ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΙΙI

 ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ:

 … η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και η ανάγκη άμεσων, ριζικών λύσεων – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

ΤΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΑ ΕΥΡΩΔΟΧΕΙΑ

Σύμφωνα με πρόσφατη οικονομική μελέτη (αναλυτικό άρθρο μας σχετικό με τις πιστώσεις «Target-2» του συστήματος της ΕΚΤ), το 88% των ελλειμμάτων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της GIPS, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, μετά το ξέσπασμα της κρίσης δηλαδή, χρηματοδοτείται από το σύστημα Target της ΕΚΤ. Πρόκειται ουσιαστικά για 314 δις € (με ημερομηνία το Μάρτιο του 2011), τα οποία είναι τα χρήματα που δανείσθηκαν οι κεντρικές τράπεζες των τεσσάρων ελλειμματικών χωρών, «εκτός πιστωτικών ορίων» – χρήματα (υπεραναλήψεις), τα οποία ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση της ρευστότητας στο εσωτερικό τους.  

Τα δανειακά αυτά χρήματα, τα οποία έλαβαν οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της GIPS από την ΕΚΤ, χρησιμοποιήθηκαν για να εξασφαλίσουν τη ροή των προϊόντων (εισαγωγές), καθώς επίσης την αγορά διαφόρων περιουσιακών στοιχείων (μετοχές, ομόλογα, αγορές εταιρειών, τίτλοι ιδιοκτησίας κλπ.), από τους Έλληνες, τους Ιρλανδούς, τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς. Η ενέργεια αυτή της ΕΚΤ θεωρείται «ορθολογική», αφού διαφορετικά δεν θα είχε αποφευχθεί η ξαφνική χρεοκοπία πολλών μαζί χωρών της Ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα βέβαια, πρόκειται για ένα τεράστιο «de facto bail out», για μία διάσωση δηλαδή των κρατών αυτών, παρά τις απαγορεύσεις της συνθήκης του Μάαστριχτ. Ακόμη περισσότερο είναι, σε τελική ανάλυση, μία «δημοσιονομική» παροχή πιστώσεων των πλεονασματικών προς τις ελλειμματικές χώρες η οποία, στον πυρήνα της, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία «μονεταριστική πολιτική». Επίσημα, τέτοιου είδους μεταφορές πόρων γίνονται μόνο εντός ομοσπονδιακών κρατών. Για παράδειγμα, είναι σαν να μεταφέρονται χρήματα εντός Γερμανίας, από το Ανόβερο στο Αμβούργο.         

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, την Πορτογαλία επίσης, το σύνολο των ιδιωτικών και δημοσίων εισροών κεφαλαίων τα τελευταία τρία χρόνια ήταν σχεδόν μηδενικό. Δηλαδή, ούτε οι ιδιώτες (επιχειρήσεις, καταναλωτές κλπ.) δεν τοποθέτησαν νέα κεφάλαια στην Ελλάδα, για να χρηματοδοτήσουν το εξωτερικό έλλειμμα του ισοζυγίου, ούτε το δημόσιο (δεν «ρευστοποιήθηκαν» περιουσιακά στοιχεία κλπ.). Επομένως, τα ελλείμματα των ισοζυγίων εξωτερικών συναλλαγών και των δύο χωρών χρηματοδοτήθηκαν «σιωπηρά» από την ΕΚΤ (76 δις € για την Ελλάδα και 54 δις € για την Πορτογαλία) – η οποία θεωρείται πλέον ως η πιο επικίνδυνη τράπεζα του πλανήτη (ενδεχομένως μαζί με τη Fed). Φυσικά αυτό έγινε σταδιακά, καθώς επίσης με εναλλαγές, όπου ενδιάμεσα υπήρχαν εισροές κεφαλαίων, τόσο από τον ιδιωτικό, όσο και από το δημόσιο τομέα – ταυτόχρονα βέβαια, ισοδύναμες σχεδόν εκροές. Συνολικά όμως για τα τρία χρόνια, οι εισροές κάλυψαν τις εκροές, οπότε επιβαρύνθηκε ουσιαστικά μόνο η ΕΚΤ.

Στην Ισπανία τώρα τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, αφού υπήρχαν πάντοτε κεφαλαιακές εισροές εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες χρηματοδοτούσαν το εξωτερικό έλλειμμα του ισοζυγίου – οπότε η κεντρική τράπεζα της χώρας προσέθετε χρήματα μόνο βοηθητικά, για τη χρηματοδότηση των επί πλέον (ελλειμματικών) εισαγωγών. Έτσι λοιπόν, όλα τα Target-δάνεια της κεντρικής τράπεζας της Ισπανίας από την ΕΚΤ ήταν μόλις 46 δις € και για τα τρία χρόνια – παρά το ότι το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών της χώρας διαμορφώθηκε συνολικά στα 207 δις €. Στην Ιρλανδία συνέβη ακριβώς το αντίθετο, γεγονός που σημαίνει ότι υπήρξε μαζική φυγή κεφαλαίων από τη χώρα (ενώ, παρά τα όσα κατά καιρούς λέγονται, δεν μεσολάβησε μαζική φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ). Το συμπέρασμα αυτό, η μαζική φυγή κεφαλαίων δηλαδή από την Ιρλανδία (πιθανολογούμε ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και στην Ιταλία), τεκμηριώνεται από το ότι, το συνολικό έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών της Ιρλανδίας, για τα τρία πάντοτε τελευταία χρόνια, διαμορφώθηκε στα 16 δις €, ενώ τα Target-δάνεια εκτοξεύθηκαν στα 145 δις € (σχεδόν όσο το ΑΕΠ της χώρας, ύψους 160 δις €). Απλούστερα, από την Ιρλανδία έφυγαν κεφάλαια ύψους σχεδόν 130 δις €, τα οποία ουσιαστικά «αφαιρέθηκαν» άμεσα από την ΕΚΤ και έμμεσα από τους Ευρωπαίους φορολογουμένους (αφού οι τράπεζες της χώρας δεν τα είχαν στη διάθεση τους ενώ, όπως γνωρίζουμε πλέον, η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας τύπωσε μόνη της χρήματα, ύψους περί τα 60 δις € – με εντολή φυσικά της ΕΚΤ, η οποία έτσι βοήθησε τις ξένες εταιρείες που είχαν δημιουργήσει το δήθεν οικονομικό θαύμα της χώρας, βασιζόμενο στην εκτεταμένη, νόμιμη φοροδιαφυγή των πολυεθνικών, να «φυγαδεύσουν» τα άκρως κερδοσκοπικά κεφάλαια τους, εγκαταλείποντας την Ιρλανδία στην τύχη της). 

Ένα επόμενο συμπέρασμα είναι φυσικά το ότι, η ενδεχόμενη φυγή κεφαλαίων από μία χώρα της Ευρωζώνης (πόσο μάλλον σε συνδυασμό με μία στάση πληρωμών και με μία επιδρομή τραπεζών – bank run), δεν καταστρέφει μόνο την ίδια αλλά, πολύ περισσότερο (εφόσον ανήκει στις αδύναμες), όλες τις υπόλοιπες, δια μέσου της ΕΚΤ. Επομένως, εάν τυχόν μεσολαβούσε μία φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα προς τρίτες χώρες, σαν αποτέλεσμα του λανθασμένου χειρισμού της κρίσης (από την Κομισιόν, την Τρόικα και την Γερμανία), η καταστροφή που θα ακολουθούσε θα επιβάρυνε κυρίως την ίδια τη Γερμανία – επειδή μέσω της Bundesbank είναι ο κύριος χρηματοδότης της ΕΚΤ (κάτι που γνωρίζουν σίγουρα τόσο το ΔΝΤ, όσο και οι Η.Π.Α. – επίσης, η ΤτΕ και η Ελληνική κυβέρνηση). Θα μπορούσε φυσικά να αναρωτηθεί κανείς τι θα συνέβαινε, εάν η ΕΚΤ δεν είχε χρηματοδοτήσει με τον παραπάνω «σιωπηλό» τρόπο τις κεντρικές τράπεζες των χωρών της GIPS (και όχι μόνο). Η απάντηση είναι πολύ απλή: εάν δεν το έκανε η ΕΚΤ, θα υπήρχαν τεράστια προβλήματα ρευστότητας, τα οποία θα είχαν οδηγήσει ήδη σε μαζικές χρεοκοπίες τραπεζών – αφού οι τράπεζες δεν θα μπορούσαν πλέον να αναχρηματοδοτηθούν από το «σύστημα». Κατ’ επέκταση, οι χρεοκοπίες τραπεζών θα ανάγκαζαν τα κράτη επίσης να χρεοκοπήσουν, με τελικό αποτέλεσμα την ολοκληρωτική χρεοκοπία πολλών χωρών της Ευρωζώνης – ακόμη και των πλέον ισχυρών.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, από τους τέσσερις τομείς της οικονομίας μας (ναυτιλία, εμπόριο, κατασκευές και χρηματοπιστωτικός τομέας), οι οποίοι συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της περιόδου 1996-2008 (με μέσο ρυθμό 3,7%) οι δύο (εμπόριο και κατασκευές) είναι αφενός μεν προστατευμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό, αφετέρου σχετικά χαμηλής έντασης τεχνολογίας. Οι εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό τομείς, όπως ο τουρισμός και η μεταποίηση, δεν αναπτύχθηκαν με τον ίδιο ρυθμό, λόγω της μικρότερης συγκριτικά παραγωγικότητας τους – η οποία δεν αντισταθμιζόταν από χαμηλότερες τιμές. Περαιτέρω, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, παρά το ότι αυξήθηκε σημαντικά το χρονικό διάστημα 1996-2008, ευρίσκεται ακόμη σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο, σε σχέση με το μέσο της Ευρωζώνης. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύνθεση των οικονομικών δραστηριοτήτων – στη συγκέντρωση δηλαδή σε κλάδους χαμηλής έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας, όπως είναι ο αγροτικός, οι κατασκευές και το εμπόριο. Ο Πίνακας VI αναφέρεται στο μισό περίπου των απασχολουμένων στην Ελλάδα:

ΠΙΝΑΚΑΣ VI: Απασχολούμενοι στην Ελλάδα, σε κλάδους προστατευμένους, χαμηλής κεφαλαιακής/τεχνολογικής έντασης ή και τα δύο.

Κλάδοι

Ποσοστό απασχολουμένων επί του συνόλου

 

 

Αγροτικός τομέας

11,5%

Κατασκευές

8,2%

Εμπόριο

18,2%

Δημόσια Διοίκηση

8,3%

Πηγή: ΤτΕ, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Συνεχίζοντας οι κλάδοι, οι οποίοι αύξησαν περισσότερο το μερίδιο τους στο ΑΕΠ, την περίοδο 1999-2004, σε σχέση με την περίοδο 1971-1980, καθώς επίσης αυτοί που το περιόρισαν, ήταν οι εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ VII: Κυριότεροι κλάδοι μεταβολής μεριδίων στο ΑΕΠ

Κλάδοι

Περίοδος 1971-1980

Περίοδος 1999-2004

 

 

 

Χρηματοπιστωτικός

13,8%

16,7%

Εκπαιδευτικές-Υγειον. Υπηρ.

6,0%

8,2%

Ξενοδοχεία-Εστιατόρια

6,5%

11,2%

Μεταποίηση

23,2%

14,9%

Γεωργία-Αλιεία

11,6%

5,7%

Πηγή: ΤτΕ, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Οφείλουμε να τονίσουμε εδώ ότι, η παραγωγικότητα του επενδυμένου κεφαλαίου στη Γερμανία είναι διπλάσια από ότι στην Ελλάδα (δηλαδή, για να επιτύχει κανείς το ίδιο κέρδος στην Ελλάδα χρειάζεται τα διπλά κεφάλαια, από ότι στη Γερμανία), γεγονός που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες (γραφειοκρατία, έλλειψη πλαισίου στην Ελλάδα, μέγεθος επιχειρήσεων, φεουδαρχική εταιρική διακυβέρνηση κλπ.). Εδώ οφείλεται ίσως η τεράστια μείωση του μεταποιητικού τομέα, η οποία τεκμηριώνει την έκταση της αποβιομηχανοποίησης της χώρας μας. Ουσιαστικά δε τη μεταφορά του εργατικού δυναμικού από την παραγωγή στις υπηρεσίες, όπως φαίνεται στον Πίνακα VII.

Περαιτέρω, το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν της Ελληνικής Οικονομίας είναι 1,7 φορές μικρότερο από αυτό της Γερμανικής (1,6 από το αντίστοιχο της Ισπανικής!). Δηλαδή, εάν ένα προϊόν κοστίζει στην παραγωγή του 10 €, τα εργατικά συμμετείχαν στο κόστος του, όταν έγινε η μελέτη,  με 1 € στην Ελλάδα και με 1,7 € στη Γερμανία – σήμερα, με ακόμη λιγότερα. Παρόλα αυτά, η παραγωγικότητα στη Γερμανία είναι σχεδόν διπλάσια, από αυτήν στην Ελλάδα. Επομένως, η συνέχιση της αντιμετώπισης των προβλημάτων της χώρας μας, με τη συμπίεση του κόστους εργασίας (μισθούς) ανά μονάδα προϊόντος, δεν πρόκειται να μας οδηγήσει πουθενά – ει μη μόνο στην απόλυτη χρεοκοπία, μέσω της μείωσης της κατανάλωσης και κατ’ επέκταση του ΑΕΠ, της φορολογικής βάσης, των εσόδων κλπ. Κλείνοντας, η συνεχώς αυξανόμενη έκθεση της Ελληνικής Οικονομίας στο διεθνή ανταγωνισμό (Ευρώπη, Παγκοσμιοποίηση), με την απουσία οποιουδήποτε αναπτυξιακού σχεδιασμού, με «συνθήκες Ευρωζώνης» (αδυναμία αυτόνομης δημοσιονομικής, νομισματικής πολιτικής) και με την πρόσφατη υφεσιακή παρωδία, έχει διαβρώσει και θα συνεχίσει να διαβρώνει ακόμη περισσότερο την παραγωγική της βάση, με καταστροφικά αποτελέσματα για το μέλλον της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αφενός μεν τα δίδυμα ελλείμματα, αφετέρου το δημόσιο χρέος, σε συνδυασμό με τη δομή της οικονομίας της και το μη υγιές πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, μειώνουν διαρκώς την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας – αφού δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί η οποιαδήποτε αναπτυξιακή πολιτική. Η μειωμένη τώρα ανταγωνιστικότητα ανατροφοδοτεί το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μας, το οποίο με τη σειρά του «εκβάλλει» αυξανόμενο στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και στο δημόσιο χρέος. Επομένως, η χώρα μας έχει εισέλθει σε έναν ανατροφοδοτούμενο, καθοδικό σπειροειδή κύκλο, ο οποίος πρέπει να σταματήσει άμεσα. Ο μοναδικός ίσως τρόπος πλέον για να το επιτύχει, εάν δεχθούμε ότι η μη αλληλέγγυα Ευρωζώνη δεν πρόκειται ποτέ να εξελιχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, με όρους ισότητας, δεν είναι άλλος από την άμεση στάση πληρωμών – ενδεχομένως παραμένοντας στο Ευρώ αφού δυστυχώς, όσο περνάει ο καιρός και η Ελλάδα βυθίζεται στο σκότος των αλλεπάλληλων μνημονίων με τα ενυπόθηκα δάνεια, η επιστροφή στο εθνικό της νόμισμα (άρθρο μας), χωρίς να καταστραφεί εντελώς, γίνεται ανέφικτη. Στην αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να «μεταλλαχθεί» σε προτεκτοράτο της Γερμανίας, η οποία χρόνια τώρα «επιβουλεύεται» τον τεράστιο φυσικό πλούτο, τον πολιτισμό και την απίστευτη ομορφιά της.

Επαναλαμβάνουμε λοιπόν ξανά ότι, η χώρα μας χρειάζεται ένα σύνολο μέτρων αναμόρφωσης και ενίσχυσης της οικονομίας της, με κέντρο βάρους τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού (βασικό της ΕΚΤ), την αναδιάρθρωση (επιμήκυνση) του δημοσίου χρέους, την ενίσχυση των εξαγωγών και του τουρισμού, το συμψηφισμό των Γερμανικών αποζημιώσεων, καθώς επίσης τις ευρωπαϊκές παραγωγικές επενδύσεις – μέσω του οποίου θα καταπολεμηθεί η ύφεση, ο στασιμοπληθωρισμός καλύτερα, καθώς επίσης η εγκληματική ανεργία που προκάλεσε η καταστροφική διαχείριση της κρίσης, τόσο εκ μέρους της κυβέρνησης, όσο και της τευτονοκρατούμενης Τρόικας (για την οποία ανέλαβε τη «βρώμικη δουλειά» το ΔΝΤ). Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να καταφύγει στη στάση πληρωμών (υποθέτουμε ότι καμία υπεύθυνη, Ελληνική κυβέρνηση δεν θα αποφάσιζε την επιλεκτική χρεοκοπία), η οποία θα επιβαρύνει κυρίως τους δανειστές της – ενώ οι Πολίτες της σίγουρα θα αντιδράσουν έγκαιρα στη «λεηλασία» της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό δεν θα αποφύγουν τη χρεοκοπία, στην οποία όμως δεν θέλουν να οδηγηθούν ανόητα, σαν μία «στυμμένη λεμονόκουπα» (εξαθλιωμένοι δηλαδή, άνεργοι, πεινασμένοι και χωρίς περιουσιακά στοιχεία, όπως η Αργεντινή μετά από τρία χρόνια στα νύχια του ΔΝΤ).

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright),Αθήνα, 14. Ιουλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2382.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.