Αρχείο κατηγορίας Θεολογικά διακροτήματα

Θεολογικά διακροτήματα

Τρεις Ιεράρχες και σχολείο σήμερα…

Τρεις Ιεράρχες και σχολείο σήμερα…

Του Γιώργου Μάλφα*

 

Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος: συμπιέζεται η αγιότητα σε βιβλία και ομιλίες, σε αργίες και επετείους. Πάντα μας διαφεύγει…

Τους «Προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων» τιμά ράθυμα και υποκριτικά η δημόσια εκπαίδευση, σε μια συγκυρία για τον τόπο καταθλιπτική: Χειμάζεται η έρημη πατρίδα, δοκιμάζονται οι αντοχές του λαού μας. Βλέπεις την απελπισία στα μάτια των απολυμένων, των ανθρώπων που ψάχνουν για δουλειά. Κρυώνεις στα καταφύγια των αστέγων. Ντρέπεσαι για την εξαθλίωση των συνταξιούχων. Συνήθισες στη θέα των σκιών τα βράδια που ψάχνουν στα σκουπίδια. Κουράστηκες να μετράς αυτοκτονίες, δολοφονίες, ρατσιστικά εγκλήματα.

Συνέχεια

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Όταν ομιλούμε ή γράφουμε για την κρίση εννοούμε την οικονομική κρίση. Κάπου κάπου όμως αντιλαμβανόμαστε τη ρηχότητα του λόγου ή της ανάλυσης και αναγκαζόμαστε να αποδεχθούμε ότι είναι κρίση βαθύτερη κρίση παιδείας. Αλλά τί είναι παιδεία; Αποδίδεται στον Αϊνστάιν η ρήση: «Παιδεία είναι ό,τι απομένει, όταν λησμονήσουμε το σύνολο των γνώσεων που αποκτήσαμε στο σχολείο». Και τί τάχα απομένει; Δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε σ’ αυτό. Απομένουν το ήθος και το φρόνημα.

Συνέχεια

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες

Ο Τρες εράρχες

 Της Εύης Βουλγαράκη – Πισίνα

Κάθε ἐπέτειος παρουσιάζει γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ ἐκφωνήσει τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας μιὰ ἰδιαίτερη δυσκολία. Πῶς θὰ καταφέρει νὰ μετατρέψει τὸν ἐπετειακὸχαρακτήρα τῆς γιορτῆς σὲ λόγο ποὺ νὰ μὴ θυμίζει περιήγηση σὲ μουσεῖο, ἀλλὰ νὰ ξεχύνεται ἄμεσος, ἀνεπιτήδευτος, ζωντανὸς καὶ σχετικὸς μὲ τὴ ζωή μας σήμερα. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε ἐπέτειο, πολὺ περισσότερο μοιάζει νὰ ἀφορᾶ τὴ γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ γιορτὴ αὐτή; Μιὰ ἀφορμὴ γιὰ ἐναλλαγὴ στὴ σχολικὴ ζωὴ μὲ ἕνα ἀκόμα πανηγυρισμό; Μιὰ εὐκαιρία νὰ χάσουμε μάθημα;

Ἂν σὲ κάθε ἐπέτειο ὁ χρόνος καὶ ἡ ἐπανάληψη δημιουργοῦν τὴ ρουτίνα καὶ τὴν ἀπόσταση, ἐδῶ ἔρχεται καὶ ἕνας τρίτος παράγοντας νὰ προστεθεῖ γιὰ νὰ δημιουργήσει τὴν (ψευδὴ) αἴσθηση ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ἀγεφύρωτα ἀπόμακροι. Ὁ παράγοντας αὐτὸς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας. Ἔχουμε συνηθήσει νὰ βλέπουμε τοὺς ἁγίους ὡς ἁγιογραφίες στὸν τοῖχο, στατικούς, σὲ μιὰ τελειωμέ­νη ἀκινησία ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή. Τοὺς φανταζόμαστε ὑπερανθρώπους, κι αὐτὸ εἶναι τελικὰ ἀπάνθρωπο.

Συνέχεια

Χριστός ή κέρδος;

Χριστός ή κέρδος;

 

Tου Περικλή Κοροβέση*

 

Τα Σατουρνάλια ήταν η μεγαλύτερη γιορτή των Ρωμαίων και κρατούσε εφτά ημέρες, 17-24 Δεκεμβρίου, και έκλεινε στις 25 του ίδιου μήνα, μέρα αφιερωμένη στον Ηλιο. Ο θεός Σατούρνος ήταν η ρωμαϊκή εκδοχή του θεού Κρόνου και αντιστοιχούσε στις γιορτές των Κρονίων. Ήταν η πιο σπουδαία ρωμαϊκή γιορτή και είχε καθολική συμμετοχή.

Πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και σκλάβοι, γυναίκες και παιδιά έπαιρναν μέρος σε ένα ξεφάντωμα χωρίς περιορισμούς και κατέλυαν την τάξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι σκλάβοι γίνονταν αφέντες και οι αφέντες σκλάβοι. Κάθε λογοκρισία εξαφανιζόταν και η βλασφημία είτε προς τα θεία είτε προς τον αυτοκράτορα ήταν επιτρεπτή. Ανοιγαν οι φυλακές και οι κρατούμενοι έπαιρναν μέρος στις γιορτές, δικαστήρια και σχολεία έκλειναν, όλοι αντάλλαζαν δώρα μεταξύ τους και τα αφεντικά παρέθεταν στους σκλάβους τους πλουσιοπάροχα γεύματα.

Όλα αυτά γίνονταν ειρηνικά και υπήρχε πνεύμα αγάπης και αλληλεγγύης. Κάθε απαγόρευση είχε αρθεί και επιτρεπόταν ακόμη και ο τζόγος που ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Αυτό κράτησε σε όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, στις 25 Δεκεμβρίου γεννιέται και ο Χριστός. Γιατί διάλεξε να γεννηθεί στη μεγαλύτερη ειδωλολατρική γιορτή, καταχείμωνο, και όχι μια ωραία ημέρα της άνοιξης, «όταν ο έρωτας έστηνε χορό με τον ξανθό Απρίλη»; Δυστυχώς ο Χριστός δεν διάλεξε τίποτα. Το ιερατείο επινόησε την ημερομηνία γέννησής του, τέσσερις αιώνες μετά (326 μ.Χ.) για να καταργήσει τα Σατουρνάλια.

Ο Χριστός γεννήθηκε χωρίς χαρτιά (δεν ήταν Ρωμαίος υπήκοος όπως ο Απόστολος Παύλος) και δεν ήταν αυτοκράτορας για να έχει πιστοποιητικό γέννησης, η γήινη του σχέση με την οικογένειά του ήταν προλεταριακή. Ο Ιωσήφ μαραγκός και η μάνα του νοικοκυρά. Τα ρούχα του ήταν τόσο ταπεινά, που αν πήγαινε στη Μητρόπολη, τη δικιά μας, τα Χριστούγεννα, με τους δεσποτάδες μέσα στα χρυσαφένια άμφιά τους, κοσμημένα με πολύτιμους λίθους, δεν θα τον άφηναν να μπει μέσα.

Στην ορθόδοξη υμνογραφία ο Χριστός παρουσιάζεται «σαν ξένος που δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του», δηλαδή μετανάστης, χωρίς χαρτιά, που αν τον πετύχαινε στον δρόμο η Χρυσή Αυγή θα τον μαχαίρωνε. Και με αυτήν τη μορφή ο Χριστός αναγνωρίζεται από τους φτωχούς, σαν δικός τους θεός, που διαφέρει από τον Χριστό του Ιερατείου, που μετέτρεψε τον Χριστιανισμό σε κρατική ιδεολογία και τα Χριστούγεννα σε γιορτή του καταναλωτισμού και της σπατάλης, χωρίς να κρατήσουν ίχνος από τον μυστικισμό τους.

Ακόμα και τα δημοτικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ποιητικά αριστουργήματα της λαϊκής λατρείας, έχουν αντικατασταθεί από τα γλυκανάλατα τραγούδια των Χριστουγέννων MADE IN USA, που προωθούν την κατανάλωση στα πολυκαταστήματα. Και έτσι τα Χριστούγεννα γίνονται γιορτές θλίψης που είναι επικίνδυνες για την υγεία.

Ο πάντοτε έγκυρος Σπύρος Μανουσέλης, στην «Εφ. Συν.» (15-16 Δεκ. 2012), μας δίνει ένα επιστημονικό ραπόρτο για τη «Νόσο των Χριστουγέννων». Για τους πιο πολλούς ανθρώπους τα Χριστούγεννα είναι πηγή άγχους και πανικού. Πολλοί εισάγονται σε κάποια ψυχιατρική κλινική με διαταραχές που δεν είχαν εκδηλωθεί προηγούμενα.

Στις μέρες των εορτών παρατηρείται αύξηση των αυτοκτονιών κατά 100%. Αλλά δεν είναι μόνον οι ψυχικές αρρώστιες που εμφανίζονται σε αυτές τις καταναλωτικές γιορτές του καπιταλισμού. Είναι και οι σωματικές. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εισάγονται στα νοσοκομεία, ύστερα από σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια.

Για τους σοβαρούς θεολόγους, σε όποια χριστιανική ομολογία και αν ανήκουν, τα Χριστούγεννα δεν είναι τα γενέθλια του Χριστού, που πρέπει να τα γιορτάσουμε με 2.012 κεράκια, αλλά υπενθύμιση του μυστηρίου της γέννησης της ζωής. Και αυτό ισχύει και για τον θεάνθρωπο, που γεννήθηκε όπως οι υπόλοιποι θνητοί και δεν κατέβηκε με άρμα από τον ουρανό. Και αυτή η γιορτή της ζωής μετατράπηκε σε γιορτή του καπιταλισμού, που πανηγυρίζει το κέρδος και την εκμετάλλευση.

Μήπως είναι καιρός να ξαναβρούμε το χαμένο νόημα των Χριστουγέννων και να είναι η μέρα για αυτούς που δεν έχουν πού «να γείρουν το κεφάλι τους»;

* perkor29@gmail.com

ΠΗΓΗ:  23/12/2012, http://www.efsyn.gr/?p=9580

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΛΑΒΟΥΜΕ

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΛΑΒΟΥΜΕ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Ο Χριστός είναι το πιο προκλητικό πρόσωπο της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν δίχασε απλώς την ιστορία σε προ και μετά από Αυτόν εποχή, δίχασε και τους ανθρώπους σε υπέρ και κατά Αυτού. Στο πρώτο δεν αναφέρθηκε ποτέ, το δεύτερο όμως το προανήγγειλε σε ομιλίες του. Από την ίδρυση επί γης της Εκκλησίας του οι άνθρωποι διχάστηκαν. Άλλοι έσπευσαν να αποδεχθούν το ευαγγελικό μήνυμα και άλλοι το πολέμησαν με φανατισμό.

Και ήσαν μέλη ακόμη και της ίδιας οικογένειας που αντιπαρατάχθηκαν. Και στο τέλος θριάμβευσαν εκείνοι που έχυσαν το αίμα τους. Μοναδικό και ανεπανάληπτο συμβάν στην ανθρώπινη ιστορία να εξέλθουν νικητές οι θυσιαζόμενοι! Γραμμένη από μικρόψυχους των τελευταίων αιώνων η ιστορία τηρεί σιωπή γύρω από τη μαρτυρία και το μαρτύριο των χριστιανών των τριών πρώτων αιώνων, ενώ γίνεται λαλίστατη με το να προβάλλει όλες τις αθλιότητες των «χριστιανών» κατοπινών αιώνων που δίνουν άλλοθι στους εχθρούς του Χριστού.

Ο Χριστός, Μεσσία στα εβραϊκά, δικάστηκε πολλές φορές και ξανασταυρώθηκε από εχθρούς και «φίλους»! Μία από τις προσφιλείς κατηγορίες των εχθρών του ήταν ότι κήρυξε την υπέρτερη ουτοπία στο διάβα της ιστορίας. Ο όρος μεσσιανισμός έχει ταυτιστεί με την προβολή ουτοπικών θέσεων, οι οποίες παραπλανούν τους λαούς και τους καθιστούν έρμαια δημαγωγών και λαοπλάνων. Βέβαια πλάνος είχε χαρακτηριστεί και ο Χριστός από τους άρχοντες των Ιουδαίων, όταν εκείνοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να ασφαλίσει το μνημείο του. Από τους σύγχρονους αρνητές πλάνος χαρακτηρίζεται επειδή πρόσφερε στους ανθρώπους την ελπίδα. Ποιάν ελπίδα; Σε μια ζωή χωρίς τέλος μετά τον βιολογικό θάνατο του προσώπου. Εκείνο που λησμονούν οι επικριτές του είναι κάποιες προϋποθέσεις που ο Χριστός έθεσε για τους κληρονόμους της ζωής. Τους ζήτησε να άρουν τον σταυρό τους και να τον ακολουθήσουν. Να τον ακολουθήσουν πού; Στον Γολγοθά, εκεί που πρώτος αυτός σταυρώθηκε αφήνοντας σ' εμάς αιώνιο πρότυπο συνέπειας λόγων και έργων. Ο Χριστός δεν υπήρξε δημαγωγός, όπως πλείστοι από τους διώκτες του διαχρονικά. Δεν είχε ανάγκη από τις εκδηλώσεις λατρείας και υστερίας των οπαδών του. Ήλθε να αναζητήσει και σώσει το απολωλώς. Και σπλαχνιζόταν τον λαό, που τον έβλεπε ως πρόβατα χωρίς ποιμένα, προδομένο από τους επίγειους άρχοντες και παραπαίοντα από το βάρος της αμαρτίας. Ο Χριστός δεν υπήρξε ιδεαλιστής που εμπορευόταν τους ωραίους λόγους και τους θαυμάσιους ορισμούς. Δεν μας είπε τί είναι ελευθερία, δικαιοσύνη, ειρήνη, αγάπη και όμως αυτοί που τον ακολούθησαν βίωσαν όλα αυτά στο βαθμό που στάθηκαν ικανοί μέσα από την άσκηση να προσεγγίσουν το θέλημά του.

Ποιο είναι το μάθημα πρώτον; Η ταπείνωση. Αλλά αυτό είναι το πλέον ανυπόφορο μάθημα για έναρξη διδασκαλίας, καθώς δεν υπάρχει δυσκολότερο. Να επαναλάβουμε το του Χριστού; Να γεννηθούμε σε βρωμερό στάβλο συντροφιά με άλογα ζώα; Να αισθανθούμε ικανοποίηση εκ του ότι χαίρονται με μας οι αγράμματοι βοσκοί, οι καταφρονεμένοι του κόσμου; Βέβαια υπάρχουν και οι μάγοι, αλλά πόσοι είναι αυτοί στο σύνολο των «σοφών» της γης; Και ποια η αξία του να προσφέρουν τα δώρα τους σ' ένα άγνωστο βρέφος στη φάτνη αντί να συνδειπνούν με τους ισχυρούς άρχοντες του κόσμου τούτου; Το περί ταπεινώσεως είναι το πλέον απωθητικό κήρυγμα. Οι διαχρονικά υπερήφανοι και αλαζόνες θεωρούν ότι βρήκαν θαυμάσιο επιχείρημα, για να το αντικρούσουν: Αρμόζει η ταπείνωση σε ανθρώπους δειλούς και δουλοπρεπείς, σε όλους, όσοι αδυνατούν να παλέψουν σ' αυτή τη ζωή για τα δικαιώματά τους, για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αλλά ποιοι πάλεψαν περισσότερο από τους μαθητές του Χριστού; Ποιοι έδειξαν υπέρτερη καρτερία στα «εμπνευσμένα» μαρτύρια των διωκτών της πίστεως από τον 1ο ως τον 20ο αιώνα μετά Χριστόν; Ποιοι κατάφεραν να απελευθερωθούν από τα πάθη, που κρατούν τον άνθρωπο υποταγμένο και τον οδηγούν σε πλείστες όσες ατιμίες; Ποιοι περιφρόνησαν πλούτο, τιμές και αξιώματα; Εκείνοι που σήκωσαν τον σταυρό τους και ακολούθησαν τον Σωτήρα Χριστό. Δεν άρπαξαν, αλλά έχοντας μοίρασαν. Δεν έσκυψαν μπροστά στον εγκόσμιο άρχοντα, ώστε να δεχθούν αξιώματα, αλλά έφυγαν μπροστά από τη δόξα, όπως ο Δάσκαλός τους από τα πλήθη, που ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά! Δεν φοβήθηκαν απειλές για δημεύσεις, τιμωρίες, διωγμούς, θάνατο. Και δεν ήσαν όλοι αυτοί ανεπαρκείς διανοητικά και με πεσμένο το φρόνημα. Ήσαν προκλητικοί και εξακολουθούν οι άγιοι να προκαλούν. Προκαλούν όλους τους μικρόψυχους πολεμίους του Σωτήρα. Αυτούς, που δουλωμένοι σε πάθη ατιμίας αυτοπροβάλλονται ως ελεύθερα πνεύματα. Αυτούς που καταγγέλλουν τον Χριστό για μεσσιανισμό, ενώ έχουν γεμίσει τον πλανήτη με ουτοπίες «επιστημονικές» και κοινωνικοπολιτικές. Αυτούς που στο όνομα του ορθολογισμού απαγορεύουν τους ανθρώπους να ελπίζουν στον Θεό. Αυτούς που έχουν οδογήσει τον κόσμο στο όνομα της επιστήμης και του πολιτικά ορθού σε έσχατη βιολογική εξαθλίωση και πνευματική διαφθορά.

Ασφαλώς και δεν θα «κατάφερναν» όλα αυτά, αν δεν είχαν συμμάχους στο έργο της αποδόμησης εμάς που καυχώμαστε ότι είμαστε χριστιανοί, εμάς που καυχώμαστε ότι λάβαμε το μήνυμα που μας απηύθυνε ο Χριστός, το αναγνώσαμε και το κατανοήσαμε! Στην πραγματικότητα αντιγράφουμε τους άρχοντες των Ιουδαίων. Θέλουμε τον Χριστό εγκόσμιο άρχοντα. Τον θέλουμε να μας προστατεύει από τις κακοτοπιές του βίου, αφού εμείς τον αποδεχόμαστε. Τον θέλουμε να μας χαρίζει υγεία και οικονομική προκοπή, να μας προστατεύει από κάθε κίνδυνο και απειλή κατά της ζωής μας. Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους! Αντιγράφοντας τον Φαρισαίο της παραβολής απαιτούμε να μας αναγνωριστεί το έργο πίστεως. Εμείς καταντούμε να θέλουμε ο Θεός να αισθάνεται υποχρεωμένος από τη στάση μας. Και όλα αυτά ενώ αναλώνουμε τον βίο μας αναζητώντας παρακάμψεις, ώστε να μην φθάσουμε στον Γολγοθά! Η θυσία μας φαίνεται κομμάτι βαρειά. Θέλουμε έναν χριστιανισμό λάιτ (light), τον οποίο ανακάλυψαν, όπως και όλα τα «καλά» πράγματα οι δυτικοί πριν από μας. Καλός ο Χριστός για τον ιεροεξεταστή, όμως η παραίτηση του από τη χρήση της υπερκόσμιας ισχύος με το ανεπανάληπτο «ει τις θέλει» υπήρξε ανοησία για εκείνον, που έδινε την εντολή για το άναμμα της πυράς. Καλό το μη «θησαυρίζετε επί της γης», αλλά το να διαθέτει η Εκκλησία τράπεζα καλύτερο. Καλό το «μη πεποίθατε επ' άρχοντας», αλλά η συμπόρευση της επουράνιας εξουσίας με την επίγεια επιλύει πολλά προβλήματα βιοτικής αλλά και «πνευματικής» φύσεως. Άλλωστε έτσι τη θέλει την Εκκλησία ο άρχων της αδικίας: Φιλανθρωπική οργάνωση προς ανακούφιση των υφισταμένων τις συνέπειες της αδικίας του. Έτσι τη θέλει και ο μεγάλος εχθρός της ο διάβολος: Να λησμονήσει ότι ο Χριστός ήλθε στον κόσμο «αμαρτωλούς σώσαι». Η Εκκλησία και τα μέλη της δεν έχουν καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν τον αμαρτωλό από τη ρήξη με τον κόσμο της αδικίας, ο οποίος «όλος εν τω πονηρώ κείται», και την άρση του σταυρού του θυσιαστικού βίου.

 

                                                                        «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 24-12-2012

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου


 

Οι άνθρωποι διαχρονικά ζουν με την ελπίδα, την ελπίδα να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο. Και είναι η ελπίδα που τους ενισχύει στην αντιμετώπιση των ποικίλων δυσκολιών και αντιξοοτήτων του ανθρωπίνου βίου. Ο σκλάβος και ο δεσμώτης ελπίζει και αναμένει την ελευθερία του. Ο ασθενής ελπίζει και αναμένει την υγεία του. Ο φτωχός και άκληρος ελπίζει και αναμένει την αλλαγή των καταστάσεων, ώστε να εξασφαλίσει και αυτός τα προς το ζην.

Τί θα ανέμενε όμως ολόκληρη η κοινωνία, αν καθημερινή διαπίστωση ήταν η συντριβή των πολλών κάτω από την αγριότητα, την απληστία και την ασυδοσία των ολίγων, αν η διαφθορά εξαπλωνόταν με τη μορφή χιονοστιβάδας και απειλούσε να αφανίσει διαπροσωπικές σχέσεις, οικογένεια, τιμή, αλληλεγγύη, αγάπη; Τί θα ανέμενε, αν κυριαρχούσαν δοξασίες περί αγρίων θεοτήτων, που επιθυμούν την καταστροφή των ανθρώπων, που διψούν για το αίμα αυτών, ώστε να εξαπολύεται ανθρωποκυνηγητό προς σύλληψη αιχμαλώτων, προκειμένου να θυσιαστούν ή με πόνο ψυχής να προσφέρονται ως εξιλαστήρια θύματα πρωτότοκοι γόνοι; Ασφαλώς θα περίμενε κάποιον λυτρωτή. Και αυτή ήταν πράγματι η προσδοκία των Εθνών, όπως αναγράφεται στο βιβλίο της Γενέσεως (κφ 49 στ. 10). Η προσδοκία ενός λυτρωτή είναι έκδηλη στην παράδοση πλείστων λαών της Ανατολής (Ασίας) και της Δύσης (Αμερικής). Μάλιστα η έλευσή του αναμενόταν από τα δυτικά ή ανατολικά αντίστοιχα.

Αξιόλογη είναι η προσδοκία του λυτρωτή στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» ο Αισχύλος διακηρύσσει:

«τέρμα στον πόνο αυτόν μην καρτερείς,

πριν κάποιος θεός τις συμφορές σου να σηκώσει

και στον ανήλιαγο Άδη αντί για σένα

στους άφεγγους κατέβει του Ταρτάρου βυθούς» (στίχ. 1026 κ. ἑ)

Ο Σωκράτης στην «Απολογία» του, όπως τη διασώζει ο Πλάτων, απευθυνόμενος στους δικαστές του λέγει: «Την υπόλοιπη ζωή σας θα την περάσετε στον πνευματικό λήθαργο, αν ο Θεός δεν στείλει κάποιον άλλον προς εσάς, φροντίζοντας για σας».

Ο Αισχύλος κατά τρόπο άκρως εντυπωσιακό αναφέρεται σε Θεό, ο οποίος θα σηκώσει επάνω του τις συμφορές του Προμηθέα και θα κατέλθει αντί γι' αυτόν Εκείνος στον Άδη! Ο Σωκράτης ξεπερνώντας τον πολυθεϊσμό των μεγάλων Ελλήνων στοχαστών που είχαν προηγηθεί κάνει λόγο για έναν Θεό και τον απεσταλμένο Του. Ο Προμηθέας αποτελεί από την Αναγέννηση και μετά το σύμβολο εκείνων που επιχείρησαν την επανάσταση κατά του Θεού (υλιστών)! Θεωρούν τον τιτάνα ως το θύμα της αδικίας και αλαζονείας των πάσης φύσεως δυναστών επουρανίων και επιγείων, επειδή υπήρξε ο μόνος που αγάπησε τον άνθρωπο. Και επειδή κατά την ελληνική μυθολογία ο Προμηθέας έκλεψε το φως από τους θεούς και το πρόσφερε στους ανθρώπους, γι' αυτό καλείται και Εωσφόρος. Αλλά Εωσφόρος (Lucifer) καλείται και ο Σατανάς, ιδιαίτερα απ' εκείνους που τον λατρεύουν στις ημέρες μας μέσω της μουσικής και της μαγείας! Η διανόηση του λεγομένου διαφωτισμού στάθηκε ανήμπορη να κατανοήσει ότι ο Προμηθέας δεσμώτης είναι ο άνθρωπος ο δέσμιος της αμαρτίας, για την ελευθερία του οποίου ο Θεός απέστειλε τον Χριστό Ιησού (Σωτήρα Χριστό).

Ο Χριστός ήλθε, όμως οι άνθρωποι δεν τον αναγνώρισαν ως Σωτήρα τους. Δεν ήταν δυνατόν να τον αναγνωρίσουν, επειδή επέλεξε προκλητικό τρόπο ενανθρώπισης. Γεννήθηκε σε στάβλο συντροφιά με άλογα ζώα μέσα στη βρώμα. Ο άνθρωπος της πτώσεως, τότε και σήμερα, θέλει τον ηγεμόνα αλαζόνα, ισχυρό, άτεγκτο. Τον θέλει να ζει στη χλιδή, να αρπάζει από τον λαό, για να σπαταλά, να τιμωρεί σκληρά τον κάθε αμφισβητία της ισχύος του. Ακόμη και εκείνοι που έχουν στρατευθεί στην πολεμική κατά των κοσμικών αρχόντων, πολιτικών και θρησκευτικών, το ίδιο φρονούν και το δείχνουν, όταν καταλάβουν εξουσία, την όποια εξουσία, καθώς «Αρχή άνδρα δείκνυσι». Αλλά γιατί να μεμφόμαστε διαρκώς αυτούς, αφού δεν κατανοήσαμε ακόμη τον λόγο του λυτρωτή μας εμείς οι χριστιανοί!

Κάθε χρόνο προσδοκούμε καλύτερες ημέρες με την ανάκαμψη των πραγμάτων μέσω πολιτικών ενεργειών. Το «μη πεποίθατε επ' άρχοντας επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ εστι σωτηρία», δεν μας αγγίζει. Εμείς είμαστε δέσμιοι της εγκοσμιότητας και ας μουρμουρίζουμε κάπου κάπου ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς εστί». Καλός ο Θεός, αλλά και κάποιο μέσο επί της γης δεν βλάφτει. Καλό το «μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης», αλλά δεν είναι κακό να σωρεύουμε καταθέσεις και να αποκτούμε ακίνητα, όταν ο πλησίον μας, αυτός ο άγνωστος πλέον, δυστυχεί! Εμείς, ο κόσμος της αφθονίας, προσδοκούμε και εφέτος Χριστούγεννα από κεκτημένη ταχύτητα. Άλλωστε μας έμειναν από πέρυσι τα φανταχτερά στολίδια και κάποια χρήματα ακόμη, που συμβάλλουν στο να αισθανθούμε το «πνεύμα» των Χριστουγέννων. Οι άλλοι, οι πολλοί και ολοένα αυξανόμενοι δυσκολεύονται να εννοήσουν αυτό το «πνεύμα». Λίγες ψυχές, οάσεις στην ερημία των ανέσεων και της απόλυτης ένδειας, προσδοκούν τον Χριστό και ετοιμάζουν την καρδιά τους για φάτνη.

«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» είναι χαραγμένο στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη, όπως το θέλησε ο ίδιος. Η φράση αυτή με το ποικίλων ερμηνειών περιεχόμενο αποτελεί πολύ αγαπημένο απόφθεγμα των αυτοαποκαλουμένων ελευθέρων πνευμάτων και σε ευρεία χρήση στη φαρέτρα των πολεμίων του Θεού, της ελπίδας της συντριπτικής πλειονοψηφίας των ανθρώπων όλων των εποχών. Ο μη ελπίζων δεν προσδοκά. Τι όμως δεν προσδοκά; Δεν προσδοκά κάτι σ' αυτόν εδώ το βίο; Αλλά τότε έχει παραιτηθεί από το βίο. Είναι ένας απελπισμένος, κάποιος με παντελή απώλεια του νοήματος της ζωής! Αν, όπως και οι περισσότεροι ερμηνεύουν, δεν προσδοκά κάτι μετά θάνατον, αυτό δεν σημαίνει δια λογικής απαγωγής ότι είναι και ελεύθερος. Η ελευθερία προβάλλεται ακόμη ως κατάκτηση εκ της αποβολής του φόβου, του φόβου, όπως πολλοί εννοούν, της τιμωρίας του Θεού. Αλλά ο φόβος είναι σύμφυτος με τον άνθρωπο που δεν προσδοκά και δεν ελπίζει. Τρέμει κυριολεκτικά αυτός, ιδίως τον θάνατο. Όσο για την ελευθερία μετά την άρνηση του Θεού, το μαρτυρεί περίτρανα το κατάντημα των συγχρόνων δυτικών κοινωνιών, που βιώνουν βαρύτατη παρακμή και βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης υποχείρια πλείστων όσων αιμοδιψών «θεοτήτων» υποκαταστάτων του αληθινού Θεού. Και όμως και οι λαοί αυτοί προσδοκούν. Προσδοκούν τον οίκτο των τραπεζιτών, των αδηφάγων θηρίων, που έπαψαν να προσδοκούν την έλευση του Μεσσία, σε αντίθεση με τον λαό, από τον οποίο προέρχονται, τον λαό που αρνήθηκε και σταύρωσε τον Χριστό. Τί προσδοκούν οι λαοί σήμερα; Τη δόση τους. Γι' αυτό και ο ζυγός της δουλείας γίνεται ολοένα και βαρύτερος.

                                                                        «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 17-12-2012   

Χριστιανοί κατά της θρησκείας

Χριστιανοί κατά της θρησκείας: Ο χάρτης ενός γνωστού-άγνωστου τοπίου

 

Του Βασίλη Ξυδιά*

 

Ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία ή ότι – κατά μείζονα λόγο – είναι αντίθετος προς τη θρησκεία μπορεί να αποτελεί μια θέση παράδοξη εκ πρώτης όψεως, τα ζητήματα όμως που εγείρει συνιστούν καίρια πρόκληση για τη χριστιανική αυτοσυνειδησία. Το είδαμε και πρόσφατα, με την έκδοση του βιβλίου του Χρήστου Γιανναρά Ενάντια στη Θρησκεία (εκδ. Ίκαρος, 2006). [Βλ.στο Αντίφωνο μια σύντομη βιβλιοπαρουσίαση και τις εντελώς αντίθετες μεταξύ τους βιβλιοκριτικές του π. Σταύρου Τρικαλιώτη και του γράφοντος, καθώς και την παρουσίαση του βιβλίου στην Εκπομπή "Ανιχνεύσεις" του Παντελή Σαββίδη στην ΕΤ-3.]

Με αφορμή αυτό το βιβλίο θεώρησα χρήσιμο να ανατρέξω σε παρόμοιες απόψεις που άλλοι θεολόγοι έχουν διατυπώσει στο παρελθόν. Αν και είχα την εντύπωση ότι γνώριζα κάπως το ζήτημα, οφείλω να πω ότι έμεινα έκπληκτος συνειδητοποιώντας πόσο βαθιά έχει επηρεάσει αυτή η ιδέα τη σύγχρονη προτεσταντική θεολογία και πόσο ζωντανή εμφανίζεται τα τελευταία ιδίως χρόνια όχι μόνο στον προτεσταντικό, αλλά και στο ρωμαιοκαθολικό χώρο. Από την άλλη μεριά, παραλληλίζοντας συναφείς θέσεις ορθοδόξων θεολόγων διέκρινα λεπτές αλλά αξιοσημείωτες διαφορές, οι οποίες προηγουμένως μου διέφευγαν. Κρίνοντας ότι και τα δύο αυτά μπορεί να έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, θεώρησα χρήσιμο να καταγράψω τα βασικά ευρήματα της περιδιάβασής μου σε μια συνοπτική, καθαρά ενημερωτική παρουσίαση· χωρίς φιλοδοξίες ανάλυσης, ερμηνείας ή αξιολόγησης· χωρίς προθέσεις βαθύτερης διερεύνησης των υπαρκτών ή μη εξαρτήσεων ή οποιωνδήποτε άλλων συσχετίσεων μεταξύ των διαφόρων απόψεων· ωσάν μια εγκυκλοπαιδική χαρτογράφηση αυτού του ‘γνωστού' όσο και ‘άγνωστου' θεολογικού τοπίου.

Το ζήτημα μπορεί στην ουσία του να είναι παλιό, όσο και το αν η Εκκλησία συνιστά ‘πλήρωση' ή ‘υπέρβαση' του Μωσαϊκού Νόμου· ετέθη όμως με αυτούς τους συγκεκριμένους όρους – αν δηλαδή είναι ή όχι ‘θρησκεία' ο Χριστιανισμός – μόλις τον 20ο αιώνα. Πρώτος το έθεσε ο Καρλ Μπαρτ[i] (Karl Barth, 1886-1968), ένας από τους σημαντικότερους προτεστάντες θεολόγους, στην "Εκκλησιαστική Δογματική" του (Die Kirchlishe Dogmatic). Σ' αυτό το ογκώδες όσο και θεμελιώδες για τη σύγχρονη δυτική θεολογία έργο του, ο Μπαρτ ξεκάθαρα αντιπαρέθεσε τη θρησκεία προς το χριστιανικό Ευαγγέλιο, λέγοντάς μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η θρησκεία είναι «έλλειψη πίστης» και μέριμνα «του χωρίς Θεό ανθρώπου» (σ.299)[ii], μια «υπερφίαλη όσο και απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου» να κατασκευάσει ένα «υποκατάστατο της αποκάλυψης». Επομένως «καμιά θρησκεία δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στη Χάρη του Θεού ως αληθής θρησκεία» (σ.325)· «η αποκάλυψη του Θεού καταργεί τη θρησκεία» (σ.280). Ο δεύτερος που διατύπωσε μια ανάλογη ιδέα είναι ο Ντίτριχ Μπονχέφερ (Dietrich Bonhoeffer, 1906-1945). Ο Γερμανός αυτός λουθηρανός θεολόγος εκτελέστηκε από τους Ναζί για την αντίστασή του κατά του χιτλερισμού, έμεινε όμως γνωστός και ως «προφήτης ενός μη θρησκευτικού χριστιανισμού»[iii]. Ο Μπονχέφερ αφορμάται από τον Μπαρτ, ακολουθεί όμως άλλη κατεύθυνση. Ενώ ο Μπαρτ διαπιστώνει ουσιώδη εξ αρχής διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και θρησκείας, ο Μπονχέφερ βλέπει τη θρησκεία όχι ακριβώς ως αλλοίωση του Χριστιανισμού, αλλά ως μια παρωχημένη φάση του· εντοπίζει δηλαδή το ζήτημα στη μετάβαση από μια προηγούμενη εποχή (την οποία αξιολογεί ως εποχή πνευματικής ανωριμότητας) σε μια άλλη, πνευματικώς πιο ώριμη. Σε έναν «κόσμο – λέει – που ενηλικιώθηκε» (σ.146)[iv] και όπου οι άνθρωποι «δεν μπορούν πλέον να θρησκεύουν» (σ.147) το κέντρο βάρους της εκκλησιαστικής πράξης μετατοπίζεται από το ‘θρησκευτικό' στο ‘κοινωνικοπολιτικό' πεδίο. Η Εκκλησία οφείλει πλέον να αναλάβει την ευθύνη της έναντι της ιστορίας μέσω της κοινωνικής και πολιτικής κυρίως πράξης, χωρίς αυτό να σημαίνει εγκατάλειψη του λόγου, της λατρείας, των μυστηρίων και της προσευχής (σ.149). Αυτή είναι η βασική ιδέα του περίφημου ‘μη θρησκευτικού' χριστιανισμού. (Αξίζει δε να αναφερθεί, έστω και εν παρενθέσει, ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό σημείο επαφής με τον Χρ. Γιανναρά και την ορθόδοξη θεολογία του ‘Προσώπου', αφού ο Μπονχέφερ έχει επίσης μιλήσει για τον κοινοτικό χαρακτήρα της λατρευτικής σύναξης, αλλά και για το Θεό ως ‘υπάρχων-εν-σχέσει', being-in-relation[v].)

Οι δύο πόλοι που διαμόρφωσαν ο Μπαρτ και ο Μπονχέφερ όρισαν κατά κάποιο τρόπο το πεδίο όλου του θεολογικού προβληματισμού που ακολούθησε, και ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα έντονος από τότε έως τις μέρες μας. Όπως σημειώνει ο Ν. Νησιώτης, η διάκριση χριστιανισμού και θρησκείας «ουδένα σχεδόν θεολόγον ή χριστιανικώς φιλοσοφούντα εν τη Δύσει άφησεν ανεπηρέαστον»[vi]. Ο Μπαρτ παραμένει η κλασική βάση αυτής της διάκρισης, ενώ ο ‘μη θρησκευτικός' χριστιανισμός του Μπονχέφερ είναι η μήτρα όλων των κοινωνικο-πολιτικών θεολογιών που εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αι. Ο Γάλλος ‘χριστιανός αναρχικός' Ζακ Ελλύλ (Jacques Ellul, 1912-1994) γράφει, ακολουθώντας τον Μπαρτ, πως «η πίστη συντρίβει κάθε θρησκεία»[vii]. Στον ίδιο τόνο ο Αμερικανός επισκοπιανός ιερέας Ρόμπερτ Καπόν (Robert Farrar Capon) μάς λέει πως «το ευαγγέλιο της χάριτος είναι το τέλος της θρησκείας»[viii], άρα αυτή καθεαυτή η έννοια της ‘Χριστιανικής θρησκείας' είναι αντιφατική και ανακόλουθη[ix]. Από την άλλη μεριά, ο Βαπτιστής Αμερικάνος θεολόγος, Χάρβεϋ Κοξ (Harvey Cox), έγινε διάσημος στην Αμερική τη δεκαετία του '60 με το βιβλίο του "Η Κοσμική Πόλις" (The Secular City, 1965) στο οποίο διατυπώνει μια ριζοσπαστική κοινωνικο-πολιτική θεολογία σε στενό διάλογο με το ‘μη θρησκευτικό' χριστιανισμό του Μπονχέφερ. Αξιοσημείωτο είναι πως τα τελευταία δέκα χρόνια μια σειρά άρθρων, βιβλίων και αφιερωμάτων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας[x] δείχνουν ότι η ιδέα αυτή, στη μια ή την άλλη μορφή της, όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά αντίθετα, κερδίζει έδαφος. «Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να διακρίνουμε και να αντιδιαστείλουμε τη θρησκεία από τον Χριστιανισμό»[xi] έγραφε μόλις το 1998 εν είδει μανιφέστου ο Αμερικανός ιερέας Τζαίημς Φάουλερ (James A. Fowler) στο βιβλίο του με το χαρακτηριστικό τίτλο "Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία", ενώ ένα ανάλογο βιβλίο, με τίτλο "Για έναν μη θρησκευτικό Χριστιανισμό"[xii] εξέδωσε το 2002 ο Ιταλός καθηγητής φιλοσοφίας, ριζοσπάστης καθολικός χριστιανός, Τζιάννι Βάττιμο (Gianni Vattimo)[xiii].

Στον ορθόδοξο χώρο τα πράγματα είναι λιγότερο θεαματικά, ίσως όμως περισσότερο περίπλοκα. Κύριοι πόλοι της εκκλησιαστικής κριτικής προς τη θρησκεία είναι εδώ ο Χρ. Γιανναράς και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Το "Ενάντια στη θρησκεία" μάς θύμισε τη σταθερή πολεμική του Χρ. Γιανναρά κατά της ‘θρησκειοποίησης'. Εξ ίσου όμως μαχητικός και απόλυτος είναι και ο π. Ιω. Ρωμανίδης, όπως το δείχνει ο εύγλωττος τίτλος ενός άρθρου του της δεκαετίας του '60 «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της»[xiv]. Αν θα θέλαμε να συγκρίνουμε τις απόψεις των δύο ορθοδόξων θεολόγων με τις αντίστοιχες των Μπαρτ και Μπονχέφερ το πρώτο πράγμα που πράγμα που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι η διαφορά στην ορολογία, αφού ούτε ο Χρ. Γιανναράς ούτε ο π. Ιω. Ρωμανίδης μιλούν για ‘Χριστιανισμό'. Αντ' αυτού ο πρώτος μιλά για ‘Εκκλησία' (μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από τον Χριστιανισμό ως διδασκαλίας ή ως θεσμού προς τη ζώσα κοινότητα και την πνευματική της εμπειρία), ενώ ο δεύτερος μιλά για ‘Ορθοδοξία' (τονίζοντας τη διαφορά του ανατολικού προς το δυτικό χριστιανισμό). Παρ' όλα αυτά, αν περιοριστούμε σε μια φορμαλιστική επιφανειακή προσέγγιση, τόσο ο Γιανναράς όσο και ο Ρωμανίδης φαίνεται να κινούνται στον άξονα του Μπαρτ[xv], αφού και για τον έναν και για τον άλλον η διαφορά θρησκείας και χριστιανισμού έχει να κάνει με μια εξ αρχής ουσιώδη αντίθεση της χριστιανικής Εκκλησίας προς τη θρησκεία. Όμως στους δύο αυτούς κορυφαίους θεολόγους της γενιάς του '60 πρέπει να προσθέσουμε και έναν νεώτερο, τον Παντελή Καλαϊτζίδη, το ενδιαφέρον του οποίου στρέφεται προς το ριζοσπαστικό χριστιανισμό του Μπονχέφερ. Στο πρόσφατο έργο του "Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα" (Ίνδικτος, 2007) o Καλαϊτζίδης αναγνωρίζει ότι ο Γερμανός θεολόγος «έπεσε εν μέρει έξω» (σ.93) όσον αφορά το ‘τέλος' των θρησκειών· θεωρεί εν τούτοις ότι «η επιστροφή του θρησκευτικού, με όλα τα σκοτεινά και τα επικίνδυνα ενδεχόμενα που κρύβει, κάνει επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε το αίτημα του Bonhoeffer για έναν μη θρησκευτικό χριστιανισμό» (σ.94).

Υπάρχουν όμως και οι αντιρρήσεις. Αντίθετοι, για παράδειγμα, με την απόλυτη αντιδιαστολή χριστιανισμού και θρησκείας ήταν εξ αρχής τόσο ο Ν. Νησιώτης, όσο και ο νυν αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος. «Ασφαλώς, τοιαύτη αντίληψις περί Θρησκείας – γράφει ο Nίκος Νησιώτης κρίνοντας τον Μπαρτ – ελέγχεται ως πολύ μονομερής και περιορισμένη. Ορθή αντίληψις περί αυτής δεν θα επέτρεπε τοιούτον διαχωρισμόν»[xvi]. Τόσο η ‘πίστις' – σημειώνει – όσο και η ‘αληθής θεολογία' δεν αντίκεινται «προς την ούτω πως θεωρουμένην ‘φυσικήν' θρησκευτικότητα», διότι «θρησκεία, κατά την πίστιν ταύτην (σημ.: τη χριστιανική), δεν είναι έρευνα προς ανεύρεσιν του Θεού, αλλ' απόφασις προς αποδοχήν τούτου … ενόρασις τούτου εν τη ενεργεία αυτού εν τω κόσμω»[xvii]. Ανάλογη είναι η θέση του Αναστασίου Γιαννουλάτου που προχωρά παραπέρα, υπερασπιζόμενος τον θεοκεντρικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα όχι μόνο του Χριστιανισμού, αλλά όλων, κατά κάποιο τρόπο, των θρησκειών: «η θρησκευτική εμπειρία – γράφει – έχει τις ρίζες της στην αποκάλυψη του Θεού στον πρώτο άνθρωπο. Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της Θείας αποκαλύψεως στην ανθρωπότητα σχετίζεται με το έμφυτο θρησκευτικό συναίσθημα.»[xviii] «Με βάση της θεώρηση αυτή θα μπορούσαμε να δούμε τις θρησκευτικές εμπειρίες της ανθρωπότητος ως βαθύ πόθο του ανθρώπου και αναζήτηση της υψίστης πραγματικότητος και συγχρόνως ως απορρόφηση ορισμένων ακτίνων από την παγκόσμια θεία ακτινοβολία»[xix]. Τα υπόλοιπα, λέει ο Γιαννουλάτος, είναι θέμα ορολογίας[xx]. Ο Νησιώτης και ο Γιαννουλάτος λένε τα παραπάνω αναφερόμενοι κυρίως στη θεωρία του Μπαρτ, δεν πρέπει όμως να έχουμε καμία αμφιβολία ότι την ίδια ώρα έχουν κατά νου και τις ανάλογες θέσεις του Χρ. Γιανναρά και του π. Ιω. Ρωμανίδη. Την αντίληψη αυτή των Νησιώτη και Γιαννουλάτου, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί την ‘πλήρωση' της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου, υπερασπίζεται και ο Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος απαντώντας σε ένα άρθρο του Μ. Μπέγζου στο οποίο θα αναφερθούμε και στη συνέχεια[xxi]. «Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτόν τον αρκετά οξύ διαχωρισμό σε Εκκλησία και κόσμο – γράφει ο Στ. Παπαλεξανδρόπουλος – ούτε, επομένως, σε Εκκλησία και θρησκεία». «Η Αλήθεια της Εκκλησίας φανερώνει την αλήθεια του κόσμου». Στο βαθμό που οι θρησκείες «αποτελούν εκφράσεις … της λαχτάρας και νοσταλγίας του κόσμου για το αληθινό είναι του, για την αλήθειά του», η Εκκλησία «ακριβώς όπως ο Θεάνθρωπος… αποτελεί ‘πλήρωση' της θρησκείας»[xxii].

Ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις (την ‘αντιθρησκευτική' και τη ‘φιλοθρησκευτική') μπορεί να βρει κανείς μεταξύ των ορθοδόξων θεολόγων μια σειρά από ενδιάμεσες θέσεις, που φαίνεται να υιοθετούν τη διάκριση χριστιανισμού και θρησκείας, αλλά με πιο ήπιο τρόπο από τους αρχικούς εισηγητές της και με πολλά περιθώρια σχετικοποίησης των όρων. Βλέπουμε πολλές φορές να αναφέρεται η θρησκεία με αρνητική σημασία -θυμίζοντας λίγο ως πολύ τον Μπαρτ – αυτή όμως η αρνητική χροιά δηλώνεται είτε με την προσθήκη στη λέξη εισαγωγικών (‘θρησκεία') είτε με τη χρήση ειδικών επιθέτων που περιορίζουν τον αρνητικό χαρακτηρισμό σε ιδιαίτερες εκφάνσεις και εκδοχές της θρησκείας και όχι στο θρησκευτικό φαινόμενο εν γένει. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, για παράδειγμα, λέει με τρόπο όμοιο με αυτόν του Χρ. Γιανναρά ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία και όχι ‘ατομικιστική' θρησκεία[xxiii], αφήνοντας όμως έτσι θετικό περιθώριο για μια ‘μη ατομικιστική' θρησκεία. Ανάλογη είναι και η θέση του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν. Στο ιδιαίτερα επικριτικό προς τη θρησκεία βιβλίο του "Για να ζήσει ο Κόσμος" (1963-1964)[xxiv], ο Σμέμαν γράφει ότι ο Χριστιανισμός «σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας» (σ.27) και ότι «ο Χριστός εγκαινίασε μια νέα ζωή και όχι μια νέα θρησκεία» (σ.28). Σπεύδει όμως να σχετικοποιήσει αυτές τις δηλώσεις στις αμέσως επόμενες γραμμές, διευκρινίζοντας ότι μιλά για τη ‘θρησκεία' «με τη συνηθισμένη κατά παράδοση σημασία αυτής της λέξης» (σ.28), υπονοώντας προφανώς ότι πέρα από την παραδοσιακή της σημασία η λέξη μπορεί να αποκτήσει και μια νέα, πράγμα που του επιτρέπει παρακάτω να μιλά για την «αληθινή ‘θρησκεία'» (σ.55). Επομένως η κριτική του Σμέμαν στρέφεται κατά της θρησκείας «όσο αυτή εξακολουθεί να είναι θρησκεία του κόσμου τούτου» (σ.155). Άρα ενώ τη μια στιγμή φαίνεται να υιοθετεί κι αυτός το αντιθετικό δίπολο θρησκεία-Εκκλησία, την αμέσως επόμενη το αναιρεί, ή εν πάση περιπτώσει το σχετικοποιεί. Και να μην παραλείψουμε την κριτική που ο Σμέμαν ασκεί στους «ιδεολόγους ενός ‘μη θρησκευτικού' Χριστιανισμού» (σ.166), υπονοώντας σαφώς τον Μπονχέφερ και τους ριζοσπάστες επιγόνους του.

Ανάλογη στάση βλέπουμε και σε Έλληνες θεολόγους που δείχνουν επιφυλακτικοί προς την έννοια της θρησκείας, αφήνοντας όμως τελικά περιθώριο για μια χριστιανική εκδοχή της. Θα σταθώ σε τέσσερεις περιπτώσεις· τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο Βλάχο, τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, τον Μάριο Μπέγζο και τον Ηλία Βουλγαράκη. Οι δύο πρώτοι ανήκουν στο θεολογικό ‘κλίμα' του π. Ιω. Ρωμανίδη και αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος για να σημειώσουμε τις διαφοροποιήσεις που επιφέρουν στη δική του απόλυτη θέση. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος εμφανίζεται σε πρώτο επίπεδο αρνητικός προς τη θρησκεία, καταλήγει όμως σε μια κατά συγκατάβαση και υπό προϋποθέσεις αποδοχή της. Ο Χριστιανισμός, λέει, «δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία» (σ.22)[xxv], διευκρινίζει όμως αμέσως: «με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα» (σ.22)· δεν μπορεί, συνεχίζει, «να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας», αλλά προσθέτει: «όπως συνήθως δίνεται στις ‘φυσικές' λεγόμενες θρησκείες» (σ.23)· επομένως «και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις» (σ.24)[xxvi]. Με παρόμοιο και ίσως ακόμα πιο συγκαταβατικό τρόπο αντιμετωπίζει τα πράγματα και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός μελετώντας το συναφές προς τη θρησκεία θέμα της λατρείας: αρνητικός προς τη θρησκεία στην αρχή, διαλλακτικός στη συνέχεια. «Πρέπει να προσεχθεί – γράφει – ότι ο Χριστιανισμός ούτε χαρακτηρίσθηκε, ούτε ταυτίστηκε αρχικά με τη ‘θρησκεία', η οποία προϋποθέτει Θεό ‘μακράν' του ανθρώπου. … Ο Χριστιανισμός δεν ονομάζεται στην Κ.Δ. ‘θρησκεία' αλλ' ‘οδός' (=ζωή) (Πράξ. 9,2). Είναι τρόπος ζωής, μέθοδος σωτηρίας/θεώσεως» (σ.23, σημ.10)[xxvii]. Παρ' όλα αυτά, σημειώνει ο π. Γ. Μεταλληνός, η Εκκλησία αποδέχθηκε σταδιακά τον όρο ‘θρησκεία' «με την έννοια της λατρείας» (σ.24)[xxviii], όπως επίσης αποδέχθηκε τον όρο ‘λειτουργία', παίρνοντάς τον από την εβραϊκή και την εθνική λατρευτική παράδοση με μια «ενέργεια κυριολεκτικά επαναστατική» (σ.27), αφού «η χριστιανική λατρεία … ως λειτουργία είναι υπέρβαση της λατρείας ως θρησκευτικού φαινομένου» (σ.27).

Παρόμοια είναι και η θέση του Μάριου Μπέγζου. Στο άρθρο του[xxix] που έδωσε την αφορμή για τις αντιρρήσεις του Στ. Παπαλεξανδρόπουλου που είδαμε ήδη παραπάνω, ο Μ. Μπέγζος μιλά για τη «διάσταση χριστιανισμού-θρησκείας» (σ.77), τονίζοντας ότι ο «χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά Εκκλησία» (σ.81), ότι η Εκκλησία «δεν είναι ένας άλλος τρόπος του ‘θρησκεύεσθαι', έστω ανώτερος, καλύτερος ή καταλληλότερος» (σ.83) και πως οι Απόστολοι «δεν καθιέρωναν μιαν ακόμα θρησκεία», αλλά «ως Εκκλησία αποτελούσαν άρνηση της θρησκείας» (σ.86). Παρά ταύτα, και για τον Μ. Μπέγζο η Εκκλησία δεν αποκόπτεται εντελώς από τη θρησκεία, απλώς βρίσκεται σε συνεχή ένταση με αυτήν («ούτε μονιστική ταύτιση ούτε δυαλιστική διάσταση, αλλά διαλεκτική ένταση», σ.85). Η ένταση αυτή εκφράζεται με τη «διαλεκτική του ‘εκ' και του ‘εν'» (σ.85), όπου «η Εκκλησία είναι εν τη θρησκεία χωρίς να είναι εκ της θρησκείας», «έχει όση θρησκεία θέλετε (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστικισμό, θεολογία κτλ.) αλλά δεν είναι θρησκεία» (σ.85). Το πρόβλημα λοιπόν και για τον Μ. Μπέγζο δεν είναι η θρησκεία καθεαυτήν, αλλά η απώλεια της ισορροπίας της διαλεκτικής έντασης, ήτοι η ‘θρησκειοποίηση' της Εκκλησίας – που «δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ‘χριστιανική' ειδωλολατρία» (σ.85). Συνοψίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, το διαφαινόμενο consensus μεταξύ των παραπάνω ‘ενδιάμεσων' θέσεων ο Ηλίας Βουλγαράκης συμπέρανε[xxx] ότι «η δυτική θεολογική σκέψη στην από μέρους της σύγκριση Χριστιανισμού και θρησκειών εγκλωβίστηκε στις λύσεις: αντίθεση, συμπλήρωση, εξέλιξη, από τις οποίες τελικά καμιά δεν είναι ικανοποιητική» (σ.94). Πράγματι, λέει, «η θρησκεία, ως διάμεσο ανθρώπου και Θεού, αποτελεί γεγονός της πτώσης» και επομένως δεν είχε θέση εκεί όπου υπάρχει «διαπροσωπική επικοινωνία και σχέση» μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Γι' αυτό άλλωστε ο Χριστιανισμός λαμβάνει «θρησκειακή μορφή», η οποία «δεν ανάγεται στην ουσία του, αλλά αποτελεί σκόπιμη συγκατάβαση, που λειτουργεί στο σχήμα κένωση – πρόσληψη – ενσάρκωση» (σ.93). Αν λοιπόν, καταλήγει, διακρίνουμε την ουσία από το ένδυμα του Χριστιανισμού «οι δυτικές λύσεις χάνουν τη διάζευξή τους και έτσι μπορεί να υιοθετηθούν κατά περίπτωση είτε ξεχωριστά είτε μαζί, είτε ακόμη και να απορριφθούν» (σ.94). Με την τελευταία αυτή θέση του ο Ηλ. Βουλγαράκης θεμελιώνει θεωρητικά την επιλεκτική ευχέρεια του ορθοδόξου χριστιανού να υιοθετήσει ή να τροποποιήσει ή να απορρίψει κατά περίπτωση το αντιθετικό δίπολο του Μπαρτ και του Μπονχέφερ, χωρίς αυτή η θεωρητική ‘ανακολουθία' να συνιστά κατ' ανάγκη και ουσιαστική ασυνέπεια. Ή, όπως το λέει απλούστερα ο Θανάσης Παπαθανασίου, «ανάλογα με το νόημα που δίνεται στον όρο θρησκεία, διατυπώνονται διαφορετικές θεολογικές θέσεις περί του αν ο Χριστιανισμός είναι η κατεξοχήν θρησκεία (νοούμενη ως η σχέση Θεού και κόσμου) ή, αντιθέτως, η υπέρβαση της θρησκείας (νοούμενης ως μιας ανθρώπινης δραστηριότητας που προϋποθέτει τείχος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο)»[xxxi]. Ο ίδιος πάντως προσεγγίζει το φαινόμενο της θρησκείας ως εκδήλωση της θεμελιώδους δυνατότητας του ανθρώπου να προσδιορίζει τί κομίζει νόημα στην ύπαρξή του και στον κόσμο[xxxii].

Αυτό είναι, με δυο λόγια, το τοπίο της διάκρισης χριστιανισμού και θρησκείας στη σύγχρονη θεολογική σκέψη σε Δύση και σε Ανατολή. Βεβαίως η συντομία και η ελλειπτικότητα της παρουσίασης κρύβει έναν κίνδυνο: να νομίσει ο αναγνώστης ότι οι ίδιοι όροι που πολλές φορές χρησιμοποιούν αυτοί οι θεολόγοι μιλούν όντως για ίδια πράγματα. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ορισμένες φορές μάλιστα μπορεί να λένε ακριβώς τα αντίθετα – και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεολογική τους σημασία (που εξαρτάται από το δόγμα και την πνευματική εμπειρία του καθενός), αλλά και στις φιλοσοφικές ή ιδεολογικές συντεταγμένες τους: Για παράδειγμα, ενώ ο π. Γ. Φλωρόφσκυ ή ο Χρ. Γιανναράς, τονίζουν τον μη-ατομικιστικό, κοινοτικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, ο Φάουλερ που ανέφερα στην αρχή – τυπικός Αμερικάνος φιλελεύθερος – υπερασπίζεται κυρίως την ατομική ελευθερία του Χριστιανού, απορρίπτοντας τη ‘δέσμευση' που υποδηλώνει στα αγγλικά η λέξη ‘θρησκεία' βάσει της λατινικής ρίζας του religio=δεσμός[xxxiii]. Όμως παρά τις διαφορές αυτές – δογματικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές – υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Είναι η ειλικρινής από όλους αναγνώριση της κρίσης που χαρακτηρίζει τη σχέση του λεγόμενου χριστιανικού κόσμου με το χριστιανικό Ευαγγέλιο και η εξίσου κοινή σε όλους διάθεση κριτικής και αμφισβήτησης των παγιωμένων εκκλησιαστικών σχημάτων (νόρμες, θεσμούς, δόγματα) – ό,τι εν πάση περιπτώσει ο καθένας αντιλαμβάνεται ως αλλοίωση της αυθεντικής ταυτότητας και εν τέλει ως ακύρωση τού Ευαγγελίου. Πρόκειται, θα έλεγα, για τη ‘γραμματική' μιας κοινής αγωνίας. Μένει βέβαια το ερώτημα κατά πόσον προκύπτει μέσα απ' αυτήν το ‘συντακτικό' μιας εξίσου κοινής ελπίδας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[i] Βλ. (α) Jenkins, Daniel, Beyond Religion: The Truth and Error in ‘Religionless Christianity', London, 1962. (β) Gibellini, Rosino, Η θεολογία του εικοστού αιώνα, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2002. (γ) Νησιώτη, Νικολάου, Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία, δ΄ έκδ., Μήνυμα, Αθήνα, 1986. σ.26, σημ.1. (δ) Του ιδίου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, δ΄ έκδ., Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.182 κ.ε.

[ii] Οι επόμενες παραπομπές είναι από την αγγλόφωνη έκδοση: Barth, Karl, Church Dogmatics, Vol. I, Pt. 2, T&T Clark, Edinburgh, 1956.

[iii] Βλ. (α) Reynolds Michel, «Dietrich Bonhoeffer, résistant et prophète d'un christianisme non religieux», στο Témoignages, 26/9/2006, σ.16. (β) Corbic, Arnaud, Dietrich Bonhoeffer,le Seigneur des non-religieux: de l'avant-dernier au dernier Bonhoeffer, Ed. Franciscaines, Paris, 2001. (γ) Tου ιδίου, Dietrich Bonhoeffer, résistant et prophète d'un christianisme non religieux, Albin Michel, Paris, 2002. (δ) Schlingensiepen, Ferdinand, Dietrich Bonhoeffer, 1906-1945: une biographie, Salvator, Paris, 2005. (ε) Mottu, Henry, Dietrich Bonhoeffer, Cerf, Paris, 2002. (στ) Mengus, Raymond, Théorie et pratique chez Dietrich Bonhoeffer, Beauchesne, Paris, 1978. (ζ) Cox, Harvey Gallagher, "Beyond Bonhoeffer? The Future of Religionless Christianity", The Seduction of the Spirit, Simon & Schuster, NΥ, 1973, σ. 123-143. Πρώτη δημοσίευση στο Commonweal 43, 21 (1965), σ.653-657. – Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στην ιστοσελίδα της International Dietrich Bonhoeffer Society (εδώ). – Επίσης αναλυτική βιβλιογραφία για τον Μπονχέφερ στο Gibellini,R., ό.π., σ.672-674 και πλήρης αρθρογραφία στη Bonhoeffer Bibliography (αρχείο pdf) της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Columbia. – Για το σχολιασμό του ‘μη θρησκευτικού χριστιανισμού' του Μπονχέφερ από πλευράς ορθοδόξων βλ. (α) Σμέμαν, Αλεξάνδρου, Για να ζήσει ο κόσμος, Δόμος, Αθήνα, 1983, σ. 166-169. (β) Καλαϊτζίδη, Παντελή, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2007, σ.84-97.

[iv] Οι παραπομπές του Μπονχέφερ είναι από το Gibellini, R, ό.π.

[v] Περισσότερα για τον Μπονχέφερ και τη συνάφεια της σκέψης του με τους Χρ. Γιανναρά και Ιω. Ζηζιούλα βλ. και στο Λουδοβίκου, π. Νικολάου, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αρμός, Αθήνα, 2002, σ.122-128. – Βλ. και Gibellini,R, ό.π., σ.133 κ.ε.

[vi] Νησιώτη, Νικολάου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.186.

[vii] Ellul, Jacques, Living Faith: Belief and Doubt in a Perilous World, Harper and Row, San Francisco, 1983, σ.123 (αρχική γαλλική έκδοση: La foi au prix du doute, Ηachette, Paris, 1980). Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στις ιστοσελίδες www.ellul.org και www.jacques-ellul.org.

[viii] Farrar-Capon, Robert, Between Noon and Three: Romance, Law, and the Outrage of Grace, Harper and Row, San Francisco, 1982, σ. 126-127.

[ix] «Σχεδόν ο καθένας, εντός ή και εκτός της εκκλησίας, ανακαλύπτει ότι η έννοια της χάριτος είναι αντίθετη προς οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ως θρησκεία». (Farrar-Capon, Robert, ό.π., σ.136). Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στην ιστοσελίδα του Robert Farrar Capon.

[x] Βλ. (α) Αφιέρωμα στο Generation Magazine, Vol 3.1, με θέμα «Christ vs. religion». (β) Ιστοσελίδα JESUS VERSUS RELIGION. (γ) «Ekklesia (Body) & Faith – VS – Religion». (δ) «Religion vs. Spirituality?». (ε) Αναφορά στις γνωστικιστικές ιδέες της Μη-θρησκείας (non religion) του François Laruelle.

[xi] Βλ. Fowler, James A., Christianity is not religion, ChristInYou.Net, 1998.

[xii] Vattimo, Gianni, Dopo la cristianità. Per un cristianesimo non religioso, Garzanti, Milano, 2002. Αγγλικά: After Christianity, Columbia University Press, ΝΥ, 2002. Γαλλικά: Après la chrétienté. Pour un christianisme non religieux, Calmann-Lévy, Paris, 2004. Βλ. παρουσίαση στα αγγλικά και στα γαλλικά.

[xiii] Για μια γνωριμία με τον Τζιάννι Βάττιμο στα ελληνικά βλ. Derrida, Jacques· Vattimo, Gianni (επιμ), Η θρησκεία, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2003.

[xiv] Ρωμανίδη, π. Ιωάννη, «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της», στόν τόμο Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα, Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, Αγ. Όρος, 1966, σ.67-87. Βλ. και στην ιστοσελίδα αφιερωμένη στον π. Ρωμανίδη.

[xv] Σημειώνω την παρατήρηση του Π. Καλαϊτζίδη για τον Χρ. Γιανναρά, ότι εδώ έχουμε ένα «δυτικής προέλευσης δάνειο» που «θα πρέπει να αποδοθεί περισσότερο μάλλον στη θεολογία του Barth παρά σε εκείνην του Bonhoeffer» (βλ. Καλαϊτζίδη, Π., Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα, ό.π., σ.96, σημ.147).

[xvi] Νησιώτη, Ν., Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.185, σημ.1.

[xvii] Του ιδίου, Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία, ό.π., σ.27. Για περισσότερα ο Ν. Νησιώτης παραπέμπει στον Λεωνίδα Φιλιππίδη: (α) "Θρησκεία. Ein Versuch zu endgultiger Etymolgie des Wortes.", Θεολογία, τόμ. ΛΒ΄, Ιαν.-Μάρτ. 1961, σ.8. (β) Religionsgeschichte als Heilsgeschichte in der Weltgeschichte, Athen, 1953, σ.9. (Βλ. Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.185, σημ.1.)

[xviii] Γαννουλάτου, Αναστασίου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα, 2000, σ.191.

[xix] Ό.π., σ.193.

[xx] Σε μια εκτεταμένη σημείωση των πανεπιστημιακών του παραδόσεων ο Αν. Γιαννουλάτος θέτει ρητά το ερώτημα: «Εντάσσεται ο Χριστιανισμός στις θρησκείες;» Κι ενώ για τους ιστορικούς, κοινωνιολόγους κ.ά. η απάντηση είναι αυτονόητα καταφατική, πολλοί θεολόγοι, σημειώνει, απαντούν αρνητικά, ότι δηλαδή ο Χριστιανισμός "δεν ανήκει στις θρησκείες", ότι είναι ‘Εκκλησία'. «Κατανοούμε – συνεχίζει ο Γιαννουλάτος – το θεολογικό σκεπτικό αυτής της τάσεως, που την επέτεινε η διαλεκτική θεολογία με την περίφημη πρόταση του K.Barth: "Η θρησκεία είναι απιστία!" … Είναι ενδιαφέρον ότι εκπρόσωποι και άλλων θρησκειών (π.χ. Βουδδιστές, Ινδουϊστές) αρνούνται ότι η διδασκαλία τους ανήκει στις θρησκείες. Προτιμούν να ονομάζουν το σύστημά τους ‘φιλοσοφία' ή ‘ψυχολογία'. Βεβαίως εξαρτάται τι ορισμό δίνει κανείς στη θρησκεία και από ποια οπτική γωνία εξετάζει το θέμα. Στη γλώσσα πάντως της Καινής Διαθήκης δεν βλέπουμε εξοστρακισμό της λέξεως ‘θρησκεία'. Στην Επιστολή του Ιακώβου (1:27) αναφέρεται "Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλο εαυτόν τηρεί από του κόσμου" … Θα προτιμούσαμε – στη θεολογική γλώσσα – να διακρίνουμε ‘Χριστιανισμό' και ‘Εκκλησία' και να προτείνουμε τη διατύπωση "Η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Είναι η υπέρβαση του προπτωτικού γεγονότος της θρησκείας". Αλλά μια τέτοια συζήτηση ανήκει περισσότερο στην προβληματική της θεολογικής ορολογίας. Θρησκειολογικά, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Χριστιανισμός στην ιστορική του πορεία παρουσίασε πολλαπλά ‘θρησκευτικά' χαρακτηριστικά». (Γιαννουλάτου, Αναστασίου, Θέματα Ιστορίας των θρησκευμάτων, πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αθήνα, 1989, σ.13-14).

[xxi] Βλ. παρακάτω, υποσημείωση 29.

[xxii] Παπαλεξανδρόπουλου, Στέλιου, «Κοσμολογία-Εσχατολογία: συμπλήρωση και όχι αλληλοαναίρεση», Σύναξη, 11 (1984), σ.73.

[xxiii] Φλορόφσκυ, Γεωργίου, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1976, σ.97.

[xxiv] Schmemann, Alexander, For the life of the world, National Student Christian Federation, 1964. Οι παραπομπές είναι από την ελληνική έκδοση: Σμέμαν, Αλεξάνδρου, Για να ζήσει ο κόσμος, Δόμος, Αθήνα, 1987.

[xxv] Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο: Βλάχου, Ιερόθεου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Γ΄ έκδ., 1989. Βλ. επίσης στο διαδίκτυο: "Ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη" και στα αγγλικά: "Christianity is not a religion; It is psychotherapeutic science".

[xxvi] Ό.π., σ.24: Πρώτη προϋπόθεση που θέτει ο π. Ι. Βλάχος είναι «ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως [sic] Εκκλησία …» (σ.24) και δεύτερη ότι σκοπός του Χριστιανού είναι η θέωση. Στην προοπτική αυτή, ο Χριστιανισμός «είναι κυρίως θεραπεία» – «θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στη συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό» (σ.25).

[xxvii] Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο: Μεταλληνού, Γεωργίου, Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αρμός, Αθήνα, 1995.

[xxviii] «Στην Κ. Διαθήκη ο όρος ‘θρησκεία', ταυτιζόμενος στην ελληνική γλώσσα με τη λατρεία, δεν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη λατρεία της Εκκλησίας. Για πρώτη φορά στην Α΄ Κλήμεντος (τέλη του α΄ αιώνα) ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με την έννοια της λατρείας. Ο μακρός αυτός δισταγμός είναι κατανοητός, λόγω του περιεχομένου του όρου. Θρησκεία είναι για τον εξωχριστιανικό κόσμο η θεραπεία, η λατρεία του θείου, κάτι που δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το χριστιανικό πνεύμα …» (σ.24).

[xxix] Μπέγζου, Μάριου Π., «Εκκλησία και Θρησκεία», Σύναξη, 9 (1984), σ.107-111. Αναδημοσιεύτηκε στο: του ιδίου, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας: Μεταμοντερνισμός και Εσχατολογία, Γρηγόρης, Αθήνα, 1988, σ.75-88.

[xxx] Βλ. Βουλγαράκη, Ηλία, «Το δικαίωμα της Ιεραποστολής», Σύναξη, 11 (1984), σ.92-95, απ' όπου και οι επόμενες παραπομπές.

[xxxi] Παπαθανασίου, Θανάση Ν., Θρησκεία, Ιδεολογία, Επιστήμη, Πορθμός, Χαλκίδα, 2003, σ.27, σημ.5.

[xxxii] Παπαθανασίου, ό.π., σ.11-14.

[xxxiii] Γράφει ο π. Φάουλερ: «Η Λατινική λέξη από την οποία προέρχεται η αγγλική λέξη ‘θρησκεία' (religion), σημαίνει ‘δεσμεύω'. Όμως ο Ιησούς δεν ήλθε να μας δεσμεύσει με κανόνες και κανονισμούς ή τελετουργικούς τύπους αφιέρωσης, αλλά να μας ελευθερώσει, ώστε να γίνουμε ‘άνθρωποι' σύμφωνα με την πρόθεση του Θεού.» Βλ. Fowler, James A., Christianity is not religion, ό.π.

ΠΗΓΗ: περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τ. 106, Απρίλιος-Ιούνιος 2008, σελ. 45-54. Το είδα: Δευτέρα, 26 Ιανουάριος 2009, http://www.antifono.gr/portal/….html

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

Την ημέρα της Πεντηκοστής η Εκκλησία εορτάζει τα γενέθλιά της. Ήδη προσεγγίζει τη δισχιλιετή παρουσία της στο ιστορικό γίγνεσθαι του ανθρωπίνου είδους. Η ημέρα αυτή θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη, αν δεν συνδεόταν με το τριήμερο της απόδρασης από την καθημερινότητα λόγω και της εορτής του Αγίου Πνεύματος που ακολουθεί. Ο Καίσαρ στα πλαίσια του αστικού συστήματος δεν έχει λόγους να εναντιωθεί φανερά προς την έρπουσα θρησκευτικότητα του χριστιανικού κόσμου της παρακμής. Μάλιστα θεωρεί άκρως απαραίτητες αυτές τις αποδράσεις για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.

Το θλιβερό είναι ότι ολοένα περισσότεροι από μας θεωρούμε ότι κατά το τριήμερο αυτό μας δίνεται εξαιρετική ευκαιρία απόδρασης. Ομολογούμε, χωρίς να το πολυκατανοούμε, ότι ο βίος μας κυλά εντός ενός στρατοπέδου, το οποίο διαφέρει βέβαια από τα στρατόπεδα φρίκης, στα οποία εβίωσαν κατά καιρούς εγκλωβισμένοι εχθροί μας σε καιρό πολέμου ή ιδεολογικοί μας αντίπαλοι, ανεπιθύμητοι και παρίες, πλην όμως δεν παύει να είναι χώρος εγκλεισμού.

Ο άνθρωπος είναι το μόνο είδος του ζωικού βασιλείου, το οποίο επέλεξε να αυτοφυλακιστεί. Όλα τα άλλα τα συλλαμβάνει και εγκλωβίζει ο άνθρωπος. Δεν θα ασχοληθούμε με την αστυφιλία και τις συνέπειές της, όσο με την κατολίσθιση στο υπαρξιακό κενό, φυλάκιση τρομακτικά πιο οδυνηρή, που συνοδεύεται μάλιστα από ψευδαίσθηση ελευθερίας! Ποτέ στο παρελθόν ο άνθρωπος δεν υπέστη ζυγό δουλείας βαρύτερο από τον της εποχής, κατά την οποία επαίρεται για την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η Εκκλησία διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, πλασμένος κατ' εικόνα Θεού και καθ' ομοιότητα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, φωτισμένοι από το Πανάγιο Πνεύμα ερμήνευσαν ότι το κατ' εικόνα σημαίνει ότι ο άνθρωπος πλάστηκε ελεύθερος. Μελετούν την ιστορία οι εχθροί της Εκκλησίας και μειδιούν, ειρωνεύονται ή εξανίστανται. Για ποια ελευθερία κάνει λόγο η Εκκλησία, όταν βαρύς έπεφτε διαχρονικά ο ζυγός της δουλείας πάνω στους ανθρώπους, μάλιστα σφυρηλατημένος κατά καιρούς από πρόσωπα της Εκκλησίας; Ζυγός, μέσω του οποίου επιδιωκόταν η αστυνόμευση ακόμη και της ψυχής, στην ύπαρξη της οποίας βέβαια δεν πολυπιστεύουν. Άγευστοι του αποκαλυπτικού λόγου του Θεού στα κείμενα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο της κριτικής έργων και παραλείψεων των πάσης φύσεως «σταυροφόρων», αυτών δηλαδή που δηλώνουν χριστιανοί. Αδιαφόρησαν παντελώς για το πώς ο Χριστός θέλει τους μαθητές Του, όπως αδιαφόρησαν και για τους αληθινούς μαθητές Του. Γι' αυτούς δηλαδή, που κατά τον βίο τους σήκωσαν τον σταυρό τους με ταπείνωση και υπομονή, αρετές ανυπόφορες για τον σύγχρονο άνθρωπο. Γι' αυτούς που διατήρησαν το κατ' εικόνα, δηλαδή την ελευθερία του προσώπου, με σκληρό κατά των παθών αγώνα, και πορεύτηκαν προς το καθ' ομοίωση, δηλαδή προς την αγιότητα και τη θέωση.

Σε αντίθεση προς αυτούς εμείς, οι κατ' όνομα χριστιανοί και οι λοιποί του «χριστιανικού» κόσμου, αγνωστικιστές, άπιστοι και άθεοι, επιλέξαμε την κοσμική ελευθερία. Την ελευθερία των ποικίλων διακηρύξεων δικαιωμάτων, τα οποία παραβιάζονται καθημερινά με θύματα τους άλλους, που ανήκουν σε σφαίρες διαφορετικών πολιτισμών. Την ελευθερία, που έχει καταντήσει αγνώριστη, καθώς συμπιέστηκε μόνο στην οικονομική της διάσταση. Γι' αυτό και κατά τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις μονοπωλεί το θέμα της οικονομίας. Και ασφαλώς θα αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την ψήφο των πλείστων του εκλογικό σώματος. Πιστοί και άπιστοι είμαστε άγευστοι πνευματικής ελευθερίας!

Το χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη των ανθρώπων χωρίς Θεό ή μάλλον με θεό τους το χρήμα. Ο άνθρωπος της πτώσης διαχρονικά έθεσε την απόκτησή του ως πρωταρχικό σκοπό του βίου του. Γι' αυτό και οι πόλεμοι, γι' αυτό και οι τόσες συμφορές. Το χρήμα είναι συνυφασμένο με την εξουσία, τη δύναμη. Ο Χριστός δέχθηκε στην έρημο ως πειρασμό από τον Διάβολο την πρόταση παραχώρησης των βασιλείων του κόσμου, του πλούτου και της δόξας τους: «Ταύτα σοι δώσω σοι, αν πεσών προσκυνήσεις με». Πλείστοι όσοι ισχυροί και «ελεύθεροι» υποκύπτουν στον πειρασμό και λαμβάνουν εφήμερη εξουσία επί ανθρώπων και αγαθών, μη διαισθανόμενοι ότι προσκυνούν τον Διάβολο. Ανάμεσά τους και χριστιανοί. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή κυβερνά το χρήμα. Η φιλοπατρία ψυχορραγεί, η ορθή πίστη εξανεμίζεται, ακόμη και τα αθεμελίωτα ιδανικά του κόσμου της μεταφυσικής εξέγερσης φυλλορροούν, καθώς ο κόσμος χάνει το νόημα ύπαρξης και βυθίζεται σε απέραντη δυστυχία. Και αντί να παραδεχθούμε την παταγώδη αποτυχία μας, με την απομάκρυνσή μας από τον Θεό, επικρίνουμε αυτόν, στον οποίο πάψαμε να πιστεύουμε, επειδή εμείς καταντήσαμε τον κόσμο, όπως τον καταντήσαμε. Εμείς, που στρεβλώσαμε το Ευαγγέλιό του, το χαρμόσυνο μήνυμα του θριάμβου της ζωής επί του προαιωνίου εχθρού μας, του θανάτου. Εμείς που μας φάνηκε δύσκολη η ανάβαση στον Γολγοθά και πετάξαμε τον σταυρό μας στα μισά του δρόμου. Μας κέρδισε ο θριαμβευτής καπιταλισμός, η ιδεολογία των ενστίκτων. Πάψαμε να πεινούμε και να διψούμε για τη δικαιοσύνη. Αποποποιηθήκαμε την ιδιότητα του ειρηνοποιού. Χλευάσαμε την ταπεινή εικόνα του Θεού στον απόκληρο του Τρίτου Κόσμου. Θεωρήσαμε ανοησία τον λόγο «μακάριον εστί διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν». Σωρεύσαμε τα πάντα ή τραφήκαμε με την έντονη επιθυμία να σωρεύσουμε, γι' αυτό και δικαιώνουμε τους ανόμως κατέχοντες. Ουδόλως συνειδητοποιήσαμε ότι προκαλέσαμε την οργή εκείνων που ανέλαβαν τον αγώνα για την επικράτηση της δικαιοσύνης ερήμην του Θεού. Εκείνων που αγανακτησμένοι από την ψευδή ελευθερία των διψώντων για χρήμα τη στραγγαλίζουν ως αιτία πάντων των κακών και αναλαμβάνουν τον ρόλο ενός νέου επί της γης Θεού, κατά το πρότυπο του Πάπα εμπνευστού, του ολοκληρωτισμού στη Δύση. Τα δύο κακέκτυπα χριστιανικής πίστης στη Δύση, παπισμός και διαμαρτύρηση, έδωσαν γέννηση στις δύο κοσμοθεωρίες που ανταγωνίζονται να κυριαρχήσουν επί του χριστιανικού κόσμου και αδυνατούν πλέον να συνειδητοποιήσουν ότι ο κόσμος αυτός βρίσκεται υπό την άμεση απειλή του Ισλάμ, το οποίο επιτίθεται πλέον με απόλυτα δικαιολογημένο πάθος κατά της βαρέως νοσούσης Ευρώπης των ποικίλων αθλιοτήτων. «Πιστοί», αγνωστικιστές, άθρησκοι και άπιστοι πληρώνουμε το τίμημα της αποστασίας μας. Πληρώνουμε το τίμημα της υποκατάστασης του προσώπου του Θεανθρώπου, που ήρθε με τη θυσία Του να άρει τις αμαρτίες μας, με πλήθος ψευτοθεών. Πληρώνουμε την αδιαφορία μας να προστρέξουμε να λάβουμε την χάρη του παρακλήτου Πνεύματος. Την πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά. Με την υποδούλωσή μας σε πλείστα όσα πάθη, με τη διάλυση του οικογενειακού, κοινωνικού και εθνικού ιστού, με τον επικείμενο βιολογικό αφανισμό, ως  απόρροια της δημογραφικής μας συρρίκνωσης.

Από τον κόσμο που καταρρέει λίγοι θα περισωθούν: Οι τραπεζίτες με τους υπηρέτες τους και οι όντως πιστοί στην Εκκλησία. Οι πιστοί έχουν την εγγύηση του ιδρυτού της Εκκλησίας: «Και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Ο Χριστός δεν έσπειρε μεσσιανισμό, όπως τον εννοούν οι κατά καιρούς δημαγωγοί και πλάνοι. Μίλησε για μικρό ποίμνιο, το οποίο όμως καμμιά αγέλη λύκων δεν θα κατορθώσει να αφανίσει. Εκείνοι που συσσώρευσαν τον πλούτο καταπατώντας βάναυσα τον ευαγγελικό λόγο και έχοντας τη σιωπηλή στήριξη εμφανιζομένων ως εκπροσώπων του Εσταυρωμένου, θυμίζουν την Βαβυλώνα της Αποκαλύψεως, η οποία θα αφανιστεί εν ριπή οφθαλμού. Ίδωμεν.

 

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 5-6-2012

Διακαινίσιμα αιτήματα Λόγου και Φωτός

Διακαινίσιμα αιτήματα Λόγου και Φωτός

 

Από το Μανιτάρι του Βουνού

 

 

Ως περιφερειακό – πια – κρατίδιο της χωρίς τη Ρωσία Ευρώπης, της καπιταλιστικής  Ε. Ε. με ακρίβεια, βιώνουμε την αρχή μιας βαθιάς «εσωτερικής» κρίσης και μιας διεθνούς «εθνικής» προτεκτορατοποίησης στους καλβινιστές. Η κρίση αυτή βεβαίως αποτελεί και επιλεγμένη επίθεση για πολλούς λόγους. Αλλά καμιά επιλεγμένη επίθεση δεν γίνεται με … κλήρωση. Αποτελεί το επιστέγασμα μιας  αποτυχημένης ή έστω ημιτελούς εθνικής και πολιτισμικής επανάστασης κατά τών Οθωμανών, ενός αποτυχημένου ιδεολογικού κράματος, ήτοι του «ελληνορθόδοξου» πολιτισμού, και μιας επικρατούσας θρησκείας – κυρίως μέσω των στιβαρών βραχιόνων ενός ακραίου κρατισμού. Αποτελεί  ναι μεν εγκόλπωση ενός περιρρέοντος πασχαλινού πολιτισμού, αλλά και μια αποτυχία στη βίωση της Ανάστασης του Ιησού.

Η σάρκωση, ο τρόπος βίου και πολιτείας και η ανάσταση του Θεού Λόγου δεν αποτελούσε για τα 200 περίπου χρόνια, ούτε στο καθαρά εκκλησιαστικό επίπεδο, την κυρίαρχη τάση, παρά την … επικρατούσα εντύπωση για το αντίθετο. Το ίδιο βεβαίως συνέβη και με το πλημμυρίζων Φως της Αναστάσεως. Όχι μόνο στο κρατικό, αλλά κυρίως στο εκκλησιαστικό γεγονός τόσο ο αναστάσιμος Λόγος, όσο και το Φως του κενού Τάφου αποτελούσαν απλά τις εξαιρέσεις που αναδείκνυαν δεκάδες νεοέλληνες μεν αγίες και αγίους, μα ξεγελούσαν τις πολυπληθείς συνειδήσεις. Το μόνο που επέβαλαν ήταν ένα περιρρέον ορθόδοξο περιβάλλον  με αρκετές αλλοιώσεις.

Ο Λόγος αποτελεί για τους πάρα πολλούς ένα ορθόδοξο μνημείο του ευαγγελίου της λειτουργίας του ορθόδοξου Πάσχα και το Φως ένα μνημείο που τιμάται ως «αρχηγός κράτους», ανάβει τις γήινες λαμπάδες, αλλά δεν φαίνεται να αποτελεί πλημμυρίδα θείου Φωτός στις συνειδήσεις των θρησκευόμενων.

Η εβδομάδα, που διανύουμε λατρευτικά, βεβαίως αποτελεί ως «δια-καινίσιμος» συμβολικά μια θεολογική ημέρα, που ανοίγει με το «Εν αρχή ήν ο Λόγος και θεός ήν ο Λόγος» και το «ήν το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» του πασχαλινού λειτουργικού ευαγγελίου. Όμως μπορεί να φωτίζει βαπτισμένους και μη, πιστούς και αμυήτους, να ήλθε στα «ίδια», δηλαδή στα κτίσματά Του, αλλά «οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».

Η «παραλαβή» αυτή επομένως δεν αποτελεί πολιτισμικό ή θρησκευτικό κληρονόμημα ή κληροδότημα. Αποτελεί κάθε φορά και ένα θείο δώρο,  παράλληλα με  ένα άθλημα πέρα από το ατομικό μας τέλμα και επομένως μια δια ελεύθερης άσκησης προετοιμασία στα άδυτα των αναγκών των άλλων, οικείων ή ξένων. Ένα δείγμα μιας τέτοιας προετοιμασίας δείξαμε με τα δικά μας έξι προηγούμενα φτωχά σχόλια στο βαθύ περιεχόμενο των ημερών της Μεγάλης εβδομάδας.

Οι νεοέλληνες, θρησκευόμενοι ή «απελευθερωμένοι», φαίνεται ότι δεν έχουμε κατανοήσει βαθιά την προϋπόθεση οικείωσης του θεού Λόγου και του Φωτός του παναγίου τάφου: «όσοι δε έλαβον αυτόν, … οί ουκ εξ αιμάτων, … αλλά εκ Θεού εγεννήθησαν».

Η οικείωση λοιπόν αυτή δεν αποτελεί βιολογικό, οικογενειακό, φυλετικό, πολιτισμικό, πολιτικό ή θρησκευτικό γεγονός. Αποτελεί εν τέλει ένα θείο δώρο, μιαν απάντηση στο πολυποίκιλο άθλημα βίωσης της Μεγάλης εβδομάδας καθόλη τη διάρκεια του συνολικού ετήσιου κύκλου ζωής. Έτσι η Διακαινίσιμη εβδομάδα γίνεται  τέτοια, εάν όντως εμείς υπάρξουμε ωςμπολιασμένοι τόσο από τους χυμούς των θείων ενεργειών του «πλήρους χάριτος και αληθείας» Λόγου, όσο και από τις συχνότητες του άκτιστου Φωτός του Τάφου.

Ζήτησα λοιπόν από φίλες και φίλους μια ζωηφόρο ευχή, με δυο παραλλαγές (πριν και μετά την αναστάσιμη πασχαλινή λειτουργία):  «Ας γευτούμε το αδιανόητο της Ανάστασης, την ανατροπή του φαίνεσθαι, ώστε να νικηθεί το δήθεν απόρθητο των ισχυρών. Καλή ανάσταση – Χριστός ανέστη!»

Οι απαντήσεις – ανταποδόσεις ευχών που έλαβα φανερώνουν ακριβώς αυτό που διαισθανόμαστε για τα επίπεδα «της πολιτισμικής νεοελληνικής ορθοδοξίας», τόσο στη θεσμική της επιβίωση, όσο και στην κοινωνική της ώσμωση.

Οι αποστροφές επομένως του μικρού κηρύγματος που έφτασαν στ' αυτιά μας λίγο πριν το «Χριστός ανέστη» στο φιλόξενο χώρο της περιοχής του Ρίου, φαίνεται ότι βρίσκονται ακόμα δέσμιες αυτού του νεκρού ιδεολογήματος του «ελληνοχριστιανισμού», του νόθου κράματος «πίστης και εξουσίας». Φαίνεται ακόμα ότι όχι μόνο οι εκφωνητές αυτών των αποστροφών δεν μπορούν να κατανοήσουν το ποιο τελικά είναι « το δώρο της Αναστάσεως», αλλά δεν κατανοούν ακόμα ότι το υπέδαφος του «ελληνοχριστιανισμού» έχει υποχωρήσει και στο τέλος θα χαθεί μαζί και το ναΐδριο…

Η σιωπή μας σ' αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί την αναγκαία αφετηρία για την ελληνορθόδοξη μετάνοιά μας.  Κάπου σε ένα φίλο συμπλήρωσα, πριν ανάψουμε τις αναστάσιμε λαμπάδες μας, και το δεύτερο, νομίζω, αναγκαίο βήμα: «Αν πάψουμε να είμαστε φοβικοί στα άδυτα του κάθε άλλου, τότε ελπίζω ότι θα γευτούμε την Ανάσταση».

Ζητείται επειγόντως λοιπόν ο όντως  δρόμος για τη συνάντηση και με το Λόγο και με το Φως…. Με σιωπή και τόλμη.

 

ΠΗΓΗ: Posted on Απριλίου 6, 2010 by manitaritoubounou | http://manitaritoubounou.wordpress.com/2010/04/06/diakainisima-aitimata-l-f/

 

► Άλλη μία ψηλάφηση του Πάσχα: Κυριακή του Πάσχα: Από τον πολύπλευρο θάνατο στην όντως Ζωή. Posted on Απριλίου 27, 2008 by manitaritoubounou |

Το ευαγγέλιο και το φραγγέλιο…

Το ευαγγέλιο και το φραγγέλιο…

 

Του παπα Ηλία Υφαντή

 

«Αλίμονο σε σας»! λέει Ο Χριστός, στην ευαγγελική περικοπή, που διαβάζεται στις εκκλησιές απόψε, το βράδυ της Μ. Δευτέρας. Αλλά, σε ποιους;

Μα, στους γραμματείς και τους φαρισαίους όλων των εποχών… Κι αν δεν θέλετε να πάτε στην εκκλησιά και ν' ακούσετε τους παπάδες, μπορείτε να διαβάστε το ΚΓ΄ κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Όπου και θα δείτε την ακτινογραφία του ψυχικού υπεδάφους των υποκριτών:

Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η ασυμφωνία ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό τους:

Είναι, όπως λέει ο Χριστός, οι «κεκονιαμένοι τάφοι», που απέξω αστραποβολούν από ομορφιά και από μέσα βρωμοκοπούν απ' τις σαπισμένες σάρκες. Είναι τα πεντακάθαρα ποτήρια με το ακάθαρτο και μολυσμένο περιεχόμενο. Είναι, όπως σοφά λέει ο λαός, «απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα»!

Όπως πολλοί πολιτικοί και θρησκευτικοί πρίγκιπες.! Και όχι μόνο…

Και βέβαια φροντίζουν να αποκρύπτουν με κάθε προσοχή την εσωτερική τους βρωμιά και δυσωδία. Και σαν πρώτο καμουφλάζ χρησιμοποιούν τα λόγια τους:

Λένε τα τελείως αντίθετα απ' αυτά που σκέφτονται και αισθάνονται. Κι έτσι, ενώ έχουν την κόλαση στην ψυχή τους, δείχνουν τον παράδεισο στα χείλη τους. Όσο όμως κι αν οι σκέψεις τους και τα αισθήματά τους διαφωνούν με τα λόγια τους, τόσο συμφωνούν προς τα έργα τους. Κι όσο τα λόγια τους είναι ζαχαρωμένα, τόσο τα έργα τους είναι δηλητηριασμένα.

Ένα δεύτερο καμουφλάζ τους είναι η απαράμιλλη ικανότητά τους να διαστρέφουν και να αντιστρέφουν την πραγματικότητα:

Αυξομειώνουν τα πρόσωπα και τα πράγματα σύμφωνα με τις επιδιώξεις τους και τα συμφέροντά τους. Μεγιστοποιούν τις δικές τους αρετές και εκμηδενίζουν τα σφάλματά τους. Ενώ εκμηδενίζουν τις αρετές και μεγιστοποιούν τα σφάλματα των άλλων. Βέβαια για τους φωστήρες του δικομματισμού «μας», που συνεργάζονται αρμονικότατα, αλληλοκατηγορούμενοι, δήθεν, για να μεγαλώνουν την εκλογική πελατεία των ηλίθιων οπαδών τους, ισχύει το ότι, υπάρχουν μόνο τα ειδεχθή κακουργήματά τους ….

Και φυσικά οι φαρισαίοι είναι αυστηρότατοι με τους άλλους και επιεικέστατοι με τους εαυτούς τους και το συνάφι τους:

Κι ενώ, όπως λέει ο Χριστός, «εξετάζουν με το μικροσκόπιο τη σκόνη που είναι στα μάτια των άλλων, προσπερνούν απαρατήρητα τα δοκάρια πού' ναι μπηγμένα στα δικά τους τα μάτια». Τις ανομολόγητες, δηλαδή, και ανεκδιήγητες παλιανθρωπιές τους.

΄Η «διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλο». Καταδικάζοντας αμείλικτα κάποιον φουκαρά για ασήμαντα παραπτώματα… Και αφήνοντας ελεύθερους μεγάλους εγκληματίες, για να συνεχίζουν ανενόχλητοι το «θεάρεστο» έργο τους.

Όπως συμβαίνει συχνά με τους λειτουργούς της, λεγόμενης, Δικαιοσύνης μας… Ή μήπως δεν είναι οι πολιτικοί φαρισαίοι, που δίνουν σκανδαλώδεις αυξήσεις στις πλουσιοπάροχες αποδοχές τις δικές τους και των «ημέτερων» τους, καθώς φορτώνουν βάρη δυσβάστακτα στους ώμους του φτωχού λαού, κατακρεουργώντας τους μισθούς και τις συντάξεις. Επιβάλλοντας παράλληλα και φόρους εξοντωτικούς.

Είναι και αλλοπρόσαλλοι:

Αντιμετωπίζουν τους ισχυρούς με δουλικότητα και τους αδύνατους με σκαιότητα. Προσκυνούν, όσους έχουν ανάγκη και ποδοπατούν, όσους δεν λογαριάζουν: Ή μήπως δεν είδατε πώς οι αστυνομικοί φαρισαίοι κακομεταχειρίζονται τους αγαναχτισμένους πολίτες και με ποιο υπερβάλλοντα ζήλο προστατεύουν τους πολιτικούς αλήτες!…

Είναι και τυπολάτρες οι φαρισαίοι. Και γι' αυτό οι χειρότεροι ειδωλολάτρες: Είναι οι Προκρούστες, που θεοποιούν τους νόμους, που οι ίδιοι κατασκευάζουν, για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Και στο βωμό των οποίων θυσιάζουν όχι μόνο τους συνανθρώπους τους, αλλά και τον ίδιο το Θεό. Όπως οι σταυρωτές του Χριστού. Όπως οι ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα.. Όπως όλοι οι διεστραμμένοι όλων των εποχών…

Ζητιανεύουν την αναγνώριση και τις ζητωκραυγές των ανθρώπων: Και βέβαια θέλουν τις πρώτες θέσεις, όπου κι αν βρεθούν, και δεν ανέχονται να είναι δεύτεροι και παραγνωρισμένοι. Όσο μεγαλύτερο είναι το κενό και η μωρία που έχουν μέσα τους, τόσο μεγαλύτερους και πομπωδέστερους τίτλους επιζητούν και επικαλούνται!…

Αλίμονο σ' αυτούς, που θα τολμήσουν ν' αμφισβητήσουν την ανύπαρκτη ανωτερότητά τους και να αποκαλύψουν την κοχλάζουσα βρωμερότητά τους. Η κακοδαιμονία των επικριτών τους είναι προδιαγεγραμμένη και το τέλος τους σύντομο.

Θα τους δολοφονήσουν πρώτα ηθικά: Με καταχθόνιες διαδόσεις και συκοφαντίες. Κι αφού διαμορφώσουν το κατάλληλο κλίμα – όπως οι φαρισαίοι για το Χριστό – τότε προχωρούν και στη βιολογική τους εξόντωση.

Αλλά και στην περίπτωση αυτή είναι ασυναγώνιστοι στην υποκρισία τους.

Αφού δολοφονήσουν κάποιον ύστερα καπηλεύονται τη δόξα του και το ηθικό μεγαλείο του. Σπεύδουν πρώτοι και καλύτεροι να ελεεινολογήσουν «αυτούς» που τον εξόντωσαν και να τον τιμήσουν με όλους τους δυνατούς τρόπους το θύμα τους.

Έτσι δεν κάμαμε εμείς οι ΄Ελληνες, στην αρχαιότητα με το Σωκράτη και στις μέρες μας με το Γρηγόρη Λαμπράκη; Και κάποιοι δεσποτάδες με τον Άγιο Νεκτάριο! Και πολλοί άλλοι με πολλούς άλλους…

Βέβαια όλοι οι φαρισαίοι ισχυρίζονται ότι δεν βλέπουν το πρόσωπό τους και δεν αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά τους μέσα σ' αυτό το πορτραίτο-καθρέφτη του αιώνιου φαρισαίου, που μας προσφέρει ο Χριστός..

Αλλά αυτό είναι ακριβώς το φοβερότερο όπλο της υποκρισίας: Να εξαπατά και δολοφονεί πριν απ' όλους τους άλλους τους ίδιους τους οικοδεσπότες της. Και γι' αυτό η διαστροφή της υποκρισίας είναι το θανασιμότερο απ' όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα:

Η κατά του Πνεύματος βλασφημία, όπως λέει ο Χριστός. Γιατί κλείνει το δρόμο προς την αυτογνωσία, που είναι η μοναδική διέξοδος για τη σωτηρία. Με αποτέλεσμα οι υποκριτές να είναι στην πραγματικότητα ελεεινοί αυτόχειρες. Ζωντανοί νεκροί! Που η πτωμαΐνη τους, στην περίπτωσή μας, μολύνει όχι μόνο την εθνική, αλλά και τη συνολική μας ζωή.

Άμποτε να βρεθούν – εδώ και τώρα – αυτοί, που θα πάρουν το φραγγέλιο, για να λευτερώσουν την πατρίδα μας απ' τους αδίστακτους και αδηφάγους ντόπιους και ξένους φαρισαίους!


παπα-Ηλίας, Απριλίου 9, 2012, http://papailiasyfantis.wordpress.com/2012/04/09/….BF/