Αγροτική Οικονομία και Οικολογική Θεολογία

Αγροτική Οικονομία και Οικολογική Θεολογία

Του Τριαντάφυλλου Σερμέτη*

Η τοποθέτηση των θεμάτων περιβάλλοντος στο κέντρο της κοινής γνώμης και των κυβερνήσεων αποκάλυψε ότι η γεωργία συνεισφέρει σε υψηλό ποσοστό στα προβλήματα ρύπανσης και υποβάθμισης της ποιότητας πολλών προϊόντων τη ρύπανση των υδάτων με φυτοφάρμακα και λιπάσματα, την κακή διαχείριση των εδαφικών και υδάτινων πόρων, την καταστροφή και ομοιομορφία του αγροτικού τοπίου. 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πίστευαν ότι τα προβλήματα ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος συνδέονταν με τη βιομηχανία και την αστικοποίηση. Η γεωργία  όμως δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι δεσμοί λοιπόν μεταξύ του πλούτου, του φυσικού αλλά και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και των γεωργικών πρακτικών είναι πολύπλοκοι και καθοριστικοί για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής και υγείας των πολιτών. Η γεωργία αποτελεί το μεγαλύτερο χρήστη και καταναλωτή φυσικών πόρων, αξιοποιεί το φυσικό κεφάλαιο, επηρεάζει τη βιοποικιλότητα, μορφοποιεί τα τοπία, απορροφά το 60% της συνολικής κατανάλωσης νερού, σύμφωνα με μια μελέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως από τον τρόπο που ασκούνται οι γεωργικές πρακτικές και οι χρήσεις γης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα του περιβάλλοντος σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Η ισορροπία μεταξύ της ανταγωνιστικής γεωργικής πρακτικής και του σεβασμού της φύσης και του περιβάλλοντος προϋποθέτει μια εναλλακτική γεωργία και μια διαφορετική εκπαίδευση των αγροτών. Η οικολογική θεολογία προτείνει έναν άλλο τρόπο προσέγγισης του αγρότη με τη γη του.

Εάν η  θεολογική  επιστήμη έχει κάποια  αξία, έγκειται στο  γεγονός ότι απαντά σε πραγματικά προβλήματα πραγματικών ανθρώπων σε πραγματικές  εποχές. Εάν κανείς σήμερα αξίζει τον κόπο να δουλέψει με  την θεολογία είναι γιατί είναι γεμάτος από ερωτήματα που προέρχονται φυσικά νόμιμα από  άλλους χώρους. Αυτό το βάρος κουβαλά η θεολογία και ο  λόγος περί  Θεού είναι ουσιαστικά ο λόγος περί ανθρώπου προτείνοντας  έναν τρόπο ύπαρξης των όντων που  εστιάζεται στην κοινωνία των σχέσεων.

Οι διαχρονικές θέσεις της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας ως προς τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, όπως θεμελιώνονται βιωματικά στη μακραίωνη πνευματική της παράδοση, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη ζητούμενη μεταβολή στάσης ζωής και νοοτροπίας του ανθρώπου. Θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο να κατανοήσει ο άνθρωπος βαθύτερα τη σχέση αλληλεξάρτησης που διέπει τον ίδιο και τη φύση, αλλά και τη λειτουργική του αποστολή απέναντι στο φυσικό κόσμο προς υπέρβαση της σύγχρονης οικολογικής κρίσης και αντιμετώπιση του υφιστάμενου περιβαλλοντικού ελλείμματος.

Τι θα είχε να πει η Ορθόδοξη θεολογία για το θέμα αυτό που είναι τόσο ζωτικής σημασίας για το οικολογικό πρόβλημα; Πρώτον, η αποξένωση του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον. Η σχέση του ανθρώπου με την φύση αποτελεί εξ ορισμού οξύ και, θα έλεγε κανείς, τραγικό πρόβλημα. Από το ένα μέρος ο άνθρωπος αισθάνεται πως είναι μέρος οργανικό του φυσικού κόσμου που τον περιβάλλει, ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν και ότι είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δέσμιός του. Όπως αποκάλυψε και προέβαλε με έμφαση η φιλοσοφία του υπαρξισμού στην εποχή μας, η τραγωδία του ανθρώπου βρίσκεται στο ότι έχει ριχτεί μέσα στον κόσμο και προσπαθεί να επιβιώσει αγωνιζόμενος και αντιπαλεύοντας προς έναν κόσμο εχθρικό. Το οικολογικό πρόβλημα έχει πελώριες πνευματικές διαστάσεις. Χωρίς την θεραπεία του ανθρώπου από τον εγωκεντρισμό, τον ευδαιμονισμό, την περιφρόνηση προς τον υλικό κόσμο, η οικολογική κρίση απλώς θα επιδεινώνεται. Αν δεχτούμε την άποψη, ότι το φυσικό περιβάλλον δεν περιήλθε από μόνο του στη σημερινή κρίση, αλλά εξαιτίας των άστοχων στο πέρασμα της ιστορίας ενεργειών και παραλείψεων του ανθρώπου, γίνεται σαφές ότι η κρίση αυτή είναι προ πάντων κρίση οντολογική, με την έννοια ότι αφορά κατεξοχήν την υπαρξιακή ταυτότητα, το ρόλο και την αποστολή του ανθρώπου στον κόσμο. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων λαμβάνει πέρα από τη λογικοκρατική της διάσταση, και μια θεολογική διάσταση – γεγονός που συνήθως παραθεωρείται κατά τη σύγχρονη αναζήτηση τρόπων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Το οικολογικό πρόβλημα δεν εξαντλείται σε κάποιο «λάθος» οργανωτικό ή λειτουργικό του κοινωνικού μας βίου, λάθος στη χρήση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας, στην ορθολογική τους εκμετάλλευση, ή σε δυσλειτουργίες του «κοινωνικού κράτους». Ούτε οφείλεται το οικολογικό πρόβλημα σε χαλάρωση της ωφελιμιστικής μας ηθικής, σε άμβλυνση των κανονιστικών αρχών συμπεριφοράς. Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος είναι το αθέλητο, αλλά οργανικό γέννημα ενός γενικευμένου «τρόπου του βίου», δηλαδή ενός πολιτισμού, του πολιτισμού της Νεωτερικότητας. Με άλλα λόγια είναι ένα γέννημα του καταναλωτικού τρόπου του βίου. Οι άνθρωποι της Νεωτερικότητας ξέρουμε μόνο να καταναλώνουμε (να κατέχουμε, να κυριαρχούμε, να ευφραινόμαστε), όχι να σχετιζόμαστε, όχι να κοινωνούμε. Δεν φταίμε γι’ αυτό, δεν είναι ηθικό μας παράπτωμα για να το κατακεραυνώνουν οι ιεροκήρυκες, είναι ο κοινός τρόπος βίου που αυτονόητα μας επιβάλλεται. Η Νεωτερικότητα είναι πολιτισμός που προέκυψε από το μέγα (για το δυτικοευρωπαϊκό παρελθόν) επίτευγμα θεσμικής  προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου. Σκεπτόμαστε, μιλάμε, οργανώνουμε τη ζωή μας με βάση το «δικαίωμα», δηλαδή τον ατομοκεντρισμό, τη θωράκιση του εγώ. Δεν ξέρουμε να κοινωνούμε, να μοιραζόμαστε, δεν υποπτευόμαστε τη χαρά της αυθυπέρβασης, της αυτοπροσφοράς. Για να αντιμετωπιστεί το οικολογικό πρόβλημα πρέπει να αλλάξει  το πολιτιστικό «παράδειγμα». Θα γεννηθεί η αλλαγή όταν μεταβληθούν οι προτεραιότητες των αναγκών μας, η ιεράρχηση των αναγκών μας. Οι πολιτισμοί δεν προκύπτουν από την εμπέδωση (ή την επιβολή) «ιδεωδών», «αξιών», «υψηλών στόχων», γεννιούνται από τις ανάγκες: ποια είναι πρώτη μας ανάγκη, ποια δεύτερη. Θα προστατέψουμε αποτελεσματικά τη φύση όταν πρώτη κοινή μας ανάγκη και χαρά θα είναι ο σεβασμός της φύσης, η σχέση με τη φύση, όχι η υποταγή της στις εγωκεντρικές μας ορέξεις, όχι η κατανάλωση της φύσης. Για να φτάσουν οι κοινωνίες μας στον σεβασμό της ύλης, θα έχουν ανακαλύψει τη χαρά της σχέσης υπέρτερη της θωράκισης με δικαιώματα. Θα έχουν περάσει από το προ-πολιτικό στάδιο της εξισορρόπησης συμφερόντων στην πολιτική, ως άθλημα «κατ’ αλήθειαν» βίου.

Η μονοδιάστατη εμμονή στην απαρέγκλιτη εφαρμογή  ή και άλλων συναφών τεχνοκρατικών μέτρων, κατά το πρότυπο και το πνεύμα της Έκθεσης του ΟΗΕ  σε σχέση με την οικονομική λογική της βιώσιμης ανάπτυξης του πλανήτη, η οποία αντιλήφθηκε το γήινο οικοσύστημα ως αντικείμενο διαχειριστικής μέριμνας από ειδικούς επιστήμονες και από οργανωμένους κρατικούς και διεθνείς οργανισμούς, δεν αποτελεί την ιδανική θεραπεία απέναντι στο πρόβλημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η συνετή περιβαλλοντική διαχείριση του πλανήτη δεν αποτελεί απλώς ένα τεχνικό και οργανωτικό ζήτημα, που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με λογικοκρατικές νομοθετικές, κοινωνικοοικονομικές, τεχνολογικές αναπροσαρμογές, καινοτόμες μεταρρυθμίσεις ή άλλες παρόμοιες διαχειριστικές μεθόδους. Για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ελλείμματος δεν πρέπει να αγνοείται η οντολογική διάσταση του συγκεκριμένου προβλήματος και κυρίως  οι     ηθικοκοινωνικές  βάσεις, που το γέννησαν.

Οι οδυνηρές εμπειρίες δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ο Ψυχρός Πόλεμος, ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας, η εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου σε συνάρτηση με την συνεχιζόμενη ανά τον κόσμο κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και εν τέλει η παγκόσμια οικολογική κρίση, που βίωσε ο 20ος και βιώνει ο 21ος αιώνας διέψευσαν την αισιοδοξία των ιδεαλιστών οπαδών του ορθολογισμού και της λογικοκρατίας του 18ου και 19ου αιώνα, που θεώρησαν ότι με τη μονομερή καλλιέργεια της λογικής, την κατοχή και διάδοση της γνώσης του φυσικού κόσμου, η ανθρώπινη κοινωνία θα βελτιωνόταν πνευματικά και ηθικά και θα μετατρεπόταν σταδιακά σε πεδίο ειρηνικής ευημερίας και ανάπτυξης.

Κατά τη θεολογία, μόνος ο άνθρωπος από όλα τα έμβια όντα είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ μοίωσιν» του Θεού. Συνιστά δε ψυχοσωματική οντότητα που χαρακτηρίζεται από οργανική ενότητα σώματος και ψυχής ή πνεύματος. Αυτό όμως δε συνεπάγεται, όπως έχει παρερμηνευτεί επανειλημμένα, ότι η επιστημονική θεολογία επιδοκιμάζει το σύγχρονο ωφελιμιστικό ανθρωποκεντρικό μοντέλο, κατά το οποίο ο άνθρωπος νομιμοποιείται να εκμεταλλεύεται τον φυσικό πλούτο προς ικανοποίηση των ιδιοτελών σκοπών και αναγκών του.

Η ανθρώπινη ύπαρξη κατά την θεολογία – σε αντίθεση με το δυτικό φιλοσοφικό και εν μέρει θεολογικό ρεύμα του δυϊσμού δε διαχωρίζεται ούτε ως ξένο σώμα αυτονομείται από τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, των φυτών, της ύλης και εν γένει των φυσικών φαινομένων. Συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης εκτός από την ψυχή ή το  πνεύμα είναι και η γήινη ύλη, το χώμα, και μάλιστα σε οργανική ενότητα με το πνεύμα.  Η ίδια η φυσιολογία του ανθρώπου μαρτυρεί, ότι ο άνθρωπος και το περιβάλλον συνδέονται από τη φύση τους με μια άρρηκτη σχέση και αποτελούν μια οργανική ενότητα. Αν και τα συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ποιοτικά ανώτερα από αυτά των ζώων, των φυτών και εν γένει των υλικών του σύμπαντος, πλην όμως δε νοείται ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς υλική υπόσταση. Κατά συνέπεια, ο φυσικός κόσμος δεν πρέπει να υποτιμάται σε σχέση με τον άνθρωπο.

Ο άνθρωπος βρίσκεται τελικά μεθόριος ανάμεσα στον υλικό και πνευματικό κόσμο. Επειδή ακριβώς μετέχει ταυτόχρονα και στις δύο υποστάσεις (υλική και πνευματική) αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στον υλικό και άϋλο – πνευματικό κόσμο, ανάμεσα στην αισθητή και νοητή κτίση. Κατά συνέπεια, ανατίθεται στον άνθρωπο κορυφαίος ρόλος ως προς τη χρήση του κόσμου και εν γένει της δημιουργίας, αλλά και συγχρόνως μέγιστη ευθύνη ως προς την διαχείριση της δημιουργίας. Ο καθοριστικός ρόλος του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο απόσπασμα της Γένεσης, όπου ο Θεός παραχωρεί ως δωρεά αγάπης στον άνθρωπο την εξουσία να κυριεύσει τη γη και να άρχει σε όλα τα ζώα της θάλασσας και της ξηράς.

Η ανωτέρω εξουσία που δόθηκε στον άνθρωπο ως θεία, αγαπητική δωρεά, δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να διαχωρίζει την ύπαρξη του από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Αντίθετα, ο άνθρωπος πρέπει να θεωρείται ως θεμελιώδες, αλλά ωστόσο οργανικό μέρος του φυσικού κόσμου. Η εν λόγω εξουσία, κάθε άλλο παρά νομιμοποιεί τον άνθρωπο στο να καταχράται το φυσικό κόσμο εγωκεντρικά και καταδυναστευτικά.

Η παραχώρηση στον άνθρωπο της εξουσίας διακυβέρνησης της κτίσης και η συνεπαγόμενη ευθύνη απέναντι σε αυτή, αποσκοπεί στη αμοιβαία ολοκλήρωση ανθρώπου και κτίσης σε πνεύμα θείας αγάπης και ελευθερίας. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως ύπαρξη μέσω της ενάρετης δράσης του μέσα στον κόσμο όπου καλείται να ζήσει. Μέρος και έκφραση της ενάρετης αυτής δράσης αποτελεί και η συνετή διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος.  Έτσι, συν-ολοκληρώνεται μαζί με τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον διατηρώντας τη φυσική του ισορροπία και αειφορία. Αντίθετα, η αμιγώς ανθρωποκεντρική, ατομοκεντρική στάση ζωής απέναντι στη φύση, όπου απουσιάζει η διαλεκτική σχέση μεταξύ ατόμου και φύσης,  αποτελεί γνώρισμα της αυτονόμησης του ανθρώπου από το φυσική Δημιουργία, η οποία έχει ως βαθύτερο αίτιο την αυτονόμηση του από τον Δημιουργό και τη συνειδητή ή ασυνείδητη θεοποίηση του ίδιου.

Κατά συνέπεια, η φύση αναλόγως της στάσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο συμπαρασύρεται προς την πορεία, που ο άνθρωπος επιλέγει στη σχέση του με τον Δημιουργό. Ο άνθρωπος αναλόγως της θέσης που τηρεί απέναντι στη χρήση της Δημιουργίας, προβάλλει αντίστοιχα την αρετή ή τη φαυλότητα του. Το φυσικό περιβάλλον γίνεται αποδέκτης είτε της θεόπνευστης σύνεσης είτε του εμπαθούς παραλογισμού του ανθρώπου, με τις γνωστές συνέπειες που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στην εποχή μας. Με τη συνετή στάση απέναντι στη φύση, που διέπεται από σεβασμό και αυτοσυγκράτηση απέναντι στο φυσικό κόσμο και όχι από υπερκαταναλωτικό πάθος υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, ο άνθρωπος εξαγιάζει τη φύση, διότι διαφυλάσσει και διατηρεί την ισορροπία της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η φύση τον «ανταμείβει» με την αειφορία της και γίνεται πολύτιμος συνεργός στην υλική και πνευματική ευημερία του ανθρώπου και όχι παράγοντας καταστροφής.

Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος επιλέγει μια εμπαθή, ευδαιμονική στάση ζωής, αυτονομημένη από τις συνιστώσες του φυσικού κόσμου, επιτίθεται βάναυσα στη φύση και ανατρέπει τη φυσική ισορροπία. Στην ουσία όμως επιτίθεται εναντίον του εαυτού του, διότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο και θεμελιώδες τμήμα της φύσης. Έτσι, το φυσικό περιβάλλον εξαιτίας των άστοχων ανθρώπινων δράσεων ή παραλείψεων μετατρέπεται σε παράγοντα καταστροφής του ανθρώπου. Οι φυσικές συνθήκες που συντηρούν τη ζωή στον πλανήτη διαταράσσονται και τελικά μέσα σε συνθήκες φυσικής ανισορροπίας ο βίος του ανθρώπου γίνεται αβίωτος, ως συνέπεια της αυτονομημένης πορείας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που ο ίδιος επιλέγει ιστορικά να ακολουθήσει.

Δεδομένης της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στη φύση, αλλά και της σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, ο άνθρωπος καλείται να διαμορφώσει έναν ανακαινισμένο πολιτισμό που δε θα θεωρεί τον άνθρωπο αυτονομημένο από τη φύση, αλλά συνετό εργάτη και φύλακα του φυσικού περιβάλλοντος. Έναν πολιτισμό που δε θα στηρίζεται στην ωφελιμιστική υποταγή της φύσης στις ορμέμφυτες επιθυμίες ενός θεοποιημένου ανθρώπου, ούτε αντιστρόφως θα διδάσκει τη δουλική υποταγή του ανθρώπου σε μια θεοποιημένη φύση. Καλείται επομένως ο άνθρωπος, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, να διαπλάσει έναν πολιτισμό που θα προωθεί την ισορροπημένη αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος ως συνέπεια της αλληλοπεριχωρητικής αγάπης και ελευθερίας των προσώπων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω θεώρηση του φυσικού κόσμου δεν απαγορεύει ή αποκλείει την οικονομική – υλική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ούτε απορρίπτει τον ορθολογισμό. Αντιθέτως, περικλείει και τα δύο αυτά στοιχεία, προσδιορίζοντας σε αυτά βιώσιμα όρια. Έτσι ασφαλώς είναι θεμιτή η οικονομική ανάπτυξη και η λήψη ορθολογικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι βασικό κίνητρο αυτών δεν αποτελεί η μονοδιάστατα εγωκεντρική επιθυμία του ανθρώπου να εξουσιάσει ή να υποτάξει με κάθε κόστος τον φυσικό κόσμο με γνώμονα το στενό προσωπικό, οικονομικό του όφελος, αλλά η συνετή αξιοποίηση της φύσης με απώτερο σκοπό να την καταστήσει αρωγό και συνεργό του σε μια πορεία ένωσης και κοινωνίας με τον Δημιουργό.

Συνιστάται έτσι, μια ήπια υλική ανάπτυξη, που δεν θα παραθεωρεί το μεγαλείο της υπόστασης του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος και η οποία θα διέπεται από βαθιά επίγνωση ευθύνης και σεβασμό τόσο στις σύγχρονες και μελλοντικές γενεές, όσο και στην αειφορία του φυσικού περιβάλλοντος. Υπό αυτό το πρίσμα, μια βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία θα βασίζεται μονομερώς σε μια μεσοπρόθεσμη λογιστική θεώρηση οικονομικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων ως προς την εκμετάλλευση της φύσης, θα πρέπει να απορρίπτεται.

Η έμπρακτη εφαρμογή της αγαπητικής άσκησης ως τρόπος συνεπούς, ανιδιοτελούς προσφοράς, ως τρόπος του βίου, ως σχέση με τα όντα(πρόσωπα και πράγματα), αποτελεί βασικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας, απεγκλωβίζει σταδιακά τον άνθρωπο από τη φίλαυτη θεώρηση του σύμπαντος κόσμου και τον απελευθερώνει από τις συχνά τεχνητά υποβαλλόμενες, πλασματικές, αλλά όχι πραγματικές ανάγκες του. Ο υπερκαταναλωτισμός που έχει ως συνέπεια την εξάντληση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την επικίνδυνη συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και γενικά τη διατάραξη των φυσικών νόμων, δίνει τη θέση του στην υπεύθυνη αξιοποίηση των υλικών αγαθών από τον άνθρωπο προς κάλυψη των πραγματικών του αναγκών και σε συνάρτηση με τις ανάγκες των συνανθρώπων του και τα όρια αειφόρου βιωσιμότητας της φύσης. Έτσι, ο άνθρωπος με πνεύμα ελευθερίας και υπευθυνότητας ασκείται στον ένθεο σεβασμό απέναντι στο συνάνθρωπο και κατ’ επέκταση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που τον φιλοξενεί, διότι σε κάθε έμψυχο ή άψυχο δημιούργημα βλέπει ότι αντανακλάται η αγαπητική δωρεά του Δημιουργού.

Μέσα από μια τέτοια οπτική  αποκτά  σημασία και  αξία του  σηματοδοτείται το όραμα  για ένα μέλλον αειφορικό, προσανατολίζει προς μια αειφορική γεωργία, μια γεωργία συμβατή με το φυσικό της χώρο στενά συνδεδεμένη  με την πολιτισμική της παράδοση, η οποία να καλύπτει τις ανάγκες της παρούσας γενιάς με επαρκή και υγιεινά προϊόντα διατροφής και επιβίωσης, χωρίς να μειώνει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν κι αυτές τις δικές τους ανάγκες από τους ίδιους αγροτικούς πόρους. Η αειφορική γεωργία καλύπτει τρεις στόχους, υγιές περιβάλλον, οικονομική αποδοτικότητα και κοινωνική και οικονομική ισότητα. Η εκπαίδευση σήμερα αποτελεί τη μόνη ελπίδα και το καλύτερο μέσο στην αναζήτηση και την επίτευξη των σκοπών και στόχων της αειφόρου ανάπτυξης.

ΠΗΓΗ: Δημοσιευμένο στις 31 Αυγούστου 2012, http://blogs.sch.gr/tsermet/2012/08/31/%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B8%CE%B5/#.VHYXaYuUcWh

* Ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης είναι θεολόγος-φιλόλογος

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.