Αρχείο κατηγορίας Ομοθυμαδόν τα σα εκ των σων

Ομοθυμαδόν τα σα εκ των σων

Λειτουργία επ. έρευνας – λειτουργική γνωσιολογία

Η λειτουργία της επιστημονικής έρευνας και η λειτουργική γνωσιολογία

 

Του π. Γεωργίου Αναγνωστόπουλου*

 

Eισαγωγή

 
 
 
Πριν από λίγα χρόνια βρέθηκα επισκέπτης στην Ι. Μ. του Τ. Προδρόμου, στο Essex της Μ. Βρετανίας, που αποτελείται από Oρθόδοξους μοναχούς από όλη την Ευρώπη. Το μοναστήρι αυτό το ίδρυσε ένας εξέχων πνευματικός άνθρωπος της εποχής μας, ο γέροντας  Σωφρόνιος  Σαχάρωφ, Pώσος στην καταγωγή, ζωγράφος και πνευματικός αναζητητής στα νεανικά του χρόνια, ασκητής στο Άγιον Όρος στην συνέχεια και πνευματικός οδηγητής πολλών Eυρωπαίων προς το τέλος της ζωής του. Στην Μονή μού ζήτησαν να μιλήσω σε μια σύναξη προσκυνητών.

Ήταν δύσκολο για μένα να δεχθώ την πρόσκληση αυτή, μέχρι που πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο του Γέροντα Σωφρονίου, με τίτλο «Περί Προσευχής», και διάβασα την πρώτη φράση του βιβλίου. Συνειδητοποίησα το θέμα για το οποίο θα μπορούσα να πω λίγα λόγια. Η πρώτη φράση του βιβλίου ήταν η εξής: «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης[1]». Η τοποθέτηση αυτή ήταν το έναυσμα για εκείνη την μικρή ομιλία και για σκέψεις συνεχείς τα επόμενα χρόνια, και κατά κάποιο τρόπο, είναι και η βάση της σημερινής μου ομιλίας.

Η θέση ότι «η προσευχή είναι ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης», προκύπτει ως αποτέλεσμα συγκρίσεως και υποδηλώνει μια συσχέτιση μεταξύ της προσευχής αφενός και της τέχνης ή της επιστήμης αφετέρου. Παρουσιάζεται λοιπόν η Προσευχή ως οδός γνώσεως και εμπειρίας, αφού συγκρίνεται με την Επιστήμη και ως οδός ομορφιάς και δημιουργίας – μάλιστα «ατελεύτητης δημιουργίας»-, αφού συγκρίνεται με την Τέχνη.

Θα συζητήσω λοιπόν στην συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά της ερευνητικής πρακτικής και μεθοδολογίας, συγκρίνοντάς τα με χαρακτηριστικά της πορείας προς την πνευματική γνώση, όπως αυτή μας παραδίνεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα στην ζωή και το πνεύμα της Θείας Λειτουργίας. Και, κατά κάποιο τρόπο, θα παρουσιάσω τις ταπεινές μου παρατηρήσεις, ως επιβεβαίωση του αποφθεγματικού λόγου του Γέροντα Σωφρονίου. Ότι, δηλαδή, «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης».

Τι είναι η Θ. Λειτουργία; Είναι αυτή που δίνει ζωή μέσα στους αιώνες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι σαν σταγόνες βροχής που πέφτουν ήρεμα και ποτίζουν τη γη για να βλαστήσει. Είναι σαν φωτιά που θερμαίνει την ύλη για να γίνει φωτιστική. Είναι σαν απειλητικός άνεμος, στον οποίο δεν αντέχουν οι θεωρητικές κατασκευές και οι ιδιοτελείς προθέσεις, και υποχωρούν.

Και τι είναι η Επιστήμη; Είναι εκείνο το φαινόμενο που έχει προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών τους τελευταίους αιώνες, και ολοκλήρου σχεδόν του κόσμου σήμερα.

Μία σύγκριση, λοιπόν, των δύο μεθόδων γνώσεως, της Λειτουργικής και Επιστημονικής, είναι, κατά τη γνώμη μας, εξαιρετικής σημασίας για την ζωή μας σήμερα.


ΜΕΡΟΣ Α

 


Α1. H πίστη ως προϋπόθεση της γνώσης


Προ καιρού βρέθηκα σ' ένα Πανεπιστήμιο στην Μ. Βρετανία για μια επιστημονική συνεργασία. Εκεί με πλησίασε ένας Έλληνας ερευνητής με φιλοσοφικές ανησυχίες και η συζήτηση εξελίχθηκε γρήγορα σε διερεύνηση καίριων επιστημολογικών θεμάτων. Ο συνομιλητής μου επιτέθηκε στη νεώτερη Επιστημολογία. «Είχα επισημάνει, πρώτος νομίζω, μου λέει, ότι οι αρχές του Popper είναι ανορθολογικές. Ό,τι δεν αποδεικνύεται ορθολογικά δεν το συζητάμε», πρόσθεσε με ύφος που μάλλον ήθελε να προκαλέσει την αντίδρασή μου. «Θα θέλατε να μου ορίσετε τι εννοείτε "αληθές";», ερωτώ. «Αληθές, μου απαντά με ευκολία, είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά». «Μάλιστα. Η δήλωση που μόλις εκφέρατε μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά;», ερωτώ πάλι. «Όχι», μου απαντά με κάποιο τρόπο σαν να επειγόταν τώρα να εξομολογηθεί. «Ασφαλώς, ο ορισμός της επιστημονικής αλήθειας στηρίζεται σε μια λογική αντίφαση».

Ανέφερα τον προηγούμενο διάλογο, γιατί θεώρησα σημαντικό όχι την αξία των απαντήσεων που έδωσε ο συνομιλητής μου, που δεν ήταν πρωτότυπες, αλλά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος συνομιλητής μου μπορούσε να επιμένει σε μια «ορθολογική» περιγραφή της επιστήμης, έχοντας υπόψη του όλα τα κενά του Λογικού Θετικισμού και την επαναστατική αντίληψη για την επιστημολογία που έχουν επιβάλει στην νεότερη επιστημολογία με τις έρευνες τους οι Popper, Khun, Lakatos, Feyerabend και άλλοι. Διότι βέβαια, η απάντηση στο ερώτημα «τι σχέση έχει επιστήμη με την αλήθεια» ή και ακόμη στο ερώτημα «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής γνώσης» δεν δίνεται από τον άνθρωπο ως επιστήμονα, διότι καμία επιστημονική θεωρία δεν αντιμετωπίζει το ανωτέρω ερώτημα, αλλά δίνεται σ' ένα ορίζοντα ευρύτερο της επιστημονικής μεθόδου. Δίνεται δηλαδή από τον επιστήμονα ως άνθρωπο-φιλόσοφο.

Η άποψη του συνομιλητή μου, ότι η επιστημονική περιγραφή του κόσμου είναι η τελική γνώση της αλήθειας, προϋποθέτει την άποψη ότι ο κόσμος είναι πλήρως αναγνώσιμος δια της επιστημονικής μεθόδου. Αλλά από πού προκύπτει ότι ο άνθρωπος με τις δυνάμεις του – την επιστημονική μέθοδο- μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο απολύτως; «Η πίστη αυτή στην επιστήμη, έτσι όπως υπάρχει σήμερα, είναι εξίσου ανορθολογική με την οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη. Η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών ανθρώπων, μαζί και οι επιστήμονες, δεν έχουν έναντι της επιστήμης ορθολογική στάση: πιστεύουν σ' αυτήν. Πρόκειται πράγματι για ένα είδος πίστης. Και αυτή την πίστη πρέπει να διαλύσουμε, που μεταφράζεται στην ιδέα ότι οι γιατροί, οι μηχανικοί, οι φυσικοί, οι οικονομολόγοι κατέχουν την απάντηση για όλα τα προβλήματα που τίθενται στην ανθρωπότητα», έγραψε ο διακεκριμένος Έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης[2].

Είναι προφανές ότι η άποψη του Διαφωτισμού και του Λογικού Θετικισμού, που αποδέχεται την χρήση της επιστημονικής μεθόδου ως του μόνου έγκυρου οργάνου γνώσεως, ανάγει τον δημιουργό και χρήστη της επιστημονικής μεθόδου, τον άνθρωπο, σε απόλυτο κριτή της αλήθειας του Είναι, σε Κύριο και Θεό. Πρόκειται για την πιο ισχυρή έκφραση της ανθρωποκεντρικής αρχής. Αλλά η πίστη, όχι βέβαια στον πεπερασμένο άνθρωπο, αλλά στον Θεάνθρωπο είναι μια στάση που βρίσκεται και στην αρχή της Λειτουργικής Γνωσιολογίας. Η πίστη στην Αλήθεια του Θεανθρώπου είναι η βάση από την οποία ξεκινά ο άνθρωπος την πορεία προς την γνώση του Θεού.


Α2. H γνώση ως λειτουργία


Γνωρίζει κανείς την επιστημονική μέθοδο έρευνας της φύσης κάνοντας ο ίδιος έργο-έρευνα και όχι απλά διαβάζοντας επιστημονικά εγχειρίδια, όπου προσφέρεται μια τυπική γνώση. Ο Khun θα γράψει στο κλασικό του έργο «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων»: «Η έννοια της επιστήμης που προκύπτει από αυτά (τα κλασικά κείμενα και τα εγχειρίδια) μπορεί να συγκριθεί με την εικόνα ενός εθνικού πολιτισμού που σχηματίζεται από τουριστικά φυλλάδια ή από εγχειρίδια ξένων γλωσσών»[3].

Πράγματι, η πρόοδος στην επιστημονική γνώση λειτουργεί εντός ενός πλαισίου ζωής και δράσεως που περιέχει, αλλά και υπερβαίνει την διαδικασία μάθησης ως ανάγνωσης ενός (επιστημονικού) κειμένου. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την προσωπική ερευνητική δραστηριότητα, τη μαθητεία σε άλλους επιστήμονες – ερευνητές, την εξοικείωση με το πείραμα και την θεωρητική ανάλυση, την διεπιστημονική προσέγγιση, την συμμετοχή σε επιστημονικά Συνέδρια, Συναντήσεις και Ενώσεις, την διαδικασία κρίσεως και δημοσιεύσεως ερευνητικών αποτελεσμάτων σε επιστημονικά Περιοδικά, την συνεργασία με άλλους επιστήμονες, την καθοδήγηση επιστημονικής ομάδας, την αλληλεπίδραση με το πολιτιστικό, πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό περιβάλλον, την αλληλεπίδραση με την τεχνολογία και την βιομηχανία κ.λπ.

Αλλά και η πνευματική γνώση μέσα στην εκκλησία είναι μια πορεία που υπερβαίνει την έννοια της γνώσης ως απλής διαδικασίας ανάγνωσης και έχει λειτουργικό χαρακτήρα, όπως η επιστημονική γνώση, που περιγράφηκε ανωτέρω. Η πορεία προς την πνευματική γνώση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λειτουργική με την έννοια ότι έχει χαρακτήρα εμπειρικό, κοινωνικό και δυναμικό (βλ. επόμενα κεφάλαια).

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το κέντρο, η καρδιά και ταυτόχρονα η έκφραση της αληθινής ζωής είναι η Θ. Λειτουργία (Λειτουργία = έργο του λαού), εκεί όπου ποιείται το έργο του λαού μέσα σε ύμνους, λόγο, εικόνα, κίνηση, ευωδία, σωματική άσκηση, Άρτο και Οίνο. Εκεί, στην Θ. Λειτουργία λειτουργούνται όλες οι αισθήσεις και όλος ο νους για να φθάσουν στην υπερ-αίσθηση θέαση του Μυστηρίου της Ζωής.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η Γραφή είναι το υπέρτατο γραπτό κείμενο. Η Γραφή όμως δεν νοείται έξω ή εκτός της Εκκλησίας, αλλά εντάσσεται, δηλαδή αναγιγνώσκεται και κατανοείται, εντός της Θ. Λειτουργίας και της Εκκλησίας.

Πριν από μερικά χρόνια σε μια εκδήλωση μέσα στο αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής μας Σχολής μίλησε ένας βουλευτής των Αθηνών, αξιόλογος πολιτικός και διανοητής. Ήταν χαρακτηριστικό ότι, παρά την ευχάριστη έκπληξη που είχαμε να προσεγγίζει ευρύτερα θέματα παιδείας και πολιτισμού, ο ομιλητής έκανε με ευπρέπεια, αλλά πάντως μια εκτός τόπου και χρόνου τοποθέτηση, κατά την οποία ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία των κειμένων, και όχι μια θρησκεία που έχει κίνηση, ύμνους κ.λπ., όπως για παράδειγμα στους Ορφικούς. Και απορεί κανείς πως μπορεί να βλέπει διανοούμενο πολιτικό που ζει στην Ελλάδα και να έχει μια άποψη για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό σαν αυτή που θα είχε ένας αλλοδαπός που δεν είχε ενημερωθεί σχετικώς ούτε καν από ανάγνωση περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Α3. Η εμπειρία ως βάση της γνώσης


Μια άλλη συσχέτιση που ανιχνεύουμε μεταξύ της λειτουργίας της επιστημονικής γνώσης και της φύσεως της γνώσης που μας προσφέρει η Θ. Λειτουργία είναι η υφή της γνώσης ως εμπειρίας.

Η επιστημονική μεθοδολογία καταξιώθηκε και καταξιώνεται συνεχώς χάριν της συνδέσεώς της με τα εμπειρικά δεδομένα, και την πειραματική επαλήθευση θεωρητικών προτάσεων ή ενός θεωρητικού προτύπου (μοντέλου). Αυτή η σύνδεση της γνώσης με την εμπειρία έχει προσδώσει μια αίγλη στην επιστήμη τους τελευταίους αιώνες, σε αντιπαράθεση με οποιαδήποτε άλλη γνώση, ιδιαίτερα μορφών γνώσεων που θεωρούνται ότι είναι αφηρημένες.

Αλλά και η γνώση του Θεού στο χώρο της Εκκλησίας αρχίζει, με την πίστη, με την μελέτη του Λόγου του Θεού, και γίνεται εμπειρία μέσα στο χώρο και στο πνεύμα της Θ. Λειτουργίας. Ο αββάς Ισαάκ περιγράφει ως εξής την σχέση φυσικής γνώσης-πίστης-αληθούς γνώσεως ή εμπειρίας: «Άλλη είναι η γνώσις, ήτις προηγείται της πίστεως, καί άλλη, ήτις γεννάται εκ της πίστεως… (η πίστις οδηγεί εις τό) νά πράττωμεν τά καλά έργα καί ούτω δίδεται εις τόν άνθρωπον η πνευματική γνώσις… Η πνευματική γνώσις είναι αίσθησις των κρυπτών θείων μυστηρίων, καί όταν τις αισθανθεί αυτά τα αόρατα καί κατά πολύ υπερβάλλοντα πράγματα, εκ τούτων λαμβάνει το όνομα της πνευματικής γνώσεως, και γεννάται δια τας αισθήσεως αυτής άλλη πίστις, όχι εναντία της πρώτης, αλλά βεβαιούσα την πίστιν εκείνην»[4].

Ο πιστός, και συχνά και ο «άπιστος», γεύεται την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγ. Πνεύματος μέσα στην Θ. Λειτουργία, ευρισκόμενος ακόμη και μόνος του απλά και μόνον μέσα στο κτίριο εκκλησίας. Η χάρις αυτή που αισθάνεται τότε κανείς είναι γιατί μέσα σ' αυτό τον χώρο, κάποια άλλη στιγμή, έχει τελεσθεί το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, η Θ. Λειτουργία. Είναι γιατί εκεί βρίσκεται το κέντρο του Σύμπαντος, η πηγή της Αγάπης, η Χάρη του Θεού.

Ό,τι είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο και στα άλλα κείμενα της Εκκλησίας δεν είναι συνήθως παρά η καταγραφή της εν Θεώ εμπειρίας των αγίων και προσφέρεται από την εκκλησία όχι απλώς προς ακοή ή προς μάθηση, αλλά ως πρόσκληση προς κάθε πρόσωπο επαλήθευσης αυτών των εμπειριών (όχι μόνο υπέρ-αισθητών εμπειριών του πνεύματος, αλλά ακόμη και αισθητών εμπειριών-γεγονότων). Όταν π.χ. ακούμε τον υμνωδό, που έζησε πολλά χρόνια μετά το Χριστό και δεν τον γνώρισε ιστορικά, να μας καλεί να τον προσκυνήσουμε διότι Τον είδαμε αναστημένο («ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ιησούν Χριστόν»), δεν εννοεί απλά την ιστορική πληροφορία των αποστόλων για την ανάσταση ούτε εκφράζεται ποιητικά, αλλά απευθύνεται, κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, στην εκκλησιαστική εμπειρία της μετοχής στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.

Η εμπειρία του Σταυρού και της Αναστάσεως, που γεύεται ο πιστός στην Θ.Λειτουργία, είναι η άνοδος από τον φόβο του θανάτου και της φιλαυτίας στην Αγάπη. Γι' αυτό η Ανάσταση και η Αγάπη ήταν το θεμελιώδες κήρυγμα της Εκκλησίας από την εποχή των Αποστόλων.


Α4. Η άγνωστη ουσία του είναι


Βεβαίως η ανθρώπινη εμπειρία και γνώση δεν μπορεί να εισέλθει στην κατανόηση ούτε της ουσίας του κτιστού κόσμου ούτε της ουσίας του Θεού. Η επιστημονική γνώση αναφέρεται στην γνώση των ενεργειών της φύσεως του κτιστού κόσμου και η πνευματική γνώση γεύεται και θεάται τις ενέργειες του Θεού.

Μου είπε κάποια φοιτήτρια του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιό μας: «Πάτερ, είναι ίσως ωραία αυτά που διδάσκει η Εκκλησία, αλλά εδώ στο Πολυτεχνείο έχουμε κάτι χειροπιαστό. Καταλαβαίνεις ό,τι πιάνεις. Στην Εκκλησία πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίνω». Λέω: «Μπορείτε να μου πείτε τι είναι το ηλεκτρόνιο, ή ακόμη, τι είναι αυτό που ονομάζουμε ύλη;» Τότε φάνηκε σαν να έχανε έδαφος που πατούσε. Διότι, βέβαια γνωρίζουμε το ηλεκτρόνιο από τις ενέργειές του, αλλά τι είναι το ηλεκτρόνιο στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε. Και τι είναι «ύλη» δεν γνωρίζουμε. Η απάντηση της υλιστικής φιλοσοφίας ότι «ύλη είναι ό,τι υπάρχει», είναι προφανώς ένας φιλοσοφικός ορισμός, πέραν της εμπειρικής γνώσεως.


Α5. Yπάρχει κριτήριο αντικειμενικής γνώσης;


Αν και τα παρατηρησιακά δεδομένα που προκύπτουν από το πείραμα είναι εκείνο το στοιχείο που έδωσε λάμψη στην επιστημονική μέθοδο και μια έπαρση ως προς το ακαταμάχητο της ισχύος της ως γνωστικής οδού έναντι άλλων οδών γνώσεως, όπως π.χ. η θρησκεία, η σύγχρονη έρευνα κατέδειξε την δυσκολία να απαντηθούν με ορθολογικό τρόπο μερικά βασικά ερωτήματα γύρω από την φύση της ίδιας της επιστήμης, και τελικά το ερώτημα «τι είναι επιστήμη;». Διότι οι βεβαιότητες γύρω από την ακατανίκητη δύναμη της επιστημονικής αλήθειας κλονίζονται μόλις επιχειρήσουμε να απαντήσουμε με ορθολογιστική σαφήνεια στο ερώτημα: «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής μεθόδου, που την διαφοροποιεί από την μη επιστήμη;».

Η κοινή πρόληψη ότι «επιστήμη είναι εκείνη η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους», είναι φανερό ότι δεν είναι μια συμβατή με την Ιστορία της Επιστήμης προσέγγιση. Η άποψη αυτή έχει ισχύ περίπου όμοια με την αυτονόητη ισχύ που είχε η αλήθεια της χριστιανικής πίστης μέσα στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία. Αλλά όπως ο Χριστός είναι η Αλήθεια, αλλά η Αλήθεια αυτή δεν επιβάλλεται με τρόπο που να καταργεί την ελευθερία, ορθολογικά, κατά παρόμοιο τρόπο φαίνεται ότι και οι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να επιβάλλουν την αλήθεια τους με τρόπο απολύτως ορθολογικό. Ο προαναφερθείς λοιπόν ορισμός της επιστημονικής μεθόδου, ότι δηλαδή «επιστήμη είναι η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους» είναι ατελής για πολλούς λόγους. Θα αναφερθούμε σε μερικούς εξ αυτών επιγραμματικά.

1. Η συμφωνία μεταξύ θεωρητικού προτύπου (μοντέλου) – παρατηρησιακών δεδομένων, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Επιγραμματικά αναφέρομαι στις εξής σχετικές διατυπώσεις διακεκριμένων ερευνητών της επιστημονικής μεθοδολογίας. Σύμφωνα με τον Popper δεν υπάρχουν παρά μόνο λανθασμένες επιστημονικές θεωρίες, υπάρχει όμως πρόοδος ιστορικά προς θεωρίες λιγότερο λανθασμένες. Ο Khun, στο μνημειώδες έργο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», βεβαιώνει ότι: «Καμιά θεωρία δεν λύνει ποτέ τους γρίφους (τις αντιθέσεις της παρατήρησης ως προς το μοντέλο) και δεν φθάνει ποτέ σε μια τελική συμφωνία», και συμπεραίνει ότι: «Αν οποιοδήποτε λάθος σ' αυτό το συνταίριασμα (θεωρίας-δεδομένων) οδηγούσε κάθε φορά στην απόρριψη της θεωρίας, τότε θα έπρεπε όλες οι θεωρίες να είχαν απορριφθεί σ' όλες τις εποχές»[5]. Στην ίδια κατεύθυνση ο Feyerabend, στο βιβλίο του «Ενάντια στη Μέθοδο», συμπεραίνει: «Επομένως η επιστήμη, όπως την ξέρουμε, μπορεί να υπάρχει μόνο αν αποσύρουμε την απαίτηση αυτή (συμφωνία θεωρίας – παρατήρησης) και αναθεωρήσουμε τη μεθοδολογία μας…»[6].

Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό που ονομάζουνε συχνά οι επιστήμονες «συμφωνία» των παρατηρησιακών δεδομένων με το θεωρητικό μοντέλο προϋποθέτει σχεδόν πάντα μια γενίκευση της ισχύος πεπερασμένου αριθμού μετρήσεων ή γεγονότων.

Ο Κhun παρατηρεί: «Δεν υπάρχει θεωρία που να συμφωνεί με όλα τα γεγονότα του πεδίου εφαρμογής της. Γι' αυτό όμως δεν ευθύνεται πάντα η θεωρία. Τα γεγονότα καθορίζονται από παλιότερες ιδεολογίες και μια σύγκρουση ανάμεσα σε γεγονότα και θεωρίες μπορεί να είναι απόδειξη προόδου»[7].

2. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κριτήριο το οποίο να μας καθοδηγεί με ορθολογικό τρόπο στην διακρίβωση μιας λανθασμένης θεωρίας και στην αποδοχή μιας άλλης. Ο Khun σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Στο παρελθόν, συνήθως εκλαμβάνονταν ως ενδείξεις ότι οι επιστήμονες, όντας απλοί άνθρωποι, δεν μπορούν πάντοτε να παραδεχθούν τα λάθη τους, ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν ξεκάθαρες αποδείξεις. Εγώ αντίθετα θα υποστήριζα ότι σ' αυτά τα πράγματα δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με αποδείξεις ούτε με λάθη. Η μετάθεση της εμπιστοσύνης από ένα Παράδειγμα σε άλλο είναι μια εμπειρία μεταστροφής που δεν μπορεί να γίνει με εξαναγκασμό. Η αντίσταση για μια ολόκληρη ζωή, ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνων που το παραγωγικό τους έργο τους έχει δεσμεύσει σε μια παλιότερη παράδοση φυσιολογικής επιστήμης, δεν αποτελεί παραβίαση κάποιων επιστημονικών κριτηρίων αλλά μια ένδειξη για τη φύση της ίδιας της επιστημονικής έρευνας. Η πηγή της αντίστασης είναι η βεβαιότητα ότι το παλιότερο Παράδειγμα θα λύσει τελικά όλα τα προβλήματά του, ότι η φύση μπορεί να προσαρμοστεί στο πλαίσιο που προσφέρει το Παράδειγμα. Αναπόφευκτα βέβαια, αυτή η βεβαιότητα, σε καιρούς επανάστασης, μοιάζει πεισματική και στενοκέφαλη, όπως πολλές φορές, καταλήγει πραγματικά να γίνει. Είναι όμως και κάτι παραπάνω. Η ίδια αυτή βεβαιότητα δίνει στη φυσιολογική επιστήμη (ή στη δραστηριότητα επίλυσης γρίφων) δυνατότητα ύπαρξης»[8]..

Η έλλειψη στην επιστήμη ενός αυστηρώς ορθολογικού κριτηρίου το οποίο θα προσδιόριζε την μετάβαση από μία λανθασμένη σε μια ορθή επιστημονική θεωρία, δραματοποιείται ως εξής από τον διαπρεπή φυσικό του αιώνα μας Planck: «Mια νέα επιστημονική αλήθεια δεν θριαμβεύει επειδή πείθει τους αντίθετους και τους κάνουν να δουν το φως, αλλά μάλλον επειδή κάποτε οι αντίπαλοί τους πεθαίνουν και μια νέα γενιά ανδρώνεται που είναι εξοικειωμένη μ' αυτή την αλήθεια»[9]…

Ο Lakatos θεωρεί ως κριτήριο «ορθολογικής» απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας την γενική αίσθηση των επιστημόνων σε μια συγκεκριμένη εποχή. Κατανοεί κανείς αμέσως ότι η έννοια του ορθολογικού κριτηρίου έχει τόσο διευρυνθεί, που αναδεικνύει το πρόσωπο του επιστήμονα που δρα μέσα στην ιστορία και κρίνει την σχέση παρατηρησιακών δεδομένων – θεωρητικού προτύπου, ως το κατ' ουσίαν τελικό κριτήριο της αποδοχής ή της απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας[10].


Α5. Η γνώση ως δημιουργία


Ποια είναι η σχέση της Επιστήμης και της πνευματικής γνώσεως με την Τέχνη, δηλαδή με την ομορφιά και την δημιουργία;

Ο καλλιτέχνης δημιουργεί νέες μορφές στην επιφάνεια (ζωγραφική), στον χώρο (γλυπτική, αρχιτεκτονική), στον ήχο (μουσική) κ.λ.π. Ακριβέστερα, ο καλλιτέχνης – δημιουργός χρησιμοποιεί και αξιοποιεί την προηγούμενη από αυτόν τέχνη και τα δεδομένα της προσωπικής του εμπειρίας στη ζωή για να πραγματοποιήσει μια νέα πάντα καλλιτεχνική μορφή έκφρασης. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν προκύπτει κατά τρόπο ντετερμινιστικό από την προϋπάρχουσα ύλη-εμπειρία, αλλά την προϋποθέτει. Γι' αυτό και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα αποτυπώνει τόσο την ιστορική ένταξη του καλλιτέχνη σε μια χρονική – κοινωνική περιοχή, όσο και την προσωπική του μοναδική ιδιαιτερότητα και εξέλιξη.

Κατά τρόπο ανάλογο οι μεγάλες νοητικές συλλήψεις των ερευνητών – επιστημόνων προϋποθέτουν τα παρατηρησιακά δεδομένα, αλλά δεν προκύπτουν κατά τρόπο ντετερμινιστικό ούτε πάλι τα δεδομένα οδηγούν σε μια μοναδική θεωρητική ερμηνεία – μοντέλο.

Ο διακεκριμένος μαθηματικός και φυσικός Δ. Χριστοδούλου σε μια συνέντευξη του στον κ. Λάλα, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», περιέγραψε με εναργή τρόπο πως η σύλληψη ενός θεωρητικού προτύπου παρουσιάζεται σχεδόν σαν μια φώτιση – έλλαμψη.

Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι επαναστατικές θεωρίες έχουν συλληφθεί στο όνειρο, κατά τη διάρκεια του ύπνου, εκεί που ο βιασμός των δεδομένων και η ορθολογιστική διαδικασία σταματάει και η άμεση φαντασιακή δημιουργικότητα και αισθητική του επιστήμονα απελευθερώνεται.

Ο A. Einstein τέλος, για να αναφερθώ σε έναν μόνο μεγάλο επιστήμονα ακόμη, βεβαιώνει ότι «δεν υπάρχει λογικό μονοπάτι που να οδηγεί στους πολύ γενικούς νόμους».
Τι σχέση έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της τέχνης και της ερευνητικής διαδικασίας με την Θ. Λειτουργία και την προσευχητική εμπειρία της γνώσης;

Η λειτουργική πράξη μας εμφανίζει την προσευχητική εμπειρία της γνώσης ως ένα ενδεχόμενο της ελευθερίας μας και της απροσδιόριστης προσωπικής αρχής του είναι μας. Η εμπειρία της ζωής και η λειτουργική πράξη είναι για όλους μας κοινή και παρούσα εκεί κάθε φορά. Προϋπάρχουν και προσφέρονται προς όλους ως μία δυνατότητα μετοχής σε μια άγνωστη ακόμη εμπειρία του Θεού. Αλλά το άλμα προς τον Άγνωστο Παρόντα επιτυγχάνεται όχι από όλους, ή όχι από όλους, στον ίδιο βαθμό.

Τέλος, όπως στην Επιστήμη μεγάλες συλλήψεις γίνονται συχνά με τρόπο διαισθητικό και με κριτήριο την κομψότητα ή την ομορφιά της δομής, κατά παρόμοιο τρόπο, όχι μόνο η έλξη προς τον Θεό είναι ένα γεγονός έρωτος, αλλά ακόμη και κριτήριο της αληθούς θεϊκής εμπειρίας είναι η ομορφιά των ειρηνικών ματιών και της ειρηνικής και πνευματικής καταστάσεως της ψυχής.

Η Εκκλησία έχει τους Αγίους της, όπως η Τέχνη τους μεγάλους Δημιουργούς της και η Επιστήμη τους μεγάλους Εφευρέτες-Ερευνητές. Ή μάλλον οι 'γιοι της Εκκλησίας φθάνουν την Τέχνη και την Επιστήμη πέρα από τα όριά τους.

Α6. Ο προσωπικός οδηγός στην γνώση


Η εισαγωγή στην πιο ουσιαστική μορφή της επιστήμης, που είναι η προσωπική μετοχή στην διαδικασία της έρευνας, τελείται συνήθως με την εύρεση ενός έμπειρου ερευνητού και την ανάθεση της εμπιστοσύνης του υποψήφιου ερευνητού στο πρόσωπο του, ώστε να τον οδηγήσει πρακτικά σε νέους χώρους γνώσεως, πέραν των βιβλίων. Ο υποψήφιος ερευνητής έχει ανάγκη να δεχθεί οδηγητικές κατευθύνσεις, να διδαχθεί πρακτικές μεθόδους, να συζητήσει προσωπικά με τον επιστημονικό σύμβουλο σημεία που δεν εξηγούν τα βιβλία και δεν μπορεί να τα εξηγήσει με τις ατομικές του γνώσεις ή με την δική του μόνο ευφυΐα. Κατ' αναλογία η αληθινή γνώση της ζωής και της Θεολογίας της Εκκλησίας, που κορυφώνονται στην μετοχή στη Θ. Λειτουργία, ξεκινάει συνήθως από την στιγμή που κάποιος θελήσει να γίνει μαθητής σ' ένα Πνευματικό οδηγό, που γίνεται και Πνευματικός Πατέρας. Η συσχέτιση αυτή μεταξύ ερευνητικής και πνευματικής μαθητείας κοντά σ' ένα πρόσωπο – δάσκαλο αναδεικνύει την προσωπική σχέση ως κοινό στοιχείο των δύο γνώσεων -επιστημονικής και λειτουργικής- όταν αυτές νοούνται στην ουσιαστική τους μορφή.


Α7. Η κοινωνική διάσταση της γνωστικής διαδικασίας


Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι η έρευνα εντέλει δεν μπορεί ν' αναπτυχθεί παρά μόνο όταν ο ερευνητής λάβει υπόψη του την προηγούμενη εμπειρία των άλλων ερευνητών πάνω στο θέμα με το οποίο απασχολείται και όταν ανακοινώσει τα αποτελέσματα του στην επιστημονική κοινότητα και γίνουν αποδεκτά από τους άλλους ειδικούς επιστήμονες. Είναι φανερό δηλαδή ότι η λειτουργία της επιστημονικής γνώσης τελείται εντός μίας κοινότητας ειδικών. H πρόοδος της επιστήμης προϋποθέτει την επιστήμη ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Κατ' αναλογία η πνευματική γνώση του πιστού παρέχει εγγύηση όταν είναι λειτουργική και εκκλησιαστική. Όταν βρίσκεται δηλαδή σε συμφωνία με την πείρα όλων των ζώντων και κεκοιμημένων αγίων και όταν τελείται με την βοήθεια τους. Μια πνευματική γνώση ατομικιστική, ακόμη και όταν θέλει να είναι θρησκευτική και πνευματική, κινδυνεύει να εκτραπεί σ' ένα φανταστικό κόσμο ψυχολογικών και άλλων εμπειριών μακριά από την «κοινωνία των αγίων».

Α8. Γνώση και πράξη


Τέλος αξίζει να σημειωθεί η αναλογία μεταξύ Επιστήμης – Θεολογίας και Τεχνολογίας – Ηθικής. Η Τεχνολογία είναι εφαρμοσμένη Επιστήμη, αλλά και βοηθός της Επιστήμης, μέσω των τεχνικών οργάνων. Αλλά και στην λειτουργική κατανόηση της χριστιανικής γνωσιολογίας, η Ηθική (ή Άσκηση) είναι μια Θεολογία εφαρμοσμένη και η άσκηση πάλι, δηλαδή η πνευματική εμπειρία, γίνεται το φυσιολογικό έδαφος της αληθούς Θεολογίας.

 


ΜΕΡΟΣ Β

 


Προχωρώ τώρα να συζητήσω μερικά σημεία διαφοροποιήσεως της αυτονομημένης επιστημονικής έρευνας από την πνευματική μεθοδολογία της λειτουργικής γνώσεως.

 

Β1. Nόμος ή πρόσωπο;


Η μέγιστη επιτυχία της επιστημονικής μεθόδου, όσον αφορά κυρίως τις φυσικές επιστήμες, είναι η ανίχνευση νόμων λειτουργίας της φύσεως. Η ανίχνευση Φυσικών Νόμων, που περιγράφονται από μαθηματικές σχέσεις, είναι ένα εξαίρετο επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος και είναι η βάση του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και των επιτευγμάτων του (Φυσικής, Ηλεκτρονικής, Τηλεπικοινωνιών, Πληροφορικής, εν μέρει της Ιατρικής και της Βιολογίας κ.λπ.). Είναι η θαυμαστή ανακάλυψη του αριθμών και της σχέσεως των ως δομικών στοιχείων της Αρμονίας, την οποία ανιχνεύει η σύγχρονη επιστήμη στον φυσικό κόσμο, κατά την ρήση του Πυθαγόρα ότι τα πάντα είναι αριθμός. Το καίριο ερώτημα όμως που θέτει η ανάπτυξη της επιστήμης είναι το εξής: Είναι ο Αριθμός ή ο Νόμος, η τελική ουσία του κόσμου; Εξαντλείται η λογικότητα του κόσμου σε μια απρόσωπη λογικότητα φυσικών Νόμων και αριθμητικών σχέσεων; Αν δεχθούμε την αριθμητική αρμονία και την απρόσωπη λογικότητα του Νόμου ως την τελική λογικότητα που ουσιοποιεί την φύση και την κάνει κόσμο (= κόσμημα), τότε αναδύεται η συνείδηση του παράλογου μιας συνειδητής λογικής υπάρξεως, που αναζητεί λόγο (νόημα) ζωής μέσα σ' ένα λογικό κόσμο, που όμως δεν έχει αντικειμενικό λόγο – νόημα. Η θεωρητική αυτή πίστη νομίζουμε ότι εφαρμόζεται πρακτικά ως μηχανοποίηση της ζωής και της Παιδείας, ως διάσπαση των σχέσεων μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων και προσώπου-φύσεως, ως ακραία διαχείριση της κοινωνίας μέσω του ηλεκτρονικού φακελώματος και του αστυνομικού κράτους, ως συνάντηση τέλος με το παράλογο του θανάτου μέσα σ' ένα ορθολογικό και εκσυγχρονισμένο κόσμο.

Η Θ. Λειτουργία ως προσφορά ζωής («υπέρ της κόσμου ζωής») και όχι θανάτου δεν αρχίζει με την φράση «Ευλογημένη η βασιλεία του Νόμου» ή «Ευλογημένη η βασιλεία του Αριθμού», αλλά «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ευλογούμε, δηλαδή δεχόμαστε, μακαρίζουμε και πορευόμαστε προς την Βασιλεία των Προσώπων και της Αγάπης των Προσώπων. Αυτών που αριθμούνται ως Τρεις υποστάσεις – πρόσωπα και τα οποία ταυτόχρονα υπερβαίνουν την αρίθμηση, ως Ένας Θεός, Μία Βασιλεία. Διότι τολμούμε, μετά την ένταξή μας στην κοινωνία του Υιού του Θεού, να επικαλούμαστε τον «επουράνιον», «απερινόητον», «αόρατον», «ακατάληπτον» Θεόν, όχι ως «Ουσία» ή «Αριθμό» ή «Νόμο», αλλά «Πατέρα ημών».

Η απόλυτη Μονάδα, και η εξ αυτής πολλαπλότητα των μονάδων, εγκαθιστά είτε την εξουσία του Ενός (θρησκευτική ή πολιτική Μοναρχία) είτε την διαμάχη των πολλών μονάδων (πόλεμοι των θεών ή των εθνών, σύγκρουση στην κοινωνία). Η πολλαπλότητα πάλι, ως επανάληψη του ίδιου, εγκαθιστά την ομοιομορφία και την εξ αυτής ανία σ' ένα ίσως παγκοσμιοποιημένο αλλά χειραγωγούμεννο κόσμο υπό μία Ανώτατη Αρχή. Η εν Τριάδι Μονάς φανερώνει το Πρόσωπο και την Αγάπη ως την αιτία και το Πρότυπο της Δημιουργίας και της εν αγάπη ενώσεως των διαφορετικών.

Η πρώτη λοιπόν ουσιώδης διαφορά της αυτονομημένης επιστημονικής και της λειτουργικής γνωστικής μεθοδολογίας έγκειται στο ότι, κατά την δεύτερη, η τελική Αλήθεια και Ομορφιά του κόσμου αναζητούνται στο Πρόσωπο, το οποίο υπερβαίνει τον αριθμό (1=3, 1=2), ενώ κατά την πρώτη, το ζητούμενο είναι ο Νόμος και ο Αριθμός.

Διερωτώμαι μήπως τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού ανάγονται σε μεγάλο βαθμό στην απολυτοποίηση της αρίθμησης και της λογικής του Νόμου ως κατεξοχήν εργαλείων ερμηνείας και διαχειρίσεως του κόσμου.


Β2. O κόσμος: Δώρο ή κτήμα;

 

Η δεύτερη υπέρβαση της λειτουργικής γνώσεως ως προς την αυτονομημένη επιστημονική έρευνα σαν τελικού εργαλείου γνώσης προκύπτει από την προηγούμενη. Η λειτουργική εμπειρία είναι Ευχαριστηριακή. Επίσης, η Θ. Λειτουργία είναι η ζωή της Εκκλησίας και η Θ. Ευχαριστία είναι η καρδιά της Θ. Λειτουργίας.


Ο πιστός θεάται τον Θεό ως Δημιουργό και Δωρητή του κόσμου και των όντων εξ αγάπης.


«...Ευχαριστούμεν σοι, Βασιλεύ αόρατε, ο τη αμετρήτω σου δυνάμει τα πάντα δημιουργήσας καί τω πλήθει του ελέους σου, εξ ουκ όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγών».


Ο Χριστός πάλι ως τέλειος άνθρωπος παρουσιάζεται να προσφέρει τον εαυτό του στο Σταυρό ευχαριστιακά και να δίνει στο κόσμο ζωή.

«Άγιος ει και πανάγιος, η μεγαλοπρεπής η δόξα σου (ος τον κόσμον σου ούτως αγάπησας, ώστε τόν Υιόν σου τόν μονογενή δούναι, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον … λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού και αχράντοις, και αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας, καί ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού Μαθηταίς καί Αποστόλοις, ειπών Λάβετε, φάγετε, τούτό μού εστι το σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον… Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου…».

Οι πιστοί τέλος εισάγονται στην Ευχαριστιακή μετοχή και στην ευχαριστιακή αποδοχή του κόσμου, των άλλων και του Θεού.

«Τά σά εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»

«Άξιον καί δίκαιον σέ υμνείν, σέ ευλογείν, σέ αινείν, σοί ευχαριστείν, σέ προσκυνείν εν παντί τόπω της δεσποτείας σου…. Σύ εκ του μή όντος εις τό είναι ημάς παρήγαγες, καί παραπεσόντας ανέστησας πάλιν,… Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμέν σοι, καί τω μονογενεί σου Υιώ, καί τω Πνεύματί σου τω Aγίω, υπέρ πάντων, ων ίσμεν, καί ων ουκ ίσμεν, των φανερών, καί αφανών ευεργεσιών, των εις ημάς γεγενημένων. Ευχαριστούμέν σοι καί υπέρ τής Λειτουργίας ταύτης…»

Η απολυτοποίηση της επιστημονικής μεθόδου γνώσεως και η μη ένταξή της σε μια ευχαριστιακή προοπτική επιτρέπει την υπόθεση ότι ο εφευρέτης των νόμων της Φύσεως, το ανθρώπινο υποκείμενο, είναι η ανώτατη μορφή ύπαρξης της φύσεως. Διότι είναι το όν, το μέρος εκείνο της φύσεως, όπου αυτή, η Φύση, αποκτά συνείδηση της νομοτελειακής αλλά μη συνειδητής εξέλιξης του εαυτού της. Με την απολυτοποίηση της πίστης αυτής ο άνθρωπος αυτοανακηρύσσεται Θεός. Απόλυτος κύριος. Το αίσθημα της κτητικότητας είναι η πρωτογενής του εμπειρία. Η εκμετάλλευση από κει και πέρα του αυτοθεωθέντος Εγώ επί των άλλων εγώ και επί της φύσεως είναι θέμα λογικής και πρακτικής συνεπαγωγής. Ο ατομικισμός και η άλογη εκμετάλλευση της φύσεως είναι φαινόμενα φυσιολογικά πλέον μέσα σε μια τέτοια κοινωνία.

Αντίθετα, η αίσθηση του κόσμου ως δώρου του Θεού και ακόμη η αίσθηση του ίδιου του Θεού ως θυσιαστικού Δώρου, ως δείπνου στο οποίο έχουμε προσκληθεί από τον Θεό, θέτει κατά φυσιολογικό τρόπο όρια στη χρήση του κόσμου. Ακόμη περισσότερο, αναπτύσσει και την ευαισθησία μιας λεπτής συμπεριφοράς έναντι του μεγάλου Ξενοδόχου, της Τράπεζας και των Συνδαιτημόνων του Δείπνου. Με άλλα λόγια η λειτουργική γνώση ή εμπειρία δεν είναι απλά η γνώση κάποιων σχέσεων, αλλά είναι η ίδια – η γνώση – μια σχέση. Είναι η Γνώση ως Γνώση της Αγάπης και Αγάπη. Διότι ο άνθρωπος γίνεται ό,τι γνωρίζει. Η γνώση έχει την συνήθεια να καθιστά το υποκείμενο της γνώσης ό,τι είναι το αντικείμενό της. Η γνώση-εμπειρία της Αγάπης του Θεού μεταποιεί τον πιστό με τον καιρό υποκείμενο αγάπης. Η γνώση αυτή «τό ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν», όπως λέγει το απολυτίκιο του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Η επιστημονική γνώση, όταν δεν λειτουργείται ευχαριστιακά, αλλά ανθρωποκεντρικά, μεταποιεί το υποκείμενο της γνώσης στη μορφή του αντικειμένου της: σε αυτόματο μηχάνημα ή αριθμό. Και μας εκθέτει στην μοναξιά της υπερηφάνειας.

Τελειώνω. Και τελειώνοντας θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τις επιπτώσεις των δύο διαφορετικών αντιλήψεων, της λειτουργικής γνώσης των Προσώπων και της ανθρωποκεντρικής απρόσωπης λογικής μ' ένα παράδειγμα[11]. Αν η λογικότητα του κόσμου είναι μια απρόσωπη λογικότητα, ένας απρόσωπος Φυσικός Νόμος, μοιάζω να είμαι καταδικασμένος να ζω στον κόσμο όπως σ' ένα άσυλο, σωματείο ή οργανισμό, που τυραννικά ελέγχεται από μια απρόσωπη διοίκηση. Αν ο Λόγος είναι Πρόσωπο, τότε μεγαλώνω, γνωρίζω, κινούμαι, ζω και αγαπώ στο σπίτι του Πατέρα μου. Η έκπληξη των δώρων Του δεν έχει τέλος. Η ελπίδα και η έκπληξη με συνοδεύουν ως το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος…


[1] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Περί προσευχής». εκδ. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993

[2] Κ. Καστοριάδη, «Σκέψεις πάνω στην Ανάπτυξη και Ορθολογικότητα», σ. 105. εκδ. «Ύψιλον», μετ. Μ. Λυκούδης, Αθήνα,1984

[3] T. Khun, «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», σ. 62, εκδ. «Σύγχρονα θέματα», μετ. Γ. Γεωργόπουλος, Β. Κάλφας, Β΄ έκδ. Θεσσαλονίκη, 1987.

[4] Αβ. Ισαάκ, «Ασκητικοί Λόγοι», Λόγος ΙΗ΄, Περί του πόσον γίνεται το μέτρον της γνώσεως, και τα μέτρα τα περί πίστεως, σ. 56, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», Αθήνα, 1961.

[5] T. Khun, ό. α. σ. 227

[6] P. Feyerabend, «Ενάντια στη Μέθοδο», σ. 100, εκδ. «Σύγχρονα Θέματα», μετ. Γρ. Κααυκαλάς, Γ. Γκουνταρούλης, Θεσσαλονίκη, 1983.

[7] P. Feyerabend, ό. α.

[8] T. Khun, ό. α. σ. 232

[9] Max Plank, Scientific Autobiography andother Papers», σ. 33-34, New York, 1949, από το βιβλίο του T.S. Khun «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» σ. 232

[10] π. Γεωρ. Αναγνωστόπουλου, «Περί Όντων, Νόμων και Εκπλήξεως», Επιθεώρηση Φυσικής, Τομ. ΣΤ΄, τευχ. 17, σ. 14, Αθήνα, 1989.

[11] π. Γεωρ. Αναγνωστόπουλου, «Περί Όντων, Νόμων και Εκπλήξεως», Επιθεώρηση Φυσικής, Τομ. ΣΤ΄, τευχ. 17, σ. 14, Αθήνα, 1989.

 

 

* Δημοκρίτειο Παν. Θράκης, (Από τα πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002)

Μια άλλη οπτική της κρίσης, ευχαριστιακή

Μια άλλη οπτική της κρίσης, ευχαριστιακή.

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή


Τοπίο θολό. Ομίχλη πυκνή πάνω από τη χώρα. Συνοφρυωμένα πρόσωπα, τρομαγμένες ψυχές. Ενοχές, γκρίνιες, κατάρες, απαξίωση. Φόβος, απόγνωση, απελπισία. Όλα όσα είναι ικανά και αναγκαία για να συνθέσουν ένα ιδανικό θεατρικό σκηνικό όπου έχει όλες τις προϋποθέσεις για να παιχτεί έργο κλασικό μεγάλου συγγραφέα με σπουδαίους πρωταγωνιστές, σοβαρή πλοκή, ψυχογραφική εμβάθυνση, που θα κρατήσει τις ανάσες των θεατών μέχρι το τέλος του όπως καιρό είχε να τους συμβεί. Μόνον που εδώ εμείς αποτελούμε τον χορό και όχι τους θεατές. Κάτι σαν αρχαία τραγωδία.

Αφήστε τους προφήτες να βγαίνουν στους δρόμους και να προφητεύουν δεινά. Τις μάγισσες να εξαγοράζουν την αγωνία των απλοϊκών. Τα μυθικά τέρατα να ξυπνούν, να βγάζουν καπνούς απ' το στόμα και νύχια γαμψά, απειλώντας όλους όσους αφελώς πίστεψαν στην ύπαρξή τους.

Επιτρέψτε μου… Βλέπετε, εγώ γεννήθηκα στη Σαλονίκη. Την πόλη της ομίχλης. Της πρώτης Φιλοσοφικής σχολής, της πρώτης τηλεόρασης, του πρώτου ραδιοφώνου, των λογοτεχνών, της ιστορίας, του Βυζαντίου. Την πόλη της εσωστρέφειας, της πνευματικής παραγωγής, του Ησυχασμού.

Διδάχθηκα πως η απόγνωση γεννιέται από τα ψευδή αισθήματα πως πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τραγικό, πως είμαι ο μόνος που το περνάω, πως πάνω μου βαραίνει μια κατάφορη αδικία, πως φταίω για όλα εγώ. Η αλήθεια όμως είναι πάντα ένα ανάποδο κάτοπτρο. Και η αλήθεια μόνο στην απόγνωση δεν οδηγεί. Αντίθετα, ελευθερώνει από κάθε απελπισία. Διακατέχεται από ανεμπόδιστη ελπίδα και πίστη.

Ο σύγχρονος άνθρωπος, όλοι εμείς οι ζώντες δηλαδή, δεν είναι ξεκομμένος από το παρελθόν του. Δεν τελειώνει με τον θάνατό του. Αν τον δούμε μέσα στο σύνολο της Ιστορίας του, τότε η πραγματικότητά του θα πάρει πάλι τις πραγματικές της διαστάσεις. Και η ανθρωπότητα έζησε πολύ πιο τραγικές στιγμές απ' αυτές που ζούμε σήμερα κι εξακολούθησε να υπάρχει. Σε περιόδους κρίσεων δε, όλως παραδόξως και εντελώς ανέλπιστα, μεγαλούργησε κιόλας. Καταλαβαίνω πως δεν είναι εύκολο να ξεβολεύεται κανείς. Καταλαβαίνουμε όμως πού μας οδήγησε το βόλεμα;
Θα τολμήσω να εκφράσω πόσο με γοητεύει όλη αυτή η κρίση. Τον μεγάλο μου θαυμασμό προς όλη αυτήν την αναταραχή. Τον ενθουσιασμό μου για τον κλυδωνισμό της οικονομίας που ανατρέπει την τάξη του κόσμου και περισσότερο της χώρας μας. Το καίριο και πολύτιμο αίσθημα της ανασφάλειας.

Όχι, δεν είμαι κακεντρεχής, δεν είμαι βολεμένη, δεν έχω υλικά αποθέματα ώστε να χαιρεκακώ με την εξαθλίωση των άλλων. Το αντίθετο μάλιστα. Απλώς είμαι από τη Θεσσαλονίκη κι αυτό το χώμα που με έθρεψε, μου έμαθε πως το θαύμα γεννιέται απ' τις στάχτες. Μου έμαθε να βλέπω μέσα απ' την ομίχλη με την οποία τόσο εξοικειώνεσαι σ' αυτόν τον τόπο. Γιατί μέσα σε όλον αυτόν τον ζόφο, βλέπω την εγρήγορση των ανθρώπων και τον επαναπροσδιορισμό τους. Βλέπω το ξύπνημα κοιμισμένων συνειδήσεων, το νέο όραμα να αφυπνίζεται. Βλέπω ανθρώπους να παραιτούνται από τη δουλειά τους αποφασισμένοι να ζουν με λιγότερα αλλά ουσιαστικότερα. Άλλους που στέλνουν βιογραφικά στο εξωτερικό και ενώνονται με τον έξω κόσμο καθώς ο μέσα δεν τους φτάνει. Βλέπω ν' ανθίζουν αρετές ξεχασμένες, όπως η υπομονή, η αλληλεγγύη, η γενναιοδωρία. Να φυτεύονται στα μπαλκόνια μαϊντανοί και δυόσμοι, να χαζεύουν οι διαβάτες στην παραλία το ηλιοβασίλεμα που πριν προσπερνούσαν. Χτυπούν τα τηλέφωνα και αυξάνονται οι προσκλήσεις στα σπίτια για το κοινό φαγητό, την κοινή τράπεζα. Κλείνουν τηλεοράσεις και ανοίγουν βιβλία. Απομονώνονται οι μίζεροι και οι τρομολάγνοι, αποζητάται η παρηγοριά, ο άλλος λόγος που είναι και λόγος ύπαρξης που θα γεμίσει τα σπλάχνα μας. Η στάχτη του οικονομικού ηφαιστείου απαγορεύει το πέταγμα των υψηλών μας φρονημάτων και μας διδάσκει απ' την αρχή πως για να πετάξουμε πρέπει πρώτα να μάθουμε να περπατάμε, -κάτι που λησμονήσαμε μέσα στην ευμάρεια.

Έχει μεγάλη χάρη η κρίση, η ανασφάλεια, ο κλυδωνισμός. Έχει τόση χάρη όση και η αρρώστια, η αναπηρία, η ανέχεια. Γιατί όπως ακριβώς ο άνθρωπος δεν είναι μόνο αγαθά, ασφάλεια, σιγουριά, δεν είναι και μόνον υγεία, ικανότητες, ανάγκες. Ήταν, είναι και θα παραμένει κάτι πολύ περισσότερο από όλα αυτά. Κάτι που φανερώνεται και φωτίζεται μόνον όταν όλα κλονίζονται και σταθεί μόνος, γυμνός και τετραχηλισμένος μπροστά στο θαύμα της ύπαρξης, μόνος με τον εαυτό του, μόνος με τον έρωτά του, μόνος με τον θάνατο, μόνος με τον Θεό του.

Δεν ωφελούν οι κλάψες. Δεν οδηγούν πουθενά οι μιζέριες. Οι εκφοβισμοί απλώς παραλύουν τη κρυμμένη δυναμική. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε καθένας στο πόστο του, ίσως περισσότερο σιωπηλά αλλά με περισσότερο πείσμα. Η διαφορά θα είναι η εγρήγορση, ο εσωτερικός επαναπροσδιορισμός, η επαναξιολόγηση της ζωής, των σχέσεων, των αγαθών και του νοήματος που μένει αδιάπτωτο στους αιώνες.

Κρίνω πως είμαστε πάρα πολύ τυχεροί και οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στους καιρούς που μας χαρίζουν τη δυσκολία τους. Μπροστά, λοιπόν, με ανοιχτές αισθήσεις. Η ζωή είναι σαν τα παιδιά. Μας οδηγεί αλάνθαστα αν την εμπιστευτούμε… αλλά για να την εμπιστευτούμε πρέπει πρώτα να την ανακαλύψουμε…

 

2 Mαϊου 2010

Σταυρός Χριστού: σωτηρία και κρίση του κόσμου

O Σταυρός του Χριστού σωτηρία και κρίση του κόσμου[i]

 

Επισκ. Aθανασίου Γιέφτιτς*   

 

Μεγάλη και χαρμόσυνος είναι η ημέρα της Aναστάσεως του Kυρίου μας και μεγάλη και χαρμόσυνος είναι και η Kυριακή του Σταυρού, δύο γεγονότα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενωμένα. Δύο γεγονότα εξ ίσου σωτηριώδη. O Kύριος επείγεται, σπεύδει στα Iεροσόλυμα, προς το πάθος για τη δική μας σωτηρία. Aυτή είναι η ατελεύτητος, προαιώνιος αγάπη του Θεού για τη δημιουργία Tου και για το πιο αγαπημένο δημιούργημά Tου, τον άνθρωπο. Kαι ο Kύριος δημιούργησε τον άνθρωπο κατά το σχήμα του Σταυρού.



[i] Aπόσπασμα από ομιλία του επισκόπου Aθανασίου στο Kοσσυφοπέδιο, κατά τη φετινή Kυριακή της Σταυροπροσκύνησης. Mετάφραση από τα αγγλικά: Kων/νος Mπλάθρας.

Όταν στέκεται ο άνθρωπος, λέει ο άγιος Eιρηναίος της Λυών, ο μεγάλος μάρτυρας από τον 2ο αιώνα, όταν ο άνθρωπος τεντώνει τα χέρια του, είναι ένας ζωντανός Σταυρός. O Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατά τον τύπον του Σταυρού και, όπως λέει ο άγιος επίσκοπος Nικόλαος (Bελιμίροβιτς), όλο το σύμπαν είναι στο σχήμα του Σταυρού. Kατακόρυφα ή κάθετα και οριζόντια, όλο το σύμπαν σημειώνει τον Σταυρό, σηματοδοτείται από τον Σταυρό, είναι σταυρωμένο.

O Σταυρός είναι το μυστήριο της αγάπης του Θεού, δεν είναι το μυστήριο του βασανισμού, αλλά είναι το μυστήριο της θυσιασμένης, αυτοπροσ-φερόμενης αγάπης. H αγάπη είναι πάντοτε θυσία, αλλά μια χαρμόσυνη θυσία. Όχι μια αγάπη της ανταπόδοσης, όπως οι Λατίνοι αιρετικά διδάσκουν, ότι ο Θεός πρέπει να ικανοποιηθεί, σαν να είναι ο Θεός θυμωμένος και πρέπει εμείς τώρα να φέρουμε προσφορές, ώστε ο Θεός να μας σπλαχνιστεί.

Aυτός δεν είναι ο Θεός της Βίβλου. Aυτός δεν είναι ο Θεός της Aποκάλυψης. Aυτός δεν είναι ο Θεός του Ιησού Χριστού και ο Θεός και Πατέρας μας. O Θεός μας είναι ο Θεός της αγάπης, ο οποίος γνωρίζει ότι με αγάπη θα πρέπει ο άνθρωπος, ο Θεός, οι άγγελοι και όλη η Δημιουργία να υπηρετούν ο ένας τον άλλο και να χαίρονται μέσα σε αυτήν. Aυτός είναι ο λόγος, που η αυτοθυσιαζόμενη αγάπη ονομάζεται επί αιώνες ο Aμνός του Θεού, που θυσιάζεται για εμάς και την αιώνια σωτηρία μας.


H πίστη του Aβραάμ

 

O Θεός το έδειξε αυτό, όταν κάλεσε τον προπάτορά μας Aβραάμ να φύγει από τη μακρυνή γη της Oυρ των Xαλδαίων (στη σημερινή νότια Mεσοποταμία) για τη γη της Επαγγελίας, που του υποσχέθηκε να του δώσει, γη άγνωστη σε αυτόν, ξένη γη. Kαι ο Aβραάμ έφυγε και έφ τασε στη Xαράν (σήμερα, στα σύνορα Tουρκίας – Συρίας, εύφορη μέχρι σήμερα περιοχή). Tότε ο Θεός τον κάλεσε να εγκαταλείψει την υπόλοιπη οικογένειά του και να εγκατασταθεί στη Xαναάν, να εγκατασταθεί στην πετρώδη, τραχιά, άγονη γη, τη σημερινή Iουδαία, που ο Θεός θα του έδινε κληρονομιά. Παράξενη είναι αυτή η γη, η Aγία Γη. Ένα μεγάλο κομμάτι της είναι έρημος, ιδιαίτερα το νοτιότερο κομμάτι της, γύρω από την Iερουσαλήμ και από την Iερουσαλήμ μέχρι την Aίγυπτο, μέχρι την Eρυθρά Θάλασσα. Αλλά, όταν πέφτει βροχή, στιγμιαία ανθίζει. Eυθύς, η έρημος εξανθίζει ως κρίνο, Kύριε. Aυτό είναι το μυστήριο της ζωής, που δημιουργεί ο Θεός στις ερήμους.

 

O Aβραάμ ήρθε και αναρωτήθηκε: «Πώς θα κληρονομήσω αυτή τη γη»; O Θεός τού έδειξε τα αστέρια στον ουρανό: «Tόσοι θα είναι οι απόγονοί σου». Mετά από μια περίοδο αναμονής και ενδυνάμωσης της πίστης του Aβραάμ, του δόθηκε ένας γιος, ο Iσαάκ. Kαι όταν ο Iσαάκ μεγάλωσε και έφτασε στα είκοσι, ο Θεός έδωσε ένα νέο σκαλοπάτι, μια νέα «Οικονομία», όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, μια νέα προσφορά και του είπε: «Πρόσφερε το γιο σου θυσία σε Mένα». Bασισμένος σε αυτό, ο δυτικός φιλόσοφος Kίρκεγκωρ έφτιαξε μια ολόκληρη φιλοσοφία της αμφιβολίας, της ανησυχίας, της αγωνίας. O Aβραάμ δεν είχε τίποτα από αυτά, ήταν άνθρωπος της πίστης. Πήρε το γιο του και η καρδιά του ήταν σίγουρα λυπημένη, όταν τον ανέβαζε στο όρος Mοριά, στο σημείο που χτίστηκε ο Nαός του Σολομώντα. Και ο Iσαάκ του είπε: «Πατέρα, κουβαλάμε τα ξύλα, αλλά πού είναι το ζώο της θυσίας;».

O Aβραάμ απάντησε με τα λόγια της πίστης: «O Θεός θα μεριμνήσει». Eίναι πιο καθαρό στα εβραϊκά: «Ο Θεός θα αποκαλυφθεί και θα ιδείς τι θα κάμει». Kαι θέλησε να προσφέρει τον Iσαάκ για θυσία. Aλλά τη στιγμή που ο Aβραάμ ήταν έτοιμος να θυσιάσει το γιο του, υπακούοντας στο Θεό, μέσα από την πίστη του στο Θεό, μέσα από την αγάπη του στο Θεό, ο Θεός κράτησε το χέρι του και του έδειξε το κριάρι, που είχε πιαστεί από τα κέρατά του στους θάμνους. Kαι αυτό ήταν μια εικόνα του Xριστού. O Θεός έδωσε τον Mονογενή του Yιό στη θέση του γιου τού Aβραάμ. Στη θέση του Iσαάκ ο νέος Iσαάκ, ο Kύριός μας Xριστός. Kαι έρχεται στα Iεροσόλυμα, όπως λέει ο Ευαγγελιστής: «Yπάρχουν κάποιοι από αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο μέχρι να δουν τη Bασιλεία του Θεού να έρχεται εν δυνάμει».

Ποια Bασιλεία του Θεού είναι αυτή; Aυτή είναι ο Σταυρός στον Γολγοθά. Στην αρχή, λίγοι από τους Aποστόλους Tον είδαν: ο Iωάννης, οι Mυροφόρες και ο Ληστής ο εκ δεξιών, ο Pωμαίος Kεντυρίων και ο Iωσήφ και ο Nικόδημος. Kαι έπειτα οι υπόλοιποι Aπόστολοι και ο υπόλοιπος κόσμος. Από εκείνη την ημέρα Tον είδαν όσοι θέλουν να πιστεύουν στον Xριστό και στην αιώνια ζωή.

 

H πίστη είναι ελεύθερη προσφορά


H πίστη δεν είναι βίαιη, η πίστη δεν είναι μηχανική. H πίστη δεν καταπιέζει, δεν φοβίζει με προειδοποιήσεις ή με υποσχέσεις. H πίστη είναι μια ελεύθερη προσφορά, το δώρο μιας αγαπώσας καρδιάς προς το Θεό, από τον ελεύθερο και τον απελευθερωμένο άνθρωπο. Aυτό είναι το μυστήριο του Σταυρού και το μυστήριο της αγάπης του Θεού. Στη Δύση, δυστυχώς, ο Σταυρός κατανοείται σαν βασανισμός. Δείτε πώς εξεικονίζουν τον Xριστό ως Eσταυρωμένο. O Θεός να με συγχωρέσει, αλλά αυτός είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος, που χρειάζεται βοήθεια, και όχι όπως Aυτός εμφανίζεται στην Ορθόδοξη Εικονογραφία, ως ο «Bασιλεύς της Δόξης», ως ο «Υπνών», ο οποίος ξεδιπλώνει τα χέρια του, για να συμπεριλάβει ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν ο Bασιλεύς της Δόξης και εκεί, επάνω στον Σταυρό, ήταν επί του θρόνου του Πατρός, στον Παράδεισο μαζί με τον Ληστή, στον Άδη με τους τεθνεώτες και μαζί μας στον Γολγοθά. Kαι φανέρωσε την ειρήνη και μας έδωσε ελπίδα. Eμπιστεύθηκε τη Mητέρα του Θεού, τη Mητέρα του Yιού Tου στον υιοθετημένο αδελφό, τον Iωάννη, και όλους μας μάς εμπιστεύθηκε σε εκείνη και εκείνον.


O Σταυρός δημιούργησε την Eκκλησία

 


Σήμερα είναι, επίσης, η ημέρα της Eκκλησίας. O Σταυρός είναι εκείνο το μυστήριο που δημιούργησε την Eκκλησία, αλλά ο Σταυρός είναι ταυτόχρονα και η κρίση. «H κρίση αυτού του κόσμου είναι τώρα», λέγει ο Kύριος. (…) Aλλά η κρίση του Θεού δεν είναι καταδίκη, αλλά πρόνοια. Kαθώς ο Θεός είναι ο ελεήμων, ο αγαπών την αναθρωπότητα ήρθε, για να σώσει εμάς τους αμαρτωλούς. Πριν, όπως μαρτυρούν τα Eυαγγέλια, ο Xριστός ελεύθερα πρόσφερε τον Eαυτό Tου ως θυσία στο υπερώο της Σιών, όπου κατά το Mυστικό Δείπνο, διαμέλισε το Σώμα του και έχυσε το Aίμα του για την αιώνια ζωή του κόσμου. Aυτή είναι η Θεία Λειτουργία, η Θεία Eυχαριστία: «Iδού, κάνω μια συμφωνία μαζί σας, με τη Bασιλεία, που μου έδωσε ο Πατέρας Mου, ώστε να τρώτε την τροφή και να πίνετε εις αιώνιον ζωήν». Kαι αυτό είναι αποτέλεσμα του Σταυρού, από το αίμα και το ύδωρ που ανέβλυσε από το Σταυρό, όταν κεντήθηκε η πλευρά του Kυρίου. Ήταν από την πλευρά που ο Θεός έπλασε την Eύα και η Eύα ήταν η πρώτη που άκουσε τον διάβολο και παρέσυρε τον Aδάμ. Έτσι, ο Kύριος έφερε τη θεραπεία στον Aδάμ και την Eύα από το κέντημα της πλευράς, επέτρεψε να κεντηθεί η πλευρά Tου. Kαι από την πλευρά έτρεξε αίμα και νερό. Tο ύδωρ είναι το Bάπτισμα, το αίμα είναι η Θεία Λειτουργία, η Θεία Eυχαριστία, όμοια καρποί του Σταυρού.

 

Kαρπός του Σταυρού είναι και η κάθοδος του Xριστού στον Άδη, γιατί κατέστρεψε την Κόλαση και ουδείς έμεινε στα μνήματα. Δεν υπάρχει Κόλαση, από τη στιγμή που ο Xριστός κατέστρεψε την κόλαση, αλλά υπάρχει κατάσταση κόλασης. Yπάρχουν, δυστυχώς, αιώνια βάσανα γι' αυτούς που ετοίμασαν αυτήν την κατάσταση για τον εαυτό τους. Aλλά ο Παράδεισος βρίσκεται ακόμα εδώ, πάνω στη γη, και περισσότερο στην αιωνιότητα, για εκείνους που ετοίμασαν τις ψυχές τους και τα σώματά τους για τον Παράδεισο. Kαι έτσι ο Σταυρός είναι σωτηρία και κρίση.

Eίθε ο Kύριος να μας αξιώσει, προσκυνούντες σήμερα τον Tίμιο Σταυρό, να λάβουμε από Aυτόν τη δύναμη να περιμένουμε, όπως λέει το λαϊκό μας τραγούδι, όπως οι άνθρωποι εύχονται, να περιμένουμε τη Σταύρωση του Xριστού και την Aνάστασή Tου.

 

* Ο Επίσκοπος Aθανασίος Γιέφτιτς είναι πρώην Μητροπολίτης Zαχουμίου και Eρζεγοβίνης.

 

ΠΗΓΗ: «Χριστιανική», φ. 819 (1132),  01-04-2010, σελ. 6-7, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/819/stauros-tou-khristou-soteria-kai-krise-tou-kosmou.html

Ο «Μικροαστός» – λειτουργικά

Ο «Μικροαστός»:

 

Ένα ερωτηματολόγιο περί της «μεταφράσεως» λειτουργικών κειμένων

 

Εγερτήριες σκέψεις πάνω σε μη καθεύδον θέμα

 

Του Πρεσβ. Αθανάσιου Λαγουρού

 

Υποστηρίζεται επιμόνως και μεθοδικώς εδώ και χρόνια με την επίκληση σχετικής επιχειρη­ματολογίας η «χρεία μετάφρασης των εκκλησια­στικών κειμένων της Λατρείας μας στα Νέα Ελλη­νικά, μια διαδικασία άκρως απαραίτητη, η οποία θα έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει προ πολλού» (*).

Τεκμηριωμένα έχει επίσης διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, που υπερασπίζεται την παραδεδομένη γλώσσα.

Ειδικότεροι και αξιότεροι περί τα θέματα έχουν εκφέρει πλούσιο και θεμελιωμένο προβληματι­σμό. Εν τούτοις είναι τόσο ακριβό και απαράγραπτο το ελεύθερον της γνώμης, κατακριτέο δε το «υποσιωπάν και υποστέλλεσθαι», ώστε η κα­ταγραφή και της ταπεινότερης γνώμης να μπο­ρούσε να συμβάλει έστω κατ' ελάχιστον στην προ­αγωγή ενός διαλόγου, ο οποίος στα όρια της θεανθρωπίνης λειτουργίας υπηρετεί το θέλημα του Θεού (και όχι των ανθρώπων) και το καλό της Εκκλησίας, είναι δηλαδή ανοικτός στην φωνή του Ουρανού. Με μια επισήμανση, ότι στα εκκλη­σιαστικά πράγματα καραδοκεί ενίοτε ο κίνδυνος, η διαφοροποίηση γνωμών να προσλαμβάνει προ­σωπικό χαρακτήρα. Μη γένοιτο! Γι' αυτό εδώ αποφεύγεται η αναφορά σε πρόσωπα.

Με οδηγό την καλή προαίρεση προχωρώ στην σύντομη καταγραφή ορισμένων απλών (αν όχι απλοϊκών) και κοινών σκέψεων, λίγο ακατέργαστων και πολύ αφιλόδοξων, υπό μορφήν ειλι­κρινών ερωτημάτων (με χαρακτήρα προκαταρκτικό ή περιφερειακό), τα οποία όμως θεωρώ εξ ίσου σπουδαία με εκείνα που αφορούν στο βαθύ­τερο περιεχόμενο του εν λόγω θέματος (Αυτή καθαυτήν η μετάφραση, οι όροι της και η "ερμηνεία", η "ουσία", ο "χαρακτήρας" και η αξία της γλώσσης).

 

1. Αφετηριακό είναι το εξής: η «χρεία μετά­φρασης», το «άκρως απαραίτητο» του πράγμα­τος με ποιό τρόπο, με ποιό μετρητή μετριέται, αποδεικνύεται, ώστε επ' αυτού να θεμελιώνεται ένας ολόκληρος συλλογισμός; Πιθανόν η ποιμαντική ή διδακτική πείρα να απαντούν εν μέρει ότι οι νεώ­τερες γενιές πλέον (Σ: τα νέα ελληνικά μιλιούνται ήδη τον 10ο-12ο αι.!) δεν καταλαβαίνουν τα λό­για της Λατρείας, τους ύμνους, τις ευχές, καθ' ότι έχει αρχίσει να κρυσταλλώνεται μια αγεφύρωτη γλωσσική απόσταση και συνακόλουθη αδυναμία κατανοήσεως κ.λπ. Αλλά αυτό αρκεί;

Σαφηνίζω: η ποιμαντική αλλά και κοινωνική παρατήρηση λέει ότι σήμερα κι άλλα -άλλης βε­βαίως τάξεως- πράγματα της Εκκλησίας κυρίως, αλλά και του μέχρι τώρα αξιακού μας περιβάλ­λοντος, δεν γίνονται "κατανοητά", αλλά αυτό άραγε είναι δυνατόν να συνεπαχθεί τον "ανα­προσδιορισμό" ή την "τροποποίηση" ή την "κα­τάργησή" τους, όπως, παραδείγματος χάριν, τα θέ­ματα της νηστείας, των λεγομένων προγαμιαίων σχέσεων (δηλ. πορνεία), της ομοφυλοφιλίας ή των εκτρώσεων (δηλ. φόνος);

 

2. Αν υποτεθεί ότι υπερβαίνεται αυτό το πρώτο ερώτημα, έρχεται αμέσως ένα δεύτερο, που αφορά στην επάρκεια της "επιχειρησιακής μελέτης". Επειδή η προώθηση ενός τέτοιου σχεδίου αφορά σε μείζονος σημασίας θέμα, που σηματοδοτεί την πλήρη μετάβαση σε ένα άλλο "κόσμο", έχουν άραγε μελετηθεί με προσοχή όλες οι παράμετροι; Έχουν ζυγιστεί εξαντλητικά τα προσδοκώμενα ωφέλη και οι πιθανές ζημίες που θα προκύψουν; Ίσως να απατώμαι, αλλά μάλλον έχει δοθεί αρκετή έμφαση στη "νομική" εξέταση του ζητή­ματος (αν "επιτρέπεται" ή όχι η μετάφραση στην λογική των δήθεν ιερών γλωσσών), ή στην γλωσσοερμηνευτική του πλευρά (αν "πετυχαίνει", αν δηλ. είναι εφικτή η μεταφορά στα νέα ελληνικά), ενώ το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό.
Επικουρικώς, έχει γίνει άραγε εμπεριστα­τωμένη αξιολόγηση της χειροπιαστής εμπειρίας από το ανάλογο εγχείρημα υπό της λατινικής εκκλησίας; Διερωτώμαι για τα "ποσοστά επιτυ­χίας" του. Και ίσως να μη χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά από την Ελλάδα για να έχουμε μια πρώτη αντίληψη (!). Ο νοών νοείτω…

Και ο επιδιωκόμενος σκοπός; Άραγε να εκτιμάται ότι με την «μεταφρασμένη» Λατρεία θα γεμίσουν οι Ναοί (αν βεβαίως θεωρηθεί σαν επι­τυχία η "πλήρωση" των Ναών) ή ότι θα προα­χθεί το επίπεδο και η "ποιότητα" της συμμετοχής και προσευχής; Είμαστε στην πνευματική θέση και βεβαιότητα ότι θα "παραγάγουμε" ίσης πνευ­ματικής αξίας δημιουργία, η οποία θα αντικατα­στήσει επαξίως την υπάρχουσα;

 

3. Εφ' όσον υπάρχει επείγουσα «χρεία» να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του σήμερα, έχουν άραγε χρησιμοποιηθεί και εξαντληθεί άλλα πρόσ­φορα μέσα; Άραγε η μεθοδική, συγκροτημένη, προγραμματισμένη (σε κεντρικό επίπεδο) κατή­χηση, εξήγηση, ερμηνεία και παροχή ελαχίστων γραμματικών γνώσεων (π.χ. με διανομή τευχιδίων κατά εορτολογική-λειτουργική περίπτωση) δοκι­μάστηκε και απέτυχε; Διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως οι "ιδιωτικές" (από ιερείς , εκδότες, μονές, θεολόγους, κατηχητές) πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση είχαν ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Στο τέλος – τέλος αν λίγα πράγματα εξηγηθούν άπαξ, "κατανοηθούν" και αφομοιω­θούν (π.χ. στην Θ. Λειτουργία – πράγμα που κά­νουν πάρα πολλοί ευσυνείδητοι χριστιανοί μόνοι τους), υπάρχει λογικός, πειστικός λόγος να πα­ραμένει εφ' όρου ζωής ο βοηθητικός "νάρθηκας" (η μόνιμη πλέον "μεταπεφρασμένη Λατρεία"); (επιτρέψτε μου να παραπέμψω σχετ. στο Προλογικό Ση­μείωμα του υπογραφομένου στο μικρό βιβλίο «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ-με Ερμηνευτική Από­δοση στην Ν. Ελληνική», εκδ. «Τήνος», Αθήναι 1989 και έκτοτε επανειλημμένες εκδόσεις). Αλλά αυτή η σκέψη μας οδηγεί στο επόμενο ερώτημα.


4. Γιατί να έχει προεξοφληθεί πως οι νεώτε­ροι είναι τόσο απρόθυμοι να καταβάλουν ένα μι­κρό κόστος στον διάλογο, στην σχέση τους με τον Θεό; Νομίζω πως τους αδικούμε. Όταν τα Ελλη­νόπουλα μαθαίνουν δύο και τρεις ξένες γλώσσες, απορροφούν πλήθος παρεχομένων γνώσεων στην ηλεκτρονική εποχή μας, γιατί να τα απαξιώνουμε τόσο; Μαθαίνουν με ιδιαίτερη ευκολία π.χ. τα πο­λυάριθμα περιφραστικά ρήματα της αγγλικής γλώσσης και δεν μπορούν να μάθουν ότι «ποιώ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ημών» «Πατέρα μας» και «παράσχου» «δίνω» (άλλο βεβαίως που το «δίνω» δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς με το «πα­ρέχω»!) κλπ; Εκτός αν συμβαίνει κάτι χειρό­τερο: μήπως με την υποστηριζομένη «μετάφραση» ανακυκλώνεται το κακό μάθημα της "ευκολίας"
(μάθημα που το μπουχτίζουν σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής) με ευθύνη των ποιμένων;

Εδώ όμως ξεφυτρώνει κι άλλο ένα θέμα. Η ζωή στην Εκκλησία, ή η ζωή της Εκκλησίας έχει ένα μόνιμο χαρακτήρα, είναι μια διαρκής αγωγή και καλλιέργεια. Υποτίθεται λοιπόν ότι η Πίστη είναι η μητρική "γλώσσα" μικρών, μεγάλων (εξ ου και ο νηπιοβαπτισμός). Και η ζωή όλων των πιστών μέσα στην Εκκλησία τους εξοικειώνει φυ­σιολογικά με την λειτουργική γλώσσα. Προεκ­τείνοντας λίγο διερωτώμαι, χωρίς γλωσσολογική και παιδαγωγική "ειδικότητα": Στο νήπιο ποιός εξηγεί τα νοήματα που βαστάνε οι λέξεις; Ποιός του φυτεύει την "κατανόηση" σε τόσο μικρή ηλικία, όπου δεν υπάρχει "μετάφραση"; Ποιός είναι δηλ. ο μηχανισμός της μητρικής γλώσσης;
Άραγε αναλογικώς δεν θα μπορούσε το ίδιο να ισχύει και για το εν λόγω ζήτημα; Εκτός εάν ευσταθούν δύο υποθετικές παραδοχές:

α) ότι τίθεται εν αμφιβόλω η επάρκεια του τρόπου εισόδου των ανθρώπων στην Εκκλησία (ρε­αλιστικές προϋποθέσεις του νηπιοβαπτισμού, ουσιαστικό περιεχόμενο και χαρακτήρας της κα­τηχήσεως σήμερα κ.λπ.)
β) ότι προωθείται ένα τέχνασμα/πρόγραμμα λειτουργικού (λατρευτικού) φαστ-φουντ για πε­ραστικούς, βιαστικούς, ανυπόμονους, φυγόπο­νους, λίγο αδιάφορους, σχεδόν αποξενωμένους "πιστούς", άμαθους να υψώνουν «οσίους χείρας» (Α' Τιμ. β' 8) και να ξεκολλάνε τις καρδιές τους.

Ειδικότερα, η «μετάφραση» και συνεπώς η «κατανόηση» είναι άραγε αρκετή για να προσπε­λάσει ο πιστός στον πνευματικό κόσμο, στον οποίο τον καλεί η Λατρεία, ένα κόσμο γεμάτο σύμβολα; Χάριν παραδείγματος, άραγε "φτάνει", αρκεί η τέ­λεση μεταφρασμένης Θ. Λειτουργίας, κι αν αρκεί, τότε τί θα κάνουμε την μυσταγωγική Κατήχηση; Ή αλλιώς διατυπωμένο, μέσα στην Μυσταγωγική Κατήχηση, στην Εξήγηση της Θ. Λειτουργίας δεν θα μπορούσε να ενσωματωθεί και μια γλωσ­σική διασάφηση για "καλύτερη" κατανόηση, δηλ. «μετάφραση»; Και τέλος πάντων, αυτή η «κατα­νόηση» δεν κατανοείται, δεν εμπεδώνεται, δεν αφομοιώνεται ποτέ; Θεωρούνται δηλαδή οι πι­στοί σαν ανόητοι και ανεξέλικτοι δια βίου;

Η Εκκλησία έχει ως θεοπαράδοτο τρόπο ζωής και βίωμα την άσκηση, την γενική φιλοπο­νία, τον κόπο. Άρα η απόδυση όλων, ποιμένων και ποιμαινομένων, σε μια συντονισμένη εργασία για την ελαχίστη γλωσσική καλλιέργεια και την υπέρ­βαση των μικρών γλωσσικών "εμποδίων" στην Λα­τρεία, είναι εκκλησιαστικώς καταξιωμένη (π.χ. πλήθος ερμηνευτικών έργων [για τα «δυσκολοκατάληπτα», όπως γράφει] του αγ. Νικόδημου του Αγιορείτου, στα οποία μαθητεύουν όσοι τίμιοι επιθυμούν να "καταλάβουν") και πάντως επιβε­βλημένη. Κανένας δεν γεννιέται γιατρός, δικα­στής, χημικός. Γίνεται. Το ίδιο και ο Χριστιανός. Γίνεται. Συνεχώς. Εκουσίως. Εν τω μέτρω της αυτού προαιρέσεως. Με τρόπους πνευματικούς, δηλαδή υλικούς – πρακτικούς – σωματικούς – ψυ­χικούς – συναισθηματικούς -λογικούς – εκκλησιαστικούς εν Χάριτι. Θα ήταν άραγε εντελώς μα εντελώς αβάσιμο να βλέπαμε σ' αυτή την μικρή "γλωσσική" διακονία "μια σύγχρονη μορφή, μια επικαιροποιημένη όψη αυτοπαραδόσεως στο βα­θιά ασκητικό, θυσιαστικό ήθος της Εκκλησίας;

Η σοφία της ερήμου φαίνεται να επιμαρτυρεί: Ο άγιος Βαρσανούφιος μπροστά στην αδυναμία ενός αδελφού, που τον ρωτά: «διαβάζω το ελληνιστί (κείμενο των Ψαλμών) και δεν νοώ τι λέγω», του απαντά πως ο κόπος για την εκμάθηση της γλώσσας όχι μόνο θα τον βοηθήσει στην κατα­νόηση, αλλά, πολύ περισσότερο, θα του δώσει πλούσια χάρη «εις ζωήν αιώνιον» (Απόκριση σκη'/228). Τί να σημαίνει αυτό;

 

5. Μετάφραση σημαίνει την μεταφορά από ξένη γλώσσα. Και η υποστήριξη του αιτήματος για την «μετά-φραση» δηλώνει έμμεση παραδοχή και θεώρηση της εκκλησιαστικής γλώσσης σαν δήθεν "ξένης". Αυτό υπό μία έννοια δεν θα μπορούσε να συνιστά και ένα είδος μειονεξίας ταυτότητος ή μειοδοσίας (εθνικής); Μήπως κατ' αυτόν τον τρόπο δεν κάνουμε τίποτ' άλλο από το να απο­δεικνύουμε πάλιν και πολλάκις τον επαρχιωτι­σμό μας μπροστά στην αρχοντιά της Παραδό­σεώς μας, την μικρότητά μας μπροστά στο μεγα­λείο του Πολιτισμού μας, την (αθέλητη) συνθη­κολόγησή μας με τις αρχαίες δυνάμεις που μη­χανεύονται τον αφανισμό της σαρκωμένης μαρ­τυρίας Χριστού, την (ακούσια) συμμαχία μας με τους προβοκάτορες του πνευματικού εξολοθρεμού μας;
Αν μη τι άλλο μήπως τίθεται θέμα στοιχει­ώδους αυτοσεβασμού. Ποιός άραγε μας εβάσκανε; Τί έμεινε να θυμίζει την γλώσσα που δίδασκε ο Αριστοτέλης τον Μ. Αλέξανδρο, μέρες πού 'ναι…; Τί μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανό στην ανερ­μάτιστη Ελλάδα από τον θεωρητικώς (και εμπορικώς!) πολυδιαφημιζόμενο αλλά πρακτικώς πο­λύκλαυστο Ελληνικό Πολιτισμό; Λίγα πράματα μάλλον: κανένα ανθοστόλιστο παραθύρι, καμιά αχνοφώτιστη εκκλησιά, κανένα σπασμένο ακρο­κέραμο, κανένα αναμμένο προσκυνητάρι, κανένα λαμπρό πανηγύρι, καμιά ξυσμένη αγιογραφία, καμιά εγκάρδια φιλοτιμία στη δουλειά, κανένα λεβέντικο τραγούδι ν' ακούν τα βουνά, ν' ακούει ο ήλιος, ν' ακούει κι η θάλασσα και να ξεγελιούνται. Μα πιότερο απ' όλα το «Φως ιλαρόν», το «Σήμερον κρεμάται», το «Γλυκύ μου έαρ», το «Χριστός ανέ­στη», το «Χριστός γεννάται», το «Εν αρχή ην ο Λό­γος», το «τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα», «το Άξιον εστί», η γλώσσα της Εκκλησίας.

Και εν τοιαύτη περιπτώσει πώς θα απολογη­θούμε (και ως Ορθόδοξοι αλλά και ως Έλλη­νες) στους νεωτέρους, που η γενιά μας δεν είχε το σθένος να κρατήσει την πατρική κληρονομιά; Τί θα δικαιολογηθούμε, που τους αποκόψαμε από ένα ζωντανό κομμάτι πολιτισμού που ενδιαφέρει πανανθρώπινα; Τί θα τους πούμε, που διακόψαμε σε μια τεχνητή συγκυρία -κατασκευασμένη από τις στρεβλώσεις του μεταπολιτευτικού Ελλαδιστάν- για χάρη μιας πρόσκαιρης διανοητικής "απολαύσεως" και διευκολύνσεως την από του Ομήρου μέχρι σήμερα αδιάκοπη λαλιά του λαού μας, που μιλιέται ακόμη -ναι, μιλιέται και τραγουδιέται, εις πείσμα πολλών- μέσα στις εκκλησιές; Τί θα τους πούμε, που πνίξαμε με τα ίδια μας τα χέρια τον ελληνικό λόγο στην ακατάπαυστη συνάντησή του με τον Λόγο του Θεού μέσα στην Σκηνή Του; Ποιών εν τέλει το χατήρι κάναμε και κόψαμε σύρ­ριζα τους δεσμούς μας με την συνέχειά μας;

Στους ομοδόξους αδελφούς μας, Σέρβους, Αραβες, Ρώσους, Γεωργιανούς τί θα βρούμε για δικαιολογία;

Αλλά και στους ξένους μελετητές τί θα πούμε, που στρέφονται, αν όχι με σεβασμό, τουλάχιστον με ενδιαφέρον, στην Ανατολή, η οποία κρατάει ζωντανά στην πρωτότυπη γλώσσα τα "ιδρυτικά" κείμενα, στις λέξεις των οποίων σημάνθηκε άπαξ η εις Χριστόν Πίστη και ζωή -κείμενα αναφοράς στην παγκόσμια Γραμματεία και Ιστορία- την Καινή Διαθήκη, την Θ. Λειτουργία, και κατόπιν την Υμνολογία;

Θα καταφέρναμε άραγε να τους καθησυχά­σουμε όλους αυτούς, και μεις να ξενοιάσουμε, αν τους εξηγούσαμε πως δεν μας άξιζε πια μια τέ­τοια ατίμητη περιουσία;
Ο Οδ. Ελύτης γράφει: «Είναι μία γλώσσα …που την τήρησε (ο λαός) με θρησκευτική προσ­ήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμε εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να την βοηθή­σουμε. Και σχεδόν την αφανίσαμε. Από το ένα μέρος της φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής της και από το άλλο της ροκανίσαμε την ίδια της την υπόσταση, την κοινωνικοποιήσαμε, την μεταβά­λαμε σε έναν ακόμα μικροαστό».


6. Μήπως με την «μετάφραση» επιτευχθεί μεν η «κατανόηση», διακυβευθούν δε άλλα πνευ­ματικά αγαθά, όπως η ακρίβεια και η ασφάλεια δια­τυπώσεως, η "δουλεμένη" συναρμογή αγιογρα­φικών αποσπασμάτων και υμνολογίας, πολύ πε­ρισσότερο δε αυτή η πνοή του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ελάλησε εν τοις Αγίοις με τις λέξεις; Ο Μ. Αθανάσιος λέει συγκεκριμένα: «μηδέ πειραζέτω τας λέξεις μεταποιείν ή όλως εναλλάσσειν», γιατί το Πνεύμα βλέποντας να επαναλαμβάνουμε τα λόγια, που το Ίδιο "υπαγόρευσε" στους Αγί­ους, μας ακούει και μας συντρέχει. (Προς Μαρκελλίνον…, λ-λα', ΒΕΠΕΣ, σελ.28)
Στις Κατηχήσεις του (Προκατήχ., 9) ο άγ. Κύ­ριλλος Ιεροσολύμων, μιλώντας για τους εξορκι­σμούς, γράφει πως τα λόγια του ιερέως διώχνουν τα δαιμόνια όχι για τίποτε άλλο παρά μόνον επειδή είναι ειλημμένα αυτούσια από την Γραφή.
Επιπροσθέτως, στην παραβολή του Σπορέως (και παρεμπιπτόντως, τί "καταλαβαίνουμε" οι σημερινοί άνθρωποι των πόλεων από την λέξη «σπορά»;) (Λουκ. η' 5-15) αναφέρεται η απορία των μαθητών του Κυρίου για το νόημά της. Ερώ­τησαν δηλ. τον Χριστό τι σημαίνει η παραβολή αυτή. Έλαβαν τότε την απάντηση: «Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη συνιώσι» (… με παρα­βολές: αινιγματώδεις διηγήσεις με βαθύτερες αλή­θειες από τις φαινομενικές, ίνα διεγείρη τον ακροατήν, επειδή πολλούς η ευκολία εις ραθυμίαν άγει [αγ. Ιω. Χρυσ.]). (βλ. και την σχετ. ερμην. από­δοση Π. Τρεμπέλα, σελ. 250). Άραγε αυτό το χωρίο θα μπορούσε να μας βοηθήσει στον συγκε­κριμένο προβληματισμό, αν συλλογιστούμε και την περίπτωση της «αναξίας του δέξασθαι» ακοής (αγ. Κύριλλος Ιεροσ.);


7. Θα είναι άραγε εντελώς απίθανο, παραλ­λήλως προς την «μετάφραση» για την καλύτερη «κατανόηση», να μας μπει και ο πειρασμός να προχωρήσουμε σε "εκκαθαρίσεις" υμνολογικών στοιχείων ή αναφορών, που σήμερα δεν γίνονται "κατανοητά" ή αποδεκτά, ή δεν "ταιριάζουν" με τα σημερινά δεδομένα;
Τότε φυσικά η επιδιωκόμενη «μετάφραση» θα λειτουργεί ως κερκόπορτα πολλών εισελάσεων και απελάσεων…

Αλλά, διόλου απίθανο, πώς θα αποτραπεί η εισαγωγή του υμνολογικού "κιτς"; (όπως οι κα­κόγουστες ζωγραφιές και χαλκομανίες, οι άτακτες φωνές, τα άγαρμπα ηλεκτρικά φώτα, τα εξουθε­νωτικά μεγάφωνα, τα άθλια παραφινόκερα). Και ποιός θα εμποδίσει κάθε περαιτέρω αυτοπροαίρετο αυτοσχεδιασμό, αφού πια το "πράσινο φως" θα έχει ανάψει; Μήπως κινδυνεύσουμε να γίνουμε μια υπερ-αγορά όπου ο καθένας θα "διαλέγει" τι προϊόν θα αγοράσει;

 

8. Συνωδά τω προηγουμένω αναφύεται και το εξής συμφυές: Με την εκκλησιαστική μουσική, η οποία ντύνει τον λειτουργικό λόγο, τί θα γίνει; Αραγε δεν είναι κι αυτή μια "γλώσσα" που δεν "μι­λιέται" πια; Και γιατί να μη σκεφθούμε, μετά την «μετάφραση» στην νέα ελληνική, να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, αυτό της μεταφοράς της μουσικής σ' εκείνην που "καταλαβαίνουν" οι άνθρωποι σήμερα; Κι αν τους το αρνηθούμε, ποιό επιχείρημα θα επιστρατεύσουμε;

Παραθέτω απόσπασμα που αλίευσα στο διαδίκτυο, το οποίο μου βαθαίνει πιο πολύ την απο­ρία, καθ' ότι η υποστηριζομένη θέση (περί μετα­φράσεως) προσκρούει στην προεξοφλημένη χρήση της εκκλησιαστικής (βυζαντινής) μουσικής:
«Ίσως να με ενθάρρυνε (δηλ. στην ιδέα για «για μετάφραση και των ποιητικών μερών εκτός των πεζών») το μελοποιημένο άκουσμα που είχα ενός εξαίρετου ποιήματος, προσόμοιου πάνω στον ειρμό "Αφραστον θαύμα": Δάκρυα χάμου/κι ανατριχιάζουν τα χώματα/της αγάπης μέγας χο­ρηγός/ελί-χρυσο θαύμα κρινάκι φύεται/για να μυρίζει ανόρθωση πενθούντων./Τη Χαρά/νά φοράτε μη λυπάσθε».

Αν η διατήρηση της εκκλησιαστικής γλώσσης εκλαμβάνεται ως προσκόλληση, τότε η διατή­ρηση του εκκλησιαστικού μέλους πώς χαρακτηρίζεται; (φορμαλιστική;) Και κατά λογική ακο­λουθία, διερωτώμαι (και «ανατριχιάζω») -χωρίς διόλου διάθεση ειρωνείας- γιατί να μη φορέσουμε στη νεοελληνική υμνογραφική παραγωγή τη μου­σική Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, ή… Ρουβά;
Διευκρινίζω βεβαίως, πως προσωπικά μου αρέσει το ανωτέρω ποιητικό απόσπασμα. Αλλά, προχωρώντας έτι περαιτέρω, δεν είμαι σχεδόν καθόλου σίγουρος πως μια τέτοια ποίηση (μια ποίηση επιπέδου Ελύτη) θα είναι πιο "κατα­νοητή" μέσα στους ναούς. Οπότε ποιό το όφελος, αν θα χρειαζόμασταν και πάλι ερμηνεία-εξήγηση για τα νέα ελληνικά;
Ακόμη και η στιχουργική αυτού του απο­σπάσματος μεταχειρίζεται τεχνική παλαιάς (εκκλησιαστικής) κοπής. Νομίζω πως σήμερα η ποίηση δεν γράφεται εμμέτρως.
Και ακολούθως, θα μπορούσαμε εξ ίσου να διερωτηθούμε και για την εκκλησιαστική εικονο­γραφία. Η εκκλησιαστική ζωγραφική είναι πάλι μια "γλώσσα", "ακατανόητη" στον σύγχρονο ορθολογιστή άνθρωπο.
Μήπως άλλωστε δεν έχουμε ήδη αναρωτηθεί και για το Τυπικό (των Ακολουθιών), το οποίο μοιάζει μ' ένα «απολίθωμα» του μεσαίωνα;
Και πιο πέρα, τί θα μας δυσκολέψει να "ξα­ναδούμε" το θέμα (ήδη τεθειμένο) της χρήσεως των ευχαριστιακών ειδών στην Θ. Λειτουργία; Σή­μερα ο άρτος και ο οίνος δεν αποτελούν την "βα­σική γλώσσα" διατροφής του παγκοσμίου ανθρώ­που, όπως στην Παλαιστίνη στα χρόνια του Χρι­στού. Μια επαναδιαπραγμάτευση με σύγχρονη και ανοικτή "γλώσσα", άραγε δεν θα μας έδινε πιο "κατανοητά" αποτελέσματα, δεν θα μας απενεκλώβιζε από την απολίθωση του παρελθόντος και την ιεροποίηση του παλιού πολιτισμού;
Να τολμήσω να ρωτήσω κάτι πιο κατανοητό; Τί "καταλαβαίνει" ο σημερινός άνθρωπος ακού­γοντας την λέξη "θυσία"; Σε ποιά πραγματικότητά του, σε ποιά προσλαμβάνουσα παράστασή του αντιστοιχεί, ώστε να αναχθεί στην αναίμακτη Θυσία του Χριστού; Μήπως η πρόσβαση στο εννοι­ολογικό ή σημασιολογικό της περιεχόμενο θα επιτευχθεί δια της «μεταφράσεως», ή μήπως θα χρει­αστεί να "ανακαλύψουμε" ένα σύγχρονο υποκα­τάστατο της "θυσίας", δίκην "παρα-φράσεως";

Με λίγα λόγια η «μετάφραση» ενδέχεται να συμπαρασύρει – και θά'ναι ανακόλουθο να μη συμ­παρασύρει – κι άλλα πράγματα, καθώς αντιστοι­χεί σε μια γενική τάση (σε παγκόσμιο επίπεδο  – «Νέα Εποχή»;)

"επαναπροσδιορισμού", "επαναξιολογήσεως", "επανερμηνείας" των υφιστα­μένων "δομών" ή "παραδεδομένων αρχών", αιτη­μάτων δηλ. παρομοίων με τα θέματα της εικονο­μαχίας (π.χ. έχει προβληθεί ο ισχυρισμός πως η διατήρηση της εκκλησιαστικής γλώσσης ισοδυ­ναμεί με ειδωλολατρία). Η θεολογία της Εβδό­μης Οικουμενικής Συνόδου θα μπορούσε άραγε να μας διαφωτίσει συνολικώς σ' αυτό το ζήτημα;

 

9. Κατά την ωραία και νόμιμη διαδικασία επανόδου στην θεώρηση της Λατρείας μέσα στην αρχαιοεκκλησιαστική της προοπτική προκύπτει το εξής ζήτημα: Τα Ευαγγέλια (όχι όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης) γράφτηκαν στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής. Γιατί όμως μετά από τέσ­σερις αιώνες οι Μεγ. Πατέρες της Εκκλησίας και Οικουμενικοί Διδάσκαλοι προβαίνουν σε ένα καθοριστικό τόλμημα και γράφουν τις ευχές της Αγ. Αναφοράς (εκτός από τα άλλα συγγράμματά τους-π.χ. ερμηνευτικές ομιλίες, δηλ. κηρύγματα στον λαό) σε γλώσσα, το επίπεδο της οποίας είναι "αττικό" και γυρίζει 800 χρόνια πίσω; Αυτή η επιλογή τους, ασφαλώς ενσυνείδητη, άραγε δεν περιλαμβάνεται ως δεδομένο μέσα στην αρχαία πα­ράδοση, άραγε δεν μας εφοδιάζει με ένα ισχυρό αξιολογικό κριτήριο; Ποιός λόγος να θεμελίωσε άραγε αυτή την επιλογή των θεοφόρων Πατέρων;

Κι ακόμη, βάσει ποίας λογικής, αρκετά αργό­τερα, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και οι μετ' αυτόν υμνογράφοι διευρύνουν κι άλλο το χάσμα και γρά­φουν Ιαμβικούς Κανόνες στην έτι αρχαιότερη και πλέον «δυσνόητη» ομηρική, που αναφιβόλως δεν μιλιόταν ούτε "καταλαβαινόταν" εκείνη την εποχή;


10. Μήπως η παραδεδομένη γλώσσα της εκκλησιαστικής Λατρείας συνιστά ένα αισθητοποιό υλικό και συγχρόνως ασκητικό στοιχείο απο­φυγής συσχηματισμού με τον κόσμο; Μήπως, δη­λαδή, η είσοδος στον χώρο και τον χρόνο της "αμετάφραστης" Λατρείας προικίζει τους πιστούς με ένα υποβοηθητικό στοιχείο για την έξοδό τους από το φρόνημα του κόσμου και την τρέχουσα καθημερινότητα και για μια «αληθινή είσοδο από έξω στην εκκλησία» (R. Taft);

Εκ παραλλήλου θα συνιστούσε άραγε κατα­κριτέα και απορριπτέα υπερβολή η παρομοίωση, η αναγωγική ερμηνεία των κατακομβών (του κριτηρίου των) με την διατήρηση της εκκλ. γλώσ­σης της Λατρείας; Δηλαδή όπως οι αρχαίοι Χρι­στιανοί κρύβονταν επί τρεις αιώνες στις κατακόμβες, για να προσφέρουν την Λατρεία τους στον Θεό, έτσι και σήμερα οι ελληνόφωνοι Χριστια­νοί υπό τον ακήρυκτο συνειδησιακό, αξιακό, γλωσ­σικό, πνευματικό, γιατί όχι και εθνικό, διωγμό "διασφαλίζουν" την Λατρεία τους και την Πίστη τους στο ασφαλέστερο περιβάλλον της ήδη εκκλη­σιαστικής γλώσσης; Μέσα σ' ένα κόσμο πλήρους συγχύσεως εννοιών, αρχών, δομών και αξιών, όπου οι λέξεις κατακερματίζονται, τα νοήματα διαμελίζονται, ο λόγος αποδομείται, η συνείδηση ξεχαρβαλώνεται και η συνεννόηση καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, άραγε η «μετάφραση» των πεζών και ποιητικών μερών της Λατρείας δεν φα­ντάζει σαν το τελευταίο "απονεννοημένο" διά­βημα, να αυτοεμπλακεί δηλαδή η (ελληνόφωνη) Εκκλησία σε ένα φαύλο κύκλο "νεογλωσσικών ερί­δων" περί τις λέξεις, τα νοήματα, τις σημασίες, τις αποχρώσεις, ενώ έχει το πολύτιμο προνόμιο της ακριβούς εκφράσεως-διατυπώσεως;


11. Εξ άλλου η Λατρεία αποτελεί μια σύνθεση που έχει σχηματισθεί μέσα στις πνευματικές ζυ­μώσεις πολλών αιώνων και περικλείει ζωντανά στοιχεία ιστορικής (και εσχατολογικής) μνήμης, παροντοποιεί τα σωτηριώδη γεγονότα της Ενσάρκου Οικονομίας αλλά παραλλήλως κουβαλάει κι όλο το σφρίγος μιας Εκκλησίας που πάλεψε και παλεύει μέσα στους αιώνες να διαφυλάξει την Πί­στη ακριβώς διατυπωμένη και ανόθευτη και πα­ρέχει την δυνατότητα να ψηλαφήσουμε τις δια­φορετικές ιστορικές στρωματώσεις. Δικαιούμαστε να παρακάμψουμε αυτή την παράμετρο;

Αλλά κυριότερο κριτήριο, που ίσως αμφι­σβητεί την πρακτική λογική της «μεταφράσεως» είναι το ιστορικό: Η ίδια η "επιλογή" του Κυρίου για τον χώρο και τον χρόνο, τις ιστορικές συν­θήκες της Ενσαρκώσεως, τους Μαθητές Του, την Ίδρυση της Αποστολικής Εκκλησίας, την συγγραφή λίγο αργότερα των Ευαγγελίων και των Επιστολών της Καινής Διαθήκης με (κτιστό) εργαλείο χαράξεως, σημάνσεως, γραφής, περι­γραφής, καταγραφής της ιστορικής απαρχής και φανερώσεως της Σωτηρίας την ελληνική γλώσσα εκείνης της εποχής. Δεν νομιμοποιούμαστε άραγε να θεωρήσουμε πως κατά ένα τρόπο προνομιακό -όχι όμως νομικό ή αποκλειστικό- "κλείδωσε" η τότε ελληνική γλώσσα;

 

12. Δημιουργείται η εντύπωση -μακάρι εσφαλμένη- πως η Λατρεία (και η γλώσσα της) αντιμετωπίζεται αν όχι ως δοκιμαστικός σωλήνας ή κρυσταλλοπίνακας καταστήματος στην οδό Σκουφά (!…), τουλάχιστον ως είδος θρησκευτικής "παραστάσεως", ένα είδος "σκηνικού ντεκόρ", οπότε κάλλιστα είναι θεμιτοί πάσης φύσεως (δη­λαδή όχι μόνο γλωσσικοί…) πειραματισμοί. Η Λα­τρεία όμως είναι έκφραση της Πίστεως και της εν Χριστώ Ζωής της εκκλησιαστικής κοινότητος, αρχαιόθεν. Κατά συνέπειαν στην Λατρεία εκτός της Ορθοδόξου Πίστεως έχουν αποτυπωθεί και τα "ανώτατα επίπεδα πνευματικότητος", της ορθο­δόξου ζωής, ως δείκτες, ως φάροι, με τον ανθρω­πίνως υψηλότερο γλωσσικό τρόπο. Συναφώς, η Λατρεία, εξαιρέτως δε η Θ. Λειτουργία, είναι αδιά­σπαστα συνδεδεμένη με την εκκλησιαστική άσκηση, τόσο που μια Λειτουργία χωρισμένη από την "πνευματικότητα", την πνευματική προετοιμασία, κατά τον εκκλησιαστικό τρόπο, να κινδυνεύει να μετατραπεί σε "ιερό θέατρο". Η άσκηση όμως σή­μερα είναι μια ακόμα "ακαταλαβίστικη γλώσσα", μια "α-κατανόητη" υπόθεση, για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων, οπότε μήπως η «μετάφραση» αποκεκομμένη εμμέσως μεν, εμπράκτως δε, από την "αμετάφραστη γλώσσα της ασκήσεως" θα τους εξασφαλίσει μια ανέξοδη και "κατανοητή" "παράσταση";

 

13. Κρατώ προτελευταία την αναφορά στο μέγα θέμα της ερμηνείας καθαυτήν, η οποία θα είναι αναπόφευκτη κατά την νεοελληνική από­δοση. Γι' αυτό το θέμα εγκρατείς θεολόγοι, φιλόλογοι και διανοητές έχουν επιχειρηματολογή­σει. Σύντομα όμως επαναλαμβάνω ως ερώτημα: άραγε δεν είναι αναντιλέκτως αποδεκτό ότι πάντα μια μετάφραση είναι μια προδοσία; Ποιός αναλαμβάνει μια τέτοια ευθύνη; Κι αν την αναλαμβάνει για την "προδοσία", την αναλαμβάνει και για πι­θανό σχίσιμο της τοπικής Εκκλησίας;

14. Για τελευταία άφησα μια σκέψη κάπως προσωπικότερη: Μου φαίνεται λίγο δυσανάλογη, οξύμωρη και αιθερία η "εργώδης" αυτή υποστή­ριξη της «μεταφράσεως» αφ' ενός μεν ως προς την διαμορφωμένη κοινωνική κατάσταση καταρρεύσεως στην Ελλάδα, «όπου δεν έχει μείνει τί­ποτα όρθιο, όπου οι κάθε λογής αυθαιρετούντες απλώς αποτελειώνουν, με τα δικά τους μέσα, το καταστροφικό έργο των ελίτ του κατεστημένου. Ψάχνεις απεγνωσμένα για ελπίδα και βλέπεις παντού ωμή ιδιοτέλεια και ξεδιάντροπη υποκρι­σία» (Χαρίδ. Κ. Τσούκας, "Καθημερινή" 15/3/2009) αφ' ετέρου δε ως προς την προφητική διακονία του Λόγου του Θεού, στις μέρες μας. Απλούστερα, μου φαίνεται πιο ρεαλιστικός, πιο επείγων και πιο συμβατός με τις σημερινές ανάγκες ένας χαμη­λόφωνος ερμηνευτικός και (ει δυνατόν) βιωμα­τικός λόγος για τις αλήθειες της Πίστεως και συν­ολική αναθεώρηση τρόπου ζωής, μια ζωντανή, θερμή, ή και αιματηρή μαρτυρία αγάπης Χρι­στού, παρά μια "εργολαβία" Λειτουργικής Με­ταρρυθμίσεως (μεταφράσεως).

Αν οι άνθρωποι σήμερα τείνουν να αποστρέ­φουν το πρόσωπό τους από την Εκκλησία, μου φαίνεται πως δεν το κάνουν τόσο γιατί δεν κατα­νοούν την γλώσσα της Λατρείας, όσο γιατί, πρώτον, δεν κατανοούν ότι υπάρχουν αρκετά πράγματα που δεν "κατανοούνται", γιατί, δεύτερον, δεν κατανοούν τι ακριβώς "εννοούν" τα εκκλησιαστικά λόγια (ακόμα και μεταφρασμένα), δεν καταλα­βαίνουν δηλαδή τι νόημα μπορεί να έχουν τα "λό­για", τα νοήματα, τα πράγματα της Εκκλησίας στην ζωή τους (και δεν βρίσκεται εύκολα κάποιος ικανός να τους τα καταστήσει ζωντανά, να τους τα ερμηνεύσει αληθινά) και γιατί, τρίτον, ίσως και οι ίδιοι να μη έχουν και πάρα πολλή όρεξη να "καταλάβουν" κάτι από την Ζωή, τον Σταυρό και την Ανάσταση Ιησού Χριστού.

Κύριος Ιησούς δώη ημίν δώρημα αγαθόν: κάποτε κάτι να καταλάβουμε. Eλάχιστος εν πρεσβυτέροις, Αθανάσιος Στ. Λαγουρός


(*)(http://pakapodistrias.blogspot.com/2008/05/blog-post_20.html)

(Πηγή: «Χριστιανική Βιβλιογραφία», Τριμηνιαία Κριτική Έκδοση, αρ.φ. 42, Ιαν. – Μαρ. 2009)


(Η «Αλλη Όψις» θα ήθελε να ευχαριστήσει τον συγγραφέα του άρθρου, π. Αθανάσιο, για την άδεια δημοσίευσης)

 

ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1161

ΠΡΟΤΑΣΗ: leotinos

Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Ευχαριστίας

Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Ευχαριστίας

 

Του Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα)*

 

* Ομιλία Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. ΙΩΑΝΝΟΥ με θέμα : «Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Ευχαριστίας» επί τη "εξηκονταετηρίδι"  κυρού (+) πρ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου – Διακίδειος Σχολή Λαού, 15 Ιανουαρίου 1999

Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών, Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, κύριοι βουλευταί, κύριε Νομάρχα, κύριε Δήμαρχε, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Με πολλήν συγκίνησιν και χαράν συμμετέχω στην αποψινή εκδήλωση προς τιμήν του πολιού και διακεκριμένου Ιεράρχου της κατά την Ελλάδα Εκκλησίας, προέδρου και ποιμενάρχου της ιστορικής και Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών κ. Νικοδήμου, ο οποίος συμπληρώνει σήμερα εξηκονταετίαν όλην εν τη διακονία του Θυσιαστηρίου και του οποίου η μακρά και πλουσία προσφορά αναγνωρίζεται την εσπέραν αυτήν πανηγυρικώς και επισήμως και υπό της Εταιρίας Πελοποννησιακών Σπουδών διά της επιδόσεως ειδικού τιμητικού τόμου.

 Η χαρά και η συγκίνησίς μου επί τη τιμητική αυτή εκδηλώσει, οφείλονται πρώτον μεν εις τον ιδιάζοντα ιερόν δεσμόν μεταξύ της Εκκλησίας των Πατρών και του πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου, του οποίου ταπεινός Ιεράρχης τυγχάνω, δεσμόν οφειλόμενον εις τον κοινόν ιδρυτήν των δύο Εκκλησιών, Βυζαντίου Κωνσταντινουπόλεως και Πατρών, Άγιον Απόστολον Ανδρέαν, δεύτερον δε εις τον βαθύ σεβασμόν τον οποίον προσωπικώς τρέφω προς τον τιμώμενον σήμερον Ιεράρχην, όχι μόνο διά την πλουσίαν εκκλησιαστικήν διακονίαν του αλλά και διά την γόνιμον προσφοράν του εις τα θεολογικά γράμματα, προσφοράν η οποία τον έχει ήδη αναδείξει εξέχοντα εκπρόσωπον της μακράς παραδόσεως των λογίων Αρχιερέων του Γένους.

 Η προσφορά αυτή καλύπτει ευρύ φάσμα τόσον του προφορικού όσον και του γραπτού λόγου, τον οποίον ο Σεβασμιώτατος συνδυάζει με υποδειγματικήν χρήσιν της ελληνίδος φωνής, της οποίας το ύφος καλλιεργεί και χρησιμοποιεί με αρχοντικήν λιτότητα, ακρίβειαν και γλαφυρότητα, χωρίς ρητορικές υπερβολές, ξένες προς την φύσιν του εκκλησιαστικού λόγου.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Νικόδημος είναι ευρέως γνωστός διά τα δημοσιεύματά του, τα οποία καλύπτουν εκτός των άλλων και τον χώρον του θείου κηρύγματος, της Αγιολογίας, της Ιεράς Υμνογραφίας – δείγμα της οποίας απηλαύσαμε προ ολίγου – και το εκκλησιαστικόν τυπικόν. Γνώστης της βυζαντινής μουσικής εκ των ολίγων και προικισμένος από τον Θεόν με το χάρισμα της καλλιφωνίας εξέχει ως λειτουργός εις όλας τας εκδηλώσεις της Θείας Λατρείας, μάλιστα δε ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας. Τα σημειώματά του εις τα επίσημα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούν θεολογικώς και λειτουργικώς τεκμηριωμένα κείμενα και οδηγόν πολύτιμον εις την λατρευτικήν ζωήν της Εκκλησίας. Η σημασία την οποίαν αποδίδει ο Σεβασμιώτατος εις την ορθήν τέλεσιν της Λατρείας και κυρίως της Θείας Λειτουργίας αποτελεί χαρακτηριστικόν της όλης προσωπικότητος και προσφοράς του. Αυτό το χαρακτηριστικό παρέχει και το έναυσμα για την επιλογή του θέματος της ομιλίας μου, της οποίας τίτλος είναι: «Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας».

Το θέμα αυτό έκρινα ότι αρμόζει κατεξοχήν στον τιμώμενο σήμερα Ιεράρχη, διότι τόσον εκείνος όσον και η ταπεινότης μου προσωπικώς θεωρούμε ότι το κύριον, το κατεξοχήν έργον του Επισκόπου είναι η προεδρία της Θείας Ευχαριστίας. Από αυτήν πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική. Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον δεν υπάρχει, αλλ' ούτε και Επίσκοπος χωρίς Ευχαριστίαν. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα και συνιστούν τον άξονα αυτού τούτου του Μυστηρίου της Εκκλησίας : «όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί και το πλήθος- δηλαδή ο λαός – έστω, ώσπερ όπου αν είη Χριστός Ιησούς εκεί και η καθολική Εκκλησία» γράφει ο Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ήδη στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνος. Και σε άλλο σημείο τονίζει ότι «αύτη βεβαία Ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον Επίσκοπον ούσα».

 Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαμέσου των αιώνων παρέμεινε πιστή στην αρχή αυτή και δεν μπορεί να αποστή από αυτήν αν θέλει να παραμείνει ορθόδοξος. Καταστρατηγήσεις της αρχής αυτής από όσους τελούν τη Θεία Ευχαριστία χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου ή το φοβερότερο, χωρίς το μνημόσυνο του ονόματος του Επισκόπου, όπως συμβαίνει με μερικούς λεγομένους ζηλωτάς εις το Άγιον Όρος, με καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται εφόσον ο τοπικός Επίσκοπος δεν επάφθη ή αντικατεστάθη από άλλον, πάντοτε και μόνον υπό Επισκοπικής Συνόδου, γι' αυτό και κάτι τέτοιο αποτελεί εκτροπή σοβαρότατη από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μεγίστη αίρεση εν τη πράξει έστω και αν την καλύπτει ο μανδύας του ζήλου υπέρ της Ορθοδοξίας.

Ο Επίσκοπος, λοιπόν, έχει ως κύριον έργον του και πρωταρχικόν το να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα γιατί όλα τα άλλα νοηματίζονται από τη σχέση τους με τη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην Αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας ετελούντο μέσα στη Θεία Ευχαριστία. Όπως έδειξε με μια μελέτη του ο αείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπής λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας το Βάπτισμα, το Χρίσμα, ο Γάμος κ.λ.π. ετελούντο εντός της Θείας Λειτουργίας. Για το λόγο αυτό ο Επίσκοπος απέκτησε την εξουσία να παρέχει την άδεια για την τέλεση όχι μόνο της Θείας Λειτουργίας αλλά και όλων των Μυστηρίων. Την εξουσία αυτή την άντλησε από το γεγονός, ότι αυτός προΐστατο της Θείας Ευχαριστίας και κατά συνέπειαν και όλα όσα ετελούντο εντός της Ευχαριστίας ετελούντο με την ευλογίαν του.

Ο Επίσκοπος συνεπώς όταν διοικεί δεν ασκεί διοίκησιν, όπως λέμε, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας της οποίας προΐσταται. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει αγιασμός και ευλογία στη ζωή των πιστών. Κανείς δεν μπορεί να γίνει άγιος χωρίς τη συμμετοχή του στον Ένα Άγιον, Ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του λύτρον αντί πολλών εις τη Θεία Ευχαριστία. Ακριβώς διότι μόνον στη Θεία Ευχαριστία υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού όλη η χάρις και ο αγιασμός στη ζωή μας πηγάζουν από εκεί. Δεδομένου, όμως, ότι η Θεία Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον είναι αδιανόητη, ούτε χάρις και αγιασμός στη ζωή μας είναι δυνατή χωρίς την ευλογία του Επισκόπου.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου. Είναι η θέση του στη Θεία Ευχαριστία και τίποτε άλλο. Ο Επίσκοπος στην ουσία δεν είναι διοικητής, είναι λειτουργός. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουν πρώτα οι ίδιοι οι Επίσκοποι και κατόπιν όλος ο κλήρος και ο λαός για να μην παρεισφρύουν στην Εκκλησία αντιλήψεις κοσμικές περί διοικήσεως, εξουσίας και τα τοιαύτα. Αλλά τι σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι πρώτιστα πάντων και κατεξοχήν λειτουργός και προεστώς της Ευχαριστίας; Ποιο είναι το βαθύτερο θεολογικό νόημα αυτής της αλήθειας και πώς εκδηλώνεται στην πράξη;

Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στον οποίον αναφερθήκαμε ήδη, βλέπει τον Επίσκοπο μέσα στη Θεία Ευχαριστία ως καθήμενον εις τόπον ή τύπον Θεού περιστοιχούμενον από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι λειτουργούν εις τύπον των Αποστόλων. Η εικόνα αυτή επεκράτησε σε όλη τη διαδρομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμέσου των αιώνων και εκφράζεται με τη δομή των ιερών ναών καθώς και τη δομή της Θείας Λειτουργίας. Αξίζει να τα δούμε αυτά από πιο κοντά.

Η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού. Στη Θεία Λειτουργία βιώνουμε και προγευόμεθα της καταστάσεως στην οποία θα ζει ο κόσμος όταν επικρατήσει η Βασιλεία του Θεού την οποίαν όλοι οι πιστοί προσδοκούμε και για τον ερχομό της οποίας προσευχόμεθα κάθε φορά που λέμε στην Κυριακή Προσευχή «ελθέτω η Βασιλεία σου». Τα χαρακτηριστικά της Βασιλείας του Θεού περιλαμβάνουν όλα όσα παρατηρούμε στην Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδή

α) τη σύναξη του διεσκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κ.α., η Θεία Ευχαριστία είχε ένα μόνο όνομα: Σύναξις. Και τούτο διότι στη Βασιλεία του Θεού ο διηρημένος και κατατεμαχισμένος κόσμος μας, η φθορά και ο θάνατος που δεν είναι τίποτε άλλο από διαίρεση και κατατεμαχισμό της υπάρξεώς μας θα παραχωρήσουν τη θέση του στην ενότητα και την αγάπη, που είναι συνώνυμα με την αιώνια, την αληθινή ζωή. Αυτός είναι και ο βαθύτερος θεολογικός λόγος για τον οποίο η Εκκλησία μας έχει απαγορεύσει την τέλεση περισσοτέρων της μιας Θείων Λειτουργιών στην ίδια ενορία. Ως εικόνα της Βασιλείας του Θεού, η Θεία Ευχαριστία συνάγει όλον τον λαόν εντός ενός τόπου επί τω αυτώ.

β) Η σύναξη του διασκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ στη Βασιλεία του Θεού θα έχει ένα συγκεκριμένο κέντρο και μια συγκεκριμένη κεφαλή, τον Βασιλέα Ιησού Χριστόν, ο οποίος καθήμενος επί θρόνου εις τύπον και τόπον Θεού θα συναγάγει τα διασκορπισμένα εις εν και θα θρέψει τον κόσμον με την αιώνια ζωή που πηγάζει από το Σώμα Του.

Αυτόν τον Βασιλέα Χριστόν, όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του, εικονίζει στην Εκκλησία ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος. Γι' αυτό και κάθεται επί θρόνου, όχι βέβαια αυτό που λέμε σήμερα Δεσποτικό Θρόνο, αλλά αυτό που είναι πίσω από την Αγία Τράπεζα και λέγεται Σύνθρονο, κάτι που στην αρχαία Εκκλησία ήταν εκ των ων ουκ άνευ στους ναούς και που έχει ατυχώς σήμερα ατονήσει. Ο θρόνος του Επισκόπου στο Σύνθρονο είναι εικόνα της εγκαθιδρύσεως του Χριστού στη Βασιλεία Του, με τους δώδεκα Αποστόλους να τον περιστοιχούν καθήμενοι και αυτοί κατά τη φράση του Κυρίου «επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ», κάτι που εικονίζεται από τους πρεσβυτέρους στην Εκκλησία κατά τον Άγιο Ιγνάτιο, όπως είδαμε προηγουμένως.

Δεν είναι συνεπώς χωρίς σημασία το ότι ο Επίσκοπός και οι λειτουργοί στη Θεία Ευχαριστία φέρουν λαμπρές στολές. Κακώς σκανδαλίζονται πολλοί σήμερα από τη λαμπρότητα των αμφίων της Εκκλησίας μας και θέλουν δήθεν να τα απλοποιήσουν. Όλα στη Θεία Ευχαριστία είναι λουσμένα στο φως και τη λαμπρότητα γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία μας θέλησε να δείξει ότι στη Θεία Λειτουργία ζούμε στη Βασιλεία του Θεού. Όταν ήμαστε παιδιά στα χρόνια μου, θυμούμαι ότι ήταν αδιανόητο να πάμε στη Λειτουργία αν δε φορούσαμε τα καλύτερά μας ρούχα.

 

Μοναχισμού, εκεί όπου η στέρηση, η άσκηση και η απλότητα του βίου βιώνονται στο έπακρον δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκονται τα πολυτελέστερα άμφια των λειτουργών. Η ταπείνωση και απλότητα του καθημερινού βίου των μοναχών δεν μπορεί να συνεχιστεί και επεκταθεί στη Θεία Ευχαριστία. Γιατί στη Θεία Ευχαριστία ζούμε την υπέρβαση του Σταυρού και το δοξασμό του στη Βασιλεία του Θεού. Γι' αυτό και η Εκκλησία έχει απαγορεύσει την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας σε ημέρες νηστείας, με δύο μόνον εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Ευχαριστία και νηστεία είναι ασυμβίβαστα, ακριβώς διότι η Ευχαριστία είναι χαρά και πανηγύρι, «κλάσις του Άρτου εν αγαλλιάσει» κατά τους πρώτους Χριστιανούς. Όλα στη Θεία Ευχαριστία και στον ναό είναι λαμπρά. Οι εικόνες έχουν φόντο χρυσό, οι πολυέλαιοι είναι αναμμένοι, τα πρόσωπα των πιστών λάμπουν από χαρά και αγαλλίαση και φυσικά ο προεστώς της Ευχαριστί ας Επίσκοπος, ως εικών του Βασιλέως Χριστού, τι φυσικότερον από το να έχει λαμπρά στολή και αμφίεση.

Όλα αυτά ακούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Και τούτο διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνας στην εκκλησιαστική ζωή μας. Έτσι, όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι στη Θεία Ευχαριστία εικών Χριστού δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε. Η Θεία Λειτουργία είναι όμως εντελώς αδιανόητη χωρίς την έννοια του εικονισμού. Τι είναι εικόνα και πώς εφαρμόζεται στη Θεία Ευχαριστία; Ο εικονισμός είναι πρώτα απ' όλα διάχυτος στον Ορθόδοξο ναό ήδη από την εποχή της εικονομαχίας. Έτσι στη βυζαντινή εικονογραφία ο τρούλος είναι ο χώρος όπου παριστάνεται η Ουράνια Εκκλησία ενώ η αμέσως από κάτω ζώνη διακόσμησης είναι αφιερωμένη στην εξεικόνιση της επί γης Εκκλησίας. Ένας χορός από Αγίους, όπως και η ημερολογιακή σειρά της μνήμης τους είναι κατανεμημένος σ' ολόκληρο το ναό. Οι πατριάρχες, οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και οι ιερείς έχουν θέση στην κύρια αψίδα, στο ιερό βήμα και στους παραπλεύρους χώρους, ή στους αμέσως κάτω από τον τρούλο ευρισκομένους θόλους.

Οι Άγιοι Μάρτυρες σε ομαδική διάταξη σκεπάζουν τα κύρια τόξα του τρούλου, τους τοίχους, τις κολώνες και τους υπόλοιπους θολωτούς χώρους του ναού, ενώ οι ασκητές, οι απλοί μοναχοί και οι τοπικοί Άγιοι καταλαμβάνουν τελικά το δυτικό τμήμα του ναού δίπλα στην είσοδο. Όλα αυτά σημαίνουν ένα πράγμα: ότι στη Θεία Λειτουργία οι πιστοί πρέπει να αισθάνονται ότι βρίσκονται στην κοινωνία των Αγίων, στην οποία βασιλεύει ο Χριστός, όπως θα συμβεί ακριβώς στη Βασιλεία του Θεού.

Αλλά ο εικονισμός δεν περιορίζεται στον ναό και τις εικόνες που τον διακοσμούν. Επεκτείνεται και στα τελούμενα εν τω ναώ και σε εκείνους που τα τελούν, δηλαδή στους λειτουργούς. Έτσι, ακολουθώντας πιστά τον Άγιο Μάξιμο και απηχώντας τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 8ο αιώνα, στο ερμηνευτικό του υπόμνημα στη Θεία Λειτουργία γράφει για το Σύνθρονο του Επισκόπου ότι είναι «τόπος και θρόνος εν όπερ ο Παμβασιλεύες Χριστός προκάθηται μετά των αυτού Αποστόλων». Υποδεικνύει δε και την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν "καθ' ην ελθών εν δόξη" – σημειώστε το στοιχείο της δόξας και λαμπρότητος – «αποδούς εκάστω κατά το έργον αυτού και πάντα κόσμον κρίνει».

Όλα λοιπόν και όλοι μέσα στη Θεία Ευχαριστία εικονίζουν κάτι. Ο λαός τον κόσμο ολόκληρο, ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι ιερείς του Αποστόλους, οι διάκονοι τους Αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα «τα εις δικανονίαν αποστελλόμενα» κατά την έκφραση της Γραφής. Η αναπαράσταση της Θείας Λειτουργίας με τον Επίσκοπο ως Χριστό Βασιλέα, τους διακόνους ως Αγγέλους κλπ. είναι εμφανής στη βυζαντινή αγιογραφία των ναών. Όποιος αρνείται τον εικονισμό στην Εκκλησία, αρνείται όλη την ιστορία της Σωτηρίας, ισχυρίζεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.

Αλλά τί ακριβώς είναι η εικόνα μέσα στη θεολογία της Λειτουργίας και γιατί είναι απαραίτητη; Τι σημαίνει ως προς το θέμα μας ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού και γιατί δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα και να φθάσουμε απευθείας στο πρωτότυπο; Γιατί με άλλα λόγια δεν μπορούμε να προσευχόμεθα απευθείας στο Χριστό, αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του, ο Επίσκοπος; Μάλιστα, πολλοί θα προτιμούσαν να μην παρεμβάλλεται το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο ενίοτε μας εμποδίζει να προσευχηθούμε νοερά και πνευματικά, όπως λέμε, όχι σπάνια ακριβώς εξαιτίας της λαμπράς αμφίεσης. Τέτοιες σκέψεις οδήγησαν τον προτεσταντισμό στην απόρριψη του εικονισμού, τόσο στη διακόσμηση του ναού όσο και στην αντίληψη περί λειτουργών και ιεροσύνης. Το ίδιο έκανε περίπου και η δευτέρα Σύνοδος του Βατικανού κάτω από την επίδραση του προτεσταντισμού και λόγω του ότι στους Ρωμαιοκαθολικούς η έννοια της εικόνας είχε προ πολλού μετατραπεί σε απλή διακοσμητική τέχνη χωρίς εσχατολογικό και οντολογικό περιεχόμενο.

Μεταξύ των ορθοδόξων επεκράτησε στον καιρό μας σύγχυση και αντιφατικότητα σε βαθμό άκρως επικίνδυνο. Έτσι από το ένα μέρος οι πιστοί μας δέχονται τον εικονισμό ως προς τις ιερές εικόνες τις οποίες προσκυνούν με ευλάβεια αλλά από το άλλο μέρος διστάζουν να προσεγγίσουν με τον ίδιο λατρευτικό ρεαλισμό, με την ίδια ευλάβεια, τους λειτουργούς και τον Επίσκοπο. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και περισσότερο και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τον προεστώτα της Ευχαριστίας Επίσκοπο ως εικόνα Χριστού; Ο λόγος για τον οποίον αρχίζει να εκλείπει η αντίληψη αυτή είναι διττός. Από το ένα μέρος οφείλεται στο ότι αγνοούμε το τί σημαίνει "εικόνα", "εικονισμός" και "εικονίζω" στη γλώσσα της Εκκλησίας. Από το άλλο μέρος δεν φαίνεται να κατανοούμε πια την ανάγκη του εικονισμού στη λατρεία.

Ας αναλύσουμε σύντομα αυτά τα δύο στοιχεία. Εικόνα είναι, θα μπορούσε να πει κανείς επιγραμματικά, η προσωπική ή υποστατική παρουσία χωρίς την παρουσία της ουσίας ή φύσεως. Έτσι, ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο υπέρμαχος των ιερών εικόνων είναι σαφής : «Ούχ άλλο τι εστίν η του Χριστού εικών, ή Χριστός», παρά το της ουσίας, δηλαδή, διάφορον. Γι' αυτό και δεν διστάζει να γράψει : «και Χριστόν την του Χριστού εικόνα λέγομεν». Με άλλα λόγια στην εικόνα υπάρχει προσωπικά το πρωτότυπο γι' αυτό και η προσκύνησίς της «επί το πρωτότυπον διαβαίνει» κατά την γνωστήν φράσιν του Μ. Βασιλείου. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς θεολογία του προσώπου δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια της εικόνας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει προς την ατομοκρατία και δυσκολεύεται να κατανοήσει την εικόνα. Έτσι βλέπει τον άλλον ως άτομο, παρασύρεται από τις φυσικές του ιδιότητες και αδυνατεί να αναχθεί πέρα από αυτές σε κάτι που παραπέμπει προσωπικά η εικόνα. Για να περιορίσουμε το πρόβλημα στο θέμα της ομιλίας μας, το να λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού ξενίζει τον άνθρωπο σήμερα, ο οποίος συνηθίζει να βλέπει όλα και τον συγκεκριμένο Επίσκοπο ως άτομο, οι φυσικές ιδιότητες του οποίου, το σώμα, η μορφή, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του, θετικά ή αρνητικά, εγκλωβίζουν τη σκέψη του και δεν του επιτρέπουν να αναχθεί προς κάτι πέρα από το ορώμενο άτομο.

Γιατί όμως είναι απαραίτητη η έννοια της εικόνας στη Θεία Ευχαριστία; Ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης δίνουν στην εικόνα το προβάδισμα έναντι του λόγου για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι ότι, ο λόγος μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις ενώ η εικόνα δυσκολότερα. Ο άλλος, ο και κυριότερος κατ' αυτούς, είναι διότι η εικόνα προσεγγίζει περισσότερο προς το εσχατολογικό όραμα. Γι' αυτό και η θέα της εικόνας του Χριστού αποτελεί πρόγευση της εσχατολογικής θέας. «Ήτις ού προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδει εν τη Δευτέρα Παρουσία την Τούτου μορφήν». Αν δεν έχουμε έννοια εικόνας τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η Βασιλεία του Θεού μπορεί να μας προσεγγίσει διαμέσου της ιστορίας, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην ιστορία, σ' αυτό που βλέπουμε με τις αισθήσεις μας.

Ο Επίσκοπος είναι για μας ο κύριος τάδε με τις ιδιότητες της ατομικής υπάρξεώς του, καλές ή κακές, χωρίς να μπορούμε να αναχθούμε διαμέσου του προς την Βασιλεία. Η επικοινωνία μας με το Θεό παρακάμπτει έτσι τον άνθρωπο και πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας. Ο πιστός που πηγαίνει στην Θείαν Ευχαριστία και κλείνει τα μάτια του ή διαβάζει το βιβλίο της Θείας Λειτουργίας επικοινωνεί – μάλλον νομίζει πως επικοινωνεί – νοερά με το Θεό και θεωρεί τους ανθρώπους δίπλα του εμπόδιο στην επικοινωνία του αυτή. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να καθίσει στο σπίτι του και να προσευχηθεί νοερά – τώρα μάλιστα έχει στη διάθεσή του και τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση της Θείας Λειτουργίας – χωρίς να ενοχλείται από το διπλανό του ή να σκανδαλίζεται από το λειτουργό.

Η εικόνα μας προσφέρει παραδόξως τόσο μια καταξίωση της ιστορίας και του πλησίον μας, όσο και μια υπέρβαση και αναφορά τους στη Βασιλεία του Θεού. Η θεώρηση του Επισκόπου ως εικόνος του Χριστού έχει σπουδαίες συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο τελεί τη Θεία Λειτουργία. Εκτός από την αμφίεση για την οποίαν ήδη έγινε λόγος υπάρχουν μέσα στο τυπικό της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας από τον Επίσκοπο, σημαντικά στοιχεία που εικονίζουν την έλευση και εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού διαμέσου της Θείας Ευχαριστίας. Θα περιορισθώ σε μερικά από αυτά.

α) Η είσοδος του Επισκόπου. Στις αρχαίες λειτουργίες η είσοδος αυτή ταυτίζεται με τη λεγομένη Μικρά Είσοδο. Πριν από αυτήν ο Επίσκοπος δεν ευρίσκετο στον ναό. Ενεδύετο τα άμφιά του στο σκευοφυλάκιο και εισήρχετο στον ναό όπου τον ανέμενεν ο λαός για να τον υποδεχθεί ως τον ίδιο το Χριστό. Εντεύθεν και η ψαλμωδία «δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ» συνοδευόμενη προφανώς από μια προσκύνηση του λαού προς τον εικονίζοντα τον Χριστόν Αρχιερέα. Σήμερα η συνήθεια των Επισκόπων, μόνο στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη – ευτυχώς – να ενδύονται τα άμφιά των εντός του ιερού γελοιοποιεί, αν δεν εξαφανίζει, την έννοια της εισόδου αφού ο Επίσκοπος ξαναμπαίνει εκεί που ήδη είχε εισέλθει. Τούτο συντελεί στην απώλεια του εικονισμού του Χριστού ως ερχομένου στον κόσμο, όπως την έβλεπεν ο Άγιος Μάξιμος, ο Άγιος Γερμανός κ.α.

β) Η εγκατάστασις του Επισκόπου εις το Σύνθρονον, βασική όπως είδαμε εικόνα του εσχατολογικού Χριστού στην οποία τόσο πολύ επέμειναν οι Πατέρες που ερμήνευσαν τη Θεία Λειτουργία. Και αυτό τείνει να ατονήσει. Σημειωτέον ότι μόνον ο τοπικός Επίσκοπος κάθεται εις το Σύνθρονόν του διότι μόνον αυτός είναι κεφαλή της συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας.

γ) Το κήρυγμα του λόγου μόνον ευθύς μετά τα αναγνώσματα, διότι, όπως εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, «μετά ταύτα όλα πλέον συντελούνται στα έσχατα», στη Βασιλεία του

Θεού, όπου το κήρυγμα είναι αδιανόητο. Και αυτό δυστυχώς πολύ συχνά πλέον καταστρατηγείται και έτσι ανατρέπεται η έννοια της Ευχαριστίας ως εικόνα της Βασιλείας.

δ) Η Μεγάλη Είσοδος αποδεικνύει ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού, διότι μόνον αυτός δεν λαμβάνει μέρος στην ιεράν πομπή των Τιμίων Δώρων και αναμένει προς της Αγίας Πύλης για να τα παραλάβει. Είναι άκρως σημαντική αυτή η λεπτομέρεια όταν μάλιστα ληφθεί υπόψιν ότι στην Αρχαία Εκκλησία ο Επίσκοπος δεν επλησίαζε καθόλου στην Πρόθεση και δεν με

τείχε στην Προσκομιδή, όπως συμβαίνει σήμερα. Ως εικών Χριστού παραλαμβάνει τα δώρα διά να τα ανφέρει εις τον θρόνο του Θεού και να τα αγιάσει. Πρόκειται για μια κατεξοχήν χριστολογική πράξη.

ε) Η ευχή της Αναφοράς, η οποία αρχίζει με το "Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω" και τελειώνει με τα Δίπτυχα λέγεται όλη από τον προεστώτα Επίσκοπο διότι είναι ενιαίο και αδιάσπαστο όλον. Τα Δίπτυχα, που αποτελούσαν άλλοτε ουσιαστικό στοιχείο της Θείας Λειτουργίας είναι διπλά: των κεκοιμημένων και των ζώντων και των μεν κεκοιμημένων έχουν επικεφαλής την Παναγίαν, "εξαιρέτως", των δε

ζώντων τον προεστώτα Επίσκοπον, "εν πρώτοις". Το σημείον αυτό αποδεικνύει ότι χωρίς το μνημόσυνον του Επισκόπου η Ευχαριστία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Πρόκειται για το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει την Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας. Όλοι οι ζώντες αναγνωρίζουν με αυτόν τον τρόπο ως κεφαλή τους εν πρώτοις τον Επίσκοπο.

Γι' αυτό και ενέχει αποφασιστική σημασία για την εγκυρότητα της Θείας Ευχαριστίας η ορθή μνημόνευση τη στιγμή εκείνη του κανονικού Επισκόπου ή εκείνου "ο αν αυτός επιτρέψει" κατά την φράσιν του Αγίου Ιγνατίου. Όταν της Θείας Λειτουργίας προΐσταται Αρχιερεύς αναγινώσκονται τα Δίπτυχα με τα ονόματα των κεφαλών όλων των ανά την οικουμένην Εκκλησιών μετά των οποίων ευρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία. Τούτο είναι σημαντικό, και κακώς κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει πλέον περιορισθεί μόνον κατά τις μεγάλες πανηγύρεις. Διότι το νόημά του δεν είναι τελετουργικό αλλά βαθύτατα εκκλησιολογικό. Με αυτό δηλώνεται ότι κάθε Θεία Ευχαριστία, η υπό τον Επίσκοπον ούσα, δεν είναι αληθινή και έγκυρη αν δεν αποτελεί κοινωνίαν με την Ευχαριστίαν όλων των άλλων τοπικών Εκκλησιών.

Ο Επίσκοπος, ως προεστώς της τοπικής Ευχαριστίας αποτελεί κρίκον ενότητος της Εκκλησίας αυτής με όλες τις ανά τον κόσμον Εκκλησίες. Ο Επίσκοπος δεν είναι μόνον το κέντρο ενότητος της δικής του τοπικής Εκκλησίας αλλά και ο κρίκος που συνδέει μεταξύ τους όλες τις τοπικές Εκκλησίες σε μία ανά την οικουμένην Εκκλησία. Για το λόγο άλλωστε αυτό και υπάρχει το συνοδικό σύστημα στην Εκκλησία, στο οποίο μετέχουν μόνον Επίσκοποι. Πρόκειται για ένα σύστημα ενότητος όλων των τοπικών Εκκλησιών διαμέσου των προεστώτων της Θείας Ευχαριστίας κάθε Εκκλησίας.

Έτσι, εμμέσως, κάθε Σύνοδος αποτελεί ευχαριστιακό γεγονός, έκφραση της μιας ανά την οικουμένην Θείας Ευχαριστίας. Στο σημείο αυτό, της εκφωνήσεως δηλαδή των Διπτύχων πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο αποτελεί σημείο ουσιαστικό της Ευχαριστίας, διότι έχει σχέση με την Ευχαριστία ως ανάμνηση, ως μνημόσυνο ενώπιον του θρόνου του Θεού στη Βασιλεία Του. Την ώρα εκείνη της φρικτής Αναφοράς ο λειτουργός μνημονεύει όλων εκείνων, νεκρών και ζώντων, τους οποίους η Εκκλησία θέλει να θυμηθεί ο Θεός στη Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ή εκείνων των προσώπων. Για το λόγο αυτό, ορθώς ο Σεβασμιώτατος Άγιος Πατρών, ο τιμώμενος απόψε, εισηγείται να απαλειφθεί από τα Δίπτυχα η φράση "πολλά τα έτη" η οποία παρεισέφρησε προφανώς εξ' επιδράσεως των αρχιερατικών φημών. Πρόκειται για σημαντική πρόταση, η οποία ελπίζω να ληφθεί υπόψιν από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Δεν θα αναφερθούμε σε άλλες πτυχές της Θείας Λειτουργίας, οι οποίες καταδεικνύουν τη θέση του Επισκόπου στη Θεία Ευχαριστία. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλές λειτουργικές λεπτομέρειες, σημαντικές από εκκλησιολογικής απόψεως. Το γεγονός ότι ο ιερεύς όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία λαμβάνει καιρόν, όχι μόνον από τις ιερές εικόνες του εικονοστασίου, αλλά και από τον θρόνον του Επισκόπου, έστω και αν αυτός είναι κενός – έτσι τουλάχιστον έκαναν οι παλαιοί ιερείς – και ότι δεν μπορεί να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία παρά επάνω σε Αντιμήνσιο υπογεγραμμένο από τον Επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, όλα αυτά μαζί με το μνημόσυνο του Επισκόπου την ώρα της Αναφοράς μαρτυρούν ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρον της Θείας Ευχαριστίας.

Σεβασμιώτατοι και αγαπητοί αδελφοί. Ο αιών ο οποίος δύει έχει χαρακτηρισθεί ως αιώνας της εκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλές μελέτες έχουν γραφεί για την Εκκλησία στην εποχή μας. Αλλά, η εκκλησιολογική συνείδηση, ακόμη και των Ορθοδόξων, έχει πολλήν ανάγκη καλλιεργείας. Στην ομιλία μου αυτή θέλησα να υπογραμμίσω ιδιαιτέρως το βαθύτερο νόημα του λειτουργικού τυπικού σε ότι αφορά στη θέση του Επισκόπου εν τη Θεία Ευχαριστία. Συνηθίζομε να θεωρούμε το τυπικό ως κάτι δευτερεύον, αλλά στην Εκκλησία μας την Ορθόδοξο δεν υπάρχουν τύποι και τυπικόν χωρίς βαθύ εκκλησιολογικό περιεχόμενο.

Το λειτουργικό μας τυπικό πηγάζει από τη θεολογική συνείδηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι νεκρόν γράμμα, ούτε τυπολατρία. Ο σεβασμός του αποτελεί καθήκον ισάξιο προς το σεβασμό που οφείλουμε προς τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Ο τιμώμενος απόψε Ιεράρχης, ως πιστός τηρητής και διδάσκαλος του λειτουργικού τυπικού και υποδειγματικός προεστώς της Θείας Ευχαριστίας συνεχίζει την μακράν παράδοσιν της Εκκλησίας μας, η οποία έχει τις καταβολές της στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία. Του οφείλομε χάριτας διά τούτου καθώς και διά την όλην πλουσιοτάτην εκκλησιαστικήν διακονίαν του, την οποίαν ευχόμεθα να συνεχίσει επί έτη ακόμη πολλά, μαζί με την συνεισφοράν του εις τα γράμματα, η οποία είναι πραγματικά πολύτιμος. Είησαν τα έτη σας Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών πολλά και ευλογημένα.

ΠΗΓΗ:   http://www.i-m-patron.gr/keimena/pergamou_990115.html

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin. Οι φωτογραφίες του Σεβ. Περγάμου Ιωάννη είναι απ' αυτή την εκδήλωση, ενώ του κυρου (+) Σεβ. Πατρών Νικοδήμου έχουν αλιευτεί από το διαδίκτυο.

Ποιος δεν έρχεται στο φως;

Ποιος δεν έρχεται στο φως;

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

 

«Η Εκκλησία της Ελλάδος εδώ και δεκαετίες πρωτοπορεί πασιφανώς και στους τομείς του εκδημοκρατισμού και του κοινωνικού ελέγχου». Πόθεν η φράση; Από το φυλλάδιο με τίτλο «Προς το Λαό» που εκδίδεται εν ονόματι της Ιεράς Συνόδου, και δη από το τεύχος που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2005. Την εποχή, δηλαδή, που η Ιεραρχία πάσχιζε να αντιμετωπίσει τον ορυμαγδό των σκανδάλων, αν τυχόν θυμόμαστε…

Μα, γιατί να θυμόμαστε; Αν η μνήμη δεν είναι απλώς αναπόληση, αλλά – όλως αντιθέτως – παγοθραυστικό προς το αύριο, τότε αφορά μια διαδικασία στοχασμού και βασανισμού. Όμως ούτε για στοχασμό ούτε για βασανισμό απομένει χώρος, όποτε κυριαρχεί το θέαμα, ο μεσσιανισμός ή η καμαρίλα. Ένα από τα οδυνηρότερα χαρακτηριστικά βαθιάς κρίσης είναι η λεηλασία του λόγου. Το να εκφέρεται, δηλαδή, ένας λόγος που ακούγεται όντως σημαντικός, μα εκφέρεται κυνικά, σε ιλιγγιώδη αντίφαση προς την πραγματικότητα που υπηρετεί ο ρήτορας. Τι κοστίζει, λοιπόν, να δηλώνεις δημοκράτης, και μάλιστα πρωτοπόρος;

Συνέχεια

ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΣ

ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΣ:

αντιεκκλησιαστικη διαστροφη & ersatz παραδοση

 Του Βασίλη Ψύλλη

 

  Ο κληρικαλισμός είναι ο καταλύτης στην μετατροπή της πολιτικής κοινωνίας σε μικροαστική-γραφειοκρατική κοινωνία. σαν τέτοιος πρωταγωνιστεί στην βία της και στην καταστολή όποιας προσπάθειας για ελευθερία-συμμετοχή στο ζωντανό σώμα της Εκκλησίας. πρόκειται για διαστροφή-βλασφημία που αρνείται την ζωντανή μνήμη του Θεού [Λκ.22:19] και την υποκαθιστά με μιαν μπαρόκ τελετουργική επαναληπτικότητα.

Συνέχεια

Η ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας

Η ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας

 Του Αρχιμ. Νικόδημου Μπαρούση,

 

Ηγουμένου της Ι. Μ. Χρυσοποδαρίτισσας Φαρών Αχαΐας

Εις προσφάτως εκδοθέν βιβλίον (1) γίνεται εκτενής αναφορά εις τον τρόπον, κατά τον οποίον πρέπει να αναγινώσκωνται οι ευχές της θείας Λειτουργίας, και, επειδή κατ’ επανάληψιν αναφέρεται εκεί το όνομά μου, αισθάνομαι την υποχρέωσι να δώσω κάποιες απαντήσεις.

Συνέχεια