψηφισθέντα νομοθετήματα περιλαμβάνεται η «ανωτατοποίηση των εκκλησιαστικών σχολών» http://www.ntua.gr/posdep/NOMOI/nomoi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.

Πατέλης Δ., Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; Στο: Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Τυποθήτω-Δαρδανός. Αθήνα, 1998, και  http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Epistimes.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.

Πατέλης Δ., Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία. Μάρτιος – Απρίλιος 1999. Τ. 34, σελ 99 -124, και  http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Thriskiamorfi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.

Πατέλης Δ., Η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας της κοινωνίας, στο: Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ποιος, ποιόν και γιατί. Επιμέλεια: Χ. Κάτσικας, Γ. Καββαδίας. Εκδ. Σαββάλας. Αθήνα, 2002. Σελ.53 – 97.

Πατέλης Δ., Περί προτύπων στην κοινωνία και στην εκπαίδευση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, (1ο μέρος) τεύχος 130, Μάιος – Ιούνιος 2003, σελ. 108-122, (2ο μέρος) τεύχος 131, Ιούλιος – Αύγουστος, 2003, σελ. 148-163 (31).

Παυλίδης Π., Θρησκεία και εκπαίδευση. Θέματα παιδείας, Νο 4, 2001, σελ. 36-42, και  http://www.ilhs.tuc.gr/gr/thriskiaekpedeusi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.

Παυλίδης Π., Κοινωνικό ιδεώδες: μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Ουτοπία, Νο 55, 2003, σελ. 119-137, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ideodes.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 26.4.2006.

Στάθης, Ο Ναυτίλος, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07/02/2006.

Τσαούσης Δ. Γ., Η κοινωνία του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα 1987.

 

Δημοσιεύθηκε στην Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχ. 145, Απρ.-Ιούν. 2006, σελ. 66-85. 

 

ΠΗΓΗ: http://www.alfavita.gr/artra/art21_8_9_951.php

 

Ο κόσμος που ονειρεύεται το… 1%!

Ο κόσμος που ονειρεύεται το… 1%!

 

 Του Γιώργου Δελαστίκ

 

Υπάρχουν πολλές, πολλές δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόροι που ονειρεύονται, στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, το κόμμα τους να κατορθώσει να αλώσει το απόρθητο οχυρό τού… 1%! Ανήκουν φυσικά στον αστερισμό των κομμάτων που έχουν πολύ μικρή εκλογική απήχηση και κινούνται συχνά πολύ κάτω του εκλογικού φράγματος του 3%, στην πολιτική αφάνεια. Κάθε φορά όμως που προκηρύσσονται εκλογές, ευρύτερα στρώματα της κοινής γνώμης έρχονται σε μια φευγαλέα επαφή και με αυτό το εν πολλοίς άγνωστο… παράλληλο πολιτικό σύμπαν του εξωκοινοβουλίου.

Εδώ συναντά κανείς όλες τις πολιτικές τάσεις – συνήθως σε σκληρότερη, πιο ακραία μορφή. Ο μικρόκοσμος αυτός έχει σίγουρα μια μεγαλύτερη αγνότητα από την κεντρική πολιτική σκηνή των κοινοβουλευτικών κομμάτων, καθώς οι άνθρωποι εκεί κινούνται σχεδόν αποκλειστικά από την ιδεολογία ή τη φιλοδοξία τους.

Τα πολύ μικρά αυτά κόμματα δεν νέμονται φυσικά την κυβερνητική εξουσία, ούτε ελπίζουν να επωφεληθούν από αυτήν – με εξαίρεση κατά καιρούς μία – δύο περιπτώσεις που ονειρεύονται να «προαχθούν» στην κοινοβουλευτική… Α΄ Εθνική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι συγκρούσεις, τα μίση και τα πάθη στον μικρόκοσμο του εξωκοινοβουλίου απουσιάζουν ή είναι υποτονικά. Κάθε άλλο.

Αξίζει τον κόπο μια σύντομη περιήγηση στον κόσμο αυτό που παραμένει ελάχιστα  γνωστός. Υπάρχουν και εδώ οι… «υπερδυνάμεις του δικομματισμού». Είναι οι Οικολόγοι Πράσινοι που στις βουλευτικές εκλογές του 2007 είχαν πάρει 1,05% σπάζοντας το φράγμα του 1% και η Δημοκρατική Αναγέννηση του Στέλιου Παπαθεμελή που είχε μείνει στο 0,80%.

 

Στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς η μάχη για την ηγεμονία προβλέπεται σκληρή. Στις προηγούμενες εκλογές είχε επικρατήσει πανηγυρικά το ΚΚΕ (μ-λ) παίρνοντας 0,24%.

 

Σε αυτές τις εκλογές όμως απειλείται απ ό την πρωτοεμφανιζόμενη σε βουλευτικές εκλογές ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία προήλθε από τη συνένωση του ΜΕΡΑ (που είχε έρθει δεύτερο με 0,17%) και του ΕΝΑΝΤΙΑ (που είχε έρθει τρίτο με 0,15%).

 

Επειδή όμως στην Αριστερά εν γένει και στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά ακόμη περισσότερο η πιο δύσκολη πράξη είναι η πρόσθεση, η ομάδα του ΕΕΚ αποχώρησε από το ΜΕΡΑ, και σε αυτές τις εκλογές θα δοκιμάσει μόνη της την τύ χη της. Το Μ-Λ ΚΚΕ ήταν το 2007 η τέταρτη σε επιρροή δύναμη του χώρου αυτού με 0,11% και τελευταία η επίμονη και άκρως ιδιόρρυθμη ΟΑΚΚΕ με ποσοστό 0,03%.

 

Στο διαμετρικά αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος, φέτος κάνει την εμφάνισή της και η ακροδεξιά Χρυσή Αυγή, η οποία αποφάσισε να μετρήσει την εκλογική της επιρροή.

Στο εξωκοινοβούλι ο επιβιώνουν επί πολλά χρόνια και δύο πρόσωπα. Το ένα είναι ο Βασίλης Λεβέντης με την Ενωση Κεντρώων του, που κάποτε αποτελούσε την «υπερδύναμη» αυτού του μικρόκοσμου, αλλά που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε πτώση, παίρνοντας μόλις 0,29% το 2007. Ο άλλος είναι ο Δημοσθένης Βεργής με τους Έλληνες Οικολόγους του, που το 2007 καταποντίστηκε στο 0,02%.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι το εξωκοινοβούλιο «ανθίζει» στις ευρωεκλογές. Η χαλαρή ψήφος επιτρέπει σε κάποιους ψηφοφόρους που στις βουλευτικές εκλογές ψηφίζουν κοινοβουλευτικά κόμματα, να ρίξουν ψήφους ηθικής στήριξης στους ρομαντικούς, ανιδιοτελείς ταξιδιώτες της εξωκοινοβουλευτικής πολιτικής… άγονης γραμμής που έτσι πετυχαίνουν αποτελέσματα που τους εμψυχώνουν να συνεχίσουν.

Δεν αναφερόμαστε φυσικά στους υπερτυχερούς Οικολόγους Πράσινους που από το 1,05% των βουλευτικών εκλογών εκτινάχθηκαν στο 3,49% και μπήκαν στην ευρωβουλή εγκαταλείποντας το εξωκοινοβούλιο, στο οποίο θα επιστρέψουν εν μέρει μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, μόνο σε εθνικό επίπεδο.

 

Ο Στ. Παπαθεμελής όμως πήρε στις ευρωεκλογές 1,27% από 0,8% στις βουλευτικές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε 0,43% στην παρθενική της εμφάνιση και πάει λέγοντας. Μια και μιλάμε όμως για βουλευτικές εκλογές, ας μη συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα…

 

 ΑΛΛΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ

Με μόνο εφόδιο μια ιδεολογία

 

 

Πληρώνουν από την τσέπη τους τα ενοίκια των κομματικών γραφείων, τα φυλλάδια και τις προκηρύξεις τους. Τοιχοκολλούν μόνοι τους τις αφίσες που τυπώνουν, συνήθως διανέμουν οι ίδιοι και τις εφημερίδες και περιοδικά που εκδίδουν. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών και δραστήριων οπαδών των μικρών κομμάτων του «εξωκοινοβουλίου» είναι φανερό ότι εμφορείται από διαφορετικές αρχές από εκείνες που κυριαρχούν στα κόμματα εξουσίας.

Με μόνο εφόδιο μια ιδεολογία, έχουν διαφορετική κλίμακα αξιών και στόχων, με ειλικρινή διάθεση να προσφέρουν – τουλάχιστον όσον αφορά την πλειονότητα. Θέλοντας να μεταλαμπαδεύσουν πολιτικές ιδέες, συνεχίζουν απτόητοι το ταξίδι τους στην πολιτική έρημο που τους περιβάλλει…

 

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ, 23-09-09,

Το χρήμα και η θεοποίησή του

Το χρήμα και η θεοποίησή του

 

του Μίκη Θεοδωράκη


Με κάποιες αγωνιώδεις ερωτήσεις που μου θέτουν πολλοί φίλοι, φοβάμαι ότι όλοι έχουμε «μολυνθεί» από τον ιό της απελπισίας, με τον οποίο προσπαθούν εδώ και καιρό κάποιοι γνωστοί-άγνωστοι σκοτεινοί κύκλοι να κάνουν το λαό μας να χάσει την εμπιστοσύνη του στους πάντες και τα πάντα ξεκινώντας από τους πολιτικούς και το κράτος και φτάνοντας ως τον ίδιο τον εαυτό του.

Έχω τελείως διαφορετική άποψη, ειδικά για τη θέση και την κατάσταση της χώρας και του λαού μας, αν λάβουμε υπ' όψιν από πού ξεκινήσαμε και πού φτάσαμε μέσα σε πενήντα μονάχα χρόνια.

Για όσους γνώρισαν την Ελλάδα του ΄30, του ΄40 και του ΄50, η διαφορά είναι όση της νύχτας από τη μέρα. Κι αυτό χάρη κυρίως στην αντοχή, τη δύναμη, την εργατικότητα και τις προσπάθειες του ελληνικού λαού.

Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι τα μεγαλύτερα δεινά ήταν … εισαγόμενα. Δυστυχώς η μοίρα της χώρας μας σφραγίστηκε από τα «ενδιαφέροντα» των ισχυρών, που από την πρώτη στιγμή της επανάστασης του ΄21 έως σήμερα, δεν μας αφήνουν ούτε μια ώρα ησυχίας, να κοιτάξουμε μόνοι μας ελεύθεροι και αδέσμευτοι τη ζωή μας.

 Έτσι και σήμερα είμαι βέβαιος ότι το 90% των όσων αρνητικών φαινομένων συγκλονίζουν τον τόπο μας, προέρχονται από ξένα κέντρα και τα εγχώρια όργανά τους, για να αποπροσανατολίσουν και να παραλύσουν τον λαό μας, να τον διαιρέσουν και να τον εκβαρβαρίσουν, να τον καταστήσουν άβουλο υποχείριο στα στρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα.

Και δέχομαι να εκτεθώ λέγοντας ότι πίσω ακόμα και από τις πυρκαγιές και φυσικά απ' τους κάθε λογής «κουκουλοφόρους» που καταστρέφουν περιουσίες, διαλύουν την Παιδεία και σπέρνουν την αμφιβολία και τον φόβο, κρύβεται βασικά το μένος της υπερδύναμης, γιατί η κυβέρνηση της χώρας μας είχε το θάρρος να πει ΟΧΙ στις εντολές της για την Κύπρο, τα Σκόπια και τις οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία και την Κίνα. Μας τιμωρούν! Όχι μόνο την Πολιτεία αλλά και τον ίδιο τον λαό, για την αντίθεσή του στα εγκλήματα που έγιναν στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Γάζα. Μας τιμωρούν, όπως συνέβη τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Και όπως έγινε και τότε, έτσι και τώρα μας διαιρούν για να περάσουν ευκολότερα τα σχέδιά τους.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε την πλήρη ευθυγράμμιση ορισμένων ολιγαρχικών κύκλων με τις ξένες επιταγές, που έχοντας υπό τον πλήρη τους έλεγχο τα ΜΜΕ και σημαντικά τμήματα από πολιτικές δυνάμεις, έχουν αποδυθεί σε έναν άνευ προηγουμένου αγώνα πλύσης εγκεφάλου του ελληνικού λαού με κύριο στόχο όπως είπαμε να τον απογοητεύσουν, να τον αποπροσανατολίσουν και να εξουδετερώσουν κάθε θετικό στοιχείο που υπάρχει μέσα του, ώστε να τον μετατρέψουν σε άβουλο όργανο στα σχέδιά τους. Αν μελετήσουμε την ιστορία μας, θα διαπιστώσουμε  ότι,πάντοτε, πριν επιβάλλουν οι «προστάτες» μας οποιαδήποτε ανώμαλη λύση, είχαν, προηγουμένως, συστηματικά κατασκευάσει και επιβάλλει, παντοιοτρόπως, την ίδια ακριβώς, σημερινή, μαύρη απελπισία μας, πάντοτε, βέβαια, με την κύρια ευθύνη ανίκανων πολιτευτών και εύπιστων οπαδών και τη φανερή συνεργασία των εξαρτημένων Μ.Μ.Ε.

Ανήκω κι εγώ στην σιωπηλή πλειοψηφία των Ελλήνων, που κάτω από την επιφάνεια της λαμπερής αλλά δηλητηριώδους βιτρίνας που σκεπάζει τη χώρα μας, εργάζονται, μοχθούν, προοδεύουν, ελπίζουν και ονειρεύονται  ένα μέλλον καλύτερο. Γνωρίζουμε ότι παρά τις δυσκολίες, τα επιτεύγματα που έγιναν στη χώρα μας, ευτυχώς, μάς επιτρέπουν να διαφυλάξουμε τις κατακτήσεις μας, να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και να εξαπλώσουμε την κοινωνία της αλληλεγγύης που είναι προϋπόθεση για τον εξανθρωπισμό της ζωής μας.

Ποια είναι όμως τα βασικά εμπόδια; Οι κάθε είδους εξουσίες, οικονομικές, μιντιακές, πολιτικές και ξενόφερτες που μας διαιρούν, μας αγχώνουν και μας διαλύουν πνευματικά, ψυχικά και βιολογικά. Έτσι όλες αυτές οι στρατιές των τίμιων εργαζόμενων, επιστημόνων, διανοουμένων, εργατών, υπαλλήλων, αγροτών, που με το ταλέντο, την αξία και τη συνεχή προσπάθειά τους γυρίζουν καθημερινά τον τροχό της ζωής, παράγοντας τον πλούτο της χώρας, παραμένουν στο σκοτάδι της αφάνειας, μιας και σήμερα μας διαφεντεύουν τα κάθε είδους παράσιτα, που όχι μόνο δεν προσφέρουν αλλά αντίθετα προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας πάνε πίσω.

Και κοντά στα δικά μας στραβά και ανάποδα, μάς ήρθε και η διεθνής οικονομική κρίση, για να μας εξουθενώσ ει. Πρόκειται για μια ξένη εισβολή χειρότερη ίσως από στρατιωτική. Τι έκαναν οι Έλληνες στο παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις; Ας θυμηθούμε την Αλβανία. Ας θυμηθούμε την Κρήτη. Και ποιοι άραγε είναι αυτοί που και σήμερα  εμποδίζουν την εθνική ομοψυχία; Αυτοί που πιστεύουν, υπηρετούν και πατούν επί πτωμάτων, δοξάζοντας και προσκυνώντας τον ένα και μοναδικό Θεό τους:  ΤΟ  ΧΡΗΜΑ..

Και, με οποιοδήποτε βίαιο ή «γοητευτικό» μέσο, μας αναγκάζουν  να το δοξάζουμε και να το προσκυνούμε και εμείς… 

Διαβάζουμε ότι 100, 200, 300 δισεκατομμύρια δολλάρια έφυγαν από μια βιομηχανία που άφησε πίσω της χιλιάδες άνεργους που τρώνε σε συσσίτιο. Έφυγε! Και πού πήγε; Εγώ πάντως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μονάχα ένα: ότι ήρθε ο καιρός να απαλλαγούμε από την λατρεία-θεοποίηση του χρήματος. Και να αναζητήσουμε την κοινωνία της αλληλεγγύης. Πώς; Πότε; Ποιοι; Δεν ξέρω… Είμαι βέβαιος όμως ότι θα βρεθούν. Αλλοιώς μας περιμένει το απόλυτο χάος.

 

Όσο για την Ελλάδα, έχει συσσωρευμένο πολιτισμό (κάθε είδους), ικανό να «θρέψει» δέκα γενιές.  Εκείνο που μας λείπει είναι η Παιδεία, η αυτοεκτίμηση και η γνώση και προβολή του κάθε καλού και της κάθε αξίας που διαθέτει η χώρα μας. Και ας μην ξεχνάμε ότι κυριαρχούν δυστυχώς δυνάμεις που συστηματικά μποϋκοτάρουν ο,τιδήποτε είναι ελληνικό. Ιδιαίτερα στους ευαίσθητους τομείς της Ιστορίας του Πνεύματος και της Τέχνης. Αρχής γενομένης από την ίδια την Πολιτεία, που αγνοεί – αν δεν περιφρονεί – κάθε ελληνικό στοιχείο είτε είναι ιστορική παράδοση (ιδιαίτερα πολιτιστική) είτε ατομική δημιουργία στους τομείς της επιστήμης ή – προ παντός – του Πνεύματος και της Τέχνης.

Αυτό φαίνεται εξ άλλου από τις κρατικές δαπάνες που δίδονται κάθε χρόνο από τους ίδιους, στους ίδιους… Αυτό το αλισβερίσι, υπήρξε έργο της ελληνικής ολιγαρχίας απ' τις αρχές του αιώνα μας και συνεχίζεται από όλες τις Κυβερνήσεις όλων των παρατάξεων. Τώρα δε μετά τον Κίσσινγκερ που διέταξε από το 1974: «Καταστρέψτε το σύγχρονο ζωντανό ελληνικό πολιτισμό», τα χιλιάδες «αμερικανάκια», τα τοποθετημένα σε θέσεις κλειδιά (ραδιόφωνο, τηλεόραση και τα ελεγχόμενα από το Κράτος και τους ολιγάρχες ιδρύματα) έχουν φιμώσει από καιρό όλες τις  δημιουργικές φωνές που δεν εννοούν να  υποταχτούν στον ψυχοφθόρο, ξενόφερτο, καταναλωτικό αμοραλισμό της εποχής μας..

 

Μίκης Θεοδωράκης  – 21.9.09

 

ΠΗΓΗ:  http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=3699

Η παθολογία του ΣΥΡΙΖΑ

Η παθολογία του ΣΥΡΙΖΑ


Του Γεράσιμου Μοσχονά*

 

 

Ο πύργος της Βαβέλ των πολλών συνιστωσών δεν παράγει ούτε συνοχή ούτε αποτελεσματικότητα ούτε κοινό νου. Η σουρεαλιστική εξέλιξη της κρίσης στον ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε το ότι η εκτός ΚΚΕ Αριστερά έχει υπογράψει «μνημόνιο άρνησης» με τις ευκαιρίες που κατά καιρούς της δίνει- σχεδόν απλόχερα- η Ιστορία. Από εσωτερική κρίση σε εσωτερική κρίση και από πόλωση σε νέα πόλωση, ο ΣΥΡΙΖΑ επαλήθευσε- και υπερέβη- τα πιο «κακόβουλα» σενάρια των πιο φανατικών αντιπάλων του.

Είναι μέγα λάθος να ερμηνεύεται η κρίση ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης «για τις καρέκλες». Πίσω από τα διλήμματα και τις εντάσεις, βρίσκεται κάτι πολύ πιο βαθύ και θεμελιώδες: ο ετερόκλητος χαρακτήρας του χώρου και η ιδεολογική δυσπιστία όλων προς όλους. Αριστεριστές συνυπάρχουν με μεταρρυθμιστές, αντιευρωπαϊστές με ευρωπαϊστές, κινηματικοί με κρατιστές, ουτοπιστές με πραγματιστές. Πολλές τάσεις, εκπαιδευμένες στην παθολογική ιδεολογική καχυποψία, θεωρούν τη δική τους προσέγγιση ως άνευ όρων υπέρτερη κάθε άλλης. Έτσι, προφανή και ακραία λάθη εκλογικής τακτικής, όπως η τοποθέτηση του Δ. Παπαδημούλη σε μη εκλόγιμη θέση του ευρωψηφοδελτίου, δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ, γιατί δεν θα έπρεπε να κερδίσουν πόντους «οι δεξιοί» (η ανανεωτική πτέρυγα). Από την άλλη, η εξίσου προφανής αδυναμία της ηγεσίας Τσίπρα να διαχειριστεί τις υψηλές προσδοκίες, επίσης δεν αξιολογήθηκε ποτέ, για λόγους εσωτερικού τακτικισμού. Ωστόσο, τα «όρια» της ηγεσίας Τσίπρα βρίσκονται στη βάση του σημερινού κλίματος αποσύνθεσης. Οι ίδιες αιτίες παράγουν τα ίδια αποτελέσματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν να θέλει να προκαλέσει την εκδίκηση της Ιστορίας, κάνει τα ίδια ακριβώς λάθη με εκείνα του Ιουνίου. Τρία παραδείγματα είναι εύγλωττα.

 1. Με την απουσία Αλαβάνου, πρόεδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (της πιο πολυπληθούς στην ιστορία του σχήματος), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναδείξει και να αξιοποιήσει, όπως ακριβώς και τον Ιούνιο (με την υποβάθμιση Παπαδημούλη), τη δράση των δικών του βουλευτών ως όπλο και επιχείρημα στην μάχη των εκλογών.

2. Τον Ιούνιο, η ετερόκλητη σύνθεση του ευρωψηφοδελτίου υπονόμευσε εξ υπαρχής τη δυνατότητα μιας συνεκτικής εκλογικής εκστρατείας. Σήμερα, το απίστευτο εύρημα της «συλλογικής ηγεσίας» (11 ηγέτες!), πέραν των άλλων τραγελαφικών επιπτώσεων, οδηγεί μαθηματικά στην απουσία συνεκτικής εκλογικής τακτικής.

3. Τον Ιούνιο, οι υψηλοί αντι-ευρωπαϊκοί τόνοι (δεν αξιολογείται εδώ η ορθότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αλλά η συνοχή της) δεν έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αντίφαση μόνο με την φιλοευρωπαϊκή βάση της ιστορικής ανανεωτικής Αριστεράς. Τον έφεραν σε αντίφαση και με τη δική του στρατηγική που απευθυνόταν προνομιακά και με ακραία εμμονή στους νέους, οι οποίοι ωστόσο αποτελούν το κατεξοχήν φιλοευρωπαϊκό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού! Και παρ΄ ότι ακόμη και σήμερα η στρατηγική του απευθύνεται προνομιακά στις νεώτερες γενιές (επίσης δεν αξιολογείται εδώ η ορθότητα της αλλά η συνοχή της), ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ό,τι μπορεί για να την υπονομεύσει, υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Τσίπρα, ο οποίος, παρά τις ανεπάρκειές του, διατηρεί τουλάχιστον το ηλικιακό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων.

Εάν οι τρόποι και οι ρόλοι διαφέρουν σε σχέση με τον Ιούνιο, η ουσία παραμένει η ίδια. Ο πύργος της Βαβέλ των πολλών συνιστωσών δεν παράγει ούτε συνοχή ούτε αποτελεσματικότητα ούτε κοινό νου. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι «ανανεωτές» συμμετέχουν στα ψηφοδέλτια δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι «όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά» (δηλαδή, ψηφίστε μας, αλλά, προς δόξαν του κοινού νου, μπορεί να φτιάξουμε άλλο κόμμα!). O ΣΥΡΙΖΑ είναι εκφραστής ενός χώρου με μεγάλη διάρκεια και ιστορικό βάθος. Επιπλέον, η ιστορική κρίση των μεγάλων κομμάτων, και στη χώρα μας και στην Ευρώπη, μεσοπρόθεσμα ευνοεί τις αντιπολιτεύσεις κάθε είδους, συστημικές και αντισυστημικές. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η επιβίωση του χώρου που με τον έναν ή άλλον τρόπο θα επιτευχθεί (όσο άσχημη και να είναι η επίδοσή του στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου). Το πρόβλημα είναι ο ρόλος που επιφυλάσσει στον εαυτό του. Θα λειτουργήσει σαν «σχολείο σοσιαλισμού» (κάτι που ήταν τα σοσιαλιστικά κόμματα στον 19ο αιώνα) κάνοντας κριτική στους πάντες, δίνοντας μαθήματα «αριστεροσύνης» και περιμένοντας τη μεγάλη μέρα της ανατροπής; Ή θα λειτουργήσει σαν μοντέρνα αριστερή δύναμη κοινωνικής αλλαγής, παράγοντας καινοτόμες προγραμματικές προτάσεις, με στόχο να ωθήσει σε αριστερή κατεύθυνση την ελληνική κοινωνία; Η αριστερή στροφή του κόμματος, με πρωτεργάτη τον Αλαβάνο, έδωσε μιαν άλλη δυναμική στον χώρο. Χάθηκαν όμως τα όρια ανάμεσα στην αριστερή πολιτική και στον αριστερισμό. Πλέον, ο ετερόκλητος ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς μια ηγεσία ικανή να υπερβαίνει τις τυφλές στρατηγικές (και την ιδεολογική τεμπελιά) των συνιστωσών, δεν παράγει νέο πολιτικό λόγο, είτε προς την μία κατεύθυνση, την αντισυστημική, είτε προς την άλλη, τη μεταρρυθμιστική.

Το μέγεθος της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτιμάται εκλογικά (ποσοστά που χάθηκαν ή θα χαθούν και που, ενδεχομένως, μεθαύριο, θα ξανακερδηθούν) αλλά πολιτικά. Πόσες ιστορικές ευκαιρίες δικαιούται ένας χώρος να σπαταλήσει χωρίς να διαπράξει το αμάρτημα της αρχαιοελληνικής ύβρεως;


* Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών

 

ΠΗΓΗ:   ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2009

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι Vs ….

Δημόσιοι Υπάλληλοι Vs Δημόσιοι συντηρούμενοι Ελεύθεροι Επαγγελματίες

 

Του phlou…flis

 'Αλλη μία κονσερβοποιημένη ανάρτηση. Την είχα και αυτήν έτοιμη από καιρό και σκέφτηκα να την πασάρω τώρα. Για να μη ξεχνιόμαστε! Αφορμή μου δώσαν και κάποιες άλλες αναρτήσεις οι οποίες μέμφονται στάσεις δημοσίων υπαλλήλων.

Γενικά όταν ένας υπουργός δεν έχει τι να κάνει, ασχολείται με τη …δημόσια διοίκηση. Αγαπημένες τους εκφράσεις (που υιοθετούνται και απ ό τους άλλους, του μη δημόσιους υπαλλήλους ή τους αυτεπάγγελτους ή τους επαγγελματίες) είναι πολλές. Παραθέτω κάποιες: «εκσυγχρονισμός τη Δημόσιας Διοίκησης», «πάταξη της γραφειοκρατίας», «μείωση του Δημοσίου τομέα», «άρση μονιμότητας των Δημοσίων υπαλλήλων», «πάταξη της διαφθοράς στο Δημόσιο», «447 χιλιάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι -κάπου αλλού διάβασα για 478 χιλ», …

 

Θαρρεί κανείς πως για όλα τα δεινά της Δημόσιας Διοίκησης και του ελληνικού κράτους ευθύνονται και μόνον αυτοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι -οι «27ρηδες» μιας και εργάζονται 27 ημέρες και πληρώνονται, βρέξει χιονίσει. Δε λέω, υπάρχουν πολλοί κακοί στο δημόσιο τομέα. Κυρίως εφοριακοί, τελωνιακοί, της πολεοδομίας και γενικά όσοι ασχολούνται με δημόσια έσοδα.

 

{Δημόσιος υπάλληλος εν ώρα εργασίας. Πηγή: 'Ακουσέ Με}

Αναλογικά είναι τόσοι όσοι και σε άλλους τομείς, σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Και μην αρνηθείτε. Αναφέρω …ελάχιστους γιατροί με τα φακελάκια, υδραυλικοί, ελαιοχρωματιστές, επισκευαστές κλπ συναφή επαγγέλματα που φοροδιαφεύγουν, ιδιοκτήτες κέντρων αναψυχής και εστίασης που δεν κόβουν αποδείξεις, οι κατασκευαστές οικοδομών που κτίζουν τους ημιυπαίθριους χώρους και που σε αναγκάζουν να τους αγοράσεις και άρα να τους πληρώσεις…, οι… οι…. Θα μου πείτε, εδώ τα κόμματα έχουν διπλά βιβλία, διπλά ταμεία και δε θα έχουν οι άλλοι, οι ιδιώτες; Δίκιο έχετε.

Ας δούμε και μια άλλη όψη. Ποιοι …δανείζουν κάθε μήνα το κράτος -μέσα από την μηνιαία φορολόγησή τους- για να καλύψει τις ανάγκες του; Οι Δημόσιοι υπάλληλοι. Ενώ όλοι οι άλλοι -οι αυτεπάγγελτοι κυρίως- πληρώνουν με την κατάθεση της φορολογικής τους δήλωσης -αν πληρώνουν- άπαξ. Σε ποιούς λαμβάνονται και εφαρμόζονται κατ' αρχάς τα «δεινά» οικονομικά μέτρα;αυξήσεις και αντί αυτών εφάπαξ επιδόματα, ο κλιμακωτός «κεφαλικός φόρος» και το πάγωμα επιδομάτων που αποφασίστηκαν στη νέα δέσμη οικονομικών μέτρων. Στους δημόσιους υπάλληλους. Όπως για παράδειγμα, οι μηδενικές


Εκτός από τους δημόσιους υπαλλήλους, υπάρχει και μια σειρά άλλων υπαλλήλων ή επαγγελματιών οι οποίοι ζουν από το Δημόσιο, ζουν για το Δημόσιο, ζουν εξαιτίας του Δημοσίου, …λυμαίνονται το Δημόσιο. Αναφέρω μερικούς και μόνον: Δικηγόροι, Λογιστές-φοροτεχνικοί, κατασκευαστές-εργολήπτες Δημοσίων έργων, προμηθευτές.

Δικηγόροι: Ο νομοθέτης δημιούργησε τους νόμους έτσι ώστε μόνο όταν θες να πας για …κατούρημα να μη χρειάζεται η παρουσία δικηγόρου. Σ' όλες τις άλλες δραστηριότητες τους κατέστησαν …απαραίτητους. Και όπως μου έλεγε φίλος δικηγόρος, τα πιο εύκολα χρήματα που βγάζουμε είναι η παράσταση στην υπογραφή συμβολαίων. Εδώ και κάποια χρόνια, οι δημόσιοι υπάλληλοι μα και οι ιδιωτικοί, για να πετύχουμε κάποια αύξηση πρέπει να προσφύγουμε στη δικαιοσύνη και οι δικηγόροι να πάρουν τα …νενομισμένα ποσοστά τους (τα συνδικάτα δε ξέρω κι εγώ σε τι μας χρειάζονται). Αυτοί ζουν εξαιτίας του Δημοσίου.


Λογιστές-Φοροτεχνικοί: Αν κάποτε το κράτος αποφάσιζε να καταργήσει ΦΠΑ, την ετήσια υποβολή φορολογικής δήλωσης και παρόμοια άλλα οικονομικού ενδιαφέροντος, σε τι θα μας χρησίμευαν οι λογιστές-φοροτεχνικοί; Το κράτος σχεδιάζει οικονομικά μέτρα και οι λογιστές-φοροτεχνικοί υλοποιούν. Μέχρι και αιτήσεις-δηλώσεις για το Κτηματολόγιο ανελάμβαναν. Και όπως μου έλεγε κι ένας γνωστός μου λογιστής, το δημόσιο επιβάλλει φόρους κι εμείς έχουμε καθήκον να απαλλάσσουμε/αλαφρύνουμε τους πελάτες μας από αυτούς. Αυτοί ζουν από το δημόσιο.


Εργολήπτες Δημοσίων έργων: και μόνον ο τίτλος τους είναι αρκετός να υποδηλώσει την εξάρτηση τους από το Δημόσιο. Σκεφτείτε απλά, πώς σ' ένα δημόσιο πλειστηριασμό για κάποιο δημόσιο τεχνικό έργο, εμφανίζονται προσφορές με έκπτωση 60%. Αυτοί κι αν …λυμαίνοντ
 αι το δημόσιο. Και όπως έλεγε κι ένας γνωστός μου εργολήπτης (τελικά πολύ κακές παρέες κάνω), το δημόσιο χρήμα είναι ορφανό, κάποιος πρέπει να το …φάει.

Προμηθευτές Δημοσίων Υπηρεσιών: σκεφτείτε μόνο το τελευταίο περιστατικό με τους προμηθευτές των νοσοκομείων και το σάλο που έγινε με αυτούς, με την καθυστέρηση εξόφλησής τους από μέρους του δημοσίου, με απάτες για υπερτιμολογήσεις, με απειλές για διακοπή τροφοδοσίας σε νοσοκομεία κ.ά. Ας θυμηθούμε τον …εθνικό προμηθευτή του Δημοσίου, τον κο Σ. Κόκκαλη.

  

{Τρωκτικά δημοσίου. Πηγή: smh.com.eu}

Να σκεφτώ και άλλους; Δε μου έρχονται στο μυαλό. Υπάρχουν αλλά θεωρώ πως αυτοί τους οποίους ανέφερα είναι ενδεικτικοί. Συμπεραίνω λοιπόν πως το Δημόσιο δε συμπεριλαμβάνει μόνο τους υπαλλήλους που εργάζονται σ' αυτό αλλά και σωρεία άλλων πέριξ, εντός, εκτός κι επί τ' αυτά! Και αυτοί οι άλλοι είναι τα ..τρωκτικά. Το σύνολο των εργαζομένων στο δημόσιο, έναν μισθό παίρνει -είπαμε, εξαιρούμε αυτούς που έχουν να κάνουν με είσπραξη δημοσίων εσόδων.

ΥΓ. Αν υπάρχει μεταξύ των αναγνωστών μου δικηγόρος, Προμηθευτής Δημοσίου, Εργολήπτης Δημοσίων έργων, Λογιστής, σας διαβεβαιώνω ότι τα πιο πάνω γραφόμενα δεν αφορούν εσάς, τους @φίλους. Αφορούν τους άλλους (έτσι, για να προλάβω και τις μηνύσεις!!).


Σύνδεσμοι: Crash test μισθών Ελλάδας – Ε.Ε. , Ετήσια έκθεση για τη διαφθορά

 

ΠΗΓΗ για admin: Τρίτη, 1 Σεπτέμβριος 2009, Αναρτήθηκε από phlou…flis στις 5:30 μμ, http://phlou.blogspot.com/2009/09/vs.html

Αναζητώντας τη χαμένη Αριστερά

Αναζητώντας τη χαμένη Αριστερά 

 

Του Βασίλη Μουλόπουλου

 

Η συζήτηση και οι καβγάδες που γίνονται στην Αριστερά για την Αριστερά ξεκινούν από το αξίωμα ότι υπάρχει μόνο μία, η δική μας. Της παρέας μας, της οργάνωσής μας. Αλλος λίγο, άλλος πολύ, ο καθένας μας είναι θεματοφύλακας της καθαρότητας, έχει τη λύση έτοιμη στην τσέπη του. Τον περισσότερο χρόνο μας τον αναλώνουμε να πείσουμε ο ένας τον άλλον. Και προτιμάμε το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» αν δεν είναι η δική μας (αριστερή) ψυχή αυτή που κερδίζει.

Αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν χρησιμεύει σε τίποτε να την κρύψουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις αιτίες.

Αλλιώς ακόμη και οι πιο ανιδιοτελείς εκκλήσεις στην ενότητα, οι πιο γενναιόδωρες προσπάθειες συνασπισμού και συμμαχιών είναι καταδικασμένες να παραμένουν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

Η Αριστερά, οι κομμουνισμοί, υπήρξαν και είναι περισσότεροι από ένας. Οι ανταγωνιστικοί αντικαπιταλισμοί ακόμη περισσότεροι. Ποιοι είναι οι σωστοί; Οι δικοί μας ή οι δικοί τους; Ερώτηση χωρίς απάντηση.

Η γενιά μου (αυτοί που πολιτικοποιήθηκαν μεταξύ του ΄68 και του ΄77) είναι δέσμιοι μιας πολιτικής κουλτούρας που απαιτεί να «ηγεμονεύσει» (θα έλεγα: να εξοντώσει) όποιον εκφράζει οπτικές διαφορετικές από τις δικές μας.


Εφαρμόζει το αντίθετο από αυτό που επαγγέλλεται: μια κοινωνία ελευθερίας και αλληλεγγύης. Επιπλέον, όπως διδάσκουν οι επιστήμονες της οργάνωσης (και όπως έλεγε ο πρόεδρος Μάο), υπάρχει η αρχή της επιβίωσης που μεταλλάσσει τις ηγετικές ομάδες, ακόμη και των πιο μικρών γκρουπούσκουλων, σε ολιγαρχίες. Τις πιο αντιεξουσιαστικές στα λόγια ομάδες σε σκληρούς στην πράξη εξουσιαστές.

Πέρα όμως από τις παρέες, τις οργανώσεις, τα κόμματα, τους αρχηγούς και τους μηχανισμούς. Πέρα από τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ο «λαός της Αριστεράς». Αυτός που δεν έχει άλλους λόγους να είναι μαζί εκτός από τις κοινές ιδέες, ελπίδες, οράματα.

Οπως έλεγε ο Εκεχαρτ Κνίπεντορφ:

«Το πρωταρχικό κίνητρο της Αριστεράς είναι η ηθική εξέγερση». Πιστεύω ότι αυτός ο «λαός της Αριστεράς» είναι στη βάση πολύ πιο ομοιογενής, πολύ πιο «πολιτικός» από τις διάφορες «μοναδικές Αριστερές» που τον διεκδικούν. Ζητεί κατάργηση της επισφαλούς εργασίας, διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, αξιοκρατία, πρόσβαση όλων στην Υγεία και στην Παιδεία, κατάργησητων προνομίων της κάστας (πολιτικές οικονομικές και μεντιακές)  που κυβερνά τη χώρα. Ζητεί από την Αριστερά να πει τι θα έκανε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα αν ήταν κυβέρνηση: για την άνοδο του εισοδήματος, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την εκπροσώπηση στις αποφάσεις των αδύναμων ομάδων και τάξεων. Ισως σε πολλούς τα παραπάνω φανούν λίγα, ρεφορμιστικά, σοσιαλδημοκρατικά. Καθόλου επαναστατικά.


Ισως για άλλους είναι αριστερότερο το ποιος θα ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ και πώς θα τιμαροποιηθεί η εξουσία μεταξύ των φεουδαρχών του. Θα επιβεβαιώσουν έτσι ότι το «φάντασμα της ελπίδας» (όπως έγραψε χθες η Πέπη Ρηγοπούλου στην «Ελευθεροτυπία») δεν θα είναι υποψήφιο όχι μόνο στις επόμενες αλλά σε πολλές, πάρα πολλές εκλογικές αναμετρήσεις του μέλλοντος.

 

Πηγή: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=286285&ct=6&dt=02/09/2009

Ιδού ο ένοχος

Ιδού ο ένοχος

 

Του ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΟΡΟΒΕΣΗ*

 

Η πολιτική ηγεσία του ΣΥΝ φαίνεται να ταυτίζεται πλήρως με τα έργα και τις ημέρες του πάλαι ποτέ Ενιαίου Συνασπισμού που συγκροτήθηκε από το ΚΚΕ και την ΕΑΡ υπό την ηγεσία των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου.

Ο τελευταίος μάλιστα με άρθρο του στα «Νέα» (20.8.09) επαναφέρει στο προσκήνιο την πολιτική της ΕΑΡ προτείνοντας στον ΣΥΝ να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ. Εδώ και χρόνια από τις στήλες αυτής της εφημερίδας ο καλός συνάδελφος Γ. Βότσης θέτει πιεστικά ερωτήματα για τον χρηματισμό των κομμάτων της Αριστεράς και απάντηση δεν έχει πάρει. Με δραματικό τρόπο επανέφερε το ερώτημα και ο καθηγητής Κώστας Μπέης. Εγώ απλώς ανακύκλωσα τις ήδη δημοσιευμένες πληροφορίες με την ελπίδα πως θα ασκούσα μια πίεση για να δοθεί μια απάντηση. Η ελπίδα μου βγήκε αληθινή και τα κόμματα της Αριστεράς αντέδρασαν. Αλλά δεν απάντησαν στα ερωτήματα που έθεσε η «Ε» και στοχοποίησαν τον ανακυκλωτή.

  Αυτή είναι μια παλιά και δοκιμασμένη σταλινική τακτική που είναι προσφιλής τόσο στην κλασική της μορφή όσο και στην ανανεωτική της. Οταν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να απαντήσουμε σε κάποιο ερώτημα ενοχοποιούμε το ίδιο το ερώτημα και το δαιμονοποιούμε για να αποφύγουμε την ουσία του πολιτικού προβλήματος. Και αυτό δεν βγαίνει ποτέ στην επιφάνεια. Και η κρίση που περνάει αυτή τη στιγμή ο ΣΥΝ με τη σύγκρουση των δύο ηγεσιών του είναι καθαρή. Ή θα δημιουργήσουμε μια ΕΑΡ που θα αφομοιωθεί στο ΠΑΣΟΚ ή ανασυγκροτούμε μια Αριστερά του 21ου αιώνα με διακριτό πρόσωπο και κρυστάλλινες θέσεις. Και αυτές οι δυο πολιτικές απόψεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα σύνθεση γιατί είναι αποκλίνουσες.

Και όταν ένα κόμμα βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση, ένα τυχαίο γεγονός, όπως ήταν η συνέντευξή μου στο Κανάλι 1 του Πειραιά, μπορεί να αναδείξει τη σοβαρότητα των πολιτικών προβλημάτων, που αν δεν αντιμετωπιστούν πολιτικά, τότε οι συνέπειες μπορεί να είναι απρόβλεπτες. Και πολύ φοβάμαι πως οι ηγεσίες του ΣΥΝ έχουν χάσει το παιχνίδι και οι διάφοροι έμμισθοι γραφειοκράτες θα συνεχίσουν να αυτογελοιοποιούνται. Από τον Τύπο έμαθα πως επιθυμούν την τιμωρία μου ή την παραίτησή μου. Σε μένα δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα. Και αυτό δείχνει πως η ηγεσία του ΣΥΝ έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Τιμωρείς ή διαγράφεις κάποιον που είναι μέλος σου. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ μέλος του ΣΥΝ. Και μπορεί να εκπροσωπώ κατά το ένα δέκατο τέταρτο τον ΣΥΡΙΖΑ στο Κοινοβούλιο, αλλά δεν είμαι μέλος του, γιατί ακόμα δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει εγγραφές μελών. Αρα, ποιος θα διαγράψει ποιον. Ο μόνος που μπορεί να με διαγράψει είναι ο εαυτός μου. Αλλά μέχρι στιγμής δεν μου έχει υποβληθεί καμιά παραίτηση.

Σύντροφός μου από τα φοιτητικά χρόνια μού έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση και την επαναλαμβάνω: «Εμείς δεν χρωστάμε τίποτα στην Αριστερά. Αυτή μας χρωστάει. Ούτε με υποτροφίες μας έστειλε να σπουδάσουμε, ούτε επαγγελματικά στελέχη γίναμε ποτέ, ούτε μπήκαμε σε κάποια επετηρίδα και να πάρουμε αξιώματα. Και σκέψου πως εσύ δίνεις το 20% της βουλευτικής σου αποζημίωσης για να συντηρείς και τους γραφειοκράτες του ΣΥΝ. Είναι σαν να χρηματοδοτείς τη δίωξή σου». Στο τελευταίο είχα κάποιες ενστάσεις. Υπάρχει πρόθεση δίωξης για τις απόψεις που έχω εκφράσει κατά καιρούς. Αλλά ευτυχώς ούτε το ΚΚΕ ούτε οι γραφειοκράτες του ΣΥΝ είναι σήμερα σε θέση να στήνουν «γκούλακ» για τους αντιφρονούντες. Η ζωή συνεχίζεται, όπως και τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Και για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τι είπα, υπάρχει και γραπτή μου δήλωση, που δημοσιεύτηκε στη χθεσινή «Ε». Αν η πολιτική γραμματεία του ΣΥΝ επιθυμεί να τη λογοκρίνει, ας το κάνει. Προσωπικά, με τη λογοκρισία δεν τα πάω καλά.

 

* Συγγραφέας-βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Α' Αθηνών, perkor29@gmail.com

  

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009,

http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=74885

Αντιχριστιανισμού ξεπέρασμα

Για το ξεπέρασμα του αντιχριστιανισμού

 

Σκοπός του κειμένου δεν είναι να σταματήσει την κριτική στον χριστιανισμό αλλά να βοηθήσει ώστε αυτή η κριτική να γίνει με ψυχραιμία και όσο γίνεται ανεπηρέαστα από την κριτική της αστικής τάξης σ’ αυτόν. Δοσμένου ότι πέρα από μια εκθρονισμένη πνευματική εξουσία είναι και ένας πολιτισμός σχεδόν 15 αιώνων (από τον 4ο αιώνα που έγινε νόμιμος και την ασπάστηκε ο αυτοκράτορας ως τον 18ο και την γαλλική επανάσταση) ο οποίος όπως και κάθε πολιτισμός δημιουργείται τόσο από την εξουσία όσο και από τους εξουσιαζόμενους. Δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί το γεγονός ότι τα λαϊκά επαναστατικά κινήματα, από τους αναβαπτιστές μέχρι τους πρώτους σοσιαλιστές, ακόμα και μέχρι την ίδρυση της πρώτης διεθνούς, ήταν χριστιανικά ή εμπνεόμενα από χριστιανικές ιδέες.

Το ζήτημα της θρησκείας είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει κάποια στιγμή να αντιμετωπιστεί με νηφαλιότητα από το ανταγωνιστικό κίνημα. Από τη νηφαλιότητα που μπορούν να μας εγγυηθούν τα δοσμένα του αιώνα μας.

Το 1844 ο Μαρξ γράφει στο έργο του Συμβολή στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου πως

“…η ανάλυση της θρησκείας αποτελεί την προκαταρτική προϋπόθεση κάθε κριτικής (…). Η θρησκεία είναι η γενική θεωρία του κόσμου αυτού, το εγκυκλοπαιδικό του άθροισμα, η λογική του σε λαϊκή μορφή, το πνευματικό του καύχημα, ο ενθουσιασμός του, η ηθική του επιβράβευση, το επίσημο του συμπλήρωμα, η οικουμενική του παρηγοριά και αιτιολόγηση. Είναι η φαντασιακή πραγμάτωση του ανθρώπινου όντος, αφού το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την πραγματικότητα. Το να αγωνίζεται κανείς ενάντια στην θρησκεία είναι λοιπόν σαν να αγωνίζεται ενάντια αυτού εδώ του κόσμου, το πνευματικό άρωμα του οποίου αποτελεί η θρησκεία.

Η θρησκευτική απελπισία αποτελεί, κατά ένα μέρος, την έκφραση της πραγματικής απελπισίας, ενώ κατά ένα άλλο μέρος την διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική απελπισία. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός της καταπιεσμένης ύπαρξης, η ψυχή ενός κόσμου άκαρδου, όπως είναι και το πνεύμα των κοινωνικών συνθηκών απ όπου το πνεύμα έχει αποκλεισθεί. Είναι το όπιο του λαού”.

Αυτό το απόσπασμα έχει δυο σημεία που πρέπει να παρατηρηθούν. Το πρώτο είναι ότι ο Μαρξ κάνει μια ιδιαίτερα ψύχραιμη κριτική στην θρησκεία χαρακτηρίζοντάς την ως την ψυχή ενός κόσμου άκαρδου καταλήγοντας στην διαπίστωση ότι είναι το όπιο του λαού, μια διαπίστωση που σε συνάρτηση με την υπόλοιπη παράγραφο δεν είχε καθόλου αρνητική χροιά μέχρι να πέσει στα χέρια του Λένιν. Από τότε, και απογυμνωμένη από το γενικότερο νόημα της, μετατράπηκε στο πιο υστερικό σύνθημα της αντιχριστιανικής προπαγάνδας.

Το δεύτερο είναι το ότι “ανάλυση της θρησκείας αποτελεί την προκαταρτική προϋπόθεση κάθε κριτικής”. Η θρησκεία, πέραν των υπόλοιπων ορισμών της, είναι το φαντασιακό σημείο ένωσης της διαχωρισμένης σε τάξεις κοινωνίας. Είναι το στοιχείο που συνέχει την ταξική κοινωνία και αιτιολογεί την οργάνωσή της και γι αυτό η κριτική σ αυτήν είναι η προϋπόθεση για κάθε κριτική. Ωστόσο, για να βρει η φράση αυτή ξανά το νόημα της, ως θρησκεία θα πρέπει να εννοούμε το θέαμα αφήνοντας την κριτική του χριστιανισμού στον φυσικό της εχθρό. Τον καπιταλισμό.(βλ. το κατά Ντεμπόρ ευαγγέλιο)

Η κριτική στον χριστιανισμό είναι προϊόν της σκέψης της αστικής τάξης που άνθησε όταν η επιστήμη, γνήσιο τέκνο της και ιδεολογικό της εργαλείο, έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει την εκκλησία και να συγκρουστεί μαζί της. Από τότε και μετά η αστική τάξη πολλές φορές θα φλερτάρει με τον χριστιανισμό αλλά πάντοτε αντιμετωπίζοντάς τον σαν συμπληρωματικό κομμάτι της και όχι σαν θρησκεία.

Μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα τα πράματα δεν ήταν πολύ ξεκάθαρα. Από τον προτεσταντισμό της δεξιάς που “καθαγίασε” την εργασία (σε αντίθεση με τον παραδοσιακό χριστιανισμό της φεουδαρχικής εποχής που γέμιζε το έτος με αργίες), θεώρησε τον πλούσιο ευλογημένο και ταύτισε την δουλειά, το κέρδος και την αποταμίευση με την πίστη στηρίζοντας εκείνο το στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού που βασίζονταν στην συσσώρευση, μέχρι τον ψυχρό πόλεμο όπου το να είναι κανείς χριστιανός ήταν στοιχείο της ταυτότητας του ως δεξιού σε αντιπαράθεση με τον αριστερό.

Σήμερα τα πράματα είναι πιο σαφή. Από την μια κάποιοι τραγελαφικοί τύποι που προσπαθούν να μιλήσουν στην γλώσσα του θεάματος με χριστιανική ορολογία, από τον Μπους ως τον Καρατζαφέρη που αναγκάζουν τους διανοούμενους να μιλούν για επιστροφή της (παραδοσιακής) θρησκείας. (Η επίκληση του θεού και του χριστιανισμού από τον Μπους προκαλεί παραδόξως μεγαλύτερο τρόμο απ όσο προκαλούσε η περισσότερο προκλητική επίκληση του ανθρωπισμού και της ειρήνης απ τον Κλίντον). Από την άλλη μεριά οι νεοφιλελεύθεροι, που έχουν αντιληφτεί τον πραγματικό ρόλο της εκκλησίας στην εποχή μας. Μιας εταιρίας με μεγάλο μερίδιο στον κόσμο του εμπορεύματος και του θεάματος όπως η Vodafone η Christian Dior, η Peugeot και τόσες άλλες που ο σύγχρονος άνθρωπος νοιώθει ικανοποιημένος απλά καταναλώνοντας τα προϊόντα τους.

Αυτή είναι η βασική διαφορά με τον χριστιανισμό στην εποχή μας. Ότι ο σύγχρονος άνθρωπος απλά τον καταναλώνει αφού ακόμα και αν εκκλησιάζεται καμιά φορά ή αν πιστεύει στην Ανάσταση δεν ακολουθεί καμία αρχή του. Ο χριστιανισμός δεν νοηματοδοτεί πλέον την ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, δεν ρυθμίζει την κοινωνική ζωή ούτε τις διατροφικές του συνήθειες. Δεν αιτιολογεί την σύγχρονη εξουσία ούτε κωδικοποιεί την κοινωνική γνώση. Αυτά τα κάνει το Θέαμα. Η εκκλησία έχει υποχωρήσει σε μια προσωπική υπόθεση, σε μια από τις πάρα πολλές επιλογές “αλήθειας” χάνοντας το μονοπώλιο που είχε κατά τον Μεσαίωνα. Η εκκλησία καλείται αυτή πλέον να απολογηθεί στην επιστήμη για τις διαφορετικές τις απόψεις. Καλείται επίσης να απολογηθεί στην κοινωνία για τις απαγορεύσεις της. Απαγορεύσεις που εξυπηρετούν την οργάνωση της ζωής της φεουδαρχικής υπαίθρου και σήμερα φαντάζουν εντελώς παράλογες αφού δεν εξυπηρετούν την οργάνωση της σύγχρονης αστικής ζωής. Έτσι ο κάτοικος της σύγχρονης πόλης εξεγείρεται ενάντια στην ασφυκτική ηθική της εκκλησίας που επιτρέπει το σεξ μόνο μέσα στον γάμο και νοιώθει να απελευθερώνεται με το ψυχαναγκαστικό κυνήγι σεξ μέσα στα κλαμπ. Ο κάτοικος της σύγχρονης πόλης θεωρεί υπερβολικό να νηστεύει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή αλλά θεωρεί φυσικό να τρώει κάθε μέρα σουβλάκια επειδή δεν προλαβαίνει να μαγειρέψει.

Δεν γίνεται να αγνοηθεί το γεγονός ότι η ιδέα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας στην γη έχει τις ρίζες της στους αναβαπτιστές χριστιανούς του μεσαίωνα. Δεν γίνεται τον 21ο αιώνα να ταυτίζεται ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό με τον αγώνα ενάντια στον χριστιανισμό γιατί πέραν των άλλων, το να πολεμάει κανείς ενάντια στην εκκλησία είναι σαν να δίνει σφαλιάρες στον λιπόθυμο. Μόνο να τον συνεφέρει μπορεί. Το σημείο που έχει πραγματικά νόημα να ασχοληθεί το ανταγωνιστικό κίνημα με την κριτική του χριστιανισμού είναι στο κατά πόσο αυτό έχει επηρεαστεί από την ηθική του, τον τρόπο που ερμηνεύει την ιστορία και την πραγματικότητα. Πως, δηλαδή, βλέπει κι αυτό ένα βέβαιο λυτρωτικό τέλος της ιστορίας ενώ στην πραγματικότητα κανείς δεν εγγυείται ότι είναι παραπάνω από μια πιθανότητα. Το πώς επίσης βλέπει τους σκοπούς του ως εξορισμού σωστούς και δίκαιους και τον εαυτό του ως όχημα της ιστορίας.

 

σημ.φ.: Η αλίευση έγινε από το ιστολόγιο exnegativo και η ζεύξη είναι η:

http://exnegativo.blogspot.com/2008/11/blog-post.html

Ευχαριστούμε τον διαδικτυακό φίλο "deejay" για την καλοσύνη του και την επισήμανση.