ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ, Μρκ, ιε΄ 43 – ιστ΄ 8,**
29-04-2012
Του (+) π. Νικολάου Φαναριώτη*
«…έραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι…»
Σήμερα είναι η ημέρα της γυναίκας της μυροφόρας, δηλαδή της αναστάσιμης. Η σημερινή περικοπή είναι το χρονικό της συμμετοχής της στην Ταφή και στην Ανάσταση. Και επειδή αυτά τα δύο γεγονότα έχουν υπερκόσμια θέση μέσα στην δημιουργία, γι αυτό η εκκλησία τους έχει δώσει κεντρική θέση στις Κυριακές του 50ντηκοσταρίου. O Τάφος, ο Λίθος, τα Μύρα, ο Σεισμός, ο Άγγελος, το άνοιγμα της θύρας του Μνημείου, το Μύρωμα του εσωτερικού του τάφου, πού συνεχίζεται (αναγωγικά) μέχρι σήμερα από τις σύγχρονες μυροφόρες όλων των εποχών, δεν είναι απλώς ειδυλλιακά γεγονότα που συγκινούν, αλλά είναι υπερκόσμια γεγονότα (όχι απλά κοσμοϊστορικά, που δεν έγιναν ποτέ παρελθόν).
Και δεσπόζουν στην παγκόσμια Ιστορία, αλλά πολύ πιο πέρα απ’ αυτήν, στην απεραντοσύνη της αιωνιότητας. Πιο απλά, ο κόσμος, το σύμπαν, κατά κοινή ομολογία έχει τέλος, αλλά η Ανάστασις δεν έχει τέλος: «και της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος». Δύο είναι τα είδη των πειστηρίων για να καταχωρηθεί αυτό το γεγονός στην Ιστορία.
1ον Η Καταχώρησις του θανάτου και της ταφής
Ήταν σχεδόν νύκτα όταν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, αφού πήραν από τον Πιλάτο την άδεια, το σημαδιακό εκείνο Σάββατο, συνοδευόμενοι και από τις γυναίκες, που δεν είχαν εγκαταλείψει ούτε στιγμή το πτώμα επάνω στο Σταυρό, ανέβηκαν στον Γολγοθά (έδυε ο ήλιος): Πλησίασαν με συντριβή τον Σταυρό και πρώτα άρχισαν από τα πόδια με προσοχή, αφαίρεσαν τα καρφιά, η σκάλα ήταν ακόμη εκεί. Ένας από τους παρευρισκόμενους ανέβηκε, τράβηξε τα καρφιά από τα χέρια, και στήριξε το κορμί στην πλάτη του. Το κατέβασαν και το απόθεσαν στα γόνατα της πονεμένης μάνας, που τον έφερε στον κόσμο.
Έπειτα τράβηξαν προς το κοντινό περιβόλι, όπου βρισκόταν ένα σπήλαιο έτοιμο για την ταφή του Ιησού. Όταν έφτασαν στον κήπο, οι γυναίκες, πιο πεπειραμένες από τους άνδρες, βοήθησαν ώστε η ταφή να γίνει αντάξια του, παρ’ όλο που ήταν νύκτα και έγινε με μεγάλη βία.
Πρώτα έβγαλαν από το κεφάλι το καταγέλαστο στεφάνι, ύστερα τα αγκάθια πού είχαν χωθεί στη σάρκα ξέμπλεξαν μετά και χτένισαν τα μαλλιά πού είχαν κολλήσει από το αίμα και έκλεισαν τα μάτια.
Όλο το σώμα ήταν λερωμένο από τον ιδρώτα, το αίμα και τη σκόνη, και από τα τραύματα των ποδιών, των χεριών και της πλευράς πού έτρεχε ακόμα ένα νερωμένο αίμα. Αφού τράβηξαν νερό από το πηγάδι, έπλυναν το κορμί, το άλειψαν ολόκληρο με μύρα (σμύρνα και αλόη ωσεί λίτρας 100) και γέμισαν ακόμη και τα μαύρα τραύματα που είχαν ανοίξει τα καρφιά.
Αφού όλο το σώμα του Ιησού σκεπάστηκε με τα μύρα του Νικόδημου, τυλίχτηκε με το σάβανο που το στερέωσαν γύρω από το κορμί με τις μακριές κολλητικές λινές ταινίες. Ύστερα σκεπάστηκε το κεφάλι, αφού το ασπάστηκαν όλοι στο μέτωπο, με ένα σουδάριο. Οι δυο Σύνεδροι έψαλαν νεκρικούς ψαλμούς και αφού τοποθέτησαν το λευκό τους φορτίο στο μέρος πού ταίριαζε, έκλεισαν το άνοιγμα με μια μεγάλη πέτρα και απομακρύνθηκαν σιωπηλοί. Εδώ τελείωσε ο ρόλος των δύο ανδρών στην καταγραφή της ταφής του Χριστού στην ιστορία της ανθρωπότητας.
2ον Η Καταχώρησις της Αναστάσεως
Σε λίγη ώρα τους ακολούθησαν και οι γυναίκες, νικημένες από το κρύο και το φόβο της νύχτας. Από δω και πέρα ο ρόλος είναι αποκλειστικά δικός τους:
Αφού πέρασε το Σάββατο, χαράματα της Κυριακής ξεκίνησαν για να ξαναπάνε στον τάφο με καινούρια αρώματα για τον Ιησού: «διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον Ιησούν. Και λίαν πρωί της μιας Σαββάτων, έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγαν προς εαυτοίς, τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου», Μρκ ιστ΄, 1-3.
Εδώ τα πρώτα στοιχεία για την ιστορική καταχώρηση είναι τα αρώματα (μύρα), διότι τα παρέλαβαν διαχρονικά όλες οι αναστάσιμες γυναίκες της εκκλησίας στα σπίτια τους (κατ’ οίκον εκκλησία) καθημερινά. Και γι’ αυτό καλούνται αναγωγικά μυροφόρες. Αλλά για το μύρωμα του τάφου θα μιλήσουμε πιο κάτω: (Μτθ, κη΄, 2).
Και ξάφνου έγινε μεγάλος σεισμός, επειδή ένας άγγελος του Κύριου, κατεβαίνοντας από τον ουρανό, «ήρθε και αποκύλισε τον λίθον από τη θύρα του μνήματος και καθότανε πάνω σε αυτόν. Το πρόσωπο του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμα του άσπρο σαν το χιόνι».
Οι φύλακες τον εφοβήθησαν και έγιναν σαν νεκροί. Από εδώ βγαίνουν νέα ιστορικά ευρήματα: Ο σεισμός, η αποκύλησις του λίθου, ο άγγελος και η θέσις του μπροστά στην είσοδο του τάφου.
1ον Ο σεισμός έγινε από τον άγγελον, αφ’ ενός για τους φύλακες και αφ’ ετέρου για τις μυροφόρες σαν απάντηση στην απορία τους: «…τις αποκυλίσει υμίν τον λίθον…».
2ον Την αποκύλησιν δεν την χρειαζόταν ο Χριστός. Εκινείτο κεκλεισμένων των θυρών έμπαινε και έβγαινε χωρίς να μετακινείται κανένας λίθος.
3ον Το ότι καθόταν επάνω στον λίθο ο Άγγελος, είχε τον σκοπό να μην επιτρέψει σε κανένα να μπει στον κενό τάφο πριν από τις Μυροφόρες, παρακολουθώντας με προσοχή κάθε κίνηση. Τότε μίλησε ο Άγγελος και είπε στις γυναίκες: «Σεις μη φοβείσθε ξέρω ότι ζητάτε τον Ιησού τον εσταυρωμένο. Δεν είναι εδώ, γιατί αναστήθηκε καθώς είχε πει. Ελάτε να δείτε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος», (Μτθ, κη΄, 7). Και αναχώρησε, γιατί δεν είχε άλλο σκοπό η παραμονή του εκεί.
4ον Μπαίνοντας οι μυροφόρες, μύρωσαν παντού τον τάφο, ψάχνοντας παντού με προσοχή, χωρίς να βρουν τον Κύριο τους. Επομένως αυτό το «έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι», αυτό το έρραναν, δεν είναι απλώς μια ρομαντική πράξη ή ένα ειδυλλιακό γεγονός, αλλά η πρώτη και συντριπτική και αντικειμενική μαρτυρία του κενού τάφου, που αποκλείει την κλοπή. Διότι εισήλθαν πρώτες στον τάφον και εμύραναν κάθε γωνία ψάχνοντας.
Αυτές ήσαν οι μυροφόρες, που εορτάζουμε σήμερα: «Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αίς ην και Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ και Σαλώμη». Μεταξύ αυτών ήταν και η Παναγία μας, που αναφέρεται ανωτέρω ως Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ, για τους γνωστούς λόγους μυστικότητας.
ΑΜΗΝ
* Εκοιμήθη, με διαύγεια πνεύματος, Σάββατο βράδυ –12/09/2015-, παραμονή της Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ας έχουμε την ευλογία του μακαριστού όντως ορθοδόξου ιερέα της Πάτρας… για 40+ έτη στο Ιερό Μετόχι του Οσίου Λουκά, κοντά στην Ομόνοια της Πάτρας…
**
** Το Ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων, Μρκ. Κεφ. 15, 43 – Κεφ. 16, 8.
Πρωτότυπο
«ΙΕ΄. Τῷ καιρῷ ἐκείνω,
43 ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.
44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε·
45 καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ.
46 καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου.
47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
ΙΣΤ´. 1. Και διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
2 καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ».
Απόδοσή του στην νεοελληνική
«Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, βουλευτής και άνθρωπος με υπόληψη, πού και αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε να πάρει το σώμα του Ιησού.
Ο Πιλάτος θαύμασε ότι απέθανε κιόλας ο Ιησούς, και αφού προσκάλεσε τον αξιωματικό, τον ρώτησε αν είχε πολλή ώρα πού πέθανε.
Και όταν βεβαιώθηκε από τον αξιωματικό χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ.
Και ο Ιωσήφ αφού αγόρασε σάβανο και κατέβασε τον Ιησού από το σταυρό, τον τύλιξε στο σάβανο, τον ενταφίασε σ’ ένα μνημείο πού ήταν σκαμμένο μέσα σε βράχο, και έσυρε μια πέτρα μπροστά στη θύρα του μνημείου.
Όταν γίνονταν αυτά, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ίωση παρακολουθούσαν και έβλεπαν που ενταφιάζεται ο Ιησούς.
Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να έλθουν και να αλείψουν τον Ιησού.
Και την αυριανή, πού ήταν η πρώτη ήμερα της εβδομάδας, ξεκίνησαν πολύ πρωί και έρχονταν στο μνημείο, και έφτασαν εκεί με την ανατολή του ήλιου.
Και έλεγαν μεταξύ τους· Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από τη θύρα του μνημείου;
Και καθώς σήκωσαν τα μάτια τους, είδαν πώς ήταν αποκυλισμένη η πέτρα, και ήταν μια πέτρα πολύ μεγάλη.
Και όταν μπήκαν στο μνημείο, είδαν ένα λευκοφορεμένο νέο να κάθεται στα δεξιά και από το φόβο τους τα έχασαν.
Και ο νέος τους λέγει· μη τα χάνετε από φόβο· το ξέρω πώς ζητάτε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, πού τον σταύρωσαν αναστήθηκε δεν είναι εδώ· να ο τόπος πού τον έβαλαν.
Άλλα πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και μάλιστα στον Πέτρο πώς πηγαίνει μπροστά από σας στη Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε, καθώς σας είπε.
Και οι γυναίκες βγήκαν και έφυγαν από το μνημείο κατατρομαγμένες και κατασαστισμένες, και από το φόβο τους δεν είπαν σε κανένα τίποτα».
ΠΗΓΗ: http://anavaseis.blogspot.gr/2012/04/blog-post_4389.html