Αρχείο κατηγορίας Αλιεύσεις με νόημα

Αλιεύσεις με νόημα

Στον Καιάδα του χαχανητού

Στον Καιάδα του χαχανητού

 

Του Παντελή Μπουκάλα

 

Μια μορφή Καιάδα είναι και τα χάχανα και ο άγριος εμπαιγμός εις βάρος ανθρώπων καταφανώς ανήμπορων. Μια μορφή λιντσαρίσματος. Τα χάχανα αυτά τα άκουσαν στην τηλεόραση ή στο Διαδίκτυο όσοι είδαν τη σκηνή του Αγίου Παντελεήμονα. Οι δημοκοπικά φιλάνθρωποι της Χρυσής Αυγής προέβαιναν σε διαφημισθείσα «διανομή τροφίμων», με επικεφαλής τον βουλευτή κ. Ηλία Παναγιώταρο.

Και επειδή, εκτός από το να ζητούν ταυτότητα για να διαπιστώνουν την ελληνικότητα των «ευεργετουμένων» και να κρατούν τα στοιχεία τους, έχουν τη μαγική ικανότητα να κόβουν φάτσες και να αναγνωρίζουν εξ αποστάσεως ποιας εθνικότητας τυγχάνουν τα βαθιά κρυμμένα γονίδια του καθενός, κατάλαβαν αστραπιαία πως η προσερχόμενη γερόντισσα δεν θα μπορούσε να είναι γνήσια Ελληνίδα. Τα ελληνικά της δεν τους έπειθαν, γιατί ήταν τα ελληνικά ενός ανθρώπου που δεν του περισσεύουν τα δόντια. Και δεν μιλούσε με αρχαιοελληνική προσωδία.

– Την απέπεμψαν λοιπόν χαχανίζοντας με τρόπο που αποκάλυπτε ψυχική ξηρότητα και διανοητική ωμότητα με τρόπο που προκαλεί ντροπή και φόβο σε οποιονδήποτε τρίτο. «Της έδωσαν πόρτα» σαν μπράβοι νυχτερινού κλαμπ. Και γελώντας με την ανέχειά της, της συνέστησαν «να πάει στον Τσίπρα και στην Παπαρήγα για χαβιάρι και αστακομακαρονάδα». Κι εκείνη, φτωχή μα πιο πλούσια ψυχικά από τους «ευεργέτες», ζήτησε συγγνώμη που τους ενόχλησε άθελά της και διέκοψε την παράστασή τους. Και έφυγε. Δίχως τη σακούλα με τα τρόφιμα, που θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει σαν τεκμήριο ελληνικής γνησιότητας σε κάποιο φυλετικό δικαστήριο.

– Αλλά όχι. Δεν τους ενόχλησε άθελά της. Όπως αποκάλυψαν οι ίδιοι οι χαχανιστικά ανάλγητοι όταν κατάλαβαν ότι ντροπιάστηκαν ακόμα και στα μάτια υποστηρικτών τους, η αλλοδαπή δεν ήταν αλλοδαπή. Ήταν Ελληνίδα, η Μαλάμω, από τους θαμώνες των εκπομπών της κ. Αννίτας Πάνια, μαζί με τον Κάτμαν και τον Βας-Βας η εκμετάλλευσή της εκεί βασιζόταν ακριβώς, στο νωδό στόμα της, γι' αυτό και τραγουδούσε συνεχώς το «Έξω από τα δόντια». «Οι Συριζαίοι», λοιπόν, λένε τα σάιτ των «ελληνόψυχων» σερλοκχόλμηδων, «πλήρωσαν τη Μαλάμω για να παραστήσει τη Βουλγάρα καινα τους εκθέσει». Μάλιστα, μάλιστα. Κι αυτοί, που μυρίζουν από μίλια μακριά ποιος είναι Ελληνας και ποιος όχι, την πάτησαν. Πάτησαν και την εαμοβουλγαρική πεπονόφλουδα και τη δόλια τη Μαλάμω, που βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε ανθελληνική συνωμοσία, όπως άλλοτε οι «Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες».

Αυτοί λοιπόν, που λένε πως είναι «οι πιο Ελληνες», θα 'πρεπε να ξέρουν δύο τινά: Πρώτον, ότι ο ελληνικός λαός, όποια παράδοση κι αν τον εμπνέει, η χριστιανική, η αρχαιοελληνική ή και οι δύο, ακόμα και στις δεινότερες στιγμές του βίου του δεν νοιάζεται τον διπλανό του βάσει εθνικότητας. Και δεύτερον, ότι αν κάποια στιγμή επιδοθεί σε πειράγματα κατά αδυνάμων και «σαλών», ποτέ δεν θα τους πετάξει στον Καιάδα του χαχανητού. Στο τέλος θα τους δώσει κάτι περισσότερο από ένα κομμάτι ψωμί: ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ή ένα χαμόγελο συγγνώμης.

ΠΗΓΗ: Hμερομηνία δημοσίευσης: 18-09-12, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_100087_18/09/2012_495893

 

 

 

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – ΙΙΙ

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – Μέρος  ΙΙΙ – Τελευταίο

 

Των ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡ ΑΛ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, ΧΡ. ΚΑΥΚΙΑ, ΠΑΝ. ΚΟΣΜΑ, Κ. ΜΑΡΚΟΥ  & ΠΑΝ. ΦΡΑΝΤΖΗ.

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

Προς κορύφωση της αναμέτρησης

Ωριμάζει μια κορυφαία καμπή στην ιστορία των ταξικών αγώνων. Μια ιστορική αναμέτρηση ανοιχτή σε πολλαπλές και απρόβλεπτες διαφοροποιήσεις και παραλλαγές που θα περιστρέφονται αμείλικτα γύρω από δύο βασικά, αντίθετα και ασυμφιλίωτα ενδεχόμενα. Είτε μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό που θα ξεπερνάει και θα ολοκληρώνει όλες τις μέχρι τώρα επαναστάσεις, είτε μια αδύνατον να υπολογιστεί σήμερα καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας και του κοινωνικού ανθρώπου.

Η Αριστερά, και ειδικά οι επαναστατικές της δυνάμεις, είναι υποχρεωμένες να επανατοποθετήσουν σε νέες αφετηρίες μια διπλή αλληλένδετη προσπάθεια σύνδεσης της επαναστατικής κομμουνιστικής στρατηγικής με την αντικαπιταλιστική τακτική.

Η προσπάθεια αυτή απαιτεί μια πιο συγκεκριμένη συλλογική πολιτική αποσαφήνιση του άμεσου αντικαπιταλιστικού προγράμματος (από το μεροκάματο, τα δημόσια αγαθά ως τα μεγάλα ζητήματα της ανατροπής, της επανάστασης και της «άλλης κοινωνίας» στο νέο αιώνα) που θα επιδιώκει υλικά τακτικά ρήγματα στη συνέχεια των βασικών νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Θα σχεδιάζει και επιδιώκει ρήγματα ειδικά στο νόμο της σχετικής και απόλυτης σήμερα εξαθλίωσης των εργαζομένων και της νεολαίας, στο νόμο της αστικής πολιτικής ηγεμονίας απέναντι στον ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο του μαζικού κινήματος και στο νόμο του συνδυασμού των εθνικών και διεθνών πλευρών της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Απαιτεί τον αποδεικτικό και εκλαϊκευτικό λόγο που θα συνδέει το σήμερα με το αύριο. Το σήμερα με την κοινωνία των ανεπανάληπτων ξεχωριστών προσωπικοτήτων, των κοινωνικά ίσων και συλλογικά ελεύθερων ανθρώπων. Την κομμουνιστική κοινωνία της αρμονικής σχέσης ανθρώπου – φύσης και της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Στην οποία ο εργάτης δημιουργός θα εργάζεται σύμφωνα με το χρόνο που απελευθερώνει η επιστήμη σε μια απελευθερωμένη και δημιουργική εργασία. Την κοινωνία της εργατικής Δημοκρατίας, του εργατικού κράτους των εκλεγμένων και διαρκώς ανακλητών εκπροσώπων που θα αμείβονται με το μέσο μισθό του εργάτη. Της ειρήνης και της δημιουργίας. Διαφορετικά κάθε ανατροπή, κάθε επανάσταση θα φαντάζει ως θελκτική περιπέτεια σύγχρονων δονκιχότιδων και όχι ως πανεργατικό λαϊκό αίτημα, ως Αναγκαιότητα και μόνη Δυνατότητα εξόδου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Η νικηφόρα αναμέτρηση με την προωθούμενη κανιβαλική αντεπανάσταση σε βάρος του κόσμου της εργασίας απαιτεί μια πολιτική τεράστιας συγκέντρωσης και συστράτευσης εργατικών και διανοητικών δυνάμεων που θα αντληθούν από τη σημερινή εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία λαϊκά στρώματα. Συνεπάγεται επομένως την πιο πλατιά αγωνιστική ενότητα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, προκειμένου το εργατικό και λαϊκό κίνημα να αποσπά νίκες και κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων, να κλονίζει την καπιταλιστική στρατηγική και να προωθεί έμπρακτα με την ίδια την πείρα των εργαζομένων την επαναστατική αναγκαιότητα και δυνατότητα προς τον κομμουνισμό.

Η συνολική ενωτική πολιτική σε κάθε επίπεδο πρέπει να καθορίζεται από την επίγνωση του βάθους, της έκτασης, της διάρκειας και της επικινδυνότητας της ασκούμενης αστικής πολιτικής για το αντιδραστικό ξεπέρασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Δεν μπορεί επομένως παρά να απευθύνεται προς όλες τις αγωνιζόμενες δυνάμεις εναντίον της ασκούμενης πολιτικής – και στο ΣΥΡΙΖΑ- με ταυτόχρονη οξύτατη διαπάλη για ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής «μέσα από την αγωνιστική ενότητα» σ' ένα μετασχηματιζόμενο μαζικό πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας. Η άποψη, εκπορευόμενη κυρίως από το ΚΚΕ, πως το επαναστατικό κίνημα ανδρώνεται κυρίως στη διαπάλη με τον οπορτουνισμό στο όνομα μάλιστα του Λενινισμού – του μισού λενινισμού θα λέγαμε εμείς- δεν επαληθεύεται ιστορικά.

Τα παραπάνω συμπυκνώνονται στο τρίπτυχο:

– Ενίσχυση της αυτοτέλειας (οργανωτικής και προγραμματικής) των επαναστατών, οργάνωση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον μεταρρυθμισμό και ευκαιριασμό που αναπαραγάγεται διαρκώς στο εργατικό κίνημα και στην Αριστερά!

– Εργατικό, λαϊκό αντικαπιταλιστικό μέτωπο απέναντι στην αστική επίθεση.

– Διαρκής επιδίωξη κοινής δράσης – επαφής με τα ευκαιριακά, οπορτουνιστικά ρεύματα.

Κάθε κόμμα κρίνεται όχι με βάση την ιδέα που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, ή τις επιθυμίες εκείνων που το κρίνουν. Κρίνεται πρωτίστως από το πρόγραμμά του, το ιστορικό του φορτίο και την οργανωτική του δομή. Για το ΣΥΡΙΖΑ, τα δυο τελευταία τώρα διαμορφώνονται και το πρόγραμμά του είναι σε εξέλιξη.

Σήμερα περικλείει δυνάμεις του κλασικού οπορτουνισμού και του αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά και δυνάμεις κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής αναφοράς. Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι πολλές συνιστώσες αλλά η συνισταμένη πολιτική που διακηρύσσει. Σε αυτή την πολυμορφία πορευόμενος στη διαμόρφωσή του ως κόμμα (;) κυρίαρχη είναι η τάση του αστικού εκσυγχρονισμού για έναν καπιταλισμό με κοινωνικό πρόσωπο, της θετικής στάσης απέναντι στον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ. Εντυπωσιάζει επίσης η υποχώρηση του Αριστερού ρεύματος και συνιστωσών.

Μετά τις εκλογές, στο ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζεται η άποψη μιας «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», που θα προσπαθήσει «να μην κάνει αριστερά λάθη» και να περιμένει τη φθορά της κυβέρνησης, οπότε και θα ωριμάσουν οι συνθήκες για την «αριστερή κυβέρνηση». Μια τέτοια γραμμή έχει αρνητικές επιπτώσεις στο λαϊκό κίνημα.

Ο δρόμος της επαναστατικής Αριστεράς, ο δρόμος στον οποίο η εργατική τάξη παίρνει μαζί της τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για την απόκρουση και συντριβή της αντιλαϊκής επίθεσης και της αστικής βίας, για τη θετική εξουδετέρωση της αστάθειας των μικροαστών, με επιδίωξη να οδηγήσει το εργατικό κίνημα ως την επανάσταση και τον κομμουνισμό και ο δρόμος ενός καλύτερου καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι «δυο διαφορετικές τακτικές» που δεν συμψηφίζονται.

Η στάση όμως των επαναστατικών δυνάμεων της Αριστεράς δεν είναι απλά να «ξεσκεπάζουν» το ΣΥΡΙΖΑ, και, με τη σειρά τους, να περιμένουν πότε θα κατολισθήσει ώστε να μοιραστούν τα διαμελισμένα ιμάτια. Οφείλουν πρωτίστως να παλέψουν ώστε με την αυτοτελή παρουσία και δράση, να επιδράσουν και να ανατρέψουν, να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ανακατατάξεις και αλλαγές στους συσχετισμούς.

Είκοσι τρία χρόνια τώρα, τα οποία περικλείουν διαφορετικές και ανόμοιες συγκυρίες και φάσεις, και δεν καταφέραμε να σηκώσουμε το κεφάλι από το μηδέν και κάτι, με εξαίρεση τις περιφερειακές εκλογές και την 6η Μάη. Άλλοτε ήσαν οι καταρρεύσεις, η υποστολή των σημαιών, η υποχώρηση του κινήματος, που μας καθήλωναν. ΄Ηταν το ΚΚΕ που διέβαλε μεν το κομμουνιστικό όραμα, αλλά ήταν η ορατή πολιτική δύναμη που το πρόβαλλε. Τώρα αυτά έχουν αλλάξει. Οι καταρρεύσεις εξακολουθούν να βαρύνουν, αλλά ο καπιταλισμός εξελίχθηκε, το κίνημα είναι σε κίνηση, το ΚΚΕ σε πτώση. Και εμείς το ακολουθούμε. Τη στιγμή μάλιστα που είχαμε γίνει ορατοί. Γεγονός που κάνει πιο σοβαρή την υποχώρησή μας. Πού είναι το λάθος;

Το παρόν είναι πολύ πιο δύσκολο και το άμεσο μέλλον πολύ πιο σκληρό. Η διεθνής κατάσταση επιδεινώνεται. Οι δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης βρίσκονται στις κύριες καπιταλιστικές χώρες, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, στο επίπεδο του στατιστικού λάθους. Στην Ευρώπη η ισπανική κρίση δεν έχει ακόμα κορυφωθεί και η Ιταλία είναι στην αναμονή.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση φαίνεται πως κινείται:

α. Στη δημιουργία, τη συνοδεία προσελκυστικών φοροαπαλλαγών, ειδικών ταμείων ιδιωτικοποιήσεων στα πρότυπα της Treuhand, η οποία είχε αναλάβει την πώληση κρατικών επιχειρήσεων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. β. Στην παγιοποίηση του αντιδραστικού μοντέλου περιορισμένης και επισφαλούς απασχόλησης, μόνιμης και υψηλής ανεργίας με βάση την εκσυγχρονισμένη νεοφιλελεύθερη αρχή «ανάπτυξη με ανεργία, μίνι απασχόληση, μίνι αμοιβή, χαλαροί όροι για απολύσεις». γ. Τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ) για εγκατάσταση βιομηχανικών επιχειρήσεων στο πρότυπο που χρησιμοποίησε η Κίνα. δ. Την περιορισμένη χρηματοδότηση μικρής έως και μεσαίας κλίμακας επενδύσεων.

Το όλο σύστημα θα επιτεθεί με σφοδρότητα στο κίνημα, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί θα δοξαστούν και η Χρυσή Αυγή θα χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως εναντίον του κινήματος και εναντίον μας ιδιαιτέρως.

Το σύστημα έχοντας «κάψει» τις εφεδρείες του θα στηρίξει με κάθε τρόπο αυτή την κυβέρνηση, η οποία ήδη φθείρεται. Το μέλλον της θα εξαρτηθεί πλέον από την αντίδραση του λαϊκού παράγοντα.

Η κατάσταση μπορεί πολύ σύντομα να βρεθεί εκτός ελέγχου.

Το πιθανό ενδεχόμενο της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα και θα επιφέρει δραματικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και στη συνείδηση. Οπότε θα κληθούμε να παίξουμε έναν ρόλο που είχαμε κάποτε φανταστεί και ο οποίος δεν θα έχει σχέση με τη φαντασία. Η πιθανότητα δημιουργίας επαναστατικής κατάστασης δεν είναι τώρα όνειρο. Συνεπώς στο παρόν χρειάζεται να μπούμε μπροστά με σωστή ενωτική γραμμή, στρατηγική και τακτική.

Μεσοπρόθεσμα, η ρεαλιστική προοπτική που ανοίγεται είναι η συγκρότηση, με πυρήνα μια σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση – συμβολή στο κομμουνιστικό κόμμα στον εικοστό πρώτο αιώνα, ενός μαζικού αριστερού, αντικαπιταλιστικού πόλου με τη συμβολή των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το διάσπαρτο αντικαπιταλιστικό δυναμικό, το αντικαπιταλιστικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΑΑ που θα υπερνικούν το δέος απέναντι στην ΕΕ και θα διαχωρίζονται από τη λογική ενός δήθεν καλύτερου καπιταλισμού, καθώς και με δυνάμεις του ΚΚΕ που κατανοούν το αδιέξοδο της ασκούμενης πολικής του. Ένας τέτοιος μαζικός πόλος μπορεί να συμπαρασύρει και την υπόλοιπη Αριστερά.

Δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα. Άμεσα αναγκαία βήματα είναι:

Η προκήρυξη και διοργάνωση του προγραμματικού συνεδρίου κομμουνιστικής μετεξέλιξης και μετονομασίας του ΝΑΡ, ισότιμα με δυνάμεις ανάλογης στόχευσης. Με επιδίωξη την ουσιαστική συμμετοχή όλων όσων συμφωνούν στην αναγκαιότητα μιας επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης – σταθμό στη δημιουργία του σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος και κινητήρια δύναμη στην ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Η συλλογική οργάνωση της κρίσιμης δεύτερης πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το φθινόπωρο.

Η άμεση συλλογική επεξεργασία πολιτικής παρέμβασης στο εργατικό συνδικαλιστικό και γενικότερα μαζικό κίνημα. Κορυφαίο ζήτημα είναι η σύνδεση με την εργατική τάξη και τους μετανάστες, το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Η παρέμβαση στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές για την προώθηση λαϊκών οργάνων δημοκρατίας, αλληλεγγύης και αγώνα για την ανατροπή της επίθεσης.

Η Ενότητα – Aνάπτυξη της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας με συγκεκριμένα βήματα για μια αντικαπιταλιστική κίνηση αναγέννησης του εργατικού μαζικού κινήματος.

 

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

 

ΠΗΓΗ: http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8793:nar-ekloges&catid=81:kivernisi&Itemid=198

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – ΙΙ

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – Μέρος  ΙΙ

 

Των ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡ ΑΛ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, ΧΡ. ΚΑΥΚΙΑ, ΠΑΝ. ΚΟΣΜΑ, Κ. ΜΑΡΚΟΥ  & ΠΑΝ. ΦΡΑΝΤΖΗ.

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Πριν λοιπόν μιλήσουμε για τους άλλους "ας κοιτάξουμε, μάχιμα και αισιόδοξα, μέσα μας".

Στις 22 του περασμένου Μάρτη έκλεισαν τρία χρόνια από την ιδρυτική διακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην ίδρυση και δράση της συνέβαλλαν θετικά, με τον τρόπο, τα λάθη και τις αδυναμίες κάθε μιας, όλες οι πολιτικές οργανώσεις και οι ανένταχτοι αγωνιστές που την απαρτίζουν.

Στην τρίχρονη αυτή πορεία ανέπτυξε μια αξιοσημείωτη δράση με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Κορύφωση αυτής της δράσης ήταν η παρέμβαση στην καπιταλιστική κρίση και η πρόταση των πέντε πολιτικών αιτημάτων – αξόνων: παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και μονομερής διαγραφή του χρέους ως βασική προϋπόθεση, έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, κρατικοποίηση με εργασιακό έλεγχο τραπεζών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας, ανατροπή της κυβέρνησης, δημόσια αγαθά προστασία της ζωής εργαζομένων και ανέργων. Μέσα υλοποίησης του προγράμματος προκρίνονται ένα αναγεννημένο εργατικό κίνημα- που προσλαμβάνεται διαφορετικά από τις συνιστώσες της- και μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική Αριστερά που θα μπορεί να ενώσει και εμπνεύσει.

Το αντικαπιταλιστικό αυτό πρόγραμμα επέδρασε στην Αριστερά και στο Λαϊκό κίνημα. Εκφράστηκε δε με τη συγκέντρωση πάνω από 100.000 ψήφων στις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές. Όσο όμως βάθαινε η κρίση και αναζητούσε τόσο άμεσες, όσο και γενικότερες απαντήσεις, το πρόγραμμα αυτό αποδυκνυόταν ανεπαρκές. Παρόλο λοιπόν την ύπαρξη ενός ορατού εύθραυστου ρεύματος υπέρ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ήταν δεδομένο στις εκλογές του Μάη, ως συνέχεια της δράσης, της εμβέλειας και της αυτοπεποίθησης που δημιούργησε το θετικό αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών, ωστόσο με τη γραμμή της Αριστερής Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ- δυο εβδομάδες πριν από τις εκλογές του Μάη- η πτωτική πορεία αρχίζει. Και όσο καταρρέει το ΠΑΣΟΚ και ο στόχος γίνεται ρεαλιστικός τόσο η πτώση συνεχίζεται. Το 1,2 % ήταν μια στάση στη συνεχιζόμενη από τέλος Απρίλη πτωτική πορεία χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα ανακοπής."Ο κόσμος δεν άκουγε" με αποτέλεσμα στις δεύτερες εκλογές, μετά και την οξυμένη και ωμή ιμπεριαλιστική πολιτική παρέμβαση της Ουάσιγκτον, του Βερολίνου, του Παρισιού και της Βόννης εναντίον των αντι ΕΕ αισθημάτων του Ελληνικού λαού, να διαμορφωθεί το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να "επιστρέψει" στο 0,33%. Στην ουσία έκλεισε ένας κύκλος του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο και μορφή χωρίς τον κίνδυνο εξαφάνισης και στρατηγικής ήττας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι η σχετική ευκολία που άρχισαν να απομακρύνονται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσοι την αντιμετώπιζαν με θετικό τρόπο. Τα ερωτήματα μάλιστα είναι βαθύτερα αφού η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσίασε την εικόνα της υπόλοιπης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Ευρώπη η οποία, τη στιγμή ακριβώς του αναγκαίου της ενίσχυσής της, αποδυναμώνεται. Γνώμη μας είναι ότι εμφανίσαμε προβλήματα και στη μορφή και στο περιεχόμενο.

Πιο συγκεκριμένα:

1. Στη μορφή:

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδινε και δίνει την εντύπωση χαλαρής πολιτικής συνεργασίας οργανώσεων. Η εμφάνιση παντού και οπωσδήποτε πολλών ομιλητών επικύρωνε την εικόνα μιας χαλαρής συνομοσπονδίας αβέβαιου μέλλοντος. Με μετατροπή της αναγκαίας αυτοτελούς παρέμβασης (τι σημαίνει τελικά και γιατί προγραμματίζεται η αυτοτελής παρέμβαση σε ένα μετωπικό σχήμα;) και παρουσίας των οργανώσεων που την απαρτίζουν σε ευκαιριακές παρεμβάσεις προβολής και ενίσχυσης της κάθε οργάνωσης δια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι το αντίθετο. Με ανυπεράσπιστη αυτής καθαυτής της πολιτικής του Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής. Είναι χαρακτηριστικό πως την επαύριο της πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τον Οκτώβρη του 2011, που συμπύκνωσε την πολιτική της στο «εργατικό και λαϊκό αγωνιστικό μέτωπο ρήξης, νίκης και ανατροπής» οργανώθηκαν, π.χ. από την ΑΡΑΝ, εκδηλώσεις που δεν στήριζαν το μέτωπο αυτό που μόλις χθες είχε επιλεγεί, αλλά επιδίωκαν τη δημιουργία άλλου μετώπου. Παρουσίαζε επίσης μια εικόνα με ασαφή τα όρια εκτίμησης του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική, το επίπεδο και τη δυναμική του κινήματος (κυρίως από πλευράς ΣΕΚ).

Ο διάχυτος αριστερός σκεπτικισμός, η υποχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτυπώνει τη διαπίστωση ότι ενώ οι αποφασιστικές αναμετρήσεις είναι σε εξέλιξη, ενώ αναζητείται λύση σχετικά επίμονα προς τα αριστερά από εργατικά και λαϊκά στρώματα και η πανοπλία της αστικής πολιτικής έχει αρχίσει και αυτή να σκουριάζει, η προετοιμασία, ο στρατηγικός και προγραμματικός επανεξοπλισμός, ο βαθμός οργάνωσης των εργατικών και ταξικών δυνάμεων δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες του σύγχρονου ταξικού πολέμου. Έτσι εμφανίζεται το παράδοξο, οι βασικές ιδέες για «πολιτική ανεξαρτησία – ανατροπή», «μετωπική ενωτική πολιτική» «κάτω η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση» να επιδρούν στο ρεύμα που στρέφεται προς τα αριστερά, ενώ ο φορέας που τις διατυπώνει να μειώνεται εκλογικά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ιδεολογικά μη συγκροτημένη και πολιτικά ασαφής, δεν μπόρεσε να συγκροτήσει και να ισχυροποιήσει έναν σοβαρό κεντρικό πυρήνα εκλογικής, αλλά και πολιτικής, επιρροής. (Τα στοιχεία της ασαφούς πολιτικής εικόνας αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο αφορούν και το ίδιο το ΝΑΡ). Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχίζεται.

2. Στο περιεχόμενο:

α. Εμφανίστηκαν πολιτικές αδυναμίες και αστάθειες στο να δίνεται διαρκώς η δύσκολη μάχη στη βάση της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και όχι στη μορφή εκδήλωση της που είναι η κρίση χρέους. Η κρίση χρέους αυτονομήθηκε συχνά από την κρίση του καπιταλισμού. Η γραμμή διαγραφής το χρέους όπως δόθηκε (όλες οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις από ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και τη ΧΑ εμφάνισαν μια γραμμή σύγκρουσης σε αυτό το ζήτημα) φαινόταν σαν μια πιο σκληρή εκδοχή της μερικής διαγραφής του και όχι σαν σύγκρουση με το καπιταλιστικό «είναι» της κρίσης.

Αλλά και όταν η μάχη δινόταν στη βάση της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, η σημερινή κρίση δεν αντιμετωπιζόταν ως εκδήλωση ενός ανώτερου κύκλου της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού της εποχής μας, κλονισμού του ρόλου της «ανταλλακτικής αξίας» και του χρήματος, της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Ως κρίση δυνητικής δομικής αποσταθεροποίησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων που δεν «χωράνε» τη σημερινή εκτίναξη των κατακτήσεων του κοινωνικού πολιτισμού: Την ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της σύγχρονης εργατικής τάξης, τις ανώτερες, εν δυνάμει, πολιτικές και πολιτιστικές ανάγκες και δυνατότητες της, ακριβώς σε αυτή τη νέα εποχή. Ως δομική κρίση η οποία έχει ως ουσιαστική διαφορά με τις αντίστοιχες προηγούμενες ακριβώς ότι στην ουσία οι παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος ο καπιταλισμός επαναστατικοποιεί, ιδιοποιείται, διαστρέφει και επιχειρεί να ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στην ίδια τη λειτουργία του. Γι' αυτό και δυσκολεύεται να βρει λύση και συνεχίζει να δίνει το ίδιο φάρμακο στον ασθενή: Να «ταΐζει» με κεφάλαια διάσωσης τις τράπεζες για να κερδίσει χρόνο μπας και βρει την απάντηση.

Τελικά δεν καταφέραμε να θέσουμε το δίλλημα που αναζητά και συνεπάγεται την ανάλογη λύση: «Ποια είναι η διέξοδος στο γεγονός πως μετά τριάντα – σαράντα χρόνια τα σημερινά παιδιά και τα παιδιά τους θα ζήσουν τα ίδια και χειρότερα αφού ανεξάρτητα από τις πολλαπλές σκοπιμότητες των αστικών εξαγγελιών η κρίση με τη σημερινή έκφρασή της σταδιακά, αργά ή γρήγορα, πρόκειται να «ξεπεραστεί» μόνο και μόνο για να «επιστρέψει» με νέες μορφές και με μεγαλύτερη ένταση στα πλαίσια αυτού του νέου ιστορικού κύκλου;» Ένα τέτοιο πολιτικό δίλλημα επιστημονικά και πολιτικά τεκμηριωμένο "νομιμοποιεί" βαθύτερα ερωτήματα και ανάλογες απαντήσεις που σχετίζονται με την κομμουνιστική κοινωνία και ως λύσης στα αδιέξοδα των καπιταλιστικών κρίσεων.

Μια τέτοια αναγκαία και δύσκολη αντιμετώπιση της κρίσης και της αστικής πολιτικής που τη συνοδεύει δεν χτίζεται στη διάρκεια των εκλογών αλλά κυρίως πριν από αυτές. Η κρίση δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοια γιατί δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και εντός του ΝΑΡ ταλαντεύονται σε αυτό το ζήτημα.

β. Η προωθούμενη αστική πολιτική της συνολικής κοινωνικής βαρβαρότητας που εμφανίζεται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ΄90 και υπεραντιδραστικοποιείται με την κρίση, δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων κύκλων. Δεν αποτελεί παράδοξη εμμονή ή κάποιο αυτόματο αποτέλεσμα μόνο των αρνητικών συσχετισμών που δημιουργήθηκαν από την τεράστιας σημασίας ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, τον περασμένο αιώνα. Η τάση για μια υπεραντιδραστική στροφή διαρκείας σε βάρος της εργασίας αποτελεί θεμελιώδη, εσωτερική, αναγκαία πλευρά της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Τάση που θα προωθείται μέσα από διαφορετικές ιστορικές τακτικές και πολιτικές ανάλογα με τις καμπές της ταξικής πάλης. Η συνειδητή αυτή ποιοτική υπεραντιδραστική αστική αντεπίθεση συνιστά μια τρομακτική απειλή για την ειρήνη, την επιβίωση, τις ελευθερίες, τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, τις κατακτήσεις του κοινωνικού πολιτισμού της ανθρωπότητας.

Η σύγχρονη αστική πολιτική δεν αντιμετωπίστηκε συνολικά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως εσωτερική αντικειμενική αναγκαιότητα του σύγχρονου καπιταλισμού η οποία ξεγυμνώνεται, υπεροξύνεται και αποκαλύπτεται με την πολιτική αστικής αντιδραστικής εξόδου από την κρίση. Δεν αποδεικνυόταν – παρά την επίκληση – πως ο καπιταλισμός δεν έχει πλέον περιθώρια μιας μορφής έστω της παλιάς σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης. Με τελικό αποτέλεσμα, αντί να συνεπάγεται ως αντικειμενική η ανάγκη του σύγχρονου εργατικού επαναστατικού αγώνα για την αντιμετώπισή της, να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι λογικές "Αλλαγή του διαχειριστή και κάτι θα γίνει!". Αυτό έγινε με το ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και τα ίδια τα πολιτικά αιτήματα παρέμειναν στην ουσία ίδια, με επιμέρους διαφοροποιήσεις, από τις περιφερειακές εκλογές. Τότε όμως είχαν θετική επίδραση – και λόγω της φύσης των εκλογών- στην Αριστερά και στο κίνημα. Στη συνέχεια όμως η κρίση εξελίσσεται και τίθενται αμεσότερα και στρατηγικότερα ζητήματα.

Αντ' αυτού η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης ερμηνευόταν όπως την ήθελε ο καθένας: άλλος ως επανάσταση, άλλος ως εξέγερση, άλλος ως κίνημα, άλλος ως κυβέρνηση. Αυτό είναι το σοβαρό πρόβλημα και ανάλογη είναι η ευθύνη του ΝΑΡ, των πλειοψηφιών του, της ηγεσίας του, των μειοψηφιών και των υπογραφόντων.

γ. Όπου εφαρμόστηκε και παγιώθηκε σχετικά η πολιτική του ΔΝΤ δυσκολεύτηκε εξαιρετικά η δράση ακόμη και η ύπαρξη της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.

Γι' αυτό και η αναχαίτιση και ανατροπή της αποκτά στρατηγικά χαρακτηριστικά, γεγονός που καθορίζει τόσο την τακτική στο συνδικαλιστικό κίνημα όσο και την πολιτική συμμαχιών. Στο σημείο αυτό έγιναν ορισμένα βήματα, όμως με καθυστερήσεις, ταλαντεύσεις και ατολμία. Με βάση τις θέσεις για "διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ και συσπείρωση όλων των δυνάμεων με ισοτιμία έκφρασης που στοχεύουν τη ρήξη με την ΕΕ" θα έπρεπε τολμηρά, χωρίς εκ των προτέρων περιορισμούς, πάντα πάνω στη βάση προγράμματος, να επιδιωχθούν συμμαχίες. Μια τέτοια τολμηρή πολιτική συμμαχιών, στηριγμένη στη διακηρυγμένη δημόσια εκτίμηση πως η νικηφόρα αναμέτρηση με την ουσία της προωθούμενης αστικής πολιτικής απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων, δημιουργεί θετική εικόνα για το φορέα της.

Αντ' αυτών, στο εργατικό και μαζικό κίνημα παραμένουν ακόμη πρακτικές μη ουσιαστικού πολιτικού διαχωρισμού από τις ηγεσίες των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Παραμένουν οι αποστάσεις με την πρωτοβουλία για μια ταξική κίνηση. Η άρνηση έμπρακτης πίεσης στο ΠΑΜΕ και στα αγωνιστικά σωματεία και ομοσπονδίες που ελέγχονται από το ΠΑΣΟΚ αλλά διαφοροποιούνται θετικά. Ο Συντονισμός Σωματείων διολισθαίνει σε όργανο συνεννόησης κορυφών (ΑΝΤΑΡΣΥΑ- Αριστερό Ρεύμα ΣΥΡΙΖΑ). Στην πολιτική εκλογικών συνεργασιών εμφανίστηκε έλλειψη σχεδίου οργανωμένης παρέμβασης στις από τα Αριστερά αδιαμόρφωτες διαφοροποιήσεις στο ΠΑΣΟΚ. Δεν αξιοποιήθηκαν τα σοβαρά ρήγματα από τα αριστερά στο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίστηκαν στις περιφερειακές. Με αποτέλεσμα, αμφιθυμίες, ταλαντεύσεις και μεταμορφώσεις της μετωπικής τακτικής, πριν και ανάμεσα στις πρώτες και δεύτερες εκλογές κυρίως με το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής». Τέθηκαν – κακώς- προσωπικά ζητήματα που κλόνισαν την βαθύτερη πολιτιστική ηγεμονία της προσπάθειάς μας, συσκότισαν καταστάσεις και μετέφεραν ευθύνες στο ΝΑΡ.

δ. Το πιο καθοριστικό και ταυτόχρονα το πιο διαρκές καθήκον των επαναστατών, ιδιαίτερα στην κατάσταση της εμφανιζόμενης νέας ιστορικής κρίσης του συστήματος, είναι να υπερασπίζονται τη δυνατότητα και την προοπτική μιας νέας και ανώτερης από κάθε άλλη φορά επανάστασης προς τον κομμουνισμό. Μιας επανάστασης που θα στηρίζεται στις ποιοτικά προωθημένες απαιτήσεις, τις ιστορικές εμπειρίες και τις κατακτήσεις του κοινωνικού και εργατικού πολιτισμού της εποχής μας. Αυτό το καθήκον δεν σημαίνει ότι ευτελίζεις την επανάσταση σε προγραμματικό ελιξίριο «για όλες τις χρήσεις», όταν δεν υπάρχουν ακόμα οι επαναστατικές συνθήκες και οι συσχετισμοί. Πολύ περισσότερο όταν κορυφώνεται, όπως συμβαίνει σήμερα, η αντίθεση ανάμεσα στις νέες αντικειμενικές αναγκαιότητες – δυνατότητες και στην ανετοιμότητα και καθήλωση του υποκειμενικού παράγοντα και του συνολικού εργατικού κινήματος. Αντίθετα σημαίνει ότι η μετασχηματισμένη στρατηγική της επανάστασης γίνεται οδηγός για δράση, για το σχετικά αυτοτελές άμεσο πολιτικό πρόγραμμα, για την ενωτική αντικαπιταλιστική πάλη και την ανατροπή της εξοντωτικής επίθεσης του κεφαλαίου, για την επιβίωση και τις ελευθερίες των εργαζομένων. Σημαίνει συμβολή στη προσπάθεια κατάκτησης από τους εργάτες για τους εργάτες, με την αγωνιστική εμπειρία και με τη σκέψη τους, του δικού τους εργατικού επαναστατικού δρόμου.

Σημαίνει σε κάθε περίπτωση:

– Αυτοτελή αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή και πάλη σε περιεχόμενο και μορφή, γύρω απ' όλα τα μεγάλα προβλήματα της επιβίωσης, της ελευθερίας και της συνολικής χειραφέτησης, σε αντιπαράθεση με τα σύγχρονα δόγματα, τις κυβερνήσεις, τους θεσμούς και την ηγεμονία της αστικής πολιτικής και των μορφών της.

– Διαπάλη για ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής «μέσα από την αγωνιστική ενότητα» σ' ένα μετασχηματιζόμενο μαζικό πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας.

– Πάλη για τη συγκρότηση της νέας ευρύτερης εργατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας με βάση τις γνώσεις και τις δυνατότητες της εποχής μας, για τον ριζικό μετασχηματισμό και την ενιαία δράση του πολιτικού μαζικού εργατικού κινήματος.

– Πάλη για υλικές-πολιτικές κατακτήσεις, για μικρές και μεγάλες νίκες, για φωτεινά μονοπάτια στην εμπειρία των εργαζομένων, που να μπορούν να μετατρέπουν και τις ήττες σε ανώτερη σκέψη και πράξη.

– Μέτωπο απέναντι στον πολιτισμό της ατομικής ιδιοκτησίας των ιδεών, της πολιτικής, των κοινωνικών ανθρώπων μέσα στο κίνημα.

– Την αναγέννηση ενός νέου εργατικού διαφωτισμού, του ενωτικού πολιτισμού του ταξικού αγώνα, της εργατικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής οργάνωσης, ως αναγκαιότητα και απάντηση απέναντι στην σκοταδιστική εκστρατεία του κεφαλαίου.

Η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει μια όσο το δυνατόν πιο άμεση τομή στην προγραμματική στρατηγική και πολιτική φυσιογνωμία και συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της εποχής μας, όλων των ρευμάτων όλων των γενιών. Υπάρχει αναγκαιότητα και δυνατότητα, μέσα από μεγάλες αμοιβαίες προσπάθειες των ανεξάρτητων πρωτοπόρων κομμουνιστών όλων των ρευμάτων και όλων των κομμάτων και ειδικά της επαναστατικής αριστεράς που επιδιώκουν να συμβάλουν στο πρόγραμμα του κομμουνισμού και της επαναστατικής πάλης της εποχής μας και στη γονιμοποίηση της σχετικά αυτοτελούς αντικαπιταλιστικής πολιτικής γραμμής, στη συγκέντρωση των δυνάμεων ενός νέου κόμματος του επαναστατικού κομμουνισμού και της εργατικής χειραφέτησης από κάθε καταπίεση. Η παρέμβασή μας αυτή, αυτό θέλει να δηλώσει και αυτό το σκοπό να υπηρετήσει.

Το ΝΑΡ, παρά τις προσπάθειες, δεν είχε και δεν έχει σαφές, σύγχρονο κομμουνιστικό στίγμα και ταυτόχρονα, αντίστοιχα ενωτική αντικαπιταλιστική γραμμή. Η αιτία δεν μπορεί να αναζητηθεί στις ειδικές συνθήκες της εκλογικής μάχης. Το βασικότερο είναι η μακροχρόνια υποτίμηση – διαφωνία ή ο συμβιβασμός με ρεύματα που αρνούνται την κατάκτηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής φυσιογνωμίας. Γι' αυτό ένα ανάλογο περιεχόμενο «δεν ανακαλύπτεται» και περιοριζόμαστε μόνο στην επίκλησή του. Η επίκληση όμως από μόνη της δεν συνεπάγεται και την ύπαρξη αυτού που επικαλούμαστε.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

 

 
 

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ Ι

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – Μέρος  Ι

 

Των ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡ ΑΛ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, ΧΡ. ΚΑΥΚΙΑ, ΠΑΝ. ΚΟΣΜΑ, Κ. ΜΑΡΚΟΥ  & ΠΑΝ. ΦΡΑΝΤΖΗ.

 

Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο που έχει μια ειδική βαρύτητα για την αντισυστημική αριστερά, αλλά και την πιθανή δημιουργία λαϊκού μετώπου με θετική συμβολή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Σημειώνουμε ότι με κάποιες εκτιμήσεις δεν συμφωνούμε. Το βρήκαμε στην Iskra

******

Η Iskra αναδημοσιεύει ένα κείμενο προβληματισμού και παρέμβασης 5 μελών της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ. Είναι προφανές ότι σε μια φάση μεγάλων προκλήσεων, συζητήσεων και αντιπαραθέσεων της Αριστεράς της χώρας μας, τέτοιου είδους παρεμβάσεις, ανεξάρτητα από συμφωνίες ή διαφωνίες, είναι ενδιαφέρουσες και μπορεί, αν αξιοποιηθούν δημιουργικά χωρίς το φωτοστέφανο της «αποκλειστικότητας», να αποβούν πολύ χρήσιμες. Παραθέτουμε στην συνέχεια το πλήρες κείμενο των 5 μελών της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ (14/7/2012), το οποίο έχει ως εξής:

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Με την παρέμβασή μας αυτή θέλουμε να σημειώσουμε τρία πράγματα:

α. Να δώσουμε μια φωτογραφία, από την καταιγίδα αλλαγών που συμβαίνουν.

β. Να τονίσουμε πως οι στρατηγικές απαντήσεις δεμένες με τα άμεσα προβλήματα μιας εργατικής οικογένειας, σε αντίθεση με παγιωμένες αντιλήψεις, ενισχύουν τους δεσμούς της Αριστεράς με ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

γ. Να συμβάλουμε σε απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουμε όλοι μας, από τη σκοπιά ενίσχυσης της αυτοτελούς παρουσίας της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα.

Δημιουργείται νέο πολιτικό πεδίο

Με τις εκλογές τις 17 Ιούνη κλείνει ένας πολιτικός κύκλος στην εξέλιξη των αγώνων, στη γενικότερη σφοδρή διαπάλη που διεξάγεται για ποιος θα χρεωθεί το σύνολο των βαρών της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης που στη χώρα μας εκδηλώθηκε με υπεροξυμένο τρόπο.

Η εικόνα του πολιτικού συστήματος κάνει ορατό αυτό που ισχύει ιστορικά:

Πως στην εξέλιξη και στο τέλος τέτοιου είδους διεθνών ιστορικών κρίσεων του καπιταλισμού, μέσα από απρόσμενα και απροσδόκητα επεισόδια και εξελίξεις, τα πάντα αλλάζουν.Το μεγάλο ερώτημα είναι προς τα πού;

Ήδη ο κλασικός δικομματισμός (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Από το 85% και πάνω που συγκέντρωναν τα δύο αυτά αστικά κόμματα το 2004 (πάνω από 6.500.000 ψηφοφόρους), περιορίζονται στο 42% ενός μειωμένου επιπλέον εκλογικού σώματος κατά 1.200.000 λόγω της παραπάνω αποχής. (σε σχέση πάντα με το 2004).

Το σύνολο των αστικών πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Δράση, Δημοκρατική Αριστερά) δεν ξεπερνά το 53% (μαζί με το ειδικό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής το 60%).

Ωστόσο το αστικό πολιτικό σύστημα πήρε ανάσα. Απετράπη η κατεδάφιση του. Κέρδισε χρόνο και έθεσε ξανά το ερώτημα: θα περάσει η απογοήτευση και η παραίτηση στην εργατική τάξη, τη νεολαία και τα πληττόμενα στρώματα ή η εργατική και λαϊκή αντίσταση θα ξαναζωντανέψει με νέους όρους;

Η αστική πολιτική που συνοδεύει την οικονομική κρίση και η επίδραση του κινήματος δημιουργούν βαθιές ρωγμές στην ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης επί της εργατικής, επί των μεσαίων στρωμάτων. Δημιουργούνται διαφοροποιήσεις σε τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Τα στρώματα αυτά πιέζονται από τη διάρκεια, το βάθος και την αντοχή της κρίσης. Ένα τμήμα συνθλίβεται κάτω από το βάρος της ασκούμενης πολιτικής, το πέρασμα ενός μέρους των κερδών δια των τοκογλυφικών δόσεων σε όφελος των ξένων πολυεθνικών και του τραπεζικού κεφαλαίου.

Το αστικό πολιτικό μπλοκ εμφανίζεται διαιρεμένο. Επιπλέον εμφανίζεται ένα αστικό αντιμνημονιακό κόμμα, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που παρουσιάζει μια σχετική αντοχή. Συγκεντρώνει ένα υψηλό ποσοστό, εκφράζοντας την αντίθεση στο μνημόνιο που διακατέχει ένα σημαντικό τμήμα δεξιών ψηφοφόρων. Το κόμμα αυτό προβάλλει μια αντιμνημονιακή στάση, ιδιαίτερα από την άποψη των ζητημάτων κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή δε θίγει τον οικονομικό πυρήνα της ασκούμενης πολιτικής (παραμονή στο ευρώ, νεοφιλελευθερισμός).

Στην πράξη δεν εκτιμήσαμε το μέγεθος της αρνητικής επίδρασης που είχε η συμμετοχή της ΝΔ και του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, πράγμα που οδήγησε στη μαζική φυγή κυρίως προς την εθνική – πατριωτική πλευρά. Η πλευρά αυτή κέρδιζε έδαφος στο κίνημα των πλατειών με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του ριζοσπαστισμού να απορροφηθεί και από τη λαϊκή δεξιά – ακροδεξιά («Ανεξάρτητοι Έλληνες», ΕΠΑΜ, «Χρυσή Αυγή»).

Η Βρυξελιώτικη, συστημική, νεοναζί «Χρυσή Αυγή» αποτελεί μέρος του ευρύτερου αστικού συστήματος, γέννημα της πολιτικής του και της κρίσης της αστικής δημοκρατίας. Είναι το επιθετικό δόρυ, η δύναμη κρούσης σε βάρος της Αριστεράς και του κινήματος της επίθεσης του κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου (καμία μεγάλη ξένη πρεσβεία δεν διαμαρτυρήθηκε για όσα λέει και κάνει) μπροστά στις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται. Στηρίζεται ποικιλότροπα από μηχανισμούς του αστικού κράτους. Η δράση της συνιστά παραβίαση της αστικής νομιμότητας από την ίδια την αστική τάξη και για όφελός της. Η παρουσία της εδραιώνει ένα νεοφασιστικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία, ικανό να χρησιμοποιηθεί προς κάθε κατεύθυνση. Ο ρατσισμός, η φασιστική βία, ο εθνικισμός δεν ήρθαν για να φύγουν, όπως με τον Καρατζαφέρη, αλλά για να μείνουν. Αυτή τη φορά με ισχυρή κοινωνική βάση, τα φοβισμένα μικρομεσαία στρώματα, λούμπεν αλλά και προλεταριάτο που εξαθλιώνεται.

Οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, αυτή η διαφορετική πολιτική εικόνα, άρχισε αχνά να εμφανίζεται ήδη από τις εκλογές του 2007. Σε αυτές η φθορά του παλιού δικομματισμού αρχίζει. Η πραγματική αποχή δυναμώνει σιγά αλλά σταθερά. Εμφανίζεται πτώση του δικομματισμού κατά 7 (εφτά) και πάνω ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2004. Σταθεροποιείται η διάσπαση (ήδη από το 2004) του κλασικού δεξιού χώρου στον κεντροδεξιό (ΝΔ) και σε ακροδεξιά (ΛΑΟΣ). Συνολικά το κύριο αστικό κομματικό σύστημα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) αρχίζει να μειώνεται.

Η Αριστερά ξεπερνά συνολικά το φράγμα το 10% ανερχόμενη στο 13% και πάνω.

Η ανάπτυξη του κινήματος, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις, αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού καθώς οδεύει προς την κρίση του, ανοίγουν την αυλαία φθοράς του αστικού δικομματισμού και ανόδου της Αριστεράς.

Η αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, στην πράξη δυσκολεύεται να επιδράσει συνολικά πολιτικά – παρά τη θετική επίδραση στα κινήματα- στην εργατική τάξη και στα πληττόμενα στρώματα και διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Καθώς όμως εισερχόμαστε στην κρίση ενισχύεται η προσπάθεια συγκρότησής της. Η παρουσία της γίνεται αισθητή γεγονός που εκδηλώνεται στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές.

Στις εκλογές του 2009, με την κρίση πλέον παρούσα, ο κλασικός δικομματισμός σημειώνει νέα πτώση. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συγκεντρώνουν πλέον 77 ποσοστιαίες μονάδες. Αθροιστικά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ εμφανίζουν νέα πτώση κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτή η επιπλέον όμως φθορά των αστικών κομμάτων δεν κατευθύνεται Αριστερά, πηγαίνει σε ρεύματα αμφισβητητικά του τύπου Οικολόγοι – Πράσινοι.
Η Αριστερά συνολικά, μετά την άνοδο του 2007, παρουσιάζει μια στασιμότητα.

Το καμπανάκι για την αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά έχει ήδη κτυπήσει. Από τη μία το αντικειμενικό περιβάλλον της διεθνούς πλέον οικονομικής κρίσης θέτει συγκεκριμένα όρια τακτικών, διαχειριστικών ελιγμών με βάση τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και οικονομικών ομάδων. Από την άλλη η Αριστερά, με τα διάφορα ρεύματά της, συνεχίζει να δρα και να συγκροτείται στη βάση των ίδιων μέχρι πρότινος λίγο ως πολύ στρατηγικών και πολιτικών επιλογών.
Η Αριστερά στην Ελλάδα παρουσιάζει μια αξιόλογη πολιτική δράση που δυσκολεύει, δίχως όμως να αναχαιτίζει ή να ανατρέπει, την προωθούμενη κανιβαλική αστική πολιτική. Στην ουσία – παρά τις επιμέρους προσπάθειες- δυσκολεύεται να προσεγγίσει το δομικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης. Άρα να προβάλλει τις αντίστοιχες δομικές απαντήσεις που απαιτούνται. Αλλά και όταν καθυστερημένα το αντιλαμβάνεται, εξακολουθεί να δρα με μικροαλλαγές οι οποίες μάλιστα έρχονται με καθυστέρηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε μια μεταρρυθμιστική λογική καλύτερης διαχείρισης που συνοδεύεται κατά διαλλείματα με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Αλλάζει όμως, στα πλαίσια της ίδιας διαχειριστικής στρατηγικής, λίγο πριν της εκλογές με την πολιτική της Αριστερής κυβέρνησης, στην ουσία με το «αναθέστε μου και εγώ μπορώ».
(Το ζήτημα της κυβέρνησης συνδέεται με ένα θελκτικό κομμουνιστικό πρόγραμμα στον 21ο αιώνα. Συμπυκνώνει όλο το στρατηγικό πρόβλημα της Αριστεράς και χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης.)

Το ΚΚΕ παραμένει ακίνητο στο πρόγραμμα του και τελικά το πλήρωσε. Η στάση του απέναντι στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», η ανυπαρξία στην ουσία μετωπικής πολιτικής και η μεταφορά όλων των ζητημάτων μετά, στην ασαφή λαϊκή εξουσία και Λαϊκή Οικονομία, είχαν αυτή την αρνητική επίδραση.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρόλο που επιχειρεί μια σε βάθος προσέγγιση της κρίσης, εντούτοις φαίνεται πως τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής καθώς και στην καθημερινή πρακτική της, αδυνατεί να χαράξει μια ικανή στρατηγική ποιοτική πρόταση.

Στο τέλος αυτής της συνταρακτικής πενταετίας και ειδικά στο τέλος των διπλών εκλογών Μαΐου – Ιουνίου του 2012, μεγάλο κομμάτι των λαϊκών και εργατικών δυνάμεων στράφηκε απότομα στην Αριστερά, στο ΣΥΡΙΖΑ. Αγνόησε μάλιστα τα διαρκή και αλλεπάλληλα εκβιαστικά διλήμματα διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων και εγχώριων αστικών μηχανισμών. Ένα υψηλό ποσοστό, πάνω από 30%, δεν ψήφισε με κριτήριο το φόβο. Αν σκεφτούμε πόσο καλλιεργείται ο φόβος από το στρατόπεδο των κυρίαρχων και πόση σημασία έχει για τη μη αμφισβήτηση της πολιτικής τους, αντιλαμβανόμαστε την ουσία αυτού του γεγονότος.

Ειδικά στις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου, το εκλογικό σώμα εμφανίζει μια σοβαρή διαφοροποίηση υπέρ της Αριστεράς στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα τους εργατικούς δήμους, στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, στους μισθωτούς του δημοσίου, στους άνεργους στα οποία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλότερα ποσοστά. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται, σε αντίθεση με τα μαύρα χρόνια της δεκαετίας του ΄90, στη νεολαία. (Τα ποσοστά της σε αυτούς τους χώρους φτάνουν το 30, 35 ή και 40%).

Πρόκειται επομένως για σοβαρές διαφοροποιήσεις- προκλήσεις για την Αριστερά και ειδικά την επαναστατική. Πρόκειται για διαφιλονικούμενες ριζοσπαστικές διαφοροποιήσεις απέναντι στη μέχρι πρότινος συντριπτική αστική πολιτική- πολιτιστική υπεροχή σε βάρος του εργατικού κινήματος. Η αστική πολιτική παντοδυναμία που σημαδεύει τη σημερινή εποχή των νέων επαναστατικών προκλήσεων αμφισβητείται από ένα ανερχόμενο, πολυδαίδαλο ρεύμα πολιτικής απονομιμοποίησης, αποσταθεροποίησης και διεκδίκησης. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους. Παραμένει το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο των εξελίξεων.

Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα που αδυνατεί ακόμη να αναχαιτίζει την ικανότητα του καπιταλισμού να ανασυγκροτείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα ρεύμα που στο κίνημα εμφανίζεται με συνέχειες και κυρίως ασυνέχειες ακριβώς γιατί λείπει η εργατική επαναστατική πρωτοπορία που θα δίνει συνέχεια, αποφασιστικότητα και βάθος στο με τη μορφή της άμπωτης και πλημμυρίδα εμφανιζόμενο κίνημα. Πολύ περισσότερο το αντίστοιχο αντικαπιταλιστικό βάθος και σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική. Γι' αυτό και τελικά ο κόσμος του αγώνα στρέφεται προς αυτό που βλέπει μπροστά του ως συγκεκριμένη απάντηση, μερικές φορές και με επίγνωση πως μπορεί να είναι αυταπάτη. Ακριβώς γι΄ αυτό ξεκινά αναγκαστικά από την πιο χαμηλή ιστορική πολιτική βάση, από τον σε διαμόρφωση ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι ένα ρεύμα που τείνει να διαχωρίζεται αλλά και να επανασυνδέεται πολύπλευρα με την κυρίαρχη λογική του κοινωνικού τρόμου, των ατομικών λύσεων, της πολιτικής προσαρμογής, χειραγώγησης και ανασύνθεσης του αστικού συστήματος. Είναι ένα ρεύμα που είναι αντικειμενικά αναγκασμένο να δοκιμάζει ξανά και να συμπυκνώνει στον ιστορικό χρόνο εργατικές εμπειρίες πολλών ιστορικών περιόδων και κυρίως να τις συνδυάζει με τις εκρηκτικές ανάγκες και τις μεγάλες δυνατότητες μιας εξαιρετικά πρωτότυπης εποχής. Ένα ρεύμα που διαθέτει υπέρτερη αντικειμενική προοπτική με βάση την απογείωση των θεμελιακών αντιθέσεων και σχετικών αδιεξόδων του καπιταλισμού.
Η τωρινή συνισταμένη αυτού του ελπιδοφόρου αντιφατικού ρεύματος είναι η διατηρούμενη στρατηγική και πολιτική ανεπάρκεια του ταξικού εργατικού κινήματος και των αριστερών πρωτοποριών, παρόλα τα βήματα και παρ' όλες τις διαφορές τους. Ανεπάρκεια που αφορά την συμβολή τους στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, στην διεύρυνση και στην ανεξάρτητη πολιτική και στρατηγική συγκρότησή του, στην ενίσχυση της ενωτικής αγωνιστικής αλληλεπίδρασής του.

Τα εκλογικά ποσοστά, στο πλαίσιο των γενικότερων συσχετισμών εντός της Αριστεράς, αποτυπώνουν μια πολιτική νίκη της ιδιότυπης ρεφορμιστικής, κοινοβουλευτικής Αριστεράς επί της αντικαπιταλιστικής και επί της αριστεράς της κομμουνιστικής αναφοράς. Το εκλογικό αποτέλεσμα επομένως δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα.

Το αποτέλεσμα σηματοδοτεί το πέρασμα άμεσα σε μια συγκυρία εύθραυστης πολιτικής σταθερότητας. Μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με την όξυνση της κρίσης, οδηγούμαστε σε πολιτική αστάθεια άγνωστης διάρκειας αλλά και έκβασης, τόσο στο αστικό πολιτικό σύστημα όσο και εντός της Αριστεράς. Η ρευστότητα των πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών στηριγμάτων στα διάφορα στρώματα και τάξεις της κοινωνίας θα διατηρηθεί. Στη φάση που εισερχόμαστε οι μετακινήσεις και οι αναζητήσεις θα είναι συνεχείς μέχρι να διαμορφωθεί, ανάλογα με το ποια θα είναι η πορεία και της κρίσης και η έξοδος από αυτήν, ένα νέο περιβάλλον κοινωνικής και επομένως και πολιτικής σχετικής σταθερότητας, με σχετικά παγιωμένους νέους συσχετισμούς. Μέχρι τότε, εφ΄ όσον μια συνολική, σύγχρονη πολιτική πρόταση αντικαπιταλιστικής τακτικής, επανάστασης και εργατικής εξουσίας προς τον κομμουνισμό δεν εμφανιστεί, το κοινωνικό σώμα θα κινείται προς τις πολιτικές επιλογές που επιλύουν την κυρίαρχη αντίφαση της κάθε συγκυρίας με τον πιο εύκολο-δηλαδή φαινομενικά εφικτό και πιθανόν λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο.

Αν ως κυρίαρχη αντίφαση παγιωθεί η αντίφαση μνημόνιο – αντιμνημόνιο τότε δημιουργούνται δύο στρατόπεδα αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης. Η σύνθεση αυτή είναι σαφώς διαφορετική από το αν τεθεί ως κεντρικό δίλημμα καλύτερος καπιταλισμός ή ρήξη με την ουσία της πολιτικής του και τελικά και με τον ίδιο.

Δύσκολη υπόθεση που δεν μπορεί να δημιουργηθεί αποκλειστικά στην περίοδο των εκλογών.

Όποιο αριστερό κόμμα βγει έξω από τη λύση της αντίφασης που κυριαρχεί, θα αντιμετωπιστεί από την κοινωνία ως ξένο σώμα, ως κάτι που δεν ανταποκρίνεται και δεν συμβάλλει στις ανάγκες της δικής της υλικής κίνησης, και επομένως θα τεθεί στο περιθώριο. Αυτό, όπως είναι κατανοητό, αυξάνει ιδιαίτερα τις απαιτήσεις αυτοτελούς τακτικής ευελιξίας, αλλά και ικανότητας σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική, για όλους τους πολιτικούς φορείς. Συνεπάγεται αντικειμενικά μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο συνεργασιών, μετώπων, ακόμα και κομματικών σχηματισμών.

Το εκλογικό αποτέλεσμα εκπέμπει ένα σοβαρό σήμα κινδύνου για το παρόν και το μέλλον του ίδιου του εγχειρήματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

 

ΠΗΓΗ: http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8793:nar-ekloges&catid=81:kivernisi&Itemid=198

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

 

ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ: εκλογική νίκη & άμεσες πρωτοβουλίες

Η εκλογική νίκη και οι άμεσες πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ – ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ – ΛΑΪΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Του Παν. Λαφαζάνη στην ISKRA

 


 ΕΡΩΤ. Θεωρείτε ακόμα βέβαιη την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές;

ΑΠΑΝΤ. Τη θεωρώ πάρα πολύ πιθανή.

ΕΡΩΤ. Αν θεωρήσουμε πρώτη δύναμη το ΣΥΡΙΖΑ με ποιους θα σχηματίσετε κυβέρνηση;

ΑΠΑΝΤ. Με τις δυνάμεις της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Οικολογίας.

ΕΡΩΤ. Δηλαδή με ποιούς;

ΑΠΑΝΤ. Πρώτα απ' όλα με το ΚΚΕ και τη ΔΗΜΑΡ αλλά και με δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ριζοσπαστικής Οικολογίας που ενδεχομένως δεν εκπροσωπηθούν στη Βουλή λόγω του απαράδεκτου ορίου του 3%.

ΕΡΩΤ. Το ΚΚΕ αρνείται, όμως, κάθε συμμετοχή σε κυβέρνηση της Αριστεράς και ακόμη χειρότερα πολεμάει με όλα τα μέσα το ΣΥΡΙΖΑ. Πώς λοιπόν θα στηρίξει;

ΑΠΑΝΤ. Η ηγεσία του ΚΚΕ κάνει ιστορικό λάθος! Ας ελπίσουμε ότι μετά τις εκλογές θα επικρατήσουν διαφορετικές σκέψεις. Αυτό επιβάλλεται να κάνουν μεγάλα ιστορικά πολιτικά ρεύματα σαν αυτό που εκφράζει το ΚΚΕ.

ΕΡΩΤ. Από την άλλη η ΔΗΜΑΡ δεν δέχεται τη «μονομερή» κατάργηση του μνημονίου και χρησιμοποιεί τον όρο «σταδιακή απαγκίστρωση». Σε ποια βάση θα γίνει η κυβερνητική συνεργασία;

ΑΠΑΝΤ. Σε μια συνεργασία είναι απαραίτητες οι αμοιβαίες μετατοπίσεις. Όμως, για τον ΣΥΡΙΖΑ η άμεση κατάργηση και ακύρωση του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων δεν είναι ένα θέμα που μπορεί να τεθεί σε αμφιβολία και υπό προθεσμία. Από την άλλη η έννοια της «σταδιακής απαγκίστρωσης» από το μνημόνιο δεν λέει απολύτως τίποτα. Αντιπροσωπεύει μια τρύπα στο νερό. Έτσι κι αλλιώς τη σταδιακή απαγκίστρωση την προβλέπει το ίδιο το μνημόνιο!

ΕΡΩΤ. Επομένως βλέπετε δύσκολη έως αδύνατη τη συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ.

ΑΠΑΝΤ. Κάθε άλλο! Αυτό που κάνω είναι να θέτω τα ρεαλιστικά και ειλικρινή πλαίσια μιας τέτοιας συνεργασίας. Κανένας δεν πρέπει να θεωρήσει ότι μπορεί να εκβιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διαδηλώσει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν εκβιάζεται για να μετατοπισθεί στα πλέον κρίσιμα και θεμελιώδη ζητήματα, που αποτελούν κόμβους για να αλλάξει σελίδα η χώρα.

ΕΡΩΤ. Ναι, αλλά είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να πάμε σε τρίτες εκλογές, λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης. Μήπως αυτό μπορεί να γίνει όχημα για να εκβιασθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε αθέμιτες μετατοπίσεις κυρίως με τα θέματα του μνημονίου;

ΑΠΑΝΤ. Σας είπα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να αποδεχθεί εκβιασμούς για πισωγυρίσματα στα θεμελιώδη, ούτε να χρησιμοποιήσει τυχόν εκβιασμούς ως άλλοθι για αθέμιτες διολισθήσεις και πισωγυρίσματα στα καίρια ζητήματα και ιδιαίτερα στα θέματα της ακύρωσης των μνημονίων.

ΕΡΩΤ. Ποιες θα πρέπει να είναι οι πρώτες κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ από την Κυριακή το βράδυ, εφ' όσον είναι πρώτη δύναμη;

ΑΠΑΝΤ. Ο ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο που οφείλει να κάνει από την Κυριακή το βράδυ, είναι να φύγει μπροστά στην διακήρυξη των πιο θεμελιωδών δεσμεύσεων του και στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για την άμεση υλοποίηση τους.

ΕΡΩΤ. Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;

ΑΠΑΝΤ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην περίπτωση που είναι πρώτη δύναμη, πρέπει από την Κυριακή το βράδυ, πριν το σχηματισμό κυβέρνησης, να διακηρύξει δύο πράγματα:
Πρώτον:
Την αποφασιστική βούληση του να προχωρήσει σε άμεση κατάργηση των μνημονίων, στη σταδιακή ακύρωση των εφαρμοστικών τους νόμων και την εθνικοποίηση των τραπεζών, στο πλαίσιο της προσήλωσής του στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερον: Την άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας ώστε από τη Δευτέρα των εκλογών να ξεκινήσει ένα μεγάλο ενωτικό λαϊκό κίνημα παντού, με λαϊκές συνελεύσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις, στους τόπους δουλειάς, στις γειτονιές και τις πόλεις, το οποίο θα στηρίξει την υλοποίηση των παραπάνω στόχων.

ΕΡΩΤ. Δεν θεωρείτε ότι μια τέτοια εξ αρχής τοποθέτηση θα εκληφθεί ως πρόκληση από την εγχώρια αντίδραση και τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια;

ΑΠΑΝΤ. Θα έλεγα το αντίθετο! Οι προκλήσεις, οι κινδυνολογίες, οι εκβιασμοί, οι επιθέσεις και οι τρομοκρατία προέρχονται από τα εγχώρια, ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα του κατεστημένου. Και είναι πρωτοφανείς! Χωρίς ιστορικό προηγούμενο! Και αυτές οι βρώμικες επιθέσεις και οι εκβιασμοί θα λάβουν υστερική μορφή αμέσως μετά τη νίκη της Αριστεράς στις εκλογές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αντιδράσει όχι οπισθοχωρώντας και αναδιπλούμενος αλλά τραβώντας ολοταχώς μπροστά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει δύο όπλα: τη συνέπεια, την αποφασιστικότητα και την αμεσότητα στην τήρηση των δεσμεύσεών του από τη μια μεριά και από την άλλη τη στήριξη σε ένα μεγάλο ενωτικό εργατικό λαϊκό κίνημα! Σε μια πλατιά αγωνιστική κοινωνική συμμαχία.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιοποιήσει άμεσα τα δυο αυτά όπλα θα επέλθει πολύ γρήγορα η υποχώρηση και η συντριβή!

ΕΡΩΤ. Με δύο λόγια προβλέπετε σύγκρουση!

ΑΠΑΝΤ. Εφόσον δεν υποχωρήσουμε από τις δεσμεύσεις μας – και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να υποχωρήσουμε –   τότε η σύγκρουση με την εγχώρια και πρώτα απ' όλα με την ευρωπαϊκή αντίδραση θα γίνει αναπόφευκτη και ίσως να πάρει πολύ μεγάλες και απρόβλεπτες διαστάσεις. Από αυτή τη σύγκρουση, όμως, μπορεί να βγει νικήτρια η κυβέρνηση της Αριστεράς, εφόσον δείξει επιμονή και αποφασιστικότητα, στήριξη στο λαϊκό κίνημα, πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν ένα ντόμινο αλληλεγγύης και προοδευτικών ανατροπων σε όλη την Ευρώπη.

ΕΡΩΤ. Πιστεύετε ότι μπορεί να ζητηθεί να υπογράψει και ο Τσίπρας, όπως ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος, έγγραφη δέσμευση για τήρηση του μνημονίου, αλλιώς θα απειλήσουν με διακοπή χρηματοδότησης;

ΑΠΑΝΤ. Δεν μπορώ να αποκλείσω κάτι παρόμοιο. Αν γίνει, θα δείχνει ένα αδίστακτο ολοκληρωτισμό από τη μεριά κυρίως της Γερμανίας και ωμή περιφρόνηση του ελληνικού λαού. Μια τέτοια πρόκληση θα πρέπει να τύχει μιας αρνητικής δημοκρατικής παλλαϊκής απάντησης!

ΕΡΩΤ. Σε περίπτωση αναστολής της τροϊκανής δόσης ή και διακοπής της τροϊκανής χρηματοδότησης, τι θα πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ;

ΑΠΑΝΤ. Θεωρώ πολύ δύσκολο να προβούν σε διακοπή χρηματοδότησης. Η χρηματοδότηση δίνεται όχι για λόγους αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό αλλά για να εξυπηρετηθούν ζωτικά συμφέροντα των πιστωτών, ζωτικά συμφέροντα της Γερμανίας και της ευρωζώνης. Αυτά τα συμφέροντα θα απειληθούν σε περίπτωση διακοπής της χρηματοδότησης, μέχρι διαλύσεως της ευρωζώνης.

ΕΡΩΤ. Αν, όμως, φτάσουμε σε αυτό το σημείο αναστολής δόσεων και πλήρους διακοπής της χρηματοδότησης τότε τι κάνουμε;

ΑΠΑΝΤ. Γι αυτό είπα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει από την Κυριακή το βράδυ, σε περίπτωση που είναι πρώτη δύναμη, να βγει μπροστά, να εξαγγείλει τολμηρά την υλοποίηση των αντιμνημονιακών δεσμεύσεων του και να κινητοποιήσει άμεσα το λαϊκό παράγοντα για την προώθησή τους. Αυτά συνιστούν τη μεγάλη δύναμη του για να αποτρέψει τα χειρότερα από την αντίδραση και να ανοίξει νικηφόρους δρόμους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ταλαντευθεί και πισωκοιτάξει, στο όνομα του κατευνασμού των αντιπάλων, είναι από χέρι χαμένος! Θα κινδυνεύσει, μάλιστα, να χάσει άνευ μάχης!

ΕΡΩΤ. Σε περίπτωση, όμως, που, παρά ταύτα, η αναστολή ή διακοπή της τροϊκανής χρηματοδότησης υλοποιηθεί, τι κάνουμε;

ΑΠΑΝΤ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει με τίποτα να υποκύψει στον εκβιασμό! Αυτό πρέπει να το δηλώσει ευθύς εξαρχής. Οφείλει να τονίσει, αντιθέτως, ότι την ευθύνη των επιπτώσεων αναλαμβάνουν εκείνοι που επιχειρούν τον εκβιασμό και όχι όσοι σέβονται τη θέληση του ελληνικού λαού.

ΕΡΩΤ. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές.

ΑΠΑΝΤ. Θα είναι οδυνηρές πρώτα απ' όλα για την ίδια την ευρωζώνη και τη Γερμανία. Βεβαίως θα υπάρξουν ειδικές δυσκολίες και για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Αυτές, όμως, οι δυσκολίες θα είναι αντιμετωπίσιμες και προσωρινές.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ανθόσπαρτοι δρόμοι διεξόδου από την κρίση. Οι νέοι δρόμοι ελπίδας θα ανοίξουν μέσα από μεγάλες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις και όχι μέσα από ειδυλλιακούς διαλόγους και συναινέσεις.

 

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

 

ΠΗΓΗ: http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8305:lafazanis-ekloge-syriza-niki&catid=85:synenteyxseis&Itemid=267

 

Η τυχοδιωκτική εξίσωση «ευρώ ίσον Μνημόνιο»

Η τυχοδιωκτική εξίσωση «ευρώ ίσον Μνημόνιο»

 

Tου Σταύρου Λυγερού

 

Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων επιθυμεί και την παραμονή στην Ευρωζώνη και τον απεγκλωβισμό από το Μνημόνιο. Μετά το αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου, όμως, η τρόικα δηλώνει ότι η μη εφαρμογή του Μνημονίου θα προκαλέσει παύση της χρηματοδότησης και έξοδο από την Ευρωζώνη.

Μία προκαταρκτική παρατήρηση: Το ευρώ δεν είναι θρησκεία. Το θέλουμε ως θεσμό ευημερίας που προωθεί την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οφείλουμε να το προσεγγίζουμε ορθολογικά και όχι σαν εικόνισμα. Αναμφίβολα, η επιστροφή στη δραχμή θα είχε -τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα- βαρύτατες επιπτώσεις. Από την άλλη, όμως, κανείς δεν θα ήθελε την παραμονή στο ευρώ εάν επέβαλαν ως αντίτιμο την εξαθλίωση. Τότε, ο ορθολογισμός υπαγορεύει να επιλέξουμε τη λιγότερο καταστροφική οδό.

Οι εγχώριοι και οι ξένοι που ταυτίζουν το Μνημόνιο με την παραμονή στην Ευρωζώνη λειτουργούν τυχοδιωκτικά: Πρώτον, εκμεταλλεύονται – σπαταλούν τον ευρωπαϊσμό των Ελλήνων για να προωθήσουν ιδεοληψίες και εκλογικές σκοπιμότητες. Δεύτερον, στρώνουν τον δρόμο για την έξοδο από την Ευρωζώνη. Το Μνημόνιο εκτός από κοινωνικά επώδυνο είναι και οικονομικά βλαβερό. Η εφαρμογή του πιθανότατα θα οδηγήσει τη χώρα σε κατάρρευση, η οποία αναπόφευκτα θα δημιουργήσει ανεξέλεγκτες δυναμικές.

Η Ευρωζώνη έχει δίκιο να απαιτεί δημοσιονομική εξυγίανση. Δεν έχει δίκιο, όμως, να εμμένει δογματικά σε μία συνταγή η οποία, αποδεδειγμένα πια, αντί να γιατρεύει σκοτώνει τον ασθενή. Η τρόικα ισχυρίζεται ότι η αποτυχία οφείλεται όχι στη συνταγή της, αλλά στη λάθος εφαρμογή. Η αποτυχία αυτής της πολιτικής σε Πορτογαλία και Ισπανία, όμως, αποδεικνύει ότι ο ισχυρισμός είναι διάτρητος. Γι' αυτό και η τρόικα όχι μόνο δεν έχει καταγγείλει αυτούς που δεν εφάρμοσαν σωστά το Μνημόνιο, αλλά και, αντιθέτως, εν όψει εκλογών, παρεμβαίνει ωμά υπέρ τους. Προφανώς, βολεύεται με τα εύκολα «ναι» τους και απεχθάνεται όσους αμφισβητούν τις ιδεοληψίες της.

Για να αποτραπεί η διαφαινόμενη κατάρρευση, η Ελλάδα πρέπει να απεγκλωβισθεί από το Μνημόνιο και να διαπραγματευθεί με την Ευρωζώνη όχι απλώς τη χαλάρωση της θηλιάς, αλλά ένα εναλλακτικό πρόγραμμα ανάταξης. Πιθανότατα η τρόικα θα αρνηθεί, απειλώντας με παύση της χρηματοδότησης. Το διαπραγματευτικό όπλο της Ελλάδας είναι ότι συνιστά συστημικό κίνδυνο. Η έξοδός της όχι μόνο θα είχε τεράστιο οικονομικό κόστος, αλλά και θα προκαλούσε καταστροφικό ντόμινο.

Προϋπόθεση για να χρησιμοποιηθεί δημιουργικά και όχι τυχοδιωκτικά αυτό το όπλο, αλλά και για να αξιοποιηθούν τα ρήγματα που έχει υποστεί η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία στην Ευρωζώνη, είναι η Ελλάδα να επεξεργασθεί ένα αξιόπιστο ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο που θα δίνει στοχευμένα λύσεις με ιθαγένεια. Ενα σχέδιο που να συνδυάζει την ανασυγκρότηση των θεσμών, τη ριζική δημοσιονομική εξυγίανση και την εκμετάλλευση των λιμναζουσών αναπτυξιακών δυνατοτήτων.

Δυστυχώς, οι άρχουσες ελίτ συμπεριφέρονται τριτοκοσμικά. Αντί να αγωνισθούν για τη σωτηρία της κοινωνίας και του εαυτού τους, έχουν αταβιστικά καταφύγει στην ποδιά των ξένων κηδεμόνων, τους οποίους και χρησιμοποιούν για εκκαθάριση εσωτερικών λογαριασμών. Ετσι, βουλιάζουν στο αδιέξοδο και πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες μιας τυφλής κοινωνικής έκρηξης. Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι.

 

Το αδύνατο του ρεαλισμού & ο ρεαλισμός της ρήξης

Το αδύνατο του ρεαλισμού και ο ρεαλισμός της ρήξης

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Η επίκληση του ρεαλισμού κυριαρχεί στην προεκλογική συζήτηση. Η βασικότερη κριτική που απευθύνεται σε όσους αμφισβητούν την καταναγκαστική λιτότητα και τη μνημονιακή εξαθλίωση δεν είναι ότι έχουν άδικο, αλλά ότι «δεν είναι ρεαλιστές» και ότι προτείνουν μέτρα που δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέσα στις δοσμένες συνθήκες.

Όμως, εσχάτως στη ρητορική του ρεαλισμού καταφεύγει και η εν δυνάμει κυβερνώσα Αριστερά. Οι τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν – στο όνομα του ρεαλισμού… – να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις σταθερές της υπάρχουσας κατάστασης. Παράμετροι όπως η δανειακή σύμβαση ως σταθερή ροή δανειακών ροών από την Τρόικα, η στήριξη των Τραπεζών σε ρευστότητα από την ΕΕ και η παραμονή μέσα στο ευρώ θεωρούνται αναπόδραστες. Η ρήξη με τη λιτότητα πρέπει να έρθει με αυτά τα δεδομένα. Όμως, όπως όλοι ξέρουμε οι αρχικές παραδοχές που κάνει κανείς ορίζουν και το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων.

Το αποτέλεσμα είναι να εξαγγέλλεται μια ρήξη με τη λιτότητα και μια σωτηρία της κοινωνίας που δεν αναιρεί τους μηχανισμούς που οδήγησαν στη σημερινή καταστροφή. Φαινομενικά αυτό δείχνει να έχει το στοιχείο του ρεαλισμού: η αλλαγή πολιτικής φαντάζει σε συνέχεια με τη σημερινή συνθήκη. Όμως, καθόλου ρεαλιστική δεν είναι η παραδοχή ότι χρηματοδοτικές και δανειακές ροές που εξαρχής δόθηκαν υπό την προϋπόθεση της λιτότητας και της αναίρεσης κοινωνικών κατακτήσεων, θα συνεχίσουν να υπάρχουν εάν υπάρχει ριζική αλλαγή πολιτικής.

Βεβαίως υπάρχει και η «υπόθεση της μπλόφας»: σύμφωνα με αυτήν οι ευρωπαίοι εταίροι στο τέλος θα τρομάξουν μπροστά στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος και του κραδασμού που αυτό θα φέρει στο σύνολο της ευρωζώνης και έτσι θα σπεύσουν να διατηρήσουν τη χρηματοδότηση. Υπάρχει, όμως, και ο κίνδυνος να το εννοούν. Σε αυτή την περίπτωση η έστω και προσωρινή διακοπή ή καθυστέρηση της χρηματοδότησης, με τον τρόπο που ήδη εν μέρει συμβαίνει, θα οδηγήσει σε αλυσιδωτά αποτελέσματα γενικευμένης στάσης πληρωμών και στον εκβιασμό της επιστροφής στην πεπατημένη της λιτότητας.

Εδώ υπάρχει ο αντίλογος ότι μπορεί αντί για αναίρεση της λιτότητας να διεκδικήσουμε αυτή να «παγώσει» στο σημερινό σημείο. Όμως, ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι δεν έρχονται νέα μέτρα, τα μέτρα που είναι σε ισχύ αρκούν για να συνεχιστεί ο φαύλος κύκλος λιτότητα – ύφεση – έκρηξη ανεργίας. Σε τελική ανάλυση αυτό το πάγωμα ονομάζουν οι ευρωπαίοι «αναδιαπραγμάτευση»: συνεχίστε στη λιτότητα και μπορούμε να συνεχίσουμε και τη συζήτηση. Επομένως, ο «ρεαλισμός» μπορεί να οδηγήσει στη διολίσθηση στη συμμόρφωση με τη λιτότητα και άρα στη συνθήκη κοινωνικής χρεοκοπίας ακόμη και εάν με διαπραγματευτική πίεση ή με λύσεις της τελευταίας στιγμής αποφευχθεί το ενδεχόμενο της τυπικής χρεοκοπίας. Το αποτέλεσμα θα είναι μια κυβέρνηση λαϊκής προσδοκίας να συνδεθεί με το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης καταστροφής.

Με αυτό τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το επιχείρημα ότι τυχόν άμεση και μονομερής καταγγελία των μνημονιακών συμβάσεων θα οδηγήσει στο άμεσο πάγωμα των ροών χρηματοδότησης, σε ντε φάκτο στάση πληρωμών και σε άτακτη αποχώρηση από την ευρωζώνη. Πριν σπεύσουμε να μιλήσουμε αμέσως για καταστροφή, μήπως πρέπει να εξετάσουμε εάν μεσοπρόθεσμα η άρνηση των θεσμικών εξαναγκασμών των μνημονίων, αλλά και του εμπεδωμένου νεοφιλελευθερισμού του ευρώ, απελευθερώνουν δυνατότητες κοινωνικής δικαιοσύνης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Εάν ναι, τότε όχι απλώς η προετοιμασία της κοινωνίας για αυτά τα ενδεχόμενα, αλλά και η επεξεργασία των άμεσων βημάτων, μαζί με την προειδοποίηση για το κόστος της μετάβασης, είναι πολύ πιο χρήσιμη και τελικά «ρεαλιστική» στάση.

Σίγουρα η άμεση έξοδος από το ευρώ, η παύση πληρωμών στο χρέος (και η άρνηση των υπόλοιπων «δόσεων» των δανείων της Τρόικας), η εθνικοποίηση των Τραπεζών, ο έλεγχος στις κινήσεις κεφαλαίων θα συνεπάγονται μια δύσκολη μεταβατική περίοδο, που θα περιλαμβάνει ανατροπές στις καταναλωτικές συνήθειες και εκτεταμένη χρήση παρεμβάσεων ως προς τη διάθεση βασικών αγαθών. Όμως, θα ανοίξουν δρόμους μετασχηματισμού, ενώ διαφορετικά θα ζούμε τον αργό θάνατο μιας κοινωνίας από αλλεπάλληλες εναλλαγές παρ' ολίγον χρεοκοπιών και νέων κυμάτων έκτακτων μέτρων.

Μήπως τελικά μερικοί μήνες πραγματικών δυσκολιών αλλά και ανάκτησης δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, είναι προτιμότεροι από μια παρατεταμένη περίοδο διαρκούς εναγώνιας αναζήτησης απάντησης στους κάθε λογής εκβιασμούς (πότε με μια έκτακτη εισφορά, πότε με την ελπίδα ότι μια έκδοση πχ. Εντόκων γραμματίων θα καλύψει μέρος των αναγκών του δημοσίου) που τελικά θα αποκαρδιώσουν την κοινωνία και θα οδηγήσουν στην παλινόρθωση των μνημονιακών δυνάμεων;

Αρκεί βέβαια αυτή η αναγκαστικά βίαια ρήξη με τις δεσμεύσεις των μνημονίων και της ΕΕ να συνδυαστεί με την εμπιστοσύνη όχι στις αγορές αλλά στη δύναμη ενός οργανωμένου, αλληλέγγυου και διεκδικητικού κινήματος για την αντοχή στις δυσκολίες, για τη συσπείρωση γύρω από το νέο νόμισμα και τη νέα πολιτική και για τον πειραματισμό με νέες κοινωνικές μορφές και ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο πέραν του καταναγκασμού της αγοράς.

Άλλωστε, η μετατόπιση στο έδαφος του «ρεαλισμού», ενισχύει τις συστημικές λογικές. Η ταύτιση στην προεκλογική συζήτηση, από όλες τις πλευρές, της μονομερούς καταγγελίας των μνημονίων με την έξοδο από το ευρώ, η δαιμονοποίηση αυτού του ενδεχομένου και η μετατόπιση από το ναι ή όχι στα μνημόνια στο ποιος έχει την ικανότητα να «διαπραγματευτεί» καλύτερα, μετατοπίζει το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης σε πεδία πιο φιλικά για τις μνημονιακές δυνάμεις.

Ο πυρήνας της κριτικής που κάνει σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με την ηττοπαθή και καταστροφολογική πολεμική που κάνει το ΚΚΕ, αυτή την αντίφαση προσπαθεί να αναδείξει. Η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση, καθαυτή μια κατάθεση ελπίδας από τη μεριά των λαϊκών μαζών, πρέπει να σημαίνει και αριστερή διακυβέρνηση: δηλαδή ρήξη πραγματική με την κυρίαρχη πολιτική, ενεργοποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του αγωνιζόμενου λαού να αγκαλιάσει και να μπολιάσει ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού. Διαφορετικά, η ταύτιση της Αριστεράς με την αποτυχία και την ήττα θα ανοίξει το δρόμο για πολύ πιο αντιδραστικές λύσεις, που ήδη εκκολάπτονται στο υβρίδιο αγοραίου αντικομμουνισμού, κυνικού νεοφιλελευθερισμού και κανιβαλικού ρατσισμού στο οποίο επενδύουν οι μνημονιακές δυνάμεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι εάν στις 6 Μάη ζήσαμε ένα πολιτικό σεισμό ήταν γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έδειξε ρεαλισμό, αλλά οργή και απαίτηση για ριζική αλλαγή. Αυτό το νήμα πρέπει να το κρατήσουμε. Η τόλμη και η διάθεση ρήξης είναι ο πραγματικός ρεαλισμός της εποχής μας.

 

ΠΗΓΗ: 29-5-2012,  Αριστερό Βήμα

Παρ’ όλα όσα: Ψήφο στην Αριστερά

Παρ' όλα όσα: Ψήφο στην Αριστερά

Η ελπίδα για έξοδο από την κρίση, το πρόγραμμα και η διαλεκτική στρατηγικής και τακτικής

 

Του Ευτύχη Μπιτσάκη*

 

Το «αόρατο χέρι της Αγοράς», οδηγημένο από τα δόγματα του «νεοφιλελευθερισμού», προκάλεσε τη σημερινή παγκόσμια κρίση. Η Ελλάδα ήταν ένας από τους «αδύναμους κρίκους». Εντούτοις, η κρίση ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί με αξιοποίηση εγχώριων πηγών. (Βλ. σχετικό άρθρο μου, Ουτοπία, τ. 95, 2011). Αλλά ο Παπανδρέου, οι συν αυτώ και οι μετά απ' αυτόν, δεν θέλησαν: παρέδωσαν αμαχητί τη χώρα στα όρνεα του ΔΝΤ. Αναίσθητοι, θρασείς και ανήθικοι, τολμούν τώρα να ισχυρίζονται ότι θα σώσουν την Ελλάδα! Απειλούν και υβρίζουν. Την ίδια στιγμή επιχειρούν να ανασυγκροτήσουν το αστικό μπλοκ εξουσίας: την υποτελειακή Δεξιά! Μιλάν για τέλος της «μεταπολίτευσης».

Άλλη διαστροφή εννοιών: Κανένα τέλος και καμιά μεταπολίτευση. Πρόκειται για τη χρεοκοπία της χώρας, και την αντίστοιχη χρεοκοπία των αστικών κομμάτων: Οικονομική κρίση, κρίση εξουσίας, άνοδος της Αριστεράς. Αφύπνιση και κίνηση του λαϊκού παράγοντα. Μιλούσαμε για εργασιακό μεσαίωνα. Αλλά τον Μεσαίωνα υπήρχε σχετική σιγουριά: συντεχνίες, κοινοτική γη, αγρότες ελεύθεροι παραγωγοί. Ο Μεσαίωνας προετοίμασε την Αναγέννηση και μ' αυτή, την προλεταριοποίηση των αγροτικών πληθυσμών. Και σήμερα; Κατακτήσεις αιώνων πρέπει να ακυρωθούν. Ειδικά σε μας: Οι Έλληνες πρέπει να μετατραπούν σε εξουθενωμένο, ταπεινωμένο, ανέστιο λαό, με σκυμμένο κεφάλι.

Υπάρχει ελπίδα; Η μόνη δύναμη η οποία μπορεί να αγωνιστεί για έξοδο από την κρίση και για την προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας είναι η Αριστερά. Ποιά Αριστερά; Και με ποιό πρόγραμμα; Με ποιά διαλεκτική της στρατηγικής και της ταχτικής;

Το ΚΚΕ συνεχίζει το μοναχικό του δρόμο. Ο πολυφασικός ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε τη νεκρή πλέον ιδεολογία του Ευρωκομμουνισμού, αλλά δεν έχει επεξεργαστεί μια συγκεκριμένη στρατηγική απέναντι στην Ευρώπη του Κεφαλαίου. Η έννοια «Ευρώπη των Λαών» είναι ψευδοέννοια: δεν επιστρέφει στη γη του συγκεκριμένου. Ως προς την «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά: Κράτησε την ταξική της όραση αυτά τα χρόνια της καταστροφής. Μετέχει στους κοινωνικούς αγώνες. Όμως, δεν κατόρθωσε να υπερβεί τις καταγωγικές αγκυλώσεις της.

Λοιπόν; «Ενότητα μέσα στη διαφορά» (Λένιν). Η σημερινή κρίση αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για την Αριστερά. Αλλά, πολυδιασπασμένη, θα βρει τη δύναμη να υπερβεί τον σημερινό εαυτό της; Η δική μας Αριστερά καταφέρνει να κερδίζει τις μάχες και να χάνει τον πόλεμο: 1944, 1974. Και σήμερα; Το ΚΚΕ, χωρίς στρατηγική, χωρίς πολιτική συμμαχιών, μόνο, άσπιλο και αμόλυντο, ονειρεύεται ένα άλμα στο κενό: από το σήμερα, στη λαϊκή οικονομία και εξουσία. Επανάσταση, λοιπόν, χωρίς συμμάχους, με στόχο δύο ψευδοέννοιες: λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία. Φυσικά ακούγεται και η λέξη σοσιαλισμός, αλλά κάτι, σαν «τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε»!

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μια ενωτική πολιτική χωρίς επεξεργασμένη στρατηγική και χωρίς μια ριζική τομή από τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Η ανένδοτη στάση της «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς είναι άξια σεβασμού, αλλά επικαλούμενη συνεχώς την «ανατροπή, την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση» δεν κάνει πολιτική. Δεν γίνεται δημιουργός γεγονότων. Δεν συμβάλλει στο ξεπέρασμα του σημερινού κατακερματισμού.

Λοιπόν; Ας θυμηθούμε τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Γκράμσι, τη θεωρητική και πρακτική παράδοση της οργανικής συσχέτισης της στρατηγικής με την τακτική: επιμονή στο συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο (στην περίπτωση μας, στον σοσιαλισμό) και ευλυγισία στην κοινή δράση, στις ουσιαστικότερες συγκλίσεις, στην κατάκτηση της οργανικής ενότητας της Αριστεράς, η οποία δεν θα αποκλείει την ποιοτική πολυμορφία. Τι έλεγε ο Λένιν: Συνεργαστείτε σε ένα, σε δύο, σε τρία σημεία. Συνεργαστείτε μ' αυτούς που θα σας εγκαταλείψουν στην πορεία. Συνεργαστείτε με τους ρεφορμιστές. Συνεργασίες στις «κορυφές», σε αντιστοιχία με την κίνηση των μαζών.

Ακόμα: Ας θυμηθούμε τις γκραμσιανές έννοιες της πολιτικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής και ηθικής ηγεμονίας ή το κλασικό απόφθεγμα: χωρίς επαναστατική θεωρία η επαναστατική πράξη είναι τυφλή. Τί κάνουμε λοιπόν; Πρώτος, άμεσος, και δυνάμει εφικτός στόχος: Μέτρα για να αποφύγουμε τη μαζική πείνα και την εξαθλίωση. Καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Στάση πληρωμών. Εκδίωξη της Τρόικας. Ποιος όμως θα τα κάνει αυτά; Μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Το σύνθημα είναι καλό και απέδωσε προ ημερών. Όμως: Το υπηρετικό προσωπικό της αστικής τάξης είχε βρει προσωρινή λύση και τώρα προετοιμάζει τη δεξιά – υποτελειακή ανασυγκρότηση του. Λένε: Αν δεν σκύψουμε το κεφάλι, «θα μας διώξουν». Θα μας διώξουν; Το πρόβλημα δεν είναι η Ελλάδα. Η «Ευρώπη» είναι το πρόβλημα.

Συνεπώς: Σήμερα, το ελάχιστο εφικτό, δηλαδή η κοινή δράση της Αριστεράς να αποτελέσει ισχυρό ανάχωμα στην καταστροφική πολιτική των κομμάτων της υποτέλειας.

Σταματάμε στο ελάχιστο; Προφανώς όχι! Την ίδια στιγμή επιχειρούμε την οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς, ώστε, μαζί με την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, να διεκδικήσει ρεαλιστικά την εξουσία. Εξουσία μέσα ή έξω από την Ε.Ε.; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ούτε οι «ευρωπαϊστές», ούτε οι αντίθετοι, έχουν επί του παρόντος, επιστημονικά και πολιτικά συγκεκριμένη απάντηση. Ας αφήσουν λοιπόν οι καθοδηγητές μας τις κλειστές συναντήσεις και την ανταλλαγή επιστολών, και ας ξεκινήσουν έναν ανοιχτό διάλογο μπροστά στο λαό και με το λαό, γι' αυτόν τον ενδιάμεσο στόχο.

Δηλαδή: Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της τεχνολογίας και της οικονομίας, είναι η οικονομία μας βιώσιμη έξω από την Ε.Ε.;

Γενικότερα: με τη διάλυση της Ε.Ε. του Κεφαλαίου, επιστρέφουμε στην ιστορικά ξεπερασμένη μορφή του Έθνους-Κράτους; Μήπως λοιπόν η Αριστερά πρέπει να θέσει έναν ευρύτερο στόχο, σύμφωνο με το κλασικό: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»;

Μήπως η ανάπτυξη και ο συντονισμός του εργατικού και του κομμουνιστικού ευρωπαϊκού κινήματος πρέπει να θέσει ως στρατηγικό σχέδιο τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ευρώπης;

Τούτη τη στιγμή: Κοινή δράση, ανοιχτό διάλογο, θεωρητική και οργανωτική σύγκλιση των δυνάμεων της Αριστεράς με στόχο την ανασυγκρότηση της οικονομίας μέσα από μια ενιαία επαναστατική διαδικασία με τελικό στόχο τον σοσιαλισμό. Ας είμαστε προσγειωμένοι: Η κρίση δεν οδηγεί νομοτελειακά στην επανάσταση. Στη χώρα μας έχει ήδη αναπτυχθεί ένας αντιδραστικός εθνικισμός, ένας τυφλός ρατσισμός και ένα ρεύμα νεοναζιστικό. Πώς θα αντιπαλέψουμε αυτές τις τάσεις; Έχοντας ως βασική αρχή έναν υγιή διεθνικό πατριωτισμό. Η Αριστερά, εξ ορισμού πατριωτική, δεν μπόρεσε σε κρίσιμες στιγμές να συνδυάσει διαλεκτικά το ταξικό με το εθνικό. Στην κατοχή, το εθνικό επικάλυψε το ταξικό. Σήμερα πολλοί μιλούν για νέα κατοχή και για νέο ΕΑΜ.

Αλλά η βασική, θεμελιακή αντίθεση σήμερα είναι η αντίθεση εργασίας και κεφαλαίου. Το εθνικό αναδύεται ως παράγωγη αντίθεση, εξαιτίας της υποτελειακής και προδοτικής πολιτικής των αστών. Ας μην υποτιμήσουμε συνεπώς το εθνικό. Ας μην αφήσουμε τον πατριωτισμό, λάφυρο στην αντιδραστική ιδεολογία: Ο Παπαδήμος χτες και ίσως ο Σαμαράς αύριο, δεν δρουν «ως εντολοδόχοι των ξένων». Είναι, πριν απ' όλα, εντολοδόχοι της εγχώριας αστικής τάξης. Οι ξένοι καλούνται κάθε φορά να υπηρετήσουν, μαζί με τα δικά τους, και τα συμφέροντα του εγχώριου κεφαλαίου το οποίο, αν και «εγχώριο», δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε πατριωτισμό, ούτε ηθική.

Και στην 17η Ιουνίου; Ούτε αποχή, ούτε λευκό. Κριτική, αγωνιστική ψήφο στην Αριστερά. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί.


ΠΗΓΗ: «Ο Δρόμος της Αριστεράς», Σάββατο 26/5/2012.
Το είδα: Σάββατο, 26 Μάιος 2012,  http://tometopo.gr/home/ideas/757-2012-05-26-20-03-42.html

Η αναγκαιότητα της αριστερής κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ

Η αναγκαιότητα της αριστερής κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ

 

Του Γιώργου Ρούση

 

Το τελευταίο διάστημα, πέρα από την απολύτως δικαιολογημένη αντίδραση όσων με απαράδεκτο τρόπο αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως την άλλη όψη του νομίσματος του μαύρου μετώπου, αναπτύσσεται μια όλο και πιο έντονη επιθετικότητα ενάντια  σε όσους  τολμούν να του ασκήσουν κριτική από τα αριστερά.

Αυτή στοχεύει όλους εκείνους, πρόσωπα ή συνιστώσες της ριζοσπαστικής αριστεράς, που υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις του είναι ανεπαρκείς  για μια φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση, και τούτο διότι κινούνται εντός των τειχών του οικοδομήματος μέσα στο οποία  δημιουργήθηκε η κρίση.

Μάλιστα το βασικό επιχείρημα αυτής της κριτικής είναι ότι οι εξ' αριστερών επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ, κουβαλούν νερό στο μύλο των μνημονιακών δυνάμεων,  γιατί φοβίζουν τον κόσμο ο οποίος χρεώνει και στον ΣΥΡΙΖΑ τις «εξτρεμιστικές» τους απόψεις, και έτσι τον αποδυναμώνει εκλογικά, τη στιγμή που η μάχη ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι θα κριθεί οριακά.

Έτσι λοιπόν κάθε αναφορά σε έξοδο από το ευρώ, – τη στιγμή που οι  ίδιοι οι Ευρωπαίοι οδεύουν προς πολλές ευρωζώνες – ή  σε ρήξη με την ΕΕ, πολύ περισσότερο η αναφορά σε αντικαπιταλιστικά-αντιμπεριαλιστικά μέτρα, και βεβαίως η αναφορά σε όρους  όπως  καπιταλισμός (ως υπαίτιος της παγκόσμιας κρίσης) ή  σοσιαλισμός (ως προοπτική),  αποφεύγονται επιμελώς.

Ταυτόχρονα ουδείς από τους κριτικούς της αριστερής κριτικής δεν έχει αρθρώσει μια λέξη για να αποδείξει ότι δεν πρόκειται ο ΣΥΡΙΖΑ να εξελιχθεί σε νέο αριστερό ανάχωμα του συστήματος, κάτι που είναι σαφές ότι επιδιώκει τόσο η ντόπια αστική τάξη, όσο και οι ξένοι δυνάστες μας.

Έτσι, και μάλιστα όχι από κυβερνητική θέση, απέναντι στις πιέσεις των ξένων, την τρομολαγνεία και τον πιο χυδαίο αντικομμουνισμό του Σαμαρά, ο ΣΥΡΙΖΑ υπογράφει  πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης σε ευρώ, ΕΕ, και υπόσχεται ότι πασχίζει για την «ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή».

Παράλληλα: 

– δεν θεωρεί σκόπιμο να προβεί σε καμιά  αυτοκριτική για παρελθούσες αμαρτίες, τύπου υπερψήφισης του  Μάαστριχτ,  ή για πιο πρόσφατες μικρότερες νοθείες όπως πχ η συμμετοχή νυν βουλευτών και άλλων στελεχών του στις εκλογές για τα όργανα των ΑΕΙ με βάση το νόμο  Διαμαντοπούλου,

– αμβλύνει  σε καθημερινή σχεδόν βάση τις αρχικές του τοποθετήσεις, πόσω μάλλον τις προγραμματικές δεσμεύσεις του,

– εξοβελίζει από το λεξιλόγιο του τον όρο καταγγελία,

– απευθύνεται  στην καθεστωτική ΔΗΜΑΡ για σχηματισμό κυβέρνησης και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτή να λειτουργήσει με την ανοχή των πιο συντηρητικών δυνάμεων,

– νεκρανασταίνει τον καταδικασμένο στη λαϊκή συνείδηση Αρσένη και τον  προτείνει για υπηρεσιακό πρωθυπουργό, 

– προβάλλει  όλο και περισσότερο τα πιο δεξιά στελέχη του, ενώ  τα αριστερά του όλο και πιότερο αυτολογοκρίνονται,

– εναγκαλίζεται με τέως συμβούλους των Τσοχατζόπουλου και Γ. Παπανδρέου,

– προαναγγέλλει το μετασχηματισμό του σε νέα μεγάλη δημοκρατική παράταξη,

– φαντασιώνεται ότι θα αλλάξει τους συσχετισμούς στην Ευρώπη σε συμμαχία με τους υποστηριχτές του Ολάντ, τη στιγμή που ο ίδιος καλεί την Ελλάδα να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της.

Μια τέτοια στάση όμως, δεν μπορεί παρά να γεννήσει τον ακόλουθο προβληματισμό στον καλοπροαίρετο αριστερό που έχει τη πολιτική διαύγεια να τον απασχολεί  κι' ένα βήμα παραπέρα από το ντέρμπυ των εκλογών.

Έστω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει να σχηματίσει κυβέρνηση με τη συνεργασία άλλων δυνάμεων όπως η ΔΗΜΑΡ. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η κυβέρνηση είναι αδύνατον να κοντράρει έστω και κατ' ελάχιστο το ξένο  και ντόπιο κεφάλαιο, κάτι απαραίτητο αν θέλει να πάρει τα όποια φιλολαϊκά μέτρα, δίχως τη στήριξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος. Όταν όμως στο όνομα της απόσπασης μιας ψήφου πίσω από το παραβάν, η ριζοσπαστικοποίηση αυτού του κινήματος σε αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, αντί να προωθείται, γίνεται προσπάθεια να μετριαστεί, ή ακόμη χειρότερα  όταν θεωρείται ότι θα φοβίσουμε το λαό αν ορίσουμε με σαφήνεια ποιοι είναι οι στόχοι και οι αντίπαλοι του, τότε με μαθηματική ακρίβεια το παιγνίδι της επόμενης μέρας έχει χαθεί.

Ακόμη λοιπόν και αυτή η οπορτουνιστική, επιφανειακή και κοντόφθαλμη κριτική της αριστερής κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ένα επιπρόσθετο λόγο άσκησης της,  ένας επιπρόσθετο λόγο  για να καταδειχτεί ότι  αυτή, όχι  μόνον δεν βλάπτει  τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά τα ενισχύει.

Από την ίδια οπτική γωνία και η ψήφος σε ριζοσπαστικές δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όχι μόνον δεν είναι χαμένη ψήφος, όπως διατείνονται όσοι πρόσφατα ενστερνιστήκαν αυτό το κλασικό επιχείρημα του δικομματισμού,  άλλα είναι μια άλλη ποιοτικά ψήφος που σε βάθος χρόνου, και όχι μόνον εκλογικά, ενισχύει το ριζοσπαστισμό και αποδυναμώνει την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ενσωματώσιμης αριστεράς.

Το βέβαιο είναι ότι αν ευοδωθεί αυτή η προσπάθεια, αυτό θα είναι αρνητικό και όσοι  αναμένουν κάτι τέτοιο για να δικαιωθούν θα πρέπει να γνωρίζουν ότι μια ήττα μιας κυβέρνησης υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τη δικαίωση τους,   θα χρεωθεί στη σύμπασα αριστερά, και το πιο σημαντικό είναι ότι θα οδηγήσει σε βαθειά απογοήτευση όλο αυτόν τον κόσμο που μέσα στο μαύρο σκοτάδι, είδε στον ΣΥΡΙΖΑ κάποια αχτίδα φωτός.

Γι' αυτό και πρέπει να πασχίσουμε να διασώσουμε και να ενισχύσουμε τον αριστερό  ριζοσπαστισμό, μόνο ικανό να διαφυλάξει  αυτήν την  ελπίδα και να  μετατρέψει το όνειρο  σε πραγματικότητα, μόνο ικανό να συγκρατήσει το τσουνάμι της απογοήτευσης, που θα προκληθεί  κατά την απευκταία αλλά λίαν πιθανή περίπτωση, που ο ΣΥΡΙΖΑ θα  ενσωματωθεί και το ΚΚΕ θα καταβαραθρωθεί.

ΠΗΓΗ: by aristeroblog on Fri, 2012-05-25, http://aristeroblog.gr/node/787

Η Μπαρστελόνα & το σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο

Η Μπαρστελόνα και το σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο

 

Του Θωμά Τσαλαπάτη

 

 

«Μια μέρα θα μιλάμε στα παιδιά μας για την Μπαρτσελόνα, με τον ίδιο τρόπο που οι πατεράδες μας μας μίλαγαν για τον Άγιαξ όταν ήμαστε μικροί» μου έλεγε ένας φίλος μετά τον περσινό τελικό του champions league. «Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του 70;», αναρωτιόταν σε ένα άρθρο του για τον Άγιαξ, γραμμένο το 1984, ο Μανώλης Αναγνωστάκης.

Νομίζω πως σήμερα, μετά και τις φετινές εμφανίσεις της Μπαρτσελόνα, μπορούμε να απαντήσουμε καταφατικά. Ψηλαφώντας τους δεσμούς του χρόνου, ψάχνοντας την κατα γωγή του όμορφου παιχνιδιού της καταλανικής ομάδας, τη σημασία της ομαδικότητας και τη μεταμόρφωση της τακτικής σε ομορφιά, πολλαπλές συγγένειες μας φέρνουν πίσω στο παιχνίδι τον Ολλανδών. Και γυρνώντας λίγο πιο πίσω καταλήγουμε σε ένα ίσως απρόσμενο προπάτορα. Το «σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο», των «πανίσχυρων Μαγιάρων», της εθνικής Ουγγαρίας κατά τη δεκαετία του 1950.

                                     

                                 Το σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο


Όταν το 1953, η εθνική Ουγγαρίας κέρδιζε την Αγγλία 6-3**, σε φιλικό παιχνίδι (το οποίο αργότερα θα ονομαζόταν «το ματς του αιώνα»), δεν εντυπωσίασε απλά γιατί συνέτριψε
μια από τις ισχυρότερες ομάδες του κόσμου, ούτε επειδή γινόταν η πρώτη ομάδα που κέρδιζε την εθνική Αγγλίας μέσα στο Γουέμπλεϊ. Βασική τροφή της έκπληξης και του ενθουσιασμού ήταν η επίδειξη ενός νέου τρόπου ποδοσφαίρου στο ευρύ κοινό. Δημιουργός του, ο Γκούσταβ Σέμπες και κύριος εκτελεστής του ο Φέρεν Πούσκας. 

Ο Σέμπες, πρώην συνδικαλιστής των ουγγρικών εργοστασίων αλλά και των εργοστασίων της Ρενό στο Παρίσι, ήθελε να δημιουργήσει μια μορφή ποδοσφαίρου η οποία θα ταίριαζε στο κοινωνικό όραμα του σοσιαλισμού. Κάθε παίχτης θα ήταν ισάξιος μέσα στο γήπεδο και θα μπορούσε να παίξει σε όλες τις θέσεις εξίσου αποτελεσματικά. Η ομαδικότητα θα κυριαρχούσε και θα διαμόρφωνε μια μηχανή δημιουργίας και αποτελεσματικότητας. Ο Σέμπες ονόμασε το νέο τρόπο παιχνιδιού «σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο».

 

 Ο Γκιούλα Γκρόσιτς, τερματοφύλακας της «χρυσής ομάδας» της Ουγγαρίας έλεγε για τον Σέμπες: «Ήταν τρομερά αφοσιωμένος στη σοσιαλιστική ιδεολογία και αυτό μπορούσες να το αισθανθείς σε κάθε τι που έλεγε. Ο ίδιος μας έλεγε πως η μάχη ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό εκτυλίσσεται στο ποδοσφαιρικό γήπεδο όπως οπουδήποτε αλλού». Εφαρμόζοντας την ιδεολογία του στο γήπεδο, δίνοντας ξεχωριστή σημασία στη φυσική κατάσταση των παιχτών και μετατρέποντας το παραδοσιακό σύστημα του 3-2-5 σε 4-2-4, ο Σέμπες κατάφερε να δημιουργήσει μία από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών. «Όταν βρισκόμαστε στην επίθεση όλη η ομάδα επιτίθεται, το ίδιο συμβαίνει και με την άμυνα. Εμείς ήμαστε το πρότυπο για το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» έλεγε ο Φέρεν Πούσκας.

                     
                                   Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο,ο Γιόχαν Κρόιφ και το tiki-taka

 

Μια δεκαετία αργότερα, ο Rinus Michels θα επεξεργαστεί τις ιδέες και τις εφαρμογές του Σέμπες δημιουργώντας το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο». Το στιλ αυτό ταυτισμένο τόσο με τον Άγιαξ όσο και με την εθνική Ολλανδίας, θα βρει την πιο έντονη ενσάρκωσή του, στο πρόσωπο του μεγάλου Γιόχαν Κρόιφ. Το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» υπήρξε ένας τρόπος επιθετικού ποδοσφαίρου στηριγμένου στη δημιουργία χώρων. Οι παίχτες αλλάζουν συνεχώς θέσεις μέσα στο γήπεδο δημιουργώντας κενούς χώρους τους οποίους θα εκμεταλλευτούν επιθετικά. Βασισμένοι στην ταχύτητα και τη δημιουργικότητα, οι παίχτες του Άγιαξ θα δημιουργήσουν, στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στις αρχές της δεκαετίας του 70, μια συμφωνία παλλόμενης ομορφιάς.

Όταν ο Γιόχαν Κρόιφ θα μετακομίσει στη Μπαρτσελόνα το 1973 (ο Ρίνους Μίχελς είχε μεταφερθεί στην ομάδα ήδη από το 1971), θα μεταφέρει και τον ιδιαίτερο τρόπο παιχνιδιού του. Άλλωστε ο Κρόιφ μέχρι και σήμερα είναι για την Μπαρτελόνα κάτι πολύ σημαντικότερο από απλά ένας παίχτης. Αρχηγός και έμβλημα της ομάδας, ο Κρόιφ μετέτρεψε την Μπαρτσελόνα σε πρωταθλήτρια μετά από πολλά χρόνια δίνοντας της πίσω τη χαμένη της περηφάνια. Απαντώντας γιατί δεν δέχτηκε την οικονομικά πιο ευνοϊκή μεταγραφή στην αντίπαλο Ρεάλ, απάντησε: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να παίξω σε μια ομάδα η οποία είχε άμεση σχέση με τον δικτάτορα Φράνκο».

Το 1988, ο Κρόιφ γίνεται προπονητής της Μπαρτσελόνα και μεταμορφώνει για άλλη μια φορά το παιχνίδι της. Το tiki-taka, το στιλ που παίζει μέχρι και σήμερα η Μπαρτσελόνα, είναι μια παραλλαγή του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου. Οι χώροι δημιουργούνται όχι μόνο από την αλλαγή των θέσεων των παιχτών, αλλά από τις πάσες και τη συνεχή κυκλοφορία της μπάλας, σε ένα αποτέλεσμα που μέχρι και σήμερα δημιουργεί ομορφιά μέσα από την ομαδικότητα.

Η διαδρομή από το σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο στην Μπαρτσελόνα του σήμερα, μας μαθαίνει το πώς η ιδεολογία μπορεί να μεταφραστεί σε πρακτική εφαρμογή ακόμα και στην πιο απλή χειρονομία, μεταμορφώνοντας το σύνθετο σε απλό, διεκδικώντας αποτελεσματικότητα ταυτόχρονα με την ομορφιά.

Κοιτώντας την Μπαρτσελόνα του Μέσι, βλέπουμε τις σκιές της Ουγγαρίας του Πούσκας ή του Άγιαξ του Κρόιφ να τρεμοπαίζουν στο βάθος. Και είμαστε πολλοί αυτοί που κοιτούμε την Μπαρτσελόνα. Με ενθουσιασμό παιδικό.

Ή όπως θα έλεγε ο Μανώλης Αναγνωστάκης: «Ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη, όχι μόνο τους πανηγυρισμούς, όχι μόνο τη δύναμη, την τεχνική ή τον εντυπωσιασμό, αλλά πάντα το κάτι άλλο, την πνοή που μεταβάλλει ένα «ομαδικό παιχνίδι» σε έργο τέχνης, ανεπανάληπτο όπως όλα τα γνήσια έργα τέχνης».

 

* http://tsalapatis.blogspot.com/


** http://dinoretrosportivo.blogspot.com/2011_11_01_archive.html

 

ΠΗΓΗ: εφημερίδα Εποχή, Κυριακή, 08 Απριλίου 2012, http://www.epohi.gr/portal/politismos/11618-2012-04-08-16-28-33