Αρχείο μηνός Ιανουάριος 2012

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης V

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος V

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος IV

Γιατί έσβησε η μανιφακτούρα των Αμπελακίων;

Συχνά έχει υποστηριχθεί πως η παραγωγή των νημάτων στα Αμπελάκια, αλλά και αλλού, όπως π.χ. στον Τύρναβο, βρισκόταν στο στάδιο της «οικοτεχνίας» και δεν είχε μετεξελιχθεί σε «μανιφακτούρα». Παραγνωρίζεται, ωστόσο, το γεγονός ότι η πιο δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία, η βαφή, πραγματοποιούνταν στα 24 βαφεία, τους κερχανάδες – όπου βάφονταν κάθε χρόνο περίπου 2.500 έως 3.000 μπάλες νημάτων των εκατό οκάδων και απασχολούνταν χίλιοι έως δύο χιλιάδες (ο τελευταίος αριθμός μοιάζει μάλλον υπερβολικός) εργαζόμενοι.

Από τον ενεργό πληθυσμό των Αμπελακίων, το ένα τρίτο απασχολούνταν στην οικιακή επεξεργασία και νηματοποίηση του βαμβακιού,  το δεύτερο τρίτο στη βαφή στους κερχανάδες – που απασχολούσαν, κατά μονάδα, τουλάχιστον 40 τεχνίτες και βοηθούς, επρόκειτο δηλαδή για «βιομηχανικές μονάδες» – και οι υπόλοιποι στη διάθεση του προϊόντος, την προμήθεια των πρώτων υλών, τη μεταφορά κ.λπ. Το Κεντρικό Βαφείο «Μπαμπά» της Κοινής Συντροφίας είχε διαστάσεις 15X35=525 τ.μ., με 23 καζάνια βαφής και 75 άτομα απασχολούμενους. Το «ποιοτικό» άλμα προς την μανιφακτούρα είχε λοιπόν ήδη πραγματοποιηθεί.

Τι προκάλεσε, άραγε, την καταστροφή της μανιφακτούρας των Αμπελακίων, σε τρόπο ώστε, μετά το 1815, και με μεγάλη ταχύτητα, η δραστηριότητα των Αμπελακίων να παρακμάσει, ο πληθυσμός να μειωθεί, ενώ η απόπειρα να χρησιμοποιηθεί μια κλωστική μηχανή θα αποτύχει παταγωδώς, και ο ήχος της Τζένης δεν θα αντηχήσει ποτέ στις χαράδρες του Κισσάβου;

Πολλοί παράγοντες έχουν αναφερθεί για να εξηγηθεί η κατάρρευση: σημαντικότεροι μοιάζουν η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών και η απώλεια μεγάλου μέρους των κεφαλαίων της Συντροφίας, ο ανταγωνισμός της αναπτυσσόμενης υφαντουργικής βιομηχανίας, με τη χρήση της ανιλίνης αντί για το αλιζάρι (ερυθρόδανο) των Αμπελακίων, και η αθρόα εισαγωγή βιομηχανοποιημένων νημάτων από την Αγγλία στην Αυστρία και τη Γερμανία, που ήταν οι κύριες αγορές της αμπελακιώτικης μανιφακτούρας.

Δεδομένου ότι η ελληνική βιοτεχνία δεν διέθετε μια εκτεταμένη εσωτερική αγορά και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξαγόταν, χωρίς μάλιστα να φθάνει στην ολοκληρωμένη μεταποίηση, αλλά έμενε στο στάδιο της νηματουργίας, αρκούσε ένα γεγονός συνδεδεμένο με τη συγκυρία στην Ευρώπη – η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών – για να προκαλέσει τον θάνατο από ασφυξία της αμπελακιώτικης παραγωγής. Οι τράπεζες βρίσκονταν στη Βιέννη, καθώς και η τελική αγορά. Κατά συνέπεια, η διόγκωση της ελληνικής βιοτεχνικής παραγωγής δεν διέθετε τις εσωτερικές κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια «ενάρετη» διευρυμένη αναπαραγωγή, και έτσι η άνθηση των Αμπελακίων, αυτό το «θαύμα» της ελληνικής μανιφακτούρας, είχε πήλινα πόδια. Απετέλεσε ένα μετέωρο που διέσχισε τον ορίζοντα για να σβήσει με την αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας.

Η οικονομική λειτουργία της διασποράς

Ίσως όμως το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός, που θα σφραγίσει την ιστορία του ελληνισμού, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, υπήρξε η διασπορά των Ελλήνων και η διαμόρφωση των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, των παροικιών.

Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής, άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο.

Η έλλειψη ασφάλειας και προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας απαγόρευε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και ευνοούσε τη διασπορά του. Έτσι, η δραστηριότητα μιας εμπορικής οικογένειας διασπείρονταν σε πολλές πόλεις, τόσο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν. Ένα μέλος της οικογένειας βρισκόταν στα Βαλκάνια, ένα άλλο στην Αυστρία ή την Ολλανδία, ένα τρίτο στη Ρωσία ή την Αίγυπτο κ.ο.κ.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, δεδομένης της οθωμανικής ανασφάλειας, ήταν πως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έμενε τελικώς στις χώρες-καταφύγια. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες έμποροι ήταν οι έμποροι της Βιέννης, της Τεργέστης, της Ρωσίας, της Αλεξάνδρειας, αργότερα, και αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι θα πλουτίσουν την Αυστροουγγαρία, όπως ο γνωστός ευεργέτης Σίμων Σίνας, και στην Ελλάδα θα έρθει μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου τους, ως κληροδοτήματα και ευεργεσίες.

Η Ιταλία

Το παροικιακό φαινόμενο του νεώτερου ελληνισμού είχε ως αρχική εστία την ιταλική χερσόνησο και ως επίκεντρο τη Βενετία. Όσο όμως θα αναπτύσσεται η οικονομία και οι εμπορευματικές σχέσεις στον οθωμανικό χώρο, ενώ στη Δύση θα αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, το επίκεντρο της ελληνικής διασποράς θα μετακινείται προς την κεντρική Ευρώπη, αρχικώς, και όλο και ανατολικότερα, στη συνέχεια, προς τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νότια Ρωσία – αργότερα προς την Αίγυπτο. Ακόμα και στην Ιταλία, το κέντρο βάρους της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας θα μετατεθεί προς  την Τεργέστη και το Λιβόρνο.

Στην Ιταλία μεταναστεύουν, τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, λόγιοι, μισθοφόροι στρατιωτικοί (οι περιβόητοι stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί καταδιωγμένοι από την τουρκική εξουσία, κάτοικοι και έμποροι των περιοχών που κατείχαν οι Ενετοί, καθώς και όσοι τους ακολούθησαν μετά την κατάληψη της περιοχής τους από τους Τούρκους – όπως θα συμβεί με αρκετούς Κύπριους, Κρήτες, Πελοπονήσιους, νησιώτες. Παράλληλα, η ενετική Πάδοβα και οι άλλες ιταλικές πόλεις, Πίζα, Παβία, Σιένα, Φλωρεντία, Μπολόνια, θα παραμείνουν, μέχρι την Επανάσταση, τα κυριότερα κέντρα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των Ελλήνων, και μόλις από τα μέσα του 18ου αι. θα αρχίσουν να τις ανταγωνίζονται η Βιέννη και η Λειψία.

Έτσι, ήδη κατά τα τέλη του 16ου αι., ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες, σε σύνολο 150.000 κατοίκων, ενώ, κατά τον 17ο αι., ο αριθμός των μελών της ελληνικής αδελφότητας έφθασε τις 5.000. Όταν όμως θα ολοκληρωθεί η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών κτήσεων, η Βενετία θα παρακμάσει. Ενώ, στις αρχές του 18ου αι., η τάξη των Ελλήνων εμπόρων περιλάμβανε 400 οικογένειες (1.600 άτομα), πενήντα χρόνια αργότερα θα περιοριστεί σε 70, και μόνο σε 44, στις αρχές του 19ου αι.
Το κέντρο βάρους θα μετατεθεί στα νέα «ελεύθερα» λιμάνια της Ιταλίας – το Λιβόρνο, τη Nεάπολη, τη Mεσσήνη, την Αγκώνα, την Tεργέστη – όπου οι δασμοί είναι σημαντικά μειωμένοι. Κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αι., και κυρίως στις αρχές του 19ου, επίκεντρο της ελληνικής παρουσίας θα γίνει η Τεργέστη, όπου η αυτοκράτειρα Μαρία-Τερέζα ιδρύει μια νέα Εταιρεία του Λεβάντε, το 1754. Η ελληνική παροικία της Αγκώνας, που αποτελούσε περίπου το 3% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ήταν η πολυαριθμότερη, μετά την εβραϊκή, και σταδιακά ενισχύεται οικονομικά και κοινωνικά, ενώ, στην Τεργέστη, η ελληνική κοινότητα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, θα φθάσει τις 3.200 ψυχές, λόγω της συρροής φυγάδων από τις τουρκικές σφαγές, ιδιαίτερα από τη Σμύρνη, τη Χίο, τα Ψαρά, και Χιώτες θα κυριαρχήσουν μεταξύ των εμπόρων – οι Pάλληδες, οι Σκαραμαγκάδες, οι Pοδοκανάκηδες, οι Bλαστοί.

Το ελληνικό εμπόριο στην Τεργέστη, το Λιβόρνο και την Αγκώνα ήταν διαμετακομιστικού χαρακτήρα: οι Έλληνες έμποροι διακινούν προϊόντα που μεταφέρονται από την Ανατολή προς τη Δύση και το αντίστροφο, εισπράττοντας προμήθεια, συνήθως το 2% της αξίας. Παράλληλα, λειτουργούν ως τραπεζίτες, ενώ ασφαλίζουν και τα πλοία που ταξιδεύουν από και προς την Ανατολή. Εδώ, στην Tεργέστη, ιδρύεται η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Societa Greca di Assicurazioni (Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία), το 1789.

Το Λιβόρνο, που ανήκε στο κράτος της Τοσκάνης κατά τον 18ο αι., μετεβλήθη σε βασικό σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας, και κατ’ εξοχήν του σιτεμπορίου. Έτσι, μετά τη συνθήκη του Αϊναλί Καβάκ του 1779, ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία ταξιδεύουν στις οθωμανικές θάλασσες και μεταφέρουν το ρωσικό σιτάρι στις τεράστιες σιταποθήκες του λιμανιού της Τυρρηνικής: μεταξύ 1776 και 1793, τα ελληνόκτητα πλοία στο λιμάνι θα φτάσουν στο 25% του συνόλου, ενώ, στα 1802-1819, Έλληνες έμποροι θα χρηματίσουν 28 φορές πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Στη γειτονική Πίζα – όπου υπάρχει πάντα ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων φοιτητών – θα εγκατασταθεί, το 1815, ο Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, πρόεδρος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης και,  το 1819, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζί με τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, και τον γιο του Κωνσταντίνο. Στην περιοχή της Ιταλίας με την ισχυρότερη αγγλική παρουσία, ο Μαυροκορδάτος θα έρθει σε επαφή με τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή και φιλέλληνα Σέλλεϋ, ενώ ο Ιγνάτιος θα πραγματοποιήσει τη στροφή από τη ρωσική «προστασία» στην αγγλική, έχοντας πείσει και τον προστατευόμενό του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στο Λιβόρνο, ο Ανδρέας Κάλβος θα συναντηθεί, το 1808, με τον Ανδρέα Λουριώτη, ο οποίος, μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο, θα συνομολογήσουν το πρώτο δάνειο της «Ανεξαρτησίας» (sic), στο Λονδίνο, το 1824.

Oι παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης

Ο 18ος αιώνας υπήρξε όντως ο «αιώνας των Ελλήνων», οι οποίοι, εκτός από τα Βαλκάνια και την Ιταλία, επεκτείνονται και στις δύο άλλες Αυτοκρατορίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη προηγείται και των συνθηκών του Κάρλοβιτς. Στην Τρανσυλβανία, είχε ήδη δημιουργηθεί, το 1639, η πρώτη ελληνική κομπανία στην κεντρική Ευρώπη, στην πόλη Σίμπιου, ενώ, λίγο αργότερα, στα 1678, ιδρύθηκε ανάλογη κομπανία και στην πόλη Μπρασόφ. Και στην Ουγγαρία, η πρώτη ελληνική κομπανία, στην πόλη Τοκάι, θα ιδρυθεί στα 1667, με προνομιακό εμπορικό, φορολογικό και αυτοδιοικητικό καθεστώς. Το επόμενο κύμα θα σημειωθεί στα 1718, μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς, ενώ το μεγαλύτερο θα ακολουθήσει μετά το 1760, αφού μάλιστα κατεστράφη η Μοσχόπολη.

Στη δεκαετία του 1760, το αυστριακό εμπορικό επιμελητήριο υπολόγισε πως στην Ουγγαρία ήταν εγκατεστημένες οι οικογένειες 2.000 «οθωμανών εμπόρων» και συνολικά 18.000 οθωμανικές οικογένειες, χωρίς να συνυπολογίζουμε ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων εμπόρων ήταν πραματευτές, μη μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αυστροουγγαρία. Στις σερβικές επαρχίες, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Νίσσα, το Κραγκούγιεβατς, το Κρούσεβατς, το Σμεντέρεβο, τη Μιτροβίτσα, το Βούκοβαρ, το Κάρλοβατς, το Ζάγκρεμπ και  μαζικότερα στο Βελιγράδι και το Σεμλίνο (Zemun), η παροικία του οποίου έφτασε τους 800 στα 1816.

Οι Έλληνες στη Βιέννη, από  300 μέλη το 1767, θα φθάσουν τις 4.000 στα 1814, όταν η ελληνική κοινότητα θα βρεθεί στο απόγειο της ακμής της.
Οι Αψβούργοι απαγόρευαν στους βαλκάνιους εμπόρους οθωμανικής υπηκοότητας να ασκούν το λιανικό εμπόριο, παρά μόνο κατά τις εμποροπανηγύρεις  ιδιαίτερα κατά τη μακρά βασιλεία της Μαρίας-Θηρεσίας (1740-1780), ελήφθησαν επανειλημμένα μέτρα εναντίον των ορθοδόξων, τους οποίους και πίεζαν συστηματικά να αποκτήσουν αυστριακή υπηκοότητα, με αποτέλεσμα, γύρω στα 1800, οι περισσότεροι ίσως Έλληνες έμποροι της Αυστροουγγαρίας να έχουν αλλάξει υπηκοότητα.

Έτσι, πολλοί Έλληνες, εκόντες ή άκοντες, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (βαρόνοι, εκτός από τον Γεώργιο Σίνα, ανακηρύχθηκαν ο Στέργιος Δούμπας και ο Κωνσταντίνος Μπέλιος), κάποιοι εισήλθαν στην αυτοκρατορική Βουλή, όπως ο Νικόλαος Δούμπας και ο Θεόδωρος Καραγιάννης, ο οποίος χρημάτισε διευθυντής της Ακαδημίας και της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης.

 

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

 
Συνέχεια στο Μέρος VI http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2556

PISA 2012: Πλειοδοσία αγοραίων πλαστών υποσχέσεων σε…

PISA 2012: Πλειοδοσία αγοραίων πλαστών υποσχέσεων σε περίοδο κρίσης

 

Των Γιώργου Μαυρογιώργου* και  μεταπτυχιακών φοιτητών/τριών**


 

Η συζήτηση για το PISA παρουσιάζει ενδιαφέρον, όταν σκεφτούμε τη μεγάλη διείσδυση και το κύρος με το οποίο προβάλλεται. Αυτή θα εμπλουτίζεται όσο πλησιάζουμε στις ημερομηνίες της «επιθεώρησης» και της δημοσίευσης των εκθέσεων. Η κατάσταση επιτείνεται, όταν η συγκυρία είναι αρκετά επιβαρυμένη με πολλά ανοικτά μέτωπα, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά, και στην Κύπρο. Αυτή η συζήτηση έχει, βέβαια, προτεραιότητα σε χώρες, όπου το PISA εφαρμόζεται για πρώτη φορά.

Οι προετοιμασίες για την πρώτη συμμετοχή της Κύπρου είναι πυρετώδεις και δε μένει πολύς χώρος για σκέψη. Η συμβολική βία ενός  προγράμματος διεθνούς υπόληψης, συντελεί ώστε τα θέματα προτεραιότητας να είναι η πιστή στις ρητές οδηγίες διεξαγωγή των δοκιμασιών. Η προτεραιότητα του «πρωτοκόλλου»  εφαρμογής δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Όσοι  μένουν απέξω δεν έχουν  εμπειρίες «από πρώτο χέρι». Ούτε έχουν στη διάθεσή τους τα μεγάλα μυστικά  των εφτασφράγιστων εξεταστικών δοκιμίων. Έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να ασχολούνται με σημαντικές πτυχές του εγχειρήματος. Εμείς επιλέξαμε να δημοσιοποιήσουμε «πώς και τι σκεφτόμαστε» για  αυτά που γίνονται.

Το PISA   αναστατώνει

Σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης,  με όλες τις επιφυλάξεις που έχουμε διατυπώσει, το PISA εισβάλλει στα σχολεία της  Κύπρου. Δεν είναι μόνο η κρίση. Τα σχολεία της Κύπρου έχουν και την ιδιαιτερότητα της πρώτης φοράς, σε μια φάση  «σταδιακής, νοικοκυρεμένης προσεκτικής» εφαρμογής των νέων σχολικών προγραμμάτων. Πώς να αντέξει το κυπριακό σχολείο και πώς να ανταποκριθούν οι μαθητές, όταν την ίδια χρονική στιγμή και για πρώτη φορά δοκιμάζονται  μπροστά στις απαιτήσεις της εγχώριας εκπαιδευτικής αλλαγής αλλά και στις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις του υπερεθνικού PISA! Πώς να αξιολογηθεί η επιλογή για «μπόλιασμα» των προγραμμάτων με  προδιαγραφές   PISA; Από ο τι φαίνεται, δε μπορεί να αποφευχθεί  η «αναστάτωση» από τη συγκρουσιακή συνάντηση της ιστορίας και της παράδοσης του κυπριακού σχολείου με τη ρητορική και τα «έξυπνα» ιδεολογήματα  του  PISA, αν και αυτά αποτυπώνονται «μυστικά» στα νέα σχολικά προγράμματα της Κύπρου.

Σκεφτόμαστε αυτούς( εκπαιδευτικούς, διευθυντές, ειδικούς, κ.α.) που εμπλέκονται στη σχετική περιπέτεια. Σκεφτόμαστε, ιδιαιτέρως,  τους μαθητές των Λυκείων που έχουν επιλεγεί, χωρίς κίνητρο, να δοκιμαστούν για  λογαριασμό του υποχρεωτικού σχολείου που άφησαν πίσω τους. Σκεφτόμαστε όσους εργάζονται στο νεοσύστατο και μη στελεχωμένο Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) που, ως «παράρτημα» του PISA, έχει την τυπική – και όχι την ουσιαστική –  ευθύνη του σχετικού προγράμματος. Σκεφτόμαστε όσους εργάζονται στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για την προώθηση των σχολικών προγραμμάτων, με τα ανοιχτά προβλήματα και τα μικρά «αινίγματα». Κάποιος θιασώτης του PISA,ίσως, έλεγε πως οι απαιτήσεις των παράλληλων αυτών διεργασιών είναι συμπληρωματικές με όρους «συνέργειας». Φοβούμαστε πως δεν είναι έτσι. Ούτε αρκεί η αξιοποίηση της διπλωματικής πτυχής του θέματος για να υποστηριχθεί η άποψη ότι η συμμετοχή στο PISA συνιστά στρατηγικής σημασίας νίκη στους κόλπους του ΟΟΣΑ, με δεδομένα τα εμπόδια που έβαζε η πλευρά της Τουρκίας.

Η πρώτη του PISA στην Κύπρο

Η επικείμενη πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στις διαδικασίες αξιολόγησης  του PISA παρουσιάζει πολύ σημαντικές προεκτάσεις για την προοπτική της κυπριακής εκπαίδευσης. Τόσο σημαντική κρίνεται η συμμετοχή που, παρά τις περικοπές, έχει εξασφαλιστεί η  σχετική δαπάνη. Αν και δε γνωρίζουμε το ύψος της δαπάνης, θα υποστηρίζαμε ότι με λιγότερες δαπάνες, ίσως το ΚΕΕΑ, αντί να είναι απλώς πρακτορείο και παράρτημα του PISA, θα μπορούσε να αναπτύξει ένα κυπριακό αντίστοιχο πρόγραμμα για την αξιολόγηση του υποχρεωτικού σχολείου, με όρους και κριτήρια που να ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των σχολείων, χωρίς να είναι απαραίτητο να συμμετέχει σε μια διεθνή πασαρέλα αμφίβολης εγκυρότητας. Πόσο δύσκολο είναι, άραγε, να σχεδιαστεί ένα κυπριακό αντίστοιχο πρόγραμμα αξιολόγησης;

Η Κύπρος έχει σχετική εμπειρία συμμετοχής σε διεθνείς «δοκιμασίες». Να θυμίσουμε ενδεικτικά τη συμμετοχή στο Third International Mathematics and Science Study (TIMSS) του 1995. Τα αποτελέσματα των μαθητών της Κύπρου, με τις εκπλήξεις τους, άνοιξαν τότε πεδίο αντιπαράθεσης σε ερευνητές, για δημοσιεύσεις. Είχε προκληθεί, μάλιστα, διεθνές ενδιαφέρον με μια υπόθεση εργασίας ότι  οι υψηλές επιδόσεις που είχαν σημειωθεί από Κύπριους μαθητές οφείλονταν σε αντιγραφή!

Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του ΠΙ, η Κύπρος έκανε επίμονες προσπάθειες για να συμμετάσχει, επιτέλους, για πρώτη φορά, στο PISA 2012. Είναι κι αυτό ένας δείκτης της υψηλής υπόληψης που έχει αποκτήσει ο διεθνής μονοπωλιακός «επιθεωρητής» PISA.  Ήδη έγινε η δοκιμαστική φάση, με 40  περίπου σχολεία Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης και ορισμένα ιδιωτικά σχολεία, με δείγμα περίπου 1000 μαθητών 15-16 χρόνων (από κάθε σχολείο 20-35 παιδιά και των δύο φύλων). Το Μάρτιο και Απρίλιο του 2012 θα γίνει η καθαυτό  αξιολογική διαδικασία.

Πώς θεμελιώνεται η  επιλογή PISA;

Συστηματικά, στις συζητήσεις, φιλοτεχνείται το κάδρο της Φιλανδίας ή άλλων χωρών και προβάλλεται αρνητική αποτίμηση του εκπαιδευτικού συστήματος: «Η Κύπρος  είναι τελευταία στις επιδόσεις». Αυτό συνιστά μια  ένοχη και απολογητική κριτική μπροστά στο γεγονός ότι η Κύπρος δεν έχει τα πρωτεία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να επιτρέπουν τον ισχυρισμό ότι η Κύπρος κατατάσσεται τελευταία. Άραγε, για ποιο λόγο γίνεται αναφορά σε κάτι που δεν έχει πραγματολογική βάση;

Σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας της Ελλάδας (ΕΣΥΠ, 2009), όπου παρουσιάστηκε η εμπειρία των σχολικών προγραμμάτων της Κύπρου, από τον πρόεδρο της ΕΔΑΠ, καθηγητή Γιώργο Τσιάκαλο διατυπώνονται ισχυρισμοί όπως, π.χ. «ακόμη και τα think tanks των εργοδοτών σε χώρες οι οποίες είναι προοδευμένες, ενδιαφέρονται να έχουν ένα σχολείο το οποίο είναι ένα σχολείο όπου υπάρχουν projects, όπου δεν είναι η ύλη εκείνο το πολύ σημαντικό, δεν είναι δηλαδή αποθήκευση πληροφοριών μέσα στο μυαλό, αλλά είναι γνώσεις, όπου πρέπει οι άνθρωποι να μπορούν να αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες, όπως είναι η δημιουργικότητα, η δυνατότητα να βρίσκουν διαφορετικές λύσεις κτλ. Και αυτό το θέλουν ακριβώς γιατί αυτό ταιριάζει σ’ αυτό που ονομάζουμε Κοινωνία της Γνώσης και Οικονομία της Γνώσης». Με λίγα λόγια, όπως υποστηρίζεται, ο κόσμος των επιχειρήσεων και η «προοδευτική» παιδαγωγική, αν και έχουν διαφορετικές αφετηρίες, παρουσιάζουν δείκτες σύγκλησης ως προς την προτεραιότητα των δεξιοτήτων.

Με αυτούς και άλλους παρόμοιους ισχυρισμούς έχει συγκροτηθεί η άποψη ότι το PISA παντρεύει τις «προοδευτικές» αδρανείς, μέχρι σήμερα, ιδέες και οράματα περί μορφωμένου ανθρώπου με τις ανάγκες της αγοράς και τους χρησμούς των think tanks των εργοδοτών. Στην ίδια συνεδρίαση του ΕΣΥΠ, αλλά και σε κάθε ευκαιρία  ο πρόεδρος της ΕΔΑΠ δε ξεχνούσε να τονίζει ότι η Κύπρος:

1) έχει τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ( 8% του ΑΕΠ), στην Ευρώπη,

2) είναι η χώρα με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες (4% των εξόδων ενός νοικοκυριού)για εκπαίδευση, στον ΟΟΣΑ, 

3) έχει εκπαιδευτικούς με το υψηλότερο επίπεδο κατάρτισης, στην Ευρώπη, 4) διαθέτει  υποδομές οι οποίες είναι από τις καλύτερες στην Ευρώπη, και

5) έχει  γονείς με υψηλές φιλοδοξίες για τις σπουδές των παιδιών τους.
Με την επίκληση αυτών των δεικτών, συγκροτήθηκε η ιδεολογική πλατφόρμα για τη σκοπιμότητα της συμμετοχής στο PISA. Όταν συντρέχουν τόσο ευνοϊκές προϋποθέσεις, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της συμμετοχής, η Κύπρος έχει πολλούς λόγους  να επιδιώκει τις αρένες του διεθνούς ανταγωνισμού και των συγκρίσεων! Οι υψηλές δαπάνες στην εκπαίδευση δε «συγχωρούν» ενδιάμεσες ή τελευταίες  θέσεις στη διεθνή κατάταξη. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ίδιος ο ΟΟΣΑ προωθεί την άποψη ότι οι υψηλές δαπάνες δε συνδέονται με υψηλές επιδόσεις! Είναι σα να προβάλλεται η άποψη ότι η συμμετοχή  στο PISA θα δρομολογήσει τον αυτόματο πιλότο πλοήγησης στο  μαραθώνιο της πρωτιάς και της αριστείας.

Σε ενημερωτικά φυλλάδια  προς τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, με στόχο την προώθηση των σχολικών προγραμμάτων,  διαβάζουμε ότι  «Η εκπόνηση και η εφαρμογή των νέων Α.Π. φιλοδοξεί να ανεβάσει την Κύπρο, στον τομέα της εκπαίδευσης, εκεί που της αξίζει: στις υψηλότερες θέσεις, σε επίπεδο επιδόσεων, στην Ευρώπη»! Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια «εύκολη» υπόσχεση που συνδέεται με τον εξαιρετικό ισχυρισμό του προέδρου της ΕΔΑΠ ότι «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση είναι μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων». Αυτή η παραδοχή  ενισχύεται από μια παρεμφερή άποψη  του ιδίου ότι η τελευταία θέση «οφείλεται στα αναλυτικά προγράμματα. Τόσο απλά». Η λύση, επομένως, για να μετακινηθούμε από τις τελευταίες θέσεις στις διεθνείς ανταγωνιστικές συγκρίσεις είναι παιδαγωγική: αρκεί να προσαρμόσουμε τα σχολικά προγράμματα στο  «εξεταστικό παράδειγμα» του PISA. Πρόκειται για την επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας ότι το PISA είναι ένας διεθνής μηχανισμός «πανοπτισμού» των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Η καταληκτική πρόταση  είναι ότι «Έφτασε ο καιρός να φτάσουμε και όλους τους δείκτες επιτυχίας όσον αφορά τα αποτελέσματα(…) και την επιτυχία και τα υψηλά επιτεύγματα σε διεθνείς έρευνες που μετρούν όλα όσα θεωρούνται αναγκαία στη σημερινή κοινωνία της γνώσης και τα οποία περιλαμβάνονται στα νέα Α.Π.(…)που θα φέρει, παράλληλα, και την αναγνώριση της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο καθιερώνοντάς την ως μια χώρα που διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό με μόρφωση υψηλού επιπέδου και υψηλής ποιότητας».

Όλα αυτά, σύμφωνα με το σχετικό σκεπτικό, θα συντελέσουν στην «αναγνώριση των σχολείων», στην εισαγωγή των μαθητών σε ξένα πανεπιστήμια, στην ευημερία και την κοινωνική πρόοδο της χώρας, στην αντιμετώπιση της απειλής της «ερημοποίησης»,  στην προσέλκυση επενδύσεων από ξένες χώρες, στη στελέχωση των ντόπιων οργανισμών, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων από υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, κ.λπ. Είναι φανερό πως οι υψηλές δαπάνες για την εκπαίδευση και οι μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις, σε συνδυασμό με  την ιδεολογία του διεθνούς  ανταγωνισμού και της πρωτιάς, έχουν συγκροτήσει τον ισχυρό ιδεολογικό πυρήνα για τη διείσδυση του υπερεθνικού μονοπωλιακού νεοφιλελεύθερου «επιθεωρητή» PISA στην εκπαίδευση της Κύπρου. Η κεκτημένη διεθνής αναγνώρισή του ενισχύεται, έτσι, ακόμη περισσότερο από την κυρίαρχη εγχώρια θεοποίησή του. Πρόσφατα σε μια εφημερίδα, στη στήλη «Κοινωνική Ζωή», διαβάζαμε τρία σύντομα διαδοχικά ρεπορτάζ με θέματα: βράβευση αριστούχων, υποτροφίες φοιτητών και τυχεροί λαχείων. Ίσως, αυτό κάτι λέει. Η αισιοδοξία του διεθνούς ανταγωνισμού, το κυνήγι των υψηλών δεικτών και η γοητεία της «εξωτερικής» αξιολόγησης κάνουν θραύση. Η πλειοδοσία, ωστόσο, υποσχέσεων «αγοραίας» κοπής, σε περίοδο κρίσης, προφανώς, θα αναμετρηθεί με τη δοκιμασία της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας τους.

Αλήθεια, τι θα γίνει με τα αποτελέσματα;

Η Κύπρος, με όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες, έχει και μια άλλη: Ο μαθητικός πληθυσμός που θα συμμετάσχει στο PISA δε θα είναι  αντιπροσωπευτικό δείγμα, όπως συμβαίνει με άλλες χώρες, αλλά το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού αυτής της ηλικίας, κι αυτό λόγω του μικρού μεγέθους της. Οι μαθητές δεν έχουν εμπειρία παρόμοιων εξεταστικών δοκιμίων, πράγμα που θα αποτυπωθεί στις επιδόσεις, εκτός και σε αυτό το διάστημα έχουμε ενεργοποίηση «φροντιστηρίων» προετοιμασίας για το PISA.

Βέβαια, οι απαντήσεις σε ένα δοκίμιο δεν αποτυπώνουν πάντοτε τις πραγματικές ικανότητες που υποτίθεται ότι ανιχνεύουν, αν συμβεί π.χ. οι μαθητές να συμμετέχουν σε μια διαδικασία με την οποία δεν είναι εξοικειωμένοι και στην οποία δεν επενδύουν προσωπικό ενδιαφέρον. Αλήθεια ποια αποτελέσματα περιμένουμε, εάν υποθέσουμε ότι οι μαθητές δεν πάρουν στα σοβαρά την όλη δοκιμασία, την ίδια στιγμή που οι Φιλανδοί συμμαθητές τους είναι ντοπαρισμένοι στην πρωτιά; Πώς να εξηγήσουμε τα υψηλά ποσοστά μη απαντημένων ερωτήσεων στη δοκιμαστική εφαρμογή που έγινε;

Δε είχαν δεξιότητες ή δεν έβαλαν τα δυνατά τους; Το 2003 στην Αγγλία, όπως και σε άλλες χώρες, δε μπόρεσαν να βγάλουν αποτελέσματα! Μάλλον, με τη διεξαγωγή του PISA, την άνοιξη του 2012, και με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων θα ανοίξουν οι «ασκοί του Αιόλου» με ένα νέο κύκλο υστερικών συζητήσεων για την κρίση της κυπριακής εκπαίδευσης. Δεν αντέχεται το «σύνδρομο της τελευταίας θέσης»! Το πολιτικοιδεολογικό υπόβαθρο του υπερεθνικού νεοφιλελεύθερου PISA θα μείνει στο απυρόβλητο. Όσο πορευόμαστε συνεπαρμένοι με την υπόσχεση να «γίνουμε η Φινλανδία της Μεσογείου» θα είμαστε ανήμποροι για συνολική επαναδιαπραγμάτευση των επιλογών μας προς μια ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο δογματισμός και η πλειοδοσία των εύκολων «δάνειων» υποσχέσεων, από την πλευρά των «γυρολόγων» του PISA, δεν αφήνουν χώρο για επιλογές που να εμπνέονται από τις αρχές μιας κυπριακής προοδευτικής ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Θα μείνουμε, για μια ακόμη φορά, έκθαμβοι μπροστά στο «θαύμα» της Φινλανδίας και της Νότιας Κορέας. Δεν αποκλείεται, μέχρι την επόμενη φορά(2015) που θα ξανάρθει ο «επιθεωρητής» PISA,  να μιμηθούμε τους Κορεάτες που από ο τι διαβάζουμε  «κυβερνητικοί λειτουργοί γυρίζουν στους δρόμους περιπολία με αποστολή να βρουν  παιδιά που κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα μετά τις 10 μ.μ. (…) οι μαθητές στο σχολείο είναι εφοδιασμένοι με ειδικά μαξιλαράκια για το θρανίο ώστε να μπορούν να παίρνουν κανένα υπνάκο την ώρα του μαθήματος για να αντέξουν τα μεταμεσονύχτια ιδιαίτερα». Ήδη ακούμε τους «ήχους υστερίας» στις συζητήσεις που θα γίνουν…

 

* Διδάσκων στο σεμινάριο.  Άμισθος Αντιπρόεδρος του Επιστημονικού  Συμβουλίου του ΥΠΠΟ


**  Συνεργάστηκαν οι δεκαεπτά μεταπτυχιακοί/κές  φοιτητές/τριες στο Τμήμα ΕΠΑ του Πανεπιστημίου  Κύπρου (Σεμινάρια: Αξιολόγηση  και ο εκπαιδευτικός ως διανοούμενος / O Εκπαιδευτικός ως Διανοούμενος).Τα ονόματά τους αναφέρονται σε προηγούμενα κείμενα.

 

ΠΗΓΗ: 4-1-2012, http://www.alfavita.gr/artrog.php?id=54363

Υπερεθνική ελίτ, η άλωση των ΜΜΕ και ιντερνετική ζούγκλα

Η υπερεθνική ελίτ, η άλωση των ΜΜΕ και η ιντερνετική ζούγκλα

 

Του Τάκη Φωτόπουλου*


 

Ενώ η κοινοβουλευτική Χούντα της ντόπιας τρόικας προχωρά ακάθεκτη στην κατεδάφιση και των υπόλοιπων λαϊκών κατακτήσεων, καθώς και στην παραχώρηση και του τελευταίου ίχνους εθνικής κυριαρχίας στην υπερεθνική ελίτ, η «Αριστερά» μας, αντί να προχωρήσει στην άμεση σύμπηξη ενός προγραμματικού  Μετώπου, όπως αυτό που περιέγραψα στο τελευταίο άρθρο μου,[1] για την έξοδο από την καταστροφική κρίση που μας επέβαλαν οι ελίτ μέσα από την άμεση έξοδο από ΕΕ, την μη αναγνώριση Χρέους και Μνημονίων, την κοινωνικοποίηση Τραπεζών κ.λπ. και την δημιουργία των προϋποθέσεων για αποδέσμευση από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ασχολείται με το πως θα αυξήσει τα ποσοστά της στις επόμενες εκλογές!

Και αυτό, στην καλύτερη εκδοχή, επειδή δήθεν τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει μέχρι να καταληφθεί (σε τρία τέρμινα!) η λαϊκή εξουσία. Στη χειρότερη εκδοχή – που αποτελεί και απόπειρα καθαρής εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων – η έξοδος από την  κρίση θα έλθει μέσα από τη διάλυση της Ευρωζώνης και μια πανευρωπαϊκή αλλαγή, η οποία θα οδηγούσε στην εγκατάλειψη του επάρατου νεοφιλελευθερισμού (που υποτίθεται είναι μια απλή… ιδεοληψία και όχι βαθιά θεσμική αλλαγή που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση!), ή μέσα από την έξοδο  από το Ευρώ (αλλά όχι και την ΕΕ), χωρίς βέβαια να γίνεται κουβέντα για αποδέσμευση από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς!

Στο μεταξύ, η υπερεθνική ελίτ (δηλαδή η οικονομική, πολιτική και τεχνοκρατική/μιντιακή ελίτ που διαχειρίζεται την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), δεν επιβάλλει απλά τις οικονομικές πολιτικές που την υλοποιούν, μέσω των διεθνών οικονομικών θεσμών που ελέγχει (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.). Στην πραγματικότητα, επεμβαίνει δραστικά σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, εφόσον άλλωστε μόνον έτσι μπορεί να θεμελιώσει και κατοχυρώσει την παγκόσμια κυριαρχία της, με στόχο την ενσωμάτωση κάθε λαού και κάθε χώρας, με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της,  στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγoράς – γεγονός που συνεπάγεται την αναπαραγωγή της σημερινής τρομακτικής ανισότητας και πλούτου που διογκώνεται συνεχώς: ακόμη και σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το άνοιγμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι σήμερα το μεγαλύτερο των τελευταίων 30 χρόνων! [2]

Η δραστηριότητα αυτή σημαίνει αποφασιστικές παρεμβάσεις όχι μόνο στην οικονομική σφαίρα, αλλά και στην πολιτική, καθώς και την γενικότερα πολιτιστική, η οποία περιλαμβάνει από τον στενό πολιτιστικό τομέα (βιομηχανία θεάματος, εκδοτική βιομηχανία, τέχνες κ.λπ.,) μέχρι τον γενικότερο ιδεολογικό τομέα (ΜΜΕ αλλά και  το φαινομενικά ‘ανώδυνο’ ίντερνετ), δηλαδή τον τομέα παραγωγής και αναπαραγωγής της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης. Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης συνίσταται βασικά στην ταύτιση της αυτονομίας και της ελευθερίας όχι με τον ατομικό και συλλογικό αυτό-καθαρισμό σε κάθε κοινωνική σφαίρα, όπως ανέκαθεν ήταν η έννοια των όρων αυτών, αλλά αντίθετα με τη «κουτσουρεμένη» έννοια που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, το «εύρος» των οποίων σήμερα  καθορίζει η ίδια η υπερεθνική ελίτ! Έτσι, κάθε αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος (της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας») ουσιαστικά είναι «εκτός των ορίων» και είτε περιθωριοποιείται από τα ελεγχόμενα διεθνή ΜΜΕ, αλλά και το υποτιθέμενα «ελεύθερο» ίντερνετ, όπου δήθεν «αυτόνομοι» έμμεσα στηρίζουν τους εγκληματικούς πολέμους του συστήματος (όπως τελευταία στη Λιβύη, όπου όλοι αυτοί, μαζί με κάποιους «Μαρξιστές» της συμφοράς, κ.λπ. συμπαρατάχθηκαν με τους «επαναστάτες της Λιβύης οι οποίοι προσκάλεσαν το ΝΑΤΟ!), ή ουσιαστικά στηρίζουν, ακόμη και στη θεωρία, το ίδιο το σύστημα, όταν υποστηρίζουν π.χ. ότι το σημαντικό δεν είναι ο αγώνας κατά της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά ο αγώνας κατά των ιεραρχιών και της γραφειοκρατίας! 

Στην Ελλάδα, που σήμερα έχει μετατραπεί ακόμη και τυπικά σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, με την ντόπια ελίτ να παίζει τον ρόλο κομπάρσου στη ληστεία των λαϊκών στρωμάτων (όπως πάντοτε έπαιζε, αλλά τώρα περισσότερο παρά ποτέ) η οικονομική και πολιτική κυριαρχία της ελίτ αυτής  είναι πια ορατή και διά γυμνού οφθαλμού. Εκείνο όμως που δεν είναι εύκολα αντιληπτό, παρόλο που αποτελεί το βασικό μέσο για την μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο, είναι ο βρόμικος μιντιακός πόλεμος που παίζεται στα επίσημα ΜΜΕ αλλά και στα υποτιθέμενα «εναλλακτικά» κοινωνικά μιντιακά μέσα. Όσον αφορά τα πρώτα, είναι φανερός, και έχει τεκμηριωθεί[3], ο ρόλος τους να συσκοτίζουν τα αίτια της κρίσης και να αποπροσανατολίζουν τα λαϊκά στρώματα για τον τρόπο δήθεν διεξόδου από αυτή, μέσα από καταστροφικούς «μονόδρομους» που υποστηρίζουν δεκάδες «ειδικοί» που παρελαύνουν από τα κανάλια (συνήθως Πανεπιστημιακοί από όλο το πολιτικό φάσμα, μέχρι και «Μαρξιστές») που έχουν άμεσες η έμμεσες διασυνδέσεις με τα παχυλά κονδύλια που διαθέτει για τη προπαγάνδα η υπερεθνική ελίτ, μέσω της ΕΕ. Γι’ αυτό και τώρα που η υπερεθνική ελίτ χρησιμοποιεί όχι μόνο την ωμή φυσική βία για να υποτάξει λαούς που ζουν σε μη πελατειακά καθεστώτα στη Νέα Τάξη (χθες Ιράκ και Λιβύη, αύριο Συρία και Ιράν), αλλά και την εξίσου εγκληματική οικονομική βία (π.χ. Ελλάδα), ο ρόλος των μίντια είναι αποφασιστικός στην εκστρατεία αυτή.

Και ο ευκολότερος τρόπος βέβαια για την άλωση του Τύπου είναι η άμεση ή έμμεση οικονομική βία.  Η έμμεση οικονομική βία μπορεί να πάρει τη μορφή εξαναγκασμού ενός αντισυστημικού καναλιού, όπως το «902» του ΚΚΕ,  να απολύσει εργαζόμενους (εξαιτίας π.χ. της πτώσης των εσόδων που οφείλεται βέβαια τελικά στη κρίση που δημιούργησαν οι ίδιες οι ελίτ!), ενώ η άμεση οικονομική βία μπορεί να πάρει τη μορφή εξαναγκασμού μιας αντιμνημονιακής εφημερίδας όπως η Ελευθεροτυπία να κλείσει, μέσω της στέρησης του Τραπεζικού δανεισμού που σήμερα είναι ο βασικός τρόπος χρηματοδότησης του χρεοκοπημένου Ελληνικού Τύπου. Η Ελευθεροτυπία μάλιστα ήταν ιδιαίτερος στόχος της υπερεθνικής ελίτ και της ντόπιας Χούντας, εφόσον σε αντίθεση με τις «κανονικές» δυτικές εφημερίδες που αποκλείουν κάθε αντισυστημική φωνή και φιλοξενούν μόνο τη ρεφορμιστική Αριστερά τύπου ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο είχε εξασφαλίσει ευρύτερη πολυφωνία αλλά και είχε τολμήσει να έχει επίσημη αντιμνημονιακή γραμμή, που για τα μέτρα της υπερεθνικής ελίτ είναι βέβαια μεγάλο παράπτωμα στην σούπα «ομοφωνίας» που εκπροσωπεί η κυβέρνηση της Τρόικας με το αποβλακωτικό σύνθημα της «Ευρώ ή…  θάνατος!».

Δεν συζητούμε εδώ τις ευθύνες εκδοτών, ιδιοκτητών  κ.λπ., όπως δεν συζητούμε και το απαραβίαστο κατά τη γνώμη μου δικαίωμα των εργαζόμενων στην δουλειά τους ή τα δεδουλευμένα τους. Όμως, ένα αντισυστημικό κανάλι ή μια μαζικής κυκλοφορίας αντιμνημονιακή εφημερίδα, δεν είναι το ίδιο πράγμα με οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση – όπως εκ του πονηρού παρουσιάζουν το θέμα κάποιοι «αριστεροί» που παριστάνουν τους μεγάλους αγωνιστές για τα δικαιώματα των εργαζόμενων, προσποιούμενοι ότι δεν βλέπουν τη γενικότερη εικόνα της άλωσης του Τύπου στη μνημονιακή Ελλάδα, και οι οποίοι είναι συνήθως οι ίδιοι που χθες αγωνιζόντουσαν για το δικαίωμα των Λιβύων «επαναστατών» και σήμερα των αντίστοιχων Σύριων, Ιρανών κ.λπ. στη δημοκρατία δυτικού τύπου (δηλαδή τη Χουντική «δημοκρατία» που απολαμβάνουμε και εμείς στην Ελλάδα!), μη βλέποντας τη γενικότερη εικόνα της άλωσης Λαών, με στόχο την αναγκαστική ενσωμάτωση τους στη Νέα Διεθνή Τάξη. Με άλλα λόγια, στις σημερινές κρίσιμες για τον λαό συνθήκες, το θέμα να κλείσει ένα αντισυστημικό κανάλι ή μια μαζικής κυκλοφορίας αντιμνηνομιακή εφημερίδα αφορά τα λαϊκά στρώματα γενικά και όχι μόνο τους εργαζόμενους σε αυτά, οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν πρωταρχικό στόχο τους – χωρίς βέβαια ν' απαρνούνται τα δικαιώματα τους – την ενθάρρυνση,  μέσα από το πόστο τους, των λαϊκών στρωμάτων σε μαζικό αγώνα για ν' ανατρέψουν τη Χούντα και το σύστημα που την γέννησε, ώστε να θέσουν τις βάσεις μια άλλης αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας, όπου δεν θα έχουν ανάγκη ν' αγωνίζονται για τη δουλειά ή τους μισθούς τους.

Ακόμη χειρότερο όμως ρόλο και από τα επίσημα ΜΜΕ παίζουν κάποια δήθεν «εναλλακτικά» κοινωνικά μίντια,[4] τα οποία, όπως και το ίντερνετ γενικότερα, σήμερα αποτελούν τη κυριότερη μορφή ενημέρωσης, αν όχι «μόρφωσης» της νέας γενιάς. Τα εναλλακτικά όμως αυτά μίντια δεν υπόκεινται συνήθως σε κανένα δεοντολογικό κανόνα όπως τα επίσημα ΜΜΕ, για τα οποία υπάρχουν ελεγκτικοί μηχανισμοί, όπως π.χ. το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, πέρα βέβαια από τους νομικούς. Έτσι, ακόμη και όταν διακηρύσσουν ότι δήθεν τηρούν κάποιους δεοντολογικούς κανόνες, πολύ συχνά χρησιμοποιούν το προνόμιο της ανωνυμίας τους, όχι για να αυτοπροστατευθούν δήθεν από την εξουσία όταν κάνουν αποκαλύψεις σε βάρος της, ή όταν καλούν σε κινητοποιήσεις που κρύβουν τα ΜΜΕ κ.λ.π. αλλά, αντίθετα, για να περνούν ατεκμηρίωτα την όποια γραμμή θέλουν ή, ακόμη χειρότερα, να λασπώνουν ακόμη και αντισυστημικούς αναλυτές, όπως ο υπογράφων, με ακατανόμαστες ύβρεις και συκοφαντίες που τις επαναλαμβάνουν με βάση τον Γκεμπελικό στόχο «βρόμισε, βρόμισε, κάτι θα μείνει τελικά». Δεδομένου όμως ότι πολλά από τα «εναλλακτικά» αυτά μέσα «κατά σύμπτωση» συμπλέουν με τη γραμμή των ελίτ σε πολλά κρίσιμα θέματα π.χ. στη στήριξη του Νατοϊκού εγκλήματος στη Λιβύη ή του εν εξελίξει αντίστοιχου εγκλήματος στη Συρία, Ιράν κ.λπ., ή στην έμμεση στήριξη της ΕΕ (μη θέτοντας θέμα αμφισβήτησης της ένταξης μας σε αυτή, σαν προϋπόθεσης για την έξοδο από την καταστροφική κρίση[5]),  είναι φανερό ότι κάθε άλλο παρά εναλλακτικά είναι πολλά από αυτά τα μέσα, έστω και αν τηρούν τα προσχήματα όσον αφορά τη στήριξη διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων[6].

Συμπερασματικά, αν όλα αυτά τα δήθεν εναλλακτικά» ΜΜΕ δεν υποχρεωθούν στη τήρηση δεοντολογικών κανόνων,  ώστε να μην μπορούν να λειτουργούν σαν όργανα λασπολογίας και συκοφαντίας (αν δεν λειτουργούν κάποτε και σαν όργανα υπηρεσιών), τότε ο ρόλος τους κάθε άλλο παρά εναλλακτικός και ριζοσπαστικός είναι, αλλά μπορεί να καταλήξει και επικίνδυνος, όπως συνέβη στη Λιβύη, Συρία κλπ. Και ο έλεγχος των «εναλλακτικών» αυτών μίντια θα μπορούσε να γίνει χωρίς καμιά εξωτερική επέμβαση εάν λ.χ. οι ίδιοι οι μπλόγκερς, Διαχ. Ομάδες των Ιντιμϊντια κ.λπ. διόριζαν μια πειθαρχική επιτροπή από (επώνυμα) μέλη τους, η οποία θα έκρινε τις καταγγελίες θυμάτων τους για παράβαση των δεοντολογικών κανόνων (που θα έπρεπε να ήταν κοινοί για  όλα τα εναλλακτικά μίντια, μπλογκς κ.λπ.) και θα είχε δικαίωμα επιβολής αναστολής (ή, σε περίπτωση υποτροπής, ακόμη και διακοπής) της λειτουργίας των παρεκτρεπόμενων μίντια.

Φυσικά,  στη περίπτωση που τα εναλλακτικά μίντια θα έδειχναν προφανή αδυναμία ν’ αυτοπειθαρχούνται θα έπρεπε να τεθεί θέμα εξωτερικού κοινωνικού ελέγχου τους, ώστε να μην δοθεί  ποτέ η δυνατότητα σε κάποια από αυτά να μπορούν να παίζουν ακόμη και επικίνδυνους ρόλους, όπως π.χ. τη στιγμή που σήμερα τα λαϊκά στρώματα βρίσκονται κάτω από τη μεγαλύτερη επίθεση των ελίτ στην πρόσφατη Ιστορία, αυτά να κάνουν δυσώδεις ανώνυμες επιθέσεις ενάντια σε αντισυστημικές οργανώσεις και αγωνιστές – όπως, αντίστοιχα, οι ίδιοι, ή φίλοι τους, επίσης κουκουλοφόροι, έκαναν ενάντια συνδιαδηλωτών τους από το ΠΑΜΕ στο Σύνταγμα, τον Οκτώβρη…

[για]… Ελευθεροτυπία (7 Γενάρη 2012)

 

* Το άρθρο αυτό δεν δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία λόγω της απεργίας των εργαζομένων

Παραπομπές

[1]  Βλ. Ελευθεροτυπία, 17/12/2011, Βλ. και ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΘΝΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

[2] Lex team, “The wealth gap”, Financial Times, 9/12/2011

[3]  βλ πχ G. Monbiot, “The corporate press are fighting a class war, defending the elite they belong to”, Guardian, 13/12/2011

[4] βλ. για λεπτομέρειες την σχετική καταγγελία του δικτύου Περιεκτικής Δημοκρατίας http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2011.12.25_kataggelia_vromikos_polemos_enantia_stin_pd.htm

[5] Πράγμα καθόλου περίεργο, όταν πχ έγινε γνωστό ότι ένας από τους μεγαλύτερους ανώνυμους λασπολόγους εναντίον μου  ήταν μέχρι πριν λίγα χρόνια (και πιθανότατα ακόμη είναι) μέλος των Οικολόγων-Πράσινων, που είναι τμήμα των Ευρωπαίων Πράσινων οι οποίοι έχουν στηρίξει κάθε εγκληματικό πόλεμο της υπερεθνικής ελίτ και φυσικά τρέφονται από τα κονδύλια της ΕΕ! (βλ http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=748603 όπου αγωνιζόταν  για την ελευθερία του Διαδικτυακού Λόγου και Διαλόγου — δηλαδή, την ελευθερία λασπολόγησης από ανώνυμους κουκουλοφόρους, όπως αυτός ,ανθρώπων που καταθέτουν επώνυμα τις απόψεις τους!)

[6] βλ πχ για τον ρόλο των Ιντιμίντια το αποκαλυπτικό άρθρο ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΙΝΤΙΜΙΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΣ – ΜΕΡΟΣ 1ο: ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΙΝΤΙΜΙΝΤΙΑ PDF


ΠΗΓΗ: 7-1-2012, http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2012/2012_01_07.html

`Η αυτοί ή εμείς!

`Η αυτοί ή εμείς!

 

Του Νίκου Μπογιόπουλου


 

Όσα σχεδιάζουν να διαπράξουν, μέσα στο Γενάρη, οι συγκυβερνώντες υπό τον τραπεζίτη Παπαδήμο ξεπερνούν κάθε νοσηρή φαντασία! Τα όσα ανακοίνωσε προχτές ο πρωθυπουργός του μαύρου μετώπου στους λεγόμενους «κοινωνικούς εταίρους» δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου!

*

Στο όνομα της ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας» των μονοπωλίων, ο Παπαδήμος ανήγγειλε στους εργάτες, στους μισθωτούς, στους υπαλλήλους ότι αντί για μισθό θα εισπράττουν πλέον ένα… φιλοδώρημα, δηλαδή μεροκάματα Βουλγαρίας και Ρουμανίας, διότι έτσι «ισχύει σε άλλες χώρες που μας ανταγωνίζονται οικονομικά»!

*

Στο όνομα των «επενδύσεων», ο τραπεζίτης Παπαδήμος ανακοίνωσε ότι ο λαός πρέπει να μάθει στις νέες «προσαρμογές», δηλαδή οι μεν εργαζόμενοι να υποπέσουν στο καθεστώς της γενικευμένης «απασχολησιμότητας» και οι μερικώς απασχολούμενοι να βυθιστούν ολοσχερώς στο καθεστώς της γενικευμένης ανεργίας, καθότι έτσι επιτάσσει η μείωση του «εργατικού κόστους»! Όσο για την ανάκληση των «εφέδρων» στα «τάγματα εργασίας», αυτή θα γίνεται με όρους δουλοπάροικου!

*

Τέρμα – στην πράξη και για όλους – ακόμα και αυτός ο κατώτατος μισθός! Τέρμα και επισήμως ο 13ος και 14ος! Τέρμα ακόμα και ως έννοια στις συλλογικές συμβάσεις! Τέρμα στον 21ο αιώνα, τέρμα στο «μέλλον», τέρμα στην ελπίδα, επιστροφή στο προ εξέγερσης Σικάγο, επιστροφή στο μεσαίωνα, επιστροφή στη βαρβαρότητα!

*

Εδώ πια δεν εξαθλιώνουν. Δεν φτωχοποιούν. Εδώ πλέον ισοπεδώνουν! Εξανδραποδίζουν! Εδώ πλέον εξαϋλώνουν την ανθρώπινη υπόσταση! Θέλουν – λέει ο Παπαδήμος – να κρατήσουν τη χώρα στο ευρώ και στέλνουν το λαό στα «ευρω-κρεματόρια» διά της… κινεζοποίησης!

*

Θέλουν – λένε οι συγκυβερνώντες – να «σώσουν» τη χώρα από την «άτακτη» και «ανεξέλεγκτη» χρεοκοπία και στην πραγματικότητα διασώζουν τους κεφαλαιοκράτες, πατώντας επί εκατομμυρίων πτωμάτων, πατώντας πάνω στις εκατόμβες των ατάκτως και ανεξέλεγκτα πτωχευμένων και κατεστραμμένων μισθωτών και συνταξιούχων!

*

Επιστρατεύουν ξανά, όπως και σε κάθε «δόση», τους άθλιους εκβιασμούς, την τρομοκρατία, τα ψέματα. Μιλούν για το δάνειο των 130 δισ. ευρώ, όταν από αυτά τα 60 δισ. τουλάχιστον θα πάνε στους τραπεζίτες και τα υπόλοιπα θα επιστρέψουν σε τοκογλύφους και κερδοσκόπους για πληρωμές τόκων και χρεολυσίων που μέσα στο 2012 αγγίζουν τα 80 δισ. ευρώ!

*

Είναι αδίστακτοι.

Σπέρνουν τη δυστυχία και το σπαραγμό.

Τελειώνουν ζωές.

Διαγράφουν ανθρώπους.

Εξοντώνουν έναν ολόκληρο λαό.

Αλυσοδένουν τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας!

*

Αν μέχρι τώρα ο «πατριωτισμός» τους έχει επιφέρει στον τόπο εκατομμύρια ανέργων, απόκληρων, ολόκληρες «πόλεις» αστέγων, παιδιά που λιποθυμούν από ασιτία στα σχολεία, έκρηξη των αυτοκτονιών, φτώχεια, δυστυχία και απόγνωση, από δω και πέρα η «σωτήρια» πολιτική τους περνάει στη φάση της «τελικής λύσης», ισοδυναμεί με ολοκληρωτική «γενοκτονία» του κόσμου της εργασίας!

*

Πρόκειται για στυγνούς κανίβαλους του κεφαλαίου, για πολιτικά ενεργούμενα του συνδικάτου του ταξικού εγκλήματος, για «τεχνοκράτες» της συμμορίας των καπιταλιστών! Ως εκ τούτου έφτασε ο κόμπος στο χτένι: `Η αυτοί ή εμείς!

 

ΠΗΓΗ: Παρασκευή 6 Γενάρη 2012, http://www2.rizospastis.gr/columnPage.do?publDate=6/1/2012&columnId=1821

ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ ΙΙ

ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ:

Στην αρχαιότητα, η αντιπαράθεση μεταξύ δανειστών και οφειλετών, κατέληγε σε βίαιες συγκρούσεις και σε πολέμους – επειδή η εναλλακτική δυνατότητα, για την απαλλαγή από τα χρέη, ήταν η Δουλεία – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ

Μία ιδιωτική επιχείρηση, όταν αντιμετωπίσει προβλήματα κερδοφορίας (ζημίες), σωστής διαχείρισης (ανεπαρκές management), ρευστότητας και δανεισμού, προσλαμβάνει έναν ικανό διευθυντή (manager), ο οποίος συνήθως εφαρμόζει ένα πρόγραμμα εξυγίανσης της. Περιορίζει λοιπόν τις δαπάνες, απολύει τους περιττούς εργαζομένους, μειώνει τους μισθούς και αυξάνει την παραγωγικότητα των υπολοίπων (εάν δεν του επιτρέπεται από την αγορά η αύξηση των τιμών πώλησης).

Με τον τρόπο αυτό πείθει τους δανειστές της επιχείρησης για τη βιωσιμότητα της, ανακτώντας σταδιακά την εμπιστοσύνη τους – η οποία του εξασφαλίζει την περαιτέρω δανειοδότηση εκ μέρους τους. Το δραστικό αυτό πρόγραμμα εξυγίανσης λειτουργεί, όσον αφορά μία επιχείρηση, επειδή δεν ακολουθείται από όλες μαζί τις επιχειρήσεις της χώρας ή του πλανήτη – ενώ δεν επηρεάζει όλους τους μισθωτούς, μειώνοντας τη συνολική κατανάλωση της χώρας.

Ουσιαστικά λοιπόν η επιχείρηση «εξωτερικεύει» τα προβλήματα της, αφού τα λύνει εις βάρος των ανταγωνιστών και των υπαλλήλων της (φυσικά απολύει το διευθυντή και προσλαμβάνει άλλον στη θέση του, εάν διαπιστώσει ότι είναι ανίκανος να λειτουργήσει σωστά – κάτι που οφείλουν να κάνουν και τα κράτη, σε παρόμοιες περιπτώσεις).    

Κατ’ αναλογία μία μικρή, ανεξάρτητη χώρα, διαχειρίζεται τα προβλήματα της όπως ακριβώς μία επιχείρηση – «εξωτερικεύοντας» τα. Δηλαδή, επιλέγει έναν ικανό διαχειριστή (πρωθυπουργό) και ακολουθεί ένα πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας – υποτιμώντας ταυτόχρονα το νόμισμα της, με στόχο να γίνουν τα προϊόντα της κατά πολύ φθηνότερα, από αυτά των ανταγωνιστών της.

Με τον τρόπο αυτό αυξάνει τις εξαγωγές της, εις βάρος των άλλων χωρών, μειώνει τις εισαγωγές της και επιτυγχάνει ένα θετικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών – το οποίο σταθεροποιεί τα οικονομικά της. Αυτό είναι το βασικό «μοντέλο εξυγίανσης» και αντιμετώπισης κρίσεων, εκ μέρους μίας μικρής χώρας – γεγονός που σημαίνει ότι, είναι απόλυτα εξαρτημένη από το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της: από τις εξαγωγές και από τις εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.

Η συμμετοχή δε ή μη του ΔΝΤ στη διαδικασία αυτή, του «Ταμείου», εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την καθυστέρηση ή μη της αναγνώρισης και αντιμετώπισης του προβλήματος εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας – ενώ η επιτυχία του προγράμματος, είναι συνάρτηση της εφαρμογής των μέτρων εκ μέρους της κυβέρνησης. Από τη δυνατότητα της δηλαδή να το εφαρμόσει και να το επικοινωνήσει σωστά, γεγονός που προϋποθέτει την εμπιστοσύνη των Πολιτών στις ικανότητες, στις «αγαθές» προθέσεις και στη δίκαιη κατανομή του κόστους της εξυγίανσης εκ μέρους της.

Αντίθετα, μία μεγάλη, «κλειστή» χώρα, αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά αυτού του είδους τα προβλήματα. Κλασσικό παράδειγμα εδώ είναι οι Η.Π.Α., για τις οποίες το εξωτερικό ισοζύγιο συνιστά ένα μικρό μόνο μέρος της οικονομίας τους, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: ΑΕΠ, εξαγωγές, ποσοστό εξαγωγών επί του ΑΕΠ, εισαγωγές, ποσοστό εισαγωγών επί του ΑΕΠ – σε εκ. $ το 2009

Χώρα

ΑΕΠ

Εξαγωγές

% ΑΕΠ

Εισαγωγές

% ΑΕΠ

 

 

 

 

 

 

Η.Π.Α.

14.256.725

1.056.043

7,41%

1.605.297

11,26%

Ιαπωνία

5.068.059

580.719

11,44%

551.981

10,87%

Κίνα

4.908.982

1.201.612

24,47%

1.005.923

20,48%

Γερμανία

3.352.742

1.120.041

33,41%

926.347

27,62%

Γαλλία

2.675.915

484.574

18,09%

560.081

20,93%

Πηγή: WP. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Η εξάρτηση της Γερμανίας από το εξωτερικό εμπόριο (άνω του 60% του ΑΕΠ της το 2009), είναι εμφανής. Επίσης της Κίνας, η οποία δεν ενθαρρύνει ακόμη την εσωτερική ζήτηση, διατηρώντας τεχνητά χαμηλή την ισοτιμία του νομίσματος της.

 

Εάν οι Η.Π.Α. λοιπόν αποφασίσουν να εφαρμόσουν ένα ανάλογα δραστικό πρόγραμμα λιτότητας, δεν είναι τόσο εύκολο να εξωτερικεύσουν τα προβλήματα τους – ενώ η υποτίμηση του νομίσματος τους δεν έχει τα ίδια πλεονεκτήματα, με αυτά μίας μικρής, «ανοιχτής» οικονομίας (όπου «ανοιχτή» θεωρούμε εδώ εκείνη την οικονομία, η οποία εξαρτάται από το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της).

Αντί αυτού, οι Η.Π.Α. διαθέτουν άλλα μέσα αντιμετώπισης κρίσεων – κυρίως το δολάριο το οποίο, επειδή είναι παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, επιτρέπει στη Fed μία εντελώς διαφορετική νομισματική πολιτική. Για παράδειγμα, επειδή η ζήτηση δολαρίων είναι σταθερή, η Fed έχει τη δυνατότητα να μηδενίζει τα επιτόκια και να αγοράζει σε μεγάλη έκταση ομόλογα δημοσίου, να χρηματοδοτεί δηλαδή το κράτος, χωρίς να δημιουργεί κανένα απολύτως πρόβλημα στις αγορές.

Η αποφασιστική διαφορά λοιπόν μεταξύ μίας μεγάλης, «κλειστής» οικονομίας (μικρή εξάρτηση από το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών) και μίας μικρής (μεγάλη εξάρτηση από το ισοζύγιο), είναι το ότι, η μεγάλη οικονομία μπορεί να επιλύσει μόνη της τα προβλήματα της (οικονομικές κρίσεις) – μη έχοντας όμως τη δυνατότητα να τα εξωτερικεύσει.  

Η ΕΥΡΩΖΩΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ

Όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση και ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι μικρές, «ανοιχτές» οικονομίες. Επομένως, ο τρόπος αντιμετώπισης των οικονομικών κρίσεων εκ μέρους τους, προϋποθέτει την εξωτερίκευση των προβλημάτων τους – την επίλυση τους δηλαδή, εις βάρος των άλλων.

Η Φιλανδία, η Σουηδία και η Δανία, οι οποίες αντιμετώπισαν στο παρελθόν κρίσεις ανάλογες με αυτήν που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, η Ιταλία κλπ., κατάφεραν να αποφύγουν την κατάρρευση, εφαρμόζοντας αυστηρά προγράμματα λιτότητας, με τη βοήθεια των οποίων αύξησαν τις εξαγωγές και μείωσαν τις εισαγωγές τους – προφανώς εις βάρος των εμπορικών εταίρων τους.

Οι χώρες όμως αυτές δεν ανήκαν σε καμία νομισματική ένωση, μπορούσαν να υποτιμήσουν το νόμισμα τους και δεν αντιμετώπισαν όλες μαζί πρόβλημα – όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, όπου η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και σύντομα πολλές άλλες χώρες, ευρίσκονται την ίδια στιγμή αντιμέτωπες με την κρίση (γεγονός που καθιστά αδύνατη την «εξωτερίκευση» των προβλημάτων τους, αφού δεν είναι εφικτό να αυξήσουν όλες μαζί τις εξαγωγές, μειώνοντας τις εισαγωγές τους – πόσο μάλλον να επιστρέψουν στα εθνικά τους νομίσματα, «εν μέσω παγκόσμιας καταιγίδας»).       

Η Γερμανία είναι επίσης μία μικρή, «ανοιχτή» οικονομία, παρά το μέγεθος της – αφού μόνο και μόνο οι εξαγωγές της αποτελούν το 40% περίπου του σημερινού ΑΕΠ της (όταν το αντίστοιχο μέγεθος των Η.Π.Α. είναι κάτω του 8%). Η σημερινή δε καλή οικονομική κατάσταση της Γερμανίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι, το νόμισμα της («Γερμανικό Ευρώ») έχει τη δυνατότητα να υποτιμάται, επειδή είναι συνδεδεμένο με ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών, όπως αυτό της Ευρωζώνης.

Αυτό σημαίνει ότι, η χώρα έχει τη δυνατότητα να αυξάνει εύκολα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της, ακολουθώντας απλά ένα σύστημα εσωτερικής υποτίμησης (χαμηλή ή μηδενική αύξηση μισθών) – το οποίο όχι μόνο αυξάνει τις εξαγωγές της, αλλά περιορίζει ταυτόχρονα τις εισαγωγές της, αφού δεν ενισχύεται η εσωτερική κατανάλωση από την άνοδο των εισοδημάτων.

Επομένως, κάθε φορά που η Γερμανία αντιμετωπίζει κρίσεις, «εξωτερικεύει» τα προβλήματα της, λύνοντας τα εις βάρος των εμπορικών εταίρων της (κυρίως των Ευρωπαίων, οι οποίοι απορροφούν το 75% των εξαγωγών της). Το γερμανικό οικονομικό μοντέλο όμως λειτουργεί τόσο καλά, επειδή δεν υιοθετείται από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης – ενώ δεν βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το αμερικανικό το οποίο, όπως αναφέραμε, λειτουργεί εντελώς διαφορετικά.

Ακριβώς για το λόγο αυτό η Γερμανία δεν είχε καμία αντίρρηση, όσον αφορά τα δραστηριοποίηση του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη – αφού εξυπηρετεί τόσο τις Η.Π.Α. (σταθεροποίηση της ισοτιμίας του δολαρίου κλπ.), όσο και την ίδια (είσπραξη των απαιτήσεων της από τα ελλειμματικά κράτη, μέσω της λεηλασίας της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας τους, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να εξάγει σε αυτά, ζώντας εις βάρος τους).

Εν τούτοις, το ΔΝΤ δεν έχει καμία εμπειρία σε σχέση με τη διαχείριση κρίσεων ανεπτυγμένων οικονομιών – πόσο μάλλον εντός μίας νομισματικής ζώνης. Λειτουργεί λοιπόν στην κυριολεξία σαν ένας «μπράβος» των τοκογλύφων, ο οποίος ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την είσπραξη των ανοιχτών οφειλών – καταλαμβάνοντας την εξουσία με τους διορισμένους πολιτικούς υπαλλήλους του, αδιαφορώντας για το μέλλον των κρατών και υφαρπάζοντας τον πλούτο τους, χωρίς να διστάζει να λεηλατεί τα περιουσιακά στοιχεία των Πολιτών τους.   

Συνεχίζοντας, η Ευρωζώνη θα μπορούσε φυσικά να εξελιχθεί σε μία μεγάλη, κλειστή οικονομία, αντίστοιχη με αυτήν των Η.Π.Α. – εάν επιλεγόταν η πολιτική και δημοσιονομική ένωση των μελών της. Στην περίπτωση αυτή, για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της (κρίσεων) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα μέσα, με αυτά των Η.Π.Α.: η αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ και ο δανεισμός των χωρών-μελών της με μηδενικά επιτόκια. 

Το ενδεχόμενο όμως αυτό θα ήταν αρνητικό για τις Η.Π.Α. και το δολάριο – αφού το Ευρώ θα διεκδικούσε τη θέση ενός παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, ανταγωνιστικού του δολαρίου. Επίσης, αντιμετωπίζεται αρνητικά από τη σημερινή γερμανική κυβέρνηση, όχι μόνο λόγω των ηγεμονικών βλέψεων της (οι οποίες διευκολύνονται από την υπερχρέωση των «εταίρων» της), αλλά και επειδή δεν θα μπορούσε πλέον να επιλύσει τα προβλήματα της χώρας, «εξωτερικεύοντας» τα – εις βάρος δηλαδή των υπολοίπων εμπορικών εταίρων της.

Έτσι λοιπόν, τοποθετούνται συνεχώς εμπόδια στη δημοσιονομική ένωση – με αποτέλεσμα η Ευρωζώνη να συνεχίζει να αποτελείται από 17 περισσότερο ή λιγότερο μικρές, ανοιχτές οικονομίες, οι οποίες δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση μία μεγάλη, «κλειστή» οικονομία, αλλά ένα εκρηκτικό μίγμα το οποίο, κατά την άποψη μας, απειλεί να καταστρέψει το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ολόκληρο τον πλανήτη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συνολικά στην παγκόσμια οικονομία, το σύνολο των επενδύσεων είναι ίσο με το σύνολο των αποταμιεύσεων. Απλούστερα, δεν μπορούν να διενεργηθούν επενδύσεις, μεγαλύτερες από το σύνολο των αποταμιεύσεων. Δυστυχώς, επειδή στην Ευρωζώνη οι αποταμιεύσεις έχουν «αποσυρθεί» και συγκεντρωθεί στο Βορά, ο Νότος δεν έχει τη δυνατότητα να επενδύσει – οπότε, όσα προγράμματα λιτότητας και αν εφαρμόσει, δεν πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα του.

Χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη, η οποία να μπορεί να ισοσκελίσει τα μειωμένα έσοδα του δημοσίου, λόγω της λιτότητας και του περιορισμού της κατανάλωσης – επομένως, είναι αδύνατη η έξοδος από την κρίση. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε οικονομία, καταναλώνοντας λιγότερη βενζίνη, στερούμε έσοδα από το κράτος, ανάλογα με το ύψους του φόρου που συμπεριλαμβάνεται στην τιμή. Εάν το κράτος προσπαθήσει να αντισταθμίσει τη μείωση αυτή των εσόδων του αυξάνοντας τους φόρους, τότε μειώνεται ακόμη περισσότερο η κατανάλωση της βενζίνης, τα έσοδα του κοκ. – ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος οδηγεί τελικά στην κατάρρευση, εάν δεν υπάρξουν έσοδα από νέες επενδύσεις.   

Από την άλλη πλευρά τώρα, το σύνολο των εξαγωγών διεθνώς, είναι ίσο με το σύνολο των εισαγωγών – επομένως, τα πλεονάσματα είναι ίσα με τα ελλείμματα. Όταν λοιπόν μία χώρα έχει πλεονάσματα, κάποια άλλη (άλλες) έχει αντίστοιχα ελλείμματα – τα οποία χρηματοδοτούνται από τα έσοδα των πλεονασμάτων (οι πλεονασματικές χώρες δανείζουν τις ελλειμματικές).

Κάποια στιγμή όμως η διαδικασία αυτή φθάνει στο τέλος της – το αργότερο όταν τα ελλειμματικά κράτη υπερχρεώνονται, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους. Τότε, οι επιλογές τους δεν είναι άλλες από την απαίτηση διαγραφής μέρους των χρεών τους ή από την υποδούλωση τους στους δανειστές – με τη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής περιουσίας τους, για την εξόφληση των οφειλών τους.    

Περαιτέρω, όταν οι αποφάσεις των συνόδων κορυφής της Ευρωζώνης αφορούν αποκλειστικά και μόνο την υιοθέτηση ενός αυστηρού προγράμματος σταθερότητας, σημαίνει ότι επιχειρείται η εξωτερίκευση των προβλημάτων όλων μαζί των χωρών. Δηλαδή, η Ευρωζώνη σχεδιάζει σαν σύνολο να αυξήσει τις εξαγωγές της στον υπόλοιπο πλανήτη, μειώνοντας τις εισαγωγές της – κάτι που φυσικά είναι αδύνατον να επιτευχθεί, αφού δεν πρόκειται να επιτραπεί από τις υπόλοιπες χώρες. 

Επίσης είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί από τα επί μέρους κράτη εντός της Ευρωζώνης, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν πλεονασματικές χώρες, χωρίς ελλειμματικές. Το τέχνασμα της «εξωτερίκευσης» μπορούσε μέχρι σήμερα να λειτουργήσει, επειδή εφαρμοζόταν από μερικές μόνο χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ.), εις βάρος όλων των υπολοίπων. Όταν όμως όλες οι χώρες μαζί ακολουθήσουν την ίδια πολιτική, συμπεριφερόμενες σαν μία μεγάλη οικονομία, η οποία όμως θέλει να λύσει τα προβλήματα της με τις μεθόδους των μικρών οικονομιών, τότε είναι αδύνατον να επιτύχει.

Επομένως η Ευρωζώνη, παρά τα υγιή θεμελιώδη μεγέθη της, είναι καταδικασμένη να αποτύχει – κάτι που θεωρούμε ότι μάλλον δεν θα αργήσει να συμβεί, εάν δεν αλλάξει αμέσως πορεία. Εάν δεν μετατραπεί σε μία μεγάλη οικονομία, όπως οι Η.Π.Α., η οποία να μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα της εσωτερικά, είναι αδύνατον να υπάρξει κοινό μέλλον για τα κράτη-μέλη της – οπότε πιθανότατα θα διαλυθεί, επιστρέφοντας σε εκείνη την εποχή, όπου το ένα κράτος έλυνε τα προβλήματα του, εις βάρος του άλλου (γεγονός που μάλλον θα συνοδευόταν από μαζικές χρεοκοπίες, από αθετήσεις πληρωμών, από την ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς επίσης από μία τρομακτική μείωση του βιοτικού επιπέδου όλων των Ευρωπαίων).

Στα πλαίσια αυτά, μόνο η στενή συνεργασία των ελλειμματικών χωρών-μελών της Ευρωζώνης μεταξύ τους, θα μπορούσε να λειτουργήσει «αντισταθμιστικά» – παράλληλα με την απαίτηση μαζικής διαγραφής μέρους των δημοσίων χρεών ή/και εφικτού διακανονισμού των υπολοίπων χρεών όλων των χωρών (επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής, χαμηλά επιτόκια), έτσι ώστε να διευκολυνθούν τόσο οι επενδύσεις, όσο και η ισορροπημένη ανάπτυξη.  

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 07. Ιανουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2507.aspx

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης ΙV

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙV

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ

Υπήρξε ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων;

Ωστόσο, εδώ δεν είναι ο χώρος να επεκταθούμε αναλυτικότερα στις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας των Αμπελακίων. Η ιδιαιτερότητα αυτής της κωμόπολης, εκτός από τη θυελλώδη, ταχύτατη ανάπτυξη και παρακμή της, συνίσταται στις μορφές οργάνωσης και εμπορίας της παραγωγής, τις συντροφίες, που κατέληξαν και στην Κοινή Συντροφία, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη συνεταιριστική δομή στον σύγχρονο κόσμο που την έκαναν γνωστή τόσο μέσα όσο κι έξω από την Ελλάδα. Υπήρξαν πάρα πολλοί συγγραφείς που υποστήριξαν την άποψη του συνεταιρισμού και εξ ίσου πολυάριθμοι εκείνοι που την απέρριψαν.

Ο πρώτος που υποστήριξε με θέρμη την εκδοχή του συνεταιρισμού ήταν ο Γάλλος οπαδός του Φουριέ Φρανσουά Μπουλανζέ, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και, με βάση το Συμφωνητικό της αμπελακιώτικης συντροφίας και τις αναμνήσεις του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, το 1847, σχημάτισε την άποψη περί συνεταιρισμού, την οποία μάλιστα υπέβαλε με υπόμνημα στον Ιωάννη Κωλέτη, εν συνεχεία, έγραψε και σχετικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1875. Εν συνεχεία, στην Ελλάδα, την άποψη του συνεταιρισμού υποστήριξε με θέρμη ο Γεώργιος Φιλάρετος σε σχετικό έργο του, καθώς και, σε διαφορετικές εκφάνσεις, ο Δ. Τσοποτός, ο Δ. Καλιτσουνάκις, ο Θ. Τζωρτζάκης, ο Ζ. Παπαντωνίου, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Ν. Βέης, ο Κ. Κουκίδης, ο Ηλ. Γεωργίου, ο Χρ. Ευελπίδης, ο Κ. Λεοντίδης, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Διονύσης Μαυρόγιαννης, ο Γ. Κοντογιώργης, ο Παρμ. Αβδελίδης, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία όσων έχουν ασχοληθεί με το συνεταιριστικό κίνημα και ιδιαίτερα την περίπτωση των Αμπελακίων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον καθηγητή κοινωνιολογίας Διονύση Μαυρόγιαννη, που ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα:

Η Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά Καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, […] αποτελούν, από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης αλλά και της σημερινής. Ο Μαυρόγιαννης συνδέει τη συντροφία των Αμπελακίων με το ελληνικό κοινοτικό φαινόμενο και το θεωρεί στην ουσία ως μία παραγωγική και εμπορική επέκταση της κοινότητας: Όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες […] οι κοινοτικές δημοκρατικές και κοινωνικές εμπειρίες πέρασαν στην οργάνωση των οικονομικών εκδηλώσεων της ζωής των Αμπελακιωτών. […] Επρόκειτο τελικά για ένα ευρύ συνεταιριστικό και κοινοπραξιακό φαινόμενο, πρωτότυπο και τοπικό, που εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της τοπικής οργανώσεως με την οποία τελικά ταυτίστηκε και συγχωνεύθηκε.

Ο Γιάννης Κορδάτος, υποστηρικτής της αντίθετης άποψης, ως συνήθως κατηγορηματικός,  κλείνει ως εξής το σχετικό βιβλίο του, Τα Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους: Στ’ Αμπελάκια δεν έγινε το θαύμα να λειτουργήσει ο «πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου». Η πολυθρύλητη συνεργασία «κεφαλαίου και εργασίας» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια κοινοπραξία μεγαλεμπόρων και βιοτεχνών. Όλα λοιπόν τα όσα έχουν γραφτεί για το «συνεταιρισμό» των Αμπελακίων είναι ένας μύθος.

Ο Ηλίας Νικολόπουλος, στην αναλυτική μελέτη του για τα Αμπελάκια, αφού απορρίπτει «την ιδεολογική αντιμετώπιση του αμπελακιώτικου φαινόμενου», συμμερίζεται μάλλον την άποψη του Κορδάτου και υιοθετεί την εκδοχή του «ιδιότυπου οικονομικού μορφώματος», την οποία υποστηρίζει, εκτός από τον Κορδάτο, και ο Σπ. Ασδραχάς. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το κύριο στοιχείο στις συντροφίες των Αμπελακίων ήταν ο συνεταιρισμός εμπόρων που δεν διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια για τη δημιουργία αυτόνομων παραγωγικών και εμπορικών μονάδων και οι οποίοι υπέταξαν την παραγωγική δραστηριότητα των βαφειάδων και των κλωστριών στο εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο διατηρεί την προτεραιότητα έναντι της βιοτεχνικής δραστηριότητας.

Πρώτα απ’ όλα, αυτές οι συντροφιές είτε στην απλή τους μορφή, ως συντροφίες συνθεμένες από άτομα που συνεταιρίζονται για να διοχε­τεύσουν στην εξωτερική αγορά τα χρωματιστά βαμβακερά νήματα των Αμπελακίων, είτε στην εξελιγμένη τους μορφή, ως συνένωση του συ­νόλου των συντροφιών σε μια άλλη κοινή, χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου: το προσδοκώμε­νο κέρδος δεν ήταν παρά συνάρτηση του γεγονότος ότι ο παραγωγός επωμιζόταν το ρόλο του διανομέα στην αγορά εξαγωγής. Ποσοστά κέρδους της τάξης των 60 ως 100% προσφέρουν την απόδειξη για την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου και σύγχρονα δεί­χνουν το εύθραυστο αυτού του εμπορίου. Αναφορικά με τους συντε­λεστές της παραγωγής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως σε όλες τις βιοτεχνικές προκαπιταλιστικές επιχειρήσεις, το μεταβλητό κεφάλαιο υ­περακόντιζε κατά πολύ το σταθερό.

Ο Νίκος Μουζέλης, παρότι χαρακτηρίζει συνεταιρισμό τα Αμπελάκια, συγκρίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις του 18ου αι. στην υφαντουργία και τη ναυτιλία με το αγγλικό οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής για λογαριασμό του εμπορικού κεφαλαίου (putting-out system) κατά τον 16ο αι.. Ωστόσο, οι συντροφίες των Αμπελακίων δεν παύουν να αποτελούν συνεταιρισμούς όχι μόνον μεταξύ εμπόρων, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους ιδιοκτήτες και τους τεχνίτες των βαφείων, ενώ, ιδιαίτερα στην περίπτωση της «Κοινής Συντροφίας», κινητοποιούν και ενσωματώνουν το σύνολο του πληθυσμού, ένα μεγάλο μέρος τους μάλιστα ως εταίρους της Συντροφίας. Και αν θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κάποιος ότι το κίνητρο για τη συγκρότησή τους ήταν διαφορετικό από την ανάγκη αποτελεσματικότερης παραγωγής και εμπορίας, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, ωστόσο, η αναζήτηση του κέρδους δεν αποτελεί αιτία απόρριψης του συνεταιριστικού – έστω πρωτο-συνεταιριστικού – χαρακτήρα του εγχειρήματος. Οι συντροφίες των Αμπελακίων, και κατ’ εξοχήν η Κοινή Συντροφία, δεν περιλαμβάνουν μόνον ως εταίρους τους κεφαλαιούχους, εμπόρους ή ιδιοκτήτες βαφείων, αλλά τουλάχιστον έναν μεγάλο αριθμό τεχνιτών και άλλων Αμπελακιωτών, όπως συνέβαινε και με τις συντροφικές μορφές που κυριαρχούσαν στην ελληνική ναυτιλία, όπου όλο το πλήρωμα συμμετείχε στα κέρδη του ταξιδιού. Ωστόσο, επειδή κινητοποιούν, στην κοινή επιδίωξη του κέρδους, εξ ίσου κεφαλαιούχους και εργαζόμενους, έχουν εταιρικό-συνεταιριστικό χαρακτήρα. Στα υδραίικα και τα γαλαξειδιώτικα καράβια, όπως και στους αμπελακιώτικους κερχανάδες, το σύνολο των εργαζομένων, ή το μεγαλύτερο μέρος τους, συνδέεται με κοινά συμφέροντα, παρότι δεν είναι όλοι ίσοι ούτε αμείβονται εξ ίσου. Χαρακτηριστικός είναι ο καταμερισμός των κερδών στη ναυτιλία, όπως τον μεταφέρει ο Μπουλανζέ:

Μερδικά
Για το καράβι, δηλαδή για όσους το κατασκεύασαν                            10

Για το δάνειο χρηματοδότησης του ταξιδιού                                          10

Για τον καπετάνιο                                                                                         3

Για τον υποπλοίαρχο (γραμματικό)                                                           2

Για τους δύο αρχιναύτες  (δύο μερδικά ο καθένας)                                4

Για τον μάγειρα                                                                                             2

Για τους 4 καλύτερους ναύτες, τιμονιέρηδες, (ενάμιση έκαστος)       6

Για τους τριάντα ναύτες,  ένα μερίδιο ο καθένας                                 30

Για τους 4 μούτσους, μισό μερδικό ο καθένας                                          2

Αποθεματικό για ορφανά,  χήρες κ.λπ.,                                                    1

ΣΥΝΟΛΟ                                                                                                        70

Κατά συνέπεια, ο απλός ναύτης είχε απολαβές που έφταναν στο ένα δέκατο εκείνων του ιδιοκτήτη ή των ιδιοκτητών του σκάφους, και το ένα τρίτο εκείνων του καπετάνιου, πρόκειται, δηλαδή, για μια εισοδηματική διαφοροποίηση κατά πολύ μικρότερη εκείνης που χαρακτήριζε τη Δύση, την ίδια εποχή, και η οποία δεν έχει καπιταλιστικά-«βιομηχανικά» χαρακτηριστικά: αποτελεί μια οικονομική δραστηριότητα εμπορευματικού, κερδοσκοπικού, αλλά όχι καπιταλιστικού χαρακτήρα, και στηρίζεται σε μορφές συνεταιριστικής συνεργασίας, βασισμένης αφ’ ενός στην προσφορά του «κεφαλαίου» (είκοσι μερίδια για το σκάφος και τους χρηματοδότες) και αφ’ ετέρου στην εργασιακή ειδίκευση.

Και όμως, για τον ελληνικό μαρξισμό, ο οποίος κατανοεί την πραγματικότητα μόνον με πρωθύστερα σχήματα, στην πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αυθεντικές προ ή μη καπιταλιστικές μορφές συνεταιριστικής δραστηριότητας αλλά πίσω από αυτές απλώς υποκρύπτονται καπιταλιστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας. Έτσι διαβάζουμε στην κατά τα άλλα μάλλον αξιολογότερη ιστορικό του ΚΚΕ, τη Δώρα Μόσχου: Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών, από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.

Η προβληματική του Κορδάτου, και όλων όσοι αρνούνται τον συνεταιριστικό χαρακτήρα των Αμπελακίων, στηρίζεται στο ότι συσσωματώσεις αυτού του τύπου, όπως και ανάλογες κοινοτικού τύπου συσσωματώσεις στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, δεν αποτελούν απάντηση στην εργασιακή αλλοτρίωση των εργαζομένων στις καπιταλιστικές συνθήκες, αλλά προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις, πριν πραγματοποιηθεί η προλεταριοποίηση των άμεσων παραγωγών, και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αυθεντική συνεταιριστική έκφραση. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια δογματική προσήλωση σε μια νεόκοπη και ίσως δυτικότροπη αντίληψη περί συνεταιρισμού, ο οποίος νοείται μόνον ως μια εξισωτική δομή σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, και μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα, δεδομένου ότι μορφές συνεταιρισμού εμφανίζονται και σε προκαπιταλιστικά, εμπορευματικά ή και μη καπιταλιστικά περιβάλλοντα. Αυτή η αντίληψη για τους συνεταιρισμούς εντάσσεται στη γνωστή λογική ενός ορισμένου «ορθολογικού» και εργαλειακού  μαρξισμού, που αγνοεί συστηματικά το παρελθόν και τις προκαπιταλιστικές ή μη-καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, θεωρώντας τες ξεπερασμένες. Έτσι, όλες οι συμβιωτικές και κοινοτικές μορφές παραγωγής και δραστηριότητας των παλαιότερων κοινωνιών αγνοούνται και υποβαθμίζονται, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τη μόνη πραγματική βάση για οποιουσδήποτε μεταγενέστερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Είναι το ρωσικό μιρ, δηλαδή η κοινοτική αγροτική ιδιοκτησία των Σλάβων χωρικών και το αρτέλ των Ρώσων βιοτεχνών, που θα αποτελέσουν το υπόβαθρο για τα ρωσικά κολχόζ και σοβιέτ. Εξ άλλου, όλες οι επιτυχημένες – έστω και για λίγο– αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις θα πραγματοποιηθούν σε χώρες και κοινωνίες που δεν χαρακτηρίζονταν από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα από την υπανάπτυξή του, δηλαδή επρόκειτο ουσιαστικά για κοινωνίες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, έχοντας ως βάση την αγροτική κοινότητα ή τις παλιές συντεχνιακές ή συνεταιριστικές μορφές  παραγωγής. Συνεπώς, το γεγονός ότι η Κοινή Συντροφία των Αμπελακίων δεν αποτελεί μια «μετακαπιταλιστική» συνεταιριστική δομή, διόλου δεν αναιρεί τα συνεταιριστικά και ευρύτερα «κοινοτικά» χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση που επιχειρεί ο Διονύσης Μαυρόγιαννης  με τις κοινοτικές δομές του ελληνικού κόσμου, και ιδιαίτερα του ορεινού ή του νησιωτικού, είναι μάλλον επιτυχής και εξηγεί εν πολλοίς το «ιδιότυπο» φαινόμενο των Αμπελακίων.

 

Εξ άλλου, ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, στις μελέτες του για τις «συσσωματώσεις» των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, παρουσιάζει, ορθά, τις διάφορες «συσσωματώσεις» – θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές – ως εντασσόμενες σε μια ενιαία «κοινοτική» και εταιριστική λογική, άσχετα με το εάν κάποτε έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους ή μία μορφή κυριαρχεί έναντι των άλλων. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, κυριαρχεί η θρησκευτική «συσσωμάτωση», ενώ εν συνεχεία θα ενισχυθούν οι πολιτικές «συσσωματώσεις», δηλαδή οι αυτοδιοικητικές μορφές, οι οποίες κάποτε απορροφούν τόσο τις οικονομικές μορφές –συντεχνίες– όσο και τις στρατιωτικές – αρματολίκια –, όπως συμβαίνει σε ένα βαθμό στην Πελοπόννησο. Κλασικές μορφές στρατιωτικών κοινοτήτων αποτελούν η Μάνη, η Χιμάρρα, το Σούλι, όπου η στρατιωτική συσσωμάτωση υποτάσσει και τις λοιπές λειτουργίες στην πρωτοκαθεδρία της, καθώς και τα αρματολίκια ή οι κλέφτικες ομάδες. Τέλος, τυπικές οικονομικές συσωματώσεις είναι οι συντεχνίες – που ενισχύονται τόσο, ώστε φθάνουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο ακόμα και στην εκλογή του Πατριάρχη στην Κωσταντινούπολη, κατά τα τέλη του 18ου αι.,  ή στην εκλογή των κοινοτικών αρχόντων –, οι κομπανίες των εμπόρων, τα τσελιγκάτα, οι συντροφοναύτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι οικονομικές συσσωματώσεις, όπως τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα μεταλλεία αργύρου του Πόντου, τα Μαστιχοχώρια της Χίου, οι συντροφιές των Αμπελακίων, οι ναυτικές κοινότητες του Αιγαίου, μεταβάλλονται στο αποφασιστικό στοιχείο της ίδιας της κοινοτικής δραστηριότητας. Σημειώνει ο Πανταζόπουλος: Θ δύνατο λοιπν ν λεχθ ότι η δράσις τών οικονομικών συσσωματώσεων τών βιοτεχνών καί εμπόρων υπήρξεν σημαντικωτέρα, παρ’ όσον γενικώς πιστεύεται. Διότι πολλάκις η πολιτική συνένωσις, η κοινότης, δέν αποτελεί παρά τήν εξωτερικήν εμφάνισιν της οικονομικής συσσωματώσεως.

Στα Αμπελάκια, όχι μόνο η κοινοτική αλλά ακόμα και η θρησκευτική και εκπαιδευτική «συσσωμάτωση» θα υπαχθεί στο γενικότερο πλαίσιο που ορίζει η Συντροφία. Έτσι, ο επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος (1763-1793), που είχε την έδρα του στα Αμπελάκια, έπαιξε ουσιώδη ρόλο στη συγκρότηση της Κοινής Συντροφίας, και πολλοί υποστηρίζουν πως αυτός διατύπωσε και το κείμενο του Συμφωνητικού – το βέβαιο πάντως είναι πως έχει επικυρώσει το καταστατικό της, εξ άλλου, οι αρχές της βασίζονται στη χριστιανική πίστη. Τέλος, η Σχολή των Αμπελακίων, το «Ελληνομουσείον», χρηματοδοτείται, όπως προαναφέραμε, από τη Συντροφία. Χαρακτηριστική είναι ανάλογη εξέλιξη στην Ύδρα, όπου η φορολογία για τη διοίκηση της νήσου μετατοπίζεται από την οικογενειακή μονάδα, που κατέβαλλε 3 γρόσια για τα έξοδα, στα «πλοία», που καταβάλλουν το 5% των εσόδων τους. Η κοινοτική, λοιπόν, μορφή οργάνωσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας μπόρεσε να εκφραστεί και στο επίπεδο της παραγωγής. Αυτό είναι το «θαύμα» των Αμπελακίων.

Ας διαβάσουμε όμως έναν αυτόπτη μάρτυρα, έναν από τους πρώτους, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τον «ορθό χαρακτηρισμό» (sic) της συσσωμάτωσης των Αμπελακίων και ο οποίος, με τα νοητικά εργαλεία της εποχής του και της χώρας του, της Γαλλίας, θα χαρακτηρίσει, στα 1797, την Κοινή Συντροφία ως μια μεγάλη ετερόρρυθμη εταιρεία, τον Φελίξ ντε Μπωζούρ: Όσο για μένα, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα στα Αμπελάκια και στα περίχωρά τους, έναν πολυάριθμο πληθυσμό που ζούσε ολόκληρος από το προϊόν της βιοτεχνίας του, και που παρουσίαζε ανάμεσα στα βράχια της Όσσας την συγκινητική σύναξη μιας οικογένειας από αδέλφια και φίλους: ο υπέροχος θεσμός που είχαν αναπτύξει οι Ιησουίτες μέσα στα δάση της Παραγουάης, μεταφυτευμένος ως διά μαγείας ανάμεσα στους γκρεμούς και τις χιονοστιβάδες των Τεμπών, τα μίση των Ελλήνων εξασθενημένα, η επιθυμία για μάταιες πανουργίες πνιγμένη από γενναιόφρονα αισθήματα, η εθνική ματαιοδοξία να έχει καταπνιγεί από τα γενναιόδωρα αισθήματα. Όλες οι μεγάλες, φιλελεύθερες ιδέες να φυτρώνουν σε ένα χώμα βουτηγμένο επί είκοσι αιώνες στη σκλαβιά. Ο αρχαίος ελληνικός χαρακτήρας να ξαναγεννιέται με την πρώτη του ενεργητικότητα ανάμεσα στους καταρράκτες και τα σπήλαια του Πηλίου, και, για να τελειώνουμε, όλα, όλα τα ταλέντα και όλες οι αρετές της αρχαίας Ελλάδας να ξαναγεννιούνται στη γωνιά αυτή της σύγχρονης Ελλάδας. Για τον Γάλλο πρόξενο, τα Αμπελάκια, «μια οικογένεια από αδέλφια και φίλους», μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με το «βασίλειο του Θεού», δηλαδή την εξισωτική κοινότητα που είχαν δημιουργήσει στα δάση της Παραγουάης οι Ιησουίτες μοναχοί. Αυτή και μόνον η αντιστοιχία, που περνάει από τον νου του, μας δίνει ίσως μια πολύ πιο εύγλωττη από πολλές σύγχρονες αναλύσεις απάντηση στο ερώτημα για τη φύση της «συσσωμάτωσης» των Αμπελακίων.

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο Μέρος V

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης ΙIΙ

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

Το εξαγωγικό θαύμα των Αμπελακίων

Τα Αμπελάκια δεν αποτελούσαν μια μεμονωμένη νησίδα βιοτεχνικής δραστηριότητας αλλά τμήμα ενός ευρύτερου βιοτεχνικού χώρου, που αγκάλιαζε το Πήλιο, τα χωριά του Κισσάβου και τον Όλυμπο, την Αγιά, τη Ραψάνη, με θαλάσσιες εξόδους στον Βόλο και το Τρίκερι, άμεσα συνδεδεμένου με τη ναυτική ανάπτυξη του Τρικερίου και της Σκοπέλου. Παραδόξως, και ένα σημαντικό πεδινό κέντρο, ο Τύρναβος, γύρω στα 1800, είχε μια βιομηχανική παραγωγή περίπου 3 εκατ. χρυσών φράγκων ετησίως, έναντι 1,7 εκατ. των Αμπελακίων. Δηλαδή, ο Τύρναβος, ακόμα και αυτή την περίοδο που έχει ήδη αρχίσει να παρακμάζει, αποτελεί σημαντικότερο παραγωγικό κέντρο από τα Αμπελάκια.

Ο Τύρναβος, χρονικά, προηγείται κατά πολύ των Αμπελακίων ως προς τη βιοτεχνική παραγωγή, ενώ δεν περιοριζόταν στην παραγωγή κόκκινων νημάτων, όπως τα Αμπελάκια, αλλά επί πλέον παρήγε και εμπορευόταν προϊόντα στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας, μεταξωτά και βαμβακερά. Η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια που εξάγονταν στο Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Μάλτα και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου.

Τα γειτονικά χωριά προσέφεραν νήμα για τους αργαλειούς της πόλης, ενώ ένα μεγάλο μέρος της βαμμένης κλωστής πουλιόταν στα Αμπελάκια. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σχετικά ολοκληρωμένο κύκλωμα παραγωγής και εμπορευματοποίησης, από το βαμβάκι, που παρήγαν οι αγρότες του κάμπου, έως τη βαφή, τη νηματοποίηση, την ύφανση και τη μεταφορά – έναν «ενάρετο κύκλο» μιας ολοκληρωμένης βιοτεχνικής δραστηριότητας υπό μετεξέλιξη προς μια ολοκληρωμένη μανιφακτούρα. Ωστόσο, η εσωτερική ζήτηση θα παραμένει ασθενής και η πώληση των προϊόντων εξαρτιόταν αποφασιστικά από τις αγορές του εξωτερικού.

Ο Τύρναβος, που έφθασε να έχει 20.000 κατοίκους στα μέσα του 18ου αιώνα, είχε χαρακτηριστεί βακούφι ήδη από την ίδρυσή του, και υπαγόταν στον σερίφη της Μέκκας, γι’ αυτό οι κάτοικοι πλήρωναν μόνο το χαράτσι και τη δεκάτη και ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Επίσης απαγορεύονταν οι διελεύσεις στρατευμάτων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να μην αναπτυχθούν μεγάλα τιμάρια και τσιφλίκια στην περιοχή και να συνεχίσει να υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό μικροϊδιοκτητών αγροτών, σε αντίθεση με τον λοιπό θεσσαλικό κάμπο. Επί πλέον, ο τουρκικός πληθυσμός παραμένει πάντα σχετικά ολιγάριθμος, μόλις 70 οικογένειες.

Ο οικισμός των Αμπελακίων δημιουργήθηκε γύρω στο 1550 και στήριξε την ανάπτυξή του στην παραγωγή και τη βαφή με κόκκινο χρώμα, από ερυθρόδανο (ριζάρι), νημάτων, ανάπτυξη που απογειώθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου και τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια του 19ου αι.

Το 1806, πέρασε από τα Αμπελάκια ένας από τους πιο αξιόπιστους περιηγητές, ο Άγγλος Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο οποίος γνώρισε τη βιοτεχνική κώμη στον κολοφώνα της ακμής της.

Οι Αμπελακιώτες ασχολούνται με την βαφή κόκκινων βαμβακε­ρών νημάτων τα οποία στέλνουν, οδικώς, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία. Οι άρχοντες των Αμπελακίων διέμεναν αρκετά χρό­νια στη χριστιανική Δύση, ομιλούν γερμανικά και, μολονότι είναι πολύ εμπορικοί στις ιδέες τους, είναι ευχάριστοι στους τρόπους τους και συγκριτικά πιο φωτισμένοι. Συντηρούν ένα ελληνικό σχολείο το οποίο φαίνεται πως σημειώνει καλή πρόοδο υπό την εποπτεία και υποστήριξη του εδρεύοντος εδώ επισκόπου. […] Τα νήματα που βάφουν οι Αμπελακιώτες τα προμηθεύονται από όλη τη Θεσσαλία και γνέθονται εδώ από τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλο το νήμα κατασκευάζεται με το αδράχτι. Το ριζάρι ή ερυθρόδανο, πιο λαϊκά αλιζάρι, το οποίο α­ποτελεί το βασικό συστατικό της βαφής, εισάγεται από τη Σμύρνη και τρίβεται εδώ σε μύλους που περιστρέφονται από άλογα. […]

Κάθε χρόνο στέλλονται στη Γερμανία 150.000-200.000 οκάδες νη­μάτων, όπου χρησιμοποιούνται στα υφάσματα, από τα οποία μεγάλο μέρος στέλνεται στην Ισπανία, με προορισμό τις αποικίες της στην Αμερική. Λίγα νήματα βάφονται μπλε στα Αμπελάκια για να χρησι­μοποιηθούν στους θεσσαλικούς αργαλειούς.[…] Πέρυσι [1805] διέ­τρεξαν όλες μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας των πολλών πτωχεύσεων στη Βιέννη […] και όλοι φοβούνται οικονομι­κή κατάρρευση εάν πέσει και άλλο η αξία του αυστριακού νομίσμα­τος.

Τα Αμπελάκια ήταν μια μικρή πόλη, εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην παραγωγή και την εμπορία νημάτων, στην οποία συμμετείχαν περίπου 4.500 άτομα εργαζόμενα στα βαφεία, τα νηματουργεία και τις υφαντουργικές δραστηριότητες, ενώ και αρκετοί αγρότες εργάζονταν στην παραγωγή του βαμβακιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Φελίξ ντε Μπωζούρ, στην 12η  έκθεσή του, στις 24 Ιουλίου 1797, που στέλνει στο Παρίσι, αναφέρει πως μοιάζει «μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας παρά με χωριό της Τουρκίας»:

Το χωριό αυτό σκορπίζει, με τη βιοτεχνία του, την κίνηση και τη ζωή σε όλη τη γύρω χώ­ρα και δημιουργεί ένα απέραντο εμπόριο που συνδέει τη Γερμανί­α με την Ελλάδα με χίλια νήματα. Ο πληθυσμός τους, που τριπλασιάστηκε εδώ και 15 χρόνια, ανέρχεται σήμερα σε τέσσερις χιλιάδες άτομα, και όλος αυτός ο πληθυσμός ζει μέσα στα βαφεία. […] Τα κακά και οι έγνοιες που γεννά η οκνηρία είναι άγνωστα. Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει ή να μείνει ανάμεσά τους και διοικούνται από τους πρωτόγερους και από τους δικούς τους άρχοντες. Δύο φορές οι αιμοβόροι Μουσουλμάνοι της Λάρισας […] αποπειράθηκαν να σκαρφαλώσουν στα βουνά τους και να λεηλατήσουν τα σπίτια τους, και δύο φορές αποκρούσθηκαν από χέρια, που άφησαν ξαφνικά τους αργαλειούς και οπλίστηκαν με μουσκέτα. Όλα τα χέρια, ακόμα και εκείνα των παιδιών, χρησιμοποιούνται στα βαφεία των Αμπελακίων, και ενώ οι  άνδρες βάφουν το βαμπάκι και οι γυναίκες το κλώθουν και το ετοιμάζουν. […] Υπάρχουνε είκοσι τέσσερα εργαστήρια όπου βάφουν κάθε χρόνο δύο χιλιάδες πεντακόσιες μπάλες βαμπάκι των εκατό οκάδων η μπάλα. Τα κέρδη του μερίσματος του κάθε μετόχου ρυθμίστηκαν σε 10% τον χρόνο και το περίσσευμα αποφασίστηκε να αυξάνει το αρχικό κεφάλαιο, που έφτασε σε δυο χρόνια από εξακόσιες χιλιάδες πιάστρα σε ένα εκατομμύριο.

Αυτή η Κοινή Συντροφία αποτελούνταν από πολλές μικρότερες, οι οποίες δρούσαν χωριστά από τις άλλες και αποκλειστικά για τον εαυτό τους, και οι οποίες, ύστερα από συζητήσεις αρκετών ετών, κατά τη δεκαετία του 1770, αποφάσισαν να συνενωθούν σε μία και μόνη, την Κοινή Συντροφία. Έτσι, περίπου 80 έμποροι και άγνωστος αριθμός βαφειάδων από τα 24 βαφεία οδηγήθηκαν στην ίδρυση αυτής της ενιαίας επιχείρησης εμπόρων και παραγωγών, της Κοινής Συντροφίας και Αδελφότητας.

Η διαφορά ανάμεσα στο νέο παραγωγικό σύστημα των Αμπελακίων και στο αντίστοιχο παραδοσιακό του Τυρνάβου βρισκόταν στο γεγονός ότι όλοι οι εταίροι του πλούτου (σύντροφοι) είχαν μερίδιο στα αποτελέσματα, ανάλογο με τη μορφή και τη σημασία της δουλειάς τους. Γύρω από την κεντρική αυτή ομάδα εταίρων – εμπόρων και βαφειάδων – που ανήρχοντο σε 150-200 άτομα, εργαζόταν μια πολυπληθέστερη ομάδα εταίρων των οποίων η ευθύνη και η φερεγγυότητα εξαρτιόταν από την πρώτη ομάδα. Περαιτέρω, χιλιάδες άλλα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, Αμπελακιώτες και κάτοικοι γειτονικών χωριών, εργάζονταν με μισθό, άλλοι σε μόνιμη βάση και άλλοι ως εποχιακοί. Τέλος, υπήρχαν μεταφορείς πρώτων υλών προς τα Αμπελάκια και μεταποιημένων προϊόντων προς τη Θεσσαλονίκη, την Κων/πολη, την Οδησσό, τη Βιέννη και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Κύριο υποκατάστημα λειτουργούσε στη Βιέννη και μικρότερα σε διάφορες μεγαλουπόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και κρατών της Ευρώπης.

Το 1806, ο Γεώργιος Σβαρτς φυλακίζεται από τον Αλή πασά στα Γιάν­νενα, για μη πληρωμή φόρων και καταχρήσεις. Το 1807, με τους ναπολεόντειους πολέμους και τους αποκλεισμούς, πτωχεύει η Τράπεζα της Βιέννης, στην οποία η «Κοινή Συντρο­φία» έχει καταθέσεις 10 εκ. φράγκων. To 1812, διαλύεται η «Κοινή» και πάλι ο Γ. Σβαρτς φυλακίζεται στη Βιέννη για χρέη και κατάχρηση, ενώ, το 1814, η Συντροφία αγοράζει κλωστική μηχα­νή από την Αγγλία, για να μπορέσει να αντισταθεί στον αγγλικό ανταγωνισμό, η οποία όμως δεν επέπρωτο να λειτουργήσει ποτέ. Με τον  θάνατο του Γ. Σβαρτς, το 1818, μοιάζει ωσάν να παίρνει τέλος μια εκπληκτική περίοδος άνθησης, που ήταν ταυτόχρονα και άνθηση του ορεινού βιοτεχνικού κόσμου, και η κοινότητα Αμπελακίων, από τα 20 ή 30 εκατομμύρια φράγκα κεφάλαια που διέθετε, κυρίως στις τράπεζες της Βιέννης – είδαμε ήδη τη χρεωκοπία της Τράπεζας της Βιέννης –,  θα χάσει σταδιακώς το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου και θα βρεθεί, τον ίδιο χρόνο, το 1818, με ένα χρέος 86.000 γρόσια.
Η Γενική Συνέλευση της Συντροφίας, στο τέλος του χρόνου, κατένεμε τα κέρδη ως ακολούθως: Αφαιρούσε τους φόρους που χρωστούσε η κωμόπολη στους Τούρκους, καθώς και τα διάφορα έξοδα
, ένα σημαντικό χρηματικό ποσό προοριζόταν για τους φτωχούς, τους αρρώστους και τις οικογένειές τους. Τέλος, αφαιρούσαν τα έξοδα για τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα νοσοκομεία, τους δρόμους και μόνο μετά μοίραζαν τα υπόλοιπα κέρδη στους μερισματούχους, ανάλογα με τα μερίδιά τους.

Το Σχολείο είχε ιδρυθεί από το 1749 ως κοινό σχολείο και αναβαθμίστηκε από τον επίσκοπο Διονύσιο σε «Ελληνομουσείον», όπου δίδαξαν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Σπυρίδων Ασάνης κ.ά. Παράλληλα, στα Αμπελάκια, λειτουργούσε θέατρο, ενώ αναφέρεται το ανέβασμα του έργου του Γερμανού Κοτσεμπούε, «Μισανθρωπία και Μετάνοια».

 

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο Μέρος IV

ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ Ι

ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ:

Στην αρχαιότητα, η αντιπαράθεση μεταξύ δανειστών και οφειλετών, κατέληγε σε βίαιες συγκρούσεις και σε πολέμους – επειδή η εναλλακτική δυνατότητα, για την απαλλαγή από τα χρέη, ήταν η Δουλεία – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Είδε μπροστά του το σχολείο του χωριού, τη νεαρή δασκάλα, τα παιδιά καθισμένα στα θρανία, το μαύρο πίνακα… Άκουσε τη ζεστή φωνή της δασκάλας που χαμηλόφωνα (τα καστανά της μάτια αστράφτοντας από ενθουσιασμό) τους έλεγε: «Είσαστε Έλληνες!….να είσαστε υπερήφανοι!…Η φυλή μας είναι η πιο παλιά, η πιο ένδοξη, η πιο υπερήφανη, η πιο ποιητική!…».

Ακούγοντας την μαλάκωνε κάτι μέσα του, βούρκωναν τα μάτια του και ένοιωθε βαθιά τον πόθο να δώσει και αυτός τη ζωή του…..σαν τόσους άλλους, για αυτούς τους Έλληνες, για την Ελλάδα, για τον Ελληνισμό” (Πηνελόπη Δέλτα). «Που είναι αλήθεια αυτοί οι Έλληνες;», αναρωτιέται κανείς σήμερα, διαβάζοντας τα μυστικά του βάλτου”.

Ανάλυση

 «Κόκκινη γραμμή είναι η σωτηρία της Ελλάδας», είπε πρόσφατα ο πρωθυπουργός. Εξαιρετική τοποθέτηση, θα σκεφτόταν κανείς, εάν δεν γνώριζε ότι δεν συζητάμε εμείς με τους δανειστές μας για τη διαγραφή του χρέους, αλλά η κυρία Merkel και ο κ.Sarkozy – εάν δεν ενημερωνόταν ότι, δεν διαπραγματευόμαστε ούτε το επιτόκιο, ούτε τις δόσεις αποπληρωμής, ούτε το Δίκαιο, ούτε τις απαιτούμενες εγγυήσεις, ούτε τα μέτρα εξυγίανσης της οικονομίας μας, ούτε τίποτα απολύτως. Μία χώρα όμως, η οποία δεν διαπραγματεύεται η ίδια το μέλλον της, είναι δυνατόν να πείσει ποτέ τους δανειστές της;

«Η Τρόικα αποφασίζει», όπως είπε ο πρωθυπουργός στα εργατικά συνδικάτα, αφήνοντας τα με την απορία για το τι ακριβώς κάνει τόσο ο ίδιος, όσο και η «πλουσιοπάροχη», 50μελής κυβέρνηση του (αλήθεια, τι κάνει μία εταιρεία, η οποία διορίζει έναν διευθυντή, καθώς επίσης ένα πολυμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο δεν αποφασίζει για το μέλλον της;).        

Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, είναι αδύνατον να ανταπεξέλθουμε με τα τοκογλυφικά επιτόκια και τις μονομερείς απαιτήσεις των «εταίρων» μας – οι οποίοι ουσιαστικά έχουν στόχο τη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων, υποδουλώνοντας για δεκαετίες την Ελλάδα.

Τόκοι ύψους 17 δις € (28 δις € το 2015 ή 50% των φορολογικών εσόδων του δημοσίου ή ποσόν που αντιστοιχεί με ετήσιο εισόδημα 10.000 € για 2.800.000 εργαζομένους!), οι οποίοι σχεδιάζεται να «εξυπηρετηθούν» με συνεχώς υψηλότερους φόρους, ως συνήθως μη ανταποδοτικούς (πληρώνουμε για την Παιδεία, για την Υγεία, για τους δρόμους κλπ., παρά το ότι φορολογούμαστε για τη λειτουργία όλων αυτών), είναι αδύνατον ποτέ να επιτρέψουν επενδύσεις, καθώς επίσης τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης στην Ελλάδα. Χωρίς ανάπτυξη όμως, δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ μέλλον – οπότε όλοι εμείς οι Έλληνες, αργά ή γρήγορα, θα οδηγηθούμε στη χρεοκοπία ……εξαθλιωμένοι, εξευτελισμένοι, πεινασμένοι και λεηλατημένοι (με ή χωρίς δραχμή είναι μάλλον επουσιώδες). 

Δυστυχώς λοιπόν θα οδηγηθούμε στη χρεοκοπία, παρά το ότι γνωρίζουμε τη λύση των προβλημάτων μας, η οποία δεν είναι άλλη από την «εκδίωξη» του ΔΝΤ και την αποπληρωμή του συνολικού δημοσίου χρέους, χωρίς καμία διαγραφή, σε 40-50 ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με αυτό που δανείζονται οι τράπεζες – με το βασικό της ΕΚΤ (1%). Παράλληλα φυσικά θα οφείλαμε να διεκδικήσουμε τις πολεμικές επανορθώσεις, να διαχειριστούμε ορθολογικά τη δημόσια περιουσία της χώρας μας και να εκμεταλλευθούμε τον υπόγειο πλούτο της – εκλέγοντας επιτέλους μία ικανή κυβέρνηση, η οποία να αποφασίζει και όχι να εκτελεί τις εντολές των όποιων άλλων.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ

Οι μεγάλες αυτοκρατορίες σπάνια καταστρέφονται από εξωτερικές επιθέσεις – συνήθως καταρρέουν «υπό το βάρος» των εσωτερικών αντιθέσεων και διαφωνιών, οι οποίες σήμερα απειλούν την Ευρωζώνη.

Η διαχείριση της υπερχρέωσης ήταν ανέκαθεν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της Πολιτικής. Στην αρχαιότητα, η συνήθως σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ δανειστών και οφειλετών, κατέληγε σε βίαιες συγκρούσεις και σε πολέμους – επειδή η εναλλακτική δυνατότητα, για την απαλλαγή από τα χρέη, ήταν η Δουλεία.

Στη σημερινή Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο πλανήτη, η επίλυση ανάλογων προβλημάτων επιχειρείται μεν πιο «πολιτισμένα», με οικονομικούς όρους δηλαδή, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η προσπάθεια υποδούλωσης ή/και λεηλασίας των οφειλετών από τους δανειστές” (D. Gros).

Ανεξάρτητα από την παραπάνω αναφορά του Αμερικανού οικονομολόγου, με κριτήριο τους μακροοικονομικούς δείκτες, δεν υπάρχει καμία ανησυχία για το μέλλον της Ευρωζώνης – σαν σύνολο βέβαια. Ειδικότερα,

(α) Το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της είναι ισοσκελισμένο – γεγονός που σημαίνει ότι, η Ευρωζώνη διαθέτει αρκετές πηγές (resources), για να επιλύσει μόνη της τα προβλήματα δημοσίου χρέους, τα οποία αντιμετωπίζει. Ο Πίνακας Ι είναι χαρακτηριστικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Οι πέντε πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010

Χώρα

Πλεόνασμα

Χώρα

Έλλειμμα

 

 

 

 

Γερμανία

201.737

Η.Π.Α.

-689.932

Κίνα

182.725

Μ. Βρετανία

-152.830

Σ. Αραβία

152.000

Ινδία

-106.540

Ρωσία

151.621

Γαλλία

-85.325

Ιαπωνία

77.218

Τουρκία

-71.598

Πηγή: WP. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Στο σημείο αυτό τα πλεονεκτήματα της είναι κατά πολύ μεγαλύτερα, συγκριτικά με τις Η.Π.Α. ή με τη Μ. Βρετανία – οι οποίες έχουν τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (εισαγωγές υψηλότερες από τις εξαγωγές κλπ.), με αποτέλεσμα να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εισροή «εξωτερικών» κεφαλαίων.

(β)  Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης παραμένουν πολύ χαμηλά (περί το 4%, όταν το έλλειμμα των Η.Π.Α. ξεπερνάει το 10% ετήσια), οπότε η ΕΚΤ δεν βρίσκεται υπό την πίεση της χρηματοδότησης τους.

Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το ότι, η ΕΚΤ δεν έχει προβεί σε εκτεταμένες αγορές δημοσίων ομολόγων, όπως για παράδειγμα η Fed ή η Τράπεζα της Αγγλίας – ενώ η ενίσχυση των ελλειμματικών οικονομιών γίνεται έμμεσα, εσωτερικά, χωρίς την ανάγκη εισροής εξωτερικών κεφαλαίων, με τη βοήθεια των πλεονασματικών χωρών (άρθρο μας).    

(γ)  Ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης παραμένει χαμηλός, ενώ δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος αύξησης του – επειδή οι απαιτήσεις υψηλότερων μισθών, εκ μέρους των εργαζομένων, είναι αμελητέες. Το Ευρώ δεν απειλείται ούτε με υποτίμηση, με μείωση της αγοραστικής αξίας του δηλαδή, λόγω αύξησης της ποσότητας χρήματος – όπως συμβαίνει ήδη, σε μεγάλη έκταση στις Η.Π.Α. 

(δ)  Το δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης είναι περί το 80% του ΑΕΠ της, όταν το αντίστοιχο στις Η.Π.Α. ξεπερνάει το 100% του ΑΕΠ.  Η αναχρηματοδότηση δε των δημοσίων χρεών των επί μέρους κρατών δεν λειτουργεί πληθωριστικά, επειδή δεν δημιουργεί νέα αγοραστική δύναμη.

Επομένως, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους μπορεί να επιλυθεί σχετικά εύκολα, με τη βοήθεια ενός ελεγχόμενου, ανώδυνου πληθωρισμού – με τη μέθοδο δηλαδή, η οποία ακολουθήθηκε τόσο από τις Η.Π.Α., όσο και από τη Μ. Βρετανία, την περίοδο 1945-1980. Τα «μέσα» περιορισμού του χρέους, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν από τη μία πλευρά ο αυστηρός έλεγχος των χρηματαγορών και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, ενώ από την άλλη ο ελεγχόμενος πληθωρισμός ο οποίος ουσιαστικά οδηγούσε σε αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Το αποτέλεσμα ήταν η πληθωριστική μείωση των αποταμιεύσεων, καθώς επίσης η αύξηση των δημοσίων εσόδων (λόγω πληθωριστικής αύξησης του ΑΕΠ), τα οποία προκάλεσαν τη μείωση των χρεών (financial repression κατά την οικονομική ορολογία).       

(ε)  Ολοκληρώνοντας την ανάλυση των θεμελιωδών μεγεθών της ζώνης του ευρώ, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, ο ρυθμός ανάπτυξης δεν είναι τόσο χαμηλός, όσο πιστεύεται – αφού κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η κατά κεφαλή αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης ήταν ίδια, με αυτήν των Η.Π.Α. Εκτός αυτού, οι αποταμιεύσεις στην Ευρωζώνη είναι αρκετά υψηλές για να μπορούν να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό – οπότε ο ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος προϋποθέτει επενδύσεις, θα μπορούσε πολύ εύκολα να αυξηθεί. 

Με βάση όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της Ευρωζώνης δεν τεκμηριώνουν τους φόβους κατάρρευσης του Ευρώ – με μοναδική ίσως εξαίρεση την αυτοκαταστροφική τάση των Ευρωπαίων πολιτικών να επιδεινώνουν τα προβλήματα της Ευρωζώνης, κάθε φορά που συσκέπτονται στις Βρυξέλες (άρθρο μας).

Εν τούτοις, αντικειμενικά, το ευρώ κινδυνεύει να καταρρεύσει – είτε το παραδεχόμαστε, είτε όχι. Η αιτία δεν είναι άλλη από το ότι, η Ευρωζώνη δεν είναι ένα σύνολο Πολιτειών, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α., αλλά μία νομισματική ένωση διαφορετικών κρατών, τα οποία έχουν πάψει προ πολλού να είναι αλληλέγγυα μεταξύ τους – ενώ είναι πλέον φανερό ότι, δεν έχουν στόχο τη δημοσιονομική και πολιτική ένωση τους.

Οι αγορές λοιπόν το έχουν κατανοήσει, απαιτούν καθαρές, βιώσιμες λύσεις και  αντιμετωπίζουν πλέον τα κράτη-μέλη ως μονάδες και όχι σαν σύνολο – γεγονός που αποδεικνύεται από τα επιτόκια δανεισμού τους (spreads), τα οποία έχουν ήδη προσαρμοσθεί στα θεμελιώδη μεγέθη κάθε χώρας. Ο Πίνακας ΙΙ είναι αποκαλυπτικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Χώρα, spreads και CDS, σε μονάδες βάσης, στις 7.1.2012

Χώρα

Spreads

CDS

 

 

 

Ελλάδα

3.307

7.907

Πορτογαλία

1.140

1.108

Ιρλανδία

635

713

Ιταλία

527

536

Πηγή: Capital. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Κατ’ επέκταση, γνωρίζοντας πως οι αγορές προεξοφλούν μελλοντικές εξελίξεις, η Ευρωζώνη ευρίσκεται ήδη σε πορεία διάλυσης – μία διαδικασία, η οποία πολύ δύσκολα θα αντιστραφεί.      

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 07. Ιανουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2507.aspx

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Πέτρινα λόγια – Ποίημα του Γιάννη Ποτ.

Πέτρινα λόγια

 

Του Γιάννη Ποταμιάνου


 

Στενός ο δρόμος

        για να περάσεις καβαλάρης

και πώς να ξεπεζέψεις

όταν συνέχεια

      σε πέτρες σκουντουφλάς

                                        μέσα κι έξω;

Θέλω να σου μιλήσω

μα σαν αντιλαλήσει ο στίχος

                             στον ενδότοιχο

ειρωνεύεται η ηχώ

                          το πρόσωπό μου

 

Θέλω να σου μιλήσω,

Μα πέτρινα λόγια του βυθού

                           και παραμιλητά

μου ψιθυρίζουν  

                 τα θαλασσινά κοχύλια

 

Μην κοιτάς το σύννεφο

Προκρούστης είναι ο καιρός

           πετσοκόβει τα όνειρα

                                   στα μέτρα του

 

Γι’ αυτό πιάσε το χέρι μου,

μαζί να περπατήσουμε

             στα δύσβατα καλντερίμια.

 

                      5 Αυγούστου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης ΙI

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙΙ

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η Αθήνα της Τουρκοκρατίας

Η πιο εμβληματική περίπτωση μιας πόλης που σαν μετέωρο ανέβηκε στο στερέωμα του ελληνισμού, κατά τον 18ο αιώνα, και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς εξ αιτίας των επιδρομών των τουρκο-αλβανικών συμμοριών, υπήρξε η Μοσχόπολη, η «Αθήνα της Τουρκοκρατίας», σύμφωνα με τον Φάνη Μιχαλόπουλο. Η περίπτωσή της είναι, ίσως, η πλέον χαρακτηριστική και ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο βιοτεχνικο-μικροϊδιοκτητικός, υπό ανάδυσιν, πρωτο-καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, απέναντι στον «ληστρικό τρόπο παραγωγής».

Η Μοσχόπολη βρίσκεται στη Βόρειο Ήπειρο, δυτικά της Κορυτσάς, σε ένα λεκανοπέδιο με υψόμετρο 1.200 μέτρα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, με 8.000 σπίτια, με πληθυσμό άνω των 40.000 κατοίκων και φημισμένα εργαστήρια ταπητουργίας, υφαντουργίας, χαλκουργίας και χρυσοχοΐας. Η πόλη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά από τους κατοίκους της στα 1769 και μεταβλήθηκε σε «πόλη-φάντασμα», εξ αιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών των «Τουρκαλβανών».

Παρότι ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα – γύρω στα 1500 –,  είχε ξεπεράσει και τα ίδια τα Γιάννινα, μεταθέτοντας το κέντρο του ηπειρωτικού ελληνισμού βορειότερα, εντάσσοντας τους βλαχόφωνους Έλληνες σε μια ανοδική πορεία οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης. Από εδώ κατάγονται μεγάλοι έμποροι όπως ο Σίνας, ο Καζαντζής κ.ά., εδώ θα δημιουργηθεί η περίφημη σχολή που θα ονομαστεί «Νέα Ακαδήμεια», καθώς και τυπογραφείο, γύρω στα 1730. Και όμως, το 1769, με την ευκαιρία του ρωσο-τουρκικού Πολέμου του 1768, στίφη ατάκτων Τουρκαλβανών θα καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και το σύνολο του πληθυσμού θα μεταναστεύσει. Η οικογένεια Σίνα θα μετεγκατασταθεί στην Αυστρία και αρκετοί από τους  αστούς της πόλης θα στραφούν σε εμπορο-χρηματικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, στη Γεωγραφία Νεωτερική, «Πρωτύτερα πόλι δν ταν τίποτε. Ο Βοσκοπολται χουν κ παραδόσεως, πς ταν μόνο δεκξ καλύβαις βοσκν π τ ποο κα νομάστηκε Βοσκόπολι». Η καθυστερημένη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλεως, μετά την τουρκική κατάκτηση, καθώς και ο πρωτογενώς κτηνοτροφικός χαρακτήρας της την έκαναν εξ αρχής μια πόλη χωρίς τουρκική παρουσία. Οι κάτοικοι, αφού πλούτισαν ως κτηνοτρόφοι, άρχισαν να επεξεργάζονται τα μαλλιά και δημιούργησαν αρχικώς οικοτεχνία και στη συνέχεια βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων, τέλος, με καραβάνια εγκαινίασαν το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, ενώ «α γυ­να­κες α­τν πε­ρι­κνη­μί­δων κα πε­ρι­πο­δί­ων ­σαν ­ρι­σται πλέ­κτριαι», και οι καπότες, οι τσόχες, οι φανέλες που κατασκεύαζαν ήταν περιζήτητες. Σταδιακώς, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Έλληνες, βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι, καθώς και Αλβανοί από όλη τη Μακεδονία και την Ήπειρο, για να διαφύγουν τους εξισλαμισμούς, οι δε κάτοικοι του Μετσόβου και του Σκαμνελίου δημιούργησαν δικούς τους συνοικισμούς (Μετσοβίτ μαχαλεσί και Σκαμνελίτ μαχαλεσί). Ο Πουκεβίλ αναφέρει πως η πόλη είχε περίπου 12.000 σπίτια και 60.000 πληθυσμό, δηλαδή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τα Ιωάννινα των  20.000 και ανάλογου μεγέθους με τη Θεσσαλονίκη. Ο Αραβαντινός την περιγράφει ως «το μέγιστον των εμπορικών κέντρων απάσης της Ιλλυρικής χερσοννήσου». Αυτόπτης που τύπωσε γεωγραφία της Ελλάδας, το 1826, μιλάει για 40.000 πληθυσμό. Τον ίδιο αριθμό δίνει και ο Κούμας, καθώς και ο Λωρέντης και ο Leake. Ο Κουτσονίκας, στην Ιστορία του, παρουσιάζει σε λίγες σελίδες μια γενική εικόνα της Μοσχόπολης:

­πάν­των τού­των τν συ­νοι­κι­σμν ­ξέ­χου­σα ν πε­ρί­φη­μος με­γα­λού­πο­λις, Μοσχόπο­λις, ­τις πε­ρ τς ρ­χς το 18 α­­νος ν­θει κα ­πρ­χεν ες τν κο­λο­φ­να το πλού­του τς Βι­ο­μη­χα­νί­ας κα το μ­πο­ρί­ου, ­χου­σα πε­ρ τς 12 χι­λιά­δας ο­κο­γε­νει­ν ν γέ­νει χρι­στια­νν, πεν­τή­κον­τα συν­τε­χνεί­ας, Γυ­μνά­σιον ν­τε­λέ­στα­τον, ες πα­ρε­δί­δον­το τ ­ψη­λό­τε­ρα μα­θή­μα­τα κα δι­ά­φο­ροι γλσ­σαι ε­χον προ­σέ­τι Τυ­πο­γρα­φε­ον […]. Ε­χε δ προ­σέ­τι ρ­γο­στά­σια ­ρι­ού­χων κα τος λαμ­προ­τά­τους ­ε­ρος Να­ούς, ο­οι ο­δα­μο τς Ε­ρω­πα­ϊ­κς Τουρ­κί­ας ­πάρ­χουν […]. Ες τν πό­λιν ταύ­την ε­χε με­τα­φέ­ρει τν κα­θέ­δραν του δι’  ­ου­στι­α­νί­ου Δόγμα­τος δι­α­τε­λν ­νε­ξάρ­τη­τος ρ­χι­ε­πί­σκο­πος ­χρη­δν πρ­τος ­ου­στια­νς ­χων ­π τν δι­και­ο­δο­σί­αν του δώ­δε­κα Μη­τρο­πο­λί­τας κα ν­νέ­α ­πι­σκό­πους κα τ προ­νό­μιον το ­πο­γρά­φε­σθαι δι πρα­σί­νης με­λάνης.

Η «Ακαδημία» απετέλεσε το απόγειο και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της πόλης, οι οποίες είχαν αρχίσει σε συστηματική κλίμακα ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Η Μοσχόπολη υπήρξε, κατά ορισμένους μελετητές, η πρώτη πόλη του ελληνικού κόσμου που φιλοξένησε «ανώτερη σχολή», πριν από τις σχολές των Ιωαννίνων ή την Αθωνιάδα. Από το 1748, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο μαθητής του Βούλγαρι Θεόδωρος Καβαλλιώτης, εισήγαγε και νέο πρόγραμμα σπουδών, σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις. Η πόλη υπαγόταν αρχικώς στη δικαιοδοσία της Βαλιδέ Σουλτάνας, γεγονός που της εξασφάλισε την απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στην πόλη, καθώς και την σχεδόν πλήρη αυτοδιοίκησή της, ακόμα και όταν επιγενέστερα πέρασε στη δικαιοδοσία του σιληχτάρη του Σουλτάνου. Συνεχίζει ο Κουτσονίκας: πό­λις ­το δι­η­ρη­μέ­νη ες ξ συ­νοι­κί­ας, συγ­κει­μέ­νης κ δι­σχι­λί­ων ο­κο­γε­νει­ν κάστης­φ’ ­κά­στης συ­νοι­κί­ας δι­ω­ρί­ζε­το κα­τ’ ­τος ­π τς κοι­νό­τη­τος ες προ­ε­στώς, ο­τος δ ες τ τέ­λος το ­τους ­δι­δε λό­γον τς δι­α­χει­ρή­σε­ώς του κα ν­τι­κα­θί­στα­το ­π’ λ­λου. ­π τν ξ τού­των προ­ε­στώ­των δι­ω­ρί­ζε­το, ­π’ ­ό­ρι­στον χρό­νον, δι Σουλ­τα­νι­κο δι­α­τάγ­μα­τος, προ­τά­σει, ν­νο­ε­ται, το πρω­το­σπα­θα­ρί­ου, ες Μέ­γας ρ­χων, ς ­νο­μά­ζε­το τουρ­κι­στ Να­ζί­ρης. […] Μό­νον α γ­κλη­μα­τι­κα ­πο­θέ­σεις ­δι­κά­ζον­το ­νώ­πιον το μι­σθω­το ­γ, ρ­χη­γο τς στρα­τι­ω­τι­κς πρς φρού­ρη­σιν δυ­νά­με­ως, ­στις ν ­π κε­φα­λς τρι­α­κο­σί­ων στρα­τι­ω­τν ­φρού­ρει τν πό­λιν σπανί­ως δ ­πο­θέ­σεις τι­νς ­φέ­ρον­το ­νώ­πιον το ­θω­μα­νο Κα­δ, δρεύ­ον­τος ες τν πρω­τεύ­ου­σαν τς ­παρ­χί­ας Κόρ­τζας, ες τν δι­και­ο­δο­σί­αν το ­ποί­ου ­θε­ω­ρε­το πό­λις ­πα­γο­μέ­νη, κα πρς ν πό­λις ­χο­ρή­γει κα­τ’ ­πο­κο­πν πο­σό­τη­τά τινα χρημά­των.

Το καθεστώς της αυτοδιοίκησης δημιουργούσε τις εσωτερικές συνθήκες μιας σχεδόν ανεξάρτητης «πόλης-κράτους», που έτεινε να μεταβληθεί στο κέντρο του ορθόδοξου και βλαχόφωνου ελληνισμού στην ανατολική Βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο, από αυτή την ημιανεξάρτητη εμποροβιομηχανική πόλη, που βρισκόταν στη φάση μετασχηματισμού της βιοτεχνίας σε «βιομηχανική» παραγωγή, έλειπε «κάτι», η πολιτική αυτονομία και το απαραίτητο παρακολούθημά της, η στρατιωτική ισχύς.

Το 1760, 36 χωριά του Πωγωνίου, πιεζόμενα από τη φορολογία, εξισλαμίσθηκαν μέσα σε μία ημέρα και εφόρμησαν στις γύρω περιοχές για να τις λεηλατήσουν. Την ίδια εποχή, ολόκληρο διαμέρισμα της βόρειας Μακεδονίας εξώμοσε, μαζί με τον επίσκοπο, την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι, η Μοσχόπολη απέμεινε περιστοιχιζόμενη από μια μουσουλμανική θάλασσα. Παρ’ όλα ταύτα όμως, και μόνη η παρουσία της, με τα μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη και με τον πλούτο της, θα μπορούσε, δυνητικά, να δημιουργήσει τον πυρήνα της επανελληνοποίησης της περιοχής και της συγκράτησης των ορθόδοξων πληθυσμών. Γι’ αυτό και η οθωμανική διοίκηση δείχνει μια χαρακτηριστική αδιαφορία στις επανειλημμένες επικλήσεις των κατοίκων για προστασία και στοιχειώδη αστυνόμευση. Έτσι, ένας από τους παράγοντες της αρχικής αυτονομίας και της ακμής της, η έλλειψη τουρκικής παρουσίας και σημαντικού μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, απέβη εν τέλει αρνητικός και ίσως καθοριστικός για την επιβίωση της πόλης, διότι οι τουρκικές αρχές αδιαφορούσαν για την τύχη της και ίσως ακόμα και να εύχονταν την καταστροφή της.

Επιπροσθέτως, οι συγκρούσεις γύρω από τη διοίκηση της πόλης, μεταξύ των «αρχόντων», καθώς και ανάμεσα στις συντεχνίες, όπως και οι διεκδικήσεις των εργατών, που ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, πήραν ενδημικό χαρακτήρα, ενώ έχει καταγραφεί η δολοφονία προεστώτων και μεγαλεμπόρων μέσα στο ίδιο το μοναστήρι του Προδρόμου, κατά την εορτή της Διακαινησίμου. Οι διαφορετικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις υποχρεώνονταν να καταφεύγουν σε ιδιωτικές ένοπλες δυνάμεις, συνήθως αποτελούμενες από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο διείσδυσαν και επισήμως στο εσωτερικό της πόλης. Η ανυπόφορη κατάσταση οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στην απόφαση της οριστικής και πρωτοφανούς μετοικεσίας μιας ολόκληρης πόλης. Παράλληλα με τη Μοσχόπολη, την ίδια τύχη, της ολοκληρωτικής διάλυσης, είχαν και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, των οποίων οι κάτοικοι μετανάστευσαν, όπως η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Σιπίσκα, η Νίτσα, το Μπιθικούκι, η Μπόρια, το Γκάμπροβο, η Πολένα, η Γράμμοστα κ.ά. Αναφέρεται από ορισμένους συγγραφείς ο υπερβολικός μάλλον αριθμός των 150.000 εκπατρισθέντων εξ αιτίας των διώξεων των Τουρκαλβανών, ορισμένες μάλιστα προηγούνται της καταστροφής της Μοσχόπολης, όπως συνάγεται και από σχετικό σουλτανικό φιρμάνι του 1767. Έτσι, η αστική τάξη της Μοσχόπολης δεν θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί σε μια εγχώρια βιομηχανική αστική τάξη, αλλά θα εκπατριστεί και θα επιβιώσει ως εμπορική-μεταπρατική ή θα μετασχηματιστεί σε βιομηχανική, στην… Αυστρία. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, θα εξαλειφθεί ριζικά και τελεσίδικα ένα βιοτεχνικό-βιομηχανικό παραγωγικό κέντρο στην καρδιά της Βορείου Ηπείρου. Εν τέλει, δε, την παραγωγική και ελληνική Μοσχόπολη θα αντικαταστήσει μια μεταπρατική «μητρόπολη», η Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία του πληθυσμού της και την έντονη παρουσία των δυτικών προξενείων και παροικιών.

Τα Αμπελάκια, άνοδος και πτώση της εγχώριας μανιφακτούρας

Τα Αμπελάκια αποτελούν την πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας εγχώριας βιοτεχνικής δραστηριότητας, που επιχείρησε να μετασχηματιστεί σε «μανιφακτούρα» και να θέσει τις βάσεις μιας γηγενούς δευτερογενούς παραγωγής, αλλά θα συντριβεί κάτω από τον ανταγωνισμό της αναπτυσσόμενης δυτικής βιομηχανίας. Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων αρχίζει να ενισχύεται, ενώ διαμορφώνονται και οι παροικίες του εξωτερικού. Παράλληλα δε, ενισχύεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες  πεδιάδες.

Ο Κωστής Μοσκώφ  – ο μόνος Έλληνας διανοητής που συνέλαβε σε όλες της τις διαστάσεις του τη σημασία του φαινομένου – γράφει χαρακτηριστικά: Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί. […] Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο. Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο. Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν.

Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και στη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε», αντίθετα, μετά το 1720,  ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός – μεταπρατικός, και η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.

Γύρω στα 1800, η γεωγραφία της υφαντουργικής παραγωγής στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία έχει μεταβληθεί ριζικά από μια συνολική παραγωγή αξίας 9-10 εκατομ. χρυσών φράγκων, ο Τύρναβος παράγει προϊόντα 3 εκατ., τα Αμπελάκια 1,7, η Βέροια 1,6, και μόλις το ίδιο η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο μέρος του βαμβακιού της Μακεδονίας εξάγεται, ενώ τα βιοτεχνικά κέντρα καταναλώνουν το 40% – 6 εκατ. χρυσά φράγκα. Το βαμβάκι της πεδιάδας των Σερρών έφθανε στις 70.000 μπάλες των 100 οκάδων (αξίας περίπου 7.000.000 πιάστρων). Από το ποσό αυτό, οι 50.000 μπάλες εξάγονται – 30.000 στη Γερμανία, 12.000 στη Γαλλία κ.λπ. – 10.000 μπάλες χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους (ιδιαίτερα για τα παπλώματα, τους σοφάδες, τα μαξιλάρια) και 10.000 μπάλες μετατρέπονται σε νήμα, από τις 20.000 μπάλες που μεταποιούνται σε νήμα στο σύνολο των περιοχών. Στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου αναπτύχθηκαν τα τσιφλίκια, είχαμε μείωση ή στασιμότητα του πληθυσμού, μεταξύ 1520 και 1820, σε αντίθεση με άλλες περιοχές:

                                                                        1520                1820

Πελοπόννησος                                              300                  504

Ρούμελη                                                          128                  320

Κυκλάδες και Αργοσαρωνικός                    60                   180

Ιόνια νησιά                                                    100                   180

Θεσσαλία                                                       353                   200

Μακεδονία                                                    500                   500

Ήπειρος                                                          165                   250

Αρχιπέλαγος                                                  100                   210

Κρήτη                                                             300                   180

Θράκη                                                               50                     70

ΣΥΝΟΛΟ                                                    2.056                2.594

Η επέκταση των τσιφλικιών σε βάρος της δημόσιας γης επέτεινε την οικονομική επιβάρυνση των αγροτών, που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στους γαιοκτήμονες το 20-25% της παραγωγής, εκτός από το 28%, που κατέβαλλαν στο κράτος: Η διάσπαση όμως κατά κάποιο τρόπο του ελλαδικού χώρου σε πεδινό, όπου έτεινε να κυριαρχήσει η τάση της «φεουδαρχοποίησης», και σε ορεινό, όπου υπερίσχυε η τάση της εμπορευματοποίησης, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνει και να επιβραδύνει τις διαδικασίες διαμόρφωσης σ’ αυτόν μιας δυναμικής και ευρύτερης εσωτερικής αγοράς. Ο ελληνικός κόσμος αναπτύσσεται σύμφωνα με τρεις πόλους. Έναν βορειοελλαδικό (Γιάννενα, Πήλιο, Θεσσαλονίκη) βιοτεχνικού χαρακτήρα, έναν νοτιοελλαδικό, ναυτιλιακό και εμπορομεσιτικό, και έναν κατ’ εξοχήν εμπορικό, τις  παροικίες.

Έτσι, όταν, κατά τον 18ο αι., η ελληνική βιοτεχνική παραγωγή και η ναυτιλία θα βρουν πρόσφορο έδαφος για να επεκταθούν στο εξωτερικό, θα σημειωθεί μια πρωτοφανής έκρηξη της παραγωγής των βιοτεχνικών κέντρων. Ωστόσο, αυτή συμβαδίζει με την παράλληλη ενίσχυση της εμπορευματοποίησης αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών των μουσουλμάνων αγάδων και των μεταπρατών εμπόρων, καθώς και την ενίσχυση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων από τη Δύση. Όλος ο 18ος και οι αρχές του 19ου αι. αποτελούν μία περίοδο «ανταγωνισμού» μεταξύ των βιοτεχνικών κέντρων, από τη μια, και των εξαγωγικών εμπορευματικών καλλιεργειών και των μεταπρατικών δραστηριοτήτων από την άλλη, που θα οδηγήσει, στη δεκαετία του 1810, μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την ανάδυση της βιομηχανικής κυριαρχίας της Αγγλίας, στην ήττα της μεταποιητικής δραστηριότητας και στην κρίση των ορεινών παραγωγικών κέντρων, που είχαν «υπερεπεκταθεί» εξαγωγικά και επομένως εξαρτώνταν από την εξωτερική συγκυρία. Στα 1800, η βιοτεχνία απασχολεί «ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%».

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο μέρος ΙΙΙ