Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

 

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου*

 

Τα μέλη της κυπριακής Βουλής κρατάνε κυριολεκτικά στα χέρια τους τη μοίρα του ελληνισμού, σε Κύπρο και σε Ελλάδα, ενώ οι αποφάσεις που θα λάβουν θα έχουν μεγάλη επιρροή στην περαιτέρω εξέλιξη της ευρωπαϊκής κρίσης. Αν πουν ναι στην απόφαση του Eurogroup δεν έχει τελειώσει μόνο η κυπριακή οικονομία, τελειώνει και το κυπριακό κράτος, η ύπαρξη του οποίου είναι προϋπόθεση ασφαλούς επιβίωσης των Ελληνοκυπρίων στο νησί.

Ήδη τρωθείσα από το Μνημόνιο και τις Δανειακές, η Ελλάδα δεν έχει μεγάλες πιθανότητες να αντέξει επιπλέον τις οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες μιας κυπριακής καταστροφής. Θα οδηγηθεί στο τελικό κραχ και θα παύσει να υπάρχει ως συγκροτημένο κράτος. Οι κυπριακές εξελίξεις οδηγούν σύντομα σε ελληνική έκρηξη.

Το Όχι είναι η αναγκαία συνθήκη σωτηρίας όχι όμως και ικανή. Χρειάζεται άμεσα η εκπόνηση μιας στρατηγικής που θα επιτρέψει τη σωτηρία Κύπρου και Ελλάδας και θα εντάξει τον αγώνα τους σε ένα ευρύτερο διεθνές πλαίσιο. Ήδη, οι εξελίξεις των δύο τελευταίων ημερών κομίζουν μια πληθώρα πολύ χρήσιμων, κρίσιμων πληροφοριών γύρω από το τι συμβαίνει σε Κύπρο, Ελλάδα και Ευρώπη. Καταγράφουμε στη συνέχεια μερικές πρόχειρες σημειώσεις-σκέψεις για την εξελισσόμενη κρίση

1. Ο Νίκος Αναστασιάδης έχει ξεπεράσει, με τη δράση του, τα ιστορικά προηγούμενα του Εφιάλτη και του Γιώργου Παπανδρέου. Χρειάστηκε μόνο 15 μέρες για να καταστρέψει την κυπριακή οικονομία και το κυπριακό κράτος. Προφανώς αυτό δεν προέκυψε σε δύο ώρες, οργανώθηκε πολύ νωρίτερα και ήταν σε γνώση και της ελληνικής κυβέρνησης.

Θυμίζουμε ότι οι αποφάσεις του Εurogroup είναι ομόφωνες, ελήφθησαν δηλαδή με τη συγκατάθεση της Αθήνας

Αν ο κ. Αναστασιάδης ήθελε να διαπραγματευθεί και να φερθεί εντός του πνεύματος του κυπριακού συντάγματος, μπορούσε και όφειλε να ζητήσει να πάει όλο το Εθνικό Συμβούλιο στο Eurogroup, όπως συνέβαινε στις διαπραγματεύσεις για το κυπριακό.

Οι όροι που χρησιμοποίησε στο διάγγελμά του μοιάζουν απελπιστικά με τους όρους που χρησιμοποίησε ο Γιώργος Παπανδρέου: αναφορά στο 1974, στη χρεωκοπία, στη έλλειψη εναλλακτικής κλπ. Το πιθανότερο είναι ότι αυτοί οι όροι έχουν συμπεριληφθεί και στα δύο διαγγέλματα από ανθρώπους της Αυτοκρατορίας του Χρήματος, που επιχειρούν να χειραγωγήσουν τον ελληνικό λαό, παίζοντας επιδέξια με έννοιες πολύ φορτισμένες στο συλλογικό μας ασυνείδητο.

2. Η τρομακτική σημασία της αποκάλυψης Σόιμπλε. Στριμωγμένος ο Σόιμπλε αποκάλυψε δημόσια χωρίς να διαψευστεί ότι η Γερμανία διαφωνούσε με το κούρεμα του χρέους των καταθετών έως 100.000 ευρώ, ποσό εγγυημένο από την ΕΕ. Υπέρ του κουρέματος αυτού τάχθηκε η Κομισιόν, η ΕΚΤ και η κυπριακή κυβέρνηση.

Αφήνουμε κατά μέρος το εκπληκτικό κατόρθωμα του Αναστασιάδη. Αν η περιγραφή Σόιμπλε είναι ακριβής, τότε σημαίνει ότι την ατζέντα δεν τη βάζει η Γερμανία. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να τη βάζουν οι ανώτεροι γραφειοκράτες των Βρυξελλών ή της ΕΚΤ, σημαίνει ότι το Χρήμα έχει βρει τον τρόπο να χρησιμοποιεί επιδέξια τη Γερμανία, ειδικά την απελπιστικά πρωτόγονη, επαρχιακή μορφή του γερμανικού εθνικισμού αλά Σόιμπλε και Λάμερς, ως ιδιοτελή χρήσιμο ηλίθιο. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ ανήκει στο πανευρωπαϊκό κόμμα της Goldman Sachs, όπως και σειρά σημαινόντων παραγόντων σε όλα τα κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας.

Κουρεύοντας τις καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ, που είχε εγγυηθεί η ΕΕ δεν πλήττουν μόνο τις κυπριακές τράπεζες. Πλήττουν την εμπιστοσύνη σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες και την ίδια την ΕΕ. Αν κάποιος θέλει να προκαλέσει «ελεγχόμενη έκρηξη» της τραπεζικής φούσκας, όπως το 2008, ή/και διάλυση της ΕΕ, αυτά ακριβώς θα έκανε.

3. Ο ρόλος του ΔΝΤ. Επιχειρείται τελευταία να εξωραϊσθεί ο ρόλος του ΔΝΤ στην Ελλάδα και να εμφανισθεί ως δήθεν φιλικότερη δύναμη και να επιρριφθούν όλες οι ευθύνες για την ευρωπαϊκή κρίση στη Γερμανία. Η κυβέρνηση του Βερολίνου φέρει ασφαλώς σοβαρότατες ευθύνες, εξίσου όμως σοβαρές ευθύνες φέρουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, δηλαδή οι δυνάμεις που αφανώς τις επηρρεάζουν, το ΔΝΤ και βεβαίως, και οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας που συγκατατίθενται στα μέτρα και ευχαριστούν για το «ενδιαφέρον»

Η Κυρία Λαγκάρντ ήταν παρούσα στις αποφάσεις. Επιπλέον, όλη η ιστορία του κουρέματος ξεκίνησε από την απαίτηση του ΔΝΤ να γίνει βιώσιμο το χρέος.

4. Από το Ανάν στο κούρεμα. Το 2004, είπαν στους Κυπρίους ότι θα καταστρεφόντουσαν αν δεν ψήφιζαν το σχέδιο Ανάν. Τώρα τους λένε ότι δεν τους κατέστρεψαν, όπως ήδη έκαναν με την ανακοίνωση του κουρέματος, που υπήρξε τρομερό πλήγμα στην αξιοπιστία Κύπρου και τραπεζών της, και θα ολοκληρώσουν αν τυχόν επικυρωθεί από τη Βουλή. Το πρόβλημα πια είναι α. ο περιορισμός των ζημιών από το φοβερό πλήγμα στην οικονομική εμπιστοσύνη και β. η σωτηρία του κράτους

5. Μια ιστορική ίσως ανεπανάληπτη ευκαιρία. Η τακτική του σοκ και δέους φαίνεται για πρώτη φορά να μη λειτουργεί στην Ευρώπη με τις αντιδράσεις των κυπριακών κομμάτων και πολιτικών και πολιτών. Η Κύπρος μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση και να επιστρέψει το σοκ, αρνούμενη να ανοίξει τις τράπεζές της όσο δεν βρίσκεται ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Αν ανοίξει σήμερα τις τράπεζες τάχασε όλα. ‘Οσο τις κρατάει κλειστές θα έχει όλο τον πλανήτη στην αυλή ης

Ικανοποιητική λύση θα μπορούσε να σημαίνει για παράδειγμα ρητή εγγύηση της ΕΚΤ και της Γερμανίας ότι θα συνδράμουν την Κύπρο εάν α. καταρρεύσει η οικονομία της λόγω φυγής κεφαλαίων μόλις ανοίξουν οι τράπεζες και β. γνωρίσει μεγάλη  ύφεση ως αποτέλεσμα των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν.

Εννοείται ότι δεν μπορεί να υπάρξει το παραμικρό κούρεμα κάτω των εγγυημένων 100.000 ευρώ και ενδεχομένως δεν πρέπει να γίνει καθόλου κούρεμα. Τα εν λόγω ποσά άλλωστε είναι αστεία για την Ευρώπη, τελείως δυσανάλογα προς τη ζημιά που προκαλείται.

Επίσης, το πακέτο πρέπει να περιλάβει και ικανοποιητικό μνημόνιο και όχι το μνημόνιο να αφεθεί για μελλοντική διαπραγμάτευση και στην ανύπαρκτη καλή πίστη των εταίρων.

6. Διεθνοποίηση του κυπριακού. Χρειάζεται μια πανευρωπαϊκή καμπάνια με θετική εναλλακτική στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους και θεσμών, που να μη στηρίζεται στο αίτημα αλληλεγγύης, αλλά στην οργανική σύνδεση της μοίρας των υποκείμενων στον πόλεμο των αγορών ευρωπαϊκών λαών

7. Ρωσία και γεωπολιτική. Είναι προφανής η γεωπολιτική στόχευση απομόνωσης και αποκοπής του ελληνικού χώρου (Ελλάδας και Κύπρου) από τον ρωσικό ή/και τον κινεζικό παράγοντα. Η απάντηση στη γεωπολιτική επίθεση η αποδοχή των ρωσικών προτάσεων εξαγοράς κυπριακών τραπεζών και εισόδου στον τομέα αερίου της Κύπρου, εφόσον αυτές ισχύουν.

Οι φίλοι στην ανάγκη φαίνονται. Καμιά χώρα δεν μπορεί να θεωρεί φιλική και συμμαχική προς την Κύπρο αν δεν συνδράμει τώρα τη σωτηρία του κυπριακού κράτους και αντίθετα τη σπρώξει στον όλεθρο. ‘Ολη η εξωτερική και ενεργειακή πολιτική της Δημοκρατίας πρέπει να υποταγούν στην ανάγκη σωτηρίας του κυπριακού κράτους

8. Το ευρώ ως πρόβλημα και το ευρώ ως όπλο. Δεν έχει νόημα να θέσει η Κύπρος με δική της πρωτοβουλία θέμα εξόδου της από το ευρώ σήμερα. Αντίθετα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα πολιτικά και θεσμικά εργαλεία που διαθέτει ως μέλος της ΟΝΕ και της ΕΕ για να φέρει σε δύσκολη θέση τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωγερμανίας. Αν θέλει η Μέρκελ να τη διώξει ας πάρει εκείνη την ευθύνη, το κόστος και την πρωτοβουλία

8. ΔΗΚΟ, ΕΥΡΩΚΟ και η αστική τάξη της Κύπρου. Αυτά τα δύο κόμματα έκαναν μια σειρά αμφιλεγόμενων επιλογών. Σήμερα καλούνται με την πράξη τους να αποδείξουν ότι τιμούν τη μνήμη των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, των διαδηλωτών στην Αθήνα που σκοτώθηκαν για την ένωση, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Δώρου Λοϊζου, του Σπύρου Κυπριανού, του Τάσσου Παπαδόπουλου. ‘Οσο για την αστική τάξη της Κύπρου, ας μην εχει αυταπάτες ότι θα επιβιώσει μιας εθνικής καταστροφής χωρίς ιστορικό προηγούμενο.

* Konstantakopoulos.blogspot.com

Αθήνα 18 Μαρτίου

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

Την ώρα που γράφεται το άρθρο οι Κύπριοι αδελφοί μας προσέρχονται στις κάλπες, για να εκλέξουν πρόεδρο της χώρας τους. Υποψήφιοι είναι ο με πάθος προπαγανδιστής του σχεδίου Ανάν και ο του κόμματος, που μετέβαλε την ύστατη στιγμή τη στάση του έναντι του σχεδίου λαμβάνοντας το αυστηρό μήνυμα της εκλογικής του βάσης. Ο σχηματισμός που κινείται στη γραμμή του μακαριστού προέδρου Τάσσου Παπαδοπούλου ετέθη εκτός μάχης. Και επειδή η λογική της στατιστικής θεωρεί σχεδόν βέβαια την επικράτηση του πρώτου υποψηφίου, εκφράζονται φόβοι ότι σύντομα θα τεθεί επί τάπητος το αρχικό σχέδιο κατάργησης του κυπριακού κράτους ή κάποιο παρεμφερές.

Συνέχεια

Παράρτημα για τη νεότερη οικονομική ιστορία – VI

Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος

Μέρος 6ο: Παράρτημα για τη νεότερη οικονομική ιστορία

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Συνέχεια από το Μέρος 5ο

Ο Χαρίλαος Τρικούπης υπήρξε μέγιστο φωτεινό μετέωρο στον πολιτικό ουρανό της Ελλάδος. Από το θάνατό του έως σήμερα, κανείς έλληνας πολιτικός δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων με το σθένος, τη γενναιότητα, την αυταπάρνηση και την παντελή έλλειψη λαικισμού που χαρακτήριζαν τον Τρικούπη. Αυτές εξάλλου οι ποιότητες τον συνόδευαν έως την ύστατη στιγμή της πολιτικής του σταδιοδρομίας.

Συνέχεια

Βυζαντινή Πολιτεία: η κοινωνική διαστρωμάτωση – V

Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος

Μέρος 5ο: Η βυζαντινή κοινωνική διαστρωμάτωση

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Συνέχεια από το Μέρος 4ο – Εισαγωγή

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (330-1453) υπήρξε μία από τις πλέον μακραίωνες κρατικές δομές στην μέχρι τώρα ανθρώπινη καταγεγραμμένη ιστορία επιβιώνοντας χάρη στον πολιτισμό που είχε αναπτύξει. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του το Βυζάντιο στηρίχθηκε σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας στο οποίο ο αυτοκράτορας είχε τον πλήρη έλεγχο. Ήταν ένα σύστημα πανίσχυρης πολιτικής διακυβέρνησης το οποίο μέχρι και τις αρχές του 11ου αιώνα ενεργούσε σε έναν «ενοποιημένο πολιτισμικά χώρο, με δημογραφική επάρκεια, ανεπτυγμένη οικονομία, υψηλού βαθμού κοινωνική και πολιτική οργάνωση και πολλούς εγγράμματους ανθρώπους».

Συνέχεια

Βυζάντιο: Εκκλησία, κράτος και αστικές γαίες -IV

Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος

Μέρος 4ο: Εκκλησία, κράτος και αστικές γαίες

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

Συνέχεια από το Μέρος 3ο – «Σύνοψη οικονομικής ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας»

Περιεχόμενα:

Τα δημοσιονομικά πλαίσια

Τα κύρια στοιχεία της κρίσεως

Η άμεση φορολογία

Η έμμεση φορολογία

Διάφορα τέλη – δικαιώματα

Η αναδιοργάνωση τους κράτους από τους Κομνηνούς

Οι σκοτεινοί χρόνοι του Βυζαντίου

Α) Τα στρατιωτικά κτήματα

Β) Τα ιδιωτικά κτήματα

Συνέχεια

Βυζάντιο: πραγματικότητα & ιδανικό ενός αλλοτινού κόσμου – III

Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος

Μέρος 3ο: Κοινωνικές ανισότητες, αποκλεισμός, κοινωνικές ταραχές και Κοινωνική πρόνοια-Φιλανθρωπία στη Βυζαντινή Πολιτεία:  η πραγματικότητα και το ιδανικό ενός αλλοτινού κόσμου

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

 

Συνέχεια από το 2ο Μέρος

Το νομικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη βυζαντινή κοινωνία στα κατώτερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού ήταν αδύνατο να ξεπεραστεί. Η κοινωνική κινητικότητα στις κατώτερες τάξεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Για το μεγάλο πλήθος των φτωχών αστών, αγροτών και δούλων, η δυνατότητα να ξεφύγουν από τις συνθήκες που τους επιβάλλονταν ήταν ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη, αποκλείοντάς τους έτσι τόσο από μια διέξοδο αναζήτησης ανόδου και ευμάρειας, όσο και από τη συμμετοχή στην καθεστηκυία τάξη και τη δυνατότητα μεταβολής της κοινωνικής δομής.

Δημιουργούνταν έτσι κοινωνικές ομάδες που υπέφεραν από τις ανισότητες της κοινωνικής κατανομής χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν τη θέση τους. Περιοριζόμαστε εδώ στις πιο προφανείς κοινωνικές ανισότητες που είχαν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση των Βυζαντινών, χωρίς να επεκταθούμε σε άλλες που είχαν να κάνουν με τη θρησκεία, την «εθνικότητα» ή το φύλο. Κι αυτό γιατί, παρόλο που κανείς διαβάζοντας τις πηγές μπορεί εύκολα να υποθέσει ότι παγανιστές, Εβραίοι, μοναχοί, ερημίτες και γυναίκες ήταν στο στόχαστρο του κοινωνικού αποκλεισμού, ο τρόπος που γινόταν καθώς και τα όριά του είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακριβώς.

Αυτό που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι η αντίδραση των ομάδων που υφίσταντο τις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις της καθεστηκυίας τάξης εξαντλείτο με τη συμμετοχή τους στις όχι σπάνιες εσωτερικές ταραχές και εξεγέρσεις. Σ' αυτές συνεργούσαν ποικίλοι παράγοντες, εθνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές αντιθέσεις, των οποίων το ειδικό βάρος είναι δύσκολο να μετρηθεί μα ακρίβεια και να διαχωριστεί από τα οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα. Οι περιπτώσεις λαϊκών ταραχών ή εξεγέρσεων στα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο υπερβαίνουν τις ενενήντα. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, είχαν αυτό το σύνθετο χαρακτήρα. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποιες, όπως ήταν οι ταραχές στην Καισάρεια γύρω στο 370-3, στην Αντιόχεια το 387 ή οι διάφορες εξεγέρσεις και στάσεις όπου πρωτοστατούσαν οι δήμοι των ιπποδρόμων των διαφόρων πόλεων με πιο γνωστό παράδειγμα τη Στάση του Νίκα.

Όπως υποδεικνύουν τα δεδομένα που έχουμε, η κοινωνική πρόνοια στο πρώιμο Βυζάντιο ήταν, σε σχέση με τον προηγούμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, πιο εκτεταμένη, αλλά και διαφορετική ως προς την έννοια και την οργάνωση. Γινόταν όχι μόνο ιδιωτικά αλλά και σε οργανωμένα ιδρύματα και περιλάμβανε την έννοια της φιλανθρωπίας όχι μόνο προς ισότιμους συμπολίτες που βρίσκονταν σε ανάγκη, αλλά επίσης προς τις κατώτερες, μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής ή «εθνικότητας», αφού όλοι οι άνθρωποι θεωρούνταν «αδελφοί». Η αρχή αυτής της φιλοσοφίας βρίσκεται όχι μόνο στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και στη φιλανθρωπική και ανθρωπιστική δράση των ανθρώπων της Εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνο μοίρασε όλη την προσωπική του περιουσία στους φτωχούς της Αντιόχειας, αλλά και κήρυσσε παντού το ενδιαφέρον για τους «αδελφούς φτωχούς» με αποτέλεσμα μια σχετική εξισορρόπηση στην κοινωνική θέση φτωχών, δούλων και άλλων μη προνομιούχων πολιτών, που του απέδωσε το γνωστό χαρακτηρισμό, από το μελετητή J. B. Bury, του «σχεδόν σοσιαλιστή»!

Την Εκκλησία ακολουθούσε στη φιλανθρωπική της δράση και το Κράτος. Όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες και οι αυτοκράτειρες της Πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου έλαβαν μέτρα-προσωπικά και νομοθετικά-και, σε συνεργασία με πλούσιους πολίτες-ευεργέτες, έφτιαξαν συγκεκριμένη υλική υποδομή για την εφαρμογή ενός προγράμματος ευρείας κοινωνικής πρόνοιας. Η υποδομή αυτή περιλάμβανε ένα φάσμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων εκ των οποίων αρκετά μας είναι σήμερα γνωστά από τις πηγές. Νοσοκομεία είχαν ιδρυθεί στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιερουσαλήμ, την Έδεσσα της Συρίας, την Άμιδα και αλλού. Ξενώνες (άσυλα) υπήρχαν στην Έφεσο, στη Σκυθόπολη, την Ιεριχώ, την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και Γηροκομεία στην πρωτεύουσα και την Παλαιστίνη. Άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, διάσπαρτα σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, ήταν βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, πτωχεία (πτωχοκομεία), αναμορφωτήρια για εκδιδόμενες γυναίκες, ξενοταφεία (χώροι στα νεκροταφεία για την ταφή απόρων), τυφλοκομεία και άλλα.

Τα κοινωνικά φύλα και οι ρόλοι τους.

Η βυζαντινή κοινωνία ήταν μια πατριαρχική κοινωνία και μάλιστα αρκετά συντηρητική ώστε να έχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους για τους άνδρες και τις γυναίκες (και για το «τρίτο κοινωνικό φύλο», τους ευνούχους) τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Οι θεσμοί αυτοί ήταν δεσμευτικοί, όχι όμως με απόλυτο τρόπο, αφού πολλές φορές η πραγματικότητα που μας παραδίδουν τα κείμενα είναι κάπως διαφορετική. Η πατριαρχία ήταν στην πράξη λιγότερο ασφυκτική μέσα από την υπαρκτή διέξοδο της βυζαντινής γυναίκας να μην αφοσιωθεί σε μια οικογένεια και ένα σύζυγο αλλά να ζήσει σ' ένα γυναικείο μοναστήρι αφιερώνοντας τη ζωή της στο Θεό. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια ζωή μπορούσε να σπάσει σε κάποιες περιπτώσεις όπου αυτές ήταν αναγκασμένες από τα πράγματα να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους, είτε στις αγροτικές κοινότητες, είτε στις πόλεις, ασκώντας ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Και βέβαια δεν ήταν λίγες οι ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινών γυναικών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της δικής τους εποχής αλλά και στο μέλλον του Βυζαντίου, είτε ήταν απλές γυναίκες του λαού, όπως η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, είτε ήταν εξέχουσες εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής αυλής ή της αριστοκρατίας, όπως η αυτοκράτειρα Ελένη, η Ιουλιανή Ανικία, η Γάλλα Πλακιδία και άλλες. Όμως και οι ευνούχοι, ως ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία, είχαν ένα υπαρκτό και σημαντικό ρόλο.

Δημόσιοι ρόλοι.

Στη δημόσια ζωή του πρώιμου βυζαντινού κράτους κυριαρχούσε η ανδρική παρουσία και δραστηριότητα τόσο θεσμικά όσο και στην πράξη. Στο βασικότερο εφόδιο των παιδιών για το μέλλον τους, τη μόρφωση, είχαν δικαίωμα μόνο τα αγόρια. Αν και αγόρια και κορίτσια μάθαιναν τα πρώτα γράμματα από τη μητέρα τους, στο σπίτι, μετά μόνο τα αγόρια μπορούσαν να φοιτήσουν στα σχολεία, με σπανιότατες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, Άνδρες είναι αυτοί που παραδίδονται ως πρωταγωνιστές σε όλες τις πλευρές της δημόσιας ζωής (οικονομική, πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική) μέσα από πηγές γραμμένες και πάλι μόνο από άνδρες. Εξάλλου, από νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη γυναικεία φύση και την επικίνδυνη επιρροή της στους άντρες, και πρόβαλλαν ως ιδανικό της σωστής κόρης και συζύγου την πλήρη υποταγή στον πατέρα και το σύζυγο. Η πολιτεία είχε θεσμοθετήσει τον αποκλεισμό της γυναίκας από κάθε δημόσια δραστηριότητα. Έπρεπε να ζει περιορισμένη και απομονωμένη στο σπίτι μακριά από τα μάτια των ανδρών, να ασχολείται με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών έχοντας συνείδηση της κατωτερότητας του φύλου της.

Στην πράξη όμως, η θέση της γυναίκας ήταν διαφορετική, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ ισότιμη με του άνδρα. Πολλές γυναίκες βγήκαν στη δημόσια ζωή και σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά. Σε κείμενα του 4ου αιώνα και μεταγενέστερα παραδίδονται μαρτυρίες για γυναίκες που πέρα από την κατασκευή των βυζαντινών υφασμάτων (που θεωρούνταν οικιακή εργασία) ασκούσαν για βιοπορισμό το επάγγελμα της ιατρού, της ιατρομαίας, της μαίας, της καλλιγράφισσας ή και της ναυκλήρισσας. Τις μεγαλύτερες δυνατότητες συμμετοχής στην οικονομική στην οικονομική ζωή είχαν οι χήρες που, αν δεν ξαναπαντρεύονταν, διατηρούσαν το δικαίωμα της κυριότητας και διαχείρισης της οικογενειακής περιουσίας. Πολλές γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής επιδίδονταν επίσης σε έργα ευποιίας, όπως η ίδρυση γηροκομείων, οι δωρεές για την ανέγερση ναών και η εθελοντική εργασία στα νοσοκομεία της εποχής. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις ξεχωριστές προσωπικότητες γυναικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του βυζαντινού κράτους όπως η αυτοκράτειρα Ελένη και Θεοδώρα.

Η βυζαντινή κοινωνία μας επιφυλάσσει μια ακόμη κατηγορία του ανδρικού φύλου που όμως είχε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους άλλους: ήταν οι ευνούχοι. Η ύπαρξη ευνούχων δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο γνώρισαν σαφώς σημαντική αύξηση καθώς φαίνεται ότι έγιναν ζωτικό στοιχείο της αυτοκρατορικής αυλής από τη βασιλεία του Διοκλητιανού και μετά. Οι αυτοκράτορες τους προσλάμβαναν ως προσωπικό των ανακτόρων γιατί δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το θρόνο ούτε απειλούσαν τη γνησιότητα των τέκνων της αυτοκρατορικής αυλής. Επιπλέον όμως, οι ευνούχοι βοηθούσαν ιδιαίτερα τον αυτοκράτορα στα καθήκοντά του εφόσον ήταν προσωπικοί του βοηθοί και το άμεσο περιβάλλον του. Η εγγύτητα και η οικειότητά τους προς τον αυτοκράτορα και τις γυναίκες της Αυλής, τις οποίες υπηρετούσαν και πρόσεχαν, τους έδωσαν σημαντικό ρόλο στην πρώιμη βυζαντινή κοινωνία μέσω της επιρροής που ασκούσαν. Ωστόσο, σε πολλά κείμενα διακρίνουμε μια γενική αντιπάθεια του βυζαντινού λαού προς τους ευνούχους.

Ιδιωτικοί ρόλοι – Η οικογένεια.

Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα της νύφης να συμπληρώσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας, πριν γεννήσει δηλαδή ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν διαζύγιο. Οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες μπορούσαν να ασκήσουν το ίδιο δικαίωμα και σε ενδεχόμενη περίπτωση ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.

Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία όφειλαν να επιδεικνύουν αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ' αυτόν ήταν παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.

Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα κορίτσια αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική υποχρέωση προικοδότησης που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά αφού συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.

Η περίπτωση ενός αγίου: Νικόλαος ο εν Βουνένοις.

Ο Άγιος μάρτυς Νικόλαος, καταγόμενος από την Ανατολή, έζησε περί τα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου μ. Χ. αιώνος. Διακρινόμενος παιδιόθεν για την μεγάλη ευσέβειά του, κατετάγη στον στρατό και, λόγω της σπουδαίας φήμης για την ανδρεία του, σύντομα διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (886-912) διοικητής αποσπάσματος χιλίων ανδρών, που απεστάλη στη Θεσσαλία για την φρούρηση της Λάρισας. Τον Απρίλιο του 901, οι Άραβες, οι οποίοι τρομοκρατούσαν την εποχή εκείνη τις παράκτιες επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατέλαβαν την πόλη της Δημητριάδος (του σημερινού Βόλου) και προχώρησαν προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας, εν μέσω λεηλασιών και αφανισμού του χριστιανικού στοιχείου της επαρχίας. Ο Νικόλαος, αντιλαμβανόμενος ότι δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί, αφενός έδωσε εντολή να εκκενωθεί η πόλη της Λάρισας, αφετέρου κατέφυγε, με την συνοδεία μερικών ανδρών, σε σκήτη ασκητών, που εγκαταβίωσαν στα όρη κοντά στον Τύρναβο (16 χλμ. Β.Δ της Λάρισας), ανακαλύπτοντας εκεί, δια της προσευχής και της νηστείας, την πραγματική ειρήνη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια νυκτερινής προσευχής του Νικολάου και των συνασκητών του, εμφανίσθηκε άγγελος, ο οποίος τους ανήγγειλε ότι έπρεπε να ετοιμασθούν για να λάβουν σύντομα τον στέφανο του μαρτυρίου.

Λίγες ημέρες αργότερα, οι επιδρομείς επιτέθηκαν στην ορεινή σκήτη. Οι χριστιανοί στρατιώτες, εμψυχωμένοι από τα φλογερά λόγια του Νικολάου και την αγάπη τους για τον Θεό, αρχικά επικράτησαν στη μάχη με τους επιδρομείς, ωστόσο, στη συνέχεια, περικυκλώθηκαν. Αφού υπεβλήθησαν σε φρικτά βασανιστήρια, για να απαρνηθούν την πίστη τους, χωρίς αποτέλεσμα, ωστόσο, για τους βασανιστές τους, εν τέλει υπέκυψαν στα μαρτύριά τους, λαμβάνοντας έτσι τον στέφανο του μαρτυρίου. Ήσαν δε άνδρες δεκατρείς (Αρδόμιος ή Αρμόδιος, Γρηγόριος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Παύλος, Χριστόφορος, Παντολέων, Ευόδιος και Αιμιλιανός) και γυναίκες δύο (Ειρήνη και Πελαγία).

Ο μόνος που κατόρθωσε να διαφύγει ήταν ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος κατέφυγε στο φαράγγι Βούνεση, πλησίον της πόλεως της Καρδίτσας, όπου, ζώντας για μικρό χρονικό διάστημα σε σπήλαιο στα ριζά μιας μεγάλης βελανιδιάς και νικώντας τα πάθη και τις επιθέσεις των δαιμόνων, διέλαμψε ενώπιον του Θεού και των αγγέλων του, με την λαμπρότητα των αρετών του. Εκεί ανακαλύφθηκε, εν τέλει, και συνελήφθη από τους βαρβάρους, οι οποίοι δεν είχαν παύσει να τον αναζητούν. Παρά τα βασανιστήρια, στα οποία υπεβλήθη για να απαρνηθεί την πίστη του στον Θεό, ο Νικόλαος αποκρίθηκε ότι θα παρέμενε πιστός μέχρι τελευταίας αναπνοής, με αποτέλεσμα να δεχθεί χλεύη και λοιδορίες από τους βαρβάρους, οι οποίοι στο τέλος τον διεπέρασαν με την ίδια τη λόγχη του.

Το σκήνωμα του Αγίου παρέμεινε για πάνω από 80 έτη κρυμμένο στην κουφάλα της βελανιδιάς, θαυματουργικά άθικτο από τη φθορά και τα αγρίμια και ανακαλύφθηκε, τελικά, περί το 985, κατόπιν οράματος, από τον πάσχοντα από ανίατη λέπρα δούκα της Θεσσαλονίκης, Ευφημιανό.

Κατά το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και τους επιμέρους βίους των αγίων του Συμεών του Μεταφραστή, ολόκληρη η κοινωνική κλίμακα αγιοποιείται εκπροσωπούμενη από εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων-αγίων: Πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι, μοναχοί, παρθένοι μοναχοί, βασιλείς, αυτοκράτειρες, βασιλομήτορες, αρχόντισσες, φτωχοί άνθρωποι του λαού, όλοι, ανεξάρτητα απ' την κοινωνική τους θέση έχουν τη δυνατότητα να αγιοποιηθούν, ανάλογα με το ύψος της αρετής στο οποίο έχουν φτάσει. Επίσης την ίδια δυνατότητα αγιοποίησης, σε σχέση με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν, άνδρες και γυναίκες, των κατωτέρων λαϊκών τάξεων: γαιοκτήμονες, γεωργοί, τσαγκάρηδες, σκυτοτόμοι, όλοι, παντρεμένοι και ανύμφευτοι, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, μπορούν να μετέχουν της αγιότητας: «Δυνατόν και σφόδρα δυνατόν, και γυναίκας έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν. Πώς; Εάν έχοντες γυναίκα ως μη έχοντες ώμεν. Εάν μη χαίρωμεν επί κτήσεσιν. εάν τω κόσμω χρώμεθα, ως μη καταχρώμενοι. Οι δε τινες ενεποδίσθησαν από γάμου ιδέτωσαν, ότι ουχ ο γάμος εμπόδιον, αλλ' η προαίρεσις η κακώς χρησαμένη τω γάμω. Επεί ουδέ ο οίνος ποιεί την μέθην, αλλ' η κακή προαίρεσις, και το πέραν του μέτρου χρήσθαι. Μετά συμμετρίας τω γαμώ χρώ, και πρώτος εν τη βασιλεία έση, και πάντων απολαύσεις των αγαθών».

Με τον τρόπο αυτό, οι ποικίλες κοινωνικές ανισότητες, ο αποκλεισμός, οι κοινωνικές ταραχές και η δυνατότητα της Κοινωνικής πρόνοιας-Φιλανθρωπίας στη Βυζαντινή Πολιτεία να άρει τα ανθρώπινα, κοινωνικά δεινά προσβλέπουν στο ιδανικό ενός κόσμου που περνά μέσα από την έννοια της αγιότητας και διαχέεται αενάως στο υλικό και πνευματικό πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

– Charanis, P. The monastic properties and the State in the byzantine empire, Dumbarton Oaks Papers, 4, 1948.

– Constantelos, D. J. Byzantine philanthropy and social welfare. New Brunswick, New Jersey: University Press, 1968.

– Διαμαντοπούλου, Α. «Η τρίτη Οικουμενική Σύνοδος εν Εφέσω», Θεολογία, 1931, 1932 και 1933.

– Διαμαντοπούλου, Α. «Η τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος εν Χαλκηδόνι», Θεολογία, 1936, 1937 και 1938.

– Diehl, C. "Byzantine Civization", The Cambridge Medieval History, IV, 1923, pp.745-777.
– Διομήδου, Α. Ν. Βυζαντιναί μελέται. Τόμοι Α΄-Β΄, Αθήναι: Παπαζήσης, 1942-1946 (Β΄ έκδοση τόμ. Α, 1951).

– Διομήδου, Α. Ν. «Η εξέλιξις της φορολογίας της γης εις το Βυζάντιον», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 19, 1949.

– Dowey, G. Justinian and the imperial office. Cincinnati, University of Cincinnati Press, 1968.

– Dvornik, F. Early Christian and byzantine political philosophy. Origins and background. Washington: 1966 (δύο τόμοι).

– Ζακυθηνού, Δ. Α. Βυζάντιον: Κράτος και κοινωνία. (Ιστορική επισκόπησις). Αθήναι: Ίκαρος, 1951.

– Δημητρίου Σοφιανού, Ο άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη. Βίος και πολιτεία. Κριτική έκδοση, παρατηρήσεις. Εκδόσεις Ακρίτας.

– Head, Thomas. Hagiography and the Cult of Saints. The Diocese of Orleans, 800-1200. Cambridge: Cambridge University Press, 1990.

Μελέτες για την Ιστορία του Βυζαντίου της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, βυζαντινολόγου:

– Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος -10ος αιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (σελ. 468)

– Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ' τον 11ο ως τον 15ο αι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361).

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

 

Συνέχεια στο Μέρος 4ο

Βυζάντιο: H κρίση του τέλους του 7ου αι. & ο ρόλος των… – ΙΙ

Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος 

Μέρος 2ο: H κρίση του τέλους του 7ου αιώνα στο Βυζάντιο και ο ρόλος, σ' αυτή, των καθεστωτικών παραγόντων: στρατού, δήμων, συγκλήτου. Συσχετισμός δυνάμεων. Παρατηρήσεις, υποθέσεις, ερωτήματα

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

 

Συνέχεια από το Μέρος  1ο

Ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ που σηματοδοτεί με τη βασιλεία του το τέλος του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα είναι ο Ιουστινιανός Β΄ ο επονομαζόμενος Ρινότμητος. Ο προηγούμενος αιώνας (7ος) σημαδεύτηκε απ' την ηγεμονική μορφή του Ηρακλείου και ο επόμενος (8ος) αρχίζει με την έκπτωση, ρινοκοπία και γλωσσοκοπία του Ιουστινιανού του Β΄, απέναντι στον οποίο στάθηκαν ιδιαίτερα επιθετικοί οι μεγαλογαιοκτήμονες-αριστοκράτες.

Οι αυτοκράτορες που προηγήθηκαν του Ιουστινιανού του Β΄, Λεόντιος (695-698) και Αψίμαρος-Τιβέριος (698-705) υπήρξαν σχετικά ανίσχυρες προσωπικότητες στο να επιβάλλουν τις προσωπικές τους απόψεις για τον τρόπο διοίκησης του κράτους και άσκησης της εξουσίας.

Οι παράγοντες που οδήγησαν στην πρώτη ανατροπή του Ιουστινιανού του Β΄ (695) υπήρξαν οι δήμοι, που εκπροσωπούσαν το λαό της πρωτεύουσας, ο Πατριάρχης που, ως κεφαλή της εκκλησίας στην περίπτωση αυτή συσπείρωσε τους μοναχούς, και ο στρατός με επικεφαλής τους στρατηγούς των θεμάτων που πολλοί απ' αυτούς ανήκαν, κατά πάσα πιθανότητα στην τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων. Ως κεντρικό σημείο συγκέντρωσης των επαναστατών επιλέχτηκε η Αγία Σοφία, εξυπηρετώντας, ενδεχομένως, τους λειτουργικούς και συμβολικούς σκοπούς της επανάστασης. Απ' την επαναστατική αυτή πρωτοβουλία λείπουν οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και οι συγκλητικοί αριστοκράτες της πρωτεύουσας, πράγμα που αφήνει να διαφανεί η σιωπηλή υποστήριξή τους στον Ιουστινιανό Β΄.

Η επακόλουθη άνοδος στην εξουσία των στρατιωτικών αρχηγών των επαρχιών-θεμάτων παίρνει σάρκα και οστά με την ανάρρηση στο θρόνο του Βυζαντίου του Λεοντίου (695-698), στρατηγού του θέματος των Ανατολικών. Τον Λεόντιο, στη σύντομη βασιλεία του, συνοδεύει μια έλλειψη κύρους που οφείλεται, κατά την άποψή μου, στην άνοδό του στο θρόνο με επανάσταση. Εξάλλου, αυτή την εποχή, ο διαμορφωμένος ήδη θεσμός της συμβασιλείας συντελούσε στην πολιτική σταθερότητα και ενίοτε στη διασφάλιση της κληρονομικής διαδοχής στο θρόνο του Βυζαντίου. Έτσι, η αποστασία του στρατηγού-διοικητού της Λαζικής (όπου ήταν εξόριστος ο Ιουστινιανός Β΄), οι επιδρομές των Αράβων και η συνακόλουθη αποτυχία του βυζαντινού στρατού να τις αποκρούσει πυροδοτούν νέα επανάσταση του στόλου, αυτή τη φορά, ο οποίος ανακηρύσσει αυτοκράτορα στη θέση του έκπτωτου Λεοντίου τον δρουγγάριο του δρούγγου των Κιβυρραιωτών Αψίμαρο που μετονομάστηκε τότε σε Τιβέριο. Προς το παρόν είναι φανερός, μέσα από τον περίπλοκο συσχετισμό δυνάμεων που κατευθύνουν τα πράγματα σε επανάσταση, ένας υφέρπων ανταγωνισμός του στρατού ξηράς και του στόλου(στρατού θαλάσσης) για το ποιος θα κατορθώσει να ελέγξει την εξουσία.

Την «στάση» ακολουθεί το ξέσπασμα βουβωνικής πανώλης με την γνωστή τυπολογία που χαρακτηρίζει τέτοιου είδους λοιμούς (χαρακτηριστικά συμπτώματα, φάσεις ασθένειας, μαζικοί θάνατοι). Η δύσκολη αυτή κατάσταση, μεθερμηνευόμενη ως θεοσημία-κακός οιωνός απ' τους θρησκόληπτους κι απαίδευτους ανθρώπους της εποχής, επέτεινε την ένταση, η οποία κατέληξε στην ρινοκοπία και φυλάκιση του Λεοντίου καθώς και σε διώξεις των συνεργατών και οπαδών του. Ο Ιουστινιανός ο Β΄, ως νόμιμος εκπρόσωπος της Ηρακλειανής Δυναστείας, θα ανέμενε κανείς να γίνει ασμένως δεκτός απ' τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης που δεινοπαθούσαν τα τελευταία χρόνια από σφοδρές αναστατώσεις, όμως αντίθετα οι κάτοικοι και βέβαια οι επικεφαλής τους: σύγκλητος, δήμοι, στρατός, εκκλησία δεν δέχτηκαν να παραδώσουν την πόλη στον έκπτωτο και ήδη ρινότμητο Ιουστινιανό.

Η δεύτερη και τελειωτική ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄, το 711, μετά από στάση, αυτή τη φορά, του στρατού και του στόλου, οδήγησε στη μη κανονική ανάρρηση στο θρόνο του Βαρδάνη, στρατηγού Αρμενικής καταγωγής, ο οποίος, αφού ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, μετονομάστηκε σε Φιλιππικό. Ο ρόλος της μετονομασίας, όπως και προηγουμένως στην περίπτωση του Αψιμάρου-Τιβερίου, είναι καθοριστικός απ' την άποψη του τυπικού και ουσιαστικού εξελληνισμού των «βαρβάρων» στρατιωτικών-στρατηγών που κατορθώνουν να αναρρηθούν στο θρόνο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, η οποία προχωρά αργά αλλά σταθερά προς τον εξελληνισμό της. Επιπλέον, ο εκρωμαισμός-εξελληνισμός ονομάτων και ηθών συμβάλλει τα μέγιστα στη σύνδεση του χρονικού παρόντος της με το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν και στην εμπέδωση της ιδεολογικής συνέχειας του κράτους. Οι μετονομασίες νέων αυτοκρατόρων, επίσης, απηχούν τα πολιτικά τους πρότυπα: λειτουργούν ως μέσο πολιτικής προπαγάνδας και επηρεασμού της κοινής γνώμης, αφού υποτίθεται πως μαζί με το όνομα μεταβιβάζονται και οι ικανότητες του εκλιπόντος αυτοκράτορος.

Λίγο μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Φιλιππικός-Βαρδάνης σκοτώνει τον Ιουστινιανό Β΄ και το μικρό γιο του Τιβέριο που είχε στεφθεί, πιθανώς, συναυτοκράτορας απ' τον πατέρα του και άρα είχε νόμιμα δικαιώματα στο θρόνο, τα οποία μεγαλώνοντας ήταν αναμενόμενο να διεκδικήσει. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε εξουδετερώνεται κι αυτός μαζί με τον πατέρα του. Μ' αυτό τον άδοξο τρόπο τελειώνει η δυναστεία του Ηρακλείου.

Όμως κι ο Φιλιππικός-Βαρδάνης δε στέκει για πολύ ήσυχος στο θρόνο του. Η συνομωσία που ξεσπά εναντίον του, οργανωμένη και υποκινημένη από μερίδα των πολιτικών αρχόντων και του στρατού, κατορθώνει να τον εκθρονίσει βίαια. Οι πατρίκιοι της Βυζαντινής Συγκλήτου και το Οψίκιον (αυτοκρατορική φρουρά) σε συνεργασία με το δήμο των πρασίνων δρουν ως καθεστωτικοί παράγοντες ρυθμιστικοί της ανώτατης εξουσίας και συμβάλλουν τα μέγιστα στην επικράτηση των πολιτικών αρχόντων που στο πρόσωπο του πρωτοασηκρήτου Αρτεμίου-Αναστασίου(κι εδώ έχουμε περίπτωση μετονομασίας) βρίσκουν τον ιδανικό ηθελημένο του Θεού(αυτοκράτορα) Ο Αρτέμιος-Αναστάσιος Β΄ (713-715) ως πολιτικός αξιωματούχος έρχεται σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς αξιωματούχους των επαρχιών, αν και αποδείχτηκε αρκετά ικανός κυβερνήτης, και στα πολιτικά και στα στρατιωτικά ζητήματα. Ωστόσο, η στάση των στρατιωτών του Οψικίου είναι, γι' άλλη μια φορά γεγονός. Ο ρόλος των προσώπων και των προσωποπαγών πολιτικών συσχετισμών στην εξέλιξη και τροπή των γεγονότων υπήρξε καταλυτικός: ο Αρτέμιος-Αναστάσιος αποκηρύσσεται και ακολουθεί η ανακήρυξη σε αυτοκράτορα του Θεοδόσιου(οικονομικού υπαλλήλου), παρά τη θέλησή του, απ' τους στρατιώτες του Οψικίου, που φανερά μόνο αυτοί είχαν επαναστατήσει εναντίον του Αρτεμίου-Αναστασίου. Των καταιγιστικών γεγονότων έπεται ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος: το Οψίκιο με τους Γοτθογραικούς του (Οστρογότθοι που απ' τον 4ο αιώνα είχαν εγκατασταθεί εκεί) πολιορκεί κυριολεκτικά την Κωνσταντινούπολη. Κι εδώ τίθεται το κρίσιμο, όμως αναπάντητο απ' τις πηγές μας, ερώτημα: όσοι απ' τους αξιωματούχους και τους καθεστωτικούς παράγοντες παρέμεναν κλεισμένοι στα τείχη της Πόλης, δήμοι, σύγκλητος, στρατιωτικοί αξιωματούχοι υπήρξαν πιστοί αυτή τη δύσκολη στιγμή στον Αρτέμιο-Αναστάσιο ή λειτούργησαν ως έρμαια της σύμπτωσης και της τύχης που άγονται και φέρονται απ' τον ισχυρό της ημέρας, δηλαδή το Οψίκιον;

Στην περίοδο της βασιλείας του επόμενου αυτοκράτορα, του Θεοδοσίου Γ΄ (715-717) σημειώθηκαν πολλές εξεγέρσεις και εμφύλιες διαμάχες. Ο διχασμός των στρατιωτικών δυνάμεων υπό τη μορφή των θεμάτων ήταν πια αδιαμφισβήτητο γεγονός: Α) Ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών Λέων επαναστατεί κατά του νέου αυτοκράτορα σε συνεργασία με τον στρατηγό του θέματος των Αρμενιακών Αρτάβασδο. Β) Ο αυτοκρατορικός στρατός-δυνάμεις της πρωτεύουσας (Οψίκιον) τους αντιμάχεται σθεναρά. Σ' αυτή τη διαμάχη ο Πατριάρχης και οι Συγκλητικοί μεσολαβούν υπέρ του στρατηγού των Ανατολικών Λέοντος Γ΄, του ιδρυτού της περίφημης δυναστείας των Ισαύρων. Καταλύτης των εξελίξεων υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ο αραβικός κίνδυνος που έχει αρχίσει ήδη να γίνεται ο πιο υπολογίσιμος παράγοντας στην εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου. Μέσα από τις εξελίξεις αυτές ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, συνεργαζόμενος στενά με τους εκπροσώπους του θεματικού στρατού και της αριστοκρατίας των επαρχιών και, παράλληλα, χειριζόμενος διπλωματικά τους Άραβες, κατορθώνει να εκτοπίσει τους εκπροσώπους του στρατού της παλιάς ανακτορικής φρουράς (obsequium), παραμένοντας αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος για μακρύ χρονικό διάστημα.

Τα ερωτήματα, που γεννώνται στο μελετητή απ' την παραπάνω αναδρομή στα σημαντικότερα σημεία-σταθμούς της κρίσης που έπληξε το Βυζαντινό κράτος στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, είναι αρκετά και σημαντικά:

1.Ποιοί λόγοι συνηγορούν, ειδικά αυτή την περίοδο, στην εκδήλωση αλλεπάλληλων «στάσεων», σφοδρότατων ανταγωνισμών για την εξουσία, συνεχών αλληλοδιαδοχών αυτοκρατόρων, κι όλα αυτά να παρουσιάζονται μέσα σ' ένα χρονικό διάστημα σχετικά μικρό; (695-717: 22 χρόνια).

2. Μήπως η αυξανόμενη σημασία και ενδυνάμωση του στρατού μέσω του θεματικού συστήματος συντέλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη, ως δύναμης πολιτικής και άρα ρυθμιστικής της εξουσίας, των μεγαλογαιοκτημόνων αλλά και μικρών ιδιοκτητών γης των Θεμάτων;

3. Η ανάμειξη των εκκλησιαστικών παραγόντων στην πολιτική και στρατιωτική κρίση έπαιξε κι αυτή τον όχι ευκαταφρόνητο ρόλο της;

4. Οι δήμοι, εκπροσωπώντας το λαό-πλήθος, είναι ενεργοί πολιτικά και παρόντες κοινωνικά, παρ' όλο που η μείωση της πολιτικής τους σημασίας με το τέλος του 7ου αιώνα έχει επισημανθεί απ' τους ερευνητές;

5. Η Σύγκλητος, ως αριστοκρατία των πολιτικών αξιωματούχων, παίζοντας πρωτεύοντα ρόλο στις δυναστικές έριδες και έχοντας κυρίαρχες αρμοδιότητες στην εκλογή του αυτοκράτορα και στην άσκηση της αντιβασιλείας, μήπως αυτή την ταραγμένη περίοδο υποσκελίζεται απ' τις ισχυρές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις του στρατού;

Ό,τι και να συνέβη από τα παραπάνω ή κι όλα μαζί, που είναι και το πιθανότερο, το πρακτικό, χειροπιαστό αποτέλεσμα της κρίσης του τέλους του 7ου και των αρχών του 8ου αιώνα υπήρξε η νίκη του Θεματικού στρατού έναντι των άλλων, παραδοσιακών καθεστωτικών παραγόντων, μέσα στο σκληρό σκηνικό του συσχετισμού δυνάμεων εξουσίας για τον έλεγχο του βυζαντινού θρόνου.

Μετά από πέντε σφετεριστές του (695-717: Λεόντιος, Αψίμαρος-Τιβέριος, Φιλιππικός-Βαρδάνης, Αρτέμιος-Αναστάσιος Β΄, Θεοδόσιος Γ΄) επικρατεί, επιτέλους στο Βυζάντιο η πολυπόθητη ηρεμία. Αλλά ας ακολουθήσουμε τα γεγονότα στις λεπτομέρειες και στις λεπτές τους αποχρώσεις, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποκρυπτογραφήσουμε το κρυμμένο τους νόημα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων.

Είναι γεγονός πως στην τελική ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄ συνέβαλαν οι Βένετοι και οι Χερσωνίτες της Κριμαίας οι οποίοι αρχικά τον είχαν βοηθήσει να πάρει το θρόνο, πράγμα που καταδεικνύει ότι η νομιμοφροσύνη των θεματικών στρατών στο πρόσωπο ενός αυτοκράτορα δεν είναι δεδομένη: π.χ. οι Οψίκιοι που είχαν βοηθήσει τον Αναστάσιο Β΄ να ανατρέψει τον Φιλιππικό Βαρδάνη (713), πρωτοστάτησαν στην ανατροπή και του Αναστασίου Β΄. Αργότερα, όταν οι Ανατολικοί και οι Αρμενιακοί στράφηκαν κατά του Οψικίου συνέβαλαν στην άνοδο του Λέοντος Γ΄ στο θρόνο.

Η γεωγραφική έκταση του Βυζαντινού κράτους στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της Μ. Ασίας, τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο(εκτός απ' τις ορεινές Σκλαβηνίες), τα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, τη Σικελία και τμήμα της Ιταλίας. Ένα κράτος που στο εσωτερικό του συμβαίνουν αξιόλογες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές, καθώς η μείωση της σημασίας της Συγκλήτου, που ήταν και ο κύριος μεγαλοϊδιοκτήτης γης της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, συνδυάζεται με μια έντονη κρίση της μεγάλης γαιοκτησίας στα τέλη του 7ου αιώνα. Η ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄ από τη σύγκλητο και τον Πατριάρχη, που συμμάχησε μαζί της, εξαιτίας της σκληρής φορολογικής του πολιτικής προς τη μεγάλη ιδιοκτησία, στα παραπάνω συμφραζόμενα υπαγορεύτηκε νομοτελειακά, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη της Βυζαντινής Ιστορίας, η οποία εκπροσωπείται από το Levtcenko. Προς ενδυνάμωση αυτής της οπτικής συνηγορούν τα ίδια τα γεγονότα: το 698 και 715 ο στρατός των επαρχιών(ο γνωστός πια ως θεματικός στρατός) εισβάλλει με τη βία στην πρωτεύουσα και λεηλατεί τα παλάτια των πλουσίων συγκλητικών, πράγμα που παραπέμπει και στην υποφώσκουσα αντίθεση κέντρου-περιφέρειας (επαρχιών), που διατρέχει όλους τους αιώνες της βυζαντινής ιστορίας. Απ' την άλλη μεριά, πρέπει να επισημανθεί πως ο αυτοκράτωρ της Μέσης Βυζαντινής περιόδου δε στηρίζει τόσο την πολιτική του δύναμη στη Σύγκλητο, στην αριστοκρατία ή στους δήμους, αλλά στο στρατό: αυτό ακριβώς το μεταβατικό χαρακτηριστικό γνώρισμα, που παρατηρείται στο μεταίχμιο του 7ου-8ου αιώνα, επιφέρει και τη δυναστική μεταβολή, με το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου και την αρχή της δυναστείας των Ισαύρων. Ιδωμένη ως συνάρτηση της πολιτικής υποστήριξης του στρατού η καινούρια εποχή που ανατέλλει για το Βυζάντιο είναι γεμάτη από πολεμικά κατορθώματα σ' όλα τα μέτωπα.

Ως αρνητικά επακόλουθα της πολιτικής αναταραχής της μεταβατικής αυτής περιόδου κρίσης, καταγράφονται απ' το Νικηφόρο Πατριάρχη η παραμέληση της παιδείας, η πολιτική και κοινωνική αστάθεια, η υποχώρηση του ενδιαφέροντος για την πολιτεία και την Πόλη, η διάβρωση του στρατεύματος. Ωστόσο, οι περισσότεροι χρονογράφοι αφιερώνουν λίγες σελίδες του έργου τους στα στρατιωτικά και διεθνή γεγονότα της εποχής αυτής. Για το λόγο αυτό οι γνώσεις μας παρουσιάζονται πενιχρές και αδύνατες. Στην περίπτωση, πάντως, του Τιβερίου Β΄ Αψιμάρου και της διαμάχης του με το Λεόντιο, Πράσινοι και Βένετοι αντίστοιχα αντιμάχονται για την εξουσία, ενώ παράλληλα τα επίσημα νομίσματα του κράτους, ως μέσα προβολής, εμπέδωσης της πολιτικής ιδεολογίας, προπαγάνδας πολιτικών και θρησκευτικών αντιλήψεων και προσέγγισης της κοινής γνώμης, απεικονίζουν τους νόμιμους εκπροσώπους της Ηρακλειανής δυναστείας Ιουστινιανό Β΄ και Τιβέριο (το γιο του). – Πρβλ. επίσης τα χρυσά νομίσματα του Φιλιππικού-Βαρδάνη και του Αψιμάρου-Τιβέριου. Κατά τη δεύτερη ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄, τον αντίπαλό του Βαρδάνη-Φιλιππικό υποστηρίζει το εκστρατευτικό σώμα(στρατός και στόλος) της Κριμαίας και ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ενώ τον Ιουστινιανό Β΄ υποστηρίζουν τα θέματα Θρακησίων και Οψικίου και 3000 Βούλγαροι σύμμαχοί του. Όσο για την περίπτωση του Αρτεμίου-Αναστασίου Β΄, η ανάρρησή του στο θρόνο πιθανολογεί για την ύπαρξη συνεκτικού πυρήνα και διασυνδέσεων ανάμεσα στη Σύγκλητο και το Δήμο των Πρασίνων, η οποία ματαίωσε τα σχέδια των συνομωτών του θέματος Οψικίου (Βούραφος, Μυάκιος).

Είναι, πάντως, αλήθεια πως η παραπάνω διαγραφείσα κατάσταση κρίσης και αναστάτωσης στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου βυζαντινού αιώνα φέρνει, συνειρμικά, στο νου του μελετητή την άλλη μεγάλη περίοδο κρίσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 3ο αι. μ.Χ., τότε που οι λεγεώνες ανακήρυσσαν ταυτόχρονα και σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία της αυτοκρατορίας αυτοκράτορες, ελέγχοντας απόλυτα το θρόνο και τον κάτοχό του. Αυτή η εύλογη, κατά τη γνώμη μου, αντιπαραβολή μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των στρατιωτικών «στάσεων» (επαναστάσεων), εάν επισημανθούν τα κύρια, γενικά, κοινά χαρακτηριστικά τους.

Σύμφωνα με τον P. Yannopoulos, La societe profane…, οι στρατιωτικοί υπάλληλοι του βυζαντινού κράτους ανήκουν στα μεσαία στρώματα, ενώ οι στρατιωτικοί ανώτατοι αξιωματούχοι στα ανώτερα στρώματα-κύκλους. Αυτή η λεπτή, σχετικά, διαφοροποίηση στην κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στην ίδια κοινωνική κατηγορία φανερώνει μια προχωρημένη-εξελιγμένη, απ' την άποψη της συγκρότησής της, κοινωνία.

Απ' την άλλη, όμως, μεριά, δεν μας σώζονται αυτοκρατορικά έγγραφα των «σφετεριστών» του θρόνου αυτής της ταραγμένης περιόδου. (Βλ. Gerhard Rosch, Όνομα βασιλείας…). Για το λόγο αυτό, θα' πρεπε να συνεξεταστούν νομίσματα και σφραγίδες του 7ου και 8ου αιώνα προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το ιδεολογικό τους στίγμα και τη διπλωματική τους δράση. Βέβαια, οι ιστορικές πηγές της εποχής ή όσες είναι μεν μεταγενέστερες αλλά αναφέρονται σ' αυτή, μας δίνουν κάποιες αποσπασματικές αλλά ταυτόχρονα πολύτιμες πληροφορίες: Ο Λεόντιος ο Πατρίκιος (695-698) «αναγορεύεται νυκτός υπό του δήμου των Βένετων βασιλεύς» μας πληροφορεί ο Γεώργιος Αμαρτωλός, αναφερόμενος έμμεσα στον ανταγωνισμό των δυο μεγάλων αντίπαλων δήμων της Πόλης για τον έλεγχο της εξουσίας. Εξάλλου, η ιδέα της παρακμής των δήμων ως πολιτικών παραγόντων, από την εποχή του Ηρακλείου και μετά, οφείλεται και στην έλλειψη μαρτυριών. (Βλ. Alan Cameron, Circus Factions…). Αυτό που βάσιμα γνωρίζουμε από προηγούμενες εποχές, είναι ότι οι δήμοι της πρωτεύουσας ενώνονται πολιτικά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις εξωτερικών κινδύνων ή και πιεστικών εσωτερικών δυσκολιών. (Βλ. Cront Ch. Les demes…).

Σε μια προσπάθεια ερμηνείας του πολύπλοκου συσχετισμού των καθεστωτικών παραγόντων του βυζαντινού κράτους κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου(7ος-8ος αι.) και παράλληλα της βαθμιαίας μεταλλαγής τους σε σχέση με την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, πρέπει να κατατεθούν ορισμένες παρατηρήσεις-επισημάνσεις, που θα μπορούσαν, ενδεχομένως να λειτουργήσουν κι ως υποθέσεις εργασίας. Στα τέλη του 7ου αιώνα η έννοια του λογίου-μορφωμένου ανθρώπου έχει πια συγχωνευτεί με την ιδέα του «λαϊκού» χριστιανού, εννοώντας μ' αυτό την ύπαρξη ενός "λαϊκού" χριστιανισμού με ευρεία βάση και κοινή θρησκευτική κουλτούρα, η οποία δε διαχωρίζει στεγανά τις κοινωνικές τάξεις και συνδέεται με το στρατό παντοιοτρόπως, κυρίως στην Ιταλία αλλά και αλλού. (Cambridge Med. Hist.). Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός η παρακμή της παλιάς συγκλητικής αριστοκρατίας της Πρωτεύουσας που παλιότερα είχε εξαφανιστεί απ' τις επαρχίες γιατί ακριβώς είχε μεταναστεύσει εκεί. (Βλ. Τηλ. Λουγγή, Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη…, σελ. 145-147, Σύμμεικτα 6, Αθήνα 1985). Γι' αυτή την εξέλιξη είναι σημαντικό όσο και πολυτάραχο το έτος-σταθμός 695: αρχίζει η προώθηση νέων θεσμών απέναντι σε παλιούς, εγκαταλείπεται σταδιακά η παλαιά διοικητική οργάνωση του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου και εισάγεται, με βραδείς ρυθμούς στην πράξη, ο θεματικός θεσμός, πράγμα που αποτελεί ένα ενδιαφέρον θέμα προς διερεύνηση. Η πάλη ανάμεσα στο στρατό και στη σύγκλητο που ιχνηλατείται απ' το 602 (βασιλεία Φωκά: Tinnefeld, Kategorien der Kaiserkritik, σελ. 51), αν και ο ρόλος της Συγκλήτου είναι ιδιαίτερα σημαντικός σ' όλο τον 7ο αιώνα, καταλήγει σε τελειωτική νίκη του στρατού στις αρχές του 8ου αιώνα. Η αμοιβαία διερεύνηση της πορείας της Συγκλήτου και της παράλληλης επιρροής του στρατού στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας και του αυτοκρατορικού θεσμού αποτελεί αναγκαιότητα, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις και στοιχεία που καταδεικνύουν σύγκλιση αριστοκρατών-συγκλητικών και ανωτάτων στρατιωτικών, σύνδεση στρατού και συγκλήτου και όχι κατ' ανάγκη πάλη τους, γιατί οι συγκλητικοί, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη δυσπραγία και τον παραγκωνισμό τους, στρέφονται στην ανάληψη στρατιωτικών αξιωμάτων, προσαρμοζόμενοι έτσι στα δεδομένα της καινούριας εποχής. Ο Georg Ostrogorsky ονομάζει τα χρόνια αυτά «χρόνια του χάους: Thronwirren», μιας και από το 695(επικράτηση του πραξικοπήματος του Λεοντίου) αρχίζει μια διάσπαση στους κόλπους του βυζαντινού στρατεύματος που αναστατώνει τους επιμέρους τομείς του: στρατό, στόλο, θέματα. Η εξέταση των τίτλων και των αξιωμάτων που κατέχουν οι ανερχόμενοι «σφετεριστές» στο θρόνο (πρωτοασηκρήτης, λογοθέτης του γενικού κ.λ.π) και η ενδεχόμενη σχέση τους, σε ορισμένες περιπτώσεις, τουλάχιστον, με το στρατό, μας παραπέμπει σε παλιότερες εποχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου δεν υφίστατο στεγανός διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και στα στρατιωτικά πράγματα: εξάλλου, η εξάσκηση της πολιτικής, σ' όλες τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες, δεν υπήρξε άμοιρη στρατιωτικής εμπειρίας. Η τεκμηρίωση μιας τέτοιας υπόθεσης εργασίας, βέβαια, απαιτεί τεράστια έρευνα, συγχρονική και διαχρονική. Πάντως, η διάσπαση του στρατεύματος σε στρατό ξηράς και στόλο που αντιμάχονται μεταξύ τους το 717, με επακόλουθο την ανάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας απ' τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο, με καθαρά στρατιωτικό τρόπο, φανερώνει, για το συγκεκριμένο, τουλάχιστον, χρονικό διάστημα, πολυπλοκότητα και πολυσυλλεκτικότητα στο συσχετισμό δυνάμεων, ακόμη και μέσα στα όρια του ίδιου καθεστωτικού παράγοντα(στρατού). Όσο για τον κλήρο, ως άτυπο καθεστωτικό παράγοντα του βυζαντινού κράτους, αυτή την εποχή αποτελεί το καταφύγιο της αριστοκρατίας.

Οι γενικότερες αλλαγές στη δομή της κοινωνίας, στα σύνορα, στη διοίκηση, στην ιδεολογία του 7ου αιώνα είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την κατανόηση του φαινομένου της κρίσης που μας απασχολεί: Κατά τη διάρκεια του 7ου αι. οι περισσότερες βυζαντινές πόλεις παρακμάζουν. Η κάθετη κινητικότητα της βυζαντινής κοινωνίας, που πιστοποιείται στο τέλος του 7ου και στις αρχές του 8ου αι., αρχίζει να υποχωρεί από τον 9ο αι. και εξής, οπότε η κοινωνία, κατά τον Α. Kazhdan, αριστοκρατικοποιείται, υπό την έννοια της σύνδεσης του θεματικού στρατού, της συγκλητικής αριστοκρατίας και του κλήρου σε μια ενιαία Μεσοβυζαντινή αριστοκρατία. Ήδη απ' τον 7ο αι. εμφανίζονται οι απαρχές του Ναυτικού θέματος των Καραβησιάνων, καθώς ο «στρατηγός των Καράβων ή των Καραβησιάνων» ή «δρουγγάριος του στόλου των Κιβυρραιωτών» συναντάται στις πηγές. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι ήδη την εποχή αυτή υπάρχει και το αντίστοιχο θέμα ως διοικητική μονάδα. (Βλ. Αhrweiler, Byzance et la mer, E. Αντωνιάδη-Μπιμπικού, Εtudes d' Histoire maritime, σελ. 78 κ.ε, Paris 1966). Όσον αφορά τα νομίσματα, απ' το 680 παύει η κοπή ελαφρότερου βάρους χρυσών νομισμάτων, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, δεν είναι απόλυτα ακριβές.

Ο χρονογράφος Λέων ο Γραμματικός στη σ.196 δίνοντάς μας «ειδήσεις» για την εκθρόνιση του Ιουστινιανού Β΄ απ' τον Φιλιππικό Βαρδάνη, μας πληροφορεί για το ότι ο τελευταίος εκθρόνισε τον πατριάρχη Κύρο και στη θέση του τοποθέτησε τον Ιωάννη, διάκονο και χαρτοφύλακα του Οικονομείου, ο οποίος έσπευσε να τον στέψει αυτοκράτορα. (Χρονικό Cumont, λα΄, Θεοφάνης, σ.381). Οι νέοι αυτοκράτορες και δη οι «σφετεριστές» φροντίζουν να έχουν με το μέρος τους τον Πατριάρχη και τους ανώτατους κληρικούς γενικά. Με τον τρόπο αυτό, η συμπόρευση Εκκλησίας-στρατού αλλά και Εκκλησίας-Συγκλήτου, κατά περιστάσεις, δείχνει πως αυτή παραμένει ο ενοποιητικός-σταθεροποιητικός παράγοντας που βγαίνει όχι μόνο αλώβητος αλλά και ενδυναμωμένος απ' την κρίση.

Οι κύριες πηγές μας γι' αυτή την περίοδο, Θεοφάνης και Νικηφόρος Πατριάρχης, μα και οι δευτερεύουσες: Λέων ο Γραμματικός(αρχές 11ου αι.), Συμεών ο Λογοθέτης (10ος αι.), Γεώργιος Κεδρηνός (τέλη 11ου ή αρχές 12ου αι.), Ιωάννης Ζωναράς (β΄ μισό 12ου αι.), Κωνσταντίνος Μανασσής (α΄ μισό 12ου αι.), Μιχαήλ Γλυκάς (α΄ μισό 12ου αι.), Ιωήλ (13ος αι.), Σύνοψις Σάθα (τέλη 13ου αι.), Βίοι Αγίων σε σχέση με τους δήμους δείχνουν πως οι Πράσινοι ήταν πολυπληθέστεροι των Βένετων, τουλάχιστον οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους «δημόται». Όμως, όσο περισσότερο η οργάνωση των δήμων ελέγχεται απ' τους στρατιωτικούς που τοποθετούνται απ' τον αυτοκράτορα, επικεφαλής τους, για την αποτελεσματικότερη άμυνα της Πόλεως, τόσο περισσότερο αυξάνει η στρατιωτική τους σημασία και μειώνεται η πολιτική. Οι αρμενικές πηγές για την ιστορία του 7ου βυζαντινού αιώνα διασώζουν σποραδικές πληροφορίες πολιτικού χαρακτήρα για τη δράση των δήμων. (Πρβλ. G. Garitte, "Narratio de rebus Armeniae", Ιστορία της Αρμενικής Εκκλησίας και των σχέσεών της με τη βυζαντινή απ' το 325 μέχρι το 700). Επίσης, το Λειμωνάριο του Ιωάννη Μόσχου (συλλογή βίων μοναχών), οι δημώδεις βιογραφίες αγίων του Λεοντίου, επισκόπου Νεαπόλεως Κύπρου και η Σύνοψις Σάθα (σύγγραμμα του 13ου αιώνα), περιέχουν κάποια διαφωτιστικά στοιχεία για τη δραστηριότητα και το χαρακτήρα των δήμων αυτή την περίοδο. Ιδιαίτερα όμως λεπτομερές και πλούσιο σε πληροφορίες και υλικό είναι το «Περί βασιλείου τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στο κεφάλαιο ΙΙ 54(σ. 792-798) με τον τίτλο «Έκθεσις πρωτοκκλησιών πατριαρχών τε και μητροπολιτών» που ανάγεται στον Ζ΄ αιώνα και αντανακλά την κατάσταση στη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας και της πολιτείας, ως εκκλησιαστικό τακτικό, κατά τη δυναστεία του Ηρακλείου.

Αναμφισβήτητο γεγονός είναι το ότι η στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας επηρεάζει την οικονομική κατάσταση και την οικονομική ζωή κατά τις διάφορες περιόδους. Έτσι η θεματική οργάνωση, επιφέροντας κατακερματισμό της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας με τα στρατιωτόπια, ενδυνάμωσε παράλληλα τη μικρή ιδιοκτησία. (7ος-8ος αι.). Αντίθετα, σε μεταγενέστερες εποχές (12ος-13ος αι.), η συγκέντρωση της έγγειας ιδιοκτησίας σε χέρια λίγων και η άνοδος των μεγαλογαιοκτημόνων στην εξουσία εξυπηρετήθηκε απ' το θεσμό της πρόνοιας. Η άνοδος της δύναμης του στρατού με την εισαγωγή και καθιέρωση του θεματικού συστήματος και η διεκδίκηση πρόσβασής του στην εξουσία μειώνει, ή, τουλάχιστον, συντελεί στον περιορισμό των «αστικών» ελευθεριών, πράγμα που εκφράζεται στη σχετική παρακμή των δήμων ως καθεστωτικών παραγόντων κατά τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα. Τον 7ο και 8ο αι. τα πλούτη του κράτους, δημόσια και ιδιωτικά, έχουν ελαττωθεί. Γι' αυτό μας πληροφορεί έμμεσα και ο βίος του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, ο πατέρας του οποίου είχε διακριθεί ως στρατηγός των νησιών του Αιγαίου που αυτή την περίοδο πλήττονταν σφοδρά από Αραβικές επιδρομές. (Βίος Θεοφάνους, έκδ. Loparev, στη V.V., Τόμος 17, 22). Οι σχέσεις συγκλήτου-δήμων και η πολιτική τους σύνδεση είναι γεγονός που πιστοποιείται από πολλές πηγές της εποχής. (Βλ. Μισίου Διον., Δήμοι και δημοκρατία στο Βυζάντιο, και Αικ. Χριστοφιλοπούλου, «Η Σύγκλητος εις το Βυζαντινόν κράτος», 1949). Τα αξιώματα που ανήκουν στο συγκλητικό κλάδο: πατρίκιος, μάγιστρος, δομέστικος των σχολών εμπλέκονται πολλές φορές σε εξεγέρσεις των δήμων της Πόλης. Όταν η εξέγερση ενός δήμου περιορίζεται σε επίπεδο βάσης («δημοτική επανάσταση, ταραχή, αταξία, μάχη», όπως την αποκαλούν οι πηγές) και δεν επεκτείνεται στη Σύγκλητο, τότε είναι συνώνυμη της τυραννίας. (Βλ. Δ. Μισίου, Η Διαθήκη του Ηρακλείου, σ.177 κ.ε.).

Ο Θεοφάνης ο ομολογητής στη σελ.375, εξάλλου, διαχωρίζει τον πολιτικό απ' τον στρατιωτικό «κατάλογο» των δήμων, εντάσσοντας, στον πρώτο, τους συγκλητικούς που ως πολιτικοί αξιωματούχοι ήταν μέλη του ανώτερου τμήματος των δήμων και, στον δεύτερο, τους στρατιωτικούς-συγκλητικούς που ήταν εγγεγραμμένοι ως απλά μέλη των δήμων. Η παραπάνω πληροφορία του Θεοφάνη αναφέρεται στην περίοδο του Ιουστινιανού Β΄ , τον οποίο οι πηγές δεν αποκαλούν τύραννο, παρ' όλη τη βία που μετέρχεται. Την απορία αυτή έχει διατυπώσει η Αικ. Χριστοφιλοπούλου στο «Ένδειξις, ΕΕΒΣ 35/1966, σ.61, σημ.1. Και ο Τηλέμαχος Λουγγής δίνει την απάντηση: ίσως γιατί ο Ιουστινιανός Β΄ δεν ελέγχει πια το οργανωμένο στράτευμα κατά τη β΄ περίοδο της βασιλείας του. Οι δήμοι, μέσω της συγκλήτου, τουλάχιστον, μέχρι και τις αρχές του 9ου αι., μπορούν να ρυθμίζουν τη διαδοχή στον αυτοκρατορικό θρόνο. Εξαίρεση αποτελεί η ταραγμένη περίοδος που εξετάζεται σ' αυτό το άρθρο (695-717), λόγω ιδιόρρυθμων συγκυριών, εξωτερικών δυσκολιών και μεταβατικής ιστορικής φάσης απ' τον 7ο στον 8ο αι.).

Ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος, μετά την εκκλησιαστική στέψη του Λεοντίου απ' τον πατριάρχη Καλλίνικο τύφλωσε τον «παράτυπο» πατριάρχη. Η ενέργειά του αυτή καταδεικνύει πως η εκκλησιαστική στέψη, ήδη αυτή την περίοδο, είχε αποκτήσει καθιερωτική δυνατότητα του νέου αυτοκράτορα και, άρα, χροιά καθεστωτικού παράγοντα. Οπωσδήποτε, μετά την λεπτομερειακή εξέταση των γεγονότων που προηγήθηκε, φτάνει κανείς στην ακόλουθη υπόθεση προς διερεύνηση: Η συμβολή των γνωστών καθεστωτικών παραγόντων της βυζαντινής αυτοκρατορίας (συγκλήτου, δήμων, στρατού) στην άνοδο ή στην καθαίρεση ενός αυτοκράτορα από το θρόνο είναι στεγανά διαχωρισμένη, ανάλογα με τα στενά συμφέροντα του καθενός απ' αυτούς;

Δηλαδή στην πολιτική τους δράση υπάρχει διαχωριστική γραμμή ή αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ενός συσχετισμού, μιας διαπλοκής προσώπων και οικονομικοκοινωνικών δυνάμεων που αλληλεπικαλύπτονται στην πολιτειακή και πολιτική τους δραστηριότητα; Όπως, εξάλλου, διαπιστώθηκε απ' τη μελέτη των πηγών, αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων δεν παρατηρείται μόνο σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο θεσμών και προσώπων: π.χ. το ανώτερο, αρχηγικό τμήμα των δήμων ανήκε ταυτόχρονα και στη σύγκλητο. Συγκλητικοί-αριστοκράτες αξιωματούχοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, είναι μέλη των δήμων και ταυτόχρονα ηγούνται του στρατού, απλοί στρατιώτες είναι μέλη του κατώτερου στρώματος-τμήματος της οργανώσεως των Δήμων της πρωτεύουσας μα και των επαρχιακών πόλεων.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

1. Θεοφάνης ο Ομολογητής 368-372 και ο Συνεχιστής του, έκδοση Βόννης, Νικηφόρος Πατριάρχης 39-40, έκδοση Βόννης.

2. J. B. Bury, A History of the Later Roman Empire II, 354.

3. A. P. Rudakov, Outlines in Byzantine Culture, based on data from Greek hagiography, 65.

4. L. Brehier, La transformation de l'empire byzantine sons les Hιraclides (Journal de Savants, N. S. XV, 1917), 402.

5. Ανώνυμος διασκευή Γεωργίου Μοναχού, Εν Theophanes Continuatus, Joannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus, CB Bonnae 1838, σ. 763-810.

6. Βάρ Εβραίος

7. Βίοι Αγίων: Ευθυμίου, Ηλία του νέου, Θεοδώρου Στουδίτου, Ιγνατίου, Μαρτίνου Νικηφόρου, Νίκωνος, αγ. Παύλου του νέου, Σάββα του νέου, Φιλαρέτου.

8. Πασχάλιον Χρονικό

9. F. Dolger, Regesten der Kaiserurkunden. I) Teil: 565-1025.

10. V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople.

11. Ιωάννη Νικίου, Παγκόσμιον Χρονικόν.

12. Mansi XII 192-3 , 196-7.

13. Liber pontificalis I. 391-392.

14. Brooks E. W., The Successors of Heraclius to 717. The Cambridge Médiéval History τ. IV. Cambridge 1923, σ. 391-417.

15. Cheira M. A., La lutte entre Arabes et Byzantins, la conquete et l' organization des frontieres aux VIIe et VIIIe siecles Alexandrie 1947.

16. Dreten, J. L.Van, Geschichte der Patriarchen von Sergios I bis Johannes VI (610-715). Amsterdam 1972.

17. Kitzinger E., The Cult of Images in the Age before Iconoclasm. Dumbarton Oaks Papers 8 (1954), σ. 83-150.

18. Nau, F., Les Arabes chretiens de Mesopotamie et de Syrie. Paris 1933.

19. Ostrogorsky G., The Byzantine Empire in the World of the Seventh Century, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959) σ. 1-21.

20. Μηλιόπουλος Ιωάννης, Εξακρίβωσις Βυζαντινών τοποθεσιών, Ελ. Φιλολογ. Σύλλογος Κων/πόλεως 31 (1909).

21. Παπαδόπουλος Ιωάννης Β., Αι Βλαχέρναι, Κων/πολις 1920.

22. Dagron Gilbert, Constantinople Imaginaire, Les Patria, Paris 1984.

23. Ebersolt Jean, Constantinople byzantine et les voyagers du Levant, Paris 1918.

24. Janin R., Constantinople byzantine, Paris 1964.

25. Janin R., La geographie ecclesiastique de l'empire byzantine…, III Les eglises et les monasteres, Paris 1969.

26. Mathews Thomas F., the Byzantine Churches of Istanbul. The Pennsylvania state university Press, 1976.

27. Talbot Rice David, Constantinople, edition Albin Michel ( Byzance-Istanbul), Paris 1965.

28. Proodfoot As., The Sources of Theophanes for the Heraclian Dynasty, Byzantion 44(1974) p.367-439.


* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

 

Συνέχεια στο Μέρος 3ο

Οικονομική κρίση στο Βυζάντιο – I

 Οικονομικές κρίσεις, κοινωνικές δυσπραγίες και δημοσιονομικές δυσκολίες στο Βυζαντινό Κράτος

 

Μέρος 1ο: Οικονομική κρίση στο Βυζάντιο

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*

 

H εποχή από το 610 ως τα τέλη του 9ου αιώνα για πολλά χρόνια χαρακτηριζόταν από τους βυζαντινολόγους ως "Σκοτεινοί Χρόνοι του Βυζαντίου". Aφ' ενός γιατί είναι μια περίοδος για την οποία απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά οι γραπτές πηγές και αφετέρου γιατί η απουσία αυτή δίνει μια εντύπωση κρίσης, παρακμής και κατάρρευσης του βυζαντινού κράτους. Η σταδιακή αποκάλυψη αρχαιολογικών μαρτυριών και η μελέτη των ελάχιστων πηγών έχουν δείξει μέχρι τώρα ότι πράγματι η περίοδος από τα μέσα του 6ου αιώνα ως τις αρχές του 7ου χαρακτηρίζεται από συνθήκες ανατροπής της κατάστασης που υπήρχε στο Βυζάντιο τους προηγούμενους αιώνες (4ο-6ο) και διαμόρφωσης μιας καινούργιας που ολοκληρώθηκε τον 9ο και 10ο αιώνα.

Τα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής δε δείχνουν απαραίτητα μια εποχή παρακμής, αλλά μια κρίση που κατέληξε σε διαφορετικού τύπου οργάνωση του χώρου, των πρώτων υλών, των ανθρώπων και της παραγωγής στο βυζαντινό κράτος, έτσι ώστε οι κάτοικοί του να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ικανοποιήσουν τις νέες ανάγκες που εμφανίστηκαν.

Ο 7ος αιώνας, με την αναμφισβήτητα μεγάλη οικονομική κρίση, είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την αγροτοποίηση της οικονομίας, την απλοποίηση των σχέσεων παραγωγής και το μετασχηματισμό σε μεγάλο βαθμό της νομισματικής οικονομίας σε ανταλλακτική. Στη διάρκεια του 8ου αιώνα άρχισε, προς απόσβεση των μεγάλων απωλειών της αυτοκρατορίας, η διαδικασία της οικονομικής ανάκαμψης, ανάπτυξης και αναδιοργάνωσης των τομέων της οικονομίας που είχαν ατονήσει (αστική οικονομία). Ο 9ος υπήρξε αιώνας σχετικής ειρήνης και γαλήνης κατά τον οποίο συνεχίστηκε η διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης που ολοκληρώθηκε το 10ο αιώνα, ενώ η νομισματική οικονομία επικράτησε και πάλι.

Το χρονικό διάστημα μεταξύ των μέσων περίπου του 7ου αιώνα και των μέσων του 9ου ήταν περίοδος μεγάλων εδαφικών απωλειών για το βυζαντινό κράτος, το οποίο, ωστόσο, κατάφερε σταδιακά να σταθεροποιήσει τα σύνορά του και να αναδομήσει τη διοίκησή του. Στις αρχές του 7ου αιώνα οι Πέρσες κατέλαβαν για σύντομο χρονικό διάστημα τις περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Μια δεκαετία αργότερα, οι Άραβες εμφανίστηκαν ως κυρίαρχη δύναμη στην Εγγύς Ανατολή και μέχρι τον 8ο αιώνα είχαν κατακτήσει και αποσπάσει οριστικά από το Βυζάντιο όλες τις ανατολικές και νότιες επαρχίες του, δηλαδή όλη την έκταση από τη Συρία μέχρι την Ισπανία. Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, ως τον 9ο αιώνα είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν τη Μικρά Ασία. Οι βόρειες περιοχές του Βυζαντίου γνώρισαν τον 7ο αιώνα την απειλή των Βουλγάρων που ζούσαν στα νότια του Δούναβη, αλλά οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις τους και να κρατήσουν τη Θράκη. Τέλος, το Βυζάντιο έχασε τις δυτικές του επαρχίες στην Ιταλία από την προέλαση των Λομβαρδών (που κατέλαβαν τη Ραβέννα το 751) και των Φράγκων, οι οποίοι τελικά σχημάτισαν μια νέα "δυτική αυτοκρατορία" στην Ιταλία καλύπτοντας πολιτικά τη Δυτική Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι το Βυζάντιο κατέληξε να περιλαμβάνει τις περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου (Ελλάδα, Αλβανία και Θράκη) οι οποίες δεν κατοικούνταν από τους Σλάβους και αυτές της χερσονήσου της Ανατολίας (Μικράς Ασίας).

Η απώλεια της Συρίας, της Αιγύπτου και της υπόλοιπης βόρειας Αφρικής σήμαινε για το Βυζάντιο απώλεια όχι μόνο εκτεταμένων αλλά και των πλουσιότερων και σημαντικότερων οικονομικά περιοχών του. Εκεί συγκεντρώνονταν η μεγάλη ιδιοκτησία και η αγροτική παραγωγή, καθώς και μεγάλα αστικά κέντρα που είχαν έντονη και αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα την προηγούμενη περίοδο, όπως η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια. Η απώλεια αυτή σήμαινε, επίσης, την κατάργηση της ακλόνητης ως τώρα βυζαντινής ηγεμονίας και του οικονομικού ελέγχου σε όλη την έκταση της ανατολικής Μεσογείου.

Υπό βυζαντινή κατοχή παρέμειναν οι εύφορεςκαι αυτάρκεις περιοχές της Ανατολίας που, όπως μαθαίνουμε από πηγές, είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύουν την αυτοκρατορία με αγροτικά  προϊόντα: κρασί, σιτάρι, κριθάρι, ζώα και δέρματα. Kαι εκεί, ωστόσο, ύπαιθρος και αστικά κέντρα είχαν στην αρχή της περιόδου λεηλατηθεί και υποστεί καταστροφές κατ' επανάληψη, με συνέπεια να χρειαστούν ένα διάστημα αναδιοργάνωσης και ανάκαμψης. Η Βαλκανική – όπου όμως σε μεγάλο ποσοστό είχαν διεισδύσει και κατοικούσαν σλαβικές φυλές τον 6ο και 7ο αιώνα, οπότε δεν ήταν όλη στη διάθεση των Βυζαντινών – η Μακεδονία, η Θράκη και η Θεσσαλία ήταν επίσης περιοχές αυτάρκεις, με άφθονες καλλιέργειες (κυρίως σιταριού). Η ορεινή Πελοπόννησος, που παρήγε μόνο λίγο λάδι και μέλι, ήταν από τις πιο φτωχές περιοχές, όπως επίσης και τα νησιά, από τα οποία μόνον η Λήμνος και η Κρήτη ήταν τόποι παραγωγής κρασιού. Τέλος, η Δαλματία και η Κύπρος προμήθευαν ξυλεία.

Την εποχή αυτή, το βυζαντινό κράτος αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα, με δεδομένη τη μεγάλη έκταση των εδαφικών απωλειών, τις αυξημένες αμυντικές ανάγκες, τις καταστροφές και τις εσωτερικές αναστατώσεις. Ως συνέπεια αυτών, η μείωση και αποδιοργάνωση του πληθυσμού και η κατάρρευση της διάρθρωσης της οικονομίας της Πρωτοβυζαντινής περιόδου επιδείνωναν την κατάσταση. Το κράτος, προκειμένου να επιλύσει τα  προβλήματά του, ευνόησε έναν απλούστερο και αυτόνομο τρόπο αγροτικής παραγωγής, η οποία ήταν ανέκαθεν η βάση της βυζαντινής οικονομίας. Επιπλέον, οργάνωσε τον τομέα της δημοσιονομίας με διαφορετικό τρόπο,στον οποίο οδήγησε η ανάγκη για έσοδα που θα επέτρεπαν τη συντήρηση του κρατικού μηχανισμού και τη διατήρηση της αυτοκρατορίας με αμυντικές εκστρατείες.

"Αν, την ώρα που ένας άνθρωπος προσπαθεί να κλέψει ένα βόδι από ένα κοπάδι, το κοπάδι τραπεί σε φυγή και κατασπαραχτεί από κάποιο άγριο θηρίο, τότε ο άνθρωπος αυτός να τυφλωθεί. Αν ένας άνθρωπος βρεθεί σε ένα χωράφι να κλέβει καλαμπόκι, την πρώτη φορά να μαστιγωθεί εκατό φορές και να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη, τη δεύτερη φορά να πληρώσει διπλή τη ζημιά για την κλοπή του και, αν κλέψει και τρίτη, να τυφλωθεί. Αν κλέψει κρασί τη νύχτα, να υποστεί την ίδια τιμωρία όπως για το καλαμπόκι. Αν κλέψει τη σοδειά κάποιου άλλου, να του δώσει τη διπλή ποσότητα απ' αυτή που έκλεψε. Αν κάποιος βρει ένα βόδι στο δάσος, το σκοτώσει και πάρει το κουφάρι του, να του κόψουν το χέρι. Αν ένας δούλος, προσπαθώντας να κλέψει τη νύχτα, διώξει τα πρόβατα μακριά από το κοπάδι και χαθούν ή κατασπαραχτούν από άγρια θηρία, να κρεμαστεί ως δολοφόνος".

Τα αποσπάσματα αυτά από το "Γεωργικό Νόμο" δείχνουν πόσο πολύτιμα ήταν τα ζώα και η σοδειά για τους αγρότες της περιόδου. H απώλεια έστω και λίγων από αυτά σήμαινε γι' αυτούς αδυναμία πληρωμής των φόρων και ακολούθως οικονομική καταστροφή. Για το κράτος τα έσοδα από την αγροτική παραγωγή ήταν αυτή την περίοδο η μόνη (όσο το δυνατόν σταθερή) βάση της οικονομίας.

Οι πηγές μάς επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι οι φυσικές καταστροφές αλλά και οι εχθρικές επιδρομές και δηώσεις των προηγούμενων αιώνων δεν κατέστρεψαν μόνιμα τη βυζαντινή αγροτική γη. Ωστόσο, μεγάλες εκτάσεις πιθανότατα έμεναν γεωργικά και κτηνοτροφικά αναξιοποίητες για κάποια χρονικά διαστήματα, όταν οι αγρότες εγκατέλειπαν τις περιοχές που δέχονταν επιθέσεις ή πέθαιναν από τις επιδρομές, τους σεισμούς και τις άλλες φυσικές καταστροφές και τους αλλεπάλληλους λοιμούς, που κράτησαν ως τα μέσα του επόμενου αιώνα. Τη γη της αυτοκρατορίας κατείχαν και εκμεταλλεύονταν μικροί και μεσαίοι κυρίως ιδιοκτήτες, και κάποιοι μεγαλοκτηματίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν το κράτος και η Εκκλησία. Αυτοί οι ιδιοκτήτες γης, πέρα από το να παράγουν τα απαραίτητα για την επιβίωση των ίδιων, των οικογενειών και των περιοχών τους, συντηρούσαν, μέσω της φορολογίας, και τις αμυντικές ανάγκες της αυτοκρατορίας.

Τον 8ο αιώνα, η διαδικασία της δημογραφικής και αγροτικής ανάκαμψης, που ολοκληρώθηκε τον επόμενο αιώνα, φαίνεται πως είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται. Tο τέλος των λοιμών, σχεδόν σε όλη την αυτοκρατορία γύρω στα μέσα του αιώνα, και μια γενική βελτίωση των κλιματολογικών συνθηκών ευνόησαν την αύξηση του πληθυσμού και την εξάπλωση της αγροτικής τους δραστηριότητας στις γαίες που μέχρι τώρα ήταν εγκαταλειμμένες ή ανεπαρκώς αξιοποιημένες.

O 9ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και, συνεπώς, των εργατικών χεριών. Μια πρώτη αιτία για την αύξηση του πληθυσμού ήταν η σχετική ειρήνευση στο χώρο. 'Aλλη αιτία στάθηκε η μετανάστευση στο χώρο του Βυζαντίου κατοίκων πρώην βυζαντινών τόπων κατακτημένων από ξένους λαούς (π.χ. Αρμένιους, Βουλγάρους). Μια τελευταία αιτία ήταν και ο εκβυζαντινισμός και η απορρόφηση ξένου πληθυσμού περιοχών που τέθηκαν υπό βυζαντινό έλεγχο από το Νικηφόρο Α' και το Θεόφιλο (Σλάβοι, Λατίνοι, Ιλλυριοί και Γότθοι που ζούσαν στην Ελλάδα, τη Δαλματία, την Κριμαία και την Αλβανία). Ο μεγάλος αυτός πληθυσμός είχε πλέον άφθονο χώρο προς εξάπλωση και γη προς εκμετάλλευση, χωρίς τον κίνδυνο των τόσο συχνών τα προηγούμενα χρόνια επιδρομών και φυσικών καταστροφών. Αυτό έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, η οποία ήταν ο ασφαλής και σίγουρος τρόπος για την απόκτηση νέου και σταθερού πλούτου, όπως φάνηκε και στους αιώνες που ακολούθησαν.

Η Μεσοβυζαντινή περίοδος παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ως προς τη διανομή της γης, καθώς το γαιοκτητικό καθεστώς διέφερε από αυτό της Πρωτοβυζαντινής αλλά και των επόμενων αιώνων. Στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου (7ο και 8ο αιώνα και ως τα μέσα του 9ου) κυριάρχησε η ιδιοκτησία και εκμετάλλευση γαιών μικρής και μεσαίας έκτασης που συνυπήρχε με τη χρήση των περιορισμένων αριθμητικά μεγάλων κτημάτων. Τα μεγάλα αυτά κτήματα άρχισαν να κυριαρχούν από τον 9ο αιώνα, γιατί εξυπηρετούσαν καλύτερα τις νέες ανάγκες και προοπτικές οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, και εξελίχθηκαν τους επόμενους αιώνες στο κύριο χαρακτηριστικό της αγροτικής οικονομίας.

Στον τομέα της οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, που ήταν και η βάση της βυζαντινής οικονομίας, φαίνεται πως τον 7ο και 8ο αιώνα επικράτησε η τάση απλοποίησης και κρατικού συγκεντρωτισμού όπως και στους άλλους τομείς της οικονομίας. Eκτός από τα αρχαιολογικά δεδομένα, πληροφορίες μας δίνει και μια από τις ελάχιστες πηγές της εποχής, ο "Γεωργικός Νόμος". Ως προς την οργάνωση του χώρου του βυζαντινού κράτους, η πηγή αυτή υποδεικνύει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής την ύπαρξη χωριών, των οποίων τα γειτονικά χωράφια και λιβάδια τα μοιράζονταν ανεξάρτητοι, ελεύθεροι αγρότες. Αυτοί ήταν μικροϊδιοκτήτες-καλλιεργητές που δεν υπόκειντο στον έλεγχο κάποιου γαιοκτήμονα, δούλευαν για λογαριασμό τους, πλήρωναν φόρους απευθείας στο κράτος και μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους ανά πάσα στιγμή. Κάποιοι αγρότες συγκέντρωναν ιδιοκτησία όχι υπερβολικά μεγάλη αλλά ούτε μικρή (μεσαία ιδιοκτησία) με την αγορά και εκμετάλλευση γης που είχε εγκαταλειφθεί από τους καλλιεργητές της.

Τα στρατιωτικά κτήματα

Στη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία εντάσσεται και μια ειδική κατηγορία αγροτικών γαιών: τα στρατιωτικά κτήματα, οι στρατείες. Αυτά ήταν καλλιεργήσιμη γη που αναγκαζόταν να προσφέρει το κράτος στους στρατιώτες, σε εποχές έλλειψης χρημάτων, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Οι καλλιεργητές αυτών των γαιών είχαν στη συνέχεια υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικής φύσης υπηρεσίες, κάθε φορά που το κράτος τις χρειαζόταν: είτε με προσωπική ένοπλη υπηρεσία είτε με καταβολή χρηματικού ποσού ικανού να εξοπλίσει και να συντηρήσει έναν στρατιώτη. Τα στρατιωτικά κτήματα φαίνεται ότι άρχισαν να σχηματίζονται από το τέλος του 7ου αιώνα, παρόλο που στις πηγές μαρτυρούνται μόνο το 10ο, και σχετίζονται, αν και δε συνδέονται απαραίτητα, με το θεσμό των θεμάτων.

Ως τα μέσα του 9ου αιώνα η εικόνα παρέμεινε η ίδια, με τους ελεύθερους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες-καλλιεργητές και τους στρατιώτες-γεωργούς να αποτελούν τον πυρήνα της αγροτικής εκμετάλλευσης της γης στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Από τα μέσα, όμως, του 9ου αιώνα η ισορροπία αυτή διαταρασσόταν ολοένα και περισσότερο ώσπου κατέληξε, το 10ο αιώνα, στην επικράτηση της μεγάλης ιδιοκτησίας (κυρίως ιδιωτικής και εκκλησιαστικής) στην κατοχή της γης.

Ο "Γεωργικός Νόμος" αναφέρει την ύπαρξη και μικρού αριθμού μισθωμένων εργατών δίπλα στους ελεύθερους γεωργούς, που αναλάμβαναν αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, καθώς επίσης και δούλων. Αυτό υποδεικνύει πως υπήρχαν και αγρότες αρκετά πλούσιοι ώστε να μπορούν να αγοράσουν δούλους και να πληρώσουν εργάτες. O πλούτος τους προερχόταν από τη συγκέντρωση γης. Οι μεγαλοκτηματίες της εποχής ήταν ιδιώτες, η Εκκλησία και το ίδιο το κράτος.

Ιδιωτικά κτήματα

Στο "Γεωργικό Νόμο", αναφέρεται η ύπαρξη μεγάλης ιδιοκτησίας (δηλαδή μεγάλων εκτάσεων γης που ανήκαν σε έναν γαιοκτήμονα), αν και φαίνεται πως ήταν περιορισμένες αυτές οι περιπτώσεις σε σχέση με αυτές της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας. Η μείωση της μεγάλης ιδιοκτησίας οφείλεται στις αλλαγές στη διοίκηση των πόλεων (κατάργηση των δημοτικών συμβουλίων και διοίκηση απευθείας από κρατικούς αξιωματούχους διορισμένους στην Πρωτεύουσα), που είχαν ως αποτέλεσμα να μετατοπιστεί το μεγάλο ενδιαφέρον από την επένδυση σε γη σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, σιγά σιγά χάθηκε η σταθερή τάξη των μεγάλων, αριστοκρατών γαιοκτημόνων των πόλεων της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, η επένδυση σε γη, παρά τις επιδρομές και τους εξωτερικούς κινδύνους, αποτελούσε μια από τις ασφαλέστερες οικονομικά επενδύσεις, τουλάχιστον για μια γενιά, και έτσι μεγάλα κτήματα εξακολούθησαν να υπάρχουν. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του γαιοκτήμονα Φιλάρετου στο θέμα Αρμενιακών στα τέλη του 8ου αιώνα, του οποίου η περιουσία ανερχόταν σε 48 μεγάλα αρδευόμενα αγροκτήματα μεγάλης αξίας και εκατό ζευγάρια βόδια, τα οποία προϋπέθεταν 15.000 ως 20.000 μοδίους γης. Τα κτήματά του φιλοξενούσαν επίσης εξακόσια βόδια, οκτακόσια ογδόντα άλογα, μελίσσια και δώδεκα χιλιάδες πρόβατα.

Κράτος, Εκκλησία και αστικές γαίες

Δίπλα στα μικρά και μεγάλα ιδιωτικά κτήματα αναπτύσσονταν και μεγάλα κτήματα που ανήκαν στο κράτος και την Εκκλησία. Σε κρατική ιδιοκτησία κατέληγαν οι γαίες που εγκαταλείπονταν από μικροϊδιοκτήτες. Η Εκκλησία άρχισε να αποκτά επίσης σημαντική εκμεταλλεύσιμη γη από δωρεές ευσεβών πιστών ή του κράτους. Μια από τις σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο είναι η εξαφάνιση των αστικών γαιών, αυτών δηλαδή που ανήκαν συλλογικά στις πόλεις και αξιοποιούνταν από αυτές με σκοπό την αύξηση των εσόδων του κοινού ταμείου. Με την αλλαγή του οικονομικού και διοικητικού ρόλου των πόλεων αλλά και με τις δημογραφικές αλλαγές (συρρίκνωση του πληθυσμού), οι γαίες αυτές δεν είχαν πια μεγάλη σημασία για τα έσοδα των πόλεων. Απλούστερη και χρησιμότερη ήταν η καλλιέργειά τους από ελεύθερους μικροκαλλιεργητές.

Το κτηματολόγιο της εποχής ήταν ο κώδιξ ή τα χαρτία του γενικού και περιλάμβανε αναλυτική καταγραφή των γαιών κάθε περιοχής και τη φορολογική της υποχρέωση. Άρχιζε με καταγραφή των γαιών κάθε φορολογούμενου, του χωριού του, του ονόματός του και του ποσού του φόρου που έπρεπε να πληρώσει. Στη συνέχεια, αναγράφονταν τα ιδιόστατα, δηλαδή οι γαίες που δεν ανήκαν στο χωριό, τα κλάσματα, οι χέρσες γαίες που είχαν περιέλθει στο δημόσιο, και τα ανέκδοτα, οι γαίες που καταγράφονταν για πρώτη φορά στο κτηματολόγιο. Το σύνολο των ψηφίων, δηλαδή των φορολογικών ποσών μιας περιοχής, αποτελούσε το ακρόστιχό της, δηλαδή τη φορολογική της υποχρέωση προς το κράτος. Το κτηματολόγιο αυτό ωστόσο -ίσως λόγω της ταραγμένης ζωής και των μεταβολών στην κυριότητα της γης- δεν είχε αποφασιστικό αποδεικτικό χαρακτήρα αυτή την εποχή, σπανιότατα δηλαδή χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικό στοιχείο σε περιπτώσεις αντιδικίας και δεν του αποδιδόταν ιδιαίτερη σημασία.

Οι πόλεις, λόγω των δυσχερών οικονομικών συνθηκών, ολοένα και περισσότερο αδυνατούσαν να συντηρήσουν τον εαυτό τους, πόσο μάλλον να αναλάβουν τη διοίκηση των κρατικών εσόδων, όπως έκαναν την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Αυτή η απώλεια της αστικής οικονομικής ανεξαρτησίας οδήγησε στην αντικατάσταση των δημοτικών συμβουλίων από υπαλλήλους που ουσιαστικά ήταν μέλη της τεράστιας κρατικής γραφειοκρατίας και, επομένως, στον απευθείας κρατικό έλεγχο πάνω στη φορολόγηση των κατοίκων σε όλους τους τομείς της οικονομίας με έναν τρόπο συγκεντρωτικό. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί το φαινόμενο της ξαφνικής εμφάνισης τον 7ο και 8ο αιώνα μικρών σφραγίδων από μόλυβδο (μολυβδόβουλλων), οι οποίες χρησιμοποιούνταν από τους κομμερκιάριους. Αυτοί ήταν κρατικοί αξιωματούχοι υπεύθυνοι για την προμήθεια και τη διανομή των βιοτεχνικών αγαθών, τη ρύθμιση του εμπορίου και τη συλλογή των έμμεσων φόρων στο βυζαντινό κράτος, λειτουργίες που πραγματοποιούνταν στις κρατικές αποθήκες κάθε επαρχίας. Οι σφραγίδες χρησιμοποιούνταν απ' αυτούς πρώτον για να σφραγίσουν δέματα εμπορευμάτων που είχαν ζυγιστεί και κοστολογηθεί, έτσι ώστε να μην ανοίγουν, και δεύτερον για να εγγυηθούν, με την υπογραφή που είχαν ως επιγραφή, τη γνησιότητά τους και τον έλεγχο του αυτοκράτορα. Με τον κρατικό αυτό παρεμβατισμό, ο οικονομικός ρόλος των πόλεων υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο και η αστική οικονομία έχασε οριστικά τη σημαντική θέση που είχε κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.

Μετά τον 8ο αιώνα, ωστόσο, και κυρίως τον 9ο, όταν η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας επέφερε μεγαλύτερη ευημερία, η αστική οικονομία σημείωσε μεγάλη πρόοδο, τόσο στον τομέα της βιοτεχνίας όσο και στο εμπόριο. Οι σφραγίδες των κρατικών αυτών αξιωματούχων που ήλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία εξαφανίστηκαν από το τέλος του 8ου και τον 9ο αιώνα, πράγμα που δείχνει ότι ο κρατικός έλεγχος δεν ήταν πια απαραίτητος για τη ρύθμιση των αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες πια είχαν ξαναπάρει το δρόμο τους μέσα στη γενική ανάκαμψη της οικονομίας.

Όσον αφορά το εμπόριο οι 7ος και 8ος αιώνας χαρακτηρίζονται από την έλλειψη εκτεταμένων εμπορικών δραστηριοτήτων και την ενθάρρυνση στοιχειωδών και απλών τρόπων οικονομικής συντήρησης, όπως η αγροτική εκμετάλλευση της γης. Αιτίες γι' αυτό στάθηκαν η οικονομική και δημογραφική κρίση και το γεγονός ότι οι εχθρικές επιδρομές και οι καταστροφές έκαναν το οδικό δίκτυο του κράτους δύσχρηστο και την επικοινωνία μεταξύ των περιοχών επισφαλή. Αυτό αποθάρρυνε τους Βυζαντινούς απ' το να αναλαμβάνουν τη μεταφορά φθηνών προϊόντων που δεν θα απέφεραν μεγάλα κέρδη. Από τον 9ο αιώνα, η αγροτική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, η βιοτεχνία να αναπτύσσεται ταχέως και το βυζαντινό εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό, να ανθεί.

Βιοτεχνική δραστηριότητα, αν και μειωμένη, εξακολούθησε να υπάρχει στο Βυζάντιο αυτή την εποχή, αλλά δε γνώρισε τη μεγάλη ανάπτυξη που χαρακτήρισε τους αμέσως επόμενους αιώνες. Τα βιοτεχνικά εργαστήρια αναπτύχθηκαν προς το τέλος αυτής της περιόδου και συγκεντρώθηκαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στις ελάχιστες μεγάλες πόλεις που επιβίωσαν. Συντεχνίες βιοτεχνών, οι οποίες επιβλέπονταν από το κράτος, παρήγαν τα χρειώδη για την αυτοκρατορική αυλή και το στρατό, υφάσματα λινά και μεταξωτά, δερμάτινα είδη, κεριά, αρώματα, σαπούνι, αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα και σμάλτο. Τα μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα από μόλυβδο, χαλκό και σίδηρο κατασκευάζονταν πιθανόν εκτός των συντεχνιών.

Από τις λίγες γραπτές πηγές που διαθέτουμε, αντιλαμβανόμαστε ότι κατά τον 7ο και 8ο αιώνα το εσωτερικό βυζαντινό εμπόριο ήταν περιορισμένο σε σχέση με αυτό της προηγούμενης περιόδου, εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν. Τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα: η εύρεση ελάχιστων βυζαντινών χάλκινων νομισμάτων, που χρονολογούνται μεταξύ του 640 και του τέλους του 7ου αιώνα, υποδηλώνει ότι η κοπή και κυκλοφορία τους αυτή την εποχή ήταν μειωμένη. Δεδομένου, λοιπόν, ότι τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν περισσότερο για καθημερινές, μικρές εμπορικές συναλλαγές, η έλλειψή τους υποδεικνύει ότι το εσωτερικό εμπόριο είτε είχε σταματήσει είτε γινόταν σε μικρότερη κλίμακα και όχι με χρήματα. Η πρώτη εκδοχή δεν είναι ρεαλιστική, εφόσον δεν ήταν όλες οι περιοχές και όλοι οι κάτοικοι του κράτους απόλυτα αυτάρκεις και κάποια μορφή ανταλλαγής προϊόντων θα έπρεπε να υπάρχει. Η ύπαρξη μαγαζιών και αγορών, τόσο στις συρρικνωμένες πόλεις αυτής της εποχής όσο και στην Κωνσταντινούπολη, και η διατήρηση κάποιων εμπορείων της προηγούμενης περιόδου αποδεικνύουν ότι η δεύτερη εκδοχή είναι η πιθανότερη.

Από την εποχή του αυτοκράτορα Θεόφιλου, τον 9ο αιώνα, η εικόνα άλλαξε: χρυσά και χάλκινα νομίσματα βρίσκονται σε αφθονία και σε όλες τις περιοχές, και είναι εμφανές ότι το εσωτερικό εμπόριο, η μεταφορά δηλαδή φθηνών προϊόντων σε μικρές αποστάσεις και μέσα στα γεωγραφικά όρια της αυτοκρατορίας, άνθησε. H επαρχία προμήθευε τις πόλεις (κυρίως την πρωτεύουσα) με είδη διατροφής, και οι επαρχιώτες που γίνονταν πιο ευκατάστατοι από πριν μπορούσαν να προμηθευτούν καλύτερα ρούχα ή άλλα απαραίτητα είδη. Άρχισε σιγά σιγά και η εμπορική κυκλοφορία πολυτελών ειδών βιοτεχνίας, που κυριάρχησε την επόμενη περίοδο.

Kατά τον 7ο αιώνα, η χειροτέρευση των δρόμων και η ανασφάλεια που χαρακτήριζε τις θάλασσες αποθάρρυνε τους εμπόρους και τους πλοιοκτήτες από το να αναλαμβάνουν εμπορικές αποστολές. Ωστόσο, κάποια από τα εμπορεία της προηγούμενης περιόδου διατηρήθηκαν, προφανώς διεξάγοντας μια υποτυπώδη δραστηριότητα μέχρι που γνώρισαν, από τα τέλη του 8ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 9ου, μια νέα περίοδο ανάπτυξης και ακμής. Τέτοια εμπορεία, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, ήταν και η Θεσσαλονίκη, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Αττάλεια και η Τραπεζούντα. Η αύξηση, σε σχέση με πριν, της βιοτεχνικής δραστηριότητας ενθάρρυνε τους πλοιοκτήτες και προμηθεύοντάς τους με προϊόντα προς πώληση, έδωσε σταθερότητα στη δουλειά τους. Εξάλλου, αξιοποιήθηκε το οδικό δίκτυο, που είχε επισκευαστεί για στρατιωτικούς και ταχυδρομικούς λόγους, και το οποίο συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Ανατολία (τη Νίκαια, το Αμόριο, την 'Aγκυρα, την Αττάλεια, την Τραπεζούντα) και το αραβικό χαλιφάτο. Έτσι, τα προϊόντα των συντεχνιών άρχισαν να κυκλοφορούν, βρίσκοντας και νέες αγορές στο Βορρά (στους Χαζάρους, στους Ρως και στους Βουλγάρους), και το βυζαντινό εμπόριο να εξαπλώνεται. Το γεγονός ότι ο θαλάσσιος κίνδυνος των αράβων πειρατών δεν εμπόδισε τους βυζαντινούς να ρισκάρουν τη διεξαγωγή εμπορίου, δείχνει ότι το εμπόριο είχε αρχίσει να γίνεται πολύ προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα.

Στην περίοδο 610-867 το βυζαντινό κράτος οργάνωσε τη δημοσιονομική του πολιτική με τρόπο που διευκόλυνε τον έλεγχο στους διάφορους τομείς της οικονομίας, ώστε να είναι αποδοτικοί, και εξασφάλιζε τα έσοδα που του επέτρεπαν να επιβιώσει. Οργάνωσε την οικονομική διοίκηση του κράτους σε ένα σχήμα πιο συγκεντρωτικό. Kαθόρισε την κοπή και κυκλοφορία των νομισμάτων στο μέτρο που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες σε χρήμα. Tέλος, φορολόγησε τους υπηκόους του με το σύστημα που θεώρησε πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό, ώστε να εξασφαλίσει τη συντήρηση της κρατικής μηχανής, του στρατού και της αυτοκρατορικής αυλής.


* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

 

Συνέχεια στο Μέρος 2ο: H κρίση του τέλους του 7ου αιώνα στο Βυζάντιο και ο ρόλος, σ' αυτή, των καθεστωτικών παραγόντων: στρατού, δήμων, συγκλήτου. Συσχετισμός δυνάμεων. Παρατηρήσεις, υποθέσεις, ερωτήματα

Ο Φαραώ Μόρσι …Μουμπάρακ

Ο Φαραώ Μόρσι …Μουμπάρακ

 

Τoυ Άρη Χατζηστεφάνου*

 

Ξεκινώντας διμέτωπο αγώνα με τα απομεινάρια του καθεστώτος Μουμπάρακ αλλά και τους πρωτεργάτες της επανάστασης, ο πρόεδρος της Αιγύπτου μετατρέπεται σε έναν ακόμη δικτάτορα.

Τις ημέρες της μεγάλης αιγυπτιακής εξέγερσης για την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ σημειώθηκε και η λεγόμενη «μάχη της καμήλας» στην πλατεία Ταχρίρ. Για πρώτη φορά οι διαδηλωτές δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με δυνάμεις της αστυνομίας ή του στρατού αλλά και με «απλούς πολίτες» που δήλωναν υποστηρικτές του προέδρου. Όπως αποδείχτηκε βέβαια ήταν πληρωμένοι δολοφόνοι, λούμπεν στοιχεία της Αιγυπτιακής πρωτεύουσας που αναλάμβαναν να επιτεθούν στους συγκεντρωμένους για ένα μεροκάματο.

Αρκετοί θυμήθηκαν εκείνη την ημέρα όταν την περασμένη εβδομάδα οπαδοί των Αδελφών Μουσουλμάνων επιτέθηκαν με τρομακτική βία εναντίον όσων διαδήλωναν έξω από το προεδρικό μέγαρο – λίγα μόλις χιλιόμετρα από την πλατεία Ταχρίρ. Πριν η αντιπαράθεση πάρει τη μορφή γενικευμένης σύγκρουσης με έξι νεκρούς, οι επιτιθέμενοι έριξαν βροχή από πέτρες στους συγκεντρωμένους, έσκισαν τα πρόχειρα καταλύματα τους ενώ σύμφωνα με πληροφορίες χρησιμοποίησαν και αληθινά πυρά. Στο πλευρό των οπαδών του προέδρου Μόρσι βρέθηκαν σύντομα και άρματα μάχης, ομάδες σαλαφιστών και μέλη της οργάνωσης Γκαμάα αλ Ισλαμίγια. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της επίθεσης ήταν ένα μέλος της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Συμμαχίας και ένα από το κόμμα των Επαναστατών Σοσιαλιστών.

Δεν είναι όμως μόνο η βαναυσότητα των οπαδών του Μόρσι που επέτρεψε σε αρκετούς από τους αντιπάλους του να τον συγκρίνουν με τον Μουμπάρακ και να θυμηθούν τη μάχη της καμήλας. Όπως και ο προκάτοχός του, ο Μόρσι επιχειρεί να συσπειρώσει τους οπαδούς του καταδικάζοντας «ξένες δυνάμεις» και την «εβραϊκή απειλή». Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχθηκε την περασμένη εβδομάδα, απολαμβάνει της στήριξης της Δύσης και κυρίως της Ουάσινγκτον, η οποία μετά την Αραβική Άνοιξη ποντάρει στις οπισθοδρομικές δυνάμεις των Αδελφών Μουσουλμάνων για να διατηρήσει τη σφαίρα επιρροής της στη Μέση Ανατολή. Με την μεσολάβησή του μετά την ισραηλινή επιδρομή στη Γάζα ο Μόρσι θέλησε να αποδείξει σε αμερικανούς και ευρωπαίους ότι μπορεί να ασκήσει έλεγχο στην Χαμάς – η οποία άλλωστε όταν δημιουργήθηκε αποτελούσε πνευματικό τέκνο των Αδελφών Μουσουλμάνων. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι φαντάζουν πλέον στα μάτια της Δύσης σαν μια σταθερή δύναμη ή οποία αν δεν ενισχύσει τουλάχιστον δεν θα εμποδίσει τα επιθετικά σχέδια της Ουάσινγκτον και του Τελ Αβίβ εναντίον της Συρίας και του Ιράν. Κυρίως όμως φαντάζουν σαν τη μοναδική δύναμη που μπορεί να αποτρέψει ένα νέο επαναστατικό κύμα σε μια χώρα που εξακολουθεί να αποτελεί τον φάρο ολόκληρου του αραβικού κόσμου.

Την ίδια ώρα οι επαφές ανώτατων στελεχών των αδελφών μουσουλμάνων με την αμερικανική πρεσβεία στο Κάιρο είναι πλέον σχεδόν καθημερινές ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέφυγε να καταδικάσει τη βία της κυβέρνησης απέναντι στους διαδηλωτές καλώντας σε «αυτοσυγκράτηση» και τις δυο πλευρές. Για την ακρίβεια οι ανακοινώσεις των αμερικανών διπλωματών θυμίζουν έντονα τη στάση των ΗΠΑ τις πρώτες ημέρες της αιγυπτιακής επανάστασης , όταν ακόμη η Ουάσινγκτον πίστευε ότι θα καταφέρει να διατηρήσει τον Χόσνι Μουμπάρακ στην εξουσία.

Οι διαφορές βέβαια με τη «μάχη της καμήλας» και τις πολιτικές ισορροπίες που τη συνόδευαν είναι μεγάλες: Οι οπαδοί του προέδρου δεν είναι πληρωμένοι τραμπούκοι αλλά ψηφοφόροι ενός δημοκρατικά εκλεγμένου κόμματος. Και οι διαδηλωτές όμως, στην πλειονότητά τους, δεν ξεκίνησαν ζητώντας την ανατροπή του ηγέτη της χώρας αλλά την ακύρωση των προεδρικών διαταγμάτων με το οποίο έδωσε στον εαυτό του δικτατορικές εξουσίες. Παράλληλα ζητούσαν την αναβολή του δημοψηφίσματος για το νέο σύνταγμα που συνέταξαν οι συνεργάτες του προέδρου κυριολεκτικά εν μια νυκτί.

Από την πλευρά του ο Μόρσι δεν βρίσκεται αντιμέτωπος μόνο με τη λαϊκή οργή των φιλελεύθερων και αριστερών δυνάμεων της αιγυπτιακής κοινωνίας αλλά και με τα απομεινάρια από το βαθύ κράτος του Μουμπάρακ, τα οποία προσπαθούν απεγνωσμένα να γαντζωθούν στην εξουσία. Το αντιδημοκρατικό ξέσπασμα του προέδρου άλλωστε αποτελούσε την απάντηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στο δικαστικό πραξικόπημα με το οποίο το βαθύ κράτος επιχειρούσε να καταργήσει τη συντακτική συνέλευση. Οι δικαστές, οι διπλωμάτες αλλά και οι στρατιωτικοί που είχαν τοποθετηθεί στις θέσεις τους από το καθεστώς Μουμπάρακ επιχείρησαν και για ένα διάστημα κατάφεραν να παγώσουν κάθε λειτουργία του κράτους. Να σημειωθεί ότι ανάλογη ανταρσία αναμένεται και κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος που έχει οριστεί για τις 15 Δεκεμβρίου.

Για να προλάβει αυτές τις εξελίξεις ο Μόρσι ακύρωσε κάθε διάλογο για το Σύνταγμα και προσπάθησε να θωρακίσει την εξουσία του με προεδρικά διατάγματα.

Στόχος των Αδελφών Μουσουλμάνων όμως δεν είναι να προστατεύσουν τη δημοκρατία στην Αίγυπτο – γεγονός που ίσως να δικαιολογούσε στα μάτια ορισμένων τη λήψη έκτακτων μέτρων – αλλά να θεμελιώσουν συνταγματικά την εξουσία τους απέναντι σε όλους ανεξαιρέτως τους αντιπάλους τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στενοί συνεργάτες του προέδρου, τους οποίους ο ίδιος είχε τοποθετήσει σε θέσεις συμβούλων, παραιτήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες καταδικάζοντας την αυταρχική στάση του Μόρσι.

Ποντάροντας μόνο στον σκληρό πυρήνα των ισλαμιστών και την ανοχή της Δύσης ο Μόρσι απομονώθηκε όχι μόνο από τα στοιχεία του παλαιού καθεστώτος αλλά και από τις δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στην ανατροπή του Μουμπάρακ. Ήδη τα συνδικάτα στις μεγάλες κλωστοϋφαντουργίες της πόλης Μαχάλα (το σπίρτο που άναψε την πρώτη φωτιά για την αιγυπτιακή επανάσταση) οργανώνονται για τη νέα αντιπαράθεση με ένα ακόμη αυταρχικό καθεστώς.

Αυτή η πολυεπίπεδη μάχη όμως ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ αλλά και των μεγάλων λαϊκών μαζών που αναζητούν τους καρπούς της επανάστασής τους, μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις. Αν ο Μόρσι εμμείνει στην αδιάλλακτη στάση της κρατικής και παρακρατικής βίας εναντίον των αντιπάλων του όλα τα σενάρια πέφτουν στο τραπέζι. Ακόμη και αυτό του εμφυλίου πολέμου.

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύθηκε στο "ΠΡΙΝ" την Κυριακή 9 Δεκεμβρίυ 2012. Το είδα: Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=10350:faraw-morsi-moumparak&catid=90:di-afriki&Itemid=286

Χρύσανθος 1941: ιεράρχης με άρνηση σε Γερμανούς

Χρύσανθος, ο ιεράρχης που αρνήθηκε να υποδεχθεί τους Γερμανούς το 1941

 

Του Τάσου Κοντογιαννίδη

 

Τέτοιες μέρες το 1949, 28 Σεπτεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ακαδημαϊκός, ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, άφηνε την τελευταία του πνοή για να περάσει στην αιωνιότητα, σε διαμερισματάκι της Γλυφάδας (επί κατοχής διέμενε στην οδό Σουμελά 4 στην Κυψέλη). Και η πάνδημη κηδεία του, παρουσία του βασιλιά Παύλου, έγινε με τιμές πρωθυπουργού.

Ο Χρύσανθος ήταν άνθρωπος και ιεράρχης αλύγιστος. Δεν ήξερε τι θα πεί ελαστικότης χαρακτήρος, τι θα πει ανάγκη ηθικής προσαρμογής προς τις περιστάσεις, της οποίας ελατήριο θα ήταν το ατομικό συμφέρον. Ευλόγησε τα όπλα στο ΟΧΙ του 1940, στάθηκε δίπλα στους τραυματίες του πολέμου και δεν δέχθηκε συμβιβασμό με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με το Στρατό κατοχής…

Στις 27-4-1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Ο έλλην φρούραρχος Καβράκος, του ζητούσε να πάνε μαζί να τους υποδεχτούν στους Αμπελοκήπους και να τους παραδώσουν την πόλη. Αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας! «Έργον του Αρχιεπισκόπου είναι να ελευθερώνη και όχι να υποδουλώνη». Δυο μέρες μετά, ο επίτροπος του ναού της Μεταμορφώσεως Πλάκας Πλάτων Χατζημιχάλης, του αναγγέλλει τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Τσολάκογλου της οποίας ήταν μέλος, και ζητεί από τον Χρύσανθο να τους ορκίσει!!

Του απαντά: «Η εθνική κυβέρνησις την οποία ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Αλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω!…», προσθέτοντας ότι «σε ύποπτες και αντεθνικές ενέργειες, που θα είναι εθνικώς ολέθριες, δεν μπορεί η εκκλησία να δώσει τον όρκο και την ευλογία της…»

Και λίγες ώρες μετά, καθώς έβγαινε από την Αρχιεπισκοπή για να κηδέψει τον φίλο του Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στην Πόλη και πρόεδρο της ΑΕΚ, συναντά τον υπασπιστή του Τσολάκογλου ( ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) που τον καλεί εκ μέρους του στρατηγού να πάει στην ορκωμοσία. «Εγώ δεν έρχομαι να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσα υπο του εχθρού, τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Η κυβέρνηση που όρκισα εξακολουθεί να υπάρχη και να δίδη τον υπέρ της ελευθερίας και του Έθνους αγώνα στην Κρήτη». Θαρραλέα στάση τήρησε όταν τον επισκέφθηκε την επομένη ο γερμανός στρατηγός Στούμ, λέγοντας του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, να μήν τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του Ελληνικού Λαού...» Λίγες μέρες μετά, ο μέγας αυτός ιεράρχης θα παυθεί και τη θέση του θα πάρει ο από Κορινθίας Δαμασκηνός, με τις ευλογίες του Τσολάκογλου.

Ο Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στη Γρατινή Ροδόπης το 1881.Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στη θεολογική σχολή Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 κι εστάλη στην Τραπεζούντα ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο εκεί Φροντιστήριο. Σπούδασε στην Λειψία και την Λωζάνη, ορκίσθηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντος το 1913 και αγαπήθηκε από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Όταν λίγο αργότερα οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα κι έφυγε η τουρκική διοίκηση, πήρε υπο την προστασία του τον μουσουλμανικό πληθυσμό.

Κατά την ταραχώδη περίοδο 1915-1923, μεταβάλλεται σε εθνικό ηγέτη για τον ελληνισμό της "καθ΄ημάς Ανατολής" και αγωνίζεται στο Παρίσι για τα δίκαια της φυλής μας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του 1919, με συναντήσεις και συνομιλίες που είχε, με τον αμερικανό πρόεδρο Ουίλσων και το Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό. Εκεί έθεσε ενώπιον τους την ανεξαρτησία του Πόντου, κέρδισε τον θαυμασμό τους και βοήθησε σημαντικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο χειρισμό των θεμάτων της Ανατολής.

Το 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης καλεί τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο, αλλά στην Τουρκία το «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» το πληροφορείται, και τον καταδικάζει ερήμην εις θάνατον! Το 1938 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε επανεκλογή, με αντίπαλο τον από Κορινθίας Δαμασκηνό.

Η διαθήκη του Χρυσάνθου:

Ο Χρύσανθος, με την από 10-7-1943 διαθήκη, ζητούσε συγγνώμη από όσους ελύπησε και συγχωρούσε όσους τον ελύπησαν. Περιουσία δεν είχε και τα λίγα προσωπικά του είδη (σταυρό, αρχιερατικούς ράβδους, άμφια και στυλογράφο) τα άφησε σε συνεργάτες του αρχιμανδρίτες και διάκους. «Οι συγγενείς μου κατά σάρκα – έγραφε – θα σεβαστούν τη μνήμη μου και δεν θα ζητήσουν συντάξεις και επιδόματα από το Κράτος. Αν κανείς αθετήσει την τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τον τοιούτον αποκηρύσσω από συγγενήν μου και παρακαλώ Εκκλησίαν και Πολιτείαν να απορρίψωσι τοιαύτην ασεβήν αίτησιν».

 

ΠΗΓΗ:  30 Σεπ 2012, http://freepen.gr/?p=8973