Περί Χριστιανικού φεμινισμού (β’)

Περί Χριστιανικού φεμινισμού (β’ μέρος)

         Του φιλαλήθη/philalethe00

Είχαμε μείνη στο σημείο εκείνο όπου θα εξετάζαμε την Ορθόδοξη θέση στο ζήτημα αυτό. Μπορούμε να προσκομίσουμε μία πλειάδα κειμένων για το ζήτημα αυτό, αλλά, επειδή δοκιμιογραφούμε, θα ήταν πέρα από τα όρια της “φόρμας”. Κατ’αρχάς, σημειωτέον εστί, για το ζήτημα αυτό, έχω “φωτιστεί” από μία σειρά εξαίρετων βιβλίων, όπως :

α) ”Η γυναίκα στην καθ’ημάς Ανατολή”, της Β.Καλογεροπούλου-Μεταλληνού, εκδ. Αρμός.
β)“Πρόγονοι”, Κ. Σαρδελή, κεφάλαιο “χριστιανικός φεμινισμός».

γ) “Ανθρωπισμός”, τόμος Γ’, Α. Τσιριντάνη, εκδ. Συζήτησις.

Μεταξύ, βέβαια, πολλών άλλων.

Ας δούμε, για λόγους μεθοδολογίας, πρώτα, τις θέσεις του πατροκοσμά του Αιτωλού(1714-1779), ενός κατ’εξοχήν λαϊκού καλογήρου και κατ’εξοχήν φωτιστή του Γένους.

Πυρ ήλθον βαλείν και τι θέλω, ει ήδη ανήφθη

Αυτή η Κυριακή ρήση ισχύει κατ’εξοχήν για τις διδαχές του Πατροκοσμά περί γυναίκας.  Στην εποχή του, είχαν εισδύση πατριαρχικές και, άρα, κοσμικές, μέθοδοι στην οικογενειακή ζωή. Ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός σε ορισμένες Διδαχές του, λοιπόν, και αλλαχού ίσως , θέτει “μπουρλότο” – μαζί με φάος ηελίοιο, που έλεγε και ο Όμηρος – σε όλα ταύτα.

Α) Κατοχυρώνει την απόλυτη ισότητα μεταξύ άντρα και γυναίκας. Ας δούμε το απόσπασμα από τις Διδαχές:

Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, έλαβεν ο πανάγαθος μίαν πλευράν απ’ αυτόν και έκαμε την γυναίκα, και του την έδωκε δια σύντροφον. Ίσια την έκαμεν ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα. Εδώ πως τας έχετε τας γυναίκας; -Δια κατωτέρας.

Β) Αναφέρεται στο ότι η αξία του ανθρώπου κατακτάται και προσκτάται με τον ηθικοπνευματικό πλουτισμό και συγκεκριμένα αγαθές ενέργειες, και όχι με την φύση, εδώ το φύλο:

“-Ανίσως, αδελφοί μου, και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς·”

Σε αυτό έχει ένα πολύ ευρύ Consensus Patrum. Δηλαδή συμφωνία των Πατέρων. Διότι Πατέρες όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρουν, πως η ανωτερότητα και η θέση του διδάχου, εντός της οικογένειας ακόμη, θα πρέπη να καθορίζεται από την πίστη και την αρετή, τα πνευματικά μέτρα. Αν, π.χ., ο σύζυγος είναι κατ’ουσίαν “άπιστος”(ολιγόπιστος), τότε βέβαια έχει ο ίδιος, ως απώτατος απόγονος του Αδάμ, απατηθή και όχι η απόγονος της απατηθείσας Εύας.

Εντός του σπιτιού/γάμου

Ως γνωστόν εκ του Παύλου, η γυναίκα είναι “ελευθέρα ίνα υπανδρευθή όντινα θέλει”, συνολικά. Ο Θεός μας παρέχει “αυτεξούσιον και αδέσποτον”, όπως έχουμε προπή σε αυτό το ιστολόγιο, αυτονομία, θα λέγαμε, που θεληματικά και μόνο εγκολπώνεται, οντολογικά και, κατόπιν, ηθικά, την “θεονομία“.

Όμως, ξέρουμε, ότι ο Παύλος μιλάει για κεφαλή της γυναίκας εντός του γάμου, εάν αυτός επισυμβή(θεληματικώς αμφοτέρωθεν). Επίσης, μιλάει για τον “φόβο” της γυναίκας προς τον άνδρα. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα στήλης της εφημερίδας “Αυγή” “εντός φύλου”. Υποσχόμαστε να …μην επικρίνουμε αυστηρά τα γραφέντα:

“Με αφορμή τις «Άγιες μέρες» του Πάσχα, είπαμε να εξετάσουμε τη θέση της γυναίκας στην χριστιανική πίστη, κυρίως την ορθόδοξη.

Στις Γραφές, λοιπόν, κυρίως στην Καινή Διαθήκη, μέσα από τα κείμενα του Αποστόλου Παύλου, καθίσταται απόλυτα σαφές ότι η γυναίκα, μετά το Θεό, θα πρέπει να φοβάται τον άντρα και να υποτάσσεται σε αυτόν!”

Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε να προσκομίσουμε πλήθος αποδείξεων και ενδείξεων από τους Πατέρες, αλλά μπορούν να βρεθούν αυτά και στην βιβλιογραφία που υποδείξαμε. Τα όσα μας απασχολούν στο θέμα μας είναι τα εξής. Οι Πατέρες (για όσους δεν γνωρίζουν, οι Πατέρες εκφράζουν την Ορθοδοξία και όχι ο τάδε ή ο δείνα Ιεράρχης της σήμερον)  μας μιλούν τηλαυγώς, διαυγώς, και ευκρινώς για την (μεταπτωτική και όχι μόνο προπτωτική) ισοτιμία, ισότητα, ομοτιμία των δύο φύλων. Τώρα, όσον αφορά την υπακοή της γυναίκας στον άνδρα, αλήθεια, πρέπει να υπάρχη τέτοια υπακοή; Και αν υποθέσουμε, ότι προστάζει κάτι που είναι εσφαλμένο χριστιανικά ο άνδρας; Δεν ισχύει το παληό εκείνο, ρωμαϊκό, λόγιον που μιλάει για την ελευθερία του ανθρώπου που υπόκειται σε πολλούς “προϊσταμένους”-”αυθέντες”; Έπειτα, όταν η γυναίκα απειθαρχή, τι συμβαίνει; Έχει ο άνδρας “εξουσία” όντως πάνω στην γυναίκα; Αν, ακόμη, έρχωνται σε αντίθεση οι παραινέσεις του πνευματικού πατρός-”γέροντα” ή των Πατέρων ή, ίσως, του επισκόπου(και γνωρίζουμε τι γράφει ο Ιγνάτιος Θεοφόρος/Αντιοχείας για την υπακοή αυτήν), τι πρέπει να κάνη μία πανδρεμένη γυναίκα;
Η φεμινίστρια αυτοκράτειρα Θεοδώρα(500-548)

Η «φεμινίστρια» αυτοκράτειρα Θεοδώρα (500-548)

Όπως ίσως καταλαβαίνετε, θέτω τις ερωτήσεις, για να δείξω το τελείως σαθρό των ισχυρισμών. Η υπακοή που θέλει ο Θεός μέσα στην “θεαρχική αδυναμία” Του να απαιτήση οποιοδήποτε μέρος της,  είναι στο θέλημά Του, πάντοτε για το καλό μας και εξ ελευθερίας. Ο ίδιος κατέχει την αλήθεια. Και αυτή είναι η όντως υπακοή. Κατά τα άλλα, σε ό λ ο υ ς  α ν ε ξ α ι ρ έ τ ω ς τους ανθρώπους, υπάρχει η καλή υπακοή, αλλά υπάρχει και η κακή υπακοή και η αγία ανυπακοή, για να θυμηθώ ένα τίτλο ενός σχετικού αξιόλογου βιβλίου του π. Θ. Ζήση. Εν άλλοις λόγοις, ο άνδρας μπορεί να είναι κεφαλή της γυναίκας υπό αίρεσιν, δηλαδή υπό την συνθήκη, ότι είναι εχέφρων και όχι άφρων. Από την άλλη, σε περιπτώσεις που η γυναίκα είναι σε υψηλότερα πνευματικά μέτρα, πρέπει μάλλον αυτή να έχη το -σχετικό- “πρόσταγμα”. Ένας εκάστοτε, δηλαδή, αλλά ανάλογα με το ποιος είναι υψηλότερα. Και, βέβαια, αυτό μπορεί να αλλάζη ελευθέρως. Ακόμη, η γυναίκα υπακούει θεληματικά. Δηλαδή, ο άνδρας λέει την γνώμη του, την συμβουλή του, και, αν θέλη, η γυναίκα υπακούει, χωρίς να επιτρέπωνται άμεσες ή έμμεσες πιέσεις. Υπακούει, δηλαδή, εξ ελευθερίας, όπως και στον “πνευματικό”, όπως και στον Θεό.

Σχετικά με τα περί φόβου:

Θα έχετε παρατηρήση, ότι ο φόβος αναφέρεται αρκετές φορές ως επιθυμητός προς τον Θεό, αν και “ου γαρ ελαβετε πνευμα δουλειας παλιν εις φοβον αλλ ελαβετε πνευμα υιοθεσιας εν ω κραζομεν αββα ο πατηρ“.

Δηλαδή, η αποστολή του ανθρώπου είναι να γίνη υιος Θεού, κατά Χάριν αδελφός του Χριστού και συγκληρονόμος Του.

Λοιπόν, ο φόβος ποιο νόημα έχει; Ο φόβος έχει το νόημα του φόβου της αγάπης, του τρόμου της αγάπης, και θα μπορούσε να το αντιληφθή καλά μόνο ο “πληγωμένος από αγάπη” κατά το“Άσμα ασμάτων”. Δηλαδή, αυτός ο φόβος είναι ο φόβος να μην πληγωθή ο αγαπημένος, να μην μην προδοθή η αγάπη του. Αυτά ισχύουν σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είτε της συζυγίας είτε του Άλλου Νυμφίου, του κάλλει Ωραίου.

Όσο για την αγάπη του άνδρα, θα αρκούσε ίσως να θυμηθή κάποιος το ιπποτικό πνεύμα, τον Ευρωπαϊκό Χριστιανικό ρομαντισμό ή τα μυθιστορήματα επί Ρωμανίας, που διαπνέονται από μία λατρεία του “ασθενούς φύλου”. Το μέτρο αυτής της αγάπης είναι η αγάπη του Χριστού για την Εκκλησία. Εν ετέροις λόγοις, είναι μία αγάπη αυτοθυσιαστική, σταυρική, ελευθεριακή. Μία αγάπη που “ου ζηλοί”(δεν “ζηλεύει”), “ου φυσιούται”(=δεν υπερηφανεύεται), “ου λογίζεται(σκέπτεται) το κακόν”.

Στην ιστορία

Στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, αυτά έλαβαν διάφορες πραγματώσεις. Το ρωμαϊκό δίκαιο αλλάζει από τον Μέγα Κωνσταντίνο συνεχώς με προστατευτικές της γυναίκας διατάξεις, που απαγορεύουν το “ρεπούδιον”, το να δίνη αυθαίρετα ο άνδρας διαζύγιο και να “πετάη” την συμβία του στον δρόμο, επειδή… “ούτω έδοξε τω βασιλεί”. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα εισάγει φεμινιστικές διατάξεις, ενώ ο Χρυσόστομος κατακρίνει την νομοθεσία της εποχής του και, ουσιαστικά, όλην την προηγούμενη, λέγοντας το περίφημο επί τη αφορμή της μονομερούς τιμωρίας της μοιχείας “«Άνδρες οι νομοθετούντες, δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία»! (βλ. και εδώ).

Ακόμη, στην Ρωμανία, όπως αναφέρει και η Αγγλίδα ακαδημαϊκός- βυζαντινολόγος Τζούντιθ Χέριν (”Τι είναι το Βυζάντιο”, εισαγωγή), είχαμε το μοναδικό, ίσως, φαινόμενο της αυτοκρατορικής ηγεσίας των γυναικών. Ο Στίβεν Ράνσιμαν, “κλασσικός” πλέον, συμπληρώνει, ότι αυτό εθεωρείτο τελείως “φυσικό” από τους Νεορωμαίους-”Βυζαντινούς” προγόνους μας. Ολα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο, όπου η κατωτερότητα των γυναικών υποστηρίζεται από τον Αριστοτέλη και τις αρχαιοελληνικές κοινωνίες, τον Θουκυδίδη, έως τα “Διαφωτιστικά” νομοθετήματα, κατοπινά της Γαλλικής Επανάστασης(κραυγαλέα περίπτωση ο “Ναπολεόντειος Κώδικας”), τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, που εν αντιθέσει με την Κατόλικη Σύνοδο της Macon, θεωρούσαν, ότι οι γυναίκες δεν είναι καν άνθρωποι…

Να σημειωθή και το κάτωθι: το δικαίωμα της ψήφου στην ουμανιστική μας εποχή και δημοκρατία δόθηκε περί τα μέσα του 20ου αιώνος(και στο εξαρτημένο ελλαδικό κρατίδιο), προς μέγιστή μας αισχύνη και βαρβαρότητα. Όμως, στην Εκκλησία – σκεφτείτε μόνο, ότι ως τον Ιουστινιανό τον Α’ τουλάχιστον, η γενικευμένη μέθοδος εκλογής επισκόπων κα. ήταν το “ψήφω κλήρου και Λαού” – οι γυναίκες ψήφιζαν αδιακρίτως εξ αρχής. Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, ότι ο Παπαρρηγόπουλος αποκαλεί, εμφατικά, δημοκρατικώτατες τις δομές της αρχαίας Εκκλησίας, που θεωρεί (μεταμορφωμένο) απότοκο της αθηναϊκής Εκκλησίας του Δήμου.

Τελικώς, η έρευνά μας η ελάχιστη εμφαίνει και δείχνει αυτό που και ο Π. Νέλλας έλεγε: ότι, όπως, παραδίπλα, το κίνημα της κατάργησης των τάξεων, έτσι, στον Παύλο, στην δήλωση της δια Χριστού τέλειας εξίσωσης των πάντων, εμπεριέχεται και το όλον φεμινιστικό κίνημα. Αυτή η δήλωση είναι, πέρα από τις λοιπές ειδικότερες και παιδαγωγικές, θεμελιώδης, και με αυτήν θα κλείσουμε:

ουκ ενι ιουδαιος ουδε ελλην ουκ ενι δουλος ουδε ελευθερος ουκ ενι αρσεν και θηλυ παντες γαρ υμεις ε ι ς εστε εν χριστω ιησου (Γαλ. 3:28)!

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.