Παράδοση και παραδόσεις
(Βιβλιοπαρουσίαση)[1]
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα
Ι. Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Αλεξόπουλος Ανδρέας (από εδώ και πέρα Α. Α.) γεννήθηκε στην Πάτρα, το 1986. Σπούδασε Παιδαγωγικές Επιστήμες στο Π.Τ.Δ.Ε. Πατρών και έκτοτε εργάζεται ως δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ήταν δάσκαλος στο Σκεπαστό Καλαβρύτων τη χρονιά 2012-2013 και παραλίγο την ίδια χρονιά στην γενέτειρά μου Κέρτεζη. Τώρα εργάζεται ως Εκπαιδευτικός στο Δημοτικό Καρδαμά (Ηλεία).
Πραγματοποίησε, επί πλέον, μεταπτυχιακές σπουδές θεολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα: «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία». Το master το πήρε 09/2018 (και το βιβλίο για την αγία Μαρία βγήκε το 12/2021). Το διδακτορικό το πήρε 07/2023. Τώρα είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ.
ΙΙ. ΤΑ ΔΥΟ ΕΞΑΙΡΕΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
Ο συνάδελφος Ανδρέας μας έχει προσφέρει, σε σχετικά μικρή ηλικία, δύο πολύ ενδιαφέ-ροντα βιβλία. Και τα δύο περιστρέφονται γύρω από δύο σημαντικά πρόσωπα, που έχουν να πουν πολλά με το βίο και την πολιτεία τους στη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για έναν άνδρα του 2ου ίσως και ολίγον του 3ου μ. Χ. αι. και μία γυναίκα του 20ου. Και οι δύο έχουν αναγνωριστεί ως άγιοι.
Το σημερινό, που θα του παρουσιάσουμε κάποιες πλευρές και από τη δική μας σκοπιά, έχει τίτλο: «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ», εκδόθηκε από τον Αρμό τον Σεπτέμβρη του 2023. Στηρίζεται στη θεολογία του αγίου Ειρηναίου Λουγδούνων, δηλαδή της Λυών της σύγχρονης Γαλλίας.
Είναι το 2ο στη σειρά, μετά το «Η εν Χριστώ αναρχία», που γράφτηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού του στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Ο υπότιτλος «Η θεολογία της Αγίας Μαρίας Σκομπτσόβα και ο διάλογός της με τον σύγχρονο κόσμο» σχετίζεται έμμεσα αλλά σημαντικά με το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα. Δεν μπορεί να υπάρξει Αλήθεια, δηλαδή θεολογία για την Αλήθεια, αν δεν μπορεί να συσχετιστεί με τον κάθε φορά σύγχρονο κόσμο.
Από την αρχή το σημερινό βιβλίο ξεκαθαρίζει τι είναι αυτό που ουσιαστικά παραδίδεται από εποχή σε εποχή, από γενιά σε γενιά, από παλιούς χριστιανούς σε νέους χριστιανούς. Πρόκειται για την Αλήθεια του Χριστού που παραδίδει η Εκκλησία των Αγίων ως σώμα, δηλαδή ως Σώμα Χριστού, στους αιώνες.
ΙΙΙ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΛΟΥΓΔΟΥΝΩΝ
Κατά τον Α. Α. δυστυχώς «διαθέτουμε ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία περί του Ειρηναίου… Ο ίδιος ο Ειρηναίος, στα διασωθέντα έργα του, είναι αρκετά φειδωλός σε αυτοβιογραφικές πληροφορίες και όλα όσα μπορούμε να πληροφορηθούμε περί του αγίου πατρός, τα αντλούμε από διάσπαρτα στοιχεία τα οποία παραθέτει ο Ευσέβιος. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να συντάξουμε μία συνεκτική και ολοκληρωμένη αφήγηση της ζωής του…
Όλοι οι σύγχρονοι μελετητές τοποθετούν τη γέννησή του μεταξύ 130 και 140 μ. Χ., επί αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, πιθανόν στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ‘’κατά τὴν νέαν ἠλικίαν’’ υπήρξε ‘’ἀκουστής’’ του Πολυκάρπου, του μαρτυρικού, αποστολικού και προφητικού διδασκάλου και επισκόπου της Καθολικής Εκκλησίας της Σμύρνης και μαθητή, του αυτόπτη και αυτήκοου σύμφωνα με την παράδοση μάρτυρα του ιδίου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αποστόλου Ιωάννη. «…Ο θάνατος του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας τοποθετείται γύρω στο 200. Μάλιστα ο Ιερώνυμοςκαι ο Γρηγόριος της Τουρώνης αναφέρουν ότι ο Ειρηναίος τελειώθηκε μαρτυρικά…».
IV. Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ
Βασική όψη της θεολογίας του και των γραπτών του έργων είναι η αντιπαράθεση με τον γνωστικισμό, μιας αίρεσης που δεν πολυενδιαφερόταν για την Αλήθεια του Χριστού, που παραδίδει η Εκκλησία. Στην πολεμική του ο Ειρηναίος ακολουθεί τη γραμμή που χάραξε ο μάρτυρας Ιουστίνος καθώς και άλλοι συγγραφείς της Μικράς Ασίας. Τονίζει την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και προβάλλει τον παραλληλισμό μεταξύ Αδάμ και Χριστού, που κάνει ο Απόστολος Παύλος.
Ερχόμενος σε αντίθεση με τον πεσιμισμό των γνωστικών, ο Ειρηναίος προτάσσει ότι ο Αδάμ έχασε μόνο το «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή την ηθική με τη γενική έννοια ομοιότητα μέσω της αμαρτίας του αλλά διατήρησε το «κατ’ εικόνα», δηλαδή την οντολογική σχέση. Στο γνωστικό ερώτημα του πώς μια τέλεια δημιουργία ενός τέλειου Δημιουργού καταλήγει σε αποτυχία, ο Ειρηναίος προβάλλει τη συλλογιστική ότι η ιστορία της ανθρωπότητας αρχίζει με σφάλματα εξαιτίας της νηπιακής της κατάστασης και ότι, στο διάβα των αιώνων, η ανθρωπότητα διδάσκεται και ωριμάζει από τα σφάλματά της και τους πειρασμούς της» (σελ.47).
Ο Ειρηναίος έχει μεγάλο κατάλογο εργογραφίας, αλλά τα περισσότερα έργα του τα γνωρίζουμε μόνο από τους τίτλους τους. Αυτά είναι οκτώ. «Μόνο δύο έργα του Ειρηναίου μας έχουν διασωθεί ολόκληρα: α) ‘’Επίδειξις του αποστολικού κηρύγματος’’… και β) ‘’Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως’’…», σελ. 51-53.
Αφορμή της θεολογίας του, εκκλησιαστικής αλλά και απολογητικής, ήταν η ψευδώνυμη γνώση και οι αστήρικτες θέσεις του κινήματος των γνωστικών. Αυτές μοιάζουν με πολλές της δικής μας εποχής. Κάνουν σφοδρή κριτική στο Θεό Δημιουργό και κατ’ επέκταση μέσω του παγκόσμιου και ιστορικού κακού ουσιαστικά τον απορρίπτουν. Ο Ειρηναίος, παρότι καυστικός κατά τον Α. Α., αφενός τους αποκαλύπτει και αφετέρου θέτει τα κριτήρια για την πιθανότητα ή και δυνατότητα διαλόγου. Απ’ αυτή την έποψη μας βοηθά στη σύγχρονη εποχή. Τα βαθύτερα κριτήρια θα αναλύσει απόψε ο ίδιος ο συγγραφέας Α. Α.
Στην πραγματικότητα η θεολογία του Ειρηναίου θεωρεί ότι η κτίση εν γένει ξεκινά από το μηδέν και είναι φθαρτή σ’ όλα τα επίπεδα, αλλά καλείται να ανυψωθεί. Η αποτυχία του Αδάμ της Γένεσης αποτελεί μεν προϊστορία της ανθρωπότητας, αλλά την παρέλαβε ο Θεός Λόγος να την αποκαταστήσει στο βάθος του χρόνου μαζί με την όλη κτίση. Αυτή την παραλαβή θα έκανε ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από την αμαρτία του Αδάμ.
V. Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΕΝ ΛΟΓΩ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο προλογίζων το βιβλίο καθηγητής Σταύρος Γιαγκάζογλου επισημαίνει, ευθύς εξ αρχής: «Ο Α. Α. με το έργο του ‘’Η παράδοση της αλήθειας και η αλήθεια της παράδοσης, Ένας διάλογος με τον άγιο Ειρηναίο Λυώνος’’, προσεγγίζει το ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο της διδασκαλίας του αγίου Ειρηναίου και συνάμα διερευνά τις τάσεις της νεότερης επιστημονικής έρευνας για τον Μικρασιάτη αυτόν επίσκοπο της Δύσεως.
Η εν λόγω μελέτη αποτέλεσε διδακτορική διατριβή, η οποία υποβλήθηκε και εγκρίθηκε με άριστα στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ. Ο συγγραφέας της διαλέγεται κατά βάση με τις ερμηνευτικές θέσεις της «γραμμής Bauer», η οποία αντιμετωπίζει τον άγιο Ειρηναίο με έντονη κριτική διάθεση, προβάλλοντας διάφορες σύγχρονες αντιλήψεις στην πρώιμη αυτή χριστιανική περίοδο…
Ο Α. Α. διαπιστώνει ότι η σύγχρονη έρευνα τείνει να παραιτηθεί από την ίδια την έννοια της αλήθειας. Καθώς παρατηρεί με οξυδέρκεια, παρόμοιες θεωρήσεις δεν ευνοούν τον επιστημονικό και κριτικό διάλογο και τον πλουραλισμό, αλλά αφαιρούν από την έρευνα τα αντικειμενικά κριτήρια, με τα οποία χρειάζεται να αποτιμώνται και να αξιολογούνται οι θέσεις και οι απόψεις στον διάλογο της καθολικής Εκκλησίας με τις ομάδες των Γνωστικών κατά την περίοδο αυτή…
Ερευνά με συστηματικό τρόπο τα ιδιάζονται θεμέλια του χριστιανικού λόγου, όπως τα προβάλλει δημόσια ο επίσκοπος Λουγδούνου και τα οποία του επιτρέπουν να εκφράζει και να εκπροσωπεί το περί αληθείας διακύβευμα στην καίρια διαπάλη ορθοδοξίας και αίρεσης. Το περιεχόμενο και το οντολογικό θεμέλιο της αλήθειας αφορά την ίδια την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας. Η αλήθεια αυτή κατά τον άγιο Ειρηναίο εκφράζεται ως η εν Χριστώ αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού μέσα από τα έργα-γεγονότα του Θεού στην κτίση και στην ιστορία της θείας οικονομίας…
Η ανάλυση αυτή αποτυπώνει ευκρινώς όχι απλώς τη θεολογική σκέψη του αγίου Ειρηναίου αλλά και τον έλλογο χαρακτήρα της χριστιανικής πίστεως και θεολογίας. Ο έλλογος αυτός χαρακτήρας επιτρέπει στην πίστη και στη θεολογία της Εκκλησίας να συμμετάσχει στο άθλημα του δημόσιου διαλόγου, δηλαδή να εκφράσει αυθεντικά, υπεύθυνα και κυρίως δημόσια τη διδασκαλία και μαρτυρία της, δηλαδή ό,τι ακριβώς δεν συμβαίνει με τους Γνωστικούς και τις παράδοξες θεωρίες τους για την κατοχή της μυστικής ‘’γνώσης’’…», σελ. 12-13.
Σημειώνει προς το τέλος ο επιβλέπων καθηγητής: «Ο Α. Α. θεωρεί ότι πρόκειται για μία σημαντική συμβολή της θεολογίας του Ειρηναίου, αλλά και πολύτιμη παρακαταθήκη για τη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία, η οποία βρίσκεται σε μία γόνιμη περίοδο αναμέτρησης με το ιστορικό παρελθόν της. Διερευνώντας επισταμένως τη σχέση Παράδοσης και Αγίας Γραφής στο έργο του αγίου Ειρηναίου, ο συγγραφέας επισημαίνει την άρρηκτη σχέση και αμοιβαιότητά τους. Η Παράδοση σχετίζεται με την ορθή ερμηνεία των Γραφών και με αυτόν τον τρόπο η Παράδοση είναι ο κανόνας της αλήθειας», σελ. 16-17.
Στο δικό του πρόλογο ο αγαπητός Α. Α. σημειώνει για το ζήτημα αυτό προκαταβολικά: «Το θέμα της παρούσας διατριβής είναι η παράδοση στον άγιο Ειρηναίο, θέμα καίριο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία συχνάκις αυτοπροσδιορίζεται ως Εκκλησία της παραδόσεως. Συνεπώς, όταν διατυπώνουμε λόγο για παράδοση, στην ουσία αναφερόμαστε σε ένα από τα κεντρικά ταυτοποιητικά στοιχεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρατηρούνται, όμως, διάφορες θεωρήσεις περί παραδόσεως και διατυπώνονται ποικίλες απόψεις ως προς την αξία, το περιεχόμενο και τη θέση της στη ζωή και την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας», σελ. 19.
Μάλιστα κάνει και μία αναφορά στον μέγιστο Ρουμάνο δογματολόγο π. Δημήτριο Στανιλοάε: «Στον Στανιλοάε η παράδοση αποτελεί ένα δυναμικό γεγονός ανοίγματος της Εκκλησίας στον Χριστό, ένα συνεχή διάλογο με τον Κύριο και Διδάσκαλό της… Η παράδοση δεν «κατέχει» το άπειρο μυστήριο της αποκάλυψης του Θεού εν Χριστώ, το ερμηνεύει, με σημείο αναφοράς τις Γραφές και την αποστολική τους ερμηνεία, η οποία αναδεικνύεται σε κανόνα. Άρα η παράδοση μαθητεύει στο μυστήριο της αποκάλυψης του Χριστού, διευρύνεται και σοφίζεται μέσα στο μυστήριο, εξ ου και ο «δυναμισμός» της. Δηλαδή το άπειρο μυστήριο του Χριστού συνιστά το «φυσικό» πλαίσιο της παράδοσης…», σελ. 21-22.
VI. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο θα πω κι εγώ μερικές σκέψεις και αφορά «το εκκλησιολογικό πλαίσιο καθορισμού της ορθής σχέσης Παράδοσης και Αλήθειας στον άγιο Ειρηναίο», όπου εξετάζονται τέσσερα τινά: α) «Ο Κανόνας της Αλήθειας», β) Η «Παράδοση, γ)» Μια σημαντική σχέση, δηλαδή «Παράδοση και Αποστολική διαδοχή» και δ) Η κατ’ εξοχήν σχέση «Παράδοση και Ευχαριστία», με την οποία κλείνει το 4ο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, σελ. 357-457.
Η Αλήθεια, όπως και το ψεύδος, δεν παραδίδονται μεταφυσικά, διανοητικά μόνο, αλλά μέσω ενός πλέγματος, όπως ένα υφαντό στον παλιό αργαλειό. Αλήθεια και μορφή πλέκονται σε κάθε εποχή, αλλά και σε κάθε τόπο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αλήθεια είναι το σταθερό στημόνι, ενώ η μορφή είναι τα εναλλασσόμενα νήματα που φτιάχνουν το υφαντό και του δίνουν μορφή.
Βεβαίως χωρίς νήματα, δηλαδή χωρίς γείωση σε κάθε εποχή και κάθε τόπο, όσο κι αν υπάρχει το σταθερό στημόνι, υφαντό δεν υπάρχει. Μα τα νήματα χωρίς το στημόνι της Αλήθειας δεν μπορούν να πλεχθούν, το υφαντό δεν μπορεί επίσης να υπάρξει. Κι αν το στημόνι είναι ένα και μοναδικό, η μορφή που θα πάρει το υφαντό εξαρτάται τόσο από τα διαφορετικά νήματα, και το τι αρέσει στους φιλότεχνους, αλλά εξαρτάται και από την τέχνη και το σχέδιο της υφάντρας. Το υφαντό είναι αποτέλεσμα έλλογης δημιουργίας, όπως δηλαδή σημειώνει ο Άγιος Ειρηναίος και αναδεικνύει ο αγαπητός Α. Α..
VII. ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΗΤΙΣΜΟΥ
Πριν φέρω ένα σημαντικό και καίριο παράδειγμα της γείωσης της Αλήθειας στο μέσον της δισχιλιετούς ιστορίας του Χριστιανισμού και σε συγκεκριμένο πολιτισμικό τοπίο, θα σταθώ για πολύ λίγο στα 100 χρόνια παλαιοημερολογητισμού στην Ελλάδα, και όχι μόνο. Τον παλαιοημερολογητισμό τον έχω βιώσει από την παιδική μου ηλικία, μιας και το φαινόμενο είχε έξαρση στην Κέρτεζη, ενώ μέχρι σήμερα υφίσταται με ξεχωριστή ενορία.
Η Αλήθεια του Χριστού δεν χωρά μέσα στις ανθρώπινες φόρμες και γι αυτό έσπαζε συχνά ο Ιησούς το Σάββατο, τις συνήθειες, το εξουσιαστικό πνεύμα και τις στάσεις στις μέρες της ενανθρώπισης. Βεβαίως η Αλήθεια μπορεί να παίρνει μορφές μέσα στην ιστορία, αλλά δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτές. Οι μορφές οφείλουν αφενός να διαφυλάσσουν την Αλήθεια κι αφετέρου να την ανοίγουν στα πέρατα του του κόσμου. Όταν, αντίθετα, οι μορφές αυτές την πνίγουν και την κλείνουν σε στεγανά, τότε ακριβώς οι ανθρώπινες παραδόσεις είναι νεκρές και πετιούνται στον κάλαθο της ιστορίας. Για του λόγου το αληθές, ας μου επιτρέψει ο συγγραφέας Α. Α. να φέρω ένα παράδειγμα από τον καθηγητή που του επέβλεψε το μεταπτυχιακό του.
Ας περάσουμε τώρα, λοιπόν, στο μεγάλο χριστιανικό πλεκτό που δυο άντρες υφάντρες έπλεξαν στη Μοραβία, οι μετέπειτα Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, έχοντας απέναντί τους ένα «παλαιοημερολογιτικό φαινόμενο»! Το στημόνι τους ήταν η παραδεδομένη Αλήθεια μέσω μιας συγκρουσιακής πορείας 900 ετών περίπου του οικουμενικού, αλλά και ανατολικού Χριστιανισμού. Ποια ήταν άραγε τα νήματα με τα οποία έπλεξαν αυτό το υφαντό, που έδωσε μια μακρόχρονη σειρά τοπικών σλαβικών εκκλησιών και χιλιάδες αγίους;
Στη Μοραβία οι άγιοι συνάντησαν φοβερή αντίδραση εκ μέρους Γερμανών κληρικών. Οι Μοραβοί ήταν ήδη χριστιανοί. Αλλά είχαν εκχριστιανιστεί από τους Βαυαρούς Γερμανούς, οι οποίοι τους επέβαλαν ως εκκλησιαστική γλώσσα τα λατινικά. Όπως είναι γνωστό, οι Γερμανοί κληρικοί υποστήριζαν ότι υπάρχουν τρεις ιερές γλώσσες, στις οποίες είχε γραφεί η επιγραφή πάνω στον σταυρό του Χριστού, «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων», δηλαδή στα Εβραϊκά, τα Λατινικά και τα Ελληνικά. Από αυτό οι Γερμανοί κληρικοί συμπέραιναν ότι μόνο αυτές οι τρεις γλώσσες ήταν εξαγιασμένες κι επιτρεπόταν να χρησιμοποιούνται εκκλησιαστικά….».[2]
Τέλος, ο συγγραφέας αναφέρει ένα ακόμη σημαντικό παράδειγμα στις σελ. 389-390: «Στις πασχάλιες έριδες, ο Πολυκράτης Εφέσου, προασπιζόμενος το έθος των τεσσαρεσκαιδεκα- τιτών περί του εορτασμού του Πάσχα στις δεκατέσσερις του σεληνιακού μήνα Νισάν, έναντι του Βίκτωρα και των κοινοτήτων της Ρώμης, οι οποίοι απέρριπταν αυτό το έθος λόγω των ιουδαϊκών συνυποδηλώσεων του…
Ο Ειρηναίος διαφωνεί, παρόλα τα διαπιστευτήρια τα οποία παραθέτει ο Πολυκράτης, διαφοροποιούμενος και ο ίδιος, όχι μόνο από τα ειωθότα των συμπατριωτών του, αλλά και από αυτόν τον ίδιο τον διδάσκαλό του, τον οποίο τόσο σεμνύνεται. Παρά ταύτα, όμως, προτρέπει τον Βίκτωρα να δώσει δεξιάν κοινωνίας στην παρεπιδημούσα στη Ρώμη μικρασιατική κοινότητα, καθότι όλα τα παραπάνω κριτήρια, έθος, παράδοση, αρχαιότητα, δεν καθορίζουν perse τη χριστιανικότητα ή μη της κοινότητας…».
VIII. ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Ας δούμε συνοπτικά τα κύρια σημεία των τεσσάρων αξόνων του 4ου μέρους, όπως μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση και θεωρώ σημαντικά να μοιραστώ μαζί σας. Ο συγγραφέας διατείνεται ότι θα εξετάσει σε τέσσερις άξονες «Το εκκλησιολογικό πλαίσιο καθορισμού της ορθής σχέσης Παράδοσης και Αλήθειας στον άγιο Ειρηναίο».
Σημειώνει στη σελ. 361 ο Α. Α. «Συνεπώς, η πιστή παραλαβή, διαφύλαξη, διακήρυξη και μετάδοση της παράδοσης είναι ειδοποιό στοιχείο της εκκλησιαστικής ταυτότητας και διακριτικό χαρακτηριστικό της έναντι των άλλων κοινοτήτων, οι οποίες καπηλεύονται τη χριστιανική επωνυμία. Το σημαντικό θέμα το οποίο εγείρεται είναι το τι εννοεί με τον όρο «παράδοση» ο Ειρηναίος. Ταυτίζεται η παράδοση με την κληρονομιά του παρελθόντος;».
Επειδή αρκετοί θέλουν να ιδιοποιηθούν την Παράδοση αυτή, τότε και τώρα, ο Α. Α. διακρίνει στον Ειρηναίο (σελ. 362) κάτι πολύ βασικό: «Προφανώς μία επίκληση στην παράδοση δεν θα ήταν αρκετή, ακριβώς επειδή η παράδοση είναι το ζητούμενο. Το ερώτημα αφορά το «κριτήριο» με βάση το οποίο θεωρεί ο Ειρηναίος τις θέσεις των αντιφρονούντων αστήρικτες και τις δικές του ορθές… Το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να έχει μόνο αντιρρητική-πολεμική λειτουργία, αλλά οφείλει να λειτουργεί «θετικά», ως επιστημολογικό εργαλείο το οποίο να επιτρέπει τον κριτικό έλεγχο και διάλογο…».
IX. «Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»
Μετά από μια ενδελεχή μελέτη ο Α. Α. διαβλέπει (σελ. 362, 363) εν τέλει στον άγιο Ειρηναίο το πιο είναι το «θετικό κριτήριο»: «Η προσωπική μας τοποθέτηση είναι ότι τον ρόλο του κριτηρίου στον Ειρηναίο διεκπεραιώνει ο «κανών της αληθείας» ή, όπως είναι γνωστός στη διεθνή βιβλιογραφία, «regula veritatis»…. Έχουμε, σαφέστατα, μια γραμμή παράδοσης και παραλαβής του κανόνα που ξεκινάει από τον ίδιο τον Διδάσκαλο και καταλήγει σε μας, μέσω των αποστόλων…».
Ο συγγραφέας με ενδελεχή μελέτη θεωρεί τον κανόνα -εδώ ως κανόνας της Αλήθειας που εν τέλει είναι ο ζων Χριστός που παρέλαβαν οι Απόστολοι- ως αφετηρία και όχι ως τέλος στον διάλογο μέσα στην κοινωνία και ιστορία της ανθρωπότητας.
«Αυτοί οι οποίοι παρέλαβαν τον κανόνα έχουν χρέος να τον τηρούν απαραχάρακτο και να τον διαφυλάττουν χωρίς παραμορφώσεις, τουτέστιν να είναι πιστοί στον κανόνα τον οποίο παρέλαβαν. Η σημαντική διευκρίνιση, την οποία οφείλουμε να αναδείξουμε, είναι ότι ο κανόνας και το παρελθόν δεν είναι όροι ταυτόσημοι και εναλλάξιμοι…», σελ. 388.
«Ο κανόνας, επομένως, είναι το κριτήριο το οποίο μας διαφυλάσσει από τις παγίδες του υποκειμενισμού, όπου κριτήριο είναι το υποκείμενο και οι εμπειρίες του, και του κοινωνιολογισμού, όπου κριτήριο είναι οι εμπειρίες ή οι συμβάσεις της κοινότητας. Εν τέλει, αν ακολουθούμε ορθώς τη διάρθρωση του στοχασμού του Ειρηναίου, είναι η λογική και η πίστη βάσει των οποίων αποφασίζει κάποιος υπέρ ή κατά του Ειρηναίου…», σελ. 392.
X. Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ (ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ)
«Στον Ειρηναίο, δηλαδή, συναντούμε για πρώτη φορά μία περιεκτική συζήτηση περί Παράδοσης και παραδόσεων, θέμα καίριο για τη χριστιανική, άρα και εκκλησιαστική, ταυτότητα μιας κοινότητας… Η πιστότητα στην παράδοση, για τον Ειρηναίο, είναι αυτό το οποίο διακρίνει μία αυθεντικά χριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα, από άλλες οι οποίες καπηλεύονται τη χριστιανική επωνυμία…», σελ. 394.
Η παράδοση στον Ειρηναίο είναι η Παραλαβή της Αλήθειας περί του Χριστού, ενώ αντιδιαστέλεται από τις διάφορες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και λοιπές ανθρώπινες παραδόσεις. Πολλές απ’ αυτές παρεισφρέουν στην Εκκλησία, και αν δεν πολεμηθούν ευθύς εξ αρχής , όπως π.χ. η περιτομή, μακροημερεύουν και κατόπιν αναμειγνύονται με την ίδια την Παράδοση και μπερδεύουν τις επόμενες γενεές.
Κατά τον συγγραφέα, αφού κάνει κάποιες αναφορές στην Κ. Δ., καταλήγει εν είδει συμπεράσματος: «…η παράδοση στην Καινή Διαθήκη είναι πολυσήμαντος όρος, ο οποίος μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο, να έχει προφορική ή γραπτή μορφή και να αναφέρεται είτε στα γεγονότα της θείας οικονομίας και στην αποστολική διδασκαλία, η οποία αφορά βασικώς αυτά τα γεγονότα, είτε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είτε στο ήθος της ζωής των πιστών…», σελ. 396.
Όμως «Ο Ειρηναίος είχε να αντιμετωπίσει τους Γνωστικούς, οι οποίοι, όπως έχουμε διαπιστώσει, επικαλούνταν και αποστολικότητα και παράδοση και διαδοχή. Οπότε, εκ των πραγμάτων, ο Ειρηναίος «αναγκάστηκε» να θέσει τα κριτήρια διάκρισης της «Παράδοσης» από τις «παραδόσεις» και, συν τοις άλλοις, να εκθέσει τον πυρήνα, το ουσιώδες περιεχόμενο της παράδοσης…», σελ. 398.
Κατόπιν ο συγγραφές Α. Α. καταλήγει: «Συμπερασματικά, η Παράδοση της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ειρηναίο, είναι «δημόσια», «μη ελιτιστική», «καθολική» και «ενιαία». Οι χριστιανικές κοινότητες δεν είναι αυτοαναφερόμενες, δεν αποτελούν κλειστά κυκλώματα, αλλά βασίζονται και κρίνονται από την Παράδοση. Δεν σημαίνει ότι κάποιος, μόνο και μόνο επειδή είναι μέλος της Εκκλησίας, αυτομάτως «κατέχει» την αλήθεια, ούτε πως ό,τι και να αποφασίσει μία εκκλησιαστική κοινότητα είναι αυτομάτως ορθό και χριστιανικό….», σελ. 400-401.
Εν τέλει ο συγγραφέας καταλήγει: «Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για τον Ειρηναίο η εξουσία των αποστόλων ταυτίζεται με την «εξουσία του Ευαγγελίου», δηλαδή με το κήρυγμα και όχι με το προσωπικό τους κύρος. Η εξουσία των αποστόλων δεν πηγάζει από τον εαυτό τους, αλλά από τον ρόλο και τη θέση τους ως αυτόπτες μάρτυρες του Χριστού: ‘’καθὼς παρέδωσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου’’. Πολλώ μάλλον η αυθεντία και το κριτήριο της αλήθειας δεν εντοπίζεται σε κάποια χρονική περίοδο, εν προκειμένω στο παρελθόν…», σελ. 407.
Συμπερασματικά, Παράδοση είναι η Αποστολική Παράδοση, δηλαδή των αυτοπτών Μαρτύρων του Χριστού. Οτιδήποτε άλλο που έρχεται από το προχριστιανικό παρελθόν ή εισέρχεται κατά την ιστορική περίοδο μετά Χριστόν στην Εκκλησία δεν συνιστά Παράδοση. Μάλιστα ο συγγραφέας, μετά από ενδελεχή μελέτη, θεωρεί ότι η Παράδοση είναι το Ευαγγέλιο, δηλαδή τα Καλά νέα αυτά καθεαυτά, και επομένως ο διαχωρισμός σε ισόκυρη Αγία Γραφή και Ιερή Παράδοση δεν στέκει.
XI. ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ
Ο συγγραφέας ευθύς εξ αρχής αποδέχεται ότι ο Ειρηναίος «συνδέει πάντοτε την αποστολική διαδοχή με την αποστολική παράδοση», σελ. 428. Εμείς δεν θα σταθούμε πολύ σ’ αυτή την ενότητα. Δεν μπορούμε όμως, παρά επισημάνουμε κάποιες καίριες παρατηρήσεις του συγγραφέα στον Ειρηναίο.
α) Η αποστολική παράδοση βρίσκεται στην δημόσια αποστολική διαδοχή των πρεσβυτέρων και όχι σε μυστικές και ατομικές αναζητήσεις, όπως έκαναν τότε οι «Γνωστικοί» για το «που» βρίσκεται η παραδεδομένη Αλήθεια για το Χριστό. Έτσι μπορεί να γίνει η διασταύρωση, κάτι που θυμίζει τη δημοσιογραφική δεοντολογία στη σημερινή εποχή.
β) Ο Ειρηναίος σ’ αυτή τη λογική δημοσιεύει λίστα διαδοχής για την Εκκλησία της Ρώμης. Με αυτή την έννοια είναι σημαντική κάθε λίστα διαδοχής των κατά τόπους εκκλησιών.
γ) Όμως η καθαρά χρονική και ιστορική
διάσταση της ιεραρχικής διαδοχής κρίνεται από την πιστότητα στην αλήθεια.
Δεν έχει από μόνη της και de facto
την Αλήθεια του Χριστού. Στη σημείο αυτό ο συγγραφέας θέτει και την
αγιοπνευματική όψη.
XII. ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Για να κλείσει το ζήτημα αυτό ο συγγραφέας φτάνει και στη σχέση της παράδοσης με την Ευχαριστία. Εξάλλου ο Ειρηναίος δεν διαχωρίζει το κήρυγμα από την ευχαριστία. Επίσης, δεν μετέχουμε στην παράδοση μόνο δια του νου, της λογικής και της μνήμης, αλλά και δια της ευχαριστιακής σχέσης.
Όμως ήδη μακρηγόρησα και σταματώ εδώ. Για τις καίριες υπενθυμίσεις αυτές και την έρευνα, ας ευχαριστήσουμε τον Α. Α..
[1] Η βιβλιοπαρουσίαση του εν λόγω βιβλίου έγινε στην Πάτρα (πλατεία Μαρκάτου) στις 31 Μαΐου 2024 και ώρα 8.30μμ στην αίθουσα MOSAIC – Culture & Creativity (Ερμού 112).
[2] Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Λόγος Επάνω στο νερό, Θεσσαλονίκη 2021, Ι. Προσκυνηματικός Ν. Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.