Αρχείο ετικέτας Σέβη Κωνσταντινίδου

Αποστάξεις του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Αποστάξεις του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

Τα Πληκτρολόγια, [2020], σελ. 62

Βογκούν τα πληκτρολόγια με ήχους μυτερούς

μακριά από τις συνελεύσεις,

λαγκάδια, ίσκιους και παραλίες ήρεμες.

Τ’ είναι ο οχτρός, το ‘ρώτημα…

Ο φόβος, πριν  στο μίσος φτάσει, οχτρό τον ξένο

ονοματίζει, κι ας λαθεύει.

Η αγάπη, το φόβο διώχνει στ’ ανέμου τις ριπές,

κι αγαλλιάζουν μάτια πράσινα.

Αποστάξεις κρατούμε αλήθεια από τα συμβαίνοντα στη ζωή μας. Μένουν κάποια στοιχεία κι όχι όλα, κάποια ξεπηδούν και αποτελούν ουσία των γεγονότων. Αποστάξεις όμως κρατάς και κάθε φορά που γνωρίζεις και διαβάζεις ένα βιβλίο. Η κύρια γεύση που μένει στον ουρανίσκο είναι  αυτή που εσύ ξεχώρισες. Στην προσπάθειά μου να μιλήσω για την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη δε θα σας μεταφέρω τίποτε άλλο παρά αυτή τη γεύση που καταστάλαξε μέσα μου, αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που εγώ απομόνωσα. Είναι, φυσικά, βέβαιο πως ο καθένας μας εστιάζει σε συγκεκριμένες πλευρές  και επιλέγει συνειδητά ή ασυνείδητα τις λέξεις που του αποκαλύπτουν την αλήθεια. Τόσες οι αναγνωστικές προσεγγίσεις, όσοι οι αναγνώστες.

Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας …και δυστοκίας

Προσδοκίες, της Σέβης Κωνστ.

Προσδοκίες

Της Σέβης Κωνσταντινίδου

Κάθε βράδυ κοιτούσαμε το φεγγάρι
μέσα από τα φύλλα του δέντρου της αυλής
τα λόγια όστρακα σκόρπια στην άκρη στο τραπέζι
ισορροπούσαν αλύγιστα σε σιωπή επικίνδυνη.

Συνέχεια

Ποτέ δεν είσαι ήσυχος

Ποτέ δεν είσαι ήσυχος

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

– Διάολοι, ε, διάολοι, είπε κι άφησε  το δεύτερο κουταλάκι στον νεροχύτη πλαταγίζοντας τα χείλη.

Με την ξύλινη κουτάλα ανακάτεψε ακόμη μια φορά το φαγητό και σιγούρεψε την ένταση της κουζίνας στο μισό. «Είναι σχεδόν έτοιμο», σκέφτηκε και μετά ξανάπιασε τους διαόλους από κει που τους είχε αφήσει.

– Διάολοι, ε, διάολοι, ξανάκανε  κι άρχισε να πλησιάζει τις φωνές και τις εικόνες.

Συνέχεια

Το έβγαλες;

Το έβγαλες;

Της Σέβης Κωνσταντινίδου

–  Το έβγαλες;

–  Ποιο;

–  Για να ρωτάς, δεν το έβγαλες, μου είπε στο τηλέφωνο. Η γιαγιά, μια Μεγάλη Πέμπτη πριν χρόνια πολλά.

–  Θα το βγάλω, τώρα.

–  Τώρα  είναι αργά. Σιγά μην σε περιμένουν μέχρι τις 12.

–  Με περιμένουν, σιγά μην φύγουν. Κλείσε.

Και το έβγαλα. Και το βγάζω κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Το κόκκινο πανί. Και το αφήνω όλη την ημέρα. Μέχρι τις δώδεκα το βράδυ. Και μπορεί και να είμαι η μόνη, μα καθόλου δεν με πειράζει. Όπως δεν με πειράζει που θυμιάζω κάθε παραμονή Χριστουγέννων και παραμονή Πρωτοχρονιάς. Δηλαδή όχι εγώ, βάζω τον άντρα μου να θυμιάσει γιατί έτσι θέλει το έθιμο, το αντέτι. Α, όλα κι όλα εμείς σεβόμαστε τους άντρες μας και δεν τους παραγκωνίζουμε. Εμείς εκεί στα ορεινά.

Συνέχεια

Αναχωρήσεις, της Σέβης Κωνστ.

Αναχωρήσεις

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

Βγήκε ο κήρυκας στην αγορά

Έσυρε τα σανδάλια του στον κεντρικό πεζόδρομο.

Συνέχεια

Αποφάσεις, της Σέβης Κωνστ.

Αποφάσεις

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

Ξυπόλητος και με κοντό το παντελόνι  τρέχει στην τελευταία την στροφή,
εκεί,  ανάσες παίρνει  καθώς το στήθος το μικρό φουσκώνει  ξεφουσκώνει …
αυτή την πεταλούδα ποτέ δεν θα την φτάσει,
ατέλειωτο κυνηγητό και πάντα τον νικάει
στο ίδιο το σημείο, εδώ, σαν φτάσει πάντα χάνει.

Συνέχεια

Πρωί Πρωί, της Σέβης Κωνστ.

Πρωί Πρωί

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

f-b.jpg

Μες το μακρύ το νυχτικό και τη λευκή δαντέλα
πρωί πρωί κατέβαινες τις σκάλες όλο χάρη∙
τα δυο φλιτζάνια του καφέ το χέρι σου θα πάρει
και θα τ΄αφήσει δίπλα μου∙ θα με φωνάξεις, «έλα».

Συνέχεια

Αποδράσεις, της Σέβης Κωνστ.

Αποδράσεις

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

Μ΄ ένα κλωνί βασιλικό στα χέρια να μυρίζω
και μ΄ ένα άσπρο φόρεμα μια μέρα
θα το σκάσω
Θ΄ανέβω πόθους και χαρές
χαλίκια θα πατήσω
και τα γυμνά τα πόδια μου θα τρέχουν στα λαγκάδια.

Συνέχεια

Δυο τσιγάρα δρόμος

Δυο τσιγάρα δρόμος

Της Σέβης Κωνσταντινίδου

«Δάσκαλος, λοιπόν, ε; μάλιστα», είπε και τον κοίταξε άλλη μια φορά. Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Πρώτη φορά φέτος εδώ;» ρώτησε. Ξανακούνησε ο άλλος το κεφάλι. «Κορφοβούνι», συνέχισε. Τον χειμώνα λίγο δύσκολο. Μετά την άνοιξη χαρά Θεού, θα δει. Αυτός; Ε, να εδώ, με τα ζωντανά. Κατσίκια και πρόβατα. Πάνω κάτω, κάτω πάνω στις πλαγιές ολημερίς. Τώρα στις στάνες, ναι, εκεί πάει.

Συνέχεια