Ελλάδα 2010: η επίθεση του κεφαλαίου ΙΙ
Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου*
6. Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα;
Το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με το μοντέλο ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που υιοθέτησε η ελληνική αστική τάξη μεταπολεμικά. Το βάρος δινόταν πρωταρχικά στον εφοπλισμό, άλλωστε η Ελλάδα παραμένει σταθερά η πιο ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, και στην ανάπτυξη των κατασκευών (πέραν της κατασκευαστικής ανοικοδόμησης της χώρας αξίζει να αναφερθεί και η πολύ σημαντική παρουσία των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Β. Αφρική και στη Μ. Ανατολή) και του τουρισμού και μόνον δευτερευόντως και υποτελώς στη βιομηχανία και μάλιστα στην εξαγωγική εκδοχή της. Στη συνέχεια και με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ την όλη αυτή κατεύθυνση ενίσχυσαν και οι κοινοτικοί πόροι.
Αυτή η στρατηγική παρουσιάζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος. Το τουριστικό συνάλλαγμα, τα έσοδα από τον εφοπλισμό και οι πόροι από την ΕΟΚ συντελούν αποφασιστικά στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά ειπωμένο το σχετικά αδύνατο σημείο του ελληνικού καπιταλισμού που ήταν η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας του, το αντιστάθμιζε το γεγονός της πολύ ισχυρής ναυτιλιακής παρουσίας, της ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας και των πόρων από την ΕΟΚ/ΕΕ που σε σημαντικό βαθμό κατευθύνονταν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο.
Στη δεκαετία του ’90 το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των διεθνών αγορών που έφερε η νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο (το φαινόμενο που για ορισμένους ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση») ενέτεινε τις πιέσεις απέναντι στην ελληνική οικονομία. Η λύση που επιλέχτηκε για να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα δεν ήταν κάποιας μορφής τεχνολογικός μετασχηματισμός ή μια ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, όπως υπήρξε ο φορντισμός στο παρελθόν, πέραν της υιοθέτησης ορισμένων μορφών εργασιακής ευελιξίας. Αντίθετα δόθηκε βάρος στη συνέχιση του ίδιου μοντέλου με ταυτόχρονη ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων (μείωση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αυξήσεις μικρότερες από την άνοδο της παραγωγικότητας), καθώς και μέσω της αξιοποίησης της φτηνής μεταναστευτικής εργασίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε μια περίοδο έντονης κεφαλαιακής διεθνοποίησης, η Ελλάδα είναι χώρα με πολύ λίγες άμεσες επενδύσεις προς το εξωτερικό[i] και αυτές σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών της Βαλκανικής.
Η ένταξη στην ΟΝΕ, η πραγματοποίηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων, η διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004, δεν διαφοροποιούσαν αυτήν την στρατηγική αλλά την ενίσχυαν. Ταυτόχρονα συνεχίστηκαν διάφορες παράλληλες μορφές ενίσχυσης του συνασπισμού εξουσίας και των στηριγμάτων του όπως η ανοχή στην παραοικονομία (η οποία αισίως έφτασε στις αρχές του 21ου αιώνα το 28,5% του ΑΕΠ), η διαπλοκή μονοπωλιακών μερίδων και κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα την υπερκοστολόγηση δημόσιων έργων κ.ο.κ.
Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται όταν εμφανίστηκε μείωση των ευρωπαϊκών πόρων, πτώση των εσόδων από τον τουρισμό, αύξηση του δανεισμού για να καλυφτεί το κόστος που δημιουργούσε η προνομιακή μεταχείριση στην ανάληψη δημόσιων έργων από συγκεκριμένους μονοπωλιακούς ομίλους (πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου της Ζήμενς), σταθερά υψηλά κόστη στρατιωτικών δαπανών κυρίως λόγω ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών και υποχρεώσεων, [ii]υπερκοστολόγηση δημόσιων δαπανών (ενδεικτικό παράδειγμα η λειτουργία του νοσοκομειακού τομέα με ό,τι αυτός περιλαμβάνει: φάρμακα, ιατρικά μηχανήματα, ιατρικές εξετάσεις που εκτελούνται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω αδυναμίας τέλεσής τους από τον δημόσιο). Ταυτόχρονα η ένταξη στην ΕΕ σχηματισμών χαμηλότερου κόστους εργασίας (των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών) ενέτειναν την εικόνα της μειωμένης ελληνικής παραγωγικότητας, αφού αυξήθηκε περισσότερο ο ανταγωνισμός εντός της ίδιας οικονομικής ολοκλήρωσης. Εξέλιξη που έπληξε κυρίως τους παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας (κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση) με συνέπεια είτε την πτώχευση επιχειρήσεων είτε την μετοίκησή τους σε χώρες της Βαλκανικής.
Το τραπεζικό κεφάλαιο από την πλευρά του επιχείρησε να ασκήσει πιέσεις στις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση έντονων αναδιαρθρώσεων, ωστόσο αυτό προσέκρουσε στην αδυναμία αρκετών εταιρειών να ενσωματώσουν τόσο σημαντικές αλλαγές στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης με αποτέλεσμα συχνά να παράγονται αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα. Έτσι από ένα σημείο και μετά θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος αφού η κρίση οδήγησε στον περιορισμό των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις, πράγμα που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ύφεση κ.ο.κ.
Όλα αυτά θα κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους και στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, η οριακή αποτελεσματικότητα του παγίου κεφαλαίου[iii] ακολούθησε μακροχρόνια ανοδική πορεία μέχρι το 2004. Από εκεί και πέρα κάθε πρόσθετη μονάδα επένδυσης σε πάγιο κεφάλαιο συνοδευόταν από μικρότερη αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Πρόκειται για το τέλος ενός επενδυτικού κύκλου ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τη χρήση νέων τεχνολογιών στον εισαγόμενο από το εξωτερικό μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο συγκεκριμένος κύκλος ξεκίνησε το 1996 και από 25% που ήταν η σχέση προϊόντος/κεφαλαίου το 1995 έφτασε στο 28,5% το 2005. Από το 2006 η άνοδος ανακόπηκε και μετατράπηκε σε πτώση το 2008 (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009).
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πως βοηθούσης και της παγκόσμιας ύφεσης η ελληνική οικονομία από το 2005 αρχίζει να εμφανίζει έντονα στοιχεία συστολής. Έτσι η εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, υπήρξε ανοδική κατά την περίοδο 1996-2004, παρουσίασε κάμψη από το 2005 και κατέστη στη συνέχεια έντονα πτωτική. Σύμφωνα δε με τις προβλέψεις, το ΑΕΠ θα μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά περίπου 2% το 2010. Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε από 4,0% το 2007 στο 2,9% το 2008 και στο -2% το 2009. Πρέπει δε να σημειωθεί πως το 2008, υπήρξε, για πρώτη φορά μετά από το 1992-1994, κάμψη του όγκου των ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4,0% το 2008 ενώ το 2007 είχε παρουσιάσει άνοδο 2,7%.
Στο επίπεδο της κρατικής διαχείρισης, η κρίση συμπυκνώθηκε στην άνοδο του δημόσιου ελλείμματος από 6,6% που ήταν το 2008 στο 12,9% του ΑΕΠ στο 2009. Αυτό οφείλεται σε μια σημαντική μείωση των εσόδων και των επιστροφών εσόδων (περίπου 4%), καθώς και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών (περίπου 2/%). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ σε όλη τη περίοδο 2002-2008 τα δημόσια έσοδα σημείωναν κάθε έτος αύξηση, το 2009 για πρώτη φορά θα σημειωθεί μείωση 1,1 δις ευρώ.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να διαβάσουμε τα στοιχεία του πίνακα 3
|
Επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε τα υπάρχοντα στοιχεία υπό το πρίσμα της συσχέτισής τους με το ΑΕΠ έτσι ώστε να μην ελλοχεύει ο κίνδυνος της δραματοποίησης ορισμένων πραγματικών ή υποτιθέμενων εξελίξεων.
Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η πρώτη διαπίστωση που κάνουμε έχει σχέση με το εμπορικό έλλειμμα. Παρατηρούμε πως υπάρχει μια μείωση του ελλείμματος μέχρι το 2004, όπου και λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, στη συνέχεια το έλλειμμα αυξάνει και το 2008 βρίσκεται στα επίπεδα του 2000, για να μειωθεί ξανά το 2009 λόγω της αποδιεθνοποίησης που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενός τέτοιου εύρους κρίση εξαγωγών που να δικαιολογεί, έστω και από αστική σκοπιά, την ένταση των μέτρων που ελήφθησαν. Επίσης αν λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο των καυσίμων, η Ελλάδα ως ενεργειακά εξαρτημένη χώρα θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πλευράς εμπορικού ισοζυγίου αν δεν είχε να αντιμετωπίσει και αυτό το πρόβλημα. Με παράλληλο τρόπο κινείται και η εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μείωση μέχρι το 2004, αύξηση μέχρι το 2008, ξανά μείωση του 2009. Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το έλλειμμα κινείται στη μετά το 2004 περίοδο σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα από ό,τι στην πριν του 2004. Αυτό από τη μια επιβεβαιώνει πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξαφνική κρίση εξαγωγών και από την άλλη δείχνει πως οι υπόλοιποι δείκτες εμφανίζουν μια μεγαλύτερη υστέρηση. Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο θεωρούμε πως είναι η πτώση των ταξιδιωτικών εισπράξεων η οποία είναι σχεδόν συνεχής από το 2000 μέχρι το 2009 – παρά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών, που θα περίμενε κανείς να λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τουρισμό. Εκτιμούμε πως σημαντικός παράγοντας σε αυτήν την εξέλιξη θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση του (ακριβού) ευρώ. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη μείωση των τρεχουσών μεταβιβάσεων, δηλαδή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Παρατηρούμε πως η ολοκλήρωση του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης λειτουργεί αρνητικά σε αυτόν τον δείκτη.
Η κρίση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαπλέχθηκε με την παγκόσμια κρίση κάνοντας δυσχερή τον μέχρι τότε ρόλο των ελληνικών τραπεζών. Πιο συγκεκριμένα τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης ήταν σε θέση να καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δανειζόμενες από το εξωτερικό. Με τον τρόπο αυτό αντικαθιστούσαν και τις εισροές για τις αγορές κρατικών ομολόγων και μετοχών που στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ευρώ συνέβαλαν στην κάλυψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο η έλλειψη ρευστότητας των ξένων τραπεζών που προήλθε από την κρίση συντέλεσε στην αδυναμία εξεύρεσης φθηνού χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος (Πελαγίδης-Μητσόπουλος 2010: 247).
Περνώντας στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, το βασικό πρόβλημα που διαπιστώνουμε αφορά το έλλειμμα από επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ειδικά σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Η περίοδος 2000-2004 χαρακτηρίζεται από μια σχετική σταθερότητα και το έλλειμμα διατηρείται στο 5-6%. Στη συνέχεια η υπερθέρμανση της οικονομίας με την αύξηση του ΑΕΠ έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του ελλείμματος στο 1,8% το 2006, αλλά από το 2007 παρατηρείται ραγδαία άνοδος με αποτέλεσμα το 2009 να φτάσει το έλλειμμα στο 11,7%. Εκτιμούμε πως η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες: μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2009 λόγω της ύφεσης, αύξηση της προσφυγής σε δανεισμό λόγω του κόστους των δημόσιων έργων που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη περίοδο, μείωση των φορολογικών εσόδων λόγω της οικονομικής συστολής που έφερε η παγκόσμια ύφεση και στην Ελλάδα.
Όλα τα παραπάνω έχουν, όπως είναι φυσικό, συνέπειες στο χρέος. Από το 2006 υπάρχει αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του χρέους ενώ το 2009 παρατηρείται μια σημαντική μεγέθυνση αυτού καθ’ αυτού του χρέους. Πάνω σε αυτό θέλουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις: Η πρώτη είναι πως η αύξηση του χρέους αποτελεί σοβαρό ζήτημα το οποίο δεν είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική αστική τάξη που φανερώνει την κρίση του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα (πολλά) χρόνια, πόσο μάλλον που πολλά ληξιπρόθεσμα δάνεια θα πρέπει να ανανεωθούν μέσα στην περίοδο 2011- 2013 ενώ ο μέσος όρος αποπληρωμής των δανείων θα μειωθεί από τα 10 στα 7 χρόνια. Ωστόσο, κι αυτή είναι η δεύτερη παρατήρηση, δεν πρόκειται για κάτι το ιστορικά πρωτοφανές, ούτε πρέπει να γίνονται συσχετίσεις με το 1898 ή το 1932. Το υποστηρίζουμε αυτό γιατί όπως φαίνεται και στον πίνακα 3 το 2002 και το 2003 η κατάσταση ήταν σαφώς πιο επιβαρυμένη. Έπειτα σχεδόν όλο το χρέος (97%) είναι σε ευρώ και κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις του ευρώ με το δολάριο, το γιεν ή τη στερλίνα και δεν τίθεται θέμα ανεπάρκειας συναλλάγματος (Βεργόπουλος 2009), ενώ το 75% βρίσκεται στην κατοχή ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες για προφανείς λόγους δεν θα επιθυμούσαν μια κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.[iv] Τέλος, το 75% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο και το 25% με κυμαινόμενο, κατά συνέπεια η επίδραση των αγορών αφορά κυρίως τα νέα δάνεια (Σταθάκης 2010).
* Άρθρο (Μέρος ΙΙ) του Σπύρου Σακελλαρόπουλου από τις τελευταίες Θέσεις, τεύχος Ιούλιος Σεπτέμβριος 2010.
Πηγή aformi.wordpress.com
ΠΗΓΗ: synt, Σάββατο, 11-09-2010,
http://www.attacktv.gr/Pages/viewArticle.aspx?ID=9101
[i] Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός πως το 2006 ο συσσωρευμένος όγκος ελληνικών άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό μόλις που έφτανε το 8,0% του ΑΕΠ τη στιγμή που ο ΜΟ της ΕΕ 27 ήταν 23,2% και η Ελλάδα με αυτή την επίδοση ξεπερνούσε μόνο τη Σλοβακία, τη Ρουμανία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Λετονία την Τσεχία και τη Βουλγαρία, δηλαδή ούτε καν το σύνολο των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών.
[ii] Από αυτή την άποψη δεν έχουμε παρά να αναφέρουμε την αγορά από το ελληνικό κράτος αμερικάνικων πολεμικών αεροπλάνων, γαλλικών φρεγατών, γερμανικών (ελαττωματικών!) υποβρυχίων. Γίνεται έτσι σαφές πως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τα αστικά κέντρα εξουσίας μια συνολική μείωση των δημόσιων δαπανών γιατί η δραστική περικοπή ορισμένων δημόσιων δαπανών θα συναντήσει την αντίδραση των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών. Κατά συνέπεια οι περικοπές που «οφείλουν» να γίνουν δεν πρέπει να ξεπερνούν ένα ορισμένο πλαίσιο: μειώσεις μισθών, μειώσεις προσωπικού, μειώσεις συντάξεων και μειώσεις δαπανών που δε θα δημιουργούν εντάσεις με μονοπωλιακούς ομίλους και ιμπεριαλιστικά κέντρα.
[iii] Ως οριακή αποτελεσματικότητα του παγίου κεφαλαίου ορίζεται η μεταβολή του ΑΕΠ κατά το έτος (t) σε σταθερές τιμές ανά μονάδα ακαθάριστης επένδυσης παγίου κεφαλαίου του έτους (t-1).
[iv] Υπάρχουν ορισμένες όψεις της τρέχουσας κατάστασης οι οποίες δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και δείχνουν τις ευρύτερες διαστάσεις που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια επέκταση της κρίσης της ελληνικής οικονομίας. Για παράδειγμα σημαντικό τμήμα του τραπεζικού συστήματος (υπολογίζεται περίπου στο 30%) της Βουλγαρίας ανήκει σε ελληνικές τράπεζες. Κατά συνέπεια μια κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα εξήγαγε στοιχεία της κρίσης και στον Βαλκανικό χώρο.