Αρχείο κατηγορίας Αλιεύσεις με νόημα

Αλιεύσεις με νόημα

Ιδεολογία προσοδοθηρίας

Ιδεολογία προσοδοθηρίας

 

Του Γ. Σ. Πρεβελάκη

 

Η νεότερη ιστορίας της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την πάλη ανάμεσα σε δύο τάσεις:

Η μία έχει ρίζες στην γαιοκτησία, στον παλαιοελλαδίτικο κοταμπασισμό: είναι η αναζήτηση της προσόδου, η οποία στην παραδοσιακή κοινωνία προερχόταν αποκλειστικά από την γη, κατόπιν έλαβε την μορφή δανείων, ξένης βοήθειας, εισροών από τη ναυτιλία και την μετανάστευση.

Η άλλη τάση ανάγεται στην διασπορά, στις Ελληνικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης, της Αλεξάνδρειας, της Τεργέστης. Αναζητεί πλούτο και επιτυχία στο εμπόριο και, γενικότερα, στις αστικές δραστηριότητες.

Καθώς αναπτύχθηκε το νεοελληνικό κράτος, οι δύο τάσεις συναντήθηκαν στην νεοσύστατη ελίτ. Το προσοδοθηρικό τμήμα, καθ’ ότι πλέον ντόπιο, διέθετε εξαρχής πολιτικό πλεονέκτημα, αν και υποχρεωνόταν να μοιράζεται την εξουσία με το παραγωγικό, ιδιαιτέρως όταν η πολιτική του κατέληγε σε αδιέξοδο.
Η υπερδιόγκωση του κράτους, εν σχέσει με την ιδιωτική οικονομία αντανακλά την πολιτική ανισότητα ανάμεσα στις δύο εθνικές τάσεις. Το Κράτος, αρμόδιο να απορροφά και να διανέμει την έξωθεν πρόσοδο, έγινε φρούριο της προσοδοθηρίας, η Διασπορά λειτούργησε ως καταφύγιο για τις ασφυκτιώσες ή διωκόμενες δημιουργικές δυνάμεις. Η δυναμική Ελληνική παρουσία στο εξωτερικό και η υπανάπτυκτη Ελλάδα αντιπροσωπεύουν τις δύο φαινομενικά αντιφατικές, ουσία συμπληρωματικές όψεις του Ελληνισμού.

Μετά από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, οι δύο τάσεις ισορρόπησαν επί μία περίπου τριακονταετία, οπότε έγιναν κάποια βήματα ανάπτυξης. Από το 1981 επανέκαμψε η ιδεολογία της προσοδοθηρίας. Η ένταξη στην Κοινή Αγορά, αντί να ενισχύσει την παραγωγική πτέρυγα, όπως ευελπιστούσαν οι υποστηρικτές της, έδωσε πρόσθετες δυνατότητες για άντληση προσόδων.

Έτσι εξηγείται η μετεκλογική φιλοευρωπαϊκή στροφή του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, διαστρέφοντας την ευρωπαϊκή λογική, τροφοδότησε τα προσοδοθηρικά κυκλώματα με πόρους που προορίζονταν για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Το πνεύμα του κοτζαμπασισμού θριάμβευσε, εις βάρος των Κουτόφραγκων – και της Ελλάδας.

Με τις συνέπειες αυτής της πολιτικής προφανείς, υπάρχουν σήμερα ελπίδες για αλλαγή; Μήπως το αδιέξοδο οδηγεί σε ριζικές αναθεωρήσεις, ώστε να αξιοποιηθούν τα τεράστια γεω-οικονομικά και γεω-πολιτισμικά πλεονεκτήματα της χώρας; Οι καλόπιστοι υποστηρικτές του Μνημονίου κινδυνεύουν να διαψευσθούν, όπως διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες από την είσοδο στην Ευρώπη.

Η προσοδοθηρική παράταξη έχει εμπεδώσει την εξουσία της. Ελίσσεται, αλλά δεν παραιτείται. Διαθέτει ισχύ σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα παρουσία στο κυβερνών κόμμα το οποίο, αντί να προωθήσει τις απαιτούμενες ριζικές μεταρρυθμίσεις, αναζητεί νέες πηγές προσόδων. Η κυβέρνηση δοκιμάζει τις αντοχές των Ευρωπαίων στην προσπάθειά της να επιβιώσει όπως-όπως, με αυξανόμενο δανεισμό. Διαπραγματεύεται με όποια διεθνή δύναμη μοιάζει διατεθειμένη να την χρηματοδοτήσει, χωρίς ηθικές ή γεωπολιτικές αναστολές. Συνεχίζει, δηλαδή, να προεξοφλεί το μέλλον της χώρας για να αποτρέψει την κατάρρευση του παρασιτισμού. Πόσο μπορεί να συνεχίσει την τακτική αυτή, πριν από την χρεοκοπία;

Όπως οι εκφυλισμένοι γόνοι πλουσίων οικογενειών, η Ελλάδα διαθέτει ακόμη τρόπους να κατολισθαίνει: άφθονη και διεθνώς περιζήτητη γη προς πώληση. Η διάθεση των ακινήτων του Δημοσίου δεν είναι, βέβαια, απορριπτέα αφ’ εαυτής. Το αποτέλεσμα κρίνεται από το πώς θα χρησιμοποιηθούν οι προκύπτοντες πόροι. Εφόσον αποφασίζουν οι προσοδοθήρες κάτοχοι της κρατικής εξουσίας, η νέα πηγή προσόδου θα επιδιώξει να διασφαλίσει την παράταση του παρασιτισμού. Οι μεταρρυθμίσεις θα παραπεμφθούν ad calendas graecas.

Δεδομένου ότι το κυρίαρχο κατεστημένο είναι ανίκανο να οργανώσει την πώληση της γης, ενδέχεται να ζητηθεί τεχνοκρατική αρωγή από εκπροσώπους της παραγωγικής παράταξης, έναντι υποσχέσεων για ουσιαστικές αλλαγές. Όταν θα έχουν επιτελέσει το έργο τους, θα βρεθούν εκτός πολιτικού νυμφώνος. Εφόσον, εξάλλου, αρχίσει να αντλείται έγγειος ιδιοκτησία από το εξωτερικό, η ιδιωτική γη θα ακολουθήσει την δημόσια. Η γη θα ξαναγίνει κυρίαρχη πηγή προσόδου, παράγων αδράνειας, όπως στην εποχή των τσιφλικάδων.
Σε μακροπρόθεσμη προοπτική, η ιδιοκτησία της γης θα έχει περιέλθει σε ξένους, το δημογραφικό περίσσευμα των γειτονικών ηπείρων θα έχουν καταλάβει την Ελληνική αγορά εργασίας, οι δημιουργικοί Έλληνες θα έχουν καταφύγει στην Διασπορά. Θα έχει κλείσει ο κύκλος τον οποίο άνοιξε η Επανάσταση του 1821.

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, Μάρτιος 03, 2011, http://kostasxan.blogspot.com/2011/03/blog-post_4903.html

Γιατί όχι στη «Σπίθα» του Θεοδωράκη

Γιατί όχι στη «Σπίθα» του Θεοδωράκη

 

Του  FalseFaith*


 

Την Κυριακή παρευρέθηκα στη συγκέντρωση της «Σπίθας» του Μίκη Θεοδωράκη, στο Βελλίδειο στη Θεσσαλονίκη. Αν και δεν είχα μεγάλες προσδοκίες από μια τέτοια εκδήλωση, σκέφτηκα οτι το αναγνωρίσιμο πρόσωπο του μουσικοσυνθέτη θα μπορούσε να εμπνεύσει και να συσπειρώσει πολλούς ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών, πεποιθήσεων και κοινωνικών τάξεων, με κοινό παρονομαστή την αντίθεση στο Μνημόνιο, το οικονομικό σύστημα, το έλλειμμα δημοκρατίας γενικότερα. Δυστυχώς, οι φόβοι μου για συγκεντρωτισμό και στροφή προς τα (ακρο)δεξιά επαληθεύτηκαν, με αποτέλεσμα να αποχωρήσω πριν το τέλος της ομιλίας, εμφανώς απογοητευμένος.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Σπίθα είναι ένα ιδιότυπο κίνημα-οργάνωση που ιδρύθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη πριν από τρεις περίπου μήνες, με σκοπό να σχηματίσει ένα μέτωπο αντίδρασης και ανυπακοής στους όρους του Μνημονίου. Αυτό που μου άρεσε εξαρχής είναι το κάλεσμα να παραμερίσουμε τις πολιτικές μας διαφορές και να συνασπιστούμε απέναντι στον κοινό εχθρό, τους εκπροσώπους των αγορών και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ακόμα, ιδιαίτερα θετική μου φάνηκε η οργάνωση του κινήματος με βάση τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, χωρίς αρχηγούς και κεντρική οργάνωση, αλλά με ενεργό συμμετοχή όλων στη λήψη αποφάσεων.

Όσον αφορά τα αρνητικά, δεν θα μπορούσα να παραβλέψω την εμμονή του Θεοδωράκη και των άλλων πρωτεργατών με τα λεγόμενα «πατριωτικά» θέματα, όπως είναι ο κίνδυνος του νεο-οθωμανισμού, η απειλή των Σκοπίων, ο αφελληνισμός του μαθήματος της ιστορίας και άλλα, παρομοίου μήκους κύματος… Επίσης, υποψιαζόμουν οτι η έντονη προβολή των «επιφανών προσωπικοτήτων» αποτελούσε σημάδι οτι το κίνημα θα εξελισσόταν σε ένα παραδοσιακό πολιτικό κόμμα με ηγέτες και οπαδούς, αντί για μια δημοκρατική, οριζόντιου τύπου οργάνωση.

Με ανάμικτα συναισθήματα λοιπόν αποφάσισα να πάω στη συγκέντρωση. Η πρώτη εντύπωση, δικιά μου αλλά και των φίλων μου ήταν αρνητική. Ο μέσος όρος ηλικίας των παρευρισκομένων ήταν ιδιαίτερα υψηλός, οι περισσότεροι ήταν μεσήλικες και εκπρόσωποι της τρίτης ηλικίας. Από στιλιστικής πλευράς, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Πλατινέ ξανθές γριές, κοπέλες με εμφάνιση ΔΑΠίτισσας, καλοζωισμένοι οικογενειάρχες με κοιλιά και γραβάτα, διέκρινα μάλιστα και δύο μοναχούς…

Η συμπεριφορά κάποιων παρευρισκομένων ήταν απαράδεκτη, καθώς με νεοελληνικό τρόπο «κρατούσαν» από πέντε θέσεις ο καθένας για συγγενείς και φίλους, την ίδια στιγμή που υπερήλικες και άνθρωποι με κινητικά προβλήματα ήταν όρθιοι. «Από αυτούς θα γίνει η επανάσταση;» αναρωτήθηκε μια φίλη μου. Προσπάθησα να μην επηρεαστώ από αυτές τις λεπτομέρειες και να επικεντρωθώ στην ουσία, δηλαδή τον πολιτικό λόγο του κινήματος.

Εξαρχής κατάλαβα οτι θα μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά ο Θεοδωράκης και οι «εκλεκτοί» του, αφήνοντας λίγο μόνο χρόνο για κάποιους εκπροσώπους «περιφερειακών Σπιθών». Πρώτος ξεκίνησε να μιλά ο γνωστός και μη εξαιρετέος Κώστας Ζουράρις, ο οποίος εκτελούσε στη συνέχεια και χρέη συντονιστή. Κατάφερε, μέσα από ένα πλήθος αερολογιών και φληναφημάτων, να μην πει ουσιαστικά τίποτε, κατά την προσφιλή του συνήθεια…

Στη συνέχεια, το λόγο έλαβε ο ομότιμος καθηγητής της νομικής, Γεώργιος Κασιμάτης. Με λόγο απλό και κατανοητό προσπάθησε να υποδείξει σε ποιά σημεία είναι αντισυνταγματικό, αλλά και εμφανώς παράλογο, το Μνημόνιο που υπέγραψαν οι ηγέτες μας. Νομίζω πως έχει κάνει σοβαρή δουλειά στον τομέα αυτό και αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες στο κίνημα. Είναι πολύ θετικό να βλέπει κανείς έναν νομικό, και μάλιστα καθηγητή πανεπιστημίου, να καταφέρεται εναντίον του συστήματος εκ των έσω, χρησιμοποιώντας τα όπλα που συνήθως χρησιμοποιούν οι ισχυροί, δηλαδή την ερμηνεία των νόμων.

Ακολούθησε ο οικονομολόγος Δημήτρης Καζάκης, κείμενα του οποίου είχα την τύχη να διαβάσω παλιότερα, μέσα από τη σελίδα “No Money No Debt”. Μιλώντας αποκλειστικά με επιχειρήματα και αφήνοντας έξω τους συναισθηματισμούς, προσπάθησε να παρουσιάσει σε λίγα λεπτά την τραγική πραγματικότητα του ελληνικού χρέους, που είναι από τα πιο επαχθή και δυσβάσταχτα στον κόσμο. Αν και δεν συνάντησε τη θερμότερη υποδοχή από το κοινό, θεωρώ οτι ο Καζάκης είναι ο πλέον άξιος πρωτεργάτης της Σπίθας. Τέτοιους ανθρώπους φοβούνται οι πολιτικοί, που ξεσκεπάζουν τις λαμογιές τους με στοιχεία, και θα ήταν ευχής έργον αν η προσπάθειά του προβληθεί περισσότερο στο μέλλον.

Ο επόμενος ομιλητής ήταν ο εκδότης του Άρδην, Γιώργος Καραμπελιάς. Ο λόγος του ήταν έντονα συγκινησιακά φορτισμένος και εξαντλήθηκε στα λεγόμενα πατριωτικά θέματα, όπως είναι η έξαρση του «νεο-οθωμανισμού», το μάθημα της ιστορίας στα σχολεία και άλλα, τα οποία δεν μπόρεσα να καταλάβω τι σχέση είχαν με την κρίση. Η άποψή μου είναι οτι ο χώρος της «πατριωτικής Αριστεράς», που εκπροσωπεί ο Καραμπελιάς, χαρακτηρίζεται από λογικά ασυμβίβαστες μεταξύ τους θέσεις και στηρίζεται στον συχνά λαϊκίστικο συναισθηματισμό. Πώς μπορεί κάποιος που υποστηρίζει τους φτωχούς εργαζόμενους όλου του κόσμου να διαχωρίζει τους ανθρώπους σε «συνέλληνες» και «ξένους»;

Στη συνέχεια ακολούθησαν κάποιοι εκπρόσωποι τοπικών επιτροπών της Σπίθας, οι οποίοι κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος. Χαρακτηριστικά, ο εκπρόσωπος από την Κομοτηνή, εκδότης κάποιας τοπικής εφημερίδας, αναφέρθηκε στο θέμα της χειραγώγησης των Πομάκων από το τουρκικό προξενείο, ενώ ο Κύπριος εκπρόσωπος έθιξε τα προβλήματα της τουρκικής κατοχής του νησιού και του αφελληνισμού της εκπαίδευσης σε Ελλάδα και Κύπρο. Ο τελευταίος μάλιστα, συγκινημένος μέχρι δακρύων, κατήγγειλε οτι «δεν διδάσκονται πλέον τα παιδιά μας για τους γενίτσαρους», ενώ προσφέρθηκε να… υιοθετήσει τα σχολεία που θα κλείσει η Διαμαντοπούλου! Χαρακτηριστικό είναι οτι το κοινό πραγματικά αποθέωσε τις εθνικιστικές εξάρσεις τους, επιβεβαιώνοντας τους αρχικούς φόβους μου.

Τέλος, το λόγο έλαβε ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, Μίκης Θεοδωράκης. Μέσα από μια μακροσκελή και ελαφρώς βαρετή ομιλία προσπάθησε να συνοψίσει τις κατευθυντήριες γραμμές του κινήματος. Αν και ξεκίνησε πολύ καλά, λέγοντας οτι «συμμετέχουμε σε ένα πρωτόγνωρο πείραμα από την έκβαση του οποίου θα αποδειχθεί εάν πραγματικά ο λαός είναι ικανός να αυτοκυβερνηθεί ή εξακολουθεί να χρειάζεται Σωτήρες-Ηγέτες-Κόμματα-Μηχανισμούς για να σωθεί… να γίνεται οπαδός-κοπάδι με τυφλή πίστη και φανατισμό για τον οδηγό-βοσκό και την αυλή του, για να προχωρήσει», στη συνέχεια μας απογοήτευσε. Εκτός από το οτι επέμεινε κι αυτός στα εθνικά θέματα, αναίρεσε με τα λεγόμενά του την αρχή της άμεσης δημοκρατίας, την οποία υποτίθεται οτι πρέσβευε. Αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός «εθνικού κέντρου», που θα κατευθύνει και θα συντονίζει τις «περιφερειακές Σπίθες». Αποδοκίμασε την απόφαση κάποιων τοπικών επιτροπών να κατεβούν στην πορεία της περασμένης Τετάρτης, παρά την απαγόρευση της προσωρινής συμβουλευτικής επιτροπής, λέγοντας μάλιστα οτι «αυτό το είδος της δημοκρατίας εγώ το θεωρώ αναρχία που οδηγεί κατ' ευθείαν σε διάλυση». Αξίζει να σημειωθεί οτι στο σημείο αυτό ο μουσικοσυνθέτης καταχειροκροτήθηκε από το κοινό, ενώ τα προηγούμενα λόγια του για άμεση δημοκρατία και κοπάδι με βοσκό έπεσαν στο κενό. Όταν μάλιστα μια φίλη μου φώναξε «κάτω οι ηγέτες! », μια ομάδα αξιοπρεπών γραιίδων την αγριοκοίταξε σαν να είχε βλαστημήσει μέσα στην εκκλησία…

Μετά από όλα αυτά, αποχώρησα από το Βελλίδειο χωρίς να περιμένω τη λήξη της ομιλίας. Δεν ξέρω αν το πείραμα της Σπίθας τελικά πετύχει, με τις προϋποθέσεις όμως αυτές εγώ δεν μπορώ να αποτελώ μέλος του. Δεν θα είχα πρόβλημα να συμμετέχω σε ένα κίνημα μαζικής ανυπακοής, που να συγκέντρωνε στις τάξεις του άτομα όλων των κοινωνικών βαθμίδων και πεποιθήσεων. Η Σπίθα όμως δεν έχει ως μόνο συνεκτικό κρίκο την οργή απέναντι στο Μνημόνιο και την απογοήτευση για την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Θέτει αξιωματικά την προϋπόθεση να ενστερνιστείς την (ακρο)δεξιά ατζέντα των ιδρυτών της, ενώ καταργεί ουσιαστικά την αρχή της άμεσης δημοκρατίας, έχοντας μια «προσωρινή επιτροπή» από εκλεκτούς, που καθοδηγεί και διοικεί. Δεν βλέπω μεγάλη διαφορά μεταξύ της Σπίθας και ενός οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος, ενώ δεν θα μου φανεί παράξενο αν βάλουν υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές.

Αγαπητέ Μίκη λοιπόν, αν και σε σέβομαι σαν καλλιτέχνη και σαν προσωπικότητα, ευχαριστώ, δεν θα πάρω…


Δείτε και: http://www.mikis-theodorakis-kinisi-anexartiton-politon.gr/el/info/?nid=481

http://www.ardin.gr/taxonomy/term/18

http://www.nomoneynodebt.gr/

 

* FalseFaith, Wissen macht frei – Η γνώση απελευθερώνει

 

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 2 Μαρτίου 2011, http://falsefaith.blogspot.com/2011/03/blog-post.html

 

Σημείωση admin: κάτω από το άρθρο στην «ΠΗΓΗ» υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα και αντικρουόμενα σχόλια…

Το κράτος κατοχής και η έξοδος από την κρίση

Το ελληνικό πρόβλημα: το κράτος κατοχής και η έξοδος από την κρίση

 

Του Γιώργου Κοντογιώργη*


 

1. Το δραματικό περιεχόμενο με το οποίο σημάνθηκε η ελληνική κρίση ανάγεται ευθέως στον χαρακτήρα της. Ενώ στις άλλες χώρες (Ιρλανδία, ΗΠΑ κλπ) η οικονομική κρίση συνδέεται με την ανατροπή της ισορροπίας που επήλθε μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς στο παγκόσμιο σύστημα[1], στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι πρωτογενής αιτία της κρίσης.

Η ελληνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, δεν ενεπλάκησαν ούτε άμεσα ούτε σχεδόν έμμεσα στη διεθνή κρίση. Το κράτος μετακύλυσε την κρίση στη χώρα, την εξέθεσε στο διεθνές (και ευρωπαϊκό) πεδίο και τη μετέβαλε σε «παίγνιο» και, ενπολλοίς, σε «πειραματόζωο» των εξελίξεων που συντελούνται σ’ αυτό.

Όντως, στις άλλες χώρες το πολιτικό σύστημα ενέχεται για την ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και αγοράς, με την ολοκληρωτική καθυπόταξη του κράτους στο διατακτικό της τελευταίας. Το κράτος όμως θα εξακολουθήσει να παρέχει υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, καθώς η κοινωνία παραμένει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον σκοπό της πολιτικής. Εξού και, στις άλλες χώρες, το κράτος είχε τη δυνατότητα και τη βούληση να αναλάβει τον ρόλο του διασώστη του οικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα. Αντιθέτως, στην ελληνική περίπτωση, η άρση των αιτίων της κρίσης ανεδείχθη σε διακύβευμα που συνέχεται ευθέως με τον χαρακτήρα του κράτους. Όντως, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την εξυπαρχής ανασυγκρότηση του κράτους και τον αναπροσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής, ώστε να αναφέρεται στοιχειωδώς στο κοινό συμφέρον.

Για να κατανοήσουμε το «ελληνικό πρόβλημα» πρέπει να έχουμε επίγνωση του χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκαλείται για τη βαθιά ριζωμένη ιδιοποίησή του και, συνάμα, για τον εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής. Εγκαλείται επίσης για την εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διέρχεται από την «απο-συλλογικοποίηση» του κοινωνικού ιστού και, συγκεκριμένα, από την προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό. Έχω αναλύσει αλλού την αιτιολογία της δυσπλασίας αυτής του νεοελληνικού κράτους και των στρεβλώσεων που συνεπάγονται στη λειτουργία του [2]. Περιορίζομαι να υπογραμμίσω απλώς ότι η παθογένεια αυτή δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Συνθέτει τη σταθερά του από τη δεκαετία του 1830. Η μεταπολίτευση, μπορεί να ορισθεί απλώς ως η ολοκληρωτική επιστροφή του πολιτικού συστήματος στο καθεστώς της φαυλοκρατίας /κομματοκρατίας του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα. Το κράτος αυτό είναι ευθέως υπόλογο για την αποδόμηση του ιστορικού ελληνισμού και την παραρτηματική πρόσδεση της ελληνικής κοινωνίας στο ηγεμονικό σύμπλεγμα της Εσπερίας.

Η εγγενής αυτή παθογένεια του ελληνικού κράτους αποδίδεται, από την κρατική διανόηση, στην κοινωνία και στις κληρονομίες της. Η ελληνική κοινωνία, θα ισχυρισθεί, προσομοιάζει σε μια λατινοαμερικανικού τύπου περιφερειακή κοινωνία, που παρασύρει το κράτος σε μη «ευρωπαϊκές» συμπεριφορές. Περιττεύει να πω ότι η διάγνωση αυτή είναι στοχευμένη ιδεολογικά και, σε κάθε περίπτωση, ολοκληρωτικά εσφαλμένη. Το ελληνικό πρόβλημα είναι υπόλογο της αναντιστοιχίας του νεοτερικού κράτους προς το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας. Το κράτος αυτό ενσαρκώνει ολοκληρωτικά το πολιτικό σύστημα, περιάγοντας την κοινωνία στο καθεστώς του ιδιώτη. Κατά τούτο, προσιδιάζει σε προ-πολιτικές κοινωνίες, όπως οι δυτικοευρωπαϊκές που μόλις εξέρχονταν από τη δεσποτική φεουδαρχία, όχι όμως στην ελληνική, που στη μικρή κλίμακα των κοινών συγκροτούσε ως επί το πλείστον δήμο [3].

Θεμελιώδες γνώρισμα του νεοελληνικού κράτους, είναι ότι έχει αγκιστρωθεί επί της ελληνικής κοινωνίας ενείδει παρασίτου που κατέχει και απομυζά το παραγωγικό, πολιτισμικό και ιστορικό της υπόβαθρο. Συμβαίνει, μάλιστα, να χρεώνει την ιδιότητα αυτή στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, προκειμένου να την αποσείσει. Η παρασιτική ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού από το κράτος εξηγεί τη χαοτική απόσταση που υπάρχει μεταξύ πολιτικού λόγου και πολιτικής πράξης, το γεγονός ότι ο δημόσιος ρόλος του κράτους σταματάει εκεί που έπρεπε να αρχίζει, ότι απουσιάζει από αυτό η έννοια της "δημόσιας" αποτελεσματικότητας, του ελέγχου και της κύρωσης του προσωπικού του, καθώς και της εφαρμογής της νομιμότητας. Έτσι, για παράδειγμα, από τη στιγμή που ψηφίζεται ο νόμος για την οδική κυκλοφορία, το κράτος εγκαταλείπει την εφαρμογή του στην "καλή θέληση" των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει ανεξαιρέτως σε όλους τους τομείς. Συγχρόνως, ο πολίτης για να απολαύσει τις υπηρεσίες που δικαιούται, όπως σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία, πρέπει να έχει "μέσον". Σε γενικές γραμμές, το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και διαχειριστής του κράτους, λειτουργεί ως επικαρπωτής του. Η κομμματοκρατία, ως πολιτικό σύστημα, αποδίδει τη σταθερά του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ορίζει το σκοπό των πολιτικών του κράτους [4].

Η κοινωνία, στην κομματοκρατία, δεν αντιμετωπίζεται ως η αιτία της ύπαρξης του κράτους, αλλά ως ο μείζων εχθρός που απειλεί το κεκτημένο της πολιτικής τάξης. Η κομματική αντιπαλότητα αποτελεί επιμέρους ζήτημα, που αφορά στη νομή του κράτους. Κατά τούτο, η έννοια του πολιτικού κόστους περιλαμβάνει αποκλειστικά την αντίδραση των ομάδων συμφερόντων που έχουν διαπλακεί με την πολιτική τάξη στη διαχείριση της εξουσίας και έχουν συνάψει ειδικά προνόμια μαζί της, με λάφυρο τη (δημόσια) περιουσία της κοινωνίας. Όταν αντιθέτως εγείρεται θέμα συμμόρφωσης της πολιτικής τάξης με την βούληση της κοινωνίας, οι φορείς της δηλώνουν με έπαρση, ότι δεν παρασύρονται από την δημοσκοπούμενη «κοινή γνώμη». Και αυτό είναι αληθές.

2. Στο πλαίσιο αυτό, σπεύδω να επισημάνω ότι η βαρύτητα της ελληνικής κρίσης και το κλίμα του αδιεξόδου που πλανάται πάνω από τη χώρα, συνέχεται με το γεγονός ότι από πουθενά δεν προκύπτει η πρόθεση της πολιτικής τάξης να την απαλλάξει από το καθεστώς της. Ο χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης, το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, ο υπαίτιος της κρίσης, καλείται να βγάλει την χώρα από αυτήν, στοιχειοθετεί το αδιέξοδο της. Διότι η πολιτική τάξη ούτε νομιμοποιείται γι’αυτό ούτε έχει συμφέρον ούτε και τη σχετική πρόθεση, αφού θα σηματοδοτήσει το τέλος του ιστορικού καθεστώτος πάνω στο οποίο θεμελίωσε την ηγεμονία της επί της ελληνικής κοινωνίας. Εξού και δεν επέδειξε την παραμικρή μεταμέλεια έναντι της κοινωνίας.

Αξίζει να προσεχθεί ότι η διαπίστωση της κρίσης δεν οδήγησε στην κινητοποίηση του πολιτικού συστήματος για τη διάσωση της χώρας. Όλες οι δράσεις του πολιτικού προσωπικού προετοίμασαν το έδαφος για την υπαγωγή της σε διεθνή επιτροπεία. Με αποτέλεσμα, οι συνέπειες για την χώρα να γίνουν πολλαπλασίως επαχθέστερες. Στο νέο αυτό περιβάλλον, οι πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα: ταξινομούνται στους υπέρ ή κατά του μνημονίου, ενώ διέρχονται εν σιωπή το ζήτημα της άρσης των αιτίων που οδήγησαν σ΄αυτό. Η κατάρρευση του κράτους επιχειρείται να εμφανισθεί ως υπόθεση ολίγων μηνών πριν ή μετά τις εκλογές, δηλαδή ως ευθύνη του ενός ή του άλλου κομματικού μονομάχου. Χωρίς να αμφισβητούνται οι ευθύνες του τέλους, είναι δεδομένο ότι τα θεμέλια της τωρινής κρίσης ανάγονται στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με ξεχωριστή την εμπλοκή των Α. Παπανδρέου, Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή. Και οπωσδήποτε, ενέχεται σ'αυτήν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.

3. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η έξοδος από την κρίση έχει μεταβληθεί σε διακύβευμα εναλλαγής στην εξουσία και όχι σε πρόταγμα για τη σωτηρία της χώρας. Ο πολιτικός διάλογος οριοθετεί, όπως είδαμε, τους υπέρ ή τους κατά του μνημονίου και όχι την άρση των αιτίων του. Αν επιχειρήσουμε μια αποτίμηση των μέτρων που ελήφθησαν μετά το μνημόνιο – ή που προτάθηκαν από την αντιπολίτευση -, διαπιστώνουμε ότι έχουν όλα είτε μονοσήμαντο εισπρακτικό περιεχόμενο, με αποδέκτες τα συνήθη υποζύγια – τους εμφανείς φορολογούμενους – είτε ως μέτρο τη μετάλλαξη της εργασίας των πολιτών σε εμπόρευμα. Η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους δεν εμπεριέχονται στις προγραμματικές πολιτικές των κομμάτων.

Η επίκληση ορισμένων όλως ενδεικτικών παραδειγμάτων διευκρινίζουν νομίζω επαρκώς το κλίμα αυτό. Παρατηρούμε ότι ο περιορισμός των δαπανών δεν περιλαμβάνει τους τομείς που θα έθιγαν το πολιτικό σύστημα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής, η ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης ώστε να καταστεί αποτελεσματική, να εναρμονισθεί με το δημόσιο σκοπό της, να γίνει φιλική προς το πολίτη ή να συνδράμει την παραγωγική ανάταξη της χώρας, παρόλα όσο λέγονται, δεν περιλαμβάνεται στο πολιτικό πρόγραμμα της κομματοκρατίας.

Θα ανέμενε κανείς, ο περιορισμός των ελλειμμάτων να συνοδεύεται από μέτρα ανασύνταξης του θεσμού στον οποίο αναφέρονται, ώστε το όφελος που θα προκύψει από τον περιορισμό της σπατάλης και την πάταξη της διαφθοράς να αντισταθμίσει τις απώλειες, με την ποιοτική αναβάθμιση και την αποτελεσματικότητα του προσφερομένου έργου. Αυτό δεν συνέβη πουθενά. Ούτε στο στενό ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα . Και μάλιστα, παρά την ισχυρή πίεση της τρόικας, η οποία διαβλέπει στην εμμονή της πολιτικής τάξης να διατηρήσει ακέραιο το κεκτημένο της έναν μείζονα κίνδυνο για τα ζωτικά της συμφέροντα.

Παραμένει σημειολογικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πολιτικό προσωπικό δεν συναίνεσε, ούτε προσχηματικά, στη μείωση των απολαβών του, ενώ ο πολιτικός λόγος όλων των κομμάτων είναι πανομοιότυπος. Συμπεριφέρονται δηλαδή ως εάν η χώρα δεν βιώνει τη χειρότερη δοκιμασία από το 1922. Διαγκωνίζονται για την ενοχή των αντιπάλων, επιρρίπτοντας ο ένας την ευθύνη στον άλλον. Η συμφωνία όλων των κομμάτων στη διαφύλαξη, εν σιωπή, της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος, που συντηρεί την απόκοσμη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και την αποπνικτική ατμόσφαιρα που σκεπάζει τη χώρα, είναι εντυπωσιακή.

Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης και, συγκεκριμένα, της σύνδεσής της με τη δικαιοσύνη αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και τούτο διότι η εμμονή στην ολοκληρωτική ασυλία του πολιτικού προσωπικού υποδεικνύει τον αντίπαλο. Έναντι τίνος επιδιώκει να προστατευθεί η πολιτική τάξη; Προφανώς, έναντι της κοινωνίας. Η αλληλουχία αναχωμάτων προστασίας που έχουν υφανθεί με το Σύνταγμα, τους νόμους και την «πολιτεία» της Βουλής, ώστε να αποτραπεί ένας πιθανός έλεγχος της έκνομης συμπεριφοράς των μελών της, δεν έχει προηγούμενο στον σύγχρονο κόσμο. Ο πιο ευφάνταστος κακοποιός δεν θα είχε εφεύρει τόσους και τόσο περίτεχνους τρόπους προστασίας του. Προκαλεί ενδιαφέρον, εντούτοις, ότι ο τρόπος που η πολιτική τάξη διαχειρίζεται την εκτροπή από τη δημόσια λειτουργία της στο μέσον της κρίσης και της δημόσιας κατακραυγής που τη στοχοποιεί συλλήβδην ως λεηλατική και καταστροφέα της χώρας, δεν άλλαξε στο παραμικρό. Εν είδει παραδείγματος, αναφέρω ότι όχι μόνο δεν κατηγορήθηκε κανείς για την καταστροφή της χώρας, αλλά και οι ομολογημένες υποθέσεις σκανδάλων λαμβάνεται μέριμνα να κλείσουν με εύσχημο τρόπο και ανωδύνως. Ούτε λόγος να γίνεται για τον εγκλεισμό έστω και ενός πολιτικού προσώπου στη φυλακή, παρά την πίεση που ασκείται στο σύστημα από την κοινωνία και την τρόικα. Αν όλα τα δεινά που συσσώρευσε η πολιτική τάξη στην ελληνική κοινωνία, είχαν συμβεί στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου τουλάχιστον ο ηγετικός πυρήνας του κομματικού κατεστημένου, θα είχε αυτοκτονήσει από εντροπή ή έστω για να αποφύγει την ταπείνωση της φυλακής. Αντί άλλης αντίδρασης προσθέτω απλώς ότι τα κόμματα εισέπραξαν προκαταβολικά, στο μέσον της κρίσης, ατόφιες τις αποφασισθείσες από αυτά επιχορηγήσεις του κράτους, οι οποίες εκτιμάται ότι υπερβαίνουν, αναλογικά, κατά πολύ εκείνες των γαλλικών κομμάτων.

Στο γεγονός αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθεί επίσης ότι η ασυλία αφορά μόνο στις αδικοπραγίες του ιδιωτικού βίου και στην κατάχρηση ιδίως δημοσίου χρήματος. Δεν καλύπτει την ευθύνη που προκύπτει από τις πολιτικές τους, οι οποίες τίθενται στο απυρόβλητο, υπεράνω του νόμου [5]. Ο πολιτικός δύναται να καταστρέψει τη χώρα και να το ομολογήσει, «αναλαμβάνοντας» την πολιτική ευθύνη. Δεν υπόκειται όμως στην δικαιοσύνη, ούτε αναγνωρίζεται στον πολίτη έννομο συμφέρον για τη βλάβη που υπέστη. Κατά τα λοιπά, το σύστημα ορίζεται ως αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό [6].

Ενώ όμως ο πολιτικός αυτο-τοποθετείται ολοκληρωτικά στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης και, κατ'επέκταση, της κοινωνίας, στη συνέχεια την εγκαλεί ως διεπομένη από την «ψυχολογία του όχλου και της μάζας» και ως απειλή για τη "δημοκρατία ", όταν στην απελπισία της επικαλεσθεί το μόνο όπλο που της απομένει, την αυτοδικία. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, παραμένει αναπάντητο: πώς δικαιολογείται, ο υπαίτιος της κρίσης να επιμένει ότι είναι ο μόνος αρμόδιος να θεραπεύσει το πρόβλημα, όταν μάλιστα δεν επιδεικνύει την παραμικρή μεταμέλεια, εξακολουθεί να διαφεύγει τον έλεγχο και, μάλιστα, συμπεριφέρονται με τον τρόπο που οδήγησε στην κρίση;

4. Η θεσμική αυτή θωράκιση της πολιτικής τάξης έναντι της κοινωνίας, συμβαδίζει με ανάλογες πολιτικές που δείχνουν ότι εννοεί να πορεύεται ως εάν δεν αποτελεί η ίδια το πρόβλημα ή με μοναδικό στόχο τη διατήρηση των προνομιών της. Έτσι, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Βουλής καλεί τους Έλληνες να εισφέρουν τον οβολό τους για την σωτηρία της χώρας, ενώ ο ίδιος συνεχίζει την φαύλη πολιτεία των προκατόχων του, αυξάνοντας αντί να μειώσει τον προϋπολογισμό της. Η υπουργός Παιδείας υπόσχεται μεταρρυθμίσεις στα ΑΕΙ σε επίπεδο «κορυφής», ομολογώντας ότι δεν προτίθεται να αγγίξει τον πυλώνα της κομματικής ιδιοποίησης των πανεπιστημίων, τις παρατάξεις, ενώ δεν κρύβει τη βαθιά δυσπιστία που τρέφει προς τις ανεξάρτητες εκείνες ακαδημαϊκές προσωπικότητες που ομολογουμένως θα τα οδηγούσαν στην έξοδο από την απαξία. Ο αρμόδιος υπουργός «προστασίας του πολίτη» δηλώνει με «καμάρι» ότι δεν θα παίξει το ρόλο του «σερίφη», εννοώντας προφανώς, ότι θα επαναφέρει την αστυνομία στο καθεστώς του ιδιότυπου «παρατηρητή» της δράσης των ιδεολόγων της καταστροφής και των παρασιτικών στοιχείων που ιδιοποιούνται τους δημόσιους χώρους, μεταβάλλοντας έτσι την πρωτεύουσα σε τριτοκοσμική πόλη. Ούτε το διάλειμμα «Χρυσοχοϊδη» φαίνεται ότι εμπνέει.

5. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πολιτικές της κομματοκρατίας, οι οποίες όλες κατατείνουν στο να εγκιβωτίσουν την κοινωνία σε ένα καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου και στη διέλευση του (οικονομικού κλπ) βίου της από τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Επειδή βιώνουμε την οικονομική κρίση, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα παραδείγματα που αποκαλύπτουν την αγωνία της πολιτικής τάξης να αποκλείσει κάθε προοπτική απελευθέρωσης της κοινωνίας και, ιδίως να διατηρήσει τους μηχανισμούς της ιδιοποίησης ως σημαίνον γνώρισμα της σχέσης του πολίτη με το κράτος:

(α) το επιχειρηματικό κλίμα. Είναι πασιφανές ότι οι δουλείες στις οποίες υποβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα οφείλονται εξ ολοκλήρου στη διάθεση των νομέων του κράτους να ελεγχθεί με όρους ιδιοποίησης ο τομέας αυτός της οικονομίας. Να "μοιρασθεί" δηλαδή μαζί του το "επιχειρείν". Εάν υπήρχε η πολιτική βούληση, το ζήτημα θα είχε «αυθωρί» επιλυθεί. Όπως έχει επιλυθεί στις χώρες όπου το κράτος διατηρεί ακόμη μια ελάχιστη αίσθηση δημοσίου συμφέροντος.

Η άρνηση της πολιτικής τάξης να άρει το καθεστώς της κομματοκρατίας, που μεταβάλλει το κράτος σε δυνάστη της κοινωνίας, υποστηρίζεται ιδεολογικά με διατυπώσεις ενοχοποίησης της κοινωνίας («όλοι μαζί τα φάγαμε») ή με το επιχείρημα ότι η κοινωνία ζούσε υπεράνω των δυνατοτήτων της χώρας κ.α. Εντούτοις, μελέτες που εκπονήθηκαν σε ανύποπτη στιγμή, δηλώνουν ότι όχι μόνο δεν ζούσαμε υπεράνω των δυνατοτήτων μας, αλλ’ότι, εάν το κράτος επιδείκνυε στοιχειώδη προσήλωση στη δημόσια αποτελεσματικότητα και επολιτεύετο με πρόσημο το κοινό συμφέρον, το κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν ανάλογο εκείνου των Σκανδιναβών.

(β) Ένα άλλο, συναφές με το επενδυτικό κλίμα, παράδειγμα, αφορά στην αντιμετώπιση όχι απλώς της ιδιοκτησίας, άλλα της Ελλάδας ως κατοικημένης χώρας. Θα επικαλεσθώ τρία εξόχως χαρακτηριστικά μέτρα που δείχνουν ότι οι φορείς της πολιτικής τάξης αντιμετωπίζουν τη χώρα ως κατακτητές και όχι ως εντολοδόχοι της κοινωνίας. Ακραία περίπτωση αποτελεί η υπουργός ΠΕκΚΑ, για την οποία η κοινωνία αποτελεί την μείζονα απειλή για το περιβάλλον. Εξού και, κλεισμένη στο γραφείο της ομού με διάφορα οικολογικά παράσιτα που σιτίζονται από το κοινωνικό ταμείο, βυσσοδομούν σε βάρος της κοινωνίας.

Το πρόβλημα των «δασωθέντων» αγρών, που δημιούργησε η πολιτική τάξη, μετά τον πόλεμο, είναι γνωστό. Πρόκειται για τις αγροτικές ιδιοκτησίες, οι οποίες λόγω των ανατροπών που συνέβησαν στον ελληνικό χώρο παρέμειναν ακαλλιέργητες, για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, από τον πόλεμο και εντεθέν. Τις περισσότερες φορές εξαιτίας των εμποδίων που όρθωνε η πολιτεία.

Το μείζον αυτό ζήτημα είναι πολυσήμαντο ως προς τις διαστάσεις του. Η πολιτική του διάσταση συναρτάται με αυτούς που έπαψαν να καλλιεργούν τους αγρούς τους. Ποιοί ήσαν αυτοί; Όσοι ενεπλάκησαν στην αντίσταση κατά του κατακτητή, οι ηττημένοι του εμφυλίου και πολιτικά διωκόμενοι στη συνέχεια, καθώς και τα θύματα της ανασύνταξης της οικονομίας. Έχει σημασία να επισημανθεί ότι το εφεύρημα της «δασικής έκτασης», συμβαδίζει με πλήθος άλλων πολιτικών μέτρων που κατέτειναν στην ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών στην ύπαιθρο και αποτέλεσε το μεγάλο κόλπο που οδήγησε στη διαρπαγή ή στην αιχμαλωσία της αγροτικής ιδιοκτησίας και, εναλλακτικά, στην καταστροφή των καλλιεργειών και των ομόλογων δασών (των ελαιώνων κλπ) που απέμειναν. Λειτούργησε δε ως καταλύτης για τη διαιώνιση της ερήμωσης της υπαίθρου και του αποκλεισμού της από τον οικιστικό και παραγωγικό ιστό της χώρας. Είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η έννοια της «δασικής έκτασης», που αντιμετωπίζει τα θαμνώδη «αείφυλλα πλατύφυλλα» ως ιερά φυτά όπως οι Ινδοί τις αγελάδες, συνέβαλε καθοριστικά στη γενίκευση της συναλλαγής και της διαφθοράς στην ύπαιθρο.

Στη ρύθμιση αυτή, που επιβαρύνθηκε έτι περαιτέρω από την τωρινή υπουργό ΠΕκΚΑ, με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει κάθε επενδυτική πράξη στην ύπαιθρο ή, αναλόγως, να έχει ανέβει το "λαδόσημο" στα ύψη, προστέθηκε από προηγούμενη υπουργό, η πρόνοια της αρτιότητας ενός κτήματος υπό τον όρο να έχει πρόσοψη 25 μέτρων σε δρόμο, υφιστάμενο προ του 1923. Συνάγω ότι η ρύθμιση αυτή θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει να παραμείνει, εξεπόψεως υποδομών, στο καθεστώς του ΄23, διότι έτσι θα προστατευθεί το περιβάλλον! Η αλήθεια όμως είναι ότι το μόνο που επετεύχθη είναι να μπει και η πολεοδομία στο παιχνίδι της συναλλαγής, που είχε ανατεθεί έως τότε στο Δασαρχείο. Οι ανωτέρω εστίες διαφθοράς και στασιμότητας δεν είναι οι μοναδικές.

Το πλέον ενδιαφέρον, εντούτοις, επίτευγμα των νομέων του κράτους αφορά σε παράπλευρες ρυθμίσεις που συνέχονται με τις προστατευόμενες περιοχές («νατούρα»). Με πρόσφατη υπουργική απόφαση (sic) ορίζεται ότι σε απόσταση τελικά 350μ από τις ακτές – φυσικά και αλλού, πέραν των ακτών – η περιοχή μετατάσσεται στη ζώνη «υψηλής παραγωγικότητας» και διέπεται από τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις. Η πονηρά φύση των εχθρών της κοινωνίας βάφτισε τις κατά τεκμήριο άγονες και βραχώδεις περιοχές σε γαίες «υψηλής παραγωγικότητας» για να τις δημεύσει δωρεάν! Όλη σχεδόν η ενδιαφέρουσα οικονομικά Ελλάδα οφείλει να νεκρωθεί και οι κάτοικοί της να μετοικήσουν στα ορεινά ή να ξενιτευτούν για να επιβιώσουν. Η καταφανώς λεηλατική αυτή επιδρομή της υπουργού ΠΕκΚΑ προκύπτει, από τις μόλις πρόσφατες νομοθετικές της πρωτοβουλίες, ότι εγγράφεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, το οποίο εάν δεν εμποδισθεί θα ερημώσει τη χώρα. Τη στιγμή που η χώρα χάνεται το πολιτικό προσωπικό αναλώνεται στο προσφιλές του άθλημα: του εγκιβωτισμού της κοινωνίας στις δουλείες του κράτους με πρόσημο την ολοσχερή της βύθιση στην ανέχεια και στην αδυναμία.

Από τα ανωτέρω ολίγα, συνάγεται ότι η Ελλάδα ενδιαφέρει την πολιτική τάξη ως χώρος, όχι ως κοινωνία. Μια χώρα που άδειασε και ξαναγέμισε άπειρες φορές, δεν πρέπει να ξανακατοικηθεί. Παραγνωρίζει προφανώς ότι το περιβάλλον υπάρχει ως έννοια υπό τον όρο της παρουσίας της κοινωνίας εντός αυτού. Το περιβάλλον στον Άρη ουδένα ενδιαφέρει. Η απλή λογική διδάσκει ότι το περιβάλλον υπάρχει για την κοινωνία και δεν δύναται να διατηρηθεί χωρίς να γίνει φιλικό προς αυτήν. Η προστασία του δεν είναι συμβατή με την αποξένωση της κοινωνίας από αυτό ή από την ιδιοκτησία της, ούτε με την εξώθησή της να οδηγείται στην καταστροφή των ολίγων καλλιεργειών που απέμειναν, ούτε με την απαγόρευση της ανάπτυξης. Από τους "ταλιμπανιστές" του περιβάλλοντος η ιδέα της ένταξης του οικιστικού ιστού σ'αυτό ή η αρμονική ανάπτυξη των θεμελίων του σε συνάφεια με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες του παρόντος και του μέλλοντος είναι αποκρουστική και, σε κάθε περίπτωση, αδιάφορη. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι όλα τα μέτρα της υπουργού ΠΕκΚΑ αποβλέπουν στη διαρπαγή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, κανένα όμως στην προστασία των δασών, στην ανάπτυξη του δημόσιου δασικού πλούτου και, μάλιστα, στην αναδάσωση των ορεινών όγκων που καλύπτουν σαφώς το κύριο μέρος της χώρας.

(γ) Σταθερή επωδός που δικαιολογεί τη μονοσήμαντα αντικοινωνική πολιτική για την έξοδο από την κρίση είναι ότι το κράτος είναι διεφθαρμένο και, οπωσδήποτε, δεν προσφέρεται για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αυτή καθεαυτή η επισήμανση ότι το ελληνικό κράτος είναι «μοναδικό σε δυσλειτουργικότητα» και το «πλέον σπάταλο και διεφθαρμένο δυτικό κράτος» συνέχεται με την «πολιτεία» της πολιτικής τάξης. Η εμμονή στη διατήρησή του όμως, σοβούσης της κρίσης, επιβεβαιώνει επίσης ότι η αιτία του κράτους αυτού δεν εξέλειπε. Διότι, όχι μόνο δεν ελήφθη ουσιαστικά κανένα μέτρο για την εξυγίανσή του, αλλά και μας διαβεβαιώνουν, με ποικίλους όσους τρόπους, ότι δεν προτίθενται να λάβουν. Όντως, η μόνιμη επωδός της πολιτικής τάξης εστιάζεται στην επισήμανση του προβλήματος, στην "απειλή" ότι θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι έναντι της τρόικας ή της υπηκόου κοινωνίας. Κορυφαίος υπουργός διετείνετο πρόσφατα ότι για τα κακώς κείμενα του κράτους φταίει ο μεγάλος αριθμός των βουλευτών και ο εκλογικός νόμος!!!.. Τίποτε άλλο…

(δ) Η απουσία κάθε πολιτικής βούλησης για την ανάταξη του κράτους και τη διάσωση της κοινωνίας, διαπιστώνεται με κάθε σαφήνεια στην περίπτωση της φοροδιαφυγής. Αρκεί, νομίζω, ένα μόνο αλλά κραυγαλέο παράδειγμα, από τα πολλά που μπορεί να επικαλεσθεί κανείς. Υπό το προηγούμενο καθεστώς του ΦΜΑΠ αυτοί που υπέβαλαν δήλωση ήσαν ελάχιστοι σε σχέση με τους υπόχρεους. Η καθόλα ψευδής επίσημη εκδοχή ήταν ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελεγχθούν. Έδωσαν, ωστόσο, εξαρχής στους φοροφυγάδες τη δυνατότητα να διαφύγουν τη δήλωση με την επίκληση της "υπεύθυνης δήλωσής" τους ότι το μέγεθος της περιουσίας που κατείχαν δεν υπερέβαινε το αφορολόγητο μέτρο. Σήμερα, εντούτοις, το πρόσχημα της αδυναμίας εξέλειπε αφού έχει διαμορφωθεί με το Ε9 περιουσιολόγιο και ανά πάσα στιγμή (δηλαδή αυτόματα, με βάση το ηλεκτρονικό σύστημα) μπορούν να ελεγχθούν όσοι είχαν υποχρέωση από το 1997 να υποβάλουν δήλωση ΦΜΑΠ και δεν το έπραξαν. Γιατί δεν το πράττουν; Η λύση είναι απλή: όσοι καλύπτουν τις προϋποθέσεις του ΦΜΑΠ σύμφωνα με το τωρινό Ε9 – με γνώμονα όμως τις πρόνοιες του τότε νόμου – να κληθούν να εξηγήσουν ποιά ήταν η κατάσταση της ακίνητης περιουσίας τους, από το 1997 έως την μεταβολή του νόμου. Γίνεται αντιληπτό ότι έτσι θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη – η ισότητα που προβλέπει το Σύνταγμα – και στα δημόσια ταμεία θα εισρεύσει χρήμα πολύ, αφού αυτοί που διέφυγαν την καταβολή του φόρου, αντιπροσωπεύουν ποσοστό πολλαπλάσιο εκείνων που υπέβαλαν δήλωση.

5. Ποια μπορεί να είναι η διέξοδος; Πρέπει να διευκρινίσω ότι η λύση δεν θα προέλθει από μια επανάσταση της κοινωνίας. Η κοινωνία επέδειξε την απέχθειά της προς το σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό, το δρόμο της εξόδου από την κρίση με ποικίλους τρόπους: Με τη στοχοποίηση της κομματοκρατίας και της πολιτικής τάξης ως υπεύθυνων για την καταστροφή της. Με τη δήλωσή της σε ποσοστό 75% ότι θα εγκατέλειπε τη χώρα εάν είχε τη σχετική δυνατότητα. Με την αυξημένη εκλογική αποχή και τη διάθεση αυτοδικίας των πολιτών έναντι της πολιτικής τάξης.

Από την άλλη, είναι μάλλον «ουτοπικό» να αναμένει κανείς την υπέρβαση της δυναστικής κομματοκρατίας, με πρωτοβουλία της ίδιας της πολιτικής τάξης. Απομένει, επομένως, είτε η απόφαση ενός ηγέτη να υπερβεί εαυτόν και να πολιτευθεί ως εάν δεν αποτελεί μέρος της είτε η ολοκληρωτική κατάρρευση των επιλογών της, οπότε από τα συντρίμμια της χώρας θα μπορούσε να αναδειχθεί η διάδοχη κατάσταση. Η πρώτη εκδοχή μοιάζει μάλλον απίθανη αφού η πολιτική τάξη είναι δομικά ταυτισμένη με τη λογική της κομματοκρατίας, οι δε μηχανισμοί των διαπλεκομένων αναδεικνύουν πολιτικούς ηγέτες των οποίων το διαμέτρημα είναι απαγορευτικό για το εγχείρημα. Η δεύτερη λύση, πέραν του ότι δεν υποδεικνύει το αποτέλεσμα, εφόσον συνδυασθεί με ένα απονενοημένο διάβημα της κοινωνίας, ελέγχεται ως ικανή να οδηγήσει τη χώρα σε βαθύτερο αδιέξοδο.

Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση ατόφιου του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προμηνύεται αφενός τη διαιώνιση του καθεστώτος κατοχής, στο οποίο υπεβλήθη η ελληνική κοινωνία σχεδόν με τη μετάβασή της στο κράτος έθνος, και αφετέρου, μη αναστρέψιμες απώλειες για τη χώρα.

6. Η επισήμανση αυτή δηλώνει ότι αντί, επομένως να κρύβεται κανείς πίσω από το μνημόνιο (και, συγκεκριμένα, το καθεστώς επιτροπείας, στο οποίο παρεδόθη ως μη όφειλε η χώρα και, μάλιστα, χωρίς διαπραγμάτευση), καλείται να λάβει ακαριαία μέτρα ανατροπής του καθεστώτος εσωτερικής κατοχής, στο οποίο εμμένει η πολιτική τάξη, απελευθερώνοντας την κοινωνία από τα πολυσήμαντα δεσμά της.

Επείγει ως προς αυτό:

(α) να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα, με γνώμονα την εγκαθίδρυση μιας θεσμικής ισορροπίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Ισορροπία, η οποία δεν είναι προφανώς εφικτή στο πεδίο της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή εξωθεσμικά, και, οπωσδήποτε, με πρόσημο την εναλλαγή των φορέων της κομματοκρατίας στην εξουσία. Οι παραδοσιακοί τρόποι πολιτικής δράσης (η απεργία, η διαδήλωση κλπ) έχουν από καιρό ξεπερασθεί μαζί με τις συνθήκες που τους εισήγαγαν. Δεν αρκεί επίσης η επίκληση της δεοντολογίας («ότι οφείλει η πολιτική να αντιπροσωπεύει την κοινωνία»), για να λειτουργήσει το κράτος εν αρμονία με το κοινό συμφέρον. Είναι αναγκαία, εφεξής, η θεσμική ενσωμάτωση του σώματος της κοινωνίας των πολιτών και, σε κάθε περίπτωση, η συνεκτίμηση της κοινωνικής βούλησης, στην πολιτική διαδικασία. Απαιτείται γι’αυτό να θεσμοθετηθούν πρακτικές συναγωγής της συλλογικής βούλησης και ανάρτησής της στο πολιτικό διάλογο, έτσι ώστε να αποτελέσει διακύβευμα των πολιτικών του κράτους.

Η επιλογή αυτή εναρμονίζεται με τη γενικότερη εξέλιξη του κόσμου, δεδομένου ότι όσο η οικονομία αυτονομείται από το πολιτειακό περιβάλλον του κράτους και αναπτύσσει το διακύβευμά της διακρατικά, δηλαδή στο σύνολο κοσμοσύστημα, τόσο η κοινωνία θα επιδιώκει την εγκατάστασή της στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος για να αντισταθμίσει την αδυναμία της να επηρεάσει τις αποφάσεις του πολιτικού συστήματος. Η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας επάγεται προφανώς την κατάργηση όλων των πυλώνων της κομματοκρατίας, την άμεση υπαγωγή της πολιτικής στη δικαιοσύνη, την απόρριψη του ιδιοτελούς προτάγματος της «διακυβέρνησης», που αναδεικνύει την κατ'εφημισμόν «κοινωνία πολιτών» [7], αντί του σώματος της κοινωνίας των πολιτών, σε μέτρο του σκοπού της πολιτικής.

(β) να αναπροσδιορισθεί ο σκοπός του κράτους. Το γενικό/δημόσιο συμφέρον να υποκατασταθεί από το κοινό συμφέρον. Η έννοια του κοινού συμφέροντος προϋποθέτει, εντούτοις, την ανοικοδόμηση του κοινωνικού ιστού, στη βάση μιας ισχυρής συνεκτικής αρχής (ή συλλογικής ταυτότητας) που θα κινητοποιεί τα δημιουργικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και θα τα ανάγει σε συλλογική βούληση. Ο συνδυασμός της αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης της πολιτείας με την ισχυρή ταυτοτική συλλογικότητα, θα δημιουργήσει μια νέα σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που θα αποκλείει την πελατειακή εξατομίκευση της πολιτικής λειτουργίας. Η συνάντηση του σκοπού της πολιτικής με το βούληση/συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών, προόρισται να μεταβάλει το κράτος, από δυνάστη της σύνολης κοινωνίας, σε αρωγό του πολίτη, σε εγγυητή της ζωής, της περιουσίας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του.

(γ) η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας προϋποθέτει την εισαγωγή της αρχής του ελέγχειν του πολιτικού προσωπικού, δηλαδή την ολοσχερή κατάργηση της ασυλίας και την προσέγγιση της πολιτικής ευθύνης υπό το πρίσμα της δικαιοσύνης. Συνεπάγεται περαιτέρω την αναγνώριση στα μέλη της κοινωνίας των πολιτών δικαιώματος έννομου συμφέροντος, τόσο έναντι των φορέων του πολιτικού συστήματος όσο και των μελών της διοίκησης και της δικαιοσύνης.

Η καθιέρωση του δικαιώματος αυτού, συνάδει με την εισαγωγή της αρχής του «ελέγχειν» για το πολιτικό προσωπικό και τη διοίκηση, που θα ήταν αυτονόητη εάν το πολιτικό σύστημα προσομοίαζε στοιχειωδώς προς την αντιπροσώπευση. Αν μη τι άλλο, ο πολίτης δικαιούται να έχει λόγο στη διαχείριση της περιουσίας του, αυτής που εκχωρείται στο κράτος μέσω του δημοσιονομικού συστήματος. Δεν νοείται, επίσης, ο βλαπτόμενος από τις αρχές του κράτους πολίτης να μην δικαιούται να υποβάλει σε έλεγχο τον βλάπτοντα ή να αποζημιώνεται από το δημόσιο ταμείο που χρηματοδοτεί ο ίδιος και όχι από τον υπαίτιο. Με απλούστερη διατύπωση, οφείλει να καταργηθεί κάθε νόμος – περί [μη] ευθύνης υπουργών – και να εφαρμοσθούν οι κοινές περί δικαίου διατάξεις που διέπουν όλους τους πολίτες. Ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος μας πληροφορούν ότι στην αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία τα εγκλήματα των πολιτικών τιμωρούνται αυστηρότερα επειδή βλάπτουν τους πολλούς. Δεν εξισώνονται με εκείνα των κοινών ανθρώπων και προφανώς δεν τίθενται στο απυρόβλητο. Οπωσδήποτε, είναι επιεικώς απαράδεκτο, οι ρυθμίσεις για την "πολιτική ευθύνη" των πολιτικών, να αποφασίζονται από τους ιδίους σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, η δε απόφαση για τη δίωξή τους και η εκδίκαση της υπόθεσης να ανήκει στους ίδιους.

(δ) Όπως είδαμε, το κράτος της κομματοκρατίας θεωρεί ότι ο ρόλος του τελειώνει εκεί όπου όφειλε να αρχίζει. Εξού και δεν θεωρεί ότι ανήκουν στις αρμοδιότητές του η έννοια της αποτελεσματικότητας και ο έλεγχος των υπηρεσιών του, η κύρωση για την εφαρμογή της νομιμότητας και για την εναρμόνισή του με το κοινό συμφέρον. Η αναστροφή της λογικής αυτής, συνδυάζεται με το γεγονός ότι το κράτος στο σύνολό του είναι άκρως αποτελεσματικό στη διαχείριση του κομματικού συμφέροντος και για την ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού. Το κράτος αυτό πρέπει να εκλείψει ακαρεί. Να ανασυγκροτηθούν εκ βάθρων η διοίκηση, η δικαιοσύνη, οι δυνάμεις της τάξης κλπ, με γνώμονα την ανταποκρισιμότητά τους στις ανάγκες της κοινωνίας. Να αποκτήσει ο κρατικός μηχανισμός επιχειρησιακή διάσταση, με μέτρο όχι ασφαλώς την "αγορά", αλλά τη δημόσια αποτελεσματικότητα και πρόσημο το κοινωνικό συμφέρον.

(ε) να καταργηθεί αμέσως το σύνολο της νομοθεσίας που δεσμεύει την ελευθερία της κοινωνίας και την μεταβάλει σε αναγκαστικό υποζύγιο της διαπλοκής και της διαφθοράς. Να γίνει σαφές στην πολιτική τάξη (και στην απολογητική νεοτερική διανόηση) ότι η οικονομική πολιτική που προάγει την εξουθένωση, την ταπείνωση και την περιαγωγή της κοινωνίας στην εργασιακή, εισοδηματική και ιδιοκτησιακή εξαχρείωση, προσήκει στο καθεστώς της ανομίας και στις σχέσεις δύναμης, που σταδιοδρομούν στην πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται η εποχή μας, όχι στην φύση της σύνολης εξέλιξης. Με άλλα λόγια, μια οικονομική πολιτική με πρόσημο την πρόοδο συνάδει με την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ανάδειξη της «πολιτικής αγοράς», δηλαδή της κοινωνικής βούλησης, σε ρυθμίζουσα παράμετρο, από την οποία αντλούν λόγο ύπαρξης το κράτος και, φυσικά, η «οικονομική αγορά». Μια υπεροχή που απαιτεί την άρση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους επί της κοινωνίας των πολιτών.

7. Οι ανωτέρω πολιτικές εισάγουν ως πρόκριμα ότι ο πολιτικός ηγέτης έχει επίγνωση του διακυβεύματος που εγείρεται ενώπιον του κόσμου στην εποχή μας και την βούληση να υπερβεί τη συγκυρία των συσχετισμών, αντί να παραμένει απλός διαχειριστής του κρατούντος συστήματος. Να γνωρίζει, σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, ότι η έξοδος από την κρίση, χωρίς την ανήκεστη συντριβή της, απαιτεί την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του παρόντος κράτους, ως πολιτικού συστήματος και ως διοίκησης.

Είναι προφανές ότι η άρση της αιτίας της κρίσης και, εν προκειμένω, της κομματοκρατίας, δεν μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση που θα αποτελείται από κομματικά ενεργούμενα και «φίλους» ή συνεργούς της καταστροφής, αλλά από μέλη της κοινωνίας που αναγνωρίζονται για τη βαθιά γνώση του διεθνούς διακυβεύματος και του ελληνικού προβλήματος και των οποίων η «πολιτεία» εγγυάται την προσήλωσή τους στο κοινό συμφέρον και στην ελευθερία της. Η ανατροπή της κομματοκρατίας απαιτεί την παράκαμψη του συνόλου της πολιτικής τάξης, από την Αριστερά έως τη Δεξιά της πτέρυγα.

Η υπέρβαση αυτή, αφορά κατ’επέκταση και στο περιεχόμενο του προγραμματικού πολιτικού λόγου. Η επικέντρωση της συζήτησης στο δίλημμα υπέρ ή κατά του μνημονίου υποδεικνύει το δρόμο που θα επιλεγεί για την τελειωτική καταστροφή. Το διακύβευμα της υπέρβασης ανάγεται στην αναίρεση του δυναστικού κράτους που συντηρεί η κομματοκρατία και, υπό το πρίσμα αυτό, στην επανεξέταση του συνόλου των πολιτικών του.

Ευλόγως, λοιπόν, επανέρχεται το ερώτημα. Ποιός άραγε ο ηγέτης που θα αναλάβει την απελευθέρωση της κοινωνίας ή μήπως η τελευταία θα υποχρεωθεί να αναζητήσει, υπό το βάρος της κατάρρευσης, τρόπους για τη διάσωσή της; Διαπιστώσαμε ήδη ότι ο ηγέτης που θα οδηγήσει στην υπέρβαση της κομματοκρατίας δεν μπορεί να προέλθει από την κρατούσα πολιτική τάξη και τους διαπλεκομένους συγκατανευσιφάγους που την περιβάλλουν. Πριν από χρόνια, διαβλέποντας το αναπόφευκτο της καταστροφής, διατύπωνα την άποψη ότι η υπέρβαση του φαυλοκρατικού καθεστώτος θα γινόταν μόνο μέσα από το αδιέξοδο μιας μείζονος κρίσης, στην οποία θα οδηγείτο τελικά η χώρα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας και των δυνάμεων της διαπλοκής που τη στηρίζουν, είναι βαθιά, ενώ η παράδοση της χώρας στη διεθνή επιτροπεία δημιούργησε ένα επαρκώς ανθεκτικό μείγμα, αποτρεπτικό στην εκκόλαψη του νέου. Εξού και οι επιπτώσεις της κρίσης θα είναι για τη χώρα οδυνηρές.

Η άποψη που διατυπώνουν ορισμένοι ότι είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση του κρατούντος πολιτικού συστήματος και μέτρο τον εξαναγκασμό του από την τρόικα σε μεταρρυθμίσεις είναι κατά τη γνώμη μου εξίσου εσφαλμένη. Διότι η έξοδος αυτή, πέραν του ότι μεταθέτει το βάρος αποκλειστικά στην κοινωνία, θα διαιωνίσει το καθεστώς της κατοχής της και θα συνοδεύεται από το στίγμα της βέβαιης υποτροπής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προοπτική αυτή είναι, από τη φύση της, επικίνδυνη, αφού υπονοεί ότι το συμφέρον της κοινωνίας συνάδει με εκείνο των ξένων δυνάμεων και όχι με το εθνικό της κράτος.

8. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση είναι διεθνής. Όμως, η Ελλάδα κάνει τη διαφορά. Η τωρινή κρίση προστίθεται στην αλυσίδα σειράς καταστροφών που επισώρευσε το νεοελληνικό κράτος επί της ελληνικής κοινωνίας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η κρίση αυτή προετοιμάσθηκε ιδεολογικά, τα τελευταία χρόνια, από την κρατική διανόηση, ενόσω η λεηλατική ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού και η ομηρία της κοινωνίας, έπαιρναν εμφανείς διαστάσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στη βούληση και το συμφέρον της κοινωνίας εξομοιώθηκε με τον λαϊκισμό, η δε επίκληση της εθνικής συλλογικότητας ως αναχώματος στην καθυπόταξη του κράτους στις «νομοτέλειες» της ιδιωτικής οικονομίας, ενοχοποιήθηκε ως ταυτολογία του εθνικισμού. Τα «δικαιώματα» αποτέλεσαν το επιχείρημα για την ολοκληρωτική επίθεση της κρατικής διανόησης εναντίον της ελευθερίας της κοινωνίας και, περαιτέρω, για την υποβάθμιση της εργασίας του πολίτη στην κατηγορία του εμπορεύματος. Μια ομοβροντία δημοσιευμάτων προέβαλαν, την περίοδο αυτή, τον κίνδυνο που στοιχειοθετούσε η «πλειοψηφία» για τα δικαιώματα. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η «πλειοψηφία», η οποία κινητοποιεί τα ολιγαρχικά αντανακλαστικά της κρατικής διανόησης, συνέχεται με την εγκιβωτισμένη στον ιδιωτικό χώρο κοινωνία και όχι, προφανώς, με μια πολιτειακά δομημένη (ως δήμος) κοινωνία των πολιτών, διαθέτουσα, ως εκ τούτου, ιδίαν θεσμική βούληση. Η προοπτική ακριβώς αυτή είναι που τρομάζει τις δυνάμεις της (πνευματικής και πολιτικής) ολιγαρχίας, δεδομένου ότι η πολιτειακή δόμηση της κοινωνίας των πολιτών είναι απολύτως αναιρετική της διαπλοκής των ομάδων συμφερόντων με την πολιτική εξουσία και, προφανώς, του δυναστικού κράτους της κομματοκρατίας.

Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τον τρόπο προσέγγισης της κρίσης, επιβεβαιώνουν ότι η κατεστημένη άρχουσα τάξη δεν είναι προετοιμασμένη να επεξεργασθεί πολιτικές ολικής ανατροπής του φαυλοκρατικού καθεστώτος της κομματοκρατίας, εναρμονιζόμενη με την Ελλάδα της δημιουργίας και του πολιτισμού, κυρίως δε προς έναν κοινωνικό σκοπό της πολιτικής, που θα διαρρήγνυε τη σχέση της με εδραιωμένα συμφέροντα και πολιτικές νοοτροπίες δυναστικού τύπου.

Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να επιμένω ότι η λύση στο ελληνικό πρόβλημα δεν διέρχεται από την εναλλαγή στην εξουσία, ουδέ καν από την παράκαμψη του πολιτικού προσωπικού που λειτουργεί την παρούσα κομματοκρατία. Διότι στη θέση της θα εγκατασταθεί μεσοπρόθεσμα, μόλις καταλαγιάσει η κρίση, μια άλλη, δυναστική πολιτική τάξη. Η λύση έγκειται στη μεταβολή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η οποία θα διέλθει αποκλειστικά από την αναίρεση του προ-αντιπροσωπευτικού κράτους, το οποίο, όντας αναντίστοιχο με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, οδηγεί στην κομματοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός αυτός του πολιτικού συστήματος της χώρας μπορεί να επισυμβεί μόνο με τη θεσμική ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών –ή, κατ’ελάχιστον, της κοινωνικής βούλησης- στην πολιτεία, δηλαδή με την αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος.

Τα ανωτέρω, μας επαναφέρουν, επομένως, στην αρχική μας διαπίστωση ότι η αιτία της κρίσης προδικάζει και το αδιέξοδο της χώρας. Διότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας – και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής που τη στηρίζουν – είναι βαθιά, ενώ η παράδοση της χώρας στη διεθνή επιτροπεία ενίσχυσε την ανθεκτικότητα του μείγματος που λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκκόλαψη του νέου. Παρουσιάζεται έτσι το φαινόμενο, εκείνοι που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή να εμφανίζονται ως τιμητές και, μάλιστα, να επιμένουν ότι αυτοί είναι οι μόνοι κατάλληλοι να την σώσουν. Δεν αναλογίζονται ότι με τον τρόπο αυτό επιβαρύνουν περαιτέρω τη θέση τους καθώς ομολογούν ότι οδήγησαν τη χώρα στην κρίση εν επιγνώσει. Όλα δείχνουν ότι η παρούσα θέση της χώρας προσομοιάζει πλήρως με εκείνη του 1897 [8].

Σε κάθε περίπτωση, η διαιώνιση της αναντιστοιχίας αυτής μεταξύ του πρωτο-ανθρωποκεντρικού κράτους της νεοτερικότητας με το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, εξηγεί γιατί ο ελληνισμός δεν συνήλθε ακόμη από τις συνέπειες της ήττας που ολοκληρώθηκε με την είσοδό του στο κράτος έθνος. Το παρήγορο του πράγματος, έγκειται, ωστόσο, στο ότι η ίδια η νεοτερικότητα έχει αρχίσει, αμυδρά, να διακρίνει στην αναντιστοιχία αυτή, την αιτία του δικού της προβλήματος [9].

 

Αθήνα, 14.01.2011

 

Παραπομπές

 

[1] Για τον χαρακτήρα της παγκόσμιας κρίσης, την οποία αναγγείλαμε με κείμενο μας το 2007, όπως και για την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης, βλέπε το βιβλίο μου, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, Αθήνα, 2009, σελ. 9-102, 193 επ..

[2]  Σε πλήθος έργων μου παλαιόθεν, όπως στα Histoire de la Grèce, Éditions Hatier, Παρίσι, 1992. "Ο πόλεμος του 1897 και ο Δημήτριος Βικέλας," στο Η Μελέτη, τ. Ε΄, Αθήνα, 2010, σελ. 545-565. "Το διακύβευμα της μικρασιατικής εκστρατείας και οι σταθερές του νεοελληνικού κράτους" κ.α.

[3]  Βλέπε σχετικά το έργο μου, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Παρουσία, Αθήνα, 2008.

[4]  Βλέπε σχετικά στο έργο μου, "Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα", στο Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Πατάκης, Αθήνα, 2007, σελ. 689 επ.

[5] Περισσότερα, στα κεφάλαια, "Δικαιοσύνη και πολιτικό σύστημα" και "Διαφθορά και πολιτικό σύστημα" του βιβλίου μου, Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.

[6] Όπως έχω καταδείξει στο ανωτέρω έργο μου, το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε πολλώ μάλλον δημοκρατικό. Και σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται να είναι και τα δυο, αφού αυτά μεταξύ τους είναι ασύμβατα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να συνυπάρξουν.

[7]  Δηλαδή τις συντεταγμένες ομάδες που διακινούν επιμέρους συμφέροντα, νέμονται το δημόσιο αγαθό και υπαγορεύουν το περιεχόμενο του πολιτικού κόστους. Για το μείζον αυτό ζήτημα, που σχεδιάσθηκε για να υπηρετήσει αυθεντικά την πολιτική κυριαρχία της αγοράς, βλέπε το οικείο κεφάλαιο στο βιβλίο μου Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.

[8] Αρκεί να αντιμεταθέσει κανείς το χρόνο και το περιεχόμενο της κρίσης για να πιστοποιήσει ότι πόσο η σημερινή πραγματικότητα δεν άλλαξε στο παραμικρό από εκείνη του 1897. Βλέπε σχετικά το έργο μου "Ο πόλεμος του 1897 και ο Δημήτριος Βικέλας", όπ.παρ.

[9] Πολλά από τα παραπεμπόμενα κείμενα στο εδώ πόνημα, ο αναγνώστης μπορεί να τα αναζητήσει στην ιστοσελίδα του συγγραφέα. "http://contogeorgis.blogspot.com" ή απλώς "κοσμοσύστημα"

 

* Ο Γιώργης Κοντογιώργης είναι  Docteur d’État του Παν/μίου του Παρισιού ΙΙ, Υφηγητής της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Θεσ/κης, … υhttp://www.blogger.com/profile/17457348961666636232

 

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 20 Ιανουαρίου 2011, http://contogeorgis.blogspot.com/2011/01/blog-post_20.html

Η άλωση της εθνικής κυριαρχίας

Η άλωση της εθνικής κυριαρχίας

 

Αλίευση από τα «Επίκαιρα»

 

 

Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, προ της εισόδου μας στο μηχανισμό στήριξης… προειδοποιούσε ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να απολέσει μέρος της εθνικής κυριαρχίας της, ελάχιστοι κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε και ακόμα λιγότεροι συνειδητοποιούσαν πώς αυτό θα μεταφραζόταν στην πράξη για τη χώρα και τον καθένα από εμάς. Τώρα που όντως έχουμε απολέσει ένα κομμάτι της εθνικής κυριαρχίας, και μαζί της εθνικής και προσωπικής αξιοπρέπειας, γίνονται σταδιακά αντιληπτά τρία ακόμη πράγματα: Ότι η απώλεια κυριαρχίας ίσως να μην είναι βραχυπρόθεσμη, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν και ελπίζουν, ότι μαζί με την κυριαρχία επαπειλείται και απώλεια δημόσιου πλούτου και ότι η απώλεια των κοινωνικών/εργασιακών κεκτημένων, η μετατροπή των Ελλήνων σε είλωτες, δεν αποτελεί παρένθεση.

Η συνταγή της επιτυχίας

 

Η συνταγή του ΔΝΤ, όπου εφαρμόστηκε, δεν αποσκοπούσε μόνο στην αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης. Η κρίση είναι το όχημα για την είσοδο «αφανών» δυνάμεων που επιβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές και έχουν ξεκάθαρες προθέσεις: Στόχος ήταν και παραμένει η αρπαγή του εθνικού πλούτου των χωρών και η βίαιη προσαρμογή των κοινωνιών σε μέτρα και σταθμά που εξυπηρετούν ένα ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο. Αυτό προϋποθέτει την εκούσια παράδοση εξουσιών από το κράτος στους «σωτήρες», μεταβίβαση η οποία γίνεται υπό το κράτος του πανικού που δημιουργεί στους λαούς και στις κυβερνήσεις η εκάστοτε κρίση και με την υπόσχεση ότι θα τους παρασχεθεί βοήθεια και «θεραπεία», ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα. Σχεδόν κανείς δεν έχει πλέον αμφιβολία για το τι πραγματικά «παίχτηκε» με την περίπτωση της Ελλάδας, με μοχλό την όντως επί χρόνια κακή οικονομική διακυβέρνηση της χώρας, η οποία εξάντλησε τα όριά της, πλην όμως τώρα είναι αργά.

 

Ανατριχιαστικές ομοιότητες

 

Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της Το δόγμα του σοκ περιγράφει με άμεσο τρόπο τη λειτουργία της «μηχανής» στην οποία εγκλωβίζονται οι χώρες. Αναλύοντας σε ένα από τα κεφάλαια τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αργεντινή όταν ανέλαβε το ΔΝΤ, αφού σημειώνει ότι «…οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι σε περιόδους κρίσης –είτε αφορά την κατάρρευση της οικονομίας είτε, όπως θα αποδείκνυε η κυβέρνηση Μπους, μια τρομοκρατική επίθεση– να εκχωρήσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της εξουσίας σε όποιον διατείνεται ότι διαθέτει μία μαγική λύση», παραθέτει τα αποκαλυπτικά λόγια του ίδιου του τότε υπουργού Οικονομικών Ντομίνγκο Καβάγιο. Ο Καβάγιο παραδέχεται ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία να περάσουν «μεταρρυθμίσεις», διότι ο κόσμος μέσα στην ανησυχία του είναι δεκτικός σε όποιον υπόσχεται να τον σώσει: «Γι’ αυτό το λόγο ζητούν από την κυβέρνηση: “Σας παρακαλούμε, κάντε κάτι”. Αν η κυβέρνηση παρουσιάσει ένα καλό πρόγραμμα σταθεροποίησης, τότε έχει την ευκαιρία να συνοδεύσει το σχέδιο με άλλες μεταρρυθμίσεις… Οι πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις συνδέονται με το άνοιγμα της οικονομίας, με την απορρύθμιση και με τις ιδιωτικοποιήσεις». Σας θυμίζει κάτι «το άνοιγμα της οικονομίας»; Μήπως το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων; Η απορρύθμιση; Μήπως τα εργασιακά; Οι ιδιωτικοποιήσεις κάτι πρέπει να σας θυμίζουν. Το επικείμενο πέρασμα, π.χ., στρατηγικού χαρακτήρα κερδοφόρων οργανισμών του Δημοσίου, ακόμα και του νερού που πίνουμε, σε ιδιώτες.

Η Κλάιν αναφέρει και κάτι άλλο ενδιαφέρον, το οποίο όμως στη δική μας περίπτωση το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, διότι ξέρουμε πώς συντάχθηκε το Μνημόνιο: «Ολόκληρο το πρόγραμμα της θεραπείας σοκ που είχε επιβλήθηκε στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε εκπονηθεί κρυφά από την JP Morgan και τη Citibank, τους δύο μεγαλύτερους ιδιώτες πιστωτές της Αργεντινής». Την πληροφορία αποκάλυψε ο ιστορικός Αλεχάντρο Όλμος Γκαόνα, κατά τη διάρκεια εκδίκασης μιας αγωγής κατά της κυβέρνησης της Αργεντινής, παρουσιάζοντας ένα έγγραφο 1.400 σελίδων το οποίο είχαν συντάξει οι δύο τράπεζες για λογαριασμό του Αργεντινού υπουργού Οικονομικών. Το σχέδιο είχε παρουσιαστεί ως «Πρόγραμμα Καβάγιο», αλλά, όπως αποδείχτηκε, πραγματικοί συντάκτες ήταν οι δανειστές. Στο έγγραφο αυτό υποδεικνυόταν, μεταξύ άλλων, «η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών εταιρειών, ο νόμος για τη μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος». Αυτό σίγουρα κάτι σας θυμίζει.

 

Η Ελλάδα κερκόπορτα της Ευρώπης για την είσοδο του ΔΝΤ

 

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που στοχοποιήθηκε από τις αγορές και κατέληξε στα δίχτυα του μηχανισμού, αλλά όχι η τελευταία. Ούτε ο κύκλος των θυμάτων φαίνεται ότι θα κλείσει με την Ιρλανδία. Το γεγονός ότι ακόμα και η Γαλλία δέχεται προειδοποιητικές βολές καταδεικνύει το μέγεθος της πίεσης που ασκείται. Ποιος είναι όμως ο πραγματικός στόχος; Η πλήρης διάλυση της Ευρωζώνης; Η δημιουργία δύο ευρώ, ενός για το σκληρό πυρήνα και ενός για την περιφέρεια; Ίσως. Αυτά όμως, αν γίνουν, είναι περισσότερο πιθανό να προκύψουν ως «ατύχημα», π.χ., λόγω άτσαλων χειρισμών των Γερμανών, παρά ως κύρια επιδίωξη. Αντιθέτως, εκ των μέχρι τώρα εξελίξεων κρίνοντας, η προοπτική που ανοίγεται είναι για τη μεταβίβαση περισσότερων εξουσιών από τα κράτη σε υπερεθνικά κέντρα, στην ΕΕ και όχι μόνο.

Η κρίση αξιοποιείται ως αφορμή για την περαιτέρω αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας των κρατών και τη θεσμοθέτηση επιπλέον διαδικασιών μέσω των οποίων θα αποφασίζονται και θα επιβάλλονται σε αυτά πολιτικές ερήμην των λαών τους. Η οικονομική διακυβέρνηση, το προωθούμενο επόμενο βήμα στην ενοποίηση της Ευρώπης με την επίκληση αποφυγής μιας μελλοντικής κρίσης, οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση του δημοκρατικού ελέγχου που θα έχουν τα έθνη σε αποφάσεις που τα αφορούν. Όπως είχε γραφτεί στους Financial Times, η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα για να έχει το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία. Οι κλυδωνισμοί στο ευρώ και η ανάδειξη, λόγω της κρίσης, των αποκλίσεων που υπάρχουν μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών επανέφερε στη συζήτηση το εκκρεμές θέμα της ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς ενιαίο νόμισμα δίχως κοινή δημοσιονομική πολιτική οδηγεί σε εσωτερική ανισορροπία και εμπεριέχει τους σπόρους της επόμενης κρίσης. Είναι θέμα επιλογής των κρατών-μελών αν θέλουν περισσότερη Ευρώπη και τι είδους. Τώρα που η Ελλάδα παίρνει μια πικρή γεύση για το τι σημαίνει πλήρης εκχώρηση της οικονομικής πολιτικής σε τρίτους, έχει περισσότερα δεδομένα για να αποφασίσει. Το ίδιο και τα άλλα κράτη που παρακολουθούν την ελληνική περιπέτεια.

 

«Οι Έλληνες θα πολεμήσουν για να πάρουν τη χώρα τους πίσω»

 

Η γερμανική δημοσιονομική υστερία έχει προβληματίσει για την Ευρώπη της «επόμενης ημέρας» που οικοδομείται. Συνέβαλε, δε, στην αύξηση του σκεπτικισμού, σε πολλές χώρες, για τη σκοπιμότητα συνέχισης συμμετοχής στην ΕΕ έτσι όπως εξελίσσεται. Το θέμα του αυξανόμενου δημοκρατικού ελλείμματος απασχολεί ολοένα και περισσότερο. Σχετικά με αυτό, αίσθηση είχε προκαλέσει η σφοδρή λεκτική επίθεση που εξαπέλυσε προ καιρού ο Βρετανός ευρωβουλευτής Νάιτζελ Φάρατζ στον πρόεδρο της ΕΕ Χέρμαν Βαν Ρομπάι, τον οποίο κατηγόρησε ευθέως ως αχυράνθρωπο που επελέγη για να προωθήσει αντιδημοκρατικές ρυθμίσεις: «Αισθάνομαι ότι είστε ικανός και επικίνδυνος. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι έχετε πρόθεση να γίνετε ο σιω­πηλός δολοφόνος της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών χωρών. Δείχνετε μίσος στην ιδέα της ύπαρξης των εθνών-κρατών, ίσως διότι προέρχεστε από το Βέλγιο, το οποίο είναι μη χώρα».

Ο Φάρατζ είχε αναφερθεί στα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, τα οποία είχε αποδώσει στην ίδια προσπάθεια αναίρεσης της εθνικής κυριαρχίας: «Είναι όλοι τους πολύ χαρούμενοι με τον κόσμο που δημιουργούν, όμως το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι, ό,τι και να γίνει στην Ελλάδα, κάποια στιγμή θα γίνει επανάσταση, με τους Έλληνες να πολεμούν και να επιμένουν να πάρουν πίσω τη χώρα τους και τη δυνατότητά τους να την κυβερνούν οι ίδιοι. Μια τέτοια τυραννία είναι πολύ άσχημο πράγμα και μπορεί να κρατήσει πολλά χρόνια, αλλά στο τέλος αυτά τα πράγματα καταρρέουν. Ελπίζω ότι ο κόσμος συνειδητοποιεί πλέον τι γίνεται».

 

Η «παγκόσμια διακυβέρνηση» και ο Γιώργος Παπανδρέου


Το ζήτημα της μετάβασης σε ένα μοντέλο δια­κυβέρνησης που θα μεταθέτει ολοένα και περισσότερο το κέντρο βάρους των αποφάσεων από τα κράτη σε υπερεθνικούς οργανισμούς έχει τεθεί επί τάπητος εδώ και χρόνια. Η σταδια­κή μεταβίβαση εξουσίας εξελίσσεται de facto και de jure επί δεκαετίες, ταυτόχρονα σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, το ερώτημα που τίθεται όμως πλέον είναι αν αυτό θα πρέπει να γίνει ανοιχτά αποδεκτό ως οικουμενική επιλογή στο όνομα της αντιμετώπισης των παγκόσμιων προβλημάτων.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει επανειλημμένως ταχθεί υπέρ μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης», με το σκεπτικό ότι, αφού συμβαίνει ούτως ή άλλως, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να την ελέγξουμε βάζοντας δημοκρατικές δικλίδες. Βέβαια, δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη, ούτε πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει «καλή» ή «δημοκρατική» παγκόσμια διακυβέρνηση, διότι εξ ορισμού λειτουργεί εις βάρος της δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας των εθνών. Υπ’ αυτή την έννοια η αντιπολίτευση αλλά και αρκετοί εντός ΠΑΣΟΚ βλέπουν καχύποπτα τις επαναλαμβανόμενες αναφορές του Γιώργου Παπανδρέου στην ανάγκη παγκόσμιας διακυβέρνησης. Στο συνέδριο του Economist είχε δηλώσει ότι «χρειαζόμαστε μια παγκόσμια διακυβέρνηση, μια παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση και τη χρειαζόμαστε γρήγορα». Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είχε υπογραμμίσει ότι «ο αναπτυξιακός στόχος της χιλιετίας μάς ωθεί στην ανάγκη να αναπτύξουμε μια παγκόσμια διακυβέρνηση που θα μεταμορφώσει τον κόσμο των ελεύθερων αγορών σε κόσμο των ελεύθερων ανθρώπων». Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ είχε υποστηρίξει ότι «στόχος της ΕΕ πρέπει να είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης, με την ουσιαστική συμμετοχή των στρατηγικών εταίρων (της ΕΕ), αλλά και τη συμμετοχή όλων των περιφερειών του πλανήτη μας, και βεβαίως η υιοθέτηση κοινών στόχων, κοινών αξιών, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της εποχής». Σχεδόν σε όλες τις εκτός συνόρων ομιλίες του ο πρωθυπουργός αναφέρεται στην ανάγκη μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης», γεγονός που ωθεί αρκετούς να επισημαίνουν ότι οι επαναλαμβανόμενες αυτές αναφορές δικαιολογούνται για κάποιον ο οποίος προσβλέπει στη διεκδίκηση μιας διεθνούς θέσης, όπως αυτής του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ.

 

Μια ομολογία με νόημα

 

Στην Ευρώπη, πάντως, καταλυτικό ρόλο για την είσοδο του ΔΝΤ και τη σύμπραξή του με ευρωπαϊ­κούς βραχίονες (ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή), ώστε να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός «σωτηρίας» με αντίτιμο την εθνική κυριαρχία, έπαιξε η Ελλάδα. Οι παρεμβάσεις του μηχανισμού μπορεί θεωρητικά να έχουν ημερομηνία λήξης, οι επιπτώσεις όμως από το πέρασμά του θα μείνουν. Ούτε η εθνική περιουσία θα επιστραφεί ούτε τα κοινωνικά και εργασιακά κεκτημένα θα ανακτηθούν, εκτός κι αν γίνει «επανάσταση» όπως προέβλεψε ο Φάρατζ. Έχει ενδιαφέρον μια «ομολογία» ενός πρώην στελέχους του ΔΝΤ, την οποία αναφέρει η Κλάιν στο βιβλίο της: «Ο Ντέιβισον Μπαντού, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΔΝΤ, που καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980 σχεδίαζε τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής για τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, παραδέχτηκε αργότερα ότι “όλα όσα κάναμε από το 1983 και μετά βασίζονταν στην αίσθηση ότι έπρεπε να εκπληρώσουμε μια αποστολή: Ο Νότος έπρεπε να “ιδιωτικοποιηθεί” ή να πεθάνει. Για το λόγο αυτό προκαλέσαμε αδιάντροπα ένα οικονομικό χάος στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική από το 1983 μέχρι το 1988”». Ας ελπίσουμε ότι μετά από χρόνια δεν θα είναι ο Πόουλ Τόμσεν ή κάποιος άλλος του ΔΝΤ που θα προβεί εκ των υστέρων σε παρόμοιες παραδοχές για τα όσα συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα…

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 31/12/2010

 

ΠΗΓΗ: 06/01/2011 – 07:25, http://www.epikaira.gr/epikairo.php?id=8413&categories_id=69

Ισραήλ: αναγνώρισε την ελληνική ΑΟΖ πριν καν…

Το Ισραήλ αναγνώρισε την ελληνική ΑΟΖ πριν καν την ανακηρύξει η Ελλάδα!

 

Του τμήματος ειδήσεων defencenet.gr


 

 

Mπορεί η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει την ΑΟΖ της, αλλά πρόλαβε και την αναγνώρισε το Ισραήλ! Στους χάρτες που έδωσε στην δημοσιότητα το Τελ Αβίβ αναγνωρίζεται 100% η ελληνική ΑΟΖ, η οποία συνεχίζεται με την ΑΟΖ της Κύπρου! Δηλαδή, αναγνωρίζεται (το έτσι ή αλλιώς γεγονός) ότι το Καστελόριζο επεπτείνει την ελληνική ΑΟΖ μέχρι το όριο της ΑΟΖ της Κύπρου.

Οι χάρτες δόθηκαν και στην ελληνική πολιτική ηγεσία, περιγράφοντας την πορεία που θα έχει ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου που θα παράγεται στο κοίτασμα Λεβιάθαν από την αμερικανική εταιρεία Νoble Εnergy Ltd στην Ευρώπη μέσω υποθαλάσσιου αγωγού που θα περνά από την Ελλάδα.

 

Για να πραγματοποιηθεί αυτό ο αγωγός αυτός θα πρέπει να διασχίζει την θαλάσσια περιοχή που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αποτελεί μέρος της ελληνικής ΑΟΖ και πιο συγκεκριμένα του τμήματος της ΑΟΖ που η Ελλάδα διαθέτει στην θαλάσσια περιοχή της Αν. Μεσογείου χάρις την ύπαρξη του Καστελορίζου, της Ρώ και της Μεγίστης.


Επομένως με την πρόταση τους αυτοί, οι Ισραηλινοί με σαφή τρόπο αναγνωρίζουν την ελληνική ΑΟΖ στην περιοχή και δίνουν στην Ελλάδα ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί υποστήριξης των ελληνικών θέσεων για το συγκεκριμένο θέμα. Πρακτικά δημιουργείται ένα πολύ ισχυρό ενεργειακό μπλοκ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, με τις ΗΠΑ να βάζουν την … εταιρεία εξόρυξης και εκμετάλλευσης!

 

Το ζητούμενο πια δεν είναι αν η Ελλάδα έχει κοινά συμφέροντα με χώρες της ευρύτερης γεωγραφικής περιφέρειας αλλά πως θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να αξιοποιήσεις τις ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας αφού στα τέλη Απριλίου οι Ισραηλινοί θα γνωρίζουν την ποσότητα του φυσικού αερίου στο κοίτασμα Λεβιάθαν και αν θα μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτό το κοίτασμα.  

Συζήτηση για το θέμα είχαν χτές ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών Άβιγκτορ Λίμπερμαν.

 

ΠΗΓΗ: 14-01-2011 15:14:22, http://www.defencenet.gr/defence/index.php?option=com_content&task=view&id=16837&Itemid=139

 

Τι είναι η πατρίδα Σάββα;

Τι είναι η πατρίδα Σάββα;

– Η μητέρα τού λοχία, κυρ λοχαγέ.

 

Tου Χρήστου Κυργιάκη 

 

 

Ο διάλογος που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα πραγματικής μαρτυρίας ενός πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία που υπηρέτησε στον τούρκικο στρατό.

 Ο λοχαγός του τούρκικου στρατού απευθύνεται στους νεοσύλλεκτους κάνοντας ερωτήσεις διαγνωστικού χαρακτήρα. Ανάμεσά τους βρίσκονται και αρκετοί φαντάροι ελληνικής καταγωγής.

– Τι είναι η πατρίδα Βαγγέλη; Το βλέμμα του Βαγγέλη γυρνάει αμήχανα αναζητώντας μάταια την απάντηση.

– Τι είναι η πατρίδα Μουράτ; Ούτε τώρα υπήρξε απάντηση.

– Τι είναι η πατρίδα Οκάν;

– Δεν ξέρω κύριε λοχαγέ.

Ο λοχαγός απευθύνεται στο λοχία για να σώσει την κατάσταση.

– Τι είναι η πατρίδα λοχία;

– Η μητέρα μου κύριε λοχαγέ.

Σίγουρος πια, ο λοχαγός, απευθύνεται στον Σάββα.

– Τι είναι η πατρίδα Σάββα;

– Η μητέρα τού λοχία, κυρ λοχαγέ;

 Όταν αργότερα στη μικρασιατική καταστροφή ο Σάββας άκουγε τους άλλους Έλληνες να λένε πως θα πάνε στην «πατρίδα» σκεφτόταν πώς θα μπορούσε η μητέρα του λοχία να τους φιλοξενήσει όλους.

Φτάνοντας στον Πειραιά, λύθηκε η παρεξήγηση. Όμως για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του έβλεπε να γίνονται πράγματα άσχημα «για το καλό της πατρίδας».

 Οι επόμενες γενιές των Ελλήνων μάθαιναν από τον εκάστοτε «λοχία» πως έπρεπε κάθε φορά να πληρώνουν τη νύφη, «για το καλό της πατρίδας».

Μας στρίμωξαν στην, όπως αποδείχτηκε, μέγγενη της ΕΟΚ, για το καλό της πατρίδας.

Ανάγκασαν τους αγρότες να ξεριζώνουν τα σπαρτά τους, μαζί και τις καρδιές τους, και να θάβουν τις σοδειές τους, μαζί και την ελπίδα τους, για το καλό της πατρίδας.

Εξώθησαν τους ψαράδες να σπάνε τις βάρκες τους και μετά να τις καίνε, μαζί και τα όνειρά τους, για το καλό της πατρίδας.

Ξεπούλησαν τις κρατικές τράπεζες, για το καλό της πατρίδας.

Μετέτρεψαν σιγά σιγά τις απεργίες σε πράξεις παράνομες, για το καλό της πατρίδας.

Μετέτρεψαν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις σε παραμάγαζα του πολιτικού συστήματος, για το καλό της πατρίδας.

Ξεπούλησαν τις κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις, για το καλό της πατρίδας.

Μας, έχωσαν στη ζώνη του ευρώ, πραγματοποιώντας σε μία νύχτα τεράστια ανακατανομή πλούτου χρησιμοποιώντας ως δούρειο ίππο τη μετατροπή της δραχμής σε ευρώ, για το καλό της πατρίδας.

 

Έδωσαν το χαριστικό χτύπημα στα εισοδήματα των πολιτών, με τη φούσκα του χρηματιστηρίου, για το καλό της πατρίδας.

Κατέκλεψαν τα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημόσια νοσοκομεία, για το καλό της πατρίδας. 

Έφαγαν μέχρι σκασμού δημόσιο χρήμα και δημόσια γη με τις ευλογίες «μοναχών», «κουμπάρων», «φίλων» και «συγγενών», για το καλό της πατρίδας.

 Υποθήκευσαν τα σπίτια μας στο τραπεζικό κέρδος, για το καλό της πατρίδας.

 Μετέτρεψαν το νόμιμο σε ηθικό, τη λαμογιά σε ευφυΐα και την κουτοπονηριά σε μαγκιά, για το καλό της πατρίδας.

Κατέστρεψαν τις ζωές μιας ολόκληρης γενιάς, φέρνοντας στο καθιστικό μας την τρόικα, για το καλό της πατρίδας. 

Μας βάζουν να δανειζόμαστε από τους διεθνείς «νόμιμους» τοκογλύφους, για το καλό της πατρίδας.

Άρπαξαν μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, δώρα , συμβάσεις και ετοιμάζονται να κάνουν άλλα τόσα, για το καλό της πατρίδας.

Καταστρέφουν μέρα με τη μέρα, τη δημόσια παιδεία και τραυματίζουν θανάσιμα τη δημόσια υγεία, για το καλό της πατρίδας.

Χαρίζουν δισεκατομμύρια ευρώ σε φοροφυγάδες και σε εργοδότες που δεν πληρώνουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, για το καλό της πατρίδας.

Σχεδιάζουν το μέλλον των παιδιών μας με τη «διά βίου μάθηση» σαν να είναι  ανταλλακτικά της κερδοφόρας μηχανής των αφεντικών, για το καλό της πατρίδας.

Μήπως μας έχουν κάνει πάρα πολλά; Μήπως πρέπει να πούμε, ως εδώ;

Μάλλον ήρθε η ώρα να πάρουμε εμείς οι ίδιοι τις τύχες στα χέρια μας.

Μάλλον ήρθε, επιτέλους, η στιγμή να κάνουμε κάτι, όχι «για το καλό της πατρίδας» αλλά κάτι καλό «για την ίδια την πατρίδα».

Πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, πατρίδα είναι οι άνθρωποι, είναι όλοι αυτοί που παράγουν και έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν, είναι όλοι αυτοί που μια ζωή έδιναν για το καλό της πατρίδας και τώρα πρέπει η πατρίδα να τους ανταποδώσει το καλό αυτό.

Πατρίδα δεν είναι μια χούφτα αρπακτικών αφεντικών, ούτε δύο χούφτες από κρατικοδίαιτα λαμόγια που θεωρούν προτέρημα το να μπορούν να κλέβουν, ούτε μισή χούφτα πατριδοκάπηλων που δέρνουν ανυπεράσπιστους μετανάστες.

Πατρίδα είναι το βλέμμα και το χαμόγελο των παιδιών μας, των παιδιών της διπλανής πόρτας, των παιδιών με άνεργους γονείς , με γονείς χρεωμένους, που αναζητούν και δικαιούνται ίσες ευκαιρίες στο δικό τους αύριο.

 Αν κάποιος «λοχαγός», ρωτήσει τα σημερινά παιδιά, «τι είναι η πατρίδα;», ξέρουν πως πατρίδα είναι ό,τι μας πληγώνει και συγχρόνως ό,τι αγαπάμε. Γι’ αυτό δε θα τους αφήσουμε να την καταστρέψουν, θα τους διώξουμε εμείς νωρίτερα.

 

Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης, xrkyrgiakis@yahoo.gr

 

ΠΗΓΗ: 02/01/2011 – 16:23, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=18677

"Ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει";

"Ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει";

 

Tου Χρήστου Γιανναρά


 

Στην «Κ» της περασμένης Κυριακής, 5/12/2010, ο κ. Ευθ.-Φοίβος Παναγιωτίδης, επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, τόλμησε να θέσει το ερώτημα: «Ξέρει ο πρωθυπουργός (Γ. Α. Παπανδρέου) ελληνικά;». Αφορμή για το δημοσίευμά του αποτέλεσε κείμενο του Στάθη της «Ελευθεροτυπίας» και, συγκεκριμένα, η φράση: «Ο εντολοδόχος της τρόικας πρωθυπουργός Παπανδρέου άρχισε να κλίνει τη λέξη “πατριώτης” σε όλες τις πτώσεις – τις δύο που γνωρίζει».

Ο κ. Ε.-Φ.Π. δικαιολογεί το ενδιαφέρον του για το θέμα με το σκεπτικό ότι: «Αν η γλώσσα που παράγουμε είναι ενδεικτική της νόησής μας… αν ο εκφραστικός πλούτος υποδηλώνει, ανεξαιρέτως, βάθος σκέψης και ικανότητα για συνθετική συλλογιστική, ποιος θέλει στο τιμόνι (της χώρας) κάποιον που γνωρίζει μόνο δύο πτώσεις;».

Αποκρούει ο κ. Ε.-Φ.Π. τον «ισχυρισμό κάποιων» ότι «οι γλωσσικές δυσκολίες του πρωθυπουργού πηγάζουν από το γεγονός ότι τα ελληνικά δεν είναι μητρική του γλώσσα». Βέβαια η μητέρα του είναι Αμερικανίδα, αλλά ο πατέρας του, κατά τον αρθρογράφο, αποκλείεται να απευθυνόταν στο παιδί του αποκλειστικώς στα αγγλικά, «δεδομένου και των αγγλικών του Ανδρέα». Επιπλέον (το κυριότερο) και τα αγγλικά ο σημερινός πρωθυπουργός δεν τα μιλάει καθόλου με την άνεση μητρικής γλώσσας, «επαναλαμβάνει συλλαβές, κομπιάζει, κάνει σαρδάμ».

Ο γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου Κύπρου δεν καταλήγει σε συμπέρασμα. Δηλώνει απλώς τι «υποψιάζεται»: Ότι η δυσγλωσσία του Γ. Α. Παπανδρέου οφείλεται σε «γενικότερη δυσκολία στη γλωσσική πραγμάτωση», που διαφέρει από τη «γλωσσική ικανότητα». Άλλο η γλωσσική ικανότητα, άλλο η πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας. Με αυτή τη διάκριση ο κ. Ε.-Φ.Π. κατορθώνει να θέσει ευπρεπέστατα το οξύτατο και δραματικό σήμερα για τον Ελληνισμό πρόβλημα επάρκειας του τιμονιέρη, χωρίς να διακινδυνεύει υπεύθυνη άποψη. Δεν είναι ο πρώτος. Κανένας ώς τώρα από τους έγκυρους και επιφανείς ομοτέχνους του ή και ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και οποιοσδήποτε σεβαστός για τη δημόσια εικόνα του πολίτη, δεν έχει τολμήσει να ψελλίσει αναφορά στο εξόφθαλμο πρόβλημα.

Σίγουρα η ανεπάρκεια γλωσσικής εκφραστικής δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με νοητική υστέρηση και πολιτική ανικανότητα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν διακρίθηκε ως ρήτορας και η δυσκολία του με τις ξένες γλώσσες έμεινε παροιμιώδης. Όμως ο λόγος του ήταν στέρεος, λογικά τετράγωνος, συχνά οι αφορισμοί του είχαν ενεργότερο αποτέλεσμα από αγορεύσεις συναρπαστικών ρητόρων. Κάτι ανάλογο έλεγαν οι παλαιότεροι και για τον σοφό της πολιτικής Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αντίθετα, ο εκπληκτικός σε ωριμότητα και σε ουσιαστικό περιεχόμενο ελληνοκεντρικός λόγος του Αντώνη Τρίτση ή του Κύπριου Ανδρέα Χριστοφίδη συνοδευόταν από μια παραλυτική πολιτική ανεπιτηδειότητα που ξάφνιαζε.

Το πρόβλημα που τίθεται στην περίπτωση του σημερινού πρωθυπουργού δεν είναι ούτε θετικά ούτε αντιθετικά ανάλογο. Δεν έχει καν σχέση με το ευρύτερο (κυρίαρχο σήμερα) φαινόμενο υποκατάστασης του πολιτικού λόγου από μιαν επιδέξια κενολογία, που εντυπωσιάζει ως ροή λέξεων χωρίς να συνιστά και ροή νοημάτων. Ο ευφυέστατος μάστορας αυτού του είδους είναι ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και ολιγονοϊκή απομίμησή του ο λόγος της κ. Ντόρας Μητσοτάκη. Οι μετερχόμενοι το είδος μιλούν ακατάσχετα, με εντυπωσιακό λεξιλόγιο, πληθωρική εκφραστική, φυσιογνωμική ή χειρονομιών, διατυπώνοντας ασήμαντες κοινοτοπίες, ακροβατικές επιδείξεις σοβαροφανών εφέ.

Η περίπτωση του πρωθυπουργού είναι κάτι άλλο. Ανακαλεί αμέσως, στον κάποιας καλλιέργειας ακροατή, το σοφό απόσταγμα της εμπειρίας ότι «άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη». Σίγουρα σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, η γλώσσα «σημαίνει» την πραγματικότητα: όχι μόνο παραπέμπει στο σημαινόμενο, αλλά το καθιστά «νόημα», το ορίζει και ορίζοντάς το το φανερώνει – είναι «αποφαντική» της πραγματικότητας η λειτουργία της γλώσσας. Και στον σημερινό πρωθυπουργό μας αυτή η σχέση γλώσσας και νόησης, γλώσσας και πραγματικότητας, μοιάζει εξαιρετικά υποτονική, ωσάν η ικανότητα της σκέψης να μην επαρκεί για την ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Τα ακραία παραδείγματα φωτίζουν τη συνολική εικόνα: Δεν καταλαβαίνει ότι φράσεις όπως «είμαι πολύ συγκινημένος», είναι κωμικό να τις διαβάζει από το χαρτί που του έχουν ετοιμάσει. ΄Η ότι μόνο οι αφελείς αστοιχείωτοι σπεύδουν να χρησιμοποιήσουν, για επίδειξη «μόρφωσης», εκφράσεις που δεν ελέγχουν τη σημασία τους (: «μηδέν εις το πηλίκον», «εξ απαλών ονύχων» κ.λπ.).

Καθρέφτης της νοητικής επάρκειας είναι, συνήθως, το βλέμμα, η φυσιογνωμική έκφραση. Το άγλωσσο βλέμμα, σχεδόν βλέμμα πτηνού, το χαμόγελο που είναι μόνο σύσπαση και καθόλου φωτισμός του προσώπου, ακυρώνουν ακόμα και την πιθανή οξύνοια, το τάνυσμα των ευγενέστερων προθέσεων. Και όταν από αυτή τη φυσική μειονεξία απαιτούν οι συντάκτες των προεδρικών ρητορευμάτων την ηγεμονική χρήση πρώτου ενικού προσώπου («δεν θα επιτρέψω», «θα κάνω, «θα δείξω»), το αποτέλεσμα είναι, κυριολεκτικά, ευτράπελο.

Όμως εμείς σήμερα, οι ελληνώνυμοι κάτοικοι του βαλκανικού νότου, δίχως την παραμικρή πια ικανότητα αξιολόγησης ποιοτήτων και συνείδησης ευθυνών, αναθέτουμε στον πρώτο τυχόντα (χωρίς υπερβολή) φορέα φανταχτερού ονόματος να διαχειριστεί, όχι απλώς την οικονομική μας επιβίωση, την ελευθερία ή την υποδούλωσή μας, αλλά και θησαυρίσματα παναθρώπινης σημασίας και σπουδαιότητας: Αν θα επιβιώσει ζωντανή η γλώσσα (το βιωματικό φορτίο των λέξεων και η συντακτική ευγλωττία) του Ηράκλειτου, του Αριστοτέλη, του Μελωδού Ρωμανού, αν θα σωθεί ως μέτρο και στόχος της ανθρώπινης συνύπαρξης η αθηναϊκή δημοκρατία και η ελληνορωμαϊκή οικουμένη, αν η θάλασσα και το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, που κάποτε γέννησαν την κριτική σκέψη και την αποκαλυπτική Τέχνη, θα παραδοθούν ή όχι στον βιασμό και στην ασέλγεια του αλητοτουρισμού και της άντλησης πετρελαίων.

Αλλοίμονο, είναι αδύνατο να υπάρξει Δικαστήριο Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας για να δικάσει τους ελλαδίτες πρωθυπουργούς που απεμπόλησαν το Αιγαίο, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή της γλώσσας, τον οικιστικό εκβαρβαρισμό της χώρας, παζαρεύουν για ψήφους τη Θράκη, έστησαν στη σκιά του Παρθενώνα τη νεοπλουτίστικη γυφτιά του κ. Τσουμί.

Και σκοτώνουν κάθε μέρα το τελευταίο απομεινάρι ελληνικότητας: τη γλώσσα.

 

ΠΗΓΗ: Hμερομηνία:  12-12-10   http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_12/12/2010_1293506

Ρεκτιφιέ στην κρατική μηχανή

Ρεκτιφιέ στην κρατική μηχανή

 

ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ ΕΝΤΟΣ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

 

Του Μπάμπη Αγρόλαμπου*

 

 

Την αναδιοργάνωση εκ βάθρων της κρατικής μηχανής μέσα σε έξι μήνες θα επιχειρήσει η κυβέρνηση. Η νέα δομή του κράτους θα γίνει με σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα υπουργεία και τους δημόσιους οργανισμούς και συνεπάγεται αθρόες μετακινήσεις προσωπικού από τις υπηρεσίες που θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας στις υπηρεσίες πρώτης γραμμής.

Μετά τον «Καλλικράτη» της αυτοδιοίκησης, ο Γ. Ραγκούσης αναλαμβάνει κομβικό ρόλο και στον «μεγάλο Καλλικράτη» για την αναμόρφωση του Δημοσίου. Ο νέος «Καλλικράτης» θα ξεκινήσει στις αρχές του 2011 αμέσως μετά την ολοκλήρωση του «Καλλικράτη» της αυτοδιοίκησης και θα καλύπτει όλο το φάσμα του Δημοσίου.

– Πρώτο βήμα είναι η καταγραφή του προσωπικού ανά υπηρεσία και οργανισμό στην κεντρική διοίκηση. Στο πλαίσιο αυτό, τα υπουργεία θα καταρτίσουν μελέτες κατάστασης προσωπικού ανά διεύθυνση και θα υποβάλουν προτάσεις για την αναδιοργάνωσή τους.

– Δεύτερο βήμα είναι η αξιολόγηση του έργου και των αναγκών κάθε φορέα. Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην πρόσληψη διεθνούς συμβούλου σε συνεννόηση με την τρόικα.

– Το τρίτο και κρισιμότερο βήμα είναι η εισαγωγή νέου κανονιστικού πλαισίου για την αύξηση της κινητικότητας με στόχο, όπως επισημαίνεται από κυβερνητικά στελέχη, τη βελτίωση της αποδοτικότητας του Δημοσίου.

Ολοι οι φορείς του Δημοσίου, από τις περιφερειακές υπηρεσίες έως τα υπουργεία, θα αποκτήσουν νέους οργανισμούς λειτουργίας. Το προσωπικό που θα κριθεί πλεονάζον θα μετακινηθεί σε άλλες θέσεις, κατά τρόπο ανάλογο με αυτό που ακολουθήθηκε στους δήμους. Θα συσταθούν, επίσης, νέοι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και εποπτείας του έργου των δημοσίων υπηρεσιών.

Παράλληλα, λοιπόν, με το νέο μισθολόγιο που αναμένεται να ολοκληρωθεί ώς τα μέσα του 2011, το υπουργείο Εσωτερικών σχεδιάζει την αλλαγή της νομοθεσίας που καλύπτει τις μετατάξεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις των υπαλλήλων. Απόλυτη προτεραιότητα θα δοθεί στη στελέχωση του εισπρακτικού μηχανισμού (των νέων διευθύνσεων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και στις νέες εφορίες), στις επιθεωρήσεις εργασίας και στις οικονομικές υπηρεσίες των ασφαλιστικών φορέων. Ακολουθούν οι Ρυθμιστικές Αρχές, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Με τον περιορισμό που έχει η κυβέρνηση στο σκέλος των προσλήψεων, ως μόνη λύση για την αναδιοργάνωση προβάλλει η μετακίνηση προσωπικού από άλλες υπηρεσίες. Το ίδιο θα ισχύσει και για τους υπαλλήλους που υπηρετούν με συμβάσεις αορίστου χρόνου, λέει ο υφυπουργός Εσωτερικών Γ. Ντόλιος και θα ενταχθούν ισότιμα στη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία.

Η διαδικασία αξιολόγησης θα γίνει με βάση τα εκπαιδευτικά εφόδια και την εμπειρία κάθε υπαλλήλου. Οι νέες θέσεις στις οποίες θα τοποθετηθούν θα είναι συμβατές με τα προσόντα τους και όχι κατ' ανάγκη με το αντικείμενο της σημερινής υπηρεσίας τους. Μετακινήσεις εκτιμάται ότι θα χρειαστούν ακόμη και στις κεντρικές υπηρεσίες των υπουργείων. Τα περισσότερα υπουργεία, όπως χαρακτηριστικά λέγεται από κυβερνητικά στελέχη, λειτουργούν με οργανισμούς της δεκαετίας του '80 που δεν ανταποκρίνονται στις συνθήκες κρίσης. Πολλές διευθύνσεις επικαλύπτονται και θα επαναξιολογηθούν. Οι υπηρεσίες που είναι υποστελεχωμένες θα καταργηθούν ή θα ενσωματωθούν σε άλλες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται αναδιοργάνωση του Δημοσίου. Σχέδια είχαν εκπονηθεί απ' όλες τις προηγούμενες ηγεσίες του υπουργείου Εσωτερικών. Αυτή τη φορά, όμως, δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις και υπαναχωρήσεις καθώς το χρονοδιάγραμμα του μνημονίου είναι ασφυκτικό. Ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδει η τρόικα στο ζήτημα αυτό είναι το γεγονός ότι το βάρος της αναδιοργάνωσης έχει ανατεθεί σε τέσσερα υπουργεία (Εσωτερικών, Οικονομικών, Εργασίας, Υγείας) και στο γραφείο του πρωθυπουργού.

Η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει μέχρι τώρα την απογραφή στο Δημόσιο και την ίδρυση της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών. Εκκρεμεί ακόμη το μητρώο των ΔΕΚΟ και η συγχώνευση των φορέων του Δημοσίου. Μέχρι το τέλος του 2010, το αργότερο στις αρχές του 2011, οι υπουργοί Εσωτερικών και Οικονομικών, Γ. Ραγκούσης και Γ. Παπακωνσταντίνου, πρέπει να παρουσιάσουν στην τρόικα έκθεση για τη νέα δομή των υπηρεσιών και τη δυναμική της απασχόλησης και στο στενό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Στο ίδιο διάστημα πρέπει να ολοκληρωθεί και η κατάρτιση του νέου μισθολογίου, με όρους παραγωγικότητας και μετρήσιμους στόχους περαιτέρω εξοικονόμησης των δαπανών.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα αντέξει η κρατική μηχανή τέτοιας έκτασης αλλαγές μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο. Πολλά θα κριθούν από τον «Καλλικράτη» της αυτοδιοίκησης και τις διαδικασίες μετατάξεων από τις ΔΕΚΟ.

Πόσοι υπάλληλοι θα χρειαστεί να μετακινηθούν με τον μεγάλο «Καλλικράτη»; Κανείς δεν διακινδυνεύει πρόβλεψη. Ο αριθμός των μονίμων υπαλλήλων (συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου) είναι 700.000. Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι περίπου οι μισοί. Απ' αυτή τη δεξαμενή θα γίνουν οι πρώτες επιλογές για τη στελέχωση των υπηρεσιών αιχμής. Στη ΓΓ Πληροφοριακών Συστημάτων που έκανε την απογραφή και στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών που έχει την πλήρη εικόνα της μισθοδοσίας, γίνεται νέα επεξεργασία των δεδομένων ανά ειδικότητα και ηλικιακή ομάδα.

Το πλάνο αναδιοργάνωσης που πρέπει να παρουσιάσει η κυβέρνηση στην τρόικα θα είναι λεπτομερές, με χρονοδιάγραμμα δράσεων και τις νομοθετικές παρεμβάσεις που απαιτούνται. Ως όριο για την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου έχει τεθεί το 2013. Από το τρίτο τρίμηνο του 2011 πάντως το εγχείρημα θα αξιολογείται σε κάθε βήμα.

Δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην έχει αναθεματίσει τη δημόσια διοίκηση και να μη βάλει στοίχημα την αναδιοργάνωσή της. Εντούτοις, ελάχιστα βήματα έχουν γίνει. Όσα δεν έγιναν επί τόσα χρόνια, σε συνθήκες οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής ηρεμίας, πρέπει να γίνουν τώρα υπό την πίεση του μνημονίου, μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Ο κίνδυνος να μην αντέξει η κρατική μηχανή τις δραστικές αλλαγές που θέλει η τρόικα είναι ορατός. Εναπόκειται στην κυβέρνηση και τα κόμματα να συμφωνήσουν σε λύσεις κοινωνικά αποδεκτές και αποτελεσματικές.

 

* agrolabos@hotmail.com

 

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010,  ttp://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=228250

«Ες αύριο τα σπουδαία»

«Ες αύριο τα σπουδαία»

 

ΣΤΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ 14ης ΝΟΕΜΒΡΗ

 

Του Σπύρου Γκανή

 

Και ενώ ο ελληνικός λαός παρακολουθεί στις οθόνες της αποβλάκωσης, τους …. αστέρες της διαπλεκόμενης δημοσιογραφίας μαζί και τους ταγούς της πολιτικής να ερίζουν για τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, παρασκηνιακά εξυφαίνεται το νέο πακέτο οικονομικών μέτρων και μεθοδεύεται ο τρόπος επιβολής του.

Τα νέα αυτά σκληρά αντιλαϊκά εισπρακτικά μέτρα θα δρομολογηθούν από την Δευτέρα 15 Νοέμβρη και θα έχουν στόχο την είσπραξη 2 δις ευρώ κατά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ή 4 δις ευρώ σύμφωνα με απαιτήσεις της τρόικας. Η εκταμίευση της τρίτης δόσης του δανείου έχει σαν προϋπόθεση την εφαρμογή αυτών των μέτρων τα οποία βρίσκονται στα συρτάρια της κυβέρνησης και θα τεθούν σε άμεση εφαρμογή την επαύριο των επαναληπτικών αυτοδιοικητικών εκλογών.

Δηκώσεις Jean-Claude Juncker


Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Jean-Claude Juncker, πρόεδρος του Eurogroup, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μεταξύ άλλων επεσήμανε την ύφεση της ελληνικής οικονομίας για το 2010 και τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση επιβάλλεται να λάβει πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ενώ παράλληλα θα πρέπει να επιμείνει στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Έκθεση Morgan Stanley


Την εκτίμηση του εξάλλου ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο άρμα της τρόικας, ΔΝΤ-ΕΕ-ΕκΤ για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του προβλεπομένου από το μνημόνιο (δηλ. επιμήκυνση μνημονίου!), εκφράζει σε έκθεση που είδε το φως της δημοσιότητας την Δευτέρα ο χρηματοοικονομικός οίκος Morgan Stanley.

Μεταξύ άλλων η έκθεση χαρακτηρίζει την εξέλιξη (!) αυτή ως θετική για τους πιστωτές της χώρας, καθώς μειώνει τον κίνδυνο επέκτασης της κρίσης διασφαλίζοντας ότι το χρέος θα αποπληρωθεί και αποτρέπει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης.

Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι και οι δυο αυτές παρεμβάσεις έγιναν την Δευτέρα, 8 Νοέμβρη 2010, την επαύριο δηλαδή καταδίκης της κυβερνητικής πολιτικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Τυχαίο; Δεν νομίζω!


Αδύναμες μειοψηφίες ΠΑΣΟΚ και ΝΔ


Και ενώ όλα αυτά τα μείζονος σημασίας θέματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας εξελίσσονται σε Ελλάδα και εξωτερικό, ζητήματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με λαϊκή συναίνεση και πολιτική συνεννόηση, γινόμαστε μάρτυρες μιας παράλογης πολιτικής αλαζονείας και θρασύτητας όπου μια κυβερνητική μειοψηφία, σύμφωνα με τις εκλογές της Κυριακής, ετσιθελικά και ανεύθυνα συνεχίζει να διαχειρίζεται κρίσιμα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία ζητήματα τα οποία υποθηκεύουν την χώρα και φαλκιδεύουν την εθνική ανεξαρτησία.

Εδώ θα επιστρέψω στον πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του το δίλλημα που ο ίδιος έβαλε στον ελληνικό λαό στην διακαναλική από το Μαξίμου:

«Κε Παπανδρέου χρειάζεστε μια καθαρή πλειοψηφία προκειμένου να συνεχίσετε το μνημονιακό σας κατήφορο, και εφόσον κε πρωθυπουργέ στερείστε αυτής της πλειοψηφίας πρέπει να προχωρήσετε άμεσα σε δημοψήφισμα για το Μνημόνιο  ώστε να αποφανθεί γι' αυτό ο ελληνικός λαός η αποχωρήστε από την εξουσία γιατί δεν σας νομιμοποιεί η ισχνή πλειοψηφία που έχετε να διαχειρίζεστε τις τύχες των ελλήνων πολιτών και την πορεία αυτής της χώρας».

Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της μπορεί να διατήρησε την δύναμή της στο εκλογικό σώμα αλλά το ποσοστό αυτό είναι το ιστορικά χαμηλότερο γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τις αδιαφανείς θέσεις της για το μνημόνιο το οποίο  … αποδέχεται κριτικά(!), περιορίζεται μόνο σε ψηφοθηρικούς φραστικούς αναθεματισμούς και εξαγγελίες …. άλλων μειγμάτων οικονομικής  πολιτικής (!)


Η Λαϊκή αντίδραση


Στην μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές Ελλάδα τίποτα δεν θα θυμίζει το χθες, οι λαϊκές αντιδράσεις θα κλιμακωθούν, η αγανάκτηση, ο θυμός και η οργή των αδύναμων κοινωνικών ομάδων που το τελευταίο οκτάμηνο δέχτηκαν την ανελέητη και αλαζονική επιδρομή των γενίτσαρων της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εν ονόματι του μνημονίου θα δημιουργήσουν ένα αυθόρμητο βίαιο κίνημα ανυπακοής που θα σηματοδοτήσει και την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού.

Κύρια το ΚΚΕ, αλλά και όλο το αριστερό μπλοκ μαζί με τις πατριωτικέ δυνάμεις, καλούνται να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο και μακριά από ιδεολογικά διλλήματα, κομματικές περιχαρακώσεις και αρχηγίστικες αντιπαραθέσεις πρέπει να χτίσουν ένα πλατύ αντιμνημονιακό μέτωπο σε εθνικοαπελευθερωτική βάση για την ανατροπή της οικονομικής δικτατορίας του ΔΝΤ, των χρηματοπιστωτικών λόμπυ και της δωσίλογης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Καταξιωμένες προσωπικότητες, της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών, του ευρύτερου προοδευτικού και πατριωτικού χώρου θα πρέπει να αναλάβουν στο εγγύς μέλλον πρωτοβουλίες για την υλοποίηση αυτού του ιερού στόχου, για την σωτηρία της Ελλάδας.

Δια ταύτα, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δεν νομιμοποιούνται τυπικά και ουσιαστικά να διαχειριστούν αυτό το καίριας σημασίας εθνικό θέμα όπως είναι στην παρούσα συγκυρία η εθνική μας οικονομία και ακόμα στερούνται της απαραίτητης βούλησης να συμβάλουν στην άμβλυνση της αναμενόμενης κλιμάκωσης των λαϊκών αντιδράσεων.

Πολύ σύντομα ο ελληνικός λαός θα κλιθεί στο πεζοδρόμιο και στην κάλπη προκειμένου να δώσει διέξοδο στην αδιέξοδη πολιτική ΠΑΣΟΚ-ΔΝΤ.

 

ΠΗΓΗ: http://www.antikry.com/2010/11/blog-post_09.html

Αυτόνομοι δημοκράτες ή δημοκρατική Ελλάδα;

  Αυτόνομοι δημοκράτες ή δημοκρατική Ελλάδα;

 

Του Γιάννη Πανούση


 

 

 

Δηλαδή εσείς πέφτετε ολοένα πάνω μου

  κι εγώ ποτέ πάνω σας;

Φ. Ντοστογιέφσκι, Αιώνιος σύζυγος

 

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δεν συνίσταται στην όποια συμμετοχική παρέμβαση του αφανούς λαού στα πολιτικά πράγματα, ούτε στη δοξολόγηση ή και μυθοποίηση της αριθμητικής λογικής της αποτελεσματικότητας ούτε στην επικοινωνιακή τεχνική του ψευδοπροφητισμού και της κενής ρητορικής του «καλού» για όλους ούτε στον τεχνοκρατικό μονόδρομο του politically correct.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ είναι το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική ως σύνολο κοινωνικών λειτουργιών ανθίσταται στην απουσία πολιτικής από μεριάς των επαγγελματιών πολιτικών.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ είναι το πολίτευμα των συνεχών και (επ)άλληλων συναινέσεων (περί του δέοντος και του είναι).

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δεν είναι όμως η αναγόρευση του δικαιώματος του καθενός ως μοναδικού γνώμονα δράσης.

ΟΤΑΝ ο καθένας ερμηνεύει το νόμο «κατά βούλησιν», τότε η αταξία μετατρέπεται σε Νέα Τάξη και σε προθάλαμο τυραννίας (πραγματικής ή καλυμμένης).

ΑΚΟΜΑ και το δικαίωμα στη διαφορά έχει ως έσχατο όριο τη δημοκρατική συμφωνία.

Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ και η ηθική των διαφορών εξαντλούνται όταν με τη συμπεριφορά του κάποιος (θεωρεί ότι) αποδεικνύει τη διαφορά του μη σεβόμενος τις διαφορές, τον πολιτισμό και τις ελευθερίες των υπολοίπων. Χωρίς κοινή συνείδηση δεν υπάρχει ούτε κοινωνία ούτε κράτος.

Η ΑΝΥΨΩΣΗ της πολιτικής συνείδησης πρέπει να υπερβεί τον ατομικισμό (ως συντηρητικό ή και ψευδοπροοδευτικό αυτοκαταφατικό ιδανικό του δικαιώματος στο εγώ), την περιχαράκωση της ταυτότητας μέσω των (κρυφών;) προσωπικών δεδομένων και ο καθείς αλλά και όλοι μαζί ν' αναζητήσουν το γενικό καλό, το δημόσιο συμφέρον.

Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ κομματισμός ή και συμψηφισμός πολύ συχνά καταλύει τις ελευθερίες και λειτουργεί σε βάρος της κοινής προόδου.

ΑΝΑΜΕΣΑ στην επιδέξια ψευδολογία των (συνεχώς ανατρεπόμενων) δεδομένων και στην τηλεοπτική προληπτική τρομοκράτηση υπάρχει η άρνηση. Αυτή απ-ελευθερώνει τον «ελεύθερο πολίτη» από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των διάφορων «…ισμών».

Η ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΗ κοινωνία δεν θεραπεύεται κομματικο-ψυχαναλυτικά, αλλά μέσω της αναδόμησης της ίδιας της πραγματικότητας.

ΔΕΝ μας ταιριάζει να ζούμε σε κατάσταση αφασίας (δηλαδή να συμφωνούμε και να διαφωνούμε ταυτόχρονα σε όλα και με όλους) ούτε να θεωρούμε την κοινωνική αμνησία ως (χρήσιμο;) στοιχείο περαίωσης της Ιστορίας.

ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ και αντιμνημονιακοί, μνήμονες και αμνήμονες, δεν μας έχουν απομείνει πολλές εναλλακτικές λύσεις. Πρέπει να ενωθούμε (με δίκτυα, με φορείς, με διανοούμενους, με νεανικά στέκια, με τόσους μοναχικούς ανθρώπους), να ρίξουμε ένα μεγάλο όχι στην κάλπη και από το 2011 να ξαναδούμε την ελληνική δημοκρατία με άλλα μάτια, αυτά του κοινού μέλλοντος.

ΥΓ. Αναρωτιέμαι γιατί οι διάφοροι επίσημοι Ελληνες τοποτηρητές (του ΔΝΤ, των ΗΠΑ, των ευρωπαϊκών τραπεζών) γελάνε όταν βρίσκονται στα ξένα fora και μιλάνε στους ισχυρούς, ενώ όταν απευθύνονται σ' εμάς παίρνουν ύφος φίρερ.

 

www.giannispanousis.gr

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010,  http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=214729