Αρχείο ετικέτας Θεοδόσης Παναγόπουλος

Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής στην Κέρτεζη

Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής στην Κέρτεζη

Επιμέλεια Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Από το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης τα νεαρά αγόρια (συνήθως) ξαμολιόμαστε στα γύρω βουνά να μαζέψουμε τα ακάνθινα κλαδιά από το φυτό «Αλπομηλιά» (ένας όμορφος ακανθώδης θάμνος με κόκκινους καρπούς) και άγριες ανθισμένες βιολέτες (χρώματος μωβ). Τα κλαδιά της Αλπομηλιάς τα πλέκαμε στο καλαμένιο καλαθάκι μας. Τα άνθη της Αγριοβιολέτας τα βάζαμε ανάμεσά τους και στη βάση του καλαθιού (για να μη σπάνε τα αυγά, που μας δώριζαν οι κυράδες του χωριού.

Βγαίναμε πρωί – πρωί ένας-ένας ή δύο-δύο με το πένθιμο κτύπημα της καμπάνας της κεντρικής εκκλησιάς, που ως γνωστόν ξεκινούσε τις Μεγάλες ώρες στις 14.00 το μεσημέρι, ενώ η Αποκαθήλωση τελείωνε στις 17.00. Το ξεκίνημα γινόταν από το Μαχαλά (γειτονιά) της κάθε παρέας και ακολουθούσε κάποια σχεδιασμένη διαδρομή. Λέγοντας σχεδόν οι περισσότεροι όλα τα κάλαντα (από 14 στροφές) φιλεβόμασταν κυρίως αναστάσιμα κουλούρια ή αυγά φρέσκα (άβαφα). Τα παλαιότερα χρόνια μερικοί τα πουλούσαν στα μπακάλικα… Αργότερα άρχισαν να δίνουν και κέρματα.

****

Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα έβαλαν βουλή
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά,
και τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό
των Πάντων Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό
να τον συλλάβουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε
για τον μονογενή της.

Φωνή της ήλθε εξ ουρανού,
κι απ΄ Αρχαγγέλου στόμα,
«σώζουν κυρά μου οι προσευχές,
σώζουν και οι μετάνοιες.

Το γιό σου τον επιάσανε
και στα καρφιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς
εκεί τον τυρανάννε.

Και τον χαλκιά διατάξανε.
Χαλκιά φτιάξε καρφιά,
φτιάξε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος
βαρεί και φτιάχνει πέντε.

Συ Φαραέ που τά ‘φτιαξες
πρέπει να μας διατάξεις.
Βάλτε τα δυό στα χέρια του
και τ’ άλλα δυό στα πόδια.

Το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε του στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά του
».

Η Παναγιά σαν τάκουσε
έπεσε και λιγώθη.
Σταμνιά νερό της ρίξανε,
τρία κανάτια μόσχο,
και τρία νεροδόσταμα
για να της έρθει ο νούς της.

Και σαν της ήρθε ο λογισμός
και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί,
φωτιά να πέσει μέσα,
ζητά γκρεμό να πάει να πέσει,

ζητά κι αγριοψάλιδο

να κόψει τα μαλλιά της.

Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή
και του Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδελφή
και οι τέσσερις αντάμα,
πήρανε το δρόμο το στρατί,
στρατί το μονοπάτι.

Και το στρατί τις έβγαλε
μέσ’ του ληστού τον πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή
και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από τον φόβο της
ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξά,
τηράει ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηράει δεξιότερα,
βλέπει τον Αηγιάννη.

Αφέντα Άη Γιάννη Πρόδρομε
και Βαπτιστά του γιού μου,
μην είδες τον Υόκα μου
και σε τον Δάσκαλό σου;

Δεν έχω στόμα να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο
για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις εκείνον το γυμνό,
τον παραπονεμένο;
Όπου φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτηγμένο;

Όπου φορεί στην κεφαλή
ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου
και εμέ ο διδάσκαλός μου.

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
γλυκά τον ερωτάει.
Δεν μου μιλάς παιδάκι μου,
δεν μου μιλάς παιδί μου.

Τι να σου πω μανούλα μου
που διάφορο δεν έχεις.

Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου,

κάμε την προσευχή σου.

Bάλε κρασί στο μαστραπά

κι αφράτο παξιμάδι.

Και δώσε την παρηγοριά

να την ελάβουν κι άλλοι.

Μόνο το Μέγα Σάββατο,
κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός,
σημαίνουν οι καμπάνες,

σημαίνει ο Θεός,

σημαίνει η γη,

σημαίνουν τ’ επουράνια,
σημαίνει κι η Άγια Σοφιά
με τις χρυσές καμπάνες.

Όποιος το ακούει σώζεται,
κι όποιος το λέει αγιάζει,
και όποιος το καλοφουγκραστεί
Παράδεισο θα λάβει.

Παράδεισο και λίβανο
από τον Άγιο Τάφο.

Και του χρόνου.

* Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρτεζη (Καλαβρύτων).

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως: 1. τον συμπατριώτη μας Κώστα Ιω. ΓιαννόπουλοΤριτσιμπίδα» που μου θύμισε την ονομασία των φυτών που στολίζαμε το καλαθάκι. 2. Την Βασιλική Στεφανοπούλου – Ζαφειροπούλου που μας τα «είπε» από το μπαλκόνι του σπιτιού της και 3. Τον συνάδελφο κουτελιώτη Θεοδόση Παναγόπουλο, που με τη σημερινή του ανάρτηση στο φ/β, μου κάλυψε κάποια κενά από τα κάλαντα, που είχα ξεχάσει!