Αρχείο κατηγορίας Επαχθή χρέη και το Χρέος μας

Με αφορμή την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση (ΗΠΑ 2007), την ελληνική δημοσιονομική κρίση στη χώρα μας (2009) και την υποταγή μας σε ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ άνοιξε ένας διάλογος. Εμείς αναρτούμε κείμενα που είτε ανοίγουν το δρόμο της Απελευθέρωσης, είτε συμμετέχουν κριτικά απέναντι σ΄αυτά.

Η ελληνική δίνη θανάτου και οι προϋποθέσεις…

Η ελληνική δίνη θανάτου και οι προϋποθέσεις μιας ενδεχόμενης σωτηρίας

Έντεκα μήνες μετά το μνημόνιο: που πάει η Ελλάδα;


Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου


 

Πριν συμπληρωθεί χρόνος από την υπογραφή του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης, είναι σαφές, ακόμα και σε όσους την επέβαλαν, ότι οδηγεί σε ανήκεστο βλάβη, αν όχι καταστροφή της ελληνικής οικονομίας-κοινωνίας. Ο πραγματικός σκοπός τους δεν είναι η έξοδος μιας Ελλάδας στο επίπεδο περίπου που την ξέραμε στις αγορές, μετά από μια περίοδο θυσιών, αλλά η μετατροπή της σε χώρα του Τρίτου Κόσμου, υπό συγκαλυμμένο αποικιακό έλεγχο.

Αν η ελληνική κοινωνία δεν βρει τρόπο αντίδρασης, θα καταστραφούν οι οικονομικές προϋποθέσεις ύπαρξης στοιχειωδώς κυρίαρχου, ανεξάρτητου, δημοκρατικού κράτους. Η ύπαρξη τέτοιου κράτους, στην ουσία, όχι μόνο στον τύπο, είναι προϋπόθεση για την προκοπή, αν όχι επιβίωση του ελληνικού λαού.

Tρεις από τους πέντε «σοφούς», για οικονομικά θέματα, που συμβουλεύουν τη Μέρκελ, διατύπωσαν δημοσίως την πεποίθηση ότι το μνημόνιο «δεν βγαίνει». Τα ίδια δηλώνει η Βάσω Παπανδρέου, ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Σε πρόσφατο «γκάλοπ» του BBC μεταξύ αναλυτών, η πλειοψηφία προέβλεψε ελληνική χρεωκοπία. ‘Οσοι λένε ακόμα ότι το μνημόνιο μπορεί να βγει, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα χρέους και ελλειμμάτων, πρέπει να θεωρηθούν είτε ανόητοι, είτε, πιθανότερο, απατεώνες.

Ο ελληνικός λαός γνωρίζει την πραγματικότητα, ακόμα κι όταν την κρύβει από τον εαυτό του. Μαρτυρά την επίγνωση αυτή το «βλέμμα μελλοθανάτων» των επιβατών σε κάθε βαγόνι του μετρό, ο διπλασιασμός των αυτοκτονιών στη χώρα, το 80% των νέων που δηλώνει ότι θάθελε να φύγει από τη χώρα. ‘Oλοι ξέρουμε τι σημαίνουν τα ενεχυροδανειστήρια που ξεφυτρώνουν σε κάθε γειτονιά, οι διαφημίσεις των κορακιών που αγοράζουν χρυσαφικά κι ασημικά. Κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε, αλλά πίσω από κάθε «ενοικιάζεται» κλειστού μαγαζιού, κρύβονται ανθρώπινες και οικογενειακές τραγωδίες. Σύντομα, ορισμένοι ήδη από τώρα, εκατομμύρια συμπολίτες, βρίσκονται ή θα βρεθούν προ της “επιλογής” να πεθάνουν από ασιτία ή από έλλειψη φαρμάκων, που δεν μπορούν ή δεν θα μπορούν να αγοράσουν. Θα χρειαζόμαστε βιβλίο για να περιγράψουμε αναλυτικά την ταχύτατη, συστηματική κατεδάφιση της χώρας, στην οποία επιδίδονται, με τόση επιτυχία, τα ανθρωπάκια μιας υποτελούς κυβέρνησης, άψογης σε ρόλο “διαχειριστή πτωχευμένης επιχείρησης”, για λογαριασμό των δανειστών. Αφού γκρέμισαν, σε λιγότερο από χρόνο, το υποτυπώδες κοινωνικό κράτος που απέκτησαν οι ¨Ελληνες σε διάστημα ενός αιώνα, ετοιμάζονται τώρα να οργανώσουν την λεηλασία της χώρας με το πρόγραμμα των “50 δισεκατομμυρίων”.

Γράφω από παιδί, είναι η δουλειά μου. Αλλά τώρα δυσκολεύομαι κι εγώ, δεν ξέρω τι να γράψω. Διαλέγω την αλήθεια, τρέμοντας μήπως ενισχύσω άθελά μου τη μαζική κατάθλιψη, κατ’ εξοχήν όπλο των εχθρών μας, στοιχείο ενός ψυχολογικού πολέμου κατά του ελληνικού λαού που στηρίζεται στην καθολική ενοχοποίηση, στην ιδιοτελή αντιπαράθεση ενός στρώματος στο άλλο, στην καλλιέργεια φόβου και πανικού, για να παραλύσουν τους ¨Ελληνες, “σακατεύοντας” κάθε εθνική αυτοπεποίθηση (και καταστρέφοντας, en passant, τη διεθνή εικόνα της χώρας). Tο σχέδιο αυτού του πολέμου εκτελεί, υπό την καθοδήγηση μιας στρατιάς ξένων συμβούλων, η παρούσα “ελληνική κυβέρνηση”. Σχέδιο που εκπονήθηκε στα «στρατηγεία» μιας παγκόσμιας «Αυτοκρατορίας του Χρήματος», του τέρατος του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου που προέκυψε από τέσσερις δεκαετίες αποφορολόγησης του κεφαλαίου, διαρκών “απελευθερώσεων” και “απορρυθμίσεων” “αγορών”, ροών κεφαλαίων και εμπορευμάτων.

Απαλλαγμένες από το αντίπαλο σοβιετικό δέος, με υποταγμένους και εξαγορασμένους ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και συνδικάτα, οι “αγορές” επιχειρούν να κατεδαφίσουν ότι απέμεινε από τον μεταπολεμικό ιστορικό συμβιβασμό Κεφαλαίου-Εργασίας, το κοινωνικό κράτος, τη Δημοκρατία, τον πολιτισμό της Ευρώπης. Επιχειρούν, με την καιροσκοπική συνδρομή της γερμανικής ηγεσίας, να ευθυγραμμίσουν ευρωπαϊκούς οικονομικοπολιτικούς θεσμούς με τον νέο συσχετισμό δυνάμεων, που προέκυψε από τη γιγάντωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, τη σοβιετική κατάρρευση, την ευρωπαϊκή παρακμή.

Η Ιστορία, και οι επόμενες γενιές των Ελλήνων, θα καταγράψουν την κολοσσιαία ευθύνη της παρούσας ηγεσίας της ελληνικής κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο στην ελληνική καταστροφή, αλλά και γιατί επέτρεψε, από δω, να εκδηλωθεί ευκολότερα ο μεγάλος πόλεμος κατά της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, που συνεχίζεται ήδη σε Ιρλανδία και Πορτογαλία, αύριο Ισπανία, μεθαύριο Ιταλία, κάποια στιγμή Γαλλία. Σύμμαχος σήμερα των “αγορών”, το Βερολίνο κινδυνεύει να συνειδητοποιήσει πολύ αργά, το φοβερό τίμημα του Φάουστ για τη συμμαχία του με τις “αγορές” και τις πρόσκαιρες επιτυχίες εις βάρος της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Αυτό το γενικό πλαίσιο “υπερκαθορίζει” την ελληνική κρίση. Χωρίς το πρώτο δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη δεύτερη. Αλλά δεν μπορούμε να την ερμηνεύσουμε κι αν αγνοήσουμε τρεις παράγοντες, χωρίς τους οποίους η Ελλάδα δεν θα ήταν πιθανώς η πρώτη που θα υφίστατο την επίθεση:

α) την κατάρρευση όχι μόνο της ελληνικής παραγωγικής-εξαγωγικής βάσης, αλλά και του συνόλου των ελληνικών δομών και συστημάτων συλλογικών αξιών, καθώς η χώρα ολοκλήρωνε τον μετασχηματισμό της σε απέραντο “λαμογιστάν, εργολαβιστάν, ρουσφετιστάν”. Αναγκαστική ή οικειοθελής, η προσχώρηση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων στις πρακτικές και την ιδεολογία του “λαμογιστάν”, ο εξωφρενικός κυνισμός, η ιδιοτέλεια, ο ξετσίπωτος ατομικισμός, η κουλτούρα της απάτης που χαρακτηρίζουν σημαντικό τμήμα των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, σήμερα περισσότερο από χθες, όταν δεν θίγονται άμεσα τα ίδια, εμποδίζουν την ελληνική κοινωνία να αμυνθεί.

β) τη γεωπολιτική θέση της χώρας, που αλληλεπιδρά πολύπλευρα με την οικονομική της θέση. Π.χ. η Ελλάδα υφίσταται μια γεωπολιτική πίεση που οδήγησε στην παροχέτευση τεράστιων πόρων στην άμυνα. ‘Εγινε η κύρια πύλη εισόδου μεταναστών από τις ζώνες των πολέμων και της εξαθλίωσης. Η επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων να στηρίξουν ενθουσιωδώς την αμερικανική πολιτική τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, προσέθεσε και άλλα σοβαρά κίνητρα στη Μέρκελ να επιτεθεί στην Ελλάδα. Αν η Αθήνα έπαιζε το γεωπολιτικό “χαρτί” της έξυπνα, θα βελτίωνε ασφαλώς τη διαπραγματευτική της θέση. Θα την έπαιρναν στα σοβαρά και θα τη λογάριαζαν πολύ περισσότερο, αν αρνούνταν αίφνης τη χρήση του ελληνικού χώρου στον πόλεμο κατά της Λιβύης, σε συμμαχία με σημαντικές διεθνείς δυνάμεις που δεν θέλουν τον πόλεμο, παρά παίζοντας διαρκώς ρόλο δουλοπρεπούς “προθύμου”, χωρίς καν να διαπραγματεύεται αντάλλαγμα. Μια μικρή χώρα πρέπει να είναι απρόβλεπτη, είπε ο Ανδρέας σε μια ιστορική συνέντευξη στο Τάιμ, λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας, επί των ημερών όμως του Γιώργου η χώρα είναι απολύτως προβλέψιμη .

γ) τα πνευματικά, ηθικά, ψυχολογικά χαρακτηριστικά της σημερινής ηγεσίας κυβέρνησης και ΠΑΣΟΚ, την καθιστούν ιδεώδη “φορέα αυτοκαταστροφής” του ελληνικού “συστήματος”, κατά το κλασικό πρότυπο Γκορμπατσώφ. Το ότι το κάνει αυτό χωρίς ενδεχομένως πλήρη συνείδηση των συνεπειών, την καθιστά περισσότερο, όχι λιγότερο επικίνδυνη, γιατί είναι πιο αποφασισμένη και γιατί μπορεί, με την επιμέρους ειλικρίνειά της, να εξαπατά αποτελεσματικότερα. Δεν υπάρχει μόνο το Μνημόνιο, υπάρχει και το “Μνημόνιο πίσω από το Μνημόνιο”, το πρόγραμμα διαχείρισης της ελληνικής κατάστασης και των αντιδράσεων του ελληνικού λαού και στην εκτέλεσή του η κυβέρνηση τα κατάφερε καλύτερα κι από ότι με το ίδιο το Μνημόνιο.

Για να εξηγήσουμε το τελευταίο σημείο, πολιτικοί όπως οι Γκορμπατσώφ ή Παπανδρέου οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα γιατί μπερδεύουν τον εχθρό με τον φίλο. Πάρτε το παράδειγμα μιας επιχείρησης που έχει πρόβλημα με την τράπεζά της. Η επιχείρηση και η τράπεζα επιχειρούν να βρουν έναν συμβιβασμό, έχοντας συνείδηση ότι βασικά είναι αντίπαλοι, αφού ο ένας θέλει να αυξήσει το βάρος του άλλου στον διακανονισμό. Τι θα συνέβαινε όμως στην επιχείρηση αν ο ιδιοκτήτης της πίστευε ότι η τράπεζα είναι βασικά καλοί άνθρωποι που θέλουν να βοηθήσουν την επιχείρησή του, που είναι μόνη υπεύθυνη για το πρόβλημά της; Τι θα συνέβαινε στην επιχείρηση, αν ο ιδιοκτήτης της έβγαινε και έλεγε στον κόσμο ότι είναι υπερχρεωμένη, στην εντατική, Τιτανικός, διεφθαρμένη και κακοδιοίκητη; Το πιθανότερο είναι ότι μια τέτοια επιχείρηση θα έκλεινε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα. Ασφαλώς τα προβλήματα της Ελλάδας είναι πολύ προγενέστερα της κυβέρνησης Παπανδρέου. Αλλά η κυβέρνηση αυτή έδρασε και δρα όπως ένας γιατρός που τον φωνάζουν για εγκεφαλική αιμορραγία και δίνει αντιπηκτικά στον ασθενή, οδηγώντας τον μια ώρα αρχύτερα στα θυμαράκια. Το πρώτο πράγμα που πρέπει κάποιος να κάνει σε έναν τέτοιο περιστατικό, είναι να διώξει τον γιατρό.

¨Όταν αντιμετωπίζουν κίνδυνο τα ζώα είτε φεύγουν, είτε παλεύουν. Το χειρότερο που μπορεί να τους συμβεί, και συμβαίνει τώρα στον ελληνικό λαό, είναι να παραλύσουν. Αλλά για να μπορέσει να αντιδράσει ο ελληνικός λαός και να είναι κάπως αποτελεσματική η αντίδρασή του, χρειάζεται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, να βρει τη δύναμη, τη φαντασία, το κουράγιο, τις ιδέες να “επανιδρύσει” τη χώρα του, πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα στην ευρωπαϊκή επανίδρυση. Nα αποκαταστήσει συλλογικότητες, να ξαναβρεί την αλληλεγγύη, να αποκτήσει νέα πολιτικά υποκείμενα, που θα αποσπάσουν το ελληνικό κράτος και την κυβέρνηση από τον έλεγχο των ξένων δανειστών και δυνάμεων, ώστε να μπορέσει ο ελληνικός λαός να υπερασπισθεί τον εαυτό του διεθνώς. Θα χρειαστούν ίσως οι ¨Ελληνες τις ηρωϊκές παραδόσεις τους, για να στηρίξουν τον αγώνα τους, στις πολύ διαφορετικές σημερινές συνθήκες, θα χρειαστούν όμως να τον συνδέσουν με τον ευρύτερο αγώνα για μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της Ευρώπης, μόνο πλαίσιο που, αν φαίνεται κάπως ουτοπικό σήμερα, μπορεί να αποβεί μακροπρόθεσμα νικηφόρο. Είμαστε ακόμα πολύ μακριά από αυτά. Ούτε φως, ούτε άκρη δεν φαίνεται στο τούνελ. Η ιστορία όμως είναι καμιά φορά πονηρή. Ϊσως, αν υπάρχει μια πιθανή παρηγοριά μέσα στη μαυρίλα, την προσφέρει παραδόξως το ίδιο το πάχος του σκοταδιού. Είναι τόσο σοβαρή, σχεδόν θανάσιμη η απειλή, που ενδέχεται να προκαλέσει, στο τέλος, σωτήρια έγερση.

Επίκαιρα, 14.4.2011

 ΠΗΓΗ: Κυριακή, 24 Απριλίου 2011, http://konstantakopoulos.blogspot.com/2011/04/h.html

Μυστικό σχέδιο αναδιάρθρωσης

Μυστικό σχέδιο αναδιάρθρωσης

 

Του Γιώργου Δελαστίκ


 

Πυρ και μανία κατά της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι παρασκηνιακά ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί από τη στιγμή που η υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, του μετέφερε την περασμένη εβδομάδα την εκτίμηση, συνοδευόμενη υποτίθεται και από σχετικές πληροφορίες, ότι βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη μυστικές συνομιλίες ανάμεσα στην ελληνική και τη γερμανική κυβέρνηση για την κατάρτιση σχεδίου αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Οι Γάλλοι φοβούνται – και δικαίως – ότι αποτέλεσμα αυτών των συνομιλιών Αθήνας – Βερολίνου (στον βαθμό που όντως διεξάγονται, οφείλουμε να διατηρήσουμε επιφυλάξεις εμείς παρόλο που γαλλικές πηγές διοχετεύουν την πληροφορία με κατηγορηματικό τρόπο) θα είναι η διαφύλαξη των συμφερόντων τόσο της γερμανικής κυβέρνησης όσο και των γερμανικών τραπεζών εις βάρος φυσικά των υπολοίπων και πρωτίστως των Γάλλων, που είναι αρκετά εκτεθειμένοι αναφορικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος.

Εκνευρισμένοι και ανήσυχοι με την προοπτική συμφωνίας και προώθησης ενός τέτοιου ελληνογερμανικού σχεδίου είναι και οι Αγγλοι. Αυτοί δεν έχουν να χάσουν πολλά από ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους – αντιθέτως, το Σίτι του Λονδίνου θα κερδίσει πολλά από τα τεράστια ποσά που έχουν στοιχηματίσει οι τζογαδόροι χρηματιστές του υπέρ της χρεοκοπίας της Ελλάδας.

Οι Βρετανοί όμως φοβούνται ότι αν γίνει κάτι τέτοιο υπό γερμανική αιγίδα στην Ελλάδα, δεν αποκλείεται καθόλου να επαναληφθεί στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, όπου οι βρετανικές τράπεζες είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένες. Γι' αυτό και οι Βρετανοί αντιδρούν μαζί με τους Γάλλους.

Το πρώτο θέμα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» του Λονδίνου το Σάββατο αποτύπωνε ανάγλυφα τη βρετανική αντίδραση, καθώς αποκάλυπτε ευθέως την ύπαρξη του σχεδίου αυτού. «Η Γερμανία σχεδιάζει για ελληνική χρεοκοπία», ήταν ο κεντρικός πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας. «Το Βερολίνο προτείνει τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης των ομολόγων», υπογραμμίζεται στον υπότιτλο.

Ανάλογου περιεχομένου και το ρεπορτάζ. «Η Γερμανία καταρτίζει προσωρινά σχέδια για να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στην περίπτωση που οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Αθήνας αποτύχουν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση προϋπολογισμού που αντιμετωπίζει», γράφει ευθύς εξαρχής η σοβαρή βρετανική εφημερίδα και συνεχίζει: «Οι προθέσεις της Γερμανίας έρχονται σε κόντρα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία φοβάται ότι η μείωση της αξίας του ενεργητικού θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια χρηματοπιστωτική κρίση σε μια εποχή που το τραπεζικό σύστημα είναι ακόμη μωλωπισμένο από την τελευταία».

Με τον δικό της τρόπο και με ηπιότερους τόνους προέβαλε το ίδιο θέμα την ίδια μέρα και η γερμανική «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε» – άλλωστε το Σάββατο είχε πάρει φωτιά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους όλος ο σοβαρός ευρωπαϊκός και αμερικανικός Τύπος. «Η αγορά αναμένει επιμήκυνση για την Αθήνα – Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στις αγορές κεφαλαίου θεωρούν αναπότρεπτη μια αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας», τόνιζε στους τίτλους του πρώτου θέματος του οικονομικού τμήματος της εφημερίδας.

Η αλήθεια είναι πως οι γερμανικές θέσεις δεν εκφράστηκαν μόνο μέσω εφημερίδων. Την Παρασκευή, ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών, Βέρνερ Χόγιερ, δήλωσε δημοσίως ότι μια εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους «δεν θα ήταν καταστροφή», προσθέτοντας ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να υποστηρίξει ένα τέτοιο σχέδιο. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας Γερμανός υπουργός θα έβγαινε και θα έκανε τέτοιες δηλώσεις μιλώντας μόνο υποθετικά, αν δεν υπήρχε και κάποια φωτιά εκτός από τον καπνό.

Εκφοβισμός: Πίεση στον αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα

Τις ευθύνες στον αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα, επιχειρούν να ρίξουν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» για την περίπτωση επίτευξης συμφωνίας Αθήνας – Βερολίνου. Ανώνυμος Γερμανός αξιωματούχος υποτίθεται ότι δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα: «Η γερμανική κυβέρνηση έχει από πολύ καιρό αρχίσει να ετοιμάζεται για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Δεν σπρώχνει όμως την Ελλάδα προς αυτήν. Γνωρίζει ότι κανένα από αυτά τα σχέδια δεν θα λειτουργήσει, αν δεν τα θέλουν οι Έλληνες». Αφού λοιπόν υποτίθεται ότι «κανένα σχέδιο δεν θα λειτουργήσει, αν δεν το θέλουν οι Έλληνες», η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που κατά τους Αγγλους θα φέρει την ευθύνη για οποιοδήποτε σχέδιο αναδιάρθρωσης αποφασιστεί.

 

ΠΗΓΗ: 20-4-2011, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11826&subid=2&pubid=6295100

Οι ανελέητες οι κονομικο-πολιτικές ελίτ

Οι ανελέητες οι κονομικο-πολιτικές ελίτ

 

Του Χρήστου Γεωργίου*


 

Καλά τα κατάφεραν έως τώρα οι υπαίτιοι της κρίσης, κρυμμένοι ελέω ΜΜΕ· να αλληλοτρωγόμαστε, τρομοκρατημένοι, για τη συνενοχή μας σε αυτή! Όμως, δεν είναι πλέον αόρατοι. Φαίνονται π.χ. από δύο βασικά κερδοσκοπικά δημιουργήματά τους: δημοσιονομικό έλλειμμα και Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).  

Το έλλειμμα, όπως αποκαλύπτει ο Richard Wolff, πρώην καθηγητής του Γ. Παπανδρέου στο Κολέγιο Αμχερστ των ΗΠΑ, το δημιουργούν και κερδίζουν από αυτό οι οικονομικο-πολιτικές ελίτ: «Τα χρήματα που δεν πληρώνουν σε φόρους είναι τα χρήματα που δανείζουν στην κυβέρνηση για το έλλειμμα» (1).

Το 2009, όπως εξηγεί, το 1% των Αμερικάνων κατείχαν μετοχές/ομόλογα αξίας 12,7 τρισ., που αν φορολογούνταν με 10% θα απέφεραν 1,27 τρισ., δηλαδή όσα δανείστηκαν τότε οι ΗΠΑ για να καλύψουν το έλλειμμά τους. Αντ' αυτού, μας θυμίζει ο Wolff, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τη γνωστή λύση: «Έχουμε φρικτό έλλειμμα, πρέπει να περικόψουμε τις κρατικές δαπάνες, και πρέπει… να πληρώσετε μεγαλύτερους φόρους...», κοροϊδεύοντας τον πολίτη να διαλέξει «αν θα τον μαχαιρώσουν ή θα τον στραγγαλίσουν»!

Η ελληνική κυβέρνηση, βεβαιώνει ο Wolff, «θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματά της αν φορολογούσε τον πλούτο» που κατέχει «ένα σχετικά μικρό μέρος του ελληνικού πληθυσμού». Ενδεικτικά, τα λειτουργικά έσοδα (9,5 δισ.) των ελληνικών τραπεζών το 2008 φορολογήθηκαν μόνο με 3,9%, και τα εφοπλιστικά κέρδη το 2009 μόνο με 12 εκατ. όταν μόνο οι μετανάστες χαρατσώθηκαν τετραπλάσια για την «πράσινη κάρτα»!(2) Αντ’ αυτού, ΠΑΣΟΚ/ΝΔ/ΛΑΟΣ/ΔΗΜΣΥ καρατομούν στην γκιλοτίνα ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ τα όποια δικαιώματα μας είχαν απομείνει, δωρίζοντάς τα σαν «εγγυήσεις» και «δάνεια» δισ. ευρώ σε ελληνικές τράπεζες και λοιπά κερδοσκοπικά ιδρύματα των οικονομικών ελίτ, με «Δούρειο ίππο» την… ΤτΕ.

Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, η ΤτΕ, σύμφωνα με το καταστατικό της είναι ιδιωτική, δηλαδή μια ανώνυμη πολυμετοχική εταιρία (3). Ιδρύθηκε (στις 7-12-1927) με το προνόμιο να «χαράσσει και να ασκεί τη νομισματική πολιτική» της χώρας, δηλαδή να φυλάει ο λύκος τα πρόβατα! Η «κρατική» μας λοιπόν τράπεζα, ήταν αυτή που εκκίνησε («σορτάρισε») τη γνωστή κερδοσκοπική υποτίμηση των ελληνικών ομολόγων.

Συγκεκριμένα, επέτρεψε στους κερδοσκόπους να τα πωλούν χωρίς να τα κατέχουν (π.χ. με επιτόκιο 3%), αφού τους έδωσε προθεσμία δέκα ημερών (αντί τριών που ίσχυαν) για να τα παραδώσουν στον αγοραστή, ώστε να προλάβουν να τα υποτιμήσουν και να τα αγοράσουν φθηνότερα (π.χ. με 4%) προκειμένου να κερδίσουν τη διαφορά. Και το έπραξε (στις 22-10-2009) μετά από αίτημα της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, την επομένη των εκλογών (5-10-2009), εγκρίνοντάς της (στις 10-12-2009), επιπλέον, ατιμωρησία των κερδοσκόπων που υπερέβαιναν τις δέκα ημέρες(4)! Η κατάρρευση των ελληνικών ομολόγων εξελίχθηκε συντονισμένα με τους περιβόητους οίκους αξιολόγησης μέχρι τις 8-4-2010, τότε που η ΤτΕ μείωσε την προθεσμία στη μία ημέρα!

Ένα μήνα αργότερα, ο πρωθυπουργός καλωσόριζε το ΔΝΤ ως πρόσχημα για τα προαποφασισμένα – «σοκ και δέος» – μέτρα, όπως αποκάλυψε στο Νταβός στις 28-1-2011: «Ακόμα και με μηδενικό χρέος η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που ήδη γίνονται»(5). Κυβερνητικές ευθύνες διερεύνησε ακόμα και η Βάσω Παπανδρέου με σχετικές επερωτήσεις της στη Βουλή (19-5/13-7-2010).

Κυβερνώμεθα, λοιπόν, από ανελέητες οικονομικο-πολιτικές ελίτ που λαφυραγωγούν ακόμα και τα υπολείμματα της επιβίωσής μας. Αυτός είναι ο «πολύ κακός για να είναι οριστικός» (6) καπιταλιστικός κόσμος τους. Κάθε κόμμα που θέλει να τον «μεταρρυθμίσει», απλά τις αγαπά και μας δουλεύει.

 

Παραπομπές

 

(1)  http://www.youtube.com/watch?v=AG0zL1ZIw08

(2)  http://aristerovima.gr/details.php?id=1692

(3) http://www.bankofgreece.gr/BoGDocuments/Καταστατικό_Εκδοση_Θ.pdf

(4)  «Τύπος Κυριακής» (11/4/2010)

(5)  www.ethnos.gr/article.asp?catid=11378&subid=2&pubid=52694950

(6)  Θ. Αγγελόπουλος, http://www.aristerovima.gr/details.php?id=1650

 

* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι καθηγητής Βιοχημείας, στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών

 

ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 13 Μαρτίου 2011,  http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=258980

Ελλάδα: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΙΙ

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Μέρος ΙΙ

 

Του Θέμη Δελβιζόπουλου*

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι …. Έτσι, όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση το Σεπτέμβρη του 2008, και μετά το πρώτο σοκ και την ανασύνταξη των διεθνών τοκογλύφων, η Ελλάδα  δεν βρέθηκε μόνο απροετοίμαστη και χωρίς όπλα, αλλά και ένα ιδανικό θύμα για να μετατραπεί σε πειραματόζωο της νέας περιόδου. Με ένα δημόσιο χρέος της τάξεως του 120%. Με ένα έλλειμμα που δεν φαίνεται να σταματάει στο15%. Με μια κατεστραμμένη παραγωγική βάση, μετά από την δεκάχρονη ένταξη της στο ευρω, και χωρίς πιθανότητα ανασύνταξης των δημοσιονομικών της από την παραγωγή με την πραγματοποίηση οποιουδήποτε πρωτογενούς πλεονάσματος για να μπορέσει να κλείσει τις μαύρες τρύπες.

Αλλά πάνω απ’ όλα και μετά τις εκλογές του 2009 βρέθηκε με ένα εξαγορασμένο, βαθιά διαβρωμένο και απόλυτα εθελόδουλο πολιτικό προσωπικό. Η κυβέρνηση του ΓΑΠ ήταν αυτή που θα έκλεινε τη θηλιά γύρο απ’ το λαιμό της Ελλάδας. Η διαχείριση της μπίζνας του χρέους είχε ξεκινήσει. Μ’ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος δολαρίου ευρω, η Ελλάδα μετατράπηκε σε όχημα μετατροπής της χρηματοπιστωτικής  κρίσης της Αμερικής, σε κρίση χρέους στην καρδιά της ευρωζώνης.

Από τότε, παρακολουθούμε ένα καλά οργανωμένο και  εξελισσόμενο σχέδιο, όπου τα πάντα έχουν μετατραπεί σε μαγική εικόνα. Το έλλειμμα δεν σταθεροποιείται ποτέ και κυμαίνεται πάντα μεταξύ 10 και 15%. Το δημόσιο χρέος κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει το ακριβές του μέγεθος. Το μόνο σίγουρο είναι η όλο ένα και μεγαλύτερη διόγκωση του με την συνεχή ανατροφοδότηση του. Μετά την είσοδο μας στα γρανάζια της τρόικας και την υπογραφή της δανειακής σύμβασης τα  πάντα βρίσκονται στην κλίνη του Προκρούστη. Μια ενορχηστρωμένη προπαγάνδα καταστροφολογίας και τρομοκράτησης της κοινωνίας έχει εξαπολυθεί, βασισμένη στη φιλοσοφία του σοκ και δέος. Επικαιροποιημένα μνημόνια 1, 2, 3, 4, και πάει λέγοντας, διαδέχονται το ένα μετά το άλλο βασισμένα στην κατά δόσεις τρομοκράτηση, για την επιβεβαίωση του «μονόδρομου». Έτσι το ένα κύμα μείωσης των δημοσίων δαπανών διαδέχεται το άλλο. Το ένα κύμα συμπίεσης των μισθών και των συντάξεων των στο Δημόσιο και τον ιδιωτικό Τομέα, διαδέχεται το άλλο. Και το ένα κύμα αύξησης των φόρων διαδέχεται το άλλο. Τα πάντα μισθοί, συντάξεις, κοινωνική πρόνοια, νοσοκομεία, παιδεία δημόσιες δαπάνες περικόπτονται θυσία στην εξυπηρέτηση των διεθνών τοκογλύφων. Ακολουθούν οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, που στην ουσία θα αφαιρέσουν τις παραγωγικές δραστηριότητες από τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους και θα τις αποδώσουν μόνον σε μεγάλες εταιρείες, οδηγώντας έτσι ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης στον αφανισμό. Το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των κρατικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, αλλά και ιδιωτικών επιχειρήσεων και περιουσιών. Όλα βορρά στην εξυπηρέτηση του χρέους. Σαν τελικό στάδιο προβλέπεται και η δέσμευση των ιδιωτικών καταθέσεων με την επίσημη ελεγχόμενη πτώχευση, όπου αυτή, μπορεί να εφαρμοσθεί με οποιονδήποτε πρόσφορο για το χρηματιστικό κεφαλαίο τρόπο.

Βέβαια η απόφαση για επιτάχυνση ή και η ταυτόχρονη εφαρμογή όλων των παραπάνω ανήκει αποκλειστικά στην δικαιοδοσία των τραπεζών. Τα πάντα όμως θα εξαρτηθούν από την αντίσταση του κινήματος και της κοινωνίας γενικότερα. Η δυνατότητα τους να μετατρέψουν, μέσω του μηχανισμού στήριξης, την άχρηστη χαρτούρα των Ελληνικών ομολόγων είτε σε εμπράγματες αξίες με την πώληση δημόσιας περιουσίας για την εξόφληση μέρους του χρέους, είτε σε ενυπόθηκες αξίες υπαγόμενες στη δικαιοδοσία κατάσχεσης δημόσιας περιουσίας, θα εξαρτηθεί απ’ τις αντιστάσεις που θα συναντήσει. Ρίχνοντας την οικονομία στα τάρταρα της ύφεσης και της ανεργίας χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Ρίχνοντας την εργατική τάξη και την κοινωνία ολόκληρη στην απογοήτευση και τον τρόμο ελπίζουν να πετύχουν το σκοπό τους. Αυτά είναι τα όπλα τους ενισχυμένα με την κρατική καταστολή, την προπαγάνδα της καταστροφολογίας και την τρομοκρατία. Αυτό το σενάριο δεν αφορά μονάχα την Ελλάδα. Το σύνολο των Ευρωπαϊκών λαών περιφέρειας και κέντρου είναι πιασμένοι στην μέγγενη του ίδιου σεναρίου. Η εξυπηρέτηση της κερδοφορίας των τραπεζών και του χρηματιστικού κεφαλαίου θα καθορίζει στο εξής τις τύχες λαών και κρατών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπαίνει πια το ερώτημα για το τι μπορούν να κάνουν οι λαοί για να ανατρέψουν αυτή την εξέλιξη, και πρώτα και κύρια ο Ελληνικός Λαός. Η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σ' αυτή την ερώτηση είναι ανεπιφύλακτα ναι υπό δύο προϋποθέσεις. Η μια αφορά το οργανωτικό ζήτημα, το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών δηλαδή  που θα οδηγήσει στην ανατροπή της κυβέρνησης και την έξοδο από ΔΝΤ και ΕΕ. Η δεύτερη αφορά τις πρακτικές προτάσειςγια σύγκληση αυτής της συμμαχίας.

Στην αναζήτηση αυτών των απαντήσεων, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τα πραγματικά δεδομένα στο επίπεδο συνείδησης των μαζών και τους υπάρχοντες συσχετισμούς της ταξικής πάλης αποφεύγοντας τις ιδεοληψίες και τον τρόπο σκέψης του παρελθόντος. Όπως τονίζει σ’ ένα ποίημα του ο αείμνηστος Βάρναλης, «στις νέες ανάγκες σου κόπος βαρύς σκοπούς αλάθευτους κοίτα να βρεις». Είναι παραπάνω από βέβαιο, ότι μεμονωμένοι σχεδιασμοί για σοσιαλιστική επανάσταση βασικά από την εργατική τάξη αυτή τη περίοδο, είναι μη πραγματοποιήσιμοι. Είναι φανερό ότι μια συγχυσμένη, απογοητευμένη, διασπασμένη και βαθιά λοβοτομημένη από αστικοδημοκρατικές αυταπάτες εργατική τάξη, μόνο καθήκοντα για σοσιαλισμό δεν μπορεί να βάλει στον εαυτό της. Το επιχείρημα που  πιθανότητα να προταχθεί από «καθαρούς» επαναστάτες, ότι δηλαδή, αφού δεν το βάζει αυτή για τον εαυτό της τότε είναι δικό μας καθήκον να το βάλουμε εμείς γι’ αυτήν, μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει. Είναι λοιπόν προφανές λοιπόν ότι πρώτη προϋπόθεση είναι η ανάγκη ευρύτερων συμμαχιών. Ένα μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων από όλα τα πληττόμενα παραγωγικά στρώματα είναι αναγκαίο και ικανό να μπορέσει  να ανατρέψει την εν εξελίξει αντιδραστική πολιτική, ανατρέποντας και τους  υπάρχοντες συσχετισμούς αλλά ταυτόχρονα να βοηθήσει την ανάπτυξη της συνείδησης όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και της κοινωνίας ολόκληρης.

Μπορεί όμως η Αριστερά να συνδράμει αποφασιστικά στην δημιουργία του αναγκαίου μετώπου των δυνάμεων της παραγωγής. Πιστεύουμε ναι.

Απαραίτητο όμως για την δημιουργία του μετώπου είναι να καθορίσει με σαφήνεια σαν δεύτερη προϋπόθεση, τα αναγκαία μεταβατικά αιτήματα και τους τελικούς στόχους. Τα συγκεκριμένα αιτήματα του μετώπου που μπορούν να αποτελέσουν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ανατροπή της κατάστασης μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω :

1) Άρνηση αναγνώρισης του Δημοσίου χρέους και παύση πληρωμής του 85% αυτού στις τράπεζες. Μέριμνα για αποπληρωμή του 15% αυτού, κατόπιν διαπραγματεύσεων, στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων και στους μικρόομολογιούχους.

2)  Έξοδος από το ευρώ.

3)  Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών και έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων, κάτι που συνεπάγεται ειδική σχέση με την Ε.Ε. ή και αποχώρηση  από αυτή. Αλλαγή της πιστωτικής πολιτικής ώστε να εξυπηρετηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και να αλλάξουν οι παραγωγικές σχέσεις προς όφελος και των δυνάμεων της εργασίας.

4) Επανεθνικοποίηση όλων των ΔΕΚΟ και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας με μοχλό ανάπτυξης ένα κράτος που θα εξυγιανθεί, ώστε να ξεφύγει από τη στασιμότητα και τον παρασιτισμό.

5) Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, που θα στηρίζεται και θα ικανοποιεί τους εργαζόμενους και τις ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, που θα πρέπει να στηριχθούν (αυτοαπασχολούμενοι, μικρομεσαίες αγροτικές και παραγωγικές επιχειρήσεις).

6)  Χτύπημα της αισχροκέρδειας του ξένου και ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου με καταγγελία των ληστρικών τους συμβάσεων με το Δημόσιο και με φορολόγηση των Ανωνύμων Εταιρειών με κλιμακωτούς συντελεστές ανάλογα με το ποσοστό κέρδους τους επί του κόστους και

7) Αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά που της έχουν επιβληθεί. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί εκτός από την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας και τον συντονισμό δράσης με τις εργατικές τάξεις των Μητροπόλεων αλλά και όλα τα λαϊκά στρώματα των μικρών και αδύναμων χωρών της Ευρώπης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Βέλγιο, Ιταλία, Ανατολ. Ευρώπη) και όλου του υπόλοιπου κόσμου.

Τα αιτήματα αυτά έχουν συζητηθεί εκτενώς το τελευταίο διάστημα και σίγουρα θα ξανά συζητηθούν στο μέλλον. Ένα είναι όμως σίγουρο. Όλα έχουν ένα διττό χαρακτήρα.  Παράδειγμα. Η άρνηση αναγνώρισης και πληρωμής του χρέους θα δώσει τη δυνατότητα  ανασυγκρότησης της Ελληνικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα και ένα χτύπημα στο παγκόσμιο τοκογλυφικό κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο που είναι σίγουρο ότι αν δεν το διαγράψουμε εμείς θα μας διαγράψει αυτό και μαζί με μας το σύνολο της ανθρωπότητας. Οι προτάσεις για αναδιάρθρωση, ΕΛΕ, ευρωομόλογο, κλπ δεν είναι τίποτε άλλο παρά προτάσεις τεχνικών διαχείρισης της κρίσης, η πιο κομψά κευνσιανισμός με σοσιαλιστική φρασεολογία. Κάποτε θα πρέπει να μας απαντήσουν όλοι αυτοί οι κύριοι – κύριοι για το χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και τη δυνατότητα του καπιταλισμού να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σήμερα. Και ακόμα με πιο τρόπο μια κατεστραμμένη παραγωγική οικονομία, μπορεί να δημιουργήσει  ένα πρωτογενές πλεόνασμα, για να μπορεί να αποπληρώσει οποιοδήποτε τμήμα του χρέους αποφασίσουν ότι έχει, χωρίς να χρειαστεί να ξαναπέσει στο φαύλο κύκλο της ανατροφοδότησής του.

Το ίδιο ισχύει και για την έξοδο από το ευρω και ενδεχομένως εξ αυτού του λόγου εξόδου και από την ΕΕ. Όλοι αυτοί οι καταστροφολόγοι που αλυχτούν τα βράδια τρομάζοντας τα όνειρα μας για την χρεοκοπία εκτός ευρω, δεν μπαίνουν καν στο κόπο να μας εξηγήσουν τι θα σημαίνει για τους εργαζόμενους χρεοκοπία εντός του ευρω και της ευρωζώνης, κάτι που έτσι και αλλιώς δεν υπάρχει πιθανότητα να το αποφύγουμε. Άλλωστε τι άλλο παρά χρεοκοπία είναι η πολιτική  της υποτίμησης στο εσωτερικό που εφαρμόζει η κυβέρνηση των δοσιλόγων της τρόικας. Η αφαίμαξη μισθών και συντάξεων, η φοροκαταιγίδα,  η κατάργηση του κοινωνικού κράτους και το σταμάτημα των δημοσίων επενδύσεων, όλα αυτά για την εξυπηρέτηση  των διεθνών τοκογλύφων, τι άλλο παρά ένας αργός θάνατος χρεοκοπίας είναι. Πάνω απ’ όλα η δανειακή σύμβαση των 110 δις που υπέγραψε σαν άλλος  Κουίλσινγκ ο ΓΑΠ με σαφή ρήτρα ενυπόθηκου δανείου, τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά μόνο τη μετατροπή της άχρηστης χαρτούρας σε εμπράγματες αξίες, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την χρεοκοπία του κράτους. Τα νομοσχέδια για δήμευση περιουσιών ιδιωτών που οφείλουν στο δημόσιο, τι άλλο παρά χρεοκοπία και μάλιστα αναγκαστική, του συνόλου της κοινωνίας είναι. Και όλο αυτό το ξεπούλημα δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου βορρά στην εξυπηρέτηση του χρέους και μετά τρομοκρατούμε τους εργαζομένους για χρεοκοπία εκτός ευρω και εντός δραχμής.

Είναι προφανές, ότι σε περίοδο κατάρρευσης, αυτά τα αιτήματα μπορεί να αγκαλιαστούν από ευρύτερα λαϊκά στρώματα και είναι ακόμα πιο προφανές, ότι τα αιτήματα αυτά μπορεί να υιοθετηθούν και προταθούν και από μερίδες της αστικής τάξης που πλήττονται. Πατώντας πάνω σ’ αυτό το γεγονός, αρνητικές κριτικές ενάντια σ’ αυτά τα αιτήματα δεν ασκούνται μόνο απ’ τα «δεξιά» αλλά και απ’ τα «αριστερά». Κριτικές όπως, οπισθοχώρηση στην αστική ιδεολογία, τριτοπεριοδισμό, θεωρεία των σταδίων αλλά και αντιδιεθνιστική λογική του συνόλου των αιτημάτων, έχει ασκηθεί κατά καιρούς. Όλες αυτού του τύπου οι κριτικές έχουν την ίδια ρίζα. Οι αγώνες θα πρέπει εξαντληθούν στην προσπάθεια να αλλάξουμε τους συσχετισμούς δύναμης εντός του συνόλου της ευρωζώνης, έτσι ώστε να μετατραπεί η ευρωπαϊκή  ένωση του κεφαλαίου, σε «Ευρώπη των λαών» η σε «σοσιαλιστική».

Αλήθεια γιατί δεν μπαίνουν στο κόπο να μας εξηγήσουν αν υπάρχει η πιθανότητα να αλλάξει ο ταξικός χαρακτήρας της Ε.Ε. χωρίς να ανατραπούν τα δεσμά που έχουν χτίσει όλα αυτά τα χρόνια οι καπιταλιστές εις βάρος όλων των εργαζομένων της Ευρώπης? Πιστεύουν αλήθεια ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη των αγώνων και της συνείδησης της εργατικής τάξης των ευρωπαϊκών λαών ισχύει, η είναι ομοιογενής? Μα φυσικά η ανισόμετρη ανάπτυξη ισχύει. Οι αγώνες είναι ανισόμετροι γιατί η κρίση σαρώνει ανισόμετρα την Ευρώπη. Μα φυσικά. Η συνείδηση είναι ανισόμετρη γιατί η επίθεση έχει διαφορετική σφοδρότητα από χώρα σε χώρα και γιατί το επίπεδο αστικοδημοκρατικών αυταπατών της κάθε χώρας είναι διαφορετικό. Μ’ αυτήν έννοια οι αγώνες μας παίρνουν την ίδια στιγμή ένα διττό χαρακτήρα.  Ανατρέποντας τους εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς και συντονίζοντας τη δράση μας με τα κινήματα των ευρωπαϊκών χωρών, βοηθάμε στην ανατροπή του ταξικού συσχετισμού στην Ευρώπη και αντίστροφα. Επειδή η ιστορία προχωράει με βάση  πραγματικές ανάγκες των  κοινωνιών και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ιδεοληψίες μας, ένα είναι σίγουρο. Αν η αριστερά δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων να είναι σίγουρη ότι η δεξιά και μάλιστα η εθνικιστική δεξιά θα καλύψει το ιστορικό κενό με τα ίδια αιτήματα.

Έτσι, η  συγκρότηση του ενός τέτοιου μετώπου και με αυτά τα αιτήματα, μπορεί να δράσει καταλυτικά πείθοντας τους πολίτες, που ανήκουν στα πληττόμενα λαϊκά παραγωγικά στρώματα, να ασκήσουν πιέσεις στους κοινωνικούς φορείς που ανήκουν (συνδικάτα, επιμελητήρια, χώρους δουλειάς και κατοικίας τους), αλλά και να απελευθερωθούν από τα κόμματα του δικομματισμού και τα δεκανίκια τους, δημιουργώντας νέα πολιτικά υποκείμενα, έτσι ώστε  να αναγεννηθεί η ελπίδα.  

Μόνον έτσι, μπορεί να δοθεί η αναγκαία άμεση απάντηση για τη διέξοδο από την κρίση, γιατί αν υλοποιηθούν τα αντιδραστικά μέτρα που σχεδιάζονται, τα κράτη και οι λαοί δεν θα έχουν που να στηριχθούν για να αντιδράσουν, οπότε σε καθεστώς εξαθλίωσης πλέον μόνο σε μια βίαια και αιματηρή σύγκρουση μπορούμε να προσβλέπουμε στο απώτερο όμως μέλλον. 

 

Υ. Γ. Το άρθρο αυτό προσπαθεί να συμβάλει στην συζήτηση για τις αιτίες και τους μηχανισμούς της δημιουργίας του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα. Μ’ αυτήν την έννοια παρουσιάζει ελλείψεις  στην ιστορική εξέλιξη και τα στάδια της Ελληνικής οικονομίας, από 73 μέχρι σήμερα. Ελπίζω να επανέλθω σύντομα για να αναφερθώ αναλυτικότερα. Όπως επίσης γιατί είναι αναγκαία μια ευρύτερη συνεργασία  για την έξοδο από την κρίση και τον οργανωτικό χαρακτήρα που είναι αναγκαίος για να κατορθώσει να πείσει ευρύτερες μάζες.

 

ΑΘΗΝΑ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, Θέμης Δελβιζόπουλος, (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου), delvithemis@hotmail.com

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 16-04-2011, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=9473

Ελλάδα: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ Ι

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Του Θέμη Δελβιζόπουλου*

 

Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός καπιταλισμός, πιεσμένος από τις νέες διεθνείς συνθήκες που παρουσιάστηκαν  μετά την κρίση του 73, και αδυνατώντας να εξυπηρετήσει ένα δυνατό διεκδικητικό κίνημα που γεννήθηκε με την πτώση της δικτατορίας, περνάει σε μια καινούρια περίοδο. Αδυνατώντας να αντέξει στον νέο διεθνή ανταγωνισμό παραδίνει τα όπλα. Συνθήκες που μέχρι τότε τον στήριζαν, όπως κρατικές επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, δανειακές διευκολύνσεις μέσω των κρατικών τραπεζών, δεν είναι ικανές να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα του.

Σ’ αυτή τη φάση το καπιταλιστικό κράτος έρχεται για άλλη μια φορά αρωγός στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την ενίσχυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Αναλαμβάνει το οικονομικό βάρος όλων εκείνων των τομέων του κεφαλαίου που απαξιώνονται λόγω ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών στην παραγωγή και της έντασης του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Ένα  ισχυρό πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης μπαίνει σε ισχύ. Μια σειρά τράπεζες, βιομηχανίες και υπηρεσίες, κρατικοποιούνται. Το συγκρότημα Ανδρεάδη, το συγκρότημα Μποδοσάκη, τα διυλιστήρια και τα πετρέλαια Νιάρχου, τα ναυπηγεία, τα τσιμέντα, ένα μεγάλο τμήμα συγκοινωνιών, ορυχεία, έρχονται να προστεθούν στον ήδη μονοπωλιακό έλεγχο της ενέργειας μέσω της ΔΕΗ και των επικοινωνιών μέσω του ΟΤΕ. Μέσω του ελέγχου της Αγροτικής τράπεζας, κατευθύνει, προγραμματίζει  και  ελέγχει εμμέσως ένα μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής.  Έτσι το Ελληνικό κράτος γίνεται ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης και διαχειριστής, παραγωγικών δυνάμεων, πίστης και υπηρεσιών μεταπολεμικά. Το 95% των τραπεζών, πάνω από το 65% της βιομηχανικής παραγωγής και το ίδιο περίπου των υπηρεσιών, το 95% της υγείας και των ασφαλίσεων περνάει στα χέρια του κράτους. Ο κρατικός καπιταλισμός παίρνει στην Ελλάδα την πιο καθαρή του μορφή.

Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν με το αζημίωτο. Τα πάντα εκτιμήθηκαν κοστολογήθηκαν και πληρώθηκαν με το παραπάνω στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Το κράτος μέσω των κρατικών προϋπολογισμών καλέστηκε να στηρίξει  για ακόμα μια φορά το  παραπαίον σύστημα στις νέες συνθήκες.

Η αλλαγή των ιδιοκτησιακών σχέσεων στην Ελλάδα, όπως ήταν επόμενο επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις ήδη κακές συνθήκες της οικονομίας με πολλούς τρόπους. Αναγκασμένο το κράτος να στηρίζει,  αλλά να είναι και η ατμομηχανή της παραγωγής, γίνεται ιμάντας μεταβίβασης υπεραξίας από το σύνολο της κοινωνίας προς τους καπιταλιστές. Μέσω προμηθειών των δημοσίων επιχειρήσεων, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με απ’ ευθείας ανάθεση έργων μελετών και κατασκευών, και ενισχύοντας τους με δάνεια από τις κρατικές τράπεζες με τη μορφή εγγυήσεων, οδηγείται από τότε σ’ ένα συνεχή  δανεισμό χωρίς πιθανότητα αποπληρωμής.  Από την δεκαετία του 80 οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί άρχισαν να παρουσιάζουν ήδη αδυναμία εξυπηρέτησης πληρωμών και κατά συνέπεια αύξηση των δανειακών αναγκών. Ταυτόχρονα χωρίς πρόγραμμα επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και στηριγμένο μόνο στα χαμηλά μεροκάματα και στην εντατικοποίηση της εργασίας είναι αδύνατον να μεταβάλλει τον εις βάρος του διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι  διεύρυνε ακόμα περισσότερο το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τις δανειακές ανάγκες της χώρας.

Το πιο σημαντικό όμως φαινόμενο που γέννησε αυτή η νέα περίοδος είναι ο νεποτισμός και η διαφθορά. Λέγεται ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Η εξουσία που συνοδεύεται όμως με μια τεράστια ιδιοκτησία διαφθείρει απόλυτα στο τετράγωνο. Τα τυχαία και τυχάρπαστα ηγετικά στελέχη των κομμάτων μετατράπηκαν σε ιδιοκτήτες του «καταστήματος Ελλάς». Διαγκωνιζόμενοι για την πρωτοκαθεδρία, μετέτρεψαν σ’ ένα άτυπο κληρονομικό δικαίωμα την αναρρίχηση τους στα βουλευτικά έδρανα, και κατ’ επέκταση στην ιδιοκτησία του κράτους. Συνταγματικοί νόμοι ψηφίστηκαν για να κατοχυρώσουν  αυτόν τον τρόπο «ιδιοκτησιακής» διαχείρισης και ταυτόχρονα την ασυλία στη διαφθορά τους. Τα μεσαία στελέχη, αυτά που ανέλαβαν να επανδρώσουν την διαχείριση όλης αυτής της περιουσίας (διευθυντές γενικοί γραμματείς κλπ) μετατράπηκαν σε απόλυτους κυρίαρχους και δυνάστες της παραγωγής. Το γεγονός και μόνο ότι ήσουν μη εκλεγμένος πολιτευτής, σου έδινε το εισιτήριο της ικανότητας να διοικήσεις οποιονδήποτε οργανισμό, δεσμεύοντας με την υπογραφή σου τις τύχες χιλιάδων εργαζομένων και τεράστιων ποσών κεφαλαίου της κρατικής εταιρίας που διοικούσες.

Σαν συνέπεια και αποτέλεσμα αυτής της «ιδιοκτησιακής» σχέσης ο κομματικός συνδικαλισμός μετατράπηκε σε υπηρέτη και αρωγό όλου αυτού του νεποτισμού, πετώντας στα σκουπίδια τις εργατικές διεκδικήσεις. Η συναλλαγή και οι συμφωνίες με την εξουσία έγιναν ο κανόνας. Υψηλόβαθμα συνδικαλιστικά στελέχη έδιναν εξετάσεις περιμένοντας να μπουν στις λίστες των βουλευτικών και υπουργικών θώκων. Όλοι αυτοί και οι μεν και οι δε, ήξεραν το απλό. Η υπογραφή τους είχε το βάρος μερικών εκατομμυρίων μίζας. Μια τεράστια μηχανή διαπλοκής  στήθηκε μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας για να δίνει νομιμοφάνεια στις ρεμούλες. Η διαφθορά στο απόγειο της. Ο δικομματισμός στο φόρτε του. Όλες οι εκλογές που έγιναν από το 80 και μετά, έγιναν όλες με μια οσμή σκανδάλου. Παρ’ όλα αυτά η ομερτά ήταν η κυρίαρχη πολιτική. Η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη παραγράφοντας τα προηγούμενα σκάνδαλα. Στηριγμένη πάνω σ’ αυτή τη σαπίλα και τη διαφθορά, η πολιτική του οικονομικού εκτελεστή των διεθνών τοκογλύφων βρήκε πρόσφορο έδαφος να καλλιεργηθεί.

Στην Ελλάδα λειτουργούσε από παλιά η πολιτική του οικονομικού εκτελεστή. Καλλιεργώντας τον φόβο στην συνείδηση των μαζών με όλα τα μέσα για «τον εξ ανατολών κίνδυνο», έσπρωχνε  την Ελλάδα στα νύχια των διεθνών τοκογλύφων σ’ ένα τρελό πανηγύρι αλόγιστων στρατιωτικών  εξοπλισμών ανταγωνισμού με την Τουρκία. Η κατάσταση αυτή  εντάθηκε  ιδιαίτερα μετά την κατάργηση της Αμερικάνικης βοήθειας και της ισορροπίας του 50-50 που είχε καθιερωθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ μετά τον πόλεμο. Ένα μεγάλο πάρτι μίζας και δόλιου υπερδανεισμού είχε ήδη στηθεί πάνω σ’ αυτό το σενάριο. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Μπαίνοντας στην δεκαετία του 90, δεκαετία που σηματοδοτεί το πέρασμα του καπιταλισμού στη νέα περίοδο που λανσάριζε χρόνια η σχολή του Σικάγου, (ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, υπερχρέωσης κρατών, ιδιωτών και εταιριών, τζογάροντας έτσι στην κερδοφορία πλασματικού κεφαλαίου) έπρεπε να βρεθεί μια καινούργια ανάγκη η οποία θα γεννούσε νέες δυνατότητες δανεισμού. Η ανάγκη αυτή πήρε σάρκα και οστά στην νέα «μεγάλη ιδέα του Έθνους». Οι ολυμπιακοί αγώνες και ο ολυμπισμός γεννήθηκαν.

Το κλείσιμο των συμφωνιών και οι υπογραφές κάτω απ’ το τραπέζι για την πραγμάτωση της μεγάλης ιδέας όμως, χρειαζόταν μια πειθήνια κυβέρνηση η οποία, όχι μόνο δεν θα είχε αντιρρήσεις, αλλά θα ήταν και πειθήνιο όργανο τους, με το αζημίωτο βέβαια. Και αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο ενός  ανεκδιήγητου  ανθρωπάκου. Του Σημίτη και της κυβέρνησης του. Συνδύαζε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Χρησιμοποιώντας μια «σοσιαλλίζουσα» προοδευτική φρασεολογία με μια άκρως νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, μετατράπηκε στον κατάλληλο άνθρωπο την κατάλληλη στιγμή. Τα δειγματα διακυβέρνησης του φάνηκαν απ’ την αρχή, πραγματοποιώντας μια μεγάλη αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ένα απίστευτο τζόγο στο χρηματιστήριο και την ίδρυση του μηχανισμού αποκρατικοποιήσεων των δημοσίων εταιριών μέσω τις εισόδου των στο χρηματιστήριο. Το μέλλον μας, είχε προδιαγραφεί με την άνοδο του Σημίτη στην εξουσία. Στρατιές διεθνών τζογαδόρων, τραπεζιτών, συμβούλων εταιριών και «προσωπικότητες» του τύπου του Σόρος και του Πόλσον άρχισαν να παρελάυνουν από την Ελλάδα και να γίνονται ομοτράπεζοι των μέχρι χθες πεινασμένων υπουργών και υπουργίσκων. Οι  συμφωνίες, οι μπίζνες, τα δάνεια, άρχισαν να πέφτουν σα βροχή ακολουθούμενα από την απαραίτητη βροχή από μίζες. Κάθε υπογραφή ζύγιζε ανάλογα με την συμφωνία που είχε κλειστεί. Η διαχείριση της μπίζνας του χρέους βρήκε μια στρατιά προθύμων για να μπει μπροστά. Μια νέα διαπλοκή δημιουργείται μεταξύ κράτους και μέσων μαζικής ενημέρωσης, στην ανάγκη πειθαναγκασμού και παραπληροφόρησης της κοινωνίας. Μεγαλοεργολάβοι γίνονται ιδιοκτήτες εφημερίδων και καναλιών με κρατικά δάνεια. Μια σειρά δημοσιογράφοι εξαγοράζονται από τα μυστικά κονδύλια υπουργείων οδηγώντας το χορό της παραπληροφόρησης. Το σκηνικό  για ένα άνευ προηγουμένου δόλιο υπέρδανεισμό έχει στηθεί.

Την ίδια περίοδο, όπου μαζί με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, τον άκρατο δανεισμό κράτους εταιριών και ιδιωτών, (πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχύσει την παραγωγή), ο νεοφιλελευθερισμός  επένδυε όλη αυτή τη στρατηγική με μια ολοκληρωτικά αντιδραστική θεωρία. Το κράτος σαν μοχλός στήριξης  και ανάπτυξης της παραγωγής έπρεπε να καταργηθεί. Τα πάντα έπρεπε να ξεπουληθούν και η «ιδιωτική  πρωτοβουλία» να αφεθεί να λειτουργήσει με τους νόμους του ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης. Το κοινωνικό κράτος να σαρωθεί και οι κοινωνικές παροχές να εξαφανιστούν στο βωμό της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το Κενσνιανό κράτος της προηγούμενης περιόδου έφθασε στο τέλος του. Η περίοδος είχε αλλάξει και ο ρόλος του είχε  τελειώσει. Ο μόνος ρόλος που του αναγνώριζαν πια ήταν να νομιμοποιεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την κατάργηση του κοινωνικού κράτους. Έτσι για άλλη μια φορά το κράτος  καλείται να συμβάλλει στην κερδοφορία του κεφαλαίου, παίζοντας τον ακριβώς αντίθετο ρόλο της προηγούμενης περιόδου. Από τις κρατικοποιήσεις στις αποκρατικοποιήσεις. 

Το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας που είχε αποκτηθεί την προηγούμενη περίοδο είτε μέσω εξαγοράς από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε μέσω δανείων από κρατικές εγγυήσεις μπαίνουν στο στόχαστρο.  Πάνω σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, στήνεται ένα δεύτερο γαϊτανάκι ρεμούλας και μίζας. Η κάθε «αποκρατικιποίηση» ξεπουλιόταν τόσο φθηνότερα, όσο μεγαλύτερη ήταν η μίζα. Η μια κυβέρνηση διαγκωνίζεται την άλλη, κατηγορώντας την για σκάνδαλα, προσπαθώντας να αναρριχηθεί στην εξουσία για να διαχειριστεί αυτή καλύτερα τις μίζες. Ένα νέο σκηνικό  διαπλοκής μεταξύ κράτους, οικονομικών παραγόντων, υμετέρων, φίλων και κουμπάρων αρχίζει να ξετυλίγεται παρασέρνοντας στο διάβα του το σύνολο της κρατικής γραφειοκρατίας.

Όλη αυτή η αλλαγή όπως είναι φανερό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Οι αντιστάσεις που δημιουργούνται στους κόλπους των εργαζομένων πρέπει να καμφθούν. Σε αυτόν τον ιερό αγώνα  καλούνται να συμβάλλουν όλοι οι διαπλεκόμενοι. Κυβέρνηση, συνδικάτα, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ, οικονομικοί παράγοντες και αστική τάξη εξαπολύουν μια λυσσώδη επίθεση διαβολής των αγώνων, παραπληροφόρησης και διάβρωσης της συνείδησης των εργαζομένων στην προσπάθεια τους να πείσουν την κοινωνία για την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Κάθε συλλογικότητα  κατασυκοφαντείται και η ατομικότητα και εσωστρέφεια εξιδανικεύεται. Οι νίκες που πετυχαίνουν οι κυβερνήσεις συνεπικουρούμενες από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία,  γεννάει ένα αίσθημα αλαζονείας και αποκοπής  ακόμα περισσότερο από την κοινωνία. Πιστεύουν ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα. Οι εργαζόμενοι οδηγούμενοι από τα κόμματα της αριστεράς σε αγώνες οπισθοφυλακής και περιθωριακών κλαδικών διεκδικήσεων και καταλήγοντας από την μια οπισθοχώρηση στην άλλη, από την μια απογοήτευση στην άλλη, εγκατέλειπαν απογοητευμένοι συνδικάτα και κόμματα. Η ατομικότητα, ο καταναλωτισμός και μαζί η αδιαφορία και η απογοήτευση, φωλιάζουν για τα καλά στη συνείδηση της εργατικής τάξης και της κοινωνίας γενικότερα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μέχρι τη τέλεση των ολυμπιακών αγώνων, η ελληνική οικονομία φαίνεται να πετυχαίνει θαύματα. Σπρωγμένη από ένα ποταμό δανεικού χρήματος, δημόσιου και ιδιωτικού πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 4, 5 και 6 %. Η αστική τάξη, αλλά και το σύνολο σχεδόν τον μεσοστρωμμάτων βοηθούμενα από μια καταιγιστική προπαγάνδα ακόμα και από μια μεγάλη μερίδα ευρωλάγνων «αριστερών» διανοουμένων, άρχισαν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει μπει στο κλαμπ των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο οικοδομείται στα μυαλά του συνόλου σχεδόν της αστικής τάξης η συνείδηση ότι η ένταξη μας στην ζώνη του ευρω θα μας κάνει ακόμα πιο ισχυρούς οικονομικά. Αυτό ήταν και το κύκνειο  άσμα της ελληνικής οικονομίας. Μια οικονομία με ανύπαρκτη ανταγωνιστικότητα και ανεπαρκή παραγωγική βάση ήταν επόμενο έχοντας ενιαίο νόμισμα να  στραφεί στις εισαγωγές αφήνοντας στην τύχη της την παραγωγή, η στην καλύτερη περίπτωση μεταφέροντας την στους γειτονικούς παραδείσους των χαμηλών ημερομισθίων. Αυτό το κεφάλαιο του ευρω έχει αναλυθεί αρκετά καλά από έλληνες και ξένους οικονομολόγους….

ΑΘΗΝΑ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, Θέμης Δελβιζόπουλος, (Συνεργάτης του Πολιτικού Καφενείου), delvithemis@hotmail.com

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 16-04-2011, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=9473

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Αργεντινή: ΧΡΕΟΣ ΣΤΟ ΔΝΤ – ΑΡΝΗΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Το Πείραμα της Αργεντινής

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΣΤΟ ΔΝΤ και Η ΑΡΝΗΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

 

 


 

Στις αρχές του 2002, αμέσως μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Δε λα Ρούα, το ποσοστό της φτώχειας φτάνει το 57,5% και της ακραίας φτώχειας στο 27,5%. Η ανεργία ξεπερνά το 21,5%. Τα ποσοστά αυτά αποτελούν αρνητικό ρεκόρ για την Αργεντινή. Μετά από εσωτερική ψηφοφορία στη βουλή, Πρόεδρος της χώρας αναλαμβάνει ο περονιστής Εδουάρδο Δουάλδε, στις 2 Ιανουαρίου του 2002.

Η Αργεντινή αδυνατεί να αποπληρώσει το χρέος της και ανακηρρύσει στάση πληρωμής του χρέους προς το Δ.Ν.Τ. και τους άλλους δανειστές. Καταργείται ο Νόμος της Μετατρεψιμότητας, το πέσο αποσυνδέεται από το δολάριο και υποτιμάται σχεδόν κατά 4 φορές. Τα χρήματα των καταθετών, που είχαν μπλοκαριστεί  στις τράπεζες, από δολάρια μετατράπηκαν σε πέσος και εξανεμίστηκαν. Αν κάποιος είχε καταθέσεις 100 δολαρίων, τώρα του είχαν απομείνει  25. Ένα εκατομύριο αποταμιευτές βλέπουν τις καταθέσεις τους να χάνουν την αξία τους.  Το δικαστικό σώμα καλείται να εκδικάσει  50.000 υποθέσεις ομάδων αποταμιευτών που διεκδικούν όλο το ποσό των καταθέσεών τους. Το θέμα των αποταμιευτών αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για όλες τις κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, κάθε επαρχία εκδίδει το δικό της νόμισμα. Κυκλοφορούν 17 διαφορετικά νομίσματα και το οικονομικό χάος μεγαλώνει. Ταυτόχρονα οι απαγωγές εξπρές, δηλαδή απαγωγές μικρής χρονικής διάρκειας, με λύτρα μικρά χρηματιστικά ποσά ή οικιακές συσκευές, αυξήθηκαν κατά 505%.

Οι ψυχασθένειες και οι καρδιοπάθειες βρίσκονται σε έξαρση μετά το 2001. Οι επισκέψεις σε ψυχιάτρους αυξήθηκαν κατά 50%, οι καρδιακές προσβολές 9πλασιάστηκαν και οι νεκροί από ασθένειες διπλασιάζονται. Από το 1999 ως το 2002, 20.000 πέθαναν από καρδιοπάθειες. (Ίδρυμα Ιατρικών Ερευνών Fundación Favaloro και Universidad de Massachussetts USA.) «Η θλιμμένη ψυχή μπορεί να σε σκοτώσει γρηγορότερα, πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι  ένα μικρόβιο», είχε σημειώσει κάποτε ο Στάινμπεκ.

Η κυβέρνηση Δουάλδε ακολουθεί τις συμβουλές του Δ.Ν.Τ. προσδοκώντας να ανακτήσει η Αργεντινή την εμπιστοσύνη των αγορών, γι’ αυτό και προστατεύει τις τράπεζες, που συνεχίζουν τις απαγορεύσεις αναλήψεων. Οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται κατά 60%. Η λαϊκή δυσαρέσκεια όλο και μεγαλώνει. Στις 26 Ιουνίου του 2002, στην περιοχή Avellaneda του Buenos Aires, ομάδες διαδηλωτών κλείνουν το δρόμο διαμαρτυρόμενοι για την ανεργία και τη φτώχεια. Ακολουθεί σκληρή αστυνομική καταστολή με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν 2 νεαροί, ενώ 33 άτομα τραυματίστηκαν από σφαίρες. Ο Δουάλδε καλεί εκλογές και παραιτείται. 

Τον Νοέμβριο του 2002, μετά από ένα έτος ακριβώς, αίρεται η εφαρμογή του Corralito και οι αναλήψεις γίνονται κανονικά, αλλά το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 64%.

Μέσα στα συντρίμια και το χάος που επικρατεί, τις εκλογές του 2003 κερδίζει ο Nestor Kirchner. Αναλαμβάνει την Προεδρία στις 25 Μαΐου του 2003 και κυβερνά τη χώρα ως τις 10 Δεκεμβρίου του 2007, ακολουθώντας μια φιλολαϊκή πολιτική, προσπαθώντας να χτίσει και πάλι τη χώρα μέσα από τα συντρίμια της. Διορίζει Υπουργό Οικονομικών και πάλι τον  Roberto Lavagna. Πάνω απ’ όλα, παγώνει την πληρωμή των χρεών προς το Δ.Ν.Τ. που ανέρχονται στα 9,8 δις, δίνοντας προτεραιότητα στις ανάγκες της χώρας. Το 2004 σε ομιλία του στον ΟΗΕ, ο Nestor Kirchner είπε: «Είναι αναγκαίο και επείγον να πραγματοποιηθεί ένας δομικός και ουσιώδης ανασχεδιασμός του Δ.Ν.Τ. Για να μπορεί να προβλέπει τις οικονομικές κρίσεις και να βοηθά στην επίλυσή τους. Το Δ.Ν.Τ. πρέπει να αλλάξει την πορεία που το έκανε από δανειστή για προώθηση των επενδύσεων, σε κερδοσκοπικό οργανισμό που απαιτεί προνόμια».  

Το Δεκέμβριο του 2005 ο Kirchner πλήρωσε με μία και μόνο δόση το χρέος της Αργεντινής προς το Δ.Ν.Τ. Για την πληρωμή χρησιμοποίησε τα διεθνή χρηματικά αποθέματα της Αργεντινής. Επίσης η πληρωμή προς το ΔΝΤ χρηματοδοτήθηκε και από τη Βενεζουέλα, που αγόρασε κρατικά ομόλογα αξίας 1,6 δις δολαρίων. Από τότε και έπειτα η κυβέρνηση της Αργεντινής δε θέλει να έχει καμιά σχέση με το Δ.Ν.Τ. Στις αποπληρωμές των χρεών βοήθησε και η Τράπεζα Banco Central de Argentina, αλλά και η χαμηλή τιμή του πέσο σε σχέση με το δολάριο (1 δολ.=3,89 πέσος).

«Το 2005 η Αργεντινή πλήρωσε το χρέος της προς το Δ.Ν.Τ. Ήταν μια πολύ καλή απόφαση! Γιατί το Δ.Ν.Τ. όταν μια χώρα του ζητά λεφτά, της βάζει προϋποθέσεις.  Ορίζει ποια είναι τα όρια της οικονομικής της πολιτικής. Κι εγώ θα σας έλεγα ότι οι ιδέες που έχει το Δ.Ν.Τ. δεν είναι καλές. Είναι ιδέες αυστηρές. Είναι οι ιδέες που στήριξαν τη Μετατρεψιμότητα. Το Δ.Ν.Τ. υποστήριξε την προηγούμενη πολιτική, που ήταν μια πραγματική καταστροφή. Έτσι, η καλύτερη σχέση με το Δ.Ν.Τ. είναι να μην του χρωστάς τίποτα. Γιατί αν κάποιος δεν χρωστά τίποτα στο Δ.Ν.Τ., δεν έχει και καμιά προϋπόθεση να εκπληρώσει. Έτσι λοιπόν, για να ανακτήσεις την κυριαρχία και τον εθνικό έλεγχο της οικονομικής πολιτικής, είναι θεμελιώδες να μην ζητήσεις λεφτά από το Δ.Ν.Τ. Γιατί είναι αδιόρθωτο! Θα πρέπει να υπάρχει στο Δ.Ν.Τ. κι ένα άλλος έταιρος, που να συμμετέχει και να αντιπροτείνει. Αλλά το καλύτερο είναι να μη του χρωστάς τίποτα! Είναι τα πιο ακριβά λεφτά που μπορείς να φανταστείς αυτά που δίνει το ΔΝΤ, λόγω του κόστους που προκύπτουν από τους όρους του», σχολιάζει ο Άλδο Φερέρ, οικονομικός αναλυτής και σημερινός Πρέσβης της Αργεντινής στη Γαλλία.

Με την πολιτική του υψηλού δολαρίου, η Αργεντινή τονώνει τις εξαγωγές της, μειώνονται οι εισαγωγές και τα προϊόντα της γίνονται ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά. Αποκομίζει κυρίως πολλά έσοδα από τις εξαγωγές σιτηρών μετά την άνοδο της τιμής τους παγκοσμίως. Παράλληλα, η βιομηχανία της Αργεντινής αναβιώνει, αφού τα προϊόντα της απορροφούνται πια από την εσωτερική αγορά. Από το 2003 ως το 2007, η ανάπτυξη βρίσκεται πάντα γύρω από το 9%, ενώ το 2008 έπεσε στο 6,8%.

Το 2008 το ΑΕΠ ξεπερνούσε το ΑΕΠ του 1998, φανερώνοντας ότι η οικονομική κρίση είχε πια τελειώσει. Ο ρόλος του κράτους αλλάζει σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αφού πια υπάρχει έλεγχος στην οικονομία με κρατικές παρεμβάσεις όταν χρειάζεται. Η κυβέρνηση ορίζει σταθερές τιμές σε προϊόντα της εγχώριας βιομηχανίας, μειώνοντας έτσι σημαντικά τις πράξεις κερδοσκοπίας. Δημιούργησε επίσης μια κρατική εταιρία ενέργειας και ίδρυσε κρατικής αεροπορική εταιρία, πηγαίνοντας αντίθετα στην πορεία που ορίζει ο νεοφιλελευθερισμός.

Με τον Nestor Kirchner, η Αργεντινή εισχώρησε στην ομάδα των Λατινοαμερικάνικων χωρών, που ακολουθούν μια διαφορετική οικονομική πολιτική, περισσότερο κοινωνική. Την ομάδα αυτή αποτελούσαν ο Ούγκο Τσάβες (Βενεζουέλα), ο Έβο Μοράλες (Βολιβία), ο Λούλα (Βραζιλία), ο Ραφαέλ Κορέα (Εκουαδόρ), ο Ταβαρέ Βάσκες (Ουρουγουάη) και η Μισέλ Μπατσελέ (Χιλή).

Το 2007, τις εκλογές κερδίζει η γυναίκα του Kirchner, η Cristina Fernández. Είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος στην ιστορία της Αργεντινής. Η Cristina Fernández ακολούθησε ακριβώς την ίδια πολιτική που χάραξε ο άνδρας της, ο οποίος παρέμενε δίπλα της ως μέντοράς της μέχρι το θάνατό του τον Οκτώβριο του 2010.

Σήμερα τα προβλήματα εξακολουθούν να’ναι πολλά, αλλά δε θυμίζουν σε τίποτα τα σκληρά εκείνα χρόνια της οικονομικής κατάρρευσης. Η ανεργία στην Αργεντινή ανέρχεται στο 8,5%, ενώ η φτώχεια αγγίζει το 40% του πληθυσμού. Το 60% των φτωχών είναι κάτω των 20 ετών. Υπολογίζεται ότι μόνο στο Μπουένος Άιρες, οι φτωχοί ξεπερνούν τα 4 εκατ. Το 2009-2010 οι κλοπές αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 20%. Επίσης η εγκληματικότητα συνεχίζει να μαστίζει κυρίως την πρωτεύουσα με 1,5 δολοφονίες ημερησίως.

Στις αρχές του 2010, το Δ.Ν.Τ. ανακοίνωσε ότι η Αργεντινή έχει τον 3ο υψηλότερο και πιο επικίνδυνο πληθωρισμό ανάμεσα σε 186 χώρες. (Κονγκό 31,2%, Βενεζουέλα 28%, Αργεντινή 15%). Η Αργεντινή δεν έχει ανακτήσει εντελώς την εμπιστοσύνη των Αγορών, αλλά καταφέρνει και βρίσκει δανειστές στo Club de Paris (Ταμείο Πιστωτών που εκπροσωπούν τις 19 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου).Το Δ.Ν.Τ. επιμένει να ελέγξει τα οικονομικά του κράτους, αλλά δέχεται συνεχώς την άρνηση της κυβέρνησης.

 

ΠΗΓΗ: http://exandasdocumentaries.com/series/argentina/exandas-dept.php

Η έξοδος της Αιτ/νίας…

Η έξοδος της Αιτ/νίας…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή


 

Σ’ όλη την Ελλάδα ανάβουν «σπίθες». «Σπίθες» διαμαρτυρίας. Για την αθλιότητα, που μας κατακλύζει και μας πνίγει. Και κάπου-κάπου, η «Σπίθα» γίνεται έκρηξη και πυρκαγιά. Και κάποιοι άλλοι μιλούν για σεισάχθεια. Το μέτρο, με το οποίο ο σοφός Σόλων απάλλαξε, στην αρχαία Αθήνα, απ’ το άχθος (=βάρος) της χρεοκοπίας ένα μεγάλο τμήμα του αθηναϊκού λαού.

Παντού, λοιπόν, «σπίθες» και «σεισάχθειες». Κι εδώ στην Αιτωλοακαρνανία «άκρα σιγή, σιωπή του τάφου», που λέει κι ο εθνικός μας ποιητής στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του.

Και να που, στο Αγρίνιο, βγήκε, πριν λίγες μέρες, στο δρόμο ένα δίδυμο ηλικιωμένων: Ένας παπάς κι ένας δάσκαλος. Και καλούσαν τον κόσμο σε αφύπνιση και συστράτευση για τη σωτηρία της πατρίδας.

Κι, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, άλλοι τους δέχονταν με ενθουσιασμό, άλλοι με συγκατάβαση και κάποιοι άλλοι με ειρωνεία ή και σκαιότητα:

-Καλά, τους είπαν κάποιοι, χάθηκαν οι νεότεροι να κάμουν αυτή τη δουλειά;

-Κι εμείς για τους νέους ψάχνουμε, τους αποκρίθηκαν. Να ξεσηκωθούνε και να μπούνε μπροστά. Κι εμείς να τους ακολουθήσουμε ή και να σταθούμε παράμερα. Για να χειροκροτούμε και να επευφημούμε τα λόγια τους και τις πράξεις τους. Αλλά, να που καθυστερούν πολύ! Και, μέχρι να ξεσηκωθούν, εμείς οι μεγαλύτεροι αισθανόμαστε ντροπή και φόβο!

-Και σαν τι ντρέπεστε και φοβάστε! τους είπαν.

-Φοβόμαστε, μήπως και συναρμολογηθούν τα οστά των ηρώων, που είναι θαμμένα στο Ηρώο του Μεσολογγίου. Και έρθουν και μας φωνάξουν:

«Εμείς, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, χύσαμε το αίμα μας και δώσαμε τη ζωή μας για την πατρίδα και την ελευθερία της! Κι εσείς οι απολιόρκητοι εθελόδουλοι, τη σκλαβώσατε στους ντόπιους απατεώνες και τους διεθνείς τοκογλύφους!

Πώς είναι δυνατόν, όταν, όπως θα ’λεγε κι ο Βάρναλης, «σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα, όπου σας έβρει, σας πατεί», εσείς να μένετε «άβουλοι και μοιραίοι αντάμα, προσμένοντας ίσως κάποιο θαύμα»!

Ποιοι περιμένετε να κάνουν το θαύμα! Πάντα οι…κάποιοι άλλοι”;

Τέτοια ακούνε και τέτοια αποκρίνονται ο παπάς με το δάσκαλο. Και συνεχίζουν την προσπάθειά τους. Και τον αγώνα τους…

Με την ελπίδα πάντα ότι οπωσδήποτε κάποιοι άλλοι, νεότεροι θα πάρουν τη σκυτάλη και θα μπούνε μπροστά!

Όπως ταιριάζει σε Έλληνες και σε πατριώτες. Αντάξιους απογόνους των ηρώων της Εξόδου!….


παπα-Ηλίας
, http://papailiasyfantis.wordpress.com, 15-4-2011

ΕΛΕ: ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ για την κρίση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

 

[Από το] ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 

 

Τελευταία έχει αρχίσει μια μαζική διαφημιστική εκστρατεία της ρεφορμιστικής Αριστεράς (δηλαδή της Αριστεράς που δεν αμφισβητεί το ίδιο το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της έκφρασής της στον γεωγραφικό μας χώρο, της Ε.Ε.) για την προβολή μιας δήθεν «λύσης» στη βαθιά και κάθε μέρα επιδεινούμενη κρίση που μαστίζει τον Ελληνικό λαό.

Σύμφωνα με την προτεινόμενη λύση που συνυπογράφουν όχι μόνο γνωστοί «ειδικοί» από τον ρεφορμιστικό χώρο, αλλά και κάποιοι που χρησιμοποιούν την αντικαπιταλιστική ρητορική όπως ανάλογα χρησιμοποιεί ο Γιωργάκης τη σοσιαλιστική, το αίτημα για Λογιστικό Έλεγχο του Χρέους, το λιγότερο, αποτελεί «ταξικό όργανο πάλης», ενώ, στην καλύτερη περίπτωση,  θα μπορούσε να οδηγήσει, αν γίνει κοινωνικά ευρέως αποδεκτό, στη διέξοδο από την κρίση. Στην πραγματικότητα, δεν ισχύει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο και, αντίθετα, η πρόταση για τον Λογιστικό Έλεγχο του Χρέους είναι όχι μόνο πρακτικά αδύνατη σε μη εξεγερσιακές συνθήκες και ανεπιθύμητη σε εξεγερσιακές, αλλά και διπλά αποπροσανατολιστική, εφόσον αποπροσανατολίζει τόσο για τα πραγματικά συστημικά αίτια της κρίσης, όσο και για τον πραγματικό τρόπο εξόδου από αυτή.

Είναι πρακτικά αδύνατη σε μη εξεγερσιακές συνθήκες γιατί απαιτεί τη σύμπραξη των ελίτ στη διενέργεια του Λογιστικού Ελέγχου. Όπου άλλωστε έγινε παρόμοιος λογιστικός έλεγχος υπήρχε τουλάχιστον η συμπαράσταση του κυβερνώντος κόμματος (Ισημερινός κ.λπ.), ή όπου κηρύχθηκε τμήμα ή και ολόκληρο το χρέος παράνομο ή απεχθές, αυτό έγινε μετά από απόφαση της κυβερνώσας πολιτικής ελίτ. Στην Ελλάδα είναι φανερό ότι κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν πρόκειται να συναινέσει, για προφανείς λόγους, σε μια διαδικασία λογιστικού ελέγχου του χρέους, όση πίεση και αν αναπτυχθεί «από κάτω», εκτός βέβαια αν η πίεση αυτή οδηγήσει στη δημιουργία εξεγερσιακών συνθηκών.

Είναι ανεπιθύμητη σε εξεγερσιακές συνθήκες: Όμως,  ακόμη και αν το προσεχές παραπέρα βάθεμα της κρίσης οδηγήσει πράγματι σε εξεγερσιακές συνθήκες, θα ήταν πράγματι γελοίο το αίτημα των εξεγερμένων να ήταν η… διενέργεια Λογιστικού Ελέγχου (που δυνητικά θα μπορούσε να καταλήξει στη διαγραφή κάποιου μέρους του Χρέους),  αντί να είναι η ανατροπή της κοινοβουλευτικής Χούντας και η ανάδειξη μιας Κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας, όπως έχουμε προτείνει, η οποία θα προχωρούσε:

– πρώτον,  σε δημοψήφισμα για την ακύρωση ΟΛΩΝ των μέτρων που επέβαλλε η Χούντα σε σχέση με (ή με αφορμή) το Χρέος και οδήγησαν στην κατεδάφιση κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών και,

– δεύτερον, στη λήψη των απαραίτητων μέτρων για τη δημιουργία των προϋποθέσεων μιας αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς εξαρτήσεις από Χρέη και τις ξένες και ντόπιες ελίτ (βλ. άρθρο Τ. Φωτόπουλου, «Η αποχώρηση από την ΕΕ μονόδρομος για την έξοδο από την κρίση και την αυτοδύναμη οικονομία», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία τεύχος 22). Η ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων θα έκανε δυνατή τη μελλοντική δημιουργία μιας εναλλακτικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που θα την έλεγχαν άμεσα οι συνελεύσεις των πολιτών και των εργαζόμενων.

Είναι αποπροσανατολιστική όσον αφορά τα αίτια της κρίσης, εφόσον δεν συζητάει καν τα συστημικά αίτιά της, αλλά απλά μια συνέπειά της: το Χρέος. Όμως, τα αίτια της χρόνιας οικονομικής κρίσης είναι δομικά και ανάγονται στη διαστρεβλωμένη οικονομική δομή που δημιούργησε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς γενικά και η ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ειδικότερα, μέσα από την ΕΕ και την ΟΝΕ. Η κρίση αυτή συγκαλυπτόταν σε ολόκληρη την Μεταπολίτευση, αρχικά από τις επιδοτήσεις κ.λπ. της ΕΕ, οι οποίες δινόντουσαν όχι βέβαια για να μας βοηθήσουν αλλά για να αποκρύψουν την παράλληλη αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας, στην οποία οδήγησε το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών που μας επέβαλε η ΕΕ και, στη συνέχεια, από τα εύκολα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο που επέτρεπε η είσοδός μας στην Ευρωζώνη.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση επομένως απλώς λειτούργησε σαν καταλύτης για να εκδηλωθεί η συστημική κρίση της Ελλάδος και όχι σαν η αιτία της, όπως υποθέτουν οι «Μαρξο-Κεϊνσιανές» αναλύσεις πίσω από την  πρόταση για Λογιστικό Έλεγχο. Η ουσιαστική αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής, αναπόφευκτα, οδήγησε στη δημιουργία μιας «καταναλωτικής κοινωνίας χωρίς παραγωγική βάση» και στη συνεχή αύξηση του εξωτερικού χρέους (και, συνακόλουθα, του δημόσιου τομέα), το οποίο έφτασε στα σημερινά εκρηκτικά επίπεδα.

Είναι λοιπόν φανερό ότι κάποια μελλοντική, τυπική η άτυπη, χρεοκοπία ήταν προαποφασισμένη όταν επιβαλλόταν το Μνημόνιο και ο στόχος των ελίτ από την αρχή ήταν, από τη μια μεριά, να ξεζουμίσουν όσο μπορούσαν περισσότερο τα λαϊκά στρώματα ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές των κατόχων των ομολόγων, και, από την άλλη, να ολοκληρώσουν τις «διαρθρωτικές» αλλαγές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι οποίες  δεν είναι παρά η υλοποίηση των «4 ελευθεριών» του Μάαστριχτ (δηλαδή η «απελευθέρωση» των αγορών  κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών), και κυρίως να μας αναγκάσουν στο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, όπως κάνουν άλλωστε παντού οι δανειστές, είτε λέγονται ΔΝΤ, είτε ΕΕ.

Είναι αποπροσανατολιστική όσον αφορά τον τρόπο εξόδου από την κρίση, εφόσον ανάγει σε πανάκεια τη μερική ή ολική διαγραφή του Χρέους, την οποία (υποθετικά) θα μπορούσε να φέρει ο Λογιστικός Έλεγχός του! Το Χρέος, όμως, δεν είναι η αιτία της βαθιάς και επιδεινούμενης κρίσης, όπως υποστηρίζουν ανόητες συνωμοσιολογικές «θεωρίες» τύπου «Σοκ και Δέος» ρεφορμιστών «αναλυτών». Ακόμη και αν αύριο μας χάριζαν οι πιστωτές μας ολόκληρο το Χρέος θα ήταν θέμα χρόνου να ξαναβρεθούμε στην ίδια θέση, εφόσον παραμέναμε στην ΕΕ και διατηρούσαμε τις αγορές μας ανοικτές και απελευθερωμένες, όπως αυτή επιβάλλει!

Επομένως, ο μοναδικός τρόπος διεξόδου από την κρίση περνά μέσα από τη δημιουργία μιας εντελώς διαφορετικής παραγωγικής και καταναλωτικής δομής, η οποία θα επέτρεπε την οικονομική αυτοδυναμία (όχι αυτάρκεια) του ελληνικού λαού, σε ένα πλαίσιο οικονομικής δημοκρατίας όπου ο ίδιος ο λαός, και όχι οι ντόπιες και ξένες ελίτ, ελέγχουν τα  μέσα παραγωγής και την οικονομική διαδικασία. Αυτό θα δημιουργούσε τις συνθήκες για τη μόνιμη οικονομική απεξάρτηση, σε πρώτο στάδιο ξεκινώντας από την ίδια τη χώρα, με τη μονομερή έξοδο από την ΕΕ και τον εξαναγκασμό των ντόπιων και ξένων ελίτ να πληρώσουν αυτές το Χρέος, εφόσον άλλωστε αυτές το δημιούργησαν και όχι βέβαια τα λαϊκά στρώματα τα οποία κανένας δεν τα ρώτησε ποτέ.

Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρο το χρέος είναι μη νομιμοποιημένο και όχι, όπως υποστηρίζουν οι υποστηρικτές του Λογιστικού Ελέγχου, κάποιο μέρος αυτού που οφείλεται σε καταχρήσεις, μίζες κ.λπ., το οποίο αν το έβρισκε κάποια Επιτροπή μετά από κάμποσα χρόνια, θα μπορούσαμε να το κηρύξουμε παράνομο ή απεχθές και κατόπιν να ζητήσουμε από τις ντόπιες και ξένες ελίτ να το διαγράψουν! Επομένως, μετά το δημοψήφισμα για την κατάργηση όλων των μέτρων, από θέση ισχύος πια, θα απαιτούσαμε τη διαγραφή μεγάλου μέρους του Χρέους δηλώνοντας αδυναμία να το πληρώσουμε, χωρίς ανόητους λογιστικούς ελέγχους, αλλά με μια απλή διαδικασία Στατιστικού Ελέγχου των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας. Μέσω αυτής της διαδικασίας είναι δυνατό να δειχθεί η αδυναμία πληρωμής του Χρέους, που επιβάλλει την ανάγκη για το «κούρεμά» του. Συγχρόνως, να επιβληθεί μια άγρια φορολόγηση περιουσίας στους προνομιούχους που θα πλήρωναν το υπόλοιπο Χρέος.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν την «Αλβανοποίηση» της Ελληνικής οικονομίας, όπως υποστηρίζουν οι κομισάριοι του συστήματος, αλλά, αντίθετα, την αποφυγή της Λατιναμερικανοποίησής της, μέσα από ένα νέο διεθνισμό, ο οποίος υιοθετεί μεν τις βασικές αρχές του παραδοσιακού διεθνισμού της Αριστεράς, αλλά και τον υπερβαίνει διότι θεμελιώνεται στις αυτοδύναμες οικονομικές δημοκρατίες των λαών (βλ. σχετικές παραγράφους για την οικονομική ένωση των αυτοδύναμων οικονομιών και τον νέο διεθνισμό στο σχετικό άρθρο του Τ. Φωτόπουλου, «Η Λατινοαμερικανοποίηση του Ευρωπαϊκού «Νότου», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ. 22)

13 ΑΠΡΙΛΗ 2011

 

* Διεθνές δίκτυο Περιεκτικής Δημοκρατίας: www.inclusivedemocracy.org • περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία: www.inclusivedemocracy.org/pd • Επικοινωνία: peridimok@gmail.com

Το απεχθές χρέος

Το απεχθές χρέος

 

Του Ηλία Σταμπολιάδη*


 

Αγαπητοί συνάδελφοι δοθείσης της πρότασης δημιουργίας δεξαμενών σκέψης θα ήθελα να προσθέσω μερικές απόψεις για το πρόβλημα του χρέους. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντία επί του θέματος, όχι τόσο επειδή δεν είμαι οικονομολόγος αλλά κυρίως επειδή δεν έχω στη διάθεση μου όλα τα απαραίτητα στοιχεία που γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν διατελέσει  υπουργοί οικονομικών ή ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι σε εμπιστευτικές θέσεις.

Είμαι σίγουρος  ότι δεν τα γνωρίζουν ούτε βουλευτές του κοινοβουλίου παρά το γεγονός ότι όλοι τους έχουν πάρει θέση επί του θέματος με την ψήφιση ή όχι του μνημονίου. Επειδή όμως, σαν Έλληνας πολίτης, πρέπει να έχω άποψη διότι σύντομα θα μου ζητηθεί να την εκφράσω με την ψήφο μου, προσπαθώ να τη δημιουργήσω από τα στοιχεία που όλοι γνωρίζουμε και τα όσα συμβαίνουν γύρω μας με κριτήριο τη λογική και τις φυσικές σχέσεις των πραγμάτων.

Καταρχήν θα πρέπει να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος και για αυτό θα δανειστώ τα μαθηματικά συναδέλφων.

·        Για τα δέκα εκατομμύρια Ελλήνων στην Ελλάδα το χρέος, των περίπου 350 δις,  αντιστοιχεί σε τριάντα πέντε χιλιάδες  (35000 €) στον καθένα μας ή 175000 για μία οικογένεια με δύο παιδιά και έναν παππού, όσο κοστίζει περίπου ένα μέσο διαμέρισμα 100 μ2. Αυτό σημαίνει ότι για να ξεπληρώσουμε θα πρέπει όλοι να πουλήσουμε τα σπίτια μας [1].

·        Εάν θεωρήσουμε μία καλή τιμή 3000 € ανά στρέμμα γης καλλιεργήσιμης ή άγονης τότε θα πρέπει να πουλήσουμε 117000 τετραγωνικά χιλιόμετρα όταν όλη η Ελλάδα είναι 130000 περίπου [2].

·        Με τιμή χρυσού 1400 $ ανά ουγγιά θα χρειαστούμε 11000 τόνους χρυσού, που υπερβαίνουν όλα τα γνωστά και πιθανά αποθέματα χρυσού στην Ελλάδα.

Το ερώτημα που τίθεται είναι πως δημιουργήθηκε ένα τόσο υπέρογκο χρέος τη στιγμή που τα κλεμμένα και οι μίζες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 10 δις €. Για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό έκανα έναν απλό λογαριασμό. Ένα ομόλογο του 1985 αξίας ενός δις για 25 έτη με επιτόκιο 17,5%  στο τέλος του 2010 θα χρειαζόταν 56 δις για την εξόφληση του [3]. Έχει εκδώσει ο Ανδρέας παρόμοια  ομόλογα [4].

Το επιτόκιο 17,5% ακόμη και εάν αντιπροσώπευε την αξία του χρήματος το1985 είναι υπερβολικό για τα επόμενα χρόνια.  Εκτός του ότι είναι τοκογλυφικό υπό οιεσδήποτε συνθήκες,  σύμφωνα με τον Σόλωνα ένα επιτόκιο μεγαλύτερο του 6% είναι σίγουρο ότι οδηγεί τον δανειολήπτη σε κατάρρευση και το είχε απαγορεύσει [5]. Εάν θεωρήσουμε ότι μετά το 1985 το επιτόκιο πέφτει κατά 1% ετησίως μέχρι το 4,5%, που θεωρείται λογικό, τότε το ίδιο ομόλογο του 1 δις το 1985 θα χρειαζόταν μόνο 6,9 δις για την εξόφληση του το 2010. Τα υπόλοιπα μέχρι τα 56 δις που απαιτεί το επιτόκιο του 17,5% είναι καθαρή τοκογλυφία που είναι άδικο να το πληρώσει ο Ελληνικός λαός.

Η διαφορά είναι όσα ψάχνουν να βρουν τώρα ξεπουλώντας δημόσια περιουσία, αν και η γλωσσική τους ξεδιάντροπη αλλοίωση μιλάει για αξιοποίηση. Χωρίς αμφιβολία το χρέος αυτό δεν αποτελεί το κόστος όσων φάγαμε μαζί με τον Πάγκαλο, διατηρουμένης της αναλογίας της μερίδας του λέοντος και ακόμη δεν αντιστοιχεί σε πραγματικό χρήμα που μπήκε στη χώρα. Είναι πλασματικό, καθαρά λογιστικό χρέος, που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε  περισσότερο από αριθμούς καταχωρημένους σε χαρτιά τα οποία μας καλούν να εξοφλήσουμε με εμπράγματες αξίες.

Επιπλέον σύμφωνα με απόφαση του ΟΗΕ ένα χρέος θεωρείται απεχθές και ο λαός ενός κράτους δεν υποχρεούται να το πληρώσει όταν συντρέχουν τρεις όροι [6], [7]:

·        Έγινε εν αγνοία του λαού. (Μέχρι πρότινος έλεγαν ότι λεφτά υπάρχουν)

·        Δεν χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη της χώρας αλλά σπαταλήθηκε προς όφελος των κρατούντων που το συνήψαν. (Τα χρησιμοποίησαν για να μείνουν στην εξουσία)

·        Οι δανειστές γνώριζαν την κατάσταση της χώρας. (Οι ίδιοι μαγείρευαν τα δεδομένα για λογαριασμό των δικών μας φαύλων)

Προφανώς και οι τρείς αυτοί όροι πληρούνται στην περίπτωση της Ελλάδος και η άρνηση της σημερινής κυβέρνησης για  παύση πληρωμών και αναδιαπραγμάτευση του χρέους δηλώνει συνεργεία  στη δημιουργία του και συνιστά προκλητική υπεράσπιση των συμφερόντων των δανειστών έναντι των Ελλήνων πολιτών σε βαθμό προδοσίας. Να φανταστεί κανείς ότι χώρες σαν τον Ισημερινό έχουν κάνει χρήση των ευεργετικών διατάξεων του ψηφίσματος του ΟΗΕ, το έκανε και ο Ιωάννης Μεταξάς [7], αλλά ακόμη και οι ΗΠΑ, ένα χρόνο πριν την επέμβαση στο Ιράκ, όταν αναγνώρισαν ως απεχθές το χρέος που δημιούργησε ο Σαντάμ και απάλλαξαν με τον τρόπο αυτό την μετέπειτα, διορισμένη από αυτούς, κυβέρνηση του Ιράκ [6].

Αυτοί οι συλλογισμοί  είναι η δική μου συμβολή στη δεξαμενή σκέψης και προτείνονται δύο πράγματα, αφενός να ανοίξουν οι λογαριασμοί του κράτους ώστε να φανεί το εύρος της τοκογλυφίας και αφετέρου να φύγει η διαχείριση των Ελληνικών πραγμάτων από τα χέρια όλων όσων είναι συνυπεύθυνοι ή συνεχιστές της νοοτροπίας που δημιούργησε  το χρέος .

 

* Ηλίας Σταμπολιάδης, Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, 12-4-2011

 

Πηγές:

[1] Πέτρος Σταυρουλάκης, προσωπική επικοινωνία.

[2] Δάφνη Μανουσάκη, εσωτερικά μηνύματα Πολυτεχνείου Κρήτης, TUC mailer

[3] A.J. Merret, A. Sykes, Capital budgeting & company finance, Longman Group, London 1971.

[4] Τράπεζα της Ελλάδος, Αποπληρωμή μέρους ομολόγου Α. Παπανδρέου, Ιούλιος 2010

[5] Σπύρος Λαβδιώτης, Το ολέθριο “ Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση”,   http://spiros26.files.wordpress.com/2009/10/ceb7-ceb5cebbcebbceacceb4ceb1-ceb1cebdceaecebaceb5ceb9-cf83cf84ceb7-ceb4cf8dcf83ceb7.pdf  

[6]  Deptocracy, http:\\deptocracy.gr  

[7] Δημήτρης Καζάκης,  http://www.youtube.com/watch?v=Pgb71Hxi8hE&feature=player_embedded#at=49

 

Σημείωση:

Προς αποφυγή των αρνητικών εντυπώσεων που προσπαθούν να δημιουργήσουν ορισμένοι, με γλωσσικά δήθεν επιχειρήματα παρά με ουσιαστική τοποθέτηση στα λεγόμενα, θεωρώ απαραίτητο να αναφέρω τα ακόλουθα.

Ο όρος επαχθές, που με κατηγορούν ότι θα έπρεπε να είχα χρησιμοποιήσει αλλά δεν το έκανα λόγω ασχετοσύνης,  προέρχεται από το επί + άχθος  (βάρος) [1] που σημαίνει δυσβάσταχτος. Εάν ο λαός μας, με την ακόρεστη απληστία που του προσάπτουν, είχε δημιουργήσει ένα τόσο δυσβάσταχτο χρέος (επαχθές)  τότε ηθικά θα ήταν υποχρεωμένος να κάνει τις απαραίτητες θυσίες για να το ξεπληρώσει. Όσοι μάλιστα προθυμοποιούντο  με πακέτα σωτηρίας να τον βοηθήσουν στην αποπληρωμή θα ήταν πραγματικοί σωτήρες . Αυτή είναι και η θέση της κυβέρνησης, η οποία ποτέ δεν είπε ότι το χρέος δεν είναι δυσβάσταχτο (επαχθές) και μάλιστα κατηγόρησε την προηγούμενη για αυτό ενώ η ίδια υπερηφανεύεται ότι βρήκε σωτήρες στους οποίους μάλιστα  ανέθεσε τη διαχείριση της χώρας μίας και αυτή είναι ανίκανη. 

Ο όρος απεχθές που εγώ χρησιμοποίησα προέρχεται από το από + έχθος (μίσος) [1] που σημαίνει μισητό, αντιπαθές. Με την ανάλυση στο άρθρο μου απέδειξα και όλοι συμφώνησαν τόσο με την αιτιολόγηση όσο και με τις προτάσεις μου, ότι το χρέος αφενός μεν είναι υπέρογκο και ως εκ τούτου επαχθές αφετέρου δε ότι δεν είναι αποτέλεσμα χρήματος που εισήλθε στη χώρα και χρησιμοποιήθηκε προς όφελος του λαού και επιπλέον ότι στο ακατανοήτως μεγαλύτερο ποσοστό του είναι αποτέλεσμα λογιστικών καταχωρήσεων και τοκογλυφίας . Ως εκ τούτου είναι μισητό και ανεπιθύμητο και επομένως απεχθές.

Πόσες φορές σαν ιδιώτες δεν διαφωνήσαμε και δεν διεκδικήσαμε, για το γαμώτο της υπόθεσης, ακόμη και ένα  € διότι το θεωρήσαμε δίκαιο;  Τώρα λοιπόν που απαιτούν από μας ένα ποσό, που αποδεδειγμένα είναι προϊόν τοκογλυφίας και διαφθοράς και μάλιστα τόσο μεγάλο που θα επιρρεάσει την ζωή τριών γενεών Ελλήνων, γιατί να μην διαμαρτυρηθούμε και να το κρίνουμε απεχθές; Το χρέος αυτό είναι απεχθές ακόμη και αν δεν ήταν επαχθές και θα μπορούσαμε να το εξοφλήσουμε ανώδυνα.   

[1] Τεγόπουλος – Φυτράκης , Ελληνικό Λεξικό, Ελευθεροτυπία , 1993.

Ποιος φοβάται τη ρήξη με την ΕΕ;

Ποιος φοβάται τη ρήξη με την ΕΕ;

Για τις ανυπέρβλητες αντιφάσεις του αριστερού ευρωπαϊσμού

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Η επιστροφή της συζήτησης για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση

Η όξυνση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η εκτίναξη της κρίσης χρέους στους περιφερειακούς σχηματισμούς της ΕΕ, η απειλή αποσταθεροποίησης του συστήματος του ευρώ, για πρώτη φορά θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια τη βιωσιμότητα του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Γι’ αυτό το λόγο και τόσο σε επίπεδο τοποθετήσεων διανοουμένων και αναλυτών, όσο και σε επίπεδο μαζικών συλλογικών τοποθετήσεων είδαμε το τελευταίο διάστημα να αποκτούν ξεχωριστή σημασία και απήχηση τα αιτήματα που αφορούν τη ρήξη με την ΟΝΕ, το ευρώ, την ΕΕ.

Από την άλλη, μεγάλο μέρος των δημόσιων τοποθετήσεων, ιδίως από το χώρο του Συνασπισμού αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: μια προσπάθεια προκαταβολικά να απορριφθεί οποιαδήποτε σκέψη για ανάδειξη αιτημάτων που αφορούν τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση.

Το ενδιαφέρον αυτής της επιχειρηματολογίας είναι ότι δεν αναπαράγει τόσο την κλασική τοποθέτηση της ανανεωτικής Αριστεράς για τον αυταπόδεικτα θετικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως διαδικασίας θεσμικού εκσυγχρονισμού και ως ανάδειξης αντίπαλου δέους στις ΗΠΑ. Αντίθετα, προσπαθεί να διατυπωθεί από τη σκοπιά μιας αντίληψης που τουλάχιστον διακηρυκτικά διεκδικεί να είναι ταξική και διεθνιστική.

Ειδικότερα, αυτή η επιχειρηματολογία στρέφεται σε δύο κατευθύνσεις: στο επίπεδο των άμεσων επιπτώσεων και στο επίπεδο της στρατηγικής. Στο επίπεδο των επιπτώσεων υποστηρίζεται ότι οποιαδήποτε ρήξη σήμερα με την ΟΝΕ, εγκατάλειψη του ευρώ και υιοθέτηση κοινού νομίσματος θα οδηγήσει στην ραγδαία οικονομική επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων καθώς θα υποτιμηθεί το νέο εθνικό νόμισμα και θα ακριβύνουν τα εισαγόμενα προϊόντα, ενώ θα υπάρξει και αύξηση της ανεργίας καθώς θα έχουμε φυγή κεφαλαίων και μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η αύξηση του πληθωρισμού θα εξανεμίσει τις καταθέσεις των εργαζομένων, ενώ σύντομα θα έχουμε και κατάρρευση του αναγκαστικά πληθωριστικού νομίσματος. Σε πιο στρατηγικό επίπεδο υποστηρίζεται ότι σήμερα δεν μπορούν να υπάρξουν διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στο επίπεδο των εθνικών κρατών, παρά μόνο σε επίπεδο ευρύτερων περιφερειακών ενώσεων.

Όλα αυτά διανθίζονται με μια πολεμική ενάντια στους υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. Υποστηρίζεται έτσι ότι όσοι μιλούν για έξοδο από το ευρώ αναπαράγουν μια αστικά ηγεμονευόμενη εκδοχή οικονομικής πολιτικής, που δεν βλέπει ταξικές σχέσεις και συγκρούσεις αλλά μόνο την «εθνική οικονομία». Η ρήξη με την ΟΝΕ παρουσιάζεται ως αίτημα αύξησης των εξαγωγών, μείωσης των εισαγωγών και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Συνολικά, η ρήξη με την ΕΕ παρουσιάζεται ως παραλλαγή ενός οικονομικού και πολιτικού εθνικισμού που συγκαλύπτει τον ταξικό ανταγωνισμό και αναπαράγει την ιστορική απόκλιση της Αριστεράς προς μια εκδοχή οικονομισμού, παραγωγισμού και κρατισμού.

Τελικά τι είναι η ΕΕ;

Εκτιμώ ότι απέναντι σε αυτή την επιχειρηματολογία χρειάζεται να επανέλθει η συζήτηση στην πραγματική της βάση. Καταρχάς χρειάζεται να έχουμε μια εκτίμηση για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και τη συγκρότηση της ΕΕ. Κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται να επιμείνουμε να την αντιμετωπίζουμε όχι ως μια νομοτελειακή ολοκλήρωση μιας διαδικασίας θεσμικού εκσυγχρονισμού, αλλά ως μια ταξική στρατηγική. Εξαρχής η οικοδόμηση της ΕΕ αφορούσε την προσπάθεια των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να διαμορφώσουν έναν ενιαίο οικονομικό χώρο (πολύ πέρα από μια «ενιαία αγορά») και να δοκιμάσουν εκτεταμένες μορφές οικονομικού συντονισμού, με στόχο να βελτιώσουν τη θέση τους και έναντι των εργαζομένων και έναντι των ανταγωνιστών τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Παρότι αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει και τη μερική απεμπόληση στοιχείων εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν αποτελεί διαμόρφωση υπερκράτους, κύρια γιατί οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, παρά τη σχετική κοινότητα συμφερόντων τους, δεν διαμορφώνουν ένα υπερεθνικό συνασπισμό εξουσίας, ενώ αντίστοιχα ούτε οι εργατικές τάξεις και συνολικά οι υποτελείς τάξεις συγκροτούνται σε υπερεθνικό επίπεδο. Όμως, αυτή η μερική απεμπόληση στοιχείων εθνικής κυριαρχίας, επέτρεπε να επιβάλλονται πιο εύκολα αλλά και να νομιμοποιούνται πλευρές μιας επιθετικής αστικής ταξικής στρατηγικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υποχρεωτική «απελευθέρωση», δηλ. ιδιωτικοποίηση, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και άλλων υποδομών.

Το ευρώ ως ταξική στρατηγική

Το θέμα τώρα του κοινού νομίσματος αποτέλεσε την πιο επιθετική εκδοχή οικονομικού συντονισμού μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ύπαρξη κοινού νομίσματος εξαρχής προβλήθηκε, ήδη από τη δεκαετία του 1970, ως βασική πλευρά της διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού χώρου: η κινητικότητα κεφαλαίων και εμπορευμάτων και η δυνατότητα επενδύσεων θεωρήθηκε ότι προϋποθέτουν την εξάλειψη των νομισματικών διακυμάνσεων. Το δε κοινό νόμισμα, με Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θεωρήθηκε ότι θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερο από την απλή επιδίωξη σταθερών ισοτιμιών, καθώς θα απέκλειε προκαταβολικά τον κίνδυνο κερδοσκοπικών επιθέσεων σε επιμέρους νομίσματα. Σημαντική πλευρά του σχεδίου για το κοινό νόμισμα ήταν και η επιδίωξη να παίξει το ευρώ το ρόλο διεθνούς νομίσματος αναφοράς, δηλ. παγκόσμιου χρήματος και να υποκαταστήσει το δολάριο σε αυτό το ρόλο.

Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση της ΟΝΕ, το μόνο που θα απειλούσε το κοινό νόμισμα θα ήταν μεγάλες αποκλίσεις στον πληθωρισμό και τα ελλείμματα, καθώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποιητικές ανοδικές τάσεις επιτοκίων. Αυτό που δεν μπορούσαν να προβλέψουν, όμως, ήταν μια συγκυρία δομικής καπιταλιστικής κρίσης και το ενδεχόμενο κρίσης του κρατικού χρέους, που αποδείχτηκε ακόμη πιο αποσταθεροποιητικό από τις αποκλίσεις στα «κριτήρια» σύγκλισης.

Για να κατανοήσουμε το ρόλο του ευρώ ως ταξικής στρατηγικής πρέπει να δούμε το ρόλο των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσα στο διεθνές σύστημα. Ο ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά ουδέποτε ήταν αδιαμεσολάβητος και στηριζόμενος απλώς στις διαφορές παραγωγικότητας και την εξειδίκευση στα «συγκριτικά πλεονεκτήματα». Ιστορικά προϋπέθετε και την ύπαρξη κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτές έχουν ως αποτέλεσμα σχηματισμοί με χαμηλότερη μέση παραγωγικότητα να επιβιώνουν μέσω του μηχανισμού προστασίας που προσέφεραν οι διακυμάνσεις των ισοτιμιών (μέσω υποτίμησης), όπως και άλλοι μηχανισμοί προστασίας όπως οι δασμολογικοί και μη δασμολογικοί φραγμοί και οι άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις. Ο Klaus Busch ονόμασε στη δεκαετία του 1970 αυτή τη λειτουργία των συναλλαγματικών ισοτιμιών «τροποποίηση του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά». Αυτό επέτρεπε την οικοδόμηση συμμαχιών (με μερίδες της αστικής τάξης αλλά και μικροαστικά στρώματα), την προσέλκυση επενδύσεων (ως υποκατάσταση εισαγωγών), την ενίσχυση της θέσης των επιμέρους αστικών τάξεων μέσα στην παγκόσμια αγορά. Από την άλλη, άλλες μερίδες του κεφαλαίου, ιδίως το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αλλά και οι μεγάλοι διεθνοποιημένοι όμιλοι, καθώς και οι ηγεμονικοί σχηματισμοί, όπως οι ΗΠΑ, υποστήριζαν την ανάγκη απελευθέρωσης του εμπορίου και άρσης αυτών των προστατευτικών μηχανισμών (έστω και εάν οι ίδιοι εφάρμοζαν «προστατευτικές» πολιτικές π.χ. η υποτίμηση του δολαρίου ή οι αμερικανικές επιδοτήσεις). Σε αυτό το φόντο επανέρχονταν διαρκώς το αίτημα σταθερών ισοτιμιών ή της πρόσδεσης σε κάποιο νόμισμα και μάλιστα αποτέλεσε μια από τις βασικές συνταγές του ανοίγματος στην «παγκοσμιοποίηση» στη δεκαετία του 1990. Βέβαια, όπου αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε, οδήγησε σε οριακές εκδοχές νομισματικής αποσταθεροποίησης με κορυφαίο παράδειγμα την Ασιατική κρίση του 1997-98 ή τα προβλήματα στις οικονομίες της Λατινικής Αμερικής όπως η Αργεντινή.

Ωστόσο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια σχετικά ευνοϊκή οικονομική συγκυρία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και η πολιτική απόφαση των ηγεμονικών σχηματισμών να προχωρήσουν αποφασιστικά, επέτρεψε την κρίσιμη τομή που δεν ήταν η – ευάλωτη όπως έδειξε η έξοδος της Βρετανίας το 1992 από το ΕΝΣ – λογική των σταθερών ισοτιμιών, αλλά το κοινό νόμισμα.

Πώς, όμως, λειτουργεί το κοινό νόμισμα; Στο βαθμό που στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε πραγματικές διαφορές παραγωγικότητας, το κοινό νόμισμα λειτουργεί ως μηχανισμός νομισματικής ανατίμησης για τους λιγότερο παραγωγικούς σχηματισμούς και νομισματικής υποτίμησης για τους περισσότερο παραγωγικούς σχηματισμούς. Με αυτό τον τρόπο, το ενιαίο νόμισμα κάνει ακόμη πιο έντονες τις τάσεις ανισόμετρης ανάπτυξης που διαπερνούν την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των διαφορών παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας και οικονομικής ισχύος ανάμεσα στους σχηματισμούς. Γι’ αυτό και το ευρώ σαφέστατα ενισχύει τη θέση των ηγεμονικών σχηματισμών και ιδίως της Γερμανίας, που μπορούσε να συσσωρεύει σημαντικά πλεονάσματα. Είναι, δηλαδή, και ένας μοχλός για την παγίωση της ηγεμονικής θέσης σχηματισμών όπως η Γερμανία και για την ενίσχυση ιεραρχιών μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Ταυτόχρονα, κάνοντας ακόμη πιο έντονες τις διαφορές παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που ούτως ή άλλως υπάρχουν, το κοινό νόμισμα διαμορφώνει και μια συνθήκη ιδιαίτερα μεγάλης πίεσης για αναδιαρθρώσεις, για ένταση της εκμετάλλευσης, για αύξηση της παραγωγικότητας, για μείωση του μισθολογικού κόστους. Είναι μια έκθεση στον ανταγωνισμό χωρίς προστατευτικό μηχανισμό. Αυτός είναι ο λόγος που και τα αστικά κράτη των μη ηγεμονικών σχηματισμών, όπως η Ελλάδα, επέλεξαν να στηρίξουν τη στρατηγική του κοινού νομίσματος. Το ευρώ μπορεί να φέρνει «δυσκολίες» σε μερίδες του κεφαλαίου, αλλά συνολικά ασκεί πίεση για την συνολικότερη αναβάθμιση των κεφαλαίων τους, δηλαδή την ένταση του εκμεταλλευτικού ρόλου τους. Διαμορφώνει κατά κάποιο τρόπο ένα «ατσάλινο κλουβί του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Είναι κλασική περίπτωση λειτουργίας του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη, που προσπαθεί να προάγει μια στρατηγική για συνολικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, έστω και σε σύγκρουση με επιμέρους ατομικούς κεφαλαιοκράτες. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Ελλάδα ήδη από το 1986, είχαμε πολιτική πραγματικής ανατίμησης του εθνικού νομίσματος («σκληρή δραχμή», καθώς ο ρυθμός διολίσθησης ήταν μικρότερος από τη διαφορά πληθωρισμού με τους αναπτυγμένους ευρωπαϊκούς σχηματισμούς).

Άρα λοιπόν η πολιτική του κοινού νομίσματος εξέφραζε και μια βαθιά ταξική στρατηγική για την έκθεση των σχηματισμών στις πιέσεις από το διεθνή ανταγωνισμό με άρση παραδοσιακών προστατευτικών μηχανισμών, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να πιεστούν να προχωρήσουν σε όλες εκείνες τις αναδιαρθρώσεις αλλά και τις τομές στη μισθολογική πολιτική που θα εξασφαλίσουν την εντονότερη παρά ποτέ εκμετάλλευση των εργατικών τους τάξεων.

Καπιταλιστική ανάπτυξη και ευρωπαϊκή ενοποίηση

Το ευρώ όπως και συνολικά οι πολιτικές της ΕΕ, επομένως, δεν «βλάπτουν» την «εθνική οικονομία». Αυτός ήταν ένας μύθος της Αριστεράς που προσπαθούσε να πείσει ότι είναι μια «εθνική δύναμη» και εσφαλμένα αντί να καταγγείλει την ένταση της εκμετάλλευσης που θα έφερνε η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, κινδυνολογούσε για την επαπειλούμενη κατάρρευση – που ποτέ δεν ερχόταν… – της  εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Το ευρώ και η ΕΕ, σε γενικές γραμμές, ευνόησαν την «εθνική» καπιταλιστική οικονομία και τη θέση σημαντικού τμήματος των ελλήνων κεφαλαιοκρατών, έστω και συγκυριακά. Αυτό δείχνουν άλλωστε οι «αναπτυξιακές δυναμικές» από τα μέσα στης δεκαετίας του 1990 έως το ξέσπασμα της κρίσης. Αντίθετα, αποδεδειγμένα έβλαψαν την εργατική τάξη, εφόσον συνέβαλαν στις ιδιωτικοποιήσεις, στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, στις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, στην ένταση του ποσοστού εκμετάλλευσης.

Προφανώς και αυτή η ωφέλεια για τους καπιταλιστές είχε τα χαρακτηριστικά ενός στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης, την κρίση του οποίου διαπιστώνουμε άλλωστε σήμερα, και το οποίο άφηνε πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες ανεκμετάλλευτες, υπερεκμεταλλευόταν άλλες, και σίγουρα δεν οδηγούσε στην πραγματική κοινωνική ευημερία. Στην καλύτερη περίπτωση οδηγούσε στην υπερεπένδυση σε συγκεκριμένους κλάδους όπως οι κατασκευές (που ενισχύθηκαν και από τη μείωση των επιτοκίων και τις ροές από την ΕΕ για υπερκοστολογημένα «μεγάλα έργα»), σε έναν καταναλωτικό ηδονισμό που στηριζόταν στη διόγκωση της καταναλωτικής πίστης και την υπερεργασία, στη προνομιμοποίηση κλάδων όπως ο εφοπλισμός ή οι υπηρεσίες που σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόνταν από την διεθνή οικονομική συγκυρία. Αντίστοιχα, η αγροτική παραγωγή σε κρίσιμα προϊόντα υποχώρησε ή έγινε χαμηλότερης ποιότητας, ολόκληροι ισχυροί άλλοτε κλάδοι όπως η κλωστοϋφαντουργία οδηγήθηκαν στην απαξίωση, η οποία επέκταση του εκπαιδευτικού μηχανισμού έγινε σε αγοραία και τεχνοκρατική κατεύθυνση.

Όμως, η κριτική του  στρεβλού προτύπου καπιταλιστικής συσσώρευσης που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν γίνεται για να διεκδικήσουμε μια υποθετική βέλτιστη συνθήκη καπιταλιστικής ανάπτυξης που θα αξιοποιούσε τις παραγωγικές δυνάμεις. Γίνεται από τη σκοπιά ενός πραγματικού αιτήματος αναβάθμισης των δυνάμεων της εργασίας σε ρήξη με τη λογική του κεφαλαίου, από τη σκοπιάς μιας άλλης ριζικά αντικαπιταλιστικής λογικής για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε –με όρους συλλογικού κοινωνικού σχεδιασμού και αυτοδιαχείρισης – τις παραγωγικές δυνατότητες αυτής της χώρας.

Και αυτό σημαίνει ότι η σημερινή εμφανής κρίση του ελληνικού καπιταλιστικού αναπτυξιακού υποδείγματος δεν σημαίνει ότι το ευρώ ή η ΕΕ γενικά κι αφηρημένα διαλύουν την οικονομία. Αναδεικνύουν την κρίση ενός καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης και διαμορφώνουν όρους για τη μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης, το πιο πιθανό – εάν δεν υπάρξουν αντιστάσεις και ανατροπές – μετά από μια μακρά περίοδο καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων και ολόπλευρης μισθολογικής και κοινωνικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης. Είναι μια προοπτική που για τις δυνάμεις του κεφαλαίου μπορεί να είναι «δημιουργική καταστροφή», αλλά για τις δυνάμεις της εργασίας συνιστά πραγματική κοινωνική παρακμή.

Μπορεί να υπάρξει μια «καλή» Ευρωπαϊκή Ένωση;

Προφανώς και θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια διαφορετική λειτουργία του ευρώ και μια άλλη αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και της ΕΕ, που θα στηριζόταν σε εκτεταμένες αναδιανεμητικές δαπάνες, εξίσωση των μισθών σε όλη την Ευρώπη, επενδύσεις στην κάλυψη του παραγωγικού χάσματος κ.ο.κ. Όμως, αυτό θα σήμαινε μια Ευρώπη που θα έκανε επίθεση στα ίδια τα συμφέροντα των ευρωπαίων καπιταλιστών, επιβάλλοντάς τους τεράστιο οικονομικό κόστος. Όμως, ούτε οι ευρωπαίοι καπιταλιστές έδειξαν ποτέ αυτή τη διάθεση, ούτε τα κράτη-εκπρόσωποί τους την ανάλογη βούληση. Αυτό σημαίνει ότι ένα «καλό ευρώ» (κατά την έκφραση του Κ. Λαπαβίτσα) σε μια Ευρώπη της αναδιανομής αποτελεί αφελή εκδοχή ουτοπίας. Ακόμη και όταν μια τέτοια τοποθέτηση δεν αρθρώνεται από τη σκοπιά ενός αφελούς αριστερού ευρωπαϊσμού αλλά από τη σκοπιά ενός πολιτικά έντιμου διεθνισμού της δυνατότητας πανευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής ρήξης, αυτό που παραβλέπεται είναι ότι η ΕΕ όσο και εάν βάθυνε τα στοιχεία καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα βαθιά ανταγωνιστικό πεδίο, άρα με έντονο το στοιχείο της άνισης ανάπτυξης και των ιεραρχικών συσχετισμών. Η προσπάθεια για ένα «καλό ευρώ» θα ήταν δομικά ατελέσφορη.

Η επικαιρότητα της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ

Σε αυτό το φόντο, το αίτημα για ρήξη με την ΟΝΕ, έξοδο από το ευρώ και αποδέσμευση από την ΕΕ δεν διατυπώνεται ως αίτημα για μια καλύτερη «καπιταλιστική ανάπτυξη». Διατυπώνεται ως αίτημα απαλλαγής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων από ένα μηχανισμό επιβολής των πιο σκληρών αντιλαϊκών πολιτικών. Εκφράζει την προσπάθεια ρήξης με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» και την ειδική εκδοχή διεθνοποίησης του κεφαλαίου που εκφράζει η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Αποτελεί απόπειρα υπονόμευσης της θέσης των δυνάμεων του κεφαλαίου και ενίσχυσης της θέσης των λαϊκών τάξεων.

Υποστηρίζεται ότι όσοι λέμε ρήξη με το ευρώ βασιζόμαστε στην αυταπάτη ότι στη σημερινή συνθήκη της διεθνοποίησης θα μπορούσαμε να έχουμε υποτίμηση του νομίσματος, ενίσχυση των εξαγωγών και καπιταλιστική ανάπτυξη και μας καταγγέλλουν ότι παραβλέπουμε την αύξηση του – εισαγόμενου – πληθωρισμού, την αναγκαστική παύση πληρωμών και προς την εργατική τάξη και διαμόρφωση οικονομικού χάους που θα δώσει στις αστικές δυνάμεις την πρωτοβουλία. Με έναν τρόπο κατηγορούμαστε ότι έχουμε και δεξιές αυταπάτες και ανευθυνότητα απέναντι στην εργατική τάξη.

Σε αυτή την κριτική έχουμε να απαντήσουμε τα ακόλουθα:

Πρώτον, η ρήξη με το ευρώ αλλά και συνολικά την ΕΕ αποσκοπεί ακριβώς στο να απαλλαγούμε από ένα σύνολο θεσμικών υποχρεώσεων που οδηγούν στην ένταση της εκμετάλλευσης: την υποχρεωτική λιτότητα, τις υποχρεωτικές περικοπές δαπανών και τα πλαφόν στα ελλείμματα, την πίεση για εσωτερική υποτίμηση, τις υποχρεωτικές ιδιωτικοποιήσεις. Όσο παραμένουμε μέσα σε αυτό το σύστημα, ιδίως σε μία συνθήκη κρίσης χρέους, τόσο θα οδηγούμαστε σε αλλεπάλληλα Μνημόνια, ιδίως από τη στιγμή που είναι ανέφικτο να έχουμε ένα «καλό ευρώ».

Δεύτερον, η ρήξη με το ευρώ και την ΟΝΕ για εμάς συνδέεται αλληλένδετα με τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, άρα περνάει μέσα από τη συνολική ανατροπή των όρων έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό και διαπλοκής με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία, την επανοικειοποίηση σημαντικού μέρους του συνολικού κοινωνικού πλούτου, τη μερική τουλάχιστον απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την επιβολή μορφών ρύθμισης και ελέγχου κοινωνικού σημαντικών πλευρών της οικονομικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, τα συγκεκριμένα μέτρα είναι ταυτόχρονα ο τρόπος για να αποφευχθούν «τεχνικά» τυχόν άμεσα καταστροφικά ενδεχόμενα (φυγή κεφαλαίων, έξοδος καταθέσεων, κατάρρευση του νέου νομίσματος, ντε φάκτο σύστημα δύο «παράλληλων» νομισμάτων) αλλά και η σαφής κατάδειξη ότι η τομή με την ΕΕ δεν είναι «οικονομοτεχνικό» ζήτημα για την καλύτερη λειτουργία του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά πολιτική ρήξη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου.

Τρίτον, όλα αυτά προφανώς και εμπνέονται και από τη ριζική ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στο καπιταλιστικό πρότυπο ανάπτυξης και τις δυνατότητες πραγματικής κοινωνικής ανάπτυξης που θα έδινε η αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Παρότι η έξοδος ευρώ, η διαγραφή του χρέους και η ρήξη με την ΕΕ δεν παραπέμπονται, τουλάχιστον στην οπτική που προκρίνουμε, στο… μακρινό σοσιαλιστικό μέλλον, αλλά προτείνονται ως άμεσες αναγκαίες πολιτικές τομές, είναι σαφές ότι εμπνέονται από μια δυναμική κοινωνικού μετασχηματισμού.

Και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: με όρους ποσοτικούς αυτή η διαδικασία το πιο πιθανό είναι να μην έχει το στοιχείο της οικονομικής μεγέθυνσης. Αντίθετα, ποσοτικά θα τείνει περισσότερο προς την «αποανάπτυξη». Αλλά από τη σκοπιά της πραγματικής κοινωνικής ευημερίας θα είναι τομή. Προφανώς και τα εισαγόμενα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων θα είναι ακριβότερα, η δυνατότητα φτηνών καταναλωτικών δανείων θα περιοριστεί ριζικά και το πιο πιθανό είναι σε πραγματικούς όρους οι μισθοί να μην εκτιναχθούν. Όμως, το πρότυπο κοινωνίας που οραματιζόμαστε δεν είναι η κατοχή οθόνης plasma και δύο αυτοκινήτων μεσαίου κυβισμού ανά οικογένεια. Το πρότυπό μας οφείλει να είναι μια ευημερία που να μετριέται με την ποιότητα της δημόσιας και πλήρως δωρεάν παιδείας, την πλήρη πρόσβαση σε δωρεάν παροχές υγείας, τη μείωση του χρόνου εργασίας την ανάπτυξη εκτεταμένου συστήματος δημόσιων συγκοινωνιών, την πολιτιστική αναγέννηση, την διατροφική επάρκεια και αυτάρκεια, την προστασία του περιβάλλοντος, τον κοινωνικό σχεδιασμό και την πραγματική αξιοποίηση των συλλογικών παραγωγικών δυνάμεων, την προσπάθεια για ένταξη σε διεθνείς συναλλαγές με κριτήριο την αμοιβαιότητα, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και όχι τον εξαναγκασμό του κέρδους.

Προφανώς και σε όλες τις τομές θα υπάρξουν και ρήξεις με συγκεκριμένα συμφέροντα, τόσο τα συμφέροντα των ηγετικών μερίδων της αστικής τάξης όσο όμως και των μη ηγετικών αλλά και μικροαστικών στρωμάτων που αναπαράγονταν σε αυτό το συγκεκριμένο καθεστώς συσσώρευσης. Στρώματα «επενδυτών» ή «αποταμιευτών» ή «καταθετών» θα θιχτούν και μπορεί να δουν απαξίωση μέρους των ατομικών τους περιουσιακών στοιχείων και αυτό να ενισχύει και έναν καλλιεργούμενο πανικό απέναντι σε ριζοσπαστικές λύσεις Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων η εξέλιξη θα είναι πραγματικά λυτρωτική απέναντι στο φαύλο κύκλο λιτότητας και υπερχρέωσης.

Ποιος απομονωτισμός;

Υπάρχει βέβαια και το επιχείρημα ότι τυχόν έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ (όπως και διαγραφή του χρέους) θα οδηγούσε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή απομόνωση της χώρας από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Πέραν της αυτονόητης διαπίστωσης ότι υπάρχουν χώρες που μπορούν και επιβιώνουν χωρίς το ευρώ, μια τέτοια τοποθέτηση θα σήμαινε ότι θα αποδεχόμασταν ότι δεν μπορεί να επιβιώσει μια κοινωνία έξω από τις διαδικασίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Πολύ περισσότερο θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε ως νομοτέλεια την έκθεση των κοινωνιών στις πιέσεις για ένταση της παραγωγικότητας (και του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της παραγωγής) που αναπαράγει η εμπλοκή στις διαδικασίες της διεθνοποίησης.  Βέβαια, τέτοιες ενστάσεις αντανακλούν και μια πιο στρατηγική τοποθέτηση: είναι η θέση ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε έναν μεμονωμένο σχηματισμό, ακριβώς επειδή η ιμπεριαλιστική απομόνωση θα οδηγήσει σε συνθήκες ανέχειας που θα διακυβεύσουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Όμως, αυτό παραβλέπει τον αναγκαστικά άνισο – και άρα σε επίπεδο εθνικών κοινωνικών σχηματισμών – χαρακτήρα που θα είχε οποιαδήποτε διαδικασία επαναστατικής ρήξης. Άλλωστε, μια τέτοια ρήξη στην πραγματικότητα θα ήταν η μόνη δυνατότητα να αποσταθεροποιηθούν και άλλοι σχηματισμοί και άρα να υπάρξουν όροι διαφορετικών διεθνών σχέσεων στη βάση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας.

Αντί επιλόγου

Ο βασικότερος κίνδυνος από την υποτίμηση ή άρνηση των στόχων ρήξης με το ευρώ και της ΕΕ είναι να οδηγηθούμε σε αναγκαστικό συντονισμό με τις πιο επιθετικές αστικές στρατηγικές. Γι’ αυτό το λόγο και πραγματικός εγκλωβισμός στα αδιέξοδα της καπιταλιστικής «εθνικής» οικονομίας, θα ήταν να παραμείνουμε μέσα στην αυταπάτη ότι δεν υπάρχει ζωή έξω από την ΕΕ. Η λογική ότι δεν μπορεί να υπάρξει ρήξη με την ΕΕ από τη σκοπιά των δυνάμεων της εργασίας αναπαράγει ακριβώς τον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο περί της απουσίας εναλλακτικών λύσεων, θεωρεί αναπόδραστη την καπιταλιστική διεθνοποίηση και αποδέχεται ότι οποιαδήποτε εκδοχή φιλολαϊκής πολιτικής θα πρέπει αναγκαστικά να συμφιλιώνεται με τον εξαναγκασμό των πιέσεων από τις διεθνείς αγορές. Με αυτόν τον τρόπο, δεν θα έκανε τίποτε άλλο παρά να αναπαράγει μια βαθιά ηττοπαθή λογική, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τις βασικές επιλογές του αντιπάλου, παρά μόνο να προσπαθήσουμε να τις μετασχηματίσουμε εκ των έσω. Ουσιαστικά, όχι μόνο δεν θα έβλεπε την πραγματική δυνατότητα να υπάρξουν «αδύναμοι κρίκοι» σήμερα, αλλά και θα προλείαινε το έδαφος για την πλήρη συμμόρφωση με τη δυναμική της κυρίαρχης πολιτικής και θα αναπαρήγαγε το αρχέτυπο του αριστερού ρεφορμισμού ήδη από τον καιρό του Μπερνστάιν: την αντιμετώπιση των αστικών ταξικών στρατηγικών ως αντικειμενικών – και άρα σε τελική ανάλυση προοδευτικών… – δυναμικών…

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/blog.php?id=2090