Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Του Κώστα Υψηλάντη

Η Στέλλα είχε από μικρή όνειρο να γίνει αεροσυνοδός όταν μεγαλώσει. Ήθελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να μάθει πολλές γλώσσες για να μπορεί να συνεννοείται με τους κατοίκους όλων των ηπείρων. Της άρεσε να ταξιδεύει με τα αεροπλάνα που θαύμαζε καθώς τα έβλεπε να διασχίζουν τον  ουρανό.

Οι γονείς της δεν ήθελαν να φέρουν καμία αντίρρηση στην επιθυμία του μονάκριβου παιδιού τους που το είχαν μεγάλη αδυναμία. Την παρακολουθούσαν με μια ανείπωτη στοργή όταν έπαιζε με τις φίλες της προσέχοντας την με υπερβολική φροντίδα να μην χτυπήσει. Στην Στέλλα δεν άρεσε η στενή αυτή επιτήρηση αλλά δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει με τις υποδείξεις της.

Τώρα που τελειώνει το Λύκειο, παίρνει το πιστοποιητικό και της δεύτερης γλώσσας που γνωρίζει άριστα. Αγγλικά και Γαλλικά είναι γι αυτήν οι βασικές γλώσσες από τις οποίες θα μάθει κι άλλες. Κάνει ακόμη εξάσκηση στην ευγενική συμπεριφορά μέσα από ένα βιβλίο, που σίγουρα τής είναι άχρηστο, αφού η ευγένεια είναι ένα φυσικό της προτέρημα. Και δεν είναι μόνο όμορφη στον τρόπο συμπεριφοράς, αλλά και στο πρόσωπο και στο καλλίγραμμο σώμα που σχεδόν έχει τελειώσει την ανάπτυξή του.

Η  Στέλλα, αν και μικρή ακόμα, μόλις 18 χρονών, έχει δεχτεί πολλές προτάσεις για σχέση και για γάμο, αλλά τις απορρίπτει όλες ευγενικά, αφού δεν έχει πραγματοποιήσει το όνειρό της ακόμη. Σε περίπτωση που δεν θα κατορθώσει να γίνει αεροσυνοδός, σκέπτεται σαν εναλλακτική λύση, την θέση της ξεναγού σε τουρίστες, αφού γνωρίζει τόσο καλά τις δύο γλώσσες.

Το καλοκαίρι τελειώνει το Λύκειο και τον Σεπτέμβριο είναι από τις αριστούχες στην κάλυψη των θέσεων της Σχολής Αεροσυνοδών.  Οι πόρτες για την εκπλήρωση των ονείρων της, είναι τώρα, ανοικτές. Όλες οι πόρτες, εκτός από μία… Η πόρτα αυτή είναι κλειστή, και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα ανοίξει. Είναι η πόρτα του απροσδόκητου γεγονότος, αυτού που καθορίζει σε λίγα λεπτά το μέλλον πολλών χρόνων ή και όλης της ζωής. Η πόρτα αυτή πάντα ανοίγει απότομα και δημιουργεί ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες εκπλήξεις.

Η Στέλλα σήμερα, γυρίζει σπίτι της, νωρίς το βράδυ, κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη γιατί στο σημερινό μάθημα είχε πάρει καλή βαθμολογία. Σε κάποιο ασύχναστο σημείο βλέπει δύο άνδρες με μαύρα γυαλιά να προχωρούν γρήγορα προς το μέρος της, και πρίν προλάβει να ξεφωνίσει, της κλείνουν το στόμα και της ρίχνουν αναισθητικό σπρέϋ. Με δύο κινήσεις, την σπρώχνουν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου που σταματάει δίπλα τους. Φεύγουν με μεγάλη ταχύτητα, κατευθυνόμενοι στα ακριβά προάστια με τις καγκελόφραχτες βίλες.

Περνούν πολλές ώρες αγωνίας οι γονείς της Στέλλας, από τότε που κάλεσαν την αστυνομία, και κανένα σημάδι από τους απαγωγείς. Καμιά είδηση, κανένα νεότερο.  Αισθάνονται  σαν να έχουν μια θηλιά γύρω από το λαιμό τους και δεν μπορούνε να την βγάλουν γιατί είναι τα χέρια τους δεμένα. Ζούσαν μέσα στο όνειρο της κόρης τους, και τώρα ζούν τον απόλυτο εφιάλτη. Έχουν ακούσει για τους απαγωγείς που απλώς ζητούν λύτρα, αλλά έχουν ακούσει και για αυτούς που κάνουν μεταμοσχεύσεις οργάνων, για αυτούς που κάνουν σατανιστικές ανθρωποθυσίες και για αυτούς που πηγαίνουν τις γυναίκες σε ανατολίτικα σκλαβοπάζαρα. Προσπαθούν να παρηγορήσουν τον εαυτό τους με την σκέψη, πως κάποιος οδηγός πιθανόν να την τραυμάτισε λίγο και να την μετέφερε σε κάποιο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες. Όμως, έχουν περάσει τόσες πολλές ώρες που δεν δικαιολογούν αυτόν τον συλλογισμό.

Η  Στέλλα, μέσα στο αυτοκίνητο παραμένει αναίσθητη. Οι απαγωγείς έχουν παραδώσει το αυτοκίνητο στον ιδιοκτήτη του, έχουν εισπράξει την αμοιβή και έχουν εξαφανιστεί. Μέχρις εδώ ήταν η δουλειά τους. Το αυτοκίνητο βρίσκεται δίπλα σε μια πολυτελή βίλα, μέσα σε ένα  τεράστιο οικόπεδο περιφραγμένο από πανύψηλα τείχη και σιδερένιες πόρτες. Είναι η βίλα του ζεύγους Σμίτ, παλιών Βαυαρών αριστοκρατών που έχουν τις ρίζες τους από τους Βαυαρούς αξιωματούχους του Όθωνα, που έφερε μαζί του για να προστατέψει, υποτίθεται, την Ελλάδα. Ο Γιόχαν Σμίτ έχει αποκτήσει μεγάλη περιουσία από την μεγάλη κληρονομιά και τις μίζες που έπαιρνε εφοδιάζοντας  πολυκαταστήματα  τροφίμων και εργαλείων. Η γυναίκα του, ανέραστη και άτεκνη, φαντάζει ασήμαντη κοντά του, καθώς στηρίζεται στην βεβαιότητα της εξασφάλισης μιάς άνετης ζωής κοντά του, και δεν θέλει να μπαίνει εμπόδιο στις επιθυμίες του. Η ίδια, πιστεύει πως χρειάζεται μια υπηρέτρια που να είναι μικρή και φοβισμένη, γι αυτό, δεν αρνήθηκε  στον άνδρα της να κάνει μια απαγωγή, όπως αυτός ήθελε.


Ο άνδρας της, όμως είχε διαλέξει από καιρό, ποια ήθελε να απαγάγει. Κι φυσικά δεν ενδιαφερόταν ούτε για λύτρα, αφού ήταν τόσο πλούσιος, ούτε για τις δουλειές του σπιτιού, που  σκεπτόταν η κυρία Σμίτ.

Δέκα μεγάλα σκυλιά, Πίτμπουλ και Ντόπερμαν, φρουρούν το τεράστιο οικόπεδο. Κανένας φύλακας, αλλά και κανένας υπηρέτης. Παντού κάμερες ασφαλείας και συναγερμοί.

Η  Στέλλα, ξυπνάει μετά από πολλές ώρες, μέσα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Πολλοί πίνακες με ασυνάρτητα σχήματα και πολλά σβηστά κεριά. Στον σκοτεινόχρωμο τοίχο βρίσκεται καρφωμένη μια τεράστια οθόνη και δίπλα της μια κάμερα και ένα μεγάφωνο. Ο τέλειος απρόσωπος κατάσκοπος και εκβιαστής.

Η μορφή του κύριου Σμίτ εμφανίζεται στην οθόνη. Μεσήλικας, φαλακρός, με ένα μικρό μουστάκι και δύο χρυσά δόντια. Για την ηλικία του, που έπιασε τα εξήντα, μάλλον καλοστεκούμενος και αθλητικός στο σώμα. Το πρόγραμμα αρχίζει με προσποιητή ευγένεια και μεγάλη έπαρση. Η άνετη ζωή, η διασκέδαση μέσα στο σπίτι, η μεγάλη μισθοδοσία για τις υπηρεσίες και όλα τα συνηθισμένα που χρησιμοποιούνται στην παροχή κινήτρων. Η Στέλλα δεν είναι υπηρέτρια αλλά υπεύθυνη καθαριότητας και παρασκευής φαγητού. Θα έχει ιατρική περίθαλψη και  όλα της τα κομφόρ. Μετά την απαρίθμηση των χορηγιών, το πρόγραμμα της διάλεξης του κύριου Γιόχαν Σμίτ, περιλαμβάνει τις απειλές. Από το κλειστό οικόπεδο, δεν μπορεί κανείς να φύγει χωρίς να δεχτεί τα δαγκώματα των δέκα σκυλιών. Όλες οι ενέργειες του παρακολουθούνται, όπου κι αν ευρίσκεται. Στις παραβάσεις των ανηρτημένων οδηγιών, επέρχεται τιμωρία…

Η κλειδωμένη πόρτα του δωματίου της δεν αργεί να ξεκλειδώσει. Η ζωντανή μορφή του κύριου Σμίτ, παρέα με ένα από τα γιγαντόσωμα Πίτμπουλ, που με δυσκολία κρατά από το λουρί. Η Στέλλα κάνει το λάθος να πάρει ένα χοντρό κερί στο χέρι της. Ο σκύλος τινάζεται και ορμά στην Στέλλα, ξεφεύγοντας από το κράτημα του αφεντικού του. Την δαγκώνει στο χέρι και στο πόδι δύο φορές πριν προλάβει να επέμβει το αφεντικό του.

Ο κύριος Σμίτ γελά ειρωνικά και την συμβουλεύει ότι πρέπει στο εξής να προσέχει τις κινήσεις της. Της τονίζει ότι η διαφυγή είναι αδύνατη και ελπίζει να γνωριστούν καλύτερα την άλλη φορά. Το επικίνδυνο ζευγάρι βγαίνει από το δωμάτιο και η πόρτα ξανακλειδώνεται.

Το μικρόφωνο αρχίζει να διαφημίζει τον γενναιόδωρο κ. Σμίτ, ενώ ακούγονται ενδιάμεσα και απειλές στους παραβάτες των ανηρτημένων οδηγιών. Μετά από μία ώρα ακρόασης, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται η κυρία Σμίτ. Λιτή, ανέκφραστη και αυταρχική. Στο χέρι της κρατά το λουρί με δεμένο ένα  μαύρο Ντόπερμαν. Διατάζει την Στέλλα να την ακολουθήσει για να μάθει τις δουλειές που πρέπει να κάνει. Η Στέλλα υπακούει αναγκαστικά. Αρχίζει να σκουπίζει, να καθαρίζει τοίχους και να πλένει πιάτα και απορεί πως ένα τέτοιο σπίτι δεν είχε δικιά του υπηρέτρια. Μετά αισθάνεται να καταλαβαίνει και απογοητεύεται. Αυτή πήρε την θέση κάποιας άλλης υπηρέτριας, που δεν μπορεί να σκεφτεί που θα βρίσκεται τώρα.

Μετά, γνωριμία με το δικό της δωμάτιο που έχει καγκελόφραχτα παράθυρα και πόρτα που την κλειδώνουν κάθε βράδυ από έξω.

Το μαρτύριο της δεν περιγράφεται. Τα δαγκώματα του σκύλου πονούν τρομερά η κούραση από την δουλειά την έχουν εξουθενώσει, ο φόβος του βιασμού της,  την τρομοκρατεί, είναι πολύ κουρασμένη  αλλά δεν μπορεί να κλείσει μάτι.

Τα  χείλη της ψελλίζουν μια παράκληση, μια προσευχή… Δεν σκέπτεται πλέον τα επαγγελματικά της όνειρα, σκέπτεται μόνο τους γονείς της που περιμένουν και ακόμη σκέπτεται μια έξοδο κινδύνου, ένα άνοιγμα προς την ελευθερία.

Σκέπτεται και προσεύχεται… Σκύβει και γονατίζει. Με τα χέρια της κρατάει το σκυμμένο κεφάλι της, κλαίει για πέντε λεπτά με αναφιλητά πάνω στο κρεβάτι, ενώ νοιώθει τα γονατισμένα πόδια της  να τρέμουν από την κούραση.

Τα πόδια της τρέμουν, αλλά όχι μόνο από την κούραση. Τρέμουν και τα τζάμια από τα παράθυρα, τρέμει και το κρυστάλλινο φωτιστικό, τρέμει κι αυτή ολόκληρη…

Σεισμός! Σεισμός! Μεγάλος, δυνατός σεισμός! Πάνω από επτά ρίχτερ. Κουνιούνται όλα, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο δυνατά. Η Στέλλα έχει ξαναζήσει σεισμό πριν δύο χρόνια, και δεν κοιμήθηκε τρείς νύχτες από τον φόβο και την αγωνία. Όμως, αυτή την φορά, δεν φοβάται Δύο λεπτά σεισμός και οι τοίχοι ραγίζουν και ένα κομμάτι πέφτει. Η Στέλλα δεν αφήνει την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Βγαίνει από τον πεσμένο τοίχο του κλειδωμένου δωματίου και τρέχει στην εξώπορτα. Ο σεισμός συνεχίζεται και τα θεμέλια του σπιτιού τρίζουν.

Σε λίγο το μεγάλο οικοδόμημα δεν θα αντέξει και θα αρχίσει να σωριάζεται. Ένα μεγάλο δέντρο ξεριζώνεται και συνθλίβει τα εξωτερικά τείχη στο πέσιμό του. Τα σκυλιά, τρομοκρατημένα, αποκτούν την ελευθερία τους  από το πέρασμα που ανοίγεται. Κραυγές για βοήθεια ακούγονται από το πεσμένο σπίτι. Μια αρσενικιά και μια θηλυκιά. Το ζεύγος Σμίτ. Σίγουρα είναι τραυματισμένοι αλλά δεν είναι νεκροί. Οι φωνές σχίζουν τον αέρα. Μονάχα η Στέλλα τις ακούει. Το μεγάλο οικόπεδο, μέσα στο οποίο είναι κτισμένο το πλούσιο σπίτι ευρίσκεται σε αραιοκατοικημένη περιοχή. Οι φωνές δυναμώνουν αλλά κανένας δεν μπορεί να τους βοηθήσει. Κανένας, εκτός από την Στέλλα. Δεν ξέρει τι να αποφασίζει γιατί  τα δαγκώματα ακόμα την πονούν και η σκέψη του μελλοντικού βιασμού την τρομάζει. Η όψη του δόλιου Γιόχαν Σμίτ την έχει αναστατώσει. Αλλά, τώρα αυτή βρίσκεται σε υπεροχή. Το ζεύγος Σμίτ, αν δεν έλθει κανένας άλλος, σίγουρα θα πεθάνει από δίψα ή επιπλοκή από τον τραυματισμό…

΄Αν έχουν χάσει και αίμα, τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα. Οι κραυγές είναι πιο αδύναμες και ικετευτικές και η Στέλλα σκέφτεται να πάει για βοήθεια. Παρότι ξέρει, ότι αυτή έχει το πάνω χέρι, ακόμα διστάζει. Νοιώθει στην συνείδηση της κάποιον να παρακαλεί. Πηγαίνει πάνω από τους σωρούς τις πέτρες που βρίσκονται πάνω από τις φωνές που εκλιπαρούν. Σε λίγο μπορεί να σβήσουν από ασφυξία. Και τότε, αρχίζει να βγάζει τις πέτρες. Μία-μία πετάει πιο μακριά τις πέτρες που βρίσκονται κοντά στα κεφάλια τους.

Σε είκοσι λεπτά αποκαλύπτονται τα δύο θαμμένα πρόσωπα. Ο μελλοντικός βιαστής της και η γυναίκα του και αφέντρα της. Κοιτούν το πρόσωπο της Στέλλας με απορία και ντροπή. Ποτέ δεν θα τολμούσαν να φανταστούν ότι αυτή είναι ο σωτήρας τους. Δάκρυα, πολλά δάκρυα αυλακώνουν τα πρόσωπά τους. Η  ντροπή για το ξεπεσμό τους  βγαίνει συντετριμμένη μέσα από τα χείλη τους: «Συγχώρησέ μας, σε παρακαλούμε. Μπορείς να μας συγχωρήσεις

Και η αναπάντεχη απάντηση της Στέλλας: «Εγώ πιστεύω, ότι όλοι πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη». Τι απλότητα και χάρη… Όλοι πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη. Αυτοί οι δύο για την εγκληματική τους συμπεριφορά, και αυτή η αθώα για τα φιλόδοξα όνειρα των αιθέρων.

Η Στέλλα αισθάνεται τώρα έναν εσωτερικό σεισμό. «Μακάριοι οι ταπεινοί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δούν τον Θεόν»….

Συνεχίζει να βγάζει και άλλες πέτρες, ώσπου σε λίγο έχουν αποκαλυφθεί όλα τους τα κορμιά. Το ζεύγος σε λίγο θα είναι όρθιο, θα κλαίει και θα ζητά και πάλι συγγνώμη. Η Στέλλα προφασίζεται ότι πηγαίνει για βοήθεια, που τώρα λίγο την χρειάζονται, για να τρέξει στους δικούς της που φοβάται τι θα έχουν γίνει. Πουθενά κάποιο σημείο αναγνώρισης του μέρους που βρίσκεται. Απλά πιστεύει, ότι δεν βρίσκεται  και πολύ μακριά γιατί τρέχοντας αναγνωρίζει κάποια μέρη που έχει ξαναδεί. Ρωτάει τους τρομοκρατημένους κατοίκους που βρίσκονται στα πάρκα σε ποια συνοικία βρίσκεται. Μετά σταματά ένα διερχόμενο όχημα, που ο οδηγός του φαίνεται ότι πηγαίνει προς την γειτονιά της και σε λίγο αντικρίζει τα κεραμίδια του σπιτιού της. Αυτή η συνοικία δεν έχει κάποιο  πρόβλημα, και το σπίτι παρότι παλιό, αποδείχθηκε πολύ γερό. Δεν έχει ούτε ένα ράγισμα. Οι γονείς της στέκονται όρθιοι απέξω από το σπίτι και κοιτάζουν την Στέλλα, που έρχεται τρέχοντας κοντά τους. Δεν μπορούν να το πιστέψουν, κλαίνε από την χαρά τους, σταυροκοπιούνται. Κλάματα και ζητοκραυγές. Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί την ανείπωτη χαρά τους.

Ο σεισμός είναι καταστροφικός, αλλά μόνο για τα υλικά πράγματα που μπορούν να ξαναποκτηθούν. Μερικές φορές, καταστρέφει και κάτι άχρηστο στην ανθρώπινη φύση. Κάποιο μεγάλο και πλούσιο σπίτι με πολλά δωμάτια που ο εγωισμός και η απληστία έφτιαξαν χωρίς γερά θεμέλια, και όταν θάρθει η Ημέρα της Συντριβής  δεν θα υπάρχει καμιά δικαιολογία για αυτόν τον εργολάβο που το έκτισε με σαθρά υλικά.

Η Στέλλα δεν μίλησε στους δικούς της γι αυτήν την επικίνδυνη περιπέτεια. Όμως άλλαξε γνώμη και δεν συνέχισε  για να γίνει αεροσυνοδός.΄Εγινε  ξεναγός στους τουρίστες και κοντά στις γνωστές ιστορίες για τους ένδοξους προγόνους μας, τους μιλά και για τους ένδοξους αγίους μας  που τους αισθάνεται, τώρα, πιο κοντά, στην ζωή της….

1 σχόλιο στο “Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

  1. Xristos

    Απίστευτη, καταπληκτική ιστορία! Πρώτη μου φορά που μπαίνω στην ιστοσελίδα αυτή, με αφορμή ένα κείμενο που ασκεί κριτική στο φεμινιστικό κίνημα, και εύχομαι να διαβάζω και άλλες παρόμοιες ιστορίες! Ο Χριστός μεθ’ ημών δύναται να τον βλέπουμε καθημερινώς στο πρόσωπο πολλών ανθρώπων, των οποίων δεν έχουμε ιδέα που βρίσκονται δίπλα μας.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.