Σάρκα ή σαρκοφάγος; Πολυμορφία και ιεραποστολική φύση της Εκκλησίας

Σαρκοφάγος είναι το νεκρικό κιβώτιο το οποίο εγκιβωτίζει και καταπίνει την σάρκα (όπως οι περίφημες σαρκοφάγοι της αρχαίας Αιγύπτου). Η σαρκοφάγος δηλαδή είναι περιτύλιγμα, είναι τσόφλι, είναι φυλακή.[1]

Κρατάμε αυτούς τους δύο ορισμούς (θα μας χρειαστούν αργότερα) και περνάμε στον τρίτο.

Τι είναι μονοκαλλιέργεια.

Μονοκαλλιέργεια είναι το να καλλιεργείται σε μια γεωργική έκταση αποκλειστικά και μόνο ένα φυτό. Κανένα άλλο. Η μονοκαλλιέργεια ίσως μας ακούγεται ως κάτι αδιάφορο, όμως μέσα στην ανθρώπινη ιστορία έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα δαιμονικό εργαλείο στραγγαλισμού λαών. Χρησιμοποιήθηκε από αποικιοκρατικές δυνάμεις, οι οποίες συνέθλιβαν την δημιουργικότητα των άλλων λαών. Για παράδειγμα: Στην προ-αποικιακή Αφρική κάθε οικογένεια είχε τον κήπο της με το καλαμπόκι, τις μπανανιές, τις φασολιές, τα αβοκάντο της και το κακαόδενδρο, ώστε κάθε οικογένεια –και όλη η φυλή– να έχει αυτάρκεια και στις καλλιέργειες, και στην διατροφή και στην οικονομία. Τι κάνει ο αποικιοκράτης; Ξεριζώνει όλες αυτές τις πολυποίκιλες καλλιέργειες, και φυτεύει μόνο ένα φυτό, π.χ. μόνο κακαόδενδρο. Ο αποικιοκράτης στη συνέχεια παίρνει το αφρικανικό κακάο για να φτιάξει στη χώρα του «ευρωπαϊκές» σοκολάτες, οι δε Αφρικανοί λιμοκτονούν, διότι έχουν βεβαίως κακάο, αλλά… δεν έχουν καλαμπόκι, μπανανιές, φασολιές και αβοκάντο.

Η λέξη «μονοκαλλιέργεια» είναι απόδοση της γαλλικής λέξης monoculture, που δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι η γαλλική λέξη culture μάς φανερώνει ότι η μονοκαλλιέργεια αφορά και την αγροτική καλλιέργεια, και την πολιτισμική καλλιέργεια – την κουλτούρα! Ακριβώς μονοκαλλιέργεια είναι η στάση η οποία έναν μόνο πολιτισμός θεωρεί της προκοπής, ενώ τους υπόλοιπους τους θεωρεί καθυστερημένους, άχρηστους και άρα… ξεριζώσιμους!

Όταν ακούμε αυτά τα καμώματα των αποικιοκρατών (οι οποίοι συνοδεύονταν συνήθως από αποικιοκρατικές ιεραποστολές) αγανακτούμε, ως Ορθόδοξοι! Και καλά κάνουμε! Διότι, αν σκεφτούμε την πολυτιμότερη εικόνα της Εκκλησίας, την οποία έχουμε στη διάθεσή μας, δηλαδή την εικόνα που μας έχει δώσει ο απόστολος Παύλος στην πρώτη επιστολή του προς Κορινθίους, θα δούμε την εικόνα ενός σώματος με ποικίλα μέλη, καθένα από τα οποία είναι διαφορετικό από τα άλλα, καθένα συμπληρώνεται από όλα τα άλλα, καθένα είναι μοναδικό, μα κανένα δεν είναι αυθύπαρκτο. Όπως πολύ ωραία λέει ο Παύλος, αν ολόκληρο το σώμα γίνει ένα μέλος (πχ μόνο μάτι), τότε τι θα είναι; Μήπως «μονομελές» σώμα; Όχι! Θα πάψει να είναι σώμα! Αντίστοιχα, μια Εκκλησία η οποία εφαρμόζει πολιτισμική μονοκαλλιέργεια, δεν είναι απλώς «μονοπολιτισμική» Εκκλησία, αλλά παύει να είναι Εκκλησία (όσα θεολογικά τερτίπια κι αν επικαλεστούμε για το ακατάλυτο της Εκκλησίας κλπ). Η υπέροχη παύλεια θεολογία σφραγίζει, ουσιαστικά, και το κλείσιμο της Καινής Διαθήκης. Στο τέλος του τελευταίου της βιβλίου, της Αποκάλυψης, περιγράφεται ο ερχομός της Βασιλείας με την εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ: Της πόλης με πολίτες από όλα τα έθνη, της πόλης στην οποία κάθε λαός μπαίνει συνεισφέροντας τα δικά του πλούτη – την δική του δημιουργικότητα. Όλα τα έθνη θα δοξολογήσουν τον έναν Θεό, και η ποικιλία της προίκας τους θα εκφράσει την ίδια αλήθεια! Αυτή η πολιτισμική ποικιλία αντιστοιχεί προς την γλωσσική ποικιλία, την οποία καθαγίασε το γεγονός της Πεντηκοστής! Και δείτε: Στην Πεντηκοστή ανατρέπεται μεν η κατάντια της Βαβέλ, αλλά η Εκκλησία δεν επιστρέφει στην μία προ-βαβελική γλώσσα. Στη ζωή της Εκκλησίας δεν υπάρχει επιστροφή. Υπάρχει μόνο κίνηση προς τα μπροστά, προς τη Βασιλεία, προς το υπέροχο μέλλον ο οποίο δεν έχει ξαναϋπάρξει. Κι έτσι, με την Πεντηκοστή η Εκκλησία αποδέχτηκε την ποικιλία των γλωσσών και δεν επέβαλε μια γλωσσική μονοκαλλιέργεια.

Αυτό που πρέπει να προσέξουμε σε όλα αυτά, είναι το εξής: Η αποδοχή της ποικιλίας δεν είναι λύση ανάγκης. Δεν γίνεται δηλαδή κατ’ οικονομίαν. Η αποδοχή της ποικιλίας οφείλει να είναι η κανονικότητα της Εκκλησίας, για τους λόγους που είπα παραπάνω.

Η οικονομική αποικιοκρατία είναι σφιχτοδεμένη με την ψυχολογική και πνευματική αποικιοκρατία. Στις ιεραποστολικές σπουδές διεθνώς αυτό ονομάζεται colonization of mind. Τα ίδια τα θύματα δηλαδή του αποικισμού κάποια στιγμή εσωτερικεύουν την δεσποτεία των επικυρίαρχών τους και μιμούνται τους επικυρίαρχούς τους, νιώθοντας ότι οι ίδιοι έτσι αναβαθμίζονται σε κάτι ανώτερο. Κάποτε κάποιοι Βρετανοί ιεραπόστολοι στην Αφρική ζήτησαν από κάποιους Αφρικανούς να τους τραγουδήσουν ένα τραγούδι. Έμειναν εμβρόντητοι όταν οι Αφρικανοί άρχισαν να τραγουδούν το «Βρετανοί Γρεναδιέροι», το οποίο είναι βρετανικό παραδοσιακό στρατιωτικό εμβατήριο! (μπορείτε να βρείτε και στο youtube – British Grenadiers).

Ακούγοντας εμείς, ως Ορθόδοξοι, τέτοια περιστατικά, οικτίρουμε την αποικιοκρατία των Δυτικών και ελεεινολογούμε την αποικιοκρατική ιεραποστολή που άσκησαν. Όταν όμως βλέπουμε στο youtube βίντεο από Ορθόδοξες αφρικανικές εκκλησίες, με νεαρούς Αφρικανούς να ψέλνουν στα Ελληνικά το «Φως ιλαρόν» ή το «Τη υπερμάχω» (δηλαδή χωρίς να εκφράζονται με την δική τους μουσικότητα και χωρίς να καταλαβαίνουν κάτι), τότε… τότε ξεχειλίζουμε από καμάρι! Καθόσον, αν γράψει τον απόστολο Παύλο στα παλιά του τα παπούτσια ο Δυτικός μονοκαλλιεργητής, πρόκειται για αίρεση. Αν όμως γράψει τον Παύλο στα παλιά του τα παπούτσια ο Ορθόδοξος μονοκαλλιεργητής, τότε… είναι ευσέβεια.

Κι όταν πάλι οι Έλληνες μονοκαλλιεργητές πέσουν πάνω σε βίντεο, πάλι Ορθόδοξης αφρικανικής εκκλησίας, όπου οι πιστοί κοινωνούν υπό τον ήχο τυμπάνων και κατόπιν λικνίζεται στον χορό τους και ο επίσκοπός τους, τότε οι Έλληνες μονοκαλιεργητές διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, κρώζοντας ότι ο ναός μετατράπηκε σε ντισκοτέκ! Και μονοκαλλιεργητής και αδιάβαστος, είναι μίγμα άκρως τοξικό. Αγαπητές και αγαπητοί, η μελωδική κρούση τυμπάνων και το χορευτικό λίκνισμα την ώρα της αφρικανικής Ορθόδοξης λατρείας αποτελεί γλώσσα του Αφρικανού – όχι χαβαλέ. Ας κάνουμε τον κόπο (σε μια πράξη μίμησης του Χριστού, δηλαδή σε μια πράξη κένωσης) να σκεφτούμε ότι το να ζητήσεις από τον Αφρικανό να στέκει κάγκελο την ώρα που εκφράζει την χαρά του και την πίστη του, είναι σαν να ζητήσει κάποιος από σας, εξαιρετικοί Έλληνες ψάλτες, να μας ψάλετε σαν εγγαστρίμυθοι!

Και ποιο είναι άραγε το κριτήριο για την ιεροπρέπεια την ψαλτικής; Δεν είναι η κατηγοριοποίηση των διαφορετικών πολιτισμών (σαν τάχα η ελληνική έκφραση να είναι από χέρι ιεροπρεπής, και η αφρικανική από χέρι έκλυτη). Τα κριτήρια για την ιεροπρέπεια της ψαλτικής πρέπει να βρεθούν εντός του κάθε πολιτισμού! Ένα παράδειγμα: Μια βυζαντινή ψαλμωδία, με τεχνική μεν ακρίβεια, αλλά δίχως ήθος (όπως, ας πούμε, το να ψέλνουμε «τον Δεσπότην και αρχιερέα…», βυζαντινά μεν, αλλά με επιτήδευση και δουλοπρέπεια, ενώπιον επισκόπου χρυσοστόλιστου και μιτροφορούντος σαν σατράπη του Δαρείου), μια τέτοια ψαλμωδία δεν είναι ηχητική υπερβολή. Είναι ασέβεια. Και για όσους τυχόν ενοχλούνται από αυτή την περιγραφή, σημειώνω πως ούτε δική μου είναι, ούτε κάποιου αφρικανού φύλαρχου. Είναι πικρή και αποδοκιμαστική περιγραφή αρχιερατικής ελληνικής Ορθόδοξης λειτουργίας από τον ορθοδοξότατο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στο συγκλονιστικό δισέλιδο διήγημά του «Τα πτερόεντα δώρα»![2]

Δεν υπάρχουν λοιπόν πολιτισμοί από χέρι ιεροπρεπείς και πολιτισμοί από χέρι βέβηλοι. Όλοι οι πολιτισμοί δύνανται και καλούνται να εκφράσουν την αλήθεια του Χριστού με τον δικό τους τρόπο. Πρόκειται, ουσιαστικά, για το ξεκαθάρισμα που έχει κάνει η 7η οικουμενική σύνοδος (το 787) για το τι είναι εικόνα. Εικόνα είναι η απεικόνιση της μορφής / της υπόστασης. Τελεία. Δηλαδή η απεικόνιση της μορφής με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε υλικό. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η τεχνοτροπία, ο τρόπος της ζωγραφικής δεν αποτελεί μέρος της αποκάλυψης του Θεού. Είναι ανθρώπινη γλώσσα και οφείλει να ιδωθεί στην προοπτική της Πεντηκοστής. Αν δεν την δούμε σε αυτή την προοπτική, γινόμαστε Πνευματομάχοι.

Έτσι, λοιπόν, η πολιτισμική ποικιλία κάνει την Εκκλησία πλουσιότερη. Διότι κάθε πολιτισμική δημιουργία, βρίσκοντας τον δρόμο της στο σώμα της Εκκλησίας, δεν μένει ιδιοκτησία μόνο του λαού που την δημιούργησε, αλλά γίνεται πλούτος για όλα τα μέλη της: Το εβραϊκό «αμήν» έρχεται σε όσμωση με το ελληνικό «υπόστασις» και με την αφρικανική εκφραστικότητα, η οποία και αναζωογονεί τις πρεσβύτερες εκκλησίες (αυτή η εμπειρία της Εκκλησίας μπορεί γόνιμα να διαλεχθεί με τις σύγχρονες θεωρίες της inter-culturality και της trans-culturation, οι οποίες βλέπουν τους πολιτισμούς όχι ως στατικές ουσίες, αλλά ως γεγονότα, και μάλιστα σε ανάδραση μεταξύ τους και σε παραγωγή νέων συνθέσεων).   

Είπα ότι η πολιτισμική ποικιλία κάνει την Εκκλησία πλουσιότερη. Τολμώ να πω ότι την κάνει και πληρέστερη, υπό την έννοια ότι οι ανθρώπινες δημιουργίες μεταμορφώνονται σε σάρκα του Χριστού, και προεκτείνουν την σάρκωσή του στην ιστορία. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής το είχε πει με δυο κουβέντες: «Βούλεται […] ἀεὶ καὶ ἐν πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος καὶ Θεὸς τῆς αὐτοῦ ἐνσωματώσεως ἐνεργεῖσθαι τὸ μυστήριον» – «Ο Λόγος του Θεού και Θεός […] θέλει να πραγματώνεται  το μυστήριο της σάρκωσής του πάντα και παντού»[3].

Τι κάνει, συνεπώς, η πολιτισμική μονοκαλλιέργεια; Αντιμάχεται την διαδικασία της αδιάκοπης σάρκωσης, και εγκιβωτίζει το Ευαγγέλιο σε έναν και μόνο πολιτισμό – απαγορεύει δηλαδή στο Ευαγγέλιο να σαρκωθεί περαιτέρω, να κάνει σάρκα του Χριστού δημιουργίες όλων των πολιτισμών, και μάλιστα όχι μόνο διαφορετικές δημιουργίες των διαφορετικών πολιτισμών, αλλά και νέες δημιουργίες ενός πολιτισμού, ο οποίος μετασχηματίζεται μέσα στην ιστορία. Έτσι, ο εν λόγω ένας πολιτισμός (ή η εν λόγω παλιά μορφή ενός πολιτισμού) ουσιαστικά θεοποιείται, αφού καθυποτάσσει το Ευαγγέλιο και επιβάλλεται στο Ευαγγέλιο!  Σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτός ο ένας πολιτισμός, από σάρκα της Αλήθειας εκπίπτει σε σαρκοφάγο της Αλήθειας.

Κλείνω με μια τελευταία επισήμανση. Από την μια, η εκκλησιαστικότητα αποδέχεται, όπως είπα, τις ποικίλες πολιτισμικές εκφράσεις. Από την άλλη όμως βλέπουμε ότι για αποδοχή της ποικιλίας μιλά και το σύγχρονο καταναλωτικό, καπιταλιστικό και μεταμοντέρνο σύστημα. Πώς διακρίνονται άραγε αυτά τα δύο; Η απάντηση νομίζω βρίσκεται ακριβώς στα κριτήρια που ψηλαφήσαμε παραπάνω. Στην κερδοσκοπική οπτική της νεοφιλελεύθερης οικονομίας ο πολιτισμός είναι όντως τρελά καλοδεχούμενος, αλλά ως εμπόρευμα. Όχι ως σάρκα – δεν μετέχει δηλαδή αληθινά του εαυτού. Στην μεταμοντέρνα, πάλι, οπτική, κάθε επιμέρους σάρκα (κάθε «μικρή αφήγηση», όπως λέγεται) θεωρείται πηγή μιας επιμέρους αλήθειας, χωρίς να γίνεται δεκτή μια οικουμενική αλήθεια. Αντίθετα λοιπόν προς αυτές τις δύο οπτικές, για τη αυθεντική εκκλησιαστική συνείδηση η πολιτισμική σάρκα είναι εαυτός μας, δεν είναι όμως πηγή της αλήθειας! Αντιθέτως, κρίνεται από την αλήθεια, και μεταμορφώνεται από την αλήθεια! Και η αλήθεια δεν είναι ένας εκ των πολιτισμών, αλλά ο ετερούσιος του κόσμου Θεός! Η πρόσληψη των πολιτισμικών εκφράσεων, δηλαδή, είναι μια κριτική διαδικασία, με υπόδειγμα την δράση του Χριστού, ο οποίος προσέλαβε την ανθρώπινη ζωή και ήρθε σε ρήξη με ό,τι συνιστά θάνατο. Το ερώτημα είναι αν όντως αντέχουμε το υπέροχο βάρος της χριστιανικής πίστης και της σάρκωσης. Ο δοκητισμός (η αίρεση ότι ο Χριστός παρέστησε ότι σαρκώθηκε, αλλά δεν σαρκώθηκε στ’ αλήθεια) ασκεί πάντα ιδιαίτερη γοητεία!

* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αν. Καθηγητής Ιεραποστολικής, Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας, ath.n.pap@gmail.com.


[1] Την διελκυστίνδα σάρκας και σαρκοφάγου την αναπτύσσω στο μελέτημά μου «Σάρκα ναι, Σαρκοφάγος όχι! Πολιτισμός και ιεραποστολή, «ιθαγένεια» και «ερώτημα περί της αληθείας». Μια έρευνα στις απαρχές», Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία, τ. 6, Πάτρα 2015, σσ. 563-516».

[2]  Πρβλ. τον 75ο κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου (691-2), ο οποίος ορίζει, όσοι ψάλλουν, «[μη] βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι, και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι» (να μην ψάλλουν άτακτα και να μην πιέζονται ώστε να… ουρλιάζουν).

[3] Βλ. το βιβλίο μου Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 32021.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.