Αρχείο κατηγορίας Κοίμηση πριν την Ανάσταση

Η μετανάστευση στον χωροχρόνο της ουράνιας κοινωνίας και η αναμονή της σύνολης Ανάστασης

Γέροντά μας αντίδωρε, ανίκητε και σιωπηλέ

Γέροντά μας αντίδωρε, ανίκητε και σιωπηλέ*!

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα


Περίμενες με την υπομονή,

την γλυφή,

της αντίστασης το φύτρο

να αναδύεται στο φως του ήλιου.

Στο καροτσάκι προχθές σκυφτός,

εδεήθης

της ανάστασης τον οίστρο,

να ταξιδεύει γοργά στον Ήλιο.

  Συνέχεια

Τι μας έμαθε ο Θανάσης

Τι μας έμαθε ο Θανάσης


Του Νίκου Γ. Ξυδάκη  –   [Το βλέμμα*]


 

Γράφτηκαν τόσα πολλά για τον Θανάση Βέγγο, που θα ήταν περιττό να προσθέσουμε άλλα, για τις αρετές του ανδρός και του καλλιτέχνη. Προφανώς, η πάνδημη αγάπη οφείλεται στη σπάνια ταύτιση προσωπικού ήθους και ταλέντου, στην ειλικρίνεια και την αλήθεια που εξέπεμπε ο καλός άνθρωπος, ο άνθρωπός μας. Προφανές, αλλά όλο και σπανιότερο. Λιγότερο προφανές, αλλά σημαντικότερο είναι αυτό που ενσάρκωσε ο Θανάσης.

Το λέω συνοπτικά: τον μεταπολεμικό επιβιωτή, τον Ευρωπαίο άνθρωπο της ανοικοδόμησης, τον Ελληνα σε κατάσταση διαρκούς εκτάκτου ανάγκης, τον διαρκώς εφευρέτη και μαχητή. Πίσω από τη μάσκα του κλόουν υπάρχει ασφαλώς μελαγχολία. Γνωστό. Ο Θανάσης ήταν όμως ένας ξεχωριστός κλόουν, δικής του επινοήσεως. Η μελαγχολία του δεν ήταν ατομική, ήταν κοινωνική, ήταν η μελαγχολία του κοινού του. Αφενός. Και κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, ήταν μια μελαγχολία καταφάσκουσα, δοξαστική της ζωής. Πιο χαρακτηριστική ταινία του, σε αυτή την κατεύθυνση, είναι το «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου», του 1972. Είναι μια ταινία που μου θύμιζε τις λαμπρότερες παραδόσεις του ιταλικού νεορεαλισμού: λαϊκή, διαυγής, πικρή, ειλικρινής, με κοινωνικό και υπαρξιακό πυρήνα, γυρισμένη σε πραγματικούς τόπους, με ρεαλισμό αδρό και χωμάτινο, όχι καρικατουρίστικο ή εξωραϊστικό.

Ο σοφέρ Θανάσης τρέχει και δεν φτάνει, σε έναν φιλμικό κόσμο που ανασυνθέτει απολύτως πειστικά τα ελληνικά χρόνια από το ‘50 έως το ‘70· τα χρόνια του σκληρού μεροκάματου, του δοσά, του πρώην δωσίλογου ή μαυραγορίτη που έγινε αφεντικό και εργοδότης, της επιβίωσης, του αυθαίρετου τσαρδιού (και όχι του μεταγενέστερου «εξοχικού») στα γκρεμά του Περάματος και των Τουρκοβουνίων, στο όρος Αιγάλεω και στους γυμνούς αττικούς λόφους. Ο Θανάσης τρέχει ν’ αποκαταστήσει την ανύπαντρη αδελφή, χρεώνεται στον τοκογλύφο αφεντικό του, τρέχει πίσω από τη ζωή, να την προλάβει. Και αγαπάει: μια γυναίκα χωρίς μοίρα, σαν αυτόν. Αρχίζει σαν συμπόνια για την ξεσπιτωμένη και εξελίσσεται σε έρωτα και κοινό αγώνα. Ο Θανάσης πέφτει μαζί της, σηκώνεται, ξαναπέφτει, σηκώνεται πάλι. Ο λεηλατημένος εργάτης, ο στραγγισμένος, ορμάει με φτυάρι και μυστρί, αρπάει τσιμεντόλιθους και χτίζει έναν οικίσκο στα κατσάβραχα, ένα αυθαίρετο στην άκρη της πόλης, πέρα και από τις συνοικίες, μια φωλιά στη μεθόριο του κόσμου.

Ελάχιστες ελληνικές ταινίες έχουν δείξει έτσι αδρά και γυμνά την αγωνία του μεταπολεμικού επιβιωτή, με διαρκή κλαυσίγελω, με ένταση, με τέτοια πίστη ζωής. Το υπαρκτό παράλογο του βίου συμφύρεται με το σχόλιο για την κοινωνική αδικία, η πικρή κωμωδία με το μελόδραμα, το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία. Είναι η στιγμή που η ελληνική κωμωδία αποκολλάται από την ηθογράφηση της αναδυόμενης μικροαστικής ζωής, αυτού του προτύπου λάιφστάιλ, με τους εύθυμους τύπους και τους χορτάτους αστούς των νεότευκτων πολυκατοικιών, και στρέφεται στη γυμνή ζωή των λαϊκών μεροκαματιάρηδων, των θαμπών ηρώων. Στον ακτήμονα φορτηγατζή Θανάση, που χτίζει το τσαρδί με τα ίδια του τα χέρια, δεν χωρούν ευφυολόγηματα και χωρατά, κωμικές καταστάσεις από παρεξηγήσεις και μικρομπερμπαντιές, δεν χωρούν καν οι έξυπνες ατάκες του Τσιφόρου και του Σακελλάριου. Ο προλετάριος τσιρκολάνος Θανάσης κουβαλάει όλη την Ελλάδα στους ώμους του, βογγώντας και γελώντας, κυνηγημένος και ριγμένος, αδικημένος, με σφιγμένα δόντια και πρωτογενές χαμόγελο. Είναι άνθρωπος, δεν είναι τύπος, δεν είναι χαρακτήρας· όπως δεν είναι τύποι οι ήρωες του Ροσελίνι ή του Βιτόριο ντε Σίκα, δεν είναι τύπος ο Τοτό στο «Κλέψας του κλέψαντος» του Μονιτσέλι.

Σε αυτή την κορυφαία του ταινία, μα και σε άλλες ταινίες, μπουρλέσκ, πικρές, τρελές, αυτοσχέδιες, καταγόμενες ταυτοχρόνως από τους αδελφούς Μαρξ, τον νεορεαλισμό, την πικρή ιταλική κωμωδία και το λαϊκό μελόδραμα, ο ακαταπόνητος, υπερκινητικός, θυελλώδης, συμπονετικός Θανάσης εκφράζει τον ακαταπόνητο, υπερκινητικό, θυελλώδη, συμπονετικό Ελληνα του καιρού του. Εζησαν με τον ίδιο τρόπο: κυνηγημένοι, ριγμένοι, αδικημένοι, μα πάντα ακούραστοι, πάντα όρθιοι μετά την πτώση, πάντα απέραντα αισιόδοξοι κατά βάθος, με μελαγχολικό βλέμμα και πηγαίο γέλιο, αποτροπαϊκό, γέλιο που εξορκίζει το κακό.

Ο καλός άνθρωπος, ο λαοφίλητος, που του φωνάζανε όλοι στο δρόμο «γεια σου Θανάση!» έδωσε ουσία και υπόσταση στην έννοια του λαϊκού: το ζωγράφισε αφελές και πηγαίο, ταπεινό και βαθύ, άμεσο και ειλικρινές. Αληθές. Δεν ντρεπόταν γι’ αυτό που ήταν, δεν καυχιόταν γι’ αυτό που έγινε, δεν ξέχασε τη γειτονιά του, το Νέο Φάληρο και το Μοσχάτο. Κατά τούτο, ήταν άνθρωπος άλλου καιρού, άλλου ήθους· δεν είναι του παρόντος, της ξιπασιάς, της καγκουριάς και του νεοπλουτισμού. Αυτή την αλήθεια του Θανάση, του αναγκεμένου μα μηδέποτε παραιτημένου Ελληνα, θα τη χρειαστούμε στα χρόνια που έρχονται, χρόνια πόνου και ανοικοδόμησης.

 

ΠΗΓΗ: Hμερομηνία :  8/5/11, Copyright:  http://www.kathimerini.gr, http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_12_08/05/2011_441187

 

* http://vlemma.wordpress.com/

Θανάσης Βέγγος: … ή τρελός είναι ή άγιος

Θανάσης Βέγγος: Αυτός ο άνθρωπος ή τρελός είναι ή άγιος

 

Του Δημήτρη Κανέλλη

 

Έτσι τον είχε περιγράψει ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος όταν τον πρωτογνώρισε στη Μακρόνησο. Μπορεί να ήταν και τα δύο. Μα πάνω από  όλα ο Θανάσης Βέγγος ήταν η προσωποποίηση της ανθρωπιάς. Η τελευταία κινηματογραφική μυθική φιγούρα δεν είναι πια ανάμεσά μας και η απώλειά της αφήνει ένα κενό αδύνατο να αναπληρωθεί.

«Καλέ μου άνθρωπε είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ.  Μόλις βγαίνω από το σινεμά, έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες».

Έτσι ακριβώς περιέγραψε ο Θανάσης Βέγγος την συνάντησή του, με έναν απλό άνθρωπο, που μόλις είχε δει ταινία του. Έτσι ακριβώς  θα μπορούσαμε και εμείς να συμπυκνώσουμε το κεφάλαιο Θανάσης Βέγγος: ένα μεγάλο ευχαριστώ για την τεράστια προσφορά του στον κινηματογράφο, αλλά και στις καρδιές των θεατών. Η τελευταία μας ίσως  κινηματογραφική μυθική φιγούρα, δεν είναι πια ανάμεσά μας, και η απώλειά της, αφήνει ένα κενό αδύνατο να αναπληρωθεί. Στην κυριολεξία ορφανέψαμε. Μετά τις συνεχόμενες περιπέτειες με την υγεία του, ο μεγάλος μας κωμικός υπέκυψε στο μοιραίο. Θανάσης Βέγγος,  ένα  όνομα   που είναι  ταυτισμένο όχι μόνο με την κωμωδία, αλλά και με την ανθρωπιά. Και εδώ είναι το σημείο που διαφοροποιεί τον Βέγγο, από τους συναδέλφους του κωμικούς. Ότι ο Βέγγος πριν και πάνω από όλα, υπήρξε η προσωποποίηση της ανθρωπιάς. Όσοι τον έζησαν από κοντά αλλά και όσοι τον συνάντησαν έστω και για λίγο σφραγίστηκαν για πάντα από αυθεντικότητα της  ύπαρξής του, από την έμφυτη καλοσύνη του αλλά και από την συντροφικότητα και αλληλεγγύη που εξέπεμπε. Τον περιέγραψε πολύ εύστοχα ο Νίκος Κούνδουρος, όταν τον πρωτογνώρισε στην Μακρόνησο: «Αυτός ο  άνθρωπος ή τρελός είναι ή άγιος»

 

Λαϊκός και ονειροπόλος

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα, στο Νέο Φάληρο τον Μάιο του 1926. Ο πατέρας του Βασίλης Βέγγος, ήταν υπάλληλος και ήρωας της Αντίστασης. Τα χρόνια 1948-1950 εξορίστηκε στην Μακρόνησο, και εκεί γνώρισε τον μετέπειτα διάσημο σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Η γνωριμία υπήρξε καταλυτική, και ο Βέγγος έκανε την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση το 1954 στην «Μαγική πόλη» του Κούνδουρου. Τα επόμενα χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα  πλατώ. Οι ρόλοι μπορεί να ήταν μικροί, ωστόσο οι ταινίες έχουν γράψει την δική τους ιστορία. «Ο Δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος μεγάλος ρόλος του ήταν το 1960 στην ταινία «Οι δοσατζήδες», στο πλευρό του Νίκου Σταυρίδη. Την ίδια χρονιά πήρε και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος όχι από σχολή, αλλά από ειδική επιτροπή που αναγνώρισε το πηγαίο ταλέντο του. Επίσης πήρε μέρος και στην πρώτη Θεατρική παράσταση, στο «Ομόνοια πλάτς πλούτς» μαζί με τους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη. Σταδιακά και με το πέρασμα των χρόνων, ο Θανάσης Βέγγος άρχισε να διαμορφώνει το μύθο του ως ο βασικότερος εκπρόσωπος της παλιάς καλής ελληνικής κωμωδίας. Δημιούργησε τον τύπο του κατατρεγμένου λαϊκού ανθρώπου, του πολυτεχνίτη, που δεν διστάζει να δοκιμάσει  οποιοδήποτε  επάγγελμα προκειμένου να επιβιώσει. Παράλληλα προσθέτει στους ρόλους του όλα εκείνα τα στοιχεία ( του καλοκάγαθου, του ονειροπόλου, του αισιόδοξου, αλλά και του αιώνιου θύματος) που τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό  στο κοινό  αλλά και  στους συναδέλφους του.

Ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει. «Δουλεύω με το ένστικτο. Δεν έχω κανένα ταλέντο παρά  μόνο αυτή τη φάτσα, που κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα». Το είχε επιβεβαιώσει πολύ εύστοχα και ο Αλέξης Δαμιανός. «Ο Βέγγος έφερε με αξιοπρέπεια ακόμη και τον ευτελισμό του εμπορικού κινηματογράφου». Στην δεκαετία του ΄60 ο Θανάσης Βέγγος αρχίζει μακροχρόνια συνεργασία με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη.

Ταινίες όπως « Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης», τον καθιερώνουν στην συνείδηση του κοινού και το 1964, σε αναζήτηση της καλλιτεχνικής του ελευθερίας, ιδρύει την δική του εταιρία παραγωγής, με τίτλο «Θ.Β. – Ταινίες Γέλιου». Αρχίζει να σκηνοθετεί κάποιες από τις καλύτερες ταινίες του, όπως «Φανερός πράκτωρ οοο», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης». Όλες τους χαρακτηρίζονται από την αυτοσχεδιαστική διάθεση των ηθοποιών και το σουρεαλιστικό χιούμορ. Παρόλη, όμως, την εμπορική τους επιτυχία, οδηγούν την εταιρία σε κλείσιμο και τον ίδιο στην οικονομική καταστροφή, από την οποία θα βγει μετά από πολλά  χρόνια. Η καριέρα του θα συνεχιστεί με τον Ντίνο Κατσουρίδη, την ίδια εποχή που η δημοτικότητά του αγγίζει τα ύψη.

Στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 1971 θα γνωρίσει τη αποθέωση με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», όπου απέσπασε το βραβείο κοινού και κριτικών. Έτς, αρχίζει μια περίοδος με θεματολογίες γύρω από επίκαιρα κοινωνικά θέματα. Στην δεκαετία του ΄80 ασχολείται με γυρίσματα βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς «Βεγγαλικά».

 

Ένας ηθοποιός που συγκλονίζει

 

Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», η οποία ταυτόχρονα σηματοδοτεί ένα νέο και εξ’ ίσου σημαντικό κεφάλαιο στην καριέρα του. Αρχίζει η σχέση του με τον λεγόμενο νέο κινηματογράφο. Οι ερμηνείες του έχουν πλέον διαφοροποιηθεί. Είναι χαμηλότονες, πιο «εσωτερικές», και μεγάλης εκφραστικότητας. Δεν είναι ο άνθρωπος που συνεχώς τρέχει  και συνεχώς αγωνιά για την τύχη του  και την τύχη των συνανθρώπων του. Είναι πιο μετρημένος στην κινησιολογία του και απόλυτα δωρικός στο πλάσιμο των χαρακτήρων του. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαία τα εγκωμιαστικά σχόλια  από επιφανείς εκπροσώπους του νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Θόδωρος Αγγελόπουλος, Βασίλης Ραφαηλίδης, Πατρίς Βιβάνκος, Γιάννης Σολδάτος και Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος του χάρισε εξαιρετικούς ρόλους στις ταινίες του. Ειδικότερα στο «Όλα είναι δρόμος», ένα οδοιπορικό στο υπέροχο Βορειοελλαδίτικο τοπίο, ο Βέγγος υποδύεται έναν θηροφύλακα, που αναγκάζεται να εκτελέσει  εν ψυχρώ τον  αδίστακτο κυνηγό που σκότωσε την τελευταία νανόχηνα.. Συγκλονιστική η σκηνή με έναν Βέγγο όπως δεν τον έχουμε δει ποτέ, και ένα μεγάλο μάθημα οικολογικής ευαισθησίας.

Ανεπανάληπτη όμως υπήρξε και η ερμηνεία του στο  «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το μονόλογό του μέσα στην απεραντοσύνη και στην σιωπή του χιονισμένου τοπίου,  μόνο ο Βέγγος θα μπορούσε να φέρει σε πέρας. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος, – ο πολύ απαιτητικός – Αγγελόπουλος. Ας μην ξεχνάμε πως ο Θανάσης Βέγγος είναι από τους ελάχιστους κωμικούς που κατάφεραν να ρίξουν γέφυρα ανάμεσα στον λεγόμενο παλιό Ελληνικό κινηματογράφο, και στον νέο, που άρχισε να αναδύεται στην διάρκεια της δικτατορίας. Και αυτό, χάρη στο αστείρευτο ταλέντο του και στην ικανότητά του να ανακαλύπτει και να ενσαρκώνει σε κάθε περίοδο την πεμπτουσία του απλού, λαϊκού ανθρωπάκου. Κάτι ανάμεσα σε Σαρλό και Καραγκιόζη, διέσχισε επί δεκαετίες το Ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο, χαρίζοντάς μας αξέχαστους ρόλους, αξεπέραστες ατάκες και ένα λυτρωτικό, και ενίοτε πικρό χιούμορ, απευθείας βγαλμένο από τα σπλάχνα της αρχαίας τραγωδίας. Να υπενθυμίσουμε εδώ, πως ο μεγάλος μας κωμικός είχε και σπουδαίες επιδόσεις στο θεατρικό σανίδι. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1995 έπαιξε στην Επίδαυρο τον Τρυγαίο στην Αριστοφανική κωμωδία «Ειρήνη», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη. Το κοινό φυσικά τον αποθέωσε. Το 1998  παίζει και στην παράσταση «Αχαρνής» και ο δικός του Δικαιόπολις γράφει ιστορία. Σεμνός, έντιμος και ειλικρινής όπως πάντα, αυτός ο πολύ έμπειρος πια ηθοποιός δεν δίστασε να δηλώσει πως πριν από τις παραστάσεις είχε κυριευθεί από αγωνία, τρακ, και ένα απίστευτο άγχος. «Οι Θεοί της Επιδαύρου να βάλουν το χέρι τους». Και το έβαλαν. Βέγγος ήταν αυτός…Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση, κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην γνωστή τηλεοπτική σειρά «Περί  ανέμων και υδάτων».

Ο Θανάσης Βέγγος έχασε τελικά τη μάχη με τη ζωή. Η είδηση του θανάτου σόκαρε και βύθισε μια ολόκληρη χώρα στο πένθος. Το οδοιπορικό ενός από τους κορυφαίους  Έλληνες ηθοποιούς έφτασε στο τέλος. Η καλλιτεχνική  προσφορά του, δύσκολο να αποτιμηθεί, γιατί εκτός των άλλων, ο Βέγγος υπήρξε – και θα συνεχίζει να υπάρχει – ως αρχετυπικό σύμβολο του Έλληνα που αγωνίζεται να επιβιώσει κάτω από τις πιο δύσκολες κοινωνικές συνθήκες. Και τα καταφέρνει. Ο Βέγγος όμως θα μείνει αξέχαστος και για τα σπάνια χαρίσματα που διέθετε ως άνθρωπος. Χαρίσματα και αρετές που τον διαφοροποίησαν και τον μετέτρεψαν  σε έναν ηθοποιό, που μαζί του μπορούσαν να ταυτιστούν όλοι σχεδόν οι Έλληνες. Στην ταινία του Γιάννη Σολδάτου «Το αίνιγμα», ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον άνθρωπο.Υποδύεται τον μάντη Τειρεσία, και στην κορυφαία σκηνή, ξεσπάει. «Θανάση με λένε, Θανάση με βαφτίσανε. Θανάση Βέγγο».

 

Τι έχουν πει επώνυμοι μέσα στα χρόνια για τον Θανάση Βέγγο

 

Θόδωρος Αγγελόπουλος: «Ήθελα οπωσδήποτε τον Βέγγο για «Το Βλέμμα του Οδυσσέα», γιατί τελικά κέρδισα  μια αυθεντικότητα που είναι εντελώς σπάνια».

Βασίλης Ραφαηλίδης (Κριτικός Κινηματογράφου-Συγγραφέας): «Ο Βέγγος στην ταινία του Αγγελόπουλου είναι το μεγάλο σύμβολο του κατ’ εξοχήν λαϊκού Έλληνα, ο άνθρωπος που τρέχει και δεν φτάνει πουθενά γιατί δεν θα ήταν δυνατό να φτάσει κάπου στην χώρα του πουθενά».

Χρήστος Βακαλόπουλος (Σκηνοθέτης- Συγγραφέας): «Ο Βέγγος διέτρεξε με απίστευτη ταχύτητα το κινηματογραφικό θέαμα καταπίνοντας κάθε μυθοπλασία και συνθέτοντας ένα γιγαντιαίων διαστάσεων σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ».

Ερρίκος θαλασσινός (Σκηνοθέτης): «Έχει ήθος. Όλοι του οι ρόλοι έχουν ήθος. Άκουσε ότι ο «Ηθοποιός ποιεί ήθος», και αυτό βάλθηκε να εφαρμόσει στο πανί. Και σαν ηθοποιός, και σαν σκηνοθέτης, και σαν παραγωγός».

Κώστας Χατζηχρήστος (Ηθοποιός): «Αυτό που με συγκινεί στον Θανάση Βέγγο, είναι το φιλότιμο και η επαγγελματική του ευσυνειδησία. Πιστεύω πως ο Βέγγος είναι ένας μεγάλος ηθοποιός, με τεράστια υπομονή και επιμονή».

Γρηγόρης Γρηγορίου ( Σκηνοθέτης): «Ο Βέγγος είναι ο ίδιος ένας ρόλος και στις ταινίες του και στην ζωή του. Πικρός, βαθύτατα ανθρώπινος, ένας κλόουν που κουβαλάει στις αγωνιώδεις του τρεχάλες όλο το άγχος και τον παραλογισμό της σύγχρονης κοινωνίας μας. Τρέχει για τον εαυτό του και τρέχει και για τους άλλους».

 

ΠΗΓΗ: (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ “Π” ΣΤΙΣ 05-05-11),  http://www.topontiki.gr/article/16404

Μικρό αφιέρωμα στο Μανώλη Ρασούλη

«Η ρίμα του ροβολάει πάντα παντού…»*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Είναι εφικτό ένα παρακμιακό σκηνικό να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα μιας θετικής διάθεσης, η οποία θα αναδείξει με το χιούμορ της την παράνοιά του, θα αλιεύσει ό,τι γόνιμο διασώζεται εντός του, και θα προτείνει μέσα από την ενδοσκόπηση μία υγιή στάση ζωής; Το εγχείρημα τούτο, που, αν κι όχι ακατόρθωτο, είναι ωστόσο απαιτητικό, βρίσκει τον τεχνίτη δουλευτή του στο πρόσωπο του στιχουργού Μανώλη Ρασούλη.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 317, 16/4/2011

Σε δεκαεπτά τραγούδια που κληροδότησε στην ελληνική μουσική μέσω του τελευταίου του δίσκου με τον τίτλο «Με τον Ομπάμα αντάμα» (2009), σε συνεργασία με τον συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο, ο Ρασούλης γυμνώνει τη σύγχρονη πραγματικότητα από μεταμφιέσεις που την ωραιοποιούν, και χαρίζει τις φρέσκες προσεγγίσεις του, ανανεώνοντας κι εμβαθύνοντας παράλληλα τη ματιά των καλλιτεχνικών συνομιλητών του.

Ο Ρασούλης στο κύκνειο άσμα του εντρυφά στιχουργικά στα δεινά που ταλανίζουν τη νεοελληνική σκηνή. Τραγουδά με μπρίο το διαφθαρμένο σκηνικό της νεοελληνικής πολιτικής ζωής, το οποίο συνδιαμορφώνεται από παράγοντες που φυσιολογικά θα προορίζονταν να καθοδηγούν την πνευματική ζωή με τη συνεπή τους ηθική στάση. Εκείνοι όμως, αν και φέρουν ιερατικά αξιώματα και θα αναμενόταν να διακρίνονται ως «άγιοι ανθρωπάκοι», με τη σεμνότητα και τους χαμηλούς τόνους που υποδηλώνει το υποκοριστικό, αποδεικνύονται εντέλει δαίμονες, που ιππεύουν την «κουρσάρα» τους και συναναστρέφονται τη διαπλοκή στο πρόσωπο τύπων όπως «εργολάβοι, δικηγόροι και του εωσφόρου η κόρη». Ο «Εφραιμάκος» του ομότιτλου τραγουδιού, παραπέμποντας ευθέως στον ιερωμένο πρωταγωνιστή της υπόθεσης Βατοπεδίου, καταπατά το ρόλο του θεματοφύλακα των ηθών που απορρέει από το ιερατικό του σχήμα και προσωποποιεί την αρπαχτή, τον τυχοδιωκτισμό, την «εθνική μούρλα» και την ολοκληρωτική αδιαφορία («ζαμανφού κι απάνω τούρλα»).

Πλάι στην οικονομική αρπαχτή κουρνιάζει η αντίστοιχη ερωτική. Το «Ντιβιντί», εμπνευσμένο από την εμπλοκή του πρώην γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού κ. Χρήστου Ζαχόπουλου σε ερωτικό σκάνδαλο, πραγματεύεται μια ιστορία ερωτικής απιστίας, στην οποία ο απατημένος ήρωας του τραγουδιού, πολλά βαρύς μα «γενναιόψυχος», συγχωρεί το άπιστο έτερόν του ήμισυ υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τον ξαναπροδώσει. Ειδάλλως, ο μόρτικος αντρισμός του ήρωα υπόσχεται να «καθαρίσει» μόνος του: «Άμα με ξαναπροδώσεις/ θα φας μπουνιές./ Όχι στον Πούτιν πουτινιές/ και βρομοαμερικανιές.» Το μωσαϊκό ηθών που εικονογραφεί ο Ρασούλης μεταφέρει από τον χώρο των επωνύμων στον χώρο των λαϊκών ανθρώπων τις ίδιες εγωκεντρικές σκοπιμότητες, είτε μέσα από το θέμα της απιστίας είτε μέσα απ’ τον σκιαγραφούμενο κουτσαβακισμό, που δεν εννοεί να αποχωρήσει από τη σχέση ούτε σε περίπτωση νέου «κερατώματος», παρά μόνο απειλεί με αντίποινα τον ξυλοδαρμό! Οι λεονταρισμοί, δοσμένοι ευφυώς μέσω ενός λεκτικού που εκμεταλλεύεται το λογοπαίγνιο προκειμένου να καταστήσει τον ήρωα υποψιασμένο, ξεφουσκώνουν εμπρός στην αναξιοπρεπή του υποχωρητικότητα.

Η κοινωνική παρακμή αποτυπώνεται από τον Ρασούλη και στην υφέρπουσα διάθεση της μωροφιλοδοξίας που επιφέρει ο νεοπλουτισμός. Ο υλισμός μετάλλαξε την κοινωνία, ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας: «Η Δραπετσώνα, Μίκη μου,/ δεν είναι όπως παλιά,/ χτίστηκε και ξανοίχτηκε/ στα περσικά χαλιά/ […] Η Ιωνία, Στέλιο μου,/ δεν είναι όπως παλιά,/ Βρυξέλλες, κέντρο έγινε/ και σούπερ αγορά» («Τι ήταν τότε»). Η κοινωνική ανέλιξη προϋποθέτει την εγκατάλειψη του βαλκανικού επαρχιωτισμού. Στο βάθος της υποφώσκει η μύχια ελπίδα του κοσμοπολιτισμού, όπως αυτός εκφράζεται στον θαυμασμό για οτιδήποτε πηγάζει από τη Δύση, έστω κι αν πρόκειται απλώς για εμπορικό κέντρο: «Στο αεροδρόμιο Ντεγκόλ/ κάθομαι και περιμένω/ είναι περίπου σαν το Μολ/ λίγο ακόμα στη Γαλλία μένω» («Στο αεροδρόμιο Ντεγκόλ»).

Ο υποτιμημένος όμως βαλκανικός «επαρχιωτισμός» παίρνει τη γλυκιά του εκδίκηση στο πρόσωπο μιας Σκοπιανής, που μαγεύει ερωτικά τον ήρωα του Ρασούλη και τον υποχρεώνει σε υποβιβασμό του εθνικού προβλήματος με τη γείτονα χώρα, το οποίο μεταλλάσσεται από εθνικό σε ερωτικό: «Η Μακεδονία ήταν και θα είναι ελληνική/ […]/ Μα έλα που μια Σκοπιανή,/ μια ομορφιά, μια καλλονή,/ μου έχει πάρει τα μυαλά/ και τα ’χω χάσει για καλά» («Η Σκοπιανή»). Ο έρωτας συνιστά γενικότερα για τον Ρασούλη μία υγιή έκφραση, ικανή να προσπεράσει κάθε κρίση, γι’ αυτό κι αποτελεί το προτεινόμενο όραμα, συνέχοντας μάλιστα όχι μόνο ανθρώπους διαφορετικής εθνικότητας, μα και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου: «Ας έρθει κι η μεγάλη κρίση/ η αγάπη μας είναι η λύση» («Η δοκιμασία»)· και: «Διότι εγώ σας αγαπώ/ κι ας γράφω μ’ όμικρον το “πω”» («Του Μάρκου»).

Η αντιπρόταση απέναντι στην παρακμή συμπληρώνεται με την κατάθεση ενός «μανιφέστου», βασικές αρχές του οποίου είναι η απομυθοποίηση του χρήματος, η μουσική, το κέφι, η ευγένεια του ήθους και το ποιητικό όραμα: «Εμείς δεν ξανοιχτήκαμε/ στο χρήμα και στα πλούτη/ μας έφτανε ένα τρίχορδο/ δυο ούζα κι ένα ούτι», εφόσον «είμαστε εκείνοι που ’μαστε/ κι εμείς και τα παιδιά μας/ ευγένεια στους τρόπους μας/ απάγκιο στην καρδιά μας» («Το μανιφέστο»). Το ούζο μάλιστα προσφέρεται σε έναν ποιητή, τον Νίκο Καρούζο, προκειμένου να προσφέρει κι εκείνος με τη σειρά του το ποιητικό του όραμα μέσα από το έργο του, αφού «η ρίμα του ροβολάει πάντα παντού», κι ας «αγαλμάτησε ξαφνικά η θωριά του» («Ένα ούζο για τον Νίκο Καρούζο»).

Βέβαια, η ύπαρξη του οράματος, αν και απαραίτητη, δεν είναι πάντοτε επαρκής για μια σωτήρια αλλαγή. Ο Ρασούλης έχει επίγνωση της δυσκολίας, γι’ αυτό και στήνοντας μια επίπλαστη πανηγυρική ατμόσφαιρα, που σηματοδοτείται από την εκλογή του πρώτου νέγρου προέδρου στις Η.Π.Α., του Μπάρακ Ομπάμα («Με τον Ομπάμα αντάμα»), αναγνωρίζει ότι η ευόδωση του εγχειρήματος ισοδυναμεί με άπιαστο «θαύμα». Η πίστη πως είναι δυνατό να σπάσει το κατεστημένο δημιουργεί προσδοκίες, γι’ αυτό και «σκάει ένα χαμόγελο/ ο κάθε ταπεινός»· η προσμονή πως «είναι ο μαύρος π’ άσπρισε/ τη μοίρα μας μια Τρίτη» τρέφει την ελπίδα. Μα οι ελπίδες διαψεύδονται και το συνολικό σχόλιο καθίσταται μάλλον ειρωνικό. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανατατική προσδοκία που ήδη καλλιεργήθηκε επιτρέπει την εκδήλωση μιας πανηγυρικής αισιοδοξίας, έστω κι αβάσιμης. Ας μένει λοιπόν η ελπίδα ανεκπλήρωτη· η σημασία έγκειται στην παροχή οράματος. Άλλωστε, αν ο Ομπάμα δεν κατορθώνει το πολυπόθητο θαύμα, υπάρχει τουλάχιστον ο… ασβέστης, για να ασπρίσει και να κατακάψει καθετί αρρωστημένο, κι αν όχι κυριολεκτικά, σίγουρα τουλάχιστον μέσω της πνευματικής και ψυχικής έξαρσης που επιφέρει η ποιητική λειτουργία: «Ν’ ασπρίσει το μαύρο χάλι μας/ μπορεί μόνο ο ασβέστης» («Πήραν φωτιά τα καύσιμα»).

Ο Ρασούλης, μέσα από διεισδυτικούς συσχετισμούς αντιτιθέμενων στοιχείων («καλύτερα με μαύρο/ στον Οίκο το Λευκό/ παρά παντού μαυρίλα/ με βλάκα και λευκό [= Τζορτζ Μπους τζούνιορ]»), ξαφνιάζει ευχάριστα και προβληματίζει. Η αργκό του, σαν όχημα ανάδειξης της λαϊκότητας στην τέχνη του και σαν συνδετικός κρίκος με τη στιχουργική παράδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού, αποθεώνει την καυστικά χιουμοριστική θέαση των πραγμάτων.

Στο προσωπικό του σημείωμα στην παρούσα δισκογραφική δουλειά σχολιάζει: «Δεν επαίρομαι, θεωρώ τα τραγούδια τούτα σαν τα σακιά που βάζουν στις όχθες του ποταμού όταν αυτός ξεχειλίζει και απειλεί την πόλη. Κι αν χαμογελάσει κάποιου πικραμένου κι αγχωμένου το χείλι μ’ αυτά τα άσματα, τόσο καλύτερο.» Τα τραγούδια του πράγματι υψώνουν φράγματα στην πλημμυρίδα της σύγχρονης κρίσης, αφού την ξορκίζουν ειρωνευόμενα τις δυσχέρειες και συμβάλλουν στην ψυχική ανάταση. Μέσα από το άπλωμα της παρουσίας τους παντού, μεταφέρουν τη διαπίστωση του Ρασούλη για την αξία του ποιητή Νίκου Καρούζου, του οποίου η ρίμα «ροβολάει πάντα παντού», στον ίδιο τον Ρασούλη, και μάλιστα ακόμη και τώρα, που «αγαλμάτησε» η δική του ματιά με τη «φυγή» του. Αν στα συρτάρια του δεν βρεθεί το υλικό που υποσχέθηκε όσο ζούσε («Το CD αυτό είναι το πρώτο μιας τριλογίας με τον Χρήστο [Νικολόπουλο]», σημειώνει στο προαναφερθέν του σημείωμα), ώστε να συνεχίσει να εκπλήσσει ευχάριστα και μετά τον θάνατό του, τα υπάρχοντα τραγούδια του θα αρκούν με το παραπάνω για συντροφιά σε κάθε μεράκι.

 

Χρήστος Νικολόπουλος – Μανώλης Ρασούλης, «Με τον Ομπάμα αντάμα», Columbia/ Sony music, Αθήνα 2009.

 

ΜΕ ΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ ΑΝΤΑΜΑ

 

Με τον Ομπάμα αντάμα πάμε προς την αυγή

Να σώσουμε τον κόσμο, τη γη και τη ζωή

Καλύτερα με μαύρο στον Οίκο τον Λευκό

Παρά παντού μαυρίλα με βλάκα και λευκό

 

Με τον Ομπάμα δικαίωμα στο θαύμα

Και πάμε προς τα εκεί, στη νέα λογική

 

Χαρά χαρά χαρά χαράζει στον πλανήτη

Είναι ο μαύρος π’ άσπρισε τη μοίρα μας μια Τρίτη

Πέφτουν στη γη οι φλούδες, πετούνε οι πεταλούδες

Τραβιούνται οι κουρτίνες, χορεύουν οι αχτίνες

 

Με τον Ομπάμα αντάμα νικιέται ο ρατσισμός

Σκάει ένα χαμόγελο ο κάθε ταπεινός

Στο Γκλόμπαλ Βίλατζ ζούμε, θα καταφέρουμε

Ειρήνη αν ποθούμε, μαϊφρέντς, θα φέρουμε

 

Με τον Ομπάμα δικαίωμα στο θαύμα

Και πάμε προς τα εκεί, στη νέα Αμερική

 

ΤΟ ΝΤΙΒΙΝΤΙ

 

Βρέθηκε ένα ντιβιντί που δείχνει ιστορίες

Κι εμένα μου δημιουργεί άγχος και απορίες

 

Φέρε να δω το ντιβιντί

Μα δώσε μου ένα γκαραντί

Πως δεν θα δω εσένα

Να ’σαι με άλλον αγκαλιά

Ν’ αλληλοδίνεις τα φιλιά

Κι αλίμονο σε μένα

 

Σε συγχωρώ πρώτη φορά

Κι αυτό ας το εμπεδώσεις

Άμα με ξαναπροδώσεις

Θα φας μπουνιές

Όχι στον Πούτιν πουτινιές

Και βρομοαμερικανιές

 

Αμάν, μεγάλη συμφορά, δείχνει εσένα φανερά

Να κάνεις σεξ με άλλον, σβήσε τη λέξη μάλλον

 

Φέρε να δω το ντιβιντί…

 

ΠΗΡΑΝ ΦΩΤΙΑ ΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

 

Πήραν φωτιά τα καύσιμα

Κι ο κόσμος τα ’χει χάσει

Τα πράγματα είναι άσχημα

Περνάμε μαύρη φάση

 

Εσβήσανε τα τζάκια μας

Κι αρπάξαν τα μπατζάκια μας

Φουντώνουνε οι πυρκαγιές

Καιγόμαστ’ απ’ τις δυο μεριές

 

Πήραν φωτιά τα καύσιμα

Μα λείπει ο πυροσβέστης

Ν’ ασπρίσει το μαύρο χάλι μας

Μπορεί μόνο ο ασβέστης

 

Πήραν φωτιά τα καύσιμα

Τρέχα να βρεις τον φταίχτη

Και κάψε του τη γούνα του

Τ’ άτιμου θεομπαίχτη

 

Ζακλίν Ντε Ρομιγύ: Γαλλίδα με Ελληνική ψυχή

Ζακλίν Ντε Ρομιγύ: Μια Γαλλίδα με Ελληνική ψυχή

 

Της Ε. Αργυρούλη*

 

«Δεν θα κουραστούμε ποτέ να εγκωμιάζουμε τις αρετές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και την επίδραση που άσκησε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όμως η μαγεία που αποπνέουν τα ελληνικά κείμενα, έστω και μέσα από τις όσο το δυνατόν πιστότερες μεταφράσεις τους, αιχμαλωτίζει σε τέτοιο βαθμό τον αναγνώστη, που σπάνια γίνεται λόγος για το χρέος το οποίο οφείλει η ελληνική λογοτεχνία στην ίδια την ελληνική γλώσσα, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στην πορεία του χρόνου προσφέροντας στους ποιητές και στους πεζογράφους της ένα απαράμιλλο εργαλείο, που τόσο πολύ ζήλεψαν οι Ρωμαίοι».

Διαβάζοντας κανείς αυτές τις φράσεις θα ήταν σίγουρος πως πρόκειται για σκέψεις ενός φλογερού Έλληνα. Και όμως, αυτά τα έγραψε μια γαλλίδα η οποία, βέβαια, είχε βαθειά μέσα στην ψυχή της την Ελλάδα: η Ζακλίν ντε Ρομιγύ στο έργο της «Μαθήματα Ελληνικών».

Και συνεχίζει  «Με τις εξαίρετες ιδιότητες της ελληνικής γλώσσας θα ασχοληθεί τούτο το βιβλίο, όχι για να διδάξει τις μορφές ή τους κανόνες της, αλλά για να περιγράψει τις ομορφιές της. Σκοπός μας είναι να αναδείξουμε μέσα από μια σειρά παραδειγμάτων τις λεπταίσθητες εκφραστικές αποχρώσεις που παρήγαγε η ελληνική γλώσσα με τους τόσο ιδιαίτερους μηχανισμούς της, και να επιχειρήσουμε υπό αυτή τη σκοπιά να ερμηνεύσουμε τόσο την εκπληκτική επίδραση και διάδοση της γλώσσας αυτής σε έναν ευρύτατο γεωγραφικό τομέα, όσο και τον τρόπο με τον οποίο άφησε τη σφραγίδα της στις περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης, με πρώτη τα λατινικά, στο πέρασμα των αιώνων».

Η Ακαδημαϊκός και διάσημη ελληνίστρια σ’ αυτό το συγκινητικό βιβλίο προσπαθεί να μεταφέρει στον αναγνώστη της τις ομορφιές της ελληνικής γλώσσας. Η ίδια υποστηρίζει πως η δομή και οι εκφραστικές δυνατότητες των αρχαίων ελληνικών επέτρεψαν την μεγάλη έκρηξη της σκέψης που έγινε στην Ελλάδα και επηρεάζει ακόμη και σήμερα τον πολιτισμό μας. Πάντα ακριβόλογη καταφέρνει να αναδείξει, ακόμη και μέσα από τα γραμματικά φαινόμενα τους μηχανισμούς μιας διάνοιας η οποία υπήρξε μοναδική.

 Τι να πρωτοπεί κανείς γι αυτή τη γυναίκα; Γεννήθηκε στη Σαρτρ της Γαλλίας το 1913. Μεγάλωσε από τη μυθιστοριογράφο μητέρα της Ζαν Μαλβουαζέν και από πολύ νωρίς η Ρομιγύ σάρωσε τις πρωτιές κι έγινε έτσι σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης: υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην Ecole Normale (1933), η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο College de France (1973) στην έδρα «Η Ελλάδα και η διαμόρφωση της ηθικής και πολιτικής σκέψης», η πρώτη γυναίκα στην Ακαδημία «Αρχαίων Επιγραφών και Γραμμάτων» (1975) και η δεύτερη γυναίκα στη  Γαλλική Ακαδημία μετά τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. 

Ήταν πάντα προσανατολισμένη στο ευρύ κοινό, επιδιώκοντας να περάσει το μήνυμά της όσον αφορά την ανθρωπιστική παιδεία και αντίληψη σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Αυτόν το διάλογο υπηρέτησε με τα πολυάριθμα έργα της μέχρι τέλους, όταν τυφλή πια έγραφε μέσω της γραμματέως της, βλέποντας ωστόσο πολύ καθαρά με τα μάτια της ψυχής της.

Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Σορβόνης (Παρίσι) Ζακλίν Ντε Ρομιγύ αγάπησε όσο λίγοι την Ελλάδα, την Ελληνική Γλώσσα (αρχαία και νέα) και τον Ελληνικό Πολιτισμό. Η μεγάλη ελληνίστρια θεωρούσε τον Θουκυδίδη έναν από τους άντρες της ζωής της, έκανε παρέα με τον Περικλή και σε όλη τη ζωή της υπερασπίστηκε με πάθος την κλασική παιδεία και τον ανθρωπισμό.

Επειδή δεν είναι σε όλους γνωστή, επιβάλλεται να αναφερθούν μερικά πράγματα γύρω από την προσφορά της σε όλα αυτά: Το όνομά της άρχισε να γίνεται γνωστό ευρύτερα στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1995. Λίγο αργά βέβαια. Ήταν τότε που το «Ίδρυμα Ωνάση» απένειμε βραβεία σε μεγάλες προσωπικότητες του Ευρωπαϊκού Πνεύματος και όχι μόνον. Ανάμεσα στους άλλους ήταν και η μεγάλη Ελληνίστρια Ακαδημαϊκός και καθηγήτρια της Σορβόνης Ζακλίν Ντε Ρομιγύ που βραβεύτηκε. Έγραψε 28 βιβλία, που αναφέρονται στην αρχαία Ελλάδα. Τότε έλαβε και την ελληνική υπηκοότητα ενώ το 2000 έγινε πρέσβειρα του Ελληνισμού. 

Συγκινημένη η Ζακλίν Ντε Ρομιγύ στην αρχή της ομιλίας της είπε: «Όλη μου τη ζωή αντλούσα ευτυχία στην αδιάκοπη επαφή με τα έργα της αρχαίας Ελλάδας». Αυτά τα έλεγε μιλώντας στα Ελληνικά. Και συνέχισε: «Και αισθάνομαι γι’ αυτό ένα μεγάλο χρέος απέναντι στη χώρα σας. Και να που σήμερα η Ελλάδα μου χαρίζει επιπλέον το πιο μεγαλοπρεπές και το πιο ένδοξο δώρο».

Στην ομιλία της, ανάμεσα στα άλλα, είπε: «Ο ελληνικός πολιτισμός έχει κάτι το εξαιρετικό: τη δύναμη της επικοινωνίας! Αυτή είναι η πραγματικά εξαιρετική, η μοναδική συμβολή της Ελλάδος στους άλλους πολιτισμούς που έμαθαν από τον ελληνικό πολιτισμό τον τρόπο να εξηγούν και να συγκρίνουν, δηλαδή να επικοινωνούν μεταξύ τους!  Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα είχε αυτήν την τεράστια διάδοση σε όλον τον κόσμο. Αυτό οφείλεται στο ότι η ελληνική γλώσσα είναι ένα εργαλείο με το οποίο εύκολα μπορεί κανείς να εξοικειωθεί και να ανοίξει τη σκέψη του.

Σας το λέω χωρίς επιφύλαξη: Όλος ο κόσμος θα πρέπει να μάθει ελληνικά, γιατί η ελληνική γλώσσα μας βοηθάει πρώτα απ’ όλα να καταλάβουμε τη δική μας γλώσσα. Έχει μια τέτοια λιτότητα η ελληνική γλώσσα που μπορεί να πει κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε για μεγάλες ανακαλύψεις! Παίρνω πολλές επιστολές κάθε μέρα και από νέους και από ηλικιωμένους ανθρώπους που εξυμνούν την ελληνική γλώσσα εξηγώντας μου πώς μπορεί να επιτύχει κανείς στη ζωή του και στο επάγγελμά του χρησιμοποιώντας τα …ελληνικά».

Όταν ήταν μαθήτρια Γυμνασίου, η μητέρα της (μια μορφωμένη γυναίκα), της έδωσε να διαβάσει Θουκυδίδη. «Ήταν η πρώτη αρχαία ελληνική αγάπη μου, αλλά αργότερα αγάπησα πιο πολύ τον Όμηρο», είπε.

Η Ρομιγύ αναδεικνύει σταθερά τη σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τη θεμελιακή τους θέση στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την ευρωπαϊκή παιδεία: «Η λέξη «Ευρώπη» είναι ελληνική. Χρησιμοποιήθηκε από τον 4ο αιώνα π.Χ. για να προσδιορίσει την Ελλάδα σε αντίθεση προς τα ασιατικά βασίλεια», λέει στις «Συναντήσεις με την Αρχαία Ελλάδα» (Αστυ, 1997). Όσο για τους αρχαίους Έλληνες, «έδωσαν συγκεκριμένη μορφή στις ευρωπαϊκές αξίες, τις διεκδίκησαν και τις προσδιόρισαν για τους μελλοντικούς αιώνες», προβάλλοντας την «πολιτική ελευθερία του υπεύθυνου πολίτη» έναντι του άβουλου υπηκόου. 

Καθημερινά η Ζακλίν Ντε Ρομιγύ εκδήλωνε τον έρωτά της και το θαυμασμό της για την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό. Θα αναφέρω μερικές περιπτώσεις: «Μια σύγχρονη Ελλάδα, που θα έχανε την επαφή με τους αρχαίους συγγραφείς, θα έχανε επίσης την επαφή με τους σύγχρονους ποιητές της, που είχαν και αυτοί γαλουχηθεί με τις ίδιες αξίες, με τον Καβάφη, με τον Σεφέρη»!

«Θα αγνοούσε αυτό που συνεχίζει να αποτελεί την δόξα της προς τα έξω και πρέπει να μείνει το καύχημά της: το ότι άνοιξε τον δρόμο στον δυτικό πολιτισμό. Πώς μπορεί να φαντασθεί κανείς ότι οι σημερινοί πολίτες της Ελλάδας μπορεί να αγνοούν την κληρονομιά που αυτή τους κληροδότησε και που μελετάται σήμερα στη Φινλανδία, στην Ιαπωνία, στην Βραζιλία; Ένας γνωστός μου νεαρός Κινέζος μεταφράζει στην γλώσσα του τον Θουκυδίδη: Πώς να δεχθώ ότι ένας Έλληνας δεν έχει τη δυνατότητα να τον διαβάζει με ευχέρεια»;

Σε άλλη περίπτωση είπε: «Οι επιστήμονες ανατρέχουν στο αστείρευτο ελληνικό «γλωσσικόν ύδωρ» για να ονομάσουν τις σύγχρονες ανακαλύψεις και εφευρέσεις (από την αθανασία ως τον μεταβολισμό), χωρίς να αναφέρουμε τους πυραύλους ή τους μεγάλους επιστημονικούς στόχους που ονομάζονται «Αριάδνη» ή «Ερμής». Ο Μίτος της Αριάδνης, όπως και τόσα άλλα είναι αναμνήσεις ελληνικές. Το ίδιο και οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο Μαραθώνιος δρόμος. Η Ευρώπη που σφυρηλατούμε έχει Ελληνικό όνομα. Η Αρχαία Ελλάδα μας προσφέρει μία γλώσσα για την οποία θα πω ακόμη μία φορά ότι είναι ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ».

Η Ζακλίν Ντε Ρομιγύ μελετούσε όλη της τη ζωή τους Έλληνες κλασικούς, αλλά αγαπούσε και την Ελλάδα του σήμερα, θεωρώντας ότι αποτελεί συνέχεια του χθες. Σε μία συνέντευξή της είχε πει: «Έχω αναλώσει τον περισσότερο χρόνο της ζωής μου με τον Περικλή και τον Αισχύλο παρά με τους σύγχρονους». Σε δηλώσεις της, πριν από λίγα χρόνια, εξέφρασε τη λύπη της που δεν μπορούσε πια να επισκεφθεί την Ελλάδα, γιατί είχε χάσει το φως της, είχε σχεδόν τυφλωθεί.

Από το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010 η μεγάλη Ελληνίστρια και Ακαδημαϊκός Ζακλίν Ντε Ρομιγύ βρίσκεται στη γειτονιά των Αγγέλων. Έφυγε  πλήρης ημερών στα 97 της χρόνια…

Γράφω όλα αυτά ως ελάχιστο φόρο τιμής στο τεράστιο έργο που άφησε πίσω της.

 

* καθηγήτρια στο 14ο Γυμν/ Λάρισας

 

ΠΗΓΗ: 10/02/2011, http://14press.gr, ηλεκτρονικό περιοδικό του 14ου Γυμν. Λάρισας, τ. 3.