Αρχείο κατηγορίας Θεολογικά διακροτήματα

Θεολογικά διακροτήματα

ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Κύλισαν αιώνες από τότε που ο Θεός έγινε άνθρωπος και προσέφερε τον εαυτό του θυσία, με σκοπό να καταργήσει τις θυσίες αίματος που ζητούσε ο ίδιος ή οι ψευτοθεοί, που λάτρευαν οι άνθρωποι της αποστασίας.

Ο Χριστός, ως άνθρωπος, εισήλθε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα. Αλλά σε τι συνίστατο ο θρίαμβός του; Είχε ήδη συντρίψει τον προαιώνιο εχθρό μας, τον θάνατο, ανασταίνοντας τον Λάζαρο. Η φήμη του θαύματος είχε ταχέως εξαπλωθεί και ο λαός τον υποδεχόταν ως βασιλιά, βασιλιά χορηγό της ζωής. Ο Χριστός ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο να αποφεύγει να σχηματίζει ο λαός ψευδείς εντυπώσεις για το έργο του. Αυτή τη φορά δεν απέφυγε τους αίνους του λαού, όπως τότε που, μετά τον χορτασμό, αυτός έσπευσε να το ανακηρύξει βασιλιά. Τους άκουγε χωρίς να αντιδρά, με συνέπεια να σκανδαλίσει τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι θορυβήθηκαν από το πλήθος που έτρεξε να τον υπαντήσει και το εγκώμιο που του έπλεκαν. Βέβαια ο Χριστός δεν είχε ανάγκη από επευφημίες, γνώρισμα διαχρονικό των ανθρωπαρέσκων ηγετών του κόσμου. Γνώριζε πολύ καλά το ευμετάβλητο της γνώμης και των αισθημάτων του βασανισμένου λαού. Του αρκούσε όμως το ότι τον αναγνώριζαν ως βασιλιά ακόμη και καθισμένο σε γαϊδουράκι κι αυτό αγγαρευμένο με κάπως περίεργο τρόπο. Ίσως ήταν αυτή του η κίνηση άκρως συμβολική, για να απαντήσει έμπρακτα στους μαθητές του που ζήτησαν πρωτοκαθεδρίες. Αυτός δεν σχημάτισε αυλή κατά το πρότυπο των επιγείων αρχόντων. Τους μαθητές του αποκαλούσε φίλους και ζητούσε απ' αυτούς που θέλουν να ασκούν εξουσία να είναι υπηρέτες όλων. Ακατανόητα πράγματα στην ιστορία του ανθρώπου αλλά ισχύοντα στη βασιλεία του Θεού. «Η βασιλεία η εμή ουκ εκ του κόσμου τούτου» θα πει μετά από λίγες ημέρες στον Πιλάτο. Τότε που οι αρχιερείς του Ισραήλ τον παρέδωσαν με την βαρειά κατηγορία της αντιποίησης της αρχής του μισητού σ' εκείνους Καίσαρα. Αλλά το μίσος που έτρεφαν προς τον Ιησού Χριστό ήταν απείρως βαθύτερο. Ενώ είχε καθ' όλες τις μαρτυρίες τα εχέγγυα, ώστε να τον αναγνωρίσουν ως μεσσία, τους βασάνιζε αφόρητα επί τρία έτη τηρώντας αναξιοποίητη την ισχύ του, η οποία ενεργουμένη θα έφερε στον Ισραήλ την πολυπόθητη εθνική ελευθερία και θα τον οδηγούσε, ως εκλεκτό λαό του Θεού, στην παγκόσμια κυριαρχία. Ο Χριστός κορυφώνει την αγανάκτησή τους με τα «ουαί» που εκστομίζει εναντίον τους ακόμη και στα έσχατα κηρύγματά του. Πώς είναι δυνατό να βρίσκονται αυτοί οι «δίκαιοι» διαρκώς στο στόχαστρό του και να παραβλέπονται οι αμαρτωλοί της εποχής, οι τελώνες και οι πόρνες;

Ο Χριστός προς του τελευταίου επί γης δείπνου με τους μαθητές του προβαίνει και σε άλλη άκρως προκλητική ακόμη και γι' αυτούς κίνηση. Πλένει τα πόδια τους! Ο απόστολος Πέτρος έχοντας περισσότερο θάρρος από τους υπολοίπους αρνείται. Συνιστά η άρνηση την πλέον συγκαλυμμένη μορφή εγωισμού. Δεν ήθελε αποδεχόμενος να δεσμευθεί με την υποχρέωση να πλένει κι αυτός τα πόδια των δικών του μαθητών στη συνέχεια. Δεν θέλουμε και εμείς σήμερα όχι να πλένουμε τα βρώμικα πόδια των αδελφών μας των ελαχίστων αλλά ούτε και να κοινωνούμε στις ανάγκες τους προσφέροντας τουλάχιστον από το περίσσευμά μας! Μόνο ο επί γης «αντιπρόσωπος του Θεού» εμμένει στο να θεατρινίζει πλύνοντας τα πλυμένα πόδια των καρδιναλίων του! Στο δείπνο του Χριστού με τους μαθητές του λαμβάνει χώρα η παράδοση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Το σωτηριώδες αυτό μυστήριο, σύμφωνα με την πίστη μας, οι χριστιανοί του κόσμου των διαμαρτυρομένων έχουν υποβιβάσει σε αναμνηστική τελετή και πλείστοι όσοι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ορθόδοξοι, προσέρχονται σπανιότατα, ώστε να διατηρηθεί το έθιμο ή η οικογενειακή παράδοση. Ο Χριστός πορεύεται προς το πάθος και καθ' οδόν διαπιστώνει ότι ολοένα και λιγότεροι τον συνοδεύουν!  

Προ του πάθους ο Χριστός περνά δοκιμασία, την οποία δεν κατανοούμε, άπιστοι αλλά και πιστοί. Είναι η δοκιμασία στον κήπο της Γεθσημανή. Ζητά από τον Πατέρα Του να απομακρύνει το ποτήριο της δοκιμασίας. Η αγωνία του κορυφώνεται και κατ' αυτήν αισθάνεται εντελώς μόνος, καθώς οι κουρασμένοι μαθητές καταβάλλονται από τον ύπνο. «Το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής». Εκεί τον βρίσκουν οι διώκτες του. Ο Πέτρος για μία ακόμη φορά εκφράζει το πνεύμα του κόσμου τούτου με τη χρήση βίας. Αμέσως μετά το σκηνικό ανατρέπεται, καθώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης παρακινεί τον καθένα με το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μόνον ο Ιωάννης, αυτός που ζητούσε εγκόσμιες πρωτοκαθεδρίες, αίρεται επάνω από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ο Πέτρος έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του καταρρέει προδίδοντας τον δάσκαλό του ακόμη και μπροστά σε μια αδύναμη υπηρετριούλα!

Οι δικαστές  του Χριστού τηρούν συνοπτικές διαδικασίες. Βιάζονται να τον θανατώσουν και θεωρούν οδυνηρό το ότι οι κατακτητές απαγορεύουν σ' αυτούς την θανατική καταδίκη. Ο Πιλάτος βρίσκεται μπροστά σε ιδιάζουσα υπόθεση αιτήματος θανατικής καταδίκης για λόγους, τους οποίους αγνοεί και δεν πολυενδιαφέρεται να μάθει. Είχε όλη τη διάθεση να αθωώσει το Χριστό, εκφράζοντας την αντιπάθειά του προς τους διώκτες του. Αυτοί όμως δεν ήσαν διατεθειμένοι να αφήσουν το θύμα τους να διαφύγει. Είχαν αυτή τη φορά με το μέρος τους τον λαό που επευφημούσε τον Χριστό ως βασιλιά μόλις πριν από λίγες ημέρες! Και όταν ο Πιλάτος εμμένει στην άποψη της αθωώτητας καταφεύγουν στο τελευταίο και ισχυρότερο όπλο τους: Την τρομοκρατία: Δεν είναι δυνατόν να αδιαφορεί ο διοικητής για την αντιποίηση της αρχής του Καίσαρα! Παύει με τη στάση του να είναι φίλος του αυτοκράτορα. Αλλά τότε κινδυνεύει η θέση του. Ο Πιλάτος δεν είχε λόγους να διακινδυνέψει για κάποιον, έστω και αν τον έκρινε αθώο. Ήταν εκπρόσωπος του παλαιού κόσμου. Τον παραδίδει «εις το σταυρώσαι».

Κάτω από το σταυρό οι άρχοντες των Ιουδαίων παραμένουν να δουν το τέλος. Αυτός που βασάνιζε επί τριετία τις ψυχές τους σε λίγο θα πάψει να αναπνέει. Βρίσκουν ευκαιρία πρώτης τάξεως να ειρωνευθούν τον Χριστό, που υφίσταται το μαρτύριο του σταυρού, το πλέον απάνθρωπο του αρχαίου κόσμου (στον νέο ανακαλύψαμε πολλά απείρως φρικτότερα): «Άλλους έσωσεν εαυτόν ου δύναται σώσαι»! Και ο Χριστός αντιμετωπίζει αυτούς και τους στρατιώτες με το αίτημα προς τον Πατέρα του: «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».

Θα ακούσουμε και εφέτος, καθώς κάτι μας οδηγεί στους ναούς, πιστούς, «πιστούς» και «απίστους» το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Λίγο αργότερα θα ακούσουμε το «Χριστός ανέστη». Πόσοι θα θεωρήσουμε τον λόγο ως παραλήρημα των όντως πιστών; Σε μας ποιος ρόλος απ' εκείνους των ανθρώπων που παρακολούθησαν την πορεία του Χριστού προς το πάθος και την ανάσταση μας ταιριάζει; Μήπως είναι καιρός να αναζητήσουμε άλλον ρόλο;

 

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 9-4-2012

Η αρά και η χαρά…

Η αρά και η χαρά…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή


 

Αρά σημαίνει κατάρα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από τη σκλαβιά. Η σκλαβιά, που δεν διαδραματίζεται μόνο στο εθνικό, αλλά ποικιλοτρόπως διαπλέκεται και με πάμπολλα άλλα επίπεδα: Το νομικό, το οικονομικό, το κοινωνικό, το θρησκευτικό, το ηθικό, το πνευματικό, κλπ

Κοινός παρονομαστής, ωστόσο, όλων των δουλοκτητικών αποχρώσεων είναι ο νόμος. Η Κατάρα του νόμου, όπως λέει ο Παύλος.

Γιατί ο νόμος νέμει τα αγαθά και τα δικαιώματα, σύμφωνα με τα νομίσματα (γνώμες) και τα συμφέροντα των κρατούντων. Και, εν ονόματι της αβυθομέτρητης υποκρισίας ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη, με την οποία, σε τελική ανάλυση, έχει μηδαμινή σχέση. Ενώ, αντίθετα, έχει μεγάλη σχέση και συχνά ταυτίζεται με την αδικία και το έγκλημα. Και μάλιστα το μεγάλο έγκλημα.

Δεδομένου ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος της ανθρωπότητας έχουν διαπραχθεί εν ονόματι του νόμου. Του οποίου αρχιτέκτονες και αρχιερείς είναι, συνήθως, αυτοί, που, ανάλογα με το μέγεθος των κακουργημάτων, που διαπράττουν, τιτλοφορούνται μεγάλοι. Οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να εξαθλιώσουν και να εξοντώσουν τους συνανθρώπους τους, φτάνουν στο σημείο να δολοφονούν ακόμη και τον ίδιο το Θεό. Γεγονός, για το οποίο καλούμαστε, κάθε χρόνο, και εμείς να πενθούμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Και κυρίως της Μεγάλης Βδομάδας.

Νησίδες και οάσεις χαράς, μέσα στην έρημο της πένθιμης αυτής περιόδου, είναι οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Οι οποίοι απευθύνονται στη μητέρα του πένθους, σαν προανάκρουσμα της αναστάσιμης χαράς. Και εστιάζονται οι χαιρετισμοί αυτοί, κατά κύριο λόγο, στον Ευαγγελισμό της Παναγίας. Της χαρμόσυνης, δηλαδή αγγελίας για την απελευθέρωσή μας απ’ την κατάρα του νόμου. Γιατί βέβαια η εμβέλεια των νόμιμων εγκλημάτων, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί να ακυρώσει το υπεριστορικό έργο του Θεού.

Βέβαια και πριν τον Ευαγγελισμό της Παναγίας, χρόνια και αιώνες, οι φιλόσοφοι και οι προφήτες πάλευαν να μετριάσουν την εγκληματικότητα της νομιμότητας. Αλλά πάντα κατέληγαν σε κάποια, μεγαλύτερα ή μικρότερα αδιέξοδα. Και φαίνεται παράδοξο πώς άρκεσε η μεσολάβηση ενός απλού κοριτσιού, για να σπάσει το δίχτυ των αδιεξόδων, μέσα στα οποία ασφυκτιούσε το ανθρώπινο γένος. Και να κάμει τη διέξοδο, που ανακάλυψε, όχι θεωρητική, εν πολλοίς, φλυαρία, όπως τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα και τα νομικά κατασκευάσματα, αλλά βιωματική πρακτική και κοινωνική πραγματικότητα. Και ασφαλώς δεν πήγε η Παναγία σε κάποιες πανεπιστημιακές σχολές. Όπως οι σύγχρονοι φωστήρες της απάτης και της διαστροφής, πηγαίνουν στην Αμερική ή την Ευρώπη. Για να μάθουν πώς θα προδώσουν και θα ξεπουλήσουν την πατρίδα τους και εξαθλιώσουν το λαό της.

Το μυστικό κλειδί, που χρησιμοποίησε, για να παραβιάσει τα μυστικά του απόρρητου και να κάμει την υπέρβασή της, για να φτάσει στη θέωση, ήταν η ταπείνωση: «Δοξάζω το Θεό και χαίρομαι“, είπε, όταν, μετά τον Ευαγγελισμό, επισκέφθηκε τη συγγένισσά της, την Ελισάβετ, γιατί «επέβλεψε επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού».

Δεν είναι όμως η ταπείνωση της Παναγίας καρπός μιας δουλικής συμπεριφοράς απέναντι στους τυράννους και εκμεταλλευτές του κόσμου τούτου. Είναι καρπός του θαυμασμού και του σεβασμού της απέναντι στο απέραντο μεγαλείο της σοφίας και της δικαιοσύνης του Θεού. Γιατί επισημαίνει, στη συνέχεια, ότι ο γιος της θα είναι αυτός, που «θα γκρεμίσει τους τυράννους απ’ τους θρόνους τους και θα υψώσει τους ταπεινούς. Αυτός, που θα πάρει τα άσωτα πλούτη απ’ τους εκμεταλλευτές, για να ταΐσει τους φτωχούς»!

Και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια κινήθηκε η διδασκαλία και η πρακτική του Χριστού και των Αποστόλων, αλλά και των πρώτων χριστιανών: Οι οποίοι είχαν «μια ψυχή και μια καρδιά και είχαν τα πάντα κοινά. Προσφέροντας ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του και παίρνοντας ανάλογα με τις ανάγκες του», όπως μας λένε οι Πράξεις των Αποστόλων (Δ, 32-34). Κάπου δεκαοχτώ αιώνες, προτού ο Μαρξ γράψει τα ίδια ακριβώς στο «Κομμουνιστικό μανιφέστο» του.

Και κατ’ αυτόν τον τρόπο έβαλαν, απέναντι στην κατάρα του νόμου, τη χαρά της δικαιοσύνης. Και όχι μόνο: Αλλά και τη λυτρωτική αλήθεια απέναντι στα δόλια ψεύδη. Τη φυσιολογική ζωή απέναντι στη διαστροφή. Τη θρησκευτική ελευθερία απέναντι στη δεισιδαιμονία. Το σεβασμό της ιδιαιτερότητας απέναντι στον ποικιλόμορφο ρατσισμό. Την αξιοπρέπeια απέναντι στην τυραννική και ληστρική εξουσία. Την ισότητα απέναντι στα δικαιώματα και τα υλικά αγαθά, σε αντίθεση με τις τερατώδεις και δολοφονικές ανισότητες…

Κι ακόμη, την ελευθερία και την αληθινή δημοκρατία απέναντι στον οποιοδήποτε φασισμό και το ναζισμό. Των οποίων τη βαριά μπότα και τα ασφυξιογόνα της «ύβρης» τους νιώθουμε, τώρα, να πιέζουν ασφυκτικά τη γη της Ελλάδας και τα στήθη των Ελλήνων… Που σημαίνει ότι η Παναγία μας καλεί, για μια ακόμη φορά, να σταθούμε όρθιοι απέναντι στους οποιουσδήποτε εκμεταλλευτές και τυράννους.

Κι αφού την αποκαλούμε «Υπέρμαχο Στρατηγό» μας να μη γινόμαστε λιποτάκτες. Όπως, δυστυχώς, συμβαίνει με ένα μέρος των, λεγόμενων, Ελλήνων και χριστιανών. Που, χωρίς αιδώ και συνείδηση, έρπουνε αμετανόητοι πίσω απ’ τη συμμορία των πράσινων και γαλάζιων εφιαλτών και των τοκογλύφων πατρώνων τους!…

Έτσι ώστε, όπως μας λένε και οι χαιρετισμοί, να «εκλάμψει η χαρά και να εκλείψει η αρά»!… Για μας και την πατρίδα μας…

 

παπα-Ηλίας,  Μαρτίου 1, 2012, http://papailiasyfantis.wordpress.com/2012/03/01/….C/ 

Σαρακοστή: νηστευτές στον δρόμο

Σαρακοστή: νηστευτές στον δρόμο

 

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

 


Ολόκληρη τη σαρακοστή νηστεύω. Νηστεύω, δηλαδή, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα. Νηστεύω γιατί έχω μπροστά δρόμο, κι όταν έχεις δρόμο δεν θέλεις να βαρύνεις. Καθαυτή η λέξη "σαρακοστή" δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά μέτρημα του δρόμου που απομένει. Σα να λέει: "σαράντα μέρες υπολείπονται…". Η σαρακοστή δεν υπάρχει επειδή τάχα οι μέρες της είναι ιερότερες ή μαγικότερες! Υπάρχει χάριν του τερματισμού της!

Υπάρχει για να μυεί στην έννοια του οράματος, του καινούργιου που βρίσκεται στο τέρμα των σαράντα ημερών: στη Μεγαλοδομάδα και εν τέλει στην Ανάσταση! Κι έτσι, νηστευτής σημαίνει ύπαρξη προσανατολισμένη στο μέλλον. Το να νηστεύω σημαίνει όχι απλώς να δηλώνω, αλλά και να ζω με όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής μου (πνευματικές και βιολογικές αξεχώριστα) το ότι ο κόσμος τούτος, ο βυθισμένος στη φθορά και στο άδικο, οφείλει να αλλάξει. Οφείλει να βιωθεί ως ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να χορτάσει τον άνθρωπο που διψά για ζωή.

Κι όταν μιλάμε για αλλαγή του κόσμου, δε μιλάμε για κατάργηση ή εξάτμισή του ή αντικατάστασή του από καποιο υπερπέραν. Αλλαγή του κόσμου, στη χριστιανική οπτική, σημαίνει απελευθέρωσή του από κάθε θάνατο, κυριολεκτικό και μεταφορικό: από κάθε τι που νεκρώνει την ανθρωπιά, που βάζει ημερομηνία λήξης στην αγάπη, που διακόπτει τον έρωτα, που κολοβώνει το δίκιο. Μέχρι τη θανάτωση του θανάτου, δηλαδή μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα, μέχρι να ακουστεί η ιαχή "Χριστός Ανέστη!", έχουμε πόλεμο – όχι άραγμα, όχι ανεμελιά. Έχουμε μπροστά μας δρόμο που περνά από Γολγοθά, από το κόστος δηλαδή, του να αντιπολιτεύεσαι τον κόσμο τούτο. Κι ο δρόμος δεν προκύπτει αυτόματα! Τον φτιάνει η πράξη.

Σαρακοστή, λοιπόν, σημαίνει άσκηση στη διάκριση. Άσκηση στο να μην είμαι αδιάκριτος παμφάγος καταναλωτής ιδεών και καταστάσεων, αλλά πηδαλιούχος του εαυτού μου. Ικανός στο να διακρίνω τι δέχομαι και τι αρνούμαι. Η σαρακοστή, κοντολογής, είναι πράξη βαθειά πολιτική και βαθειά θρησκευτκή ταυτόχρονα. Και η πίστη στην Ανάσταση είναι πράξη για την Ανάσταση, στάση βαθειά πολιτική και βαθειά θρησκευτική ταυτόχρονα, η στάση όσων αρνούνται να αναγνωρίσουν το φασισταριό του θανάτου ως μοιραίο και αναπόφευκτο.

Μεγάλη κουβέντα, και μακάρι να την αντέξουμε! Και γι' αυτό οι ευχές την περίοδο αυτή είναι ευχές για κουράγια. "Καλή Σαρακοστή" σημαίνει καλό δρόμο. Μα, "καλή Ανάσταση" σημαίνει πως ο δρόμος αυτός έχει ένα φτάσιμο: το καινούργιο που σπάζει τη μιζέρια και την υποτέλεια.

 

28-02-2012

Mήπως η κρίση μάς κρίνει;

Mήπως η κρίση μάς κρίνει;


 
Του Μακ. Αρχιεπ. Ιερώνυμου Β΄


 

“…Aυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να αντισταθεί στα οργανωμένα συμφέροντα, βάζοντας στην καθημερινότητα την προσωπική σφραγίδα της αγάπης. Aυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να καταστήσει τη στέρηση και την κρίση αφετηρία για έναν καλύτερο κόσμο…”

Oι κρίσεις κρίνουν τους ανθρώπους. Mας θέτουν ενώπιον των ευθυνών μας, μας αποκαλύπτουν τις «εφεδρείες» μας που βρίσκονταν πίσω από την επιφάνεια, μας απογυμνώνουν από τυχόν προσχήματα και δικαιολογίες, μας αναδεικνύουν δημιουργούς του παρόντος και του μέλλοντος. Xωρίς να αποτελεί εξαίρεση ετούτη η βαθιά οικονομική και ηθική κρίση που ταλανίζει το έθνος μας και υπονομεύει την κοινωνία μας δεκαετίες τώρα, αλλά μόλις πρόσφατα εκδηλώθηκε σε όλη της την οδύνη, μας υποβάλλει σε κρίση – κριτική.

Σε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε τα πεδία στα οποία κρινόμαστε ως λαός, θα επικεντρωθούμε σε τρία καθοριστικά για την υπόσταση του ανθρώπου ως όντος:
α) Eμείς και ο εαυτός μας. Ποιοι πραγματικά είμαστε πέρα από τις άμυνές μας και τα ψιμύθια με τα οποία «καλλωπίζουμε» την κοινωνική μας παρουσία; Ποιος είναι ο αυθεντικός μας εαυτός και γιατί τον έχουμε καταχώσει κάτω από προσχώσεις καταναλωτισμού και επιτήδευσης; O Mέγας Bασίλειος μάς επισημαίνει ότι άλλοι είμαστε εμείς ως προσωπικότητες και άλλα τα «δικά μας» τα υπάρχοντά μας, εκείνα που χαρακτηρίζουν το φαίνεσθαι, γι' αυτό και μας προτρέπει να μη χάσουμε από τα μάτια μας ποτέ αυτή τη διάκριση. Aισθανόμαστε λοιπόν ότι αντλούμε την αξία μας μόνο και μόνο από το γεγονός πως είμαστε πλάσματα του Θεού; Mήπως χάσαμε την πυξίδα εδώ; Mήπως αυξήσαμε υπέρμετρα τις τεχνητές μας ανάγκες για να καλύψουμε την εσωτερική μας φτώχεια; Mήπως τελικά μια αφαίρεση των αναγκών αυτών είναι σωτήρια; Eυχής έργο είναι, βέβαια, η αφαίρεση αυτή να είναι θεληματική και συνειδητή, κάτι που η εκκλησιαστική μας παράδοση ονομάζει άσκηση. Aλλά και όταν μας επισκέπτεται ακούσια και βίαια, μήπως έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε καλό από το κακό; O άγιος Iωάννης ο Xρυσόστομος γράφει ότι «φτωχός είναι, όχι εκείνος που δεν έχει τίποτε, αλλά εκείνος που φοβάται τη φτώχεια». H προσκόλληση στα υλικά, δηλαδή, μας στερεί την ελευθερία και την ψυχική ειρήνη.

β) Eμείς και οι άλλοι. H κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης φαίνεται ότι αφυπνίζει δυνάμεις αλληλεγγύης στην κοινωνία μας. Tο μήνυμα είναι παρήγορο. Aλλά γιατί να έχουμε ανάγκη την οδύνη για να ανακαλύψουμε τον συνάνθρωπό μας; Mήπως και πριν από την κρίση δεν υπήρχαν δίπλα μας στερούμενοι και αναξιοπαθούντες συνάνθρωποι; H έμπρακτη αγάπη οφείλει να είναι μια διαρκής στάση ζωής. Oλόκληρο το μήνυμα του Xριστού οικοδομήθηκε πάνω στην αναγκαιότητα της αγάπης. H αγάπη, ως συνειδητή και διακριτική φροντίδα για τον άλλον, εμφανίσθηκε ως η επαναστατική καινοτομία του Xριστιανισμού και, καθώς βρήκε ηρωική εφαρμογή από πολλούς ανά τους αιώνες, αποτέλεσε τελικά την αποφασιστική δύναμή του κατά την αναμέτρηση με άλλες ιδέες και θρησκείες. Eνας λαός, όμως, που επί δύο χιλιάδες χρόνια απολαμβάνει ως αυτονόητη τη χριστιανική του ιδιότητα, κινδυνεύει να αποξενωθεί από την ανατρεπτική δύναμη της αγάπης μέσω της συνήθειας και της ρουτίνας, υποκύπτοντας στην ισχυρή έλξη της αυτάρκειας και του ατομισμού. H έμπρακτη εξάσκηση της αγάπης δεν καλύπτει μόνο συγκεκριμένες ανάγκες των ανθρώπων. Λειτουργεί και ως προσωπική μας αναβάπτιση στα ουσιώδη του ευαγγελικού μηνύματος. Mας ξαναφέρνει σε μυστική εσωτερική σχέση και κοινωνία με τον Xριστό, τον Oποίο αντικρίζουμε στα πρόσωπα των πασχόντων και στερουμένων, όπως άλλωστε μας το δήλωσε ρητά ο Iδιος. Kαι τελικά παρουσιάζει τη χριστιανική ιδιότητα στον σύγχρονο κόσμο ως παγκόσμια ζωντανή και σφριγηλή ελπίδα και όχι ως κάτι αγκυλωμένο που έρχεται από το παρελθόν και δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να δώσει πια. Δυστυχώς, πρέπει να το ομολογήσουμε, κάποιοι χριστιανοί (ευτυχώς όχι όλοι) συχνά καλλιεργούμε με τη στάση μας μια παρόμοια απογοήτευση στους ανθρώπους.

γ) Eμείς και ο Θεός: O λαός μας δεν διακρίνεται από υψηλά ποσοστά αθεΐας, όπως άλλοι δυτικοευρωπαϊκοί λαοί. Παρά το γεγονός ότι θρησκεύει, όμως φαίνεται να παρουσιάζει μιαν ασυνεπή στάση: συναρτά την έμπρακτη θρησκευτικότητά του με τις δυσκολίες της ζωής. Mε άλλα λόγια, σε μεγάλο βαθμό οι Eλληνες καταφεύγουμε στον Θεό ως στήριγμα απέναντι στα ποικίλα προβλήματά μας. Aλλά δεν είναι αυτό που ήλθε να φέρει ο Xριστός. Δεν θέλησε να γίνει απλώς το αποκούμπι μας.

Mια κρίση σαν αυτή αποτελεί εκπληκτική ευκαιρία να ανακαλύψουμε τον Θεό γι' αυτό που είναι και να τον αγαπήσουμε για εκείνα που έχει να μας δώσει. Kαι αυτά δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον πλούτο της Θεότητός Tου, από τη θαυμαστή ικανότητά Tου να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να τον αγιάζει. Nα τον θεραπεύει από τα πάθη και να τον καθιστά κοινωνό της ανείπωτης δόξας του. H κρίση μπορεί να μας αποκαλύψει πως η παθολογική εξωστρέφεια και ο θόρυβος τα οποία καλλιεργεί η κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης μάς αποκρύπτουν τον Θεό, ο Oποίος συνηθίζει να μιλάει σε χαμηλότερους τόνους, στα μάτια της ψυχής μας.

Kαθώς πολλές βεβαιότητες κλονίζονται γύρω μας και μάλλον θα συνεχίσουν περισσότερο, ένας Θεός που φλέγεται από την επιθυμία να μας θρέψει με το Σώμα Tου και το αίμα Tου αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς και σιγουριάς. Aλλά και ευγνωμοσύνης. Oπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «μόνο όταν αγαπήσουμε πραγματικά τον Θεό θα τον γνωρίσουμε αληθινά». Iσως για πολλούς από μας ακόμη παραμένει ο μεγάλος άγνωστος…
Aδελφοί μου ας μην φοβόμαστε! Στην ιστορία του τόπου μας έχουμε ζήσει πολύ χειρότερες και φοβερότερες συνθήκες. Aλλά κυρίως ας μην φοβόμαστε διότι ο Θεός είναι κύριος της ιστορίας και έχει τη δύναμη να αναδείξει τον άνθρωπο συνδημιουργό της.

Δεν είναι υπερβολικός ο λόγος: ένας άνθρωπος έρμαιο της κατανάλωσης, του ναρκισσισμού, των παθών του, δεν δημιουργεί ιστορία αλλά σύρεται πίσω της σαν ουραγός. Aντίθετα ένας άνθρωπος που αντιστέκεται στις κατώτερες ορέξεις του, πασχίζει και μερικές φορές πάσχει για να επικρατήσει γύρω του η αλήθεια και η ευσπλαχνία, αυτός ο άνθρωπος αποτελεί ελπίδα για τη χώρα του ως πολίτης και για τον κόσμο ως ύπαρξη.

Aυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να αντισταθεί στα οργανωμένα συμφέροντα, βάζοντας στην καθημερινότητα την προσωπική σφραγίδα της αγάπης. Aυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να καταστήσει τη στέρηση και την κρίση αφετηρία για έναν καλύτερο κόσμο.

 

ΠΗΓΗ: Hμερομηνία δημοσίευσης: 19-0212, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_100062_19/02/2012_473124

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου


 

Η Εκκλησία μας, η διαχρονικά διωκόμενη, όρισε ως ανάγνωσμα ευαγγελικής περικοπής κατά την Τρίτη Κυριακή του Τριωδίου τη γνωστή ως περικοπή περί της μελλούσης κρίσεως. Παραθέτουμε τμήμα της περικοπής αυτής, προκειμένου να το σχολιάσουμε.

«Όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου με τη δόξα του και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθήσει στον ένδοξο θρόνο του και θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη. Και θα χωρίσει τους  μεν από τους δε, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια, και θα θέσει τα μεν πρόβατα στα δεξιά του, τα δε γίδια στα αριστερά του. Τότε ο Βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς στα δεξιά του: “Έλάτε σεις, οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, και κληρονομείστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από την αρχή του κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε, γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφθήκατε, ήμουν στη φυλακή και ήλθατε να με δείτε”».

Ενώ αυτά ακούγονται στους ναούς κατά τη θεία Λειτουργία, ο Κόσμος ετοιμάζεται να γιορτάσει την αποκριά, τη γνωστότερη ως καρναβάλι. Και είναι προτιμητέα η χρήση της λέξης καρναβάλι, καθώς την ελληνική αποκριά την κατανοούμε ως αποτρεπτική από την κατανάλωση κρέατος. Βέβαια το ίδιο σημαίνει και η λέξη καρναβάλι, όμως εμείς την έχουμε ταυτίσει με ξεφαντώματα, χαρές και γλέντια, χρήση λέξεων και φράσεων που δεν συνηθίζουμε κατά το υπόλοιπο έτος και, τέλος, μασκαρέματα, δηλαδή χρήση προσωπείων. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή η Εκκλησία εγκαινιάζει με τη λήξη της αποκριάς μακρά περίοδο «επώδυνης νηστείας» με πλήθος «απαγορεύσεων»! Δεν είναι λίγοι αυτοί που τόνισαν το πλήθος των απαγορεύσεων αυτών και το πνεύμα ανελευθερίας που διέπει τον εκκλησιαστικό λόγο. Γι’ αυτό ακριβώς και παρέθεσα στην αρχή το τμήμα της περικοπής, ώστε να δειχθεί περίτρανα πόσο ανυπόστατες και ψευδείς είναι οι επικρίσεις. Οι εντολές υπό μορφή απαγορεύσεων έχουν δοθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με αρνητική διατύπωση προέβαλε την ύψιστη εντολή: «Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» (Κλεόβουλος ο Ρόδιος).

Βέβαια ο Κόσμος δεν είναι πρόθυμος να δεχθεί ότι δεν υπάρχουν απαγορεύσεις και θέτει ερωτήματα: Και η προσευχή, η νηστεία, η εγκράτεια δεν είναι απαγορεύσεις; Είχα διαβάσει τον λόγο ενός Άγγλου ορθοδόξου επισκόπου, του Καλλίστου Γουέαρ: «Ίσως ο Θεός να μη μας ερωτήσει πόσες προσευχές, πόσες αγρυπνίες, πόσες νηστείες κάναμε, οπωσδήποτε θα μας ρωτήσει τι κάναμε για τον αδελφό μας τον ελάχιστο». Θα μπορούσε κάποιος κριτικά ιστάμενος έναντι της Εκκλησίας με φθηνό πνεύμα να υποστηρίξει ότι μπορεί να κάνει εκείνα που ζήτησε ο Χριστός για το συνάνθρωπό μας που πάσχει χωρίς προαπαιτούμενο την εκκλησιαστική ζωή και τα επακόλουθά της, αφού και ένας επίσκοπος ακόμη δεν τα θεωρεί σημαντικά! Η παραποίηση των λόγων και οι προφάσεις είναι διαχρονική καταφυγή των «εν αμαρτίαις». Ο επίσκοπος Κάλλιστος έχει κατά νουν τους πιστούς που αδυνατούν να ξεχωρίσουν τα μέσα από τον σκοπό. Γίνεται αυτό κατανοητό στην περικοπή επιστολής του Αποστόλου Παύλου, γνωστή ως «ύμνος της αγάπης», από την οποία το απόσπασμα: «Και εάν διαθέσω όλα τα υπάρχοντά μου, για να θρέψω τους φτωχούς, και εάν παραδώσω το σώμα μου, ώστε να γίνω ολοκαύτωμα, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι διόλου».

Η ασκητική θεώρηση του βίου, κατά τους πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι αυτοσκοπός. Σκοπός είναι η κάθαρση, ο αγιασμός και, τέλος, η θέωση του ανθρώπου. Ο λόγος του επισκόπου Καλλίστου σκοπό έχει να προστατεύσει τους πιστούς από του να χάσουν τον δρόμο στην έπαρση για τα «πνευματικά» τους επιτεύγματα. Όσο για την άποψη του Κόσμου ότι μπορούμε να συμπαραστεκόμαστε στον συνάνθρωπό μας χωρίς τις δεσμεύσεις της Εκκλησίας, αυτή καταρρέει με μία ματιά στο τρομακτικό πλήθος των πασχόντων συνανθρώπων μας. Η πλανήτης στενάζει από το μέγεθος της δυστυχίας δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας, στους οποίους έρχονται κατ’ έτος να προστεθούν εκατομμύρια νέων. Η λεγόμενη ανθρωπιστική βοήθεια είναι οι πενταροδεκάρες, με τις οποίες επιχειρούμε να φιμώσουμε τις τύψεις της συνείδησής μας, γιατί κατά βάθος αισθανόμαστε τις ενοχές μας. Ο συνάνθρωπός μας πεινά, διψά, κρυώνει, γεύεται την προσφυγιά και την αθλιότητα του κελλιού της φυλακής και εμείς γλεντούμε. Ειδικά στην Ελλάδα γλεντούμε ακόμη και εφέτος, ενώ η οικονομική κρίση σοβεί και το μέλλον προοιωνίζεται δεινότερο.

Βέβαια ο Κόσμος προβάλλει και άλλο επιχείρημα: Από παντού είμαστε στριμωγμένοι. Δεν έχουμε ανάγκη από λίγη εκτόνωση; Η αποκριά είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία. Οι εκδηλώσεις των ημερών είναι σαφής αντίρρηση προς το κατανυκτικό πνεύμα του Τριωδίου, μέσω του οποίου η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να εισέλθουν στο στάδιο του πνευματικού αγώνα. Έχουμε πλείστες άλλες ευκαιρίες για γλέντια καθ’ όλο το έτος. Εμείς όμως θέλουμε τώρα. Μάλιστα με περισσή καύχηση οι πρωταγωνιστές των εκδηλώσεων τονίζουν ότι το έθιμο ανάγεται στην ειδωλολατρική αρχαιότητα. Εμείς δεν θέλουμε προσευχές και νηστείες, θέλουμε χαρές και γλέντια. Τώρα τι είναι χαρά, ασφαλώς δεν γνωρίζουμε, καθώς δεν την έχουμε γευθεί και οι πλείστοι τη συγχέουμε με την ευχαρίστηση. Εμείς θέλουμε να εκφραστούμε «ελεύθερα» με βωμολοχίες, όπως και οι βάκχες και οι σάτυροι των προγόνων μας. Δεν είναι άσχετο το ότι σε όλους τους τόπους τουριστικού προορισμού ξένων διατίθεται σε μεγάλες ποσότητες αγαλματίδιο σατύρου με υπερμεγέθη γεννητικά όργανα. Θέλουμε να δείξουμε ότι αυτοί ήσαν οι πρόγονοί μας, αυτοί είμαστε και μεις! Και επειδή παλαιότερα η συντηρητική κοινωνία δεν το επέτρεπε τις «εκτροπές» καλύπταμε το πρόσωπο με προσωπείο (μάσκα). Τώρα όμως προοδεύσαμε και το αποβάλαμε.

Αλλοίμονο στον αθλητή που εισέρχεται στο στάδιο των αγώνων ανέτοιμος. Αν αντιλαμβανόμαστε την προσευχή ως καταναγκαστική επικοινωνία με τον δεσπότη και όχι ως αναπνοή που μας κρατά στη ζωή, αν τη νηστεία θεωρούμε απαγόρευση ικανοποίησης των αισθήσεων και όχι ως το πλέον αποτελεσματικό μέτρο κατά της εγωπάθειας, αν την εγκράτεια ειδικά περί την γενετήσια σφαίρα προ του γάμου εκλαμβάνουμε ως στραγγαλισμό της κατ’ εξοχήν απόλαυσης, τότε εκείνο που επιτυγχάνουμε είναι να χάνεται από τον ορίζοντά μας ο πάσχων συνάνθρωπός μας και τελικά να καταντούμε και εμείς πάσχοντες από έλλειψη νοήματος του βίου. Το μαρτυρεί η κατάρρευση των κοινωνιών της αφθονίας.

Ο Χριστός κρούει τη θύρα μας διακριτικά. Σ’ εκείνους που θα την ανοίξουν προσφέρει σταυρό. Ο σταυρός του Χριστού δεν είναι διαρκές αυτομαστίγωμα, όπως ο Κόσμος θεωρεί. Είναι αποδοχή του πόνου, του προσωπικού, και ανακούφιση του πόνου του αδελφού μας του ελαχίστου, όπως ο Κυρηναίος, που σήκωσε τον σταυρό του Κυρίου. Η άρνηση του σταυρού, η άρνηση δηλαδή του πόνου, μας οδηγεί στην ανία, την οποία αυτές τις ημέρες αποδιώκουμε με εντονότερους «εξορκισμούς».

Βέβαια υπάρχει και η κυνική υλιστική θεώρηση του βίου: «Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Δικαιώνεται όμως έτσι η ιστορία του ανθρώπου. Κι όλοι αυτοί οι ελάχιστοι αδελφοί μας που πέθαναν νηστικοί και διψασμένοι, γυμνοί και ξένοι ή αδίκως καταδικασμένοι από την ανθρώπινη δικαιοσύνη πότε και από ποιόν θα δικαιωθούν; Η μέλλουσα κρίση είναι αίτημα δικαιοσύνης.

 

                                                             «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 20-02-2012

Η Αγάπη ως οικουμενική δύναμη

Η Αγάπη ως οικουμενική δύναμη – Άγιος Παύλος – Κεφάλαιο 8

Του Alain Badiou*

 
 
 

Έχει θεμελιωθεί ότι καμία ηθική – αν κάποιος καταλαβαίνει με τη λέξη “ηθική” την πρακτική υπακοή στον νόμο – δεν μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη ενός υποκειμένου: “Ο άνθρωπος δεν δικαιώνεται από τα έργα του νόμου, αλλά από την πίστη στον Ιησού Χριστό” (Γαλ. 3.13). Επιπλέον, το συμβάν-Χριστός είναι ουσιαστικά η κατάργηση του νόμου, ο οποίος δεν ήταν παρά η αυτοκρατορία του θανάτου: “Ο Χριστός μας έσωσε από την κατάρα του νόμου” (Γαλ. 3.13).
Όπως ακριβώς το έννομο υποκείμενο, το οποίο αποκεντρώνεται μέσω της αυτοματικής ζωής της επιθυμίας, καταλαμβάνει τη θέση του νεκρού, καθώς η αμαρτία (ή η ασύνειδη επιθυμία) απολαμβάνει αυτόνομης ύπαρξης μέσα του, έτσι, όταν το υποκείμενο εγείρεται εκ του θανάτου μέσω της ανάστασης, συμμετέχει σε μια νέα ζωή, της οποίας το όνομα είναι Χριστός.

Η ανάσταση του Χριστού είναι επίσης και δική μας ανάσταση, γιατί συνθλίβει τον θάνατο. Ο θάνατος είναι ο χώρος στον οποίο το υποκείμενο, κάτω από την επιρροή του νόμου, είχε εξοριστεί με την κλειστή μορφή του Εγώ: “Αν ζω, δεν είμαι πια εγώ που ζω, αλλά ο Χριστός που ζει μέσα μου” (Γαλ. 2.20). Με την ίδια λογική, αν επιμένει κάποιος να υποθέτει ότι η αλήθεια και η δικαιοσύνη μπορούν να επιτευχθούν με την υπακοή στις εντολές του νόμου, τότε θα πρέπει να επιστρέψει προς τον θάνατο, να δεχθεί ότι δεν μας έχει δοθεί καμία χάρη, και να απαρνηθεί την Ανάσταση: “Δεν μπορώ να αγνοήσω αυτή τη δωρεά του Θεού. Αν όμως η σωτηρία εξασφαλίζεται με την τήρηση του νόμου, τότε ο Χριστός πέθανε χωρίς λόγο” (Γαλ. 2.21).
Σημαίνει τούτο ότι το υποκείμενο που συνδέεται με τον Χριστιανικό νόμο είναι απόλυτα άνομο; Στο εδάφιο της επιστολής προς Ρωμαίους που εξετάσαμε αναλυτικά, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για το αντίθετο, οι οποίες μας υποχρεώνουν να εγείρουμε το τρομερά δύσκολο ερώτημα που αφορά στην ύπαρξη ενός δια-γραμματικού νόμου, ενός νόμου του πνεύματος.

Την ίδια στιγμή που ξεκινά να παραμερίζει τον νόμο και να διευκρινίζει την σχέση του νόμου με την ασύνειδη επιθυμία, ο Παύλος παρατηρεί ότι “ο νόμος είναι άγιος, και οι εντολές του επίσης άγιες και δίκαιες και καλές [η εντολή αγία και δικαία και αγαθή]” (Ρωμ. 7.12). Επιπλέον, με μια κίνηση που μοιάζει να ανατρέπει ολόκληρη την προηγούμενη διαλεκτική, ο Παύλος βεβαιώνει ότι “ο νόμος είναι πνευματικός [ο νόμος πνευματικός]” (Ρωμ. 7.14).
Έτσι, μοιάζει απαραίτητο να διαχωρίσουμε την νομικιστική υποκειμενικοποίηση, η οποία είναι δύναμη του θανάτου, από τον νόμο που ξυπνά η πίστη, και ο οποίος ανήκει στο πνεύμα και τη ζωή.

Το ζητούμενο συνίσταται στον στοχασμό της προφανούς αντίφασης μεταξύ δύο προτάσεων:

1. “Ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου [τέλος νόμου Χριστός]” (Ρωμ. 10.4)

2. “Η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου [πλήρωμα νόμου η αγάπη]” (Ρωμ. 13.10).

Κάτω από την προϋπόθεση της πίστης, της διακηρυγμένης πεποίθησης, η αγάπη ονομάζει έναν μη κυριολεκτικό νόμο, ο οποίος δίνει στο πιστό υποκείμενο την συνοχή του, και φέρνει την μετασυμβαντική αλήθεια στον κόσμο.
Από τη σκοπιά μου, η θέση αυτή είναι επενδεδυμένη με μια γενική συνάφεια. Η τροχιά μιας αλήθειας, η οποία θεμελιώνει το υποκείμενό της ως αποκομμένο από του κρατικιστικούς νόμους της κατάστασης, είναι παρ’ όλα αυτά σύμφωνη με έναν άλλο νόμο: αυτόν ο οποίος, κηρύσσοντας την αλήθεια σε όλους, οικουμενικοποιεί το υποκείμενο.

Θεώρημα 5. Το υποκείμενο μετατρέπει την οικουμενική διακήρυξη της αλήθειας την οποία υπηρετεί σε μη κυριολεκτικό νόμο. Στην οικουμενική αυτή διακήρυξη, για την οποία δεν επαρκεί η πίστη ή η καθαρή υποκειμενικοποίηση, ο Παύλος δίνει το όνομα “αγάπη” —  όρος που μεταφράστηκε για πολύ καιρό ως ευσπλαχνία, κάτι το οποίο δεν σημαίνει πλέον για μας.
Η αρχή της είναι η εξής: όταν το υποκείμενο ως σκέψη βρίσκεται σε συμφωνία με την χάρη του συμβάντος — αυτή είναι η υποκειμενικοποίηση (πίστη, πεποίθηση) — τότε αυτός που ήταν νεκρός επιστρέφει στο χώρο της ζωής. Ξανα-αποκτά τα χαρακτηριστικά εκείνα της δύναμης τα οποία είχαν κυλήσει στην πλευρά του νόμου και των οποίων η υποκειμενική μορφή ήταν η αμαρτία. Ξανα-ανακαλύπτει τη ζώσα ενότητα του σκέπτεσθαι και του πράττειν. Η ανάκτηση αυτή μετατρέπει την ίδια τη ζωή σε οικουμενικό νόμο. Ο νόμος επιστρέφει ως άρθρωση της ζωής για όλους, ως μονοπάτι πίστης, ως νόμος πέρα από τον νόμο. Αυτό αποκαλεί αγάπη ο Παύλος.

Γνωρίζουμε ήδη ότι η πίστη δεν μπορεί να συγχυστεί με την απλή προσωπική πεποίθηση, η οποία, όπως είδαμε, όταν αφεθεί στον εαυτό της, συντονίζει την τέταρτη λογοθετική πρακτική, αυτή των άφατων λόγων, τον εγκλεισμό του μυστικιστικού υποκειμένου, και όχι τον Χριστιανικό λόγο. Η γνήσια υποκειμενικοποίηση έχει ως υλική της απόδειξη τη δημόσια διακήρυξη του συμβάντος με το όνομά του, δηλαδή της “ανάστασης”. Είναι ουσιώδες για την πίστη να διακηρύσσει τον εαυτό της. Η αλήθεια είτε είναι στρατευμένη είτε δεν υφίσταται. Αναφερόμενος στη Δευτερoνομία, ο Παύλος μας θυμίζει ότι “Κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου” (Ρωμ. 10.8). Και φυσικά προαπαιτείται η προσωπική πεποίθηση, αυτή της καρδιάς, αλλά μόνο η δημόσια ομολογία της πίστης εγκαθιστά το υποκείμενο στην προοπτική της σωτηρίας. Δεν είναι η καρδιά που σώζει, αλλά τα χείλη:

Ο λόγος της πίστεως είναι που κηρύττουμε. Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου πως ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα βρεις τη σωτηρία. Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα, οδηγείται στη σωτηρία (Ρωμ. 10.9-10).
Το πραγματικό της πίστης είναι μια δραστική διακήρυξη, η οποία, μέσω της λέξης “ανάσταση” κηρύττει ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αναπόδραστα κατανεμημένα πράγματα όπως ήταν στον “παλιό άνθρωπο”. Η πίστη αναγνωρίζει δημόσια ότι ο υποκειμενικός μηχανισμός που κρατείται από τον νόμο δεν είναι ο μόνος εφικτός. Αλλά γίνεται φανερό ότι η πίστη, η ομολογία της ανάστασης ενός ανθρώπου, απλώς διακηρύσσει την ίδια δυνατότητα για όλους. Η ανάσταση θεμελιώνει το γεγονός ότι είναι εφικτή μια νέα συναρμολόγηση ζωής και θανάτου• αυτό πρέπει πρώτα να διακηρυχτεί. Αλλά η πεποίθηση αυτή αφήνει την οικουμενικοποίηση του “νέου ανθρώπου” μετέωρη και δεν λέει τίποτε για το περιεχόμενο της συμφιλίωσης μεταξύ ζώσας σκέψης και δράσης. Η πίστη λέει: Μπορούμε να δραπετεύσουμε από την αδυναμία και να ξανα-ανακαλύψουμε αυτό από το οποίο μας χώρισε ο νόμος. Η πίστη καθυπαγορεύει μια νέα δυνατότητα που, αν και ισχύει πραγματικά για τον Χριστό, δεν είναι ακόμα σε ισχύ για όλους.

Είναι απαραίτητο για την αγάπη να γίνει νόμος ώστε η μετασυμβαντική οικουμενικότητα της αλήθειας να μπορεί διαρκώς να εγγράφεται στον κόσμο, κινητοποιώντας τα υποκείμενα προς το μονοπάτι της ζωής. Η πίστη είναι η διακηρυγμένη σκέψη μιας εφικτής δύναμης της σκέψης. Δεν είναι όμως ακόμα η ίδια αυτή η δύναμη. Ο Παύλος το θέτει με αποτελεσματικότητα: “πίστις δι’ αγάπης ενεργούμενη”, η πίστη λειτουργεί μόνο μέσω της αγάπης (Γαλ. 5.6).
Υπό αυτή την οπτική και σε ό,τι αφορά το Χριστιανικό υποκείμενο, η αγάπη προσυπογράφει την επιστροφή ενός νόμου ο οποίος, αν και μη κυριολεκτικός, λειτουργεί όμως ως αρχή και συνέχεια για την υποκειμενική ενέργεια που δημιουργείται από την διακήρυξη πίστης. Για τον νέο άνθρωπο, η αγάπη είναι εκπλήρωση της ρήξης που ο ίδιος κατορθώνει απέναντι στον νόμο• είναι ο νόμος της ρήξης με τον νόμο, ο νόμος της αλήθειας του νόμου. Εννοημένος έτσι, ο νόμος της αγάπης μπορεί ακόμα και να στηριχτεί βάσει της ανάμνησης του περιεχομένου του παλιού νόμου (ο Παύλος δεν χάνει ποτέ ευκαιρία να επεκτείνει τις πολιτικές του συμμαχίες). Το περιεχόμενο αυτό ανάγεται, μέσω της αγάπης, σε μια απλή αρχή που δεν πρέπει να χαραχτεί στην πέτρα, αλλιώς η κύρωση είναι η επιστροφή στο θάνατο. Και αυτό γιατί η αρχή αυτή υπακούει απόλυτα στην υποκειμενικοποίηση της πίστης:

Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που την οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο. Όποιος αγαπάει τον άλλο έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού. Γιατί το μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην επιθυμήσεις, κι όλες γενικά οι εντολές συνοψίζονται στην μια ετούτη: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Η αγάπη σε καμία περίπτωση δεν κάνει κακό στον άλλο• η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού (Ρωμ. 13.8)

Το εδάφιο αυτό εκφράζει την διττή προσπάθεια του Παύλου:

* Να μειώσει την πολλαπλότητα των νομικών προταγμάτων, γιατί η θνησιγενής αυτονομία της επιθυμίας σχετίζεται με την μορφή που έχει το αντικείμενό της. Απαιτείται ένα μοναδικό, καταφατικό και μη αντικειμενικό δόγμα, το οποίο δεν θα ξυπνά το ατελεύτητο της επιθυμίας μέσω της παραβίασης της απαγόρευσης.

* Να διατυπωθεί έτσι το απόφθεγμα ώστε να απαιτεί πίστη για να γίνει κατανοητό.

Το “να αγαπάς τον πλησίον σαν τον εαυτό σου” ικανοποιεί και τις δύο αυτές προϋποθέσεις (και, επιπρόσθετα, το πρόταγμά του μπορεί να βρεθεί στην Παλαιά Διαθήκη, κάτι που είναι για καλό). Αυτό το απλό πρόταγμα δεν περιέχει καμία απαγόρευση• είναι καθαρή κατάφαση. Και προαπαιτεί πίστη, γιατί πριν την Ανάσταση, το υποκείμενο, έχοντας παραδοθεί στον θάνατο, δεν έχει κανένα λόγο να αγαπά τον εαυτό του.
Ο Παύλος δεν είναι με κανένα τρόπο ο θεωρητικός της λατρευτικής αγάπης, μέσω της οποίας το υποκείμενο θα ξεχνούσε τον εαυτό του μέσα από την αφοσίωση στον Άλλο. Αυτή η ψευδής αγάπη, η οποία ισχυρίζεται ότι το υποκείμενο εξαλείφεται σε άμεση συνάρτηση με την υπέρβαση του Άλλου, δεν είναι παρά ναρκισιστική υποκρισία. Υπάγεται στην τέταρτη λογοθετική πρακτική, αυτή της προσωποπαγούς, άφατης λέξης. Ο Παύλος γνωρίζει πολύ καλά ότι η αληθινή αγάπη υπάρχει μόνο εφόσον κάποιος μπορεί πρώτα να αγαπήσει τον εαυτό του. Αλλά η σχέση αγάπης που έχει το υποκείμενο με τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά αγάπη της ζώσας αλήθειας, η οποία εγκαθιδρύει το υποκείμενο που την διακηρύσσει. Έτσι, η αγάπη βρίσκεται υπό την εποπτεία του συμβάντος και της υποκειμενικοποίησής του μέσω της πίστης, εφόσον μόνο το συμβάν επιτρέπει στο υποκείμενο να είναι κάτι άλλο από ένα νεκρό Εγώ που είναι αδύνατο να αγαπηθεί.

Η νέα πίστη λοιπόν συνίσταται στην χρήση της δύναμης της αγάπης του εαυτού προς την κατεύθυνση των άλλων, της διακήρυξής της προς όλους, με τρόπο που γίνεται εφικτός από την υποκειμενικοποίηση (την πεποίθηση). Η αγάπη είναι αυτό ακριβώς για το οποίο είναι ικανή η πίστη.
Αποκαλώ αυτή την οικουμενική δύναμη υποκειμενικοποίησης συμβαντική πιστότητα, και είναι ορθό να λέμε ότι η πιστότητα είναι ο νόμος μιας αλήθειας. Στη σκέψη του Παύλου, η αγάπη είναι ακριβώς η πιστότητα στο συμβάν-Χριστός, σε συνάφεια με μια δύναμη που κηρύσσει την αγάπη του εαυτού οικουμενικά. Η αγάπη είναι αυτό που κάνει τη σκέψη δύναμη, που εξηγεί γιατί μόνο η αγάπη, και όχι η πίστη, φέρει την ισχύ της σωτηρίας.
Αυτό που έχουμε συνεπώς είναι:

Θεώρημα 6: Αυτό που δίνει δύναμη σε μια αλήθεια και το οποίο καθορίζει την υποκειμενική πιστότητα, είναι η οικουμενική διακήρυξη της σχέσης προς τον εαυτό που θεμελιώνει το συμβάν, και όχι η σχέση αυτή καθεαυτή.
Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτό το θεώρημα θεώρημα της στράτευσης. Καμία αλήθεια δεν είναι ποτέ μοναχική ή επιμέρους.

Για να κατανοήσουμε την παυλική εκδοχή του θεωρήματος της στράτευσης, είναι χρήσιμο να προχωρήσουμε στη βάση δύο φαινομενικά αντιφατικών προτάσεων.
Ο Παύλος φαίνεται να αναθέτει την σωτηρία αποκλειστικά στην πίστη. Συχνά αυτό είναι όλο και όλο το απόσταγμα στο οποίο ανάγεται η σκέψη του. Για παράδειγμα (αν και η θεματική επαναλαμβάνεται σε όλες τις επιστολές):
Ξέρουμε όμως πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την τήρηση των διατάξεων του νόμου. Αυτό γίνεται μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στον Χριστό κι όχι με την τήρηση του νόμου, γιατί με τα έργα του νόμου δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος (Γαλ. 2.16).
Ο Παύλος όμως, επιδεικνύοντας την ίδια ενέργεια, θα αναθέσει τη σωτηρία μόνο στην αγάπη, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να ισχυριστεί ότι χωρίς την αγάπη η πίστη δεν είναι τίποτε παρά κούφιος υποκειμενισμός. Έτσι:

Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, οι λόγοι μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Και αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα. Και αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δε μ’ ωφελεί (Κορ. 1.13.1-3).
Όταν το ζήτημα είναι η ταξινόμηση των τριών κύριων υποκειμενικών λειτουργιών που αρμόζουν στον νέο άνθρωπο — πίστη, αγάπη, και ευσπλαχνία, ή μάλλον πεποίθηση, βεβαιότητα και αγάπη — ο Παύλος δίνει χωρίς δισταγμό τον πρώτο λόγο στην αγάπη: “Θα μείνουν τελικά για πάντα αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη. Και απ’ αυτά, το πιο σπουδαίο είναι η αγάπη” (Κορ. Ι.13.13)

Από την μία πλευρά, η συμβαντική διακήρυξη εγκαθιδρύει το υποκείμενο• από την άλλη, χωρίς την αγάπη, χωρίς την πιστότητα, η διακήρυξη αυτή είναι άχρηστη. Ας πούμε ότι μια υποκειμενικοποίηση που δεν ανακαλύπτει την πηγή της ισχύος ως τέτοιας στην οικουμενική της διακήρυξη χάνει την αλήθεια, για της οποίας την έξαφνη ανάδυση έμοιαζε να είναι ο μόνος μάρτυρας.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της προνομιακής θέσης της αγάπης, η οποία μόνη επιφέρει την ενότητα σκέψης και δράσης στον κόσμο, θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα το λεξιλόγιο του Παύλου, το οποίο είναι πάντα εξαιρετικά ακριβές. Όταν το θέμα αφορά υποκειμενοποίηση δια της πίστης, ο Παύλος μιλά όχι για σωτηρία αλλά για δικαίωση (“δικαίωμα”). Αληθεύει ότι ο άνθρωπος “δικαιώνεται δια της πίστης” (Ρωμ. 3.28), αλλά αληθεύει επίσης ότι σώζεται μόνο δια της αγάπης. Θα πρέπει να θυμηθούμε παρεμπιπτόντως ότι αν η “δικαίωση” διατηρεί στη ρίζα της το νομικό μοτίφ της δικαιοσύνης, η σωτηρία σημαίνει μάλλον απλά “απελευθέρωση”. Έτσι, η υποκειμενοποίηση δημιουργεί, ανάλογα με την δυνατότητα που σηματοδοτείται από την ανάσταση ενός και μόνο ανθρώπου, τον δικαιωμένο χώρο της απελευθέρωσης• μόνο η αγάπη όμως, και κατ’ επέκταση η οικουμενικότητα της διακήρυξης, πραγματώνει αυτή την απελευθέρωση. Μόνο η αγάπη είναι η ζωή της αλήθειας, η χαρά της αλήθειας. Όπως λέει ο Παύλος: “Η αγάπη…μετέχει στη χαρά για την αλήθεια [η αγάπη…συγχαίρει δε τη αληθεία]” (Κορ. Ι. 13.6).

Ο Παύλος έχει την διορατικότητα να αντιληφθεί ότι κάθε υποκείμενο είναι η άρθρωση μιας υποκειμενοποίησης και μιας συνεκτικότητας. Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει στιγμιαία σωτηρία• η χάρις δεν είναι παρά η ένδειξη μιας δυνατότητας. Το υποκείμενο πρέπει να παραδοθεί στην διεργασία που το κυοφορεί, και όχι απλά στην ξαφνική του ανάδυση. Η “αγάπη” είναι το όνομα αυτής της διεργασίας. Η αγάπη για τον Παύλο δεν είναι ποτέ κάτι άλλο από την “πίστη που εργάζεται μέσω της αγάπης” (Γαλ. 5.6).
Είναι σαν να λέμε ότι η ορμή μιας αλήθειας, αυτό που της επιτρέπει να υπάρξει στον κόσμο, είναι ταυτόσημο με την οικουμενικότητά της. Η υποκειμενική της μορφή, κάτω από το παυλικό όνομα αγάπη, συνίσταται στην άκοπη διακήρυξή της σε όλους τους άλλους, Έλληνες και Ιουδαίους, άντρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους. Εξού και η συνέπεια ότι “δεν έχουμε καμία δύναμη ενάντια στην αλήθεια [ου δυνάμεθα κατά της αληθείας], αλλά μόνο για την αλήθεια [υπέρ της αληθείας]” (Κορ. ΙΙ.13.8).

Θεώρημα 7: Η υποκειμενική διαδικασία μιας αλήθειας είναι το ίδιο πράγμα με την αγάπη για την αλήθεια αυτή. Και το στρατευμένο πραγματικό της αγάπης αυτής είναι η οικουμενική διακήρυξη αυτού που την αποτελεί. Η υλικότητα του οικουμενισμού είναι η στρατευμένη διάσταση κάθε αλήθειας.

ΠΗΓΗ: Τετάρτη, 11 Ιανουαρίου 2012, http://leninreloaded.blogspot.com/2012/01/alain-badiou-8.html

* http://www.egs.edu/faculty/alain-badiou/biography/

Η βάπτιση του Ιησού Χριστού Ι

Η βάπτιση του Ιησού Χριστού

 

+ Του Μητροπολίτου Σουρόζ Αντωνίου Μπλούμ (1914 -2003)


 

Πιστεύουμε, διαβεβαιώνουμε και γνωρίζουμε βιωματικά, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος, και ως Θεός τέλειος σε όλα. Ποιοί λόγοι λοιπόν τον οδήγησαν στη βάπτιση; Ποιό θα μπορούσε να είναι το νόημα μιας τέτοιας πράξης; Το Ευαγγέλιο δεν δίνει σχετική εξήγηση, όμως εμείς έχουμε το δικαίωμα να θέσουμε το ερώτημα, το δικαίωμα να μείνουμε σαστισμένοι, το δικαίωμα να στοχαζόμαστε βαθιά για τη σημασία της βάπτισης.

Κάποτε, όταν ήμουν νέος, έθεσα το συγκεκριμένο ερώτημα σε έναν ηλικιωμένο ιερέα, ο οποίος μου αποκρίθηκε: «Ξέρεις, νομίζω ότι όταν οι άνθρωποι έρχονταν στον Ιωάννη, και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, τα ψεύδη τους, τις πνευματικές και σαρκικές ακαθαρσίες τους, καθαρίζονταν κατά κάποιο τρόπο συμβολικά στα ύδατα του Ιορδάνη. Και τα νερά του ποταμού, όντας καθαρά, όπως όλα τα τρεχούμενα νερά, βαθμιαία ρυπαίνονταν, όπως συμβαίνει με τα νεκρά (στάσιμα) ύδατα, που έχουν χάσει κάθε ζωντάνια και δεν μπορούν να μεταδώσουν παρά μόνο το θάνατο. Τούτα τα νερά γεμάτα με τις ακαθαρσίες, τα ψεύδη, τις αμαρτίες, τον ανθρώπινο αθεϊσμό, σιγά-σιγά πέθαιναν, έχοντας την ικανότητα μόνο να σκοτώνουν. Και να που ο Χριστός καταδύεται στα ύδατα, γιατί ήθελε όχι μόνο να γίνει τέλειος σε όλα, αλλά ως άνθρωπος τέλειος ν’ αναλάβει όλη τη φρίκη, όλο το φορτίο της ανθρώπινης αμαρτίας. Βυθίστηκε σε αυτά τα νεκρά ύδατα, που Του μετέδωσαν τον θάνατο, την θνητότητα, που ήταν ιδιότητα όσων είχαν αμαρτήσει και ήταν φορείς της θνητότητας και του θανάτου, δηλαδή των οψωνίων της αμαρτίας (Ρωμ. 6,23), της τιμωρίας για την αμαρτία».

Είναι η στιγμή που ο Χριστός ενώνεται με τις συνέπειες της αμαρτίας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου – ούτε κατ’ ελάχιστο με την αμαρτία καθεαυτή. Ο θάνατος όμως, συγκεκριμένα, δεν έχει τίποτα κοινό με Αυτόν, καθώς όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δεν είναι δυνατόν μία ανθρώπινη ύπαρξη καθ’ ολοκληρίαν περιχωρημένη από τη θεότητα να είναι θνητή. Ένας λειτουργικός ύμνος που ακούμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας εκφράζει τούτη την αλήθεια ως εξής: «Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος νυν…η ζωή πως θνήσκεις;…». Είναι η αιώνια ζωή, το φως, που τα δικά μας σκοτάδια το σβήνουν, και τελικά υφίσταται τον δικό μας θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο και λέγει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή: μην επιμένεις, μην μ’ αποτρέπεις να μπω σε τούτα τα νερά, πρέπει και οι δυο μας να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη, δηλαδή ό,τι είναι δίκαιο και ορθό, ό,τι πρέπει να γίνει για τη σωτηρία του κόσμου, και οφείλουμε να το πραγματώσουμε εδώ και τώρα.

Τότε όμως γιατί έφτασε στα νερά του βαπτίσματος στην ηλικία των τριάντα ετών, και όχι νωρίτερα η αργότερα; Καλούμαστε να σκεφτούμε βαθύτερα τη σημασία αυτού του γεγονότος.

Με την ενανθρώπηση του Λόγου στους κόλπους της Παρθένου, ο Θεός πραγματώνει εντελώς μονομερώς ένα έργο στα πλαίσια της θείας σοφίας και αγάπης. Η σωματικότητα, η έμψυχη ζωή, η ανθρωπότητα του γεννημένου Χριστού ήταν δανεισμένα, κατά κάποιο τρόπο, από τον Θεό δίχως να συμμετέχει ο άνθρωπος. Από την πλευρά της η Θεομήτωρ, είχε δώσει τη συγκατάθεσή της: «Ιδού η δούλη Κυρίου˙ ας γίνει ο,τι αναφέρουν τα λόγια σου» (Λουκ. 1,38). Το παιδί γεννήθηκε, έγινε άνθωπος με την πλήρη έννοια του όρου, δηλαδή είχε τον έλεγχο του εαυτού Του, με το δικαίωμα να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον Θεό και την άρνηση του Θεού. Και σε όλη τη διάρκεια της ζωής Του – νηπιότητα, εφηβεία, ενήλικος βίος – ανοίγεται προς τον Θεό προσφέροντας καθ’ ολοκληρίαν τον εαυτό Του. Με την ανθρώπινη φύση Του και χάρη στην πίστη και τη θυσία της Θεομήτορος, ανέλαβε ως άνθρωπος όλα όσα του είχε αναθέσει ο Θεός. Σαρκώθηκε για ν’ αναλάβει ως άνθρωπος όλα όσα είχε αναλάβει ο Θεός, όταν κατά την προαιώνιο Βουλή Του είχε αποφασίσει να δημιουργήσει τον άνθρωπο και να επωμιστεί, μετά την προπατορική πτώση, τις συνέπειες της δημιουργίας, καθώς και της φοβερής δωρεάς της ελευθερίας που προσφέρθηκε στον άνθρωπο. Στη σλαβονική μετάφραση της προφητείας του Ησαΐα (7,16), τίθεται το ζήτημα του Χριστού, τούτου του αγέννητου παιδιού, το οποίο, πριν να διακρίνει το αγαθό από το κακό, θα επέλεγε το αγαθό, ακριβώς επειδή είναι τέλειο κατά την ανθρώπινη φύση.

Να γιατί τούτος ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός και η πίστη της παναχράντου Θεοτόκου και Θεομήτορος Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει.

Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Και μπροστά μας τίθεται διαρκώς ένα επίμονο ερώτημα: ποια θα είναι η απάντησή μας;

 

Από το βιβλίο, Συνάντηση με τον Θεό, εκδ. Εν πλώ.

 

ΠΗΓΗ: Ιανουαρίου 5, 2012, http://fdathanasiou.wordpress.com/2012/01/05/…AF/

Κρίσις Οικονομική ή κρίσις του Θεού; IΙ

Κρίσις Οικονομική ή κρίσις του Θεού; – Μέρος ΙΙ

 

Ομιλία* του Μητρ. Προικοννήσου Ιωσήφ**


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Παραπομπάς εις Αγίους

Αλλ’ ας έλθουμε τώρα στην έννοια της λέξεως «Κρίση», με την οποία χαρακτηρίζουμε τη σύγχρονη οδυνηρή συγκυρία. Τη χρησιμοπούμε σήμερα με την ιατρική έννοια του όρου: Δηλαδή ως απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιάς παθογένειας, με προφανείς κινδύνους. Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες έννοιες του όρου, όπως: Γνώμη, εκτίμηση, αποτίμηση, εκλογή, επιλογή, προτίμηση, δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης, έκβαση ή αποτέλεσμα μιάς υποθέσεως, ενός γεγονότος κ.λπ. Υπάρχει όμως και η δικανική έννοια: Δίκη, δικαστική απόφαση! Και βεβαίως, στη συνάφεια αύτη υπάρχει και ο Κριτής, έγγειος ή θείος. Η τελευταία αυτή σημασία φρονώ ταπεινά ότι τεροιάζει περισσότερο στα δεδομένα πού μας απασχολούν.

Μας είχε διδάξει ενωρίτατα και πολύ καθαρά ο Θεός ότι: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι πλην εμού. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μή λατρεύσης αυτοίς» (Έξοδ. Κ’ 1-5). Μας είχε εκ νέου προειδοποιήσει: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ. Στ΄ 24). Η λέξη μαμωνάς είναι αραμαϊκή και σημαίνει κέρδος (συνηθέστερα ανέντιμο), λύτρα δωροδοκία, αποζημίωση, πάντοτε με μια αίσθηση αναξιοπρέπειας και τίνος ηθικά επιλήψιμου. Παραπέρα δηλώνει τον υλικό πλούτο και την αρρωστημένη προσκόλληση σ’ αυτόν. Σημαίνει τελικά πλεονεξία, την οποία ο Απόστολος Παύλος απερίφραστα εχαρακτήρισε ως ειδωλολατρία (Κολ. Γ΄ 5).

Η πλεονεξία παραγκωνίζει τον Θεό δίνοντας προτεραιότητα στα υλικά αγαθά, ωσάν αυτά να μπορούν να στηρίξουν την ελπίδα του ανθρώπου για ζωή. Ο πλεονέκτης προσκολλάται αρρωστημένα στα υλικά αγαθά, αφοσιώνεται στην απόκτηση, την αύξηση ή διατήρησή τους και ξεχνά ολότελα τον τροφοδότη και ζωοδότη Θεό. Η ύλη έγινε η θρησκεία του, ο χαμοθεός του, αυτήν εμπιστεύεται, δηλαδή πιστεύει, γι΄ αυτήν κάνει τα πάντα. «Ο αγαπών αργύριον, ούτως ως αγαπάν ώφειλε Κύριον τον Θεόν εξ όλης της ψυχής», λέει ο Μέγας Βασίλειος, «ο τοιούτος αντί του δουλεύειν τω Κυρίω, δουλεύει τω μαμωνά, το τω Θεώ οφειλόμενον της αγάπης μέτρον επί το άργύριον μεταθείς. Διά τούτο γίνεται η πλεονεξία ειδωλολατρία επειδάν τα τω Κυρίω προσφερόμενα δώρα επί τα γήινα μετενέγκη» (Εις τον Προφ. Ησαΐαν, κεφ. 1, PG 30, 212 CD). Δυστυχώς στην εποχή μας θα ακουόταν εξαιρετικά επίκαιρος ο λόγος του προ ολίγων ημερών εορτάσαντος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Οι πολλοί περί την των χρημάτων μαίνονται συλλογήν και τον Θεόν μισήσαντες αγαπώσι τον μαμωνάν» (Περί Κατανύξεως Α’, ΕΠΕ 28,634).

Προετίμησαν την χρυσή εικόνα του μαμωνά

Η λατρεία του μαμωνά είναι η μεγάλη αμαρτία των ημερών μας! Τί άλλο μαρτυρεί η λύσσα με τις ατέλειωτες επενδύσεις, τα χρηματιστήρια, τις μετοχές, τα χαρτοφυλάκια, τα ρέπος, τα ομόλογα, τις ρευστοποιήσεις, τα θαλασσοδάνεια, τις μεγαλοπιστώσεις, τα συναλλαγματικά παιγνίδια, την ακαριαία παρακολούθηση των διεθνών αγορών, των επιτοκίων, των συναλλαγών, της τιμής του χρυσού, του σκαμπανεβάσματος των αξιών κ.τ.τ.; Όποιος έχει όμματα πνευματικά βλέπει ότι μπροστά μας «έστηκεν εικών χρυσή, η του μαμωνά τυραννίς», όπως θάλεγε και πάλι ο θείος Χρυσόστομος (Κατά Ματθαίον Α’, ΕΠΕ 9,154). Εικόνα Ναβουχοδονοσώρειος εν πεδίω Δεηρά, την οποία «έκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβούς» καλεί επίμονα σε διαρκή προσκύνηση. Και οποίος έχει «ώτα ακούειν», μέσα από τα πολυμέσα, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τον τύπο, το ραδιόφωνο κ.λπ., ακούει τον πονηρό κήρυκα με διάτορη φωνή να εντέλλεται: «Υμίν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλώσσαι· η αν ώρα ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγάς τε και κιθάρας, σαμβύκης και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, άπτοντες προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή η έστησεν Ναβουχοδονόσώρ ο βασιλεύς» (Δαν. Γ 4-5).

Οι περισσότεροι ενέδωσαν «και εγένετο ότε ήκουσαν οι λαοί της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγάς τε και κιθάρας, σαμβύκης και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι προσεκύνουν τη εικόνι τη χρυσή, η έστησε Ναβουχοδονόσωρ ο βασιλεύς» (Δαν, Γ, 7) στη Wall Street, στα Χρηματιστήρια, στις Τράπεζες, στα ανταλλακτήρια, στα σαράφικα, στα αεριτζήδικα της Νέας Υόρκης, της Αθήνας, του Λονδίνου, του Τόκυο, του Χόνγκ-Κόνγκ, του Πεκίνου, των Βρυξελλών, της Φραγκφούρτης, του Παρισιού κ.λπ. Ελάχιστοι είναι με τη μερίδα των αγίων Τριών Παίδων! Οι περισσότεροι προτίμησαν την εικόνα τη χρυσή, τον μαμωνά. Άλλοι ενεργώς και δημοσία και γυμνή τη κεφαλή και άλλοι υποκαρδίως, ρίχνοντας κρυφά προς το μέρος της το θυμίαμα της επιθυμίας.

Επέλεξαν την ειδωλολατρίαν

Οι πάντες, σχεδόν, «φιλαργυρίαν νοσούντες, την πάντων κακών αίτίαν» (Γρηγ. Παλαμάς: ομιλ. ΛΘ’ Εν Λιτή, ΕΠΕ 10, 500-502), «εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού» (Ρωμ α’, 22-23) – μετήλλαξαν δηλ. την λατρεία του μόνου αληθινού Θεού μ’ εκείνην του ειδώλου της απάτης του πλούτου, της ύλης, του χοός. Παραδόθηκαν «εις νουν αδόκιμον» και όχι μόνο συμπεριφέρθηκαν όπως πιο πριν με επώδυνη ειλικρίνεια μας διεζωγράφισε ο Μητροπολίτης Μεσογαίας, αλλά διέπραξαν και το άκρον άωτον της αμαρτίας, δηλ. την ειδωλολατρία! Δεν στοχάσθηκαν τουλάχιστον πώς η ύλη, ο πλούτος, το συνάλλαγμα, είναι «ολιγοχρόνιον κτήμα· αγνώμων οικέτης, αιμοβόρος και ανδροφόνος· ποταμίων ρευμάτων μιμείται φύσιν» (Ιω. Χρυσόστομος: Εις το «Μη φοβού όταν πλουτήση άνθρωπος», Α’, ΕΠΕ 8Α, 276-278) ή εκείνο πού τόσο όμορφα λέει με ηδυσμένο ποιητικό λόγο ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Τα δε χρήματα παίζει πλανώντα την φιλόπλουτον νόσον, άλλοις επ’ άλλω προσγελάν πεφυκότα, πόρνης απίστου τον τρόπον μιμούμενα, πολλούς εραστάς ποικίλως μωκωμένης, συνόντα, και φεύγοντα, και κολλώμενα, τούτοις, εκείνοις, ουδενί δε γνησίως. Το γαρ βέβαιον ουκ έχει πλούτου φύσις, λάβροις θαλάσσης κύμασιν εικασμένη, κυρτουμένοις, πίπτουσιν αστάτω φορά» (Έπη εις ετέρους Η’, Προς Σέλευκον, ΕΠΕ 11, 136-138). Ήδη η πόρνη εκείνη τους ξεγέλασε, ο θησαυρός έφυγε από τα χέρια τους, κατακρήμνισε τα όνειρά τους, διέλυσε τα σχέδια τους, ετσάκισε τα φτερά τους κι έφερε τόση δυστυχία στην ανθρωπότητα! «Ο πεποιθώς επί πλούτω ούτος πεσείται» (Παροιμ. ια’, 28)’, έλεγε η Γραφή, αλλά ποιος άκουε;

Και τώρα, οι προστιθέντες καρδίαν στον ρέοντα πλούτο (Ψαλμ. Ξα’ 11), δηλαδή «οι την εικόνα προσκυνήσαντες, όψονται το πυρ αυτοίς θηρίου χαλεπώτερον παντός επιπηδών και καθέλκον ένδον» (Ιω. Χρυσόστομος: Κατά Ματθαίον Α’, ένθ. ανωτ.). Μόνο πού στο πύρ αυτό μαζί με τα ξερά καίγονται ήδη και τα χλωρά. Μαζί με τους χρυσολάτρες, τους παραδόπιστους, τους χαμοθεόδουλους, εκείνους πού για χάρη του μπεζαχτά αδίκησαν πολλούς, επάτησαν επί πτωμάτων, ευτέλισαν θεσμούς, απομύζησαν την ικμάδα λαών και χωρών ολοκλήρων, υφίστανται τις συνέπειες της μεγάλης αμαρτίας και πολλοί λιγότερο υπεύθυνοι, και κάποιοι λίγοι ανεύθυνοι. Κρίση! Συμφορά!…

                                                             Ο Μιχαήλ Άγγελος στην αψίδα του ιερού ζωγραφίζει τη "Δευτέρα παρουσία"

Ακούστε τον σύγχρονον Άγιον Ζίτσης και Αχρίδος

Θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να δανειστώ τα φώτα ενός συγχρόνου Αγίου, του Επισκόπου Ζίτσης και Αχρίδος Νικολάου Βελιμίροβιτς (†1956), του «Νέου Χρυσοστόμου» της Σερβικής Εκκλησίας, ο οποίος έζησε την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 1929. Κάποιος ιερέας Κόναν του έγραψε ρωτώντας τον από πού προερχόταν η κρίση εκείνη και τί εσήμαινε αυτή. Του απάντησε, μεταξύ άλλων: «Η ‘crisis’ [κρίση] είναι ελληνική λέξη και σημαίνει ‘δίκη’… Έως τώρα οι ευρωπαϊκοί λαοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη ‘δίκη’, άντί για τη λέξη ‘κρίση’, οπότε και να τους εύρισκε κάποια συμφορά. Τώρα η καινούργια λέξη αντικατέστησε την παλιά, και το κατανοητό έγινε ακατανόητο. Όταν γινόταν ξηρασία, πλημμύρα, πόλεμος η έπεφτε επιδημία, όταν έρριχνε χαλάζι, γίνονταν σεισμοί, πνιγμοί και άλλες συμφορές, λέγανε: ‘Θεία δίκη’! Και αυτό σημαίνει: κρίση μέσα από ξηρασίες, κρίση μέσα από πλημμύρες, μέσα από πολέμους, μέσα από επιδημίες κ.λπ. Και τη σημερινή χρηματικο-οικονομική δυσκολία ο λαός την θεωρεί ως θεία δίκη, όμως δεν λέει η δίκη αλλά η κρίση. Έτσι ώστε η δυσκολία να πολλαπλασιάζεται με το να γίνεται ακατανόητη! Εφόσον όσο ονομαζόταν με την κατανοητή λέξη ‘δίκη’, ήταν γνωστή και η αιτία, λόγω της οποίας ήρθε η δυσκολία, ήταν γνωστός και ο Δικαστής, ο Οποίος επέτρεψε την δυσκολία, ήταν γνωστός και ο σκοπός της επιτρεπόμενης δυσκολίας. Μόλις όμως χρησιμοποιήθηκε η λέξη ‘κρίση’, λέξη ακαταλαβίστικη σε όλους, κανείς δεν ξέρει πιά να εξηγήσει ούτε για ποιό λόγο, ούτε από Ποιόν, ούτε ως προς τί; Μόνο σ’ αυτό διαφέρει η τωρινή κρίση από τις κρίσεις, πού προέρχονται από την ξηρασία ή την πλημμύρα ή τον πόλεμο ή την επιδημία ή τους πνιγμούς ή κάποιους άλλους πειρασμούς. Με ρωτάς για την αίτια της τωρινής κρίσης ή της τωρινής θείας δίκης! Η αιτία είναι πάντοτε η ίδια. Η αιτία για τις ξηρασίες, τις πλημμύρες, τις επιδημίες και άλλα μαστιγώματα της γενιάς των ανθρώπων, είναι η αίτια και για την τωρινή κρίση. Η αποστασία των ανθρώπων από τον Θεό! Με την αμαρτία της Θεο-αποστασίας, οι άνθρωποι προκάλεσαν αυτή την κρίση, και ο Θεός την επέτρεψε, ώστε να ξυπνήσει τους ανθρώπους, να τους κάνει ενσυνείδητους, πνευματικούς, και να τους γυρίσει προς Εκείνον. Στις μοντέρνες αμαρτίες· μοντέρνα και η κρίση. Και όντως ο Θεός χρησιμοποίησε μοντέρνα μέσα, ώστε να το συνειδητοποιήσουν οι μοντέρνοι άνθρωποι: χτύπησε τις τράπεζες, τα χρηματιστήρια, τις οικονομίες, το συνάλλαγμα των χρημάτων. Ανακάτωσε τα τραπέζια στις συναλλαγές σ’ όλο τον κόσμο, όπως κάποτε στο ναό των Ιεροσολύμων. Προξένησε πρωτόγνωρο πανικό μεταξύ εμπόρων και αυτών, πού ανταλλάσσουν το χρήμα. Προκάλεσε σύγχυση και φόβο. Όλα αυτά τα έκανε, για να ξυπνήσουν τα υπερήφανα κεφαλάκια των σοφών της Ευρώπης και της Αμερικής, για να έλθουν εις εαυτούς και να πνευματικοποιηθούν. Και από την άνεση και το αγκυροβόλημα στα λιμάνια της υλικής σιγουριάς να θυμηθούμε τις ψυχές μας, να αναγνωρίσουμε τις ανομίες μας και να προσκυνήσουμε τον Ύψιστο Θεό, τον Ζώντα Θεό» (Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται. Αθ. 2008, σσ. 33-35). Νομίζω ότι ο Άγιος τα λέει κατά γράμμα και σ’ εμάς για τη σημερινή κρίση. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία. Έτσι είναι ακριβώς! Κι όπως ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα επέλεγε: «Διά ταύτα και τα τοιαύτα παιδευόμεθα, και έτι παιδευθησόμεθα». Ναι, θ’ ακολουθήσουν κι άλλα, «την μεν γαρ των επηρειών λύσιν ποθούμεν τε και ζητούμεν, τοις δε πταίσμασι δι’ α παιδευόμεθα και προστίθεμεν» (Ομιλία ΛΘ’ Εν Λιτή, ΕΠΕ 10, σσ. 500-502).

Δυστυχώς δέν φαίνεται μετάνοια στον ορίζοντα, παρά το ότι αντικειμενικά, είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή είναι η μόνη λύση. Η θεία δίκη, λοιπόν, θα συνεχίζεται. Μέχρι πότε; Πάλι θα ζητήσω από τον Άγιο Νικόλαο την απάντηση: Όσο το πνεύμα των ανθρώπων παραμείνει δίχως αλλαγή. Ώσπου οι υπερήφανοι υπαίτιοι αυτής της κρίσης να παραιτηθούν μπροστά στον Παντοδύναμο. Ώσπου οι άνθρωποι και οι λαοί να θυμηθούν την ακαταλαβίστικη λέξη ‘crisis’, να τη μεταφράσουν στη γλώσσα τους, ώστε με αναστεναγμό και μετάνοια να φωνάξουν: «η Θεία δίκη»! (ένθ. ανωτ., σσ. 35-36). Εύχομαι η μέρα αυτή να μη αργήσει! Σας ευχαριστώ».

 

* Ομιλία του «Σεβ. Μητροπολίτη Προικοννήσου κ. Ιωσήφ εις ημερίδα του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, η οποία επραγματοποιήθη την 19ην Νοεμβρίου, εις το Πνευματικόν Κέντρον Παναγίας Μπεντεβή, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου».

 

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Oρθόδοξος Τύπος», Αριθμός Φύλλου 1905, Έτος ΝΑ’, 9 Δεκεμβρίου 2011. Το είδα: 19 Δεκεμβρίου 2011,  http://www.pemptousia.gr/2011/12/…8D/


**  Σεβ. Μητροπολίτης Προικοννήσου, πέρτιμος κα ξαρχος πάσης Προποντίδος κ. ωσήφ(κατ κόσμον μμανουλ ντ. Χαρκιολάκης) γεννήθη ες Σητείαν Κρήτης τ 1955, που κα περάτωσε τς γκυκλίους σπουδάς του. … Ολόκληρο το «βιογραφικό» του στην επίσημη ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εδώ.

Κρίσις Οικονομική ή κρίσις του Θεού; I

Κρίσις Οικονομική ή κρίσις του Θεού; – Μέρος Ι

 

Ομιλία* του Μητρ. Προικοννήσου Ιωσήφ**


 

Σεβασμιώτατε, Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, Κύριε Πρόεδρε του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, Αγαπητοί συνάδελφοι Θεολόγοι!

Κατ’ αρχήν ευχαριστώ θερμότατα τον Σύνδεσμό σας για την ευγενή πρόσκληση να είμαι σήμερα ανάμεσα σας ως ομιλητής, καθώς και τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Κρήτης και πνευματικό πατέρα όλων μας κ. Ειρηναίο για την προφρόνως και ευγενώς, όπως πάντα, παρασχεθείσα ευλογία του, τόσο για να λειτουργήσω στα όρια της θεοσώστου Επαρχίας του, όσο και για να σας μιλήσω. Είμαι δέσμιος της αγάπης όλων σας! Θα προσπαθήσω να δώσω, όσο μπορώ, μια απάντηση στο ερώτημα: «Κρίση οικονομική η Κρίση του Θεού;»

Στις ζοφερές ημέρες μας όλοι μιλούμε για την «Κρίση», πού ενέσκηψε και μας ταλανίζει, τόσο εδώ στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες του κόσμου. Πέντε μέχρι στιγμής ευρωπαίοι πρωθυπουργοί κατέρρευσαν άδοξα μέσα στη δίνη αυτής της κρίσης. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με το φάσμα της οικονομικής καταστροφής, της ανεργίας και της φτώχειας, ενώ πολλοί έχουν κιόλας φτάσει στο απονενοημένο διάβημα. Ήδη μιλούν για εκατοντάδες αυτοκτονίες την τελευταία διετία στην πατρίδα μας, άμεσα συναρτημένες με την περιλάλητη κρίση.

Τα ΜΜΕ συνήθως τις αποσιωπούν και από μια έποψη ίσως καλώς πράττουν. Οι μισθοσυντήρητοι και οι συνταξιούχοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα είδαν το μισθό και τη σύνταξη τους να περιορίζεται άγρια. Οι υπεύθυνοι διαχειριστές της ζωής και του μέλλοντός μας συμπεριφέρονται σαν μαθητευόμενοι μάγοι, λαμβάνουν σπασμωδικές αποφάσεις, φάσκουν και αντιφάσκουν, σήμερα αποφασίζουν κάτι και αύριο το αναιρούν, υπόσχονται, αυτοδιαψεύδονται και τραυματίζουν καθημερινά το ηθικό και την αξιοπρέπειά μας. Οι φόροι και τα τέλη έρχονται σαν καταιγίδα, αυξάνονται συνέχεια με γεωμετρική πρόοδο και εισπράττονται εκβιαστικά, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται κάποια μέριμνα για δίκαιη κατανομή τους. «Το κράτος διεκδικεί συνέχεια τα δάκρυα και το αίμα μας», όπως σωστά παρατήρησε σε εγκύκλιο του ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, «χωρίς καμιά ελπίδα και εγγύηση», ενώ «προσφέρει στο λαό πολύ λιγότερα απ΄ όσα του απαιτεί» (Εγκύκλ. 63/30-9-2011).

Το Κοινωνικόν Κράτος – Η διανομή και οι άστεγοι

Το περίφημο «κοινωνικό κράτος», όπως το γνωρίζαμε αρχίζει να συρρικνώνεται ταχύτατα και να αποσύρρεται από το προσκήνιο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, κυριολεκτικά «ισοπεδωθήκαμε στο μηδέν της περιουσίας μας και στο τίποτα της αξιοπρέπειάς μας» (ένθ’ ανωτ.). Η κατάθλιψη, το πονηρό πνεύμα της λύπης, όπως την ονομάζει ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, είναι κατόπιν τούτων η ευρύτατα ενδημούσα νόσος και στον τόπο μας, και μάλιστα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ η κατανάλωση των σχετικών ψυχοφαρμάκων έχει αυξηθή δραματικά. Οι ειδήσεις, του εσωτερικού και του εξωτερικού, πού βομβαρδίζουν κάθε ώρα τ’ αυτιά μας και τα μάτια μας, προξενούν όχι ανησυχία, αλλά κυριολεκτικά πανικό! Ένα δαιμονικό γαϊτανάκι οικονομικής και κοινωνικής καταρρεύσεως ξετυλίγεται στην Ευρώπη, στην Αμερική και σ’ άλλες χώρες της σφαίρας, στο οποίο η μικρή Ελλάς έχει, δυστυχώς, κεντρικό ρόλο. Οι πολιτικοί, πού ήκιστα αδίκως, θεωρούνται ανεπαρκείς, αναξιόπιστοι και κυριολεκτικά «χαλασοχώρηδες» κατά Παπαδιαμάντην, συγκεντρώνουν πάνω τους την μήνιν και τα πυρά των αγανακτησμένων και απελπισμένων. Θυμηθήτε τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου. Κύματα αγανακτησμένων πολιτών κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξεως και μορφωτικού επιπέδου, κατακλύζουν τις πλατείες και των ελληνικών πόλεων, όπως και των μεγαλουπόλεων του εξωτερικού, διαμαρτυρομένων έντονα για τη διάχυτη δυστυχία. Συλλαλητήρια επί συλλαλητηρίων και διαδηλώσεις επί διαδηλώσεων διοργανώνονται για να υψώσουν διάτορη φωνή απογνώσεως. Η κρατική εξουσία τους δείχνει άγρια τα δόντια της. Η διανόηση κάνει τις αναλύσεις και τις εκκλήσεις της σε διάφορους τόνους, αλλά δεν καταφέρνει να ξορκίσει τη σύγχυση. Τα εκκλησιαστικά συσσίτια των απόρων πού διοργανώνουν αξιέπαινα πολλές ενορίες μας, αποτελούν τη μόνη, συχνά, ελπίδα για να αντιμετωπίσουν το φάσμα της πείνας ολοένα και περισσότεροι συνάνθρωποι, αξιοπρεπείς μέχρι χθες νοικοκύρηδες. Οι άστεγοι πολλαπλασιάζονται συνεχώς και μάλιστα εν καιρώ χειμώνος.

Η κοινωνία… παραμιλά

Οι περισσότεροι, πού κυκλοφορούν στους δρόμους συμπεριφέρονται νευρωτικά, είναι έτοιμοι να εκραγούν ή δείχνουν αφηρημένοι, με τον νου να ταξιδεύει αλλού. Στις συζητήσεις, ακόμη και των απλούστερων στο καφενείο ή στο χωριό, μπήκαν νέοι όροι όπως: Μνημόνιο, Μεσοπρόθεσμο, Goldman Sachs, οίκοι αξιολόγησης, σπρέντς, ασφάλιστρα κινδύνου, επιτόκια, ΔΝΤ, Ευρωζώνη, Τρόικα, διάθεση ομολόγων, δημοσιονομική εξυγίανση, εκταμίευση της δόσης κ.ά.π. Όλοι κουβεντιάζουν για το αν το Μνημόνιο είναι στην πραγματικότητα το Μνημόσυνο της Ελλάδος όπως την ξέραμε. Αν το Μεσοπρόθεσμο είναι απλώς προοίμιο πολλών άλλων μεταμεσοπροθέσμων και μακροπροθέσμων στραγγαλιστικών μέτρων πού σαν οδοστρωτήρες θα περάσουν πάνω από τον ταλαίπωρο λαό μας. Αν θα πρέπει να μείνουμε στο ευρώ ή να επιστρέψουμε στη σεμνή δραχμούλα μας. Αν αξίζει να παραμένουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή να αποχωρήσουμε. Αν αντέχει το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τεκτονικό σεισμό πού το σείει (Ιταλία, Πορτογαλλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Ισλανδία κ.λπ. κ.λπ), ή αν θα καταρρεύσει καταπλακώνοντάς μας όλους κάτω από τα ερείπιά του.

Οι άπληστοι τραπεζίται

Αν η Αμερική, η Ρωσία ή η Κίνα μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της καταστάσεως. Όλοι γίνονται αυτοχειροτόνητοι οικονομικοί και κοινωνικοί αναλυτές και διεθνολόγοι και αποφαίνονται ανάλογα. Πολλοί αναζητούν ήδη μια χώρα, για να μεταναστεύσουν, και μάλιστα νέοι, πού βλέπουν εδώ τα φτερά τους και τα όνειρα τους τραγικά ψαλλιδισμένα και ασφυκτιούν. Στην Κύπρο έχουν κιόλας κατευθυνθή πολλοί, στις διάφορες δυτικοευρωπαϊκές χώρες άλλοι, αρκετοί αναζητούν καλλίτερες συνθήκες στη γείτονα Τουρκία, ενώ πάρα πολλοί αναζητούν τους γνωστούς παλαιότερους μεταναστευτικούς «παραδείσους» της Αυστραλίας και της Αμερικής. Ασφαλώς δεν πρόκειται για ανειδίκευτους χειρώνακτες αλλά συχνά για ανθρώπους με πανεπιστημιακά πτυχία, με γλώσσες, με διδακτορικά κ.τ.τ. Κατάσταση γενικώς σουρρεαλιστική, τραγική, θρήνου και οιμωγής άξια, κυριολεκτικά δαιμονική. Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Και όλοι αναζητούν τη ρίζα του μεγάλου κακού στην πριν από δυόμιση χρόνια κατάρρευση της Lehman Brothers στη Νέα Υόρκη και στις περιπέτειες (και αθλιότητες) των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Wall Street, με τα λεγόμενα «Golden Boys» να επισύρρουν στις κεφαλές τους τα αναθέματα των θυμάτων από κάθε γωνιά της γης. Θεωρούν ότι εδώ, στους άπληστους μεγαλοτραπεζίτες και στα μοχλευμένα λογιστικά τους κεφάλαια, στο αμέτρητο «χρήμα-αέρα», στα λιμνάζοντα ομόλογα (η αγορά ομολόγων είναι σε αξία πέντε φορές μεγαλύτερη από όλο το Ακαθάριστο Ετήσιο Προϊόν της υφηλίου, ενώ η αγορά των διεθνών παραγώγων είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερη από το παγκόσμιο ΑΕΠΙ), στις χρηματιστηριακές «φούσκες», βρίσκεται η γενεσιουργός αίτια της καταστάσεως πού βιώνουμε. Και βέβαια κανείς εχέφρων δεν θα υποστηρίξει ότι τα άδηλα εκείνα και κρύφια μυστήρια και τα θλιβερά γεγονότα στην πέραν των Γαδήρων υπερδύναμη είναι άσχετα με τα σημερινά δικά μας οξύτατα προβλήματα.

Η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ

Όπως άλλωστε δεν είναι άσχετα και κάποια άλλα, όπως το λίγο παλαιότερο «Κραχ» του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών του 1999, όταν εκατό περίπου δισεκατομμύρια ευρώ άλλαξαν απότομα χέρια, με αποτέλεσμα χιλιάδες μικροεπενδυτές να θρηνούν μέχρι σήμερα τις οικονομίες μιάς ζωής, το εφάπαξ των γηρατειών τους ή όσα αφρόνως δανείσθηκαν από τις Τράπεζες για να «παίξουν» στο Χρηματιστήριο επ΄ ελπίδι ευκόλου και υψηλού κέρδους. Βεβαίως κάποιοι άλλοι εθησαύρισαν απ΄ εκείνο το απότομο ξεφούσκωμα και είναι κρίμα πού δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα μια σοβαρή κυβέρνηση με αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσει τους ταχυδακτυλουργούς εκείνους της απάτης κυριολεκτικά ως «πλουτίσαντας επί Κατοχής». Κάποιοι, με όχι εντελώς αβάσιμη καχυποψία, αναζητούν πίσω από τις καλοσφαλισμένες πόρτες ιδιότυπων διεθνών λεσχών όπως η λεγόμενη Τριμερής Επιτροπή (The Trilateral Commission) η η Λέσχη Bilderberg, τα γενεσιουργά αίτια της παγκοσμίας Κρίσεως. Άλλοι μέμφονται την Κομμισιόν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, την ακαμψία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος ή την επιθυμία της Γερμανίας για μια Γερμανική Ευρώπη. Άλλοι στοχοποιούν φορολογικούς παραδείσους όπως τα Cayman Islands της Καραϊβικής με τις υπεράκτιες εταιρίες, το Λιχτενστάϊν και την Ελβετία με το απόλυτο τραπεζικό απόρρητο (τελευταίως αυτό έχει ξεπερασθή, αλλά η Ελλάδα μένει ένοχα αδιάφορη!), όπου φυγαδεύεται το μαύρο χρήμα, προϊόν οικονομικού (τουλάχιστον!) εγκλήματος.

Η ασυλία των διεφθαρμένων

Άλλοι κατηγορούν μεγάλες διεθνείς εταιρίες πού εξυπηρετούν τεράστια συμφέροντα (όρα και Siemens) και τους εντόπιους πράκτορες τους, πού και όταν αποκαλύπτεται ο καταλυτικός ρόλος τους εξασφαλίζουν την ασυλία τους στα όρια της μητέρας-πατρίδας της εταιρίας. Δεν είμαι ειδικός για να εκφέρω γνώμη, χωρίς τούτο να σημαίνει και ότι είμαι κρετίνος ή ότι δεν έχω τις υποψίες μου. Οπωσδήποτε όμως θα είμασταν πολύ μακρυά από την αλήθεια αν δεν αναζητούσαμε ταπεινά ευθύνες και από μας τους ίδιους. «Πολλά γάρ πταίομεν άπαντες». Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Μεσογαίας Νικόλαος: «Σίγουρα και η δική μας ευθύνη ως λαού δεν είναι καθόλου μικρή. Συμφωνήσαμε με τις μικρονοϊκές πολιτικές επιλογές και τις κάναμε συνήθειες και νοοτροπία μας. Η ανειλικρίνεια, η αδιαφορία, το βόλεμα, το εύκολο κέρδος, η προσβολή των θεσμών, η ύβρις κατά της πίστης και της παράδοσής μας, η ασέβεια κατά του κράτους και των νόμων, οι αλόγιστες διεκδικήσεις, αποτέλεσαν κομμάτια της ζωής του νεοέλληνα, πού δεν μας τιμούν καθόλου… Το δικό μας μερίδιο ευθύνης για το σημερινό μας κατάντημα δεν είναι ευκαταφρόνητο.» (ένθ’ ανωτ.).

Είμαστε βουτηγμένοι σε ηθική και πνευματική κρίση! Έχουμε απομακρυνθή από την ευθεία οδό του Χριστού! Αυτή είναι μια οδυνηρή όσο και αναμφισβήτητη πραγματικότητα!

Ο Μαρξ και το… κεφάλαιον

Η σημερινή Κρίση, αγαπητοί μου, όπως επιγραμματικά την περιγράψαμε, δεν είναι βεβαίως η πρώτη πού βιώνει η ανθρωπότητα. Είναι πολύ χρήσιμο να θυμούμαστε ότι πριν από ογδόντα χρονιά ο κόσμος είχε ζήσει τη «Μαύρη Τρίτη», δηλαδή την 29η Οκτωβρίου 1929, όταν μ’ ένα τρομερό «Κραχ» του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης ξέσπασε η Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση, The Great Depression», πού έφερε την πείνα και την εξαθλίωση σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο. Περίπου δέκα χιλιάδες τράπεζες τινάχθηκαν στον αέρα, εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις καταθέσεις τους. τις επιχειρήσεις τους, τα υποθηκευμένα λόγω δανείων σπίτια και περιουσίες τους. Μεγάλες επιχειρήσεις διαλύθηκαν, τα εργοστάσια έκλεισαν, η βιομηχανία και το εμπόριο έγιναν συντρίμμια, ενώ κατά σύμπτωση ενέσκηψε και μια μεγάλη περίοδος ξηρασίας στις Η.ΠΑ, πού κράτησε ως το 1930, κι εκαθήλωσε στο ναδίρ και την αγροτική παραγωγή. Πρώην εκατομμυριούχοι, επιχειρηματίες, βιομήχανοι κ.τ.τ. βρέθηκαν ξαφνικά να πουλούν μήλα και μολύβια σε καροτσάκια μικροπολητού στους δρόμους για να επιβιώσουν. Άνθρωποι άρχισαν να αυτοκτονούν πηδώντας από τα ψηλά κτήρια. Μόνο στις Η.ΠΑ το ένα τρίτο του λαού βρέθηκε πολύ κάτω από το συμβατικό όριο της φτώχειας. Σε άλλες χώρες τα πράγματα υπήρξαν χειρότερα.

Σπουδαρχίδες-δημοπίθηκοι

Στρατειές ατέλειωτες οι άνεργοι, οι νεόπτωχοι, οι πεινασμένοι, οι απελπισμένοι σε όλο τον δυτικό κόσμο, ήταν ένα θαυμάσιο άλλοθι για τους μπολσεβίκους και κομμουνιστές τηο Σοβιετικής Ενώσεως ν’ αναθεματίζουν το κεφάλαιο (όχι το βιβλίο του Μαρξ!) και τον καπιταλισμό, καλώντας τους «προλετάριους» όλης της γης να ενωθούν κάτω από την «μπαντιέρα ρόσα τριονφερά», για ν’ απολαύσουν τον επαγγελλόμενο ερυθρό παράδεισο. Ήταν επίσης ένα θαυμάσιο άλλοθι για παρανοϊκούς αρχολίπαρους και σπουδαρχίδες δημοπίθηκους, όπως κάποιος Αδόλφος Χίτλερ, για να ξεσηκώσουν τις πανικόβλητες μάζες, να τις φανατίσουν και να στήσουν σκοτεινά ολοκληρωτικά καθεστώτα, πού θα έβαφαν στο αίμα όλη την υφήλιο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εάν λάβουμε σοβαρά υπ΄ όψιν αφ΄ ενός μεν το γεγονός ότι η ιστορία προχωρεί σαν σπιράλ και κάποτε μερικά φαινόμενα της επαναλαμβάνονται, αφ΄ ετέρου δε ότι η οικονομία σήμερα είναι πολύ περισσότερο παγκοσμιοποιημένη απ΄ ότι το 1929, το Κραχ του έτους εκείνου, πού εκράτησε μια ολόκληρη δεκαετία και κατέληξε μέσα στον ωκεανό αίματος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο αίσια σημεία δεν φανερώνει στον ορίζοντα των καιρών μας.

* Ομιλία του «Σεβ. Μητροπολίτη Προικοννήσου κ. Ιωσήφ εις ημερίδα του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, η οποία επραγματοποιήθη την 19ην Νοεμβρίου, εις το Πνευματικόν Κέντρον Παναγίας Μπεντεβή, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Oρθόδοξος Τύπος», Αριθμός Φύλλου 1905, Έτος ΝΑ’, 9 Δεκεμβρίου 2011. Το είδα: 19 Δεκεμβρίου 2011,  http://www.pemptousia.gr/2011/12/…8D/

**  Σεβ. Μητροπολίτης Προικοννήσου, πέρτιμος κα ξαρχος πάσης Προποντίδος κ. ωσήφ(κατ κόσμον μμανουλ ντ. Χαρκιολάκης) γεννήθη ες Σητείαν Κρήτης τ 1955, που κα περάτωσε τς γκυκλίους σπουδάς του. … Ολόκληρο το «βιογραφικό» του στην επίσημη ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εδώ.

 

 

 

Συνέχεια – με το θεογικό επίπεδο – στο Μέρος ΙΙ

Τα Χερουβείμ και τα Cεραφίμ… του IC-XC

Τα Χερουβείμ και τα Cεραφίμ… Του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού

 

Του Κ. Μ.


 

XC

Τα Χερουβείμ και τα Cεραφίμ

Αγγελικές ουράνιες δυνάμεις και νοερές ασώματες οντότητες, συνυπάρχουν, συνοδοιπορούν, συμπάσχουν, συγχαίρονται και συλλυπούνται με τους ανθρώπους… Παρότι δεν βλέπουμε αγγέλους με τα φυσικά μας μάτια, όπως και τόσα άλλα που είναι έξω από τις συχνότητες της φυσικής μας όρασης, θάταν άσοφο να απορρίψουμε την ύπαρξη και την μετοχή τους στα ανθρώπινα, καθώς ο καλός Θεός δια των Γραφών και των αγίων Του μας γνωστοποιεί την παρουσία και βοήθειά τους.

Φυσικά αναφέρομαι στους φωτεινούς αγγέλους  του Θεού τους προστάτες κι όχι στους αντιδίκους της σωτηρίας μας, που μπορεί να εμφανιστούν ΚΑΙ σαν άγγελοι φωτός, μόνο και μόνο για να μας πλανήσουν. Έτσι, δεν είναι ευλογημένο να ασχοληθούμε με την ‘’όραση’’ αυτών, που ενέχει κάποιου είδους κίνδυνο, αλλά για την ψυχωφελή τους παρέμβαση και λειτουργικότητα στην ζωή μας, ώστε να τους αποδώσουμε τουλάχιστον την ευχαριστία.  

Μια φορά ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, φιλούσε τα σκαλοπάτια ενός πορνείου λέγοντας πως ο τόπος αυτός, είναι άγιος. Η συμπεριφορά των περαστικών κατά κανόνα ήταν απορριπτική, βλάσφημη και προσβλητική στον άγιο, που γέμιζαν αμφιβολίες στον μαθητή του, μέχρι τη στιγμή φυσικά, που του εξήγησε την στάση και πράξη του.

…Εδώ παιδί μου πέφτουν τα δάκρυα των αγγέλων – προστατών των ανθρώπων, εκείνων που περνάνε το κατώφλι και ακολουθώντας το πάθος τους, κατεβαίνουν στα καταγώγια… Εξαπτέρυγα, μετάρσια, φτερωτά, θρόνοι, κυριότητες, χερουβείμ, σεραφείμ, άγγελοι, αρχάγγελοι… γεμίζουν την πλάση, μη αφήνοντας κενό στον κύκλο της ζωής.

Για να οριστεί όμως ένας κύκλος (με μαθηματικό τρόπο, με παράλληλη αναλογία και στα φυσικοπνευματικά) χρειάζεται να γνωρίζουμε το κέντρο και την ακτίνα του.

Ήμασταν στο κέντρο και εξοστρακιστήκαμε. Ήμασταν επάνω στην Αγάπη του Θεού και εκπέσαμε από δολιότητα στην δουλεία των δαιμόνων και δια της φυγοκέντρου περιθωριοποιηθήκαμε στα άκρα της Δημιουργίας. Εκπέσαμε από το 1 (αθάνατο) στο 4 (τον τετραδιάστατο χωροχρόνο) όπου φθορά και θάνατος συνέχει την ύπαρξή μας. Πάλι όμως το πνεύμα του Θεού, μέσω της προπαιδειάς Του, μας εξάγει από το θάνατο στην αιωνιότητα, από το παράλογο στο λογικό για να μας ανοίξει το δρόμο διά της λογικής ανάτασης, στην υπέρλογη Ανάσταση. 

Και από το 147 (ΑΔΗ) στον Κύριο, στην Κυριακή και πρώτη, δια της ταπεινότητος και του αγιασμού, (όπως Ο ίδιος προτείνει: ταπεινοί γίνετε και άγιοι γίνετε…).

Ο κύκλος της Ζωής δεν βιούται αλλιώς, ή μη, ως μία ευθεία. Όχι οριζόντια επί γης απλωμένη από έναν τόπο σε άλλον, αλλά ως μία ανάγουσα εις τον Ουρανόν κλίμαξ, την οποία καλούμαστε να ανεβούμε ή επειδή εξ εσόπτρου και εν αινίγματι γνωρίζουμε, επειδή η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, να κατεβούμε στην καρδιά.

 Χαιρετάμε αξιοπρέπως την Θεοτόκο με το: χαίρε κλίμαξ επουράνιε δι ης κατέβη ο Θεός, χαίρε γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν, αλλά και στο ‘’άξιον εστί’’ ως, τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των σεραφείμ….

Τα χερουβείμ και τα σεραφείμ νοούνται ως οίκοι και οχήματα, με την Θεοτόκο, το τελειότερο όχημα και τον καθαρότερο οίκο, στον οποίο ενοίκησε Ο άχρονος και άχωρος Κύριος, χωρεθείς και ενχρονισθείς.

Έτσι, ως κλίμακα την προείδε ο Ιακώβ, με ανεωγμένους τους ουρανούς και άγγελοι να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν. Έτσι παραστάθηκε και στην εικόνα ‘’Άξιον εστί’’.   

Κι εμείς, σ’ αυτήν την εξοστρακισμένη πραγματικότητα, το κάτω όριο της Δημιουργίας, ή θα αφεθούμε να παρασυρόμαστε από την φυγόκεντρο δύναμη, οπότε θα έχουμε μόνο κινητική ενέργεια στην εξωτερική στοιβάδα και περιφέρεια, ή θα τολμήσουμε να κατευθυνόμαστε προς το Κέντρο (ή  να ανερχόμαστε την κλίμακα) προς τον Ζωοδότη Χριστό, ο οποίος μας καλεί και ευλογεί, αποκτώντας σε κάθε σκαλοπατάκι, νέα δυναμική. 

Μια δυναμική, που δεν βρίσκεται όσο η ψυχή και το σώμα βρίσκονται σε διάσταση, (ή ο άνθρωπος εκτός εαυτού/αμετανόητος) αλλά, όταν το ένα (ψυχή, ως άλλο σπερματοζωάριο) εγκατασταθεί μέσα στο άλλο (σώμα ως ωόν/ωάριο) και αρχίσει δια του πρώτου ζυγωτού ο λογικός πολλαπλασιασμός, (όπως μέσα στην μήτρα/εν προκειμένω Ορθόδοξη Εκκλησία, στον τύπο της Παναγίας) για να επιτελεσθεί η ευλογημένη σωτηρία και αναγέννηση εν Χριστώ και δια Χριστού.    

Έχουμε όλην την ελευθερία, να σπουδάσουμε επιδερμικές επιστήμες, κοσμικές και να μοιάσουμε τον ανόητο φιλόσοφο ή να μάθουμε μπάνιο, ομοιάζοντας τον εύστοχο βαρκάρη, που μπορεί να μην ήξερε μαθηματικά γεωγραφία ή ιστορία, ξοδεύοντας χρόνους της ζωής του, αλλά μαθαίνοντας μπάνιο…. Προτείνοντας σε μας, την ωφελιμότερη θεογνωσία, από κάθε εξωτερική φυσιογνωσία.

Παρατηρώντας τους ανθρώπους, βλέπουμε, από την πρώτη κιόλας ματιά, την διαφορά τους σε δύναμη, σε κινητικότητα. Σε ευστοχία πράξεων και σκέψεων, σε καθαριότητα (πνευματική).

Ο άνθρωπος, σε όποιο σημείο του κύκλου της ζωής κι αν βρίσκεται, σε στάση (νοούμενο σαν οίκο) έχει κυριολεκτικά ελεύθερη επιλογή μετάβασης σε άλλο σημείο, 360 μοίρες από τον εαυτό του, σε όποιον προσανατολισμό κι αν επιθυμήσει να ακολουθήσει. Κι αν αποφασίσει να κινηθεί, η επιλογή του υλοποιείται μέσω ενός οχήματος, μιας κινητικής δύναμης που αντλεί από την ελευθερία του, εν όσω ζει. Στο επόμενο σημείο στάσης, ‘’συντονίζεται’’ σε άλλον οίκο, (χερουβείμ) παρότι ο ίδιος. Αυτό που ΔΕΝ βλέπει ο άνθρωπος, είναι πως τον στηρίζει κι εκεί που αποφάσισε να βρεθεί άλλος άγγελος (σεραφείμ) και πάλι τον βοηθά να κινηθεί προς τον δρόμο που οδηγεί προς το Κέντρο, όπου κι αν είναι στραμμένο το πρόσωπό του. Ακόμη και αν έχει στρέψει τα νώτα του προς τον Θεό.

Σ’ όλη την πλάση, με όλες τις επιλογές του ανθρώπου, όπου αυτός σταθεί κι όπου βρεθεί, κι όταν πάλι αποφασίσει να κινηθεί, εκεί πάντα κοντά του βρίσκεται η ολκάς των θελόντων σωθήναι γλυκυτάτη και υπερευλογημένη Παναγία, ώστε να μην έχουμε δικαιολογία ότι, όταν θελήσαμε να σωθούμε/ολοκληρωθούμε, δεν είχαμε γοργοεπήκοο βοηθό. Μία μόνη μομφή έμεινε να μας κατακρίνει, ότι ‘’μάλλον’’ δεν θελήσαμε. Ότι αγαπήσαμε (αλοίμονό μας) το σκότος παρά το Φως.

Παρά όμως την ζοφερή κατάσταση που βρισκόμαστε, ευελπιστούμε πως οι παρόντες άγγελοι, στον πόδα του Πανταχού Παρόντος και τα πάντα Πληρούντος Τριαδικού Θεού, μπορούν και θέλουν να μας μεταδώσουν τον ευλογημένο τρόπο, πως να είμαστε ταπεινοί, καθώς στα αλήθεια, ποια καλή και θεάρεστη δύναμη και ποια εύστοχη κίνηση μας ανήκει, ώστε να αυτοεπαιρόμαστε; Ταπεινά και με αυτήν την τόλμη, απευθυνόμαστε στην Παναγία Μητέρα μας…


Κυρία Θεοτόκε νουθέτησέ μας τους συληθέντας το νου, Κυρία των Αγγέλων, Υπερευλογημένη Θεοτόκεδόξα Σοι!

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε!

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 22 Δεκεμβρίου 2011, http://hellasorthodoxy-kmyst.blogspot.com/2011/12/c.html?mid=55