Το ταξίδι μου, η συμβολή του Ψυχάρη στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας*
Του Νικολάου Μπουμπάρη**
Με την ασφάλεια που μας παρέχει η χρονική απόσταση από το γλωσσικό ζήτημα, θα επιχειρήσω απόψε να αποτιμήσω τη συμβολή του Γιάννη Ψυχάρη στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας. Η σημερινή διάλεξη αφορμάται από τη συμπλήρωση 130 χρόνων από τη δημοσίευση ενός κειμένου καθοριστικού για τα νεοελληνικά γράμματα, του Ταξιδιού. Επιπλέον, τη χρονιά που θα υποδεχτούμε σε λίγες εβδομάδες θα συμπληρωθούν 165 χρόνια από τη γέννηση και 90 από τον θάνατο του Ψυχάρη. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις επετείους των 125 ετών του Δαναού και των 35 του Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδας, αντιλαμβάνεστε ότι απόψε η αίθουσα διαλέξεων του Δαναού είναι το σημείο διασταύρωσης όλων αυτών.
Όλοι οι πολιτισμοί χρησιμοποιούν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το παρελθόν προκειμένου να καθορίσουν και να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στο παρόν. Υπό την επιρροή του Ρομαντισμού και την εδραίωση των εθνών-κρατών στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα, αναθεωρήθηκαν ριζικά οι σχετικές με το παρελθόν αντιλήψεις. Κάθε έθνος διεκδικούσε ή ανακάλυπτε την αξία της παράδοσης που είχε συμβάλει στο παρελθόν στη διαμόρφωσή του και στο παρόν εγγυόταν τη διαφορά του από τους αντιπάλους του, καθώς και τη δυνατότητα να υλοποιήσει στο μέλλον τις φιλοδοξίες του.
Η πολιτιστική παράδοση, πυρήνας της οποίας είναι η ελληνική γλώσσα, έχει την πιο μακρά και αρραγή ιστορία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αποστολή του νεοελληνικού κράτους ήταν να συλλέξει και να καθιερώσει τα στοιχεία εκείνα της παλαιότερης ιστορίας του Ελληνισμού που θα αξιοποιούνταν στην εδραίωση της σύγχρονης υπόστασής του και των μελλοντικών φιλοδοξιών του. Το νεαρό ελληνικό κράτος χρειαζόταν να στηρίξει σε ιστορικές περγαμηνές την εσωτερική του νομιμοποίηση και τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις του[1]. Προς αυτήν την κατεύθυνση εργάστηκαν οι λόγιοι Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Σπυρίδων Λάμπρου και, κυρίως, ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Το αξιακό τους πλαίσιο συνήδε με το αντίστοιχο της εποχής τους και του πολιτισμικού και γεωγραφικού περίγυρου. Δεν διέφερε, δηλαδή, από αυτό των Καρλάιλ, Μισελέ και Σλουμπερζέ.