Αρχείο μηνός Αύγουστος 2010

Η ύφεση μια μακροχρόνια οπτική

Η ύφεση μια μακροχρόνια οπτική

 

Του Immanuel Wallerstein *

 

Η ύφεση έχει αρχίσει. Ορισμένοι δημοσιογράφοι εξακολουθούν διστακτικά να ρωτούν τους οικονομολόγους αν θα εισέλθουμε ή όχι σε μια μεγάλη κάμψη. Μην τους πιστεύετε ούτε για ένα λεπτό. Βρισκόμαστε ήδη στην αρχή μιας πλήρους παγκόσμιας ύφεσης με εκτεταμένη ανεργία σχεδόν παντού. Ίσως πάρει τη μορφή ενός κλασικού «ξεφουσκώματος», με όλες τις αρνητικές συνέπειες για τους κοινούς ανθρώπους. Ή ίσως πάρει τη μορφή – λιγότερο πιθανό – ενός ξέφρενου πληθωρισμού, ο οποίος αποτελεί απλά έναν άλλο τρόπο με τον οποίο απομειούνται οι αξίες και είναι ακόμα χειρότερος για τους κοινούς ανθρώπους.

Όλοι βέβαια αναρωτιούνται τι πυροδότησε αυτή την ύφεση. Είναι τα παράγωγα, τα οποία ο Γουώρεν Μπάφετ αποκάλεσε «χρηματοπιστωτικά όλα μαζικής καταστροφής»; Ή είναι τα δευτερογενή ενυπόθηκα δάνεια; Ή είναι οι κερδοσκόποι του πετρελαίου; Πρόκειται για ένα παιχνίδι ευθύνης χωρίς καμία πραγματική σημασία. Πρόκειται για την επικέντρωση στη σκόνη των βραχυχρόνιων γεγονότων, όπως συνήθιζε να λέει ο Φερνάρντ Μπροντέλ. Αν θέλουμε να καταλάβουμε το τι συμβαίνει πρέπει να δούμε δύο άλλες συνιστώσες, οι οποίες είναι πολύ πιο αποκαλυπτικές. Η μία αφορά τις μεσοπρόθεσμες κυκλικές διακυμάνσεις. Η άλλη αφορά τις μακροχρόνιες δομικές τάσεις.

Η καπιταλιστική κοσμο-οικονομία είχε για αρκετές εκατοντάδες χρόνια δύο, τουλάχιστον, μορφές κυκλικών διακυμάνσεων. Η μία είναι οι αποκαλούμενοι κύκλοι Κοντρατίεφ, οι οποίοι ιστορικά είχαν διάρκεια 50-60 έτη. Και η άλλη είναι οι ηγεμονικοί κύκλοι που είναι πολύ πιο μακροχρόνιοι.

Με όρους ηγεμονικών κύκλων, οι ΗΠΑ ήταν ένας αναδυόμενος διεκδικητής της ηγεμονίας από το 1873, επέτυχαν την πλήρη ηγεμονική επικυριαρχία από το 1945 και άρχισαν να κάμπτονται σταδιακά από το 1970. Οι ανοησίες του Τζωρτζ Μπους μετέτρεψαν μια αργή πτώση σε μια διαρκώς επιταχυνόμενη. Και από εδώ και πέρα έχουμε ξεπεράσει κάθε ομοιότητα με την αμερικανική ηγεμονία. Έχουμε εισέλθει, όπως συμβαίνει φυσιολογικά, σε έναν πολυπολικό κόσμο. Οι ΗΠΑ παραμένουν μια ισχυρή δύναμη, ίσως ακόμα η ισχυρότερη, αλλά θα συνεχίσουν την πτώση τους συγκριτικά με τις άλλες δυνάμεις στις δεκαετίες που έρχονται. Δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί κάποιος να κάνει για να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα.

Οι κύκλοι Κοντρατίεφ έχουν έναν διαφορετικό συντονισμό. Ο κόσμος εξήλθε από την τελευταία Κοντρατίεφ Β-φάση το 1945 και μετά υπήρξε ι ισχυρότερη Α-φάση ανόδου στην ιστορία του σύγχρονου κοσμο-συστήματος. Έφθασε στο απόγειό της γύρω στο 1967-1973 και μετά άρχισε την κάθοδό της. Αυτή η Β-φάση έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο από ότι οι προηγούμενες Β-φάσεις και εξακολουθούμε να βρισκόμαστε μέσα σε αυτή.

Τα χαρακτηριστικά μιας Β-φάσης Κοντρατίεφ είναι γνωστά και ταιριάζουν με ότι έχει βιώσει η κοσμο-οικονομία από το 1970. Τα ποσοστά κέρδους από τις παραγωγικές δραστηριότητες μειώνονται, ιδιαίτερα σε αυτούς τους τύπους της παραγωγής που ήταν περισσότερο κερδοφόροι. Κατά συνέπεια οι καπιταλιστές που επιθυμούν να έχουν μεγαλύτερα κέρδη στρέφονται στη χρηματοπιστωτική αρένα, εμπλεκόμενοι σε ότι θεωρείται βασικά ως κερδοσκοπία. Οι παραγωγικές δραστηριότητες, για να μη γίνουν πολύ ζημιογόνες, μετακινούνται από τις ζώνες του κέντρου σε άλλες περιοχές του κοσμο-συστήματος, ανταλλάσσοντας τα χαμηλά κόστη συναλλαγών με χαμηλά κόστη προσωπικού. Για αυτό το λόγο οι δουλειές εξαφανίζονται από το Ντιτρόιτ, το Έσσεν και τη Ναγκόγια και αυξάνονται τα εργοστάσια στην Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.

Όσο για τις κερδοσκοπικές φούσκες, κάποιοι κερδίζουν πολλά χρήματα από αυτές. Αλλά αργά ή γρήγορα οι κερδοσκοπικές φούσκες πάντα σπάζουν. Αν κάποιος ρωτήσει γιατί αυτή η Κοντρατίεφ Β-φάση διήρκεσε τόσο πολύ είναι γιατί οι θεσμοί -η Fed, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το ΔΝΤ και οι συνεργάτες τους στη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία- έχουν παρέμβει στην οικονομία συστηματικά και ουσιαστικά για να υποστυλώσουν την κοσμο-οικονομία: 1987 (πτώση του χρηματιστηρίου), 1989 (κατάρρευση των αποταμιεύσεων-δανείων), 1997 (χρηματοπιστωτική κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία), 1998 (κακοδιαχείριση του Ταμείου Μακροχρόνιας Κεφαλαιακής Διαχείρισης), 2001-2002 (Enron). Έχουν διδαχθεί τα μαθήματα από προηγούμενες Κοντρατίεφ Β-φάσεις και οι έχοντες την εξουσία θεωρούν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν το σύστημα. Υπάρχουν όμως εσωτερικά όρια στο να γίνει αυτό. Και τώρα τα έχουμε προσεγγίσει, όπως μαθαίνουν ο Χένρυ Πόλσον και ο Μπεν Μπέρνακι προς μεγάλη τους έκπληξη. Αυτή τη φορά δεν θα είναι τόσο εύκολο, πιθανόν αδύνατο, να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Στο παρελθόν μόλις μια ύφεση έφθανε στο κατώτατο σημείο της, η κοσμο-οικονομία άρχιζε να ξανανεβαίνει στη βάση των καινοτομιών που μπορούσαν να είναι ημι-μολοπωλιακές για λίγο χρονικό διάστημα. Έτσι όταν οι άνθρωποι λένε ότι το χρηματιστήριο θα ανέβει ξανά, είναι αυτό που σκέπτονται ότι θα συμβεί όπως και στο παρελθόν, αφού όλες οι ζημιές θα έχουν γίνει στους λαούς του κόσμου. Και ίσως έτσι να γίνει σε λίγα χρόνια.

Υπάρχει βέβαια κάτι νέο το οποίο εμπλέκεται σε αυτό το ωραίο κυκλικό πρότυπο που συντήρησε το καπιταλιστικό σύστημα για 500 χρόνια. Οι δομικές τάσεις ίσως να αλληλοδιαπλέκονται με τα κυκλικά πρότυπα. Τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού ως κοσμο-συστήματος λειτουργούν με συγκεκριμένους κανόνες, που μπορούν να σχεδιαστούν σε ένα διάγραμμα σαν μία ανοδικά κινούμενη ισορροπία. Το πρόβλημα, όπως με όλες τις δομικές ισορροπίες όλων των συστημάτων, είναι ότι με την πάροδο του χρόνου οι καμπύλες τείνουν να κινούνται μακριά από την ισορροπία και γίνεται αδύνατο να τις επαναφέρουμε σε κατάσταση ισορροπίας.

Τι έκανε το σύστημα να μετακινηθεί τόσο μακριά από την ισορροπία; Πολύ σύντομα αυτό συμβαίνει γιατί για περισσότερο από 500 χρόνια τα τρία βασικά κόστη της καπιταλιστικής παραγωγής -προσωπικό, εισροές και φορολογία- έχουν αυξηθεί σταθερά ως ποσοστό των πιθανών τιμών πώλησης, έτσι ώστε σήμερα γίνεται αδύνατο να εξασφαλιστούν τα μεγάλα κέρδη από την ημι-μονοπωλιακή παραγωγή, τα οποία αποτελούσαν πάντα τη βάση μιας σημαντικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Δεν είναι το ότι ο καπιταλισμός αποτυγχάνει σε αυτό που κάνει καλύτερα. Είναι ακριβώς το ότι το κάνει τόσο καλά που τελικά υπονομεύει τη βάση της μελλοντικής συσσώρευσης.

Αυτό που συμβαίνει όταν φθάσουμε σε ένα τέτοιο σημείο είναι ότι το σύστημα διακλαδώνεται (στη γλώσσα των σπουδών συνθετότητας). Οι άμεσες συνέπειες είναι μεγάλες χαοτικές αναταραχές, τις οποίες υφίσταται αυτή τη στιγμή το κοσμο-σύστημά μας και θα συνεχίσει να τις υφίσταται για τα επόμενα 20-50 χρόνια. Καθώς όλοι σπρώχνουν προς όλες τις κατευθύνσεις που θεωρούν καλύτερες για τους ίδιους, μια νέα τάξη θα προκύψει από το χάος μέσα από μια εκ των δύο εναλλακτικών και πολύ διαφορετικών διεξόδων.

Μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι το παρόν σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει. Αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε είναι ποια νέα τάξη θα επιλεγεί για να το αντικαταστήσει, γιατί θα είναι το αποτέλεσμα αναρίθμητων ατομικών πιέσεων. Αλλά αργά ή γρήγορα το νέο σύστημα θα εγκαθιδρυθεί. Αυτό δεν θα είναι ένα καπιταλιστικό σύστημα, αλλά μπορεί να είναι πολύ χειρότερο (ακόμα πιο πολωτικό και ιεραρχικό) ή πολύ καλύτερο (σχετικά δημοκρατικό και εξισωτικό), σε σύγκριση με την υπάρχουσα κατάσταση. Η επιλογή ενός νέου συστήματος αποτελεί τον σημαντικότερο πολιτικό αγώνα της εποχής μας σε παγκόσμια κλίμακα.

Όσο για τις άμεσες βραχυπρόθεσμες εσωτερικές μας προοπτικές, είναι φανερό το τι συμβαίνει παντού. Κινούμαστε προς έναν κόσμο προστατευτισμού (ας ξεχάσουμε την αποκαλούμενη παγκοσμιοποίηση). Κινούμαστε προς έναν μεγαλύτερο ρόλο των κυβερνήσεων στην παραγωγή. Ακόμα και οι ΗΠΑ και η Βρετανία εθνικοποιούν μερικώς τις τράπεζες και τις θνήσκουσες μεγάλες βιομηχανίες. Κινούμαστε προς λαϊκίστικες κυβερνο-κεντρικές αναδιανομές, που μπορεί να πάρουν αριστερές σοσιαλδημοκρατικές μορφές ή ακροδεξιές αυταρχικές μορφές. Και κινούμαστε τέλος σε οξυμένες κοινωνικές συγκρούσεις μέσα στα κράτη, καθώς όλοι ανταγωνίζονται για μια μικρότερη πίτα. Βραχυχρόνια η εικόνα δεν θα είναι καθόλου ωραία.

 

ΠΗΓΗ: (17/10/2008), http://www.monthlyreview.gr/antilogos/greek/diktuo/arxeio_sxoliwn/fullstory_html?obj_path=docrep/docs/diktuo/20081017_03/gr/html/index

 

Wallerstein, Immanuel

Ο Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν γεννήθηκε το 1930 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, απ' όπου και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα (1959). Στο ίδιο πανεπιστήμιο δίδαξε έως το 1971, ενώ από το 1976 έως το 1999 διετέλεσε επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Binghamton και, παράλληλα, διευθυντής του "Fernand Braudel", του διάσημου ερευνητικού κέντρου "για τη Μελέτη των Οικονομιών, των Ιστορικών Συστημάτων και των Πολιτισμών". Από το 2000 είναι επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Yale.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Βάλλερσταϊν εστιάζει την έρευνά του στα αφρικανικά κράτη, πριν και μετά την εποχή της αποικιοκρατίας. Σύντομα, κρίνει ανεπαρκή την εξέταση ενός ή λίγων κρατών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και, έτσι, στρέφει τη μεθοδολογική του προσέγγιση στη μακρά διάρκεια και στην ευρύτητα του συνόλου.

Το 1974 εκδίδει τον πρώτο τόμο του -προς το παρόν τρίτομου και υπό ολοκλήρωση- έργου του "The modern world system", το οποίο και θα τον καταστήσει κύριο ανανεωτή της νεομαρξιστικής σκέψης. Στην ίδια δεκαετία, και αφού έχει προηγουμένως συμμετάσχει ενεργά στο μεταρρυθμιστικό κίνημα της αμερικανικής πανεπιστημιακής κοινότητας του 1968, θα στρέψει, επιπλέον, το ενδιαφέρον του στη μελέτη των "αντισυστημικών" κινημάτων, όρος του οποίου η πατρότητα του ανήκει.

 

ΠΗΓΗ Βιογραφικού: http://www.skroutz.gr/books/a.22509.Wallerstein-Immanuel.html

Πρώτοι και με διαφθορά!

Πρώτοι και με διαφθορά!

 

ΔΙΑΦΘΟΡΑ KAI ΔIAΠΛOKH: OΨEIΣ TΩN ΦAINOMENΩN

 

Του Γιώργου Καββαδία

 

 

Tα συνθήματα των πρόσφατων διαδηλώσεων αντηχούν ακόμα και στις παραλίες. Συνθήματα, όπως «να καεί η βουλή» και «κλέφτες – κλέφτες», όσο γενικευτικά και απλουστευτικά ακούγονται, άλλο τόσο αποτυπώνουν με τον πιο δραματικό τρόπο τη βαθιά κρίση και τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος. H διαφθορά είναι μέσα στα γονίδια όχι μόνο του καπιταλισμού, αλλά και κάθε εκμεταλλευτικού συστήματος. Ως έννοια και φαινόμενο είναι σύμφυτη με την άσκηση της εξουσίας και τη διαπλοκή με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Eίναι στερεότυπη, αλλά δραματικά δικαιωμένη η ρήση ότι «η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα».

Σύμφωνα με τον Mοντεσκιέ διεφθαρμένη εξουσία είναι η υπερβολικά ισχυρή. Aπό τον Σόλωνα που πριν θεσπίσει τον νόμο της «σεισάχθειας» είχε ενημερώσει κάποιους φίλους του βοηθώντας τους έτσι να πλουτίσουν μέχρι τους σημερινούς εκπροσώπους του δικομματισμού που εμπλέκονται στο σκάνδαλο του Xρηματιστηρίου, των υποκλοπών, για το «Φαγοπέδι», τα δομημένα ομόλογα και τη Siemens κ.ά., αλλά και τους «σοσιαλιστές του κότερου και της σαμπάνιας» και τους εκπροσώπους της «Aριστεράς του χαβιαριού» αποδεικνύεται η διαχρονικότητα της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Aυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι η διαφθορά και η απάτη δικαιολογούνται, επειδή «πάντα έτσι ήτανε». Πολύ περισσότερο που σε συνθήκες κρίσης τα λαϊκά στρώματα εξωθούνται στη φτώχεια και την ανεργία, ενώ οι νέοι βλέπουν ότι η ζωή τους θα είναι χειρότερη από των γονιών τους. Πολύ χειρότερα που η κοινωνία οδηγείται σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», όπου τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και στοιχειώδεις ελευθερίες, ακόμα και στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μπαίνουν στο γύψο. Aυτό δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικών αντιδράσεων.
H Eλλάδα είναι πρώτη και με διαφορά στην κατάταξη της διαφθοράς στην E.E. μαζί με Bουλγαρία – Pουμανία και σε απόσταση μεγάλη από τις άλλες χώρες, όπως προκύπτει από μελέτη της Παγκόσμιας Tράπεζας. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες εκτιμήσεις του αμερικανικού ινστιτούτου μελετών Brooking Institution το ελληνικό κράτος χάνει κάθε χρόνο 20 δις ευρώ εξαιτίας της διαφθοράς στο Δημόσιο. Ποσό που αντιστοιχεί στο 8% του AEΠ.

Mάλιστα σύμφωνα με τη μελέτη, αν ο δημόσιος τομέας στην Eλλάδα δεν ήταν βουτηγμένος στη ρεμούλα και τη διαφθορά, η χώρα θα εμφάνιζε πλεόνασμα την τελευταία δεκαετία. Aυτό και μόνο δείχνει ότι άδικα περικόπτονται οι μισθοί και οι συντάξεις και ότι το Mνημόνιο συνολικά αποσκοπεί στο γκρέμισμα του «κράτους – πρόνοιας» και στην κατεδάφιση δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων προκειμένου να γονιμοποιηθεί το έδαφος για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Aπό τα στοιχεία της Oργάνωσης «Διεθνής Διαφάνεια» προκύπτει ότι τα έτη 2004 και 2009 σημειώθηκε στην Eλλάδα η μεγαλύτερη αύξηση της διαφθοράς σε σύνολο 180 κρατών με αποτέλεσμα από την 49η θέση να βρεθεί στην 71η.

Bιτρίνα της διαφθοράς αποτελούν τα σκάνδαλα των πολιτικών εκφραστών του κατεστημένου. H διακίνηση του μαύρου πολιτικού χρήματος, η «χορηγία» σύμφωνα με τον Mαντέλη ή αλλιώς οι πολιτικοοικονομικές διαπλοκές βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Kαι το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. H αυξανόμενη διαπλοκή των επιχειρηματιών με τον πολιτικό κόσμο στις αναπτυσσόμενες και βιομηχανικές χώρες είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης της «Διεθνούς Διαφάνειας». Eκτιμάται ότι οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι παίρνουν «δώρα» συνολικής αξίας μεταξύ 20 – 40 δις δολαρίων ετησίως!

Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα πολιτικών που μετά την πολιτική τους σταδιοδρομία βρήκαν ανοιχτές αγκάλες στους κόλπους μεγάλων επιχειρήσεων. Eξάλλου είναι κοινή διαπίστωση ότι η πολιτική για την πλειονότητα των πολιτικών με εξαιρέσεις από χώρους της Aριστεράς είναι ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, εφαλτήριο οικονομικής και κοινωνικής ανόδου. H δίψα για εξουσία, η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και περιουσίας, η απληστία στη συσσώρευση ακινήτων, ο ανεξέλεγκτος πλουτισμός και ο νεποτισμός, δηλαδή το βόλεμα των δικών τους παιδιών και συγγενών, το ρουσφέτι και η υπεράσπιση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης με νύχια και δόντια είναι βασικά χαρακτηριστικά.

Aσφαλώς και δεν είναι όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, άτιμοι και απατεώνες. Όσοι, όμως, βρίσκονται σε υψηλές κρατικές θέσεις θέλουν δε θέλουν διαφθείρονται με την έννοια ότι μετατρέπονται σε υπηρέτες ενός φθαρμένου πολιτικού συστήματος. O Venalis politicus (διεφθαρμένος πολιτικός) είναι το κυρίαρχο πρότυπο, δομικό στοιχείο της αστικής δημοκρατίας και όχι ο Probis politicus (αγαθός πολιτικός). Tο θέμα της διαφθοράς δεν είναι ηθικό, αλλά πολιτικό. Στο σημερινό πολιτικό σύστημα το κράτος και τα κόμματα εξουσίας μετατρέπονται σε επιχειρήσεις. Oι όροι χρηματοδότησης των κομμάτων είναι ένα από τα «νόμιμα» σκάνδαλα. Tα ίδια τα κόμματα εξουσίας λειτουργούν ως φυτώρια διαφθοράς. Tο φαινόμενο δεν είναι σημερινό. Στο τέλος της δεκαετίας ο επί χρόνια βουλευτής και υπουργός των κυβερνήσεων του ΠA.ΣO.K., Γ. Kαψής δημοσίευσε τον Nοέμβριο του 1999 άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Πωλείται κόμμα, ενοικιάζονται βουλευτές». Tο κράτος της μίζας, της ρεμούλας, του ρουσφετιού και της συναλλαγής κτίζεται πάνω στα ερείπια του «κράτους – πρόνοιας».

H κρίση του πολιτικού συστήματος επιβεβαιώνεται και ερευνητικά. Περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες ή το 52% δεν εμπιστεύονται ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) τις κυβερνήσεις στην Eλλάδα, ενώ είναι καθολική σε ποσοστό 89% η πεποίθηση ότι οι κυβερνήσεις εξυπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα. Eπιπλέον περίπου 8 στους 10 ή ποσοστό 78% αποδέχεται την άποψη ότι στην κυβέρνηση αρκετοί ή και όλοι είναι διεφθαρμένοι. (Έρευνα Public Issue, «H Kαθημερινή» Kυρ. 13 – 6-2010). H διαπλοκή κομμάτων και βουλευτών με την οικονομική ελίτ διασφαλίζει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, αυξάνοντας την κοινωνική αδικία και παράγοντας διαρκώς σκάνδαλα.

 

Οι ψευδαισθήσεις περί κάθαρσης ή «θα μας πάρουν όλους με τις πέτρες» Γ. Παπανδρέου

 

Όσο και αν τα κόμματα εξουσίας προσπαθούν να βρουν δυο – τρεις «ενόχους», να προσφέρουν «αίμα», να προσωποποιήσουν τις ευθύνες για να πειστεί ο λαός ότι το σύστημα έχει τη δυνατότητα αυτοκάθαρσης και τιμωρίας των ενόχων, η πραγματικότητα δεν κουκουλώνεται. Πέρα από τη φανερή προσπάθειά τους για συμψηφισμούς σκανδάλων, προσπαθούν να αποκρύψουν τις ευθύνες τους και τις πραγματικές αιτίες της διαφθοράς και της διαπλοκής. Aπό κοντά και η πλειονότητα των MME βοηθούν να στηθούν τελετές για τηλεοπτική κατανάλωση και να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί εκτόνωσης με διάφορους κουτσομπολίστικους ή ατομικούς τρόπους. Tροφοδοτούν σενάρια και ψευδαισθήσεις κάθαρσης. Aπώτερος στόχος να μετατραπεί η λαϊκή οργή και αγανάκτηση σε παθητικοποίηση και απογοήτευση, να παραιτηθούν τα άτομα από συλλογικές δράσεις και αντιστάσεις και να εγκλωβιστούν στο καβούκι ενός μίζερου ατομισμού και γιατί όχι να αυτό-ενοχοποιηθούν.

Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο η συντριπτική πλειονότητα των εμπλεκομένων πολιτικών αποκαθάρθηκαν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και αποδόθηκαν ως λευκές περιστερές στην κοινωνία. Άλλωστε η ίδια η αστική Bουλή λειτούργησε και λειτουργεί σαν πλυντήριο των σκανδάλων και οίκος που εκδίδει «συγχωροχάρτια». Kαι πώς να μη συμβαίνει αυτό σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό και κομματικοκεντρικό κοινοβουλευτικό σύστημα που κυριαρχεί η λογική του πολιτικού κόστους και η δημιουργία εντυπώσεων με απώτερο στόχο τη διατήρηση ή την απόκτηση της εξουσίας από του δίδυμους πύργους του δικομματισμού. Aπό την άλλη η ρεφορμιστική αριστερά έχασε το ηθικό στοίχημα το 1989, όταν στο όνομα της «κάθαρσης » συγκυβέρνησε με N.Δ. και μετά με ΠAΣOK, νομιμοποιώντας και αναπαράγοντας το σύστημα παραγωγής σκανδάλων.

Πασιφανές είναι ότι στις σημερινές αστικές δημοκρατίες απουσιάζουν θεσμοί λαϊκού ελέγχου και διαφάνειας. Παράλληλα η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας με σημαία το κέρδος ευνοεί τη διαπλοκή των θεσμών και των εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Σ' αυτό το έδαφος ευδοκιμούν και αναπτύσσονται οι «εθνικοί προμηθευτές» και οι «εθνικοί εργολάβοι» που τροφοδοτούν την μπαταρία των σκανδάλων. Eίναι ενδεικτικό ότι ο βαθμό ς διαφάνειας της κρατικής μηχανής βαθμολογείται με 3,45 και είναι μικρότερος ακόμα και από αυτόν της Tουρκίας και της Kορέας. [Eπιτροπή Oικονομικής Πολιτικής της E.E. (EPC) 2008].

Aπό τη δεκαετία του '80 μέχρι σήμερα έχουν συσταθεί δεκάδες εξεταστικές επιτροπές στη λογική «μία σου, μία μου» που αναπαράγουν την ασυλία και την ατιμωρησία. O ένας αθωώνει τον άλλο για την επόμενη φορά που οι ρόλοι αντιστραφούν, σύμφωνα με την αρχαία παροιμία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Ένας μόνο υπουργός καταδικάστηκε στην περιβόητη «κάθαρση – φούσκα» του 1989, ο Γ. Aποστολόπουλος κι αυτός μετά από μερικά χρόνια βραβεύτηκε επί πρωθυπουργίας K. Σημίτη με μια θέση στην Tράπεζα Aττικής. Πριν από λίγες μέρες η «υπόθεση Zαχόπουλου» μπήκε από τη Δικαιοσύνη στο αρχείο. Άλλωστε η ατιμωρησία των πολιτικών είναι και θεσμικά κατοχυρωμένη. Tο άρθρο 86 του Συντάγματος προβλέπει την παραγραφή των ποινικών αδικημάτων πρώην υπουργών ή μελών της κυβερνήσεως σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για να μην αναφερθούμε και στον νόμο «περί ευθύνης υπουργών».

 

Tο σκάνδαλο του συστήματος ή το σύστημα – σκάνδαλο

 

H διαφθορά και η αδιαφάνεια είναι θεσμοθετημένα και δομικά στοιχεία του πολιτικού συστήματος. Tα σκάνδαλα αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Στη βάση του συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι προϋπολογισμοί και οι ειδικοί λογαριασμοί (χωρίς διαχειριστικό έλεγχο) όλων των υπουργείων, οι αποικιοκρατικές συμβάσεις που συνάπτει ο δημόσιος τομέας με το μεγάλο κεφάλαιο, το ξεπούλημα δημοσίων οργανισμών, οι ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, όπως επιτάσσει το Mνημόνιο – μνημείο ξενόδουλης διακυβέρνησης της χώρας από ΔNT και E.E.  

Ωστόσο, είναι εξίσου αλήθεια ότι η σκανδαλολογία χρησιμοποιείται ως μέσο αποπροσανατολισμού και πρόκλησης τεχνητής πόλωσης διευκολύνοντας την λήθη και την εναλλαγή των κομμάτων εξουσίας. Eυνοεί τον μιθριδατισμό της «κοινής γνώμης», νομιμοποιεί την λαμογιά και τον εύκολο και ανέντιμο πλουτισμό. Tαυτόχρονα κρύβει την άλλη όψη των σκανδάλων και, κυρίως, το μέγα σκάνδαλο που είναι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και παράγει όλα τα «μικρότερα»: προκλητική κερδοφορία και «ρυθμίσεις» χρεών μεγάλων επιχειρήσεων, φοροαπαλλαγές των λίγων και ισχυρών και, κυρίως, των εφοπλιστών, καθήλωση μισθών και περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών για τους εργαζομένους.

Γράφει ο Brice de Tours («Mικρός οδηγός της πολιτικής διαφθοράς», εκδόσεις Kέδρος): «Tα MME λατρεύουν να καταγγέλλουν τις μικρές δοσοληψίες που εντοπίζονται εύκολα. Ένας φάκελος 10.000 ευρώ που βρέθηκε στο σπίτι ενός υπουργού πυροδοτεί υστερία, αλλά μια υπουργική απόφαση που έχει ως αποτέλεσμα να αλλάξουν χέρια εκατομμύρια ευρώ θα αποσιωπηθεί ή ακόμα καλύτερα θα λιβανιστεί». Πίσω από την άλλη πλευρά του φεγγαριού κρύβεται η νόμιμη ληστεία του κοινωνικού πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι σωρεύοντας αμύθητα κέρδη για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις πολυεθνικές. Mε άλλα λόγια τα σκάνδαλα είναι η άλλη και λιγότερο ορατή όψη της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, της φτώχειας και της ανεργίας.

 03-08-2010

 

ΠΗΓΗ: http://www.alfavita.gr/artro.php?id=6529  

Εκκλησιολογική κόντρα Μεσσηνίας-Τσελλεγίδη Ι

Σας απαντώ για τελευταία φορά

 

Του Σεβ. Μεσσηνίας Χρυσόστομου ( Σαββάτου) στον Καθηγητή Τσελεγγίδη

 

[Στο τέλος η επιστολή – αφορμή – του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη]*

 

Καλαμάτα  15  Ιουλίου 2010

Προς Τον Ελλογιμώτατον Καθηγητήν κ.  Δημ. Τσελεγγίδην

Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή

Τμήμα Θεολογίας, Τομέα Δογματικής Θεολογίας

54124  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,

Έλαβα την από 7-7-2010 επιστολή Σας και προσπάθησα να απαντήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και όχι όπως Εσείς μετά από παρέλευση περίπου ενός έτους, με δικαιολογίες, τις οποίες μπορώ να χαρακτηρίσω τουλάχιστον παιδαριώδεις.

Α.  Σας διαφεύγει, Κύριε Καθηγητά, ότι:

1) Κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα συναντηθήκαμε μία φορά δια ζώσης στην Αθήνα, ως μέλη Εκλεκτορικού Σώματος, και επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς άλλες δύο φορές για ανάλογη υπόθεση και ουδεμία συζήτηση η υπόδειξη μου κάνατε  ή κάποια επιφύλαξη μου εκφράσατε για το σχετικό θέμα.

2) Ορθώς αναφέρατε στην επιστολή της 5-10-2009, ότι σκοπός Σας ήταν, όπως «εν όψει της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, ουσιαστικά», να υπενθυμίσετε ο,τι «η Κανονική τάξη της Εκκλησίας επιβάλλει:

α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα στους σεπτούς Ιεράρχες μας.

β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση.  Και

γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος», (αυτό άλλωστε ήταν και το μοναδικό αίτημά Σας).

Όπως καλώς γνωρίζετε η ΙΣΙ του μηνός Οκτωβρίου (16/2009) σε δύο πολύωρες Συνεδρίες της (μία απογευματινή και μία πρωϊνή), συνεζήτησε το θέμα επί μακρόν και εξέδωσε το παρακάτω Ανακοινωθέν, με το οποίον και έδωσε απαντήσεις προς τα αιτήματά Σας. Ειδικότερα στο Ανακοινωθέν μεταξύ άλλων αναφέρεται, ότι:

«Οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς το σκοπό «της των πάντων ενώσεως», «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων».
Εσείς βέβαια και οι ομόφρονές Σας έχετε το δικαίωμα να διαφοροποιηθήτε από την παρούσα Συνοδική απόφαση και επίσης να την αμφισβητείτε, αλλά και μετά την διαφοροποίησή Σας να συνεχίζετε να ανήκετε στην Εκκλησία (!!!)


2) Κατά την ίδια Συνεδρία εξέφρασαν τις απόψεις τους αρκετοί Αρχιερείς και σε κανένα από τα μέλη της ΙΣΙ δεν απαγορεύτηκε ο λόγος, δεν κατάλαβα λοιπόν γιατί ο Σεβ. Κυθήρων δεν ζήτησε επί πλέον διευκρινήσεις, είτε εν συνεδρία, είτε κατ' ιδίαν (όπως έκανε ο Σεβ. Πειραιώς), αλλά επέλεξε να επαναφέρει το θέμα λίγες μέρες προ της συγκλήσεως της εκτάκτου Ιεραρχίας, κατά μήνα Ιούνιον 2010, μετά παρέλευση ενός έτους και όταν το ζήτημα είχε πλέον κλείσει, ενώ προ των πυλών υπάρχει η προσεχής σύγκλησις της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του Διαλόγου;  Εσείς βεβαίως περισσότερο σώφρων καταλάβατε, ότι μετά το παραπάνω Ανακοινωθέν ουδένας διάλογος χωρεί, ξαφνικά όμως, ένα χρόνο μετά (!!!), αντιληφθήκατε ότι δεν Σας ικανοποιούσαν εκκλησιολογικά τα όσα η ΙΣΙ του Οκτωβρίου 2009 απεφάσισε σχετικά «με το εκκλησιολογικό αυτό θέμα, που αφορά καίρια την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας» (σελ. 2, επιστολής 7-7-2010, προς τον γράφοντα) και αποφασίσατε να σπάσετε τη σιωπή Σας και να θέσετε και πάλιν το ζήτημα (!!!).

Μου γεννάται όμως μία απορία. Πως αντέξατε Κύριε Καθηγητά έναν ολόκληρο χρόνο να δοκιμάζεται η θεολογική Σας αγωνία,  και πως υπομείνατε τη δοκιμασία της εκκλησιολογικής Σας αυτοσυνειδησίας, ως πιστό και ενεργό μέλος του Σώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν αντιδράσατε; Είμαι σίγουρος, ότι και του χρόνου αλλά και κάθε χρόνο, λίγο πριν τη σύγκληση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής θα Σας υπομιμνήσκουν οι ομόφρονές Σας τη θεολογική Σας αγωνία και τη τρωθείσα εκκλησιολογική Σας αυτοσυνειδησία, προς αφύπνιση του ορθο-δόξου φρονήματός Σας (!!!).

Επιπλέον δεν αποτελούν άλλοθι για Σας, τα όσα δηλώνετε στην παράγραφο 1, της επιστολής της 7-7-2010 προς τον γράφοντα, σχετικά με την Εισήγησή Σας, σε Ημερίδα, στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς (28-4-2010), κατευθυνόμενης και ποδηγετούμενης νοοτροπίας, στην οποίαν δεν εκλήθησαν και  «άλλες» φωνές, ώστε να γίνει διάλογος. Δεν είμαι υποχρεωμένος να ασχολούμαι και να παρακολουθώ με ο,τι μπορείτε να εκφράζετε και να δηλώνετε. Στη παραπάνω Ημερίδα μόνοι Σας τα είπατε, μόνοι Σας τα ακούσατε (!!!), σε αντίθεση με την Ημερίδα της Θεσσαλονίκης (20-5-2009), όπου κληθήκατε, προκειμένου ελεύθερα να εκφράσετε τις απόψεις Σας και μάλιστα «εν πομπή».

Φρονώ ότι από έναν ακαδημαϊκό διδάσκαλο και άνθρωπο της επιστήμης, τέτοιου είδους ενέργειες απάδουν, τουλάχιστον ως προς την ιδιότητά Του.


Β.  Έρχομαι τώρα στα όσα με κατηγορείτε Εσείς,
ο Σεβ. Κυθήρων και οι ομόφρονές Σας, τα οποία μάλιστα συνεπάγονται «κατά τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων………… καθαίρεση και αφορισμό κατά περίπτωση σ' όποιον εμμένει στη θεώρηση αυτή» (σελ. 4, επιστολή 7-7-2010 προς τον γράφοντα).
1) Από την εποχή ήδη του Ιγνατίου Αντιοχείας και του Κυπριανού Καρθαγένης η Καθολικότητα της Εκκλησίας δεν προσδιορίζετο στη βάση της διαφοροποίησής της από τα σχίσματα και τις αιρέσεις, αλλά αποκλειστικά και μόνο στη βάση της θείας Ευχαριστίας. Η «καθόλου» Εκκλησία εκφράζεται στην Ευχαριστία, στην οποία προΐσταται ο επίσκοπος, περιστοιχιζόμενος από τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Η τοπική Εκκλησία δεν είναι μέρος της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι η Καθολική Εκκλησία καθαυτή. Η Καθολική Εκκλησία συνηγμένη γύρω από τον Χριστό είναι ταυτόσημη με την τοπική Εκκλησία που συνάζεται γύρω από τον επίσκοπό Της. Κάθε τοπική Εκκλησία με τον επίσκοπό Της είναι η Καθολική Εκκλησία, γιατί πραγματώνει την απτή παρουσία του όλου Χριστού. Επιπλέον η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται και με την ορθοδοξία, ενώ συνεχίζει να συσχετίζεται με την τοπική Εκκλησία, γι'αυτό η τοπική Εκκλησία ταυτίζεται με την Καθολική Εκκλησία και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται όλο και πιο συχνά με την ορθοδοξία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Κυπριανό, η ορθόδοξη πίστη δεν είναι το μόνο γνώρισμα της Καθολικότητας της Εκκλησίας, γιατί η Καθολική Εκκλησία είναι το κριτήριο για την ορθοδοξία, ενώ δεν ισχύει το αντίστροφο, αφού η Καθολική Εκκλησία κατέχει την πληρότητα του Σώματος του Χριστού, η οποία συγκροτείται στην ευχαριστιακή σύναξη των ορθοδόξων υπό τον κανονικό επίσκοπο. Υπ' αυτήν την προϋπόθεση οι σχιματικοί είναι εκτός της μίας Ευχαριστίας υπό τον ένα και κανονικόν επίσκοπον της Καθολικής Εκκλησίας, γεγονός το οποίον επιβεβαιώνει ότι οι σχισματικοί δεν ανήκουν στην Εκκλησία και τα μυστήριά τους δεν έχουν καμία ισχύ. Η ορθοδοξία και η μυστηριακή ζωή λοιπόν βρίσκονται σε μία αμοιβαία εξάρτηση και ενυπάρχουν στην Εκκλησία της οποίας είναι επικεφαλής ο ένας και μοναδικός κανονικός επίσκοπος.


Ανάλογη είναι και η θέση σχετικά προς την Ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας. Η Ενότητα συνδέεται με την Ευχαριστία όπως και το λειτούργημα του επισκόπου, ενώ οποιαδήποτε αποκοπή από την Ευχαριστία σημαίνει αποκοπή από την τοπική αλλά και από  την  οικουμενική Εκκλησία, δηλαδή σχίσμα. Η σχισματική αυτή διάσπαση η η αιρετική αυτή διαίρεση δεν συνεπάγεται ούτε μία νέα «καθολική» Εκκλησία, ούτε μία διάσπαση της Ενότητας της Εκκλησίας, ενώ η ύπαρξη της νέας ομάδας, υπό τον αντικανονικόν επίσκοπον, δεν διαταράσσει την Ενότητα της τοπικής Εκκλησίας. Γιατί συμβαίνει αυτό ; Διότι είναι γνωστόν, από την Εκκλησιαστική Ιστορία (βλ. Αντιοχειακό Σχίσμα),  ότι η κανονικότητα του επισκόπου  κάθε τοπικής Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα  όχι μόνο της αποστολικής διαδοχής, της χειροτονίας και της κοινής ομολογίας της πίστεως, αλλά και της αδιακόπου και συνεχούς συμμετοχής του εις την επισκοπικήν σύνοδον, των λοιπών τοπικών Εκκλησιών, μέσα από την οποίαν εκφράζει και επιβεβαιώνει την κανονικότητα του επισκοπικού του λειτουργήματος, γι' αυτό και η ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών καθίσταται η υπέρτατη έκφραση της Ενότητάς τους και της Καθολικότητάς τους.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίον να κάνουμε την εξής διευκρίνηση. Η νέα πραγματικότητα, η οποία προήλθε από την σχισματική διάσπαση η την αιρετική απόκλιση είναι ελευθέρα να εκφράζει την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία σε σχέση και αναφορά προς το ποίμνιό της και όχι προς την «καθόλου» Εκκλησία, γι' αυτό και δεν συνεπάγεται ότι κλονίζεται η Ενότητα της Εκκλησίας καθεαυτή.

Οποιαδήποτε λοιπόν σχισματική διαίρεση ή αιρετική διάσπαση δεν αλλοιώνει ούτε τη Μοναδικότητα, ούτε την Καθολικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ούτε την Ενότητά της. Η δημιουργία μετά το σχίσμα μίας νέας εκκλησιαστικής πραγματικότητας δεν συνεπάγεται και αλλοίωση της Καθολικής Εκκλησίας. Όσο και αν οι πιστοί η οι επίσκοποι διασπώνται από τον κανονικό τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής ενότητας και της καθολικότητας, εντούτοις η Ενότητα και η Καθολικότητα της Εκκλησίας παραμένει αναλλοίωτη. Αυτό αποδεικνύει η εκκλησιαστική ιστορία, αυτό επιβεβαιώνουν κάθε φορά οι Οικουμενικές και οι Τοπικές Σύνοδοι όταν κατεδίκαζαν τις αιρέσεις και τα σχίσματα της εποχής τους και συγχρόνως διακήρυτταν την πίστιν τους στην Μία, Αγία, Καθολική και  Αποστολική Εκκλησία.

Η Ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι προϊόν μιας αθροιστικής ένωσης επιμέρους τοπικών Εκκλησιών, όπως αφήνετε να εννοήσουν οι αναγνώστες της Επιστολής Σας, ( 7-7-2010 προς τον γράφοντα), ούτε η Καθολικότητα της Εκκλησίας είναι άθροισμα επιμέρους αριθμητικών εκκλησιαστικών μονάδων, γι' αυτό˙ και το οποιοδήποτε ιστορικό σχίσμα η η οποιαδήποτε διαίρεση στο σώμα της αδιαίρετης Εκκλησίας δεν συνεπάγεται και την διατάραξη της Ενότητας, της Καθολικότητας και της Μοναδικότητας της Εκκλησίας, όπως και η οποιαδήποτε αιρετική απόκλιση δεν συνεπάγεται την αλλοίωση της ορθοδοξίας καθεαυτή.  Ποιό είναι λοιπόν το κριτήριο όλων αυτών και η ασφαλιστική δικλείδα;  Ο κανονικός επίσκοπος, ο οποίος είναι τόσο ο προεστώς της Ευχαριστίας όσο και ο θεματοφύλακας της ορθοδοξίας γι' αυτό και είναι ο υπεύθυνος και ο εγγυητής για την πραγμάτωση της Ενότητας και της Καθολικότητας της Εκκλησίας. Για να συνδέσει τον επίσκοπο με την Ενότητα της Εκκλησίας ακόμη πιο ξεκάθαρα ο Κυπριανός, αναφέρει, «episcopum in ecclesia esse, et si qui cum episcopo non sit in ecclesia non esse» [ο επίσκοπος είναι εν τη Εκκλησία και αν κάποιος δεν είναι με τον επίσκοπο δεν είναι ούτε με την Εκκλησία], και συνεχίζει, «ecclesia super episcopos  constituatur» [η Εκκλησία είναι οικοδομημένη πάνω στους επισκόπους]. Χωρισμός από τον επίσκοπο σημαίνει χωρισμός από την Εκκλησία. Όσοι θέλουν λοιπόν να ανήκουν στην Εκκλησία, πρέπει να δεσμεύονται και να σέβονται, αλλά και να διαφυλάττουν την Ενότητα της Εκκλησίας, η οποία πραγματώνεται και εκφράζεται στο πρόσωπο του εκάστοτε κανονικού επισκόπου και σε αναφορική σχέση προς το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτός που δεν είναι με τον επίσκοπο, ακόμη και οι χαρισματούχοι και οι «άγιοι»,  δεν είναι ούτε  με την Εκκλησία και αυτοί που δεν είναι με την Εκκλησία δεν είναι ούτε με τον Χριστό.


2)  Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι, σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, ο όρος «καθολική Εκκλησία» είναι συνώνυμος με τον όρο «ορθόδοξη Εκκλησία», ώστε αυτή να διακριθεί από τις αιρέσεις και τα σχίσματα, τα οποία δεν έχουν Καθολικότητα, ενώ η  Ευχαριστία  και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνεχίζουν να παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες. «Η Ορθοδοξία είναι αδιανόητη χωρίς την Ευχαριστία» και το αντίστροφο. Εκφράζεται δε περίφημα με τα λόγια του Ειρηναίου  «Ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην». Έτσι λοιπόν η ορθοδοξία ήταν το προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στην Ευχαριστία και η Ευχαριστία «επιβεβαίωνε» τη μετοχή στην κοινή ορθόδοξη πίστη, ενώ για τον Ωριγένη, η ευχαριστιακή προσευχή έπρεπε να συμφωνεί με το ορθόδοξο δόγμα. Η ορθοδοξία όμως, δεν εκλαμβάνεται ως μία  ιδεολογοποιημένη αλήθεια, η οποία αποτελεί την συνθηματολογία μιας εκκλησιαστικής ομάδας η παρατάξεως, αλλά, είναι το αγιοπνευματικό εκείνο βίωμα της ευχαριστιακής εμπειρίας και κοινωνίας του αγίου Πνεύματος αλλά και η πραγματικότητα εκείνη, η οποία ενσαρκώνεται στο μυστήριο της Ευχαριστίας, το οποίον τελείται από τον κανονικό επίσκοπο και μέσα στο οποίο φανερώνεται η Ενότητα της Εκκλησίας, όπως και στο βάπτισμα και στην πίστη. Όλα αυτά είναι τα στοιχεία εκείνα μέσα από τα οποία αναδεικνύεται ότι  η Καθολικότητα της Εκκλησίας ταυτίζεται με το αυθεντικό και γνήσιο περιεχόμενο της εις Χριστόν πίστης.  Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν μπορεί να εκφράζεται σε κάθε εκκλησιαστική ομάδα, η οποία  βρίσκεται σε σχίσμα η αίρεση, έστω και αν χρησιμοποιεί τον τίτλο "Ορθόδοξη Εκκλησία" και μάλιστα με τον επιπλέον χαρακτηρισμό "Γνήσια", γιατί τότε  θα είμεθα υποχρεωμένοι να δεχθούμε και να αναγνωρίσουμε ως κανονικά και γνήσια και τα μυστήρια κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας η ομάδας, η οποία θα αυτοχαρακτηρίζεται Ορθόδοξη και θα παρουσιάζει  εκκλησιαστική δομή και ιεραρχία όμοια με αυτή της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πολλώ δε  μάλλον, όταν εκφράζει και την ίδια πίστη. Είναι αναγκαίον λοιπόν, όχι μόνο να δηλώνουμε πιστοί αλλά και να βρισκόμαστε σε εκκλησιαστική κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, προκειμένου να είμαστε ενταγμένοι στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η οποιαδήποτε διαίρεση, είτε ως προς την πίστη (αίρεση), είτε ως προς την κανονικότητα (σχίσμα), ανεξάρτητα εάν είναι κατάτμηση ενός όλου σε δύο η περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη), και η οποία θεολογικά είναι δυνατόν να δηλώνει και τη διαφορά και τη διάκριση, δεν μπορεί να δρα διαλυτικά στην Ενότητα και στην Καθολικότητα της Εκκλησίας καθεαυτήν (βλ. G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 2001, σελ. 349, και σελ. 33, αναφορικά με τον όρο "αδιαίρετος"), γι' αυτό και ο Κυπριανός Καρθαγένης, δηλώνει : extra Ecclesia nulla salus.  Η θέση αυτή ισχύει πάντοτε και παντού, ακριβώς γιατί η διαίρεση, η διάσταση η η διάκριση δεν αναιρεί τον σωτηριολογικό ρόλο της Εκκλησίας, ενώ έχει αρνητικές συνέπειες για τους διασπώμενους η αποσχιζόμενους, τους ευρισκομένους δηλαδή εκτός Εκκλησίας. Ενώ αυτή η θεολογική αρχή ισχύει κατανοείται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, όταν η ορθοδοξία εκλαμβάνεται ως ιδεολογία και όχι ως ένα ευχαριστιακό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας.

Άρα η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν είναι μία γενική και αόριστη Εκκλησία, όπως Εσείς Κύριε Καθηγητά την προσδιορίζετε (βλ. § 13 του άρθρου Σας, στο περιοδικό "Εν Συνειδήσει"), αλλά η κάθε τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργεί υπό τον κανονικόν Επίσκοπον και με συγκεκριμένο τρόπο, το μυστήριο δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας, όπου βλέπει να εκφράζεται το "όλον", όχι με γεωγραφικούς προσδιορισμούς (Ανατολή-Δύση, Βορράς-Νότος) η χρονικούς (πριν-μετά), αλλά ως Σώμα Χριστού, στο οποίο περιλαμβάνονται απείρως περισσότερα μέλη από αυτά, τα οποία η ευχαριστιακή εμπειρία και η ορατή Εκκλησία μπορεί να αριθμίσει μέχρι και σήμερα.


Γ.  Το σχίσμα του 1054, σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας.
Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται, πολλώ μάλλον όταν ολόκληρη η πατερική γραμματεία του ΙΕ  αἰῶνος αποδέχεται ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστό. (βλ. Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός).

Ήταν δυνατόν να είχαμε σχίσμα /  διαίρεση, διάκριση η διαφοροποίηση χωρίς διαίρεση;  Νομίζω όχι. Η διαίρεση αυτή διετάραξε η αλλοίωσε την Ενότητα και Καθολικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται και σημαίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως, το Σύμβολο της Β΄  Οἰκουμενικής Συνόδου; Όχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση η διάσπαση δεν σημαίνει αλλοίωση της Ενότητας, (όχι της εκκλησιαστικής ένωσης, εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή ως προς την διάκριση και τη χρήση των δύο αυτών όρων), ούτε της Καθολικότητας, την οποίαν εκφράζει η υπό τον κανονικόν επίσκοπον Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί οι εκκλησιολογικές συνέπειες οποιασδήποτε διαφοροποίησης δεν  αποδίδον-ται προς το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας, αλλά προς αυτόν, ο οποίος αποσχίζεται η διαφοροποιείται από το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας.

 

Δ.  Στα όσα αναφέρετε, με τόση επιμονή και αποκλειστικότητα, σχετικά με την έννοια της ΜΙΑΣ Εκκλησίας, θα Σας συνιστούσα να βάζετε πάντοτε τα παραπάνω όρια (κανονικά και χρισματικά) και τις θεολογικές προϋποθέσεις που προανέφερα, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε Εσείς η να παρασύρετε και άλλους σε μία αντίληψη περί ΜΙΑΣ Εκκλησίας,  μοναδικής και αποκλειστικής, η οποία είτε κατανοείται αθροιστικά, οπότε η ΜΙΑ Εκκλησία ταυτίζεται με το άθροισμα των τοπικών Εκκλησιών, είτε εμφανίζεται ως ομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών. Τι σημαίνει αυτό εκκλησιολογικά; Ότι η ΜΙΑ αυτή μοναδική και αποκλειστική  Εκκλησία είναι η γενική, αόρατη και υπερβατική Εκκλησία, η οποία καθίσταται η ΜΙΑ καθολική Εκκλησία, η ΜΙΑ "Υπέρ-Εκκλησία", με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες να φέρονται απλά και μόνο ως "επαρχίες" της ΜΙΑΣ καθολικής – οικουμενικής Εκκλησίας.

Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Χρειάζεται να επεξηγήσετε. Τι πραγματικά σημαίνεται/περιγράφεται  με τον όρο Εκκλησία η ΜΙΑ Εκκλησία; Είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία η η ΜΙΑ Εκκλησία, η οποία είναι μία κοινωνία από τοπικές Εκκλησίες; Ποιά είναι τα όρια – κανονικά και χαρισματικά – της  ΜΙΑΣ Εκκλησίας; Ταυτίζονται με τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας; Η τοπική και η Μία Εκκλησία αλληλοπεριχωρούνται; Ισχύει δηλαδή και το Ecclesia in et ex Ecclesiis αλλά και το Ecclesiae in et ex Ecclesia;

Η κοινωνία των τοπικών Εκκλησιών είναι ο τρόπος φανέρωσης της Ενότητας, και της Καθολικότητας των τοπικών Εκκλησιών, η απλά ο τρόπος έκφρασης της Ενότητας ως Πολλαπλότητας;

Θέτω όλα αυτά τα ερωτήματα γιατί με την εμμονή Σας στην έκφραση, ότι «Η Μία και μόνη – αδιαίρετη πάντοτε – Εκκλησία γεννά μυστηριακώς "δι' ύδατος και Πνεύματος", τα μέλη της, δεν γεννά άλλες Εκκλησίες», χωρίς τα διευκρινιστικά όρια (κανονικά και χρισματικά), προϋποθέτει την αντίληψη του Αυγουστίνου, ο οποίος, επηρεασμένος από το εν του Νεοπλατωνισμού και με βάση τις νεοπλατωνικές  απορροές, προσπάθησε να ερμηνεύσει την μοναδικότητα της Εκκλησίας και οδηγήθηκε στην αποκλειστικότητα της ΜΙΑΣ και μοναδικής (ορατής η αόρατης) Εκκλησίας. Με βάση όμως τις ίδιες αυγουστίνειες αρχές, στη Δύση εμφανίστηκε όχι μόνο η ΜΙΑ παγκόσμια Εκκλησία αλλά και μία ακόμη θεωρητική διάκριση, μεταξύ της ουσίας και της υπάρξεως της Εκκλησίας ( Rahner και Ratzinger), μέσα από την οποίαν η ουσία της MIAΣ Εκκλησίας βρίσκεται στην παγκόσμια Εκκλησία. ΜΙΑ Εκκλησία δηλαδή αόριστη και αόρατη, κατά την ουσία της, καθίσταται ορατή, μόνο αθροιστικά κατά την ύπαρξή της, και φανερώνεται στο άθροισμα των επιμέρους τοπικών Εκκλησιών.

Νομίζω όμως, ότι ύστερα από όσα Σας ανέφερα καθίσταται κατανοητό, από έναν Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, τι συνεπάγονται όλα αυτά !!!

α)  Καθολικότητα αθροιστικού τύπου,

β) Ενότητα μελών και μερών ως άθροισμα, η οποία προϋποθέτει  την πολλαπλότητα των Εκκλησιών.

γ) Επισκοπικό λειτούργημα, το οποίο οδηγεί αναγκα-στικά σε ένα πρωτείο εξουσίας και αλαθήτου, του ενός επισκόπου στην Καθόλου Εκκλησία.


Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί όλες οι επιφυλάξεις μου, γι' αυτή την έννοια της μοναδικότητας (ΜΙΑ Εκκλησία) και της αποκλειστικότητας της ΜΙΑΣ Εκκλησίας, την οποίαν προσπαθείτε να επιβάλλετε κατ' εφαρμογήν του Συμβόλου της Πίστεως, Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και μόνον, το οποίον βέβαια και αναγνωρίζουμε και ομολογούμε.

Ότι η Εκκλησία είναι Μία, είναι μία εκκλησιολογική αρχή την οποίαν όλοι αποδεχόμαστε, η Μία όμως αυτή Εκκλησία ταυτίζεται με την ΜΙΑ – παγκόσμια Εκκλησία, όπως την εξέλαβαν οι Α  καί Β  Βατικανές Σύνοδοι;  Η Δυτική Εκκλησία, μετά το κείμενο της Ραβέννας, βρίσκεται σε μία θεολογική αμηχανία, γιατί τόσο στο συγκεκριμένο κείμενο, όσο και στα προηγούμενα κείμενα του Διαλόγου (Μονάχου, Bari, Νέου Βαλάμου), χωρίς να αναγνωρίζεται η προτεραιότητα της Καθολικότητας της παγκόσμιας Εκκλησίας τονίζεται και αναγνωρίζεται η Καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας έναντι της Καθολικότητας της παγκόσμιας Εκκλησίας.


Ε. Έρχομαι τώρα στα μεθοδολογικά Σας λάθη,
Κύριε  Καθηγητά, τα οποία δεν θα ήθελα  να Σας τα αναφέρω, και τόσο καιρό σιωπώ, ένεκα σεβασμού σε ένα πρόσωπο το οποίο στον πανεπιστημιακό χώρο τρεις φορές με ψήφισε στην εξελικτική μου διαδικασία και μάλιστα στις δύο ως μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής και ανεπιφυλάκτως  υπέγραψε και εψήφισε για την εξέλιξή μου.

Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίον προσπαθείτε, στη τελευταία επιστολή Σας (7-7-2010), να στηρίξετε τις ανυπόστατες αντιλήψεις του Σεβ. Κυθήρων και των ομοφρόνων Σας, για αιρετική απόκλισή μου από την εκκλησιολογία των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, μου επιβάλλει να αντισταθώ, σύμφωνα άλλωστε και με την προτροπή των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ορίζουν ότι κάθε κατηγορία μπορούμε να υπομείνουμε εκτός από την κατηγορία της αίρεσης.

α)  Όπως Σας ανέφερα στην πρώτη Επιστολή μου (1-10-2009) κάνετε ένα σοβαρό μεθοδολογικό λάθος, το οποίο δυστυχώς το επαναλαμβάνετε συνεχώς, σε κάθε τοποθέτησή Σας στα κείμενα του Θεολογικού Διαλόγου, ανεπίτρεπτο για έναν επιστήμονα!

Το κείμενο της Ραβέννας (2008), όπως και τα προηγούμενα τρία θεολογικά κείμενα (Μονάχου, Bari, Νέου Βαλάμου), αναφέρονται σε εκκλησιολογικά θέματα της πρώτης χιλιετίας, δηλαδή προ του 1054, περίοδο της Αδιαίρετης Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση. Οποιαδήποτε λοιπόν θεώρηση λειτουργίας του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, με βάση τα κείμενα της Α'  καί Β'  Βατικανής Συνόδου, είναι εκτός του ορίζοντος ερεύνης των   συγκεκριμένων κειμένων, γι' αυτό και δεν καταλαβαίνω ποιά σημασία έχουν τα όσα αναφέρετε στην δεύτερη παράγραφο της τελευταίας σελίδας του άρθρου Σας (<<Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία… –  έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκόσμια Εκκλησία>>). Τα ίδια και για τα περί αλαθήτου (19ος αιώνας) και κτιστής χάριτος (15ος αιώνας), τα οποία επισημαίνετε στην § 5 του άρθρου Σας, θέματα επίσης τα οποία αφορούν την δεύτερη χιλιετία.


Θεωρώ ότι υποπίπτετε στο ίδιο μεθοδολογικό λάθος με τα όσα κριτικά δηλώνετε στην § 7 του άρθρου, σχετικά με τις §§ 9-11 και 18-33 του κειμένου της Ραβέννας. Στα πλαίσια εξετάσεως του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης κατά τη δεύτερη χιλιετία, θα εξετασθεί οπωσδήποτε και το θέμα της Ουνίας, ως πρόβλημα καθαρώς εκκλησιολογικό.


Είναι άξια παρατηρήσεως και σχολιασμού τα όσα διαπραγματεύεσθε στη § 6 του άρθρου Σας, με μία υπόθεση η οποία δεν επιβεβαιώνεται από το ίδιο το κείμενο της Ραβέννας, όπου προσπαθείτε να οδηγήσετε τον αναγνώστη στις ατραπούς της έννοιας της <<Παγκόσμιας Εκκλησίας>>, άποψη η οποία δεν είναι παραδεκτή ούτε κατ' έννοιαν, ούτε κατά περιεχόμενο από το συγκεκριμένο κείμενο.Στην § 13 του άρθρου Σας δεν κατανοώ εις τι έγκειται η επιφύλαξή Σας και <<το εκκλησιολογικό απαράδεκτο και το αντιφατικό>>. Η Εκκλησία του Χριστού, είναι Μία και Αδιαίρετη, πριν το σχίσμα, σήμερα είναι διηρημένη, αφού βρισκόμαστε σε σχίσμα, αυτό επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της  § 41 του Κειμένου της Ραβέννας, εκτός εάν ιστορικά δεν υφίσταται σχίσμα, οπότε έχουμε ένωση των Εκκλησιών !!!

Δεν νοείται από έναν έγκριτο Καθηγητή της Δογματικής και της Συμβολικής Θεολογίας να διατυπώνει <<ότι παρέχεται σαφώς η εντύπωσις στον αναγνώστη, πως υπάρχει Μία αόριστη, αλλά υπερκείμενη όλων των επί μέρους Εκκλησιών, Εκκλησία του Θεού. Αυτό όμως κατανοείται μάλλον προτεσταντικώς>>. Σας διαφεύγει ότι δεν υπάρχει Μία αόριστη Εκκλησία, αλλά η Μία και Αδιαίρετη Εκκλησία, η οποία εκφράζεται σε κάθε τοπική Εκκλησία και δεν θεωρείται αθροιστικώς ούτε η Ενότητά της, ούτε η Καθολικότητά της. Για παράδειγμα, υπήρχε η τοπική Εκκλησία της Καρθαγένης υπό τον Κυπριανόν, όπου εξεφράζετο η Καθολικότητα της Εκκλησίας όπως υπήρχε και η τοπική Εκκλησία της Σμύρνης υπό τον Πολύκαρπον, όπου επίσης εξεφράζετο η Καθολικότητα της Εκκλησίας.
Αυτή είναι πεποίθηση η οποία υπάρχει σ' Ανατολή και Δύση, πριν το σχίσ

μα, δηλαδή πριν το 1054. Μετά το σχίσμα, ουδέποτε υπήρξε στην Ανατολή η αντίληψη ότι υπάρχει Μία Εκκλησία ως υπερκείμενη όλων των άλλων επί μέρους Εκκλησιών (!!!). Η τοπικότητα  των Εκκλησιών δεν καταργήθηκε και μάλιστα σε σχέση προς την Καθολικότητα της Εκκλησίας. Η αντίληψη αυτή δεν ισχύει βέβαια, μετά το 1054, στην Δύση, γιατί διαμορφώθηκαν άλλες αρχές και όροι κατανόησης και προσέγγισης της <<Καθολικότητας>>, αλλά αυτά θα μελετηθούν όταν θα συζητηθεί, η έννοια του πρωτείου στη δεύτερη χιλιετία. Αυτό δηλώνει η § 3 του κειμένου της Ραβέννας, την οποίαν προκειμένου να την αποδυναμώσετε στο άρθρό σας (σελ. 104) προσπαθείτε να την κρίνετε, όχι με τις αρχές και τις εκκλησιολογικές δομές, τις υφιστάμενες στην πρώτη χιλιετία, αλλά με την υφιστάμενη εκκλησιολογική διαφοροποίηση της δεύτερης χιλιετίας.

Η διευκρινιστική υποσημείωση περί της Εκκλησίας (υποσ. 1) είναι ακριβώς η έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε σχέση προς την πίστη Της και σε αναφορά προς το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και όχι σε αντιδιαστολή προς την εκκλησιολογική συνείδηση των κειμένων της Β  Βατικανής Συνόδου. Με την παραπάνω παράγραφο διατυπώνεται η θέση των ορθοδόξων Αντιπροσώπων, σε αναφορά προς την εκκλησιολογική τους αυτοσυνειδησία, εκτός εάν και αυτό είναι κατά τη γνώμη Σας αίρεσι (!!!)

β) Ευτυχώς τις ίδιες απόψεις με μένα, ως προς τα μεθοδολογικά Σας λάθη, εκφράζει και ο Καθηγητής κ. Γ. Μαρτζέλος, συνάδελφός Σας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα στο άρθρό του, στο περιοδικό "Θεολογία" (81/2010, σελ. 46-47 υποσ. 37), σημειώνει με έμφαση τη σύγχυση, την οποίαν δημιουργούν οι εσφαλμένες αυτές αφετηριακές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις Σας.

γ)  Στην επιστολή Σας (7-7-2010) αναφέρετε ότι προσπαθώ να στηρίξω την εκκλησιολογική μου τοποθέτηση, όχι στο Σύμβολο της Πίστεως αλλά στην § 41 του κειμένου της Ραβέννας, το οποίο κάνει λόγο για την «εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας», και συνεχίζετε, «έτσι, δίνετε την εντύπωση ότι αποδίδετε μεγαλύτερη σημασία σε ένα Κοινό Κείμενο μιας Διεθνούς Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο, συνισταμένης από ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια, παρά τις αποφάσεις και Όρους Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι για την αλήθεια της Εκκλησίας. Πάντως, από τη διατύπωση του Κοινού Κειμένου γίνεται, πράγματι, σαφές ότι για τα Μέλη της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής δεν υφίσταται σήμερα η αδιαίρετη Εκκλησία. Η Εκκλησία δηλαδή σήμερα είναι διηρημένη, παρά την δογματική αλήθεια της ίδιας της Εκκλησίας, που ομολογούμε λεκτικά στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια την αποκοπή από την Εκκλησία όλων εκείνων, που συνειδητά υποστηρίζουν όσα διαλαμβάνει το κείμενο της Ραβέννας για την ταυτότητα της Εκκλησίας, επειδή εμμέσως πλην σαφώς, δεν αποδέχονται μέρος της δογματικής διδασκαλίας της Β  Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Όμως, Σεβασμιώτατε, κανένα απολύτως κείμενο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Εκκλησία, εφόσον αυτό αντίκειται στο Σύμβολο της Πίστεως, στον Όρο δηλαδή της Β' Οικουμενικής Συνόδου» (σελ. 4).

Πρέπει να ξεκαθαρίσετε Κύριε Καθηγητά, με ποιό κείμενο εργάζεσθε όταν κάνετε θεολογικές αναλύσεις, (Ραβέννας η Συνοδικά Κείμενα, γιατί η ανάμιξη στοιχείων από το ένα κείμενο στο άλλο απαιτεί κάθε φορά τον καθορισμό του ιστορικού πλαισίου συντάξεως του κάθε κειμένου, των αιτίων που προκάλεσαν την σύνταξη του κάθε κειμένου, τις συνθήκες αλλά και τις προϋποθέσεις συντάξεώς τους.

Μπορεί ο δικός Σας σκοπός να ήταν πολεμικός – αντιρρητικός, ως προς το κείμενο της Ραβέννας,  ώστε να αποδείξετε το μη σύμφωνο του κειμένου της Ραβέννας με το Σύμβολο της Πίστεως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και εγώ να ακολουθήσω την ίδια μέθοδο, ούτε είμαι υποχρεωμένος να αποδεχθώ την ίδια την σκοποθεσία με τη δική Σας. Η θεολογική προσέγγιση του κειμένου της Ραβέννας, σημαίνει ότι παρουσιάζω το περιεχόμενο του κειμένου και το αναλύω θεολογικά, όχι αποκλειστικά, αντιρρητικά, η πολεμικά. Και βέβαια έχετε την δυνατότητα να επιλέξετε  οποιαδήποτε μέθοδο θέλετε και ίσως διευκολύνει και τις επιδιώξεις Σας, αυτό όμως δεν Σας επιτρέπει να αμφισβητήσετε τη δική μου μεθοδολογική  προσέγγιση και ανάλυση, ώστε να μου προσδώσετε την κατηγορία της αιρέσεως !!!

δ)  Τα περί «μητέρων, αδελφών, θυγατέρων και εγγονών Εκκλησιών» ως και τα «περί συμπροσευχής» αποτελούν δικές Σας προσωπικές προεκτάσεις, και προσωπικούς θεολογικούς ακροβατισμούς (σελ. 45), οι οποίοι δεν απηχούνται ούτε στο κείμενο της Ραβέννας, ούτε με εκφράζουν θεολογικά, αλλά δεν θα τις ανέφερε ούτε πρωτοετής μεταπτυχιακός φοιτητής της Δογματικής. Η επιπολαιότητα με την οποία χειρίζεσθε τους όρους και ερμηνεύετε τους ι. Κανόνες σας οδηγεί να αμφισβητήσετε και αυτόν τον Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό !!!

Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,

Ύστερα από όσα ανέλυσα δια μακρόν, το θέμα για μένα έχει κλείσει και ο μεταξύ μας διάλογος σταματά εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή Σας και την κατανόησή Σας.

 

Κοινοποιήσεις:
1. Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.      

 

ΠΗΓΗ: Amen, Τελευταία Ενημέρωση: Aug 2, 2010,

http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2984

 

 

* Θεσσαλονίκη, 7-7-2010

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ


———–
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τηλ. Γραφ. 2310-996957

Οἰκ. 2310-342938

Προς τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μο

Μη­τρο­πο­λί­του Με­λετίου13, 24100 ΚΑ­ΛΑ­ΜΑ­ΤΑ


Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Μοῦ γνω­στο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἡ ἐ­πι­στο­λή σας πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο μέ κοι­νο­ποί­η­σή της πρός ὅ­λους τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­ριθ. πρωτ. 311/17-6-2010…….ι Στήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή ἀ­να­φέ­ρε­σθε καί στό ὄ­νο­μά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐδάφ. α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φε­τε τά ἑ­ξῆς: «Τήν ἐ­πι­φύ­λα­ξη τοῦ Σεβ. Κυ­θή­ρων δέν τήν ἔ­χει ἐκφρά­σει μέ­χρι σή­με­ρα οὔ­τε προ­φο­ρι­κά οὔ­τε γρα­πτά ὁ Ἐλ­λο­γιμ. Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσελεγ­γί­δης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Σεβ. Κυ­θή­ρων, καί μέ τόν ὁ­ποῖ­ον κα­τ' ἀν­τί­λη­ψιν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα τό­σο τη­λε­φω­νι­κά ὅ­σο καί διά ζώ­σης, ἐξ ἀ­φορ­μῆς πα­νε­πι­στη­μια­κῶν θε­μά­των καί ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων.
Ἕ­να τέ­τοι­ου εἴ­δους σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀπό τόν καταξιωμέ­νο Κα­θη­γη­τή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς καί Συμ­βο­λι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί ἀ­σχο­λί­α­στο;
».

Νά ση­μειώσω δι­ευ­κρι­νι­στι­κά, ὅ­τι τό ἐ­πί­μα­χο ση­μεῖ­ο τῆς δι­α­φω­νί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ θε­ο­λο­γι­κή θέ­ση, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε σέ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐ­μέ, καί ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: « κ­κλη­σί­α το Χρι­στο ε­ναι μί­α καί­ ­δι­αί­ρε­τη πρίν τό σχ­σμα, σή­με­ρα ε­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, ­φο βρι­σκό­μα­στε σέ σχ­σμα, α­τό ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τς παρ. 41 το Κει­μέ­νου τς Ρα­βέν­νας».
Ἐ­πει­δή δέν θέ­λω, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, νά καλ­λι­ερ­γοῦν­ται καί νά δι­αδ­ίδον­ται ἐσφαλ­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν το­πο­θέ­τη­σή μου σέ ἕ­να τό­σο σο­βα­ρό ἐκκλησι­ο­λο­γι­κό θέ­μα, ἀ­ναγ­κάζ­ομαι πλέ­ον τώ­ρα νά σᾶς γρά­ψω.

Κα­ταρ­χήν, νά σᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σω, για­τί δέν ἀ­πάν­τη­σα τό­τε στήν ἀ­πό 01-10-2009 ἐ­πι­στο­λή σας. Τήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή τήν ἔ­λα­βα, ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως, μό­λις τήν πα­ρα­μο­νή τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἀλ­λά ἐκεῖνο πού μέ ἐμ­πό­δι­σε κα­τε­ξο­χήν νά προ­χω­ρή­σω τό­τε σέ ἀ­παν­τη­τι­κή ἐ­πι­στο­λή ἦταν τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στο­λή σας ἐ­κεί­νη κοι­νο­ποι­ή­θη­κε στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί στούς Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Σκέ­φτη­κα τό­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι τό συγ­κλη­θέν σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας εἶ­ναι τό πλέ­ον ἁρ­μό­διο νά κρί­νει τό ὀρ­θό ἤ τό ἐ­σφαλ­μέ­νο τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χαρακτή­ρα δι­α­τυ­πώ­σε­ώς σας. Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἤ λει­τουρ­γεῖ μέ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά κρι­τή­ρια καί παίρ­νει θέ­ση στό θέ­μα – σκέ­φτη­κα – ἤ ἁ­πλῶς τό ἀντιπαρέρχεται. Για­τί, δη­λα­δή, θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­παν­τή­σω ἐ­γώ, ὅ­ταν αὐ­τό τό καί­ριο πρό­βλη­μα ἦ­ταν ἤ­δη ἐκ­πε­φρα­σμέ­νο ἐγ­γρά­φως ἐ­νώ­πιόν της; Πί­στε­ψα, δη­λα­δή, συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­τι ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Πρό­ε­δρος καί τά Μέ­λη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου θά ἔ­θε­ταν ὡς πρῶ­το θέ­μα στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού συγ­κλή­θη­κε τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2009, «τό σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα», ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό χα­ρα­κτη­ρί­σα­τε στήν ἐ­πι­στο­λή σας, καί ὅ­τι θά σᾶς κα­λοῦ­σε νά δώ­σε­τε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις, καί νά τό ἀ­να­κα­λέ­σε­τε. Καί τοῦ­το, για­τί ὡς δογ­μα­το­λό­γος γνω­ρί­ζω, ὅ­τι ἐκ­πί­πτει ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ κά­θε πι­στός -καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ κλη­ρι­κός- πού συ­νει­δη­τά ἀμ­φι­σβη­τεῖ ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει με­ρι­κῶς ἤ ὁ­λι­κῶς τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­τυ­πώ­νε­ται μέ ἀ­κρί­βεια στούς Ὅ­ρους τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Για­τί, ἀ­σφα­λῶς, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­λύ­ει οὔ­τε νά σχε­τι­κο­ποι­εῖ τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή κα­νείς δέν βρί­σκε­ται ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τῆς.

Δυ­στυ­χῶς, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τό­τε δέν ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό αὐ­τό θέ­μα, πού ἀ­φο­ρᾶ καί­ρια τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Με­τά ἀ­πό τίς πα­ρα­πά­νω ἐ­ξη­γή­σεις γιά τήν ἕ­ως τώ­ρα σι­ω­πή μου, θά πε­ρι­ο­ρι­στῶ νά ἀ­παν­τή­σω μέ τήν πα­ρού­σα ἐ­πι­στο­λή μό­νο στήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε στήν πρός ἐ­μέ ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009). Καί αὐ­τό τό κά­νω γιά τρεῖς κυ­ρί­ως λό­γους:

Πρ­τον, γιά χά­ρη τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Δεύ­τε­ρον, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας πού ἔ­χει ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­λή­θεια στόν ἤ­δη δι­ε­ξα­γό­με­νο Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Κα­τά σύμ­πτω­ση, τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό ἡ Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τοῦ Δι­με­ροῦς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν μή ὁ­λο­κλή­ρω­σή του πέρυ­σι στήν Κύ­προ θά συ­νε­χι­στεῖ τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 στή Βι­έν­νη. Στήν πα­ρού­σα πε­ρί­στα­ση τό εὔ­λο­γο καί καί­ριο ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται εἶ­ναι: Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁ­γί­α, κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α» ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους;  

Τρί­τον – μέ ὅ­λο τό σε­βα­σμό πρός τό πρό­σω­πο καί τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἀ­ξί­ω­μά σας – σᾶς γρά­φω αὐ­τήν τήν ἐ­πι­στο­λή, ἐ­πει­δή θε­ω­ρῶ ὅ­τι μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ἀλ­λοι­ώ­νε­ται οὐ­σι­ω­δῶς ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­δι­κεῖ­ται κα­τά­φω­ρα ὁ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός νοῦς σας, ἐ­νῶ δι­και­ώ­νε­ται ὁ κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλ­λά καί ὁ κά­θε ἁ­πλός πι­στός πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, ὡς ὀ­φεί­λει, τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.


Τώ­ρα, ὡς πρός τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα – ἄν δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό σχῖ­σμα τοῦ 1054 εἶ­ναι ΜΙΑ καί ἀ­δι­αί­ρε­τη ἤ δι­η­ρη­μέ­νη – ἔ­χω νά κα­τα­θέ­σω ἀ­πε­ρι­φρά­στως τά ἑ­ξῆς:

Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς μί­αν, .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν». Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τός του σ' αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καί μό­νη -ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε- Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς «δι' ὕ­δα­τος καί Πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της, δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καί δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τί ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­τη). Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στή ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται, κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κατά περίπτωση, σ' ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στή θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἐ­πι­χει­ρεῖ­τε νά θε­με­λι­ώ­σε­τε τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ὄ­χι στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ἀλ­λά στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας, τό ὁ­ποῖ­ο κά­νει λό­γο γιά τήν «ἐ­πο­χή τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἔ­τσι, δί­νε­τε τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἀ­πο­δί­δε­τε με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α σέ ἕ­να Κοι­νό Κεί­με­νο μιᾶς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο, συ­νι­στα­μέ­νης ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­λή­θεια, πα­ρά σέ ἀ­πο­φά­σεις καί Ὅ­ρους Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φαί­νον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πάν­τως, ἀ­πό τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Κοι­νοῦ Κει­μέ­νου γί­νε­ται, πράγ­μα­τι, σα­φές ὅ­τι γιά τά Μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς δέν ὑ­φί­στα­ται σή­με­ρα ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δη­λα­δή σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, πα­ρά τήν δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με λε­κτι­κά στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ώς μας. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια τήν ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λων ἐ­κεί­νων, πού συ­νει­δη­τά ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­σα δι­α­λαμ­βά­νει τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐμ­μέ­σως πλήν σα­φῶς δέν ἀ­πο­δέ­χον­ται μέ­ρος τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.


Ὅ­μως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως κεί­με­νο δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­φό­σον αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, στόν Ὅ­ρο δη­λα­δή τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.[1]

Τέ­λος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στήν ἐ­πι­στο­λή σας γιά τήν ἑ­νό­τη­τα καί ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρω­το­γε­νῆ αἰ­τί­α τῆς σύγ­χρο­νης πρα­κτι­κῆς τῶν συμ­προ­σευ­χῶν ὁ­ρι­σμέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων – κλη­ρι­κῶν καί λα­ϊ­κῶν – μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Για­τί, ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται θε­ο­λο­γι­κῶς ἡ σα­φής πα­ρα­βί­α­ση Κα­νό­να Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (2ου τῆς Πεν­θέ­κτης, μέ ἀ­να­φο­ρά στόν 10ο Κα­νό­να τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων), πού ἀ­πα­γο­ρεύ­ει τήν συμ­προ­σευ­χή, μέ ἐ­πι­τί­μιο τόν ἀ­φο­ρι­σμό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.


Μέ τόν προ­σή­κον­τα σε­βα­σμό
­σπά­ζο­μαι τήν δε­ξιά σας


Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, Κα­θη­γη­τής τ
ς Θε­ο­λο­γι­κς Σχο­λς το Α.Π.Θ.

 

ΠΗΓΗ: 22/07/2010, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/07/blog-post_9082.html

 

_______________________

[1] Γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα, βλ. στήν Εἰ­σή­γη­σή μου μέ τί­τλο: «Ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ λαν­θα­σμέ­νες θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ πα­πι­κοῦ πρω­τεί­ου»­, στήν Θε­ο­λο­γι­κή Ἡ­με­ρί­δα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Πει­ραι­ῶς (28-4-2010) μέ θέ­μα: «''Πρω­τεῖ­ον'', Συ­νο­δι­κό­της καί Ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»

Εκπαίδευση: Ο φαύλος κύκλος του προβλήματος

Ο φαύλος κύκλος του προβλήματος της Εκπαίδευσης

 

«Εν αρχή ην ο .. δάσκαλος» "Μεταρρυθμίσεων συνέχεια"

 

Συνέντευξη του Αριστοτέλη Ράπτη

 

Τι γίνεται κύριε Ράπτη με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Είναι τόσο απαραίτητες κάθε τόσο;

«Τα προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος και τα κενά των μεταρρυθμίσεων είναι πολλά και γίνοντα καθημερινά αντικείμενο κριτικής. Επιτρέψτε μου όμως να επικεντρωθώ σε ένα από αυτά, γιατί το θεωρώ πολύ σημαντικό για την υπόθεση της αναβάθμισης της Εκπαίδευσής μας και για το σπάσιμο του φαύλου κύκλου στον οποίο αυτή έχει μπει διαχρονικά μέχρι σήμερα.

Τα τελευταία 25 χρόνια κάθε υπουργός Παιδείας έκανε τη δική του «μεταρρύθμιση» εκτός από εκείνους που δεν προλάβαιναν και αναδομούνταν γρήγορα. Ο  επόμενος υπουργός συνήθως αμφισβητούσε την προηγουμένη "μεταρρύθμιση" (έστω και αν ήταν υπουργός της ίδιας κυβέρνησης). Η «μεταρρύθμιση» είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο και θλιβερό ελληνικό «προνόμιο» σε σύγκριση με όσα συμβαίνουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, στον όμιλο των οποίων φιλοδοξεί και η χώρα μας να ανήκει.

Αυτές οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» περιορίζονται συνήθως σε επιφανεια­κές λύσεις, αφού ως επί το πλείστον έχουν στο επί­κεντρο του ενδιαφέροντός τους τη δομή των εκπαιδευτικών δικτύων, τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, τα συστήματα αξιολόγησης των μα­θητών και των εκπαιδευτικών (εντοπίζοντας σε αυτά τα αίτια και τα μέσα θερα­πείας των εκπαιδευτικών και οικο­νομικών κρί­σεων), την εκπόνηση γενικόλογων και κλειστών αναλυτικών προ­γραμ­μάτων συγκεντρω­τικού χαρακτήρα και, πάνω απ' όλα, τον καθορι­σμό και την ορ­γάνωση της διδακτέας ύλης με τη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων, που συνο­δεύονται από μερικές σύντομες οδηγίες για τον εκπαιδευτικό. Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, παιδαγωγικά εμπνευσμένων σχολικών βιβλίων, το αποτέλεσμα ήταν ένα συνεχές ράβε- ξήλωνε, ένας θόρυβος για το αν θα πρέπει να γράφει αυτό ή εκείνο το βιβλίο της Ιστορίας, σε ποια σημεία του βρίσκονται οι σωστές απαντήσεις των εισαγωγικών εξετάσεων, πόσα χωριστά μαθήματα να προστεθούν ή να καταργηθούν, ποιες είναι οι σωστές απαντήσεις στις εισαγωγικές εξετάσεις κ.ά.

Εκείνο όμως που περιέργως διαφεύγει από τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις, είναι ο βασικός μοχλός και καταλύτης της εκπαιδευτικής διαδικασίας: ο  δάσκαλος. Ως εκπαιδευτικός παράγοντας, δεν είχε μέχρι σήμερα σχεδόν καμία προτεραιότητα» .

 

Δηλαδή;

 

«Ο εκπαιδευτικός παρέμενε – και εξακολουθεί να παραμένει – στο περιθώριο του συστήματος, περιορι­σμέ­νος στο να ασκεί ένα ρόλο υπαλληλικό, χωρίς ου­σια­στικά εφόδια, χωρίς τη δυνατότητα να ανα­πτύσσει δημιουργικές πρωτο­βουλίες και να συμ­βάλλει δυναμικά στην παραγωγή της γνώσης από τους μαθητές και από τον ίδιο σε προωθημένα επίπεδα μάθησης με αναβαθμισμένες διδακτικές μεθοδολογίες και με δημιουργική αξιοποίηση της διαθέσιμης εκπαιδευτικής τεχνολογίας, σε αντίθεση με τις προσδοκίες που η πολιτεία και η κοινωνία έχουν από το σύγχρονο παιδαγωγικό του ρόλο. Είναι υπο­χρεωμένος να διδάσκει το περιεχόμενο που άλλοι έχουν επιλέξει γι' αυτόν, χωρίς να έχει λάβει ποτέ μέρος σε καμία διαδικασία σχεδιασμού, επιλογής και ανάπτυξης του περιεχομένου αυτού. Η παροχή σε αυτόν σχολικών βιβλίων με ορισμένες άνωθεν οδηγίες διδασκαλίας, οι επίσημες ολιγοήμερες ενημερώσεις για τις τυχόν επιχειρούμενες αλλαγές και η ύπαρξη παροπλισμένων σχολικών συμβούλων (προϊόν και αυτοί του ίδιου συστήματος, με ελάχιστες θεσμικές δυνατότητες ουσιαστικής υποστήριξης του σχολείου), φαίνεται ότι θεωρούνταν αρκετές ενέργειες, για να κυλήσουν τα πράγματα «όπως-όπως».

 

Γιατί νομίζετε ότι συνέβαινε αυτό;

 

«Η παραμέληση του εκπαιδευτικού δεν συνέβαινε οπωσδήποτε εξαιτίας κά­ποιων συνειδητών και κατακριτέων προθέσεων των πολιτικών ηγεσιών, όσο εξαιτίας διαφόρων ιδεολογικών μυθευμάτων και άλλων εμποδίων, όπως οι εκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικο-πολιτικές δομές και οι δυναμικές της αγοράς εργασίας, οι ατελείς επιστημονικές και εκπαιδευτικές εμπειρίες των θεσμοθετούντων και των εκπαιδευτικών σχεδιαστών, οι ταξικές και οι συντεχνιακές πιέσεις της εποχής, οι αυξημένες βλέψεις της ελληνικής οικογένειας για πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η έλλειψη συνέχειας της εκπαιδευτικής πολιτικής, έρευνας, συνέργιας και συστημικής οργάνωσης των εκπαιδευτικών φορέων κ.ά.»

 

Υποστηρίζετε λοιπόν ότι ότι η αναβάθμιση των διδακτικών και παιδαγωγικών δεξιοτήτων και εμπειριών του δασκάλου δεν έχει ακόμη τύχει της δέουσας προσοχής και της προτεραιότητας που της αξίζει από την πολιτεία;

 

«Ακριβώς. Ό,τι και να κάνουν οι «μεταρρυθμιστές», τίποτε ουσιαστικό δεν θα αλλάξει, αν δεν αναβαθμιστεί η ποιότητα της μαθησιακής διαδικασίας μέσα στην τάξη, αν ο εκπαιδευτικός δεν μάθει – και δεν υποστηριχθεί κατάλληλα, να διδάσκει αλλιώς! Πέρασε ο καιρός που θεωρούσαμε ότι η μάθηση των μαθητών, αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών, είναι μία μηχανική διαδικασία παροχής οδηγιών, μία διαδικασία μετάδοσης ή απλής αναπαραγωγής έτοιμων γνώσεων. Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι η μάθηση και η διδασκαλία είναι διαπραγμάτευση δυσνόητων εννοιών και ιδεών, είναι σχέση και επικοινωνία, είναι κατάθεση ψυχής. Χρειάζεται γνώση, τέχνη και εμπειρία για να καταφέρουν οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί να δημιουργήσουν για τους μαθητές τους ένα γόνιμο μαθησιακό περιβάλλον αξιοποιώντας σημαντικές αρχές της παιδαγωγικής και της διδακτικής επιστήμης, εφαρμόζοντας τις κατάλληλες μεθοδολογίες, μετασχηματίζοντας τη διδακτέα ύλη σε ποικίλες μαθησιακές δραστηριότητες, ενεργοποιώντας και δίνοντας κατάλληλα κίνητρα και ευκαιρίες μάθησης σε όλους τους μαθητές – ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις λανθάνουσες δυνατότητες και τους προσωπικούς τους τρόπους μάθησης – και καλλιεργώντας ένα κλίμα δημοκρατικό, ανθρώπινο, συνεργατικό μέσα στην τάξη.

Με λίγα λόγια, ο κατάλληλα εκπαιδευμένος δάσκαλος είναι εκείνος, που θα μπορέσει να δώσει στα διδακτικά μέσα πνοή, να αντισταθμίσει τις αδυναμίες του κακού βιβλίου, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να επινοήσει λύσεις και να αναπτύξει καινοτομίες, να «σκηνοθετήσει» μαθησιακές δραστηριότητες, να αυτοσχεδιάσει επι­στημονικά με βάση την επι­καιρότητα και τις ανάγκες των μαθη­τών, να επι­λέξει το βάρος που θα δοθεί σε συγκε­κριμένους στόχους, να ανταποκριθεί στα κενά του απρόβλε­πτου, να προσφέρει την κατάλληλη σκα­λωσιά της μά­θησης τη στιγμή που υπάρχει η ανά­γκη, να μετα­τρέψει την ψυχρή τάξη σε παραγωγικό εργαστήρι και κόσμο δημιουργικό, να βελτιώνεται συνεχώς αξιοποιώντας τους διαθέσιμους θεσμούς και τα σύγχρονα μέσα αυτομόρφωσης.

 

Εκπαιδευτικός: ο κρίσιμος καταλύτης της μάθησης

 

Από ό,τι καταλαβαίνω, πιστεύετε ότι στη χώρα μας δεν παρέχονται στους εκπαιδευτικούς κατάλληλα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά εφόδια για να ασκήσει το δύσκολο έργο του. Τα βιβλία, τα διδακτικά μέσα και οι υπολογιστές δεν βοηθούν την κατάσταση;

 

«Ασφαλώς όλα βοηθούν, όλα απαιτούν όραμα, σχεδιασμό και οργάνωση. Σε μια εποχή όμως που διακηρύττουμε την ανάπτυξη της κριτικής και δημιουργικής σκέψης, της ενίσχυσης των κοινωνικών, δεξιοτήτων και των πολύπλευρων προσωπικών δυνατοτήτων των μαθητών της συνεργατικής μάθησης και της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, το ζήτημα δεν είναι τόσο αν έχουν οι μαθητές και οι δάσκαλοι βιβλία, διδακτικά μέσα και υπολογιστές, όπως ο περισσότερος κόσμος και οι πολιτικοί νομίζουν, αλλά το τι κάνουν με αυτά. Πώς θα καταφέρουν δηλαδή οι εκπαιδευτικοί να σχεδιάσουν δημιουργικά τις διδακτικές τους παρεμβάσεις, να διδάξουν και να μάθουν διαφορετικά από τον καθιερωμένο, συγκεντρωτικό και παθητικό τρόπο της παραδοσιακής διδασκαλίας, μιας και ο ρόλος τους σήμερα υποτίθεται ότι έχει αλλάξει από καιρό. Ας μην ξεχνάμε ότι το ευνοϊκό αυτό για τη μάθηση περιβάλ­λον δεν το δη­μιουρ­γούν οι υπουργοί και οι εκπαιδευτικοί σχε­διαστές με τις θεωρητικές προθέσεις τους, με τη λήψη διοικητι­κών μέτρων και με την εκ­πόνηση ενός συνόλου αφηρημένων ή απρόσωπων οδηγιών, που συνοδεύονται από σύντομα ενημερωτικά σεμινάρια και μόνον. Το δημιουργεί ο έμπειρος και παιδαγωγικά εμπνευσμένος δάσκαλος, σε συνεργασία με τους μαθητές και τους άλλους φο­ρείς της εκπαιδευτι­κής κοι­νότητας. Πρόκειται για το πιο κρίσμο σημείο οποιασδήδοπτε αλλαγής στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο όμως προσεγγίζεται από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική επιφανειακά, πρόχειρα, αποσπασματικά, με παλαιωμένες αντιλήψεις».

 

Αφού εξηγήσετε γιατί θεωρείτε την πολιτική της ενίσχυσης της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών κομβικό στοιχείο μίας αναγκαίας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, μπορείτε να μας πείτε αν σας βρίσκουν σύμφωνο τα μέτρα που προτείνονται από το Υπουργείο Παιδείας  στον τομέα αυτό;

 

  «Ας δούμε πρώτα το ζήτημα της δυσκολίας και της μακροχρόνιας προετοιμασίας που προϋποθέτει η ανάπτυξη των διδακτικών, παιδαγωγικών και δια-προσωπικών δεξιοτήτων που αναφέραμε ότι απαιτεί σήμερα το έργο και ο ρόλος του σύγχρονου εκπαιδευτικού όλων των βαθμίδων: πρόκειται για γνώση και εμπειρία που δεν υπάρχει κάπου έτοιμη προς κατανάλωση, αλλά χρειάζεται να κατασκευαστεί ενεργά – και με κατάλληλη βοήθεια στην πράξη – από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε μαθητευόμενο. Σχολικά βιβλία μπορούν να γραφούν, κτίρια μπορούν να χτιστούν, εργαστήρια μπορούν να δημιουργηθούν, εκπαιδευτικά δίκτυα μπορούν να αναδομηθούν, αποφάσεις για τις εισαγωγικές εξετάσεις και για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και μαθητών μπορούν να νομοθετηθούν μέσα σε ένα χρόνο. Ο μετασχηματισμός όμως του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης δεν είναι τόσο εύκολη, ούτε απλή και ανώδυνη υπόθεση, όσο έχουμε αφεθεί να πιστεύουμε, ούτε πραγματώνεται αυτόματα και αυτονόητα από τον εκπαιδευτικό με τη λήψη ενός πτυχίου ή με την πάροδο του χρόνου μέσα στην τάξη, χωρίς τη συμβουλευτική υποστήριξη έμπειρων εκπαιδευτών, ακαδημαϊκών φορέων και συστηματικών, ανανεωμένων εκπαιδευτικών-επιμορφωτικών προγραμμάτων, χωρίς τη συνέργια πολλών εκπαιδευτικών και κοινωνικών φορέων. Πανεπιστήμια, Υπουργείο, σχολικοί σύμβουλοι, επιμορφωτικοί θεσμοί, τοπική αυτοδιοίκηση, όλοι χρειάζεται να ανανεωθούν, να εκσυγχρονιστούν και να συνεργαστούν σε οργανωμένα προγράμματα ως ένα βιώσιμο σύστημα με συνέχεια και συνέπεια, αν θέλουμε να προγματοποιήσουμε ένα από τα πολιτιστικά άλματα που έχει ανάγκη ο τόπος μας, επενδύοντας στο ανθρώπινο δυναμικό της εκπαίδευσής μας. Αυτού του είδους η συνέργια δυστυχώς απουσιάζει ακόμη στον τόπο μας με ευθύνη όλων των ενδιαφερομένων φορέων. 

Με όσα προανέφερα, επιχειρώ να δείξω, από τη μια πλευρά, ότι, σε τελευταία ανάλυση, η οποιαδήποτε με­ταρρυθμιστική προσπάθεια στο σχο­λείο δεν μπορεί παρά να περάσει παρά μέσα από τον εκπαιδευτικό και, από την άλλη, ότι η μέχρι τώρα αγνόηση των αναγκών του εκπαιδευτικού μάς οδηγεί στο να αναλογιστούμε τις ευθύνες της πολιτείας και της εκπαιδευτικής ηγεσίας, ειδικότερα, για τη μεγάλη υστέρηση που υπάρχει στον τομέα αυτό στη χώρα μας, αφού και η εκπαίδευση και τα συστήματα υποστήριξης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, για την ανταπόκρισή τους στις απαιτήσεις του σύνθετου, ευαίσθητου και απαιτητικού έργου τους, είναι ανεπαρκή. Έτσι ο φαύλος κύκλος της εκπαιδευτικής μας ανάπτυξης φαίνεται ότι θα μείνει για καιρό ακόμη μαζί μας, όσο τουλάχιστον οι εκπαιδευτικοί μας ταγοί θα συνεχίζουν να διαχειρίζονται τόσο επιπόλαια το πρόβλημα .  

       

Πώς ερμηνεύετε τη μειωμένη αυτή φροντίδα για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών;  Ισχύει αυτή και για τους πανεπιστημαικούς δασκάλους;

 

«Βεβαίως, το παιδαγωγικό έλλειμμα ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς των ανωτάτων ιδρυμάτων. Μόνο που εκείνοι, λόγω της θέσης και της σχετικής αυτονομίας, των παρατεταμένων σπουδών και των μορφωτικών ευκαιριών και των προχωρημένων σπουδών που απολαμβάνουν, φέρουν μεγαλύτερο βάρος ευθύνης. Πολύ δε περισσότερο που εκείνοι δημιουργούν το φυτώριο των μελλοντικών εκπαιδευτικών του συστήματος. Γενικά, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας δεν είναι άμοιρη διαρθρωτικών προβλημάτων, όπως εξ' άλλου και όλοι οι άλλοι εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί φορείς.

Οι λόγοι της παραμέλησης του παράγοντα του δασκάλου στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης έχουν επανειλημμένα αναφερθεί από πολλούς μελετη­τές. Οι κυριότεροι από τους λόγους αυτούς αποδίδονται στην προσπά­θεια του στρεβλά αναπτυσσόμε­νου νεοελ­ληνικού και μετεμφυλιακού κράτους για αυστηρό κοινωνικό και ιδεολο­γικό έλεγχο μέσα στην εκπαι­δευτική διαδικασία, πράγμα που θα εμποδιζόταν με έναν εκπαιδευμένο και σκεπτόμενο δάσκαλο και με ένα αποκεντρωμένο ανα­λυτικό πρόγραμμα, που θα του έδινε ελευθερία ιδεών, πρωτοβουλιών και δράσεων. Στις μέρες μας βέβαια αυτός ο λόγος έπαψε να υπάρχει, όμως τόσο οι τάσεις αυτοσυ­ντήρησης του συστήματος, όσο και η άγνοια των πολιτικών ιθυνόντων για το τι πραγματικά σημαί­νει μάθηση, πώς μαθαίνουν οι μαθητές και οι δάσκαλοι, ποιες οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη θετικού κλίματος και ανθρώπινης επικοι­νωνίας μέσα στην τάξη κτλ., τους κάνει να θεω­ρούν ικανοποιητικές τις πρόχειρες λύσεις που δί­νουν, όπως είναι τα  προγράμματα των Περιφερειακών Επιμορφωτικών Κέντρων (ΠΕΚ) και τα σύντομα σεμινά­ρια που γίνονται με την ευκαι­ρία της απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Όλοι μας, ακόμη και οι πολιτικοί, είτε είμαστε δέσμιοι των δικών μας παλιομοδίτικων προτύπων εκπαίδευσης, είτε αδυνατούμε να μετατρέψουμε με συνέπεια και επιτυχία τη θεωρία σε πράξη.    

 

Ανάγκη συνθετικών και συναινετικών διαδικασιών.

 

Πώς βλέπετε όμως γενικά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της νέας κυβέρνησης ειδικά στο θέμα της εισαγωγής των Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση;

 

Προσπάθειες γίνονται. Άλλες είναι ώριμες και διέπονται από μία καταξιωμένη φιλοσοφία, ενώ άλλες σκοντάφτουν σε ατελείς θεωρήσεις, εμπόδια, φοβίες και εσωτερικές αντιφάσεις. Κάτι προσπαθούν να βελτιώσουν στον τομέα της επιλογής και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, όμως το πρόβλημα που προανέφερα παραμένει ανοιχτό. Θα φέρω μόνο ένα αρνητικό παράδειγμα, που σχετίζεται με όσα ανέφερα προηγουμένως. Πρόκειται για το ζήτημα της εκπαιδευτικής πολιτικής στον τομέα της ένταξης και αξιοποίησης των Νέων Τεχνολογιών στην ελληνική εκπαίδευση, που προβληματίζει ιδιαίτερα εδώ και πολλά χρόνια τους ειδικούς στο χώρο αυτό. Τολμώ μάλιστα να πω ότι η όλη φιλοσοφία και τα μέτρα που παίρνονται είναι εξαιρετικά λανθασμένα και απογοητευτικά, τα οποία μπορούν να αποδοθούν είτε σε άγνοια και επιπολαιότητα, είτε σε επιρροές άσχετων με τα εκπαιδευτικά ζητήματα ημετέρων που απαρτίζουν εισηγητικές επιτροπές, ακόμη και σε μη συνειδητή σύμπλευση με ισχυρούς παράγοντες που, διακατεχόμενοι από προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα βρίσκονται σε διάφορες θέσεις στα υπουργεία και επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις στο θέμα αυτό.

Παρόλο που δεν μου αρέσει να εκφράζομαι με τέτοιου χαρακτηρισμούς και με τέτοιο απόλυτο τρόπο, το κάνω εν γνώσει μου διότι πρόκειται για ένα από τα ακραία δείγματα παρανόησης, στενοκεφαλιάς και πεισματικής προσκόλλησης σε ακατάλληλες για την εκπαίδευση προσεγγίσεις  του εν δυνάμει ευεργετικής συμβολής των Νέων Τεχνολογιών στη μαθησιακή διαδικασία, που όχι μόνο ταλανίζει την εκπαίδευσή μας εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ευθύνεται και για την απώλεια σημαντικών ευκαιριών αναγέννησης του εκπαιδευτικού και κοινωνικού μας συστήματος καθώς και για μία υστέρηση στη χώρα μας στον τομέα αυτό με απρόβλεπτες, επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της παραγωγικής και κοινωνικής μας ζωής. Και δεν το υποστηρίζω μόνον εγώ, που ασχολούμαι με το θέμα από τις αρχές του '80, αλλά και όλη σχεδόν η σχετική με το θέμα πανεπιστημιακή κοινότητα, που έχει σχηματίσει  Ένωση ειδικών εμπειρογνωμόνων στο χώρο αυτό.

 

Πού βασίζετε αυτές τις σοβαρές καταγγελίες;

 

Είναι μια μακρά ιστορία, που θα μπορούσαμε ίσως να διαφωτίσουμε σε μία άλλη ευκαιρία. Για να γίνω περισσότερο κατανοητός, πολύ σύντομα και απλά, θα εξηγήσω μόνον ότι το ζήτημα της εισαγωγής των ΝΤ στην Εκπαίδευση έχει δύο όψεις:

α) τη διδασκαλία της Πληροφορικής ως γνωστικού αντικειμένου (που αφορά είτε την εκμάθηση της απλής χρήσης του υπολογιστή για  τις καθημερινές ανάγκες, είτε την εισαγωγή των μαθητών στην επιστήμη και τα επαγγέλματα της Πληροφορικής) και

β) την παιδαγωγική αξιοποίησή των ΝΤ σε όλα τα μαθήματα και όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, Με βάση τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία, είναι πλέον γενικά παραδεκτό ότι οι ΝΤ διαθέτουν εξαιρετικές δυνατότητες και παρέχουν πρωτόγνωρες προκλήσεις στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές για την αλλαγή του μαθησιακού περιβάλλοντος στο σχολείο και την αναβάθμιση της εκπαίδευσης γενικότερα. Οι διευκολύνσεις αυτές δεν αφορούν μόνον την πρόσβαση στις πληροφορίες και τη χρήση του Ίντερνετ, ούτε την αψυχολόγητη χρήση των διαφόρων ειδών λογισμικού του υπολογιστή και των πολυμέσων που μοιάζουν με πργραμματισμένη μάθηση ή απλά ηλεκτρονικά βιβλία. Αφορούν την παιδαγωγική χρήση δυναμικών, προσομοιωτικών και πειραμματικών εργαλείων του υπολογιστή στα διάφορα μαθήματα και τις λειτουργίες του σχολείου, που με τον κατάλληλο σχεδιασμό της διαδικασίας από τον εκπαιδευτικό, μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να λειτουργήσουν σε επίπεδα περισσότερο κριτικής, διερευνητικής, ανακαλυπτικής, αυτόνομης και συνεργατικής μάθησης. Οι διευκολύνσεις αυτές δεν είναι τόσο γνωστές στο ευρύτερο κοινό, στους γονείς, ακόμη και σε πολλούς εκπαιδευτικούς και πολιτικούς ιθύνοντες.

Όπως εξήγησα και προηγουμένως, η ευεργετική χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη, αλλά συντελείται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, που όταν απουσιάζουν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν ακόμη και στην ενίσχυση των ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών του παραδοσιακού σχολείου, αντί για την υπέρβασή τους. Αποτελεί μάλιστα το πιο τρανταχτό παράδειγμα συνάρτησης των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής τεχνολογίας από την ποιότητα του διδακτικού πλαισίου που ο έμπειρος – τόσο εκπαιδευτικά όσο και τεχνολογικά – εκπαιδευτικός θα μπορέσει να σχεδιάσει και να εφαρμόσει για τους μαθητές του.  Διότι, εκείνο που θα προσδώσει αξία στις ΝΤ, είναι η παιδαγωγική μάλλον χρήση των δυνατοτήτων τους και όχι τόσο η τεχνολογική διάστασή τους καθ' εαυτή.

Δυστυχώς όμως οι διάφορες μέχρι τώρα κυβερνήσεις επιμένουν να προσεγγίζουν το θέμα μόνον με την πρώτη τους διάσταση, δηλαδή την καθαρά τεχνολογική και όχι την ολοκληρωμένη και παιδαγωγική. Αυτό φαίνεται από πολλά μέτρα που σχεδιάζονται ή που έχουν παρθεί, όπως ο διορισμός των ειδικών της Πληροφορικής στο Δημοτικό σχολείο, κάτι που με διάφορους τρόπους έχουμε υποστηρίξει ότι είναι άσκοπο και ασυνεπές με τους στόχους της δημοτικής εκπαίδευσης, τις ανάγκες των παιδιών μικρής ηλικίας, αλλά και τεράστια απώλεια ευκαιριών αναβάθμισης του μαθησιακού περιβάλλοντος με τις ποικίλες ευεργετικές συνέπειες για την πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών. Επί πλέον, χωρίς παιδαγωγικά εκπαιδευμένους στην αξιοποίηση των ΝΤ εκπαιδευτικούς, οι κίνδυνοι από τις παρενέργειες της κακής χρήσης τους, όπως αυτοί της κατάχρησης του διαδικτύου, της εξάρτησης από τον υπολογιστή και της συνεχούς ενασχόλησης με αντιπαιδαγωγικά παιχνίδια, είναι ορατοί καθημερινά και αυξημένοι.

Ένα ακόμη δείγμα αυτής της στενόμυαλης τεχνοκεντρικής και επικίνδυνης για τους μικρούς μαθητές προσέγγισης του θέματος της ένταξης των ΝΤ στην εκπαίδευση, είναι και η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να αγοράσει με κρατικά κονδύλια ειδικούς φορητούς υπολογιστές υψηλού σχετικά κόστους για δωρεάν διανομή σε όλους τους μαθητές του Γυμνασίου. Αποτέλεσμα, χωρίς να έχει προηγηθεί κατάλληλη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, τα οφέλη της αξιοποίησής τους είναι δυσανάλογα μικρά σε ςσχέση με τα οφέλη της διάθεσης των κονδυλίων αυτών για τη δημιουργία γνωσιακής και εμπειρικής υποδομής των ίδιων των εκπαιδευτικών με κατάλληλα σχεδιασμένα προγράμματα, που συνδυάζουν την παιδαγωγική με την τεχνολογική κατάρτιση.

Χαρακτηριστικό της ασχετοσύνης και του γραφειοκρατικού συγκεκτρωτισμού του Υπουργείου στον τομέα αυτό είναι κάτι που και εγώ προσωπικά βιώνω εδώ και χρόνια: Το Υπουργείο υποτιμά την αξία των μεταπτυχιακών σπουδών διετούς διάρκειας των φοιτητών ειδικής κατεύθυνσης στα Παιδαγωγικά Τμήματα των πανεπιστημίων, τα οποία συνδυάζουν υψηλού επιπέδου παιδαγωγική και εμπειρική γνώση με την κατάλληλη για εκπαιδευτικούς τεχνολογική κατάρτιση (και θεωρούνται σε όλο τον κόσμο η ιδανική λύση για εκπαιδευτικούς) και αναγνωρίζεται το δικαίωμα της διδασκαλίας και χρήσης των σχολικών εργαστηρίων  μόνον από τους τεχνολόγους της Πληροφορικής ή όσους άσχετους εκπαιδευτικούς έτυχε να λάβουν κάποια από τις ταχύρρυθμες και χαμηλού επιπέδου επιμορφώσεις του Υπουργείου Παιδείας!

Η νοοτροπία αυτή δείχνει ακόμη μία φορά πόσο υποτιμάται η προϋπόθεση της παιδαγωγικής ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών και γενικότερα το πολιτιστικό έλλειμμα στο οποίο έχουν καταδικαστεί οι εκπαιδευτικοί. Αντανακλάται όμως και στο δημόσιο λόγο της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ, που χωρίς, να έχουν επίγνωση του παιδαγωγικού ελλείμματος που προανέφερα και των κινδύνων που απορρέουν από αυτό, μιλούν για τη δημιουργία του ψηφιακού σχολείου, την προμήθεια των μαθητών με βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή, τον τεχνολογικό εξοπλισμό της τάξης για χωρίς βοήθεια προς τους εκπαιδευτικούς να μάθουν να τον χρησιμοποιούν παιδαγωγικά κτλ. Δυστυχώς, το ευρύ κοινό μην γνωρίζοντας τα νέα δεδομένα και τους συναφείς κινδύνους, υποδέχεται με χαρά αυτές τις εξαγγελίες τεχνολογικού χαρακτήρα, αποπροσανατολίζεται και αδυνατεί να ασκήσει κριτική στην κυβερνητική πολιτική και των δύο κομμάτων της εξουσίας, μια που η στενά τεχνοκεντρική φιλοσοφία φαίνεται να έχει υπερισχύσει και στα δύο κόμματα εξουσίας, ενώ η αντιπολίτευση παραμένει ανενημέρωτη και αδιάφορη πάνω στα θέματα αυτά

 

Συγκεκριμένες κρίσεις, αφηρημένες αναλύσεις

 Συγκεκριμένες κρίσεις, αφηρημένες αναλύσεις

 

Του Κώστα Λαπαβίτσα

 

 

Οι προτάσεις της αριστεράς στη συγκυρία που διανύουμε είναι απαραίτητο να στηρίζονται στην ανάλυση των αιτίων της κρίσης. Αν δεν προσδιορίσουμε τη φύση του προβλήματος, θα βρεθούμε εκτός θέματος. Δεν φτάνει βεβαίως να ειπωθεί ότι οι κρίσεις πηγάζουν από τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ότι θα εκλείψουν μόνο με την ανατροπή του. Αυτό είναι απλώς το σημείο εκκίνησης της μαρξιστικής ανάλυσης. Όπως μας έμαθε ο Λένιν, απαιτείται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κρίσης. Τότε μόνο οι προτάσεις της αριστεράς θα έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο.

Η παρούσα κρίση έχει καταφανέστατο δημοσιονομικό και χρηματοπιστωτικό χαρακτήρα. Είναι συνέχεια της παγκόσμιας αναταραχής του 2007-9, που πήρε μορφή οξύτατης κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη, φέρνοντας την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας. Η προσωρινή αποφυγή της χρεοκοπίας έγινε με δανεισμό του οποίου το τίμημα ήταν εφιαλτική λιτότητα. Οι προτάσεις της αριστεράς θα πρέπει να ερμηνεύουν αυτά τα φαινόμενα, δίνοντας λύσεις και ωθώντας παράλληλα την κοινωνία προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού.

Σε άρθρο τους στην "Αυγή της Κυριακής" (18/7/2010) οι Γιάννης Μηλιός και Σπύρος Λαπατσιώρας, αφού μου άσκησαν εκτενή κριτική για την πρόταση παύσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ, κατέληξαν προτείνοντας την αναδιανομή, την οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και την τόνωση του συλλογικού κοινωνικού ελέγχου. Η παραγραφή του χρέους είναι απλώς μια περίπτωση της απαραίτητης αναδιανομής. Η απάντηση στην κρίση είναι να πληρώσουν οι πλούσιοι. Η ερώτηση προκύπτει αναπόδραστα. Τι έχουν να κάνουν αυτές οι προτάσεις με τα συγκεκριμένα αίτια της συγκεκριμένης κρίσης; Σε ποια χρονική στιγμή των τελευταίων δεκαετιών δεν θα μπορούσαν κάλλιστα να αρθρωθούν από την αριστερά; Η απάντηση είναι προφανής. Εξαιρετικές μεν οι προτάσεις, αλλά δεν ανταποκρίνονται στη συγκυρία.

Από πού όμως προκύπτει η αφλογιστία των συγγραφέων; Πιστεύω ότι πηγάζει από την ανάλυσή τους για τα αίτια της κρίσης. Διατείνονται, λοιπόν, ότι η κρίση δεν οφείλεται στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου εντός της Ευρωζώνης και στο συναφές έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Αν κατάλαβα καλά, οφείλεται μάλλον στην ισχύ του ελληνικού κεφαλαίου. Επιχειρώντας ρήξη με την "αστική προβληματική", ισχυρίζονται ότι οι χώρες της Ευρωζώνης με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, στηρίχτηκαν σε δυναμική αναδιάρθρωση κεφαλαίου, βελτίωση της παραγωγικότητας και άνοδο του ποσοστού κέρδους. Τα υψηλά ποσοστά κέρδους συμπαρέσυραν και τις χρηματοπιστωτικές αποδόσεις, ελκύοντας έτσι κεφάλαια των χωρών του κέντρου. Το πλεόνασμα που δημιουργήθηκε στους κεφαλαιακούς λογαριασμούς επέτρεψε στις χώρες της περιφέρειας να εισάγουν περισσότερα απ' όσα εξήγαγαν. Με δυο λόγια, οι αθρόες εισροές δανειστικού κεφαλαίου από το κέντρο δημιούργησαν τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών της περιφέρειας.

Καλή βέβαια η ρήξη με την "άστική προβληματική", καλύτερη όμως η θεμελιώδης οικονομική ανάλυση. Διότι όπως λέει η εισαγωγική θεωρία του ισοζυγίου πληρωμών, οι χρηματοπιστωτικές ροές έχουν μεν τη δική τους αυτοτέλεια, αλλά σε καθαρή βάση εξισορροπούν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πράγμα που είναι λογιστικά απαραίτητο για να έρθει σε συνολική ισορροπία το ισοζύγιο πληρωμών. Η διακήρυξη του αντιθέτου δεν αποτελεί ρήξη με την "αστική προβληματική", αλλά παραλογισμό. Το λάθος είναι εμφανές, χωρίς καν αναφορά στη θεωρία. Ας υποθέσουμε ότι όντως η Ελλάδα εισήγαγε περισσότερα απ' όσα εξήγαγε, διότι παρατηρήθηκε άφθονη εισροή δανειστικού κεφαλαίου λόγω των υψηλών αποδόσεων στη χώρα μας. Και ερωτώ: γιατί οι δανειζόμενοι δαπάνησαν τα νεοαποκτηθέντα κονδύλια σε προϊόντα εισαγωγής και όχι εγχώριας παραγωγής; Και γιατί οι εξαγωγές δεν ανέβηκαν αντιστοίχως; Προφανώς διότι τα προϊόντα της αλλοδαπής ήταν φθηνότερα και καλύτερης ποιότητας. Ή αλλιώς, διότι το ελληνικό κεφάλαιο δεν ήταν επαρκώς ανταγωνιστικό. Καταλήγουμε λοιπόν εκεί ακριβώς που δεν θέλαμε να πάμε.

Τι επιδιώκουν οι συγγραφείς με το πολύπλοκο και λανθασμένο αυτό επιχείρημα; Πρώτον να προκαταλάβουν τις ευθύνες του ευρώ για την κρίση. Δεύτερον να τονίσουν την υποτιθέμενη ισχύ του ελληνικού κεφαλαίου και άρα να μην τους κολλήσει η ρετσινιά του "η Ελλάδα πάνω από όλα". Και καταλήγουν να προτείνουν την αναδιανομή ως λύση στο καυτό πρόβλημα χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας! Πώς να μην πιστεύει μετά η κοινωνία ότι η αριστερά δεν έχει τίποτε να πει για τη συγκεκριμένη κρίση; Η πραγματικότητα είναι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δομική κρίση της Ευρωζώνης που πηγάζει από την απώλεια ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών χωρών, η οποία με την σειρά της οφείλεται στην τεράστια πίεση επί των εργατών του κέντρου. Η κρίση αντανακλά τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της νομισματικής ένωσης και την αντίθεση κέντρου-περιφέρειας στην Ευρώπη. Το αίτημα της παύσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ καταδεικνύει τον ρόλο της Ευρωζώνης, ενώ αναγνωρίζει ευθέως τις νομισματικές και δημοσιονομικές πλευρές της κρίσης.

Ακριβώς επειδή η κρίση οφείλεται στον χαρακτήρα της Ευρωζώνης, οι περιφερειακές χώρες βρίσκονται μπροστά σε ένα αμείλικτο δίλημμα. Η αντιμετώπιση της κρίσης θα γίνει, είτε εντός της Ευρωζώνης, που σημαίνει τραγική λιτότητα για πολλά χρόνια, είτε μέσω εξόδου από την Ευρωζώνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το αδιαπραγμάτευτο του διλήμματος αυτού δεν έχει ακόμη γίνει επαρκώς αντιληπτό από την αριστερά. Πολλοί έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή μετάλλαξη της Ευρωζώνης, επιτρέποντας την αναδιανομή, και μάλιστα μέσα στα εξαιρετικά στενά χρονικά περιθώρια της κρίσης. Άλλοι πάλι προτείνουν αντίσταση στο Μνημόνιο, που είναι φυσικά απολύτως απαραίτητη, αλλά χωρίς εναλλακτική πρόταση. Δεν ξεφεύγουν δηλαδή από τα πλαίσια του συνδικαλισμού.

Η Πρωτοβουλία Οικονομολόγων δεν έκρυψε ποτέ ότι η έξοδος από το ευρώ θα έχει κόστος. Η υποτίμηση και μόνο θα φέρει άνοδο των τιμών των εισαγομένων, μειώνοντας το λαϊκό εισόδημα. Κόστος επίσης θα έχει και η αναπόφευκτη νομισματική αναταραχή. Κάνουν λάθος όμως οι Μηλιός και Λαπατσιώρας όταν ισχυρίζονται ότι η Πρωτοβουλία επιδιώκει την υποτίμηση. Το σωστό είναι ότι επιδιώκουμε την έξοδο από το ευρώ διότι έχουμε γνώση του διλήμματος που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Η υποτίμηση είναι επακόλουθο της εξόδου, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Λάθος είναι επίσης ότι η έξοδος θα έχει συνέπειες χειρότερες του Μνημονίου για τους εργαζόμενους. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η παύση πληρωμών και η υποτίμηση έχουν σαφώς μικρότερο κόστος για την εργατική τάξη από την παρατεταμένη λιτότητα που υπόσχεται η συμμετοχή στην Ευρωζώνη. Εδώ ακριβώς μπορεί να παίξει ρόλο η αναδιανεμητική πολιτική, που θα γίνει δυνατή με την έξοδο από το ευρώ. Η μεταφορά εισοδήματος από τα πλουσιότερα στα φτωχότερα στρώματα μπορεί να μειώσει τα αρνητικά αποτελέσματα της υποτίμησης για την εργατική τάξη.

Όσον αφορά τώρα τους άλλους κινδύνους της εξόδου, όπως για παράδειγμα την κερδοσκοπία κατά της νέας δραχμής, την έξοδο κεφαλαίων, την κατάρρευση των τραπεζών, την πίεση επί των ασφαλιστικών ταμείων, κ.λπ., τους έχουμε αναφέρει επανειλημμένως. Ακριβώς γι' αυτό προτείνουμε τη διαμόρφωση συνολικού προγράμματος που θα επιφέρει κοινωνική αλλαγή υπέρ της εργασίας. Το ελάχιστο θα ήταν δημόσιος έλεγχος και ιδιοκτησία επί των τραπεζών και άλλων μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου, έλεγχος των κεφαλαιακών ροών, έλεγχος των συναλλαγματικών ροών, ακόμη και έλεγχος ταξιδίων στο εξωτερικό για ένα διάστημα. Σε βάθος χρόνου θα χρειαστεί βιομηχανική πολιτική και συστηματική αλλαγή των δομών της οικονομίας προς πιο παραγωγική κατεύθυνση.

Θα κλείσω όμως με δυο λόγια για την "επαναστατική ρήξη με τον καπιταλισμό" που κάνει ξαφνική εμφάνιση στο κείμενο των Μηλιού και Λαπατσιώρα. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοια ρήξη χωρίς αντιπαράθεση με τη βασική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης να συμμετέχει στο ευρώ με οποιοδήποτε κόστος; Τι επαναστατική ρήξη είναι αυτή που μπρος στη βαθύτερη κρίση του ελληνικού κεφαλαίου για δεκαετίες προτείνει αναδιανομή και οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης; Οι προτάσεις αυτές, εκτός του ότι είναι ανέφικτες εντός της Ευρωζώνης, περιορίζουν την αριστερά στον ρόλο του κοινωνικού σχολιαστή και της φωνής διαμαρτυρίας. Η πραγματική ρήξη βρίσκεται στις ιδέες της Πρωτοβουλίας, δηλαδή στον πυρήνα προγράμματος για την αλλαγή της ισορροπίας υπέρ της εργασίας. Είναι η βάση για τον σχηματισμό μετώπου που μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση μέσω της εξόδου από το ευρώ, προωθώντας παράλληλα τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Το κόστος της εξόδου θα το σηκώσει θεληματικά η εργατική τάξη, αρκεί να πειστεί ότι οδεύει προς την κοινωνική αλλαγή.

 

ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ 25/07/2010, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=557729

Δημόσιο χρέος, πιθανές λύσεις

Δημόσιο χρέος, πιθανές λύσεις

 

Του Νικόλαου Α. Μπινιάρη

 

Αγαπητοί συνομιλητές

«Μεμειγμένη γαρ ουν η τούδε του κόσμου γένεσις εξ ανάγκης τε και νου συστάσεως εγεννήθη. Νου δε άρχοντος τω πείθειν αυτήν των γεγνωμένων τα πλείστα επί το βέλτιστον άγειν, ταύτη κατά ταύτα τε δι' ανάγκης ηττωμένης υπό πειθούς έμφρονος ούτω κατ' αρχάς συνίστατο τόδε το παν». Πλάτων Τίμαιος 47ε5-48α5.

Στις ερωτήσεις, ως κριτική, τις οποίες έθεσα προς τον κύριο Καζάκη υπήρξε μία μακροσκελής απάντηση*. Θα προσπαθήσω, να δώσω ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με πιθανές παρανοήσεις είτε εκ μέρους μου, είτε εκ μέρους του. Το κύριο μέλημα μου όμως είστε εσείς, ως συνομιλητές οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν έλεγχο σε οποιονδήποτε και να διαμορφώσουν γνώμη, δόξα, σε μια ανοιχτή αγορά ιδεών και γνωμών. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται η βούληση του δήμου για να αποφασίσει για ερωτήματα τα οποία ενδιαφέρουν όλους τους πολίτες.

Κατ' αρχάς ορισμένες γενικές παρατηρήσεις.

Ο Πλάτων χωρίζει την ψυχή σε τρία μέρη, το λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν.

Οι συνομιλίες δεν χρειάζεται να ηγεμονεύονται από το θυμοειδές γιατί τότε κινδυνεύει κανείς να αδικήσει κάποιον. Ο θυμός αλλά και η απροθυμία να διαβάσει κανείς προσεκτικά ό,τι γράφει ο άλλος δημιουργούν αδικίες οι οποίες δεν συνάδουν με την δημοκρατική ευαισθησία η οποία πρέπει να μας διακρίνει.

Το επιχείρημα εκ «της αυθεντίας» είναι μέρος των σφαλμάτων της μη τυπικής λογικής και είναι καταγεγραμμένο από τον Αριστοτέλη. Δεν θεωρώ κανέναν οικονομολόγο (μιλάμε για οικονομολόγους) αυθεντία, ούτε τον Άνταμ Σμιθ, ούτε τον Κέυνς ούτε τον Φριντμαν, ούτε τονΧάγιεκ, ούτε τον Κρούγκμαν αλλά ούτε και τον κύριο Καζάκη και βέβαια μακριά από το πρόσωπο μου ο χαρακτηρισμός αυθεντία. Όλους τους προαναφερθέντες τους θεωρώ ως ειδικούς οι οποίοι υπόκεινται σε κριτική άλλων ειδικών καθώς και σε κριτική άλλων μη ειδικών. Πρωτίστως, επειδή οι οικονομικές θεωρίες προτείνονται για να εφαρμοστούν επί των κεφαλών εκατομμυρίων μη ειδικών, οι οποίοι και θα υποστούν τα οφέλη ή τις ζημίες, θα πρέπει οι κάθε είδους αυθεντίες και ειδικοί να δίδουν λόγο για αυτά το οποία λένε ή γράφουν. Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι να δώσουν λόγο (λόγον διδόναι) όλοι όσοι ασχολούνται και προτείνουν λύσεις για τα κοινά. Και αυτό έχει εν πολλοίς καταργηθεί από όλες τις δημοκρατίες για πολλές δεκαετίες. Αυτό έχει καταργηθεί και από πολλές ιδεοληψίες οι οποίες έχουν αυτοβαπτισθεί θεωρίες χ,ψ,ω και θέτουν τον εαυτό τους στο απυρόβλητο ως μεταφυσικές προτάσεις.

Δεύτερον, απεχθάνομαι βαθύτατα όρους με το πρόσφυμα «νέο» γιατί δεν προσδίδουν κανένα διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο στον παλιό απλό όρο εκτός αν σε αυτόν έχουν προστεθεί καινούργιες μεθοδολογίες και λειτουργίες. Το επίθετο «νέο-φιλελεύθερος» υποδηλώνει μια ιδεολογία με ιδεολόγημα των οικονομικό φιλελευθερισμό. Πιστεύω ότι η οικονομία ως επιφαινόμενο της αγοράς έγινε αντικείμενο θεωρίας. Η αγορά, το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά, είναι μόνο μία πρακτική. Είναι μία πρακτική την οποίαν δημιούργησε η προσφορά και η ζήτηση, η σπάνις και η αφθονία. Όλες οι νυν οικονομικές θεωρίες είναι αναποτελεσματικές, για τους εξής λόγους: καταστροφής του περιβάλλοντος και σπατάλης των φυσικών πόρων, τεχνολογίας η οποία αλλάζει σε χρόνο dt τον σχεδιασμό της παραγωγής και της διάθεσης προϊόντων, της ανάγκης της συνεχούς αλλαγής δεξιοτήτων των παραγωγικών δυνάμεων, και συνεχούς ανακατάταξης των πεδίων ανταγωνισμού νέων παικτών, δηλαδή κρατών, προϊόντων και τρόπων παραγωγής. Επίσης θεωρώ ότι οι οικονομικές θεωρίες είναι ατελείς διότι δεν έχουν μελετήσει το δημογραφικό πρόβλημα κοινωνιών όπως «η Ευρώπη η οποία είχε το 1950 επτά εργαζόμενους για έναν συνταξιούχο και το 2050 θα έχει 1,3 εργαζόμενους για έναν συνταξιούχο…. το να μειώνεις μια επιταγή για ένα μωρό αντί να μειώνεις τη σύνταξη κάποιου είναι μια συνταγή για να κόψεις το λαιμό σου». [1]

Τρίτον, μέρος των σφαλμάτων της μη τυπικής λογικής είναι η επίθεση κατά του προσώπου και όχι κατά των επιχειρημάτων του. Ο κάθε ένας ο οποίος θέτει μια πρόταση τόσο σοβαρή και πολύπλοκή όπως η πρόταση περί αρνήσεως του δημοσίου χρέους έχει το βάρος της απόδειξης της ορθότητας της πρότασης του ανάμεσα σε άλλες προτάσεις. Όπως και κάθε ένας ο οποίος αμφιβάλει χρειάζεται να του δοθεί το δικαίωμα της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού. Ο σκεπτικισμός είναι και θεωρία και τρόπος σκέψης και μεθοδολογία. Δεν χρειάζεται να τον θεωρούμε υπέρ ή κατά μιας ιδέας. Είναι λάθος να αποδίδονται χαρακτηρισμοί αντί για επιχειρήματα.

Οι ερωτήσεις μπορούν να στήσουν στον τοίχο (μεταφορικά) όποιον υφίσταται ένα στοιχειώδη Σωκρατικό έλεγχο. Είναι αστείο και θλιβερό μαζί να θέλουμε να επιζήσουμε ως έθνος, ως λαός χωρίς να μπορούμε να αποδεχτούμε την πνευματική μας κληρονομιά. Και αυτή η πνευματική κληρονομιά ενέχει πρωτίστως τον έλεγχο. Ο έλεγχος είναι η προϋπόθεση της δημοκρατίας.

Τέταρτον, σήμερα, όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν ποσοτικοποιηθεί για να αποκτήσουν την αίγλη της ακριβούς επιστημονικής σκέψης. Το ίδιο έχει συμβεί και με την οικονομική επιστήμη. Η ακριβής μέτρηση αγαθών και υπηρεσιών, αξίας, εργασίας, κεφαλαίου, χρόνου και διανομής πλούτου αποτελούν ένα λαβύρινθο από έννοιες και πρακτικές οι οποίες τελικά μεταφράζονται σε μονάδες ευτυχίας, καλής ζωής, ή σε αφηρημένες έννοιες όπως οι ίδιες οι μονάδες μέτρησης. Ένα είναι σίγουρο, από τότε που εμφανίστηκε στην πρόσφατη ιστορία ο  homo economicus η οικονομία παίζει έναν ιδιότυπο ρόλο μεταξύ μεθόδου, εργαλείου, πολιτικής και κριτικής σκέψης. Τελικά τί από όλα αυτά είναι η οικονομική επιστήμη;

Προσοχή, κάθε θεωρία η οποία θέλει να προσομοιάζει με τις θεωρίες της φυσικής επιστήμης πρέπει να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί από το πείραμα. Τα πειράματα αυτά στην οικονομία συνήθως γίνονται στην πλάτη των πολλών και άλλοτε πετυχαίνουν και άλλοτε αποτυγχάνουν. Πάντως οι οικονομικές θεωρίες δεν έχουν την ισχύ φυσικών νόμων.

Λυπάμαι πολύ που δεν προσέχτηκαν τα σημεία στα οποία συμφωνώ με τον κύριο Καζάκη αλλά τονίστηκαν τα σημεία της διαφωνίας μας τα οποία δεν είναι σημεία διαφωνίας ακόμη αλλά αδιευκρίνιστα  σημεία του σχεδίου του. Επ' αυτών υπέβαλα ερωτήσεις για θέματα νομικά και οικονομικά τα οποία χρειάζονται επεξηγήσεις για να παρουσιαστεί ένα σχέδιο το οποίο να είναι εφικτό κατ' αρχάς αλλά και λειτουργικό.

Όπως είναι φυσικό κανένα οικονομικό σχέδιο δεν είναι πλήρες γιατί υπόκειται στην τυχαιότητα. Κανένα οικονομικό ή κοινωνικό σχέδιο δεν είναι γραμμικό. Όταν κανείς συζητά ένα σχέδιο για την σωτηρία της πατρίδος από την μέγγενη στην οποία βρίσκεται πρέπει να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά για να πάρει και την ευθύνη των λόγων του και της πιθανής υλοποίησης των.

Πολλοί ειδικοί συμφωνούν ότι το Ελληνικό δημόσιο χρέος δεν μπορεί να αποπληρωθεί με τον τρόπο με τον οποίον η κυβέρνηση και η Τριμερής έχουν οργανώσει την οικονομική διάσωση της Ελλάδος αλλά και με τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται η χώρα και με το οικονομικό και διοικητικό τρόπο λειτουργίας του κράτους και της ιδιωτικής οικονομίας της Έλλάδος. Τα μαθηματικά για τον υπολογισμό της αύξησης ή μείωσης του μεγέθους του δημοσίου χρέους είναι αυτά.[2]

 

Ό,τι βρίσκεται μέσα στην παρένθεση περιγράφει το λεγόμενο «φαινόμενο της χιονοστιβάδας». Όπως η χιονόμπαλα μεγαλώνει καθώς κυλάει έτσι και το δημόσιο χρέος αυξάνεται σε χιονοστιβάδα. Σε αυτήν την εξίσωση το D είναι το συνολικό χρέος, το Υ είναι το ΑΕΠ σε ονομαστικές τιμές, το PD είναι το έλλειμμα, το i είναι το ονομαστικό επιτόκιο, και το SF είναι  η ρύθμιση του ελλείμματος -χρέους. Από αυτήν την εξίσωση βλέπουμε αυτό το οποίο είχα γράψει.  «Πως θα προχωρήσουμε σε μια τέτοια λύση; Με στάση πληρωμών εφόσον οι αγορές μας χρεώνουν επιτόκιο 1% πάνω από το Γερμανικό. Οι πιστωτές μας γνωρίζουν ότι δεν μπορούμε να πληρώνουμε περισσότερο. Το επιτόκιο έχει άμεση σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης (πάνω από 4% ετησίως είναι δύσκολο να πετύχουμε) έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα για την ομαλή αποπληρωμή του χρέους.. Το δύσκολο είναι εάν η επαναδιαπραγμάτευση θα γίνει πριν η μετά την στάση πληρωμών. Αυτό είναι ένα δύσκολο νομικό θέμα και όντως χρειάζεται επεξεργασία».

Ο κύριος Καζάκης απάντησε: «Η υπόθεση του κ. Μπινιάρη ότι μπορεί να γίνει αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας με επιτόκιο 1% πάνω από το επιτόκιο της Γερμανίας, δείχνει για μια ακόμη φορά με πόση ελαφρότητα και προχειρότητα χειρίζεται το όλο θέμα».

Μα εγώ δεν χειρίζομαι το θέμα, εγώ λέγω ότι μαθηματικά το χρέος αυξάνεται με το φαινόμενο της χιονοστιβάδας και δεν μπορεί να αποπληρωθεί με τέτοια επιτόκια και αρνητικό ή μικρό ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ. Και ερωτώ: τι μπορούμε να κάνουμε;

Υπάρχει η πρόταση της άρνηση του χρέους, repudiation of debt ως εργαλείο απελευθέρωσης από τα δεσμά μιας πιθανής μόνιμης ύφεσης για χρόνια και μείωσης του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή της μείωσης του εισοδήματος των εργαζομένων. Μια πρώτη κίνηση για να αρνηθεί κανείς το χρέος το είναι να το αναγνωρίσει ως odious debt, επαχθές ή αισχρό χρέος. Πράγματι έχει δίκιο ο κύριος Καζάκης στο ό,τι πολλοί οικονομολόγοι έχουν συζητήσει και προτείνει την άρνηση του χρέους. Με την απάντηση του μας έδωσε την ευκαιρία να τοποθετηθεί η πρόταση του σε ένα πλαίσιο, με πολλά περιεχόμενα τα οποία πρέπει να μελετηθούν.

Μια μικρή σημείωση. Έγραψα: «Η επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της κάθε πρότασης δεν εξαρτάται από των αριθμό των υποστηρικτών της, αλλά από τα επιχειρήματα το οποία η κάθε μία επικαλείται». Και ένας να ήταν ο υποστηρικτής της πρότασης άρνησης του χρέους θα έπρεπε να το ακούσουμε. Στην πραγματικότητα ήταν και είναι πολλοί.

Θα ευχαριστήσω τον κύριο Καζάκη γιατί με ξύπνησε από τον ύπνο του δικαίου σχετικά με την ιδέα περί άρνησης του χρέους. Πράγματι ο Άνταμ Σμιθ και ο Ρικαρντο αναφέρονται σε αυτό. Σε αυτό το θέμα έχει αναφερθεί και ο Τόμας Τζέφερσον, ιδρυτής του Πανεπιστημίου του οποίου είχα την τύχη να φοιτήσω. Επίσης ο Τζέφερσον ήταν ένας σφοδρός πολέμιος των τραπεζών και του χρέους γενικότερα. Και αυτής της σχολής είμαι και εγώ. Αν χρειαστεί να αναλύσουμε τις αναφορές του Σμίθ και του Ρικάρντο θα το κάνω με μεγάλη ευχαρίστηση. Πάντως θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το θέμα αυτό είχε άμεση σχέση με το θέμα του δανεισμού σε περίοδο πολέμου. Ας μην ξεχνάμε παρεμπιπτόντως ότι και ο Αδόλφος Χίτλερ αρνήθηκε την πληρωμή Γερμανικών ομολόγων θεωρώντας ότι προέρχονταν από το χρέος της συνθήκης των Βερσαλλιών. Η Γερμανική κυβέρνηση μεταπολεμικά αποδέχτηκε το χρέος και αποπλήρωσε τους ομολογιούχους με μια αναδιαπραγμάτευση. Η θέση της άρνησης του χρέους έχει διάφορους εκφραστές, όπως θα δούμε πάρα κάτω. αλλά αυτό δεν χαρακτηρίζει κανέναν και με κανέναν τρόπο. Εδώ συζητάμε για ένα σχέδιο επί της σημερινής σκληρής πραγματικότητας για όλους.

Εξ' αρχής άρξασθαι. Ποια είναι η έννοια της άρνησης του χρέους; Είναι η μονομερής καταγγελία ενός συμβολαίου. Υπάρχει μια ολόκληρη θεωρία πολιτική(Ρουσώ), νομική(θεωρία συμβολαίων) και θεσμική για την έννοια και την αξία του συμβολαίου. Και ο μακαρίτης ο Αντρέας, για να διανθίσουμε την συζήτηση, μιλούσε για το συμβόλαιο με το λαό. Θεωρείται λοιπόν ότι κάποιοι έχουν υπογράψει ένα συμβόλαιο και κάποιος άλλος το αρνείται. Γιατί λοιπόν δεν αναπτύσσεται ξεκάθαρα πάνω σε ποια βάση μπορούμε ή όχι να το αρνηθούμε; Η άρνηση στηρίζεται πάνω στην βάση την οποίαν διατύπωσε ο Αλέξανδρος Σακ το 1927 για την έννοια του odious debt, του αισχρού ή επαχθούς χρέους. Το αισχρό χρέος κατά τον Σακ έπρεπε να ικανοποιεί τρία κριτήρια: 1) να έχει συναφθεί από ένα δεσποτικό πολίτευμα. 2) να μην έχει χρησιμοποιηθεί για το συμφέρον ή για τις γενικές ανάγκες του λαού, 3) ο δανειστής ήταν εν γνώσει των δύο πρώτων. Η γενική αρχή των αισχρών δανείων βασίστηκε πάνω στο σκοπό και στη χρήση ενός συγκεκριμένου δανείου ή δανείων, αλλά αυτή η βάση διευρύνθηκε στην βάση των παρανόμων πολιτευμάτων.[3] Αυτό επέκτεινε την γενική έννοια της άρνησης του χρέους. 

Ένα μικρό διάλειμμα από τα τεχνικά θέματα. Προφανώς έχουν υπάρξει πολλά αισχρά ή επαχθή χρέη στην ιστορία του πολιτισμού. Ο Σόλων ανέτρεψε το «εσωτερικό» αισχρό χρέος με τα σεισάχθεια. Ο Σαίκσπηρ, στον «Έμπορο της Βενετίας» περιγράφει ένα τέτοιο αισχρό χρέος. Μόνο που ο μέγας δραματογράφος αντέστρεψε τους όρους. Την άρνηση του χρέους την είχαν πρώτοι εφεύρει η βασιλείς της Ευρώπης έναντι των Εβραίων δανειστών τους οι οποίοι χρηματοδοτούσαν τους πολέμους τους. Ο προσφιλής τρόπος άρνησης του χρέους ήταν τότε ένα χριστιανικό πογκρόμ για την δόξα του Χριστού και την Αγίαν του Πίστην. Έτσι και οι Εβραίοι αργά ή γρήγορα κάποιους άλλους θα περνούσαν δια στόματος ρομφαίας και έτυχε να είναι οι Παλαιστίνιοι. Μην ξεχνάμε ότι η Εκκλησία τότε απαγόρευε τον τόκο όπως το έκανε και το κάνει και τώρα ακόμη το Ισλάμ.

Οι πολιτείες του Μισισιπή  του Άρκανσας της Φλόριντας του Μίσιγκαν και της Λουϊζιάνας αρνήθηκαν το 1840 της πληρωμή του χρέους τους. Από τότε μέχρι το 1988 όπου και πτώχευσε η Ένωση για τις απαιτήσεις των κατόχων ξένων ομολογιών του Λονδίνου, υπήρχε αυτή η διένεξη. Οι πολιτείες βέβαια ως μέλη των ΗΠΑ δεν ήταν απαραίτητο να δανειστούν από το εξωτερικό. Πάντως όποτε η πολιτεία του Μισισιπή δανείστηκε ποτέ δεν της προσέφεραν δάνειο από το Λονδίνο.

Στις ΗΠΑ η έννοια και η πρακτική της άρνησης του χρέους είναι θέση των όσων δεν πιστεύουν στο κράτος. Είναι θέση των όσων πιστεύουν ότι οι φόροι είναι κλοπή και το κράτος δεν επιτρέπεται να δανείζεται. Παραθέτω ένα απόσπασμα θιασώτη της άρνησης του χρέους:

«Είναι ειρωνικό ότι ο Μόλντιν (αναλυτής ο οποίος πιστεύει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να σταματήσει τις πληρωμές αλλά εντός του ευρώ και να επαναδιαπραγματευθεί το χρέος της) δεν υποστηρίζει [την άρνηση του χρέους] μια και ό ίδιος λέει ότι είναι οπαδός του φον Μίζες, του Χάγιεκ και του Ροθμπαρντ. Από αυτούς όλοι θα είχαν εξεγερθεί με την προοπτική της συνέχειας αυτής της απάτης στην Αθήνα. Ο Ροθμπαρντ ειδικότερα υποστήριζε την άρνηση του δημόσιου χρέους, διότι υπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτικών και ιδιαίτερα συμφέροντα εις βάρος της κοινωνίας γενικότερα. Είναι προς το συμφέρον των πολιτών η κυβέρνησή τους να αρνηθεί το χρέος το οποίο συγκέντρωσε στο όνομά τους. Οι πολιτικοί χρεώνονται για να το ξοδέψουν πέρα από ότι είναι φρόνιμο ή ηθικό, για να αγοράσουν ψήφους, κυρίως ψήφους των συνδικάτων. Αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδος όπου επαναλαμβανόμενες απεργίες από καθηγητές, λιμενεργάτες, αγρότες και άλλους απαντήθηκαν με μεγαλύτερες αμοιβές και παροχές. Αυτό το σύστημα είναι μια απάτη και κλέβει τα χρήματα των φορολογουμένων. Γιατί πρέπει να αρπάζονται κέρδη γενεών (μην κάνετε λάθος η φορολογία είναι κλοπή, είναι η αρπαγή περιουσίας υπό τον φόβο της βίας) για να συνεχίζουν να υποστηρίζουν εγκληματίες πολιτικούς τραπεζίτες και συνδικαλιστές; Μια στάση πληρωμών θα κατέστρεφε την δυνατότητα της κυβέρνησης να δανειστεί και έτσι θα σταματούσε την απάτη. Οι πολιτικοί δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι για το τίποτα: αν ήθελαν να αυξήσουν τους μισθούς θα έπρεπε να αυξήσουν τους φόρους την ίδια ώρα αντί να το αφήσουν για κάποτε στο μέλλον μετά τις επόμενες εκλογές. Ναι, η στάση πληρωμών θα πείραζε μερικούς, τους ομολογιούχους. Μπα, είναι απόλυτα δίκαιο εφόσον τα Ελληνικά και τα Ισπανικά και τα Ιταλικά και τα Πορτογαλικά ομόλογα και τα Ιρλανδικά έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τα Γερμανικά ή τα Ελβετικά. Αυτοί οι επενδυτές πήραν ένα ρίσκο όπως και εκείνοι οι οποίοι αγόρασαν παράγωγα για την στάση πληρωμών για τέτοια χρέη. Τους πρέπει να χάσουν λεφτά και μάλιστα περισσότερο αυτοί οι οποίοι αγόρασαν παράγωγα για την ασφάλιση του κινδύνου. Στην πραγματικότητα, όπως το ξεκαθαρίζει ο Ροθμπαρντ, οι πιστωτές είναι μέρος της ληστείας, ένοχοι για αποδοχή προϊόντων κλοπής. Βαρέθηκα να ακούω ανοησίες ότι αν οι τράπεζες και οι επενδυτές χάσουν τα λεφτά τους θα έρθει το τέλος του κόσμου. Αυτό είναι ένα παραμύθι το οποίο ταΐζουν σε ένα ευκολόπιστο και αδαές κοινό ώστε να δικαιολογήσουν την μεταφορά της περιουσίας [του κοινού] στις πιο ισχυρές τράπεζες. Ποιο είναι το τέλος του κόσμου; Ο Πόλεμος….Μια κρίση τραπεζών; Αυτό δεν είναι τίποτα…παραγωγικά μέσα αλλάζουν χέρια, αυτό είναι όλο. Δεν χρειάζεται κανείς να πεινάσει, και η ανεργία μπορεί να είναι σύντομη, εκτός αν η γραμμή της κυβέρνησης, εμποδίζει τις απαραίτητες στάσεις πληρωμών ώστε να μεταφερθούν πάγια στοιχεία σε παραγωγική ιδιοκτησία, Με το να μεταφέρουν τις ζημίες στο κοινό, τότε το κεφάλαιο σπαταλιέται, παραγωγικά μέσα μένουν άεργα και χάνονται δουλειές».[4]

Από την άλλη μεριά ο Αυστραλός οικονομολόγος Keen, λέει: «Πρέπει να διαγράψουμε το χρέος, να πτωχεύσουμε τις τράπεζες, να εθνικοποιήσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να αρχίσουμε ξανά από την αρχή. Χρειαζόμαστε ένα Ιωβηλαίο του εικοστού πρώτου αιώνα. [οδηγούμεθα] σε μια ατελείωτη ύφεση εκτός αν απαρνηθούμε το χρέος, το οποίο δεν έπρεπε να έχει παραχωρηθεί από την αρχή. (να μια σημαντική παρατήρηση, δεν έπρεπε να δοθούν ποτέ τόσα δανεικά). Εάν διατηρήσουμε τον παρασιτικό τραπεζικό τομέα ζωντανό, η οικονομία πεθαίνει. Πρέπει να σκοτώσουμε τα παράσιτα και να δώσουμε την ευκαιρία στην πραγματική οικονομία να αναπτυχθεί ξανά και να σταματήσουμε τους χρηματιστές [απατεώνες] να ξανακάνουν το ίδιο το οποίο έκαναν ξανά». Ο Keen είναι ένας κλασσικός Πλατωνιστής, ένας αναθεωρητής ο οποίος θέλει να καθαρίσει την επιφάνεια και να αρχίσει από την αρχή.

Υπάρχει και μια άλλη άποψη για το θέμα της άρνησης του χρέους η οποία σημειώνεται από το οικολογικό κίνημα. «Επίσης πολλοί ιδεαλιστές αλλά όχι λιγότερο άνθρωποι με κοινή λογική αισθάνονται την ευκαιρία να αρνηθούμε την μη-διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτό που φαίνεται το πιο εύσπλαχνο σύστημα (αναφέρεται στο μοντέλο Κέυνς και στην πλήρη απασχόληση) μπορεί να δημιουργήσει στο τέλος βαθύτερη εξάρτηση σε ένα άκαρδο σύστημα και αυτό το οποίο φαίνεται σκληρό και φοβερό μπορεί να ανοίξει το δρόμο για μια πιο μικρή οικονομία και έναν περισσότερο ευχάριστο κόσμο.. τα κράτη έθνη είναι σημαντικά πιόνια στο παιγνίδι δύναμης και οικονομικής διαρπαγής του μοντέρνου κόσμου. Χωρίς αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης και ελέγχου οι άνθρωποι και οι φυσικοί πόροι…χρειαζόμαστε οικολόγους και όχι οικονομολόγους». [5]

Βλέπουμε λοιπόν ότι το θέμα της άρνησης του χρέους συζητείται και από τους κλασσικούς φιλελεύθερους, και από τους ριζοσπάστες, πώς να τους ονομάσω; (δημοκράτες σοσιαλιστές ίσως) και από τους οικολόγους με την άποψη της απo-ανάπτυξης (de-growth) (Latouche).

Οι πρώτοι δεν θέλουν να βλέπουν δημόσιο χρέος για κανέναν λόγο. Οι δεύτεροι θέλουν να το απαρνηθούν αλλά τι θα κάνουν στη συνέχεια; Θα δημιουργήσουν δημόσιο χρέος με εσωτερικό δανεισμό ή θα δανείζονται από το εξωτερικό με έντιμο και λελογισμένο τρόπο; Οι τρίτοι θέλουν την καταστροφής της οικονομικής μεγαμηχανής (όρος του Mumford που τον ετυμολογούσε και στις πόλεις τις οποίες εξοβελίζει κάθε συνεπής οικολογική άποψη), του έθνους -κράτους, επιζητούν απο-ανάπτυξη (de-growth) και οικονομία προσαρμοσμένη στο περιβάλλον και τους περιορισμένους φυσικούς πόρους.

Οι στόχοι και τα κίνητρα μιας τέτοιας αναθεωρητικής κίνησης είναι πολλοί και αντιφατικοί. Δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για το που στοχεύουν τέτοιες προτάσεις και εμείς θα πρέπει να συζητήσουμε όλες τις απόψεις. Όλες έχουν την αξία τους, τα υπέρ και τα κατά. Η πρόταση του Κeen είναι προφανώς αυτή που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι ως κίνηση με Ελληνική χροιά.

Φτάνοντας στο 2000 υπήρξε η ιδέα του λεγομένου «Ιωβηλαίου» του χρέους το οποίο κηρύχθηκε από την οργάνωση Χριστιανική Βοήθεια εκ μέρους της Καθολικής Εκκλησίας το οποίο επικεντρωνόταν στις χώρες του τρίτου κόσμου. Πράγματι, για τις χώρες του τρίτου κόσμου, όπου τα δάνεια είχαν συναφθεί από δικτάτορες, ή είχαν διοχετευθεί στο εξωτερικό από διεφθαρμένες ελίτ, η άρνηση του χρέους ήταν μια οικονομική επιταγή για να μπορέσουν οι χώρες αυτές να επιβιώσουν αλλά ήταν κυρίως και μια ηθική επιταγή. Το 2007 δημοσιεύτηκε η μελέτη του ΟΗΕ για το πρόβλημα των αισχρών δανείων η οποία ανέλυε την νομική βάση της διαπραγμάτευσης ενός τέτοιου θέματος.[6]

Πως θα θέσει μια νέα Ελληνική κυβέρνηση την άρνηση του χρέους; Ως χρέος μιας πρώην παράνομης κυβέρνησης ή ως χρέος το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε επ' ωφελεία του λαού; Το πρώτο δεν μπορεί να τεθεί, εφόσον υπήρχε δημοκρατική κυβέρνηση τα τελευταία 36 χρόνια. Το δεύτερο θα ήταν ενδιαφέρον και θα είχε αντικείμενο. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει νομική θεωρία για debt repudiation προερχόμενη από νομολογία και τις θέσεις Σακ, αλλά δεν υπάρχει ακόμη η νομική έννοια του όρου. Δεν έχει ακόμη γίνει καθαρό στην νομική επιστήμη σε τι αναφέρεται το επαχθές ή αισχρό χρέος όπως είναι ξεκάθαρη η έννοια του διαζυγίου, του δανείου, της κλοπής, της ιδιοκτησίας. Η μονομερής άρνηση του χρέους δεν λύνει το πρόβλημα την εξαφάνισης του 85% του χρέους, μια και συμφωνούμε ότι το 15% ανήκει σε ταμεία τα οποία είναι ηθικό να πληρωθούν. (Αυτό ενέχει άλλα νομικά προβλήματα αλλά ας μην μεμψιμοιρούμε για αυτά).

Στο δημόσιο διεθνές δίκαιο είναι αποδεκτό ότι τα κράτη έχουν συνέχεια ασχέτων κυβερνήσεων ή πολιτικών συστημάτων. Μέχρι στιγμής η οποιαδήποτε άλλη νομική προσφυγή για το θέμα της άρνησης του χρέους με βάση την μη αναγνώριση κυβερνήσεων θα είναι θέμα νομικής διένεξης.

Διατυπώνεται η άποψη: «Κατά τη γνώμη μου η ανάδειξη μιας ριζικά διαφορετικής διακυβέρνησης του τόπου προϋποθέτει το κόψιμο της «συνέχειας του κράτους» , δηλαδή τη νομικοπολιτική αποσύνδεσή της με τις προκάτοχες κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα που τις στήριζε. Δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή κυβέρνηση που σέβεται και προασπίζει τα αληθινά συμφέροντα της χώρας, αν δεν κόψει τον ομφάλιο λώρο με όλο το προηγούμενο καθεστώς».

Αν αυτό είναι μια απάντηση, έστω έμμεση, για την νομική θεμελίωση του χρέους μας ως επαχθούς ή αισχρού, τότε εδώ υπάρχει ένα θέμα το οποίο χρήζει συζήτησης. Θα προχωρήσουμε σε διαφορετικό πολίτευμα ή σε διαφορετική εφαρμογή του νυν υπάρχοντος. Τι ακριβώς σημαίνει το «κόψιμο της «συνέχειας του κράτους»»; Μπορεί να υπάρξει πολιτική αποσύνδεση με ένα νέο πολίτευμα, αλλά νομική αποσύνδεση από την συνέχεια του κράτους δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί όπως είδαμε πιο πάνω. Εκτός αν μιλάμε για την κατάλυση του Ελληνικού κράτους και την αντικατάστασή του από τί; Δεν πιστεύω ότι κάτι τέτοιο υπονοείται από κανέναν. Θα πρέπει το θέμα να αναλυθεί έτσι ώστε να ξέρουμε σε ποια βάση αρνούμεθα το χρέος και πιο υποκείμενο αποτελεί συνέχεια του παλαιού και απορριφθέντος. Όλα αυτά είναι σοβαρά ζητήματα προς συζήτηση

Ούτε η μονομερής έξοδος από ευρώ έχει νομική ισχύ. Μια νέα ελληνική κυβέρνηση έστω και αν διαρρήξει μονομερώς τις νομικές δεσμεύσεις των προηγουμένων κυβερνήσεων αυτό δεν συνεπάγεται την αυτόματη νομική θεμελίωση αυτής της μονομερούς κίνησης.[7] Παραθέτω την μελέτη σχετικά με αυτό το θέμα το οποίο όποιος συνομιλητής θέλει μπορεί να το ερευνήσει με νομικούς.7

Από την μελέτη μάλιστα για την Αμερικανική άρνηση του χρέους, της Κούβας συνάγεται ότι η άρνηση του χρέους βασίστηκε στο ότι το χρέος της Κούβας ήταν χρέος της Ισπανίας και άρα δεν μπορούσε να το οφείλει η Κούβα η οποία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος μετά την εισβολή των ΗΠΑ. Στην περίπτωση της Κόστα Ρίκα εμφαίνεται ότι η περίπτωση της χρήσης των δανειακών κεφαλαίων ήταν για την προσωπική χρήση του Προέδρου και όχι για το κράτος. Ο δικαστής Ταφτς, κλασσικός συντηρητικός, απεφάνθη ότι η Καναδική Τράπεζα η οποία είχε χορηγήσει το δάνειο δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει το δάνειο για αυτόν το λόγο και όχι γιατί το καθεστώς ήταν δικτατορικό.[8]

Το τελευταίο επεισόδιο είναι η προσφυγή των ΗΠΑ για την άρνηση χρέους του Ιράκ, μετά την εισβολή των Αμερικανών. Η επιτροπή ακύρωσε ένα μεγάλο μέρος των χρεών του Ιράκ μια και οι χώρες οι οποίες χρηματοδότησαν το Ιράκ πιέστηκαν από τους Αμερικανούς να το απαλλάξουν από τα χρέη τα οποία είχαν συσσωρευτεί από τον Σαντάμ Χουσεΐν.[9]  Γενικά, η πρόταση του αισχρού χρέους παίρνει την χροιά της καταγγελίας ενός δικτάτορα των χωρών του τρίτου κόσμου, περιγραφή η οποία εγείρει ηθικά προτάγματα και συμπάθεια για την αποδοχή της άρνησης του χρέους από το κοινή γνώμη η οποία πιέζει τους δανειστές προς την άποψη ότι τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν για το λαό. Αλλά ούτε και αυτό σημείο δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό γιατί μπορεί όντως δάνεια ή μέρος δανείων να πήγαν για νοσοκομεία, δρόμους σχολεία, γέφυρες.[10] Στην περίπτωση της Ελλάδος το θέμα της άρνησης του χρέους δεν βλέπω πως μπορεί να θεμελιωθεί νομικά.

Μια επαναστατική κυβέρνηση η οποία θα θελήσει να δηλώσει την θέληση της να απελευθερωθεί από το αισχρό ή επαχθές δημόσιο χρέος και να προχωρήσει έχοντας καθαρίσει το τραπέζι και ξεκινώντας από την αρχή είναι μια αληθινή πολιτική αναγέννηση, ένας φοίνικας ο οποίος αναγεννιέται από τις στάχτες του, αλλά οι πιστωτές δεν θα δεχτούν μια τέτοια κίνηση ως νομικά βάσιμη. Ας υποθέσουμε όμως ότι γίνεται και εμείς αρνούμεθα τα χρέη και βέβαια αποχωρούμε από το ευρώ και εκδίδουμε το δικό μας νόμισμα. Τι μπορεί να συμβεί.

Κατηγορούμαι ότι λέω πως θα συμβούν σημεία και τέρατα. Θα συμβούν ή όχι; Η νέα κυβέρνηση θα προσπαθήσει να δανειστεί ή θα κάνει εσωτερικό δανεισμό; Θα ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό; Θα μηδενίσει τα ελλείμματα; Δεν νομίζω ότι πιστεύει κανείς από εσάς ότι θα μπορέσουμε να δανειστούμε, και αν μπορέσουμε να δανειστούμε ότι θα το πετύχουμε με λογικά επιτόκια; Όλα αυτά χρειάζονται απαντήσεις για το τί θέλουμε να κάνουμε μετά την άρνηση χρέους. Για αυτόν το λόγο το ζήτημα δεν μπορεί να εξαντληθεί έτσι απλά.

Ο κύριος Καζάκης διατείνεται: «Πρώτον, η καταγγελία της σχέσης μας μπορεί και πρέπει να είναι μονομερής. Κι αυτό γιατί είναι αποδεδειγμένα ετεροβαρής, καταχρηστική σε βάρος της χώρας μας και θέτει ανεπίτρεπτους περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας μας. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η ΕΕ και η ευρωζώνη μας έχουν επιβάλλει ένα καθεστώς εποπτείας και κηδεμονίας που δεν προβλέπεται ούτε καν από τη συνθήκη της Λισαβόνας. Εδώ δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν σαν επιχείρημα η αποδοχή από την κυβέρνηση της χώρας, μιας και δεν πήρε εντολή για να αποδεχτεί ούτε το μνημόνιο, ούτε την αποικιοκρατική δανειακή σύμβαση που μας επέβαλε η τρόικα. Και μόνο αυτά αρκούν για να αποχωρήσουμε μονομερώς από την ευρωζώνη χωρίς να ακολουθήσουμε καμιά προβλεπόμενη διαδικασία. Αρκεί να έχουμε μια κυβέρνηση που υπηρετεί στα αλήθεια το λαό και το συμφέρον της χώρας και όχι μια δράκα δωσίλογους όπως σήμερα». Νομίζω ότι η απάντηση αυτή έχει μια δόση υπερβολής. Από ποια σχέση θα αποχωρήσει κανείς μονομερώς; Από την ΕΕ, από το ευρώ, ή από το μνημόνιο; Κάθε μία από αυτές τις σχέσεις μας έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και επιχειρήματα, υπέρ ή κατά. Η αποχώρηση από το ευρώ σημαίνει και αποχώρηση και από την ΕΕ. Παρακαλώ διαβάστε με προσοχή την μελέτη του Φοίβου Αθανασίου, σημείωση 7. Πάντως το θέμα το έλυσε με το άρθρο του στο Ποντίκι 22/7/2010. Σε αυτό λέει: «όποιος νοιάζεται πραγματικά για την κατάσταση του λαού και της χώρας δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει το αίτημα της αποδέσμευσης [από την ΕΕ]». Άρα η πρόταση γίνεται πιο συγκεκριμένη. Αποχώρηση από την ΕΕ, άρα και από το ευρώ, άρα και από τις συνθήκες τις σχετικές με την ΕΕ, τις χρηματοδοτήσεις της και την χρήση του ευρώ.

Στη συνέχεια της απαντήσεώς του λέει: «Σε μια τέτοια περίπτωση τι μπορούν να μας κάνουν; Τίποτε απολύτως. Οι φλυαρίες περί αγωγών εναντίον μας αποτελούν αποκυήματα φαντασίας και ανοησίας άνευ προηγουμένου. Πρώτα και κύρια γιατί μια τέτοια κίνηση της Ελλάδας θα έχει σοβαρό αντίχτυπο στο εσωτερικό των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Δεν θα υπάρξει χώρα στην ευρωζώνη όπου δεν θα τεθεί εκ των πραγμάτων θέμα παραμονής της στο ευρώ. Ειδικά στις χώρες του Νότου. Όχι μόνο γιατί θα το θέτουν οι ίδιοι οι λαοί, που σήμερα παρά το γεγονός ότι καταγράφουν σε όλες τις σφυγμομετρήσεις την αντίθεσή τους με το ευρώ δεν έχουν θέσει θέμα εξόδου, αλλά γιατί οι ίδιες οι εξελίξεις θα το επιβάλουν. Μια αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ θα επιταχύνει δραματικά τις διαδικασίες διάλυσης που ενυπάρχουν και εκδηλώνονται ήδη στην ευρωζώνη. Κι αυτό είναι προς όφελος όχι μόνο του λαού μας, αλλά και των άλλων λαών που βρίσκονται φυλακισμένοι στην ευρωζώνη. Όποιος νομίζει, ειδικά στις σημερινές συνθήκες βαθύτατης κρίσης του ευρώ, ότι η αποχώρηση της Ελλάδας με τους όρους που θα επιβάλει ο λαός της, θα γίνει αναίμακτα για την ευρωζώνη, τότε χρειάζεται ταχύτατα αποτοξίνωση από τις δόσεις ηλιθιότητας που διοχετεύει η κυρίαρχη προπαγάνδα».

Δεν υπάρχει μέθοδος αποτοξίνωσης από την ηλιθιότητα γιατί η ηλιθιότητα είναι εγγενής σολιψισμός. Η προπαγάνδα πάλι είναι μια μέθοδος να παραπλανάς, όχι τους εγγενείς ηλίθιους, αλλά τα ώτα των ακουόντων, όταν είναι ευεπίφορα προς το μήνυμα ή/και όταν απαγορεύεται να ακούγεται οποιαδήποτε άλλη γνώμη.

Μήπως υπολόγισε κανείς από εμάς τι θα γίνει αν οι άλλοι λαοί δεν αντιδράσουν έτσι; Αυτό μου θυμίζει λίγο το δόγμα του élan vital του Γαλλικού στρατού το 1914. Η ψυχή μετράει, αλλά τα κανόνια σκότωναν. Αν ξεμείνουμε από κανόνια, δηλαδή από τους άλλους λαούς, που θα πάμε;

Πάντως, από την ιστορία οκτακοσίων ετών χρεών πτωχεύσεων και αρνήσεων χρέους, ένα έργο των Reinhart και Rogoff, το συμπέρασμα είναι ότι πάρα πολλά κράτη χρεώθηκαν και πτώχευσαν. Άλλα αρνήθηκαν το χρέος με διάφορους τρόπους, αλλά όλα αυτά τα κράτη ξαναχρεώθηκαν. Ένα άλλο χρήσιμο συμπέρασμα από αυτήν την έρευνα είναι ότι μια μεγάλη προσφορά δανειακού χρήματος προηγείται πάντα των πτωχεύσεων. Αυτό είναι μια σημαντική παρατήρηση από την μελέτη των στοιχείων. Πράγματι, το Ελληνικό δημόσιο χρέος πέραν της δικής μας απίστευτης κακοδιαχείρισης και ληστείας διαφόρων ομάδων ήταν ένα χρέος το οποίο δημιουργήθηκε από την προσφορά φτηνού χρήματος από τις τράπεζες, δανειακό χρήμα το οποίο έθρεψε τη ζήτηση και όχι τις επενδύσεις στην παραγωγή. Οι τράπεζες είναι συνένοχες σε αυτήν την διαδικασία υπερπροσφοράς φτηνού χρήματος το οποίο, δημόσιο και ιδιώτες δανείστηκαν αφειδώς και κατέληξαν σε αυτό το απίστευτο κατρακύλισμα. Σε αυτή την περίπτωση ο τραπεζίτης επιβεβαιώνει την εικόνα του ανθρώπου ο οποίος σου δανείζει μια ομπρέλα με ήλιο και στην ζητάει πίσω όταν βρέχει. Οι τράπεζες έπρεπε να αφεθούν να πτωχεύσουν και κάποιες να κρατικοποιηθούν. Αυτό το έχει γράψει ακόμη και η ορθοδοξία της φιλελεύθερης οικονομίας οι Financial Times. Όσες έκαναν σωστά την δουλειά τους θα επιζούσαν για να συνεχίσουν την λειτουργία τους. Αντ' αυτού σώθηκαν αποτυχημένοι τραπεζίτες με τα δικά μας λεφτά, τα λεφτά των φορολογουμένων και τώρα μας ζητάνε πίσω τα δανεικά με τον πιο ανορθόδοξο οικονομικά τρόπο την ανεργία και την αποεπένδυση. Οι τράπεζες πρέπει να τιμωρηθούν για την μωρία τους και ταυτόχρονα για την πανουργία τους, Για αυτό τον λόγο πρέπει να χάσουν και αυτές μέρος από όσα με τόσο άθλιο τρόπο πέταξαν ως δόλωμα στους πολιτικούς και τους ιδιώτες.

Θα προσπαθήσω μετά από τα προηγούμενα  να παρουσιάσω το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους, ως μέρος μιας πραγματικής αντίδρασης απέναντι σε ό,τι έγινε από τις τράπεζες και ως μία πιθανή και ουσιαστική οικονομική διέξοδο από την ασφυξία του δημοσιονομικού χρέους.

Αναδιαπραγμάτευση του χρέους. Τα δύο βασικά μέρη για αυτήν την διαδικασία είναι το Παρίσι και το Λονδίνο. Στο πρώτο διαπραγματεύονται τα χρέη κρατών προς κράτη, στο δεύτερο γίνεται η διαπραγμάτευση κρατών με τράπεζες και ιδιώτες ομολογιούχους. Πρόσφατα η Γερμανία βρίσκεται στην διαδικασία δημιουργίας του Κλαμπ του Βερολίνου. Είναι το σημείο της διαπραγμάτευσης χρεών μεταξύ χωρών του ευρώ. Είναι ο θεσμός ο οποίος θα διαπραγματεύεται τις πιθανές πτωχεύσεις κρατών μελών του Ευρώ όπως η Ελλάδα.

 

Θα ζητήσω να με συγχωρέσετε γιατί παραθέτω παρακάτω το κείμενο το οποίο δημοσιεύτηκε στο Spiegel χωρίς να το έχω μεταφράσει, όπως κα άλλα κείμενα σε αυτήν την παρουσίαση.

 

Creating Order in the Euro Zone

Merkel's Rules for Bankruptcy

By Christian Reiermann

 

REUTERS

Fearing a lasting burden on taxpayers, the German government is preparing a set of insolvency rules for countries in the euro zone. It would require private investors to bear some of the financial burden and force the affected countries to give up some sovereignty. The plan is guaranteed to meet with resistance.

As a physicist and an avowed admirer of the Swabian housewife, German Chancellor Angela Merkel, leader of the center-right Christian Democrats (CDU), is seeking to establish binding rules in the midst of the chaos of financial and monetary crises. Her desire for order was reinforced recently when the prospect of Greece collapsing under a mountain of debt triggered turmoil in the European Monetary Union.

The first national bankruptcy on European soil in decades was only prevented because the remaining countries in the euro zone came to the aid of their faltering fellow member with billions in loans and loan guarantees. The chancellor, determined not to allow the Greek debacle to be repeated elsewhere, proposed the establishment of a procedure to ensure "orderly national bankruptcies." The German chancellor hoped that the plan would create "an important incentive for the euro-zone members to keep their budgets under control."

Finance Minister Wolfgang Schäuble, in complete agreement with Merkel, said: "We have to think about how, in an extreme situation, member states could become insolvent in an orderly fashion without threatening the euro zone as a whole."

Averting Future Problems

The two politicians have taken on a formidable task. They sense that the future of the euro is anything but certain, despite the recently approved €750 billion ($945 billion) European rescue package. In approving the emergency measure, all of those involved, including Merkel, French President Nicolas Sarkozy, European Commission President José Manuel Barroso and Greek Prime Minister Georgios Papandreou, are merely buying time, which they must utilize to work off deficits. This is especially true when it comes to Greece, which will have to restructure its budget by the time all of the bailout packages expire in 2013, but even more so for the euro zone as a whole.

To avert future problems, the Germans have asked their experts to assemble a package of reforms that could stabilize the construct of the European Monetary Union in important ways — if, that is, the partner countries play along. And even then, it cannot be ruled out that some countries could go bankrupt in the future.

The effort is necessary, because important safety measures to protect the common currency are not working. The Stability and Growth Pact, which was intended to nip excessive government borrowing in the bud, proved to be largely worthless. Some of the monetary union's ironclad principles were ignored, including a rule that prohibits member states from coming to the aid of others in financial difficulties. It was only with political tricks of questionable legitimacy that the euro-zone countries managed to ward off the crisis in the short term, but by no means has it been overcome. German taxpayers, in particular, could face enormous burdens if the current measures fail. Under the provisions of the bailout package, Germany has pledged up to €170 billion.

With her plans for orderly national bankruptcies, Merkel intends to eliminate these vulnerabilities within the monetary union. She hopes to install a procedure under which a bankrupt country could be restructured in the future. She also wants to prevent the rescue program from becoming a permanent fixture in the future and, as a result, a chronic threat to the German federal budget.

Sharing the Burden

Despite the urgency of the problem, the German government must take a cautious approach. The chancellor is worried that her deliberations could be seen as a vote of no confidence in the European bailout package, which is why she is treating the plans with such secrecy. Less than a dozen experts from various parts of the government are even familiar with the matter.

Her goal is to structure the plans as a further development of, rather than an alternative to the bailout package. Work on the project has already made a lot of progress. A concept based on preliminary work carried out by the Finance and Justice Ministries is already being circulated at the Chancellery.

If the plans are implemented, banks and investors will not be the only ones bearing the burden when countries in the euro zone encounter financial difficulties. The debt-ridden countries themselves will also have to make substantial sacrifices, and their governments will cede some of their power. The experts propose a two-step procedure. In describing the goals of this approach, Schäuble says: "Whenever a company files for bankruptcy, the creditors must relinquish a portion of their claims. The same should apply in cases of national bankruptcy."

The reformers expect the plan to have a deterrent effect, both for lenders and borrowers. If banks and private investors must anticipate that they may not recoup all of their investment, they will be more cautious about lending money to certain countries.

Those countries, in turn, will be forced to preserve their credit ratings if they hope to continue borrowing. The goal of the German government experts developing the plan is to straighten out a situation gone haywire in the midst of enthusiasm over the bailout program. "The private sector should be involved in the procedure, so that taxpayers are not the only ones bearing the financial burdens," the plan reads. "The bondholder receives a risk premium through the coupon, so it should also have to bear this risk."

Aggravating the Crisis?

But is this feasible? In a situation in which a euro-zone country can no longer service its debts, the government experts propose a "tailored combination of maturity extension and a suitable reduction of the face value or interest rate" of the bonds in question. In other words, creditors receive less money than they are entitled to, and they have to wait longer for it, a process experts refer to as a "haircut."

The debtor country derives most of the benefit. Its financial burden declines, so that the government no longer has to incur new debts to pay off the old ones. This reduces the burden on government budgets, because the country can only borrow new funds by offering its lenders a higher risk premium. Because it blasts new holes into the government budget, this crisis surcharge can also aggravate the crisis.

But the creditors should also receive an incentive to accommodate a debtor nation. In return for waiving their claims, they are guaranteed a residual value of the bond, which would be no more than half its face value. The benefit to them is that they do not have to write off the entire bond. The debtor nation must pay a guarantee fee, which means that it also carries a portion of the burden.

Because less than half of debts are usually forgiven in a haircut procedure, the bankrupt countries are left with an "original country risk." This residual amount functions as a signal, because the country's own bonds are still being traded. If this credit rating declines interest rates rise, and if it rises interest rates decline. In other words, investors, governments and bailout organizations are consistently aware of the market's assessment of the situation.

*                     1

Part 2: Berlin Club as 'International Guarantor'

A newly established Berlin Club would serve as the "international guarantor." The German government experts see this organization as an "apolitical and legally independent entity."

The plans build on existing institutions involved in international debt settlement. While the Paris Club regulates debt restructuring among nations, the London Club specializes in liabilities between banks and countries.

The German government hopes to bridge a gap with its proposal. The Berlin Club would concentrate on government bonds and the associated derivative securities. The members of the club could be recruited from within the G-20 group of industrial and emerging nations. Another possibility would be to establish the club within the framework of the euro zone.

The International Monetary Fund (IMF) would be involved in the debt refinancing from the outset. The German experts see the IMF playing a key role. If representatives of the Washington-based organization determine that debt forgiveness and restructuring have failed, then the second phase of the procedure kicks in.

It amounts to a complete refinancing. According to the concept, "this will require restrictions on sovereign discretionary powers." In other words, the government of the affected country would no longer be able to fully dispose of its own treasury.

Institutionalized Disempowerment

It would be replaced with "an individual or group of individuals familiar with the regional characteristics of the debtor nation," which would safeguard the financial interests of the bankrupt country. The Berlin Club would have the authority to appoint these individuals.

The concept toughens the stance, particularly toward creditors, but also toward the debt-ridden country. If it is implemented, it will amount to an institutionalized disempowerment of a debtor nation's government by the IMF and the new Berlin Club, at least in its final stage. This prospect alone could have a disciplining effect on overspending governments.

But the concepts would also represent an imposition on international donors. Until now, conventional bailout programs like the one devised for Greece have been based primarily on the notion that a cash-strapped government receives public funds from other countries, while private donors are not asked to waive their claims. To put it simply, taxpayers in countries with reasonably healthy government finances, particularly Germany, have taken the place of banks and private investors that have extricated themselves from ailing economies. This would no longer be the case in the future.

This is also the way the EU's and IMF's €750 billion rescue package works. The bailout funds provide the euro zone with planning security until 2013, but it is by no means certain that the crisis will have been resolved by then. Experts predict that by that time Greece will be burdened by a debt ratio of 150 percent of its gross domestic product. The country will have an enormous need for fresh loans, but the difficulties it faces in getting those loans will probably be just as great. This suggests that the country could quite possibly stumble from one bailout program to the next.

Resistance Guaranteed

It is also completely unclear as to if, when and to what extent the new concept could even be implemented. Regardless of whether the government introduces its plans at the G-20 level or within the task force headed by European Council President Herman Van Rompuy, resistance is guaranteed.

Countries immediately or potentially threatened by insolvency, like Greece, Portugal and Spain, will be up in arms against the proposals from Berlin. Why should they agree to rules that would make it easier for the remaining euro countries to deny them aid in an emergency?

But the German government is determined not to be the paymaster for Europe's debt transgressors in the long term. Officials at the Chancellery and Finance Ministry fear that otherwise the German public's support for the euro and the EU would be undermined.

In developing their scenarios, the government experts assume that other potential donor countries share their concerns. The governments of France, Finland and the Netherlands are likely to be just as interested in private creditors and debtor nations bearing a portion of the burden.

No Way Around Emergency Planning

The concept by no means sells itself. If the project were organized under the auspices of the EU, it would face a high hurdle: The European treaties would have to be amended to establish the Berlin Club, which would require the consent of each individual member. This is not a process governments are keen to repeat after the experiences of the Lisbon Treaty.

Nevertheless, there is no way around pushing ahead with emergency planning, because the situation could come to a head more quickly than anticipated. The aid for Greece is subject to the Papandreou government fulfilling the EU and IMF requirements. The Greek prime minister is full of good intentions, but his measures have been relatively ineffective so far. Although the government is raising taxes and even introducing new taxes, revenues have fallen short of expectations. Strikes, like the one that was staged last Thursday, are constantly paralyzing public life and the economy.

In other words, it is quite possible that Greece will not fulfill the conditions and thus will receive no aid from the European fund. This could lead to a consequence that European leaders have been trying to prevent at all costs: a total national bankruptcy. And, if the reform package has not been implemented by then, it could end up being anything but an orderly process.

Η σύνοψη του παραπάνω άρθρου είναι η εξής: Οι χώρες της ΕΕ δεν τήρησαν το σύμφωνο σταθερότητας (3% έλλειμμα και 60% λόγο ΑΕΠ προς δημόσιο χρέος). Όλες παρασπόνδησαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Η Γαλλία γιατί ήταν μεγάλη, ή Ελλάδα και η Ιταλία γιατί μαγείρεψαν τα βιβλία. Η Γερμανία μπροστά στο πρόβλημα Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, δεν θέλει να συνεχίσει να είναι ο χρηματοδότης χωρών με προβλήματα ρευστότητας ή και σε κατάσταση πτώχευσης. Θέλει να διαμορφώσει ένα κλαμπ το  οποίο θα αναλάβει σε περίπτωση στάσης πληρωμών μια  αναδιάρθρωση με κούρεμα έως 50% αλλά και με βαριές ποινές για τα κράτη τα οποία έχουν υποπέσει σε αυτά τα παραπτώματα. Το κλαμπ αυτό θα γίνει είτε με την συμμετοχή του ΔΝΤ και χωρών του G-20 ή με μέλη της Ευρωζώνης. Αυτό το οποίο διαφαίνεται είναι ότι το πακέτο των 110 ή των 750 δισεκατομμυρίων δεν είναι από μόνοι τους μηχανισμοί οι οποίοι μπορούν να διαφυλάξουν το μέλλον του ευρώ και των αγορών. Χρειάζεται λοιπόν ένας μηχανισμός ο οποίος θα διασώζει με αναδιαπραγμάτευση και κούρεμα αλλά και θα τιμωρεί με απώλεια εθνικής κυριαρχίας, στον οικονομικό τομέα, τα κράτη τα οποία θα κηρύξουν στάση πληρωμών μετά από διάσωση και αναδιαπραγμάτευση. Το σχέδιο αυτό θα συναντήσει μεγάλες αντιδράσεις διότι αναιρεί την εθνική κυριαρχία των κρατών μελών στον τομέα της οικονομίας. Στην ουσία αναγκάζει τα μέλη της ευρωζώνης και κατ' επέκταση της ΕΕ να μεταμορφωθούν σε μικρές Γερμανίες. Εδώ μπορεί να κάνει κάποιος πολλές ιστορικές αναδρομές, αλλά ας το αφήσουμε αυτό για μια άλλη παρέμβαση για την ΕΕ και το ευρώ.

Οι πτωχεύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε διάφορά είδη αναδιαρθρώσεων τα οποία είναι δυνατόν να δεχτούν οι πιστωτές. Η υπόθεση της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Κατά μέσον όρο η διαδικασία αυτή για χώρες του τρίτου κόσμου διαρκούν 7.5 χρόνια[11]. Και το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια αναδιαπραγμάτευση είναι ο χρόνος. Μακρόσυρτες διαδικασίες έστω και με «κούρεμα» στο τέλος καταλήγουν ίσως και σε υψηλότερα χρέη. Προφανώς, οι υποστηρικτές της άρνησης του χρέους θα πουν ότι είμαι ανόητος όταν γράφω τέτοια πράγματα γιατί υπονομεύω τη θέση μου. Όμως, ή προσπάθεια την οποίαν κάνω είναι να σας δώσω μια συνολική εικόνα για το τι πραγματικά συμβαίνει και ποιες είναι οι πραγματικές πιθανότητες για κάθε λύση. Ζούμε σε έναν δύσκολο και πολύπλοκο κόσμο. Καμία λύση για την πατρίδα δεν είναι εύκολη. Μην περιμένετε από εμένα να σας πω ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις. Δυστυχώς, παρόλο που η Anne Krueger, υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ από το 2001 έχει προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα διεθνές όργανο για την αντιμετώπιση συστηματικά τις αναδιαπραγματεύσεις του δημοσίου χρέους, αυτό το σχέδιο δυστυχώς, δεν έχει προχωρήσει.  Κατ' αρχάς ας δούμε μερικά στοιχεία για το τί εννοούμε με αναδιαπραγμάτευση.

Και εδώ παραθέτω, δυστυχώς, ένα κείμενο δίχως μετάφραση. Προσπαθώ να μεταφράσω μερικά μόνο σημεία του.

The PIIGS at the Center of the Global Sovereign Debt Crisis

Greece, Portugal, Ireland, Spain and Italy, collectively referred as PIIGS, are a reflection of how the developed countries, the credibility of whom have been endorsed over the years by high credit ratings and low credit spreads, are turning out to be the epicenter of sovereign risk in Europe. Huge fiscal deficit and unimaginably high levels of public debt, dragged these nations to the verge of default when the markets refused to lend money at prevailing rates against their fragile fiscal situation and structurally decaying economies. Greece, the weakest of all, has effectively defaulted on its debt obligations when it approached EU/IMF for funds (see How the US Has Perfected the Use of Economic Imperialism Through the European Union!). The support extended by the European Union was primarily to contain the contagion effect (resulting from common currency as well huge inter-country claims) which would have done greater damage and would have cost more. However, the aid extended by EU and IMF is quite insufficient as it will solve only a fraction of the liquidity problem, and even then for a short term, while the major solvency and liquidity issues over the medium-to-long term remain. Thus, the only inevitable outcome which can bring sustainability to the public finances of these countries is the restructuring of their sovereign debt. (ως εκ τούτου το μόνο αναπόφευκτο αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να επιφέρει την διατηρησιμότητα στα δημόσια οικονομικά αυτών των χωρών [PIIGS] είναι η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους τους)

The Sovereign Debt Restructuring

Sovereign debt restructuring can be done either by taking haircuts on the principal amounts or by extending the maturity of the debt. ( η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους μπορεί να γίνει ή με «κούρεμα» στο κεφάλαιο ή με επιμήκυνση της πληρωμής του χρέους). While the latter will result in some losses to the creditors owing to resultant reduction in Net Present Value , the losses shall be significantly lower than in case of haircuts in the principal amount. However, in the case of PIIGS, this option will solve the liquidity side of the problem rather than solvency issues. In the following model, we have estimated the haircuts on the principal amounts that might be taken to bring the sovereign debt of PIIGS to a more sustainable levels. (στο ακόλουθο μοντέλο υπολογίσαμε τα «κουρέματα» στο κεφάλαιο τα οποία χρειάζονται για να φέρουν το δημόσιο χρέος των PIIGS σε πιο διατηρήσιμα επίπεδα)

The restructuring of the sovereign debt of PIIGS nations, especially Greece, is likely to occur owing to, either or both, of the following reasons

Government debt ratio (Government debt as % of GDP) is at unsustainably high levels

Government debt levels in excess of 100% of GDP are highly unsustainable owing to the the huge re-financing risk as well as the interest rate risk. Interest expense on such a high debt level is already a huge burden on the fiscal situation; an increase in interest rates can put more pressure on the public finances of the country. Further, the country runs the risk of failure to refinance or roll-over such high level of debt in the market .

PIIGS have been facing tough times meeting their debt obligations (interest expense and the principal repayment) owing to increasingly expanding spreads over the perceived safe haven rate of the German bund. The liquidity crunch (pre-EU/IMF bailout announcement) that they are witnessing in the market is owing to high risk perception build due to poor public finances situation (rising primary and fiscal deficits) as well as bleak economic outlook of these countries. Subscribers should reference:

o       File IconGreece Public Finances Projections

o       File IconIreland public finances projections

o       File IconSpain public finances projections_033010

o       File IconUK Public Finances March 2010

o       File IconItaly public finances projection

While the IMF/EU package will be a short term liquidity relief over the next three years, after 2013 these countries will again turn to the credit markets to finance not only the scheduled bond obligations but also repay IMF and EU loans (reference What We Know About the Pan European Bailout Thus Far). Thus, restructuring of the debt might become inevitable for PIIGS countries specially those which have debt levels in excess of 100% of GDP. Out of the PIIGS countries, Greece and Italy already have government debt in excess of 100% of GDP while Ireland and Portugal are rapidly approaching those levels. Greece in particular has unsustainably high debt ratios which are estimated to spiral from 116% of GDP to 140-145% of GDP in 2013

Increase in government debt ratio (Government debt as % of GDP)  is unsustainable

Increases in government debt ratios stem primarily from the "snowball effect" and the primary deficit. The snowball effect is the self-reinforcing effect of debt accumulation arising from the spread between the interest rate paid on public debt and the nominal growth rate of the national economy. If the average interest rate paid on existing public debt is higher than the nominal GDP growth rate, it will result in increase in government debt ratio (Government debt as % of GDP).

PIIGS are recording huge primary deficits, i.e, government expenditures (excluding interest expenditure) exceeding government revenues, which are leading to additional borrowing that then adds to the government debt levels – wash, rinse, repeat… This coupled with the snowball effect, which itself increased substantially due to negative nominal GDP growth and rising interest rates, has been contributing substantially to the increase in the government debt ratios of these countries. In the case of Greece, this effect has been extremely large owing to very high government debt, rising borrowing cost and the shrinking economy.

The BoomBustBlog Haircut Model[12]

Below is a live spreadsheet summary, currently updated by our analysts with new developments and refinements, that calculates the expected haircuts in several of the PIIGS members, followed by a much more comprehensive sheet for our professional subscribers.

Professional and Institutional subscribers may access this full model (which calculates each of the PIIGS members' estimated haircuts individually) online by clicking this link. You may click here to subscribe or upgrade to the professional/institutional level.

 

 

 

 

 

 

Summary

 

Haircut in 2012 so that Debt as % of GDP is 100%

30.5%

17.9%

1.6%

NA

NA

We estimated the haircuts on debt which will bring down the government debt ratio to 100% in 2012. Greece and Italy are expected to have government debt in excess of 100% of GDP in 2012 which might result in haircuts in principal amount to bring them at more sustainable level

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Haircut in 2012 so that increase in the debt ratio is sustainable

43.1%

29.0%

26.1%

20.8%

34.6%

Change in government debt ratio results from snowball effect and primary balance. Snowball effect is a function of the government debt ratio, average interest rate and nominal GDP growth. A high government debt ratio and a substantial spread between the nominal GDP growth and the interest rates will lead to increase in snowball efftect.
Based on assumptions about nominal GDP growth, average interest rates and primary balance from 2013 till 2025, we computed the cumulative increase in government debt ratios till 2025 which is sum of cumulative snowball effect and cumulative primary balance from 2013 till 2015. We estimated the haircuts in debt in 2012 which will reduce the government debt ratio at the end of 2012 and also cumulative snowball effect over 2013-2025 so that the government debt ratio at the end of 2025 is equal to 80% of GDP

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Estimated Haircut

43.1%

29.0%

26.1%

20.8%

34.6%

The maximum of the two estimates for haircuts is taken as the estimated haircut in the event of restructuring for each country.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Owing to IMF seniority status, the share of IMF haircut is expected to be borne by other investors

4.1%

2.7%

2.5%

2.0%

3.3%

Since the loans provided by IMF are most likely to assume a seniority status over other creditors, we added the share of haircut on IMF loans to the haircut that creditors will take on their holdings.The share of haircut on IMF loans is based on the announced assistance by IMF to Greece which is used to estimate the government debt structure in 2013. The IMF assitance to other PIIGS is assumed to be in the same proportion.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Haircut after the impact of IMF seniority status

47.1%

31.7%

28.6%

22.8%

37.8%

Estimated haircuts that might be taken in the event of restructuring of the government debt of PIIGS in 2012

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Estimated government debt structure by 2013

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

Greece

Italy

Ireland

Spain

Portugal

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

IMF

30

178

16

85

15

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

EU loans

80

474

42

228

40

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Investors

239

1417

125

680

119

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Total government debt

349

2069

183

992

174

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Break-up assuming the IMF and EU loans are offered in the same proportion

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

IMF

8.6%

8.6%

8.6%

8.6%

8.6%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

EU loans

22.9%

22.9%

22.9%

22.9%

22.9%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Investors

68.5%

68.5%

68.5%

68.5%

68.5%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Government debt as % of GDP

Greece

Italy

Ireland

Spain

Portugal

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

2010

131.31%

118.57%

85.85%

66.53%

85.18%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

2013

146.08%

122.48%

106.24%

85.72%

102.00%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

2010

Greece

Italy

Ireland

Spain

Portugal

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Snowball effect

11.87%

2.47%

6.06%

1.72%

2.64%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Primary deficit (surplus)

3.14%

0.90%

15.80%

9.61%

5.63%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Addition to government debt ratio

15.01%

3.37%

21.85%

11.33%

8.28%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

2013

Greece

Italy

Ireland

Spain

Portugal

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Snowball effect

3.42%

1.29%

1.53%

1.20%

3.11%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Primary deficit (surplus)

-1.30%

-0.65%

3.12%

3.67%

1.05%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

Addition to government debt ratio

2.12%

0.64%

4.65%

4.87%

4.15%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δυστυχώς δεν έχω τον χρόνο να μεταφράσω ολόκληρο το κείμενο όπως και τις πολλές σελίδες βιβλιογραφίας την οποία σας παραθέτω. Όσοι θέλουν να προχωρήσουν την μελέτη ας το κάνουν από μόνοι τους. Ακόμα  και οι ειδικοί ελπίζω να βοηθηθούν, κυρίως οι νομικοί. Η παραπάνω παρουσίαση είναι ενδιαφέρουσα γιατί προσφέρει με αναλυτικό τρόπο το «κούρεμα» για την Ελλάδα σε 47,1 το 2012 το οποίο είναι απαραίτητο για να διακοπεί το φαινόμενο της χιονοστιβάδας του δημοσίου χρέους. Αυτό υπολογίζει ο αναλυτής. Δεν τα θεωρώ θέσφατα και τα νούμερα μπορεί να αλλάξουν ανάλογα με τις συνθήκες οι οποίες θα διαμορφωθούν, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο. Για να μην αποσιωπώ στοιχεία ο ανωτέρω αναλυτής θεωρεί επίσης ότι το ευρώ διαλύεται. Για το θέμα του Ευρώ θα μιλήσουμε όμως στην επόμενη παρέμβαση.

Καθώς όλοι γνωρίζετε η Ελληνική κυβέρνηση καθώς και η ΕΕ και το ΔΝΤ δεν θέλουν να ακούσουν για αναδιαπραγμάτευση.. .οι λόγοι είναι πολλοί. Μια αναδιαπραγμάτευση εν αταξία θα δημιουργήσει προβλήματα στην Ελλάδα (θέμα χρόνου) και στην ΕΕ (θέμα εμπιστοσύνης στο ευρώ). Ο Thomas Mayer διευθυντής οικονομολόγος της Deutsche Bank είπε πρόσφατα: «μόνον η μείωση του ελλείμματος δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του χρέους…σχεδόν κανένας από όσους ξέρω δεν πιστεύουν ότι μπορεί να λυθεί δίχως αναδιαπραγμάτευση..». Ο C Buiter διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών της Citicorp, στις 17/6/2010 σε ομιλία του είπε χαρακτηριστικά: «Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθυστερούν την αναπόφευκτη αναδιαπραγμάτευση  του Ελληνικού χρέους γιατί είναι «δειλοί, στην ουσία τους είπε κατρουλήδες», γιατί δεν θέλουν να σώσουν τις τράπεζές τους…έχω νέα για αυτούς οι οποίοι έφτιαξαν αυτό το πρόγραμμα. Λογικά η στιγμή για να πτωχεύσει μια χώρα μονομερώς είναι η στιγμή που έχει μεγάλο χρέος και όχι έλλειμμα…αυτό πρέπει να γίνει στην αρχή του επομένου έτους με κούρεμα 30% ώστε η Ελλάδα να φτάσει σε ποσοστό 80% χρέους προς ΑΕΠ… αν πάει ως το 2012 το κούρεμα θα φτάσει στο 40%..(αυτό περίπου το οποίο λέει η παραπάνω ανάλυση που παρέθεσα)…ο χρόνος τον οποίον χρειάζονται είναι ο χρόνος για τις Ευρωπαϊκές τράπεζες Γερμανικές και Γαλλικές για να αυξήσουν τα κεφάλαια τους (το ίδιο ισχύει και για τις Ελληνικές οι οποίες έχουν μεγάλο αριθμό ομολόγων) ώστε να επιβιώσουν από το «κούρεμα» ή να αφαιρέσουν τα χρέη από τους ισολογισμούς τους…»

Ας πούμε όμως ότι όλα αυτά είναι λάθος. Αυτό το οποίο μένει είναι ότι η κυβέρνηση και άλλοι της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν μιλάνε για αναδιαπραγμάτευση, μάλιστα παρουσιάζουν διάφορα επιχειρήματα και άλλοι μιλάνε και πολύ συγκεκριμένα διατυπώνοντας αντεπιχειρήματα. Εμείς δεν θέλουμε να παραμείνουμε υπόδουλοι ενός εξοντωτικού χρέους το οποίο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να υποφέρουμε και χωρίς λόγο για δεκαετίες.

Ερχόμαστε λοιπόν στο θέμα της αναδιαπραγμάτευσης με τάξη και οργάνωση. Στο κείμενο των Buchheit and Gulati, υπάρχει μια πλήρης νομική ανάλυση του θέματος.[13] Υπάρχουν και εδώ υπέρ και κατά, νομικά και κυρίως πολιτικά επιχειρήματα σε σχέση με την θέση της ΕΕ, του ευρώ και της αξιοπιστίας του νομίσματος. Παρόλα αυτά οι δύο νομικοί θεωρούν ότι μια τέτοια διαδικασία, εφόσον έχει πολιτικά αποφασιστεί μπορεί να τελειώσει μέσα σε έξη μήνες. Αυτό είναι κεφαλαιώδες, γιατί μια αναδιαπραγμάτευση ετών θα καταλήξει σε καταστροφή όπως είπα πάρα πάνω.

Προσπάθησα να παρουσιάσω το θέμα όσο πιο απλά γίνεται, αν και είναι σύνθετο και πολύπλοκο. Η πρώτη συνιστώσα της αναδιαπραγμάτευσης είναι η πολιτική βούληση η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η δεύτερη συνιστώσα είναι ο τομέας των διαπραγματεύσεων οι  οικονομολόγοι έχουν κάνει μελέτες και έχουν κατασκευάσει μοντέλα τα οποία χρησιμοποιούν θεωρία παιγνίων όπως το «δίλλημα του φυλακισμένου».[14] Προσπαθούν να αναλύσουν ποια θα ήταν η πιο κατάλληλη απόφαση για τους πιστωτές και τον δανειολήπτη σε μια διαπραγμάτευση. Πόση έκπτωση θα δεχτούν και πόση είναι απαραίτητη για τον δανειζόμενο να σταθεί οικονομικά στα πόδια του. Η τρίτη συνιστώσα σε μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους είναι η νομική πλευρά. Αυτή η πλευρά είναι σημαντικότατη, γιατί το όλο θέμα βασίζεται στη νομοθεσία του κράτους χρεώστη και την διεθνή νομοθεσία περί ομολόγων τα οποία υπόκεινται σεσυλλογικές διαπραγματεύσεων, καθώς και στα νομικά πλαίσια της ΕΕ.

Η πολιτική βούληση σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη προϋπόθεση και για την άρνηση του χρέους (όπως σωστά διατείνεται ο κ. Καζάκης) αλλά και για την αναδιαπραγμάτευση του. Η πρώτη περίπτωση θεωρώ ότι είναι νομικά αστήρικτη, και οικονομικά θα συνεισφέρει σε αρνητικές εξελίξεις. Πέραν αυτού δεν έχω καταλάβει ποια θα είναι η συνέχεια μετά την άρνηση χρέους στο θέμα δανεισμού ή μη. Από την μελέτη των Reinhart and Rogoff. Φαίνεται ότι κανείς δεν γλύτωσε τον επαναδανεισμό. Η δεύτερη λύση, η αναδιαπραγμάτευση είναι δύσκολη, αλλά νομίζω εφικτή. Στην ερώτηση γιατί οι τράπεζες και οι δανειστές μας θα δεχτούν μια τέτοια λύση απαντώ ότι δεν θα μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η απειλή της πτώχευσης, και η απώλεια όλων των χρημάτων θα τους κάνουν να δεχτούν την μείωση του χρέους. Και αυτό είναι μια υπόθεση πολιτικής βούλησης. Η πολιτική βούληση δεν είναι μόνο θέμα της Ελλάδος αλλά και της ΕΕ. Από το πακέτο των 80 δισεκατομμυρίων φτάσαμε στο πακέτο των 750. Αυτό μας δείχνει προς μία κατεύθυνση πολιτικής απόφασης της ΕΕ, η οποία είναι ακόμη υπό διατύπωση μαζί με άλλες αποφάσεις για το νόμισμα, την δημοσιονομική σταθερότητα και την πιθανή οικονομική σύγκλιση. Το σχέδιο της Καγκελαρίου Μέρκελ εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο για την διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος αντιμετώπισής των υπό πτώχευση κρατών. Αυτό δείχνει προς την κατεύθυνση της προσπάθειας επιβίωσης της ΕΕ.

Είναι προφανές ότι αναλύω μια πρόταση μέσα στο ευρώ και την ΕΕ. Γνωρίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί οι οποίοι θεωρούν το ευρώ καταστροφή, ανίκανο να εξελιχθεί σε νόμισμα όπως το δολάριο, και ότι η ΕΕ είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια και μάλιστα καταστροφική. Σε αυτές τις κριτικές υπάρχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας αλλά δεν συγκροτούν το σύνολο της άποψης ή έστω της προσκόλλησης στην Ευρώπη. Θα προσπαθήσω να αναπτύξω ορισμένες απόψεις για αυτό το θέμα σε άλλη παρέμβαση μου.

Σε κάθε περίπτωση, επειδή ό,τι γράφτηκε πιο πάνω δεν είναι άμοιρο κριτικής και αντίκρουσης από πολλές πλευρές καλό θα ήταν να σκεφτούμε όλοι με προσοχή ένα θέμα το οποίο θα διαγράψει το μέλλον μας για πολλά χρόνια. Ίσως μάλιστα με τον τρόπο τον οποίον το αντιμετωπίσαμε μέχρι σήμερα έχει ήδη προδιαγράψει περίπου αυτό το μέλλον. Φοβάμαι ότι μέρος της πολιτικής ελίτ δεν έχει αντιληφθεί πλήρως το θέμα. Ο κ. Καζάκης, όπως και πολλοί άλλοι ειδικοί ή πολιτικοί παράγοντες κάνουν πολύ καλά και φέρνουν καίρια ζητήματα στην επιφάνεια αλλά αυτά είναι ανοικτά θέματα προς συζήτηση. Η συζήτηση αυτή όμως έχει πολύπλοκες νομικές, οικονομικές, πολιτικές συνιστώσες, πάνω στις οποίες έπρεπε να είχαμε κάνει πριν πολλά χρόνια όχι μόνο συζήτηση, αλλά και να είχαμε βγάλει πρακτικά συμπεράσματα τα οποία έπρεπε να είχαν ήδη εφαρμοστεί. Δεν μπορούμε  να κάνουμε ατελείωτη ψυχανάλυση χωρίς πρακτικά αποτελέσματα. Παράδειγμα ουσιαστικής αντιπαράθεσης η οποία δεν έγινε είναι: «μας συνέφερε να μπούμε στο ευρώ και υπό ποίους όρους, και προϋποθέσεις; Τι έπρεπε να αλλάξει στην Ελληνική κοινωνία για να μπούμε στο ευρώ; Είχε η Ελληνική κοινωνία τις θεσμικές, νομικές, πολιτισμικές προϋποθέσεις να αποδεχθεί ένα νόμισμα βασισμένο σε άλλες αξίες παραγωγής και διανομής πλούτου; Ήταν μόνο τα φτηνά δάνεια ικανός λόγος να μπούμε στο ευρώ, τα οποία μας οδήγησαν στην χρεοκοπία, ή/και οι αρπαχτές από τα κοινοτικά ταμεία για εξαγορά ψήφων;». Βάλλαμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί και πορευτήκαμε με συνθήματα. Τα συνθήματα πρέπει να πάρουν τέλος από όλες τις πλευρές και να αρχίσει η πραγματική δουλειά πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα. Δεν έχουμε χρόνο. Οι άλλοι λαοί δεν περιμένουν εμάς να αποφασίσουμε. Οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Τούρκοι έχουν κάνει επιλογές και βήματα προς κάποια κατεύθυνση. Εμείς δεν έχουμε καν θέσει τα πρακτικά προβλήματα στο τραπέζι και από την εποχή της Θάτσερ καταδικάζουμε την ιδεολογία του κέρδους και της αγοράς χωρίς να έχουμε προτείνει, να έχουμε εφαρμόσει τίποτα πρακτικό για την κατάστασή μας.

Ότι και αν έχει επισυμβεί όμως δεν θα παύσουμε να ασκούμε έλεγχο και κριτική. Όλοι υποκείμεθα σε Σωκρατικό έλεγχο.

 

Η ανάγκη, φυσική, οικονομική ή λογική πείθεται δια του λόγου να μας βοηθήσει ώστε να ξεπεράσουμε ή να καθοδηγήσουμε αυτές τις ανάγκες προς μία δική μας έμφρονα κατεύθυνση. «με αυτόν τον τρόπο συστήθηκε κατ' αρχάς αυτό το παν». Ο ορθός λόγος, τώρα μάθαμε, δεν αποτελεί πλέον το μόνο συστατικό της δημιουργίας αυτού του παντός. Για μας όμως, είναι χρήσιμο να μάθουμε που οδήγησε και που οδηγεί το ξεπέρασμα των ορίων του ορθού λόγου.

 

* Νικόλαος Α. Μπινιάρης, 24/7/2010 και με αφορμή την κριτική της κριτικής στου από τον Δημήτρη Καζάκη: Απόκρουση κριτικής για τo επαχθές χρέος (1η Δημοσίευση εδώ στην Αποικία,15/7/10)

 



[1] Edward Hugh, blogspot.com/ May 18 2010

[2] Danske research, Research Euroland, January 4 2010

[3] The University of Iowa: Center of International Finance and Development. Foreign Dept: Forgiveness and Repudiation. April 2007

[4] http://georgewashington2.blogspot.com/2010/04/is-it-time-for-debt-jubilee.html

[5] : http://www.ecorealty.org/sovereign_debt2.htm Dave Hopkins.

[6] U.N: The concept of odious debt in Public International Law, no 185, 2007

[7] Withdrawal and expulsion from the EU and EMU, some reflections. ECB Legal working papers December 10 2009

[8] Demystifying the Doctrine of odious debt, Duke Law School: Mitu Gulati et al.. 2009

[9] Thomas S. Wyler: Wiping the slate. University of Pennsylvania Law School,.2008

[10] How to challenge illegitimate debt. Legal cases, Basel, 2009

[11] Mark. L. J Wright, Restructuring foreign debt with private sector creditors: theory and practice. University of California June 2 2010

[12] http://boombustblog.com/reggie-middleton/

[13] How to restructure Greek debt. 7/5/2010 http:/ssm.com/abstract=1603304

[14] The handbook of Country Risk Analysis Routledge 1992 Eric Rasmusen: The Strategy of Sovereign Debt Renegotiation.

Το νέο ασφαλιστικό και οι εγγυήσεις του κράτους

Το νέο ασφαλιστικό και οι εγγυήσεις του κράτους

 

Του Γιώργου Ρωμανιά *

 

 

Κατά τη συζήτηση κατ' άρθρον του ασφαλιστικού ν/σ, το άρθρο 1 αναμορφώθηκε με την προσθήκη παραγράφου (που αριθμήθηκε ως πρώτη παράγραφος του άρθρου και συνεπώς και του ν/σ) ως εξής:

«Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο». Η προσθήκη της παραγράφου αυτής έχει προκαλέσει αντιφατικά σχόλια.

Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η διάταξη είναι προφανώς θετική, αφού, με σαφή και ρητό τρόπο, το κράτος αναλαμβάνει διπλή υποχρέωση: πρώτον, να εγγυάται και διασφαλίζει την οικονομική, προφανώς, βιωσιμότητα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) και, δεύτερον, να μεριμνά για τη διαμόρφωση του ύψους των συνταξιοδοτικών παροχών σε επίπεδα που να διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών.

Η δεύτερη άποψη, αντιθέτως, θεωρεί την προσθήκη της συγκεκριμένης παραγράφου, ως επικοινωνιακό τέχνασμα και αναπτύσσει την εξής επιχειρηματολογία:

Πρώτον, η εγγύηση των παροχών του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, ώστε να θεωρείται περιττή οποιαδήποτε επανάληψη της υφιστάμενης συνταγματικής εγγύησης με απλό νόμο.

Δεύτερον, η διατύπωση της διάταξης είναι πρωθύστερη: εξαρτά το ύψος των παρεχομένων συντάξεων από την (προηγούμενη) οικονομική βιωσιμότητα του ΣΚΑ («εγγυάται τη βιωσιμότητα με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπών συντάξεων»). Προτεραιότητα, συνεπώς, έχει η βιωσιμότητα του Συστήματος, ενώ το αξιοπρεπές των συντάξεων θα προκύψει ως παράγωγο αποτέλεσμα της οικονομικής βιωσιμότητας. Η παράγραφος δηλαδή αυτή υποχρεώνει και δεσμεύει το κράτος να παρέχει συντάξεις μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων του Συστήματος (που το ίδιο το κράτος έχει διαμορφώσει). Εάν, επομένως, οι οικονομικές δυνατότητες του υφιστάμενου συστήματος επιβάλλουν τη μείωση των συντάξεων, αυτή μπορεί να κλονίσει το αξιοπρεπές τους επίπεδο. Με απλούστερη διατύπωση, το αξιοπρεπές ή μη των παρεχόμενων συντάξεων εξαρτάται ευθέως και αποφασιστικώς από τις εκάστοτε οικονομικές δυνατότητες του ΣΚΑ. Ως συμπέρασμα, μπορεί να προβληθεί με αξιώσεις καταστατικής αρχής ο ισχυρισμός ότι με τη διατύπωση της νέας αυτής παραγράφου υποτάσσεται η κοινωνική αναγκαιότητα (αξιοπρεπείς συντάξεις) στις επιταγές της οικονομικής πραγματικότητας (βιωσιμότητα συστήματος).

Η σκοπιμότητα της λειτουργία, όμως, του ΣΚΑ επιβάλλει την ακριβώς αντίθετη μεθοδολογία και πορεία οικοδόμησής του. Το κράτος οφείλει να δίνει προτεραιότητα στην παροχή αξιοπρεπών συντάξεων και στα πλαίσια της στόχευσης και προτεραιότητας αυτής οφείλει να μεριμνά για την οικοδόμηση ενός ΣΚΑ με διασφαλισμένη την οικονομική του βιωσιμότητα.

Επισημαίνεται ότι η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας (ΔΣΕ) 102 που η Ελλάδα έχει επικυρώσει με τον Ν. 3251/1955 προβλέπει την παροχή συντάξεων επαρκών για να διασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωση των συνταξιούχων (την ίδια, άλλωστε, πρόβλεψη περί επάρκειας των δημόσιων συντάξεων επαναλαμβάνει και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 128, ασχέτως αν τη Σύμβαση αυτή δεν έχει επικυρώσει η χώρα μας). Με δεδομένη, συνεπώς, την επικύρωση της ΔΣΕ 102 αλλά και τη ρητή συνταγματική απαγόρευση ανατροπής του Ν. 3251/1955 με άλλον νόμο (άρθρο 28.1 Συντ.: «οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ… αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου»), η χώρα μας οφείλει να διασφαλίζει πρωταρχικώς την επάρκεια των δημόσιων συντάξεων με την προηγούμενη μέριμνα οικοδόμησης (και συνεπώς, διασφάλισης της επαρκούς χρηματοδότησης) ενός βιώσιμου (και μάλιστα μακροχρονίως) ΣΚΑ.

Είναι χρήσιμο, άλλωστε, να επισημανθεί ότι στο κείμενο της αναλογιστικής εκτίμησης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που συνοδεύει το ασφαλιστικό ν/σ του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης γίνεται ρητή αναφορά περί της υποχρέωσης της χώρας μας να παρέχει επαρκείς συντάξεις σύμφωνα με τις ΔΣΕ 102 και 128. Επισημαίνεται, ακόμη, στο ίδιο κείμενο, ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές που προβλέπονται με τον νέο νόμο είναι χαμηλότερες από τα διεθνώς επιτρεπόμενα κατώτατα όρια συντάξεων και επομένως η ελληνική πολιτεία οφείλει να παραθέσει νομική αιτιολόγηση της διαπίστωσης αυτής.

Άλλωστε, στην Πράσινο Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις συντάξεις που ανακοινώθηκε τον Ιούλιο 2010, οι συστάσεις προς τα κράτη – μέλη αναφέρονται πρωταρχικώς στην ανάγκη επάρκειας των συντάξεων (adequate pensions) και σε δεύτερο επίπεδο στη βιωσιμότητα και διατηρησιμότητα του συστήματος (sustainable pensions).

Εξάλλου, σε σχέση με το περιττό της προσθήκης της νέας παραγράφου στο ν/σ του ασφαλιστικού, υπενθυμίζουμε ότι οι διατάξεις των άρθρων 22.5, 25.1 και 25.2 του Συντάγματος καλύπτουν το θέμα της κρατικής εγγύησης των συντάξεων ως εξής:

Συντ. 22.5: «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».

Συντ. 25.1: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους…».

Συντ. 25.2: «Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».

Η απλή ανάγνωση των συνταγματικών αυτών προβλέψεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης) δεν συναρτάται με οικονομικούς όρους ή προϋποθέσεις και ότι το κράτος οφείλει να διασφαλίζει όλους τους όρους (και τους οικονομικούς) που προαπαιτούνται για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών.

Είναι σαφές, επομένως, ότι η διατύπωση της νέας παραγράφου περί προτεραιότητας της βιωσιμότητας του ΣΚΑ για την παροχή αξιοπρεπών συντάξεων αντιβαίνει τις συνταγματικές σχετικές προβλέψεις που απαιτούν την προστασία των δικαιωμάτων αυτών χωρίς οποιεσδήποτε συναφείς προϋποθέσεις τις οποίες η πολιτεία οφείλει να έχει διασφαλίσει ως αναγκαία προαπαιτούμενα προστασίας των δικαιωμάτων αυτών.

Εξάλλου, η προσπάθεια ανάλυσης της έκφρασης «αξιοπρεπείς συντάξεις» πρέπει να ακολουθήσει κριτήρια αντικειμενικά με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Τυχόν υποστήριξη της άποψης ότι η έννοια αξιοπρεπείς συντάξεις αναφέρεται στις συντάξεις που προβλέπει το ν/σ δεν ευσταθεί, αφού οι προβλεπόμενες αυτές από το ν/σ συντάξεις μόνον αξιοπρεπείς δεν είναι.

Επιβάλλεται ακόμη να παρατηρηθεί ότι η πρόβλεψη περί των υποχρεώσεων της πολιτείας να παρέχει αξιοπρεπείς συντάξεις, σε ν/σ που καθιερώνει ανεπαρκείς και μη αξιοπρεπείς συντάξεις, αποτελεί αιτία διαχρονικής ντροπής για την ελληνική πολιτεία.

 

* Ο   Γιώργος Ρωμανιάς  είναι Επιστημονικός Σύμβουλος ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

 

 ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο «Π» Πέμπτη 29-07-2010 και αναρτήθηκε Σάββατο, 31 Ιουλίου 2010, http://www.topontiki.gr/articles/view/8473

Νοσταλγίες του Γιάννη Ποτ.

Νοσταλγίες

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου

 

 

Γλυκιά που είναι η νοσταλγία

μιας άλλης εποχής

Μιας άλλης γλώσσας

Τραχιάς και ιδιόμορφης

Φτωχιάς σε επίθετα

Πλούσιας σε ρήματα

και ουσιαστικά 

Άκρατο το συναίσθημα να ξεχειλίζει

Στα στολισμένα μάτια

Με διαμάντια

Και οι σιωπές να πλουτίζουν

εξομολογήσεις, ερωτικές

 

Γλυκιά που είναι η νοσταλγία

για το λιτό τραπέζι

με το καρό τραπεζομάντιλο

με τις ελιές και το σκληρό ψωμί

της μάνας μας

Να μουδιάζουν τα δόντια

στην ηδονή

της τηγανίτας με το μέλι

Και τα μπαλωμένα παντελόνια

Πίνακες ζωγραφικής

Πικάσιοι 

Στις τρύπιες τσέπες τους

φωλιάζει η ισότητα

Απέραντη η βροχή

στον κάμπο

Και φουσκωμένο το ποτάμι

Να κουβαλά δένδρα

ξεριζωμένα

Και απειλή

Πνιγμένες σοδιές

Πνιγμένες ελπίδες

 

Γλυκιά που είναι η νοσταλγία

στα παιγνίδια μας

Τα γεμάτα φωνές και γέλια

Στο κυνήγι των πουλιών

με την σφεντόνα

Στα όνειρα τα πιασμένα

με τις ξόβεργες

Μνήμες νοσταλγικές  

οι βραδινές μας συντροφιές

με το «Μινόρε της αυγής»

Και οι μυρωδιές

Από αγιόκλημα και γιασεμί

Τα βράδια

Σφραγίδες του ουρανού

στα όνειρά μας

Με αστερισμούς και μύθους

Με ήχους καλοκαιρινούς

Ο κούκος και το αηδόνι

Στολίζουν ακόμα μνήμες

νοσταλγικές

Σφραγισμένες οι σκέψεις

ανεξίτηλες

Και οι  συζητήσεις ατέρμονες

Περί θεού, Μαρξ

Και ποδοσφαίρου

Σφραγίδες της ψυχής μας

Οι νταλκάδες

Στα κυριακάτικα τα σινεμά

Και στα νυφοπάζαρα

 

Γλυκιά που είναι η νοσταλγία

Για τη σοφία της ζωής

που κυλά γαλήνια

στα στεγνωμένα ρυάκια

του ιδρώτα

που σμίλεψε ο χρόνος

και ο ήλιος

Αυλακωμένα τα πρόσωπα,

Φθινοπωρινά οργώματα

ξερακιανά  

Οι παππούδες με τις τραγιάσκες

Και τα κεχριμπαρένια

κομπολόγια

Σεβάσμιες μορφές

Που λιάζονται και διηγούνται

Ιστορίες φανταστικές

Από το στρατό και το κυνήγι

 

Γλυκιά που είναι η νοσταλγία

Για το νανούρισμα της βροχής

στα κεραμίδια,

Ψάλτης που κρατάει «το ίσο»

στα νεανικά μας όνειρα

και τους πόθους, τους τυλιγμένους

στις χειμωνιάτικες κουβέρτες

 

Γλυκιά που είναι η νοσταλγία

Φλέβα φωτεινή

για την εφηβική Ιθάκη

Καβάλα στην μνήμη

να ξαναζούμε

Αυτά που αφήσαμε

για την σημερινή μοναξιά μας

 

                                          22 Οκτωβρίου 2009, Γιάννης Ποταμιάνος

Για την ΕΕ: Ο μονόδρομος και η καταστροφολογία

Ο μονόδρομος και η καταστροφολογία για την έξοδο από την Ε.Ε.

 

Του Τάκη Φωτόπουλου

 

 

 

Ενώ η κοινοβουλευτική χούντα – που ξεπέρασε κάθε προηγούμενη στην εξαπάτηση του ελληνικού λαού – επιβεβαιώνει παραπέρα τον χουντικό χαρακτήρα της με επιστρατεύσεις απεργών (που επικροτεί και η «δημοκρατική» Ε.Ε.!), γίνεται φανερό ότι ο δήθεν «μονόδρομος» των ληστρικών μέτρων, τα οποία οδηγούν σε μαζική ανεργία και φτώχεια μεγάλα λαϊκά στρώματα, δεν στηρίζεται μόνο από τις ίδιες τις ελίτ και τα ΜΜΕ που ελέγχουν.

Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι, ουσιαστικά, στηρίζεται και από μεγάλο τμήμα της «αριστερής» διανόησης και συνακόλουθα της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς (π.χ. «Πρωτοβουλία αριστερών οικονομολόγων», «Αριστερό Βήμα Διαλόγου» κ.λπ.) υποστηρίζει διάφορα εναλλακτικά μέτρα, τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τον θεμελιακό νόμο της Ε.Ε. για την «απελευθέρωση» των αγορών κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών (οι γνωστές «4 ελευθερίες»), τα οποία όμως -εφ' όσον δεν θέτει θέμα εξόδου από την Ε.Ε., που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή τους- αποτελούν απλώς ευχολόγια! Αντίστοιχα ισχύουν για τις προτάσεις άλλων τμημάτων της αντισυστημικής Αριστεράς για έξοδο από την Ε.Ε. σε συνάρτηση με την «αντικαπιταλιστική αποδέσμευση», που ουσιαστικά παραπέμπουν το επιτακτικό αίτημα για την ανατροπή των καταστροφικών μέτρων, καθώς και της χούντας των ανδρεικέλων της τρόικας, στις ελληνικές καλένδες. Όμως, το αίτημα για μονομερή έξοδο από την Ε.Ε. δεν είναι μόνο αναγκαία και επαρκής συνθήκη για την ανατροπή των ληστρικών μέτρων, αλλά – το κυριότερο- και προϋπόθεση για τη διέξοδο από τη χρόνια δομική κρίση της ελληνικής οικονομίας που δημιούργησε η μεταπολεμική υιοθέτηση του εξωστρεφούς αναπτυξιακού μοντέλου από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, και η μεταπολιτευτική θεσμοθέτησή του με την ένταξή μας στην ΕΟΚ/Ε.Ε. 1

Έτσι, «Μαρξιστές» οικονομολόγοι – οι οποίοι προφανώς δεν έχουν αντιληφθεί (σε αντίθεση με σοβαρούς αντίστοιχους οικονομολόγους στο εξωτερικό που τιμούν τον Μαρξισμό, ανανεώνοντας τη θεωρία πέρα από τον… 19ο αιώνα! 2) ότι ο καπιταλιστικός κόσμος σήμερα έχει εισέλθει στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο διεθνοποίηση του κεφαλαίου- ισχυρίζονται σοβαρά ότι «μόνο αν παρθούν τα μέτρα τού απ' ευθείας δανεισμού, των κρατικοποιήσεων κ.λπ. θα καταρρεύσει το μοντέλο Χούβερ και θα έρθει ένα μοντέλο Ρούζβελτ στη θέση του». Συγχρόνως, οι ίδιοι, από τη μια μεριά καταφεύγουν ακριβώς στην ίδια ατεκμηρίωτη καταστροφολογία για τις πιθανές συνέπειες εξόδου από την Ε.Ε. που χρησιμοποιούν και οι ελίτ -οι οποίες βέβαια έχουν κάθε λόγο να εκφοβίσουν τα λαϊκά στρώματα για οποιαδήποτε πραγματικά εναλλακτική λύση στον «μονόδρομο» -ισχυριζόμενοι ότι «θα οδηγούσε στην πλήρη απόσυρση των χρηματαγορών από την ελληνική οικονομία, με φοβερές επιπτώσεις»3, ενώ, από την άλλη, προτείνουν μέτρα για την απεμπλοκή από τον μηχανισμό στήριξης, τα οποία θυμίζουν έντονα… παραμύθια της Χαλιμάς. Για παράδειγμα, την «επαναδιαπραγμάτευση και διεκδίκηση απ' ευθείας δανεισμού και την έκδοση ευρωομόλογου από την ΕΚΤ» (σαν να μην είναι μέλος της τρόικας και η ΕΚΤ!), «την άμεση παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα με τη συγκρότηση ενός δημόσιου πυλώνα» (όταν η Ε.Ε. και η κοινοβουλευτική χούντα ήδη πιέζουν για την ιδιωτικοποίηση όσων τραπεζών είναι ακόμη κρατικές!), «την αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, την πάταξη της φοροδιαφυγής και την κατάργηση της φοροασυλίας» (γνωστά ευχολόγια των επαγγελματιών πολιτικών) κ.λπ.

Η «αριστερή» αυτή καταστροφολογία υποστηρίζει ότι έξοδος από την Ε.Ε. σημαίνει κλείσιμο των συνόρων, αδυναμία διεθνούς δανεισμού, κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος, έκρηξη της ανεργίας, απομόνωση και εθνοκεντρική προστασία. Στην πραγματικότητα, όμως, η έξοδος από την Ε.Ε. θα σηματοδοτούσε απλώς την υιοθέτηση ενός εναλλακτικού αναπτυξιακού μοντέλου από το εξωστρεφές μοντέλο που μόλις κατέρρευσε και συνεπαγόταν τη στήριξη της διαδικασίας ανάπτυξης κατ' αρχήν στην ξένη αγορά και το ξένο κεφάλαιο, εφ' όσον μόνο αυτού του είδους «ανάπτυξη» είναι εφικτή με ανοικτές και απελευθερωμένες τις αγορές. Η έξοδος όμως από την Ε.Ε. θα μπορούσε να σημάνει την υιοθέτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου οικονομικής αυτοδυναμίας, η οποία βέβαια δεν σημαίνει αυτάρκεια αλλά τη στήριξη της ανάπτυξης κατ' αρχήν στις εγχώριες παραγωγικές πηγές, με αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων, όπως άλλωστε συνέβαινε παντού μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1970, πριν ξεκινήσει η διαδικασία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Σήμερα, η οικονομική αυτοδυναμία είναι όχι μόνο επιθυμητή (όπως πάντα ήταν ως προϋπόθεση της οικονομικής δημοκρατίας) αλλά και εφικτή, εφ' όσον το μοντέλο που καθιερώνεται (και επίσημα) διεθνώς είναι αυτό της ανάπτυξης για τους λίγους. Και αυτό, σε πλήρη αντίθεση με την επαγγελία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης για παγκόσμια επέκταση της «ανάπτυξης» (δεν είναι του παρόντος οι οικολογικές συνέπειές της). Ετσι, στην τελευταία συνάντηση της «Ομάδας των 20», ουσιαστικά, αποφασίστηκε η υιοθέτηση της πρότασης των ευρωπαϊκών ελίτ και κυρίως της γερμανικής, ότι το «δικαίωμα» για ανάπτυξη ανήκει μόνο στις χώρες με υγιή δημοσιονομικά, ενώ οι υπόλοιπες θα πρέπει ν' αρκούνται σε οριακή ανάπτυξη, αν όχι συνεχή ύφεση, μέχρι να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία. Δηλαδή: συνεχές πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους μέχρις εξαφανίσεώς του, ιδιωτικοποίηση κάθε κοινωνικής υπηρεσίας, από την εκπαίδευση μέχρι την Υγεία και την κοινωνική ασφάλιση κ.λπ. Δεδομένου όμως ότι η δημοσιονομική ανισορροπία των χωρών στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, αντίθετα με την προπαγάνδα των ελίτ, δεν οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες (όπως συμβαίνει με τα μητροπολιτικά κέντρα), αλλά σε δομικούς παράγοντες που οδηγούν σε χρόνιες αποκλίσεις των οικονομιών τους, χώρες όπως οι Ελλάδα, Πορτογαλία κ.ά., μέσα στην Ε.Ε., ουσιαστικά καταδικάζονται σε μόνιμη ύφεση, εφ' όσον ο μόνος μηχανισμός που προβλέπεται σήμερα στην Ε.Ε. για την επίτευξη της σύγκλισης είναι, βασικά, η ανεργία και η συνακόλουθη συμπίεση μισθών και εισοδημάτων, προς βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους!

Οι βασικές προϋποθέσεις οικονομικής αυτοδυναμίας είναι η αποδέσμευση από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (που σε αυτό το στάδιο δεν απαιτεί την καπιταλιστική αποδέσμευση), η ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων αναγκών από ντόπιους πόρους και η ανταλλαγή των πλεονασμάτων μεταξύ χωρών στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης στη βάση αμοιβαιότητας και ισοτιμίας. Η ικανοποίηση των προϋποθέσεων αυτών δεν έχει βέβαια στόχο μια «εθνική οικονομία», όπου τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών θα έχει η εγχώρια καπιταλιστική τάξη, όπως υποστηρίζουν ακροδεξιοί και «αριστερο-πατριώτες». Ακόμη κι αν αυτό ήταν θεωρητικά δυνατό κάποτε -δηλαδή πριν να ανοίξουν και απελευθερωθούν οι αγορές εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας- με τη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι αδύνατο. Ούτε βέβαια είναι δυνατό μια χώρα στην ημι-περιφέρεια ή την περιφέρεια να μετακομίσει στο «κέντρο» μέσα από την πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, παρά τα φληναφήματα «αριστερών» για την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία κ.λπ. που ήδη γίνεται φανερό ότι αποτελούν «φούσκες». Ομως, η σημερινή βαθιά καπιταλιστική κρίση, η οποία καταδικάζει ιδιαίτερα την πλειονότητα των λαών στην περιφέρεια και ημι-περιφέρεια στη μαζική πτώχευση και την εγκατάλειψη των ονείρων τους για συνεχή «ανάπτυξη», δημιουργεί, για πρώτη φορά στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τις υποκειμενικές συνθήκες δημιουργίας αυτοδύναμων «εθνικών οικονομιών», όπου ο (αρχικά έμμεσος) έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της κάθε χώρας μέσω των αυστηρών κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, σε επόμενο στάδιο θα μπορούσε να μετατραπεί σε άμεσο έλεγχό τους από τον ίδιο τον λαό και όχι από τις εγχώριες και ξένες οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Ο απώτερος στόχος, στην προβληματική αυτή, θα ήταν η δημιουργία των αντικειμενικών προϋποθέσεων για τη συμμετοχή της χώρας μας σε μια μελλοντική Ευρώπη αυτοδύναμων, αλλά όχι αυτάρκων, περιφερειών και, τελικά, σε μια συνομοσπονδία των λαών σε πραγματικές δημοκρατίες που εξασφαλίζουν την ισοκατανομή της οικονομικής, πολιτικής και γενικότερα κοινωνικής δύναμης.

 

1. Βλ. Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ – Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την Ε.Ε. και για μια αυτοδύναμη Οικονομία (υπό έκδοση, Γόρδιος, Σεπτέμβρης 2010) & Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985).

2. Βλ. π.χ. Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, (Blackwell, 2001).

3. Π.χ. Γ. Μηλιός στην έρευνα του Ιού με τον χαρακτηριστικά αποπροσανατολιστικό τίτλο «Τα αποκαλυπτήρια του συστήματος», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14/2/2010.

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 31 Ιουλίου 2010,  http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=188717

Τεστ αντοχής… στην παραπαίουσα ευρωζώνη

Τεστ αντοχής της κοινής… λογικής στην παραπαίουσα ευρωζώνη

 

Του Δημήτρη Καζάκη*

 

Χαράς ευαγγέλια για την Ελλάδα και την Ε.Ε. Τα «τεστ αντοχής» βγήκαν θετικά για όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες. Για όλες εκτός από 7, μία ελληνική, μία γερμανική και πέντε ισπανικές. Όμως ακόμη κι αυτές οι 7 τράπεζες που απέτυχαν στα «τεστ» δεν χρειάζονται παρά μια κεφαλαιακή ενίσχυση για να αποτραπούν τα χειρότερα. Επομένως δεν πρέπει πια να ανησυχούμε για τίποτε. Αφού οι τράπεζες είναι υγιέστατες, όλα τα άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες.

Τι σημασία έχει αν η πραγματική οικονομία βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια μακροχρόνια ύφεση; Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την ευρωζώνη, η οποία έχει μετατραπεί – σύμφωνα ακόμη και με το ΔΝΤ – στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης.

Τι σημασία έχει αν η ήδη εκτεταμένη μαζική ανεργία εκτινάσσεται σε ακόμη πιο πρωτοφανή επίπεδα;

Τι σημασία έχει αν οι μισθοί, τα εισοδήματα και οι συντάξεις εξανεμίζονται μια διά παντός;

Τι σημασία έχει αν οι συνθήκες εργασίας και οι όροι απασχόλησης επιστρέφουν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα;

Τι σημασία έχει αν ακόμη και η ίδια η παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία αντικαθίσταται από την υπερκρατική απολυταρχία των τραπεζών και των οργάνων τους στην Ε.Ε. και το ΔΝΤ;

Τι σημασία έχουν όλα αυτά, όταν οι τράπεζες είναι υγιείς; Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονται όσοι πληρώνονται για να κρατούν τον απλό κόσμο στο απόλυτο σκοτάδι. Από κοντά και η κυβέρνηση βγήκε να πανηγυρίσει ότι πετυχαίνει τους στόχους της ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα. Λες και το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας είναι το κρατικό έλλειμμα. Έφτασε μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών να ισχυριστεί ότι η πρόβλεψη της «τρόικας» για 4% πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδας στο τέλος του 2010, παραήταν απαισιόδοξη! Αν ο κ. υπουργός δεν μας είχε αποδείξει επανειλημμένα το πόσο άσχετος, κυνικός και ανάλγητος είναι, θα λέγαμε πως διαθέτει μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Μια και οι δηλώσεις του, εδώ και πολύ καιρό, μόνο ως αστειότητες μπορούν να εκληφθούν.

Βέβαια, αν πάρουμε στα σοβαρά τα λεγόμενα των επισήμων σε Ε.Ε. και Ελλάδα, τότε θα έπρεπε να μας απαντήσουν σε μερικά πολύ απλά ερωτήματα.

Αν ήθελαν να διαπιστώσουν πραγματικά την υγεία του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος, γιατί δεν έκοψαν – έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα – την εξωτερική στήριξη και χρηματοδότηση των τραπεζών από τα κράτη και την Κεντρική Τράπεζα, ώστε να δούμε ποιες και πόσο αντέχουν στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς; Αυτό δεν θα ήταν κάτι πολύ πιο απλό από τα «τεστ αντοχής» και πολύ πιο σίγουρο ως προς τα αποτελέσματά του; Γιατί δεν το έκαναν; Διότι ήξεραν πολύ καλά ποιο θα ήταν το ολέθριο αποτέλεσμα.

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι τα «τεστ αντοχής» ήταν αντικειμενικά και είχαν κάθε καλή πρόθεση να εξετάσουν την αληθινή κατάσταση των τραπεζών, τότε πώς γίνεται να βγάζουν θετικές εκείνες τις τράπεζες που η ρευστότητά τους συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική τράπεζα; Πώς γίνεται να είναι υγιείς οι τράπεζες εκείνες που τους προηγούμενους μήνες έχουν εισπράξει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ με τη μορφή ενισχύσεων και εγγυήσεων από τα κράτη;

Κι αν υποθέσουμε πώς χάρη στη στήριξη από τα κράτη, δηλαδή τους φορολογούμενους, αλλά και την κεντρική τράπεζα, οι τράπεζες αποκατέστησαν την υγεία τους – σύμφωνα πάντα με τα «τεστ αντοχής» -, τότε δεν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τις πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις; Αν, π.χ., οι ελληνικές τράπεζες αποδείχτηκαν υγιείς, τότε δεν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τα 28 δισ. ευρώ που άντλησαν από τον κρατικό κορβανά; Δεν ήρθε η ώρα να σταματήσουν οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ που μεταφράζονται σε εξωτερικό χρέος για τις τράπεζες, αλλά και για τη χώρα ευρύτερα; Γιατί δεν το κάνουν; Μήπως γιατί δεν μπορούν; Τότε πώς γίνεται να ισχυρίζονται ότι είναι υγιής ένας οργανισμός που η επιβίωσή του εξαρτάται από τη διασωλήνωσή του με μηχανισμούς τεχνητής υποστήριξης;

Αν, τέλος, για να είναι υγιείς οι ιδιωτικές τράπεζες χρειάζονται διαρκώς την κρατική ενίσχυση και τις ενέσεις ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα, τότε γιατί να παραμείνουν ιδιωτικές; Γιατί να μην εθνικοποιηθούν ώστε να γλιτώσει η οικονομία και τα νοικοκυριά από τη σαράφικη και τοκογλυφική πολιτική των τραπεζών.

 

Βαριά αρρώστια

 

Το πιο σημαντικό ίσως ερώτημα είναι τι σόι υγεία μπορούν να έχουν οι τράπεζες σ' ένα περιβάλλον μιας οικονομίας που νοσεί βαθύτατα; Μπορούν να υπάρξουν υγιείς τράπεζες σε συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας, ακόμη πιο δραστικών περικοπών και μεγαλύτερης υποτίμησης της οικονομίας και της εργασίας; Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο όταν οι τράπεζες εξαρτούν τα κέρδη τους από τη δυσπραγία της οικονομίας, της εργασίας και της κοινωνίας.

Εδώ και χρόνια η κερδοφορία των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πόσο εκτεταμένη είναι η ανέχεια της οικονομίας και των νοικοκυριών. Όσο μεγαλύτερη αδυναμία χαρακτηρίζει την πραγματική οικονομία και τα εισοδήματα που παράγει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη προσφυγής στον δανεισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από τις τράπεζες. Όσο πιο πολύ η οικονομία και τα νοικοκυριά εξαρτώνται από τις τράπεζες, τόσο περισσότερο οι ίδιες οι τράπεζες ανοίγονται στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου για να κερδοσκοπήσουν με νομίσματα, ομόλογα, παράγωγα κ.ο.κ. Αυτή η λειτουργία αποτέλεσε τη βασική κινητήρια δύναμη επέκτασης των παγκόσμιων αγορών τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή υπερτροφική ανάπτυξη των τραπεζών, που απειλούν να κατασπαράξουν ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη.

Καταντήσαμε η υγεία των τραπεζών να προϋποθέτει την ασθένεια της οικονομίας και των νοικοκυριών. Ιδίως σε συνθήκες, όπως οι σημερινές, όπου οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε βασικό φορέα μετάδοσης και βαθέματος της παγκόσμιας κρίσης. Η αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών, των αγορών κεφαλαίου και χρήματος γενικότερα, απαιτεί τη ραγδαία επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας, την επέκταση της ανέχειας των νοικοκυριών, τη συντριβή του «εργατικού κόστους», τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και φυσικά την επιβολή ενός αδυσώπητου καθεστώτος «ανοιχτών συνόρων» υπέρ της πιο αδίστακτης διεθνούς κερδοσκοπίας. Γι' αυτό και οι επίσημοι της Ε.Ε. δεν δείχνουν ούτε ίχνος ντροπής όταν ανακοινώνουν τα δήθεν θετικά αποτελέσματα των 91 «τεστ αντοχής», τη στιγμή που όλα σπρώχνουν προς μια ραγδαία επιδείνωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.

Όμως έχουν κι άλλους πολύ πιο σοβαρούς λόγους για να μη δείχνουν ίχνος ντροπής. Τα «τεστ αντοχής» των τραπεζών συνιστούν μια οργανωμένη φαρσοκωμωδία με πολλούς αποδέκτες. Σχεδιάστηκαν ευθύς εξαρχής για να βγάλουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρώτα πρώτα γιατί οι 91 τράπεζες αποτιμήθηκαν με εντελώς αυθαίρετο τρόπο. Η κρατική ενίσχυση, αλλά και οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ αντιμετωπίστηκαν όχι ως εξωτερική στήριξη, αλλά ως οργανικό στοιχείο της κεφαλαιακής κατάστασης των τραπεζών.

 

Τοξικό χρήμα

 

Τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών αποτιμήθηκαν με βάση την ονομαστική τους αξία και όχι με βάση την τρέχουσα αξία τους στην αγορά. Έτσι εξαφανίστηκαν τα «τοξικά» χαρτιά από το ενεργητικό των τραπεζών, που εκτιμήσεις της ίδιας της Κομισιόν τα ανεβάζουν λίγο πάνω από το 50% του ενεργητικού των πιο μεγάλων τραπεζών. Επιπλέον θεωρήθηκε αυθαίρετα ότι τα ομόλογα (εταιρικά και κρατικά) που διαθέτουν οι τράπεζες είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα στις αγορές και μάλιστα στις ονομαστικές τους τιμές. Και φυσικά ούτε καν λήφθηκε υπόψη ότι οι περισσότερες από τις 91 τράπεζες που υποβλήθηκαν σε «τεστ αντοχής» χρησιμοποιούν τα ομόλογα που διαθέτουν, ιδίως τα κρατικά, για να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ.

Τα στοιχεία που κλήθηκαν να παραδώσουν οι ίδιες οι τράπεζες δεν έγινε καμιά προσπάθεια να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους. Αρκεί να πούμε ότι ζητήθηκε από τις τράπεζες να δημοσιοποιήσουν ακριβή στοιχεία για την έκθεσή τους σε κρατικά ομόλογα. Όλες οι τράπεζες συμμορφώθηκαν, εκτός από 6 γερμανικές (Deutsche Bank, Postbank, Hypo Real Estate, DZ, WGZ και Landesbank Berlin). Οι ρυθμιστικές αρχές της Γερμανίας κάλυψαν τις τράπεζες λέγοντας ότι δεν είχαν καμιά νομική υποχρέωση να δημοσιοποιούν πληροφορίες. Άλλωστε κανένας δεν αμφισβήτησε την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, η οποία επιτρέπει στις τράπεζες νόμιμα να μαγειρεύουν ή να αποσιωπούν κρίσιμα στοιχεία τους.

Τέλος η αποτίμηση των τραπεζών δεν ζήτησε ούτε πήρε υπόψη της την ταμειακή επάρκεια των τραπεζών, δηλαδή το διαθέσιμο ρευστό στα ταμεία τους. Έτσι στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών αποτυπώθηκε και μια σειρά στοιχείων του ενεργητικού τους που αυθαίρετα θεωρήθηκαν ως άμεσα ρευστοποιήσιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Financial Times Deutschland» (25.7) σχολίαζε, με βάση το παράδειγμα της Deutsche Bank, ότι η κεφαλαιακή της επάρκεια εκτιμήθηκε ως 11,2% στο ενεργητικό της που αποτιμήθηκε σε 1,67 τρισ. ευρώ. Ωστόσο, η τράπεζα δεν είχε πρωτογενές κεφάλαιο ύψους 187 δισ. € στον ισολογισμό (0.112 φορές 1670), όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά μόνο € 32,8 δισ. και επομένως πραγματική κεφαλαιακή επάρκεια της τάξης του 1,9%. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, αν για κάποιο λόγο η τράπεζα πάθει στραπάτσο, απαξιωθεί πάνω από το 2% του ενεργητικού της – κάτι απολύτως αναμενόμενο αν μια χώρα σαν την Ελλάδα ή την Πορτογαλία ή την Ισπανία κ.ο.κ. «κουρέψουν» την αξία των ομολόγων τους κατά 30% -, η τράπεζα δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί και θα κινδυνέψει με χρεοκοπία.

Η συγκεκριμένη εφημερίδα υπενθυμίζει ότι δεν μπορεί ένα τραπεζικό σύστημα που αύξησε το ενεργητικό του κατά 18 τρισ. ευρώ από το 1999, ενώ το ΑΕΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε την ίδια περίοδο μόλις κατά 2,7 τρισ. ευρώ, να εμφανίζεται ότι διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια. Με αυτόν τον τρόπο υπερτιμήθηκε πλασματικά η πραγματική κατάσταση και κυρίως η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.

 

Αστεία σενάρια

 

Όμως το μαγείρεμα των «τεστ αντοχής» δεν έμεινε μόνο εκεί. Τα σενάρια πάνω στα οποία κλήθηκαν να δοκιμαστούν οι 91 τράπεζες ήταν τουλάχιστον αστεία. Το χειρότερο σενάριο προέβλεπε εξελίξεις πολύ καλύτερες από αυτές που είχαμε στην οικονομία και τις αγορές μέχρι τώρα. Κι όχι μόνο αυτό. Δεν συμπεριλήφθηκε κανένα από τα ενδεχόμενα που συζητά ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία σήμερα. Για παράδειγμα, μια σημαντική πτώση του ευρώ, ίσως κοντά στο 1:1 με το δολάριο, ή μια ενδεχόμενη πτώχευση κάποιας από τις χώρες του Νότου. Ούτε καν το ενδεχόμενο, που αναφέρει η ίδια η ΕΚΤ στο Μηνιαίο Δελτίο της για τον μήνα Ιούνιο, δηλαδή μιας πιθανής κατάρρευσης δυο ή περισσοτέρων μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως παραλίγο να γίνει στις 7 Μαΐου. Δεν συμπεριελήφθη ούτε το σενάριο που αρχικά είχε ανακοινωθεί και προέβλεπε ένα πιθανό «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας κατά 16-18%.

Όλα αυτά έκαναν τους οικονομικούς αναλυτές, τουλάχιστον όσους δεν πληρώνονται για να συσκοτίζουν τα πράγματα, να υποδεχτούν τα «τεστ αντοχής» με ειρωνικά ή και καυστικά σχόλια. «Η αξιοπιστία των τεστ μπορεί να αμφισβητηθεί τουλάχιστον κατά τέσσερεις τρόπους. Πρώτον, απέτυχαν να συμπεριλάβουν ένα σενάριο που να περιλαμβάνει μια χρεοκοπία κρατικού χρέους. Δεύτερον, τα πάγια που δοκιμάστηκαν αφορούσαν μόνο διαπραγματεύσιμα κρατικά ομόλογα και όχι εκείνα που κρατούν οι τράπεζες μέχρι την ωρίμανσή τους. Τρίτον, το κατώφλι για να περάσει μια τράπεζα το τεστ τέθηκε πολύ χαμηλά, σε ένα ελάχιστο 6% ποσοστό του κεφαλαίου στο ενεργητικό. Τέταρτον, τα τεστ μέτρησαν την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, αλλά όχι τη ρευστότητα. Πολλές από τις τράπεζες που πέρασαν, σαν αυτές της Ελλάδας, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ για ρευστότητα» παρατήρησε ο Ζακ Γουίτον της Moody's Economy. Ενώ ο Καρλ Γουάινμπεργκ της High Frequency Economics παρατήρησε με τη σειρά του: «Το ερώτημα που οι διαπραγματευτές και οι επενδυτές ήθελαν να απαντηθεί από τα τεστ των τραπεζών ήταν τούτο: Αν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία ή η Ιρλανδία κάνουν παύση πληρωμών στα ομόλογά τους – ή αν οι τιμές αυτών των ομολόγων μειωθούν κατά 20% ή και περισσότερο μέσα από ένα σενάριο αναδιάρθρωσης -, διαθέτουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες επαρκές κεφάλαιο για να αντέξουν το σοκ; Η Ε.Ε., η ΕΚΤ και η CEBR δεν απάντησαν σ' αυτό το ερώτημα με οιονδήποτε τρόπο, μορφή ή σχήμα» («Wall Street Journal», 26.7).

Ενώ ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου των «Financial Times» (25.7) σχολίασε σαρκαστικά: «Αν προσπαθούσατε να δοκιμάσετε την ασφάλεια των αυτοκινήτων ή των παιδικών παιχνιδιών χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους που η Ευρωπαϊκή Ένωση εφάρμοσε στις δοκιμές αντοχής των τραπεζών, θα καταλήγατε στη φυλακή».

 

Αγυρτεία και απάτη

 

Γιατί όμως όλα αυτά; Ποιον νομίζουν ότι θα κοροϊδέψουν με αυτήν τη φαρσοκωμωδία των «τεστ αντοχής»; Τις αγορές; Τον κόσμο; Τους ίδιους τους εαυτούς τους; Φοβάμαι ότι ισχύουν όλα αυτά μαζί. Είναι σίγουρο ότι τα τεστ αυτά προορίζονταν να καθησυχάσουν τους καταθέτες των τραπεζών, σε μια εποχή όπου οι αποταμιεύσεις κυριολεκτικά λεηλατούνται ή τουλάχιστον γίνονται φύλλο και φτερό από τις τράπεζες. Όπως είναι σίγουρο ότι απευθύνονται και στην αγορά με την ευρεία έννοια. Η κυρίαρχη λογική θέλει τα προβλήματα της οικονομίας να συνθέτουν ένα πολύπλοκο παζλ ψυχολογίας και προσδοκιών της αγοράς. Έτσι ο βασικός σκοπός της οικονομικής πολιτικής είναι να δημιουργήσει συνθήκες «καλής ψυχολογίας» στις αγορές. Δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική βάση των φαινομένων της κρίσης. Όλα ανάγονται στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα μια απρόσωπη και απόκοσμη αγορά, την οποία οι οικονομίες και οι κυβερνήσεις οφείλουν μόνο να εξευμενίσουν και να πειθαρχήσουν σ' αυτήν. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε οι ιεραπόστολοι ζητούσαν από τους ιθαγενείς να υποταχτούν στη μία και μόνη ορθή πίστη. Έτσι έχει καταντήσει σήμερα και η κυρίαρχη οικονομική λογική. Δεν νοιάζεται να εξηγήσει ή να αναλύσει τα πραγματικά φαινόμενα, αλλά να εξευμενίσει την αγορά ακόμη και με ψέματα, ακόμη και με εικονικά «τεστ αντοχής». Η οικονομία της αγοράς στο ανώτερο επίπεδό της σήμερα μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. έχει εξελιχθεί σ' ένα σύστημα ανοιχτής αγυρτείας και απάτης.

Όμως αυτή η λογική δεν έχει μόνο κοντά ποδάρια, αλλά οδηγεί αναπόφευκτα σε νέα ακόμη πιο ισχυρά κραχ, πολύ πιο εκτεταμένα και καταστροφικά από αυτό που συνέβη το φθινόπωρο του 2008 και το οποίο δικαιολογημένα οι οικονομικοί αναλυτές συγκρίνανε, ως προς το μέγεθος και τις συνέπειές του, με το κραχ του 1929. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άντριου Χαλντέιν, επικεφαλής αναλυτής της Τραπέζης της Αγγλίας, σε μια ομιλία του στις 14 Ιουλίου αμφισβήτησε την όποια θετική συμβολή του τραπεζικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη και διατύπωσε την εκτίμηση ότι «η χρηματοπιστωτική κρίση των τελευταίων τριών ετών υπήρξε, από κάθε άποψη, εξαιρετικά δαπανηρή. Όπως και στις προηγούμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, το χρέος του δημόσιου τομέα πρόκειται να διπλασιαστεί ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος σε μια σειρά από χώρες. Και εκτιμήσεις σχετικά με τη χαμένη παραγωγή, τώρα και στο μέλλον, τοποθετούν το καθαρό αξιακό κόστος της κρίσης κάπου ανάμεσα σε μία φορά έως πέντε φορές το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, οι ουλές από την τρέχουσα κρίση φαίνεται πιθανό να είναι αισθητές για μια ολόκληρη γενιά».

Η πολιτική στήριξης των υπερτροφικών τραπεζών σήμερα οδηγεί αναγκαστικά σε επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης, σε ακύρωση κάθε προσπάθειας ανάκαμψης – έστω και προσωρινής – από την παγκόσμια ύφεση, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής. Αποτελεί την εγγύηση ότι το κύριο καταστροφικό δυναμικό της παγκόσμιας κρίσης δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί στις χώρες και τους λαούς διεθνώς. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την Ε.Ε., η οποία, χάρη στο ευρώ και στο πιο υπερτροφικό τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως, έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα της παγκόσμιας κρίσης με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για την ίδια τη συνοχή της, αλλά πρωτίστως για τους λαούς και τις χώρες που βρίσκονται φυλακισμένοι στο εσωτερικό της.

 

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Οικονομολόγος – αναλυτής

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο "Π" στις 29-07-10, αναρτήθηκε Παρασκευή, 30 Ιουλίου 2010, http://www.topontiki.gr/Articles/view/8477