ΔΙΑΒΟΛΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ II

ΔΙΑΒΟΛΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ:

… η ανίερη συνεργασία τραπεζών και κυβερνήσεων, οι μονεταριστικές ιδιαιτερότητες της Ευρωζώνης, οι δικλείδες ασφαλείας, τα υπέρ και τα κατά του κοινού νομίσματος – Μέρος  ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι Η ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

Η ΕΚΤ επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν στη ζώνη του Ευρώ. Έχει στην κατοχή της τον ολοκληρωτικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οπότε μπορεί να καθορίζει αποφασιστικά το μέλλον όλων των συναλλασσόμενων. Η απίστευτα μεγάλη δύναμη της οφείλεται στο ότι μπορεί να παράγει χρήματατυπώνοντας χαρτονομίσματα ή δημιουργώντας τα απλά με το πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή, σε οποιαδήποτε ποσότητα θέλει.

Δεν δημιουργεί όμως μόνο η ΕΚΤ χρήματα, αλλά και οι εμπορικές τράπεζες, αφού έχουν το προνόμιο της κατασκευής χρημάτων από τις πιστώσεις, με τη διατήρηση ελάχιστων εγγυήσεων στην κεντρική (2%). Τόσο η ΕΚΤ λοιπόν, όσο και οι τράπεζες, έχουν την άδεια παραγωγής χρημάτων από το πουθενά – μία δύναμη, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολλαπλά, ακόμη και για αθέμιτους σκοπούς”. Ειδικότερα, στα πλαίσια μίας «σκοτεινής» συνεργασίας, η εκάστοτε κυβέρνηση προσφέρει το δικαίωμα της παραγωγής χρήματος στις τράπεζες, έναντι της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της από αυτές – με τη μορφή της παροχής δανείων στο κράτος ή της αγοράς των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο. Κατ’ επέκταση η ανίερη, η διαβολική δηλαδή συμμαχία των κεντρικών τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των κυβερνήσεων είναι πολύ βαθιά, ενώ λειτουργεί ως εξής:

Η κεντρική τράπεζα δημιουργεί νέα χρήματα, όταν αγοράζει ομόλογα ή εγκρίνει δάνεια, τα οποία είναι εγγυημένα με ομόλογα του δημοσίου. Η κυβέρνηση πληρώνει τόκους στα ομόλογα ή στα δάνεια που λαμβάνει, οπότε δημιουργούνται κέρδη στην κεντρική τράπεζα. Τα κέρδη αυτά, εφόσον βέβαια η κεντρική τράπεζα ανήκει στο κράτος (κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει με την Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά ούτε με την ΕΚΤ), καταλήγουν ξανά στην κυβέρνηση – δια μέσου των μερισμάτων. Όταν τα ομόλογα είναι ληξιπρόθεσμα, οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να τα εξοφλήσουν – αφού, απλούστατα, η κεντρική τράπεζα αγοράζει από το κράτος νέα ομόλογα, τα οποία αντικαθιστούν τα παλαιότερα. Για παράδειγμα, εάν η ΤτΕ ανήκε στην Ελλάδα, με νόμισμα τη δραχμή, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει νέα ομόλογα, για την αντικατάσταση των παλαιοτέρων, πουλώντας τα στην ΤτΕ – οπότε δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να χρεοκοπήσει (υπενθυμίζουμε ότι, η τελική επιλογή στα καπιταλιστικά συστήματα είναι πληθωρισμός ή χρεοκοπία – όπου όμως με τον πληθωρισμό επιβιώνει κανείς, εάν καταφέρει να τον ελέγξει). Σε ένα άλλο επίπεδο τώρα, οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν επίσης χρήματα, αγοράζοντας ομόλογα του δημοσίου και χρησιμοποιώντας τα σαν εγγύηση για την παροχή δανείων από την κεντρική. Συνήθως, οι τράπεζες είναι απολύτως σίγουρες ότι η κεντρική τράπεζα θα αποδεχθεί τα ομόλογα του δημοσίου σαν εγγύηση”.   

Συνεχίζοντας, η παραπάνω ανάλυση είναι χαρακτηριστική – είναι δεδομένη δηλαδή για όλα τα δυτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, στα οποία οι τράπεζες (κεντρική, εμπορικές) δημιουργούνται και λειτουργούν, έχοντας την υποχρέωση να βοηθούν τα κράτη στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους. Εν τούτοις, η Ευρωζώνη είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, αφού υπάρχει ένα ιδιόρρυθμο κεντρικό τραπεζικό σύστημα (αποτελείται από την ΕΚΤ, καθώς επίσης από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών), το οποίο ενισχύει διαφορετικές κυβερνήσεις στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους. Ειδικότερα, όταν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης εμφανίζουν ελλείμματα, τότε εκδίδουν ομόλογα, τα οποία αγοράζει το τραπεζικό σύστημα και όχι η ΕΚΤ. Το τραπεζικό σύστημα αγοράζει ευχαρίστως ομόλογα δημοσίου, αφού χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις στην ΕΚΤ, για την παροχή δανείων εκ μέρους της – πόσο μάλλον όταν τα δάνεια που λαμβάνει τοκίζονται με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ενώ οι τράπεζες τα δανείζουν στα κράτη με αρκετά υψηλότερο επιτόκιο. Σε τελική ανάλυση λοιπόν κερδίζουν οι εμπορικές τράπεζες εις βάρος των Πολιτών, αφού τα κράτη δεν συμμετέχουν στα κέρδη τους – όπως στο παράδειγμα της κεντρικής τράπεζας που ανήκει στο κράτος (Τράπεζα του Καναδά κλπ.). Δικαίως λοιπόν αναφέρεται κανείς «απαξιωτικά» σε μία Ευρωζώνη, ειδικά κατασκευασμένη για τις τράπεζες – σε μία Ευρώπη των τραπεζών της ή στη δικτατορία των τραπεζών

ΟΙ ΜΟΝΕΤΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ

Επειδή τα νέα («φρέσκα») χρήματα δημιουργούνται από τις πιστώσεις, όσο περισσότερο αυξάνονται τα ελλείμματα ενός κράτους και εκδίδονται ομόλογα για την κάλυψη τους, τόσο γρηγορότερα «παράγουν» χρήματα οι τράπεζες του (οπότε αυξάνεται το ενεργητικό τους), καθώς επίσης το κεντρικό τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Κατ’ επέκταση, τα νέα χρήματα δημιουργούνται κυρίως στις ελλειμματικές χώρες – αυξάνοντας τόσο τις τιμές των προϊόντων, όσο και τα εισοδήματα των κατοίκων τους. Ο Πίνακας ΙΙ είναι χαρακτηριστικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Μεταβολή του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών 2000-2010 σε εκ. €

Έτος

Ενεργητικό

Διαφορά με προηγούμενο

 

 

 

2000

153.333

9,0%

2001

212.481

38,0%

2002

212.397

./.

2003

229.056

8,0%

2004

246.005

7,0%

2005

286.044

16,0%

2006

321.018

12,0%

2007

391.327

22,0%

2008

464.525

18,0%

2009

491.915

6,0%

2010*

517.118

5,0%

* Το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών το 2010, ύψους 517,1 δις € ήταν 2,24 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Ελλάδας (!)

Πηγή: ΟΤΟΕ, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε κατά 1.063% σε σχέση με το 1990, ενώ κατά 143% μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη. Τα μεγέθη στον πίνακα δεν είναι απόλυτα, αφού προέρχονται από διάγραμμα.  

Συνεχίζοντας, αφού δημιουργηθούν τα καινούργια χρήματα, αρχίζουν αργότερα να εισρέουν στην υπόλοιπη Ευρώπη – στην οποία οι τιμές δεν έχουν αυξηθεί ακόμη. Ειδικότερα, εισάγονται στις ελλειμματικές χώρες αγαθά και υπηρεσίες από τις πλεονασματικές, με τελικό αποτέλεσμα να διαχέεται αργότερα το νέο χρήμα σε αυτές – στις πλεονασματικές δηλαδή, για την πληρωμή των εισαγομένων. Τα νέα αυτά χρήματα αυξάνουν με τη σειρά τους τις τιμές στις πλεονασματικές οικονομίες (εισαγόμενος πληθωρισμός) – πολύ λιγότερο όμως τα εισοδήματα των Πολιτών τους. Μεταξύ άλλων, το γεγονός αυτό επεξηγεί τη διατήρηση χαμηλών μισθών στη Γερμανία, όταν για παράδειγμα στην Ιταλία οι αυξήσεις ήταν της τάξης του 40% – με αποτέλεσμα την πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ιταλίας, παράλληλα με την αντίστοιχη αύξηση της στη Γερμανία (μία ακόμη σημαντική δυσλειτουργία του συστήματος της Ευρωζώνης, η οποία οδήγησε στην υπερχρέωση πολλών κρατών). Συμπερασματικά τώρα, το κέρδος από την αύξηση της ποσότητας χρήματος οδηγείται στους αρχικούς χρήστες του, στις ελλειμματικές οικονομίες – ενώ το κόστος της φθίνουσας αγοραστικής δύναμης του ευρώ, λόγω πληθωρισμού, επιβαρύνει ολόκληρη την Ευρωζώνη (γεγονός που επεξηγεί την απαίτηση χωρών όπως της Γερμανίας, για πολιτικές λιτότητας των ελλειμματικών κρατών, για «κάψιμο χρημάτων» δηλαδή, παρά τα καταστροφικά αποτελέσματα τους για τις ίδιεςύφεση, ανεργία κλπ.). Η κάθε κυβέρνηση λοιπόν μίας αδύναμης οικονομίας έχει τη δυνατότητα, μέσω των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της, να κερδίζει εις βάρος των υπολοίπων, λιγότερο ελλειμματικών. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ευρωσύστημα μοιάζει με ένα τυπογραφείο χρημάτων, στο οποίο έχουν τη δυνατότητα να εισέρχονται διαφορετικά άτομα. Όλα αυτά τα άτομα έχουν το κίνητρο να τυπώσουν χρήματα και να τα διαθέσουν – με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές. Η ωφέλεια της απόκτησης ενός υψηλότερου εισοδήματος είναι κυρίως προνόμιο του εκτυπωτή – ενώ το κόστος επιβαρύνει όλους όσους συναλλάσσονται με το κοινό νόμισμα (ισχύει εν μέρει και στην περίπτωση του δολαρίου, όπου εκτυπωτής είναι η Fed, επειδή το δολάριο «χρησιμοποιείται» από πολλές χώρες). Επομένως, το κίνητρο για την εκτύπωση όσο το δυνατόν περισσότερων χρημάτων είναι τεράστιο – αφού, εάν κάποιος δεν εκτυπώσει, μειώνεται το πραγματικό του εισόδημα, επειδή οι τιμές αυξάνονται, λόγω του ότι οι υπόλοιποι εκτυπώνουν χρήματα και τα καταναλώνουν. Ακόμη καλύτερα, όποιος εκτυπώνει γρηγορότερα χρήματα (η πλέον ελλειμματική οικονομία), κερδίζει εις βάρος αυτών που τυπώνουν πιο αργά (της λιγότερο ελλειμματικής δηλαδή οικονομίας).   

Για παράδειγμα, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα τους με δάνεια (τραπεζικές πιστώσεις, μεταχρονολογημένες επιταγές, πιστωτικές κάρτες κλπ.), καταναλώνουν περισσότερο, από αυτούς που δεν χρωστούν – με αποτέλεσμα η μεγαλύτερη ζήτηση εκ μέρους τους να αυξάνει τις τιμές των προϊόντων. Οι υψηλότερες τώρα τιμές μειώνουν τα πραγματικά εισοδήματα αυτών που δεν δανείζονται, οπότε στην ουσία αυτοί που χρωστούν ζουν εις βάρος όσων δεν χρωστούν. Βέβαια, κάποια στιγμή οι όροι αντιστρέφονται, αφού κανένας δεν μπορεί να δανείζεται απεριόριστα. Εάν όμως τότε ακολουθήσει «στάση πληρωμών» (αδυναμία αποπληρωμής χρεών), τότε επιβαρύνονται για δεύτερη φορά, ξανά δηλαδή, αυτοί που δεν χρωστούν – μία από τις μεγαλύτερες ίσως «αδυναμίες» του συστήματος (ίσως οφείλουμε να τονίσουμε εδώ ξανά ότι, οι μεταχρονολογημένες επιταγές αποτελούν επίσης εκτύπωση χρημάτων και μάλιστα «παράνομη»).     

ΟΙ ΔΙΚΛΕΙΔΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Είναι εμφανές ότι, το ευρώ θα είχε ήδη υποτιμηθεί, εάν το σύστημα λειτουργούσε ακριβώς όπως το περιγράψαμε παραπάνω. Εν τούτοις, υπάρχουν ορισμένες «ασφαλιστικές δικλείδες». Η πρώτη από αυτές είναι τα ανώτατα όρια που έχουν τοποθετηθεί, σε σχέση με την εκτύπωση χρημάτων, όπου οι ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνες τους – αλλά μέσω ομολόγων του δημοσίου, τα οποία πρέπει να αγοραστούν από το τραπεζικό σύστημα, καθώς επίσης από το κεντρικό της ΕΚΤ (κάτι που θα άλλαζε σε κάποιο βαθμό, από την ενδεχόμενη έκδοση Ευρωομολόγων). Στην προκειμένη περίπτωση, εάν τα ομόλογα δεν αγοραστούν από τις τράπεζες και δεν δοθούν σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, τότε το σύστημα παύει να παράγει νέα χρήματα. Η μη αγορά ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών μπορεί να οφείλεται είτε στο χαμηλό επιτόκιο δανεισμού των κρατών, γεγονός που κάνει μη κερδοφόρα την τοποθέτηση τους, είτε στον κίνδυνο χρεοκοπίας κάποιας χώρας. Επίσης, είναι δυνατόν να οφείλεται στο ότι η ΕΚΤ παύει να δέχεται τα ομόλογα κάποιου κράτους σαν εγγύηση, για την παροχή δανείων στις τράπεζες. Η σημαντικότερη όμως δικλείδα ασφαλείας, αυτή δηλαδή που τοποθετεί ανώτατα όρια στην παραγωγή νέων χρημάτων, δεν είναι άλλη από το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, το οποίο έχουν συνυπογράψει όλες οι χώρες της Ευρωζώνης – εφόσον φυσικά τηρείται. Με βάση τη συγκεκριμένη συμφωνία, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού των κρατών-μελών δεν πρέπει να ξεπερνούν το 3% – οπότε, η παραγωγή νέων χρημάτων περιορίζεται αυτόματα κάτω από το ποσοστό αυτό. Εν τούτοις, καμία ουσιαστικά χώρα δεν σεβάστηκε το όριο του 3% – πρώτες από όλες η Γερμανία και η Γαλλία, αφού για πάρα πολλά χρόνια λειτούργησαν με μεγαλύτερα ελλείμματα, εις βάρος των υπολοίπων (στις οποίες σήμερα θέλουν να απαγορεύσουν «ηθικά» να κάνουν τα ίδια), εμποδίζοντας την επιβολή των συμφωνηθέντων κυρώσεων εκ μέρους της Ευρώπης. Μία συμφωνία όμως, με την οποία οι ίδιες οι χώρες αποφασίζουν για ενδεχόμενες κυρώσεις, όπου δηλαδή οι ένοχοι εκδικάζονται μόνοι τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρει την απαιτούμενη ασφάλεια στο κοινό νόμισμα.  Ολοκληρώνοντας, με δεδομένο ότι όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη ξεπέρασαν το όριο του 3% το 2010, το ευρώ θεωρείται αυτοκαταστροφικό για το μέλλον της ζώνης – αφού ο ανταγωνισμός των ελλειμμάτων οδηγεί σε κρίσεις χρέους οι οποίες, αργά ή γρήγορα, καταλήγουν είτε σε υπερπληθωρισμό, είτε σε χρεοκοπία.

ΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Κατά τη φιλελεύθερη άποψη, η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος είναι καταστροφική για το μέλλον των ανεξάρτητων χωρών. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν διευκολύνει την ορθολογική, ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά τη μονεταριστική αναδιανομή εισοδημάτων – όπου τα πλεονασματικά κράτη υποχρεώνονται να ενισχύουν τα ελλειμματικά, με τη βοήθεια της μεταφοράς πόρων. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας «επιδοτεί» σήμερα τη μη ανταγωνίσιμη οικονομία της, με έναν πολυπληθή δημόσιο τομέα, καθώς επίσης με πολύ υψηλούς πραγματικούς μισθούς (συγκριτικά πάντοτε με τους άλλους εταίρους της). Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό της – τα οποία χρηματοδοτούν το, σχετικά με την παραγωγικότητα τους, υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Στη συνέχεια, η πορτογαλική κυβέρνηση εκδίδει ομόλογα για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της χώρας της – τα οποία αγοράζονται από το τραπεζικό σύστημα, αφού τα αποδέχεται η ΕΚΤ σαν εγγύηση. Τα ομόλογα του πορτογαλικού δημοσίου λοιπόν τοποθετούνται σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, οπότε δημιουργούνται νέα χρήματα – τα οποία αυξάνουν αργότερα τις τιμές των προϊόντων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ειδικότερα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας είναι η πρώτη που λαμβάνει αυτά τα νέα χρήματα, τα οποία χρησιμοποιεί για την πληρωμή των υποχρεώσεων της (μισθούς, συντάξεις κλπ.). Εάν τώρα ένας Πορτογάλος μισθωτός αγοράσει μία γερμανική τηλεόραση, τα νέα χρήματα εισρέουν στη Γερμανία – αυξάνοντας τις τιμές των τηλεοράσεων εκεί, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης. Ουσιαστικά λοιπόν η Πορτογαλία εισάγει νέα προϊόντα, «εξάγοντας» για την απόκτηση τους νέα χρήματα – το μεγαλύτερο μέρος των οποίων παραμένει στη Γερμανία, αφού τα πορτογαλικά εμπορεύματα δεν είναι ανταγωνίσιμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται στην Πορτογαλία ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο με τη Γερμανία, όπου τα γερμανικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με νέα πορτογαλικά χρήματα. Σε τελική ανάλυση όμως, καμία χώρα δεν μπορεί να διατηρήσει ένα διαρκώς αυξανόμενο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο – να επιδοτεί δηλαδή μία μη παραγωγική οικονομία, η οποία εισάγει περισσότερα εμπορεύματα από ότι εξάγει, ενώ καταναλώνει με δανεικά χρήματα. Επομένως, αργά ή γρήγορα, η ελλειμματική χώρα υπερχρεώνεται, οπότε «αναγκάζεται» να διασωθεί από τις υπόλοιπες, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη. Εκείνη τη στιγμή η μεταφορά πόρων, από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές, γίνεται πραγματικότητα, αφού τέτοιου είδους δάνεια δεν είναι δυνατόν να εξοφληθούν ποτέ – πόσο μάλλον όταν χρεώνονται με επιτόκια πολύ υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της εκάστοτε χώρας (όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου το επιτόκιο υπερβαίνει το 5%, ενώ η ανάπτυξη είναι αρνητική, στο -4%). Κατ’ επέκταση, το υπερχρεωμένο κράτος χάνει την εθνική του κυριαρχία και μετατρέπεται ουσιαστικά σε προτεκτοράτο των ισχυρών – αφού θα παραμένει αιώνια «στον ορό», προφανώς σκόπιμα, επειδή διαφορετικά δεν θα επιβαρυνόταν με τοκογλυφικά επιτόκια υποτέλειας. Γνωρίζοντας όμως ότι αργά ή γρήγορα αντιδρούν οι Πολίτες του, οι κοινωνικές εκρήξεις (ο διαφωτισμός προηγείται πάντοτε της επανάστασης), καθώς επίσης οι «διακρατικές αντιπαλότητες», είναι αδύνατον να αποφευχθούν.

Από την άλλη πλευρά βέβαια (στην Οικονομία τελικά, όπως και στη Φύση, τα πάντα εξισορροπούν, μετά από περιόδους αστάθειας), η χρηματοδότηση των ελλειμματικών χωρών (δανεισμός) επιβαρύνει τις πλεονασματικές οι οποίες, παρά το ότι αντιδρούν στη παροχή δανείων, στο τέλος συμφωνούν υποχρεωτικά – αφού διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν τις απαιτήσεις  τους, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, λόγω ενδεχομένων στάσεων πληρωμών ή δυσλειτουργιών του τραπεζικού συστήματος (Target 2, χρεοκοπία τραπεζών στην περιφέρεια κλπ). Περαιτέρω στο παράδειγμα μας, εάν δεν υπήρχε το ευρώ, τότε το εθνικό νόμισμα της Πορτογαλίας θα υποτιμούταν, λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα αυξάνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα περιορίζονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της. Από την άλλη πλευρά δε, η αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της, αφενός μεν θα δυσκόλευε τον περαιτέρω δανεισμό της, αφετέρου θα τον καταστούσε ασύμφορο (λόγω των υπερβολικών επιτοκίων). Επομένως, θα αναγκαζόταν να πάψει να συντηρεί ένα μη παραγωγικό και πολυδάπανο δημόσιο – οπότε δεν θα υπερχρεωνόταν. Αντίστοιχα, το μάρκο της Γερμανίας θα υπερτιμούταν, λόγω αυξημένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα μειώνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα αυξάνονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των πλεονασμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της, προς όφελος των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Συμπερασματικά λοιπόν, εάν η Ευρωζώνη δεν ενωθεί πολιτικά, εάν δηλαδή δεν επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της Ευρώπης, όπου αφενός μεν θα καταπολεμηθεί με επιτυχία η ανίερη συμμαχία των κεντρικών και εμπορικών τραπεζών, αφετέρου θα λειτουργήσει σταδιακά η αναδιανομή εισοδημάτων από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές περιοχές, το Ευρώ θα αποβεί ένα καταστροφικό εγχείρημα – αφού οι ισχυρές, φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσει το κοινό νόμισμα, είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν διαφορετικά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται σε καμία περίπτωση νέα δάνεια, με τοκογλυφικούς τόκους και με εγκληματικές εγγυήσεις, έτσι όπως προτείνονται από τις γαλλικές και λοιπές αχόρταγες τράπεζες, «ερήμην» της Ελληνικής Κυβέρνησης (άρθρο μας). Η χώρα μας χρειάζεται ένα σύνολο μέτρων αναμόρφωσης και ενίσχυσης της οικονομίας της, με κέντρο βάρους τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού (βασικό της ΕΚΤ), την αναδιάρθρωση (επιμήκυνση) του δημοσίου χρέους, καθώς επίσης τις ευρωπαϊκές επενδύσεις – μέσω του οποίου θα καταπολεμηθεί η ύφεση, ο στασιμοπληθωρισμός καλύτερα, καθώς επίσης η εγκληματική ανεργία που προκάλεσε η καταστροφική διαχείριση της κρίσης, τόσο εκ μέρους της κυβέρνησης, όσο και της τευτονοκρατούμενης Τρόικας (για την οποία ανέλαβε τη «βρώμικη δουλειά» το ΔΝΤ). Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να καταφύγει στη στάση πληρωμών, η οποία θα επιβαρύνει κυρίως τους δανειστές της – ενώ οι Πολίτες της σίγουρα θα αντιδράσουν έγκαιρα στη «λεηλασία» της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, γνωρίζοντας ότι στο τέλος δεν θα αποφύγουν τη χρεοκοπία, στην οποία όμως δεν θέλουν να οδηγηθούν ανόητα, σαν μία «στυμμένη λεμονόκουπα» (εξαθλιωμένοι δηλαδή, άνεργοι, πεινασμένοι και χωρίς περιουσιακά στοιχεία, όπως η Αργεντινή μετά από τρία χρόνια στα νύχια του ΔΝΤ).  Ολοκληρώνοντας, είναι προτιμότερο να απασχοληθούν οι άνεργοι Έλληνες στην Ελλάδα, εργαζόμενοι σε παραγωγικές επιχειρήσεις με τη συμμετοχή των υπολοίπων Ευρωπαίων, παρά να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη – εάν φυσικά στόχος είναι η ισότιμη πολιτική ένωση της ηπείρου (κάτι για το οποίο αμφιβάλλουμε πια). Τέλος, ακόμη και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) προτείνει, για την καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής κρίσης διεθνώς, ένα ανανεωμένο σύστημα Bretton Woods, μία βοήθεια της μορφής ενός MarshallPlan, καθώς επίσης ένα παγκοσμιοποιημένο New Deal – ενώ είναι εναντίον των πολιτικών λιτότητας και εξαθλίωσης που ανακοινώνονται.    

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 07. Ιουλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2378.aspx

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.