Αρχείο κατηγορίας Ολιστική αρχιτεκτονική

Ολιστική αρχιτεκτονική (και η γειτονιά στο κέντρο)

ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ιστορικό τέλος ή ριζοσπαστική πολιτική διέξοδος;

 

Του Τριαντάφυλλου Σερμέτη*

 

Η μισή θεραπεία μιας αρρώστιας οφείλεται στη σωστή διάγνωση. Η άλλη μισή οφείλεται στην ανασύσταση της προσωπικής υπαρξιακής ελευθερίας. Το 1887 ο Νίτσε είχε προβλέψει ότι οι επόμενοι δύο αιώνες θα είναι οι αιώνες της πλήρους απαξίωσης των πάντων, του απόλυτα αρνητικού μηδενισμού. Τι σημαίνει όμως μηδενισμός; Μηδενισμός υφίσταται όταν οι ύψιστες αξίες  της ανθρωπότητας απαξιώνουν τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει το «γιατί», παρά μόνο λειτουργεί το ένστικτο της ατομικής επιβίωσης χωρίς κάποιο στόχο.

Με συμπληρωμένο τον έναν από τους δύο αιώνες, η προφητεία του επιβεβαιώνεται πλήρως. Ο τρόπος που εξασκείται η πολιτική και διαρθρώνεται η οικονομία, καθώς και το κίνητρο για την παραγωγή, μαρτυρούν το αληθές της πρόβλεψης. Κορύφωση της μηδενιστικής αντίληψης επήλθε το 1992, όταν ο νεοφιλελεύθερος διανοητής Φουκουγιάμα είχε γράψει ότι «η ιστορία τελείωσε».

Μέσα σ' αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πλανητικής απαξίωσης, η Ελλάδα, ως ένα μεταπρατικό μιμητικό κράτος, ενσωμάτωσε το «παράδειγμα» αυτό κακέκτυπα. Από το 1974 οι πολιτικές της ηγεσίες, μπολιασμένες με τη μηδενιστική ατομική νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, δημιούργησαν ένα κράτος χωρίς καμιά αξιοκρατία. Οι ποιότητες εκδιώχθηκαν και οι μετριότητες επικράτησαν κάνοντας δόγμα τον αμοραλισμό, με όχημα την κατανάλωση ως τη μόνη αξία με οποιοδήποτε μέσο. Οι πελατειακές σχέσεις  εντάχθηκαν σε αυτό το σχήμα, με αποτέλεσμα η διαφθορά να θεωρείται ως ένα φυσιολογικό φαινόμενο. Με μέσο την εκπαίδευση οι ηγεσίες ποδηγέτησαν το λαό. Η γνώση παράχθηκε ως χρηστικό μέσο και όχι ως αυτοσκοπός αυτοβελτίωσης. Και γέμισε η Ελλάδα γνωστικούς καταρτισμένους αμόρφωτους.

Αυτή η μηδενιστική πνευματική παρακμιακή έκπτωση είναι η αιτία της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η πολιτική διέξοδος από αυτή τη σκοτεινή εποχή θα προέλθει μόνο όταν συγκροτηθεί μια ριζοσπαστική αξιακή ταυτότητα, σε  μια συλλογική ομάδα ικανή να οδηγήσει τη χώρα στο μεταπαρακμιακό φωτεινό μονοπάτι. Ριζοσπαστισμός σημαίνει η ολοκληρωτική αλλαγή του ανθρώπου από τη ρίζα, η βαθύτερη πρωτογενής υπαρξιακή του αλλαγή. Αξιακή ταυτότητα είναι η απελευθέρωση της ηθικοποίησης των ηθών, νοηματοδοτώντας το βίο. Με βάση αυτούς τους ορισμούς, τα κριτήρια για τη μετάβαση στο μεταπαρακμιακό φωτεινό μονοπάτι προϋποθέτουν ένα νέο συνταγματικό πατριωτισμό κοινών αξιών, που θα εστιάζεται σε μια πραγματικά άμεση δημοκρατία. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ολοκληρωτική αναμόρφωση του κράτους. Το σύστημα του κοινοτισμού είναι το πιο πρόσφορο για να αναδομηθεί η άμεση δημοκρατία. Για να υπάρξει άμεση δημοκρατία το κριτήριο είναι η αποκέντρωση σε όλα τα επίπεδα, από το πληθυσμιακό μέχρι το κομματικό. Τα δημοψηφίσματα για όλα τα μεγάλα θέματα αποτελούν προϋπόθεση της πραγματικής δημοκρατίας. Η δυνατότητα της ανακλητότητας των αιρετών συνιστά το βάθεμα της συμμετοχής. Η παραγωγική συγκρότηση στο κοινοτικό σύστημα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σε ένα άλλο μοντέλο, μη καταναλωτικό. Όλα αυτά προϋποθέτουν μια αναγκαιότητα πολιτιστικής αναγέννησης με κέντρο την αναμόρφωση της εκπαίδευσης σε ανθρωπιστική κατεύθυνση, η οποία θα παράγει ανθρώπους έντιμους και καλλιεργημένους και θα δια-μορφώνει πνευματικά ολοκληρωμένες προσωπικότητες.

Ο  πολιτικός φορέας που θα αναλάβει να πραγματώσει αυτές τις αλλαγές  χρειάζεται να έχει ο ίδιος δημοκρατία στο εσωτερικό του, ώστε να αναδειχθούν τα πρόσωπα εκείνα που θα εμπνεύσουν τις ριζοσπαστικές και αξιακές καταστάσεις στον καθένα ξεχωριστά. Επομένως, προαπαιτείται μια εσωτερική επανάσταση του καθενός. Ο καθένας ξεχωριστά θα συγκροτήσει αμαζοποίητα ένα συλλογικό υποκείμενο, για μια πραγματικά ριζοσπαστική αλλαγή, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα αυθόρμητα οργανωμένο πολιτικό ρεύμα. Για να οργανωθεί το πολιτικό ρεύμα διεξόδου χρειάζεται υπαρξιακή γνησιότητα προνομιακά εμπνευσμένων ανθρώπων, που με την παρουσία τους θα εμπνεύσουν το εν λόγω  πολιτικό ρεύμα. Η  πολιτική διέξοδος που μπορεί να υπάρξει, για να οδηγηθούμε σε ένα μεταπαρακμιακό φωτεινό μονοπάτι, απαιτεί προνομιακές ψυχές. Αυτή είναι η πραγματική επανάσταση. Υπάρχουν άραγε αυτοί οι άνθρωποι;  

* Ο  Τριαντάφυλλος Σερμέτης είναι Θεολόγος-Φιλόλογος, Πρόεδρος της Α΄ Ε.Λ.Μ.Ε Πέλλας

Αστικό τοπίο – περιδιαβαίνοντας πόλεις

Μια πρώτη, θεωρητική προσέγγιση του κατοικημένου χώρου ή μια «ανάγνωση» τοπίου, ως πεδίου μελέτης στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Περιδιαβαίνοντας  τις  πόλεις  του  χθες  και  του  σήμερα.

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*


 

Κάθε τόπος διαθέτει πλήθος στοιχείων, τα οποία παραπέμπουν  σε πολλές αναγνώσεις και διδακτικές οπτικές. Αναπτύσσει το δικό του λόγο, σε μια διαλεκτική  χώρου, χρόνου και συμπεριφορών  των ανθρώπινων κοινωνιών που τον συγκροτούν  (Στεφάνου, 2004).

Οι «αναγνώσεις» του τοπίου και οι χρήσεις γης του, ως πεδίο μελέτης και  ερευνητικής δραστηριότητας εμπεριέχει πολλαπλά πεδία για μελέτη και έρευνα, αφού αυτό καθεαυτό το τοπίο συναρτάται με συγκεκριμένη  ιστορική, γεωγραφική και γεωφυσική πραγματικότητα. Το τοπίο μιας  μικροπεριοχής (Δουκέλης, Ιστορικά 8, (1988) δίνει δυνατότητες για συστηματική  χαρτογράφησή του. Αναδεικνύει δυνατότητες διεπιστημονικών  διασυνδέσεων στη βάση των διδακτικών αρχών και των προτάσεων των  Α.Π.Σ.

Η  ένταξη  του  περιβάλλοντος  κάθε  μικροπεριοχής  στη  διδακτική  πρακτική  παρέχει  στους  μαθητές  δυνατότητες  κατανόησης  των  πολλαπλών  όψεών  του, της άμεσης διασύνδεσης του φυσικού και ανθρωπογενούς  περιβάλλοντος, του ρόλου του ανθρώπου στη «χρήση γης» της  μικροπεριοχής, της  επίπτωσης  της  συλλογικής  ανθρώπινης  δράσης  την  κοινωνία  και  οικονομία  της.

Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, το τοπίο εκλαμβάνεται ως μέρος του  περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρωπογενούς, μέρος των υποκατηγοριών  που  συγκροτούν  τις  δύο  αυτές  διακριτές  κατηγορίες. Η  συμπληρωματική  εξάλλου σχέση του φυσικού  και  ανθρωπογενούς  περιβάλλοντος  αναδεικνύει  τις δυνατότητες της ανθρώπινης παρέμβασης, τις δυνατότητες αξιοποίησής  του.

Το περιβάλλον, ενταγμένο στο corpus των  γνωστικών αντικειμένων αποτελεί  πεδίο  μελέτης    έρευνας  για  την  κατανόηση  του  ρόλου  του, αλλά  και  της  συμπληρωματικής  του  σχέσης  με  τον  άνθρωπο. Το  περιβάλλον, ως  φυσικός  χώρος  (Λεοντσίνης, 1999)  αποτελεί  αντικείμενο  μελέτης   και  της  ιστορίας, υπό  την  έννοια  ότι  αυτό  καθεαυτό  επηρεάζει  την  εξέλιξη  των  γεγονότων  και  συντελεί  στη  διαμόρφωση  του  ιστορικού  γίγνεσθαι.  Επιδέχεται  ποικίλες  «αναγνώσεις»  και  προσφέρει  τη  δυνατότητα  κατανόησης  της  συνεχούς  περιπλοκής  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  (Λεοντσίνης, 1999). Η ανακάλυψη και ανάλυση του περιβαλλοντικού πεδίου  είναι δυνατόν να αποκαλύψει τον τρόπο διαχείρισής του,  αλλά και το βαθμό  της περιβαλλοντικής συνείδησης των κοινωνιών.

Στη διευρυμένη αυτή βάση το τοπίο μιας  μικροπεριοχής για την παρούσα  εργασία  αποτέλεσε  σημείο  αναφοράς – μελέτης. Οι  όψεις  του  αγροτικού, αστικού (Μ. Ρεπούση 2004) και βιομηχανικού τοπίου  αποκαλύπτουν  τις  ανθρώπινες  προθέσεις  και  παρεμβάσεις, την  οργάνωση  γενικότερα  του  ανθρωπογενούς  περιβάλλοντος.

Η  σημασιολογική  στενότητα  του  όρου  τοπίο  διευρύνεται  από  το  19ο  αι.  και  εξής, συμπεριλαμβάνοντας  και  την  έννοια  του  ανθρωπογενούς.  Η  επέκταση  του  σημασιολογικού  αυτού  πλαισίου  παρέχει  δυνατότητες  πολλαπλών «αναγνώσεων» και ερευνητικών εργασιών στο σχολικό  περιβάλλον. Στη σχετική βιβλιογραφία το τοπίο εντάσσεται στις  ιστορικές  πηγές και οργανώνεται σε τέσσερις μεγάλες υποκατηγορίες. Στην πρώτη  εντάσσεται το ίδιο το τοπίο, η τοποθεσία του, οι χρήσεις γης  του, η  οδοποιία, οι καλλιέργειες, τα τοπωνύμια, τα οδωνύμια. Στη δεύτερη  περιλαμβάνονται  τα  κτίρια, τα  κτίσματα  και  τα  ερείπια. Στην  τρίτη  κατηγορία τα μνημεία και οι μνημειακοί τόποι και στην τέταρτη τα μουσεία. Οι υποκατηγορίες αυτές παρά τη διαφορετικότητά τους δεν  υπαγορεύουν απόλυτο διαχωρισμό όσον αφορά τη μεθοδολογική  προσέγγιση, αφού η μία υποκατηγορία υπεισέρχεται στην άλλη και πολλές  φορές  τη  συμπληρώνει   (Μ. Ρεπούση  2004).

Οι  ποικίλες  εξάλλου  μορφές  ανθρώπινης  δραστηριότητας  διαμορφώνουν  την οικιστική, οικονομική και πολιτιστική του ταυτότητα, οικοδομώντας  γενικότερα  και  την  ιστορικότητά  του. Και  όπως  εύστοχα  παρατηρεί ο Δ. Ζήβας «ιστορικό είναι κάθε τι που συνδέεται με την ιστορία μας, την  πολιτική, τη στρατιωτική, τη θρησκευτική, ακόμα κάθε τι που αποτελεί ένα  ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ή έστω τεχνικό επίτευγμα, κάθε τι που έχει  σημαδέψει  μια  εποχή»  (Ζήβας, 1997).

Η οικο-ιστορία θέτει ζητήματα επανεξέτασης του παρελθόντος με βάση  καινούργια  ερωτήματα, που  αφορούν  τη  διάδραση  του  ανθρώπου  με  τη  φύση (Λιάκος, 2007). Το οικιστικό τοπίο, ως επιμέρους πεδίο του  περιβάλλοντος, δηλώνει την  ανθρώπινη  παρουσία και δράση, τις προθέσεις  των  κοινωνιών και των ατόμων που το συγκροτούν. Ο χώρος αποτελεί  βασική  διάσταση  του  κόσμου  μέσα  στον  οποίο  ζούμε  και  καθοριστική  παράμετρο για τη διαμόρφωση  των  αντιλήψεών  μας  (Νάκου, 2001).  Κτίρια  και αντικείμενα που βρίσκονται γύρω μας δεν είναι βουβές και  μονοσήμαντες  οντότητες αλλά  συνδέονται με σύνθετες πολιτισμικές  σημασίες και πολλαπλά νοήματα, καθώς οι κοινωνικές ομάδες συνδιαλέγονται μαζί τους (Νάκου, 2001).

Ερευνώντας τη μικροπεριοχή στη μακρά και στη βραχεία διάρκεια του  χρόνου, οι μαθητές οδηγούνται στην κατανόηση της  συνέχειας, της  αλλαγής, αλλά και της εξέλιξης, στην  ανάπτυξη δεξιότητας αναγνώρισης των  κινήτρων  της  ανθρώπινης  δράσης (Λεοντσίνης, 1999), στην  κατανόηση της  συνεχούς  περιπλοκής της ανθρώπινης δραστηριότητας με το φυσικό και ιστορικό χώρο (Λεοντσίνης, 1999).

Η  έννοια  του  τοπίου, είτε  ως  φυσικό  είτε  ως  ανθρωπογενές,  ενυπάρχει  στο  Νέο  Αναλυτικό  Πρόγραμμα  Σπουδών,  ανιχνεύεται  στο  εσωτερικό  της  έννοιας  περιβάλλον  και  παίρνει  συγκεκριμένες  σημασιολογικές  διαστάσεις  στο  πλαίσιο  των  γνωστικών  αντικειμένων.

Στο πλαίσιο του ιστορικού μαθήματος οι μαθητές καλούνται «να  συνειδητοποιήσουν τη σημασία του γεωγραφικού παράγοντα για τη  διαμόρφωση  της  ιστορικής  εξέλιξης ενός τόπου» (Α.Π.Σ., 2002, 230).  Μέσα  από  το  ιστορικό  μάθημα  και  σύμφωνα  με  τις  διδακτικές  αρχές  που  επιβάλλει το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο  επιχειρείται η  ανάδειξη της διαπλοκής περιβάλλοντος χώρου και ανθρώπινης παρέμβασης. Η  ανάδειξη γενικότερα του ρόλου που διαδραματίζει το φυσικό περιβάλλον στη  διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Σ’ αυτό το διδακτικό  περιβάλλον η  διδασκαλία της τοπικής ιστορίας αναδεικνύει τις αλληλεξαρτήσεις του  φυσικού  και  ανθρωπογενούς  περιβάλλοντος  και  συμβάλλει  στην  οικοδόμηση  της  γνώσης  για  την  ιστορία  του  τόπου  μέσα  από  την  εμπειρία  που  κομίζει  η  άμεση  επαφή  με  το  περιβάλλον, φυσικό  και  ανθρωπογενές.

Δίνεται σημασία «στην απόκτηση αισθητικών αξιών σε σχέση με το  περιβάλλον, στη γνώση της οργάνωσης και των διαδικασιών του  περιβάλλοντος (φυσικού και κοινωνικού) και  στην  απόκτηση της  ικανότητας  να συμμετέχει  στις  προσπάθειες για την  επίλυση  κοινωνικών  προβλημάτων  αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχει αποκτήσει, στην  απόκτηση βασικών γνώσεων, εξειδικευμένων πληροφοριών, μεθόδων και  τεχνικών  που  συμβάλλουν  στην  κατανόηση της  δομής  του γεωγραφικού χώρου, στην κατανόηση και ερμηνεία των αλληλεξαρτήσεων και των αλληλεπιδράσεων  γεωφυσικών και κοινωνικών  παραγόντων, καθώς και στην αιτιολόγηση της ανάγκης αρμονικής συνύπαρξης ανθρώπου και  περιβάλλοντος»  (Δ.Ε.Π.Π.Σ., 2002, 521).

Δεδομένου  ότι  το  περιβάλλον  είναι  μια  πολυδιάστατη  και  πολύπλοκη  πραγματικότητα, τα  θεωρητικά  και  ερευνητικά  εργαλεία  των  Φυσικών  επιστημών  δεν  αρκούν  στο  να  έχουμε  μια  ολοκληρωμένη  εικόνα  για  το  περιβάλλον. Προϋπόθεση  για  την  κατανόηση  της  περιβαλλοντικής  πραγματικότητας  είναι  η  διαθεματική  και  διεπιστημονική  προσέγγιση  των  διαστάσεών  της.

Στο πλαίσιο της συνολικής διάστασης του τοπίου (γεωφυσικής και  ιστορικής). Μπορούν να αναζητήσουν  την  κοινωνική  διάσταση  του  θέματος  και  να  επικεντρωθούν  στη  μελέτη  του  χώρου  και  των  ανθρώπων  που  τον  συγκροτούν, στην  καταγραφή  των  αξιών  και  των  στάσεων  της  κοινότητας  απέναντι στο περιβάλλον. Να επεκταθούν στην πολιτική διάσταση  αναζητώντας τις πολιτικές προθέσεις και επιλογές στη διαχείριση του  περιβάλλοντος.

Η έννοια της πόλης συντίθεται από διαφορετικούς τομείς της  ανθρωπογεωγραφίας (αστική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική και  πολιτισμική  γεωγραφία) και  η  μελέτη  της  απαιτεί  μία  πολύ-πρισματική  οπτική.  Η  επιλογή  αυτής  της  οπτικής  μπορεί  να  αποτελέσει  συνδετικό  κρίκο  ανάμεσα  σε  διάφορα  γνωστικά  αντικείμενα  που  διδάσκονται  στη  Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση  τα  οποία   έχουν  ως  αφετηριακό  και  καταληκτικό  σημείο  την   πόλη.

Στην σύγχρονη Πολεοδοµία, Χωροταξία και Ανάπτυξη τα  νέα ζητήµατα αιχµής είναι: α) χωρικές επιπτώσεις της οικονοµικής παγκοσµιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, β) χρήση των νέων τεχνολογιών στην ανάλυση και το σχεδιασµό του χώρου (ηλεκτρονική αναπαράσταση του χώρου στη διαδικασία ανάλυσης και ηλεκτρονικός σχεδιασµός), γ) ενίσχυση της σχέσης µεταξύ των µαθηµάτων προγραµµατισµού του χώρου (spatial planning) και των µαθηµάτων φυσικού σχεδιασµού του χώρου (urban planning, urban design) και δ) ενθάρρυνση και ενσωµάτωση στη διδασκαλία των νέων διεθνών σχολών σκέψης και των νέων θεωρητικών και µεθοδολογικών εργαλείων και τρόπων σχεδιασμού.

Το τέλος του 20ου αιώνα σηματοδοτήθηκε από µια σειρά δραµατικών, παγκόσμιων αλλαγών και εξελίξεων που αφορούν την οικονοµία, την κοινωνία και το χώρο: οικονοµική παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, νέες (µεταβιοµηχανικές) αστικές και περιφερειακές οικονοµίες, νέες τεχνολογίες και κοινωνία της πληροφορίας, περιβαλλοντική συνείδηση και βιώσιµη ανάπτυξη, υψηλή κινητικότητα των ατόµων και το φαινόµενο της συµπίεσης του χώρου-χρόνου (time-space compression), νόµιµη και παράνοµη µετανάστευση, πολυεθνικές, πολυπολιτισµικές Ευρωπαϊκές αστικές κοινωνίες, ‘διαφοροποίηση’ (diversity’) και ‘εξατοµίκευση’ (‘individualization’) των αναφορών του ατόµου στην µεταµοντέρνα κοινωνία. Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, οι σπουδές στην πολεοδοµία, τη χωροταξία και την ανάπτυξη φαίνεται να αντιµετωπίζουν – ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους – τόσο σηµαντικές προκλήσεις αλλά και προοπτικές.

Το εκπαιδευτικό πακέτο «Η ΠΟΛΗ» είναι ένα αλληλεπιδραστικό  ψηφιακό  περιβάλλον, που ενσωματώνει εκπαιδευτικά σενάρια, ψηφιακούς χάρτες  και  πρόσθετο διδακτικό υλικό συνδεδεμένα δυναμικά μεταξύ τους για τη  διερεύνηση της έννοιας  της πόλης. Μέσα από την εξέλιξη της πλοκήςτων προτεινόμενων εκπαιδευτικών σεναρίων οι μαθητές ενεργοποιούνται και  αναλαμβάνουν διάφορους ρόλους, ώστε να αναλύσουν και να  συνθέσουν με κριτική ματιά ποικίλες διαθέσιμες πληροφορίες διαμορφώνοντας το δικό  τους κοσμοείδωλο, τη δική τους άποψη για τον κόσμο που πρέπει να  γνωρίσουν και να ζήσουν.

Βιβλιογραφία

Maingain Alain & Dufour Barbara,  (2002), Διδακτικές προσεγγίσεις της  διαθεματικότητας, 137,  Αθήνα: Πατάκη.

Δουκέλης, Π.Ν., (1998), Περί  των  ιστοριών  του  τοπίου, Ιστορικά  8, 85-102.

Ζήβας, Δ.,  (1997), Τα  μνημεία  και  η  πόλη, 43, Libro.

Λεοντσίνης, Γ.Ν., (1999), Ιστορία-περιβάλλον και η διδακτική τους, 77, 80, 81, Αθήνα.

Λιάκος, Α., (2007), Πώς  το  παρελθόν  γίνεται  ιστορία;  119,  Αθήνα.

Νάκου, Ειρ., (2001), Εμείς  τα  πράγματα  και  ο  πολιτισμός,  9, 45, Αθήνα.: νήσος.

Ρεπούση, Μ., (2004), Πηγές  του  τοπίου: Τα  μνημεία  και  οι  μνημειακοί  τόποι  στο: Η  διαθεματικότητα  στο  σύγχρονο  σχολείο  και  η  διδασκαλία  της  Ιστορίας  με  τη  χρήση  των  πηγών, 81-99, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Σακκής, Δ.-Τσιλιμένη, Τ., (2007), Ιστορικοί  τόποι  και  περιβάλλον  47-55, Αθήνα: Καστανιώτης.

Στεφάνου Ιωσήφ, Η φυσιογνωμία των τόπων ως πρωταρχική  περιβαλλοντική  αξία, στο Έργα και ιδέες για το περιβάλλον, Πρακτικά 1ου Διεθνούς  συνεδρίου, Σύρος  1-3 Οκτωβρίου 2004, 269-282.

Α. Αράπογλου , υπεύθυνος  ΚΕ.ΠΛΗ.ΝΕ.Τ  Δ/νσης  Δ/θμιας  Εκπ. Ν. Εύβοιας, ΠΕ 19, aarap@ppp.uoa.gr, Β. Αράπογλου, Λέκτορας, Τμήμα  Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, arapov@social.soc.uoc.gr Περιδιαβαίνοντας τις  πόλεις  του χθες και του σήμερα. Μια πολυ-πρισματική προσέγγιση της  έννοιας  της «πόλης» με αξιοποίηση ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού ψηφιακού  περιβάλλοντος.

Ασωνίτης, Σ., Παππάς, Θ. (2006). Τοπική Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου. Βιβλίο Εκπαιδευτικού. Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ. 5-50.

Λεοντίδου, Λ., (2006). Αγεωγράφητος Χώρα: ελληνικά είδωλα και  επιστημολογικές διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μαλούτας, Θ., (επιμ.) (2000). Κοινωνικός  και  Οικονομικός  Άτλας  της  Ελλάδας. Τόμος  1ος : Οι  πόλεις , ΕΚΚΕ  και  Πανεπιστημιακές  Εκδόσεις  Θεσσαλίας.

Οικονόμου, Δ., Πετράκος, Γ. (επιμ.) (1999). Η  ανάπτυξη  των  ελληνικών  πόλεων. Διεπιστημονικές  προσεγγίσεις  αστικής  ανάλυσης  και  πολιτικής, Gutenberg- Πανεπιστημιακές  εκδόσεις  Θεσσαλίας.

Τερκενλή, Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιμ.) (2007). Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

Φράγκου, Ο., Αράπογλου, Α., Παπανικολάου,Κ.(2007) «Πτυχές  Παιδαγωγικής Αξιοποίησης Εκπαιδευτικών Σεναρίων σε Διαδικτυακά  Μαθήματα» στα Πρακτικά του 4ου Διεθνές Συνεδρίου για την Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Αθήνα: Προπομπός.

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι  φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.) /Υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης  2ου ΕΠΑΛ Τρικάλων, ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadi, http://blogs.sch.gr/ailiadi, http://www.matia.gr

Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα

Αρχιτεκτονικός Κανιβαλισμός στην Αθήνα (2009-07-23)

 

Του Νίκου Στέλ. Σαλίγκαρου*


Μεγάλωσα στην Αθήνα. Η οικογένειά μου έμενε στο παλιό μέρος της πόλης, κοντά στο κέντρο. Σαν μικρό παιδί συνήθιζα να παίζω και να περπατώ στα ιστορικά κομμάτια της πόλης, δίπλα σε αρχαιολογικές τοποθεσίες. Όλα τα παραπάνω με καθόρισαν σαν χαρακτήρα και γενικότερα σαν άνθρωπο. Στη μάχη του 1826 ο πρόγονός μου Άγγελος Σαλίγκαρος πολέμησε πάνω στο βράχο της Ακρόπολης για την υπεράσπισή της. Είναι, λοιπόν, βαθύς ο πόνος σήμερα, παρακολουθώντας τους Αθηναίους να καταστρέφουν με ζήλο τον αρχιτεκτονικό και αστικό χαρακτήρα της Αθήνας στο όνομα μιας υποτιθέμενης μοντερνοποίησης.

Το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς πόλης έχει ήδη αποτελέσει θύμα του μεταπολεμικού κύματος δόμησης, που αντικατέστησε τα παλιά σπίτια με αυλές με απαίσιες πενταόροφες πολυκατοικίες. Εκτός από τα ελάχιστα νεοκλασικά, τα οποία κτίστηκαν κατά το τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του Β' Παγκοσμίου πολέμου (Salingaros, 2005), είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος, σήμερα, ακόμη και ένα παράδειγμα σπιτιού με αυλή, του οποίου η τυπολογία πηγαίνει πίσω στην αρχαία Ελλάδα (στη συνέχεια μεταδόθηκε μέσω της Ρώμης στον Ισλαμικό κόσμο και την Ισπανία, έπειτα στον Νέο Κόσμο, μέχρι στην Καλιφόρνια κατά τη δεκαετία του 1920).

Όπως πολλές άλλες χώρες στον κόσμο, έτσι και η Ελλάδα αντιμετωπίζει έναν αρχιτεκτονικό κανιβαλισμό καθοδηγούμενο από την εφόρμηση μιας νέας αδίστακτης κοσμοθεώρησης, που προσπαθεί να υποκαταστήσει την παράδοση, τον πολιτισμό ακόμη και τη θρησκεία ενός έθνους. Όμως δεν έχει επιβληθεί από κάποια εισβολή ξένης στρατιωτικής δύναμης (εκτός αν κάποιος θεωρήσει, όπως πολλοί κάνουν, τη παγκοσμιοποίηση και τα διεθνή ΜΜΕ ως ύπουλες δυνάμεις κατοχής): ο αρχιτεκτονικός κανιβαλισμός αποτελεί έναν είδος εμφυλίου πολέμου. Μερικοί Έλληνες έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου και καταστρέφουν την ίδια τους την κληρονομιά: προσπαθούν απεγνωσμένα να συμβαδίσουν σύμφωνα με το cult του μοντερνισμού.

Φανατισμένοι ιδεολόγοι, καθοδηγούμενοι από πρότυπα αποξένωσης και αξίες καθόλου ανθρώπινες, βεβηλώνουν την πόλη και την ιστορία της Αθήνας. Πρόθυμα συνεργάζονται, προδίδοντας την κληρονομιά τους και ασπάζονται την εισαγόμενη από την Ευρώπη και τις HΠΑ μοντέρνα τάση για αρχιτεκτονικό μηδενισμό (cult of architectural nihilism). Αν και ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου αρχίζει να αποστρέφεται αυτή την εφιαλτική περίοδο της αρχιτεκτονικής και του ουρμπανισμού (Salingaros & Masden, 2007), κάποιοι στην Ελλάδα με περηφάνια την προωθούνε. Ως συνήθως λίγο πίσω από τους καιρούς, αυτές οι ομάδες προσπαθούν να αναπληρώσουν τον «χαμένο χρόνο» υπηρετώντας φανατικά αυτό το cult.

Το νέο μουσείο της Ακρόπολης, που πρόσφατα ολοκληρώθηκε, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερόμενης cult αρχιτεκτονικής. Απειλεί με κατεδάφιση δυο προστατευόμενα νεοκλασικά και art deco κτίρια, με την αιτιολογία ότι εμποδίζουν τη θέα προς τον ιερό βράχο (1). Είναι προφανές ότι η κατεδάφισή τους θα πλήξει σοβαρά την ιστορική αστική υπόσταση της Αθήνας. Υπάρχει μια γενική κατακραυγή, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση προχωράει ατάραχη τις διαδικασίες για τη σταδιακή κατεδάφιση των κτιρίων. Θα ήθελα, εδώ, να απεμπλακώ από τα προσωπικά μου συναισθήματα (απολύτως δικαιολογημένα) και να εξαπολύσω μια αιχμηρή επίθεση στους αυτουργούς αυτής της «τραγωδίας».

Τα κτίρια αυτά, αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, βρίσκονται στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου στα νούμερα 17 και 19. Το ένα είναι νεοκλασικό (του 1890) και το άλλο περισσότερο art deco (του 1930). Ο αρχιτέκτονας Νίκος Καρύδης, γοητευμένος ειδικά από το κτίριο του αριθμού 17, σχολιάζει: «αυτό το φανταστικό κλασικό και art nouveau τετραώροφο οίκημα του Κουρεμένου, με τα αξιοθαύμαστα γλυπτά τοποθετημένα εκατέρωθεν της εισόδου, καθώς και με την πανέξυπνη χρήση του μαρμάρου στην πρόσοψη αποτελεί ένα από τα καλύτερα κτίρια της Αθήνας». Την περίοδο στο καλοκαίρι του 2007 που όλη σχεδόν η Ελλάδα μαστιζόταν από την πύρινη λαίλαπα που απειλούσε ακόμη και την αρχαία Ολυμπία (δηλαδή, ακριβώς τη χρονική στιγμή που η εθνική προσοχή ήταν στραμμένη αλλού), η νομική προστασία των δύο αυτών κτιρίων άρθηκε. Αυτή η διαδικασία θυμίζει τον απροσδόκητο αρχαιολογικό αποχαρακτηρισμό του χώρου του νέου μουσείου, έτσι ώστε να επιτραπεί η εκσκαφή των θεμέλιων στηλών. Πολλοί απλοί πολίτες δηλώνουν την αποστροφή τους από τους πολιτικούς χειρισμούς που ακολούθησαν το εγχείρημα. Πολυάριθμες αγωγές λάβανε χώρα εξ αιτίας μιας σειράς τέτοιων, κατά τα φαινόμενα, «ανώμαλων» διαδικασιών. Παρόλ'αυτά τα πάντα «τακτοποιήθηκαν» από τις δύο διαδοχικές κυβερνήσεις.

 Θα ήθελα, άμεσα, να συγκρίνω το νέο μουσείο της Ακρόπολης με τα δύο αυτά ιστορικά κτίρια που απειλούνται με κατεδάφιση. Παρά τις ασυγκράτητες δηλώσεις θαυμασμού από τους υποστηρικτές του, το κτίριο του μουσείου έχει αμελητέα αρχιτεκτονική αξία: απουσιάζει η συνεκτικότητα και η λογική, έχοντας σχεδόν μηδενική αρχιτεκτονική ζωή (Salingaros, 2006). Αποτελεί ένα τυπικό προϊόν ντεκονστρουκτιβισμού (deconstructivism), μολονότι δεν είναι περισπειρωμένο και συστρεμμένο όπως τα πιο ακραία παραδείγματα αυτού του στυλ. Εν αντιθέσει με τα δύο απέριττα διαβαθμισμένα κτίρια τα οποία ενσωματώνουν έναν υψηλό δείκτη αρχιτεκτονικής ζωής. Αυτή η «ζωή» είναι αυτό που διαισθητικά οι θεατές αντιλαμβάνονται, και για αυτό η συγκεκριμένη περιπατική διαδρομή, περνώντας μπροστά από δύο τέτοια κτίρια και αντικρίζοντας την Ακρόπολη, είναι από τις πιο ευχάριστες διαδρομές στον κόσμο.

Ο κριτικός των New York Times προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή την αρχιτεκτονική «τραγωδία» (το ΝΜΑ) αποκαλώντας την «ένα εντυπωσιακό επίτευγμα: ένα κτίριο το οποίο είναι τόσο ένας διαφωτιστικός διαλογισμός πάνω στον Παρθενώνα όσο μια μαγευτική δουλειά αυτή καθεαυτή» (Ouroussoff, 2007). Πώς μπόρεσε, αναρωτιέμαι, ο κριτικός να γράψει σχεδόν έναν διθύραμβο για το νέο μουσείο; Σίγουρα θα πρέπει να είναι αποκομμένος από συναίσθημα και εμπειρία. Τέτοια θετική κριτική οφείλει να ερμηνευθεί μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο. Όπως γράφει ο Νεοϋρκέζος αρχιτέκτονας John Massengale: «σαν τον προκάτοχο του, που τον επέλεξε, ο Ouroussoff είναι ένας ακτιβιστής και υπερασπιστής μιας μικρής ομάδας Starchitects. Για τον Ouroussoff, η ιδεολογία υπερνικά την εμπειρία (Massengale, 2005) … Ο κ. Ouroussoff γνωρίζει ότι ο ρόλος του δεν είναι να αιτιολογεί αλλά να ανυψώνει τους Starchitects (2007a) … Κάπως έτσι εξελίσσονται το πράγματα ενόσω ο εκπρόσωπος τύπου των Starchitects προβάλλει την εγωκεντρική τους ιδεολογία (2007b)». Το cult αυτοενισχύεται.

Η κριτική του John Massengale είναι πολύ πιο οξυδερκής και ειλικρινής: «Το νέο μουσείο της Ακρόπολης του Bernard Tschumi είναι ένα μεγαθήριο εντελώς ασύμμετρο σε σχέση με τα υπόλοιπα κτίρια που διαμορφώνουν τον δρόμο … Το κτίριο του Tschumi είναι ένας ξένος εισβολέας που θρυμματίζει τον χώρο, ξεπροβάλει με μια καθόλου ανθρώπινη κλίμακα και κάνει έναν υπέροχο χώρο τριγύρω να μοιάζει με ένα κοινότυπο, ανιαρό τοπίο ανάπτυξης. Αν τα δύο κτίρια καταστραφούν, η συνεχής «βιαιοπραγία» έναντι της ιδιαιτερότητας του μέρους θα προκαλέσει ακόμη περισσότερη ζημιά στην Αθήνα από την απώλεια ενός όμορφου κτιρίου» (Massengale, 2007c).

Αυτοί οι λίγοι Έλληνες, υπέρμαχοι της κατεδάφισης των προαναφερόμενων κτιρίων, προσπαθούν να εφαρμόσουν το μοντερνιστικό ιδανικό ενός κτιρίου αποκομμένου από τον περιβάλλοντα χώρο. Η έντονη αντιπαράθεση, λοιπόν, καθοδηγείται επίσης από ιδεολογικά προστάγματα: η αλαζονεία του σύγχρονου κτιρίου/βιτρίνα να τοποθετείται «πέρα» από τα παρακατιανά, παλιά, τριγύρω κτίρια. Ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, υποστηρικτής της κατεδάφισης των κτιρίων, ισχυρίζεται ότι: «Η Αθήνα πρέπει να επενδύσει ανεπιφύλακτα στην υψηλή σύγχρονη αρχιτεκτονική και κάτι τέτοιο απαιτεί ρήξεις». Το παραπάνω αποτελεί μια δήλωση μοντερνιστικής τάσης από κάποιον που απορρίπτει την αρχιτεκτονική εναρμόνιση με ανθρώπινο χαρακτήρα, θεωρώντας την απλά ως «νοσταλγία για το παρελθόν». Μην εκτιμώντας την αναζωογονητική αξία της ιστορικής αστικής κληρονομιάς, όποιος έχει τις παραπάνω πεποιθήσεις μπορεί μόνο να την καταστρέψει.

 

Εξέχουσες προσωπικότητες από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο εμφανίζονται σοκαρισμένες από τον σχεδιασμό του νέου μουσείου της Ακρόπολης, το οποίο αρνείται να εναρμονιστεί με τον περιβάλλοντα χώρο: έχει μια υπερσύγχρονη, high-tech εμφάνιση που δεν έχει καμιά σχέση με την μακραίωνη ιστορία της Ελληνικής αρχιτεκτονικής. Πολλοί μένουν έκπληκτοι μπροστά σε αυτόν τον αρχιτεκτονικό κανιβαλισμό που έχει βαλθεί τώρα να κατεδαφίσει και τα δύο κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Προβληματισμένοι οι παρατηρητές ερμηνεύουν τα γεγονότα σαν ένα δυσνόητο λάθος ή παράβλεψη από τον αρχιτέκτονα του έργου Bernard Tschumi.

Προσωπικά δεν είμαι ούτε μπερδεμένος ούτε έκπληκτος από όλα τα παραπάνω. Ως φαίνεται οι κριτικοί της αρχιτεκτονικής δεν γνωρίζουν τις ρίζες αυτού του κινήματος. Ο ντεκονστρουκτιβισμός είναι μια επιθετική, άγρια, βίαιη αρχιτεκτονική που βασίζεται στον μηδενισμό και αναπαράγεται με συγκεκριμένα μέσα. Δυστυχώς, οι οπαδοί και τα μέσα αυτού του αρχιτεκτονικού κινήματος έχουν παραπλανήσει το κοινό. Πέρα από αυτά, η προτεινόμενη κατεδάφιση των δύο κτιρίων έναντι του νέου μουσείου θα οδηγήσει επίσης στο κόψιμο μια σειράς περήφανων, μεγαλοπρεπών δέντρων. Τίποτα δεν πρέπει να στέκεται μπροστά στο μουσείο! Αυτοί που επέλεξαν τον κ. Tschumi θα έπρεπε να γνώριζαν τι σήμαινε αυτή τους η επιλογή. Κάποιοι αντιλήφθηκαν εξαρχής τι θα συνέβαινε, μα άλλοι ξύπνησαν ξαφνικά αφού το νέο κτίριο είχε ήδη καταβροχθίσει σχεδόν ό,τι υπήρχε τριγύρω.

Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός (συγγραφέας του βιβλίου «Ζ») ήταν τρομαγμένος: «Ο κ. Τσούμι (Tschumi) επιτίθεται, είναι προκλητικός. Αυτή η τριγωνική εξέδρα, το αίθριο της καφετέριας… είναι ένα βέλος από τσιμέντο που εκτοξεύεται πισώπλατα στα δύο διατηρητέα, σαν να ήθελε να τα γκρεμίσει μόνο με την ορμή του. Είναι άγριο, είναι τριτοκοσμικό. Φυσικά και ταιριάζει με την εκτρωματική σύλληψη του όλου μουσείου. Αλλά τέτοια επιθετικότητα, ανάξια ενός σημαντικού αρχιτέκτονα σαν τον κ. Τσούμι, δεν την περίμενα. Αν ήταν να κατεδαφιστούν τα κτίρια, το βέλος αυτό θα σημαδεύει την ίδια την Ακρόπολη, σαν να θέλει να την γκρεμίσει κι αυτήν. Αυτός είναι ο ποθούμενος διάλογος κύριε Τσούμι με το Μνημείο; Εσύ, Μελίνα, που το ξεκίνησες, θα έκανες τώρα απεργία πείνας ώσπου να ανακληθεί το τόξο-εκδίκηση, το αίθριο της καφετέριας Τσούμι; (Βασιλικός, 2007)».
Συνολικά 25 σπίτια κατεδαφίστηκαν για τη δημιουργία του αναγκαίου χώρου για το νέο μουσείο. Τα δύο εναπομείναντα κτίρια προστατευόταν νομικά. Το αρχικό πλάνο και ο σχεδιασμός διατηρούσαν και σεβόταν τη θέση των δύο αυτών κτιρίων. Τώρα που το μουσείο ολοκληρώθηκε, κάποιος φαίνεται να άλλαξε γνώμη ή σκόπευε να γίνει έτσι από την αρχή. Οι λεπτομέρειες αυτής της αντιπαράθεσης, σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, μπορούν να αναχθούν σε έναν απλό, πεζό λόγο: μια καλύτερη θέα από το εστιατόριο και την καφετέρια του νέου μουσείου. Προς το παρόν οι πελάτες της καφετέριας αντικρίζουν την πίσω όψη των δύο προστατευμένων κτιρίων, η οποία δεν σχεδιάστηκε με σκοπό να είναι ιδιαίτερα ελκυστική. Ο Ελληνικός τύπος αναφέρει ότι τα προσδοκώμενα έσοδα από το εστιατόριο και την καφετέρια ανατρέπουν τους όποιους ενδοιασμούς για ιστορική διατήρηση.

Η ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι η Ελληνική κυβέρνηση (για την ακρίβεια δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες, ενώ διαφωνούσαν σε πάρα πολλά θέματα, άσκησαν έντονη πίεση για να κτιστεί το νέο μουσείο της Ακρόπολης) ίσως βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τη φήμη του νέου μουσείου. Πέρα από τις παθιασμένες δηλώσεις για προώθηση ενός αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού διαφωτισμού με το υπερσύγχρονο μουσείο της Ακρόπολης, κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι όλο αυτό εστερνίζεται μία παράλογη και εφήμερη αρχιτεκτονική μόδα που καταστρέφει την ανεκτίμητης άξιας εθνική κληρονομιά. Πώς θα κρίνει, λοιπόν, η ιστορία αυτές τις κυβερνήσεις, που στο παρελθόν γκρέμισαν κτίρια ιστορικής αξίας στο όνομα ενός εκκεντρικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού;

Αξίζει να αναλύσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αρκετά λογικά και καλοπροαίρετα άτομα οδηγήθηκαν σε τέτοιο καταστροφικό παραλογισμό. Στο κάτω-κάτω αυτοί οι άνθρωποι είναι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και όχι επαγγελματίες βάνδαλοι. Επιπροσθέτως, το όλο εγχείρημα έλαβε χώρα σε καιρό δημοκρατικής ειρήνης, που σημαίνει ότι οι πολίτες είχαν επαρκή χρόνο για να διαμαρτυρηθούν σε περίπτωση που διαφωνούσαν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων, εξαπατημένη, υποστήριζε με ενθουσιασμό και θέρμη την ιδέα του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Ανάχθηκε σε εθνικό θέμα, λαμβάνοντας την μορφή, ως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις, μαζικής υστερίας. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις παρουσίασαν τις παρακάτω προτάσεις στο κοινό (με δικά μου λόγια):


1. Η Ελλάδα χρειάζεται απεγνωσμένα ένα νέο μουσείο για να στεγάσει τα εκθέματα από την Ακρόπολη, καθώς το παλιό μουσείο είναι πολύ μικρό.

2. Ο Bernard Tschumi είναι ένας διεθνούς φήμης, σημαντικός και επιτυχημένος αρχιτέκτονας, εγνωσμένης αξίας και ικανότητας.

3. Οι διάσημοι αρχιτέκτονες είναι επαγγελματίες με βαθιά παιδεία και σέβονται την ιστορία και την αρχιτεκτονική κληρονομιά ενός έθνους.

4. Μόλις το νέο μουσείο της Ακρόπολης είναι έτοιμο, η Αγγλία θα επιστρέψει τα ελγίνεια μάρμαρα που εκθέτονται προς το παρόν στο Βρετανικό μουσείο.

5. Το εγχείρημα αυτό, για το πιο σπουδαίο εθνικό μνημείο, αποτελεί μείζονος εθνικής σημασίας και για αυτό πρέπει να υποστηριχθεί με κάθε δυνατό μέσο.


Το πρώτο σημείο είναι πιθανώς σωστό, ενώ θα διαφωνούσα με το δεύτερο. Οι εντελώς υποθετικές προσδοκίες για τεράστιους αριθμούς επισκεπτών στο νέο μουσείο τείνουν να εκληφθούν ως γεγονότα (δηλαδή χρήματα τα οποία ήδη έχουν εισπραχθεί). Τι κι αν το κτίριο αυτό, σαν άλλα παρόμοιας ντεκονστρουκτιβιστικής αρχιτεκτονικής τάσης, προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα στους επισκέπτες; Τι κι αν το «άγριο βλέμμα» του κτιρίου (ένα σχεδιαστικό ελάττωμα το οποίο συναντάται επίσης στο μουσείο Ara Pacis του Richard Meier στη Ρώμη) αποσπά την προσοχή των επισκεπτών από τα εκθέματα; Αυτή η κατά τρόπον θρησκευτική πίστη σε μια ανώτερη αρχιτεκτονική εμποδίζει τη διατύπωση εμπεριστατωμένων κριτικών.

Το τρίτο σημείο αποτελεί ένα ευγενές λάθος που μπορεί να κάνει ο καθένας μη σχετικός με τις σημερινές τάσεις στην αρχιτεκτονική και με την παραπλανητικά αποκαλούμενη «αρχιτεκτονική θεωρία». Στα άρθρα και τα βιβλία μου έχω επιχειρήσει να εξηγήσω τους λόγους που μια τέτοια πρόταση είναι λανθασμένη, στη πραγματικότητα θανάσιμα λανθασμένη. Η εσκεμμένη σύγχυση για το τι είναι διάσημο, καλό και σύγχρονο έχει προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Ίσως είναι πιο ακριβές κάποιος να χαρακτηρίσει τους σύγχρονους αρχιτέκτονες ως αντι-αρχιτέκτονες. Δεν τους απασχολεί η αρχιτεκτονική που σέβεται και προσαρμόζεται στις ανθρώπινες ευαισθησίες ή στον τοπικό πολιτισμό, αλλά το μόνο τους ενδιαφέρον είναι η επιβολή του τερατώδους τους «εγώ» πάνω στο κακότυχο κοινό.

Το τέταρτο σημείο είναι ύψιστης σημασίας. Το Βρετανικό μουσείο κατηγορηματικά δήλωσε πως δεν προτίθεται ακόμη να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Παρά την ξεκάθαρη αυτή δήλωση, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να παίξει ένα «έξυπνο» παιχνίδι φέρνοντας σε δύσκολη θέση την Βρετανική κυβέρνηση με σκοπό την επιστροφή των μαρμάρων. Θα το πετύχαινε αυτό κατασκευάζοντας ένα μουσείο με ειδικά προβλεπόμενο χώρο για τα μάρμαρα. Ενώ το παραπάνω αποτελούσε κατά κοινή ομολογία μια πανέξυπνη κίνηση προπαγάνδας εκ μέρους της Ελληνικής πλευράς, στη πραγματικότητα δεν έχει βάση. Ήταν ένα παιχνίδι μπλόφας στη διεθνή πολιτική αρένα: ένα τέχνασμα βασιζόμενο στη ψυχολογία του εξευτελισμού. Όταν δεν έχεις καμιά διαπραγματευτική δύναμη, τότε προσπαθείς να ντροπιάσεις τον αντίπαλό σου για μια συνθηκολόγηση υπό όρους. Η προπαγανδιστική καμπάνια μέσα στην Ελλάδα ήταν τόσο έντονη που παραπλάνησε σχεδόν τον καθένα, συμπεριλαμβανομένου και τους ενορχηστρωτές της. Μετά από λίγο, μέχρι και οι προπαγανδιστές πίστεψαν τα ψέματά τους.

 Τα ελγίνεια μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν σαν δόλωμα για μαζική χειραγώγηση υπέρ της ανέγερσης του νέου μουσείου. Από την αρχή, οι ενορχηστρωτές της χειραγώγησης φρόντισαν να συνδέουν πραγματικότητα με φαντασία, με στόχο τη συνέχιση του εγχειρήματος, κάτι που γίνεται μέχρι σήμερα.

Τώρα φθάνω στο πιο ενοχλητικό σημείο της ιστορίας. Το πέμπτο, κατά σειρά, επιχείρημα παρουσιάζει το νέο μουσείο της Ακρόπολης σαν ένα σημαντικό έργο, στο όνομα του οποίου μπορούσαν να θυσιαστούν τα πάντα. Ένα εθνικό όνειρο – υποστηριζόμενο από το κράτος, έναν διάσημο αρχιτέκτονα και τον κατευθυνόμενο τύπο – νομιμοποίησε και προκάλεσε εγκλήματα ενάντια στην αρχιτεκτονική, την ιστορία και τον πολιτισμό. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η Ελληνική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί από μερίδα κριτικών για την καταστροφή αρχαιολογικών μνημείων στη περιοχή του νέου μουσείου. Η προετοιμασία των θεμελίων αυτού του νέου κτιριακού ογκόλιθου πικρόχολα χαρακτηρίστηκε ως η «αρχαιολογία της μπουλντόζας». Και όσοι τέθηκαν ενάντια σε αυτό το εγχείρημα κατηγορήθηκαν ως κακεντρεχείς που απεύχονται την πρόοδο.

Ένας Έλληνας σχολίασε επιτιμητικά για τους κριτικούς της καταστροφής του αρχαιολογικού τόπου: « Απευθύνεστε στους ξένους, γράφοντας εις την αγγλικήν, για να δυσφημίσετε την πατρίδα μας και τους Έλληνες. Συνεπώς, όχι μόνον δεν κάνετε καλό, αλλά μεγάλο κακό. Ήδη οι γνωστοί υπηρέτες των αρχαιοκαπήλων λήσταρχων της κληρονομιάς μας, χρησιμοποιούν τις «αποκαλύψεις» σας ως επιχείρημα για να μην επιστραφούν ποτέ τα αρπαχθέντα μέλη του Παρθενώνος στην πατρίδα μας… Λυπούμαι». Ύστερα από ένα συγκεκριμένο σημείο, οι οπαδοί του νέου μουσείου προσπάθησαν να επιβάλλουν σιωπή για το τι γινόταν εδώ: δε θέλουμε να μαθευτεί τίποτα για τις «κτηνωδίες» που λαμβάνουν χώρα με θύματα την αρχαιολογική και αρχιτεκτονική κληρονομιά, γιατί αυτό θα διακύβευε το τέχνασμα της προαναφερόμενης «μπλόφας» διεθνούς χαρακτήρα.

Υπήρχε κάποτε μια εκκλησία στην τοποθεσία, η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Σύμφωνα με τα αρχικά πλάνα η εκκλησία θα διατηρούταν ανέπαφη και πέρα από τα θεμέλια του μουσείου. Ώσπου μια μέρα κατεδαφίστηκε. Προ τετελεσμένων γεγονότων! Επικριτές του εγχειρήματος κατάφεραν να βιντεοσκοπήσουν την κατεδάφιση – που έγινε από έναν τεράστιο εκσκαφέα. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά της παραπάνω ενέργειας στον τύπο. Δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε λόγω αδιαφορίας ή λόγω αυτοεπιβαλλόμενης λογοκρισίας. Το να κατεδαφίζεται μια εκκλησία χωρίς κανένα προφανή λόγο (άλλον από αυτό που σχετίζεται με τον μη συγκερασμό μιας εκκλησίας με μια μεγαλομανιακή σύλληψη ενός νέου μουσείου) είναι αδιαμφισβήτητα ιεροσυλία. Δεν υπήρχε άραγε αντίδραση από την Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία; Δεν κατάφερα να μάθω κάτι σχετικά. Όταν οι κάτοικοι δύο προστατευόμενων κτιρίων ρωτήθηκαν γιατί δεν παραπονέθηκαν ποτέ για το γεγονός ότι παρακείμενα κτίρια έπεσαν θύματα της μπουλντόζας, ομολόγησαν ότι παρέμειναν σιωπηλοί γιατί: «Σεβαστήκαμε το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον».

Βλέπεις την καταστροφή τριγύρω σου και εξαναγκάζεσαι να σιωπήσεις … μέχρι να έρθει η δική σου σειρά … βλέπεις τους νόμους του κράτους να καταπατούνται από αυτούς που υποτίθεται ότι καθήκον τους είναι να τους στηρίζουν … νιώθεις αβοήθητος καθώς αντιλαμβάνεσαι πως η διαμαρτυρία δεν κάνει καμιά διαφορά σε ένα ψυχωτικό κυνήγι ενός υπέρτατου στόχου καθορισμένου από άλλους … Κραυγάζεις για βοήθεια στα κλειστά αυτιά των τοπικών και διεθνών αρχών (σ' αυτές της Νέας Υόρκης συγκεκριμένα) … αυτή η κατάσταση μου φέρνει στο μυαλό περασμένους καιρούς, τότε που η ανθρωπότητα γλιστρούσε στο σκοτάδι. Ακόμη και εκείνα τα χρόνια ο στόχος του αυτουργών ήταν «ευγενής», σε αρμονία με την τρομακτικά κοντόφθαλμη αντίληψη ενός «σπουδαίου εθνικού στόχου». Μετά την καταστροφή τι έπεται; Η εσκεμμένη κατεδάφιση εκκλησιών σήμερα φέρνει συνήθως στο νου καθεστώτα άλλων εποχών, όπως αυτά του Ιωσήφ Στάλιν και Νικολάε Τσαουσέσκου. Ο Στάλιν κατεδάφισε με δυναμίτη τον υπέροχο Καθεδρικό ναό του Ιησού του λυτρωτή του 19ου αιώνα για να εξοικονομήσει χώρο για την ανοικοδόμηση του τερατώδους Παλατιού των Σοβιέτ. Ο Le Corbusier (ένας άλλος Γαλλοελβετός αρχιτέκτονας όπως ο Tschumi) έλαβε συνειδητά, χωρίς καμιά ηθική αναστολή, μέρος στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, μα απέτυχε να κερδίσει την ανάθεση.
Μάλλον ο Θεός ήταν ενάντια σε αυτό το έργο, αφού τα θεμέλια πλημμύριζαν συνεχώς και το προτεινόμενο μοντερνικό (στη πραγματικότητα ολοκληρωτικό στυλ με τη συνηθισμένη κακή χρήση κλασικών στοιχείων) κτίριο δεν μπορούσε να ανεγερθεί. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να κτιστεί στο μέρος ήταν μια τεράστια στρογγυλή υπαίθρια πισίνα (όχι και πολύ πρακτική για αγώνες κολύμβησης). Μετά την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος ο Καθεδρικός ναός του Ιησού του λυτρωτή ξανακτίστηκε όσο τον δυνατόν πιο κοντά στα σχέδια του πρωτότυπου.

Προτείνω πως, ό,τι κι αν επιφυλάσσει το μέλλον στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (αναδιαμόρφωση για περισσότερη λιτότητα; Μεταφορά της προβληματικής καφετέριας;), οι επερχόμενες γενιές έχουν την ηθική υποχρέωση να ξανακτίσουν το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου. Αυτό το πολυβασανισμένο κτίριο, όπως ο πολύ πιο σημαντικός του «συγγενής» στη Μόσχα, θα θυμίζει ένα σκοτεινό παρελθόν, όταν οι άνθρωποι ανόητα αγκάλιαζαν μια παραμορφωμένη αντίληψη της αρχιτεκτονικής και του ουρμπανισμού, βασισμένη στην καταστροφή και τη μισαλλοδοξία. 

Κοιτάζοντας βαθύτερα στα κίνητρα αυτών που έγιναν – και αυτών που έπονται – μια τρομακτική πραγματικότητα εμφανίζεται. Οι αρχαιότητες, η εκκλησία, τα δύο ιστορικά κτίρια και τα τριγύρω υπέροχα δέντρα ήταν εμπόδια για το εγχείρημα του νέου μουσείου. Τα παραπάνω δεν μπορούν να συνυπάρχουν στη πραγματικότητα κάποιου που έχει μολυνθεί με εικόνες μιας φουτουριστικής μοντερνικότητας: η καταστροφή αυτών είναι μονόδρομος. Μα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν καταστρέφουμε οτιδήποτε μας ενοχλεί … χρειαζόμαστε, επιπλέον, την εξουσιοδότηση για να πράξουμε. Όχι μόνο από το κράτος, με τη μορφή ενός νόμιμου εγγράφου (αυτό δόθηκε χωρίς κανένα δισταγμό), αλλά επίσης απαιτείται η ΗΘΙΚΗ εξουσιοδότηση. Η ιδεολογία του ντεκονστρουκτιβισμού (και το κλισέ που την υποστηρίζει) έχει εξισώσει οτιδήποτε ενοχλεί το νέο κτίριο σαν κάτι το υποδεέστερο, το αναλώσιμο, το «θυσιαστέο» έχοντας μηδενική πολιτιστική αξία, σαν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη, κάτι το επιζήμιο στο ευ ζην μας!

Η πραγματικότητα, επομένως, ασκεί πίεση για υποταγή σε μια εξαιρετικά εξαθλιωμένη εικόνα του κόσμου. Το παραπάνω επιβάλλει μια ξεκάθαρη διάκριση αξιών: ό,τι είναι καινούριο, λαμπερό και στη μόδα είναι καλό, ενώ ό,τι διαφέρει από αυτό το ιδανικό (αυθαίρετα καθορισμένο) είναι ανεπιθύμητο – και θα μας ενοχλεί έως ότου εξαλειφθεί.

Είναι τόσα πολλά τα χαμένα σε αυτό το αλισβερίσι, που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για μια οικτρή συμφωνία. Η Αθήνα ανταλλάσσει αιώνες κληρονομιάς για λίγα λαμπερά ψευτοστολίδια. Γινόμαστε μάρτυρες λίγων ανθρώπων, μαγεμένων από την «αρχιτεκτονική σαν τεράστιο γλυπτό», να μολύνουν τους Αθηναίους με τα μισαλλόδοξα οράματα ενός μηχανοποιημένου μέλλοντος. Αυτή η δηλητηρίαση οδηγεί τους ανθρώπους σε μια κουλτούρα μίσους για το ίδιο τους το παρελθόν. Δεν μπορούν να απολαύσουν την αιώνια όψη της Ακρόπολης, ούτε να ζήσουν την εμπειρία της περιπλάνησης στα μονοπάτια γύρω στον ιερό βράχο, ούτε την εμπειρία της επαφής με το αρχιτεκτονικό παλίμψηστο της ιστορικής Αθήνας.

 

* Ο Νίκος Σαλίγκαρος είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τέξας στο Σαν Αντόνιο. Ως θεωρητικός της αρχιτεκτονικής και ως Αθηναίος, ο κ. Σαλίγκαρος γράφει για το νέο μουσείο της Ακρόπολης και λαμβάνει μέρος στη συζήτηση σχετικά με την κατεδάφιση των δύο προστατευόμενων ιστορικών κτιρίων επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

 

http://www.greekarchitects.gr/index.php?act=profile&tab=2&auth=32

 

(1) ΣτΜ: Σύμφωνα με τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, στον οποίο ανήκει το ένα από τα δύο υπό κατεδάφιση νεοκλασικά, η κυβέρνηση προβληματίζεται γιατί τα κτίρια εμποδίζουν τη θέα στην Ακρόπολη από το εστιατόριο του μουσείου. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό δημοσίευμα των Sunday Times, ο Vangelis κατηγόρησε την κυβέρνηση για «αρχιτεκτονική τρομοκρατία».

Αναφορά: Campbell, M. "Vangelis Papathanassiou fights Greek gods of demolition". The Sunday Times,

http://www.timesonline.co.uk/tol/news/world/europe/article2891014.ece. ανακτήθηκε 30/6/09.

 

Αναφορές
JOHN MASSENGALE (2005) "Nicolai Ouroussoff: Blinded by Ideology", Veritas et Venustas (28 Ιούνη).

JOHN MASSENGALE (2007a) "Funny, you don't look Blueish", Veritas et Venustas (8 Σεπτέμβρη).

JOHN MASSENGALE (2007b) "A Sign of the Times", Veritas et Venustas (22 Σεπτέμβρη).
JOHN MASSENGALE (2007c) "It's The Place, Stupid!", Veritas et Venustas (23 Νοέμβρη).
NICOLAI OUROUSSOFF (2007) "Where Gods Yearn for Long-Lost Treasures", The New York Times (28 Οκτώβρη).

NIKOS A. SALINGAROS (2005) "Towards a New Urban Philosophy: The Case of Athens", Chapter 20 of: Shifting Sense – Looking Back to the Future in Spatial Planning, Edited by Edward Hulsbergen, Ina Klaasen & Iwan Kriens (Techne Press, Amsterdam), σελίδες 265-280.

http://www.greekworks.com/content/index.php/weblog/extended/city_of_chaos1/ και httpwww.greekworks.com/content/index.php/weblog/extended/city_of_chaos/
NIKOS A. SALINGAROS (2006) A Theory of Architecture, Umbau-Verlag, Solingen, Germany. Διανομή στις ΗΠΑ

http://www.isi.org/books/bookdetail.aspx?id=d8b29294-beb6-4b7e-9f8a-c8a87cf24da7. Διανομή στην Ευρωπη

http://books-on-demand.dk/index.php?id=296&objk_id=197187.
NIKOS A. SALINGAROS (2007) Anti-Architecture and Deconstruction, Umbau-Verlag, Solingen, Germany, 2004; 2007. Chapter 10: "The Derrida Virus", αρχικά δημοσιεύθηκε στο TELOS, No. 126 (2003), σελίδες 66-82. Διανομή στις HΠΑ.

http://www.isi.org/books/bookdetail.aspx?id=c71edd71-231d-4fab-92b3-ef2213e92e9e. Διανομή στην Ευρωπη

http://books-on-demand.dk/index.php?id=296&objk_id=148937.
NIKOS A. SALINGAROS & KENNETH G. MASDEN II (2007) "Restructuring 21st Century Architecture Through Human Intelligence", Archnet-IJAR: International Journal of Architectural Research, Τόμος 1, Τεύχος 1, σελίδες 36-52.

http://www.greekarchitects.gr/index.php?catfile=1&newid=111&lang=en
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ (2007) "Καφετέρια Τσούμι", Ελευθεροτυπία (6 Οκτώβρη).

 

 

ΠΗΓΗ 1 που γνώρισα το άρθρο: Δεκαπενθήμερο Πανθρακικό έντυπο γνώμης, Αντιφωνητής, φυλ. 276-277, 16 Αυγούστου 2009, σελ. 2. 

 

Αρχική Πηγή 2 (μετάφρασης και αναδημοσίευσης):

Σύμφωνα με τον ίδιο, η φύση του κτιρίου του νέου μουσείου είναι εξ ορισμού καταστροφική, καθώς η αρχιτεκτονική του βασίζεται στο κίνημα του ντεκονστρουκτιβισμού (deconstructivist movement).

English edition>>

(Μετάφραση στα Ελληνικά, Βασίλης Κωστάκης), http://www.greekarchitects.gr/index.php?maincat=2&newid=2332  και

http://www.greekarchitects.gr/index.php?maincat=26&newid=2332&curpage=2

 

Το πλήρες κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι αυτό:

 

Architectural Cannibalism in Athens

Nikos A. Salingaros

 

I grew up in Athens. My family lived in the old part of the city, near the center. As a young boy, I walked and played in the historic regions and archaeological sites. Those places formed my character and being. My ancestor Angelos Salingaros fought on the Acropolis, defending it during the siege of 1826. It thus pains me deeply now when I see Athenians keen to destroy Athens's architectural and urban character, in a frenzy of supposed modernization. Most of old Athens has already fallen victim to a post-war building boom that replaced the old courtyard houses with ugly five-storey apartment blocks. It would be hard today to find in Athens even a single example of the courtyard house, whose typology goes back to ancient Greece (and was transmitted via Rome to the Islamic world and Spain, then to the New World, and to California of the 1920s). A few neoclassical buildings remain, built in the period between the end of the nineteenth century and the beginning of the Second World War, but not many (Salingaros, 2005).

Like so many other countries around the world, Greece is facing architectural cannibalism driven by the onslaught of a new worldview. This worldview is intolerant, substituting and replacing a nation's tradition, culture, and even its religion. But it is not imposed by an invasion of a foreign military force (unless you identify globalization and the international media, as many do, as insidious forces of occupation); architectural cannibalism is a civil war. A few Greeks have been brainwashed to destroy their own heritage. They desperately wish to conform to the cult of contemporariness.

Fanaticized ideologues whose minds are infected with alien images and anti-humanist principles are desecrating the city of Athens and its history. Willing, eager collaborators have betrayed their heritage and embraced the fashionable cult of architectural nihilism imported from Europe and the US. Even as the rest of the world begins to reject that nightmarish period of inhuman architecture and urbanism (Salingaros & Masden, 2007), some individuals within Greece are proud to promote it. Always a little behind the times, this group nevertheless makes up for its lag by showing a proper fanaticism in its willingness to pay homage to the cult.

The New Acropolis Museum is finally finished, a prime example of cult architecture. It is now threatening two protected neoclassical buildings, however, demanding that they be demolished in order to give it a better view of the Acropolis. Their removal will seriously damage Athens's historic urban fabric. There is general outrage in Athens, while at the same time, the present government is calmly proceeding with steps towards an eventual demolition of the previously listed buildings. I would like to focus away from my personal emotions (entirely legitimate), and formulate a sharp attack on the perpetrators, which is sorely needed.

The two buildings in question are numbers 17 and 19 Dionysiou Areopagitou Street, two architectural gems from the 1930s. One is Neoclassical, and the other more Art Deco. Architect Nikos Karydis admires number 17 especially: "The fantastic four storey Classical — Art Nouveau residence by Kouremenos, with its magnificent sculptures flanking the entrance, and its fine proportions and clever use of marble in the façade is one of the best buildings in Athens". This past July, while wildfires were devastating all of Greece and threatening to burn Ancient Olympia (that is, at a moment when national attention was focused elsewhere), the legal protection of these two historic buildings was lifted. This procedure parallels the unexpected declassification of the new museum's site that lifted its archeological protection so as to allow excavation of the foundation columns. Many ordinary citizens are disgusted by the political maneuvers that have followed the project. Numerous lawsuits dogged this museum because of a string of such seemingly "irregular" procedures. But everything has been pushed through regardless, and by both successive governments.

I wish to compare the New Acropolis Museum directly with the two historic buildings that it now threatens with demolition. Despite unrestrained declarations of praise by its supporters, the museum building is of negligible architectural value. It has no coherence, no logic, and near zero degree of architectural life (Salingaros, 2006). It is a typical product of the deconstructivist fashion, albeit not twisted and contorted as the most extreme examples of that style. The two modestly-scaled buildings from the 1930s, by contrast, embody a highly elevated degree of architectural life. That life is what viewers intuitively perceive, and that is why this particular pedestrian walk, passing in front of the two buildings while facing the Acropolis, is among the most gratifying anywhere in the world.

The New York Times architecture critic felt he had to justify this abomination (the New Acropolis Museum) by calling it: "An impressive accomplishment: a building that is both an enlightening meditation on the Parthenon and a mesmerizing work in its own right (Ouroussoff, 2007)". How, I wonder, could the reviewer believe what he has written? He must certainly be dissociated from his feeling and experience. Such effusive praise has to be interpreted within its proper context, as New York architect John Massengale writes: "Like his predecessor at the [New York] Times, who hand-picked him, Ouroussoff is an activist advocate for a small group of Starchitects. For Ouroussoff, ideology trumps experience (Massengale, 2005) … Mr. Ouroussoff knows his is not to reason why, his is to praise Starchitects to the sky (2007a) … And so it goes, while the architecture critic of the New York Times continues working as a press agent for Starchitects and their egocentric ideology (2007b)". The cult is self-reinforcing.

Those few Greek architects who support the demolition of the previously listed buildings wish to implement the modernist ideal of a building disconnected from its surroundings. Thus, the heated debate is also driven by ideology: the arrogance of the contemporary showcase building that needs to stand apart from its "inferior" older siblings. One Greek architectural academic supporting demolition of the older buildings urged that: "Athens has to invest in the highest level of contemporary architecture without reservations, and this demands ruptures". This is a cult statement by someone who dismisses humanistic, adaptive architecture as merely "nostalgia for the past". Failing to appreciate the historic urban fabric's enormous life-enhancing value, anyone holding those convictions can only damage it.

Prominent figures both in Greece and in the rest of the world are apparently shocked by the New Museum's design, which refuses to harmonize with anything in its environment. The design of the new building has an ultra-contemporary high-tech look, so that it relates to absolutely nothing in the long history of Greek architecture. People are also surprised at this manifestation of architectural "cannibalism", which has now exposed the two previously listed buildings to destruction. Puzzled observers interpret these events to be an inexplicable oversight or mistake by the architect, Bernard Tschumi.

I am neither puzzled nor surprised by all of this. It doesn't occur to critics of the design that intolerance and destruction are the defining characteristics of Deconstructivist architecture. Deconstruction is an architecture of aggression carried out by viral means. It is fundamentally nihilistic [Part 10 in this book]. Unfortunately, its cult followers and the architectural media have deliberately misled the public. Not to belabor the point, but the proposed demolition of the two listed buildings would also cut down a row of magnificent four-storey tall shade trees as well. Nothing should stand in front of the Museum! Whoever chose Mr. Tschumi should have known what they were getting. It is meaningless to complain now. Some people understood what the term "cutting edge" really means (literally!), but others only woke up suddenly after this building has devoured everything within reach.

Writer Vassilis Vassilikos (author of the book "Z") was appalled. "Mr. Tschumi attacks and is provocative. This triangular platform, the balcony of the Cafeteria … this open terrace is a concrete arrow aimed at the back of the two protected buildings, as if wanting to tear them down by its sheer vehemence. It is savage; it is from the third world. Naturally, it matches the monstrous conception of the whole museum. But such an aggression, which is unworthy of an important architect like Mr. Tschumi, I never expected. If the protected buildings are demolished, this arrow will then target the Acropolis itself, as if wanting to destroy it as well. Mr. Tschumi, is this the much-desired dialogue with the ancient monument? Oh, Melina [Mercouri], who started this project, you would now be on a hunger strike until they pulled down this arrow of revenge that is the terrace of Tschumi's Cafeteria (Vassilikos, 2007)".

A total of 25 houses were demolished to make space for the new museum. The two neoclassical buildings were legally protected. The original brief preserved these two buildings on the plan, and the design had to respect their position. Now that the museum is complete, however, someone seems to have changed his mind, or was planning to do this from the very beginning. The details of the controversy, according to many observers, can be reduced to a very mundane reason: having a better view from the Museum's cafeteria terrace. At present, the clients of the Museum's cafeteria will have to face the back of the two listed buildings, which were never designed to be particularly attractive. The Greek press is saying that the expected income from tourists lunching at the Museum Cafeteria overrides any concerns for historic preservation.

The irony in all of this is that the Greek Government (actually two successive governments, which, while disagreeing on almost everything else, have exerted their considerable power to build the New Acropolis Museum) could be seriously risking its reputation. Far from promoting architectural and cultural enlightenment through an ultra-contemporary new museum, it could conceivably be accused of embracing a preposterous (and ephemeral) architectural fashion while destroying its priceless heritage. How has history judged those governments who, in the past, demolished their historic buildings so as to impose an idiosyncratic idea of architectural modernity?

It is worthwhile analyzing the conditions under which so many reasonably good people were led to commit senseless acts of destruction. After all, these are government officials, not professional vandals. Furthermore, the project evolved during a peacetime democracy, so there was ample time and opportunity for citizens to complain if they did not agree with what was going on at the time. Sadly to say, a majority of the Greek public was duped into enthusiastically supporting the idea of the New Acropolis Museum. It became a national cause, acquiring a certain degree of mass hysteria that usually goes along with such causes. Successive governments presented the following propositions to the public (in my own words):

Greece desperately needed a new museum to house the antiquities related to the Acropolis, since the old museum is too small.

Bernard Tschumi is an important and accomplished architect, validated by international fame and demonstrated competence.

Famous architects are learned professionals, who are supposed to respect a nation's history and architectural heritage.

England will return that portion of the Parthenon frieze now displayed in the British Museum (known as the Elgin marbles) as soon as a new museum is built in Athens to house it.

This is a prestige project for "the greater national good", which should therefore be supported by all possible means.

Point 1 is probably correct, whereas I would argue with point 2. Glowing projections of huge numbers of visitors to the new museum (totally hypothetical) are treated as ticket receipts already cashed in. I'm not so sure. What if visitors feel psychologically ill in the building, as they do in so many other deconstructivist buildings? What if they cannot focus on the sculptures because of the nasty glare (a basic design defect also present in Richard Meier's Ara Pacis Museum in Rome)? This quasi-religious conviction of superior architectural achievement makes a rational critique next to impossible.

Point 3 represents an honest mistake that anyone unfamiliar with current trends in architecture and what is misleadingly labeled "architectural theory" can make. I have tried to explain in my books and articles why assumption 3 is false; in fact, it is deadly wrong. So much damage has been done by deliberately confusing what is famous, good, and contemporary. In reality, it is more accurate to label the most famous contemporary architects as anti-architects. They are not interested in architecture that adapts to human sensibilities, or to the local culture, but only in imposing their monstrous ego on a hapless public.

Point 4 is crucial here. The British Museum stated categorically that it is not ready to return the Parthenon sculptures to Greece. Despite this clear pronouncement, the Greek government decided to play a "clever" game of embarrassing the British government into giving back the sculptures. It would accomplish this by building a museum with specially designed spaces for their eventual exhibition. While that was admittedly an astute (if chancy) propaganda move, it has absolutely no basis in reality. It was a game of bluff played on the international political arena: a ploy based on the psychology of humiliation. When you don't have any real bargaining power, you can try to shame your opponent into capitulation. The propaganda campaign within Greece was so intense that it misled everyone, including those who initiated it. After a while, even the propagandists believe their own lies.

The Elgin marbles were used as the "hook" to manipulate public opinion into supporting the new museum. From the very beginning, those concerned made sure to link reality with fantasy so as to keep the project moving along, and this game continues today.

Now I come to the most disturbing aspect of the story. Point 5 encapsulates the New Acropolis Museum as an "important" project, for which no sacrifice was too great to make. A shared national dream backed by authority — from the State, a famous architect, and the international sycophantic press — permitted and even urged crimes against architecture, history, and civilization. As already mentioned, critics have accused the Greek government of the destruction of archeological antiquities on the site itself. Preparing the foundations of this massive building was bitterly referred to as "archeology by bulldozer". People who protested against this were labeled as spoilers; as being against progress and the national vision.

One Greek reprimanded the critics who revealed the destruction of the archeological site with these words: "You are writing in English, so as to slander our fatherland and the Greeks … You are doing terrible harm … Already [some people] are utilizing your disclosures as an argument so that the pieces seized from the Parthenon will never be returned to our homeland … I am saddened." After a certain point, promoters of the new museum wished that everyone should submit to a conspiracy of silence about what's happening here. We don't want the outside to learn of the atrocities committed against our archaeological and architectural heritage, because that would jeopardize our game of international bluff.

There was a church on the site, the Church of St. George. It can be seen on the original plans within the region to be preserved, and outside the Museum's foundations. One day it was demolished. Fait accompli! Critics of the project managed to film the destruction — carried out by a giant excavator. There is no mention of this act of barbarism in the press. I don't know if that was due to a lack of interest or to self-imposed news censorship. Demolishing a church for no apparent reason (other than that it doesn't fit into a megalomaniacal conception for a new museum) is an egregious sacrilege. Did the Greek Orthodox Church not object? I have been unable to find out. When the residents of the two protected buildings were asked why they never complained before about the neighboring buildings falling victims to the bulldozer, they confessed that they kept quiet, reluctant to speak up: "We were faithfully supporting the higher public interest."

Seeing destruction around you and being intimidated into silence … until your own turn comes … seeing the nation's laws violated or manipulated by those who are sworn to uphold them … feeling helpless because protest makes absolutely no difference to the obsessive pursuit of a goal set by others … crying out for help but having your pleads silenced by both local and international authorities (in this case from New York) … this situation reminds me of past times when humanity slid into darkness. Surely, even then, the perpetrators' goal was "noble", working according to a frighteningly narrow interpretation of "the greater national good". After the destruction, what happens?

We usually associate the deliberate demolition of churches in our times with the regimes of Joseph Stalin and Nicolae Ceauçescu. Stalin dynamited the superb 19C Cathedral of Christ the Savior to make room for erecting the monstrous Palace of the Soviets. Le Corbusier (another Swiss/French architect, like Tschumi) eagerly took part in the architectural competition without any problems of conscience, but failed to win the commission. Maybe God objected to this project, since the foundations kept flooding, and the proposed modernist building could not be erected. The only thing that could be built on the site was a giant circular open-air swimming pool (not very practical for swimming laps). After the fall of Soviet Communism, the Cathedral of Christ the Savior was rebuilt as closely as possible according to the original plans.

I propose that, whatever the future holds in store for the New Acropolis Museum (remodeling to make it more modest? pulling down the problematic cafeteria terrace?), succeeding generations of Athenians have a moral obligation to rebuild the tiny Church of St. George. This martyred building will, like its much more important brother in Moscow, stand for the memory of a dark past, in which people foolishly embraced a warped idea of architecture and urbanism, founded upon intolerance and destruction.

Digging deeper into the motivations for what happened — and what may still take place — uncovers a frightening reality. The archaeological antiquities, the church, the two 1930's buildings, and the gorgeous trees in front of them were annoying to the project for a new museum. Someone whose reality has been infected by images of a futuristic modernity tells us that they cannot coexist; they have to be demolished. But we don't normally destroy whatever annoys us … we need, in addition, the authorization to do so. Not only from the State as a legal document (and that was provided here without any hesitation), but we also require moral authorization. Deconstructivist ideology (and the clique that supports it) has identified whatever annoys the new building as being beneath human consideration; as expendable; as without cultural value; as an obstacle to progress; as having no reason for existence; as being a detriment to our own wellbeing!

Reality is thus forced to conform to an extraordinarily impoverished vision of the world. That imposes a clear value distinction: what is new, shiny, and fashionable is good, whereas whatever differs from this (arbitrarily-defined) ideal is undesirable — and will continue to trouble us until it is annihilated.

So many things are being lost in this bargain, therefore most people can see that it is a lousy deal. Athens is trading away centuries of its heritage for a few shiny trinkets. We are witnessing a few individuals seduced by "architecture as giant sculpture" infecting Athenians with their intolerant visions of a machine-age future. This mind infection then drives people into a culture of hatred for their own past. They cannot appreciate the timeless patterns of the Acropolis, nor the human experience of walking around the sacred hill and ascending up the path, nor the experience of living in the architectural palimpsest that is historic Athens.

Nikos Angelos Salingaros is a practicing Urbanist and Architectural Theorist, with a foundation as a Scientist and Mathematician. He was born in Perth, Australia of Greek parents in 1952. He obtained a Ph.D. in Theoretical Physics from the State University of New York at Stony Brook, and is now Professor of Mathematics at the University of Texas at San Antonio.

 

Posted: 20-Nov-07

 

ΠΗΓΗ: http://www.orthodoxytoday.org/articles7/SalingarosAthens.php

 

 

Anti-architecture and Religion.

 

Nikos A. Salingaros

 

Department of Mathematics, The University of Texas at San Antonio, San Antonio, Texas 78249, USA.

 

E-mail: salingar@sphere.math.utsa.edu  

 

Sacred Architecture, Issue 7 (Fall/Winter 2002), pages 11-13.
Part 6 of "Anti-architecture and Deconstruction" (Umbau-Verlag, Solingen, Germany, 2004).

 

In wanting to explain a cultural mystery — why the world renounced emotionally-nourishing buildings, and instead embraced buildings that literally make us ill — one comes up against severe obstacles. It is not that methods for producing humane buildings are unknown, or that there is a lack of architects to build them; society has made a conscious decision to build what it does. Furthermore, enormous energy is spent in convincing people that our contemporary built surroundings are good, even though almost everyone feels otherwise. There is a basic disconnect between what we feel, and what we are told we ought to feel — or forced to accept. Answers to these questions lead us from architectural theory into social beliefs and systems.

I wish to elaborate an idea that has often been expressed by Neo-traditionalist architects: that all styles are not equivalent in terms of their architectural consequences; some styles have deleterious effects not only on the built environment, but on society as a whole. Contrary to a working assumption accepted eagerly by our contemporary culture, the avant-garde is not harmless. Stylistic pluralism hides a danger because it accepts cults into society, and those cults would like to destroy society.

Within an architectural style, ideas and concepts are tied together that may have no logical relation to one-another. Someone builds a novel-looking structure, then comes up with irrelevant explanations for why the structure looks that way. To ensure success, the architect can link the new style to themes that preoccupy society at that time, promising that its adoption will help to move society forward in the desired direction. Building styles that have evolved over millennia do not suffer from such a dishonesty or logical disconnectedness; it is only hastily put-together styles that are flawed in this manner. A particular style's philosophical underpinning could make some false assertion or statement, yet appear to fit together in a superficially satisfying manner. It is this satisfaction of fit that fools the mind into accepting a stylistic structure; the mind usually does not examine the logical coherence of the whole message. There exists an innate mechanism in the human mind that enables this phenomenon.

 

Religion provides a structure for meaning.

It is undeniable that the greatest architectural creations of mankind arose as a response to religious fervor; the desire to express in materials what human beings felt towards their Deity and Creator. Cathedrals, Churches, Mosques, and Temples around the world attest to this fact. Enormous investments of human energy went into creating these structures. With few exceptions, they reveal an absolute honesty of expression.

Religion arises out of the necessity to understand a universe that escapes our comprehension because of its profound and ordered complexity. Religion has in the best periods of human civilization acted to complement our scientific understanding of natural phenomena. It can and does seek to provide answers to questions that are too difficult for science to answer. By presenting a set of guidelines and rituals as a balance against the destructive side of human nature, the world's religions have successfully held humanity more or less from collapsing into chaos and barbarism.

All religions are based on worshipping some higher form of order, which means that a key aspect of religion is trying to recreate this order as a geometrical expression using physical materials. This process begins with the House of God and religious artifacts, but certainly does not stop there. In the first religions the creative spirit manifested itself everywhere, and not merely in special locations or in a special type of sacred artifact. Utilitarian objects were made with the same philosophy of striving to represent the complexity and beauty of the universe — as best understood by human beings at that time — in the things we built. Every religious person accepts that God is indeed everywhere, so for millennia we tried to build everything around us according to a higher logic. While this created a tension with the opposing forces of economy, utilitarianism, fashion, etc., this tension prevented our buildings and artifacts from ever being without life.

Religious belief is usually driven (though not with all people) by a need to accommodate oneself to the mysteries of the universe. A religious mythology provides not only rules for everyday conduct; it also gives consolation and stability against the frightening prospect that there is no meaning to life: that life itself might be a random and inconsequential event. A belief system thus gives purpose to our lives. In the same way, architects need a meaning structure for their profession, and, having abandoned traditional values, they will seek it in cults of their own making. Architecture has not yet developed a scientific basis that would obviate the search for meaning within mysticism and irrationality.

 

French philosophical deconstructivism.

A group of French philosophers started an anti-scientific fashion in the late twentieth century. In a series of writings that make little sense, they claimed that scientific analysis was invalid, and that ways of thought akin to free disassociation are more ethical. Their actual point is impossible to summarize, precisely because it lacks any internal logic. Nevertheless, the end result of this movement is to create a cult of anti-scientific followers, who now question all the scientific achievements of mankind, and indeed any progress achieved through science.

The answer to the inevitable question of how such a bizarre and destructive cult could have arisen in academia lies perhaps in a linguistic phenomenon. Deconstructivism started as a discourse in French academic circles. Those of us who speak french, and who might have read French philosophy, surely know that a gifted intellectual can argue aloud in french, and say very little of substance while appearing to be making profound statements. The French have a long tradition of scholarly discourse which could be shallow in content but linguistically rich in flowery expressions and gestures.

If this hypothesis is in fact correct, it would explain why the original French academic audience was enraptured by the deconstructivist discourses, whereas the texts in English translation make no sense at all. Nevertheless, those texts are read worldwide today — they are part of an established cult whose irrationality forms part of its mysticism.

 

Deconstructivist architecture.

Deconstructivist architecture can be described as the product of a group of architects creating their own cult by defining a new style of building. The style is easily recognizable as having broken forms, using "high-tech" materials for visual excitement, and intentionally violating the most elementary elements of balance, rhythm and coherence. Their only design tactic is a simple and random morphological gesture that removes sense from form. It is doubtful whether such architects understand the French deconstructivist philosophers (for those writings are in principle not understandable). They do, however, find in them a convenient philosophical underpinning — and a catchy label — to justify their own architectural cult.

Science tries to understand the ordered complexity of the universe. It follows a process of putting together different pieces of insight, obtained by different researchers and by different techniques, into a coherent picture. Sometimes scientists take apart a structure to study its parts, but only so that they can better grasp how the whole works. Deconstruction is the antithesis of this: it is the tearing apart of form just for the fun of it. It destroys the ordered complexity that nature has marvelously synthesized, and from which we ourselves arose. This destruction is quite simply a turning against the evolutionary forces that have created us.

The success of the deconstructivist cult is undeniable, however. Nowadays, the most prestigious architecture schools in the world have opened their doors to deconstructivism, and have hired those architects who have made themselves the prime representatives of this cult. Major corporations, Governments, and even established religious institutions compete for their favors, spending money on alien-looking commissions; large sums of money that could otherwise be used to build structures adapted to human beings and the human spirit. In a most absurd — and ultimately destructive — infatuation with an architectural fashion, the media promote the cult of deconstructivist images, spreading them while lending them respectability.

Finally, evangelical techniques are misused to sell deconstructivist ideas to third-world countries, by falsely linking bizarre forms with technological progress. Countries that buy this idea then foolishly destroy their vernacular, historic, and sacred buildings in order to supposedly attain a higher level of architectural culture. Quite the opposite eventually takes place after the initial excitement has worn off, as scarce resources are squandered in paying for expensive imported materials such as glass and steel. The result of this is an impending ecological disaster the world over. The damage done to our inherited architectural and cultural heritage is immense.

 

Intolerance for historical and vernacular structures.

In so many instances, a perfectly sound older building has been demolished in order to make place for a much inferior new building. Renovation and adaptation are simply not considered — the vestiges of the past must be erased entirely. And yet, both in terms of structural quality, as well as in their connectivity to human beings, many older buildings simply cannot be duplicated today; they would cost much more to build than clients are used to paying nowadays, and few contemporary architects would even know how to build them. Perhaps this envy, the certain inability to approach the superior architectural standards and achievements of those outside the cult, is what drives their destroyers.

Despite the highly-publicized reaction of the various postmodernist architectural styles against early modernism, they have all retained modernism's intolerance for historical and vernacular structures. As is well known, it is still forbidden to build traditionally, and, when traditional elements are included for whatever reason, they can only appear as "jokes", and not as integral tectonic components. Those few contemporary architects who do build in more or less traditional styles are viciously attacked by the architectural establishment. If anyone dares to break the twentieth-century taboo against traditional architecture, then that architect risks ending his or her career.

It is no wonder then, that new traditional buildings spark such violent opposition and outrage from within the architectural community. Interestingly, this revulsion is comparable to that felt by ordinary citizens when confronted with bizarre deconstructivist structures, which in that case is driven by our built-in ("hard-wired" or biologically evolved) instincts for order. As a result of their training, most architects today consider traditional architecture as "impure", and that part of their professional duty is to purify the world through its elimination. In this conception of things, Neo-traditionalist architects are traitors and enemies of the cult.

 

Even the Church …

It is as if architects formed by 20th century ideals have read Hans Urs von Balthasar's treatise [The Glory of the Lord: Volume I] linking beauty with the love of God — in order to do exactly the opposite. Everything that is natural, beautiful, sacred, and holy is negated, ridiculed, and suppressed; and moreover with a fanatical insistence. Not even the Church itself has been spared. In a remarkable adoption of what is fundamentally unholy, the Church has embraced modernist architecture. The result is that many people do not feel like worshipping anymore in new Church buildings that make them ill. They also question the wisdom of a Church that can no longer equate the beautiful with the Holy.

For many millennia, the highest architectural expression was reserved for the House of God. This is true with all peoples and all religions. It is immaterial whether iconography was allowed or not: where it was, mankind created glorious mosaics, frescoes and paintings; where it was not, we created fantastic polychrome tiles, wood carvings, and carpets for our places of worship. Religious spaces in themselves symbolize by their geometry the highest expression of the love of human beings for their creator. All of this ended abruptly in the twentieth century — not only the creation of enlightened spaces, but also our attachment through architecture to a higher form of order in the universe.

Modernist architects broke up interior space into ill-defined volumes, using broken wall planes and extreme ceiling shapes and angles. A lack of closure (often aggravated by glass walls) destroyed the wholeness of individual rooms. Living spaces were either made cramped by lowering ceilings too far, or uncomfortable by raising the ceiling to two stories. To complement this assault on the user's senses, hard materials, previously reserved for external surfaces, were introduced into internal walls. In a special irony, modernist architects were commissioned to build churches (some of which were deemed unusable by their intended occupants), and to disfigure older churches through so-called "renovation".

We find ourselves at a difficult time in architectural history. It appears (and not only to the author) that the leading academic architectural institutions have adopted a philosophy and practice that represents anti-architecture. Furthermore, universities are teaching this anti-architecture to more than one generation of future architects. Persons outside the field naively expect that architects know what architecture is about, and that the most famous ones are a reliable guide to follow. Yet, nothing could be further from the truth. The discipline has been taken over by a destructive cult. It is not within the power of this short essay to reverse this catastrophic trend, but at least it can raise a warning flag to the rest of the world about an architecture gone crazy.

 

ΠΗΓΗ: http://zeta.math.utsa.edu/~yxk833/antiarchitecture.html

Άγιον Όρος και τεχνικός πολιτισμός

Άγιον Όρος και τεχνικός πολιτισμός

 

Του Πανοσ. Αρχ. Βασίλειου Γοντικάκη

 

Είναι πλέον σαφές εις όλους ότι το Άγιον Όρος αποτελεί το μεγαλύτερον και τελευταίον κεφάλαιον της σωτηρίας του Γένους και της Εκκλη­σίας μας. Είναι κιβωτός η οποία φέρεται άθικτος επί των υδάτων τού κατα­κλυσμού των θορύβων τού συγχρόνου πολιτισμού που παραμορφώνει την δημιουργίαν, μολύνει, επί κυριολεξία, τον αέρα, την γην και την θάλασσαν.

Τα νέφη του αρξαμένου τούτου κατακλυσμού επισωρεύουν εις τον άνθρωπον κινδύνους. Και απειλούν την σωματικήν υγείαν, την πνευματικήν του ισορροπίαν και επιβίωσιν. Δι' αυτόν τον λόγον πολλοί καταφεύγουν εις την σκέπην τής Κυρίας Θεοτόκου ενσυνειδήτως, και έρχονται εις τον Ιερόν ημών Τόπον, ως εις χώραν Μετανοίας. Αισθάνονται ότι το άγιον τούτο τεμάχιον τής γης είναι ο αγρός όπου ευρίσκεται κεκρυμμένος ο μαρ­γαρίτης τής Βασιλείας τών Ουρανών. Δι' αυτό ακριβώς ο πονηρός βάλλει λυσσωδώς κατά του σκάφους τού Αγίου Όρους. Τα κύματα του κατα­κλυσμού αγωνίζονται να εισρεύσουν εις την κιβωτόν ταύτην, να την κατα­ποντίσουν αύτανδρον, εις τον ωκεανόν τού σημερινού  χάους.

 

Η εισβολή αυτή επιχειρείται αφ' ενός μεν υπό την μορφήν του διαρκώς αυξανομένου κοσμικού ρεύματος, το οποίον τείνει να αποπνίξη την ζωήν τών ιερών ημών σκηνω­μάτων -ιδίως κατά το θέρος-, αφ' ετέρου δε υπό την μορφήν τής εισό­δου τών ποικίλων θορυβωδών μηχα­νών και οχημάτων τα οποία απειλούν την ησυχίαν τού Ιερού ημών Τόπου, παραποιούν την μορφήν του και αλ­λοιώνουν τον ασκητικόν χαρακτήρα τής ζωής Του.
Πολλαί άγιαι περιοχαί του Ιερού ημών Τόπου έγιναν ήδη εστίαι θορύ­βου απομακρύνουσαι κάθε χάριν μοναχικήν.

Ίσως εκ της συνηθείας τής εν­ταύθα παραμονής μας δεν έχομεν σα­φώς συνείδησιν ποίον μοναδικόν και ανεκτίμητον θησαυρόν κρύπτει δια τον ανθρώπινον Γένος ολόκληρον. Δεν αντι­λαμβανόμεθα ποίαν χάριν ενσαρκώνει εις την ησυχαστικήν του θεολογίαν, την έκφρασιν των εικόνων του, την αρχιτεκτονικήν δομήν τών ναών και οικισμών του, την όλην εμφάνισιν και διαμόρφωσιν του χώρου του.

Ολόκληρος η Ιερά Χερσόνησος του Αθω, η κατάσπαρτος με Μονάς, Σκήτας, Κελλία, ησυχαστήρια συν­δεόμενα δια των στενών ατραπών των, αναπαύει πνευματικώς τον άνθρωπον και αποτελεί ανεπανάληπτον κειμήλιον πίστεως και υψηλού πολιτισμού. Ηγιάσθη υπό της Παρθένου. Eγνωρίσθη ως τόπος μετανοίας υπό συμπάσης της Ορθοδόξου Εκκλη­σίας.

Δια να διατηρηθή δε το πνεύμα και ο χαρακτήρ του Αγίου Όρους θα πρέπη να μείνη άθικτον και άβατον το άγιον σώμα του. Ατιμάζοντες και παραμορφώνοντες το σώμα και την μορφήν τού Αγίου Όρους εξαφανίζομεν το πνεύμα και το ήθος του.

Το Αγιον Όρος δεν είναι κτήμα ουδενός εξ ημών δια να δυνάμεθα κατ' ιδίαν βούλησιν ή ατομικήν αντίληψιν να το διαμορφώνωμεν. Το Αγιον Ό­ρος ανήκει εις την Κυρίαν Θεοτόκον, έχει χαρακτήρα ιερόν και απαραβίαστον. Η μέριμνά μας όθεν πρέπει να είναι: Τι θέλει η Θεοτόκος μητέρα μας, οι κεκοιμημένοι και τετελειωμένοι άγιοι Πατέρες μας, οι διψώντες την σωτηρίαν σημερινοί πιστοί. Δεν δυνάμεθα ουδέν εκτός της εντολής αυτών να πράξωμεν.

Η κραυγή δε της σιγής από την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν και η θέλησις της στρατευομένης ζητούν το ίδιον πράγμα: Να μείνη το όρος άγιον, τόπος ασκήσεως και ησυχίας. Περισσότερον από πάσαν άλλην εποχήν το Άγιον Όρος πρέπει σήμερον να διασωθή ως έχει. Να το παραδώσωμεν εις τας ερχομένας γενεάς όπως το παρελάβομεν άγιον, ιερόν και καθαρόν από κάθε κοσμικόν μίασμα. Το έχουν ανάγκη αι γενεαί που έρχονται περισσότερον από τους παλαιοτέρους. Το  απαιτούν από ημάς. Αλλοίμονον εάν, ο μη γένοιτο, τους απογοητεύσωμεν.

Η ώρα είναι κρίσιμος. Όλη η Εκκλησία θριαμβεύουσα και στρατευομένη αναμένει να ίδη το πως θα ενεργήσωμεν οι σημερινοί Αγιορείται. Είναι δυνατόν, λόγω των συγχρό­νων μηχανικών μέσων καταστροφής, δια μιας απερισκέπτου αποφάσεως ή ενεργείας μας να παραδώσωμεν εις τον αφανισμόν εργασίας αιώνων. Να γίνωμεν ημείς οι ίδιοι οι μοναχοί οι αυτόχειρες και φονείς τού Όρους.

Ο πονηρός δεν αστειεύεται. Και η αδηφαγία τού δράκοντος του συγ­χρόνου πολιτισμού δεν έχει όρια. Μία ελαχίστη παραχώρησίς μας είναι δυ­νατόν να έχη μοιραίας συνεπείας. Μίαν ελαχίστην σχισμήν εάν αφήσωμεν ανοικτήν δια το κοσμικόν πνεύμα, η πίεσις την οποίαν εξασκεί ο πονη­ρός είναι δυνατόν να την μεταβάλη εις χαίνουσαν ρωγμήν και χάσμα ολόκληρον δια να μας αποπνίξη.
Ήδη πολλοί χαιρεκάκως ομιλούν δια το χαμηλόν πνευματικόν επίπεδον των Αγιορειτών. Λέγουν ότι είμεθα ανάξιοι της Παραδόσεώς μας. Και ότι είμεθα έτοιμοι αντί πινακίου φακής καλοπεράσεως και σωματικής ανέσεως, τα οποία μας υπόσχεται ο τεχνι­κός πολιτισμός δια των δρόμων, αυτο­κινήτων ή της ΔΕΗ, να παραδώσωμεν το Αγιον Όρος εις τας χείρας τών εχθρών.

Να το αποσπάσωμεν βιαίως από την Κυρίαν Θεοτόκον και να το παραδώσωμεν εις την ειδωλολατρείαν τής ανέσεως και την βαβυλωνίαν τών θορύβων. Ο Θεός ας μη μας εγκαταλείψη δια να πράξωμεν έγκλημα παρομοίας καθοσιωσεως. Διότι είναι καλύτερον να μη εγεννώμεθα ή να μην εγινώμεθα μοναχοί, παρά να επιφορτίσωμεν τον εαυτόν μας δια του εγκλήματος μιας τοιαύτης μιαιφονίας: της καταστροφής τού πε­ριβολιού τής Παναγίας, του Παραδεί­σου  τούτου της ουρανίου ησυχίας. Θα έχωμεν την κατάραν τού Θεού και το «βαρυγκόμημα» των χιλιετιών που έρχονται.

Δεν πρόκειται να συναριθμηθούμε απλώς με τους συλλειτουργήσαντας μίαν φοράν με κακοδόξους εν Αγίω Όρει. Η ψυχή μας και η μνήμη μας θα αμαυρωθή πολύ περισσότερον. Θα είμε­θα οι τελικοί και οριστικοί καταστροφείς τού Αγίου Όρους. Δια ταύτα θα πρέπη μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προς την πνευματικήν μας πατρίδα να συνέλθωμεν εις έκτακτον Ιεράν Διπλήν Σύναξιν.

Να αφήσωμεν την βαθείαν μοναχικήν συνείδησιν του αγίου Τόπου μας να ομιλήση. Δια να έχη ο καθένας από ημάς εν συνεχεία, ήσυχον την συνείδησίν του ότι δια τας τύχας τού Αγίου Όρους έπραξε συμφώνως προς τας μοναχικάς του υποσχέσεις και υποχρεώσεις, και όχι κατά τας διαθέ­σεις μιας επιπολαίας  στιγμής. Να λεχθή σαφώς το όχι προς τον «κόσμον», ο οποίος είτε έσωθεν δι' ημών, είτε έξωθεν δια πολλών ετέρων, επιθυμεί να εισβάλη βαναύσως εις τον άγιον περίβολον του Αθωνος.

Να αναχαιτισθή η ορμή όλων εκείνων οι οποίοι με την δήθεν σύνεσιν του κόσμου και την λογικήν τού παρόντος αιώνος θέλουν να «διορθώ­σουν» το Αγιον Όρος και να το κάμουν  σύγχρονον και άνετον. Το Αγιον Όρος δεν είναι «σύγ­χρονον» αλλά αιώνιον: Τόπος πρόσφορος δια σωτηρίαν ψυχών και όχι δι' ανάπαυσιν και μόλυνσιν σωμάτων. Να παύσουν οι ερωτοτροπούντες προς τον κόσμον και τας ανέσεις του να ομιλούν εξ ονόματος του Αγίου Όρους. Να δύναται ανενόχλητος η Ιερά Κοινότης να προχωρή εις το έργον Της, στηριζομένη εις αποφά­σεις Ιεράς Διπλής  Συνάξεως.

Να ορίσωμεν επακριβώς τι θέλομεν να γίνη δια τους δρόμους, οι οποίοι όπως λέγεται υπό πάντων των παλαιών μοναχών κακώς ηνοίχθησαν εν Αγίω Όρει. Να θέσωμεν τουλάχιστον αυστηρόν περιορισμόν και έλεγχον εις τον αριθμόν των μηχανοκινήτων που κυ­κλοφορούν σήμερον ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν εις το Αγιον Όρος. Να ρυθμίσωμεν ριζικώς το θέμα τού τουρισμού, το οποίον απειλεί την επιβίωσιν του Τόπου ημών ως ιερού και αγίου.

Κατά το φθίνον θέρος -ομιλούμεν εκ της πείρας τής Μονής μας- κατέ­στη ο βίος αβίωτος εκ του πλήθους των αδιαφόρων πνευματικώς τουρι­στών, οι οποίοι κατέκλυζον όλον τον χώρον τής Μονής πληρούντες τα πάν­τα δι' οχλαγωγίας, καπνών, ανάρμο­στων εμφανίσεων και παραλόγων α­παιτήσεων. Μετεβλήθη κυριολεκτικώς η μικρά Μονή μας εις θέρετρον συνωστιζομένων τουριστών ολωσδιόλου ξέ­νων προς το πνεύμα και την αποστολήν του   Ιερού Τόπου μας.

Έχομεν διάθεσιν να φιλοξενούμεν σοβαρούς επισκέπτας, να διακονούμεν προθύμως τους ευλαβείς προσκυνητάς των ιερών και οσίων τής πίστεώς μας. Αλλά ποίον σκοπόν εξυπηρετεί η αυξανομένη μάστιξ του τουρισμού, η οποία καταλύει την ιεροπρέπειαν των ιερών μας σκηνωμά­των;

Δια του τρόπου αυτού καθίσταται αφόρητος πνευματικώς η ζωή δια τους υπάρχοντας μοναχούς και αποπέμπον­ται εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να μονάσουν και να εύρουν εις τας Ιε­ράς Μονάς μας τόπους κατανύξεως και μετανοίας και όχι οχλαγωγίας και κοσμικότητος. Δι' αυτό πρέπει εγκαίρως να λάβωμεν αποφάσεις συγκεκριμένας, απο­τελεσματικάς και εφαρμοσίμους δια να περιορισθή εις το ελάχιστον ο αριθμός των ξένων ετεροδόξων επι­σκεπτών.

Να εκφράση εκάστη Μονή την άποψίν της, διότι διαφόρως πως τίθεται το θέμα εις εκάστην Μονήν, δια να εύρωμεν την λύσιν η οποία θα αναπαύη ολόκληρον το Αγιον Όρος και εκάστην Μονήν ιδιαιτέρως. Να ρυθμίσωμεν ημείς περίπου πό­σοι και ποίοι είναι δυνατόν και πρέ­πον να επισκέπτωνται το Αγιον Ό­ρος, δια να μένωμεν πιστοί εις την πατροπαράδοτον αρετήν τής φιλοξενίας, διατηρούντες άθικτον ιερόν χα­ρακτήρα τής αγίας ησυχίας τού περι­βολιού τής Παναγίας.


(Από ανέκδοτο υπόμνημα της Ι. Μ. Σταυρονικήτα προς την Ι. Κοινότητα Αγίου Όρους σταλμένο στις 12 Σεπτεμβρίου 1975. Νεώτερο της ίδιας Μονής αναλόγου περιεχομέ­νου δημοσιεύεται στο βιβλίο τού Ι. Χατζηφώτη «Βυζάντιο και Εκκλησία»)


(*) Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) υπήρξε επί σειρά ετών Καθηγούμενος των μονών Σταυρονικήτα και Ιβήρων του Αγίου Όρους.


(Πηγή: «ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ», Ψηφιοποίηση κειμένου www.alopsis.gr)

 

ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1137