Στρατηγεία δίχως λόχους και … στρατιώτες!

Στρατηγεία δίχως λόχους και συντεταγμένους στρατιώτες!…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

 

 

Οι διαφωνίες μεταξύ κομματικών στελεχών που ανήκουν στην ίδια παράταξη είναι φαινόμενο συνηθισμένο, ακόμη και φυσιολογικό. Εύλογα διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις πάνω σε κοινωνικοπολιτικά προβλήματα με ποικίλες πτυχές. Η συνθετότητα των προβλημάτων συνεπάγεται την ύπαρξη περισσότερων από μία αληθινών διαστάσεων στην υφή τους,  γι' αυτό ακριβώς και η επίλυσή τους μπορεί να επιτευχθεί μέσα από αντιτιθέμενες προσεγγίσεις.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 289, 16/2/2010.

Τη συγκεκριμένη πραγματικότητα περιέγραψε τον προηγούμενο μήνα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Θεόδωρος Πάγκαλος όταν, με αφορμή διαφωνία που ξέσπασε στο κυβερνητικό επιτελείο για τον χειρισμό οικονομικών ζητημάτων, σχολίασε: «Όσοι ονειρεύονται ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα γίνει λόχος και θα έρχεται συντεταγμένο στη Βουλή ή στην κοινωνία για να διακηρύξει τη μία και απόλυτη αλήθεια δεν ξέρουνε ποιος είναι ο πολιτικός μας χαρακτήρας και η πολιτική μας φυσιογνωμία. Θα υπάρχουν αντιθέσεις, θα υπάρχουν αντιρρήσεις, θα υπάρχουν διενέξεις, θα υπάρχουν ενδεχόμενα και ανοιχτές πολιτικές συγκρούσεις» (17/1/2010).

            Η άποψη φαντάζει υγιής, δημοκρατική και συνάδει με την πολυμορφία των ζητημάτων και τις πολλαπλές τους αλήθειες που περιγράφτηκαν προλογικά. Ως προς το σκέλος μάλιστα της προσέγγισης της κοινωνίας προφανώς θα πρέπει να ισχύει πως οι πολιτευτές όχι απλώς δεν συναντούν «προκατειλημμένοι» το κοινωνικό σύνολο επιχειρώντας να του επιβληθούν και να το χειραγωγήσουν, μα και πως, αντιθέτως, το αφουγκράζονται και μόνο κατόπιν διαμορφώνουν τις απόψεις που θα διακινήσουν. Ως προς το σκέλος ωστόσο της παρουσίας ενός κόμματος στη Βουλή, η «συντεταγμένη» ή μη προσέλευση των στελεχών του στις συνεδριάσεις και στις πολιτικές αποφάσεις, με βάση τις οποίες, άλλωστε, νομιμοποιούνται οι κυβερνητικές κινήσεις, έχει μείζονα σημασία. Προσφέρεται η Βουλή ως ο καταλληλότερος χώρος όπου ένα κόμμα, και μάλιστα κόμμα που ασκεί την εξουσία, θα δοκιμάσει την αντοχή των θέσεών του όχι απέναντι στα υπόλοιπα κόμματα – κάτι απολύτως θεμιτό – αλλά την αντοχή των διαφορετικών θέσεων που εκφράζουν οι ίδιοι οι βουλευτές του;

            Η Βουλή αναμφίβολα αποτελεί χώρο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Όταν όμως διχογνωμούν σ' αυτήν οι βουλευτές του ίδιου κόμματος, ιδίως όταν το κόμμα τους διακυβερνά τη χώρα, τα μηνύματα που εκπέμπονται προς την κοινωνία δεν φανερώνουν πολυφωνία και διαλλακτικότητα. Αντιθέτως, αποκαλύπτουν την ύπαρξη ασυνεννοησίας και αγεφύρωτου χάσματος. Για τις ανακύπτουσες ιδεολογικές διαφορές εντός των κομμάτων κατάλληλο περιβάλλον επεξεργασίας τους μπορεί να είναι, για παράδειγμα, τα κομματικά συνέδρια· εντός των κυβερνήσεων, τα υπουργικά συμβούλια. Μα μέχρι εκεί. Η ζύμωση των απόψεων χρειάζεται να ολοκληρώνεται σε εσωκομματικό επίπεδο. Στη Βουλή πια η ομογνωμοσύνη μεταξύ των βουλευτών της συμπολίτευσης κρίνεται ανάγκη επιτακτική. Οι ανοιχτές τους συγκρούσεις υποσκάπτουν τις κυβερνήσεις αποτελώντας τεκμήριο για την απουσία συγκεκριμένης μεθόδου υλοποίησης των προγραμματικών στοχεύσεων, εφόσον κι αυτές δεν καθίστανται, με τη σειρά τους, αντικείμενο αμφισβήτησης. Αν μάλιστα μια παράταξη στη Βουλή διαθέτει μόλις οριακή πλειοψηφία, οι κυβερνήσεις καταντούν όμηροι των «ανταρτών» βουλευτών και συνήθως αναγκάζονται να προσφύγουν στη διενέργεια πρόωρων εκλογών.

            Η αμέσως προηγούμενη κυβέρνηση του κ. Κώστα Καραμανλή επαληθεύει όσα περιγράφτηκαν. Έχοντας μία ισχνή πλειοψηφία βουλευτών και διαρκώς ανανεούμενα εσωκομματικά μέτωπα οδηγήθηκε σε πρόωρη κατάρρευση. Γι' αυτό κι ο κ. Σαμαράς, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Ν.Δ. μετεκλογικά, προειδοποίησε απ' το συνέδριο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός του (23/1/2010) όσα στελέχη του διαφωνούν με την κομματική γραμμή ότι δεν θα ανεχτεί διαφοροποιήσεις απ' αυτήν: «Την εσωστρέφεια που πολλές φορές έπνιξε τη Ν.Δ. στο παρελθόν δεν πρόκειται να την ανεχτώ. […] Άλλωστε ρόλος της αντιπολίτευσης δεν είναι να αντιπολιτεύεται την αντιπολίτευση αλλά την κυβέρνηση. Εσωστρέφεια δεν θα υπάρξει, είναι χρέος μου!», σημείωσε ο κ. Σαμαράς, τονίζοντας ότι δεν εκλέχτηκε για να τηρεί «εύθραυστες ισορροπίες».

            Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; Πρόκειται για την ανάπτυξη μπροστά στα μάτια μας της μαγικής εικόνας δύο κομμάτων, της συντηρητικής και συγκεντρωτικής Ν.Δ., που κατατρέχει κάθε αντίθετη άποψη, και του διαλλακτικού, δημοκρατικού ΠΑ.ΣΟ.Κ., που προασπίζεται την πολυφωνία; Και προκύπτει τόσο φυσικά κι αυτονόητα, όσο παρουσιάζεται φαινομενικά, η ερμηνεία ενός απολυταρχικού συγκεντρωτισμού από τη μια πλευρά, και μιας δημοκρατικότητας από την άλλη; Επιβάλλεται βεβαίως να σημειώσουμε ότι, παρά τις προειδοποιητικές βολές του κ. Σαμαρά προς τους αντιφρονούντες, η Ν.Δ., ανεξαρτήτως των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει πιθανώς κανείς για τον χαρακτήρα της, προφανώς δεν θεωρεί τον εαυτό της κόμμα απολυταρχικό. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., πάλι, όπως συνάγεται απ' τις δηλώσεις του κ. Πάγκαλου, προφανώς δεν θεωρεί τον εαυτό του «λόχο» με πειθαρχία στρατιωτική. Όμως ο «πολιτικός χαρακτήρας» και η «πολιτική φυσιογνωμία» ενός κόμματος, ακόμη προφανέστερα, δεν απορρέουν απ' τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο αυτοαξιολογείται. Απορρέουν από τις ενέργειές του κατά το πλούσιο παρελθόν του. Και το παρελθόν δεν επιβεβαιώνει, στην περίπτωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για παράδειγμα, κάποια ολόψυχή του διάθεση να πορευτεί μέσα από «ανοιχτές πολιτικές συγκρούσεις» στο εσωτερικό του. Η πιο ηχηρή περίπτωση δυσανεξίας στο σύγχρονο ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπήρξε αναμφίβολα η αποπομπή του πρώην πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. τον Ιούνιο του 2008.

Οι διαγραφές στελεχών, συνεπώς, που σημαδεύουν την ιστορία και των δύο σύγχρονων ελληνικών κομμάτων με προοπτικές άσκησης της εξουσίας, τα κατατάσσουν αυτομάτως στην κατηγορία των απολυταρχικών σχηματισμών; Χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός πως τα ελληνικά κόμματα εξουσίας, με την προσωποκρατία που τα διακρίνει, δεν είναι δα και υποδείγματα δημοκρατικότητας, κάτι που ισχύει άλλωστε και για τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα, θα 'ταν δίκαιο ο χαρακτηρισμός «απολυταρχικοί σχηματισμοί» να θεωρηθεί υπερβολικός. Η διαγραφή ενός κομματικού στελέχους δεν επιτρέπεται να κρίνεται ως ολοκληρωτική αβασάνιστα. Πιθανώς υποδηλώνει πράγματι την καθεστωτική νοοτροπία του αρχηγού. Εξίσου πιθανώς όμως υποδηλώνει τις αρχηγικές βλέψεις των αντιφρονούντων, μια διάθεση υπονόμευσης, έναν εκβιασμό που αποσκοπεί στην εκπλήρωση φιλοδοξιών για συγκεκριμένα αξιώματα. Για να κριθεί επομένως μια απόφαση αποπομπής ενός στελέχους απαιτείται η συνεξέταση πλήθους παραγόντων, όπως των περιστάσεων, του χαρακτήρα των εμπλεκομένων – αρχηγών και αντιφρονούντων -, των κινήτρων και των σκοπιμοτήτων τους.

            Επιστροφή λοιπόν στην προσέγγιση του κ. Πάγκαλου. Το ξέσπασμα «δημοκρατικότητας» υποδεικνύει άραγε κάποια ειλικρινή διάθεση υπέρβασης των συγκεντρωτικών πρακτικών του παρελθόντος; Αποτελεί απόπειρα διπλωματικής παράκαμψης της εσωκομματικής κρίσης, χωρίς να εκτεθεί κανείς απ' τους διαφωνούντες; Πρόκειται για κάποιο απ' τα επικοινωνιακά τρικ στα οποία ειδικεύεται το κυβερνών κόμμα; Ή προδίδει αδυναμία συντονισμού από τον πρωθυπουργό των υπουργών που οδηγήθηκαν σε αγεφύρωτες διαφορές; Ό,τι κι αν ισχύει, δεν εκπέμπει θετικά μηνύματα. Δύσκολα θα πιστέψει κανείς ότι τα ίδια πρόσωπα που στο παρελθόν επέλεξαν την επίδειξη ισχύος τώρα επιδίδονται στην ανάδειξη της πολυφωνίας. Η απόπειρα σύγκλισης των διαφορετικών απόψεων, πάλι, δεν επιτρέπεται να γίνεται βορά στην κοινή θέα, ούτε να δίνει την εντύπωση της προχειρότητας μέσω της ευκαιριακής κι επιδερμικής επαφής στελεχών χωρίς καμιά διάθεση υποχώρησης, ή την εντύπωση της συντονιστικής αδυναμίας. Δεδομένων των ασυμβατοτήτων ανακύπτει το ερώτημα: η υποτιθέμενη ανεκτικότητα του κ. Πάγκαλου είναι απεριόριστη ή έχει όρια; Κι αν προσποιηθεί την απεριόριστη, πόσο μακριά, στ' αλήθεια, θα μπορούσε να φτάσει, προτού οι εντάσεις προκαλέσουν εκρηκτικές καταστάσεις;

            Η προσποίηση της προάσπισης μιας υποτιθέμενης πολυφωνίας, που οδηγεί στη σύνθεση απόψεων μέσα από γόνιμο διάλογο, συνιστά αναμφίβολα ένα φανταχτερό ιδεολογικό περιτύλιγμα για την ασυνεννοησία και τη διάσταση στις αντιλήψεις. Ο κ. Πάγκαλος, εφόσον επιλέγει ρόλο πυροσβεστικό με τον εξωραϊσμό των ρήξεων, δεν έχει άλλη επιλογή απ' το να επιμένει: «οι υπουργοί δεν μπορεί να είναι πειθαρχημένα στρατιωτάκια, υπό τον φόβο ότι θα χαλάσει η εικόνα και η επικοινωνία». Μα ο πειρασμός να αντιπαραβληθεί στην άποψη του κ. Πάγκαλου η άποψη του κ. Κώστα Γκιουλέκα, υπευθύνου του τομέα ελέγχου προγράμματος στο κόμμα της Ν.Δ., είναι ανυπέρβλητος. Μιλώντας λοιπόν καί ο κ. Γκιουλέκας, όπως και ο κ. Σαμαράς, ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής της Ν.Δ. (23/1/2010), αναφερόμενος στη διχοστασία που ταλανίζει το δικό του κόμμα, σχολίασε: «στρατηγούς έχουμε, στρατιώτες δεν έχουμε». Αν οι υπουργοί του ΠΑ.ΣΟ.Κ. απέχουν από «πειθαρχημένα στρατιωτάκια», τότε προφανώς εμφανίζουν βλέψεις στρατηγικές. Τόσοι όμως στρατηγοί, δίχως «λόχους» και «συντεταγμένους στρατιώτες» στη διάθεσή τους, και με δεδομένο το χάσμα που διανοίγεται ανάμεσά τους, με ποια ακριβώς όπλα τελικά θα πολεμήσουν;

 

Γιάννης Στρούμπας

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.