Αρχείο κατηγορίας Ανοικτές Επιστολές

Ανοικτές επιστολές που μας αποστέλλονται, προσώπων ή φορέων που συνήθως δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στη δημοσιότητα ή το περιεχόμενό τους έχει ιδιαίτερη σημασία για την «Αποικία Ορεινών Μανιταριών»

… ένεκεν δικαιοσύνης

… ένεκεν δικαιοσύνης (μακάριοι οι δεδιωγμένοι)

 

Του Νικόλα Γαλιατσάτου

 

 

 

Τρία και πλέον χρόνια μετά τη συνεδρίαση του ΠΥΣΔΕ Κεφαλονιάς – Ιθάκης που ήταν η αρχή της πειθαρχικής μου δίωξης, είμαι σίγουρος ότι έτσι θα έκανα και σήμερα  ως εκπρόσωπος του κλάδου.

Η τοποθέτηση μου, που καταγράφηκε στα πρακτικά  στην πρώτη συνεδρίαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου για την παραπομπή της συναδέλφου στο πειθαρχικό, ήταν να δεχθούμε την παραίτηση της και να κλείσει το θέμα, διότι δεν θέλω μια νέα συνάδελφος (την οποία σημειωτέον δεν γνώριζα ούτε κατ΄ όψη)  να κουβαλάει στην πλάτη της μια απόλυση την οποία δεν ξέρω πότε θα τη βρει μπροστά της (ούτε άδεια διδασκαλίας σε φροντιστήριο δεν μπορεί να βγάλει όποιος έχει απολυθεί από το δημόσιο για πειθαρχικό παράπτωμα).

 Στη συνέχεια μετά από συζήτηση στο Δ.Σ. της ΕΛΜΕ ομόφωνα αποφασίσαμε να μην ψηφίσω την απόλυση της συναδέλφου, κάτι που φυσικά έπραξα.

Μετά από δύο αθωωτικές αποφάσεις από το ΑΠΥΣΔΕ Ιονίων Νήσων και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό του Υπουργείου Εσωτερικών ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης προσφεύγει στο Διοικητικό Εφετείο «κατά του Νικολάου Γαλιατσάτου και του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού» για την οποία (προσφυγή) ορίστηκε δικάσιμος η 5-3-2010 και  μετά από αναβολή η 21-1-2011.

Αν και η υπόθεση με αφορά άμεσα, δεν έχω πάρει καμιά ειδοποίηση για να παραστώ στο διοικητικό εφετείο, ούτε για τις 5-3-2010 ούτε για τις 21-1-2011, η ενημέρωση μου για την υπόθεση έγινε από τους συναδέλφους αιρετούς στο ΑΠΥΣΔΕ Ιονίων Νήσων.

Επειδή οι πιθανότητες να αναβληθεί η υπόθεση και να οριστεί νέα δικάσιμος είναι πολλές και επειδή ούτε εγώ προσωπικά ούτε πολύ περισσότερο ένας κλάδος δεν μπορεί να είναι σε ομηρία, κάνω γνωστό  ότι δεν θα παραστώ στο Διοικητικό Εφετείο στις 21-1-2011, δεν ασχολούμαι με την υπόθεση  και αν παραπεμφθώ ξανά στο πειθαρχικό τότε βέβαια θα παραστώ.

 Τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα (αυταρχισμός, κλείσιμο σχολείων και άλλη μείωση μισθών …) απαιτούν μαζικές μακροχρόνιες κινητοποιήσεις και σ΄ αυτά πρέπει να ρίξουμε τις δυνάμεις μας.

Με την ευκαιρία θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συναδέλφους και τους φορείς τοπικά και πανελλαδικά που δήλωσαν με οποιοδήποτε τρόπο τη συμπαράστασή τους.

Ιδιαίτερα ευχαριστώ τα τοπικά ΜΜΕ έντυπα και ηλεκτρονικά για την προβολή του θέματος και την ξεκάθαρη υποστήριξή τους.

Ευχαριστώ το σεβαστό συμπολίτη μου κ. Γεράσιμο, που μου υπενθύμισε το «μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης» και μου έδωσε άλλη μία διάσταση της υπόθεσης.

 

                                                                              Γαλιατσάτος Νικόλας

                                                                Οργ. Γραμματέας ΕΛΜΕ Κεφαλονιάς Ιθάκης

Η τραγωδία του Καστελόριζου

Η τραγωδία του Καστελόριζου

 

Ανοιχτή Επιστολή


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ – ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΥΩΤΗΣ


Η δια μονομερούς δηλώσεως δημιουργία της κυπριακής (ΑΟΖ) το 2004 από τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο ήταν πραγματικά ηγετική κίνηση. Αν και η Τουρκία διεμαρτυρύθη, η απόφαση έγινε αμέσως αποδεκτή και από την ΕΕ και από τις ΗΠΑ. Επανειλημμένες προσεγγίσεις του όμως προς την Ελληνική πλευρά, να οριοθετήσει μαζί με την Κύπρο την ΑΟΖ, του έμειναν αναπάντητες. Η πρόσφατη απόφαση της μεγαλονήσου να οριοθετήσει την ΑΟΖ με το Ισραήλ δεν αφήνειπλέον καμία δικαιολογία στην Ελλάδα να μην ασκήσει τα νόμιμα δικαιωματά της.

Εδώ και 30 χρόνια η χώρα μας επιμένει ότι η μοναδική διαφορά με την Τουρκία – η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου – είναι νομικής φύσης. Η έννοια της υφαλοκρηπίδας όμως έχει, εδώ και 25 χρόνια, υπερκεραστεί απ' αυτή της ΑΟΖ.

Με βάση τα άρθρα 55-57 της νέας Σύμβασης του 1982 ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης περιοχή σε πλάτος μεχρι 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης και εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών ζώντων ή μη των υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας.

Επίσης η Σύμβαση αναφέρει ρητά (άρθρο 121, παράγραφο 2) ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Επομένως, η Τουρκία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ίδια επιχειρήματα για την ΑΟΖ που προβάλλει για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου, ότι, δηλαδή, τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι κάθονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας. Επιπλέον, η νέα Σύμβαση έχει καταργήσει τη γεωλογική έννοια της υφαλοκρηπίδας και έτσι η Τουρκία έχει χάσει άλλο ένα επιχείρημα.

Κλειδί σ' αυτή την οριοθέτηση είναι το Καστελόριζο, νησί το οποίο κατοικείταικαι, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι και διαθέτει ΑΟΖ και ότι είναι νησί της ΕΕ. Εάν η Ελλάδα δεχτεί να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο χωρίς τον υπολογισμό του Καστελόριζου, η εμφανής συνέπεια θα είναι η Ελλάδα να μην έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο!

Οι τελευταίες μελέτες που έχουν γίνει δείχνουν ότι υπάρχουν μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου και πετρελαίου στο τρίγωνο Καστελόριζου-Κρήτης-Κύπρου. Οι περισσότερες απο αυτές τις μελέτες έγιναν από αμερικανικές εταιρείες πού, προφανώς, ειδοποίησαν τους Τούρκους γι΄αυτό και, πιθανώς, είναι ζήτημα χρόνου προτού οι τελευταίοιαρχίσουν να προκαλούν την Ελλάδα με έρευνες στην περιοχή.

Τελευταία ακούονται πολλά γύρω από την παλαιά Αμερικανική ιδέα περί συνεκμεταλλεύσεως. Η συνεκμετάλλευση δεν οδηγεί πουθενά, δεν λύνει κανένα πρόβλημα, και γι΄αυτό ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από άλλες χώρες που αντιμετώπισαν τα προβλημάτων που έχουμε με την Τουρκία. Συνεκμετάλλευση λοιπόν θα είναι τραγικό λάθος με επιπτώσεις και σε άλλους τομείς των διμερών σχέσεων, ανοίγοντας την όρεξη της Τουρκίας και για άλλους οικονομικούς πόρους, όπως την αλιεία. Εν όψει των ανωτέρω, η Ελλάδα, ακολουθούσα το παράδειγμα άλλων χωρών (π.χ ΗΠΑ, Ρωσία, των περισσοτέρων χωρών της ΕΕ, Ισραήλ) να διακηρύξει την κυριαρχία της σε ΑΟΖ με βάση τη Σύμβαση του 1982.

Τα ανωτέρω μπορούν να γίνουν με την ψήφιση νόμου που να δημιουργεί ΑΟΖ στις ελληνικές θάλασσες και εν συνεχεία να ανακοινωθεί στον ΟΗΕ. Μετά θα έρθουμε σε διαπραγματεύσεις με την Κύπρο

και την Αίγυπτο προς καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής.

Βεβαίως, η Τουρκία δεν θα αναγνωρίσει

τέτοια κίνηση, όπως έπραξε και πρόσφατα με την Κύπρο. Νομικώς όμως αυτό είναι αδιάφορο. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει να της υπενθυμίσουμε ότι η προσχώρησή της στην Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας είναι μια από τις προϋποθέσεις για την πλήρη ένταξή της στην ΕΕ.

Βεβαίως, η «χώρα των μηδενικών διαφορών» θα μπορούσε, αγνοώντας το Διεθνές Δίκαιο, να επανέλθει στις παράνoμες παραβιάσεις του εναερίου και υδάτινου χώρου μας. Επιθυμεί όμως να καταστρέψει την εικόνα ότι «έχει αλλάξει» που και η ίδια αλλά και οι εν Ελλάδι υποστηρικτές της, εδώ και χρόνια, προσπαθούν να δημιουργήσουν;

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010  [ 11:46 ],

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artid=374845&dt=27/12/2010

Μία ανεπίδοτη επιστολή στο Διομήδη Κομνηνό

Μία ανεπίδοτη επιστολή με αφορμή τα 37 χρόνια από το Νοέμβρη του 1973

Της Νίνας Γεωργιάδου

 

Αγαπημένε μου Διομήδη, δεν έχω καμιά ελπίδα πως το γράμμα μου θα φτάσει σε σένα.  Είμαι πια μεγάλο παιδί  και το παραμύθι  για αναστημένους νεκρούς  και  επουράνιους παράδεισους  είναι από χρόνια καταχωνιασμένο στο σεντούκι της παιδικής  μου αφέλειας.

Όχι πως έχω πάψει να είμαι αφελής. Δε θέλω να παρεξηγηθώ. Ίσα-ίσα μάλιστα και τώρα που σου γράφω από μιαν αφέλεια κρατιέμαι για να μην καταρρεύσω.

Συνέχεια

Ανομία θέλετε, ανομία θα έχετε

Ανομία θέλετε, ανομία θα έχετε

Της Στεφανίας Λυγερού

Στον λαό που σας ψηφίζει έστειλα την ίδια επιστολή, προλογίζοντάς την ως εξής: Θα μας τα έφτιαχναν αν ήξεραν ότι ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΑΙΡΝΕΙ. Αν είχαν να κάνουν δηλαδή με έναν λαό που τους κρίνει, που δεν δέχεται αμαχητί ότι τους έρχεται, αν είχαν τον φόβο μας. Αφού πρέπει κι αυτό εμείς να το κάνουμε -κανονικά πάει το αντίθετο-, αφού λοιπόν πρέπει εμείς να γίνουμε άξιοι για να μας υπηρετούν άξια, αυτό και πρέπει να κάνουμε. Να φανούμε άξιοι για να έχουμε άξιους ηγεμόνες. Διεκδικούμε κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση το δίκιο μας. Θα τους σταματήσουμε.

Συνέχεια

Η επιστολή Αλέξη Μητρόπουλου στον Γ. Α. Π.

Η επιστολή (Αλέξη Π.) Μητρόπουλου στον (Γ. Α.) Παπανδρέου

 

 

Το "ΠΟΝΤΙΚΙ" αποκαλύπτει σήμερα (Σ. Σ. 09-09-2010) την εμπιστευτική επιστολή που έστειλε ο καθηγητής Αλέξης Μητρόπουλος και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ προς τον πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου στην οποία του αναλύει τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε μέρος στην συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου που έγινε την περασμένη εβδομάδα.

Στην επιστολή αυτή που κοινοποιείται και στον γραμματέα του κόμματος  Σωκράτη Ξυνίδη, ο Αλέξης Μητρόπουλος αναφέρεται στην μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, στην υποταγή της κυβέρνησης στο μνημόνιο και σε νεοφιλελεύθερες πολτικές και επισημαίνει ότι "η μοναδική λυτρωτική πορεία για την χώρα και το ΠΑΣΟΚ είναι η ριζική μεταστροφή πολιτικών και συνειδήσεων και να ξεκινήσει "η συζητήση για την συγκρότηση μιας νέας πρότασης".

Ολόκληρη η επιστολή Μητρόπουλου προς Παπανδρέου έχει ως εξής:

ΑΛΕΞΗΣ Π. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ

 

ΠΡΟΣ: ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ κ.Γεώργιο Παπανδρέου

ΚΟΙΝ.: κ. Σωκράτη Ξυνίδη, Γραμματέα Ε.Σ. ΠΑΣΟΚ

 

Σύντροφε Πρόεδρε,

Είστε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ από τις απαρχές του και βουλευτής του επί μία 30ετία περίπου, διατελέσατε επί πολλά χρόνια Υπουργός και επομένως έχετε την καλύτερη δυνατή γνώση τής πολιτικής ανθρωπογεωγραφίας του Κινήματος.

Εξάλλου, λόγω της συχνής μας επικοινωνίας, κυρίως  κατά την περίοδο της Αντιπολίτευσης (1974-1981), γνωρίζετε πολύ καλά τις σταθερές μου απόψεις για τις ιδεολογικές και προγραμματικές προτεραιότητες του Κόμματος που ενταχθήκαμε και το οποίο είχε ως σκοπό να αλλάξει το εξαρτημένο, μεταπρατικό, ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα της υπερσυσσώρευσης με δημοκρατικές διαδικασίες, αυξανόμενη λαϊκή συμμετοχή, κοινωνική οικονομία και εθνική αυτονομία. Τις απόψεις μου αυτές προσπαθώ να εκσυγχρονίζω σύμφωνα με τη δική μου θεώρηση της συγκυρίας, χωρίς όμως να χάνω τον στρατηγικό αυτό στόχο, που θεωρώ condicio sine qua non της ευημερίας του λαού μας και της αναβάθμισης του κοινωνικού μας σχηματισμού στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.

Έτσι, έπαιρνα πάντοτε θέση κριτικής υποστήριξης ή και ανοικτής διαφωνίας με τις βίαιες εξουσιαστικές και «πρόθυμες» συστημικές προσαρμογές, που οι Κυβερνήσεις του Κινήματος ακολούθησαν (ιδίως από την εκσυγχρονιστική περίοδο και εντεύθεν, οπότε μπήκαν οι βάσεις της πιστωτικής υπερεπέκτασης και της αναντίλεκτης υποδούλωσης της χώρας στους καταπλεονεκτικούς κανόνες της ΟΝΕ).

Στο δίλημμα να γίνω επαγγελματίας πολιτικός «παντός καιρού» (που και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό θα διακηρύσσει, αλλά και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πιστά θα εφαρμόζει) ή να εκφράζω ελεύθερα τις απόψεις μου, με οποιοδήποτε τίμημα, προτίμησα το δεύτερο.

Το ότι το ΠΑΣΟΚ κατέκρινε τα καθεστώτα της κομματικοκρατικής ταξικότητας του υπαρκτού σοσιαλισμού, από τη σωστή θέση τής προώθησης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού μέσω της κοινωνικής οικονομίας, της λαϊκής συμμετοχής και της κοινωνικής απελευθέρωσης («τρίτος δρόμος»), προσέλκυσε πολλά ελπιδοφόρα πνεύματα και αγωνιστές, που τώρα το έχουν εγκαταλείψει λόγω των παραμορφωτικών συστημικών προσαρμογών. Προϊούσης της εξουσιαστικής διαθεσιμότητας τής κυβερνώσας ομάδας, οι Οργανώσεις του Κινήματος έπαυσαν να υπάρχουν ως συνελεύσεις του λαού στις τοπικές κοινωνίες και αντικαταστάθηκαν από έναν εξουσιαστικό-εκλογικό μηχανισμό με αναρίθμητα πολιτικά γραφεία, όπου, με εργαλείο τον σταυρό προτίμησης, θεμελιώνεται η διαφθορά των πολιτικών σχέσεων και η συναλλακτική φύση της Πολιτικής Λειτουργίας και προετοιμάζεται το πρόγραμμα εξαγοράς των Κυβερνήσεων εκ μέρους του ξένου επιχειρηματικού κεφαλαίου. Το Κόμμα έγινε πλέον, όπως θα έλεγε και ο Κόλιν Κράους, ένα «Κόμμα-έλλειψη», όπου πέριξ του Προέδρου περιφέρονται πολλοί σύμβουλοι, Έλληνες και ξένοι, που αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της χώρας και εκπροσωπούν ανομιμοποίητες, δημοκρατικά, αντιλήψεις και συμφέροντα.

Επειδή ήλπιζα ότι οι συλλογικές εγχαράξεις των χρόνων της αρυτίδωτης νιότης θα σας είχαν επηρεάσει επαρκώς, ώστε, τώρα, που το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα παρουσίασε τις δογματικές του αγκυλώσεις και τις πρακτικές του αστοχίες, να τις επαναφέρετε στην πολιτική πράξη, διαπιστώνοντας και τη μεταστροφή που παρατηρείται σε πολλές χώρες του κόσμου, αλλά και επειδή μου το ζητήσατε ως φίλος, σας υποστήριξα κατά τις εσωκομματικές εκλογές για να αναδειχθείτε Πρόεδρος του Κινήματος. Το ίδιο έπραξα και μετά την ήττα του ΠΑΣΟΚ το 2007, όταν υιοθετήσατε τα σωστά συνθήματα για την αυτονομία της Πολιτικής Λειτουργίας έναντι των εγχώριων οικονομικών ομίλων και διακηρύξατε την πρώτιστη  ανάγκη τής λαϊκής συμμετοχής, χωρίς να παραλείψετε ότι για την ανάπτυξη της χώρας απαιτείται η αντικατάσταση του Συμφώνου Σταθερότητας με ένα Νέο Σύμφωνο Πράσινης Ανάπτυξης, Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Συνοχής.

Με την άρνησή σας να απαντήσετε στις επιστολές μου, με τις οποίες σας καλούσα (μαζί με άλλους -αξιότερους από εμένα- συντρόφους) να επεξεργαστούμε, μέσω συγκροτημένων συνεδριακών διαδικασιών, ένα ευκρινές και διαβαθμισμένο εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης και τις πολιτικές ενίσχυσης του Κοινωνικού Κράτους, πολύ περισσότερο δε, με τη γνωστοποίηση των συνδυασμών (ενόψει των εκλογών της 4-10-2009), υποψιάστηκα ότι το ΠΑΣΟΚ, από πλευράς υποκειμενικού δυναμικού, θα κινηθεί πλέον σε κεντροδεξιές νεοφιλελεύθερες θέσεις, αφού είναι γνωστό ότι πολλά από τα νέα του στελέχη (όσα -τέλος πάντων- μπορεί να έχουν και απόψεις) απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τις μορφές της κοινωνικής οικονομίας και είναι υπέρ της αγοραίας διευθέτησης των κοινωνικών πραγμάτων. Αλλά με τη σύνθεση της Κυβέρνησης, συνειδητοποίησα ότι σίγουρα θα εφαρμόσει πολιτικές που βρίσκονται δεξιότερα της προηγούμενης Κυβέρνησης (που είχε και κάποιες κρατικοπαρεμβατικές αναστολές) και ότι θα τηρήσει πιστά τις οδηγίες του νεοφιλελεύθερου διευθυντηρίου της ΕΕ, που αναπτύσσει πλέον την πολιτική της κοινωνικής αντεπανάστασης.

Η πεποίθησή μου αυτή εδραιώθηκε περαιτέρω, όταν με έκπληξη διαπίστωσα ότι οι εναλλακτικές λύσεις ανανέωσης των ομολόγων του χρέους απορρίπτονται και ότι η Κυβέρνηση ακολουθεί με υπερβάλλουσα προθυμία τις εντολές των εκπροσώπων των δανειστών μας. Οδυνηρό ξάφνιασμα επίσης ένιωσα όταν, ακόμη και στενοί σας σύμβουλοι και διαπρεπείς οικονομολόγοι (μεταξύ των οποίων και ο Τζέημς Κ. Γκαλμπρέιθ) δημοσιοποίησαν ότι σας συμβούλευσαν να λάβετε διαφορετικά μέτρα και συνέστησαν στον Ελληνικό Λαό, αλλά και στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς (κυρίως του Νότου), να ξεσηκωθούν, αφού η λαϊκή κινητοποίηση είναι το μόνο όπλο που τρομάζει την αλληλοτροφοδοτούμενη στελεχιακά από τις Αγορές Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το καταπλεονεκτικό Μνημόνιο, η νέα αυτή θανατηφόρα «ζώνη αγνότητας» των «νέων Σταυροφόρων» του τραπεζικού κεφαλαίου (που «αποπληθώρισε» την τιμή της εργασίας, αλλά ανέβασε στα ύψη την αξία των αγαθών και τα επιτόκια του διεθνούς δανεισμού της χώρας), είναι τόσο αντι-κοινωνικό, που επέσυρε ακόμη και τις διαμαρτυρίες τού θεματοφύλακα του διεθνούς οικονομικού συστήματος Ντομινίκ Στρος Καν, που αξίωσε από τους Ευρωπαίους για λογαριασμό μας διπλάσιο χρόνο δημοσιονομικής προσαρμογής και αποπληρωμής των δανείων, καθώς και χαμηλότερο τόκο !!

Δεν φτάνει που οι γερμανικής επίνευσης άκαμπτοι κανόνες της ΟΝΕ επιδεινώνουν εις βάρος της χώρας μας το ισοζύγιο του ενδοευρωπαϊκού εμπορίου, σταθεροποιώντας τις ροές του ακριβού δανεισμού μας προς τις βιομηχανίες της Κεντρικής Ευρώπης (κάτι που δεν αντιλήφθηκαν οι νεοσυντηρητικοί εκσυγχρονιστές του υπερτιμημένου για τους Έλληνες ευρώ και της ανάπτυξης της εικονικής οικονομίας)˙ δεν εξαρκεί που ο Ελληνικός Λαός αιμοδοτεί από τη φτώχεια του την ανεργία στις μεγάλες εξαγωγικές χώρες, αλλά οι δανειστές μας απαιτούν από την Ελληνική Κυβέρνηση, όπως αποκάλυψε και ο Τζέημς Κ. Γκαλμπρέιθ (με άρθρο του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 27-6-2010-ένθετο Le Monde Diplomatique) «να διαλύσει το Κοινωνικό Κράτος». Αυτές οι απαιτήσεις, πλέον, υλοποιούνται, όπως έδειξαν οι νομοθετικές παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό Σύστημα, αλλά και στη συνάρτηση του Εργασιακού-Ασφαλιστικού εν γένει. Κατακτήσεις ενός αιώνα καταργούνται σε μια στιγμή τού νεοφιλελεύθερου χρόνου(!!) και επιστρέφουμε σε συνθήκες προδημοκρατικής εποχής.

Η προθυμία μας, μάλιστα, για αντικοινωνικές προσαρμογές έφτασε σε τέτοιο σημείο, που αποδεχθήκαμε, πρώτοι απ'όλους τους Ευρωπαίους, τον ανήκουστο όρο περί αυξήσεως των δαπανών για συντάξεις όχι περισσότερο από το 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, με διπλάσιους ίσως των σημερινών συνταξιούχους, οπότε η σύνταξη θα μεταβληθεί σε «αντίδωρο». Το ΠΑΣΟΚ, διαγράφοντας όσα έλεγε για την καταλήστευση των αποθεματικών του Ασφαλιστικού Συστήματος και για την επούλωση των άλλων χρόνιων πληγών του, αποδέχθηκε ρυθμίσεις για τα επόμενα 50 χρόνια(!!), παρότι η επιτήρηση και τα σχετικά κείμενα είναι ονομαστικά τριετούς διάρκειας !!

Αυτή η παραδοχή συμβολίζει την παντελή μετάλλαξη της ιδέας για το Κοινωνικό Κράτος που είχε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου οι σημερινοί αρμόδιοι Υπουργοί προσπαθούν να προβάλλουν ορισμένες αγκυλώσεις και παρατυπίες, που οι ίδιοι ανέχτηκαν (αν δεν δημιούργησαν) κατά τα χρόνια της διακυβέρνησής τους, ώστε, μαζί με τους φροντιστηριακά στηριζόμενους δημοσιολόγους των συμφερόντων που κάποτε εσείς καταγγείλατε ότι υπονομεύουν την αυτονομία της πολιτικής, να περάσουν στο λαό ότι αυτό συνιστά σωτηρία του συστήματος και της πατρίδας !!

Όλα αυτά και πολλά άλλα αλλοιώνουν τη φύση, την Ιστορία και τον χαρακτήρα του Κινήματος. Ο ενθουσιασμός μάλιστα, με τον οποίο ορισμένα μέλη της Κυβέρνησης τον εφαρμόζουν, υπερακοντίζοντας ως προς την αναγκαιότητά τους και αυτά τα μέλη της «τριαρχίας», δείχνει ότι «το κάστρο είχε αλωθεί» υποκειμενικά, προτού βρεθεί η χώρα σε κρίση χρέους και εξελιχθεί – και με σφάλματα της Κυβέρνησης – σε κρίση δανεισμού.

Δεν γνωρίζω ακόμη τι επίδραση θα έχει αυτή η πορεία στην αμήχανη λαϊκή βάση του Κινήματος. Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσες και ποιού μεγέθους ρωγμές θα επιφέρει στο κοινωνικό σώμα και στα στρώματα που ανέδειξαν και συντήρησαν το ΠΑΣΟΚ ως εναλλακτική λύση εξουσίας. Δεν μπορώ να φανταστώ ακόμη το μέγεθος της καταστροφής του ανθρώπινου και κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς και την ταχύτητα της ήδη εξελισσόμενης μεταναστευτικής ροής «εγκεφάλων».

Αυτό όμως που γίνεται φανερό είναι ότι, με οποιαδήποτε κριτήρια (ιστορικά, πολιτειολογικά, ιδεολογικά, προγραμματικά), το σημερινό κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να βρίσκεται στην κατηγορία των σοσιαλιστικών κομμάτων. Ο τεκτονικός σεισμός τού μεταβλητού Μνημονίου το έχει μετατοπίσει στο χώρο των νεοφιλελεύθερων κομμάτων, που έχουν αποδεχθεί την επικυριαρχία της Τραπεζικής Διεθνούς, των hedge funds και των οίκων αξιολόγησης ως φυσική κατάσταση του κόσμου.

Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η μοναδική λυτρωτική πορεία για τη χώρα και το ΠΑΣΟΚ είναι η ριζική μεταστροφή των πολιτικών και των συνειδήσεων. Η συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο, εάν μπορούσε να συζητήσει διεξοδικά και ελεύθερα για την καταγγελία του Μνημονίου, για την προετοιμασία του Λαού για δύσκολες μεν, αλλά πραγματικά ελπιδοφόρες, μεσομακροπρόθεσμες πολιτικές, για την προσφυγή στο λαό με την ευκαιρία των Αυτοδιοικητικών Εκλογών, για να απευθυνθούμε στα μέλη και τους φίλους τού Κινήματος, με την ελπίδα εξανάστασης της δημοκρατίας της βάσης, αναπτέρωσης του πατριωτικού αισθήματος του λαού μας και αναζήτησης μιας πραγματικής Διεθνούς Αλληλεγγύης. (Αν όλοι οι ορθολογιστές του κόσμου, ακόμη και οι μετριοπαθείς συστημικοί οικονομολόγοι, έχουν διαπιστώσει τον αδιέξοδο και καταπλεονεκτικό χαρακτήρα των κανόνων της ΟΝΕ, δεν έχουμε παρά εμείς να τους καταγγείλουμε πρώτοι, την ώρα που οι άλλοι επιχειρούν να τους αυστηροποιήσουν.).

Αυτή η συζήτηση μπορεί να γίνει απαρχή συγκρότησης μιας νέας πρότασης για την πορεία της Ευρώπης, ώστε κάποτε να αλλάξουν ριζικά οι κανόνες του παιχνιδιού. Είναι μια ύστατη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει το ΠΑΣΟΚ, εις ανάμνηση των συλλογικών εγχαράξεων της 3ης του Σεπτέμβρη του 1974, προτού η Ιστορία το καταπιεί ως παντελώς αναξιόπιστο Κόμμα, που, όχι μόνον δεν ετήρησε τις αρχές του, αλλά προσχώρησε στο στρατόπεδο του ταξικού αντιπάλου, του οποίου έγινε ζηλωτής των απόψεων και των συμφερόντων. Γιατί, όταν οι οικονομικά επικυρίαρχοι επαινούν την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τη θεωρούν «δική τους», επειδή δεν ακολούθησε τη βλαπτική για τους δανειστές της πολιτική αλλά την επώδυνη για το λαό συμπεριφορά, τότε η αλλοτρίωση είναι πλήρης. Και η ετυμηγορία της Ιστορίας καταλυτική.

Σύντροφε Πρόεδρε,

Με βάση όλα τα παραπάνω, αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι δυνατό να παρευρεθώ στην 9η Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου που αρχίζει σήμερα, αφού καλούμαι να εγκρίνω εκ των υστέρων μια υλοποιούμενη και δεσμευτική με νόμους και διεθνείς συμβάσεις αντικοινωνική πολιτική, σε βάρος του περήφανου λαού μας.

 

Αθήνα 3 Σεπτέμβρη 2010

Με συντροφικούς χαιρετισμούς

ΑΛΕΞΗΣ Π. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 09 Σεπτεμβρίου 2010, http://www.topontiki.gr/articles/view/9385

Εκκλησιολογική κόντρα Μεσσηνίας-Τσελλεγίδη Ι

Σας απαντώ για τελευταία φορά

 

Του Σεβ. Μεσσηνίας Χρυσόστομου ( Σαββάτου) στον Καθηγητή Τσελεγγίδη

 

[Στο τέλος η επιστολή – αφορμή – του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη]*

 

Καλαμάτα  15  Ιουλίου 2010

Προς Τον Ελλογιμώτατον Καθηγητήν κ.  Δημ. Τσελεγγίδην

Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή

Τμήμα Θεολογίας, Τομέα Δογματικής Θεολογίας

54124  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,

Έλαβα την από 7-7-2010 επιστολή Σας και προσπάθησα να απαντήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και όχι όπως Εσείς μετά από παρέλευση περίπου ενός έτους, με δικαιολογίες, τις οποίες μπορώ να χαρακτηρίσω τουλάχιστον παιδαριώδεις.

Α.  Σας διαφεύγει, Κύριε Καθηγητά, ότι:

1) Κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα συναντηθήκαμε μία φορά δια ζώσης στην Αθήνα, ως μέλη Εκλεκτορικού Σώματος, και επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς άλλες δύο φορές για ανάλογη υπόθεση και ουδεμία συζήτηση η υπόδειξη μου κάνατε  ή κάποια επιφύλαξη μου εκφράσατε για το σχετικό θέμα.

2) Ορθώς αναφέρατε στην επιστολή της 5-10-2009, ότι σκοπός Σας ήταν, όπως «εν όψει της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, ουσιαστικά», να υπενθυμίσετε ο,τι «η Κανονική τάξη της Εκκλησίας επιβάλλει:

α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα στους σεπτούς Ιεράρχες μας.

β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση.  Και

γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος», (αυτό άλλωστε ήταν και το μοναδικό αίτημά Σας).

Όπως καλώς γνωρίζετε η ΙΣΙ του μηνός Οκτωβρίου (16/2009) σε δύο πολύωρες Συνεδρίες της (μία απογευματινή και μία πρωϊνή), συνεζήτησε το θέμα επί μακρόν και εξέδωσε το παρακάτω Ανακοινωθέν, με το οποίον και έδωσε απαντήσεις προς τα αιτήματά Σας. Ειδικότερα στο Ανακοινωθέν μεταξύ άλλων αναφέρεται, ότι:

«Οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς το σκοπό «της των πάντων ενώσεως», «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων».
Εσείς βέβαια και οι ομόφρονές Σας έχετε το δικαίωμα να διαφοροποιηθήτε από την παρούσα Συνοδική απόφαση και επίσης να την αμφισβητείτε, αλλά και μετά την διαφοροποίησή Σας να συνεχίζετε να ανήκετε στην Εκκλησία (!!!)


2) Κατά την ίδια Συνεδρία εξέφρασαν τις απόψεις τους αρκετοί Αρχιερείς και σε κανένα από τα μέλη της ΙΣΙ δεν απαγορεύτηκε ο λόγος, δεν κατάλαβα λοιπόν γιατί ο Σεβ. Κυθήρων δεν ζήτησε επί πλέον διευκρινήσεις, είτε εν συνεδρία, είτε κατ' ιδίαν (όπως έκανε ο Σεβ. Πειραιώς), αλλά επέλεξε να επαναφέρει το θέμα λίγες μέρες προ της συγκλήσεως της εκτάκτου Ιεραρχίας, κατά μήνα Ιούνιον 2010, μετά παρέλευση ενός έτους και όταν το ζήτημα είχε πλέον κλείσει, ενώ προ των πυλών υπάρχει η προσεχής σύγκλησις της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του Διαλόγου;  Εσείς βεβαίως περισσότερο σώφρων καταλάβατε, ότι μετά το παραπάνω Ανακοινωθέν ουδένας διάλογος χωρεί, ξαφνικά όμως, ένα χρόνο μετά (!!!), αντιληφθήκατε ότι δεν Σας ικανοποιούσαν εκκλησιολογικά τα όσα η ΙΣΙ του Οκτωβρίου 2009 απεφάσισε σχετικά «με το εκκλησιολογικό αυτό θέμα, που αφορά καίρια την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας» (σελ. 2, επιστολής 7-7-2010, προς τον γράφοντα) και αποφασίσατε να σπάσετε τη σιωπή Σας και να θέσετε και πάλιν το ζήτημα (!!!).

Μου γεννάται όμως μία απορία. Πως αντέξατε Κύριε Καθηγητά έναν ολόκληρο χρόνο να δοκιμάζεται η θεολογική Σας αγωνία,  και πως υπομείνατε τη δοκιμασία της εκκλησιολογικής Σας αυτοσυνειδησίας, ως πιστό και ενεργό μέλος του Σώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν αντιδράσατε; Είμαι σίγουρος, ότι και του χρόνου αλλά και κάθε χρόνο, λίγο πριν τη σύγκληση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής θα Σας υπομιμνήσκουν οι ομόφρονές Σας τη θεολογική Σας αγωνία και τη τρωθείσα εκκλησιολογική Σας αυτοσυνειδησία, προς αφύπνιση του ορθο-δόξου φρονήματός Σας (!!!).

Επιπλέον δεν αποτελούν άλλοθι για Σας, τα όσα δηλώνετε στην παράγραφο 1, της επιστολής της 7-7-2010 προς τον γράφοντα, σχετικά με την Εισήγησή Σας, σε Ημερίδα, στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς (28-4-2010), κατευθυνόμενης και ποδηγετούμενης νοοτροπίας, στην οποίαν δεν εκλήθησαν και  «άλλες» φωνές, ώστε να γίνει διάλογος. Δεν είμαι υποχρεωμένος να ασχολούμαι και να παρακολουθώ με ο,τι μπορείτε να εκφράζετε και να δηλώνετε. Στη παραπάνω Ημερίδα μόνοι Σας τα είπατε, μόνοι Σας τα ακούσατε (!!!), σε αντίθεση με την Ημερίδα της Θεσσαλονίκης (20-5-2009), όπου κληθήκατε, προκειμένου ελεύθερα να εκφράσετε τις απόψεις Σας και μάλιστα «εν πομπή».

Φρονώ ότι από έναν ακαδημαϊκό διδάσκαλο και άνθρωπο της επιστήμης, τέτοιου είδους ενέργειες απάδουν, τουλάχιστον ως προς την ιδιότητά Του.


Β.  Έρχομαι τώρα στα όσα με κατηγορείτε Εσείς,
ο Σεβ. Κυθήρων και οι ομόφρονές Σας, τα οποία μάλιστα συνεπάγονται «κατά τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων………… καθαίρεση και αφορισμό κατά περίπτωση σ' όποιον εμμένει στη θεώρηση αυτή» (σελ. 4, επιστολή 7-7-2010 προς τον γράφοντα).
1) Από την εποχή ήδη του Ιγνατίου Αντιοχείας και του Κυπριανού Καρθαγένης η Καθολικότητα της Εκκλησίας δεν προσδιορίζετο στη βάση της διαφοροποίησής της από τα σχίσματα και τις αιρέσεις, αλλά αποκλειστικά και μόνο στη βάση της θείας Ευχαριστίας. Η «καθόλου» Εκκλησία εκφράζεται στην Ευχαριστία, στην οποία προΐσταται ο επίσκοπος, περιστοιχιζόμενος από τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Η τοπική Εκκλησία δεν είναι μέρος της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι η Καθολική Εκκλησία καθαυτή. Η Καθολική Εκκλησία συνηγμένη γύρω από τον Χριστό είναι ταυτόσημη με την τοπική Εκκλησία που συνάζεται γύρω από τον επίσκοπό Της. Κάθε τοπική Εκκλησία με τον επίσκοπό Της είναι η Καθολική Εκκλησία, γιατί πραγματώνει την απτή παρουσία του όλου Χριστού. Επιπλέον η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται και με την ορθοδοξία, ενώ συνεχίζει να συσχετίζεται με την τοπική Εκκλησία, γι'αυτό η τοπική Εκκλησία ταυτίζεται με την Καθολική Εκκλησία και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται όλο και πιο συχνά με την ορθοδοξία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Κυπριανό, η ορθόδοξη πίστη δεν είναι το μόνο γνώρισμα της Καθολικότητας της Εκκλησίας, γιατί η Καθολική Εκκλησία είναι το κριτήριο για την ορθοδοξία, ενώ δεν ισχύει το αντίστροφο, αφού η Καθολική Εκκλησία κατέχει την πληρότητα του Σώματος του Χριστού, η οποία συγκροτείται στην ευχαριστιακή σύναξη των ορθοδόξων υπό τον κανονικό επίσκοπο. Υπ' αυτήν την προϋπόθεση οι σχιματικοί είναι εκτός της μίας Ευχαριστίας υπό τον ένα και κανονικόν επίσκοπον της Καθολικής Εκκλησίας, γεγονός το οποίον επιβεβαιώνει ότι οι σχισματικοί δεν ανήκουν στην Εκκλησία και τα μυστήριά τους δεν έχουν καμία ισχύ. Η ορθοδοξία και η μυστηριακή ζωή λοιπόν βρίσκονται σε μία αμοιβαία εξάρτηση και ενυπάρχουν στην Εκκλησία της οποίας είναι επικεφαλής ο ένας και μοναδικός κανονικός επίσκοπος.


Ανάλογη είναι και η θέση σχετικά προς την Ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας. Η Ενότητα συνδέεται με την Ευχαριστία όπως και το λειτούργημα του επισκόπου, ενώ οποιαδήποτε αποκοπή από την Ευχαριστία σημαίνει αποκοπή από την τοπική αλλά και από  την  οικουμενική Εκκλησία, δηλαδή σχίσμα. Η σχισματική αυτή διάσπαση η η αιρετική αυτή διαίρεση δεν συνεπάγεται ούτε μία νέα «καθολική» Εκκλησία, ούτε μία διάσπαση της Ενότητας της Εκκλησίας, ενώ η ύπαρξη της νέας ομάδας, υπό τον αντικανονικόν επίσκοπον, δεν διαταράσσει την Ενότητα της τοπικής Εκκλησίας. Γιατί συμβαίνει αυτό ; Διότι είναι γνωστόν, από την Εκκλησιαστική Ιστορία (βλ. Αντιοχειακό Σχίσμα),  ότι η κανονικότητα του επισκόπου  κάθε τοπικής Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα  όχι μόνο της αποστολικής διαδοχής, της χειροτονίας και της κοινής ομολογίας της πίστεως, αλλά και της αδιακόπου και συνεχούς συμμετοχής του εις την επισκοπικήν σύνοδον, των λοιπών τοπικών Εκκλησιών, μέσα από την οποίαν εκφράζει και επιβεβαιώνει την κανονικότητα του επισκοπικού του λειτουργήματος, γι' αυτό και η ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών καθίσταται η υπέρτατη έκφραση της Ενότητάς τους και της Καθολικότητάς τους.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίον να κάνουμε την εξής διευκρίνηση. Η νέα πραγματικότητα, η οποία προήλθε από την σχισματική διάσπαση η την αιρετική απόκλιση είναι ελευθέρα να εκφράζει την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία σε σχέση και αναφορά προς το ποίμνιό της και όχι προς την «καθόλου» Εκκλησία, γι' αυτό και δεν συνεπάγεται ότι κλονίζεται η Ενότητα της Εκκλησίας καθεαυτή.

Οποιαδήποτε λοιπόν σχισματική διαίρεση ή αιρετική διάσπαση δεν αλλοιώνει ούτε τη Μοναδικότητα, ούτε την Καθολικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ούτε την Ενότητά της. Η δημιουργία μετά το σχίσμα μίας νέας εκκλησιαστικής πραγματικότητας δεν συνεπάγεται και αλλοίωση της Καθολικής Εκκλησίας. Όσο και αν οι πιστοί η οι επίσκοποι διασπώνται από τον κανονικό τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής ενότητας και της καθολικότητας, εντούτοις η Ενότητα και η Καθολικότητα της Εκκλησίας παραμένει αναλλοίωτη. Αυτό αποδεικνύει η εκκλησιαστική ιστορία, αυτό επιβεβαιώνουν κάθε φορά οι Οικουμενικές και οι Τοπικές Σύνοδοι όταν κατεδίκαζαν τις αιρέσεις και τα σχίσματα της εποχής τους και συγχρόνως διακήρυτταν την πίστιν τους στην Μία, Αγία, Καθολική και  Αποστολική Εκκλησία.

Η Ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι προϊόν μιας αθροιστικής ένωσης επιμέρους τοπικών Εκκλησιών, όπως αφήνετε να εννοήσουν οι αναγνώστες της Επιστολής Σας, ( 7-7-2010 προς τον γράφοντα), ούτε η Καθολικότητα της Εκκλησίας είναι άθροισμα επιμέρους αριθμητικών εκκλησιαστικών μονάδων, γι' αυτό˙ και το οποιοδήποτε ιστορικό σχίσμα η η οποιαδήποτε διαίρεση στο σώμα της αδιαίρετης Εκκλησίας δεν συνεπάγεται και την διατάραξη της Ενότητας, της Καθολικότητας και της Μοναδικότητας της Εκκλησίας, όπως και η οποιαδήποτε αιρετική απόκλιση δεν συνεπάγεται την αλλοίωση της ορθοδοξίας καθεαυτή.  Ποιό είναι λοιπόν το κριτήριο όλων αυτών και η ασφαλιστική δικλείδα;  Ο κανονικός επίσκοπος, ο οποίος είναι τόσο ο προεστώς της Ευχαριστίας όσο και ο θεματοφύλακας της ορθοδοξίας γι' αυτό και είναι ο υπεύθυνος και ο εγγυητής για την πραγμάτωση της Ενότητας και της Καθολικότητας της Εκκλησίας. Για να συνδέσει τον επίσκοπο με την Ενότητα της Εκκλησίας ακόμη πιο ξεκάθαρα ο Κυπριανός, αναφέρει, «episcopum in ecclesia esse, et si qui cum episcopo non sit in ecclesia non esse» [ο επίσκοπος είναι εν τη Εκκλησία και αν κάποιος δεν είναι με τον επίσκοπο δεν είναι ούτε με την Εκκλησία], και συνεχίζει, «ecclesia super episcopos  constituatur» [η Εκκλησία είναι οικοδομημένη πάνω στους επισκόπους]. Χωρισμός από τον επίσκοπο σημαίνει χωρισμός από την Εκκλησία. Όσοι θέλουν λοιπόν να ανήκουν στην Εκκλησία, πρέπει να δεσμεύονται και να σέβονται, αλλά και να διαφυλάττουν την Ενότητα της Εκκλησίας, η οποία πραγματώνεται και εκφράζεται στο πρόσωπο του εκάστοτε κανονικού επισκόπου και σε αναφορική σχέση προς το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτός που δεν είναι με τον επίσκοπο, ακόμη και οι χαρισματούχοι και οι «άγιοι»,  δεν είναι ούτε  με την Εκκλησία και αυτοί που δεν είναι με την Εκκλησία δεν είναι ούτε με τον Χριστό.


2)  Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι, σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, ο όρος «καθολική Εκκλησία» είναι συνώνυμος με τον όρο «ορθόδοξη Εκκλησία», ώστε αυτή να διακριθεί από τις αιρέσεις και τα σχίσματα, τα οποία δεν έχουν Καθολικότητα, ενώ η  Ευχαριστία  και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνεχίζουν να παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες. «Η Ορθοδοξία είναι αδιανόητη χωρίς την Ευχαριστία» και το αντίστροφο. Εκφράζεται δε περίφημα με τα λόγια του Ειρηναίου  «Ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην». Έτσι λοιπόν η ορθοδοξία ήταν το προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στην Ευχαριστία και η Ευχαριστία «επιβεβαίωνε» τη μετοχή στην κοινή ορθόδοξη πίστη, ενώ για τον Ωριγένη, η ευχαριστιακή προσευχή έπρεπε να συμφωνεί με το ορθόδοξο δόγμα. Η ορθοδοξία όμως, δεν εκλαμβάνεται ως μία  ιδεολογοποιημένη αλήθεια, η οποία αποτελεί την συνθηματολογία μιας εκκλησιαστικής ομάδας η παρατάξεως, αλλά, είναι το αγιοπνευματικό εκείνο βίωμα της ευχαριστιακής εμπειρίας και κοινωνίας του αγίου Πνεύματος αλλά και η πραγματικότητα εκείνη, η οποία ενσαρκώνεται στο μυστήριο της Ευχαριστίας, το οποίον τελείται από τον κανονικό επίσκοπο και μέσα στο οποίο φανερώνεται η Ενότητα της Εκκλησίας, όπως και στο βάπτισμα και στην πίστη. Όλα αυτά είναι τα στοιχεία εκείνα μέσα από τα οποία αναδεικνύεται ότι  η Καθολικότητα της Εκκλησίας ταυτίζεται με το αυθεντικό και γνήσιο περιεχόμενο της εις Χριστόν πίστης.  Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν μπορεί να εκφράζεται σε κάθε εκκλησιαστική ομάδα, η οποία  βρίσκεται σε σχίσμα η αίρεση, έστω και αν χρησιμοποιεί τον τίτλο "Ορθόδοξη Εκκλησία" και μάλιστα με τον επιπλέον χαρακτηρισμό "Γνήσια", γιατί τότε  θα είμεθα υποχρεωμένοι να δεχθούμε και να αναγνωρίσουμε ως κανονικά και γνήσια και τα μυστήρια κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας η ομάδας, η οποία θα αυτοχαρακτηρίζεται Ορθόδοξη και θα παρουσιάζει  εκκλησιαστική δομή και ιεραρχία όμοια με αυτή της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πολλώ δε  μάλλον, όταν εκφράζει και την ίδια πίστη. Είναι αναγκαίον λοιπόν, όχι μόνο να δηλώνουμε πιστοί αλλά και να βρισκόμαστε σε εκκλησιαστική κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, προκειμένου να είμαστε ενταγμένοι στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η οποιαδήποτε διαίρεση, είτε ως προς την πίστη (αίρεση), είτε ως προς την κανονικότητα (σχίσμα), ανεξάρτητα εάν είναι κατάτμηση ενός όλου σε δύο η περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη), και η οποία θεολογικά είναι δυνατόν να δηλώνει και τη διαφορά και τη διάκριση, δεν μπορεί να δρα διαλυτικά στην Ενότητα και στην Καθολικότητα της Εκκλησίας καθεαυτήν (βλ. G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 2001, σελ. 349, και σελ. 33, αναφορικά με τον όρο "αδιαίρετος"), γι' αυτό και ο Κυπριανός Καρθαγένης, δηλώνει : extra Ecclesia nulla salus.  Η θέση αυτή ισχύει πάντοτε και παντού, ακριβώς γιατί η διαίρεση, η διάσταση η η διάκριση δεν αναιρεί τον σωτηριολογικό ρόλο της Εκκλησίας, ενώ έχει αρνητικές συνέπειες για τους διασπώμενους η αποσχιζόμενους, τους ευρισκομένους δηλαδή εκτός Εκκλησίας. Ενώ αυτή η θεολογική αρχή ισχύει κατανοείται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, όταν η ορθοδοξία εκλαμβάνεται ως ιδεολογία και όχι ως ένα ευχαριστιακό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας.

Άρα η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν είναι μία γενική και αόριστη Εκκλησία, όπως Εσείς Κύριε Καθηγητά την προσδιορίζετε (βλ. § 13 του άρθρου Σας, στο περιοδικό "Εν Συνειδήσει"), αλλά η κάθε τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργεί υπό τον κανονικόν Επίσκοπον και με συγκεκριμένο τρόπο, το μυστήριο δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας, όπου βλέπει να εκφράζεται το "όλον", όχι με γεωγραφικούς προσδιορισμούς (Ανατολή-Δύση, Βορράς-Νότος) η χρονικούς (πριν-μετά), αλλά ως Σώμα Χριστού, στο οποίο περιλαμβάνονται απείρως περισσότερα μέλη από αυτά, τα οποία η ευχαριστιακή εμπειρία και η ορατή Εκκλησία μπορεί να αριθμίσει μέχρι και σήμερα.


Γ.  Το σχίσμα του 1054, σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας.
Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται, πολλώ μάλλον όταν ολόκληρη η πατερική γραμματεία του ΙΕ  αἰῶνος αποδέχεται ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστό. (βλ. Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός).

Ήταν δυνατόν να είχαμε σχίσμα /  διαίρεση, διάκριση η διαφοροποίηση χωρίς διαίρεση;  Νομίζω όχι. Η διαίρεση αυτή διετάραξε η αλλοίωσε την Ενότητα και Καθολικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται και σημαίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως, το Σύμβολο της Β΄  Οἰκουμενικής Συνόδου; Όχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση η διάσπαση δεν σημαίνει αλλοίωση της Ενότητας, (όχι της εκκλησιαστικής ένωσης, εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή ως προς την διάκριση και τη χρήση των δύο αυτών όρων), ούτε της Καθολικότητας, την οποίαν εκφράζει η υπό τον κανονικόν επίσκοπον Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί οι εκκλησιολογικές συνέπειες οποιασδήποτε διαφοροποίησης δεν  αποδίδον-ται προς το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας, αλλά προς αυτόν, ο οποίος αποσχίζεται η διαφοροποιείται από το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας.

 

Δ.  Στα όσα αναφέρετε, με τόση επιμονή και αποκλειστικότητα, σχετικά με την έννοια της ΜΙΑΣ Εκκλησίας, θα Σας συνιστούσα να βάζετε πάντοτε τα παραπάνω όρια (κανονικά και χρισματικά) και τις θεολογικές προϋποθέσεις που προανέφερα, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε Εσείς η να παρασύρετε και άλλους σε μία αντίληψη περί ΜΙΑΣ Εκκλησίας,  μοναδικής και αποκλειστικής, η οποία είτε κατανοείται αθροιστικά, οπότε η ΜΙΑ Εκκλησία ταυτίζεται με το άθροισμα των τοπικών Εκκλησιών, είτε εμφανίζεται ως ομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών. Τι σημαίνει αυτό εκκλησιολογικά; Ότι η ΜΙΑ αυτή μοναδική και αποκλειστική  Εκκλησία είναι η γενική, αόρατη και υπερβατική Εκκλησία, η οποία καθίσταται η ΜΙΑ καθολική Εκκλησία, η ΜΙΑ "Υπέρ-Εκκλησία", με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες να φέρονται απλά και μόνο ως "επαρχίες" της ΜΙΑΣ καθολικής – οικουμενικής Εκκλησίας.

Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Χρειάζεται να επεξηγήσετε. Τι πραγματικά σημαίνεται/περιγράφεται  με τον όρο Εκκλησία η ΜΙΑ Εκκλησία; Είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία η η ΜΙΑ Εκκλησία, η οποία είναι μία κοινωνία από τοπικές Εκκλησίες; Ποιά είναι τα όρια – κανονικά και χαρισματικά – της  ΜΙΑΣ Εκκλησίας; Ταυτίζονται με τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας; Η τοπική και η Μία Εκκλησία αλληλοπεριχωρούνται; Ισχύει δηλαδή και το Ecclesia in et ex Ecclesiis αλλά και το Ecclesiae in et ex Ecclesia;

Η κοινωνία των τοπικών Εκκλησιών είναι ο τρόπος φανέρωσης της Ενότητας, και της Καθολικότητας των τοπικών Εκκλησιών, η απλά ο τρόπος έκφρασης της Ενότητας ως Πολλαπλότητας;

Θέτω όλα αυτά τα ερωτήματα γιατί με την εμμονή Σας στην έκφραση, ότι «Η Μία και μόνη – αδιαίρετη πάντοτε – Εκκλησία γεννά μυστηριακώς "δι' ύδατος και Πνεύματος", τα μέλη της, δεν γεννά άλλες Εκκλησίες», χωρίς τα διευκρινιστικά όρια (κανονικά και χρισματικά), προϋποθέτει την αντίληψη του Αυγουστίνου, ο οποίος, επηρεασμένος από το εν του Νεοπλατωνισμού και με βάση τις νεοπλατωνικές  απορροές, προσπάθησε να ερμηνεύσει την μοναδικότητα της Εκκλησίας και οδηγήθηκε στην αποκλειστικότητα της ΜΙΑΣ και μοναδικής (ορατής η αόρατης) Εκκλησίας. Με βάση όμως τις ίδιες αυγουστίνειες αρχές, στη Δύση εμφανίστηκε όχι μόνο η ΜΙΑ παγκόσμια Εκκλησία αλλά και μία ακόμη θεωρητική διάκριση, μεταξύ της ουσίας και της υπάρξεως της Εκκλησίας ( Rahner και Ratzinger), μέσα από την οποίαν η ουσία της MIAΣ Εκκλησίας βρίσκεται στην παγκόσμια Εκκλησία. ΜΙΑ Εκκλησία δηλαδή αόριστη και αόρατη, κατά την ουσία της, καθίσταται ορατή, μόνο αθροιστικά κατά την ύπαρξή της, και φανερώνεται στο άθροισμα των επιμέρους τοπικών Εκκλησιών.

Νομίζω όμως, ότι ύστερα από όσα Σας ανέφερα καθίσταται κατανοητό, από έναν Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, τι συνεπάγονται όλα αυτά !!!

α)  Καθολικότητα αθροιστικού τύπου,

β) Ενότητα μελών και μερών ως άθροισμα, η οποία προϋποθέτει  την πολλαπλότητα των Εκκλησιών.

γ) Επισκοπικό λειτούργημα, το οποίο οδηγεί αναγκα-στικά σε ένα πρωτείο εξουσίας και αλαθήτου, του ενός επισκόπου στην Καθόλου Εκκλησία.


Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί όλες οι επιφυλάξεις μου, γι' αυτή την έννοια της μοναδικότητας (ΜΙΑ Εκκλησία) και της αποκλειστικότητας της ΜΙΑΣ Εκκλησίας, την οποίαν προσπαθείτε να επιβάλλετε κατ' εφαρμογήν του Συμβόλου της Πίστεως, Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και μόνον, το οποίον βέβαια και αναγνωρίζουμε και ομολογούμε.

Ότι η Εκκλησία είναι Μία, είναι μία εκκλησιολογική αρχή την οποίαν όλοι αποδεχόμαστε, η Μία όμως αυτή Εκκλησία ταυτίζεται με την ΜΙΑ – παγκόσμια Εκκλησία, όπως την εξέλαβαν οι Α  καί Β  Βατικανές Σύνοδοι;  Η Δυτική Εκκλησία, μετά το κείμενο της Ραβέννας, βρίσκεται σε μία θεολογική αμηχανία, γιατί τόσο στο συγκεκριμένο κείμενο, όσο και στα προηγούμενα κείμενα του Διαλόγου (Μονάχου, Bari, Νέου Βαλάμου), χωρίς να αναγνωρίζεται η προτεραιότητα της Καθολικότητας της παγκόσμιας Εκκλησίας τονίζεται και αναγνωρίζεται η Καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας έναντι της Καθολικότητας της παγκόσμιας Εκκλησίας.


Ε. Έρχομαι τώρα στα μεθοδολογικά Σας λάθη,
Κύριε  Καθηγητά, τα οποία δεν θα ήθελα  να Σας τα αναφέρω, και τόσο καιρό σιωπώ, ένεκα σεβασμού σε ένα πρόσωπο το οποίο στον πανεπιστημιακό χώρο τρεις φορές με ψήφισε στην εξελικτική μου διαδικασία και μάλιστα στις δύο ως μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής και ανεπιφυλάκτως  υπέγραψε και εψήφισε για την εξέλιξή μου.

Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίον προσπαθείτε, στη τελευταία επιστολή Σας (7-7-2010), να στηρίξετε τις ανυπόστατες αντιλήψεις του Σεβ. Κυθήρων και των ομοφρόνων Σας, για αιρετική απόκλισή μου από την εκκλησιολογία των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, μου επιβάλλει να αντισταθώ, σύμφωνα άλλωστε και με την προτροπή των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ορίζουν ότι κάθε κατηγορία μπορούμε να υπομείνουμε εκτός από την κατηγορία της αίρεσης.

α)  Όπως Σας ανέφερα στην πρώτη Επιστολή μου (1-10-2009) κάνετε ένα σοβαρό μεθοδολογικό λάθος, το οποίο δυστυχώς το επαναλαμβάνετε συνεχώς, σε κάθε τοποθέτησή Σας στα κείμενα του Θεολογικού Διαλόγου, ανεπίτρεπτο για έναν επιστήμονα!

Το κείμενο της Ραβέννας (2008), όπως και τα προηγούμενα τρία θεολογικά κείμενα (Μονάχου, Bari, Νέου Βαλάμου), αναφέρονται σε εκκλησιολογικά θέματα της πρώτης χιλιετίας, δηλαδή προ του 1054, περίοδο της Αδιαίρετης Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση. Οποιαδήποτε λοιπόν θεώρηση λειτουργίας του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, με βάση τα κείμενα της Α'  καί Β'  Βατικανής Συνόδου, είναι εκτός του ορίζοντος ερεύνης των   συγκεκριμένων κειμένων, γι' αυτό και δεν καταλαβαίνω ποιά σημασία έχουν τα όσα αναφέρετε στην δεύτερη παράγραφο της τελευταίας σελίδας του άρθρου Σας (<<Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία… –  έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκόσμια Εκκλησία>>). Τα ίδια και για τα περί αλαθήτου (19ος αιώνας) και κτιστής χάριτος (15ος αιώνας), τα οποία επισημαίνετε στην § 5 του άρθρου Σας, θέματα επίσης τα οποία αφορούν την δεύτερη χιλιετία.


Θεωρώ ότι υποπίπτετε στο ίδιο μεθοδολογικό λάθος με τα όσα κριτικά δηλώνετε στην § 7 του άρθρου, σχετικά με τις §§ 9-11 και 18-33 του κειμένου της Ραβέννας. Στα πλαίσια εξετάσεως του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης κατά τη δεύτερη χιλιετία, θα εξετασθεί οπωσδήποτε και το θέμα της Ουνίας, ως πρόβλημα καθαρώς εκκλησιολογικό.


Είναι άξια παρατηρήσεως και σχολιασμού τα όσα διαπραγματεύεσθε στη § 6 του άρθρου Σας, με μία υπόθεση η οποία δεν επιβεβαιώνεται από το ίδιο το κείμενο της Ραβέννας, όπου προσπαθείτε να οδηγήσετε τον αναγνώστη στις ατραπούς της έννοιας της <<Παγκόσμιας Εκκλησίας>>, άποψη η οποία δεν είναι παραδεκτή ούτε κατ' έννοιαν, ούτε κατά περιεχόμενο από το συγκεκριμένο κείμενο.Στην § 13 του άρθρου Σας δεν κατανοώ εις τι έγκειται η επιφύλαξή Σας και <<το εκκλησιολογικό απαράδεκτο και το αντιφατικό>>. Η Εκκλησία του Χριστού, είναι Μία και Αδιαίρετη, πριν το σχίσμα, σήμερα είναι διηρημένη, αφού βρισκόμαστε σε σχίσμα, αυτό επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της  § 41 του Κειμένου της Ραβέννας, εκτός εάν ιστορικά δεν υφίσταται σχίσμα, οπότε έχουμε ένωση των Εκκλησιών !!!

Δεν νοείται από έναν έγκριτο Καθηγητή της Δογματικής και της Συμβολικής Θεολογίας να διατυπώνει <<ότι παρέχεται σαφώς η εντύπωσις στον αναγνώστη, πως υπάρχει Μία αόριστη, αλλά υπερκείμενη όλων των επί μέρους Εκκλησιών, Εκκλησία του Θεού. Αυτό όμως κατανοείται μάλλον προτεσταντικώς>>. Σας διαφεύγει ότι δεν υπάρχει Μία αόριστη Εκκλησία, αλλά η Μία και Αδιαίρετη Εκκλησία, η οποία εκφράζεται σε κάθε τοπική Εκκλησία και δεν θεωρείται αθροιστικώς ούτε η Ενότητά της, ούτε η Καθολικότητά της. Για παράδειγμα, υπήρχε η τοπική Εκκλησία της Καρθαγένης υπό τον Κυπριανόν, όπου εξεφράζετο η Καθολικότητα της Εκκλησίας όπως υπήρχε και η τοπική Εκκλησία της Σμύρνης υπό τον Πολύκαρπον, όπου επίσης εξεφράζετο η Καθολικότητα της Εκκλησίας.
Αυτή είναι πεποίθηση η οποία υπάρχει σ' Ανατολή και Δύση, πριν το σχίσ

μα, δηλαδή πριν το 1054. Μετά το σχίσμα, ουδέποτε υπήρξε στην Ανατολή η αντίληψη ότι υπάρχει Μία Εκκλησία ως υπερκείμενη όλων των άλλων επί μέρους Εκκλησιών (!!!). Η τοπικότητα  των Εκκλησιών δεν καταργήθηκε και μάλιστα σε σχέση προς την Καθολικότητα της Εκκλησίας. Η αντίληψη αυτή δεν ισχύει βέβαια, μετά το 1054, στην Δύση, γιατί διαμορφώθηκαν άλλες αρχές και όροι κατανόησης και προσέγγισης της <<Καθολικότητας>>, αλλά αυτά θα μελετηθούν όταν θα συζητηθεί, η έννοια του πρωτείου στη δεύτερη χιλιετία. Αυτό δηλώνει η § 3 του κειμένου της Ραβέννας, την οποίαν προκειμένου να την αποδυναμώσετε στο άρθρό σας (σελ. 104) προσπαθείτε να την κρίνετε, όχι με τις αρχές και τις εκκλησιολογικές δομές, τις υφιστάμενες στην πρώτη χιλιετία, αλλά με την υφιστάμενη εκκλησιολογική διαφοροποίηση της δεύτερης χιλιετίας.

Η διευκρινιστική υποσημείωση περί της Εκκλησίας (υποσ. 1) είναι ακριβώς η έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε σχέση προς την πίστη Της και σε αναφορά προς το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και όχι σε αντιδιαστολή προς την εκκλησιολογική συνείδηση των κειμένων της Β  Βατικανής Συνόδου. Με την παραπάνω παράγραφο διατυπώνεται η θέση των ορθοδόξων Αντιπροσώπων, σε αναφορά προς την εκκλησιολογική τους αυτοσυνειδησία, εκτός εάν και αυτό είναι κατά τη γνώμη Σας αίρεσι (!!!)

β) Ευτυχώς τις ίδιες απόψεις με μένα, ως προς τα μεθοδολογικά Σας λάθη, εκφράζει και ο Καθηγητής κ. Γ. Μαρτζέλος, συνάδελφός Σας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα στο άρθρό του, στο περιοδικό "Θεολογία" (81/2010, σελ. 46-47 υποσ. 37), σημειώνει με έμφαση τη σύγχυση, την οποίαν δημιουργούν οι εσφαλμένες αυτές αφετηριακές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις Σας.

γ)  Στην επιστολή Σας (7-7-2010) αναφέρετε ότι προσπαθώ να στηρίξω την εκκλησιολογική μου τοποθέτηση, όχι στο Σύμβολο της Πίστεως αλλά στην § 41 του κειμένου της Ραβέννας, το οποίο κάνει λόγο για την «εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας», και συνεχίζετε, «έτσι, δίνετε την εντύπωση ότι αποδίδετε μεγαλύτερη σημασία σε ένα Κοινό Κείμενο μιας Διεθνούς Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο, συνισταμένης από ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια, παρά τις αποφάσεις και Όρους Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι για την αλήθεια της Εκκλησίας. Πάντως, από τη διατύπωση του Κοινού Κειμένου γίνεται, πράγματι, σαφές ότι για τα Μέλη της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής δεν υφίσταται σήμερα η αδιαίρετη Εκκλησία. Η Εκκλησία δηλαδή σήμερα είναι διηρημένη, παρά την δογματική αλήθεια της ίδιας της Εκκλησίας, που ομολογούμε λεκτικά στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια την αποκοπή από την Εκκλησία όλων εκείνων, που συνειδητά υποστηρίζουν όσα διαλαμβάνει το κείμενο της Ραβέννας για την ταυτότητα της Εκκλησίας, επειδή εμμέσως πλην σαφώς, δεν αποδέχονται μέρος της δογματικής διδασκαλίας της Β  Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Όμως, Σεβασμιώτατε, κανένα απολύτως κείμενο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Εκκλησία, εφόσον αυτό αντίκειται στο Σύμβολο της Πίστεως, στον Όρο δηλαδή της Β' Οικουμενικής Συνόδου» (σελ. 4).

Πρέπει να ξεκαθαρίσετε Κύριε Καθηγητά, με ποιό κείμενο εργάζεσθε όταν κάνετε θεολογικές αναλύσεις, (Ραβέννας η Συνοδικά Κείμενα, γιατί η ανάμιξη στοιχείων από το ένα κείμενο στο άλλο απαιτεί κάθε φορά τον καθορισμό του ιστορικού πλαισίου συντάξεως του κάθε κειμένου, των αιτίων που προκάλεσαν την σύνταξη του κάθε κειμένου, τις συνθήκες αλλά και τις προϋποθέσεις συντάξεώς τους.

Μπορεί ο δικός Σας σκοπός να ήταν πολεμικός – αντιρρητικός, ως προς το κείμενο της Ραβέννας,  ώστε να αποδείξετε το μη σύμφωνο του κειμένου της Ραβέννας με το Σύμβολο της Πίστεως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και εγώ να ακολουθήσω την ίδια μέθοδο, ούτε είμαι υποχρεωμένος να αποδεχθώ την ίδια την σκοποθεσία με τη δική Σας. Η θεολογική προσέγγιση του κειμένου της Ραβέννας, σημαίνει ότι παρουσιάζω το περιεχόμενο του κειμένου και το αναλύω θεολογικά, όχι αποκλειστικά, αντιρρητικά, η πολεμικά. Και βέβαια έχετε την δυνατότητα να επιλέξετε  οποιαδήποτε μέθοδο θέλετε και ίσως διευκολύνει και τις επιδιώξεις Σας, αυτό όμως δεν Σας επιτρέπει να αμφισβητήσετε τη δική μου μεθοδολογική  προσέγγιση και ανάλυση, ώστε να μου προσδώσετε την κατηγορία της αιρέσεως !!!

δ)  Τα περί «μητέρων, αδελφών, θυγατέρων και εγγονών Εκκλησιών» ως και τα «περί συμπροσευχής» αποτελούν δικές Σας προσωπικές προεκτάσεις, και προσωπικούς θεολογικούς ακροβατισμούς (σελ. 45), οι οποίοι δεν απηχούνται ούτε στο κείμενο της Ραβέννας, ούτε με εκφράζουν θεολογικά, αλλά δεν θα τις ανέφερε ούτε πρωτοετής μεταπτυχιακός φοιτητής της Δογματικής. Η επιπολαιότητα με την οποία χειρίζεσθε τους όρους και ερμηνεύετε τους ι. Κανόνες σας οδηγεί να αμφισβητήσετε και αυτόν τον Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό !!!

Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,

Ύστερα από όσα ανέλυσα δια μακρόν, το θέμα για μένα έχει κλείσει και ο μεταξύ μας διάλογος σταματά εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή Σας και την κατανόησή Σας.

 

Κοινοποιήσεις:
1. Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.      

 

ΠΗΓΗ: Amen, Τελευταία Ενημέρωση: Aug 2, 2010,

http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2984

 

 

* Θεσσαλονίκη, 7-7-2010

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ


———–
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τηλ. Γραφ. 2310-996957

Οἰκ. 2310-342938

Προς τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μο

Μη­τρο­πο­λί­του Με­λετίου13, 24100 ΚΑ­ΛΑ­ΜΑ­ΤΑ


Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Μοῦ γνω­στο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἡ ἐ­πι­στο­λή σας πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο μέ κοι­νο­ποί­η­σή της πρός ὅ­λους τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­ριθ. πρωτ. 311/17-6-2010…….ι Στήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή ἀ­να­φέ­ρε­σθε καί στό ὄ­νο­μά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐδάφ. α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φε­τε τά ἑ­ξῆς: «Τήν ἐ­πι­φύ­λα­ξη τοῦ Σεβ. Κυ­θή­ρων δέν τήν ἔ­χει ἐκφρά­σει μέ­χρι σή­με­ρα οὔ­τε προ­φο­ρι­κά οὔ­τε γρα­πτά ὁ Ἐλ­λο­γιμ. Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσελεγ­γί­δης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Σεβ. Κυ­θή­ρων, καί μέ τόν ὁ­ποῖ­ον κα­τ' ἀν­τί­λη­ψιν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα τό­σο τη­λε­φω­νι­κά ὅ­σο καί διά ζώ­σης, ἐξ ἀ­φορ­μῆς πα­νε­πι­στη­μια­κῶν θε­μά­των καί ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων.
Ἕ­να τέ­τοι­ου εἴ­δους σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀπό τόν καταξιωμέ­νο Κα­θη­γη­τή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς καί Συμ­βο­λι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί ἀ­σχο­λί­α­στο;
».

Νά ση­μειώσω δι­ευ­κρι­νι­στι­κά, ὅ­τι τό ἐ­πί­μα­χο ση­μεῖ­ο τῆς δι­α­φω­νί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ θε­ο­λο­γι­κή θέ­ση, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε σέ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐ­μέ, καί ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: « κ­κλη­σί­α το Χρι­στο ε­ναι μί­α καί­ ­δι­αί­ρε­τη πρίν τό σχ­σμα, σή­με­ρα ε­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, ­φο βρι­σκό­μα­στε σέ σχ­σμα, α­τό ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τς παρ. 41 το Κει­μέ­νου τς Ρα­βέν­νας».
Ἐ­πει­δή δέν θέ­λω, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, νά καλ­λι­ερ­γοῦν­ται καί νά δι­αδ­ίδον­ται ἐσφαλ­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν το­πο­θέ­τη­σή μου σέ ἕ­να τό­σο σο­βα­ρό ἐκκλησι­ο­λο­γι­κό θέ­μα, ἀ­ναγ­κάζ­ομαι πλέ­ον τώ­ρα νά σᾶς γρά­ψω.

Κα­ταρ­χήν, νά σᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σω, για­τί δέν ἀ­πάν­τη­σα τό­τε στήν ἀ­πό 01-10-2009 ἐ­πι­στο­λή σας. Τήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή τήν ἔ­λα­βα, ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως, μό­λις τήν πα­ρα­μο­νή τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἀλ­λά ἐκεῖνο πού μέ ἐμ­πό­δι­σε κα­τε­ξο­χήν νά προ­χω­ρή­σω τό­τε σέ ἀ­παν­τη­τι­κή ἐ­πι­στο­λή ἦταν τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στο­λή σας ἐ­κεί­νη κοι­νο­ποι­ή­θη­κε στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί στούς Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Σκέ­φτη­κα τό­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι τό συγ­κλη­θέν σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας εἶ­ναι τό πλέ­ον ἁρ­μό­διο νά κρί­νει τό ὀρ­θό ἤ τό ἐ­σφαλ­μέ­νο τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χαρακτή­ρα δι­α­τυ­πώ­σε­ώς σας. Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἤ λει­τουρ­γεῖ μέ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά κρι­τή­ρια καί παίρ­νει θέ­ση στό θέ­μα – σκέ­φτη­κα – ἤ ἁ­πλῶς τό ἀντιπαρέρχεται. Για­τί, δη­λα­δή, θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­παν­τή­σω ἐ­γώ, ὅ­ταν αὐ­τό τό καί­ριο πρό­βλη­μα ἦ­ταν ἤ­δη ἐκ­πε­φρα­σμέ­νο ἐγ­γρά­φως ἐ­νώ­πιόν της; Πί­στε­ψα, δη­λα­δή, συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­τι ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Πρό­ε­δρος καί τά Μέ­λη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου θά ἔ­θε­ταν ὡς πρῶ­το θέ­μα στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού συγ­κλή­θη­κε τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2009, «τό σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα», ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό χα­ρα­κτη­ρί­σα­τε στήν ἐ­πι­στο­λή σας, καί ὅ­τι θά σᾶς κα­λοῦ­σε νά δώ­σε­τε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις, καί νά τό ἀ­να­κα­λέ­σε­τε. Καί τοῦ­το, για­τί ὡς δογ­μα­το­λό­γος γνω­ρί­ζω, ὅ­τι ἐκ­πί­πτει ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ κά­θε πι­στός -καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ κλη­ρι­κός- πού συ­νει­δη­τά ἀμ­φι­σβη­τεῖ ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει με­ρι­κῶς ἤ ὁ­λι­κῶς τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­τυ­πώ­νε­ται μέ ἀ­κρί­βεια στούς Ὅ­ρους τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Για­τί, ἀ­σφα­λῶς, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­λύ­ει οὔ­τε νά σχε­τι­κο­ποι­εῖ τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή κα­νείς δέν βρί­σκε­ται ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τῆς.

Δυ­στυ­χῶς, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τό­τε δέν ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό αὐ­τό θέ­μα, πού ἀ­φο­ρᾶ καί­ρια τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Με­τά ἀ­πό τίς πα­ρα­πά­νω ἐ­ξη­γή­σεις γιά τήν ἕ­ως τώ­ρα σι­ω­πή μου, θά πε­ρι­ο­ρι­στῶ νά ἀ­παν­τή­σω μέ τήν πα­ρού­σα ἐ­πι­στο­λή μό­νο στήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε στήν πρός ἐ­μέ ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009). Καί αὐ­τό τό κά­νω γιά τρεῖς κυ­ρί­ως λό­γους:

Πρ­τον, γιά χά­ρη τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Δεύ­τε­ρον, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας πού ἔ­χει ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­λή­θεια στόν ἤ­δη δι­ε­ξα­γό­με­νο Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Κα­τά σύμ­πτω­ση, τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό ἡ Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τοῦ Δι­με­ροῦς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν μή ὁ­λο­κλή­ρω­σή του πέρυ­σι στήν Κύ­προ θά συ­νε­χι­στεῖ τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 στή Βι­έν­νη. Στήν πα­ρού­σα πε­ρί­στα­ση τό εὔ­λο­γο καί καί­ριο ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται εἶ­ναι: Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁ­γί­α, κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α» ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους;  

Τρί­τον – μέ ὅ­λο τό σε­βα­σμό πρός τό πρό­σω­πο καί τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἀ­ξί­ω­μά σας – σᾶς γρά­φω αὐ­τήν τήν ἐ­πι­στο­λή, ἐ­πει­δή θε­ω­ρῶ ὅ­τι μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ἀλ­λοι­ώ­νε­ται οὐ­σι­ω­δῶς ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­δι­κεῖ­ται κα­τά­φω­ρα ὁ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός νοῦς σας, ἐ­νῶ δι­και­ώ­νε­ται ὁ κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλ­λά καί ὁ κά­θε ἁ­πλός πι­στός πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, ὡς ὀ­φεί­λει, τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.


Τώ­ρα, ὡς πρός τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα – ἄν δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό σχῖ­σμα τοῦ 1054 εἶ­ναι ΜΙΑ καί ἀ­δι­αί­ρε­τη ἤ δι­η­ρη­μέ­νη – ἔ­χω νά κα­τα­θέ­σω ἀ­πε­ρι­φρά­στως τά ἑ­ξῆς:

Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς μί­αν, .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν». Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τός του σ' αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καί μό­νη -ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε- Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς «δι' ὕ­δα­τος καί Πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της, δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καί δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τί ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­τη). Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στή ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται, κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κατά περίπτωση, σ' ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στή θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἐ­πι­χει­ρεῖ­τε νά θε­με­λι­ώ­σε­τε τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ὄ­χι στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ἀλ­λά στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας, τό ὁ­ποῖ­ο κά­νει λό­γο γιά τήν «ἐ­πο­χή τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἔ­τσι, δί­νε­τε τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἀ­πο­δί­δε­τε με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α σέ ἕ­να Κοι­νό Κεί­με­νο μιᾶς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο, συ­νι­στα­μέ­νης ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­λή­θεια, πα­ρά σέ ἀ­πο­φά­σεις καί Ὅ­ρους Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φαί­νον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πάν­τως, ἀ­πό τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Κοι­νοῦ Κει­μέ­νου γί­νε­ται, πράγ­μα­τι, σα­φές ὅ­τι γιά τά Μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς δέν ὑ­φί­στα­ται σή­με­ρα ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δη­λα­δή σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, πα­ρά τήν δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με λε­κτι­κά στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ώς μας. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια τήν ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λων ἐ­κεί­νων, πού συ­νει­δη­τά ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­σα δι­α­λαμ­βά­νει τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐμ­μέ­σως πλήν σα­φῶς δέν ἀ­πο­δέ­χον­ται μέ­ρος τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.


Ὅ­μως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως κεί­με­νο δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­φό­σον αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, στόν Ὅ­ρο δη­λα­δή τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.[1]

Τέ­λος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στήν ἐ­πι­στο­λή σας γιά τήν ἑ­νό­τη­τα καί ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρω­το­γε­νῆ αἰ­τί­α τῆς σύγ­χρο­νης πρα­κτι­κῆς τῶν συμ­προ­σευ­χῶν ὁ­ρι­σμέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων – κλη­ρι­κῶν καί λα­ϊ­κῶν – μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Για­τί, ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται θε­ο­λο­γι­κῶς ἡ σα­φής πα­ρα­βί­α­ση Κα­νό­να Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (2ου τῆς Πεν­θέ­κτης, μέ ἀ­να­φο­ρά στόν 10ο Κα­νό­να τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων), πού ἀ­πα­γο­ρεύ­ει τήν συμ­προ­σευ­χή, μέ ἐ­πι­τί­μιο τόν ἀ­φο­ρι­σμό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.


Μέ τόν προ­σή­κον­τα σε­βα­σμό
­σπά­ζο­μαι τήν δε­ξιά σας


Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, Κα­θη­γη­τής τ
ς Θε­ο­λο­γι­κς Σχο­λς το Α.Π.Θ.

 

ΠΗΓΗ: 22/07/2010, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/07/blog-post_9082.html

 

_______________________

[1] Γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα, βλ. στήν Εἰ­σή­γη­σή μου μέ τί­τλο: «Ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ λαν­θα­σμέ­νες θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ πα­πι­κοῦ πρω­τεί­ου»­, στήν Θε­ο­λο­γι­κή Ἡ­με­ρί­δα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Πει­ραι­ῶς (28-4-2010) μέ θέ­μα: «''Πρω­τεῖ­ον'', Συ­νο­δι­κό­της καί Ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»

Ανοικτή επιστολή προς τον Παπικό Αρχιεπ. Νάξου

Ανοικτή επιστολή προς τον Παπικό Αρχιεπίσκοπο Νάξου

 

Πρεσβ.  π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου*

(Ακολουθεί απάντηση μετά μία ημέρα)**

 

 

 

 

Προς τον «Αρχιεπίσκοπο» Νάξου-Τήνου-Άνδρου-Μυκόνου

και «Μητροπολίτη» παντός Αιγαίου  κ. Νικόλαο  Πρίντεζην

Πόλη Τήνου

Κοινοποίηση :  Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σύρου κ. Δωρόθεο.  Σύρος

  κ. Στ. Λαγουρό, εκδότη «Φάρου της Τήνου» (προς δημοσίευση).

 

«Σεβασμιώτατε»,

Έλαβα γνώση της από 28.6.2010 απαντήσεώς Σας στον κ. Στ. Λαγουρό («Ο Φάρος της Τήνου») (http://aktines.blogspot.com/2010/06/blog-post_2266.html  και  http://aktines.blogspot.com/2010/07/blog-post_2279.html) και παρακαλώ επιτρέψτε μου να καταθέσω και εγώ απορίες και σκέψεις με αφορμή το ανωτέρω κείμενό Σας στο διεξαγόμενο δια του «Φάρου της Τήνου» και του διαδικτύου  δημόσιο διάλογο:

Α. Εν πρώτοις, ελπίζω πως δεν θα τύχει παρεξηγήσεως η χρήση εισαγωγικών στην ιδιότητά Σας. Σέβομαι την υποβληθείσα παράκλησή Σας να γίνεται σεβαστός ο αυτοπροσδιορισμός Σας, αλλά πιστεύω ότι συμμερίζεστε τη δυσκολία μας ως Ορθοδόξων να Σας απονείμουμε την ύψιστη ιδιότητα του «Επισκόπου της Καθολικής Εκκλησίας». Γνωρίζετε ότι η δυσκολία μας αυτή εδράζεται στην μακραίωνη εκκλησιαστική μας παράδοση, την οποία τόσο  περιεκτικά καθόρισε ο Άγ. Κυπριανός στον 1ο κανόνα της Συνόδου της Καρχηδόνος, επικύρωσαν οι Δ΄, Στ΄ και Ζ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι και συνεπώς εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε. Είμαι βέβαιος ότι η αναφορά μου αυτή δεν θα καταστεί εμπόδιο στην επικοινωνία μας.

Πάντως εύχομαι η Χάρις του Θεού να εξαλείψει τα προσκόμματα της β΄ χιλιετίας, ώστε η επιθυμία Σας να ταυτιστεί με τη δυνατότητά μας …

 

Β. Στη σελ. 3  παραπέμπετε στην από 27.6.2007 απάντηση της Επιτροπής για τη Διδασκαλία τη Πίστεως (Congregatio pro Doctrina Fidei) της Ρωμαϊκής Κουρίας και αναφέρεστε σε «ελλείψεις» της Ορθοδόξου Εκκλησίας σημειώνοντας ότι «είναι προφανές ότι η μη αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα από τις άλλες Εκκλησίες θεωρείται ως εκκλησιολογική ανεπάρκεια». Η διατύπωση σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται πολύ «ανοικτή» έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και παρουσιάζεται να συμπληρώνει την περί «αδελφών Εκκλησιών» εκκλησιολογία του κειμένου του Balamand (1993). Όμως προσεκτικότερη ανάγνωση οδηγεί σε ριζικά αντίθετα συμπεράσματα:

1. Είναι προφανές ότι όταν η Congregatio pro Doctrina Fidei ομιλεί περί Εκκλησίας» εννοεί την θεολογική έννοια του όρου, ήτοι την «Μία Αγία, Καθολική και Αποστολική» και όχι μία απλή κοινότητα ή συνάθροιση («εκκλησία Δήμου» κ.ο.κ.). Δυστυχώς, αδυνατώ να κατανοήσω την ύπαρξη Εκκλησίας με «έλλειμμα»  ή  «Εκκλησίας (με) εκκλησιολογική ανεπάρκεια» !  Πιο συγκεκριμένα :

a. Αν η «Εκκλησία» ταυτίζεται με την πληρότητα, την τελειότητα, την καθολικότητα, πώς μπορεί να υπάρξει σ' Αυτήν «έλλειμμα» ή «εκκλησιολογική ανεπάρκεια»;

b. Αν η «Εκκλησία» είναι το «σώμα του Χριστού», πώς εννοεί η Ρωμαϊκή Επιτροπή Πίστεως το άχραντο Σώμα Του να έχει «έλλειψη» – και μάλιστα πολύ ουσιαστική;

c. Η φράση Εκκλησία με «έλλειμμα» ενέχει την απόλυτη αντίφαση, ώστε αυτοαναιρείται πλήρως: Αν είναι Εκκλησία, δεν μπορεί να είναι «ελλειμματική» και αν είναι «ελλειμματική», μπορεί να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από «Εκκλησία». Νομίζω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι το δηλητηριασμένο νερό δεν είναι νερό, αλλά δηλητήριο, ή μία γυναίκα με «ανεπαρκή παρθενία» είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από παρθένος! Μια κοινότητα λοιπόν με «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» δεν μπορεί να είναι «Εκκλησία»!

d. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» δεν αφορά σε εκκλησιαστικό έθος, όπου χωρεί κάποια ελαστικότητα και ποικιλομορφία, αλλά  καθοριστικό δόγμα πίστεως. Συνεπώς, δεν έχουμε απλή «έλλειψη», αλλά πραγματική «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» με την πλήρη θεολογική βαρύτητα των λέξεων αυτών. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για τη Ρώμη τα παπικά δόγματα περί πρωτείου και αλαθήτου, όπως καθορίστηκαν στις «οικουμενικές», για Σας, Συνόδους Α΄ Βατικανού (1870) και Β΄ Βατικανού (1962-1965) είναι εξαιρετικής σπουδαιότητος. Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι με βάση τη δογματική απόφαση της «οικουμενικής» Α΄ Βατικανής «Pastor aeternus» όσοι δεν αποδεχόμαστε το πρωτείο του Απ. Πέτρου υποκείμεθα σε «ανάθεμα» (Caput I, De apostolici primatus in beato Petro institutione). Eπίσης, «ανάθεμα» προβλέπεται για μάς που δεν αποδεχόμαστε το «θείω δικαίω» πρωτείο του Ρωμαίου Ποντίφικος εφ' όλης της Εκκλησίας (Caput II, De perpetuitate primatus beati Petri in Romanis pontificibus). Επίσης, σύμφωνα με την ίδια απόφαση της «οικουμενικής» για Σας Συνόδου έχουμε παραδοθεί σε «ανάθεμα» επειδή δεν αποδεχόμαστε ότι «η κρίση της Αποστολικής Έδρας, από την οποία καμία εξουσία δεν είναι  ανώτερη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό ουδενός. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει τις αποφάσεις της. Γι' αυτό, όσοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να γίνει έκκληση κατά των κρίσεών της στην οικουμενική σύνοδο ως σε ανώτερη από τον πάπα εξουσία παρεκκλίνουν από την οδό της αλήθειας» και συνεπώς και όσοι δεν δεχόμαστε «ότι η εξουσία του Ρωμαίου ποντίφικα περιορίζεται στον έλεγχο και στη διοίκηση και ότι δεν είναι πλήρης και υπέρτατη εφ' όλης της Εκκλησίας, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στην πίστη και στα ήθη, αλλά και στην τάξη και στη διακυβέρνηση ολόκληρης της Εκκλησίας, ή ακόμη ότι έχει το πιο σημαντικό μέρος, όχι όμως και στην πληρότητα της υπέρτατης αυτής εξουσίας, ή ότι η εξουσία του δεν είναι τακτική (δηλαδή όχι εκχωρούμενη, αλλά ex officio) εφ' όλων των κληρικών και των πιστών» (Caput III, De vi et ratione primatus Romani Pontificis). Τέλος «ανάθεμα» έχει απαγγελθεί σε όσους δεν δεχόμαστε το καινοφανές δόγμα του αλαθήτου, όπως το περιγράφετε στην επιστολή Σας (Caput IV, De Romani pontificis infallibili magisterio). Βέβαια στην απάντησή Σας στον κ. Στυλ. Λαγουρό αποφύγατε να αναφερθείτε σε αυτά τα τέσσερα αναθέματα της «οικουμενικής» Α΄ Βατικανής Συνόδου για όσους δεν αποδέχονται τα παπικά δόγματα. Συνεπώς, η «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» των Εκκλησιών που δεν αποδέχονται τα παπικά δόγματα περί πρωτείου και αλαθήτου είναι πολύ σοβαρή σε τέτοιο σημείο, που αν θέλουμε να διαβάζουμε θεολογικά τα κείμενα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να ομιλούμε περί «Εκκλησιών» με την θεολογική έννοια της λέξεως.

2. Παρά το γεγονός ότι δεν αποδέχομαι το χαρακτηρισμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως «ελλειμματικής», δε συμμερίζομαι την αντίδραση πολλών εξ  ημών των Ορθοδόξων, οι οποίοι καταφέρθηκαν εναντίον της Επιτροπής. Όταν διαλεγόμαστε επί θεολογικών θεμάτων οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς και στην παρουσίαση της αυτοσυνειδησίας μας και στο πώς θεωρούμε τον άλλον. Η Επιτροπή, μετά την καινοφανή για την εκκλησιαστική μας παράδοση θεολογία των «αδελφών Εκκλησιών» (Balamand-1993), η οποία μόνο σύγχυση προκαλεί, καλώς ξεκαθάρισε – κάπως – τα πράγματα προσδιορίζοντας την πίστη της Ρώμης για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Βέβαια από μία Ρωμαϊκή Επιτροπή Πίστεως θα ανεμένετο ακριβέστερη και σαφέστερη κατάθεση πίστεως, χωρίς αντιφατική διατύπωση, όταν μάλιστα ο σημερινός Πάπας είναι Καθηγητής Δογματικής. Υποψιάζομαι ότι η αντιφατικότητα δεν διέλαθε της προσοχής της «Αγίας Έδρας», αλλά η Ρώμη θέλησε από τη μία πλευρά  να μην τινάξει στον αέρα την οικουμενική κίνηση, εμφανιζόμενη να αποδέχεται την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «αδελφή Εκκλησία» και από την άλλη να μην αποστεί της εκκλησιολογίας της, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το σχίσμα και ιδιαιτέρως με την Α΄ Βατικανή Σύνοδο.

Συμπερασματικά, μελετώντας με προσοχή την απάντηση της Επιτροπής Πίστεως, ουσιαστικά η Ρώμη αρνείται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία με τη θεολογική έννοια του όρου. Απλώς της αναγνωρίζει κάποια εκκλησιαστικά στοιχεία.  

Γ. Σε συνέχεια της προηγουμένης σκέψεώς μου, με ξένισε ιδιαίτερα η αναφορά Σας (σελ. 6) στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, όπου Τον χαρακτηρίσατε ως «τον δεύτερο κατά σειρά Επίσκοπο της Εκκλησίας». Αντιπαρέρχομαι το κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία άστοχο της διατυπώσεως πρώτος, ή δεύτερος, ή τρίτος Επίσκοπος της Εκκλησίας, που ασφαλώς προέρχεται από την παπική προσέγγιση των πρεσβείων τιμής της αρχαίας Εκκλησίας. Όμως:

1. Διερωτώμαι, πώς είναι δυνατόν σήμερα, διατηρουμένων εν ισχύει των προαναφερθέντων τεσσάρων αναθεμάτων της «οικουμενικής» Α΄ Βατικανείου, να χαρακτηρίζετε τον Πατριάρχη μας ως «Επίσκοπο της Εκκλησίας», αφού, όπως κατ' επανάληψη έχει δηλώσει, δεν αποδέχεται τα παπικά δόγματα περί πρωτείου και αλαθήτου;

2. Διερωτώμαι ποιάς Εκκλησίας;

a. Της Ορθοδόξου;  Μα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν είναι «δεύτερος», αλλά «πρώτος» (έστω κατά την εσφαλμένη προσέγγισή Σας) !

b. Της Ρωμαιο-Καθολικής; Μπορεί να είναι «Επίσκοπός» της αρνούμενος τα παπικά της δόγματα; Μπορεί να είναι «επίσκοπός» όταν και εναντίον του επικρέμανται τα αναθέματα της «οικουμενικής» της Συνόδου; 

c. Της προ του 1054 μΧ Εκκλησίας; Αυτό θα συνέβαινε αν αυτός που θεωρείτε Εσείς σήμερα ως «πρώτον», αποδεχόταν την προ του 1054 εκκλησιαστική παράδοση και τάξη, όπως καθορίστηκε στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, χωρίς την παραχάραξη της β΄ χιλιετίας. Μέχρι να συμβεί αυτό, ισχύουν τα προαναφερθέντα στην  § a.

d. Μιας άλλης «Εκκλησίας», κάτι μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθο-λικής, στην οποία ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει  ακόμα και σε καίρια δόγματα, αλλά αυτή η θεολογική διαφορά στην πίστη να μην είναι εμπόδιο στο να είναι κάποιος μέλος της; Όμως αυτό το κατασκεύασμα δεν είναι «Εκκλησία», αλλά νεοεποχίτικο νεόπλασμα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλους μας!

Συμπερασματικά, η αναφορά Σας στον Οικουμενικό Πατριάρχη είναι εξαιρετικά ασαφής και ως εκ τούτου προκαλεί μεγάλη σύγχυση.

 

Δ. Μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι επιμένετε στην πρότασή Σας για διοργάνωση κοινών λατρευτικών εκδηλώσεων. Μάλιστα είναι εμφανής στο κείμενό Σας μια έντονη και φορτική πίεση στους Ορθοδόξους της νήσου με επανάληψη της προτάσεως για κοινή περιφορά Επιταφίου, κοινό εορτασμό του Πάσχα, κοινές  λατρευτικές συνάξεις, πότε σε Ορθόδοξο και πότε σε Ρωμαιοκαθολικό Ναό κ.ο.κ.

Λυπούμαι που ενδεχομένως θα Σας πικράνω, αλλά θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί Σας: Αυτές οι προτάσεις συμπροσευχής είναι ανεκτό να γίνονται από πιστούς, οι οποίοι είναι εντελώς άμοιροι της εκκλησιαστικής παραδόσεως και τάξεως καθώς και των θεολογικών προϋποθέσεων για την δυνατότητα αυτή. Νομίζω όμως ότι δεν μπορούν να διατυπώνονται από υπευθύνους εκκλησιαστικούς φορείς, που οφείλουν να σέβονται έμπρακτα την παράδοση και εκκλησιαστική τάξη του άλλου, ακόμα και όταν διαφωνούν μαζί της. Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος:

1. Ασφαλώς γνωρίζετε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διοικείται από τους Iερούς Kανόνες των Επτά Οικουμενικών Συνόδων (συνταχθέντων ή επικυρωθέντων από Αυτές). Οι Ι. Κανόνες αυτοί ισχύουν και σήμερα, διότι δεν έχουν αντικατασταθεί από κάποια κωδικοποίηση, όπως έγινε από τη Ρώμη με τoν Codex Juris Canonici (C.I.C. – 1917, 1983). Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας σεμνύνεται εν Κυρίω για την εξαιρετική τιμή και ευλογία, διότι έχει την ελέω Θεού αποκλειστικότητα σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο να είναι η μοναδική χριστιανική κοινότητα που φέρει τέτοιο ιστορικό και κανονικό βάρος, να διοικείται από Ι. Κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας.

[ Βέβαια αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία που έχετε με την κανονική παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων της α΄ χιλιετηρίδας, στην οποία δε δίδεται η δέουσα βαρύτητα  στα επίσημα κείμενα της Ρώμης. Ενδεικτικά: 

α) Το «Περί Εκκλησίας Διάταγμα» της Β΄ Βατικανής Συνόδου (Lumen Gentium) έχει 195 υποσημειώσεις με περισσότερες από 600 παραπομπές. Οι επικυρωμένοι από τις Οικουμενικές Συνόδους του ενιαίου Χριστιανισμού κανόνες στους οποίους παραπέμπει είναι μόνο τρεις (5ος, 6ος, και 7ος της Α΄ Οικουμενικής)!

β) Η επίσημη «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας» (συνταχθείσα υπό την προεδρία του καρδιναλίου J. Ratzinger και εγκριθείσα το 1992)  έχει 950 σελίδες και 2.900 θεματικές παραγράφους περίπου. Παραπέμπει σε ένα μόνο ιερό Κανόνα της αρχαίας Εκκλησίας, τον 34ο Αποστολικό! Αντίθετα και στα δύο ανωτέρω επίσημα κείμενα του παπικού θρόνου υπάρχει πλούσια αναφορά σε παπικές κανονικές διατάξεις της μετά το σχίσμα χιλιετίας. Νομίζουμε ότι αυτό πρέπει να προβληματίσει όλους μας για τη στάση της Αγίας Έδρας έναντι της κοινής μας εκκλησιαστικής παραδόσεως…]

2. Ασφαλώς γνωρίζετε ότι υπάρχουν 16  Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων που δεν μας επιτρέπουν τις κοινές λατρευτικές συνάξεις με αιρετικούς ή σχισματικούς.

3. Συνεπώς, αν γνωρίζετε τα ανωτέρω, απορώ πώς είναι δυνατόν, Εσείς, ένας εκκλησιαστικός άνδρας, στην πλέον υπεύθυνη θέση της κοινότητός του, να προσκαλεί κάποιους πιστούς να περιφρονήσουν την εκκλησιαστική τους τάξη και να απειθήσουν σε κανονικές διατάξεις που φέρουν το βάρος εγκρίσεως Οικουμενικών Συνόδων! Βεβαιωθείτε ότι δεν θα με ενοχλούσε καθόλου, αλλά αντίθετα θα ήμουν πολύ πρόθυμος να συζητήσω τις τυχόν έντονες αντιρρήσεις Σας για την ορθότητα των κανονικών διατάξεων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή. Αυτό όμως που δεν θεωρώ πρέπον είναι, ενώ διατηρούνται σε ισχύ οι Ι. Κανόνες, να εισηγείσθε την περιφρόνησή τους, και μάλιστα κατ' επανάληψη και με φορτικότητα. Βεβαιωθείτε ότι είναι άκρως ενοχλητικό όταν μάλιστα αυτό προτείνεται από Αρχιεπίσκοπο …

Παρακαλώ σκεφτείτε πώς θα αισθανόσασταν εάν εγώ Σας προσκαλούσα και επέμενα να παραβιάσετε διατάξεις του Codex Iuris Canonici  π.χ. αν πρότεινα σε ιερέα της δικαιοδοσίας Σας να νυμφευθεί και μάλιστα ευκαίρως-ακαίρως του παρουσίαζα και συγκεκριμένες κοπέλες για να συνδεθεί. Δεν θα θεωρούσατε αυτή τη συμπεριφορά ως ανεπίτρεπτη και προκλητική ; Και αν τελικά ο κληρικός Σας συμμορφωνόταν στην αήθη πρότασή μου δεν θα γινόταν περίγελως και στα μάτια μου, αφού περιφρόνησε κανονικές διατάξεις στις οποίες έχει ορκιστεί υπακοή;  Κατά παρόμοιο τρόπο δεν θα γίνει περίγελως και όποιος Ορθόδοξος (λαϊκός, ή ιερέας και ιδιαίτερα Επίσκοπος) συμμορφωθεί και συμπράξει στην υλοποίηση της προτάσεώς Σας παραβαίνοντας σαφείς και κατηγορηματικές πατερικές και συνοδικές αποφάσεις, τις οποίες στην ώρα της χειροτονίας του ο Επίσκοπος έχει ορκιστεί ότι θα σέβεται και θα υπακούει; Τι εκτίμηση θα τρέφετε και Εσείς ακόμα για έναν τέτοιου επιπέδου Ορθόδοξο κληρικό; Θα θέλατε να βρεθείτε σε τόσο δύσκολη θέση;

Εσείς από πλευράς Σας συμμορφώνεστε στην απόφαση της «οικουμενικής», για Σας, Β΄ Βατικανής Συνόδου, η οποία στο σχετικό «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» (κεφ. 2,  § 8),  προτείνει ενθέρμως τις συμπροσευχές, ακόμα και την intercommunio. Αν δεν υπήρχε η απόφαση αυτή θα τολμούσατε να κάνετε τέτοια πρόταση;  Aσφαλώς όχι!  Πώς τότε το προτείνετε σε εμάς που οι Οικουμενικές μας Σύνοδοι ρητώς μας το απαγορεύουν;

 

«Σεβασμιώτατε»,

αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η μη κοινή περιφορά του Επιταφίου, ή ο μη κοινός εορτασμός του Πάσχα, δεν είναι ΤΟ πρόβλημα, ή μάλλον δεν είναι καν πρόβλημα (ας θυμηθούμε την περί την ημερομηνία του Πάσχα διαφορά Σμύρνης-Ρώμης τον β΄ αι., η οποία καθόλου, μα καθόλου, δεν εμπόδισε την πλήρη κοινωνία των Τοπικών Εκκλησιών, αφού κοινωνούσαν εν τη πίστει). Γνωρίζετε ότι αλλού είναι τα σοβαρά προβλήματα: στην «εξέλιξη» της δυτικής εκκλησιολογίας και θεολογίας κατά τη β΄ χιλιετία, ουσιαστικά στον εκτροχιασμό της από την παράδοση της πρώτης Εκκλησίας. Εκεί με ειλικρινή ταπείνωση πρέπει να εντοπιστεί ο αγώνας όλων μας – έκαστος με το χάρισμα και τη διακονία που έχει.  Οι συμπροσευχές, υπαρχουσών των σοβαρών θεολογικών και εκκλησιολογικών διαφορών, μάλλον περιπλέκουν τα πράγματα, παρά τα επιλύουν, μάλλον δημιουργούν σύγχυση και εσφαλμένες εντυπώσεις στον απλό λαό, παρά τον καθοδηγούν εν αληθεία και αγάπη. Είναι ψευτο-μπαλώματα με τα οποία μάλλον ασχημαίνουμε την Άμωμο Νύμφη του Χριστού. Επί πλέον, οι συμπροσευχές ως περιφρόνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως που έχει καθοριστεί από Οικουμενικές Συνόδους απωθούν τη Θ. Χάρη και έτσι χωρίς Αυτή δεν μπορεί να υπάρξει καμία προκοπή. «Οι Ιεροί Κανόνες εκδικούνται» λέει μία δική μας εκκλησιαστική παροιμία, που συνεχώς επιβεβαιώνεται στη ζωή της Εκκλησίας μας.

 

Ε. Τέλος, ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι η εμμονή μας στην παράδοση των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας νομίζουμε ότι δεν απομειώνει ουδέ στο ελάχιστο την επιβαλλομένη αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, όπως ακριβώς και η αυστηρότητα των Πατέρων έναντι των αιρετικών διδασκαλιών και «εκκλησιαστικών» μορφωμάτων τους δεν μείωνε την προς τα πρόσωπα αγάπη. Βέβαια η αρετή της αγάπης απαιτεί πολύ και επώδυνο προσωπικό αγώνα και αυξημένη Χάρη Θεού. Γι' αυτό θα παραμένει πάντοτε το μέγα ζητούμενο για όλους μας.  Πάντως πιστεύω ότι με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξαντλείται  σε ακατάσχετη αγαπολογία (κενή ουσιαστικού περιεχομένου και ανέξοδη για τον αγαπολογούντα) ή σε εκδηλώσεις που καθορίζονται από νοοτροπία τύπου δημοσίων σχέσεων και στοχεύουν στο να «χαϊδεύουν» την πλάνη, αποκρύπτοντας ότι  υπάρχει σοβαρή παραχάραξη της εκκλησιαστικής πίστεως και τάξεως της α΄ χιλιετίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ασφαλώς, αγαπούσαν πολύ γι' αυτό και ήσαν και πολύ αυστηροί στην πίστη. Ας προσπαθούμε να μη τους προσβάλλουμε ισχυριζόμενοι, έστω και εμμέσως ή ενδομύχως, ότι διαθέτουμε περισσότερη από αυτούς αγάπη. Όταν λοιπόν υπάρχει αυτή η αυθεντική πατερική αγάπη, είμαι βέβαιος ότι η Θ. Χάρις θα έλθει να μας επισκιάσει και τότε Αυτή θα αναπληρώσει τις ελλείψεις και θα θεραπεύσει τις ασθένειές μας.

 

Πάτρα  14 .  . 2010

 

Με τιμή και ευχές

 

*  Πρεσβύτερος π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών, τηλ. 6945-377621,  agotsopo@gmail.com

 

** Απάντηση

 

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ

    ΝΑΞΟΥ-ΤΗΝΟΥ-ΑΝΔΡΟΥ-ΜΥΚΟΝΟΥ

Τήνος 15/7/2010

 

Προς

τον Εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών

Σεβαστό  π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο

 

Σεβαστέ π. Αναστάσιε,

Έλαβα την επιστολή, την οποία μου στείλατε με  e-mail  και σας ευχαριστώ.

Δεν επιθυμώ όμως να απαντήσω σε μία απάντηση της απαντήσεώς μου στον κ. Στυλιανό Λαγουρό. Διαπιστώνω από την επιστολή σας ότι οι θεολογικές θέσεις σας ταυτίζονται με εκείνες του κυρίου Λαγουρού. Γνώριζα απλώς ότι δεν απέχουν πολύ από εκείνες του Αγίου Πειραιώς. Σας αρκεί λοιπόν η απάντησή μου προς τον κύριο Λαγουρό. 

Δε σας παρεξηγώ που χρησιμοποιείτε τα εισαγωγικά, όταν αναφέρεστε στον τίτλο της ιδιότητάς μου. Αυτή δε μειώνεται από τη δική σας αποδοχή ή όχι.  Έχει από μόνη της τη δική της βαρύτητα, την οποία συνειδητοποιώ και αισθάνομαι συχνά αδύναμος να ανταποκριθώ. Μου αρκεί όμως  η χάρη του Θεού και χωρίς τη δική σας συγκατάθεση.

Να γνωρίζετε όμως, Σεβαστέ Πατέρα, ότι οι Επίσκοποι της Καθολικής Εκκλησίας δεν αυτοπροσδιορίζονται, αλλά  η ιδιότητά τους καθορίζεται από την επίσημη Βούλα του Επισκόπου της Ρώμης, ο οποίος και τους εκλέγει από το τριπρόσωπο που του παρουσιάζουν οι αρμόδιοι θεσμοί.

             Να μη φοβάστε  τη συμπροσευχή, να μην εμποδίζετε  την κοινή προσπάθεια που γίνεται από τις δύο  Αδελφές  Εκκλησίες με επί κεφαλής τους δύο σημερινούς θεόπνευστους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν εσείς ακολουθείτε τις συνετές και εμπνευσμένες πρωτοβουλίες της Α.Θ.Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου κι εμείς τις οδηγίες και τις εμπνεύσεις του Αγίου Πατέρα του Πάπα Βενεδίκτου 16ου, είναι βέβαιο ότι συμβάλλουμε στην εκπλήρωση της Αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου «ίνα πάντες εν ώσιν». Η Εκκλησία ποτέ δε στερήθηκε από τους Πατέρες της. Η Εκκλησία δεν είναι στατική αλλά δυναμική, συνεχίζει το σωτήριο έργο της, διότι κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Ας μην εμποδίζουμε το έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο την καθιστά συνεχώς «σημείο σωτηρίας».

            Ας ελέγχουμε με ταπεινότητα τον εαυτό  μας, για να διαπιστώσουμε κατά πόσον με τα έργα και τα λόγια μας επισπεύδουμε την ευλογημένη εκείνη ημέρα της ενότητας των Χριστιανών  ή αντιθέτως την απομακρύνουμε.

            Έχουμε ιερό καθήκον επίσκοποι, ιερείς και λαός του Θεού  να βαδίζουμε με συνοδοιπόρο τον Αναστημένο Χριστό, ο οποίος συνεχίζει να μας ερμηνεύει τις Γραφές και να μας καίει τις καρδιές, για να τον αναγνωρίσουμε κατά τον  κοινό τεμαχισμό του άρτου.

Αυτή πρέπει να είναι η πίστη μας, η χαρά μας και η ελπίδα μας.

            Ο Κύριος να ευλογεί το ποιμαντικό σας έργο.

 

Με πολλή εν Χριστώ αγάπη


+Νικόλαος

Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Νάξου-Τήνου-Άνδρου-

 

Περί τουρκικής υπηκοότητας

Περί τουρκικής υπηκοότητας

 

Ανοικτή επιστολή στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κρήτης

 

Από 9 Λαϊκούς θεολόγους της Κρήτης 


Σεβασμιώτατοι,
Mε έντονη ανησυχία αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο να λάβουν τουρκική υπηκοότητα οι Iεράρχες της Eκκλησίας της Kρήτης, αποδεχόμενοι τη σχετική «προσφορά» της Tουρκίας. H ανησυχία αυτή οφείλεται στην επίγνωση της Iστορίας, η οποία μας διδάσκει ότι:

α) H Tουρκία δεν προσφέρει… ποτέ τίποτα χωρίς σκοπιμότητα. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας προβληματίσει το ότι φαίνεται τόσο «γενναιόδωρη» στην προκειμένη περίπτωση;

β) H Tουρκία, επίσης, δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί την Kρήτη, και μάλιστα έντονα. Mέχρι τώρα διέθετε ως γέφυρα για τη Mεγαλόνησο τους ελληνόφωνους Tουρκοκρητικούς (στην πραγματικότητα, απογόνους εξισλαμισμένων Eλλήνων, αλλά στην πράξη εκτουρκισμένων, ίσως και λόγω της δικής μας ολιγωρίας, όπως αφήνουμε ως χώρα να εκτουρκίζονται οι αδελφοί μας Έλληνες Πομάκοι της Θράκης), τώρα όμως επιχειρεί να αποκτήσει και δεύτερη γέφυρα, το να διοικείται η εν Kρήτη Oρθόδοξη Eκκλησία από Iεράρχες, που θα έχουν διπλή υπηκοότητα, ελληνική και τουρκική…!
H εκτίμηση των συνεπειών από την αποδοχή της πρότασης αυτής, κατά την άποψή μας, είναι κάτι που υπερβαίνει τη σημερινή πραγματικότητα. Oι συνέπειες αυτές μπορεί να εκδηλωθούν στα προσεχή δέκα χρόνια, αλλά και στα προσεχή πενήντα ή εκατό χρόνια, όταν θα έχει ξεχαστεί ο τρόπος που ελήφθη η τουρκική υπηκοότητα και θα είναι ευκολότερο για τη γείτονα χώρα να διοχετεύσει στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κοινότητα μύθους για δήθεν συνεχή τουρκική παρουσία στο νησί. Eύκολα, λοιπόν, μπορεί κάποιος να υποψιαστεί ότι μεθοδεύεται η μετατροπή της Kρήτης σε Kύπρο. Oι παλιοί Kρητικοί γνώριζαν (και το είχαν αποτυπώσει σε τραγούδια και λαϊκές ρήσεις, που δεν θέλουμε να αναφέρουμε) ότι δεν πρέπει να πέφτουν σε παγίδες ανθρώπων, που έχουν αποδειχθεί αφερέγγυοι, πολύ περισσότερο όταν είναι πλημμελώς καλυμμένες και συνεπώς ορατές.

Mην πέσετε λοιπόν, άγιοι Iεράρχες, σε αυτήν την παγίδα, γιατί είναι άγνωστο τι περιέχει,  και μην ενεργήσετε, σας παρακαλούμε, ενάντια στη βούληση του ορθόδοξου κρητικού λαού, που (αν και επί του προκειμένου δεν ερωτήθηκε) είναι πάντα καχύποπτος με τις «γενναιοδωρίες» της γειτονικής μας χώρας.
Tα ανωτέρω τα γράφουμε με μεγάλη αγάπη και απεριόριστο σεβασμό, χωρίς καμμία διάθεση κριτικής ή διδακτισμού (πολλώ δε μάλλον κακοπροαίρετου) προς την Iεραρχία της Kρήτης, αλλά και πλήρη επίγνωση ότι στην Oρθόδοξη Eκκλησία δεν υπάρχουν εξουσιαστικοί θεσμοί και ένας λαϊκός κατοχυρώνεται θεσμικά να εκφράσει την άποψή του έναντι των αποφάσεων όχι μόνο ενός Πατριάρχη (από την Eκκλησιαστική Iστορία έχουμε αρκετά παραδείγματα απλών μοναχών, ακόμη και λαϊκών, που άσκησαν -καλοπροαίρετη και επιβεβλημένη- κριτική σε Eπισκόπους και Πατριάρχες), αλλά ακόμη και μιας Συνόδου.


H Oικουμενικότης

 


H υποστήριξη του αγίου Oικουμενικού μας Πατριαρχείου πρέπει αδιαμφισβήτητα να είναι ενεργός, αλλά να κινηθεί προς άλλες κατευθύνσεις. H αναγνώριση, από πλευράς μας, της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου (σε αντίθεση με τις επιδιώξεις της Tουρκίας, που το θεωρεί αποκλειστικά τουρκικό ίδρυμα) επιβάλλει το λιγότερο την καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας, ώστε οι υπαγόμενοι στη δικαιοδοσία του Iεράρχες να μπορούν να εκλεγούν στη θέση του Oικουμενικού Πατριάρχη χωρίς προϋποθέσεις.
Eπ' αυτού, επαναλαμβάνουμε τις ορθές επισημάνσεις του Pεθυμνιώτη νομικού και ευσεβούς χριστιανού κ. Mανώλη Eγγλέζου Δεληγιαννάκη, στο άρθρο του: «Tούρκοι υπήκοοι οι Kρητικοί Iεράρχες: Nίκη ή ήττα;», που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο (http://www.antibaro.gr/node/1647 κ.α.). Γράφει:
«Tο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Πατριαρχείο στην Πόλη είναι γνωστό: Δεν αναγνωρίζεται από το Tουρκικό Κράτος η οικουμενικότητά του, θεωρείται ένα ίδρυμα που απευθύνεται σε ορθόδοξους Tούρκους, και ως εκ τούτου οι Iεράρχες του πρέπει να είναι Tούρκοι υπήκοοι. H θέση αυτή της Tουρκίας παραβιάζει τη συνθήκη της Λωζάννης και στερεί από την οικουμενική Oρθοδοξία τη δυνατότητα να διαχειριστεί τα του οίκου της, όπως θα έπρεπε. Γιατί, σε συνδυασμό με την εξάλειψη της Πολίτικης Pωμιοσύνης, που συστηματικά επεδίωξε η Tουρκία, δεν υπάρχει παραγωγή νέων ντόπιων στελεχών για το Πατριαρχείο και είναι ορατός ο δι' ασφυξίας θάνατός του.
»Aυτά ενώ δεν έπρεπε. H ανοχή της Eλλαδικής Πολιτείας σε κάθε τουρκική πρόκληση μάς έχει φέρει εδώ, και η απουσία στήριξης του χειμαζομένου Πατριαρχείου το έχει φέρει σε δεινή θέση. O Πατριάρχης είναι κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο. Aκόμα χειρότερα, η Tουρκία έχει πια εντάξει το Πατριαρχείο στις επιδιώξεις της εξωτερικής της πολιτικής, ως μέσο πίεσης προς την Eλλάδα και τους απανταχού συναισθηματικά δεμένους με αυτό Oρθοδόξους. Xρησιμοποιώντας την απόλυτη εξουσία, που ασκεί απέναντι σε αυτό, θέλει να το χρησιμοποιεί ως όργανό της προς επιδίωξη των γεωπολιτικών της φιλοδοξιών.

»H είδηση ότι η Tουρκία δέχεται να πολιτογραφήσει τους Iεράρχες των Eκκλησιών, που υπάγονται απ' ευθείας στο Πατριαρχείο, έγινε δεκτή ποικιλοτρόπως. Tο σίγουρο είναι ότι πάτησε πάνω στην αποδοχή από όλους μας της θέσης της ότι το Πατριαρχείο είναι τουρκικός θεσμός και όχι οικουμενικός, και ότι απευθύνεται σε Tούρκους υπηκόους. Eδώ, λοιπόν, μετράμε μια πρώτη ήττα. Γιατί το Πατριαρχείο είναι Oικουμενικό, και για να ασκήσει τη δραστηριότητα του δεν πρέπει να περιορίζεται σε Tούρκους μόνο υπηκόους, και η Tουρκία έχει την υποχρέωση να αφήσει ακώλυτη τη δραστηριότητά του.

»Aποδεχόμενοι λοιπόν την πρώτη ήττα, υπάρχουν τα εξής δεδομένα: Aφήνουμε το Πατριαρχείο να σβήσει ή το στηρίζουμε; Bέβαια, το δίλημμα δεν περιορίζεται εκεί. Έχει προταθεί να μετεγκατασταθεί στο Άγιον Όρος κηρυσσόμενο σε διωγμό, να ασκηθούν πιέσεις για την αποκατάσταση της Oικουμενικότητάς του κ.λπ. Eπιπλέον, η φυσική απάντηση: "Tο στηρίζουμε", πρέπει να εξελιχθεί παραπέρα και να δούμε τις προοπτικές της. Kαι αυτές είναι ανάλογες με το συσχετισμό δυνάμεων και τη βούληση για αντίσταση στις τουρκικές ορέξεις.

 

Πολιτική υποταγής


»Έτσι, αν η πολιτική μας είναι πολιτική υποταγής και αποδοχής των τετελεσμένων της Tουρκίας, η στήριξη στο Πατριαρχείο θα είναι στήριξη σε ένα θεσμό, που η Tουρκία θέλει να χρησιμοποιήσει για την εμπέδωση της κυριαρχίας της επί της Eλλάδας, την είσοδο της στην Eυρώπη κ.λπ. […]

»Σήμερα, στα δεδομένα που ήδη παρουσιάσαμε προστίθεται και η δημιουργία από τους Tούρκους […] ενός κλίματος κοινού ελληνοτουρκικού παρελθόντος της Kρήτης. H απόπειρα δημιουργίας μιας κοινής "Kρητικής" ταυτότητας, κοινής για Έλληνες και Tουρκοκρητικούς, που στοχεύει ευθέως στην απόσπαση της Kρήτης από τον εθνικό κορμό. Aυτό γίνεται, από πλευράς Tουρκίας, μέσα σε ένα κλίμα νοσταλγικό και συναισθηματικό, με βιντεάκια στο διαδίκτυο, ενώ οι ντόπιοι συνοδοιπόροι τους ψελλίζουν το σύνθημα της αυτονομίας, μιλούν για δημοψηφίσματα το 2012 και καλλιεργούν το σχετικό κλίμα.
»Σ΄ αυτό το πλαίσιο, οι Kρητικοί ιεράρχες πολιτογραφούνται Tούρκοι πολίτες και έπονται και οι Δωδεκανήσιοι. Eίναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η ενέργεια αυτή γίνεται από τους Iεράρχες με καλές προθέσεις και με συγκεκριμένο στόχο, αυτόν της διάσωσης και της διαιώνισης του Πατριαρχείου. Eίναι το ίδιο πέρα από κάθε αμφιβολία ότι τους Tούρκους δεν τους έπιασε ξαφνικά άγχος για το ίδιο θέμα.

»Eίναι χρέος λοιπόν των Iεραρχών να μην επιτρέψουν να τους εντάξουν οι Tούρκοι στις ευρύτερες επιδιώξεις τους στην περιοχή.

»Aλλά αυτό δεν μπορούμε να το απαιτούμε από αυτούς μόνο. Πρέπει να έχουν όλους μας από πίσω, τόσο το Λαό μας, όσο και την επίσημη Πολιτεία. Aλλιώς, οι καλές προθέσεις θα αποδειχθούν "Kερκόπορτα" δίχως καλά-καλά να το καταλάβουμε».


Mε ειλικρινή σεβασμό,

αλλά και έντονη ανησυχία,


Bραχνάκη Eιρήνη

Γιάνναρης Στράτος

Δασκαλάκης Mάρκος

Kανιολάκης Iωάννης

Kοπανάκη Aναστασία

Kουκουράβα Eυαγγελή

Mαυρουδή Mαρία

Mιχελουδάκης Aντώνιος

Pηγινιώτης Θεόδωρος

Kρήτες θεολόγοι

 

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Χριστιανική, φ. 816 (1139), σελ. 5, 14-07-2010,  Ηλ. ανάρτηση, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/826/anoikte-epistole-sten-ierarkhia-tes-ekklesias-tes-kretes.html

Η Δημόσια Διοίκηση …

Η Δημόσια Διοίκηση εκτός από αντιπαραγωγική είναι και επικίνδυνη

 

Του Ξενοφώντα  Καραγεωργίου *

 

Αθήνα, 7  Ioυλίου  2010

Προς:  την Κα  Μ. Ξενογιαννακοπούλου, Υπουργό  Υ. & Κ. Α.,  minister@yyka.gov.gr

Kοινοποίηση: Πρόεδρο & Μέλη  Διοικούσας  Επιτροπής  Ενώσεως  Ελλήνων  Χημικών,  info@eex.gr, Πρόεδρο & Μέλη  Διοικητικού  Συμβουλίου  Πανελληνίου  Συλλόγου  Χημικών  Βιομηχανίας & Επιχειρήσεων,  psxbe@eex.gr, Συντακτική  Επιτροπή  «Χημικών  Χρονικών»,  chemchro@eex.gr

Θέμα: Η  Δημόσια  Διοίκηση  εκτός  από  αντιπαραγωγική  είναι  καί  επικίνδυνη

 

       Κυρία  Yπουργέ

    Αφορμή  αυτού  τού  σημειώματος  αποτελεί  μία  τρανταχτή  απόδειξη  διαχρονικής  υπολειτουργίας  τών  δομών  τής  περιώνυμης  Δημοσίας  Διοικήσεως, πού  αφορά  τόν  χώρο  τού  Υπουργείου  Υ. & Κ. Α., η  οποία  καταλήγει  νά  γίνεται  επικίνδυνη.

     Αποπειρώμαι  νά  αποδείξω  τήν  αλήθεια  τού  ισχυρισμού  μου:

1. Τό  αρχικό  νοσοκομείο  Θηβών  είχε  36  κλίνες. Πολυϊατρείο  τό  ονόμαζαν  οι  πολίτες.

2.  Επενδύθηκαν  υπέρογκα  ποσά  γιά  νά  κτισθεί  σύγχρονο  καί  μεγάλο  κτήριο. Ξέρετε  στήν  περίοδο  Bασιλείας  τής  Διαπλοκής  πού  όλα  τά  δημόσια  έργα  στήν  Ελλάδα  κόστιζαν  2,5  φορές  περισσότερο  από  ό,τι  τά  ισοδύναμά  τους  στήν  Ευρ. ΄Ενωση (καί  μετά  …αθώα  αναρωτιόμαστε  πώς  τό  εθνικό  χρέος  εγγίζει  τά  285  δίς  ευρώ!).

3. Τόν  Αύγουστο  τού  2003  μεταφέρθηκε  σ' αυτό, χωρίς  όμως  προηγουμένως  νά  έχουν  γίνει  πολλές  προπαρασκευαστικές  καί  απολύτως  αναγκαίες  ενέργειες.

4. Μία  από  αυτές  ήταν  νά  είχε  θεσπισθεί  Νέος  Οργανισμός  Λειτουργίας  γιά  τό  νέο  Νοσοκομείο  τών  100  κλινών (σύν  3 – 5  κλινών  βραχείας  νοσηλείας). Μέ  έγκαιρη  πραγματοποίηση  όλων  εκείνων  τών  προσλήψεων (πρίν  τήν  μεταφορά  στίς  νέες  εγκαταστάσεις) πού  θά  μπορούσαν  νά  υποστηρίξουν  επαρκώς  τήν  νέα  απαιτητική  λειτουργία  νοσοκομείου  μέ  3πλάσια  δύναμη.

5. Μία  άλλη  ήταν  νά  θεσπιζόντουσαν  θέσεις  πού  βασανιστικά  έλειπαν  από  τό  δυναμικό  του, π.χ.  Μηχανολόγου  Μηχανικού (η  Τεχνική  Υπηρεσία  τού  νοσοκομείου  είχε  ΔΕ  Ηλεκτρολόγο  καί  ΔΕ  Υδραυλικό, πρόκειται  γιά  νοσοκομείο  σέ  χώρα  τής  Ευρ. Ενώσεως, τρομάρα  μας!). ΄Η  π.χ. Χημικού-Βιοχημικού-Βιολόγου, πού  θά  διαχειριζόταν  καθημερινά  αστικά  λύματα, πάσης  φύσεως  απόβλητα, μολυσματικά  προϊόντα, αλλά  καί  αναλύσεις  στό  Μικροβιολογικό-Βιοχημικό  Εργαστήριο. ΄Η  π.χ.

Οικονομολόγου  Πανεπιστημιακού  επιπέδου, μέ  3ετή -τουλάχιστον- εμπειρία  στά  διεθνή / σύγχρονα  Λογιστικά  Πρότυπα.

6. Μέ  ευθύνη  σύνολης  τής  τότε  Πολιτικής  Ηγεσίας,

–  Ούτε  αυτός  ο  Νέος  Οργανισμός  Λειτουργίας  θεσπίσθηκε,

–  Ούτε, ως  είναι  φυσικό, έγιναν  οι  υπερπολύτιμες  αυτές  προσλήψεις, πού  θά  έφερναν  τήν  λειτουργία  τού  νοσοκομείου  σέ  Ευρωπαϊκά  θέσμια.

      Ο  τότε  Πρωθυπουργός, Καθηγητής  όχι  μόνον  στό  Πα.Πει. (συντομογραφικά  η  ονομασία  τού  Πανεπιστημίου  Πειραιώς), αλλά  καί  άριστος  Καθηγητής  καί  τού  Υπουργού  Οικονομίας  κου  Χριστοδουλάκη  στήν  έντεχνη  παραποίηση – αλλοίωση  τών  ελληνικών  οικονομικών  μεγεθών  καθώς  καί  στήν  κατά  συρροήν  λήψη  δανείων  μέ  όχι  καί  τόσο  καλούς  όρους, εγκαινίασε  μέ  πάρα  πολλές  πλαστικές  σημαιούλες  τό  νέο  νοσοκομείο.

7.  Μετά  τήν  ανάληψη  τών  καθηκόντων  μου, ένας  από  τούς  τεθέντες  στόχους  ήταν  η  απόκτηση  Νέου  Οργανισμού  Λειτουργίας  γιά  νοσοκομείο  100  κλινών  πού  εδρεύει  σέ  χώρα  τής  Ευρ. Ενώσεως  (καί  όχι  στήν  Ζιμπάμπουε, εάν  δέν  τήν  προσβάλλω  κιόλας  αυτήν  τήν  χώρα!).

8.  Ευτύχησα  νά  έχω  τήν  αμέριστη  καί  αταλάντευτη  υποστήριξη  τού  τότε  Υπουργού  Υγείας  κ. Νικ. Κακλαμάνη, καί  αποκτήθηκε  αυτός  ο  Νέος  Οργανισμός  Λειτουργίας, μέ  125  επιπλέον  θέσεις  εργασίας. Μεταξύ  αυτών  καί  οι  3  προαναφερθείσες.

Μέ  μεταγενέστερη  προσθήκη  μπήκαν  στόν  Οργανισμό  Λειτουργίας  επιπλέον  8  θέσεις  πού  πρότεινα, 2  εκ  τών  οποίων  αφορούν  Χημικό-Βιοχημικό-Βιολόγο.

9.  Στίς  αμέσως  επόμενες  2  προκηρύξεις (3Κ/2007 & 6Κ/2007) συμπεριλάβαμε  τήν  κάλυψή  τους.

10.  Απεχώρησα  από  τό  Γ. Ν. Θηβών  τόν  Απρίλιο  τού  2008.

11. Στήν  συνέχεια, ενώ  προσελήφθησαν (καί  άλλαξαν  ουσιωδώς  τήν  εποχή  τού  αραμπά  μέ  τήν  εποχή  τών  δορυφόρων) αναλαβόντες  υπηρεσία,

– καί  ο  Οικονομολόγος, μέ  3ετή  εμπειρία  σέ  διεθνή  λογιστικά  πρότυπα (όπως  ζήτησα  καί  μπήκε  ως  προϋπόθεση  στήν  προκήρυξη  τού  Α.Σ.Ε.Π.),

– καί  ο  Μηχανολόγος  Μηχανικός

12. Δέν  προσελήφθη  κανείς  Χημικός-Βιοχημικός-Βιολόγος  καί  δέν  ανέλαβε  υπηρεσία  μέχρι  σήμερα, παρά  τό  ότι  τό  Α.Σ.Ε.Π. μέ  τήν  οριστικοποίηση  τών  διοριζομένων  τής  3Κ/2007  στίς  29-9-2008  τοποθετούσε  συνάδελφο  στό  Γ. Ν. Θηβών. Η  πρώτη  διορισθείσα  αποποιήθηκε  τόν  διορισμό, αλλά  δέν  αντικαταστάθηκε  έως  τώρα…

13.  Τότε  συνέβαινε (καί  μάλλον  αυτό  συμβαίνει  καί  σήμερα)  ο  πίνακας  επιλαχόντων  διαγωνισμού  τού  Α.Σ.Ε.Π. νά  έχει  2ετή  ισχύ. Δηλαδή, έχουν  απομείνει  πλέον  μόνον  2,5  μήνες  γιά  τήν  τοποθέτηση  κάποιου  στήν  αδικαιολογήτως  παραμένουσα  κενή  θέση. Δέν  είναι  αμαρτία  νά  χαθεί  αυτή  η  θέση, γιά  τήν  οποία  υπάρχουν  κρατημένα, στόν  Κρατικό  Προϋπολογισμό, χρήματα  τών  μισθών  της ?

      Σάς  προτείνω  νά  εξετάσετε  λεπτομερώς  τό  όλο  ιστορικό  τού  θέματος,

Α. καί  εντός  Γ. Ν. Θηβών,

Β. καί  εντός  Α.Σ.Ε.Π.,

– Όχι μόνον (ή τόσο) γιά τήν επιβολή ποινών σέ όποιους υπολειτούργησαν, είτε τυχαία είτε σκόπιμα,

Αλλά, Καί  γιά  νά  μεταβάλλετε  ό,τι  αποδεικνύεται  δυσλειτουργικό  καί  μπορείτε.

Παραμένω  βεβαιότατα  στήν  διάθεσή  σας, εάν  στήν  λογική  σας  είναι  νά  ακούσετε  αποστάγματα  εμπειρίας  από  τεχνοκρατική  οπτική  γωνία  καί  όχι  από  τό  πρίσμα  ενός  κομματικού  αφισσοκολλητή…

 

* Ξενοφών  Καραγεωργίου, Χρυσ. Σμύρνης  184, Βύρωνας, 16232, Τέως  Διοικητής  Γενικού  Νοσοκομείου  Θηβών

Ευαγγέλιο ή βαρβαρότητα…

Ευαγγέλιο ή βαρβαρότητα…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

Αγαπητοί συνάδελφοι μπλόκερς και φίλοι αναγνώστες

Επιτρέψτε μου να σας πω ότι το δικό μου ρολόι σταμάτησε πριν ένα 15νθήμερο. Όταν κάποιοι, όπως πολλά δείχνουν, φασίστες και μαφιόζοι απενεργοποίησαν το ιμέηλ μου (papailiasyfantis@gmail.com) και κατάργησαν το μπλοκ της ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ (http://papailiasyfantis.blogspot.com).

Και, ασφαλώς, το θέμα δεν είναι, βέβαια, ότι χάθηκαν κάποια απ' τα πνευματικά μου δημιουργήματα, που ήταν αναρτημένα στο μπλοκ αυτό. Ούτε γιατί διακόπηκαν κάποιοι ενδιαφέροντες διάλογοι, που μέσω του ιμέηλ γίνονταν, με συναδέλφους και αναγνώστες….

Το θέμα είναι, όπως όλοι μας έχουμε καταλάβει, ότι οι ντόπιοι εφιάλτες και οι διεθνείς τοκογλύφοι γράφουν εδώ και χρόνια τις μελανότερες και οδυνηρότερες, για το παρόν και το μέλλον του λαού μας και τόπου μας, σελίδες.

Το θέμα είναι ότι ύστερα απ' την προσφορά εκ μέρους της Αποστασίας και της Χούντας της μισής Κύπρου στους Τούρκους, τώρα οδηγούν «πικραμένη και ντροπιασμένη» την «απ' τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά» βγαλμένη Ελευθερία μας στην ειρκτή του έσχατου εξευτελισμού και της έσχατης ένδειας.

Το θέμα είναι ότι οι αρχιτέκτονες της έσχατης αυτής, για την εθνική, πνευματική και οικονομική μας υπόσταση, προδοσίας, που αναμασούν τα περί «άπλετου φωτός» άνοστα και ανόητα, δεν αντέχουν ούτε το πιο τρεμουλιαστό κεράκι της αλήθειας.

Και αυτό, που χρειάζεται, στην προκειμένη περίπτωση, είναι να προσδιορίσουμε το στίγμα των σκοτεινών αυτών προσκήνιων και παρασκηνίων, που τόσο πολύ ενοχλούνται απ' το φως της αλήθειας και θέλουν με κάθε δυνατό τρόπο να το σβήσουν…

Γιατί βέβαια οι ισχυρισμοί κάποιων ότι κάποιοι ιστότοποι προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, για όσο χρονικό διάστημα θελήσουν και ότι είναι στο κέφι τους να απενεργοποιούν τα ιμέηλ και να καταργούν τα μπλοκ όποια ώρα θελήσουν, είναι αλήτικες φαιδρότητες…

Ποια όμως είναι η πραγματικότητα;

Απ' τα πρώτα βήματά μου στο χώρο του ιντερνέτ βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποιους ορθοδοξοκάπηλους χριστιανοφασίστες. Οι οποίοι επεδίωκαν να ταυτίσουν το μπλοκ της ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ με κάποιον απ' τους πολιτικούς χώρους της αριστεράς.

Γιατί, προφανώς, κάποιοι θεολόγοι και κληρικοί, που διαβάζουν ανάποδα το Ευαγγέλιο και το ερμηνεύουν σύμφωνα με τα «καλά και συμφέροντα» της άρχουσας αναρχίας, τους είχαν κακομάθει.

Και επιστράτευσαν ακόμη και απειλές, του τύπου: «μωραίνει ο Θεός, ον βούλεται απολέσαι»! Για να με πτοήσουν, κατά την προσφιλή τους τακτική. Αλλά «δεν τους βγήκε»….

Πολύ περισσότερο, αφού ο αληθινά θρησκευόμενος λαός, που ξέρει τι λέει το Ευαγγέλιο και έχει συνείδηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει, διέγνωσε τις κάλπικες προθέσεις τους. Και κατάλαβε ότι το μπλοκ της ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ στοχεύει στη μόνη αληθινή υπέρβαση, που είναι το Ευαγγέλιο.

Αλλά πέραν της ορθοδοξοκάπηλης χριστιανοφασιστικής συνομοταξίας, πολύ φαίνεται να ενοχλήθηκε και ο «πολλά φαγών» και μύρια κακά, σε βάρος του τόπου και του λαού, εφευρών και επαγαγών, δικομματισμός.

Μέχρις ότου κατορθώσουν να χαλκεύσουν τις βαριές αλυσίδες, με τις οποίες μας σύρουν, τώρα, στον εξευτελισμό και την ταπείνωση.

Και ασφαλώς, πέρα και πίσω απ' τους ορθοδοξοκάπηλους χριστιανοφασίστες και τους αμοραλιστές του δικομματισμού, βρίσκεται η κοσμοκρατορία της ασύδοτης διεθνούς τοκογλυφίας.

Η οποία γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον την ακατανίκητη επιχειρηματολογία και ανατρεπτική δύναμη του Ευαγγελίου. Που όλος ο συρφετός των νομομαθών και των κοινωνιολόγων και των οικονομολόγων δεν είναι σε θέση ν' αντιμετωπίσει. Παρ' όλες τις λαβυρινθώδεις αλχημείες και τις ανούσιες και ανόητες σοφιστείες τους.

Γιατί το Ευαγγέλιο λέει πολύ απλά σε όλους αυτούς τους γραμματείς και τους φαρισαίους ότι:

Κέντρο του ανθρώπινου πολιτισμού είναι ο άνθρωπος και όχι ο ανθρωποφάγος μαμωνάς και το ιεροεξεταστικό ιερατείο του.

Η οποιαδήποτε νομιμότητα, χωρίς δικαιοσύνη, είναι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα πανουργία και σύμφωνα με τον Ησαΐα «ράκος αποκαθημένης»…

Οι αρχιτέκτονες της ληστρικής οικονομίας, που θέλουν «εαυτούς και αλλήλους» πολυστόμαχους και τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που πεθαίνουν απ' την πείνα, χωρίς στομάχι, αποτελούν εταιρεία στυγερών δολοφόνων. Κλπ. κλπ, κλπ…

Τέτοια λέει το Ευαγγέλιο. Και απέναντι στη γλώσσα της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης του Ευαγγελίου οι ντόπιοι και οι διεθνείς μαφιόζοι δεν έχουν να αντιτάξουν καμιά απολύτως ηθική ή λογική επιχειρηματολογία. Παρά μόνο τη γλώσσα της βαρβαρότητας.

Που σε πρώτο στάδιο μπορεί να είναι εκφράζεται με την με κάθε τρόπο φίμωση της αλήθειας.

Που όμως, αν χρειαστεί, δεν έχουν κανένα ενδοιασμό και δισταγμό να χρησιμοποιήσουν και τη γλώσσα της δολοφονίας.

Όπως στην περίπτωση του Χριστού. Και τόσων άλλων μαρτύρων και σοφών. Σε παγκόσμια κλίμακα.

Άλλωστε ποιον θα υπολογίσουν και σε ποιον θα λογοδοτήσουν! Μήπως στα κοπάδια του όχλου;

Τα καταδυναστεύουν και τα καταληστεύουν! Τα δέρνουν και τα γδέρνουν!

Κι όμως, όσο κι αν είναι ακατανόητο και αδιανόητο, ξωπίσω τους τα σέρνουν….

 

Παπα-Ηλίας, 5-7-2010

 

http://papailiasyfantis.wordpress.com

e-mail: papailiasyfantis@gmail.com