«ΧΩΡΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ»: Ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών πολιτικών θεσμών και η ορθόδοξη παράδοση

«ΧΩΡΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ»: Ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών πολιτικών θεσμών και η ορθόδοξη παράδοση

Του Βασίλη Ξυδιά

Το θέμα αυτής της εισήγησης* είναι «ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών πολιτικών θεσμών και η ορθόδοξη παράδοση», αλλά, όπως ίσως θα έχετε αντιληφθεί, ο κύριος τίτλος παραπέμπει σ’ ένα από τα κλασικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας, στο μυθιστόρημα του Έκτορος Μαλώ «Χωρίς Οικογένεια». Το μυθιστόρημα αυτό μιλά για ένα ορφανό παιδί, που ρίχτηκε σε μια μεγάλη περιπλάνηση σ’ άγνωστα και μακρινά μέρη. Μέσα απ’ αυτήν του την περιπέτεια το παιδί μπόρεσε να αναπτυχθεί και να ωριμάσει σαν άνθρωπος χάρη στη συντροφιά και την πνευματική καθοδήγηση ενός γέροντα, που αναπλήρωσε την αγάπη και την προστασία της χαμένης του οικογένειας. Αυτός το βοήθησε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους και να προσανατολιστεί θετικά στους ορίζοντες του νέου, αχανούς κόσμου, που ξανοιγόταν εμπρός του.

Ανάλογη είναι, νομίζω, η περιπέτεια των νεωτέρων Ελλήνων, που, αποκομμένοι από τις κοινοτικές μας ρίζες, περιπλανώμεθα σε ξένα και άγνωστα πολιτιστικά και πνευματικά εδάφη. Μόνο που στην περίπτωσή μας λείπει ο γέρος σύντροφος, ο σοφός προστάτης και καθοδηγητής, ο φορέας δηλ. μιας πνευματικής παράδοσης, ικανής να αναπληρώσει το κενό των χαμένων μας θεσμών και παραδόσεων.

Έτσι, χωρίς ψυχοσυναισθηματική ασφάλεια και χωρίς πνευματική καθοδήγηση οι Έλληνες ταλαντευόμαστε διχασμένοι ανάμεσα σε δυο εξίσου αδιέξοδες προοπτικές:

  •  Οι περισσότεροι (οι θεωρούμενοι «προοδευτικοί») ακολουθούν τη γραμμή του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» και του «εξευρωπαϊσμού». Έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα σε ό,τι θυμίζει το παρελθόν, προχωρούν χωρίς δισταγμούς στην υιοθέτηση κάθε τι μοντέρνου και ξενικού.
  •  Κι οι υπόλοιποι (οι θεωρούμενοι «συντηρητικοί») αναζητούν την επιστροφή στην ασφάλεια των χαμένων εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Μόνο που αυτή η επιστροφή δεν είναι (δεν μπορεί να είναι) πραγματική. Είναι μια φαντασιακή – και εν πολλοίς υποκριτική – προσκόλληση σε ιδεατά σχήματα, εντελώς άσχετα με τη ζωντανή πραγματικότητα.

Υπάρχει τρίτος δρόμος; Ασφαλώς υπάρχει. Όμως για να τον εντοπίσουμε θα πρέπει πρώτα να ξεχωρίσουμε ανάμεσα σε δυο πράγματα που συνήθως συγχέονται: τους κύριους πολιτιστικούς και πνευματικούς άξονες της παράδοσής μας και τα εκάστοτε επιμέρους σχήματα που η παράδοση αυτή ενδύθηκε στη μακραίωνη εθνική ιστορία. Αυτή η διάκριση θα μας επέτρεπε να είμαστε περισσότερο ανοιχτοί στην αποδοχή και στην ανακάλυψη νέων μορφών και σχημάτων, χωρίς από την άλλη μεριά να απεμπολούμε τους ζωτικούς άξονες της παράδοσής μας.

Θα προσπαθήσω να γίνω σαφέστερος ξεκινώντας από ένα παράδειγμα που το δανείζομαι από την τρέχουσα επικαιρότητα.

Η ανασυγκρότηση των τοπικών κοινοτήτων (με αφορμή τον «Καποδίστρια»)

Όπως είναι γνωστό, το Υπουργείο Εσωτερικών έχει θέσει πρόσφατα σε εφαρμογή το Πρόγραμμα «Καποδίστριας», σκοπός του οποίου είναι η ανασυγκρότηση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμων και Κοινοτήτων), για τη δημιουργία, όπως λέγεται, «βιώσιμων» και «λειτουργικών» δήμων. Άλλοι βλέπουν στον «Καποδίστρια» μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για τη χαριστική βολή στις ούτως ή άλλως καταρρέουσες τοπικές κοινότητες.

Κι εδώ βέβαια αγγίζουμε μια από τις καίριες πληγές της πολιτικής συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους, που είναι η πολιτική αποδιοργάνωση και η αποσύνθεση των τοπικών κοινοτήτων. Ο νεώτερος ελληνισμός, τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα και μετά, βασίστηκε στη συγκρότηση αυτόνομων πολιτικών κοινοτήτων (άλλοτε περισσότερο δημοκρατικών κι άλλοτε περισσότερο ολιγαρχικών). Η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, με την πολιτική των Βαυαρών και των μετέπειτα ελληνικών κυβερνήσεων, είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική αποδιοργάνωση των τοπικών αυτών κοινοτήτων και τη μετατροπή τους σε απλές βαθμίδες της κρατικής διοίκησης, γεγονός που έχει οπωσδήποτε συμβάλει καθοριστικά στην κοινωνικο-οικονομική αποδιοργάνωση της ελληνικής υπαίθρου. Το ότι ως βαθμίδες της κρατικής διοίκησης οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπήρξαν άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο ανεξάρτητοι, έχει δευτερεύουσα σημασία μπροστά σ’ αυτό καθεαυτό το γεγονός του υποβιβασμού τους σε απλούς διοικητικούς οργανισμούς.

Για το γεγονός βέβαια αυτό δεν είναι υπεύθυνη η σημερινή ηγεσία του Υπ. Εσωτερικών, αυτό όμως για το οποίο είναι υπεύθυνη είναι το πώς αντιλαμβάνεται την επιχείρηση ανασυγκρότησης των τοπικών πολιτικών θεσμών: ως ανασυγκρότηση διοικητικών μηχανισμών ή ως ανασυγκρότηση των τοπικών κοινοτήτων και των πολιτικών τους λειτουργιών; Αν κανείς ξεκινούσε από το δεύτερο πρόβλημα, τότε θα έπρεπε να μιλήσει για μια καθολικότερη αναδιάρθρωση των τοπικών θεσμών, ώστε να αποτελέσουν όντως μια πρώτη βαθμίδα πολιτικής συγκρότησης του έθνους, δηλ. το ουσιαστικό θεμέλιο της ευρύτερης εθνικής πολιτικής συγκρότησης, κι όχι απλώς το κατώτερο εξάρτημα της κρατικής διοίκησης. Θα έπρεπε τότε να μιλήσουμε για την ανασυγκρότηση των ευρύτερων κοινωνικών και οικονομικών λειτουργιών που συγκροτούν την τοπική κοινότητα και όχι απλώς για την ανασυγκρότηση των διοικητικών λειτουργιών των ΟΤΑ.

Όμως η προσπάθεια του Υπ. Εσωτερικών περιορίζεται στη βελτίωση των ΟΤΑ ως διοικητικών οργανισμών. Η έννοια της «βιωσιμότητας» και της «λειτουργικότητας» ενός ΟΤΑ, όπως την αντιλαμβάνεται το υπουργείο, αφορά στις καθαρά διοικητικές-γραφειοκρατικές λειτουργίες του, και όχι στην καθαυτό πολιτική και κοινωνικο-οικονομική του διάσταση ως πολιτικού κέντρου της τοπικής κοινότητας. Οι ΟΤΑ δηλ. εκλαμβάνονται ως μια βαθμίδα της κρατικής διοίκησης με ορισμένες αρμοδιότητες (π.χ. έκδοση πιστοποιητικών, κατασκευή δημοτικών έργων, συλλογή απορριμμάτων κλπ κλπ) και αγνοείται η άλλη διάστασή τους, που αφορά τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό της τοπικής κοινότητας.

Θα μπορούσε ίσως εδώ να μου καταμαρτυρήσει κάποιος ότι παραγνωρίζω τη γενικότερη αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης την τελευταία εικοσαετία, την εμπλοκή της στην τοπική ανάπτυξη και στον τοπικό προγραμματισμό, την καθιέρωση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης κλπ. Δεν τα αγνοώ όλα αυτά, και αδίστακτα θα αναγνώριζα ότι η αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης και η γενικότερη περιφερειακή και χωροταξική πολιτική –ιδιαίτερα την προηγούμενη δεκαετία– θα μπορούσε να είχε συμβάλει θετικά στην ανασυγκρότηση τοπικών κοινοτήτων. Η αλήθεια όμως είναι ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο περίφημος αναπτυξιακός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης εξαντλήθηκε σε ορισμένες επί πλέον αρμοδιότητες, που εντάχθηκαν προσθετικά και διεκπεραιωτικά –και πολλές φορές απλώς διακοσμητικά– στον υφιστάμενο διοικητικό κορμό των ΟΤΑ, χωρίς να οδηγήσουν στην ανασυγκρότηση και στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού ιστού της τοπικής κοινωνίας.

Ένα κοινοτικό φορολογικό σύστημα

Για να μη νομισθεί ότι μιλώ εκ του ασφαλούς, από μια αόριστη θεωρητική άποψη, θα σας δώσω ένα παράδειγμα συγκεκριμένης μεταρρυθμιστικής πρότασης για ένα «κοινοτικό τρόπο φορολογίας», που πιστεύω ότι θα οδηγούσε τόσο στην ουσιαστικοποίηση όσο και στον εκσυγχρονισμό των τοπικών λειτουργιών και στην ανασυγκρότηση των τοπικών κοινοτήτων. Και θα σας παρακαλούσα να μην σταθείτε στις τεχνικές λεπτομέρειες της πρότασης, αλλά στην ιδέα που τη διαπερνά.

Μιλάμε συνήθως για την ανακατανομή των οικονομικών πόρων μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην πραγματικότητα όμως το πρόβλημα που θέτουμε αφορά στη διένεξη μεταξύ δύο κέντρων πολιτικής εξουσίας και γραφειοκρατικού ελέγχου. Φανταστείτε μια άλλη μορφή φορολογίας, με δύο βασικές διαφορές από το σημερινό σύστημα. Κατ’ αρχάς υπεύθυνη για τη συγκέντρωση όλων των τοπικών φορολογικών εσόδων θα ήταν αποκλειστικά η τοπική αυτοδιοίκηση (δεν θα υπήρχαν άλλοι κεντρικοί φόροι, ούτε εισφορές ΙΚΑ κλπ). Η τοπική αυτοδιοίκηση θα συγκέντρωνε το σύνολο των φόρων και αυτή θα έπρεπε να μεταφέρει στην κεντρική διοίκηση ή στους άλλους ασφαλιστικούς φορείς το καθορισμένο ποσοστό που θα αναλογούσε σ’ αυτούς.

Πιο σημαντικό όμως είναι το δεύτερο στοιχείο της πρότασης. Αφού καθοριζόταν ένα ετήσιο πρόγραμμα δαπανών (σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο) και αφού λαμβάνονταν υπ’ όψη και διάφορα άλλα αναγκαία στοιχεία, όπως ο πληθυσμός, το τοπικό εισόδημα κλπ, θα οριζόταν το ποσό που θα αντιστοιχούσε στη φορολογική συμβολή κάθε περιοχής στο συνολικό εθνικό φορολογικό έσοδο. Μετά απ’  αυτόν τον πρώτο συλλογικό καταμερισμό των αναμενόμενων φορολογικών εσόδων, θα ακολουθούσε, σε τοπικό πλέον επίπεδο, ένας δεύτερος συλλογικός καταμερισμός με βάση τα επαγγέλματα (τόσα θα πληρώσουν οι δικηγόροι, τόσα οι μηχανικοί, τόσα οι γιατροί, τόσα οι έμποροι, τόσα οι βιοτέχνες κ.ο.κ.). Στη συνέχεια ο κάθε τοπικός επαγγελματικός σύλλογος θα αναλάμβανε να μοιράσει το ποσό που θα του αντιστοιχούσε, διαμορφώνοντας μια πρόταση για το φόρο που θα έπρεπε να πληρώσει το κάθε μέλος του.

Δεν ισχυρίζομαι ότι μ’ ένα τέτοιο σύστημα θα εξαφανίζονταν όλα τα προβλήματα ή ότι έτσι θα θεραπεύονταν οι αιώνιες ανθρώπινες αδυναμίες απ’ τις οποίες πηγάζει κάθε αδικία (όπως η φοροδιαφυγή κλπ). Ισχυρίζομαι όμως ότι μια τέτοια μεταρρύθμιση θα άλλαζε ριζικά τον χαρακτήρα των τοπικών θεσμών. Κατ’ αρχάς θα προσέδιδε άλλους ρόλους στους τοπικούς επαγγελματικούς συλλόγους, που θα μετατρέπονταν σε ουσιαστικά κύτταρα της τοπικής κοινωνίας, και θα αποκτούσαν μια οργανική σύνδεση με τους ΟΤΑ. Οι δε ΟΤΑ, από ένα αδύναμο εξάρτημα της κρατικής διοίκησης θα μετατρέπονταν σε ένα ισχυρό κέντρο τοπικής εξουσίας, συναρτημένο με το σύνολο των τοπικών θεσμών και λειτουργιών.

Κυρίως όμως ο κοινοτικός χαρακτήρας αυτού του συστήματος συνίσταται στο ότι το άμεσο υποκείμενο της φορολόγησης δεν είναι το αυτοτελές άτομο-υπήκοος (γυμνό από δεσμούς και άλλους υπαρκτικούς προσδιορισμούς), αλλά οι κοινότητες που συναπαρτίζουν την ευρύτερη κρατική (εθνική ή διεθνική) οντότητα. Έτσι ο ατομικός φόρος δεν θα καθοριζόταν από την απρόσωπη σχέση του φορολογούμενου ατόμου-υπηκόου προς το κράτος (βάσει των δήθεν «αντικειμενικών» κριτηρίων κλπ), αλλά με μια κατ’ ουσίαν πολιτική απόφαση των μελών της τοπικής κοινότητας για την ανάληψη των κοινών φορολογικών τους υποχρεώσεων, στη βάση των κοινών διαπροσωπικών σχέσεων και της προσωπικής αλληλογνωριμίας τους. Δεν θα είχε κανείς απέναντί του ένα απρόσωπο γραφειοκρατικό σύστημα, από το οποίο θα μπορούσε να ξεφύγει με διάφορα τερτίπια, αλλά θα είχε απέναντί του πρόσωπα που τα γνωρίζει και τον γνωρίζουν, μαζί με τα οποία θα εκαλείτο να αναλάβει μια κοινή ευθύνη. Θα μου πείτε ότι και τώρα ουσιαστικά η φορολογική συμβολή του καθενός εκφράζει το μερίδιο της ευθύνης του απέναντι στο σύνολο. Υπάρχει όμως μια ριζική διαφορά ανάμεσα σε μια ευθύνη που την μοιράζονται δέκα εκατομμύρια άτομα, άγνωστα μεταξύ τους, και στην ευθύνη που την μοιράζονται πέντε χιλιάδες ή πεντακόσια πρόσωπα, που γνωρίζουν προσωπικά ο ένας τον άλλον.

Κοινότητα και πρόσωπο

Ίσως πολλοί από το ακροατήριο να πουν: καλά όλα αυτά, τί σχέση όμως έχουν με το θέμα αυτής της ημερίδας, που είναι η ορθόδοξη παράδοση; Κι όμως, σ’ αυτήν ακριβώς την πρόταση βλέπουμε πώς η παράδοση δεν μας οδηγεί σε μια προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά μπορεί να εμπνεύσει νέες μορφές κοινωνικής πρακτικής. Γιατί πέρα απ’ όλα τα άλλα, πηγή έμπνευσης της παραπάνω πρότασης είναι η κοινοτική και προσωποκεντρική αντίληψη και το κοινοτικό και προσωποκεντρικό βίωμα της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας. Αυτά μας οδηγούν σε μια ανάλογη αντίληψη των πολιτικών λειτουργιών, εντελώς αντίθετη προς τα απρόσωπα μαζικά πολιτικά και γραφειοκρατικά συστήματα (των δήθεν «αντικειμενικών» κριτηρίων, της μετατροπής των ανθρώπων σε απλά στοιχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών κλπ κλπ).

Αν έχει σήμερα νόημα να μιλάμε για «κοινοτισμό», αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει την επιστροφή σε κάποια παραδοσιακά μοντέλα κοινοτικής οργάνωσης. Το ζητούμενο από μια σύγχρονη κοινοτική πολιτική αντίληψη και πρακτική είναι πριν απ’ όλα το να ξαναορίσει τις έννοιες του πολίτη και της πολιτείας: του μεν πολίτη από τη σκοπιά του προσώπου κι όχι από τη σκοπιά του ατόμου, της δε πολιτείας από τη σκοπιά της κοινότητας προσώπων κι όχι απ’ τη σκοπιά μιας κοινωνίας-συνεταιρισμού ατομικοτήτων ή συνάθροισης μαζών. (Και στο σημείο αυτό θα μπορούσα να αναφέρω παραδειγματικά ως σύγχρονες θεωρητικές συμβολές σ’ αυτό το ζήτημα το «Ορθός Λόγος και Κοινωνική Πρακτική» του Χρήστου Γιανναρά ή την «Έκλειψη του Υποκειμένου» του Θεόδωρου Ζιάκα»).

Πολλοί λένε ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι μόνο κατ’ επίφασιν δημοκρατικό. Κι είναι αλήθεια ότι στην πραγματικότητα τα απομονωμένα άτομα-πολίτες ή τα άτομα-καταναλωτές δεν διαθέτουν καμία πραγματική πολιτική υπόσταση έναντι της απρόσωπης γραφειοκρατίας, ή των νέων ολοκληρωτικών μηχανισμών (ΜΜΕ κλπ) που χειραγωγούνται από προσωποπαγείς ολιγαρχικές εξουσίες. Θεωρείται δε ότι η λύση έναντι αυτού του σύγχρονου ολοκληρωτισμού βρίσκεται στην ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και στη διαρκή διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων έναντι του κράτους. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτός ο δρόμος του δήθεν «κοινωνικού ελέγχου» και των λεγόμενων «δικαιωμάτων» είναι αδιέξοδος και ότι η πραγματική εναλλακτική λύση βρίσκεται μάλλον στην αντίστροφη κατεύθυνση, της διεύρυνσης, όχι των δικαιωμάτων, αλλά των υποχρεώσεων του πολίτη. Το ζήτημα δηλ. δεν είναι η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων έναντι του απρόσωπου κράτους, αλλά η υπευθυνοποίηση του πολίτη, ή με άλλα λόγια ο καθορισμός των υποχρεώσεών του στο επίπεδο των ικανοτήτων, των ενδιαφερόντων και των ζωτικών συμφερόντων του. Στη δική μας παράδοση ο πολίτης δεν είναι ένα αόριστο «άτομο», αλλά ένα συγκεκριμένο «πρόσωπο», με συγκεκριμένους δεσμούς και αναφορές, που καθορίζονται από τις φυσικές ή πνευματικές συγγέννειές του, τα ζωτικά του συμφέροντα, τις ικανότητές του, τα ενδιαφέροντά του και τις επιθυμίες του. Οι δεσμοί αυτοί και οι αναφορές του πολίτη-προσώπου ορίζουν και την ένταξή του σε κάποια κοινότητα ή σε κάποιες κοινότητες. Το πρόσωπο αποκτά πολιτική υπόσταση, δηλ. γίνεται πολίτης, μέσω των αμοιβαίων υποχρεώσεων μεταξύ αυτού και της κοινότητας ή των κοινοτήτων στις οποίες ανήκει. Με βάση τα παραπάνω η κοινοτική εναλλακτική λύση στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα βρίσκεται στην κλιμακωτή οργάνωση του πολιτικού χώρου και των πολιτικών λειτουργιών σε διακεκριμένα και ιεραρχημένα κοινοτικά επίπεδα και τομείς, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική κάθε φορά συμμετοχή όσων έχουν ζωτικά συμφέροντα αλλά και οργανική δυνατότητα παρέμβασης στο εκάστοτε επίπεδο ή στον εκάστοτε τομέα.

Είναι γνωστό και έχει επισημανθεί από πολλούς ότι ο Έλληνας δεν μπόρεσε, ούτε θα μπορέσει ποτέ, ως πολίτης-άτομο, να συμβιβαστεί με τις αντικειμενικές νόρμες της απρόσωπης κοινωνίας και τον ρασιοναλισμό του απρόσωπου κράτους. Γι’ αυτό και απέναντι στο ισχύον πολιτικό σύστημα λειτουργεί παθολογικά και υποκριτικά, χρησιμοποιώντας τις δήθεν απρόσωπες και αντικειμενικές δομές για να υπηρετήσει τους προσωπικούς του δεσμούς και τις υποκειμενικές του αναφορές κι επιδιώξεις. Κι οι «συνήθεις» εκσυγχρονιστές, που λένε ότι θα ξεριζώσουν το ρουσφέτι, τις πελατειακές σχέσεις κ.τ.ό., επιεικώς ματαιοπονούν, αν δεν υποκρίνονται. Ο μόνος και ο πλέον ουσιαστικός εκσυγχρονισμός που θα είχε θέση στην ελληνική κοινωνία, θα ήταν όχι το ξερίζωμα ή η απώθηση των προσωπικών δεσμών και αναφορών –δηλ. η μετάθεσή τους στο σκοτεινό υπόγειο του πολιτικού συστήματος– αλλά η ανάδυσή τους στο φως και η θετική αναγνώριση της σχετικής τους θέσης μέσα σ’ ένα ευρύτερο πολιτικό σύστημα κοινοτικών δεσμών και αναφορών των προσώπων-πολιτών.

Στη βάση αυτής της αντίληψης για το πρόσωπο και την κοινότητα (σε αντιδιαστολή προς το άτομο και την εταιρική ή τη μαζική κοινωνία) θα μπορούσαμε πράγματι να μιλήσουμε για μια εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση των ελληνικών πολιτικών θεσμών, που χωρίς να αντιγράφει τα παραδοσιακά σχήματα θα βασιζόταν στα αυθεντικά δεδομένα της ελληνικής πολιτειακής παράδοσης.

Πολιτική κοινότητα και εκκλησιαστική κοινωνία

Στο σημείο όμως αυτό, που φτάσαμε να μιλάμε για την κοινότητα ως έκφραση της ελληνικής πολιτειακής παράδοσης, θα πρέπει να κάνουμε μια κρίσιμη διευκρίνηση.

Τις τελευταίες δυο δεκαετίες, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό (κυρίως στην Αμερική), γίνεται πολύς λόγος για τον «κοινοτισμό», έκφραση του οποίου θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και όλα όσα σας εξέθεσα παραπάνω. Η κοινοτιστική προβληματική βασίστηκε κατά ένα μέρος στα δεδομένα της παραδοσιακής κοινοτικής οργάνωσης, η οποία εξακολουθούσε εν πολλοίς να επιβιώνει έως τις αρχές του αιώνα μας. Πέρα όμως απ’ τα πραγματικά δεδομένα της ζωντανής κοινοτικής παράδοσης, οι σύγχρονες κοινοτιστικές ιδέες συνδέθηκαν πολλές φορές και με μια βαθύτερη μεταφυσική αναζήτηση της εκκοσμικευμένης (της άθρησκης δηλαδή) νεώτερης φιλοσοφικής σκέψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεταφυσικής αφετηρίας του κοινοτισμού είναι ο γερμανικός ιδεαλισμός και ο φιλοσοφικός ρομαντισμός του περασμένου αιώνα. Ως όχημα μιας εκκοσμικευμένης μεταφυσικής οι κοινοτιστικές ιδέες έγιναν πολλές φορές το σύμβολο μιας κοσμικής εθνικής εσχατολογίας, όπου η κοινότητα εμφανιζόταν ως ο κατεξοχήν φορέας του εθνικού πνεύματος (άλλοτε του γερμανικού, άλλοτε του σλαβικού, άλλοτε του ελληνικού κ.ο.κ.), κι αυτό ερήμην ή και σε αντίθεση προς την θρησκευτική-πνευματική παράδοση των λαών αυτών. Κι εμείς πολλές φορές μιλάμε για τις «ελληνικές κοινότητες», που, «είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία» (κατά τη γνωστή ρήση του Δ. Σαββόπουλου), εμφανίζονται ως ένα νέο εθνικό ιδεώδες ή ως φορέας μιας εθνικής «ουσίας», που για πολλούς είναι πιο συνεκτική απ’ τη χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση.

Έναντι λοιπόν αυτής της κοσμικής μεταφυσικής διάστασης του κοινοτισμού, ή μ’ άλλα λόγια, έναντι μιας κοσμικής «κοινοτιστικής εσχατολογίας», οφείλω να διευκρινίσω τούτο: πως η επίτευξη ουσιαστικής κοινωνίας ξεπερνά τις δυνατότητες των ανθρώπων (τις πολιτικές, τις ηθικές, ακόμα και τις θρησκευτικές). Όπως αποδείχθηκε περίτρανα από το αδιέξοδο του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, η κοινωνία δεν είναι ένα φυσικό δεδομένο. Ως αίτημα η κοινωνία ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, αλλά την υπερβαίνει. Είναι ένα αίτημα που υπερβαίνει τα κοινωνιολογικά δεδομένα, όπως η αρμονία υπερβαίνει τα κοσμολογικά δεδομένα. Όπως απέδειξε η χριστιανική αποκάλυψη, η κοινωνία είναι επίτευγμα θεανθρώπινο. Η μόνη ιστορική δυνατότητα ουσιαστικής κοινωνίας είναι αυτή που πραγματώνεται εκκλησιαστικά. Δια του Ιησού Χριστού εν Αγίω Πνεύματι η κοινωνία αποκαλύφθηκε ως εσχατολογικό και ταυτόχρονα ως ιστορικό μέγεθος, που διείσδυσε στα κοινωνιολογικά και κοσμολογικά δεδομένα της ιστορίας, αποκαθιστώντας τα οντολογικά θεμέλια και διευρύνοντας τους ορίζοντες της ανθρώπινης πολιτικής, ηθικής και θρησκευτικής πράξης. Αν η αρχαιοελληνική πόλις έθεσε το αίτημα της συνύπαρξης κοινότητας και προσώπου, η χριστιανική Εκκλησία κατέστησε αυτό το αίτημα ιστορικά εφικτό («ο γρ εσι δο τρες συνηγμνοι ες τ μν νομα», Ματθ. 18.20), ως προεικόνισμα της αναμενόμενης κοινωνίας των εσχάτων.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα έπρεπε εδώ να ξεκινήσουμε μια άλλη συζήτηση για το ποια είναι η σχέση πολιτικής κοινότητας και εκκλησιαστικής κοινωνίας. Ο βυζαντινός και ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, μέσω της συναλληλίας, αλλά και της διαρκούς έντασης των πολιτικών και των εκκλησιαστικών θεσμών. Εμείς καλούμαστε να διδαχθούμε απ’ αυτές τις απαντήσεις για να δώσουμε τη δική μας απάντηση, που, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα πρέπει να είναι ιστορικά πρωτότυπη, αλλιώς δεν θα είναι απάντηση σε κανένα ερώτημα.

* Εισήγηση στην ημερίδα «Ορθόδοξη Παράδοση και Κοινωνική Πρακτική» στο Κουτουλουφάρι  Χερσονήσου (Ηράκλειο Κρήτης) Παρασκευή, 8 Αυγούστου 1997. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην, τ. 10, 1997, σ. 57-60.

Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα («Ιωνική δωδεκάπολις», 1938) είναι έργο του Φώτη Κόντογλου.

ΠΗΓΗ: Οκτωβρίου 18, 1997, http://ardin-rixi.gr/archives/9156. Το είδα: Τετάρτη, 01 Ιούνιος 2016, http://www.antifono.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.